Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΑΙΣΧΙΝΗΣ - Κατὰ Κτησιφῶντος (152-158)

[152] Ἔνθα δὴ καὶ τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἄξιόν ἐστιν ἐπιμνησθῆναι οὓς οὗτος ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων ὄντων τῶν ἱερῶν ἐκπέμψας ἐπὶ τὸν πρόδηλον κίνδυνον ἐτόλμησε, τοῖς δραπέταις ποσὶ καὶ λελοιπόσι τὴν τάξιν ἀναβὰς ἐπὶ τὸν τάφον τὸν τῶν τελευτησάντων, ἐγκωμιάζειν τὴν ἐκείνων ἀρετήν. Ὦ πρὸς μὲν τὰ μεγάλα καὶ σπουδαῖα πάντων ἀνθρώπων ἀχρηστότατε, πρὸς δὲ τὴν ἐν τοῖς λόγοις τόλμαν θαυμασιώτατε, ἐπιχειρήσεις αὐτίκα μάλα, βλέπων εἰς τὰ τούτων πρόσωπα λέγειν ὡς δεῖ σε ἐπὶ ταῖς τῆς πόλεως συμφοραῖς στεφανοῦσθαι; ἐὰν δ᾽ οὗτος λέγῃ, ὑμεῖς ὑπομενεῖτε, καὶ συναποθανεῖται τοῖς τελευτήσασιν ὡς ἔοικε καὶ ἡ ὑμετέρα μνήμη;

[153] Γένεσθε δή μοι μικρὸν χρόνον τῇ διανοίᾳ μὴ ἐν τῷ δικαστηρίῳ, ἀλλ᾽ ἐν τῷ θεάτρῳ, καὶ νομίσαθ᾽ ὁρᾶν προϊόντα τὸν κήρυκα καὶ τὴν ἐκ τοῦ ψηφίσματος ἀνάρρησιν μέλλουσαν γίγνεσθαι, καὶ λογίσασθε πότερ᾽ οἴεσθε τοὺς οἰκείους τῶν τελευτησάντων πλείω δάκρυα ἀφήσειν ἐπὶ ταῖς τραγῳδίαις καὶ τοῖς ἡρωικοῖς πάθεσι τοῖς μετὰ ταῦτ᾽ ἐπεισιοῦσιν, ἢ ἐπὶ τῇ τῆς πόλεως ἀγνωμοσύνῃ.

[154] Τίς γὰρ οὐκ ἂν ἀλγήσειεν ἄνθρωπος Ἕλλην καὶ παιδευθεὶς ἐλευθερίως ἀναμνησθεὶς ἐν τῷ θεάτρῳ ἐκεῖνό γε, εἰ μηδὲν ἕτερον, ὅτι ταύτῃ ποτὲ τῇ ἡμέρᾳ μελλόντων ὥσπερ νυνὶ τῶν τραγῳδῶν γίγνεσθαι, ὅτ᾽ εὐνομεῖτο μᾶλλον ἡ πόλις καὶ βελτίοσι προστάταις ἐχρῆτο, προελθὼν ὁ κῆρυξ καὶ παραστησάμενος τοὺς ὀρφανούς, ὧν οἱ πατέρες ἦσαν ἐν τῷ πολέμῳ τετελευτηκότες, νεανίσκους πανοπλίᾳ κεκοσμημένους, ἐκήρυττε τὸ κάλλιστον κήρυγμα καὶ προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν, ὅτι τούσδε τοὺς νεανίσκους, ὧν οἱ πατέρες ἐτελεύτησαν ἐν τῷ πολέμῳ ἄνδρες ἀγαθοὶ γενόμενοι, μέχρι μὲν ἥβης ὁ δῆμος ἔτρεφε, νυνὶ δὲ καθοπλίσας τῇδε τῇ πανοπλίᾳ, ἀφίησιν ἀγαθῇ τύχῃ τρέπεσθαι ἐπὶ τὰ ἑαυτῶν, καὶ καλεῖ εἰς προεδρίαν.

[155] Τότε μὲν ταῦτ᾽ ἐκήρυττεν, ἀλλ᾽ οὐ νῦν, ἀλλὰ παραστησάμενος τὸν τῆς ὀρφανίας τοῖς παισὶν αἴτιον, τί ποτ᾽ ἀνερεῖ, ἢ τί φθέγξεται; καὶ γὰρ ἐὰν αὐτὰ διεξίῃ τὰ ἐκ τοῦ ψηφίσματος προστάγματα, ἀλλ᾽ οὐ τό γ᾽ ἐκ τῆς ἀληθείας αἰσχρὸν σιωπήσεται, ἀλλὰ τἀναντία δόξει τῇ τοῦ κήρυκος φωνῇ φθέγγεσθαι ὅτι τόνδε τὸν ἄνδρα, εἰ δὴ καὶ οὗτος ἀνήρ, στεφανοῖ ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων ἀρετῆς ἕνεκα τὸν κάκιστον καὶ ἀνδραγαθίας ἕνεκα τὸν ἄνανδρον καὶ λελοιπότα τὴν τάξιν.

[156] Μὴ πρὸς τοῦ Διὸς καὶ θεῶν ἱκετεύω ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μὴ τρόπαιον ἵστατε ἀφ᾽ ὑμῶν αὐτῶν ἐν τῇ τοῦ Διονύσου ὀρχήστρᾳ, μηδ᾽ αἱρεῖτε παρανοίας ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων τὸν δῆμον τῶν Ἀθηναίων, μηδ᾽ ὑπομιμνῄσκετε τῶν ἀνιάτων καὶ ἀνηκέστων κακῶν τοὺς ταλαιπώρους Θηβαίους, οὓς φεύγοντας διὰ τοῦτον ὑποδέδεχθε τῇ πόλει, ὧν ἱερὰ καὶ τέκνα καὶ τάφους ἀπώλεσεν ἡ Δημοσθένους δωροδοκία καὶ τὸ βασιλικὸν χρυσίον·

[157] ἀλλ᾽ ἐπειδὴ τοῖς σώμασιν οὐ παρεγένεσθε, ἀλλὰ ταῖς γε διανοίαις ἀποβλέψατ᾽ αὐτῶν εἰς τὰς συμφοράς, καὶ νομίσαθ᾽ ὁρᾶν ἁλισκομένην πόλιν, τειχῶν κατασκαφάς, ἐμπρήσεις οἰκιῶν, ἀγομένας γυναῖκας καὶ παῖδας εἰς δουλείαν, πρεσβύτας ἀνθρώπους, πρεσβύτιδας γυναῖκας ὀψὲ μεταμανθάνοντας τὴν ἐλευθερίαν, κλαίοντας, ἱκετεύοντας ὑμᾶς, ὀργιζομένους οὐ τοῖς τιμωρουμένοις, ἀλλὰ τοῖς τούτων αἰτίοις, ἐπισκήπτοντας μηδενὶ τρόπῳ τὸν τῆς Ἑλλάδος ἀλειτήριον στεφανοῦν, ἀλλὰ καὶ τὸν δαίμονα καὶ τὴν τύχην τὴν συμπαρακολουθοῦσαν τῷ ἀνθρώπῳ φυλάξασθαι.

[158] Οὔτε πόλις γὰρ οὔτ᾽ ἀνὴρ ἰδιώτης οὐδεὶς πώποτε καλῶς ἀπήλλαξε Δημοσθένει συμβούλῳ χρησάμενος. Ὑμεῖς δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, οὐκ αἰσχύνεσθε εἰ ἐπὶ μὲν τοὺς πορθμέας τοὺς εἰς Σαλαμῖνα πορθμεύοντας νόμον ἔθεσθε ἐάν τις αὐτῶν ἄκων ἐν τῷ πόρῳ πλοῖον ἀνατρέψῃ, τούτῳ μὴ ἐξεῖναι πάλιν πορθμεῖ γενέσθαι, ἵνα μηδεὶς αὐτοσχεδιάζῃ εἰς τὰ τῶν Ἑλλήνων σώματα, τὸν δὲ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν πόλιν ἄρδην ἀνατετροφότα, τοῦτον ἐάσετε πάλιν ἀπευθύνειν τὰ κοινά;

***
[152] Στο σημείο αυτό ακριβώς αξίζει να θυμηθούμε και τους γενναίους εκείνους άνδρες, που αυτός, παρά τις μη αποδεκτές και δυσοίωνες θυσίες, έστειλε σε ολοφάνερο κίνδυνο και είχε το θράσος να ανεβεί στον τάφο των πεσόντων με τα πόδια του δραπέτη και του λιποτάκτη από τη μάχη και να εγκωμιάσει την παλικαριά εκείνων. Εσύ λοιπόν, που είσαι ο πιο άχρηστος από όλους τους ανθρώπους για μεγάλα και σπουδαία έργα, αλλά στις μεγαλοστομίες ο πιο θαυμάσιος, θα επιχειρήσεις τώρα σε λίγο να κοιτάξεις στο πρόσωπο αυτούς εδώ τους δικαστές και να υποστηρίξεις ότι πρέπει να στεφανωθείς για τις συμφορές που προξένησες στην πόλη; Και εσείς, δικαστές, εάν αυτός το ζητήσει, θα το ανεχθείτε; Και μαζί με τους πεσόντες θα πεθάνει, όπως φαίνεται, και η μνήμη σας;

[153] Κάντε μου τώρα τη χάρη και φανταστείτε για λίγο ότι βρίσκεστε όχι στο δικαστήριο αλλά στο θέατρο και σκεφτείτε ότι βλέπετε τον κήρυκα να προχωρεί και πως ετοιμάζεται να γίνει η ανακήρυξη της απονομής, η προβλεπόμενη από το ψήφισμα. Αναλογισθείτε τι θα συμβεί· ποιο από τα δύο; Πιστεύετε ότι οι συγγενείς των πεσόντων θα έχυναν πιο πολλά δάκρυα για τις τραγωδίες και τα παθήματα των ηρώων που θα εισάγονταν στη σκηνή ή για την αγνωμοσύνη της πόλης;

[154] Γιατί ποιος Έλληνας που έχει ανατραφεί ελεύθερος δεν θα πονούσε αναπολώντας στο θέατρο, αν μη τι άλλο, εκείνο τουλάχιστον, ότι κάποτε αυτή την ημέρα, που επρόκειτο, όπως τώρα, να παιχτούν οι τραγωδίες, όταν η πόλη ευνομούνταν πιο καλά και είχε καλύτερους ηγέτες, προχωρούσε ο κήρυκας και παρουσίαζε τα ορφανά, όσων οι πατέρες είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο, νεαρά παιδιά με πλήρη στρατιωτική εξάρτυση. Και διάβαζε αυτή τη διακήρυξη την τόσο τιμητική και με τόσα κίνητρα για την ανδρεία: αυτοί εδώ οι νεαροί, των οποίων οι πατέρες σκοτώθηκαν στον πόλεμο μαχόμενοι γενναία, ως την εφηβική ηλικία τους τούς έτρεφε ο δήμος· τώρα τους όπλισε με αυτή τη στρατιωτική εξάρτυση και τους αφήνει να βρουν τον δρόμο τους με τη βοήθεια του θεού, και τους καλεί να καταλάβουν τιμητική θέση στο θέατρο.

[155] Αυτά έλεγε τότε ο κήρυκας, όχι όμως τώρα. Όταν θα παρουσιάσει τον αίτιο της ορφάνιας των παιδιών, τι θα αναφωνήσει; Τι θα πει; Γιατί, και αν ακόμη διαβάσει τις ίδιες ακριβώς προτάσεις από το ψήφισμα του Κτησιφώντα, η αισχρή πραγματικότητα τουλάχιστον δεν πρόκειται να σκεπαστεί, αλλά θα φανεί ότι λέγονται τα αντίθετα από εκείνα που λέει η φωνή του κήρυκα, ότι δηλαδή ο λαός των Αθηναίων στεφανώνει αυτόν τον άνδρα, αν μπορεί και αυτός να θεωρείται άνδρας, για την αρετή του, τον κάκιστο, και για την παλικαριά του, αυτόν τον άνανδρο και λιποτάκτη.

[156] Όχι! Για όνομα του Δία και των θεών, Αθηναίοι, σας ικετεύω, μη στήνετε με τα ίδια σας τα χέρια τρόπαιο γι᾽ αυτές τις πράξεις μέσα στο θέατρο του Διονύσου. Μην καταδικάζετε για παράνοια τον αθηναϊκό λαό ενώπιον των Ελλήνων. Μη θυμίζετε τις αγιάτρευτες και ανεπανόρθωτες συμφορές στους ταλαίπωρους Θηβαίους, που, εξορισμένοι εξαιτίας του Δημοσθένη, τους έχετε δεχτεί στην πόλη σας, των οποίων τα ιερά, τα παιδιά και τους τάφους των πατέρων τους αφάνισε ο χρηματισμός του Δημοσθένη και το χρυσάφι του Πέρση βασιλιά.

[157] Επειδή όμως δεν ήσασταν αυτόπτες μάρτυρες στις συμφορές των Θηβαίων, μεταφερθείτε σ᾽ αυτές με τη φαντασία σας τουλάχιστον. Φανταστείτε πως βλέπετε να κυριεύεται η πόλη τους, να κατασκάπτονται τα τείχη τους, να καίγονται σπίτια, να σύρονται στη σκλαβιά γυναίκες και παιδιά, γέροι και γριές, ελεύθεροι μέχρι χθες, να κλαίνε και να σας ικετεύουν, να οργίζονται όχι με τους βασανιστές τους αλλά με τους υπεύθυνους των συμφορών τους και να σας παρακαλούν να μη στεφανώσετε με κανέναν τρόπο την κατάρα της Ελλάδας, αλλά να προφυλαχτείτε από τον δαίμονα και την τύχη που ακολουθεί από κοντά αυτόν τον άνθρωπο.

[158] Γιατί κανένας ποτέ μέχρι σήμερα, ούτε πόλη ούτε απλός πολίτης που είχε σύμβουλο τον Δημοσθένη δεν είχε καλό τέλος. Εσείς, πολίτες Αθηναίοι, δεν ντρέπεστε, που, ενώ για τους πορθμείς που περνούν τον κόσμο στη Σαλαμίνα ψηφίσατε νόμο, εάν κάποιος από αυτούς, έστω και άθελά του, αναποδογυρίσει το πλοίο μέσα στο στενό, να μην του επιτρέπεται να συνεχίσει το επάγγελμα του πορθμέα, και αυτό για να μην αυτοσχεδιάζει κανείς σε βάρος της ζωής των Ελλήνων, θα αφήσετε αυτόν, που έχει ανατρέψει άρδην την Ελλάδα και την πόλη μας, να διευθύνει πάλι τα κοινά;

Ένας ελληνικός πολιτιστικός κόσμος που αλλάζει

Υπάρχει επίσης κάτι που μερικοί το βρίσκουν εκπληκτικό: σε κάθε περιοχή, οι Αθηναίοι παραχωρούν περισσότερα στους φαύλους, στους άπορους και στους δημαγωγούς παρά στους Αγαθούς. Με αυτό τον τρόπο, συντηρούν ουσιαστικά τη δημοκρατία. Σε κάθε μέρος του κό­σμου, οι Άριστοι αντιτίθενται στη δημοκρατία. Ξενοφών, Αθηναίων Πολιτεία, 1.4

Τα χρόνια από το 450 μέχρι το 420 π.Χ. αποτελούν ορόσημο στην πολιτιστική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Η τραγωδία άκμαζε στη θεατρική σκηνή της Αθήνας, όπως μπορούμε να αντιληφθούμε από τα σωζόμενα δράματα των τριών μεγάλων τραγι­κών (Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης). Η αθηναϊκή κωμωδία τη μι- μήθηκε, συνδυάζοντας τη μουσική και τον χορό με τον χλευασμό πο­λιτικών ζητημάτων. Η αθηναϊκή τέχνη της συγκεκριμένης περιό­δου είναι το αποκορύφωμα της «κλασικής τέχνης». Στη γλυπτική και την αγγειογραφία η ανθρώπινη μορφή έχει έναν εξιδανικευμένο ρεαλισμό- οι αναλογίες είναι πιο λεπτές, οι στάσεις γεμάτες αυτοπε­ποίθηση. Η τέχνη την περίοδο αυτή δεν παραμένει στάσιμη, αλλά τα υψηλότερα δημιουργήματά της αποπνέουν έναν στοχαστικό νατου­ραλισμό, που υπάρχει μονάχα στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και χάρη σε αυτόν εμφανίζεται και αλλού. Η «κλασική τέχνη» δεν είναι πάντα «απέριττη» ή «αυστηρή», χαρακτηρισμοί που προσιδιάζουν μό­νο σε ένα μέρος της τέχνης της «κλασικής» περιόδου και ισχύουν κυ­ρίως γιατί τα γλυπτά τα οποία σώζονται έχουν χάσει το χρώμα τους.
 
