Πέμπτη 17 Αυγούστου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Περὶ τοῦ στεφάνου (117-120)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Περὶ τοῦ στεφάνου[117] Τούτων ἕκαστος, Αἰσχίνη, τῆς μὲν ἀρχῆς ἧς ἦρχεν ὑπεύθυνος ἦν, ἐφ᾽ οἷς δ᾽ ἐστεφανοῦτο οὐχ ὑπεύθυνος. οὐκοῦν οὐδ᾽ ἐγώ· ταὐτὰ γὰρ δίκαι᾽ ἐστί μοι περὶ τῶν αὐτῶν τοῖς ἄλλοις δήπου. ἐπέδωκα· ἐπαινοῦμαι διὰ ταῦτα, οὐκ ὢν ὧν ἔδωχ᾽ ὑπεύθυνος. ἦρχον· καὶ δέδωκά γ᾽ εὐθύνας ἐκείνων, οὐχ ὧν ἐπέδωκα. νὴ Δί᾽, ἀλλ᾽ ἀδίκως ἦρξα. εἶτα παρών, ὅτε μ᾽ εἰσῆγον οἱ λογισταί, οὐ κατηγόρεις;

[118] Ἵνα τοίνυν ἴδηθ᾽ ὅτι αὐτὸς οὗτός μοι μαρτυρεῖ ἐφ᾽ οἷς οὐχ ὑπεύθυνος ἦν ἐστεφανῶσθαι, λαβὼν ἀνάγνωθι τὸ ψήφισμ᾽ ὅλον τὸ γραφέν μοι. οἷς γὰρ οὐκ ἐγράψατο τοῦ προβουλεύματος, τούτοις ἃ διώκει συκοφαντῶν φανήσεται. λέγε.

ΨΗΦΙΣΜΑ.
[Ἐπὶ ἄρχοντος Εὐθυκλέους, πυανεψιῶνος ἐνάτῃ ἀπιόντος, φυλῆς πρυτανευούσης Οἰνῇδος, Κτησιφῶν Λεωσθένους Ἀναφλύστιος εἶπεν· ἐπειδὴ Δημοσθένης Δημοσθένους Παιανιεὺς γενόμενος ἐπιμελητὴς τῆς τῶν τειχῶν ἐπισκευῆς καὶ προσαναλώσας εἰς τὰ ἔργα ἀπὸ τῆς ἰδίας οὐσίας τρία τάλαντα ἐπέδωκε ταῦτα τῷ δήμῳ, καὶ ἐπὶ τοῦ θεωρικοῦ κατασταθεὶς ἐπέδωκε τοῖς ἐκ πασῶν τῶν φυλῶν θεωροῖς ἑκατὸν μνᾶς εἰς θυσίας, δεδόχθαι τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ τῷ Ἀθηναίων ἐπαινέσαι Δημοσθένην Δημοσθένους Παιανιέα ἀρετῆς ἕνεκα καὶ καλοκαγαθίας ἧς ἔχων διατελεῖ ἐν παντὶ καιρῷ εἰς τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων, καὶ στεφανῶσαι χρυσῷ στεφάνῳ, καὶ ἀναγορεῦσαι τὸν στέφανον ἐν τῷ θεάτρῳ Διονυσίοις τραγῳδοῖς καινοῖς· τῆς δὲ ἀναγορεύσεως ἐπιμεληθῆναι τὸν ἀγωνοθέτην].

