Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΑΙΣΧΙΝΗΣ - Κατὰ Κτησιφῶντος (201-212)

[201] Τίς οὖν ἐστιν ἀποτροπὴ τῶν τοιούτων λόγων, ἐγὼ προερῶ. Ἐπειδὰν προελθὼν ἐνταυθοῖ Κτησιφῶν διεξέλθῃ πρὸς ὑμᾶς τοῦτο δὴ τὸ συντεταγμένον αὐτῷ προοίμιον, ἔπειτ᾽ ἐνδιατρίβῃ καὶ μὴ ἀπολογῆται, ὑπομνήσατ᾽ αὐτὸν ἀθορύβως τὸ σανίδιον λαβεῖν καὶ τοὺς νόμους τῷ ψηφίσματι παραναγνῶναι. Ἐὰν δὲ μὴ προσποιῆται ὑμῶν ἀκούειν, μηδὲ ὑμεῖς ἐκείνου ἐθέλετε ἀκούειν· οὐ γὰρ τῶν φευγόντων τὰς δικαίας ἀπολογίας εἰσεληλύθατε ἀκροασόμενοι, ἀλλὰ τῶν ἐθελόντων δικαίως ἀπολογεῖσθαι.

[202] Ἐὰν δ᾽ ὑπερπηδήσας τὴν δικαίαν ἀπολογίαν Δημοσθένην παρακαλῇ, μάλιστα μὲν μὴ προσδέχεσθε σοφιστὴν οἰόμενον ῥήμασι τοὺς νόμους ἀναιρήσειν, μηδ᾽ ἐν ἀρετῇ τοῦθ᾽ ὑμῶν μηδεὶς καταλογιζέσθω, ὃς ἂν ἐπανερομένου Κτησιφῶντος εἰ καλέσῃ Δημοσθένην, πρῶτος ἀναβοήσῃ «κάλει, κάλει.» Ἐπὶ σαυτὸν καλεῖς, ἐπὶ τοὺς νόμους καλεῖς, ἐπὶ τὴν δημοκρατίαν καλεῖς. Ἂν δ᾽ ἄρα ὑμῖν δόξῃ ἀκούειν, ἀξιώσατε τὸν Δημοσθένην τὸν αὐτὸν τρόπον ἀπολογεῖσθαι ὅνπερ κἀγὼ κατηγόρηκα. Ἐγὼ δὲ πῶς κατηγόρηκα; ἵνα καὶ ὑπομνήσω ὑμᾶς.

[203] Οὔτε τὸν ἴδιον βίον τὸν Δημοσθένους πρότερον διεξῆλθον, οὔτε τῶν δημοσίων ἀδικημάτων οὐδενὸς πρότερον ἐμνήσθην, ἄφθονα δήπου καὶ πολλὰ ἔχων λέγειν, ἢ πάντων γ᾽ ἂν εἴην ἀπορώτατος· ἀλλὰ πρῶτον μὲν τοὺς νόμους ἐπέδειξα ἀπαγορεύοντας μὴ στεφανοῦν τοὺς ὑπευθύνους, ἔπειτα τὸν ῥήτορα ἐξήλεγξα γράψαντα Δημοσθένην ὑπεύθυνον ὄντα στεφανοῦν οὐδὲν προβαλόμενον, οὐδὲ προσεγγράψαντα «ἐπειδὰν δῷ τὰς εὐθύνας,» ἀλλὰ παντελῶς καὶ ὑμῶν καὶ τῶν νόμων καταπεφρονηκότα· καὶ τὰς ἐσομένας πρὸς ταῦτα προφάσεις εἶπον, ἃς ἀξιῶ καὶ ὑμᾶς διαμνημονεύειν.

[204] Δεύτερον δ᾽ ὑμῖν διεξῆλθον τοὺς περὶ τῶν κηρυγμάτων νόμους, ἐν οἷς διαρρήδην ἀπείρηται τὸν ὑπὸ τοῦ δήμου στεφανούμενον μὴ κηρύττεσθαι ἔξω τῆς ἐκκλησίας· ὁ δὲ ῥήτωρ ὁ φεύγων τὴν γραφὴν οὐ τοὺς νόμους μόνον παραβέβηκεν, ἀλλὰ καὶ τὸν καιρὸν τῆς ἀναρρήσεως καὶ τὸν τόπον, κελεύων οὐκ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀλλ᾽ ἐν τῷ θεάτρῳ τὴν ἀνάρρησιν γίγνεσθαι, οὐδ᾽ ἐκκλησιαζόντων Ἀθηναίων, ἀλλὰ μελλόντων τραγῳδῶν εἰσιέναι. Ταῦτα δ᾽ εἰπὼν μικρὰ μὲν περὶ τῶν ἰδίων εἶπον, τὰ δὲ πλεῖστα περὶ τῶν δημοσίων ἀδικημάτων.

[205] Οὕτω δὴ καὶ τὸν Δημοσθένην ἀξιώσατε ἀπολογεῖσθαι, πρὸς τὸν τῶν ὑπευθύνων νόμον πρῶτον, τὸν περὶ τῶν κηρυγμάτων δεύτερον, τρίτον δὲ τὸ μέγιστον λέγω, ὡς οὐδὲ ἀνάξιός ἐστι τῆς δωρεᾶς. Ἐὰν δ᾽ ὑμῶν δέηται συγχωρῆσαι αὑτῷ περὶ τῆς τάξεως τοῦ λόγου, κατεπαγγελλόμενος ὡς ἐπὶ τῇ τελευτῇ τῆς ἀπολογίας λύσει τὸ παράνομον, μὴ συγχωρεῖτε, μηδ᾽ ἀγνοεῖθ᾽ ὅτι πάλαισμα τοῦτ᾽ ἔστι δικαστηρίου· οὐ γὰρ εἰσαῦθίς ποτε βούλοιτ᾽ ἂν πρὸς τὸ παράνομον ἀπολογεῖσθαι, ἀλλ᾽ οὐδὲν ἔχων δίκαιον εἰπεῖν ἑτέρων παρεμβολῇ πραγμάτων εἰς λήθην ὑμᾶς βούλεται τῆς κατηγορίας ἐμβαλεῖν.

[206] Ὥσπερ οὖν ἐν τοῖς γυμνικοῖς ἀγῶσιν ὁρᾶτε τοὺς πύκτας περὶ τῆς στάσεως ἀλλήλοις διαγωνιζομένους, οὕτω καὶ ὑμεῖς ὅλην τὴν ἡμέραν ὑπὲρ τῆς πόλεως περὶ τῆς τάξεως αὐτῷ τοῦ λόγου μάχεσθε καὶ μὴ ἐᾶτε αὐτὸν ἔξω τοῦ παρανόμου περιίστασθαι, ἀλλ᾽ ἐγκαθήμενοι καὶ ἐνεδρεύοντες ἐν τῇ ἀκροάσει, εἰσελαύνετε αὐτὸν εἰς τοὺς τοῦ παρανόμου λόγους, καὶ τὰς ἐκτροπὰς αὐτοῦ τῶν λόγων ἐπιτηρεῖτε.

[207] Ἀλλ᾽ ἃ δὴ συμβήσεται ὑμῖν, ἐὰν τοῦτον τὸν τρόπον τὴν ἀκρόασιν ποιήσησθε, ταῦθ᾽ ὑμῖν ἤδη δίκαιός εἰμι προειπεῖν. Ἐπεισάξει γὰρ τὸν γόητα καὶ βαλλαντιοτόμον καὶ διατετμηκότα τὴν πολιτείαν. Οὗτος κλάει μὲν ῥᾷον ἢ οἱ ἄλλοι γελῶσιν, ἐπιορκεῖ δὲ πάντων προχειρότατα· οὐκ ἂν θαυμάσαιμι δὲ εἰ μεταβαλλόμενος τοῖς ἔξωθεν περιεστηκόσι λοιδορήσεται, φάσκων τοὺς μὲν ὀλιγαρχικοὺς ὑπ᾽ αὐτῆς τῆς ἀληθείας διηριθμημένους ἥκειν πρὸς τὸ τοῦ κατηγόρου βῆμα, τοὺς δὲ δημοτικοὺς πρὸς τὸ τοῦ φεύγοντος.

[208] Ὅταν δὴ τὰ τοιαῦτα λέγῃ, πρὸς μὲν τοὺς στασιαστικοὺς λόγους ἐκεῖνο αὐτῷ ὑποβάλλετε· «ὦ Δημόσθενες, εἰ σοὶ ἦσαν ὅμοιοι οἱ ἀπὸ Φυλῆς φεύγοντα τὸν δῆμον καταγαγόντες, οὐκ ἄν ποθ᾽ ἡ δημοκρατία κατέστη. Νῦν δὲ ἐκεῖνοι μὲν μεγάλων κακῶν συμβάντων ἔσωσαν τὴν πόλιν τὸ κάλλιστον ἐκ παιδείας ῥῆμα φθεγξάμενοι, μὴ μνησικακεῖν· σὺ δὲ ἑλκοποιεῖς, καὶ μᾶλλόν σοι μέλει τῶν αὐθημερὸν λόγων, ἢ τῆς σωτηρίας τῆς πόλεως.» Ὅταν δ᾽ ἐπίορκος ὢν εἰς τὴν διὰ τῶν ὅρκων πίστιν καταφυγγάνῃ, ἐκεῖνο ἀπομνημονεύσατε αὐτῷ ὅτι τῷ πολλάκις μὲν ἐπιορκοῦντι, ἀεὶ δὲ μεθ᾽ ὅρκων ἀξιοῦντι πιστεύεσθαι, δυοῖν θάτερον ὑπάρξαι δεῖ, ὧν οὐδέτερόν ἐστι Δημοσθένει ὑπάρχον, ἢ τοὺς θεοὺς καινούς, ἢ τοὺς ἀκροατὰς μὴ τοὺς αὐτούς.

[209] Περὶ δὲ τῶν δακρύων καὶ τοῦ τόνου τῆς φωνῆς, ὅταν ὑμᾶς ἐπερωτᾷ· «ποῖ φύγω, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι; περιεγράψατέ με· οὐκ ἔστιν ὅποι ἀναπτήσομαι», ἀνθυποβάλλετε αὐτῷ· «ὁ δὲ δῆμος ὁ Ἀθηναίων ποῖ καταφύγῃ, Δημόσθενες; πρὸς ποίαν συμμάχων παρασκευήν; πρὸς ποῖα χρήματα; τί προβαλλόμενος ὑπὲρ τοῦ δήμου πεπολίτευσαι; ἃ μὲν γὰρ ὑπὲρ σεαυτοῦ βεβούλευσαι, πάντες ὁρῶμεν. Ἐκλιπὼν μὲν τὸ ἄστυ οὐκ οἰκεῖς, ὡς δοκεῖς, ἐν Πειραιεῖ, ἀλλ᾽ ἐξορμεῖς ἐκ τῆς πόλεως, ἐφόδια δὲ πεπόρισαι τῇ σαυτοῦ ἀνανδρίᾳ τὸ βασιλικὸν χρυσίον καὶ τὰ δημόσια δωροδοκήματα.»

[210] Ὅλως δὲ τί τὰ δάκρυα; τίς ἡ κραυγή; τίς ὁ τόνος τῆς φωνῆς; οὐχ ὁ μὲν τὴν γραφὴν φεύγων ἐστὶ Κτησιφῶν, ὁ δ᾽ ἀγὼν οὐκ ἀτίμητος; σὺ δ᾽ οὔτε περὶ τῆς οὐσίας οὔτε περὶ τοῦ σώματος οὔτε περὶ τῆς ἐπιτιμίας ἀγωνίζῃ· ἀλλὰ περὶ τίνος ἐστὶν αὐτῷ ἡ σπουδή; περὶ χρυσῶν στεφάνων καὶ κηρυγμάτων ἐν τῷ θεάτρῳ παρὰ τοὺς νόμους·

[211] ὃν ἐχρῆν, εἰ καὶ μανεὶς ὁ δῆμος ἢ τῶν καθεστηκότων ἐπιλελησμένος, ἐπὶ τοιαύτης ἀκαιρίας ἐβούλετο στεφανοῦν αὐτόν, παρελθόντα εἰς τὴν ἐκκλησίαν εἰπεῖν· «ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸν μὲν στέφανον δέχομαι, τὸν δὲ καιρὸν ἀποδοκιμάζω ἐν ᾧ τὸ κήρυγμα γίγνεται· οὐ γὰρ δεῖ, ἐφ᾽ οἷς ἡ πόλις ἐπένθησε καὶ ἐκείρατο, ἐπὶ τούτοις ἐμὲ στεφανοῦσθαι.» Ἀλλ᾽ οἶμαι ταῦτα μὲν ἂν εἴποι ἀνὴρ ὄντως βεβιωκὼς μετ᾽ ἀρετῆς· ἃ δὲ σὺ λέξεις, εἴποι ἂν κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν.

[212] Οὐ γὰρ δὴ μὰ τὸν Ἡρακλέα τοῦτό γε ὑμῶν οὐδεὶς φοβήσεται, μὴ Δημοσθένης, ἀνὴρ μεγαλόψυχος καὶ τὰ πολεμικὰ διαφέρων, ἀποτυχὼν τῶν ἀριστείων ἐπανελθὼν οἴκαδε ἑαυτὸν διαχρήσηται· ὃς τοσοῦτον καταγελᾷ τῆς πρὸς ὑμᾶς φιλοτιμίας ὥστε τὴν μιαρὰν κεφαλὴν ταύτην καὶ ὑπεύθυνον, ἣν οὗτος παρὰ πάντας τοὺς νόμους γέγραφε στεφανῶσαι, μυριάκις κατατέτμηκε καὶ τούτων μισθοὺς εἴληφε τραύματος ἐκ προνοίας γραφὰς γραφόμενος, καὶ κατακεκονδύλισται, ὥστε αὐτὸν οἶμαι τὰ τῶν κονδύλων ἴχνη τῶν Μειδίου ἔχειν ἔτι φανερά· ὁ γὰρ ἄνθρωπος οὐ κεφαλήν, ἀλλὰ πρόσοδον κέκτηται.

***
[201] Ποια δυνατότητα υπάρχει να αποφύγετε τέτοιου είδους λόγους, εγώ θα σας το πω. Όταν προχωρήσει προς τα εδώ ο Κτησιφών και απευθυνθεί σε σας διαβάζοντας τον πρόλογο, που του τον έχει συντάξει άλλος, και έπειτα χρονοτριβεί και δεν εισέρχεται στην ουσία της απολογίας, υποδείξτε του ήρεμα να πάρει την πινακίδα και να διαβάσει τους νόμους κατ᾽ αντιπαράθεση με το ψήφισμά του. Αν κάνει πως δεν σας ακούει, αρνηθείτε και εσείς να ακούσετε εκείνον· γιατί δεν έχετε έρθει στο δικαστήριο για να ακούσετε τις δικαιολογίες των κατηγορουμένων αλλά εκείνους που θέλουν να απολογούνται όπως επιβάλει το δίκαιο.

[202] Αν όμως ο Κτησιφών, παρακάμπτοντας τον σωστό τρόπο απολογίας, καλέσει για συνήγορο τον Δημοσθένη, προπάντων μη δεχτείτε για συνήγορο έναν σοφιστή, που φαντάζεται ότι με τα σοφίσματά του θα καταργήσει τους νόμους· μήτε και κανένας από σας να θεωρήσει ενάρετο, όταν ο Κτησιφών ρωτήσει αν επιτρέπεται να καλέσει τον Δημοσθένη, να φωνάξει πρώτος «κάλεσέ τον, κάλεσέ τον». Εάν τον καλέσεις, θα κάνεις κακό στον εαυτό σου, στους νόμους, στη δημοκρατία. Αν όμως αποφασίσετε να τον ακούσετε, αξιώστε από τον Δημοσθένη να απολογηθεί κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο έχω κάνει εγώ το κατηγορητήριο. Πώς το έχω κάνει; Να σας το υπενθυμίσω και πάλι.

[203] Ούτε μίλησα αρχικά για την ιδιωτική ζωή του Δημοσθένη ούτε έκανα λόγο για κανένα από τα αδικήματά του σε βάρος του δημοσίου, αν και είχα άφθονα και διάφορα να απαριθμήσω, αλλιώς θα ήμουν ο πιο φτωχός από όλους. Αντίθετα, πρώτα έδειξα πως οι νόμοι απαγορεύουν την απονομή στεφάνου σε άτομα υπόλογα για δημόσια αξιώματα· έπειτα αποκάλυψα ότι ο ρήτορας πρότεινε να στεφανωθεί ο Δημοσθένης, ενώ ήταν υπόλογος, και μάλιστα χωρίς καμιά δικαιολογία και χωρίς καν να προσθέσει στην εισήγηση «αφού λογοδοτήσει», αλλά έχοντας περιφρονήσει εντελώς και εσάς και τους νόμους. Σας είπα ακόμη και τις δικαιολογίες που πρόκειται να επικαλεστεί ο Κτησιφών, και έχω την αξίωση να τις θυμόσαστε.

[204] Κατόπιν μίλησα για τους νόμους σχετικά με την απονομή των στεφάνων, σύμφωνα με τους οποίους ρητά απαγορεύεται να ανακηρύσσεται έξω από την Εκκλησία του Δήμου αυτός που στεφανώνεται από τον λαό. Ο κατηγορούμενος ρήτορας, με το να ζητάει να γίνει η ανακήρυξη όχι στην Εκκλησία του Δήμου αλλά στο θέατρο, ούτε και όταν συνεδριάζουν οι Αθηναίοι, αλλά όταν πρόκειται να γίνει η εισαγωγή των νέων τραγωδιών, έχει παραβεί όχι μόνο τους νόμους αλλά και τον χρόνο και τον τόπο της ανακήρυξης. Αφού είπα αυτά, ανέφερα λίγα για τα αδικήματα που διέπραξε ως ιδιώτης, αφιερώνοντας το μεγαλύτερο μέρος στα αδικήματά του ως δημοσίου ανδρός.

[205] Με την ίδια σειρά λοιπόν να απαιτήσετε να απολογηθεί και ο Δημοσθένης. Αρχικά σχετικά με τον νόμο για τη λογοδοσία των αρχόντων, στη συνέχεια σχετικά με εκείνον για τις ανακηρύξεις και στο τέλος ότι του αξίζει αυτή η τιμή, πράγμα που είναι και το σπουδαιότερο. Αν όμως ζητήσει από σας να συμφωνήσετε σε δική του σειρά απολογίας, με την υπόσχεση ότι στο τέλος της απολογίας του θα ξεκαθαρίσει το ζήτημα της παρανομίας, μην το δεχτείτε και μην ξεχνάτε ακόμη ότι αυτό είναι δικηγορικό τέχνασμα. Γιατί ποτέ δεν θα ήθελε να επανέλθει στο θέμα άμυνας εναντίον της παρανομίας, αλλά, καθώς δεν έχει να αναφέρει καμιά δίκαιη δικαιολογία, επιδιώκει με την παρεμβολή άσχετων θεμάτων να σας κάνει να ξεχάσετε την κατηγορία.