Από τους Περσικούς Πολέμους και μετά σημειώθηκε επίσης ση­μαντική πνευματική πρόοδος σε έναν ελληνικό κόσμο απαλλαγμένο από βαρβάρους επιδρομείς. Και αυτή η πρόοδος δεν ήταν αποκλει­στικότητα της Αθήνας, ούτε προήλθε μόνο από Αθηναίους στοχαστές. Στην Ελλάδα της Δύσης, η φιλοσοφική «οδός της αλήθειας», που αφορούσε και τη γλώσσα και την πραγματικότητα, διερευνήθηκε από τον Παρμενίδη σε ένα ποίημα με σκοτεινές αλλά βαθυστόχαστες ει­κόνες. Ήγειρε ρεαλιστικούς προβληματισμούς που απαντήθηκαν από δύο στοχαστές, τον Δημόκριτο και τον Λεύκιππο, οι οποίοι προϋπέ­θεσαν ότι ο κόσμος μας δημιουργήθηκε από αόρατα σωματίδια (τα «άτομα»)· υποστήριξαν ακόμα ότι τα άτομα αυτά κινούνταν σε κε­νούς χώρους και ότι από τις συγκρούσεις τους σχηματίζονταν μεγα­λύτερα αντικείμενα. Πιο προσιτό ήταν το περιεχόμενο ενός ιατρικού συγγράμματος με τίτλο Επιδημίες που γράφτηκε μεταξύ του 474 και του 466 π.Χ.1 και περιέγραφε τα συμπτώματα και την εξέλιξη ασθε­νειών. Περιέχει μιαν ακριβή περιγραφή της παρωτίτιδας, μαζί με τις γνωστές επιπτώσεις της στους νεαρούς άνδρες, όπως παρατηρήθη- καν στο νησί της Θάσου (οι γυναίκες δεν προσβάλλονταν τόσο εύκο­λα, γεγονός που επισημαίνει την απουσία στενής επαφής μεταξύ των δύο φύλων σε νεαρή ηλικία). Τα μαθηματικά βρήκαν επίσης τον πρώ­το θεωρητικό εκφραστή τους, τον Ιπποκράτη τον Χίο. Στην Αθήνα, το αρχιτεκτονικό σχέδιο του ναού του Παρθενώνα συνδύαζε ακριβείς αναλογίες μεταξύ των μερών και του συνόλου με μικρές τροποποιή­σεις, προκειμένου να δίνεται η οπτική εντύπωση της ακρίβειας. Στη δεκαετία του 440 π.Χ., πιθανόν πρώτα στην «Ελλάδα της Ανατο­λής», άγνωστοι στοχαστές επινόησαν την πολιτική θεωρία και ακο­λούθησαν τις αφηρημένες λεωφόρους που τους άνοιξε. Πάνω απ’ όλα, ένας νέος τύπος πεζού γραπτού λόγου εγκαινιάστηκε, η έρευνα του παρελθόντος (ίστορίη), η γνωστή σε όλους μας Ιστορία.
 
Σε αντίθεση με τους συγγραφείς που έγραψαν για το παρελθόν στις κοινωνίες της Εγγύς Ανατολής (όπου συμπεριλαμβάνονται και οι συγγραφείς των εβραϊκών κειμένων), ο πρώτος εκπρόσωπος της σω- ζόμενης «Ιστορίας» έγραψε εμπρόθετα σε πρώτο πρόσωπο, σταθμί­ζοντας την ιστορική μαρτυρία και εκφράζοντας τη γνώμη του. Ο Ηρό­δοτος γεννήθηκε στη δεκαετία του 490 π.Χ. και ασχολήθηκε επισταμένως με τη μεγάλη του έρευνα για την ελληνοπερσική σύγκρου­ση τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 420 π.Χ. Δεν γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά στη Νοτιοδυτική Ασία, στην Αλικαρνασ­σό, όπου συνυπήρχαν ο ελληνικός πολιτισμός με τους πολιτισμούς των άλλων λαών υπό την ταλαντευόμενη περσική κυριαρχία. Ήταν ευγενούς καταγωγής και είχε λόγιους συγγενείς στην οικογένειά του. Στο ενεργητικό του καταγράφεται πολιτική δράση εναντίου κάποιου τυράννου στη γενέθλια πόλη του, που είχε ως συνέπεια την εξορία του. Στο τέλος εγκαταστάθηκε στους Θουρίους, στη Νότια Ιταλία, πόλη η οποία ιδρύθηκε από τους Αθηναίους στα τέλη του 440 π.Χ. στην παλαιά τοποθεσία της φιλήδονης Συβάρεως. Στον ελληνικό κό­σμο, οι ιστορικοί εξορίζονταν πολύ συχνά, με αποτέλεσμα να αποκό- πτονται από την καθημερινή άσκηση της πολιτικής και της εξουσίας που παρουσίαζε πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από τη συγγραφή ενός βιβλίου.
 
Ο Ηρόδοτος επιχείρησε να εξηγήσει και να υμνήσει τα μεγάλα γε­γονότα των Περσικών Πολέμων εναντίον των Ελλήνων. Το εγχείρη­μα αυτό τον οδήγησε σε μακροσκελείς παρεκβάσεις, τόσο φιλολογι­κές όσο και προσωπικές. Ταξίδεψε πολύ για να «ερευνήσει» και, ει δυνατόν, να ανακαλύψει την αλήθεια. Επισκέφθηκε τη Λιβύη, την Αίγυ­πτο, τη Βόρεια και τη Νότια Ελλάδα και έφτασε ανατολικά μέχρι τη Βαβυλώνα. Δεν γνώριζε ξένες γλώσσες και φυσικά δεν διέθετε τα κατάλληλα εγχειρίδια με καταγεγραμμένες χρονολογίες όπου θα μπο­ρούσε να αντιστοιχίσει γεγονότα από διάφορες χώρες. Παρατήρησε μια μεγάλη ποικιλία ενεπίγραφων αντικειμένων και μνημείων στα ταξίδια του, όμως δεν κατέγραψε πάντοτε σωστά την κάθε λεπτο­μέρεια και δεν εντρύφησε σε έρευνες εγγράφων που φυλάσσονταν σε κάθε τόπο. Παρ’ όλα αυτά, μελέτησε αρκετές γραπτές πηγές, μετα­ξύ των οποίων και αυτό που θεώρησε πως ήταν ένας «κατάλογος» της μεγάλης εκστρατευτικής δύναμης του Ξέρξη το 480 π.Χ. Οι περισ­σότερες μαρτυρίες του είναι προφορικές - απαντήσεις ανθρώπων από διαφορετικές χώρες στα ερωτήματα που τους έθεσε. Από όλα αυτά επινόησε μια Ιστορία, αλλά στην ουσία δεν ήταν παρά ένας ακόμη αφηγητής. Εδώ κι εκεί χρησιμοποίησε υπάρχουσες γραπτές πηγές και κυρίως το έργο του μεγάλου προκατόχου του, του Εκαταίου του Μιλήσιου, το οποίο δεν σώζεται πια. Ο τελευταίος έτεινε περισσότερο στη «γεωγραφική» λεπτομέρεια και λιγότερο στην πολιτική «ιστορία». Φαίνεται επίσης ότι χρησιμοποίησε τα ποιήματα του Αριστέα, του Έλληνα ο οποίος είχε ταξιδέψει στην Κεντρική Ασία περί το 600 π.Χ. ΟΗρόδοτος τηρούσε σαφώς κριτική στάση απέναντι σε πολλές από τις ιστορίες που άντλησε ο ίδιος από τις προφορικές του πηγές αλλά δεν μπορούσε να τις επιβεβαιώσει.
 
Ο Ηρόδοτος κατέθεσε ισχυρές προσωπικές ερμηνείες για τις σύν­θετες πηγές που διασταύρωνε. Τα μείζονα ζητήματα της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της χλιδής δεσπόζουν στην «έρευνά» του: συμ­μερίστηκε την ελληνική άποψη για τις μάχες του 480/479 π.Χ. με­ταξύ Ελλήνων και Περσών, χαρακτηρίζοντας τες μάχες για την ελευ­θερία και για μια ζωή υπό το απρόσωπο, δίκαιο καθεστώς του νόμου. Η Ιστορία του, πάνω απ’ όλους, απαθανάτισε και φώτισε απ’ αυτήν τη γωνία τα γεγονότα εκείνα. Ο τελευταίος λόγος του στην «έρευνά» του εδράζεται στην αντίθεση ανάμεσα στους σκληροτράχηλους και ενδεείς Πέρσες, οι οποίοι εγκαινίασαν μια περίοδο κατακτήσεων, και στους «μαλθακούς» λαούς της χλιδής που ζούσαν σε «εύκρατες» πε­διάδες και έγιναν υποτελείς άλλων. Ιδιαίτερα θέματα σχετικά με την ανθρώπινη ζωή είναι προφανή στο έργο του: το γεγονός ότι η αλα­ζονεία προηγείται της πτώσης, ότι η εξαιρετική καλοτυχία οδηγεί στον όλεθρο, ότι η πραγματικά υβριστική συμπεριφορά συχνά τιμω­ρείται, ότι οι ανθρώπινες υποθέσεις είναι ευμετάβολες, ότι τα έθιμα διαφορετικών κοινωνιών διαφέρουν και ότι τα χρηστά ήθη είναι, ως έναν βαθμό, σχετικά με την κοινωνία στην οποία τυχαίνει να ζούμε. Όλες αυτές οι απόψεις ισχύουν ακόμα και στον δικό μας κόσμο.
 
Ωστόσο ο Ηρόδοτος δεχόταν επίσης ότι οι θεοί επεμβαίνουν στις ανθρώπινες υποθέσεις και ότι, μέσω των χρησμών, φθέγγονται την αλήθεια στους ανθρώπους. Ενύπνια και οράματα έχουν μεγάλη ση­μασία για μεμονωμένους ανθρώπους στην Ιστορία του: γνωρίζει ότι κάποιοι από τους συγχρόνους του αρνούνται την αλήθεια των χρη­σμών, αλλά ενοχλείται πολύ από αυτή τους τη στάση. Δέχεται, όπως άλλωστε και οι χρησμοί, ότι οι θεοί μπορεί να τιμωρήσουν έναν από­γονο για τις πράξεις ενός προγόνου του. Αυτή η πίστη στην «κληρο­νομική ενοχή» συνδέεται κατά κύριο λόγο με την ιδέα μιας «αρχαϊκής εποχής» (ο όρος «αρχαϊκός» χρησιμοποιείται κατά τα άλλα στην ιστορία της τέχνης για να προσδιορίσει τη γλυπτική και τη ζωγρα­φική πριν από το «ανθρωποκεντρικό» στυλ της κλασικής περιόδου, από τη δεκαετία του 490 π.Χ. και μετά). Η «τιμωρία», λοιπόν, και το «αναπόφευκτο» αποτελούν ακόμα ανεξάρτητες δυνάμεις στον τρό­πο γραφής και σκέψης του Ηρόδοτου, αλλά συνυπάρχουν με μια πυ­κνή γκάμα από ανθρώπινα κίνητρα, που συμπεριλαμβάνει την κακία και την απληστία των οποίων τυγχάνει βαθύς γνώστης. Ο Ηρόδοτος μπορεί επίσης και συνδέει την ανάπτυξη μιας κοινότητας με τη γεω­γραφική της θέση, τους νόμους και τα έθιμα, καθώς και με την αύξηση του πληθυσμού της. Τείνει ωστόσο να σκέπτεται με πιο ατομικούς, ανθρώπινους όρους.
 
Τα αποτελέσματα έχουν εκπληκτικό εύρος και παρουσιάζουν μια ποικιλία ανθρώπινων τύπων. Όπως οι Έλληνες άποικοι και περιηγη­τές της Ανατολής του προηγούμενου αιώνα, έτσι και ο Ηρόδοτος δέ­χεται πως η Λιβύη, η Αίγυπτος και ο κόσμος των Σκυθών νομάδων βρίσκονται στον αντίποδα του ελληνικού κόσμου. Αναφέρεται κατά παρέκβαση στους τρεις αυτούς κόσμους προτού επιστρέφει, ορθά, στο κυρίως θέμα του, την περσική εξάπλωση, η οποία επηρέασε και αυ­τούς τους λαούς. Ενδιαφέρεται εξίσου και για άλλους πολιτισμούς, για τις γαμήλιες πρακτικές τους, για τα θέματα υγείας και διατροφής, για τις θρησκευτικές και νεκρικές τελετές. Στην Αίγυπτο, ιδιαίτε­ρα, η συλλογιστική του ακολουθεί με συνέπεια τα στοιχεία που πα­ραθέτει, παρότι τείνει να βλέπει τον αιγυπτιακό κόσμο ως εκ διαμέ­τρου αντίθετο με την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να τον παρερμηνεύσει. Καθώς έχει χαθεί ένα μεγάλο μέρος από τις δημόσιες συζητήσεις και τα άλλα γραπτά των Ελλήνων της Ανατολής της περιόδου 480-460 π.Χ., αναγκαζόμαστε να τον συγκρίνουμε με μεταγενέστερους συγ­γραφείς, κι έτσι τον κάνουμε να φαντάζει πιο «μοντέρνος» από ό,τι πι­θανόν φαινόταν στους συγχρόνους του. Οι θρησκευτικές του αντιλή­ψεις και η γλώσσα του οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις πολιτικές του απόψεις, καθώς ο Ηρόδοτος συμπλέει με τον πρόσκαιρο «Πανελλήνιο» κόσμο μιας διεθνώς ελλη­νικής ανώτερης τάξης, εκείνης του Κίμωνα και των ομοίων του. Γι’ αυτούς εχθροί είναι η προδοσία, η αλόγιστη βία και οι κατώτερες τάξεις: οι πόλεμοι μεταξύ των ελληνικών πόλεων από τη δεκαετία του 460 π.Χ. και μετά αποτέλεσαν μια ιδιαίτερα θλιβερή εξέλιξη. Πα- ρότι θαύμαζε την ελευθερία, ο Ηρόδοτος δεν υπήρξε άκριτος δημοκράτης: οι Σπαρτιάτες σκιαγραφούνται συχνά με θετικό τρόπο στις «έρευνές» του.
 
Φυσικά, ο Ηρόδοτος επισκέφθηκε την Αθήνα, πιθανόν το 438/437 π.Χ. ή λίγο πριν (αν κρίνουμε από ένα σχόλιο για την είσοδο της Ακρόπολης). Λέγεται μάλιστα ότι έλαβε ένα μεγάλο χρηματικό βρα­βείο για τις Ιστορίες του, μετά από απόφαση της Εκκλησίας του Δή­μου. Συνομίλησε με σημαντικούς Αθηναίους, αλλά βρισκόταν ήδη γύρω στα πενήντα πέντε. Στις αρχές του 430 π.Χ. η θεωρητικολο­γία περί εξουσίας και διακρατικών σχέσεων ήταν της μόδας στην πό­λη μεταξύ των εκπροσώπων της νεότερης γενιάς, όμως αυτό δεν περιλαμβανόταν στην κοσμοθεωρία του Ηρόδοτου. Ούτε αποτελούσε και το νέο θέμα της πολιτικής θεωρίας. Παρ’ όλα αυτά ο Ηρόδοτος κατέγραψε ένα σχετικό παράδειγμα με ευφυείς απόψεις που διατυ­πώθηκαν στο πλαίσιο μιας ((δημόσιας συζήτησης» μεταξύ Περσών, η οποία τοποθετείται το 522 π.Χ.,2 για την αξία των διαφόρων πολι­τευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της δημοκρατίας. Αυτή η νέα, σκληρή ευφυΐα είναι το υπόβαθρο που επιταχύνει την αλλαγή στις πνευματικές και πολιτιστικές αντιλήψεις των μεγάλων αθηναϊκών προσωπικοτήτων.
 