[119] Οὐκοῦν ἃ μὲν ἐπέδωκα, ταῦτ᾽ ἐστὶν ὧν οὐδὲν σὺ γέγραψαι· ἃ δέ φησιν ἡ βουλὴ δεῖν ἀντὶ τούτων γενέσθαι μοι, ταῦτ᾽ ἔσθ᾽ ἃ διώκεις. τὸ λαβεῖν οὖν τὰ διδόμεν᾽ ὁμολογῶν ἔννομον εἶναι, τὸ χάριν τούτων ἀποδοῦναι παρανόμων γράφει. ὁ δὲ παμπόνηρος ἄνθρωπος καὶ θεοῖς ἐχθρὸς καὶ βάσκανος ὄντως ποῖός τις ἂν εἴη πρὸς θεῶν; οὐχ ὁ τοιοῦτος;

[120] Καὶ μὴν περὶ τοῦ γ᾽ ἐν τῷ θεάτρῳ κηρύττεσθαι, τὸ μὲν μυριάκις μυρίους κεκηρῦχθαι παραλείπω καὶ τὸ πολλάκις αὐτὸς [ἐστεφανῶσθαι] πρότερον. ἀλλὰ πρὸς θεῶν οὕτω σκαιὸς εἶ καὶ ἀναίσθητος, Αἰσχίνη, ὥστ᾽ οὐ δύνασαι λογίσασθαι ὅτι τῷ μὲν στεφανουμένῳ τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ στέφανος, ὅπου ἂν ἀναρρηθῇ, τοῦ δὲ τῶν στεφανούντων εἵνεκα συμφέροντος ἐν τῷ θεάτρῳ γίγνεται τὸ κήρυγμα; οἱ γὰρ ἀκούσαντες ἅπαντες εἰς τὸ ποιεῖν εὖ τὴν πόλιν προτρέπονται, καὶ τοὺς ἀποδιδόντας τὴν χάριν μᾶλλον ἐπαινοῦσι τοῦ στεφανουμένου· διόπερ τὸν νόμον τοῦτον ἡ πόλις γέγραφεν. Λέγε δ᾽ αὐτόν μοι τὸν νόμον λαβών.

ΝΟΜΟΣ.
[Ὅσους στεφανοῦσί τινες τῶν δήμων, τὰς ἀναγορεύσεις τῶν στεφάνων ποιεῖσθαι ἐν αὐτοῖς ἑκάστους τοῖς ἰδίοις δήμοις, ἐὰν μή τινας ὁ δῆμος ὁ τῶν Ἀθηναίων ἢ ἡ βουλὴ στεφανοῖ· τούτους δ᾽ ἐξεῖναι ἐν τῷ θεάτρῳ Διονυσίοις].

***
[117] Καθένας από αυτούς, Αισχίνη, ήταν υπόχρεος σε έλεγχο για το αξίωμα που κατείχε και όχι για τις υπηρεσίες για τις οποίες τιμώνταν με στεφάνι. Επομένως, ούτε και εγώ είμαι υπόχρεος σε έλεγχο· γιατί για τις ίδιες περιπτώσεις έχω ασφαλώς τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους. Έκανα δωρεές, επαινούμαι γι᾽ αυτές και δεν υπόκειμαι σε έλεγχο για όσα έδωσα. Άσκησα εξουσία και έχω υποβληθεί σε έλεγχο για εκείνες τις ενέργειές μου και όχι για τις δωρεές που έκανα. Αλλά, μά τον Δία, ίσως έκανα άδικη άσκηση εξουσίας· τότε γιατί, ενώ ήσουν παρών όταν οι ελεγκτές με εισήγαγαν σε δίκη, δεν με κατηγορούσες;

[118] Για να δείτε λοιπόν ότι αυτός ο ίδιος διαβεβαιώνει ότι έχω στεφανωθεί για θέματα για τα οποία δεν ήμουν υπόχρεος σε απολογία, πάρε, γραμματέα, και διάβασε ολόκληρο το ψήφισμα που προτάθηκε για μένα. Γιατί από τα σημεία του προβουλεύματος που αυτός δεν συμπεριέλαβε στη μήνυσή του θα αποδειχθεί ότι με συκοφαντεί με αυτά για τα οποία με καταγγέλλει. Διάβαζε.