[206] Όπως ακριβώς λοιπόν στους γυμναστικούς αγώνες βλέπετε τους πυγμάχους να διαγωνίζονται μεταξύ τους για την καλύτερη στάση, έτσι και σεις να αγωνίζεστε για χάρη της πόλης όλη την ημέρα για τη σειρά που θα ακολουθήσει αυτός στον λόγο του και μη τον αφήσετε να ξεφύγει από τα όρια της κατηγορίας για το παράνομο του ψηφίσματος, αλλά, καιροφυλακτώντας και ενεδρεύοντας όσο θα ακούτε, οδηγήστε ξανά τον λόγο του στο ζήτημα της παρανομίας και συνεχώς να τον επιτηρείτε να μην είναι εκτός θέματος.

[207] Θεωρώ όμως σωστό να σας προειδοποιήσω για όσα θα σας συμβούν, εάν ακολουθήσετε την ακροαματική διαδικασία κατά τον δικό τους τρόπο. Θα σας παρουσιάσει λοιπόν ο Κτησιφών τον απατεώνα, κλέφτη, αυτόν που έχει κάνει κομμάτια το πολίτευμα. Ο Δημοσθένης κλαίει ευκολότερα από ό,τι γελούν οι άλλοι και επιορκεί με τη μεγαλύτερη ευκολία από όλους. Δεν θα με εξέπληττε, αν, αλλάζοντας τακτική, συκοφαντούσε το ακροατήριο, λέγοντας ότι οι εκ πεποιθήσεως ολιγαρχικοί έχουν ταχθεί στο πλευρό της κατηγορούσας αρχής, ενώ οι φίλοι του λαού στο πλευρό της υπεράσπισης.

[208] Όταν λοιπόν θα πει παρόμοια λόγια, στους διχαστικούς του λόγους αντιτάξτε του το εξής: «Δημοσθένη, εάν αυτοί που ξεκίνησαν από τη Φυλή και αποκατέστησαν το δημοκρατικό πολίτευμα που είχε καταλυθεί ήταν όμοιοί σου, η δημοκρατία δεν θα είχε ποτέ αποκατασταθεί. Εκείνοι όμως έσωσαν την πόλη από μεγάλα κακά που είχαν συμβεί τότε, διακηρύττοντας την ωραιότατη φράση, που πηγάζει από εσωτερική καλλιέργεια: μη μνησικακείτε, Αθηναίοι· συ όμως ξύνεις πληγές και πιο πολύ σε νοιάζει η εντύπωση των λόγων σου σε κάποια στιγμή παρά η σωτηρία της πόλης». Όταν όμως, ενώ είναι επίορκος, καταφεύγει στους όρκους για να γίνει πιστευτός, θυμίστε του ότι, γι᾽ αυτόν που επιορκεί επανειλημμένα και έχει την αξίωση να γίνεται πιστευτός με όρκο, ένα από τα δύο πρέπει να συμβαίνει, ή να υπάρξουν καινούριοι θεοί ή οι ακροατές να μην είναι οι ίδιοι· από τα δύο αυτά όμως ούτε το ένα ούτε το άλλο ισχύει για τον Δημοσθένη.

[209] Όσο για τα δάκρυα και τον τόνο της φωνής του, όταν σας ρωτήσει: «πού να καταφύγω, Αθηναίοι, με περικυκλώσατε· δεν έχω προς τα πού να στραφώ», ανταπαντήστε του: «ο λαός της Αθήνας πού να καταφύγει, Δημοσθένη; Ποιοι σύμμαχοι τον περιμένουν; Ποια χρήματα; Ποιο καλό για τον λαό έχεις να επιδείξεις με την ως τώρα πολιτική σου; Όσα έχεις σκεφτεί για τον εαυτό σου τα βλέπουμε όλοι. Εγκατέλειψες την Αθήνα, αλλά, όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν μένεις στον Πειραιά· κάνεις εξορμήσεις από την πόλη και έχεις προμηθευτεί τα εφόδια για την άνανδρη φυγή σου από το χρυσάφι του βασιλιά και τις δωροδοκίες σου σε βάρος του δημοσίου».

[210] Γενικά όμως προς τι τα δάκρυα; Προς τι η κραυγή; Προς τι ο τόνος της φωνής; Ο Κτησιφών δεν είναι ο κατηγορούμενος; Δεν πρόκειται για δίκη κατά την οποία η ποινή καθορίζεται από τους δικαστές, ενώ εσύ δεν αγωνίζεσαι ούτε για την περιουσία σου ούτε για τη ζωή σου ούτε για να μη χάσεις τα πολιτικά σου δικαιώματα; Αλλά για ποιο πράγμα το τόσο μεγάλο ενδιαφέρον του; Για χρυσά στεφάνια και για αναγορεύσεις στο θέατρο ενάντια προς τους νόμους.

[211] Αλλά, και αν ακόμη είχε τρελαθεί ο λαός ή είχε ξεχάσει τη σημερινή κατάσταση και ήθελε πράγματι να τον στεφανώσει σε τέτοια ακατάλληλη περίσταση, αυτός είχε υποχρέωση να παρουσιαστεί στην Εκκλησία του Δήμου και να πει: «Αθηναίοι, δέχομαι το στεφάνι, αλλά αποδοκιμάζω την περίσταση κατά την οποία γίνεται η ανακήρυξη· γιατί είναι ανεπίτρεπτο να στεφανωθώ εγώ για όσα οι πολίτες έχουν κόψει τα μαλλιά τους». Αυτά, νομίζω, θα έλεγε ένας πραγματικός άνδρας που έχει ζήσει ενάρετα· όσα όμως θα πεις εσύ θα τα έλεγε ένα κάθαρμα που προσποιείται τον ενάρετο.

[212] Μα τον Ηρακλή, κανένας από σας δεν πρόκειται να φοβηθεί μήπως ο Δημοσθένης, μεγαλόψυχος καθώς είναι και στα πολιτικά διακριθείς, αυτοκτονήσει, όταν επιστρέψει στο σπίτι του χωρίς τα αριστεία. Αυτός τόσο λίγο ενδιαφέρεται για την εκ μέρους σας εκτίμηση, ώστε αυτό το μιαρό και ένοχο κεφάλι, που ο Κτησιφών αντίθετα προς όλους τους νόμους έχει προτείνει να το στεφανώσετε, χίλιες φορές το έχει κάνει κομμάτια ο ίδιος και μάλιστα έχει πάρε και χρήματα για τα τραύματα αυτά, κάνοντας μήνυση για χτύπημα εκ προμελέτης· και έχει γρονθοκοπηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι ακόμη εμφανή, πιστεύω, στο πρόσωπό του τα σημάδια από τις γροθιές του Μειδία. Γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν έχει κεφάλι αλλά προσοδοφόρο κεφάλαιο.

ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΘΕΟΙ (στον ΣΟΦΟΚΛΗ)

O καθηγητής Bernard Knox, στη μονογραφία του με τίτλο The heroic temper (Η ηρωική ψυχοσύνθεση), μελέτησε βασικούς χαρακτήρες δραμάτων τού Σοφοκλή με μεγάλη δεξιοτεχνία και κατόρθωσε, κυρίως με προσεκτική εξέταση της γλώσσας που χρησιμοποιούν και που χρησιμοποιείται γι’ αυτούς, να φέρει στο φως ένα σύνολο από διακριτικά γνωρίσματα, τα οποία είναι κοινά σε όλους τούς Σοφόκλειους χαρακτήρες. «Τέτοιος είναι», γράφει ο Knox, «ο παράξενος και φοβερός χαρακτήρας που, σε έξι από τις τραγωδίες τού Σοφοκλή,[1] δεσπόζει στη σκηνή. Αμετακίνητος στην απόφασή του, από τη στιγμή που την έλαβε, αδιάφορος μπροστά σε εκκλήσεις, πειθώ, μομφές και απειλές, απτόητος από τη σωματική βία, ακόμα και από την έσχατη μορφή βίας, τον θάνατο, ολοένα και πιο πεισματικός, καθώς ο κλοιός τής απομόνωσης του σφίγγει, μέχρι που ο ήρωας δεν έχει πια κανέναν να μιλήσει εκτός από το αδιάφορο φυσικό τοπίο γύρω του, γεμάτος πικρία για την ασέβεια και τον χλευασμό εκ μέρους των συνανθρώπων του προς ό, τι αυτοί θεωρούν ως αποτυχία, προσεύχεται για εκδίκηση και καταριέται τους εχθρούς του, προσμένοντας τον θάνατο ως προβλέψιμη κατάληξη της αδιαλλαξίας του». Τα χαρακτηριστικά αυτά εκδηλώνονται μέσα σε ευρύτερες καταστάσεις, και σε σχέση με άλλους ανθρώπους πάρα, ό,τι οι ήρωες πράττουν και ό, τι υφίστανται, φωτίζει όχι μόνο τους ίδιους αλλά και έναν ολόκληρο κόσμο – τον δικό τους κόσμο κι ίσως τον κατ’ εξοχήν κόσμο. Έστω και αν αυτός ο κατ’ εξοχήν κόσμος, που διέπεται από τους θεούς, είναι ένας και είναι ο ίδιος, οι δικοί τους κόσμοι – περιστάσεις και σύντροφοι – διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους, ώστε, όσο και αν οι αντιδράσεις τους μπορεί να μοιάζουν σε κάποια θεμελιακά σημεία, κάθε γενίκευση γίνεται παρακινδυνευμένη. Στο κάτω-κάτω, ο Σοφοκλής έγραφε μεμονωμένα έργα για συγκεκριμένα θέματα, κι όχι μία σειρά από υποδειγματικές ενσαρκώσεις τού ηρωικού χαρακτήρα, μολονότι ο τρόπος με τον οποίο πραγματευόταν τον ηρωικό χαρακτήρα καθοριζόταν, ώς ένα βαθμό, από μία ορισμένη -και, απ’ ό, τι φαίνεται, αξιοσημείωτα σταθερή- κοσμοθεωρία.

Η παρατήρηση ότι οι καταστάσεις, στις οποίες εμπλέκονται οι ήρωες του Σοφοκλή, είναι εντυπωσιακές και, κάποτε, εκπληκτικές, ίσως να μοιάζει απλά με σχόλιο που ισχύει γενικά για ολόκληρη την αρχαιοελληνική μυθολογία. Πρόκειται για επιφανείς μορφές τού μύθου, που παρουσιάζονται σε καταστάσεις αντλημένες επίσης από τον μύθο. Όμως η πραγμάτευση και η έμφαση είναι τού Σοφοκλή. Θυμόμαστε ότι ο Ευριπίδης, βλέποντας τέτοιες μορφές, αναρωτιόταν -και καλούσε και το κοινό του να αναρωτηθεί- πώς θα φαίνονταν στην σύγχρονη, πάνω- κάτω, με αυτόν εποχή. Ο Σοφοκλής, πάλι, παραμένοντας σταθερά εντός τού μυθικού πλαισίου, έμοιαζε μερικές φορές να θέτει ένα κάπως διαφορετικό ερώτημα, που ήταν το εξής: τί ακριβώς συμβαίνει σε έναν ήρωα, σε έναν άνδρα ή μία γυναίκα με ηρωικό ιστορικό και με αρχές ήρωα, όταν εκτίθεται σε ορισμένες πιέσεις, ιδίως επί μακρό χρονικό διάστημα. Μάλιστα, ο χρόνος και τα αποτελέσματά του είναι βασικό θέμα στο έργο τού Σοφοκλή.
 
Ο ήρωας του Σοφοκλή είναι μοναχικός: απομονωμένος από τους ανθρώπους, μπορεί ο ίδιος να νιώθει επίσης εγκαταλελειμμένος από τους θεούς· μόνος και έρημος είναι λέξεις-κλειδιά.[2] Απ’ όλους τους ήρωες, αυτό ισχύει με τον πιο κυριολεκτικό τρόπο για τον Φιλοκτήτη, που έμεινε μόνος στη Λήμνο για δέκα χρόνια· και μία ουσιώδης λειτουργία τού ομώνυμου έργου είναι ακριβώς να ανακαλύψει τί συμβαίνει σ’ ένα σπουδαίο ήρωα όταν καταντά έτσι αποκομμένος, ένας απόβλητος της ανθρώπινης κοινωνίας. Ποια αποτελέσματα είχε ο χρόνος πάνω του; Επειδή το Φιλοκτήτης είναι όψιμο έργο, μπορεί να οδηγηθούμε στην υπόθεση ότι πρόκειται επίσης για όψιμη και εξεζητημένη αναζήτηση εκ μέρους του Σοφοκλή.[3] Κι όμως, όταν στραφούμε στην σχετικά πρώιμη τραγωδία Αίας, θα δούμε εκεί έναν ήρωα ο οποίος, με διαφορετικό και εξίσου ασυνήθιστο τρόπο, είναι μόνος, κλεισμένος (κατά τον Χορό) στον δικό του εσωτερικό κόσμο (φρενός οἰοβώτας) – απομονωμένος ακόμα κι από τους φίλους του, πολύ κοντά σ’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε κάποτε “ιδιαίτερο κόσμο” τού τρελού. Και ο Αίας καθηλώνεται σε μία αδικία· και ο Αίας πάσχει. Ενώ το πάθημα τού Φιλοκτήτη είναι αντικειμενικό και σωματικό, το πάθημα του Αίαντος είναι ο υπερτροφικός του εγωισμός. Και οι δύο ήρωες είναι θύματα του χρόνου, αν και ο χρόνος στην περίπτωση του Αίαντος φαίνεται, στο βάθος τής προοπτικής τού έργου, μακρύτερος. Και οι δύο περιπτώσεις ανήκουν, με διαφορετικό τρόπο η καθεμία, στην παθολογία τού ηρωισμού.[4]
 
Έχουμε λοιπόν δύο εξαιρετικά δημιουργήματα μέσα στον ηρωικό κόσμο, που τα χωρίζουν (πιθανότατα) κάπου τριάντα ή περισσότερα χρόνια στην σταδιοδρομία τού Σοφοκλή ως δραματουργού. Αρκετά κοντά (πιθανότατα) στο χρόνο τής τραγωδίας τού Αίαντος, και πάντως πιο κοντά απ’ ό, τι στον Φιλοκτήτη, βρίσκεται ο Ηρακλής τής τραγωδίας Τραχίνιοι· και αυτός είναι επίσης ένα εκπληκτικό φαινόμενο. Πώς παρουσιάζεται λοιπόν ο κατ’ εξοχήν ήρωας, όχι μόνο των Δωριέων αλλά ολόκληρου του αρχαιοελληνικού κόσμου; Δεν είναι βέβαια μοναχικός, με τον τρόπο που ο Φιλοκτήτης ή ο Αίας απεικονίζονται μοναχικοί, αλλά είναι κι αυτός μόνος. Δεν έχει ρίζες·[5] δεν έχει εστία, δεν ανήκει σε καμία κοινότητα. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει καμία πραγματική ανθρώπινη σχέση, εκτός από την σαρκική: ακόμη και τη γυναίκα του την επισκέπτεται σπάνια, και τότε με σκοπό την τεκνοποιία. Τον γιο του, Ύλλο, φαίνεται να τον θεωρεί μία απλή προέκταση του δικού του προσώπου, ακόμη και στον ερωτικό τομέα.[6] Έστω και αν, κατά μία έννοια, ο ήρωας ανήκει σε ολόκληρη γενικά την Ελλάδα, την οποία λύτρωσε από τα τέρατα, ωστόσο αυτά τα τέρατα σφράγισαν το παρελθόν που τον διέπλασε. Στο ανθρώπινο επίπεδο, είναι απορροφημένος από τον εαυτό του και από την περιορισμένη αλλά συντριπτική του ανδρεία.[7]
 
Δεν χρειάζονται πολλά σχόλια για τη μοναξιά που περιβάλλει τις δύο μεγάλες ηρωίδες του Σοφοκλή: την Ηλέκτρα, μόνη με την οδύνη της, μέσα σ’ ένα σπιτικό γεμάτο από εχθρούς και άτολμους φίλους – μόνη μέχρι που επιστρέφει ο αδελφός της· την Αντιγόνη, μόνη με το καθήκον της, και με τους δικούς της να έχουν ήδη περάσει στον κάτω κόσμο, προς τον οποίο και η ίδια σύρεται, απαρνημένη από – και κατόπιν απαρνούμενη – την αδελφή που αφήνει πίσω της, αποστερημένη (καθώς το θέλησε ο δραματουργός) από την παρηγοριά που θα μπορούσε ένας πονετικός Χορός να της προσφέρει και, επιπλέον, από τη γνώση τής αφοσίωσης του Αίμονος. Μας μένουν οι δύο Οιδίποδες. Ο επί Κολωνώ έχει μια ορισμένη ομοιότητα με τον Φιλοκτήτη. Και εδώ ένας μεγάλος ήρωας βρίσκεται σε κατάσταση όπου τίθεται παρόμοιο ερώτημα: τί συμβαίνει σ’ έναν άνθρωπο, σ’ ένα βασιλιά, όταν όχι μόνο έχει διαπράξει -και έχει ανακαλύψει ότι διέπραξε- φρικτά ανοσιουργήματα κατά το παρελθόν, αλλά επιπλέον έχει ζήσει επί χρόνια σαν ένας τυφλός ζητιάνος στα όρια της επιβίωσης. Η αγανάκτηση εναντίον εκείνων που τον αδίκησαν συσσωρεύεται και καταλήγει σε οργή το ίδιο τρομερή όπως η οργή τού Αίαντος ή του Ηρακλή. Αλλά ο Οιδίπους δεν είναι μόνος: έχει την Αντιγόνη (και την Ισμήνη), βρίσκει τον Θησέα και την Αθήνα και το ιερό άλσος των Ευμενιδών. Ο ανέστιος βρίσκει μία εστία.
 