Οι νίκες επί των Περσών και τα χρόνια της διευρυνόμενης Ηγε­μονίας είχαν εμφυσήσει στους Αθηναίους αισθήματα αυτοπεποίθησης και εμπιστοσύνης στη δημοκρατία τους. Πόσο μπορούσε λοιπόν να ταυτιστεί η κουλτούρα της Αθήνας που επισκέφθηκε ο Ηρόδοτος με μία δημοκρατική κουλτούρα που διαμόρφωνε η ισότητα ενός πολιτι­κού συστήματος βασισμένου στην ισότιμη λαϊκή ψήφο; Δεν ήταν μια κοινωνία χωρίς διακρίσεις, μια κοινωνία υπέρμαχος της ισότητας. Πο­λιτιστικά, συνέχιζε να είναι ένας τόπος όπου η ανώτερη τάξη απο­λάμβανε το κυνήγι και βολιδοσκοπούσε ερωτικά με δώρα και εκδη­λώσεις λατρείας τους άστατους νεαρούς. Σκηνές κυνηγιού και «ερω­τικά δώρα» των κυνηγών απουσιάζουν συμπτωματικά από την αθη­ναϊκή αγγειογραφία μετά το 470 π.Χ., αλλά αυτό έχει να κάνει με την αλλαγή της αισθητικής στη διακόσμηση των αγγείων δεν αποδεικνύει ότι οι «παλιές καλές συνήθειες» της αριστοκρατίας συνο­δεύονταν από περισσότερη σύνεση και επιφυλακτικότητα. Τα βράδια εκλεκτές συντροφιές ανδρών συνέχιζαν να δειπνούν και να επιδίδο­νται σε άκρατες οινοποσίες στους «ανδρώνες», τραγουδώντας τα αντι­λαϊκά τραγούδια της αριστοκρατίας του παρελθόντος. Επρόκειτο, όμως, για τα συμπόσια του παλιού καιρού, που κατακρίνονταν στη νέα εποχή της «κυριαρχίας του όχλου»; Σε ένα πολυσυζητημένο σύ­νολο από αττικά κύπελλα, τα οποία χρονολογούνται από τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., απεικονίζονται άνδρες με θηλυπρεπή ενδυμασία, ως παρενδυσίες. Έχουν ερμηνευθεί ως αντανάκλαση της κοινωνικής ζωής της ανώτερης τάξης που είχε υιοθετήσει την παρενδυσία ως σύ­μπτωμα «αγωνίας», τώρα που η ανωτερότητά της βρισκόταν υπό αί­ρεση. Αλλά η «αγωνία» δεν περιλαμβανόταν προφανώς στην ψυχο­λογία των Αθηναίων αριστοκρατών της εποχής. Βλέποντας μακριά, πίστευαν ότι χρειαζόταν απλώς να περιμένουν μέχρι να ανατείλει εκείνη η ώρα που θα έρχονταν ξανά στο προσκήνιο. Στο μεταξύ, από στρατιωτικής απόψεως, αποτελούσαν αναντικατάστατα μέλη του ιπ­πικού, το οποίο ακόμη και οι πιο φανατικοί δημοκράτες σκέφτονταν να εξαπλασιάσουν και να τιμήσουν με παροχές, ένα είδος δημόσιας ασφάλισης που θα αποζημίωνε τον αριστοκράτη πολεμιστή για κάθε καταγεγραμμένο άλογο το οποίο έχανε στη μάχη. Πιθανόν, η παρεν­δυσία απεικονίζει απλώς Διονυσιακά όργια.
 
Σε άλλα κύπελλα βλέπουμε τους νέους ντυμένους διαφορετικά, να έχουν στην κατοχή τους κυναίλουρους και να κυνηγούν λεοπαρδά- λεις. Αυτά τα υπεροπτικά νεανικά πρόσωπα που σοκάρουν δεν ήταν «ανήσυχα»: ακόμα και στη δημοκρατική περίοδο, η πολιτιστική ζωή του θεάτρου και των εορτών συνέχιζε να εξαρτάται από τη γενναιο­δωρία των ανδρών της ανώτερης τάξης. Στην κοινωνική δομή της Αττικής, παρομοίως, λίγα πράγματα είχαν αλλάξει από την εποχή της αριστοκρατίας τον 6ο αιώνα π.Χ. Αν ο Ηρόδοτος ρωτούσε έναν Αθηναίο άνδρα ποιος ήταν, αυτός, πιστός στο πνεύμα των μεταρρυθ­μίσεων του Κλεισθένη, θα του κατονόμαζε τον πατέρα του και τον δή­μο του. Αλλά θα κατονόμαζε επίσης και τη «φατρία» του, ή «αδελ­φότητα», όπως την παλαιά εποχή, και μόνο τότε θα αναφερόταν, αν αναφερόταν, ως μέλος μιας από τις δέκα νέες φυλές της δημοκρατίας. Ακόμα και στη δημοκρατία, οι αριστοκρατικές οικογένειες δια­τήρησαν σημαντική δύναμη με το δικαίωμα αρνησικυρίας για τα υπο­ψήφια μέλη των «αδελφοτήτων».
 
Στις αρχές της δεκαετίας του 430 π.Χ. ο Ηρόδοτος θα μιλούσε σε νεαρούς Αθηναίους ευπατρίδες, ανθρώπους οι οποίοι συνέχιζαν να αυ- τοαποκαλούνται «αγαθοί» σε αντιδιαστολή με τους άξεστους «πονη­ρούς». Παραμένοντας στο προσκήνιο, αυτοί οι άνδρες ήλπιζαν πως μια μέρα η δημοκρατία απλούστατα θα εξέλιπε, αλλά από τη δεκα­ετία του 470 μέχρι και τη δεκαετία του 430 π.Χ. οι κατακτήσεις και ο αυξανόμενος αριθμός των συμμάχων, με συνακόλουθη αύξηση και του φόρου που κατέβαλλαν οι τελευταίοι, συνέβαλε στην άμβλυνση της όποιας δυσφορίας τους. Τα κέρδη της Ηγεμονίας κατέστησαν δυσδιάκριτη την ταξική διαμάχη, τόσο για τους πλούσιους όσο και για τους φτωχούς. Η Ηγεμονία απέφερε νέες κτήσεις και εισοδήμα­τα στο εξωτερικό και για τις δύο τάξεις των Αθηναίων και, όπως γνώ­ριζαν καλά οι πλούσιοι, αυτή η ηγεμονική ασφάλεια οφειλόταν στους φτωχούς και στις δύσκολες μέρες που είχαν περάσει ως κωπηλάτες στα πολεμικά πλοία της Αθήνας. Όσο σημαντική και αν ήταν η συμ­βολή του ιππικού ενάντια στα «γουρούνια» της Θήβας και στους ιπ­πείς τους ή ενάντια στις σποραδικές λεηλασίες των Σπαρτιατών, τα άλογα, όπως παρατήρησε και ο Όμηρος στην Οδύσσεια, δεν μπο­ρούσαν να χρησιμοποιηθούν στις θάλασσες και στα νησιά. Για τη «νη­σιωτική αυτοκρατορία» το σημαντικότερο όπλο ήταν η τριήρης. Στό­λοι εκατό πλοίων περίπου αποτελούσαν σύνηθες φαινόμενο τα πε­ρισσότερα χρόνια. Μολονότι μερικοί από τους κωπηλάτες ήταν ξένοι μισθοφόροι, τον κύριο όγκο των πληρωμάτων τον αποτελούσαν Αθη­ναίοι από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, οι οποίοι είχαν συσ­σωρεύσει χρόνια προϋπηρεσίας και υπερτερούσαν σε πείρα έναντι οποιουδήποτε πιθανού εχθρού. Στις καλοκαιρινές εκστρατείες οι κω­πηλάτες αυτοί ήταν πολύ πιο σκληραγωγημένοι από οποιονδήποτε σύγχρονό μας. Οι σημερινοί μιμητές τους στο πλαίσιο μιας εικονικής αναπαράστασης χρειάζονται δύο περίπου ποτήρια νερού για κάθε ώρα κωπηλασίας (οι σύγχρονοι κωπηλάτες μιας τριήρους χρειάζονται έτσι περίπου δύο τόνους νερού για δέκα ώρες κωπηλασίας ανά ημέρα, ωστόσο μια αρχαία τριήρης δεν μπορούσε να μεταφέρει μεγάλα αποθέματα νερού). «Όλο σχεδόν το νερό που καταναλώθηκε», γράφει ο σύγχρονος εμπνευστής της τριήρους, «εξατμιζόταν μέσω του ιδρώτα και οι κωπηλάτες δεν αισθάνονταν ιδιαίτερη ανάγκη να ουρήσουν. Μεγάλη ποσότητα από τον ιδρώτα αυτόν έσταζε στην κάτω σειρά κωπηλατών, δημιουργώντας εξαιρετικά δυσάρεστες συνθήκες για εκείνους. Η οσμή στο αμπάρι του πλοίου γινόταν τόσο δυσάρεστη, ώστε τουλάχιστον μία φορά κάθε τέσσερις μέρες έπρεπε να το ξε­πλένουμε με θαλασσινό νερό (ίσως όμως ol αρχαίοι Αθηναίοι ήταν πιο σκληροτράχηλοι)». Το σώμα έπρεπε να εξατμίζει υγρά για να πα­ραμένει δροσερό και έτσι «ο εξαερισμός είναι απολύτως απαραίτη­τος, αλλά μόλις επαρκεί για τη χαμηλότερη από τις τρεις κωπηλα­τικές σειρές».3 Κανείς από τους «ωραίους και κομψούς» ευγενείς δεν θα άντεχε για πολύ σε αυτή τη ζέστη. Αυτοί που μπορούσαν αποτελούσαν την έσχατη επιβεβαίωση της Ηγεμονίας, και γι’ αυτό δεν είχε νόημα να τους αποκαλούν «ναυτικό όχλο» και να θεωρούν ότι δεν έπρεπε να ψηφίζουν όταν επέστρεφαν στην πατρίδα.
 
Για μας, το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο στην κουλτούρα της Αθή­νας που επισκέφθηκε ο Ηρόδοτος είναι η ύπαρξη των δούλων. Κάπου 55.000 άρρενες πολίτες κατείχαν περίπου 80.000-120.000 άλλα αν­θρώπινα όντα ως «αντικείμενα», τα οποία μπορούσαν να πωλήσουν και να αγοράσουν. Οι δούλοι αυτοί (στην πλειονότητά τους βάρβα­ροι) ήταν ιδιαιτέρως σημαντικοί για την αθηναϊκή οικονομία και ερ­γάζονταν στα αργυρωρυχεία (συχνά μέσα σε τρομακτικά στενές σή­ραγγες), καθώς επίσης και σε αγροτικές δουλειές, όπου οι κωμωδίες της εποχής τούς παρουσιάζουν ως περιουσιακά στοιχεία των πιο τα­πεινών οικογενειών της Αθήνας. Η τιμή των ανειδίκευτων δούλων φαίνεται πως ήταν χαμηλή γιατί υπήρχε μεγάλη προσφορά, από πο­λέμους ή από τις επιδρομές στη βαρβαρική Θράκη ή στην ενδοχώρα της Μικράς. Ασίας. Οι φτηνοί δούλοι αποτελούσαν ισχυρό έρεισμα για τις ταξικές διακρίσεις και για τις δυνατότητες των εύπορων Αθη­ναίων να αγοράσουν προϊόντα πολυτελείας. Ωστόσο, ο Ηρόδοτος δεν καυτηρίασε ποτέ το φαινόμενο αυτό. Οι δούλοι ήταν ανδράποδα· ήταν πανταχού παρόντες στις ελληνικές κοινότητες τις οποίες ερευνούσε. Ποτέ δεν αμφέβαλλε για τη δίκαιη φύση του θεσμού αυτού.
 
Η απουσία των γυναικών από την πολιτική θα ξένιζε τους περισσότερους από εμάς. Οι Αθηναίοι ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταξύ των Ελλήνων όσον αφορά τον πολιτικό αποκλεισμό των γυ­ναικών οι γυναίκες δεν μπορούσαν καν να παρουσιαστούν αυτοπρο­σώπως στο δικαστήριο ως μάρτυρες. Η δικαιοπρακτική τους ικανό­τητα, επίσης, ήταν εξαιρετικά περιορισμένη· δεν ήταν απολύτως ελεύθερες στην επιλογή συζύγου και, ουσιαστικά, βρίσκονταν στο έλεος του κηδεμόνα τους, ή κυρίου. Οι κανόνες αυτοί θεσπίζονταν για την «προστασία» της γυναίκας (μολονότι οι σημερινές γυναίκες θα τους έβλεπαν εντελώς διαφορετικά). Αντικειμενικά, είναι ζήτημα κατά πόσον το επίπεδο της καθημερινής ζωής κάθε Αθηναίας διέφε­ρε από αυτό ενός δούλου. Σε αντίθεση με έναν δούλο, εκείνη δεν μπο­ρούσε ποτέ να ξεφύγει από τις συνθήκες της ζωής της. Είχε τη δυ­νατότητα εντούτοις να φέρει μαζί της μια επιστρεπτέα προίκα, ενώ το τίμημα της αγοράς ενός δούλου δεν επιστρεφόταν. Οι γυναίκες ταπεινής καταγωγής εμφανίζονταν στα χωράφια (είχαν τα δικά τους τραγούδια του θερισμού και υπήρχαν γυναίκες που ονομάζονταν ποάοτριαι, οι οποίες κούρευαν το γρασίδι και πιθανόν ξεχορτάριαζαν),4 αλλά, όπως σε πολλές σύγχρονες κοινωνίες, η δημόσια εμφάνιση των γυναικών δεν ήταν επ’ ουδενί σημάδι κοινωνικής ισότητας. Δεν περ­νούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους έξω από το σπίτι, πίνοντας σε κάποιο μαγαζί ή περιδιαβαίνοντας σε δημόσιους χώρους, περισσότερο από ό,τι οι σκληρά εργαζόμενες γυναίκες των Βερβέρων στο σημερινό Μαρόκο, οι οποίες δουλεύουν στα χωράφια, γυρίζουν στο σπίτι περ­νώντας μέσα από το χωριό και μαγειρεύουν, υφαίνουν και ασχολού­νται με τα παιδιά τους. Στην Αττική, οι ευυπόληπτες οικογένειες κρατούσαν γενικά τις γυναίκες μέσα στο σπίτι, όπου έπλητταν πλέ­κοντας και υφαίνοντας. Τα «ώνια» ήταν υπόθεση των δούλων, αν και μια ελεύθερη γυναίκα είχε τη δυνατότητα να βγει και να φέρει νερό από μια κοινόχρηστη πηγή: γνωρίζουμε μια «αγορά γυναικών», αλ­λά πρόκειται για έναν χώρο όπου ένας άνδρας μπορούσε να αγοράσει μια γυναίκα ως δούλα και ερωτικό αντικείμενο. Όταν ο Περικλής στον λαμπρό του Επιτάφιο προέτρεψε τις Αθηναίες χήρες των πολεμιστών «να μη φανούν κατώτερες του προορισμού τους και να φροντίσουν ώστε να γίνεται όσο το δυνατόν λιγότερος λόγος γ' αυτές», δεν εξέ­φραζε προσωπική άποψη. Οι αξιότιμες Αθηναίες έπαιζαν σημαντικό ρόλο ως ιέρειες σε μερικές από τις αθηναϊκές θρησκευτικές τελετές. Δεν ανήκαν σε κάποια φατρία, μολονότι οι πατέρες τους επιθυμού­σαν να τις παντρέψουν οπωσδήποτε με κάποιον Αθηναίο πολίτη. Από το 451 π.Χ. και μετά, συνεπώς, ο άνδρας κληρονομούσε την ιδιότη­τα του Αθηναίου πολίτη από τον πατέρα του και τη μητέρα του, που έπρεπε κι αυτή να κατάγεται από Αθηναίο πολίτη. Όμως η νέα αυτή προϋπόθεση δεν έδινε στη γυναίκα ελευθερία δράσεως. Απέτρεπε απλώς τις κόρες των Αθηναίων να παντρεύονται ξένους ή να μένουν γεροντοκόρες, βάρος για τα αδέλφια και τον πατέρα τους. Δημοσίως, μια παντρεμένη Αθηναία συνέχιζε να αποκαλείται «η γυναίκα του ...»· η χρήση του δικού της ονόματος υποδήλωνε πως ήταν πόρνη.
 