ΨΗΦΙΣΜΑ
[Επί άρχοντος Ευθυκλέους, την εικοστή τρίτη Πυανεψιώνος, επί πρυτανείας της Οινηίδος φυλής, ο Κτησιφών, ο γιος του Λεωσθένη, Αναφλύστιος, πρότεινε: Επειδή ο Δημοσθένης, ο γιος του Δημοσθένη, από την Παιανία, όταν ορίστηκε επιμελητής της επισκευής των τειχών και δαπάνησε για τα έργα τρία τάλαντα από την προσωπική του περιουσία, πρόσφερε αυτά στον Λαό, και όταν ορίστηκε επίτροπος των θεωρικών πρόσφερε στους αντιπροσώπους όλων των φυλών εκατόν είκοσι μνες για θυσίες, ας αποφασίσει η Βουλή και ο Λαός των Αθηναίων να απονείμει έπαινο στον Δημοσθένη, γιο του Δημοσθένη, από την Παιανία, για την αρετή και τη γενναιοδωρία του, που σταθερά δείχνει σε κάθε ευκαιρία προς τον Λαό των Αθηναίων, να τον στεφανώσουν με χρυσό στεφάνι και η απονομή να γίνει στο θέατρο του Διονύσου κατά την παράσταση των νέων τραγωδιών· για την αναγόρευση να επιμεληθεί ο αγωνοθέτης].

[119] Αυτά λοιπόν είναι όσα πρόσφερα· από αυτά εσύ κανένα δεν έχεις συμπεριλάβει στη μήνυσή σου· αντίθετα, όσα η Βουλή υποστηρίζει ότι πρέπει να λάβω ως ανταμοιβή γι᾽ αυτά, αυτά είναι εκείνα για τα οποία με καταγγέλλεις. Ενώ λοιπόν παραδέχεται ότι η απολαβή των προσφερομένων είναι νόμιμη, καταγγέλλει ως παράνομη την απόδοση ευγνωμοσύνης. Για όνομα των θεών, ποιός θα ήταν πραγματικά ο άνθρωπος ο παμπόνηρος, ο μισητός στους θεούς και φθονερός, αν όχι ένας τέτοιος σαν και αυτόν;

[120] Επίσης, όσον αφορά στην αναγόρευση στο θέατρο, δεν αναφέρω την ανακήρυξη εκεί χίλιων ονομάτων άπειρες φορές, καθώς και ότι ο ίδιος στο παρελθόν έχω στεφανωθεί κατ᾽ επανάληψη. Αλλά για όνομα των θεών, Αισχίνη, είσαι τόσο σκαιός και αναίσθητος, που δεν μπορείς να σκεφθείς ότι, γι᾽ αυτόν που στεφανώνεται, το στεφάνι έχει την ίδια δόξα όπου και αν γίνει η αναγόρευση, ενώ η αναγόρευση γίνεται στο θέατρο μόνο για χάρη αυτών που στεφανώνουν; Γιατί όλοι οι ακροατές παρακινούνται να ευεργετούν την πόλη και επαινούν μάλλον αυτούς που αποδίδουν την ευγνωμοσύνη παρά αυτόν που στεφανώνεται. Και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που η πόλη έχει θεσπίσει αυτόν τον νόμο. Κάνε μου τη χάρη, γραμματέα, πάρε και διάβασε αυτόν τον νόμο.

ΝΟΜΟΣ
[Για περιπτώσεις που στεφανώνουν κάποιοι δήμοι ξεχωριστά, οι αναγορεύσεις των στεφάνων να γίνονται στους αντίστοιχους δήμους, εκτός και αν απονέμει το στεφάνι ο δήμος των Αθηναίων ή η Βουλή, οπότε επιτρέπεται να γίνεται η απονομή στη γιορτή των Διονυσίων στο θέατρο].