Όταν στραφούμε στον Οιδίποδα ως Τύραννο, συναντούμε ένα παράδοξο. Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε το φερώνυμο έργο ως την τυπική Σοφόκλεια τραγωδία, και τον Οιδίποδα ως τον τυπικό Σοφόκλειο ήρωα. Κι όμως είναι ο μόνος ήρωας ο οποίος, στην αρχή τού έργου, βρίσκεται, όπως όλα δείχνουν, σε μία κανονική κατάσταση. Απομονωμένος μόνο εξ αιτίας τής βασιλικής του ιδιότητας, δεν παύει να ’ναι ένας δημοφιλής βασιλιάς, που διατηρεί θερμή σχέση τόσο με τους ευγνώμονες υπηκόους του όσο και με τη γυναίκα του και τα παιδιά του.[8] Όλα αυτά πρόκειται, κατά μία ειρωνεία, να καταστραφούν από την ανακάλυψη του παρελθόντος: στην πραγματικότητα, η γυναίκα του είναι μάνα του, τα παιδιά του είναι αδέλφια του, και η δική του παρουσία επισύρει το θάνατο των υπηκόων του από λοιμό. Ήταν ένα παρελθόν για την αληθινή (ρύση τού οποίου δεν είχε επίγνωση και επομένως δεν του δημιουργήθηκαν εκείνα τα έμμονα συναισθήματα μίσους και αγάπης που χαρακτηρίζουν πολλούς από τους άλλους ήρωες του Σοφοκλή. Υπάρχει βέβαια ένα δυσοίωνο κλίμα ανησυχίας, που θα επανενεργοποιηθεί από τα λεγάμενα του Τειρεσία,[9] όμως τίποτε δεν δικαιολογεί τη σκέψη ότι οι ψυχικές διαθέσεις τού Οιδίποδος, στη διάρκεια της επιτυχημένης του σταδιοδρομίας, διέπονταν από τέτοιους φόβους. Είναι άνθρωπος της δράσης, με απόλυτη πεποίθηση στις δυνάμεις του και στη διάνοιά του. Δεν αισθάνεται καμία ενοχή που σκότωσε τον άγνωστο οδοιπόρο, μέχρι που αρχίζει να υποπτεύεται, πρώτα, ότι ήταν ο βασιλιάς και, κατόπιν, ότι ήταν ο πατέρας του. Όσο κι αν απειλείται από το μαντείο, θεωρεί ότι έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα, άρα δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε εμείς ότι τα προσβλητικά λόγια του μεθυσμένου Κορίνθιου συνδαιτυμόνα εξακολουθούσαν να τον βασανίζουν και μετά την αναχώρησή του από την Κόρινθο.[10] Μάλιστα, είναι ουσιώδες για το νόημα ολόκληρου του έργου να αισθάνεται ο Οιδίπους ασφαλής, να μην έχει ιδέα περί τού αληθινού παρελθόντος. Το παρελθόν επηρέασε τη μοίρα του και όχι την ψυχή του, και ως προς αυτό ο Οιδίπους διαφέρει από άλλους ήρωες του Σοφοκλή, όπως και η φερώνυμη τραγωδία, Οἰδίπους Τύραννος, διαφέρει από άλλα σωζόμενα έργα τού Σοφοκλή ως προς τον τρόπο με τον οποίο πραγματεύεται τη μοίρα.[11]
 
Αυτή η επισκόπηση των διαφόρων ηρώων, ως προς τις καταστάσεις στις οποίες βρίσκονται και ως προς τις σχέσεις τους με την κοινωνία, θα πρέπει, αν μη τι άλλο, να μας αποτρέψει από την υπόθεση ότι μπορούμε τάχα να τους κατηγοριοποιήσουμε σύμφωνα με κάποιο απλό σχήμα ή ακόμη και να προσδιορίσουμε εύκολα μία χαρακτηριστικά Σοφόκλεια στάση απέναντι στον κόσμο όπου ανήκαν. Τουλάχιστον οι γενικεύσεις και οι κατηγοριοποιήσεις πρέπει να ελέγχονται προσεκτικά.
 
Η ιδέα για ένα Σοφοκλή “ομηρικό”, ο οποίος τάχα αποστράφηκε με βδελυγμία τον εκφυλισμό τού κόσμου γύρω του, για να χαρεί την συντροφιά των ηρώων, που αισθανόταν πως του ταίριαζε περισσότερο, δύσκολα θα έβρισκε οπαδούς σήμερα. Λέγεται πάντως ακόμη συχνά ότι οι χαρακτήρες των έργων του είναι “αριστοκράτες” (κατά μία έννοια, όντως είναι), και ότι ο ίδιος ο Σοφοκλής ενδιαφερόταν, όπως ο Πίνδαρος, να προωθεί αριστοκρατικά ιδεώδη.[12] Σ’ αυτό το ευαίσθητο ερευνητικό πεδίο, όπου ελλοχεύουν οι κίνδυνοι της υποκειμενικότητας ή ακόμη και του συναισθηματισμού, σημασιολογικές μελέτες μεμονωμένων λέξεων και ομάδων λέξεων μπορεί να αποδειχθούν πολύτιμες. Έτσι, παραδείγματος χάριν, λέγεται ότι ο Σοφοκλής, όπως πάλι ο Πίνδαρος, πίστευε βαθιά στην κληρονομική αρετή. Ο όρος φύσις και άλλοι συγγενικοί όροι εμφανίζονται συχνά στα έργα του, αν και δεν έχουν τόση σημασία όση μερικές φορές τούς αποδίδεται και δεν χωράει αμφιβολία ότι ο Σοφοκλής πίστευε στην αξία τής κληρονομικότητας, όπως πίστευαν οι αριστοκράτες, αλλά όχι μόνο οι αριστοκράτες.[13] Το θέμα εμφανίζεται πιο χαρακτηριστικά σε ορισμένα έργα παρά σε άλλα: όπως στο Φιλοκτήτης, όπου τονίζεται ιδιαίτερα ότι ο Νεοπτόλεμος έχει κληρονομήσει την φύσιν του από τον Αχιλλέα, την προδίδει και τελικά λυτρώνεται· ενεργώντας σε συνέπεια προς την φύσιν του (έστω κι αν υποκινείται επίσης από συμπόνια), ενεργεί σωστά, μέσα στους όρους τού έργου. Ο Αίας, εξ άλλου, οφείλει την φύσιν του στον Τελαμώνα, τον οποίο έχει βαλθεί να φτάσει και να ξεπεράσει, και ελπίζει ότι την έχει μεταδώσει στον μικρό Ευρυσάκη (που έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά του), όμως η τραγωδία Αίας ασχολείται με τις σκληρές και δυνάμει καταστροφικές πλευρές τού ηρωισμού. Η Αντιγόνη, πάλι, έχει μοιάσει σ’ ένα πατέρα που εμάς σε μεγάλο βαθμό μάς είναι άγνωστος, αλλά η ιδιότητα που του οφείλει (όπως διαπιστώνει ο Χορός) είναι η σκληρότητα ή και τραχύτητα. Η Ηλέκτρα, κατά τα φαινόμενα, οφείλει την φύσιν της και στους δυο γονείς της: στη μητέρα της, ως προς την εξωτερική συμπεριφορά, όπως η ίδια η ηρωίδα παραδέχεται κάποια στιγμή με πικρία, και στον πατέρα της, κατά συμπερασμό (ό, τι κι αν αυτό συνυποδηλώνει).[14] Η έννοια απουσιάζει σχεδόν εντελώς, όπως και κάποια άλλα Σοφόκλεια χαρακτηριστικά, από το Οἰδίπους Τύραννος, εκτός από τη σκηνή στο μοιραίο σταυροδρόμι, όπου μπορεί να θεωρηθεί ότι πατέρας και γιος παρουσιάζουν μία ομοιότητα (όμως για τον χαρακτήρα τού Λαΐου δεν δίνονται άλλα στοιχεία από το έργο). Υπεισέρχεται απρόσμενα στο Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ, όταν η Αντιγόνη αμφισβητεί το δικαίωμα ενός πατέρα να ανταποδίδει κακό στο παιδί του, για του οποίου την φύσιν είναι υπεύθυνος.[15]
 
Είναι αμφίβολο αν, χωρίς να έχει διασωθεί η τραγωδία Φιλοκτήτης, θα είχε δοθεί από τους σχολιαστές τόσο μεγάλη έμφαση σ’ αυτό το θέμα. Αν μία μελέτη των όρων των σχετικών με φύσιν δεν μας πάει πολύ μακριά, ίσως να είμαστε πιο τυχεροί στην περίπτωση της ἀρετῆς, ενός όρου που χρησιμοποιήθηκε πολύ από τους ερμηνευτές τού Σοφοκλή. Οπωσδήποτε θα ήταν απερίσκεπτο να αρνηθούμε ότι ο Ηρακλής, λόγου χάρη, στο Τραχίνιαι, αποτελεί ύψιστο παράδειγμα ἀρετῆς. Ο όρος, ωστόσο, σπανίζει στα σωζόμενα έργα τού Σοφοκλή· και χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για την πολεμική ανδρεία, η οποία, για την ακρίβεια, αποτελούσε ἀρετήν του Ηρακλή.[16] Όμως οι σχολιαστές που κάνουν λόγο για την ἀρετήν των ηρώων τού Σοφοκλή εννοούν γενικά κάτι περισσότερο από πολεμική ανδρεία. Το αντίστοιχο επίθετο αγαθός· χρησιμοποιείται, χωρίς προσδιορισμό, συχνότερα για πρόσωπα (ενώ, στον υπερθετικό βαθμό, προσαρμόζεται κάπως καλύτερα στο ιαμβικό τρίμετρο) και έχει αρκετά μεγαλύτερο νοηματικό εύρος – δηλώνει όχι μόνο τον καλό αγωνιστή αλλά και τον πιστό φίλο.[17] Το υπερθετικό άριστος είναι ακόμη συνηθέστερο: κάποτε, σε στρατιωτικά συμφραζόμενα (όπως για τα ἀριστεύειν, ἀριστεία), όμως ο όρος, που χρησιμοποιείται μόνο τρεις φορές για γυναίκες,[18] έχει συνήθως επαινετική σημασία, με μία ταξική χροιά. Άγαθός/άριστος είναι εκείνος που ζει σύμφωνα με τον ηρωικό κώδικα στις διάφορες εκφάνσεις του οι αγαθοί ως κοινω­νική τάξη είναι οι ευγενείς. Αυτό τον πληθυντικό τον συναντούμε στο Ήλ. 1082 μετά από τον όρο εὔπατρις. Κι όταν ο Φιλοκτήτης μιλά σαρκαστικά για τους ἀγαθούς (γενναίους) στρατηλάτες, που δεν μπόρεσαν να ανεχθούν τους βόγγους του και τη δυσοσμία τής πληγής του, τούς αντιπαραβάλλει προς τον Νεοπτόλεμο, που πρόθυμα τα ανέχεται: «γιατί η δική σου φύσις είναι καλογεννημένη και από καλή γενιά» (εὐγενής γάρ ἡ φύσις κἀξ εὐγενῶν, ὦ τέκνον, ἡ σή, στίχ. 874-5). Είναι σαφές ότι το εὐγενής – και, σε μικρότερο βαθμό, το γενναίος – αποτελούν όρους οι οποίοι πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψη.[19] Στην ευρύτερη αρχαιοελληνική χρήση -ο πρώτος όρος όχι τόσο συχνά στην πεζογραφία- ήσαν, μεταξύ άλλων, συστατικά τού λεξιλογίου των φιλοφρονήσεων πράγματι, και στον Σοφοκλή, σε πολλές περιπτώσεις οι όροι έχουν φιλοφρονητική ή γενικότατα επαινετική σημασία. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, όπου χρησιμοποιούνται ειδικά για να προσδιορίσουν ένα θέμα συμπεριφοράς· και αυτές είναι φυσικά οι περιπτώσεις που έχουν σημασία και (ιδίως για το εὐγενής) που προκαλούν το ερώτημα της κληρονομικής αρετής. Είναι, ας πούμε, ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη η θέση τού Αίαντος (Αίας, στίχ. 479-80) ότι ο άνθρωπος από ευγενική γενιά πρέπει είτε να ζει με ευγένεια (καλώς) είτε με ευγένεια να πεθαίνει, και ακόμη πιο αξιοπρόσεκτος ο πειστικός επαναπροσδιορισμός τῆς εὐγενείας στην απάντηση της Τέκμησσας (στίχ. 524).[20] Ο ίδιος όρος ακούγεται από την Αντιγόνη (Ἀντιγ. 38) και από την Ηλέκτρα (Ήλ. 257), στις αντίστοιχες καταστάσεις και αναφορικά με την καταγωγή τής καθεμιάς. Ο Αίας ήταν κάποτε γενναίος, λέει ο Οδυσσέας (Αίας 1355)· και έπειτα κάνει λόγο για ἀρετήν.[21]
 
Στόχος αυτής τής συνοπτικής επισκόπησης, αν γεννά κάποιες επιφυλάξεις, οπωσδήποτε δεν είναι να αρνηθεί ότι η ιδέα τής κληρονομικής αρετής είναι παρούσα στις τραγωδίες τού Σοφοκλή. Οι χαρακτήρες των δραμάτων του είναι ήρωες, για τους οποίους η κληρονομικότητα έχει σημασία· για τους κανόνες τους και τις αρχές τους είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τα πάντα, ακόμη και τη ζωή τους· είναι θέμα τιμής. Ανήκουν, λέμε, στον ηρωικό κόσμο δεν αρκεί αυτό. Ο Σοφοκλής δεν αποσύρθηκε σ’ εκείνο τον κόσμο σαν σε καταφύγιο, ούτε αναδημιούργησε στα δρά­ματά του τους ηρωικούς χαρακτήρες εκείνου τού κόσμου για άσκηση της ιστορικής φαντασίας. Και αν δεχόμαστε (όπως είναι προφανές) ότι οι πράξεις και τα παθήματα των ηρώων του βρίσκονται σε συνάφεια με την εποχή του, δεν αρκεί να υποδεικνύουμε εκτεταμένες γενικές κατηγορίες, όσο διάχυτες κι αν είναι στο Σοφόκλειο δράμα, όπως το ευμετάβολο της ανθρώπινης τύχης και η σφαλερότητα της ανθρώπινης γνώσης και κρίσης. Τα ζητήματα, οι κανόνες και οι αρχές, βρίσκονται επίσης σε συνάφεια. Αλλά πώς ακριβώς;
 
Πολλά τα ερωτήματα που παρουσιάζονται. Άραγε αυτοί οι ήρωες, με την προγονική τους υπερηφάνεια, το αίσθημα τιμής, την αγάπη τους για τα υψηλά ιδεώδη, και με το πεισματικό τους θάρρος, μπορούν να χαρακτηριστούν “αριστοκράτες”; Πριν δώσουμε μία απάντηση σε αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι οι αξίες και οι αρετές που προαναφέραμε δεν ανήκουν απλά σε μία παραδοσιακή ηθική, αρχικά ηρωική και έπειτα αριστοκρατική, ώστε, μέχρι τον πέμπτο αιώνα, να έχουν σταδιακά περάσει και σε κατώτερα στρώματα και να έχουν γίνει αναπόσπαστα συστατικά της αρχαιοελληνικής ηθικής. Ή μήπως ο Σοφοκλής μεροληπτεί; Μήπως δηλαδή παίρνει το μέρος των συντηρητικών, εκείνων που επιθυμούσαν τη διατήρηση ορισμένων (φερόμενων ως) αριστοκρατικών αξιών και αρετών; Πριν δώσουμε απάντηση και σε αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να σκεφθούμε ότι, όταν οι εν λόγω ήρωες κάνουν τις αρχές τους πράξη, οι συνέπειες είναι τραγικές θα πρέπει επομένως να διερωτηθούμε μήπως, ίσως, το τραγικό ενυπάρχει όχι μόνο στην ανθρώπινη κατάσταση και στο ατομικό πεπρωμένο, αλλά στους ίδιους τούς κανόνες του ηρωισμού. Θα πρέπει ίσως να θέσουμε στον εαυτό μας το ερώτημα γιατί, όταν στην αρχαία Ελλάδα εμφανίστηκε μία μορφή σοβαρού δράματος, είχε αυτό τον χαρακτήρα, τον αναγνωρίσιμο μολονότι δυσπροσδιόριστον, και πάντως σπάνιο στην παγκόσμια λογοτεχνία, τον χαρακτήρα δηλαδή τού τραγικού. Παρά τις περιβόητες αντιφάσεις και ελλείψεις των πηγών, είναι δυνατόν να δοθεί μία λίγο ως πολύ ευλογοφανής εικόνα για την εμφάνιση του δράματος στον αρχαιοελληνικό κόσμο· και μπορούμε να αντιληφθούμε ότι, εφόσον χρησιμοποιούσε τον μύθο, επόμενο ήταν να έχει χαρακτήρα σοβαρό και ηρωικό. Αλλά γιατί τραγικό; Έστω και αν, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, το δράμα ήταν θρησκευτικό, γιατί άραγε έπρεπε η θεοδικία να είναι τόσο βασανιστική; Ή μήπως υπήρχε κάτι στην αρχαιοελληνική εμπειρία, το οποίο οδηγούσε προς την κατεύθυνση της τραγωδίας;[22]
 
Οι αρχαίοι Έλληνες ήσαν άνθρωποι που αγαπούσαν την άμιλλα και ανταγωνίζονταν μεταξύ τους με πάθος για την επιτυχία και ανάλογα με την επιτυχία συνήθιζαν να κρίνουν τους γύρω τους και τον εαυτό τους. Ήσαν περήφανοι και με ιδιαίτερη ευαισθησία για την κοινωνική θέση και τα προνόμιά τους, η διατήρηση των οποίων αποτελούσε έναν από τους κύριους στόχους τής ζωής τους. Οποιαδήποτε αδικία ή προσβολή ήταν αφόρητη μέχρι να παρθεί εκδίκηση. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά των ευγενών σε μία ηρωική εποχή, και μας είναι οικεία από το αρχαιοελληνικό έπος. Όμως οι συναισθηματικές στάσεις αυτού τού πολιτισμού τής αιδούς δεν εξέλιπαν μαζί με τους ήρωες, αλλ’ αντίθετα επεβίωσαν σταθερά, αν και όχι αμετάβλητα, μέχρι και την αρχαϊκή περίοδο και τον κόσμο τής πόλης-κράτους επεβίωσαν δηλαδή και μετά το τέλος τής αριστοκρατικής κυριαρχίας διατηρώντας την ισχύ τους και στη δημοκρατική πλέον Αθήνα.[23] Τα συναντούμε λοιπόν στην τραγωδία, επειδή τα θέματα, τα κίνητρα και τα συναισθήματα ήσαν ακόμη παρόντα στην πραγματικότητα.
 