Στα τέλη της δεκαετίας του 340 π.Χ. κάποιος Αθηναίος ρήτορας υπενθύμισε στους πολίτες-δικαστές ότι «τις εταίρες τις έχουμε για την ηδονή, τις παλλακίδες για την καθημερινή φροντίδα των σωμά­των μας και τις συζύγους για να μας κάνουν γνήσια τέκνα και για να είναι πιστοί φύλακες στο νοικοκυριό μας».5 Σε αντίθεση με μερι­κούς από τους σύγχρονους αναγνώστες του (στην Αγγλία, όχι στη Γαλλία), περίμενε ότι οι δικαστές θα εκλάμβαναν κατά λέξη το νόη­μα των λόγων του. Κάποιοι σύζυγοι, βέβαια, αγαπούσαν πραγματικά τις γυναίκες τους, αλλά ο ρήτορας Λυσίας (μέτοικος) αγαπούσε την εταίρα του τόσο ώστε να τη μυήσει στα Ελευσίνια Μυστήρια για να ευτυχήσει στη μεταθανάτια ζωή της (ωστόσο ο άνδρας ο οποίος έφτα­νε να διερωτάται αν η εταίρα που τον φιλά το κάνει ειλικρινά, μέσα από την καρδιά της, εθεωρείτο «παραπονιάρης»). Εκείνοι οι Αθηναίοι που μπορούσαν να διαθέτουν και τα τρία είδη γυναικών θα συμφω­νούσαν με τον εν λόγω ρήτορα, θα πρόσθεταν όμως ότι στα νιάτα τους (και πιθανόν αργότερα) είχαν σχέσεις με νεαρά αγόρια επιδιώκοντας τον ανταγωνισμό, την εξιδανίκευση και την ταχεία ερωτική ηδονή δίχως τον κίνδυνο μιας ενδεχόμενης εγκυμοσύνης. Δεν συναντούσαν ποτέ μια μορφωμένη Αθηναία, γιατί κανένα κορίτσι δεν πήγαινε στα αθηναϊκά σχολεία μαζί με τα αγόρια. Καμία Αθηναία επίσης δεν συμ­μετείχε στις ανδρικές συζητήσεις των φιλοσόφων και των μαθητών τους. Λιγοστές γυναίκες πράγματι μάθαιναν να διαβάζουν και να γρά­φουν οι εταίρες αποκτούσαν περισσότερες γνώσεις με τον ίδιο τρό­πο που μορφώνονταν πολλές κυρίες της εδουαρδιανής αριστοκρατίας, ακούγοντας άνδρες να μιλούν στις δεξιώσεις. Μόνο οι πιο εκκεντρι­κοί φιλόσοφοι, όπως ο Πυθαγόρας στην Ελλάδα της Δύσης, είχαν στο ακροατήριό τους και γυναίκες. Αυτό, όπως και η χορτοφαγία, θεω­ρούνταν σημάδια πνευματικής ανισορροπίας.
 
Έξω από τα όρια της Αθήνας, αντίθετα, οι Ιστορίες του Ηροδότου βρίθουν από επεισόδια με δραστήριες γυναίκες, σοφές ή εκδικητικές, αλλά το σκηνικό όλων αυτών είναι συνήθως ένας μοναρχικός (ή «τυ­ραννικός») οικογενειακός κόσμος. Στο εντελώς διαφορετικό σκηνι­κό μιας δημοκρατικής κοινότητας, οι περιορισμοί στη ζωή των γυναι­κών της Αθήνας σίγουρα θα τον εντυπώσιασαν, όπως και η αντίθεση με τις Σπαρτιάτισσες, τις οποίες, ως επισκέπτης, είδε να χορεύουν γυμνές. Ο Ηρόδοτος, συναναστρεφόμενος τους Αθηναίους πολίτες, θα υπολόγισε τον χρόνο που αφιέρωναν ελεύθερα στις δημοκρατικές διαδικασίες, στις συνελεύσεις (τέσσερις περίπου ανά μήνα), στην ενιαύσια Βουλή (δύο φορές τουλάχιστον στη ζωή του καθενός) και στα δικαστικά καθήκοντα (για όσους συμπεριλαμβάνονταν στο ετήσιο εθελοντικό σώμα των 6.000 δικαστών). Δεν πρέπει να είχε καλή άπο­ψη για τη νοημοσύνη του δημοκρατικού πλήθους, αλλά σεβόταν μάλ­λον την αφοσίωση των πολιτών. Κατά την επίσκεψή του στην Αθή­να, τα μνημεία της Ακρόπολης είχαν ανοικοδομηθεί με λαμπρότητα καί χάρη στην ετήσια εισφορά των συμμάχων. Εκλεγμένες επιτροπές επόπτευαν όλα αυτά τα δημόσια έργα και τηρούσαν, κατ’ απαίτηση της δημοκρατίας, σαφή εικόνα των οικονομικών δεδομένων με κάθε λεπτομέρεια. Κανένα έργο δεν θα ήταν εφικτό να ολοκληρωθεί με τόσο διαφανείς και δημόσιες διαδικασίες στην πατρίδα του την Αλι­καρνασσό ή στην αριστοκρατική Θεσσαλία.
 
Παρ’ όλα αυτά, η αρχιτεκτονική και η γλυπτική δεν μπορούσαν να πιστωθούν στον θρίαμβο της δημοκρατίας. Μια ενισχυμένη αίσθη­ση πολιτικής ελευθερίας διακατείχε το εκλογικευμένο όραμα των καλ­λιτεχνών, χωρίς ωστόσο να δημιουργεί «πολιτικούς γλύπτες»: δεν υπήρχαν αναπαραστάσεις λαϊκών συγκεντρώσεων ή «αλληλεγγύης του πλήθους». Η καλοσμιλεμένη ζωφόρος του Παρθενώνα δεν υμνού­σε τη δημοκρατία. Παρουσίαζε στοιχεία από μια εορταστική πομπή, η οποία εγκαινιάστηκε πολύ πριν από τον Κλεισθένη: περιελάμβανε τον μυθικό ήρωα Εριχθόνιο και, κατά μία σημερινή άποψη, ένα τμήμα της απαθανάτισε την ηρωική θυσία των θυγατέρων του μυθι­κού βασιλιά, οι οποίες πέθαναν προκειμένου να σώσουν την πόλη που βρισκόταν σε πόλεμο. Μετά τα τέλη της δεκαετίας του 420 π.Χ. τις συνοδεύουν οι γυναικείες μορφές που υποβάσταζαν το αρχαίο Ερέχθειο και αποτελούν σήμερα μια διάσημη εικόνα της κλασικής Αθή­νας, αλλά αναμφίβολα σμιλεύτηκαν για να αναπαραστήσουν γυναίκες που έκαναν σπονδές στον Κέκροπα, τον μυθικό βασιλιά των Αθη­ναίων, του οποίου ο τάφος βρίσκεται ακριβώς από κάτω.
 
Η θρησκευτική ζωή της πόλης επίσης κυλούσε σε προ-δημοκρα- τικά κανάλια. Οι Αθηναίοι, σαν όλους τους Έλληνες, δεν είχαν την αργία του Σαββατοκύριακου (δεν υπολόγιζαν καν τις εβδομάδες), εί­χαν όμως ένα ημερολόγιο γεμάτο θρησκευτικές εορτές. Στη δεκαε­τία του 430 π.Χ. υπήρχαν περίπου 120 εορταστικές αργίες (η «πόλη των εορτών», όπως την αποκαλούσαν οι επικριτές της).6 Πολλές από αυτές τις εορτές είχαν θεσπιστεί από παλιά και, συχνά, οι οικο­γένειες από τις οποίες προέρχονταν οι ιερείς και οι ιέρειες συνέχιζαν να είναι οι αριστοκρατικοί οίκοι του προ-δημοκρατικού παρελθόντος. Λιγοστές από αυτές τις θέσεις καλύπτονταν με εκλογή ή με κλήρο. Ωστόσο, κάθε Αθηναίος πολίτης ή γυναίκα ή δούλος μπορούσαν να μυηθούν στα απόκρυφα θρησκευτικά «μυστήρια» στο ιερό της γειτονι­κής Ελευσίνας, σε τελετή η οποία υποσχόταν ευτυχέστερη μετά θά­νατον ζωή. Όμως και αυτό το φαινόμενο, που συνιστούσε το απόσταγ­μα της αθηναϊκής ζωής, χρονολογείτο πολύ πριν από τη δημοκρατία.
 
Τη δημοκρατία τη σηματοδότησαν πάντως δύο σαφή πολιτιστικά ίχνη: η ρητορεία και το δράμα. Οι μεγάλες συνελεύσεις της Εκκλη­σίας του Δήμου και τα νέα δικαστήρια με τους πολυάριθμους δικα­στές πρόσφεραν ένα νέο πεδίο για περίτεχνη ρητορεία, τόσο πολιτι­κή όσο και δικανική. Τίποτε παρόμοιο δεν μας είναι γνωστό από την προ-δημοκρατική ελληνική πολιτεία, μολονότι δυστυχώς δεν διασώ­ζεται κανένα αθηναϊκό παράδειγμα από πρώτο χέρι μέχρι το 339 π.Χ. Ως επακόλουθο των Περσικών Πολέμων, εγκαινιάστηκε επίσης η πρακτική των λαμπρών επιτάφιων λόγων, τους οποίους εκφωνούσε επιλεγμένος ρήτορας προς τιμήν των πεσόντων στο πεδίο της μάχης και της ίδιας της πόλης τους. Ο πιο γνωστός από τους λόγους αυτούς αποδίδεται στον Περικλή και εκφωνήθηκε τον χειμώνα του 331/330 π.Χ. Παρόμοιοι λόγοι, εξάλλου, δεν συναντώνται σε μη δημοκρατι­κό καθεστώς.
 
Η σχέση μεταξύ δημοκρατίας και τραγικού δράματος έχει τονι­στεί από τις σύγχρονες πολιτιστικές μελέτες, ωστόσο δεν είναι κα­θόλου άμεση. Πράγματι, οι κριτές των δραματικών αγώνων εκλέγο­νταν τώρα διά κλήρου (για να αποφευχθεί ο χρηματισμός τους), αλλά η εκλογή αυτού του τύπου δεν ήταν δημοκρατική αποκλειστικότητα. Το θέατρο αυτό θα ήταν πιο «δημοκρατικό» αν όλοι οι πολίτες λάμ- βαναν κρατική επιχορήγηση ώστε να μπορούν να αγοράσουν εισιτή­ρια για το θέατρο, όμως οι απαρχές αυτής της πρακτικής στην Αθή­να αμφισβητούνται (κατά την άποψή μου, εγκαινιάστηκε στη δεκαε­τία του 440 π.Χ.) και κατά γενική ομολογία η χορήγηση δωρεάν εισιτηρίων θεσπίστηκε μόνο όταν πια οι τραγωδίες είχαν συμπληρώ­σει δεκαπέντε χρόνια ακμής. Ακόμα και όταν προσφέρονταν τα ει­σιτήρια, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι γυναίκες είχαν το δικαίωμα να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις. Αλλά έστω και αν αυτή η επί­μαχη επιχορήγηση συντέλεσε στην κοινωνική διεύρυνση του κοινού, δεν έπεται ότι το δράμα ήταν «δημοκρατικό» εκ φύσεως ή ότι δεν θα μπορούσε κανείς να το φανταστεί παρά μόνον ως δημιούργημα της δημοκρατίας. Η βασική εορτή προς τιμήν του θεού Διονύσου θεσπί­στηκε από τους τυράννους στη δεκαετία του 530 π.Χ. και ξεκίνησε ως ένα απλό πρόγραμμα με τραγούδι και χορό. Δεν υπάρχει αμφιβο­λία ότι θα εξελισσόταν κάτω από οποιαδήποτε μορφή διακυβέρνη­σης, ακόμη και μέχρι του σημείου (κατάκτηση της δημοκρατικής πε­ριόδου) 1.000 περίπου άρρενες πολίτες να τραγουδούν και να χορεύουν κάθε χρόνο στις εκδηλώσεις αυτές. Πιθανόν, θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει τραγωδίες οπουδήποτε κάτω από ένα διαφορετικό πολιτικό σύστημα: αποτελούσαν, άλλωστε, δράματα τα οποία διερευνούσαν τις ηθικές και θρησκευτικές συγκρούσεις όχι σε καθημερινό επίπεδο, αλλά στο πλαίσιο μύθων από το «βασιλικό» παρελθόν. Ασφαλώς, η αττική τραγωδία άκμασε στον μέγιστο βαθμό όποτε η σύνθεσή της ή η παράστασή της προοριζόταν για μη δημοκρατικό κοινό εκτός συ­νόρων. Αν οι Αθηναίοι είχαν μια ολιγαρχία 6.000 (λόγου χάριν) πο­λιτών το 508 π.Χ., σίγουρα αυτοί θα αποτελούσαν ένα επαρκές κοι­νό για τη διεξαγωγή δραματικών αγώνων (το «δημοκρατικό» κοινό, άλλωστε, δεν ήταν τις περισσότερες φορές μεγαλύτερο από 15.000 και όλοι αυτοί δεν ήταν πάντοτε πολίτες).
 
Ο Ηρόδοτος πρέπει να παρακολούθησε αυτούς τους δραματικούς αγώνες που τους προλόγιζαν με θυσίες και με την επίδειξη της ηγε­μονικής εισφοράς την οποία έστελναν στην Αθήνα οι φόρου υποτε­λείς σύμμαχοι. Αυτές οι «πρόσθετες εκδηλώσεις» ταίριαζαν απόλυτα στο πρόγραμμα, διότι η περίσταση ήταν άκρως επιβλητική και δημό­σια, η μεγαλύτερη αθηναϊκή συνάντηση του έτους. Δεν έπεται όμως ότι τα θεατρικά έργα που ακολουθούσαν ήταν θρησκευτικές τελετές ή αναλύσεις γεγονότων, ή μελέτες της δημοκρατικής ή αυτοκρατο- ρικής ιδεολογίας. Με φόντο το μυθικό βασιλικό παρελθόν, διερευνού- σαν θέματα της οικογένειας και της κοινότητας, ερωτικές σχέσεις, το θρησκευτικό αίσθημα και τον χαρακτήρα των ηρώων. Συγκινούσαν το κοινό τους, καθώς ο νους και η ψυχή δοκιμάζονταν από τα ακραία ηθικά συμβάντα της θεατρικής πλοκής και από τη σύνθετη όρχηση και το τραγούδι του χορού. Ωστόσο δεν επιβεβαίωναν, ούτε αμφισβη­τούσαν, το «δημοκρατικό ήθος» των θεατών, ούτε αποτελούσαν ένα μάθημα αγωγής του πολίτη - ένα είδος εκτενούς «Μασσαλιώτιδας». Οι τραγωδίες οι οποίες σώζονται θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν γραφτεί και παρουσιαστεί ενώπιον μιας ολιγαρχίας εύπορων Αθη­ναίων. Ο τρόπος που η τραγωδία πρόβαλλε τη θεία και την ανθρώ­πινη φύση, και ειδικά τη φύση των μεγάλων ηρώων, ήταν εξόχως ζο­φερός και προκαλούσε δέος. Συγκινούσε βαθύτατα το κοινό και διεύ­ρυνε τους ορίζοντές του, αλλά δυο μέρες αργότερα όλα αυτά αρχειο­θετούνταν στη συνείδηση του μέσου ανθρώπου και ξεθώριαζαν.
 
Ένας πιθανός σύνδεσμος με τη δημοκρατία, όμως, βρίσκεται στον τρόπο δόμησης κάποιων από τις τραγωδίες που έχουν διασωθεί. Από τη δεκαετία του 460 π.Χ. και μετά, στα δικαστήρια της δημοκρατίας, οι Αθηναίοι ρήτορες ανέλυαν το ορθό και το άδικο μιας υπόθεσης ενώ­πιον των πολιτών-δικαστών. Στις τραγωδίες αναπτύχθηκε μια πα­ρόμοια σκηνή στη μέση του έργου (ο αγών), στην οποία οι χαρακτή­ρες παρουσίαζαν μια υπόθεση ενώπιον ενός ακροατηρίου πολιτών, πολλοί από τους οποίους ήταν δικαστές σε περίοδο διακοπών. Η με­γάλη έκταση της σκηνής αυτής μέσα στο δράμα ανταποκρίνεται ασφαλώς στη δικαστική εμπειρία των ίδιων των πολιτών που παρα ρεολουθούσαν. Κατά τα άλλα, υπήρχε μόνο μια πραγματικά δημο­κρατική μορφή τέχνης: η πολιτική κωμωδία. Το είδος αυτό σατίριζε και στηλίτευε μετά μανίας εξέχοντες Αθηναίους πολιτικούς. Δεν θα φορούσε βέβαια να ανθίσει σε μια περιορισμένη και δύσπιστη ολι­γαρχία, και όταν η δημοκρατία χαλιναγωγήθηκε από τους Μακεδόνες στρατηγούς, μετά το 322 π.Χ., οι δραματουργοί που προσεταιρί­στηκαν το νέο ολιγαρχικό καθεστώς προτίμησαν να ανεβάζουν ανώ­δυνες, απρόσωπες «κωμωδίες καταστάσεων».
 