Η Γέννηση της Τραγωδίας: η πιθανότητα μιας δεύτερης ανάγνωσης και η εκ νέου προσέγγιση των Ελλήνων

Εισαγωγή

 Σκοπός της σύντομης αυτής παρουσίασης είναι να προσπαθήσει να αναδείξει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σχέσης του Νίτσε με την αρχαία ελληνική σκέψη και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, όπως αυτή η σχέση εκδηλώνεται στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου: Η Γέννηση της Τραγωδίας. Πιο συγκεκριμένα: μέσα από την, εντελώς ενδεικτική, εξέταση του προλόγου του βιβλίου του Η Γέννηση της Τραγωδίας,[1] θα προσπαθήσουμε να επισημάνουμε την εκ μέρους του Νίτσε, προνομιούχα και ιδιάζουσα ανάγνωση και ερμηνεία της αρχαίας ελληνικής τέχνης και σκέψης.

Η πρώτη έκδοση γίνεται το 1872, όταν ο Νίτσε είναι μόλις 28 ετών και φέρελπις καθηγητής κλασικής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Ο πλήρης τίτλος είναι: Η Γέννηση της Τραγωδίας, Από το Πνεύμα της Μουσικής. Η δεύτερη έκδοση πραγματοποιείται το 1886, όταν ο Νίτσε είναι πολύ κοντά πια στην πλήρη ψυχική και πνευματική του κατάρρευση και όταν έχει απομακρυνθεί πλήρως από κάθε 'φιλολογική' φιλοδοξία, αφιερώνοντας όλο του το είναι και την σκέψη στη δημιουργία μιας προσωπικής βιοθεωρίας. Εδώ βρίσκουμε δύο αλλαγές: α) ο Νίτσε προσθέτει μια μικρή εισαγωγή-κριτική που αφορά την πρώτη έκδοση και β) ο υπότιτλος αλλάζει και γίνεται: Ελληνισμός και Πεσσιμισμός.

Στο πρώτο μέρος, η ανάλυσή μας θα επικεντρωθεί στο εάν ο μικρός πρόλογος που προστίθεται στη β' έκδοση έχει συγκεκριμένο λόγο και αιτία που προστέθηκε και εάν ναι, ποιός είναι αυτός. Με αφετηρία τον ισχυρισμό πως ο πρόλογος αυτός περιέχει μια δεύτερη, εκ των υστέρων και μετά το 1872, ανάγνωση και αξιολόγηση του έργου από τον συγγραφέα του, θα υποστηριχθεί πως ο Νίτσε βλέπει στο Η Γέννηση της Τραγωδίας όχι πια μία απλά ερμηνευτική και αισθητική αποτίμηση της αρχαίας ελληνικής τέχνης, αλλά μία νέα ανάγνωση της ελληνικής σκέψης και ιδιοσυγκρασίας. Έτσι, θα υποστηριχθεί πως ο Νίτσε δεν αποδεικνύεται απλά ένας ακόμη αισθητικός ερευνητής αλλά καθίσταται ένας καινοτόμος συνομιλητής της αρχαίας ελληνικής σκέψης, ο οποίος ανανεώνει πλήρως την οπτική κάτω από την οποία οι «Αρχαίοι Έλληνες» γίνονται αντιληπτοί και προσβάσιμοι στην δική μας «νεωτερική» εποχή.

Στο δεύτερο μέρος της παρουσίασης, με αφετηρία την αλλαγή του υπότιτλου του βιβλίου, θα υποστηρίξουμε πως για τον Νίτσε οι Έλληνες παύουν πια να είναι αντικείμενο αισθητικής απόλαυσης και γίνονται το φωτεινό υπόδειγμα ενός «γενναίου πεσσιμισμού», ο οποίος πεσσιμισμός δεν περιορίζεται στην άρνηση και την απαισιοδοξία αλλά, τουναντίον, αναδεικνύει, σε όλο της το εύρος και το βάθος, την παράλογη ανθρώπινη πραγματικότητα ενώ ταυτόχρονα βρίσκει τη δύναμη να καταφάσκει στη ζωή και τη δημιουργία.