Όσο για την ηθική εμπειρία των αρχαίων Ελλήνων, οδηγούσε προς την τραγωδία από δύο τουλάχιστον δρόμους. Η κοινωνική αναγνώριση της επιτυχίας καλλιεργούσε τον πειρασμό ορισμένων να την επιδιώξουν πέρα από τα όρια. Έτσι, η ιδιότητα που θαυμάζεται καταντά κοινωνική απειλή· και μία τραγική ένταση αρχίζει να σχηματίζεται. Η επιτυχία οδηγεί στην εξουσία, και η εξουσία στην κατάχρηση. Η αρχαιοελληνική λέξη για την κατάχρηση εξουσίας είναι η ύβρις, από την οποία αυτή η ανταγωνιστική κοινωνία είχε πικρή πείρα, και για την καταπολέμηση της οποίας, σαν να καταπολεμούσε κάποιο δηλητήριο μέσα στον οργανισμό τής πολιτείας, ανέπτυξε ένα αντίδοτο με το εξισορροπητικό ιδεώδες τής μετριοπάθειας ή σωφροσύνης. Προς επίρρωσιν αυτού τού ιδεώδους επικαλούνταν τούς θεούς. Διότι, όταν η εξουσία αυτοκαταστρέφεται μέσα από την ίδια της την υπερβολή, η κατάρρευσή της συνοδεύεται από αισθήματα ικανοποίησης και δέους, αφού γενικά πιστεύεται ότι οι θεοί είτε φθονούν την ανθρώπινη επιτυχία, όταν ξεπερνάει το μέτρο, είτε την τιμωρούν, όταν έχει αποκτηθεί με περιφρόνηση προς τη δικαιοσύνη. Όλες αυτές οι ιδέες μάς είναι οικείες από τις τραγωδίες τού Αισχύλου: έστω και αν είναι λιγότερο φανερές στον Σοφοκλή, παίζουν κάποιο ρόλο στις τραγωδίες Αίας και ‘Αντιγόνη, και (αρνητικά) στο Οἰδίπους Τύραννος·[24]
 
Υπάρχει όμως κι ένας άλλος δρόμος. Το να επιζητεί κανείς να πάρει εκδίκηση για μία αδικία είναι φυσικό και, με τους κανόνες τής τιμής, επαινετό. Όταν την ανταποδώσει με επιτυχία, θα έχει, κατά τη δική του άποψη, αποκαταστήσει τη θέση του, αλλά, κατά την άποψη τού αντιπάλου του, θα έχει προκαλέσει μία άλλη αδικία, η οποία με τη σειρά της απαιτεί επανόρθωση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής τής αλυσίδας είναι η αιματηρή εκδίκηση (βεντέτα), μία θεωρητικά ατέρμονη διαδικασία, όπου το ένα έγκλημα φέρνει το άλλο, κι όμως έγκλημα και αντέγκλημα απαιτούνται εξ ίσου από τον κώδικα τιμής. Στην περίπτωση της αιματηρής εκδίκησης εκείνοι που ζητούν εκδίκηση είναι οι φίλοι -οι συγγενείς εξ αίματος-, όμως φίλοι υπάρχουν και στο ευρύτερο περιβάλλον το χαρακτηριστικό τέτοιων προβλημάτων τιμής είναι ότι η κάθε πλευρά έχει τους φίλους της και τους εχθρούς της – μία πόλωση θεμελιακή για την αρχαιοελληνική ηθική, αλλά που διχάζει την κοινωνία σε αντιμαχόμενες ομάδες. Σταθερά επανερχόμενη αντίληψη στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία είναι ότι η αρετή, ή η δικαιοσύνη, συνίσταται στο να ευεργετείς τους φίλους σου και να βλάπτεις τους εχθρούς σου.[25]
 
Το κάθε έργο τού Σοφοκλή είναι αυθύπαρκτο, με τις δικές του καταστάσεις, το δικό του σχέδιο, τις δικές του λεπτές παραλλαγές πάνω σε κοινά θέματα. Πρωταρχικό καθήκον τού μελετητή είναι, το δίχως άλλο, να προσπαθήσει να κατανοήσει το κάθε έργο ξεχωριστά. Ωστόσο, όλα τα έργα αποκαλύπτουν μία θεώρηση του κόσμου – και μία θεώρηση των ηρώων σ’ αυτό τον κόσμο κι ακόμα, έναν ποιητή που θεωρούσε τον κόσμο κατά ορισμένο τρόπο.[26] Το επίθετο «Σοφόκλειος (/-α/-ο)» δεν είναι δίχως νόημα, παρ’ ό, τι ο ορισμός του παρουσιάζει εξαιρετική δυσκολία εξ αιτίας τής μεγάλης ποικιλομορφίας των έργων, του μικρού αριθμού τους και του γεγονότος ότι η διαδικασία με την οποία επελέγη- σαν όσα επεβίωσαν ήταν, ως επί το πλείστον, ανεξάρτητη από τα θέματα που συζητούμε εδώ. Ίσως αυτό που προκαλεί τη μεγαλύτερη έκπληξη είναι, πραγματικά, πόσο πολλά κοινά θέματα περιέχονται μέσα σε αυτά τα τόσο λίγα επιλεγμένα έργα. Τα θέματα αυτά είναι κοινωνικά και θρησκευτικά.
 
Ο ήρωας υφίσταται μία αδικία, ή κάτι που αυτός θεωρεί αδικία, και που διαπράττεται εις βάρος του ή εις βάρος κάποιων άλλων, οι οποίοι συνδέονται μαζί του με συγγένεια εξ αίματος. Την αδικία αυτή την κρατάει στη μνήμη του με τέτοια πικρία και αγανάκτηση, ώστε, σε πολλές περιπτώσεις, την αφήνει να κυριαρχήσει ολοκληρωτικά στην ψυχή του· κι ακόμα, χωρίζει τον κόσμο του σ’ εχθρούς και σε φίλους, που γι’ αυτόν αποτελούν, ή αισθάνεται πως θα ’πρεπε ν’ αποτελούν, δύο ασυμφιλίωτα στρατόπεδα. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, προσπαθεί να ανακτήσει το έδαφος που έχασε, να αποκαταστήσει την τιμή του ή την τιμή των συγγενών του και σ’ αυτή την προσπάθεια καταστρέφεται, ή κινδυνεύει να καταστραφεί. Το σχέδιο αυτό φαίνεται καθαρότερα στις τραγωδίες Αἴας, Ἀντιγόνη, Ἠλέκτρα και Φιλοκτήτης, ενώ συνιστά μία σημαντική πλευρά τής τραγωδίας Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ, ένα στοιχείο ελάσσονος σημασίας στο Τραχίνιαι, και απουσιάζει σχεδόν εντελώς από το Οἰδίπους Τύραννος. Το εξυπηρετικότερο τώρα θα είναι να δούμε τα έργα έξω από την (υποθετική) χρονολογική τους σειρά και να εξετάσουμε εν συντομία τα θέματά τους, αρχίζοντας από δυο έργα που τα χωρίζουν δεκαετίες, αλλά έχουν και τα δύο υπόθεση που εκτυλίσσεται μέσα σε ατμόσφαιρα πολέμου.[27]
 
Η τραγωδία Αίας μπορεί να μοιάζει με απλό ζήτημα τιμής. «Ο άνθρωπος από ευγενική γενιά πρέπει είτε να ζει με ευγένεια είτε με ευγένεια να πεθαίνει». Ο Αίας δεν μπορεί με κανένα τρόπο να αποκαταστήσει την τιμή του όσο ζει, και γι’ αυτό σκοτώνεται. Η τιμή αποδίδεται από την κοινωνία. Ο Αίας θεωρεί ότι του την αρνήθηκαν άδικα κατά την Κρίση των Όπλων, και τόση είναι η πικρία και η αγανάκτησή του γι’ αυτό, ώστε ξεκινάει να σκοτώσει τούς αρχηγούς του ελληνικού στρατού, ενώ κοιμούνται. Η Αθηνά ματαιώνει το εγχείρημά του κι αυτό είναι το δεύτερο και έσχατο πλήγμα στην τιμή του, που τον οδηγεί αναγκαστικά στην αυτοκτονία. Ο Σοφοκλής φρόντισε να δείξει άτι η έπαρση του Αίαντος ήταν τόσο υπερτροφική, ώστε δεν συμβιβαζόταν ούτε καν με την ηρωική κοινωνία, αλλά, ως ψυχική ασθένεια, επιδεινωνόταν παθολογικά με το πέρασμα του χρόνου. Έχουν γίνει προσπάθειες να εξα­χθεί ένας ηπιότερος, σοφότερος Αίας με βάση την περίφημη παραπλανητική ρήση, ακόμη και να παρουσιασθεί η αυτοκτονία του ως πράξη σωφροσύνης: αντίθετα, αποτελεί την ύστατη επιβεβαίωση της περηφάνιας και της διαφοράς του, την έσχατη απόρριψη εκ μέρους μιας κοινωνίας, τής οποίας τις αξίες ο ίδιος έτεινε ώς τα άκρα, μέχρι που κατήντησαν αφόρητες. Πεθαίνει απευθύνοντας έκκληση στις Ερινύες να πάρουν εκδίκηση για το θάνατό του όχι μόνο από τους Ατρείδες αλλά και από ολόκληρο τον ελληνικό στρατό – όλους εκείνους που έπρεπε να είναι φίλοι του αλλά αποδείχθηκαν εχθροί του. Σε αντίθεση με τον Αίαντα παρουσιάζεται ο Οδυσσέας, ο “εχθρός” που καταλήγει να συμπεριφέρεται σαν φίλος, αρνούμενος εκείνη την αλύγιστη πολωτική αντίθεση μεταξύ φιλίας και έχθρας, που ανήκε στις πεποιθήσεις τού Αίαντος· ένας άνθρωπος με διαφορετική ψυχική διάθεση, προάγγελος ίσως μιας διαφορετικής εποχής·[28] ένας άνθρωπος που, γνωρίζοντας πόσο εύθραυστες είναι οι ανθρώπινες τύχες, μπορούσε να συμπονεί.
 
Ο Φιλοκτήτης, όπως ο Αίας, είχε καταλήξει να μισήσει τους Ατρείδες και τον Οδυσσέα. Ο Αίας είχε αγωνιστεί επί δέκα χρόνια, μόνο και μόνο για να τού στερήσουν, στο τέλος, με δόλο (όπως ο ίδιος πίστευε) τη δίκαιη ανταμοιβή του· ο Φιλοκτήτης είχε περάσει τα ίδια αυτά δέκα χρόνια σ’ ένα ερημονήσι, με μοναδικό του σύντροφο τη φρικτή του αρρώστια. Καθώς εξελίσσεται η υπόθεση του έργου, αντιμετωπίζει ένα δίλημμα. Εκτός από θεραπεία για τη βασανιστική πληγή του, προσφέρεται επίσης σ’ αυτό τον άλλοτε δυνατό ήρωα η προοπτική να συμμετάσχει στην υπέρτατη τιμή τής άλωσης της Τροίας, κάτι που δεν είχαν αποκτήσει ήρωες όπως ο Αχιλλέας, ο Αίας ή ο Διομήδης· και, παρ’ ό, τι είναι ήρωας ο ίδιος, ο Φιλοκτήτης απορρίπτει την προσφορά. Ορισμένοι σχολιαστές υποστήριξαν ότι την απορρίπτει λόγω τής ηθικής κατωτερότητας των Ελλήνων αρχηγών που έχουν απομείνει, καθώς δεν δέχεται να συνδέσει τον δικό του ηρωισμό με τη δική τους μικρότητα, όμως αυτή η υπόθεση δεν πρέπει να μας παρασύρει, όσο ελκυστική κι αν είναι. Ο Φιλοκτήτης απορρίπτει την προσφορά, γιατί έρχεται σε σύγκρουση με ένα άλλο τμήμα τού ηρωικού κώδικα, που επιτάσσει να μην ανέχεσαι την προσβολή και να επιζητείς την επανόρθωση ως τα άκρα. Και ο λόγος για τον οποίο αυτό το επίταγμα τού κώδικα υπερισχύει από την προοπτική τής δόξας πρέπει να αναζητηθεί σε όσα ο ήρωας έζησε δέκα χρόνια μόνος, μέσα στην περισυλλογή για τις αδικίες. Το μίσος ενάντια στους εχθρούς του δεν μπορεί πια να το παραμερίσει· δεν δέχεται να ωφελήσει ούτε τον εαυτό του, αν έτσι θα ωφελήσει κι εκείνους. Σε αντίθεση με τον Φιλοκτήτη παρουσιάζεται ο Οδυσσέας, ο οποίος, όπως και στο Αίας, ανήκει σε ένα κόσμο διαφορετικό, με την πιο απωθητική του όψη: άνθρωπος με κανόνες που προσαρμόζονται στις περιστάσεις, δίκαιος και ευσεβής, όταν μπορεί, αλλά έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα για την επιτυχία. Πιο σημαντικός χαρακτήρας είναι ο Νεοπτόλεμος, που μοιράζεται με τον Φιλοκτήτη το κύριο ενδιαφέρον τού έργου. Ο Νεοπτόλεμος έχει κληρονομήσει έναν ηρωικό -ή, αν θέλετε, αριστοκρατικό- κώδικα, ο οποίος δεν απορρίπτει τη βία, αλλά απορρίπτει την εξαπάτηση. Για λίγο, παρασύρεται από τον Οδυσσέα, όμως γρήγορα μεταστρέφεται, όχι απλά επειδή τον απωθεί η εξαπάτηση, αλλά επειδή τελικά αποδεικνύεται ένας από εκείνους που είναι ικανοί να συμπονούν – και να ενεργούν με συμπόνια, ακόμη και αν είναι να ζημιωθούν οι ίδιοι.[29]
 
Οι τραγωδίες Ἀντιγόνη και Ἠλέκτρα, που επίσης απέχουν χρονικά μεταξύ τους, τυχαίνει εδώ να συνεξετάζονται: και τα δύο έργα έχουν “οικογενειακή” υπόθεση, ενώ στο καθένα μία φοβερή ηρωίδα οφείλει να εκτελέσει κάποιο καθήκον που υπαγορεύεται από δεσμούς αίματος. Το καθήκον τής Αντιγόνης είναι μία ταφή και η ηρωίδα έχει με το μέρος της την ανθρωπιά και την ευπρέπεια. Το χρέος τής Ηλέκτρας είναι η εκδίκηση με μητροκτονία. Για την Ηλέκτρα είναι θέμα τιμής να θρηνήσει πρώτα τον πατέρα της, κι έπειτα να πάρει εκδίκηση για εκείνον καμία σκέψη για προφύλαξη ή για μετριοπάθεια δεν βαραίνει περισσότερο όταν λοιπόν πιστεύει πως ο αδελφός της πέθανε, παροτρύνει τη Χρυσόθεμη να συμπράξει μαζί της για να σκοτώσουν τον Αίγισθο (άρα και την Κλυταιμνήστρα) και να κερδίσουν, με αυτό τον τρόπο, τιμή στη ζωή και στον θάνατο. «Άπρεπη ζωή δεν πρέπει σε όσους είναι από τη φύση τους ευγενείς» (Ἠλ. 989)· επίσης, ο Χορός, αργότερα, τραγουδάει ότι «κανένας από τους ευγενείς ανθρώπους δεν θέλει, διάγοντας κακή ζωή, να αμαυρώνει το καλό του όνομα, μέχρι που τελικά να βουλιάζει στην ανωνυμία» (στίχ. 1082 κ.εξ.), καθώς και ότι η Ηλέκτρα, τηρώντας τούς σπουδαιότερους νόμους τής φύσης -τους νόμους, δηλαδή, που επιτάσσουν σεβασμό από τα παιδιά προς τους γονείς·,[30] κερδίζει την ευγενέστερη φήμη για την ευσέβειά της προς τον Δία. Εδώ βέβαια, ο σεβασμός προς τον ένα εκ των γονέων απαιτεί να θυσιασθεί ο άλλος, όμως η Ηλέκτρα δεν έχει κανένα ενδοιασμό γι’ αυτό: αντίθετα, είναι κυριευμένη από μίσος για τη μητέρα της. Σ’ ένα έργο που η ερμηνεία του παρουσιάζει πολλά προβλήματα, το βέβαιο είναι ότι η εμμονή τής Ηλέκτρας στη θλίψη και στο μίσος είναι απόρροια μιας μακρόχρονης διεργασίας που προηγείται από τη μητροκτονία και την προετοιμάζει. Είναι το αποτέλεσμα της επενέργειας των Ερινύων, των οποίων είναι ταυτοχρόνως θύμα και όργανο.[31]
 
Η τραγωδία ’Αντιγόνη οφείλει την πολυπλοκότητά της στις αντιτιθέμενες τραγωδίες τού Κρέοντος και της Αντιγόνης – τραγωδίες διαφορετικού τύπου, εκ των οποίων εκείνη τής Αντιγόνης είναι χαρακτηριστικά Σοφόκλεια. Αντίθεση υπάρχει επίσης σε επίπεδο αρχών και χαρακτήρων. Η ηρωίδα κινείται από συναισθήματα περιορισμένα μαζί και μεγαλόψυχα: δεν βαδίζει συλλογιστικά η άλλη πλευρά τού προβλήματος απλά δεν υπάρχει για την Αντιγόνη. Όμως αυτή ακριβώς η άλλη πλευρά τίθεται από τον Κρέοντα, αν και ο ποιητής ηθελημένα αποδυναμώνει τη θέση του Κρέοντος και παρουσιάζει τον ορθολογισμό του πιο πολύ φαινομενικό παρά ουσιαστικό. Ο Κρέων σκιαγραφείται ωμός και αναίσθητος, ενώ ποιητής και κοινό είναι με το μέρος τής Αντιγόνης, η οποία, ωστόσο, δεν θα μπορούσε να έχει κάνει ό, τι έκανε, αν δεν είχε την τραχύτητα που κληρονόμησε από τον πατέρα της. Και η Αντιγόνη επίσης έχει διαπλαστεί από το παρελθόν της, όμως η ένταση των συναισθημάτων της είναι απόρροια όχι μιας μακροχρόνιας εσωτερικής διάβρωσης (όπως στην περίπτωση της Ηλέκτρας) αλλά μιας σύντομης και αφάνταστα φρικτής εμπειρίας, που προκάλεσε την έμμονη προσήλωση της Αντιγόνης στον κόσμο των νεκρών. Σ’ αυτόν ακριβώς τον κόσμο ανήκουν οι «φίλοι» της· μέσα στον ίδιο κόσμο -και μέσα από αυτόν- η Αντιγόνη θα καταργούσε, με την ηρωική της απόφαση, τα μίση που βασανίζουν τον βασιλικό οίκο, θα ανακτούσε την τιμή τού οίκου, και θα διεκήρυσσε την ειρήνη και την αποκατάσταση της αγάπης.[32] Αντιμετωπίζοντας πάντοτε τα πράγματα με όρους «φίλου» ή «εχθρού», υποστηρίζει ότι είναι στη φύση της να συναντάται με τους άλλους μέσα στην αγάπη και όχι μέσα στο μίσος, αλλά, όταν η αδελφή της, που δεν είχε θελήσει να συμπράξει με την ηρωική της απόφαση, της ζητάει απλά και μόνο από στοργή να την ακολουθήσει στο θάνατο, η Αντιγόνη την βγάζει οριστικά από την καρδιά της, κατατάσσοντάς την με τους εχθρούς της. Η ηρωική πόλωση υπερισχύει, όπως θα υπερισχύσει και στο Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ.
 