Για μας, στην αθηναϊκή κωμωδία της εποχής της δημοκρατίας κυ­ριαρχεί η μόνη διασωθείσα ιδιοφυΐα, ο Αριστοφάνης (δραστήριος από Τή δεκαετία του 420 μέχρι τη δεκαετία του 380 π.Χ.), όμως σύμφωνα με σχόλια δικά του και άλλων φαίνεται πως τα έργα ενός παλαιό- τερου αντιπάλου του, του Κρατίνου, αποτελούν μία από τις πιο θλιβερές απώλειες σε όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία. Το χιούμορ του Αριστοφάνη κυμαίνεται από ευφυείς ατάκες και λογοπαίγνια με χοντροκομμένους ερωτικούς υπαινιγμούς (μερικοί από τους οποίους συνεχίζουν να αποκαλύπτονται) μέχρι φαντασιοκοπήματα, παρωδία, «ανέκδοτα για το ίδιο το δράμα και ευφυέστατη, αλλά ανηλεή, προσωπική καταγγελτική σάτιρα. Ο συνδυασμός ευρηματικής αισχρολογίας και μελωδικών ανατρεπτικών χορικών στα έργα του είναι μοναδικός σε όλο το σωζόμενο δράμα. Χάρη σε αυτόν μπορούμε να συνειδητο­ποιήσουμε καλύτερα την κλίμακα της θαυμαστής αυτογνωσίας των Αθηναίων. Έχουν μιαν απαράμιλλη ικανότητα να αντιλαμβάνονται ξεκαρδιστικούς υπαινιγμούς για τον ρόλο των δύο φύλων και για τις «ζέσεις ανδρών και γυναικών (η υπόθεση γίνεται ακόμα πιο ξεκαρδι­στική, καθώς όλοι οι ρόλοι παίζονταν από άνδρες ηθοποιούς). Εμφανί­ζουν επίσης μια πλήρη αναλγησία για τους δούλους ή για την ανισορ­ροπία των φιλόσοφων (ο τόνος στην περίφημη κωμωδία του Αριστο­φάνη Νεφέλαι για τον Σωκράτη και την επιρροή του είναι πραγματικά Επιθετικός).
 
Η πλοκή της αριστοφάνειας κωμωδίας προέκυπτε μάλλον από την «πικαιρότητα της εποχής, από ειδήσεις ή πολιτικές δηλώσεις οι ο­ποίες δεν σώζονται στις μέρες μας, παρά από το είδος εκείνο της ενα­σχόλησης με αφηρημένα «ζητήματα» που γνωρίσαμε μέσα από την κατά Μπρεχτ σύγχρονη έννοια της σάτιρας. Τα σωζόμενα έργα, πάντως, καλύπτουν τα πάντα, από την κρυφή ελπίδα για ειρήνη στη διάρκεια του πολέμου, χάρη της οποίας οι γυναίκες απεργούν ερωτι­κά, μέχρι την κλασική απόπειρα να βρεθεί και να έρθει πίσω από τον Άδη ο καλύτερος δραματικός ποιητής. Όπως ο Αριστοφάνης, και άλ­λοι σύγχρονοι κωμωδιογράφοι ήταν ικανοί για οποιαδήποτε κωμική ανατροπή. Το 423 π.Χ., στο θεατρικό έργο του γερο-Κρατίνου Πυτίνη εμφανιζόταν ο ίδιος ο δημιουργός παντρεμένος με την Κωμω­δία, αλλά η τελευταία ζητούσε διαζύγιο καθώς ο Κρατίνος ενδιαφερόταν περισσότερο για τη Μέθη παρά γι’ αυτήν.7 Αυτή η φιλόδοξη αυτοπαρωδία δεν σώζεται δυστυχώς σήμερα. Το 421 π.Χ. ο Εύπολις ανέβασε μια κωμωδία στην οποία ο χορός ήταν χωρισμένος στα δύο, στους πλούσιους και τους φτωχούς, ενώ η υπόθεση σατίριζε έναν κο­ρυφαίο δημοφιλή πολιτικό παρουσιάζοντάς τον ως ευνούχο-δούλο του αθηναϊκού λαού, που έπαιζε τον ρόλο του «Πέρση» αφέντη του.8 Το δαιμόνιο πνεύμα των Αθηναίων της εποχής εκείνης μπορούσε να ανα­τρέψει και να απολαύσει σχεδόν κάθε γεγονός της κοινωνικής και πολιτικής ζωής: η ελευθερία είναι, πάνω από όλα, δημοκρατική, και απόδειξη αποτελεί το ότι υφίστανται οι πολιτικές και πολιτιστικές προϋποθέσεις για την εμφάνιση ενός Αριστοφάνη. Αυτός είναι το γνή­σιο σύμπτωμα μιας «κλασικής» εποχής.
 
Αν ο Ηρόδοτος βρισκόταν στην Αθήνα την άνοιξη του 438 π.Χ., θα είχε εκτιμήσει δεόντως το υπέροχο δράμα του Ευριπίδη, Άλκηστις, το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε στη σκηνή τη χρονιά εκείνη. Θα αντι­λαμβανόταν εύκολα τα διλήμματα και την αφοσίωση ενός μυθικού βασιλιά και μιας βασίλισσας, που τους καθοδηγούσε η ευγενής πα­τρωνία του Απόλλωνα. Χωρίς αμφιβολία θα είχε γελάσει με την καρ­διά του με τις πρόστυχες κωμωδίες εκείνης της χρονιάς, μολονότι από την άλλη θα σκεφτόταν ότι υπερέβαλλαν ελαφρώς. Από τις δι­κές του «έρευνες», όμως, θα θυμόταν πως πληροφορήθηκε για δεκά­δες «δράματα» της εποχής του πολύ πιο τραγικά, τα οποία του τα μετέφεραν ως πραγματικές ιστορίες διαμάχης ανάμεσα σε αδέλφια, γιους και συζύγους παντού στον κόσμο, ανάμεσα σε θεούς και ανθρώ­πους, ανάμεσα σε ανθρώπους, όπως ο Λυδός βασιλιάς Γύγης ή ο τυ­φλός βοσκός Εύηνος, στη Βορειοδυτική Ελλάδα, ή ο Ερμότιμος που ανταπέδωσε τον φρικιαστικό ευνουχισμό του στον θύτη του και στους γιους του. Πέρα από τα σύνορα της Αθήνας, υπήρχαν τόσες αληθινές ελληνικές ιστορίες από το πρόσφατο παρελθόν που περιείχαν το σπέρμα μιας τραγωδίας βγαλμένης από τη ζωή. Οι Αθηναίοι βρήκαν το σπέρμα αυτό, δίχως τις εκτεταμένες έρευνες του Ηρόδοτου, το εμ- βάθυναν και το δραματοποίησαν, αλλά μόνο στον κόσμο του μύθου.
--------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Ιπποκράτης, Επιδημίες, 1.1 · η θέση του Jean Pouilloux, Recherches sur lhistoire et les cultes de Thasos, τόμ. I, είναι σημαντική για το θέμα της χρονο­λόγησης, όμως ταυτίζω τη μνεία του «νέου τείχους» με το νέο τείχος της Θάσου που κτίστηκε στη δεκαετία του 460 π.Χ., και τοποθετώ τον Πολύγνωτο και συ­νεπώς τον «Αντιφώντα, γιο του Κριτόβουλου» στη δεκαετία του 460 π.Χ. επίσης. Παραδέχομαι ότι έγιναν πολλές συζητήσεις γι’ αυτό το σπάνιο θέμα με τον μα­καρίτη D. Μ. Lewis, ο οποίος συμφωνούσε.
2. Ηροδότου, Η Ιστορία των Περσικών Πολέμων, Β' 80 [μτφ. Άγγελος Σ. Βλάχος, εκδόσεις Ωκεανίδα, 2005], σ. 248.
3. J. S. Morrison - J. F. Coates - Ν. Β. Rankov, The Athenian Trireme (2000), σ. 238.
4. Αθήναιος, 14.619 Α, σε συνδυασμό με το έργο του Walter Scheidel, Greece and Romei 1996), τόμ. I.
5. Δημοσθένης, Κατά Νεαίρας.
6. Ξενοφών, Αθηναίων Πολιτεία, 3.2. και 3.8.
7. Danid Harvey - John Wilkins, The Rivals of Aristophanes (2000).
8. Alberto Cesare Cassio, στο Classical Quarterly (1985), σ. 38-42.

Δεν θα πρέπει να σας ανησυχεί ο χρόνος που περνάει αλλά η εξέλιξή σας

Τι κάνετε για την η εξέλιξή σας; Λέμε ψέματα στον εαυτό μας αν λέμε ότι δεν ανησυχούμε που μεγαλώνουμε. Η κοινωνία μας είναι γενικά σκληρή. Μας προκαλεί αρκετή ανησυχία.

Περνάμε τις μέρες μας περιμένοντας να μας συμβεί κάτι, να αλλάξει κάτι. Το μόνο πράγμα που είναι σίγουρο είναι ότι πρέπει να φροντίζουμε να απολαμβάνουμε το παρόν μας.

Αυτό εν μέρει είναι αποτέλεσμα των απατηλών διαφημίσεων. Μας λένε ότι πρέπει να μείνουμε για πάντα νέοι. Όμως, στην πραγματικότητα αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία δεν είναι ο χρόνος που περνάει αλλά η η εξέλιξή σας.

Εστιάζουμε υπερβολικά στην εμφάνισή μας αλλά ξεχνάμε τι έχουμε μέσα μας.

Ο χρόνος δεν θα πρέπει να μας βαραίνει. Θα πρέπει να μας φέρνει ευτυχία. Ο εορτασμός των γενεθλίων σας σημαίνει ότι μεγαλώσατε κατά έναν χρόνο ακόμα. Έχετε ποτέ σκεφτεί πόσο έχετε εξελιχθεί; Δεν είστε πλέον το ίδιο άτομο. Τι κάνετε για την εξέλιξή σας;

Μη ζείτε με ανησυχίες

Οι διαφημίσεις, η τηλεόραση και όλα τα άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης προσπαθούν να μας καταβάλουν με τον φόβο των γηρατειών. Δεν πρόκειται για τις μοναδικές πηγές αυτού του φόβου. Ο τρόπος με τον οποίο ζούμε τη ζωή μας συνδέεται επίσης σε μεγάλο βαθμό με την καλλιέργεια αυτού του φόβου.

Ωστόσο ο συγκεκριμένος φόβος δεν προέρχεται από το σημείο στο οποίο βρίσκεστε αυτήν τη στιγμή. Να ένα παράδειγμα. Πολλά χρόνια πριν, μια γυναίκα έπρεπε να αποκτήσει παιδιά ενώ ήταν ακόμα νέα. Έτσι, ο χρόνος που είχε για να χαρεί τα νιάτα της ήταν μειωμένος. Έπρεπε επίσης να παντρευτεί νωρίς, διαφορετικά κανένας δεν θα ήθελε να την παντρευτεί.

Οι ιδέες αυτές ανήκουν κυρίως στο παρελθόν. Όμως κατά κάποιον τρόπο έχουν μεταλλαχθεί.

Έχετε χρόνο για τον εαυτό σας; Η δουλειά μάς αναγκάζει να εγκαταλείπουμε τον χρόνο που χρειαζόμαστε για να φροντίσουμε τον εαυτό μας. Πρόκειται για τον χρόνο που θα πρέπει να χρησιμοποιούμε για να καλλιεργήσουμε τον νου μας, για να κάνουμε πεζοπορία στο δάσος ή για να απολαύσουμε ένα καλό βιβλίο.

Από τότε που ήμασταν νέοι, παρακολουθούμε αμέτρητα εξωσχολικά μαθήματα. Αυτά μάς βοηθούν να μάθουμε γρήγορα τα μαθήματα της ζωής έτσι ώστε να προχωρήσουμε μπροστά.

Παρά το πέρασμα του χρόνου, τίποτα από αυτά δεν αλλάζει. Οι δουλειές του σπιτιού μετατρέπονται σε εργασία. Τα εξωσχολικά μαθήματα μετατρέπονται σε υπερωρίες.

Τελικά ο χρόνος περνάει και δεν τον απολαμβάνουμε. Οι μέρες περνούν γεμάτες άγχος. Η σκέψη να τελειώσουμε όλες τις δουλειές μας, ή να τις ξεκινήσουμε για την επόμενη μέρα, βαραίνει τον νου μας.

Σταματάτε για να απολαύσετε το παρόν;

Το μέλλον είναι το παρόν μας

Το σήμερα και η παρούσα στιγμή έχουν σταματήσει να υπάρχουν. Ανησυχούμε μονάχα για ένα αύριο γεμάτο προσδοκίες και πράγματα που πρέπει να κάνουμε. Μερικές φορές τα πράγματα αυτά δεν συμβαίνουν.

Πρέπει να αναβάλλουμε τα πράγματα που μας αρέσουν έτσι ώστε να ανταποκρινόμαστε στις ευθύνες μας. Εξαντλούμαστε κάνοντας δουλειά που πολλές φορές δεν μπορούμε να αναβάλουμε. Μερικές φορές αυτή η δουλειά μάς πνίγει.

Πώς μπορείτε να περάσετε τον χρόνο σας αργά; Όταν ήσασταν παιδί, απολαμβάνατε την παρούσα στιγμή. Δεν σκεφτόσασταν το αύριο. Σκεφτόσασταν μονάχα το εδώ και το τώρα. Η εξέλιξη και η μάθηση είχαν σημασία.

Οι πέντε αισθήσεις σας ήταν εστιασμένες στο παρόν. Προσέχατε την κάθε αίσθηση. Κάθε λεπτό ήταν για σας μια έκπληξη.

Ίσως το πρόβλημα να είναι το εξής: τίποτα δεν είναι καινούργιο για μας. Έχουμε αναλάβει βαρετές ρουτίνες που μας εμποδίζουν να επιβραδύνουμε τους ρυθμούς μας. Δεν μας αφήνουν καν να ξεκουραστούμε.

Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψετε αυτά που κάνετε. Ούτε και ότι θα πρέπει να εγκαταλείψετε τις ευθύνες που κανένας άλλος δεν μπορεί να αναλάβει.

Λέμε ότι πρέπει να μάθετε να αισθάνεστε, να εξελίσσεστε και να βλέπετε.

Αισθανθείτε, πειραματιστείτε, εξελιχθείτε…

Μη σκέφτεστε ούτε το παρελθόν ούτε το μέλλον. Κάντε ό,τι κάνατε όταν ήσασταν παιδί. Εστιάστε στο εδώ και στο τώρα. Αν το κάνετε αυτό, θα ξεχάσετε ότι το αύριο υπάρχει και θα δώσετε τα πάντα στο σήμερα.

Μην περνάτε πολύ χρόνο εκνευρισμένοι και θα αισθανθείτε καλύτερα. Μπορεί ακόμα και να δείτε την παραγωγικότητά σας στη δουλειά να αυξάνεται. Κάντε τον εαυτό σας να απολαμβάνει τα πάντα. Σκεφτείτε τι αισθάνεστε γύρω σας και αναπνεύστε.

Αν θέλετε να αλλάξετε τη ζωή σας εγκαταλείποντας τη δουλειά σας, κάντε το. Αν θέλετε να κάνετε ένα δώρο στον εαυτό σας, κάντε το.

Έχουμε το σήμερα, αλλά κανένας δεν γνωρίζει το αύριο. Θα χάσετε την ευκαιρία να ζήσετε τη ζωή σας στο μέγιστο;

Ξεχνάμε να το κάνουμε. Η ρουτίνα είναι μέρος της ζώνης άνεσής μας. Η ρουτίνα αυτή αρχίζει να υπερισχύει των αισθήσεων και των συναισθημάτων μας. Αρχίζουμε να ζούμε γκρίζες ζωές.

Αυτό δεν θα μας βοηθήσει να εξελιχθούμε. Δεν θα μας βοηθήσει να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη ζωή. Αντιθέτως, μας κάνει επιφανειακούς ανθρώπους. Γινόμαστε μονίμως λυπημένοι και ανικανοποίητοι.

Αν ανησυχείτε για την ηλικία, σταματήστε και σκεφτείτε για ένα λεπτό. Σκεφτείτε πώς ζείτε την καθημερινή ζωή σας. Το αν ο χρόνος περνάει αργά ή γρήγορα είναι στο μυαλό μας. Όταν απολαμβάνουμε κάτι, ο χρόνος περνάει πολύ γρήγορα.

Μάθετε να εκτιμάτε όλα όσα κάνετε.

Επειδή ο φόβος, η έγνοια, ή η ανησυχία σχετικά με την ευημερία μας μάς κάνουν να συνειδητοποιούμε κάτι που θέλουμε να μας συμβεί μια μέρα: να γίνουμε καλύτεροι, να εξελιχθούμε… Φροντίστε για την η εξέλιξή σας.

Όσοι πάνε για τα λίγα, δεν ξέρουν ότι τους ανήκουν τα πολλά.

Τα επιθυμείς όλα, μπορείς ν’ αντέξεις στο τίποτα, αλλά με τίποτα δε θ’ άντεχες στο «κάτι». Για σένα γράφω σήμερα. Για σένα, τον άνθρωπο των άκρων, του «όλα ή τίποτα». Τον άνθρωπο που επιλέγει να βρίσκεται στη μία ή την άλλη άκρη της φράσης, αλλά ποτέ σε κάτι ενδιάμεσο.