Στο τρίτο μέρος η ανάλυσή μας θα ολοκληρωθεί. Θα αρκεστούμε σε μία απλή επισήμανση του πως ο Νίτσε ερμηνεύει την «έκσταση», που προκαλείται στον θεατή της τραγωδίας, για να αναδείξει τον χρόνο ως βιωματική οντότητα και όχι ως μεταφυσική και αφηρημένη διάσταση. Με αυτό τον τρόπο θα έχουμε καταδείξει, έστω και πλήρως αποσπασματικά και επιγραμματικά, την αλλαγή που ο Νίτσε προσπάθησε να φέρει στην προσέγγιση των Ελλήνων. Αλλαγή που αυτή η παρουσίαση καταδεικνύει με το τρίπτυχο Διόνυσος-Γενναίος Πεσσιμισμός-Δυνατότητα Έκστασης.

Έτσι, όπως ο Νίτσε του 1886 απομακρύνεται αρκετά από τον Νίτσε του 1872, το ίδιο συμβαίνει και με τον φιλοσοφικό σκοπό του βιβλίου Η Γέννηση της Τραγωδίας.

Πρώτο μέρος

Είναι τουλάχιστον ανορθόδοξο ένας συγγραφέας στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης ενός βιβλίου του να αναφέρεται σε αυτό ως ένα «δυσάρεστο» και «φτωχά γραμμένο» βιβλίο.[2] Είναι ακόμη πιο παράδοξο ενώ θεωρητικά το θεωρεί «αδύνατο» και «ζαχαρένιο»[3], λίγο πιο κάτω να το υπερασπίζεται με ζέση ενάντια στις πνευματικές συνθήκες του καιρού του. Αλλά ο Νίτσε ποτέ δεν υπήρξε, έτσι κι αλλιώς, ένας «συνηθισμένος» συγγραφέας.

Στην καρδιά του προλόγου αυτού υπάρχει μία, παροιμιώδης πια, Νιτσεϊκή απόφανση: «να κοιτάζεις την επιστήμη με τα μάτια της τέχνης και την τέχνη με τα μάτια της ζωής».[4] Η μετάφραση είναι ελαφρώς παραποιημένη αλλά αποδίδει στο ακέραιο τον Νιτσεϊκό ισχυρισμό. Ο Νίτσε και το 1872 και το 1886 θέλει να κρατηθεί μακριά από τις απόψεις των πανεπιστημιακών φιλολόγων, οι οποίοι πίστευαν πως θα μπορούσαν να καταστήσουν τη φιλολογία μία αυστηρή επιστήμη, όπως τα μαθηματικά. Αυτό άλλωστε είναι και η αιτία της αρνητικής έως και υποτιμητικής κριτικής του Βιλαμόβιτς.

Η οπτική κάτω από την οποία ο Νίτσε προτίθεται να πλησιάσει τους Αρχαίους Έλληνες έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την προαναφερθείσα ρήση. Ο ίδιος είναι επιστήμονας φιλόλογος και μάλιστα από τους καλύτερα καταρτισμένους της εποχής του. Δεν προτίθεται μολοταύτα να βάλει στην προκρούστεια κλίνη της επιστήμης της φιλολογίας της εποχής του τους Έλληνες. Αντιθέτως, θα αφήσει να μιλήσει μέσα του ο καλλιτέχνης, ο εραστής του όμορφου. Ως εδώ, μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί, με μεγάλη δόση αλήθειας, πως και άλλοι το είχαν προσπαθήσει πριν από τον ίδιο, με φωτεινότερο ίσως παράδειγμα τον Friedrich Holderlin. Ο Νίτσε όμως πάει ένα βήμα πιο πέρα, δεν θα παραμείνει στην αναγνώριση της Απολλώνειας ομορφιάς των Αρχαίων Ελλήνων, θα αναζητήσει την βιωματική πληρότητα της οποίας η ομορφιά αποτελεί μικρό μόνο ποσοστό. Έτσι θα μας μιλήσει για τον Ελληνισμό και τον Πεσσιμισμό. Θα μας μιλήσει για τον πεσσιμισμό της δύναμης, για την γενναία τέχνη των Ελλήνων τραγικών (αναφερόμενος σχεδόν αποκλειστικά στον Αισχύλο όμως).[5]