Η επενέργεια του χρόνου η κληρονομικότητα οι φίλοι και οι εχθροί η δυσαρέσκεια και η ανταπόδοση η πληρωμή τού καλού με καλό και του κακού με κακό· η συμπόνια και η απουσία συμπόνιας. Στο Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ όλα αυτά τα γνωστά Σοφόκλεια θέματα είναι παρόντα, πλεγμένα σ’ έναν πυκνό ιστό, με σφραγίδα του το τελικό πεπρωμένο τού Οιδίποδος, ο οποίος είχε προηγουμένως αναδειχθεί σε αιώνιο παράδειγμα για το εύθραυστο του ανθρώπου και για το ρήγμα μεταξύ θεών και ανθρώπων. Ο Οἰδίπους γίνεται ήρως. Αντίθετα από τον Οιδίποδα ως Τύραννον, με το βαθύτατα προσωπικό παρελθόν, το αβέβαιο μέλλον, και το πεπρωμένο, κατά την πραγμάτευση του οποίου δεν υπήρχε ούτε λέξη για Ερινύες, ο Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ φθάνει σ’ ένα ιερό των Ευμενιδών, που το αναγνωρίζει ως τόπο τής ύστατης ανάπαυσής του, και τελικά παίρνει ο ίδιος, κατά θεϊκή επιταγή, την ιδιότητα χθόνιας δύναμης – με την ικανότητα να ωφελεί τους φίλους του και να βλάπτει τους εχθρούς του. Ποια είναι άραγε εκείνη η αρχή ζωής, στην οποία προσηλώνεται αλύγιστος; Είναι η αρχή τής οργισμένης ανταπόδοσης: έτσι, ο θυμός του, αντί να ξεθυμαίνει με το πέρασμα του χρόνου, γίνεται σιγά-σιγά μία γιγαντιαία κατάρα εναντίον των γιων του, η οποία προαναγγέλλει τον ρόλο του στον κάτω κόσμο. Στο Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ, η συμπόνια ανήκει στης Αντιγόνης τα συναισθήματα. Μιας Αντιγόνης δια­φορετικής όπως και ο Οιδίπους είναι διαφορετικός, όσο διαφορετικός δικαιολογείται να έχει γίνει, στο πέρασμα του χρόνου, ο άλλοτε πανίσχυρος Οἰδίπους Τύραννος. Ποια ήταν λοιπόν η αρχή ζωής, στην οποία αυτός προσηλώθηκε μέχρι την καταστροφή του; Η αντίθεση ανάμεσα στα φαινόμενα και στην πραγματικότητα, η σφαλερότητα της ανθρώπινης γνώσης, η όψιμη συνειδητοποίηση της αλήθειας, είναι διαδεδομένα θέματα στον Σοφοκλή. Μία από τις λειτουργίες τού χρόνου είναι να συγκαλύπτει και, κατόπιν, να αποκαλύπτει και μία από τις λειτουργίες των χρησμών, που οι όροι τους είναι γνωστοί, αλλά που η σημασία τους αργεί να φανερωθεί, είναι να τονίζουν το ρήγμα μεταξύ θεϊκής και ανθρώπινης γνώσης. Τέτοιοι χρησμοί προβάλλονται ιδιαίτερα στο Τραχίνιαι, έργο έντονα ειρωνικό, όμως το έργο στο οποίο η δραματική ειρωνεία απελευθερώνεται πλήρως είναι το Οἰδίπους Τύραννος· και το χαρακτηριστικό που σημαδεύει αυτόν τον Οιδίποδα είναι κατ’ εξοχήν η πεποίθηση στη διανοητική του δύναμη καθώς και, θα πρόσθετε κανείς, η πνευματική του ακεραιότητα, η αποφασιστικότητά του να μάθει την αλήθεια που θα τον καταστρέψει με την αποκάλυψή της. Αυτό το γνώρισμα, και όχι ο χαρακτήρας του ως ανθρώπου τής δράσης, ούτε η αίσθηση τού καθήκοντος ως βασιλιά, τον κάνει να ξεχωρίζει ως Σοφό­κλειος ήρωας.
 
Μας μένει το Τραχίνιαι, το οποίο κινείται σε διαφορετικό περιβάλλον από των άλλων έργων, καθώς είναι μία τραγωδία των φύλων. Η Δηιάνειρα, σύζυγος συμβατικής αρετής, ύπαρξη βαθιά ανθρώπινη με επίγνωση της ανθρώπινης κατάστασης και, σαν τον Οδυσσέα στο Αίας και σαν τον Νεοπτόλεμο, με την ικανότητα της συμπόνιας, άρα με όλες, φαινομενικά, τις απαραίτητες ιδιότητες που θα την προστάτευαν από τραγικά πλήγματα, οδηγείται από τη δύναμη τού φύλου να επιτελέσει μία απερίσκεπτη πράξη με συνέπειες κανονικά αναμενόμενες από κάποιαν άλλη, απάνθρωπη γυναίκα. Τί ειρωνεία· όπως ειρωνεία αποτελεί το ότι ο ήρωας που αφάνισε τόσα τέρατα -και πήρε τόσες γυναίκες προς ικανοποίηση της σωματικής του ρώμης- αφανίζεται από τις σωματικές του ορέξεις και τη σύμπραξη δύο γυναικών. Η μόνη που νικά είναι η Αφροδίτη, που θύματα της παντοδυναμίας της είναι μοιραίο να πέσουν ο Ηρακλής και η Δηιάνειρα. Η Αφροδίτη είναι η δύναμη που επενεργεί μέσα τους και εμπνέει τις πράξεις για τις οποίες πρέπει στο τέλος να πληρώσουν. Και ωστόσο επρόκειτο για ηθελημένες πράξεις, οι οποίες και στις δύο περιπτώσεις απέρρεαν από έναν προηγούμενο τρόπο ζωής, μολονότι, στην περίπτωση της Δηιάνειρας, απέρρεαν απρόσμενα. Το απρόσμενο και το ειρωνικό στοιχείο ενυπάρχουν και στην περίπτωση του Ηρακλή. Η δική του σταδιοδρομία συνίστατο σε μία σειρά δοκιμασίες με τις οποίες ωφέλησε την ανθρωπότητα, ελευθερώνοντας τον ελληνικό κόσμο από επιβλαβή τέρατα. Αν αναζητήσουμε κάποια κατευθυντήρια αρχή τής ζωής του, μας την αποκαλύπτει ο ίδιος, όταν λέει: «Και όσο ζούσα αλλά και πεθαίνοντας ανταπέδιδα τα ίσα στους κακούς» (στίχ. 1111)· και φαίνεται ότι αυτό το θέμα – της ανταπόδοσης και της διαιώνισης του κακού με την talionem – προβάλλεται αρκετά στις επόμενες φάσεις τού έργου.[33] Η ύστατη ειρωνεία συνίσταται στο ότι τον τελικό του άθλο, που ο Λίχας ήθελε να πιστέψουμε πως οφειλόταν σε λόγους εκδίκησης, αποδεικνύεται πως ο Ηρακλής τον επιτέλεσε στο κυνήγι μιας λάγνας όρεξης· το τέρας παίρνει έτσι την εκδίκησή του.
 
Η συνοπτική αυτή παρουσίαση θα πρέπει να έχει αναδείξει δύο στοιχεία: την συχνή επανάληψη ορισμένων θεμάτων και προβλημάτων που συνδέονται στενά με τα ηρωικά γνωρίσματα των ηρώων, αλλά επίσης την ποικιλομορφία των περιστάσεων, των τόνων και των συνεπειών που πλαισιώνουν την πραγμάτευση των θεμάτων. Οι επαναλήψεις αποκτούν σημασία, αν θέλουμε να έχουμε μια γενική ιδέα για τους ήρωες και για ό,τι αυτοί αντιπροσωπεύουν η ποικιλομορφία πάλι, που αφορά σε ολόκληρο τον πλούτο των επιμέρους έργων, θα πρέπει να μας καθιστά προσεκτικούς, όταν αρχίζουμε τις γενικεύσεις. Όμως μία τουλάχιστον γενίκευση είναι βάσιμη. Οι ήρωες έχουν κάποια διάσταση μεγαλοσύνης που υπερβαίνει το κανονικό ανθρώπινο μέτρο: συνεχίζουν εκεί όπου ο μέσος άνθρωπος σταματά. Είναι μία μορφή υπέρβασης, και κάθε υπέρβαση ενέχει κινδύνους. Δύο παρατηρήσεις μπορούν να διατυπωθούν σχετικά με τη μεγαλοσύνη τους. Πρώτον, ακριβώς επειδή χαρακτηρίζονται από αυτή την σχεδόν υπεράνθρωπη ικανότητα να μένουν πιστοί σε αρχές, ο ποιητής μπορεί, μέσα από ακραίες περιπτώσεις, να εκδιπλώνει τις τραγικές συνέπειες τέτοιων αρχών. Δεύτερον, αυτό το είδος μεγαλοσύνης είναι ασυμβίβαστο με τις συνθήκες τής θνητής ύπαρξης και τείνει προς την καταστροφή. Αν οι ήρωες αδυνατούν να προσαρμοσθούν στον γύρω τους κόσμο, όπως πράγματι βλέπουμε ότι αδυνατούν, τότε το δικό μας αναπόδραστο ερώτημα είναι πώς έβλεπε ο Σοφοκλής ένα τέτοιον κόσμο, μέσα στον οποίο έπρεπε εκείνοι να υποφέρουν τα μαρτυρικά τους πεπρωμένα και, αν αυτό τον κόσμο τον κυβερνούν θείες δυνάμεις, όπως πράγματι τον κυβερνούν κατά τον Σοφοκλή, τότε η δική μας απορία είναι πώς ο ποιητής έβλεπε την επενέργεια των θεών μέσα στον κόσμο.
 
Ο Σοφοκλής ήταν άνθρωπος με ενεργό θρησκευτικό αίσθημα. Κατείχε μάλιστα το λειτούργημα του ιερέως στη λατρεία κάποιας ελάσσονος θεότητας. Και τον καιρό που μία από τις λατρείες τού Ασκληπιού εισαγόταν στην Αθήνα, στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Σοφοκλής φιλοξένησε τον θεό -ή, τουλάχιστον, το ιερό φίδι- στο δικό του σπίτι, μέχρι την αποπεράτωση του ναού. Η λατρεία των Ευμενιδών στον Κολωνό, όπου είχε γεννηθεί ο ποιητής, περιγράφεται με λεπτομέρειες όλο αγάπη, και όλοι οι εντόπιοι θεοί υμνούνται σ’ ένα χορικό. Το ότι ο Σοφοκλής πίστευε στους θεούς είναι βέβαιο, όμως ποια ακριβώς διανοητική στάση υιοθετούσε απέναντι στο ανθρωπομορφικό πάνθεο δεν είμαστε σε θέση να πούμε. Άλλωστε το ερώτημα δεν είναι και τόσο σημαντικό.[34] Ο αδρός ανθρωπομορφισμός ήταν μόνο μία από τις εκφράσεις τής αρχαιοελληνικής θρησκευτικής εμπειρίας· και ο πολυθεϊσμός ήταν η πιο πλατιά αποδεκτή έκφραση της πίστης ότι οι θεοί αποτελούσαν μέρος τής φύσης και, ως δυναμικοί θεοί, όπως πράγματι ήσαν οι θεοί τής αρχαίας Ελλάδας, αντανακλούσαν τις όψεις εκείνες τής ζωής – βιολογικές, κοινωνικές και συγκινησιακές- όπου ενυπήρχε κάποια δύναμη, και κάποια εξωανθρώπινη ενέργεια γινόταν αισθητή, προκαλώντας τον φόβο ή τον πόθο.
 
Για την προσωπική θρησκευτική άποψη τού Σοφοκλή μπορούμε μόνο εικασίες να διατυπώνουμε: εκείνο που μπορούμε να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε είναι πώς η θρησκεία και οι θεοί υπεισέρχονται στις τραγωδίες του, αλλά και πάλι έχοντας στο νου μας ότι η έκφραση μιας συμβατικής ευσέβειας δεν είναι απαραίτητο να υποδηλώνει αβασάνιστη αποδοχή όλων όσα αποδίδονται ή είναι δυνατόν ν’ αποδοθούν στον θεϊκό κόσμο. Ο αρχαιοελληνικός πολυθεϊσμός αναπαριστά εκείνο τον κόσμο στο βαθμό που έρχεται σε επαφή με τους ανθρώπους. Και πρέπει άραγε να γίνει αποδεκτός όπως είναι; Ιδού μία καλή ειδωλολατρική θέση, όμως ακόμα και οι ειδωλολάτρες, κατά περίεργο τρόπο, διστάζουν να αποδεχθούν πλήρως την ειδωλολατρία. Είναι άραγε δίκαιοι οι θεοί; Είναι οι άνθρωποι ελεύθεροι; Οι αρχαίοι Έλληνες, όπως και άλλοι, πάλεψαν με αυτά τα ερωτήματα. Τα ίχνη από την αγωνιώδη εσωτερική πάλη τού Αισχύλου, ιδίως, είναι αποτυπωμένα σε κάθε βήμα στο έργο τού Σοφοκλή.
 
Στα σωζόμενα έργα σπανίως εμφανίζονται θεοί επί σκηνής. Έχουμε βέβαια έναν Ηρακλή στο Φιλοκτήτης, είναι όμως ουσιώδες για τον ρόλο του ότι υπήρξε θνητός, και πολλά απ’ όσα λέει βρίσκονται στο ανθρώπινο επίπεδο: μάλιστα, με την ιδιότητά του ως εκπροσώπου των επουρανίων λέει πολύ λίγα. Έχουμε την Αθηνά στο Αίας κάποια πράγματα είπαμε σε προηγούμενα κεφάλαια για τη λειτουργία τής εμφάνισής της.[35] Ο ρόλος της στον Πρόλογο μπορεί να θεωρηθεί διφορούμενος, αποσαφηνίζεται όμως από τα λόγια τού Κάλχαντος αργότερα, ώστε αντιλαμβανόμαστε τελικά γιατί η θεά αποκαλύπτει τους λόγους τής θεϊκής εύνοιας και δυσμένειας: κατανοούμε δηλαδή ότι η «οργή» της, την οποία ο Αίας σωστά αναγνωρίζει, κι ας μην καταλαβαίνει την αιτία, ήταν η σωστή ποινή για την έπαρσή του. Ωστόσο, θεοί κινούνται διαρκώς στο βάθος, απρόσωπα αλλά και προσωπικά.
 
Υπάρχει η Αφροδίτη (με τον Έρωτα). Η Αθηνά τιμωρεί μεν, αλλά δεν καθορίζει αιτιακά τη φύση και τη δράση τού Αίαντος: ενώ η Αφροδίτη έχει ισχυρότατη επίδραση στον εσωτερικό κόσμο τόσο τού Ηρακλή όσο και της Δηιάνειρας. Δεν αποκλείεται να είναι μία παραπλανητική σύμπτωση το γεγονός ότι η επίδραση αυτή προβάλλεται ιδιαίτερα σε δύο από τις σωζόμενες τραγωδίες τού Σοφοκλή και γίνεται αντικείμενο ύμνων και στις δύο.[36] Πρέπει, ωστόσο, να αρκεσθούμε σε ό, τι μάς δίδεται και να αναγνωρίσουμε εδώ μία άλλη όψη τοΰ κόσμου των θεών στον Σοφοκλή, η οποία σπανίως τονίζεται με τη δέουσα έμφαση, δεν πρέπει όμως και να αγνοείται. Η δύναμη του ερωτικού πάθους, με τον τρόπο που επενεργεί πάνω στο ανθρώπινο μυαλό και μέσα από αυτό, προξενεί τραγικές καταστάσεις, γιατί οι άνθρωποι ενδέχεται να μην αντέξουν την πίεση και να υποπέσουν σε ολέθριες πράξεις. Φαίνεται βάσιμη η υπόθεση ότι ο Σοφοκλής, όπως ο Αισχύλος πριν από αυτόν και όπως ο Ευριπίδης, θεωρούσε έναν άλλο θεό καταλυτικών συγκινήσεων, τον Διόνυσο, ως δύναμη που μπορεί να προκαλέσει καταστροφές.[37] Πρόκειται για δυνάμεις που και οι δύο είναι θεϊκές και ανήκουν σ’ έναν κόσμο δεδομένο, όπου οι θνητοί πρέπει να παίξουν τους μοιραίους ρόλους τους μέχρι το τέλος. Ρόλους δεδομένους, για τους οποίους, όπως και για τα ατομικά τους πεπρωμένα, οι άνθρωποι ποτέ δεν ρωτήθηκαν.
 
Υπάρχει ο Απόλλων, που υπεισέρχεται ιδίως στην ιστορία τού Οιδίποδος, φανερά στον Τύραννον, λιγότερο φανερά στον ἐπί Κολωνῷ. Στο Οἰδίπους Τύραννος έχει κανείς την εντύπωση ότι ο Απόλλων πλήττει τον Οιδίποδα, όπως τουλάχιστον πιστεύει ο τελευταίος (στίχ. 1329 κ.εξ.). Τί συμφέρον έχει λοιπόν ο Απόλλων;[38] Μήπως να τιμωρήσει, όπως η Αθη- νά στο Αίας, μία εσκεμμένη παράβαση του θεϊκού δικαίου; Η φρασεολογία που χρησιμοποιεί ο χορός για τον άγνωστο παραβάτη ίσως να υπονοεί κάτι τέτοιο (στίχ. 463-82), σε ένα χορικό που έρχεται αμέσως έπειτα από τις κάθε άλλο παρά σαφείς αποκαλύψεις τού Τειρεσία. Όμως ο Οιδίπους δεν ήταν παραβάτης από πρόθεση. Ήταν, ωστόσο, φορέας βαρύτατου μιάσματος· και ο Απόλλων ήταν θεός που ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για μιάσματα και εξαγνισμούς. Ή θα πούμε άραγε ότι, ως θεός που γνωρίζει και προλέγει τα μελλούμενα, έχει συμφέρον να εκπληρωθεί ο χρησμός του; Με τέτοια διατύπωση, αυτό ακούγεται μάλ­λον φτηνό. Είναι ίσως καλύτερο να θυμηθούμε ότι στην αρχαία ελληνική σκέψη συνδεόταν με την έννοια της αυτογνωσίας (γνῶθι σαυτόν). Κάτι που ο Οιδίπους πρόκειται να αποκτήσει, και να γίνει ο ίδιος ένα σύμβολο της ανθρώπινης άγνοιας, όπως ο Απόλλων και ο χρησμός του είναι σύμβολα της θεϊκής γνώσης.[39]
 
Πάνω και πέρα από τον Απόλλωνα, τόσο από άποψη γνώσης όσο και από άποψη ισχύος, υψώνεται ο Ζευς. Όπως στον Όμηρο, και όπως στον Αισχύλο, είναι ο υπέρτατη αρχή, ο θεός βασιλιάς.[40] Όταν, στο Οἰδίπους Τύραννος, ο Χορός θεωρεί (τόσο λανθασμένα!) ότι οι χρησμοί δεν εκπληρώνονται, προσεύχεται στον Δία ως παντοκράτορα και βασιλέα των πάντων (Οἰδ. Τύρ. 903 κ.εξ.). «Τίποτε από αυτά που να μην είναι Ζευς», λέει εκείνος ο Κορυφαίος στο τέλος του Τραχίνιαί.[41] Αν η προβολή τού Διός σ’ ένα έργο με θέμα τον Ηρακλή δικαιολογείται εν μέρει από την ιδιότητά του ως πατέρα τού ήρωα, σε όλα τα σωζόμενα έργα η παρουσία τού θεού προβάλλει επίσης επιβλητική, και σε ορισμένα μάλιστα προβάλλει επιβλητικότερη καθώς το έργο πλησιάζει προς την λύσιν του.[42] Οι τρόποι με τους οποίους εισάγεται στο κάθε έργο μπορεί να προβληματίζουν. Η προσευχή στο Οἰδίπους Τύραννος έρχεται στο τέλος ενός χορικού που τείνει να δείξει ότι η μοίρα τού Οιδίποδος δεν ήταν συνέπεια κληρονομημένης κακοδαιμονίας. Το σχόλιο πάλι του Χορού στο Τραχίνιαι ακολουθεί -και δεν μπορεί παρά να υπενθυμίζει- το πικρό παράπονο του Ύλλου για τη σκληρότητα των θεών. Στο Ἀντι­γόνη ο Ζευς είναι υπεύθυνος για τα δεινά που κατατρύχουν τον βασιλικό οίκο αλλά είναι επίσης και η υπέρτατη αρχή την οποία η ηρωίδα επικαλείται ως υπεράσπιση της πράξης της. Δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι για τον Σοφοκλή η σύλληψη αυτού τού θεού θα ήταν απλούστερη ή λιγότερο βασανιστική απ’ ό, τι ήταν για τον Αισχύλο. Όπως στον Αισχύλο, έτσι και στον Σοφοκλή, η σχέση τού Διός με τις δυνάμεις τού κάτω κόσμου, τη μοίρα και τις Ερινύες παραμένει αινιγματική.
 