Για σένα που δεν ανήκεις σ’ εκείνη τη μεγάλη μερίδα των ανθρώπων που ξεστομίζουν το «όλα ή τίποτα» γιατί είναι της μόδας, αλλά γιατί πραγματικά το εννοούν. Το εννοούν, γιατί ξέρουν πως το μόνο στο οποίο αξίζει να δοθούν, είναι σ’ εκείνο που με όλη τους την ψυχή επιθυμούν. Σε τίποτα λιγότερο. Σε τίποτα που δεν πληροί τις προϋποθέσεις και τα κριτήριά τους.

Ακούγεται σκληρό να θέτεις όρους και προϋποθέσεις στους ανθρώπους, αλλά μόνο εσύ ξέρεις με πόσο κόπο και δυσκολία, καταστάλαξες στο τι είναι αυτό που πραγματικά χρειάζεσαι στη ζωή σου. Και τώρα που ξέρεις τι είναι αυτό που ψάχνεις, δε θα ησυχάσεις μέχρι να το βρεις. Προτιμάς να μείνεις στο τίποτα, παρά να χαθείς για πάντα σε κάτι που δε θα ‘χει τη μορφή του.

Οι άνθρωποι των άκρων, μοιάζουν σε όλους τρελοί. Τρελοί κι απόλυτοι. Από μόνο του, το να ζεις τη ζωή σου στ’ άκρα, διακατέχεται από ένταση και πάθος, αλλά και τα δυο συναισθήματα, εμφανίζονται σε σένα, μόνο όταν είναι να διεκδικήσεις αυτό που επιθυμείς.

Δε θα συμβιβαστείς, δε θα υποχωρήσεις, δε θα πεις «ας πάει το παλιάμπελο» για κανέναν λόγο. Μισείς τις εκπτώσεις, μισείς τα μέτρια, μισείς το «κάτι». Όσοι πάνε για τα λίγα, δεν ξέρουν ότι τους ανήκουν τα πολλά. Κι εσένα σου ανήκουν όλα. Όλα ή τίποτα!

Δεν είναι γιατί μισείς την ασφάλεια που προσφέρει το μέτριο, αλλά γιατί ξέρεις πως αυτό μπορεί να σε καταστρέψει ακόμη περισσότερο κι απ’ το τίποτα. Κάποιοι το θεωρούν ασφαλή επιλογή, αλλά είναι ακριβώς το αντίθετο. Η πιο ριψοκίνδυνη! Μένοντας για καιρό στο «κάτι» πονάει περισσότερο απ’ το να μην ξεκινούσες ποτέ να ζήσεις οτιδήποτε. Κι αυτό εσύ το ξέρεις καλά ε; Αυτός δεν ήταν ο λόγος που αποφάσισες να μη συμβιβαστείς ξανά με τη μετριότητα;

Ακούγεσαι απόλυτος στ’ αυτιά των άλλων , αλλά φταίει η άγνοιά τους. Δε γνωρίζουν πόσο κακό κάνει σ’ έναν άνθρωπο των άκρων να μένει στη μέση της διαδρομής. Να τον καθυστερούν απ’ την απόλυτη ευτυχία ή απ’ το απόλυτο κενό έστω. Τι μπορεί να πονέσει έναν ευτυχισμένο; Και τι έναν που τίποτα δε νιώθει; Τίποτα!

Εσύ γεννήθηκες για ν’ αντιδράς, για ν’ αντιστέκεσαι σε ό,τι δε μιλά στην ψυχή σου, για να παλεύεις συνεχώς να φθάσεις απ’ τη μία άκρη στην άλλη, όχι για να σε καθυστερούν στη μέση της διαδρομής. Μόνο η αλήθεια ίσως βρίσκεται κάπου στη μέση όπως λέει ο σοφός λαός, όχι όμως η δική σου ευτυχία. Θα πάρεις την αλήθεια μαζί σου και θα συνεχίσεις να βαδίζεις με δύναμη μπροστά. Στο δρόμο για να τα κατακτήσεις όλα. Και θες να είναι όπως ακριβώς τα ονειρεύτηκες, όπως τα επιθύμησες.

Δε γεμίζεις από ενοχές που δε δίνεις πολλές ευκαιρίες στους ανθρώπους που συναντάς στο διάβα σου. Θα τις δώσεις όταν εκείνο που εσύ όρισες «κάτι ν’ αξίζει» θα διακόψει βίαια ή απαλά τη διαδρομή σου. Κι εκεί ακριβώς που θα το συναντήσεις, θα ‘ναι κι ο προορισμός που έψαχνες. Εκεί, που όλα όσα δεν έκανες, δεν είπες και δεν πρόσφερες σε κάθε μέτριο που συναντούσες, θα έχει τώρα αξία.

Τώρα θα εξετάσεις τις δυνάμεις σου, τις αντοχές σου, τις προθέσεις σου, τη δίψα σου για ζωή. Τώρα που βρήκες τον σύντροφο, τον φίλο, τον άνθρωπο που αλληλεπιδρά στην καρδιά σου. Τώρα δε θα ‘σαι απόλυτος. Τώρα θα γίνεις διαλλακτικός. Τώρα θα γίνεις τα πάντα. Τα πάντα, εκτός από μέτριος!

Θα βρεις την ισορροπία, εκεί που κανείς δεν πίστευε πως υπάρχει. Στην άκρη της τραμπάλας. Κι αν τύχει και πέσεις από εκεί και βρεθείς πεσμένος στο χώμα, γεμάτος από πληγές, μελανιές και σημάδια, δε θα θλίβεσαι που σ’ έριξε ο άλλος στο τίποτα.

Δεν ήταν μέτριο αυτό που έζησες…

Να διεκδικείς αυτό που σου αξίζει

Αποτέλεσμα εικόναςΌσο κοινότυπο και αν ακούγεται απαιτεί τέχνη. Την τέχνη πρωτίστως του να αναγνωρίσεις ό,τι σου αξίζει. Συχνά χάνουμε τα θέλω μας και υποδουλωνόμαστε… σε άλλους ανθρώπους, σε απαιτήσεις που δεν ανταποκρίνονται σε εμάς, σε καριέρες και ρόλους – πρότυπα που πολύ απέχουν από το αληθινό εγώ μας.

Τυχαίνει να θυσιάζουμε τον εαυτό μας, έστω και ασυνείδητα, προκειμένου να ικανοποιήσουμε μια ενδότερη ανάγκη μας, όχι εύκολα ορατή με λογική ματιά. Η θέλησή μας να μας αγαπούν και να μας αποδέχονται περικλείει από μόνη της ένα συμβιβασμό. «Θα γίνω όπως με θες». Έτσι θα με αγαπάς και θα με θέλεις. Αλλά τελικά θα γίνω αυτό που θες εσύ να είμαι. Έτσι σταδιακά αλλοιωνόμαστε. Ο ισχυρός επιβάλλει τα θέλω του πάνω μας και χωρίς να το καταλάβουμε εκπληρώνουμε τα θέλω κάποιου άλλου.

Θέλει τρομερό εσωτερικό αγώνα για να περιφρουρήσεις τον εαυτό σου. Όλα ξεκινούν από το να βρεις τα όριά σου και να βάλεις τους εσωτερικούς σου στρατιώτες να τα φυλάσσουν. Είναι το «όχι» που θα υπερασπιστεί τα σύνορά σου και το «θέλω σου» αυτό που θα πολεμήσει για τη διατήρησή τους. Χωρίς αυτά τα δύο παραχωρείς δικό σου έδαφος συνεχώς και όχι μόνο σε «εχθρούς». Συνήθως οι πιο «οικείοι» το κατακτούν, γι’ αυτό και πέφτουμε στην παγίδα να μην καταλαβαίνουμε πώς συνέβη ή απλά να το δικαιολογούμε που συνέβη.

Αξίζεις, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Βρες τις κορυφογραμμές σου και άρχισε να σκαρφαλώνεις προς αυτές. Πολλοί στο δρόμο θα σου επιτεθούν γιατί το εγώ σου δεν είναι και δικό τους εγώ. Θα σου προτείνουν άλλες διαδρομές και αν είσαι κουρασμένος θα πεισθείς εύκολα να αλλάξεις πορεία. Αλλά η πορεία προς τη δική σου κάθε κορυφή είναι μία. Μπορεί να σου φανεί μοναχική, αλλά δεν είναι. Θα έχεις την ωραιότερη συντροφιά που μπορείς να έχεις… τον εαυτό σου.

Το διάστημα δεν είναι κενό, εκεί εδράζονται οι πιο βίαιοι φυσικοί νόμοι

Η «ελεύθερη ενέργεια» είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται αρκετά τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν είναι και πολύ αρεστός από το κίνημα της ενέργειας. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν είναι κυριολεκτικά «ελεύθερη» ή όπως εμείς αντιλαμβανόμαστε το «ελεύθερη», δηλαδή δεν σημαίνει ότι η ενέργεια που χρησιμοποιούμε έρχεται από το πουθενά.

Προέρχεται από το κβαντικό κενό, το οποίο φαίνεται ότι βρίσκεται σε απεριόριστες ποσότητες, δεδομένου του γεγονότος ότι είναι αυτό που «φτιάχνει» το μέχρι σήμερα γνωστό σε εμάς σύμπαν.

Σίγουρα, η ηλιακή, αιολική ενέργεια και άλλες καθαρές μορφές της αποτελούν σπουδαίες πηγές ενέργειας για εμάς. Αλλά αυτό που δεν γνωρίζουν όλοι είναι ότι υπάρχουν και άλλοι πιο ανεπτυγμένοι τρόποι παραγωγής καθαρής ενέργειας που θα μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο μας από πολλές πλευρές. Παραδόξως, αυτές οι δυνατότητες έχουν αποδειχτεί από εκατοντάδες εργαστήρια σε όλο τον κόσμο, αλλά μέχρι τώρα δεν έχουν λάβει την ανάλογη δημοσιότητα.

Το κβαντικό κενό: Τι είναι;

Πριν από πολλά χρόνια, οι φυσικοί ανακάλυψαν ότι αυτό που αποκαλούμε «διάστημα» δεν είναι κενό, ότι υπάρχει ενέργεια στο σύμπαν και ότι είναι γεμάτο στοιχεία αόρατα στο γυμνό μάτι. Πρόκειται ακριβώς για τα άτομα, στροβιλιζόμενα και δονούμενα κομμάτια ενέργειας, που κάποτε γίνονταν αντιληπτά ως κενά και άδεια. Απ’ ότι φαίνεται, το «αόρατο» κυβερνά το «ορατό».
«Κανένα στοιχείο δεν είναι πιο σημαντικό απ’ αυτό· ότι το διάστημα δεν είναι κενό, αλλά εκεί εδράζονται οι πιο βίαιοι φυσικοί νόμοι» – John Wheeler
Αυτό περιγράφεται καλύτερα από το «φαινόμενο Casimir», το οποίο εξηγεί τη μηδενική ενέργεια σημείου. Οι εφαρμογές αυτής της θεωρίας είναι ευρύτατες και έχουν αναλυθεί εκτενώς από πολλούς ερευνητές σε όλο τον κόσμο. Σήμερα, αρχίζουμε πια να αντιλαμβανόμαστε ότι αυτές οι έννοιες δεν είναι μόνο θεωρητικές, αλλά κυρίως πρακτικές. Η επόμενη ερώτηση που ακολουθεί αυτή την ανακάλυψη είναι: πόση από αυτή την ενέργεια μπορεί να γίνει εκμεταλλεύσιμη και πόση μπορεί να παραχθεί;

Ο Nassim Haramein, ο οποίος ηγείται μιας ομάδας φυσικών, μηχανολόγων, μαθηματικών και άλλων επιστημόνων, για την εξερεύνηση των ορίων των αρχών ενοποίησης και των εφαρμογών τους, έδωσε μια ομιλία στο TEDx. Σε αυτή αναφέρει ότι: «Το διάστημα δεν είναι κενό, αλλά αντίθετα είναι γεμάτο ενέργεια… Η ενέργεια στο διάστημα δεν είναι καθόλου ασήμαντη ποσοτικά και μπορούμε να την υπολογίσουμε και να αποκαλυφθεί σε εμάς η πραγματικότητα. Γιατί όλα όσα βλέπουμε αναδύονται από εκείνο το διάστημα».

Οι Daniel C. Cole (καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης στο τμήμα μηχανολόγων μηχανικών) και ο φυσικός Harold E. Puthoff σε άρθρο τους αναφέρουν μεταξύ άλλων: «Πρόσφατα έχει προταθεί στη θεωρία η εξαγωγή ενέργειας και θερμότητας από μηδενική ακτινοβολία σημείου μέσω της χρήσης της δύναμης Casimir…».

Αυτοί οι ισχυρισμοί μας οδηγούν να σκεφτούμε ότι αυτές οι έννοιες δεν είναι μόνο αληθινές σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά και σε πρακτικό.  «Δεν πρόκειται για απλά αφελείς επιστήμονες με φανταστικές ιδέες. Είναι συμβατικές ιδέες, που έχουν δημοσιευτεί σε κανονικά επιστημονικά περιοδικά, οι οποίες λαμβάνονται σοβαρά τόσο από τον στρατό, όσο και από την ΝΑΣΑ» Dr. Harold E. Puthoff.

Υπάρχει κάποιο παράδειγμα;

«Όσο η προσοχή του κόσμου αποσπάται από το διαδίκτυο, τις ασήμαντες ειδήσεις και το τελευταίο κινητό smart phone υπνωτίζει τις μάζες, οι μηχανικοί και οι εφευρέτες εργάζονται σιωπηλά, προσπαθώντας να καταλάβουν τι εννοούσε ο Τesla όταν έλεγε ότι: «Πριν περάσουν πολλές γενιές, ο μηχανικός μας εξοπλισμός θα καθοδηγείται από μια ενέργεια που θα αποκτάται σε κάθε σημείο του σύμπαντος»- Toby Grotz.

Όσο αναλύουμε αυτές τις ιδέες, πρέπει να έχουμε στο νου μας και τον κόσμο της μυστικότητας. Υπάρχουν αρκετοί εφευρέτες που χρησιμοποιούν αυτές τις ιδέες, αλλά δυστυχώς «προστατεύονται» από προγράμματα εχεμύθειας και δεν έχουν τον απόλυτο έλεγχο της τεχνολογίας που παράγουν.

Και τέλος, ένα μέρος της ομιλίας του Tesla…

«Πριν περάσουν πολλές γενιές, ο μηχανικός μας μηχανισμός θα καθοδηγείται από μια ενέργεια που θα αποκτηθεί από κάθε σημείο του σύμπαντος. Αυτή η ιδέα δεν είναι καινούρια… Τη βρήκαμε στο γοητευτικό μύθο του Ανταίου που έπαιρνε δύναμη από τη Γη. Τη βρήκαμε ανάμεσα στους ευφυείς υπολογισμούς ενός εκ των λαμπρών μαθηματικών σας… Σε όλο το χώρο του σύμπαντος υπάρχει ενέργεια. Είναι τούτη η ενέργεια στατική ή κινητική; Αν είναι στατική τότε οι ελπίδες μας είναι μάταιες. Αν είναι κινητική – και εμείς γνωρίζουμε ότι είναι, μετά βεβαιότητος- τότε είναι απλά θέμα χρόνου το να προσαρμόσει ο άνθρωπος τα μηχανήματα που φτιάχνει στον τροχό της φύσης».

Η αγάπη, χτίζεται στην καθημερινότητα, στην τριβή και στα λάθη.

Σχετική εικόναΑγάπη, μια λέξη μικρή, αλλά τόσο σύνθετη και πολύπλευρη. Πώς να εξηγήσεις λεκτικά τι θα πει αγάπη; Η αγάπη είναι βίωμα, είναι μοίρασμα, είναι κατάθεση ψυχής και σύνδεση με τον άνθρωπο που έχεις απέναντι σου. Δεν είναι δεδομένη και αυτονόητη για κανέναν άνθρωπο και για καμία σχέση, ακόμα και για τη σχέση της μητέρας με το παιδί της. Για να νιώσεις αγάπη πρέπει να υπάρχουν κοινά βιώματα, κοινός χρόνος για να τον μοιράζεσαι και για να μαθαίνει ο ένας τον άλλον.

Υπακούει σε κανόνες και πρέπει; Τα πρέπει και οι κανόνες δεν χωράνε σε μια αληθινή, ουσιαστική και άνευ όρων αγάπη. Άλλωστε δεν υπάρχει κάποιος που να υπαγορεύει πώς πρέπει να αγαπάμε τους άλλους ή τι πρέπει να κάνουμε για να μας αγαπούν. Η αγάπη δεν βγαίνει με εγχειρίδιο χρήσης και με κάποιον μπούσουλα, ώστε να μας καθοδηγεί πώς πρέπει να αγαπάμε, τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται στην αγάπη. Αντίθετα με τα παραπάνω, την αγάπη για να τη νιώσεις πρέπει να υπάρχει σύνδεση και να χτίσεις τη σχέση σου μέρα με τη μέρα με τον άνθρωπο που έχεις απέναντι σου.