Ο πρόλογος στη δεύτερη έκδοση δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ως προς το στόχο του Νίτσε:

Υπάρχει κάποιος πεσσιμισμός της δύναμης; Μια διανοητική προδιάθεση για ό, τι στην ύπαρξη είναι σκληρό, φοβερό, διαβολικό, προβληματικό, που ν’ αναδύεται μέσα από ό, τι είναι υγιές, από την υπερπλήρη όμορφη οντότητα, από το να βιώνεις την ύπαρξη στο έπακρο;...Τι ακριβώς ο τραγικός μύθος σημαίνει για τους Έλληνες της πιο καλής, πιο δυνατής και γενναιότερης εποχής;[6]

Αν για τους πιο πολλούς η Αναγέννηση επέβαλε τους Έλληνες και την τέχνη τους ως πρότυπο λελογισμένης και ήρεμης ομορφιάς, o Νίτσε θέλει να βλέπει αυτή την τέχνη με τα μάτια της ζωής. Η ζωή έχει και τρόμο, αδικία, αίμα και πόνο. Η ζωή δεν γίνεται να εξηγηθεί μόνο με βάση τη λογική και την ομορφιά. Η ζωή δεν μπορεί να μείνει στο Απολλώνειο φως της ομορφιάς των αγαλμάτων και της φιλοσοφίας του Πλάτωνα. Χρειάζεται και ο Διόνυσος. Ποιος Διόνυσος όμως; Ο Νίτσε και πάλι στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης δείχνει πως δεν ενδιαφέρεται πια για τον Διόνυσο της μουσικής και του χορού. Ο Διόνυσος, που χωρίς να παραγνωρίζει το παράλογο και φοβερό της ζώσας πραγματικότητας, βρίσκει τη δύναμη και τη γενναιότητα να πει το μεγάλο ναι στη ζωή, αυτός είναι που ο Νίτσε θέλει να καταδείξει. Γι' αυτό και αναφέρεται στο «καταπληκτικό φαινόμενο του Διονυσιακού» (ΓΤ, 3).[7] Εδώ το ' καταπληκτικό' διατηρεί πλήρως την αμφισημία του, σημαίνοντας τόσο τη μοναδικότητα όσο και το φοβερό του Διονυσιακού φαινομένου που γέννησε την τραγωδία.

Θα καταφανεί πλήρως η ρήξη που ο Νίτσε θέλει να προκαλέσει «κοιτώντας την τέχνη με τα μάτια της ζωής», εάν κατανοήσουμε, ενάντια σε ποιες ερμηνείες της αρχαίας ελληνικής τέχνης και σκέψης αντιπαραθέτει τον Διόνυσό του. Ο Dennis Sweet στο άρθρο του 'Η Γέννηση της «Γέννησης της Τραγωδίας»' μας δίνει μια τεκμηριωμένη, ενδελεχή και πλήρη καταγραφή της Νιτσεϊκής πορείας που μας οδήγησε στη συγγραφή αυτού του βιβλίου.[8] Αυτό που έχει σημασία για την ανάλυσή μας είναι η αναφορά που κάνει στο ποιες θεωρίες ερμηνείας των Ελλήνων ο Νίτσε θέλησε να πολεμήσει με το Η Γέννηση της Τραγωδίας. Συνοπτικά ο Sweet κάνει λόγο για τρεις θεωρίες, δύο αισθητικές και μία φιλολογική. Αυτές οι θεωρίες είναι που ο Νίτσε θέλει να αντιπαλέψει με τον Διόνυσό του.