Η δύναμη των θεών σφραγίζει τους ήρωες με περισσότερους από έναν τρόπους. Κάθε ήρωας έρχεται στον κόσμο των ανθρώπινων πράξεων και παθών με μία μοίραν, έχει το συγκεκριμένο ποιόν του και θα αντιμετωπίσει συγκεκριμένες καταστάσεις· δεν μπορεί να κάνει πολλά για να το αλλάξει αυτό, που ισχύει για τους ήρωες, όπως ισχύει και για μας. Στο ερώτημα “γιατί;” μπορεί να μην υπάρχει τελεσίδικη απάντηση ή, αν αναζητηθεί απάντηση πάση θυσία, θα απομακρύνεται ολοένα, ώσπου να μας διαφύγει. Ο Σοφοκλής συνέθεσε μία τραγωδία – και μάλιστα την πιο ονομαστή του- που παρέχει το αρχέτυπο αυτής τής διάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης. Ήταν η μοίρα τού Οιδίποδος να φονεύσει τον πατέρα του και να πλαγιάσει με τη μητέρα του· και δεν ωφελεί να αναρωτιόμαστε τί είχαν να κερδίσουν οι θεοί από τέτοιες φρικαλεότητες.[43] Αυτό έμελλε να του συμβεί, και του συνέβη: όλα από εκεί πηγάζουν. Η ιστορία φορτίζεται με τη μεγαλύτερη δυνατή δραματικότητα, διότι δεν συνέβη, όπως θα ήταν δυνατόν να συμβεί, σε σας ή σε μένα, αλλά σ’ έναν άνθρωπο υψηλής κοινωνικής θέσης που έπεσε σε μιαν άβυσσο αθλιότητας δίνοντας έτσι το αιώνιο παράδειγμα για την επισφαλή κατάσταση των ανθρωπίνων πραγμάτων συνέβη σ’ έναν άνθρωπο υψηλής νοημοσύνης, ενάντια στις προσδοκίες του, αποκαλύπτοντας έτσι τα όρια της ανθρώπινης γνώσης. Ο κόσμος είναι τέτοιος ακριβώς, ώστε μέσα σ’ αυτόν μπορεί να συμβεί τέτοιο πράγμα. Δεν μπορούμε να ζητούμε το λόγο από τους θεούς.
 
Ήταν η μοίρα τού Φιλοκτήτη να τον δαγκώσει ένα ιερό φίδι, να κακοφορμίσει η πληγή του, και, κατά συνέπεια, να τον εγκαταλείψουν οι άλλοι Έλληνες. Εδώ υπάρχει σαφώς κάποιο θεϊκό σχέδιο στο βάθος, αλλά δεν είναι ούτε πολύ συγκεκριμένο ούτε τονίζεται ιδιαίτερα· είναι ένας αστάθμητος παράγοντας, που όμως έχει ανάγκη από ένα θύμα και το βρίσκει στο πρόσωπο του Φιλοκτήτη, ο οποίος θα χρειαστεί ακόμη και την ηρωική του οργή να παραμερίσει.[44] Πρόκειται φυσικά για ένα πολύ διαφορετικό είδος έργου, όπου ο παράγοντας τού πεπρωμένου μόλις που διαφαίνεται στο προσκήνιο και οι συνέπειες της προδιαγεγραμμένης κατάστασης εκδηλώνονται ως επί το πλείστον με όρους ανθρώπινης ψυχολογίας και κοινωνικών σχέσεων. Όμως ο άρρητος παράγοντας ενός ανεξέλεγκτου πεπρωμένου υπεισέρχεται σε όλα τα έργα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ο Αίας έχει κι εκείνος τη δική του μοίραν, όπως ο Οιδίπους· η Αντιγόνη και η Ηλέκτρα έχουν τις δικές τους. Φαίνεται σκληρή σ’ εκείνον που την υφίσταται και που ίσως να εξεγείρεται εναντίον της: έτσι ο Οιδίπους μιλάει για δαίμονα που είναι ώμος, ενώ τον εαυτό του τον χαρακτηρίζει ἐχθροδαίμονα.
 
Δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε με ποια συγκίνηση άλλη από οίκτο θα έβλεπε ο Σοφοκλής το εκ των προτέρων χαμένο παιχνίδι των ηρώων του σ’ έναν κόσμο χωρίς οίκτο ή θα αναλογιζόταν, εν προκειμένω, τις δυνάμεις στις οποίες ήσαν εκτεθειμένοι. Διότι έχουν βέβαια ο καθένας την εξατομικευμένη του μοίρα, όπως του έχει κατανεμηθεί, αλλά όλοι μαζί έχουν κοινή -και αποδεικνύουν με το παράδειγμά τους- τη γενικότερη ευπάθεια του ανθρώπου, κατά πολλούς τρόπους μάλιστα. Κατά έναν από αυτούς τους τρόπους, είναι εκτεθειμένοι στις δυνάμεις του πάθους που προσβάλλουν το ανθρώπινο μυαλό και που ο Σοφοκλής, σαν αρχαίος Έλληνας που ήταν, τις απέδιδε σε θεϊκή αιτία, στην Αφροδίτη ή στον Διόνυσο, οι οποίοι, όσο και αν αντιπροσωπεύουν το παράλογο στον άνθρωπο, είναι ωστόσο και θεοί καθεαυτούς. Στην αρχαιοελληνική σύλληψη τού θείου τίποτε δεν είναι πιο χαρακτηριστικό ή πιο αποκαλυπτικό από τους θεούς ακριβώς που επενεργούν στο εσωτερικό τής ανθρώπινης ψυχής προξενώντας είτε ευτυχία είτε τραγωδία. Μπορούμε να το θεωρούμε ως εύνοια της τύχης που, από καθαρή σύμπτωση, μας σώθηκαν δύο έργα τού Σοφοκλή στα οποία η Αφροδίτη παρουσιάζεται από την τραγική πλευρά της και μάλιστα στο ένα από αυτά έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Όταν αναδεικνύεται μόνη νικήτρια από τη συντριβή τού Ηρακλή και της Δηιάνειρας, ο θρίαμβός της δεν είναι, όπως στο Ιππόλυτος, η εκδίκηση μιας περιφρονημένης θεότητας: η θεά στο Τραχίνιαι είναι απλά ο εαυτός της, και δεν φέρει ευθύνη ούτε για το ειρωνικό γεγονός ότι η σωματική ρώμη που έκανε ήρωα τον Ηρακλή τον έκανε επίσης και θύμα της.
 
Κατά την έκθεση σε τέτοιες δυνάμεις, όπως και στην ατομική μοίραν, υπάρχει ένα στοιχείο αυθαιρεσίας που δεν επιδέχεται εξήγηση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο Σοφοκλής θεωρούσε τις θεϊκές βουλές αυθαίρετες – ή εντελώς αυθαίρετες. Σε προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε ότι είχε κληρονομήσει από τους προκατόχους του – και βεβαίως, από πρώιμα στρώματα του αρχαιοελληνικού στοχασμού- δύο έννοιες μοίρας[45] ότι, εκτός από την έννοια του προσωπικού πεπρωμένου, κατά τα φαινόμενα αυθαίρετου, υπήρχε και μία σύλληψη της μοίρας ως τάξεως, με θεία επικύρωση και με άμεσο επακόλουθο, βάσει αδήριτου νόμου, την τιμωρία παραβάσεων κατά της τάξεως. Είναι κάποια μορφή δικαιοσύνης και, ως τέτοια, συνδέθηκε φυσικότατα μ’ εκείνη την πιεστική απαίτηση δικαιοσύνης από τους θεούς, η οποία είχε οδηγήσει στην εμφάνιση ενός Διός ηθικού και, επομένως, σε όλα τα προβλήματα θεοδικίας. Σε αυτά ακριβώς τα συμφραζόμενα, γίνεται πάρα πολύ δύσκολος και, άρα, πάρα πολύ ενδιαφέρων ο προσδιορισμός τής σχέσης μεταξύ ηρώων και θεών.
 
Οι θεοί αντιπροσωπεύουν -και ευθύνονται για- τον κόσμο όπως είναι και όπως κυβερνάται. Οι ήρωες έρχονται προφανώς, κατά μία έννοια, αντιμέτωποι με τον κόσμο, και σ’ αυτό οφείλεται τόσο η αδιαλλαξία τους όσο και η μοναξιά τους: αισθάνονται όχι μόνο απομονωμένοι από τους συνανθρώπους τους, αλλά (συχνά) εγκαταλελειμμένοι, ή ακόμη και εξαπατημένοι, από τους θεούς. Έχουν άραγε δίκιο να αισθάνονται έτσι, ή άδικο; Αν στραφούμε στις δύο ομάδες ερμηνευτών που γνωρίσαμε στην αρχή, δηλαδή στους ευσεβιστές ή στους “ηρωο-λάτρες”,[46] παίρνουμε αντίστοιχα διαφορετικές απαντήσεις. Οι θεοί των ευσεβιστών όλα τα διευθετούν προς το καλύτερο· η αυστηρή τους δικαιοσύνη είναι προς το συμφέρον τού ανθρώπου, για την ευημερία τού οποίου φροντίζουν τα παθήματα γίνονται μαθήματα, και τα μαθήματα προορίζονται για εκείνους που τους λείπει η λυτρωτική χάρη τής σωφροσύνης· η διανοητική έπαρση ενός Οιδίποδος ταπεινώνεται όσο και η πιο παραδοσιακά ηρωική έπαρση ενός Αίαντος (και το μόνο ζήτημα που παραμένει ανοιχτό είναι αν ο Αίας συνειδητοποιεί το μάθημα που παίρνει ή όχι). Το συμπέρασμα που προβάλλεται είναι ότι όσοι δεν συμπεριφέρονται κατ’ αυτό τον επηρμένο τρόπο, δικαιώνονται και απολαμβάνουν την εύνοια των θεών, όπως ο Κρέων στο Οἰδίπους Τύραννος και ο Οδυσσέας στο Αίας. Για τον Οδυσσέα φαίνεται, γενικά, πως αυτό ισχύει, ενώ στο Αίας, ένα σχετικά πρώιμο έργο, υπάρχει κάτι που ποτέ δεν θα ξαναβρούμε τόσο απερίφραστα διατυπωμένο στον όψιμο Σοφοκλή, και συγκεκριμένα το αποφθεγματικό δίστιχο της Αθηνάς (στίχ. 132-3), που συσχετίζει την αγάπη (φιλοῦσι) και το μίσος των θεών (στυγοῦσι) με την παρουσία ή απουσία τής σωφροσύνης στους θνητούς. Και ερχόμαστε στην Αντιγόνη. Τί άραγε μαθαίνει η ηρωίδα εκτός τού ότι, ενεργώντας από ευσέβεια, πληρώνει το τίμημα της ασέβειας;[47] Στο φερώνυμο έργο ο Κρέων ενεργεί εσφαλμένα και, μέσα σε αισχυλικούς απόηχους, τιμωρείται. Παίρνει ένα μάθημα -και σχεδόν το συνειδητοποιεί -, όμως δεν έχει τις τυπικές ιδιότητες ενός Σοφόκλειου ήρωα- η Αντιγόνη, που τις έχει, ισχυρίζεται πως ενεργεί σε συμφωνία προς το θεϊκό δίκαιο και καταστρέφεται. Οπότε, μήπως να υιοθετήσουμε την αντίστροφη θέση, και να πούμε, μαζί με τους ηρωο-λάτρες, πως αυτός ο κόσμος είναι κακός; Πως ό, τι πράττουν οι ήρωες είναι σπουδαίο και σωστό και εκθέτει την κακότητα ενός κόσμου ανάξιου τους; Τότε θα δούμε αλλιώς τον Αίαντα· θα λάβουμε επίσης υπόψη τον Ηρακλή και την Ηλέκτρα· θα αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε, μέχρι να φθάσουμε στο Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ.
 
Οι γενικεύσεις σκοντάφτουν στην ποικιλομορφία των ηρώων και των καταστάσεων όπου αυτοί τοποθετούνται, ενώ ακραίες απόψεις μπορούν να υποστηριχθούν μόνο με ερμηνείες που ξεφεύγουν από το κείμενο του Σοφοκλή. Θα πούμε άραγε ότι οι ήρωες είναι αξιοθαύμαστοι καθεαυτούς; Ή μήπως θα εστιάσουμε, καλύτερα, στην έλλειψη σωφροσύνης τους -εκείνου δηλαδή τού πνεύματος μετριοπάθειας και αυτοελέγχου που παρουσιάζεται (όπως πράγματι είναι) ως η δικλείδα ασφαλείας των θνητών-, με άλλα λόγια, στην έλλειψη που αποτελεί τη βασική αιτία των παθημάτων τους (τα οποία πράγματι οι ήρωες υφίστανται); Και μήπως να προσθέσουμε, ενδεχομένως, ότι οι ήρωες δείχνουν το ψυχικό τους μεγαλείο, πάνω απ’ όλα, τη στιγμή τής ήττας τους;[48] Άραγε, επιδοκιμάζονται ή αποδοκιμάζονται; Αλλά η τραγωδία δεν έχει να κάνει με επιδοκιμασία και αποδοκιμασία, γι’ αυτό και είναι δυνατόν τόσο ο Αίας όσο και η Αντιγόνη να αποτελούν τραγικές μορφές, παρ’ ό,τι κανείς δεν θα μπορούσε να επιδοκιμάσει την πράξη τού Αίαντος, που προσπαθούσε να φονεύσει τους αρχηγούς του, ενώ υπάρχει επίσης η ελπίδα πως κανείς δεν θα αποδοκίμαζε την πράξη τής Αντιγόνης να θάψει τον αδελφό της. Ούτε η ανταπόκρισή μας σ’ αυτές τις δύο φοβερές ηρωίδες, την Αντιγόνη και την Ηλέκτρα, είναι η ίδια, παρ’ όλα τα κοινά τους. Μάλιστα, η συμπαράταξη των συμπαθειών μας με αυτές τις διαφορετικές γυναικείες μορφές ποικίλλει σημαντικά σε βαθμό και σε είδος. Τα μεγαλειώδη και συχνά φοβερά δραματικά πρόσωπα δεν είναι πρότυπα ούτε για το πώς θα πρέπει να συμπεριφέρονται οι άνθρωποι ούτε για το πώς δεν θα πρέπει να συμπεριφέρονται. Είναι τραγικές μορφές που βρίσκονται μέσα σε τραγικές καταστάσεις. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης είναι κακοί οδηγοί. Ο Αριστοτέλης μάς προτρέπει να αναζητούμε κάποιαν ἁμαρτίαν, με την οποία προφανώς εννοεί κάτι διαφορετικό από τη θεόσταλτη πλάνη -προϊόν άτης και πηγή άτης- που βρίσκουμε στον πρώιμο αρχαιοελληνικό στοχασμό (και που δεν φαίνεται να πολυενδιέφερε τον Σοφοκλή), χωρίς όμως και να δηλώνει ο Αριστοτέλης με σαφήνεια πόσο εύρος είχε η δική του σύλληψη της ἁμαρτίας (πραγματολογικό; ηθικό;) και, σοφά ίσως, χωρίς να δίνει παραδείγματα. Φυσικά, οι τραγικοί ήρωες πέφτουν σε τραγικά λάθη, όμως, εάν για τον καθένα τους ψάχνουμε να βρούμε και μία συγκεκριμένη ἁμαρτίαν, ίσως στο τέλος να αντιληφθούμε πως έχουμε ανακαλύψει τη λιγότερο ενδιαφέρουσα πλευρά τους. Για τον Πλάτωνα πάλι, πρωταρχικός στόχος ήταν να απαλλάξει τους θεούς από την ευθύνη για το κακό, αποκλίνοντας έτσι από μια βασική αντίληψη τού αρχαιοελληνικού στοχασμού, και καταλή- γοντας στο να εξορίσει την τραγωδία.[49] Μπορούν άραγε οι θεοί τού Σοφοκλή, υπεύθυνοι καθώς είναι για τις συνθήκες τής ανθρώπινης ζωής, να θεωρηθούν επίσης απαλλαγμένοι; Μήπως άραγε οι θεοί, που ο Χορός στο Οἰδίπους Τύραννος, τόσο ταιριαστά, λαχταράει να λατρέψει,[50] ήσαν θεοί τραγικοί, θεοί με τους οποίους οι τραγικοί ήρωες έχουν μία τρομακτική ομοιότητα;
 
Υπάρχει ένα σημείο συνάντησης μεταξύ ηρώων -πολλών από αυτούς ή των περισσότερων- και θεών. Είδαμε πόσο συχνά οι τραγωδίες περιστρέφονται γύρω από τον άξονα προσβολής – οργής και (για λόγους τιμής) ανταπόδοσης. Δεν πρόκειται απλά για ένα συμβεβηκός τής μυθολογίας ούτε για κάποια τυχαία επιλογή. Τα εμπλεκόμενα συναισθήματα και τα κίνητρα εμπίπτουν στη σφαίρα τής παραδοσιακής αρχαιοελληνικής ηθικής· και έχω υποστηρίξει ότι οι αρχαίοι Έλληνες διδάσκονταν να συνθέτουν τραγωδίες (αρχής γενομένης, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, από τον Όμηρο) εν μέρει από την παρατήρηση των συνεπειών που επακολουθούσαν όταν ο κώδικας εφαρμοζόταν άτεγκτα, (ii) Είδαμε τη δικαιοσύνη των θεών, θεωρούμενη είτε από την άποψη της μοίρας είτε από την άποψη του Διός. Είναι μία δικαιοσύνη βασισμένη στις ποινές, στην ανταπόδοση, στην πληρωμή που το αδίκημα του παρελθόντος απαιτεί από το παρόν και συσσωρεύει για το μέλλον.[51] Και αυτό, για όσους πίστευαν στη θεία δίκη, άνοιξε επίσης το δρόμο για την τραγωδία. Μάλιστα, τα (i) και (ii) αλληλοσυμπληρώνονται. Διότι έτσι τιμωρούν οι θεοί, όχι με κεραυνούς και λοιμούς (παρ’ ό, τι και αυτά τα μέσα μπορεί να χρησιμοποιούνται), αλλά με τη μεσολάβηση άλλων ανθρώπων. Η ανταπόδοση από τους θνητούς συναγωνίζεται στην εξάπλωση του κακού με ένα θεϊκό δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο κάθε πράξη επισύρει τις δικές της αναπόδραστες συνέπειες και ποινές· ο ανταποδοτικός νόμος (talio) των θεών αποτελεί την επικύρωση πίσω από την talionem των ανθρώπων· οι οργισμένοι θνητοί είναι τα όργανα των οργισμένων θεών.[52]
 
Ο νόμος τής talionis απασχολούσε και τους τρεις τραγωδιοποιούς. Ούτε στον Ευριπίδη υπάρχει κανένα άλλο θέμα πιο επίμονο: διαρκώς αποκαλύπτεται σαν μία λαθεμένη βάση για την ανθρώπινη ηθική, πάντοτε, όταν εμφανίζεται μέσα στον κόσμο των θεών, γίνεται αντικείμενο σκωπτικών σχολίων ή απορρίπτεται με βδελυγμία και πάντως εκβάλλεται πέρα από τη σφαίρα της θεοδικίας, που δεν ενδιέφερε και τόσο τον ποιητή. Για τον Αισχύλο πάλι ήταν ακριβώς ένα πρόβλημα θεοδικίας· και η Ὀρέστεια αποτελεί κατ’ ουσίαν μία δραματική διερεύνηση της talionis στο επίπεδο των θεών και των θνητών, την αναζήτηση κάποιας λύσης σ’ ένα φαινομενικά άλυτο πρόβλημα, ηθικό, κοινωνικό και θρησκευτικό. Με δεδομένο έναν κόσμο θνητών όπου ο καθένας απεχθάνεται και εκδικείται την αδικία τού άλλου, με δεδομένο επίσης ένα κόσμο θεών που ορίζει ότι οι αδικίες πρέπει να τιμωρούνται, πώς άραγε είναι δυνατόν να σπάσει η αλυσίδα που οδηγεί από το ένα έγκλημα στο άλλο, σύμφωνα με μία ακολουθία από βίαιες πράξεις, που θεωρητικά δεν έχει τέλος; Η λύση που βρίσκει ο Αισχύλος βασίζεται εν μέρει στην κοινωνία, και στην εξέλιξη της κοινωνίας.[53] Όμως υπάρχει και μία βαθύτερη διάσταση. Ο Αισχύλος είχε αναδείξει τις Ερινύες σε περίτρανο σύμβολο της talionis. Έτσι παραμένουν μέχρι το τέλος τής τριλογίας, διατηρώντας την πρωτόγονη, σωφρονιστική τους λειτουργία, έχοντας όμως επίσης εξευμενιστεί. Η Αισχΰλεια λύση δίνεται με βάση όχι τη συμπόνια αλλά την καλή θέληση· και, πάνω απ’ όλα, την πειθώ. Το πιο εκπληκτικό στοιχείο στην Ὀρέστειαν είναι ότι πρέπει οι Ερινύες να πεισθούν, με τον τρόπο που τις πείθει η Αθηνά· σε τελική ανάλυση, ο Αισχύλος είχε τη βαθιά θρησκευτική επίγνωση ότι η πειθώ, όπως και η βία, συνιστούσαν ίσως τρόπους λειτουργίας τής θεϊκής θέλησης. Αυτό το γνώριζε ο Σοφοκλής.
 