Η αγάπη είναι ζωή, καθημερινότητα και λάθη. Αν δεν μοιράζεσαι κοινά βιώματα στην καθημερινότητα σου είναι πιο δύσκολο να χτίσεις μια σχέση όπου η αγάπη θα είναι πηγαία. Αν δεν κάνεις λάθη, δεν είσαι αυθεντικός, αλλά προσποιείσαι για να αρέσεις και αυτά δεν συνάδει με την γνήσια αγάπη. Στην πραγματική αγάπη δεν έχουν χώρο οι μάσκες και οι καθωσπρεπισμοί. Οι άνθρωποι που έχουν μάθει να αγαπούν βαθιά, αληθινά και ουσιαστικά, δεν έχουν ανάγκη από το να προσποιούνται για να κερδίσουν την αποδοχή, αλλά έχουν μάθει να έχουν δίπλα τους ανθρώπους που τους αποδέχονται γι’ αυτό που είναι. Ίσως επειδή και οι ίδιοι από τους δικούς τους γονείς αυτό έχουν εισπράξει ως βίωμα και το μεταφέρουν στις δικές τους ενήλικες σχέσεις.

Αν θέλουμε λοιπόν να δομούμε ουσιαστικές σχέσεις με τους ανθρώπους γύρω μας και να βιώνουμε την αγάπη με την πραγματική της έννοια, είναι σημαντικό να βγάλουμε τα πρέπει και τους κανόνες από αυτές τις σχέσεις μας. Οι άνθρωποι που θα είναι γύρω μας να τους διαλέξουμε να μας αγαπούν γι’ αυτό που είμαστε και όχι με όρους και προϋποθέσεις και στη σχέση να έχουν χώρο τα λάθη και οι αποτυχίες. Χωρίς λάθη η ζωή είναι φτιαχτή και οι άνθρωποι ζουν πίσω από τις μάσκες τους. Ας δώσουμε την ευκαιρία να αποκτήσουμε πιο ουσιαστικές σχέσεις με ανθρώπους που πραγματικά θα μας γεμίζουν όχι με τύψεις και ενοχές, αλλά η επαφή μαζί τους θα μας κάνει να νιώθουμε την ουσιαστική σύνδεση και την πληρότητα μιας γεμάτης σχέσης.

Μην σχεδιάζεις το μέλλον, ό,τι είναι να γίνει θα γίνει στην ώρα του

Ό, τι είναι να γίνει θα γίνει στην ώρα του, και αυτό γιατί ο προορισμός του καθενός και το πεπρωμένο του δεν μπορούν να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Μερικές φορές οι καταστάσεις δείχνουν να μη μας ευνοούν και παρά τις προσπάθειές μας τα πράγματα δεν έρχονται όπως θα θέλαμε.

Τα όμορφα πράγματα δεν προγραμματίζονται, απλώς συμβαίνουν τυχαία στη ζωή μας και έτσι δεν χρειάζεται να αγχωνόμαστε γι’ αυτά. Γιατί αν κάτι είναι γραφτό να συμβεί, θα συμβεί ούτως ή άλλως. Ενώ αν κάτι άλλο δεν είναι γραφτό, τότε δεν θα συμβεί ποτέ. Είναι τόσο απλό.

Έτσι, για πολλά πράγματα στη ζωή μας που δεν εξαρτώνται από μας, καλό είναι να μην τα προγραμματίζουμε και να μην περιμένουμε τη στιγμή που θα έρθουν σε μας. Να σταματήσουμε να εφευρίσκουμε λόγους για τους οποίους εμμένουμε στο να ακολουθούμε ένα συγκεκριμένο μονοπάτι αναζήτησης και να αποδράσουμε από τον κόσμο των ατελέσφορων προσδοκιών και χρονοδιαγραμμάτων.

Η αποδοχή ότι τα πράγματα στη ζωή έρχονται με έναν απλούστερο τρόπο, απελευθερώνει τις αισθήσεις μας, με αποτέλεσμα να απολαμβάνουμε τη ζωή προσεγγίζοντας την ευτυχία με έναν πιο άνετο και ήρεμο τρόπο.

Διάφορα πράγματα στη ζωή μας έρχονται, φεύγουν και αλλάζουν ταυτόχρονα


Όλοι μας συμφωνούμε ότι είμαστε το σύνολο των τυχαίων γεγονότων που μας έχουν συμβεί και των επιθυμιών μας. Ωστόσο, μερικές φορές τα γεγονότα που έχουν συμβεί στη ζωή μας δεν αντιστοιχούν με τις επιθυμίες μας και είναι   δύσκολο για μας να δεχτούμε τις συνέπειες που συνεπάγονται. Κάτι τέτοιο μας κάνει ανήσυχους, μας αγχώνει και πικράνει την ύπαρξή μας.

Εδώ ταιριάζει μια διάσημη Αραβική παροιμία: Αν έχεις μια λύση στο πρόβλημά σου, γιατί να ανησυχείς; Και αν δεν έχεις, γιατί να προβληματίζεσαι;

Ίσως μοιάζει παράδοξο το ότι δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για τα προβλήματα που δεν μπορούμε να λύσουμε, αλλά το να τα αφήσουμε πίσω μας και να παραμείνουμε ήρεμοι, μερικές φορές είναι ο πιο σωστός δρόμος.

Από τα πρώτα πράγματα που καλό είναι να παραδεχόμαστε είναι ότι υπάρχουν καταστάσεις που είναι πέρα από τον έλεγχό μας και εμείς το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να αφήνουμε τη ζωή να κυλά και να αποδεχόμαστε τα γεγονότα που μας τυχαίνουν.

Δεν είμαστε το κέλυφος της ύπαρξης, αλλά η ανάσα της


Είμαστε αυτά που τρώμε, τα εμπόδια στα οποία σκοντάφτουμε, οι γρατσουνιές που δεν επουλώνονται στο σώμα και η πράξη του τέλος της ζωής μας. Δεν είμαστε μόνο τα χαμόγελα, οι χαρές και οι αλήθειες, αλλά επίσης τα ψέματα (αυτά που λέμε στους άλλους και αυτά που λέμε στον εαυτό μας), είμαστε οι επικρίσεις και τα δάκρυα που δεν έχουμε χύσει.

Έτσι, αν θέλαμε να εντοπίσουμε κάθε κομμάτι από το οποίο αποτελούμαστε, θα ήταν κάτι περισσότερο από μια περίπλοκη διαδικασία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ανησυχούμε για το αν θα είμαστε ευτυχισμένοι ή για το τι μας επιφυλάσσει η ζωή στη συνέχεια.

Τα παραπάνω δεν έχουν να κάνουν με το αν πιστεύει ή δεν πιστεύει κάποιος στην τύχη, αντιθέτως μας διδάσκουν πως πρέπει να αφήνουμε τα γεγονότα να μας εκπλήσσουν και, συνεπώς, να αφήνουμε ανοιχτά τα παράθυρα των συναισθημάτων μας και να παραμένουμε χαλαροί, ώστε να αναζωπυρώσουμε τα αισθήματα μας.

Μερικές φορές είναι απαραίτητο να απελευθερώσουμε τον εαυτό μας και να αφήσουμε κατά μέρος τις προσδοκίες μας. Δηλαδή, θα πρέπει να αδειάσουμε το μυαλό μας από τις σκέψεις του, προκειμένου να αποκτήσουμε μια νέα προοπτική. Ας μετρήσουμε μέχρι το δέκα παίρνοντας μια ανάσα γεμίζοντας τους πνεύμονές με οξυγόνο. Αυτό θα μας προφυλάξει από τις χαμένες ευκαιρίες και από το να μετανιώσουμε γι’ αυτά που έχουμε χάσει. Όταν πρέπει να τελειώνουμε μια περίοδο, πρέπει να το κάνουμε, να σεβόμαστε τα σημεία στίξης που χρησιμοποιήσαμε και να ξεκινάμε μια νέα παράγραφο.

Ο Νίτσε έλεγε πως ό, τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό και είναι ακριβώς αυτή η ώθηση που μας δίνει τη δύναμη να περπατήσουμε χιλιόμετρα δύσβατων μονοπατιών ξυπόλυτοι. Η αλήθεια είναι πως σε αυτές τις περιπτώσεις έχουμε την ευκαιρία να ξεχωρίσουμε και να παραμερίσουμε τα λάθη του παρελθόντος και να πλεύσουμε πιο γρήγορα σε νέα πράγματα με το αεράκι της αλλαγής.

Να θυμάστε ότι τα μέρη του εαυτού μας που είναι χαλαρά συνδεδεμένα χάνουν συνήθως τη δύναμη που χρειάζονται για να τεθούν σε λειτουργία. Έτσι, δεν χρειάζεται να ξοδεύουμε τη ζωή μας στο παρελθόν μιας και οι δείκτες του ρολογιού δεν κινούνται προς τα πίσω.

Κοιτάξτε μόνο μπροστά, μάθετε να χαλαρώνετε, να εξετάζετε πολύ προσεκτικά τις άσχημες σκέψεις που περνούν από το μυαλό σας και να συλλογίζεστε τη ζωή με υπομονή. Μην επιδιώκετε να σχεδιάζετε κάθε χιλιοστό της διαδρομής σας στη ζωή. Μερικές φορές το μόνο που χρειάζεται είναι να μάθετε να εστιάζετε σωστά σε αυτά που σας έρχονται, να εντοπίζετε τις ευκαιρίες και να εμπνέεστε από την τύχη.

Όταν αγαπηθείς αληθινά, δεν θα νιώσεις ποτέ ξανά μόνος

Αποτέλεσμα εικόναςΠοιος άνθρωπος που αγαπήθηκε είναι φτωχός;

Αγάπη. Σίγουρα δεν είναι μόνο αυτό που πιστεύουμε. Δεν είναι η καθαρτική απελευθέρωση καταπιεσμένων συναισθημάτων. Δεν είναι η εκστατική έκφραση των σωματικών μας παροτρύνσεων. Σίγουρα δεν είναι ο γάμος.

Ίσως όλα αυτά μαζί να αποτελούν τις συνιστώσες μίας σχέσης αγάπης, αλλά σε καμία περίπτωση δεν εγκλείουν αυτό που πραγματικά σημαίνει ν᾽αγαπάς ή να αγαπιέσαι. Το να σ᾽αγαπούν σημαίνει πως κάποιος άλλος κατανοεί πραγματικά συμπαθητικά, θα έλεγα, τον εαυτό σου.

Αυτός που σ᾽αγαπά βγαίνει έξω από την προσωπική του εμπειρία για να σε δει αληθινά, να σε διαβάσει, να σε “ρουφήξει” με όποιον τρόπο μπορεί. Και το κάνει.

Η αγάπη είναι η ζεστασιά της αληθινής ενσυναίσθησης, η φυσική καλοσύνη και η εκτίμηση που προκύπτει, όταν είμαστε σε ψυχική συμφωνία με ένα άλλο άτομο.

Η αγάπη δεν είναι μόνο ένα συναίσθημα. Η αγάπη είναι επιλογή. Το να γνωρίζεις πως θα μπορούσες να κάνεις τα πάντα για κάποιον άλλον, αυτό είναι αγάπη. Η αγάπη δε γνωρίζει από εγωισμούς. Αυτό δε θα μπορούσε να είναι αγάπη.

Είναι δόσιμο, δυνατό, συνειδητό, ολοκληρωτικό και απελευθερωμένο από στερεότυπα και ταμπού. Είναι στιγμές, που μας ζωγραφίζουν χαμόγελα στο πρόσωπο και ξυπνούν τις ψυχές μας, κάνοντας μας να νιώθουμε πιο ζωντανοί από ποτέ.

Ανεξάρτητα από το πόσο διαφέρουμε ως άνθρωποι, όταν μιλάμε για αγάπη, τα συναισθήματα που γεννιούνται, φαίνονται να είναι όμοια σε όλους μας. Τα πόδια ξεκολλάνε σταδιακά από τη γη, οι μέρες μας φωτίζονται, οι νύχτες μας γίνονται νοσταλγικές και όσοι έχουν αγαπηθεί δυνατά, μπορούν να σε διαβεβαιώσουν, πως η αγάπη είναι μία έννοια που ξεπερνά όλα τα όρια, μία αληθινή μαγεία, μέσα στην οποία βιώνεις στιγμές απόλυτης ευτυχίας.

Το να σ᾽αγαπούν σημαίνει πως σε αποδέχονται όπως ακριβώς είσαι, με τα στραβά σου και τα ελαττώματά σου, τα οποία βρίσκουν ένα μοναδικό τρόπο να σε κάνουν να τα ξεχάσεις και μένεις να απορείς, πώς γίνεται κάποιος να θαυμάζει τον εαυτό σου περισσότερο από εσένα!

Η αγάπη είναι ικανή να σε κάνει να νιώσεις ανίκητη, σα να μπορείς να καταφέρεις τα πάντα. Και μπορείς, γιατί όλα λάμπουν λίγο περισσότερο και έχεις τη δύναμη και το κουράγιο να τολμήσεις πράγματα, που δεν είχες σκεφτεί ότι είσαι ικανή να καταφέρεις. Εξάλλου, γνωρίζεις πως έχεις τον προσωσωπικό σου θαυμαστή να σε περιμένει στη γωνία, που θα σε χειροκροτήσει ακόμη κι αν τα ᾽χεις κάνει θάλασσα, μόνο και μόνο που το προσπάθησες.

Όταν αγαπιέσαι, βιώνεις την απόλυτη έμπνευση και έχεις ένα ισχυρό κίνητρο για να μην τα παρατάς, γιατί με την αγάπη η ζωή είναι ωραία. Ακόμη και αν έχει σκαμπανεβάσματα, νιώθεις αρκετά δυνατή να τα ξεπεράσεις με δύναμη και αισιοδοξία.

Όταν θα νιώσεις τα φτερά της αγάπης να απλώνονται γύρω σου, θα είσαι μακαρίως χαρούμενη όλη την ώρα, θα χαμογελάς σε ξένους και θα τους καλημερίζεις, κάνοντας τους να σε κοιτάζουν παράξενα, θα γίνεις εκατό φορές πιο ρομαντική απ᾽όσο είσαι ήδη και θα καταλάβεις πως δυστυχισμένοι είναι οι άνθρωποι, που ποτέ δεν άφησαν ελεύθερες τις ψυχές τους στα δικά της, μοναδικά περπατήματα.

Η αγάπη θα σε γεμίσει ελπίδα και θα σε κάνει να πιστέψεις σε ένα ευτυχισμένο τέλος. Η στιγμή που το ζεις σου μαθαίνει πως όλα είναι δυνατά, όταν αγαπάς, ακόμη και να συγχρονίσεις την ανάσα σου με τη δική του, λίγο πριν σας πάρει ο ύπνος.

Όταν κάποιος σε αγαπάει, θα σταματήσει στη μέση του δρόμου, καθώς κάνετε την καθιερωμένη σας απογευματινή βόλτα, μόνο και μόνο για να σε πάρει μια σφιχτή αγκαλιά και να σε κάνει να νιώσεις πως κανένα σπίτι δε θα είναι όμορφο και ζεστό, αν δεν περιλαμβάνει απαραιτήτως αυτόν, τα χέρια του, την αγκαλιά του, που μπαίνεις μέσα και κουμπώνεις, που μέσα της δεν τρυπώνει ποτέ το κρύο και οι άσχημες σκέψεις εξανεμίζονται μαζί με τους φόβους σου.

Όταν αγαπηθείς αληθινά, δε θα νιώσεις ποτέ ξανά μόνη, γιατί θα υπάρχει κάποιος που δε θα αντέχει τη ζωή του χωρίς εσένα. Κι αυτό αρκεί για να σκεφτείς πως είναι όμορφο να αγαπάς, αλλά γίνεται απίστευτα γοητευτικό, όταν σ᾽αγαπούν, ξέρουν να στο δείξουν και δεν παραλείπουν να το λένε!

Ο πόνος, αντίθετα με την απόλαυση, δεν κρύβεται πίσω από μάσκες

Αποτέλεσμα εικόναςΥπάρχουν τόσα πολλά που θέλω ακόμη να κάνω, ώστε θα το θεωρούσα αληθινή τραγωδία αν ο θάνατος με εμπόδιζε να ολοκληρώσω τουλάχιστον ένα μικρό μέρος. Βλέπω να ανοίγονται μπροστά μου καινούριες οπτικές στην τέχνη και τη ζωή, που η καθεμιά είναι μια νέα μέθοδος ν’ αγγίξεις την τελειότητα. Είναι για μένα ένας καινούριος κόσμος και δε θέλω να πεθάνω πριν τον εξερευνήσω. Θέλεις να μάθεις ποιος είναι αυτός ο καινούριος κόσμος; Δεν είναι δύσκολο να το μαντέψεις. Είναι ο κόσμος που έζησα δυο χρόνια στη φυλακή. Η θλίψη, λοιπόν, και τα διδάγματα που παίρνω απ’ αυτήν είναι ο καινούριος μου κόσμος.