Η πρώτη θεωρία, αισθητικής αποτίμησης κυρίως, ανήκει στον Johann Joackim Winckelman, ο οποίος υποστηρίζει πως η ελληνική τέχνη σκοπό της έχει να μας προκαλέσει αισθήματα ήρεμης αρμονίας μέσα από την ομορφιά της. Για παράδειγμα χρησιμοποιεί κυρίως την ελληνική γλυπτική. Εδώ η ζωή κοιτιέται με τα μάτια της τέχνης.

Η δεύτερη θεωρία, και αυτή κυρίως αισθητική, ανήκει στον G. E. Lessing, ο οποίος διατείνεται πως για διαφορετικά είδη τέχνης πρέπει να εφαρμόζουμε διαφορετικά πρότυπα κάλλους. Έτσι, π.χ, η ποίηση πρέπει να ερμηνεύεται με διαφορετικά αισθητικά κριτήρια από αυτά της γλυπτικής. Και εδώ η ζωή κοιτιέται με τα μάτια της τέχνης. Και εδώ οι Έλληνες εξαίρονται για τα πρότυπα κάλλους, τα οποία μας κληροδότησαν.

Η Τρίτη θεωρία είναι η «επιστημονική». Ο August Wolf προσπαθεί να επιβάλλει τη Φιλολογία ως μια θετική επιστήμη, η οποία θα μπορεί να είναι αντικειμενική. Εδώ η τέχνη βλέπεται με τα μάτια της επιστήμης.

Το κοινό και των τριών αυτών θεωριών είναι πως αδυνατούν να ερμηνεύσουν το παράλογο και τη βία της ζωής. Αυτές οι θεωρίες προσεγγίζουν τους Έλληνες και την τέχνη τους ως ένα πρότυπο ομορφιάς που αισιόδοξα κατανικά ό, τι άσχημο έχει η ανθρώπινη πραγματικότητα.

Αυτό που εδώ πρέπει να καταδειχθεί σε όλη του τη σπουδαιότητα είναι το γιατί ο πρόλογος της δεύτερης έκδοσης είναι τόσο σπουδαίος για την ανάλυση της Γέννησης της Τραγωδίας. Είναι τόσο σπουδαίος, γιατί ο Νίτσε δεν βλέπει σε αυτό του το βιβλίο απλά μια απάντηση στις τρεις προαναφερθείσες θεωρίες. Δεν του αρκεί να αναδείξει το πως η Διονυσιακή Τραγωδία προχωράει πέρα και πάνω από το κάλλος και τη λελογισμένη αισιοδοξία της Απολλώνειας φιλοσοφίας. Εδώ, ο Νίτσε του 1886, θεωρεί πως το σημαντικότερο στοιχείο του βιβλίου είναι ο Διόνυσος, που μπορεί, ενώ δεν είναι αισιόδοξος για την ανθρώπινη πραγματικότητα, να λέει το μεγάλο ναι στη ζωή. Έτσι γεννιέται και ο καινούργιος υπότιτλος: Ελληνισμός και Πεσσιμισμός.

Δεύτερο μέρος

Το «μεγάλο ναι», η απόλυτη κατάφαση της ζωής ακόμη και στο θέαμα του παραλόγου και του πόνου, είναι η καρδιά του Νιτσεϊκού Διονύσου. Κι αν στα 1872, ο Νίτσε ήθελε να αναδείξει τη σπουδαιότητα της Αισχύλιας τραγικής ποίησης ως το σημείο επαφής τόσο του Απολλώνειου φωτός όσο και του Διονυσιακού βάθους, στα 1886, ο Νίτσε θέλει να μιλήσει για τη δυνατότητα ενός πεσσιμισμού, που αντί να αρνείται φοβούμενος τη ζωή, καταφάσκει γενναία. Έτσι Η Γέννηση της Τραγωδίας δεν αφορά μόνο τη μουσική και την όρχηση ως μέσα υπέρβασης της ατομικότητας, αλλά αφορά κυρίως τη σπουδαιότητα της στάσης των Ελλήνων. Σύμφωνα με τη δεύτερη αυτή ανάγνωση, ο Νίτσε διαλέγει να σταθεί απέναντι στο πρόβλημα του πεσσιμισμού ως φιλοσοφική στάση ζωής.