Σε πρωιμότερα έργα τού Σοφοκλή οι Ερινύες εμφανίζονται στον παραδοσιακό τους ρόλο ως όργανα εκδίκησης, σύμβολα των νεκρών που προσπαθούν να φτάσουν και να βλάψουν τούς ζωντανούς. Η Αισχύλεια σύλληψη των Ερινύων δεν φτάνει σε δεσπόζουσα θέση (όπως έχω υποστηρίξει) μέσα στον δραματουργικό στοχασμό τού Σοφοκλή παρά στο Ἠλέκτρα και στο Οἰδίπονς ἐπί Κολωνῷ, όψιμα έργα και τα δύο. Στο Ήλεκτρα, που επαναφέρει ωστόσο μία κατάσταση γνωστή από την Ὀρέστειαν, ο Σοφοκλής αποχαιρετά τον Αισχύλο, παραλείποντας όχι τις Ερινύες (δεν τις παραλείπει) αλλά την μεταμόρφωσή τους στην Αθήνα.[54] Άραγε, στο Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ, που διαδραματίζεται στην Αθήνα, απομακρύνεται μήπως κι εκεί ο Σοφοκλής από τον Αισχύλο; Και αν ναι, με ποιον τρόπο;
 
Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν ο Σοφοκλής ηθελημένα συνέθεσε το Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ ως μία ύστατη τραγική παρακαταθήκη, αλλά πάντως δεν μπορούμε να μη δούμε το έργο υπ’ αυτό το πρίσμα, ιδίως αφού συγκεντρώνει τόσα θέματα από πρωιμότερα έργα. Ο Σοφοκλής παρακολουθεί τον Οιδίποδα, που ίσως είχε ήδη γίνει ο γνωστότερος από τους ήρωες των τραγωδιών του, και τον οδηγεί στην αποθέωση. Ή, ακριβέστερα, τον αναδεικνύει ήρωα. Οι Ερινύες, οι οποίες από κει και πέρα θα λατρεύονται ως Ευμενίδες, έχουν βέβαια τη σημασία τους, αλλά ακόμη μεγαλύτερη είναι η σημασία τής επερχόμενης ηρωοοίησης του Οιδίποδος. Τόσο οι Ευμενίδες όσο και η ηρωοποίηση κινούνται στον χθόνιο κόσμο. Αυτός δεν είναι, απλά, ο Οιδίπους που βλέπουμε στο Οἰδίπους Τύραννος, παρ’ ό, τι μοιάζει σ’ εκείνον. Εδώ διατηρεί την έμμονη ιδέα τού μιάσματος, όμως έχει πια σκεφτεί το παρελθόν του, και έχει καταλήξει να θεωρεί τον εαυτό του αθώο για τις πράξεις του, ιδιαίτερα για τον φόνο τού Λαΐου, αφού ήταν μία πράξη δικαιολογημένης ανταπόδοσης. (Κάτι που θα πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις.) Η αυτο-τύφλωση υπήρξε πράξη άμετρου πάθους η εξορία του δεν είναι πια η καταφυγή που ο ήρωας λαχταρά από ένα τοπίο φρίκης, αλλά είναι η προσβολή που δέχεται από τους δικούς του ανθρώπους. Η οργή έχει συσσωρευθεί μέσα στην ψυχή τού τυφλού επαίτη που κάποτε ήταν βασιλιάς – η οργή, και μαζί η θέληση να εκδικηθεί τους γιους του. Έχει όμως δύο κόρες που τον υπηρέτησαν πιστά· και τις αγαπά τόσο, όσο απεχθάνεται τους γιους που τον αδίκησαν. Αυτή είναι η άλλη πλευρά τού νομίσματος: οι ευεργεσίες, δηλαδή, δημιουργούν την αγάπη, όπως οι προσβολές γεννούν το μίσος. Έτσι απαντά ο Οιδίπους στην υποδοχή που του επιφυλάσσει ο Θησεύς και – κατά τρόπο μυστηριώδη και παράδοξο – οι Ευμενίδες, οι οποίες προηγουμένως, ως Ερινύες, στοίχειωναν την τραγική του πορεία. Το έργο έχει διπλή κορύφωση, με την κατάρα και με την αποθέωση, αλλά έχει επίσης και πτώση. Όσο κι αν η παράφορη κατάρα τού Οιδίποδος εναντίον των γιων του ακολουθείται από την υποδοχή του στον κόσμο των θεών ως ήρωος, στο τέλος συνειδητοποιούμε ότι η Αντιγόνη εμπλέκεται κι αυτή στη μοίρα τού Πολυνείκη, οπότε η τελευταία έμφαση δίδεται μάλλον στην οργή παρά στην αγάπη που νιώθει ο Οιδίπους. Το έργο τελειώνει χωρίς ο τραγικός έλεος να μας κυριεύει και να μας πείθει τελειώνει επίσης με όλη την ειρωνεία τής βεβαιότητας για την αποτελεσματικότατα της βίας. Πειθώ, έλεος και ειρωνεία: τρεις όροι με τους οποίους θα έπρεπε ίσως να τελειώνει αυτό το κεφάλαιο.
 
Η Ὀρέστεια κλείνει με νίκη τής πειθούς (κάτι που φαίνεται πως ίσχυε επίσης για την τριλογία των Δαναΐδων).[55] Θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίζαμε ότι ο Σοφοκλής απομακρύνεται από τον Αισχύλο – ότι, με άλλα λόγια, όπως στην τραγωδία Ἠλέκτρα δεν υπάρχει ούτε μία νύξη που να προοικονομεί την τελική υποχώρηση των Ερινύων, έτσι και στο Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ δεν έχει καμία σημασία η επωνυμία με την οποία λατρεύονταν στον Κολωνό. Ο Θησεύς δεν φοβόταν τις φρικτές αυτές θεϊκές μορφές και, όπως υποστήριξα,[56] τόσο ο ίδιος όσο και εκείνη η εξιδανικευμένη Αθήνα την οποία αντιπροσωπεύει δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν. Όμως ο Σοφοκλής δεν γράφει μία τραγωδία για τον Θησέα ή κάποιους άλλους θνητούς που, από τύχη ή χάρη στην αρετή τους, πετυχαίνουν να ζουν απρόσβλητοι από τη δράση των Ερινύων. Γράφει για τον Οιδίποδα, που υπερέχει σε σύγκριση με τα συνήθη θύματα των Ερινύων, καθώς και για τους γιους τού ήρωα και για τις κόρες του. Τί σήμαινε λοιπόν το ότι ο Οιδίπους κέρδισε, στο άλσος των Ευμενιδών, την ευμένειά τους και το τέλος των δικών του βασάνων; Δεν βρήκε βέβαια μια ζωή γεμάτη ευτυχία, βρήκε όμως έναν γαλήνιο τόπο για να πεθάνει και, πεθαίνοντας, να τις συναντήσει ως χθόνια δύναμη και ο ίδιος, με την εξουσία να βοηθάει τους φίλους του και να βλάπτει τους εχθρούς του. Πρόκειται για εκπληκτική σύλληψη. Πρόκειται για μια καθιέρωση, στο θεϊκό επίπεδο, εκείνης τής πολωτικής αντίθεσης μεταξύ τής συμπεριφοράς προς τους εχθρούς και της συμπεριφοράς προς τους φίλους, αντίθεσης που κυριαρχεί σε ολόκληρη την θεατρική παραγωγή τού Σοφοκλή· με άλλα λόγια, για μια επικύρωση αυτής τής ιδέας περί δικαιοσύνης, που συνδέεται στενά με τη φιλία και με την έχθρα.
 
Μια τέτοια αντιθετική πόλωση απορρίπτεται και από τις δύο Αντιγόνες, από την καθεμία με πολύ διαφορετικό τρόπο. Η πρώτη Αντιγόνη αρνείται να αποδεχθεί τη διαιώνιση του μίσους και πέρα από το θάνατο και είναι αποφασισμένη, με τη δική της ηρωική πράξη, να δώσει ένα τέλος σ’ αυτό: αγαπάει, αλλά δεν θέλει ούτε οίκτο να νιώσει ούτε να πείσει (δεν είναι στη φύση της), και καταλήγει να μισήσει ακόμα και την αδελφή της, εκείνην που μένει <πη ζωή και που λατρεύει την Αντιγόνη (ειρωνεία). Η δεύτερη Αντιγόνη είναι ένα πλάσμα όλο αγάπη, όπως ακριβώς η πρώτη Αντιγόνη ήθελε να πιστεύει για τον εαυτό της πως ήταν. Η αγάπη της αγκαλιάζει ακόμα και τον αδελφό που προσέβαλε τον πατέρα της, ενώ αρνείται στον πατέρα της το δικαίωμα να ανταποδώσει το κακό στους γιους που του έκαναν κακό. Προσπαθεί να πείσει, και αποτυγχάνει, και η τραγική πορεία εξακολουθεί μέχρι την κορύφωση, που επέρχεται με τον δικό της θάνατο. Αποτυγχάνει, γιατί η συμπόνια της είναι σαν να συγκρούεται με βράχο.[57]
 
Η συμπόνια είναι σύνηθες θέμα στα έργα τού Σοφοκλή. Ποιος άραγε διαθέτει αυτή την αρετή; Υπάρχει η τάση να επικεντρώνουμε την προσοχή μας στους σπουδαίους και αλύγιστους ήρωες, και αυτούς να θεωρούμε αντιπροσωπευτικούς στον Σοφοκλή. Συμπόνια, θα ’λεγε κανείς, εκδηλώνουν κάποιοι δευτερεύοντες χαρακτήρες, όπως ο Ύλλος ή ο Κρέων (Οίδ. Τύρ. στίχ. 1473). Κι όμως αυτή η εντύπωση απέχει πολύ από την αλήθεια. Ο Οδυσσέας (στο Αίας), η Δηιάνειρα, και η Αντιγόνη στο Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ, δεν είναι σωστό να ξεγράφονται έτσι απλά. Η συμπόνια που εκδηλώνει ο Οδυσσέας αποτελεί δομικό στοιχείο τής αντίστοιχης τραγωδίας. Στο Τραχίνιαι πάλι, η Δηιάνειρα έχει τις ίδιες αξιώσεις, ως χαρακτήρας τού δράματος, όπως και ο Ηρακλής. Όσο και αν η Αντιγόνη είναι “δευτερεύων χαρακτήρας” στο Οἰδίπους ἐπί Κολω­νῷ, ωστόσο παραμένει επί σκηνής σε όλη σχεδόν τη διάρκεια τού έργου, ενώ έρχεται και στιγμή που κρατάει μόνη της το βάρος τού έργου, και στο τέλος μάς οδηγεί ν’ αντικρίσουμε κατάματα τη μοίρα της. Ένας χαρακτήρας που δείχνει συμπόνια είναι το ίδιο Σοφόκλειος όπως κι ένας αλύγιστος ήρωας. Παρ’ όλα αυτά, η συμπόνια είναι χαρακτηριστικό των θνητών μάλλον παρά των θεών. Την επιδοκιμάζουν άραγε οι θεοί, όταν εκδηλώνεται στους θνητούς; Βεβαίως, και μάλιστα φαίνεται σαν να απαιτούν οι θεοί από τα ανθρώπινα όντα κάποια συναίσθηση της κατώτερης θέσης που μοιράζονται όλα έναντι των θεών χάρη σ’ αυτή την αναγνώριση της θέσης τους, οι θνητοί αποκτούν την ικανότητα της συμπόνιας. Κι όμως, όσο κι αν έτσι ο Οδυσσέας κερδίζει την εύνοια της Αθηνάς, δεν λυτρώνεται η Δηιάνειρα ούτε (στο Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ) η Αντιγόνη. Κι ο Ύλλος, που επιζητεί τη συμπάθεια των συνανθρώπων του, τους καλεί την ίδια στιγμή να αναγνωρίσουν τη μεγάλη ἀγνωμοσύνην των θεών. Όχι δηλαδή ότι και ο ίδιος είναι ο αμερόληπτος μάρτυρας που θα εκφέρει τέτοιες κρίσεις, αλλά πάντως γεγονός παραμένει ότι η συμπόνια ζητείται από τους θνητούς μάλλον παρά από τους θεούς, με μία αξιοπρόσεκτη εξαίρεση. Ο Οιδίπους, μαθαίνοντας ότι έχει φθάσει σε ιερό των Σεμνών Θεών, τους απευθύνει προσευχή, προσφωνώντας τις ως «γλυκιές κόρες τού αρχέγονου Σκότους», και τους ζητάει να τον σπλαχνιστούν. Η προσευχή του πράγματι εισακούεται, καθώς οι εξευμενισμένες πλέον Ερινύες τον υποδέχονται στην ανοδική πορεία προς την ανάδειξή του σε ήρωα που δεν νιώθει συμπόνια, νιώθει όμως αγάπη.
 
Δεν χρειάζεται και φοβερή επιχειρηματολογία για να αποδειχθεί ότι η συμπόνια αποτελούσε για τον Σοφοκλή μιαν υπέρτατη αξία. Η συμπόνια εμπνέει το κάθε ένα από τα έργα του που έφθασαν ώς εμάς – η συμπόνια και η συγγνώμη, η ικανότητα δηλαδή εκείνη τού ανθρώπου να μπαίνει στον συναισθηματικό κόσμο τού άλλου, η οποία ζωογονεί με τη χάρη της όλες τις πλευρές τής δραματικής του δημιουργίας. Όμως ποιαν ανταπόκριση έβλεπε ο Σοφοκλής να έχει η ανθρώπινη συμπόνια στον κόσμο των θεών;[58] Ο Πολυνείκης παρακινούσε τον πατέρα του να φερθεί με αιδώ προς τον γιο του, λέγοντας μάλιστα ότι η Αιδώς μοιράζεται το θρόνο τού Διός για όλες τις θεϊκές του πράξεις. Η αιδώς που καλείται να δείξει ο Οιδίπους προς τον Πολυνείκη συνίσταται στον σεβασμό μιας αξίωσης, της αξίωσης του ικέτη, τού συγγενούς εξ αίματος· άλλο αν ο Πολυνείκης, με τη δική του συμπεριφορά, έχει υπονομεύσει το δικαίωμά του να προβάλλει τέτοια αξίωση. Όμως τί σημαίνει άραγε η επίκληση ότι η θεά Αιδώς συνεργάζεται με τον Δία; Πρόκειται άραγε απλά για μία αναφορά στον Ικέσιο Δία, τον προστάτη των ικετών; Αλλά ο Πολυνείκης λέει ἐπ’ ἔργοις πᾶσι, «για όλες του τις πράξεις»: άρα, η αναφορά πρέπει να έχει μεγαλύτερο εύρος. Πρέπει να ενυπάρχει κάποια υποδήλωση ευσπλαχνίας, συμπόνιας, μετριασμού τής αυστηρής θεϊκής δικαιοσύνης. Ο Οιδίπους έχει τη δική του απάντηση (στίχ. 1381-2), όταν με τη σειρά του διαβεβαιώνει πως η αρχέγονη θεά τής Δικαιοσύνης παρακάθεται πλάι στον Δία σύμφωνα με τους πατροπαράδοτους νόμους· και πως, άρα, οι κατάρες του θα επικρατήσουν. Όπως και επικρατούν. Και ο Οιδίπους γίνεται ήρως.
 
Φαίνεται ότι, προς το τέλος τής ζωής του και της μακρόχρονης απα­σχόλησής του με τραγικά γεγονότα, ο Σοφοκλής ύψωνε την ποιητική του ματιά προς τον κόσμο των θεών και έβρισκε κάποιο βαθύ νόημα στην ιδέα τού ήρωος,[59] που, με μία σκληρή δικαιοσύνη, μοίραζε τα καλά στους φίλους και τα δεινά στους εχθρούς. Είναι ένας δίκαιος κόσμος, όμως αποδεικνύεται ότι η θεία δίκη έχει μια απαίσια ομοιότητα με εκείνη ακριβώς τη μορφή ανταποδοτικής δικαιοσύνης που επιζητούν οι θνητοί προκαλώντας τα τραγικά γεγονότα. Η ομοιότητα ενέχει ειρωνεία. Οι θεοί, απρόσβλητοι οι ίδιοι από καταστροφές, ασκούν την απόμακρη και μεγαλόπρεπη εξουσία τους, αλλά οι ήρωες βρίσκονται στο μέσο των αναταραχών. Γεννιούνται ο καθένας με κάποιο αυθαίρετο πεπρωμένο που ποτέ τους δεν έχουν ζητήσει, βρίσκονται περικυκλωμένοι από καταστάσεις που αποκλείουν οποιανδήποτε άλλη έκβαση εκτός από την τραγική, ακολουθούν έναν κώδικα σαν των θεών, με συνέπεια και δυναμισμό πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα, όμως, επειδή είναι θνητοί και όχι θεοί, καταστρέφονται. Ωστόσο, η σφαλερή ανθρώπινη φύση τους δεν είναι η μόνη αιτία για τις καταστροφές και τις ειρωνείες, αλλά κάτι βαθύτερο, ριζωμένο σ’ έναν κόσμο όπου η ανθρώπινη φύση και η κοινωνία αντανακλούν τα προστάγματα των θεών – ή αντανακλώνται σ’ αυτά.
 