Άλλοτε, η ζωή μου όλη ήταν αφιερωμένη στην απόλαυση. Γύριζα την πλάτη σε κάθε είδους πόνο και λύπη. Τα σιχαινόμουν και τα δυο. Αποφάσισα να τα αγνοήσω όσο μπορούσα περισσότερο: τα αντιμετώπιζα σαν μορφές ατελείς. Δεν αποτελούσαν μέρος του σχεδίου μου για τη ζωή. Δεν είχαν θέση στη φιλοσοφία μου. Η μητέρα μου, που ήξερε όλες τις όψεις της ζωής, μου ανέφερε συχνά τους στίχους του Γκαίτε — γραμμένους απ’ τον Καρλάιλ σ’ ένα βιβλίο που της είχε χαρίσει πριν από πολλά χρόνια και μεταφρασμένους, υποθέτω, απ’ τον ίδιο;

Όποιος δε έφαγε ποτέ ψωμί με θλίψη, όποιος δεν πέρασε τις νύχτες του με δάκρυ προσμένοντας να ‘ρθει καινούρια αυγή — ακόμα δε σας γνώρισε, ουράνιες δυνάμεις.

Ήταν οι στίχοι που η ευγενική βασίλισσα της Πρωσίας, έχοντας υποστεί τη βάναυση μεταχείριση του Ναπολέοντα, ανέφερε συχνά στην ταπεινωτική εξορία της – τους χρησιμοποιούσε συχνά η μητέρα μου στα τελευταία ταραγμένα χρόνια της ζωής της. Εγώ αρνιόμουν κατηγορηματικά να αποδεχτώ ή να ομολογήσω την τεράστια αλήθεια που κρυβόταν μέσα τους. Δεν μπορούσα να την καταλάβω. Το συνηθισμένο μου σχόλιο ήταν πως δεν είχα καμία όρεξη να τρώω ψωμί με θλίψη ή να περάσω έστω και μια νύχτα θρηνώντας και προσμένοντας μιαν ακόμη πιο πικρή χαραυγή.

Δε μου περνούσε στιγμή απ’ το μυαλό ότι ήταν ένα απ’ τα χτυπήματα που φύλαγαν οι Μοίρες για μένα, ότι έναν ολόκληρο χρόνο στη ζωή μου θα έκανα ακριβώς αυτά τα δυο πράγματα. Ήταν όμως γραμμένο στο πεπρωμένο μου – μόνο κατά τη διάρκεια των λίγων τελευταίων μηνών κατάφερα, μετά από τρομερές δυσκολίες και αγώνες, να κατανοήσω λίγο τα διδάγματα που κρύβονται στην καρδιά του πόνου. Κληρικοί και άνθρωποι που χρησιμοποιούν διάφορα ρητά χωρίς την απαιτούμενη γνώση, χαρακτηρίζουν μερικές φορές τον πόνο ως μυστήριο.

Στην πραγματικότητα, ο πόνος φωτίζει την καρδιά σαν αποκάλυψη.

Διακρίνεις πράγματα που δεν έβλεπες προηγουμένως. Προσεγγίζεις ολόκληρη την ιστορία του ανθρωπίνου γένους από μια διαφορετική σκοπιά. Όλ’ αυτά που διαισθανόμουν για την τέχνη, αμυδρά κι από ένστικτο, τα συνειδητοποιώ τώρα νοητικά και συναισθηματικά με απόλυτη καθαρότητα και ακραία ένταση.

Τώρα καταλαβαίνω πως η θλίψη, όντας η υπέρτατη συγκίνηση που μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος, αποτελεί δοκιμασία κι επισφράγισμα κάθε μεγάλης τέχνης. Μόνιμη επιδίωξη του καλλιτέχνη είναι να φτάσει σ’ εκείνο τον τρόπο ύπαρξης, όπου σώμα και ψυχή ενώνονται σε μιαν αδιαίρετη μονάδα — όπου το εξωτερικό είναι έκφραση του εσωτερικού και η μορφή αποκαλύπτει το περιεχόμενο. Δεν είναι λίγοι οι δρόμοι που οδηγούν σ αυτή την κατάσταση· οι νέοι και οι τέχνες που ασχολούνται με τους νέους μπορούν να χρησιμεύσουν ως υπόδειγμα σε κάποια δεδομένη στιγμή· η σύγχρονη ζωγραφική τοπίων, που αποδίδει τις εντυπώσεις με λεπτότητα κι ευαισθησία, υποβάλλει την ιδέα ότι στα εξωτερικά αντικείμενα κατοικεί ένα πνεύμα που περιβάλλεται από τη γη, τον αέρα, την ομίχλη και τις πολιτείες· με τις νοσηρές της διαθέσεις, την ατμόσφαιρα, τους τόνους και τα χρώματα πραγματώνει για μας παραστατικά αυτό που είχαν πετύχει με απαράμιλλη πλαστική τελειότητα οι Έλληνες. Ένα σύνθετο παράδειγμα είναι η μουσική, όπου το περιεχόμενο υποτάσσεται στη μορφή κι αποτελεί μιαν αδιαχώριστη ενότητα. Απλό παράδειγμα θα ήταν ένα λουλούδι ή ένα παιδί. Το πληρέστερο πρότυπο όμως τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη είναι η θλίψη.

Πίσω απ’ τη χαρά και το γέλιο μπορεί να κρύβεται μια ιδιοσυγκρασία βάναυση, τραχιά, χωρίς ευαισθησίες. Πίσω απ’ τη θλίψη όμως υπάρχει πάντα η θλίψη. Ο πόνος, αντίθετα με την απόλαυση, δεν κρύβεται πίσω από μάσκες. Η αλήθεια στην τέχνη δεν προϋποθέτει αντιστοιχία ανάμεσα στη βασική ιδέα και τη συμπτωματική ύπαρξη δεν είναι ομοιότητα σχήματος και σκιάς, είδωλο της μορφής στο κρύσταλλο του καθρέφτη· δεν είναι ηχώ που επιστρέφει απ΄τα κοιλώματα του λόφου, ούτε αργυρό πηγάδι στην κοιλάδα, που δείχνει την εικόνα του φεγγαριού στο φεγγάρι και την εικόνα του Ναρκίσσου στο Νάρκισσο. Η αλήθεια στην τέχνη είναι η ενότητα ενός πράγματος με τον εαυτό του- το εξωτερικό γίνεται έκφραση του εσωτερικού- η ψυχή αποκτά υλική υπόσταση και το σώμα μεταλαβαίνει ψυχικής ουσίας. Γι’ αυτό το λόγο, καμιά άλλη αλήθεια δε συγκρίνεται με την αλήθεια της θλίψης. Μερικές φορές μάλιστα, μου φαίνεται πως η θλίψη είναι η μόνη αλήθεια. Όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν με ψευδαισθήσεις, κίβδηλα κατασκευάσματα προορισμένα να τυφλώνουν το μάτι ή να χορταίνουν την επιθυμία. Από τη θλίψη όμως έχει φτιαχτεί ο κόσμος όλος, και στη γέννηση ενός παιδιού ή ενός άστρου υπάρχει πάντα ο πόνος.

Μα περισσότερο απ’ όλα, η θλίψη περιβάλλεται πάντα από μια έντονη, ασυνήθιστη αίσθηση της πραγματικότητας. Είπα προηγουμένως πως οι σχέσεις μου με την τέχνη και τον πολιτισμό της εποχής μου υπήρξαν συμβολικές. Μέσα σ’ αυτό το κάτεργο όλοι οι συγκρατούμενοι μου έχουν συμβολική σχέση με το υπέρτατο μυστικό της ζωής. Γιατί το μυστικό της ζωής είναι ο πόνος. Αυτός κρύβεται πίσω απ’ όλα τα πράγματα. Από την αρχή της ζωής μας νιώθουμε τόσο έντονα τη διαφορά του γλυκού απ’ το πικρό, που αναπόφευκτα κατευθύνουμε όλες μας τις επιθυμίες στις απολαύσεις, αποζητώντας όχι απλώς «ένα δυο μήνες να φάμε απ’ την κερήθρα», αλλά να μη γευτούμε άλλη τροφή σ’ όλη μας τη ζωή, αγνοώντας στο μεταξύ πως η ψυχή μας ίσως λιμοκτονεί.

Θυμάμαι τη συζήτηση που είχα κάποτε γύρω απ’ αυτό το θέμα με μιαν απ’ τις πιο γοητευτικές προσωπικότητες που γνώρισα στη ζωή μου: μια κυρία που η συμπάθεια και η καλοσύνη της για μένα, πριν και μετά την τραγωδία της φυλάκισής μου, δεν περιγράφεται με λόγια· χωρίς να το ξέρει, με την παρουσία της και μόνο, με το να είναι αυτό που είναι – ένα ιδανικό και συνάμα ανθρώπινη, με βοήθησε πραγματικά, όσο κανείς άλλος στον κόσμο, να μη λυγίσω κάτω απ’ το φορτίο των βασάνων μου. Λειτούργησε σαν πρότυπο που ονειρευόμουν να το φτάσω και ταυτόχρονα χειροπιαστή βοήθεια για να πετύχω το σκοπό αυτό. Είναι μια ψυχή που αποπνέει ευωδιά στον αέρα και δίνει στην πνευματικότητα όψη απλή και φυσική σαν το φως του ήλιου ή τη θάλασσα, μια γυναίκα που πιστεύει ότι ομορφιά και θλίψη περπατούν χέρι χέρι και μεταφέρουν το ίδιο μήνυμα. Της έλεγα ότι τα βάσανα που κρύβει ένα σοκάκι του Λονδίνου είναι αρκετή απόδειξη πως ο Θεός δεν αγαπάει τον άνθρωπο, ότι φτάνει να υπάρχει έστω και μία καρδιά που βασανίζεται απ’ τη θλίψη, έστω κι ένα παιδάκι που κλαίει στη γωνιά του κήπου για μιαν αταξία που έκανε ή δεν έκανε, για να αμαυρώσει το πρόσωπο της δημιουργίας. Έπεφτα τελείως έξω. Μου το είπε αλλά ήταν αδύνατο να την πιστέψω. Στη σφαίρα που βρισκόμουν τότε, δεν μπορούσα να πιστέψω κάτι τέτοιο. Τώρα μου φαίνεται πως μοναδική εξήγηση για τα περίσσια βάσανα στη γη είναι η αγάπη. Δεν μπορώ να φανταστώ καμιά άλλη εξήγηση κι έχω πειστεί πως αν ο κόσμος έχει χτιστεί με θλίψη, τα χέρια που τον έχτισαν είναι χέρια αγάπης, γιατί με κανέναν άλλο τρόπο δε θα μπορούσε η ψυχή του ανθρώπου, που για χάρη της έγινε ο κόσμος, να υψωθεί ως τις ανώτατες βαθμίδες της τελειότητας. Απολαύσεις για το όμορφο σώμα, αλλά πόνος για την όμορφη ψυχή·

Θα έδειχνε ίσως υπερβολική έπαρση ο ισχυρισμός ότι είμαι απολύτως σίγουρος για τέτοια θέματα. Πέρα μακριά, σαν τέλειο μαργαριτάρι, φαίνεται η Πολιτεία του Θεού. Κι είναι τόσο όμορφη, που θαρρείς πως ένα παιδάκι περπατώντας μια μέρα καλοκαιρινή μπορεί να τη φτάσει. Ένα παιδί θα μπορούσε. Για μένα όμως και τους ομοίους μου δεν είναι τόσο εύκολο. Κι αν προς στιγμήν φωτίζεται το μυαλό μας, η γνώση χάνεται στις ατέλειωτες ώρες που ακολουθούν με πόδια ασήκωτο μολύβι. Είναι τόσο δύσκολο να κρατηθείς «σε ύψη αντάξια της ψυχής». Υψώνεται η σκέψη στην αιωνιότητα, μα προχωρούμε αργά μέσα στο χρόνο· και δε χρειάζεται να ξαναπώ πόσο αργά κυλάει ο χρόνος στη φυλακή, πόσο συχνά η κούραση και η απόγνωση τρυπώνουν στο κελί μας και στο κελί της καρδιάς μας με μια τόσο παράξενη επιμονή, που αναγκαζόμαστε να συγυρίζουμε με βαριά καρδιά το σπιτικό, σαν να περιμένουμε κάποιον ανεπιθύμητο μουσαφίρη, ένα σκληρό αφέντη ή ένα σκλάβο, που είμαστε σκλάβοι του, γιατί έτσι το ’φερε η τύχη ή έτσι το θελήσαμε εμείς.

Και μολονότι οι φίλοι μου δε θα το παραδεχτούν, η αλήθεια είναι ότι διδάσκονται το μάθημα της ταπεινοφροσύνης πιο εύκολα όσοι ζουν στην ξεγνοιασιά και την άνεση, παρά εγώ που αρχίζω τη μέρα μου γονατίζοντας για να σφουγγαρίσω το πάτωμα του κελιού μου. Γιατί η ζωή στη φυλακή, με τους ατέλειωτους περιορισμούς και τις στερήσεις, σε κάνει να επαναστατείς. Και το τρομερό δεν είναι ότι η εξέγερση συντρίβει την καρδιά -οι καρδιές είναι πλασμένες για να συντρίβονται — αλλά ότι την κάνει σκληρή σαν πέτρα. Είναι φορές που νιώθεις πως μόνο με πρόσωπο από ατσάλι και με το σαρκασμό στα χείλη μπορείς ν’ αντέξεις τη μέρα ως το τέλος. Ο εξεγερμένος δεν μπορεί να λάβει τη θεία χάρη για να μεταχειριστώ μια φράση τόσο προσφιλή- πολύ δικαιολογημένα, νομίζω – στην Εκκλησία. Στη ζωή, όπως και στην τέχνη, το πνεύμα της έγερσης υψώνει ανυπέρβλητα εμπόδια στους δρόμους της ψυχής και δεν αφήνει να περνούν οι ουράνιες αύρες. Όμως εγώ πρέπει να τα μάθω όλ’ αυτά εδώ μέσα, αν είναι κάπου να τα μάθω. και η καρδιά μου να γεμίζει χαρά όταν τα πόδια μου πατούν το σωστό μονοπάτι, όταν το πρόσωπό μου βλέπει προς «την πύλη που τη λένε ωραία», κι ας βουλιάζω κάποτε στο βούρκο, κι ας ξεστρατίζω άλλες φορές μες στην πυκνή ομίχλη.

Αυτή η Καινούρια Ζωή, όπως μ’ αρέσει να την ονομάζω από αγάπη για τον Δάντη, δεν είναι φυσικά μια άλλη ζωή, αλλά απλώς συνέχεια της προηγούμενης ζωής μου που αναπτύσσεται και εξελίσσεται. Θυμάμαι πως όταν ήμουν στην Οξφόρδη τελειόφοιτος, ένα πρωινό έκανα βόλτα με κάποιο φίλο μου στο πάρκο του Κολεγίου της Μαγδαληνής, και περπατώντας στα δροσερά, γεμάτα πουλιά μονοπάτια, είπα πως ήθελα να δαγκώσω τον καρπό όλων των δέντρων που φυτρώνουν στο περιβόλι του κόσμου και πως θα έβγαινα στη ζωή κυριευμένος απ’ αυτό το πάθος. Κι έτσι ακριβώς έγινε. Το μοναδικό μου λάθος ήταν ότι περιορίστηκα αποκλειστικά στα δέντρα της ηλιοφώτιστης μεριάς του κήπου, αποφεύγοντας τις ανήλιες, σκοτεινές γωνιές. Η αποτυχία, η ατίμωση, η ανέχεια, η στεναχώρια, η αγωνία, ο πόνος, ακόμη και τα δάκρυα, τα σπασμένα λόγια που βγαίνουν από χείλη βασανισμένα, οι τύψεις που στρώνουν το δρόμο του ανθρώπου με αγκάθια, η συνείδηση που καταδικάζει, ο αυτοεξευτελισμός που τιμωρεί, η δυστυχία που ρίχνει στάχτη στο κεφάλι της, η απόγνωση που φοράει τσουβαλένιο σάκο και γεμίζει το ποτήρι της με χολή — όλ’ αυτά με τρόμαζαν. Εγώ, που έλεγα πως δεν ήθελα ούτε να τα ξέρω, τα γεύτηκα ένα ένα με τη σειρά και ήρθε καιρός που γίνηκαν μοναδική τροφή μου.

ΟΣΚΑΡ ΓΟΥΑΪΛΝΤ, De profundis