Ο Σοφοκλής έχει αναγνωριστεί ως απαράμιλλος γνώστης τής δραματικής ειρωνείας, κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε τους ήρωες και τους θεούς του. Η ειρωνεία στον Σοφοκλή προχωρεί πολύ βαθύτερα από μια δραστική, και σχετικά ευδιάκριτη ωστόσο, χρήση τής γλώσσας.[60] Υπάρχει η ειρωνεία των καταστάσεων. Αποτελεί ειρωνεία το ότι η πιστή και ευαίσθητη Δηιάνειρα φέρνει ένα αποτέλεσμα που μόνο από καμιάν “άσπλαχνη γυναίκα” τού Αισχύλου θα περίμενε κανείς το ότι ο αξιοθαύμαστος εξολοθρευτής τόσων τεράτων θα καταστρεφόταν από τις γυναίκες που γενικά περιφρονούσε. Αλλά τέτοιος είναι ο κόσμος! Ειρωνεία αποτελεί επίσης το ότι ο άνθρωπος που έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας αποτυγχάνει να γνωρίσει την ίδια τη δική του καταγωγή, ώσπου (επίταση της ειρωνείας) μόνη η πνευματική του ακεραιότητα επιταχύνει την ανακάλυψη της φοβερής αλήθειας. Ειρωνεία είναι, ακόμη, το ότι η Αντιγόνη, με την ηρωική της απόφαση να θέσει τέρμα στα μίση τού βασιλικού της οίκου, απορρίπτει την προσφορά αγάπης από την ίδια της την αδελφή. Ειρωνεία είναι, τέλος, το ότι ο άλλος Οιδίπους δεν συνειδητοποιεί πως, με τις κατάρες του εναντίον των γιων του, έχει υπογράψει και τη θανατική καταδίκη τής κόρης του. Αλλά τέτοιος είναι ο κόσμος! Οι δρόμοι των θεών, όπως και οι δρόμοι των ηρώων, τείνουν προς τέτοιες καταλήξεις.[61]
 
Αυτή η μορφή ειρωνείας δεν μπορεί να έχει θέση παρά μόνο σ’ έναν κόσμο ατελή: δεν βρίσκουμε μεγάλη ανταπόκριση υπέρ αυτής μεταξύ των οπαδών καμιάς αισιόδοξης φιλοσοφίας.[62] Η ειρωνεία έρχεται να αντισταθμίσει τη δυσαρμονία και τις ατέλειες, που τις αποδέχεται ως τέτοιες, τις αξιοποιεί και δεν προσπαθεί να τις αρνηθεί ή να τις ξορκίσει με ερμηνείες. Στην κωμωδία γίνεται πηγή μιας λεπτής τέρψης· στην τραγωδία, που και αυτή οφείλει την ύπαρξή της στις ατέλειες του κόσμου – σε όσα οι άνθρωποι παθαίνουν εξ αιτίας τέτοιων ατελειών και σε όσα πράττουν περικυκλωμένοι από αυτές-, γίνεται πίκρα και τρόμος και αξιολύπητη δυστυχία· η ειρωνεία είναι ακριβώς ένας τρόπος έκφρασης αυτής τής λύπησης. Ταιριάζει σε θεούς οι οποίοι, όπως οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων, αποτελούν, σε τελική ανάλυση, μια αντανάκλαση των συνθηκών τής ανθρώπινης ζωής. Ο Σοφοκλής έβλεπε την ανθρώπινη ζωή σε όλη της την τραγικότητα και την ειρωνεία.
-----------------------
[1] Ο Knox δεν περιλαμβάνει τον Ηρακλή στην εξέτασή του. Κι όμως, δεν έχει άραγε ο Ηρακλής κοινά χαρακτηριστικά με άλλους ήρωες, όπως ο Αίας και ο Οιδίπους τού Κολωνού, ιδιαίτερα έναν εγωκεντρισμό; Αντίθετα, ο Τύραννος Οιδίπους, μέχρι να εξαναγκαστεί από την τροπή τής υπόθεσης να συγκεντρωθεί στον εαυτό του, είναι ο λιγότερο εγωκεντρικός από τους ήρωες του Σοφοκλή και πρέπει να αντιμετωπίζεται με περίσκεψη.
[2] Πρβλ. J. Jones, σελ. 214. Για το λεξιλόγιο πρβλ. Knox, ΗΤ, σελ. 32-33.
[3] Πρβλ. Rose, σημ. 17.
[4] Η έκφραση αυτή είναι προκλητική, αλλά, σε ό, τι αφορά τον Αίαντα, τεκμηριώνεται (πιστεύω) από την εξέταση των θεμάτων τής σωματικής και της ψυχικής ασθένειας σε προηγούμενο κεφάλαιο (Κεφ. 2, σποράδην). Τα πάθη τού Φιλοκτήτη είναι εκείνα που οξύνουν τόσο πολύ τον χόλο του ήρωα, ώστε, παρ’ όλα τα οφέλη και χωρίς την πειστική παρέμβαση του Ηρακλή, του είναι αδύνατον να δεχτεί να συνδράμει τούς Έλληνες. Για τη διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων πρβλ. Poe 17 και σημ. 41.
[5] Πρβλ. BICS 16, 1969, σελ. 45.
[6] Πρβλ. Κεφ. 4, σελ. 129.
[7] Τη στιγμή της απελπισίας του, μιλάει στα μέλη τού σώματός του (στίχ. 1089 κ.εξ.), πρβλ. σελ. 127 σημ. 32.
[8] Πρβλ. Gould (1), σελ. 590.
[9] «Πήγαινε μέσα και λογάριαζε τα», λέει ο Τειρεσίας (ταῦτ’ ἰών \ εἴσω λογίζου, Οίδ. Τύρ. 460-1). Έτσι και έκανε ο Οιδίπους, κατά τη διάρκεια του επόμενου χορικού. Οι σκέψεις του τον οδηγούν όχι σε συνειδητοποίηση της αλήθειας, αλλά σε μία κατάσταση άγχους η οποία, πολύ περισσότερο από την όποια τάση του προς τυραννική αλαζονεία, εξηγεί τις συναισθηματικές του αντιδράσεις στη σκηνή με τον Κρέοντα. Δεν μπορώ να δεχτώ την υπόθεση του Vellacott (στο Sophocles and Oedipus, Λονδίνο 1971, σποράδην), ότι ο Οιδίπους έχει επίγνωση της καταγωγής του από την αρχή ως το τέλος τού έργου.
[10] Βλ. σελ. 250 σημ, 73.
[11] Βλ. σελ. 287-8.
[12] Οπότε θα πρέπει να ήταν αναμενόμενη μία πινδαρική θεώρηση της κατά­στασης με τον Αίαντα και τον Οδυσσέα, πρβλ. Πινδάρου Νέμεα, VII, στίχ. 24-27.
[13] Για την κληρονομικότητα στη σκέψη τού ευρύτερου κοινού από τον όψιμο πέμπτο π.Χ. αιώνα και πέρα, βλ. Dover GPM, σελ. 88 κ.εξ. Μία περιεκτική επισκόπηση όρων σχετικών με φύσιν υπάρχει στο C. Ε. Hajistephanou, The use ο/φυσις and its cognates in Greek tragedy with special reference to character drawing, Λευκωσία 1975, σελ. 9-54.
[14] Ἠλ. 608-9 (για την Κλυταιμνήστρα)· 1081 (για τον Αγαμέμνονα), βλ. σχετικά και σελ. 339 σημ. 91. Τί μαθαίνουμε άραγε για τον Αγαμέμνονα από το έργο, εκτός από το ότι ήταν σπουδαίος στρατηλάτης, ότι θυσίασε την κόρη του, και ότι τον μισούσε και τον δολοφόνησε η γυναίκα του;
[15] Βλ. επίσης -παρ’ ό, τι αυτό είναι πιο υποθετικό- σελ. 380 σημ. 79.
[16] Όπως επισημαίνει ο Torrance, σελ. 272. Μόνη εξαίρεση ο στίχ. 669 στο Φιλοκτήτης, για τον οποίο βλ. εδώ Κεφ. 12, σελ. 392. Για τον στίχ. 1420 τού ίδιου έργου βλ. Κεφ. 12, σελ. 412: υπό το πρίσμα τού στίχ. 1425, η ἀρετή έχει και εδώ κατ’ ουσίαν πολεμική έννοια. Για την επιβίωση αυτής τής στενότερης έννοιας πρβλ. Dover, GPM, σελ. 164.
[17] Από τις ένδεκα περιπτώσεις οι πέντε είναι στο Φιλοκτ. Τρεις έχουν σαρκαστική χροιά: Ἀντιγ. 31 (πρβλ. Κεφ. 5, σελ. 186), Τραχ. 541 (πρβλ. κεφ. 4, σελ. 126), Φιλοκτ. 873. Αν το δούμε αυστηρά, ο στίχ. 687 στο Οἰδ. Τύρ. δεν θα πρέπει να συνυπολογιστεί εδώ, εφόσον το ἀγαθός προσδιορίζεται από το γνώμην. Μολονότι μπορεί να υπάρχει μία έννοια τιμιότητας ή πίστης, η σημασία της συγκεκριμένης πνευματικής κατάστασης μετοχετεύεται στο παραφρόνιμον και στο φρόνιμα (στίχ. 691) και λειτουργεί καλά με τη γραφή προνοουμένῳ) στον στίχ. 685 (αλλά αντίθ. ο Dawe, STS, σελ. 238)
[18] Από τις δεκαεπτά συνολικά περιπτώσεις. Για γυναίκες: Τραχ. 1105, ‘Ηλ. 1089 (πρβλ. Κεφ. 10, σελ. 336), Οἰδ. Κολ. 1693.
[19] Για μια χρήσιμη επισκόπηση πρβλ. Dover, GPM, σελ. 93-5.
[20] Βλ. Κεφ. 2, σελ. 58.
[21] Δεν αποκλείεται να έχει μία ταξική χροιά, συνδέοντας έτσι (στο ἐπί Κολωνῷ) τον Οιδίποδα με τον Θησέα, πρβλ. στίχ. 76, 1042, 1636. Στο Φιλοχτ. 1402 η έκφραση γενναῖον ἔπος του Φιλοκτήτη για τον Νεοπτόλεμο σημαίνει κάτι περισσότερο από «λαμπρή κουβέντα».
[22] Για τα προβλήματα σχετικά με την προέλευση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας δες το κεφάλαιό μου στον συλλογικό τόμο Cambridge History of Classical Literature, τόμ. ί.
[23] Πρβλ. Adkins, MR.
[24] Για την αρνητική τους επίπτωση στο Οἰδ, Τύρ., δες Κεφ. 8.
[25] Βλ. πιο πάνω, σελ. 187.
[26] Δεν ήταν άνευ σημασίας η επιλογή τού Webster να προτάξει τής Εισαγωγής του στον Σοφοκλή (An Introduction to Sophocles) ένα παράθεμα από τον Proust: «Les grands litterateurs n’ont jamais fait qu’une seule oeuvre» (δηλ. «Οι μεγάλοι λογοτέχνες στην πραγματικότητα έκαμαν πάντοτε ένα και μόνο έργο»).
[27] Η εξέταση που ακολουθεί βασίζεται στα αποτελέσματα της λεπτομερειακής ανάλυσης που έγινε στα προηγούμενα κεφάλαια, και είτε ισχύει μαζί μ’ εκείνα είτε πάλι μαζί τους καταρρίπτεται.
[28] Βλ. Κεφ. 3 σελ. 110-111.
[29] Αυτός ο ίδιος, δυστυχώς, Νεοπτόλεμος θα σφάξει, αργότερα, τον Πρίαμο πάνω στο βωμό. Για το πρόβλημα της ερμηνείας της τελικής σκηνής βλ. Κεφ. 12 σελ. 413 κ.εξ.
[30] Βλ. Κεφ. 10 σελ. 336.
[31] Βλ. Κεφ. 10 σελ. 317.
[32] Για την κεντρική σημασία των στίχ. 508-25 της τραγωδίας ’Αντιγόνη, βλ. Κεφ. 5 σελ. 191 κ.εξ.
[33] Βλ. Κεφ. 9, σελ. 297 κ.εξ.
[34] Ακόμη και σήμερα, όσοι πιστεύουν ακράδαντα σ’ έναν προσωπικό θεό, στην πραγματικότητα δεν τον έχουν στο νου τους σαν παππού με μακριά λευκή γενειάδα. Άλλο η εικονογραφική αναπαράσταση και άλλο η θεολογία. Ο Σοφοκλής μπορεί να θεωρούσε τον Απόλλωνα της Ολυμπίας ως αντάξια αναπαράσταση του θεού· μπορεί να έβλεπε κάτι από Αθηνά τόσο στα πατροπαράδοτα βρέτη (ξύλινα ομοιώματα) όσο και στο λατρευτικό άγαλμα του Φειδία (το οποίο δεν μπορεί να ήταν τόσο αντιαισθητικό όσο υποδηλώνουν τα μεταγενέστερα αντίγραφα).
[35] Βλ. Κεφ. 2 σελ. 74.
[36] Παρ’ ό, τι είναι μάλλον απίθανο να μην προβαλλόταν και στην τραγωδία Φαίδρα, μεταξύ άλλων.
[37] Βλ. Κεφ. 5 σελ. 162 κ.εξ.
[38] Βλ. Κεφ. 7 σελ. 251.
[39] Βλ. Κεφ. 8, σελ. 255-6 σημ. 4.
[40] Το αίτημα για ενότητα μέσα από τον πολυθεϊσμό, το οποίο ήρθε ως φυσική εξέλιξη της σκέψης, διευκολύνθηκε από την κατ’ ουσία ανθρωπομορφική σύλληψη των θεών ως μιας μεγάλης πατριαρχικής οικογένειας.
[41] Για τον Δία στο Τραχίνιαι, βλ. τις ωραίες παρατηρήσεις του Segal στο YCS, σελ. 154-5.
[42] Βλ. Κεφ. 11, σελ. 373.
[43] Εκτός από τον παραδειγματισμό. Για το θέμα της κληρονομικής ενοχής βλ. Lloyd-Jones, JZ, σελ. 119 κ.εξ. και παραπάνω σελ. 288 σημ. 4.
[44] Πρβλ. Φιλοκτ., στίχ. 1466-8.
[45] Βλ. Κεφ. 7 σελ. 221-222
[46] Βλ. Κεφ. 1 σελ. 31-32.
[47] Βλ. Κεφ. 5 σελ. 209.
[48] Πόσο άραγε αυτό το διαδεδομένο στερεότυπο αντέχει τον έλεγχο από τα κείμενα του Σοφοκλή; Ο Αίας πεθαίνει θαρραλέα αλλά με την πίκρα και το μίσος στην καρδιά του η Αντιγόνη πεθαίνει με αλύγιστη την πεισματική της θέληση, χωρίς να μπορεί να καταλάβει πώς η ευσέβεια της βρήκε τέτοια ανταμοιβή’ τον Τύραννο Οιδίποδα τον βλέπουμε με ανέπαφη τη διανοητική του δύναμη και με το φρόνημά του να αναδύεται μετά το συνταρακτικό πλήγμα τής μοίρας- η Ηλέκτρα έχει κερδίσει τη μάχη της με τίμημα μία ψυχική φθορά που πάντα θα την συνοδεύει· ο άλλος Οιδίπους [ο έπί Κολωνώ ] γίνεται ήρως.
[49] Σχετικά με τον Πλάτωνα και την τραγωδία βλ. Anderson 48-50. Πρόσφατα, σχετικά με τον Αριστοτέλη, βλ. Τ. C. W. Stinton, «Hamartia in Aristotle and Greek tragedy», CQ 69 (1975), σελ. 221-54, και Suzanne Said, Lafaute tragique, Παρίσι 1978. Θα πρότεινα την άποψη ότι ο Αριστοτέλης, στην προσπάθειά του να λύσει ένα δικό του πρόβλημα (την πτώση τού “τραγικού ήρωα” από την ευτυχία στη δυστυχία), βρήκε την έννοια της ἁμαρτίας σαν ένα χρήσιμο εργαλείο: αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει και για μάς να έχει την ίδια χρησιμότητα. Ούτε είναι το Περί Ποιητικής του η καλύτερη αφετηρία για μια κατανόηση της αρχαιοελληνικής τραγωδίας – δεν είναι, μ’ άλλα λόγια, ο Αριστοτέλης, αλλά ο Όμηρος.
[50] Βλ. Κεφ. 8 σελ. 278 κ.εξ..
[51] Ο Kitto, στην πολύτιμη συζήτηση του για την δίκην στον Σοφοκλή (SDP 47 κ.εξ.), έχει την τάση να υποβαθμίζει τις νομικές ή νομικοφανείς συνυποδηλώσεις της λέξης. Όμως αυτό φαίνεται απερίσκεπτο ιδιαίτερα για το Οἰδ. Τύρ. (στίχ. 1213-4), όπου παρατηρείται συσσώρευση από νομικούς όρους.
[52] Εδώ οφείλω κάποια στοιχεία σε μία συζήτηση με τον καθηγητή Thomas Gould.
[53] Μία χαρακτηριστική συζήτηση αυτού του προβλήματος βλ. στο JHS 74 (1954), σελ. 16-24.
[54] Βλ. Κεφ. 10, σελ. 316-317.
[55] Για την τριλογία των Δαναΐδων βλ. JHS 81 (1961), σελ. 141-52. Η αντίθεση βίας/πειθούς κατέχει επίσης σημαίνουσα θέση στο Προμ. Δεσμ., ενώ φαίνεται πολύ πιθανό ότι η πειθώ υπερίσχυε στο επόμενο έργο. Για την πατρότητα αυτού τού έργου βλ. σελ. 226 σημ. 19.
[56] Βλ. Κεφ. 9 σελ. 375.
[57] Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ στίχ. 1239 κ.εξ. Βλ. Κεφ. 11 σελ. 348-9 σημ. 10.
[58] Για τους στίχους 756-7 τής τραγωδίας Αἴας, όπου η οργή τής Αθηνάς περιορίζεται σε μία ημέρα, βλ. Κεφ. 2 σελ. 74. Δεν λέγεται, ούτε και υπονοείται, ότι η θεά συμπονούσε τον ήρωα.
[59] Για τον Σοφοκλή και την ηρωοολατρία ιτρβλ. Knox, ΗΤ, σελ. 54 κ.εξ.
[60] «Τα λογοπαίγνια συνιστούν το χαμηλότερο επίπεδο δραματικής ειρωνείας»: Kirkwood, SSD, σελ. 247, στο κεφάλαιό του «Η ειρωνεία στον Σοφοκλή».
[61] Στο Κεφ. 12, σελ. 409, υποστηρίζεται με επιχειρήματα ότι το θεϊκό σχέδιο που υπαγόρευε τη δοκιμασία τού Φιλοκτήτη έχει και την ειρωνική του διάσταση.
[62] Προτιμώ να μη γίνω πιο συγκεκριμένος, ωστόσο είναι βέβαιο ότι στο νου τού αναγνώστη θα έρθουν δόγματα -θρησκευτικά, πολιτικά και κοινωνικά- που αντιστρατεύονται κάθε ειρωνεία.