Ο Joshua Foa Dienstag στο άρθρο του 'Ο Διονυσιακός Πεσσιμισμός του Νίτσε' κάνει εκτενή αναφορά στα είδη του φιλοσοφικού πεσσιμισμού που ο Νίτσε θεωρεί ατελέσφορα και ενάντια στη φύση της ζωής.[9] Ο Dienstag υποστηρίζει πως ο Διονυσιακός πεσσιμισμός λέει ναι, ενώ ο πεσσιμισμός του Σοπενχάουερ π.χ λέει όχι. Έτσι, ο Διόνυσος δεν πτοείται από τη βία, τον πόνο και το παράλογο της ζωής. Έτσι, ο Διόνυσος μας κληροδοτεί την Αισχύλια τραγωδία, η οποία ενώ αντικρίζει κατάματα τον τρόμο, γεννάει κατάφαση και δημιουργικότητα.

Ο Dienstag αναφέρεται κυρίως στις θεωρίες πεσσιμισμού των Rousseau, Leopardi, Hartmann και Schopenhauer. Κοινό σημείο επαφής αυτών των πεσσιμισμών είναι πως ο φόβος, ο πόνος, το παράλογο και η βία της ζωής, οδηγούν τους στοχαστές σε άρνηση της ζωής, τους οδηγεί στο να αποτραβηχτούν φοβούμενοι να εμπλακούν πλήρως σε αυτό το χαοτικό σύμπαν.

Ο Νίτσε από την άλλη θεωρεί πως οι Έλληνες και ο Διόνυσος μπορούν να μας προσφέρουν έναν άλλου είδους πεσσιμισμό, έναν πεσσιμισμό που θα καταφάσκει και θα δημιουργεί, έναν πεσσιμισμό που δεν θα αποτραβιέται αλλά, αντιθέτως, θα ρουφά και την τελευταία σταγόνα της ζωής.

Ο Dienstag λέει κάτι που αποτελεί και την καρδιά του δικού μας επιχειρήματος: υποστηρίζει πως ενώ ο Νίτσε στην πρώτη έκδοση ακολουθούσε τον Σοπενχάουερ και θεωρούσε πεσσιμιστές τους προ-Σωκρατικούς, στη δεύτερη έκδοση απεμπλέκεται πλήρως από την Σοπενχαουρική επίδραση και υποστηρίζει πως με τον Σωκράτη επέρχεται η άρνηση της ζωής.

Εδώ θέλουμε να τονίσουμε πως στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης ο Νίτσε αναφέρεται σε επιρροές του Σοπενχά­ουερ, οι οποίες συσκότισαν αντί να διελευκάνουν την ελληνική σκέψη (ΓΤ, 8). Η απομάκρυνση του Νίτσε από την επιρροή του Σοπενάουερ του επιτρέπει να ξαναδιαβάσει το Γέννηση της Τραγωδίας έχοντας πια ως κέντρο βάρους της ανάγνωσής του τους προ-Σωκρατικούς ως πρότυπα του 'γενναίου πεσσιμισμού' και όχι ως πρότυπα άρνησης της ζωής. Έτσι η Γέννηση της Τραγωδίας αποκτά διαφορετικό ερμηνευτικό υπόβαθρο και μας αναγκάζει να επαναδιατάξουμε την ερμηνεία της γύρω από όσα ο Νίτσε υποστηρίζει στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης.

Συνοψίζοντας λοιπόν, η δεύτερη έκδοση με τον προστιθέμενο εκεί πρόλογο καθώς και η αλλαγή του υπότιτλου δεν αποτελούν επιφανειακές και άνευ ουσίας αλλαγές, τουναντίον συνιστούν σοβαρότατες ενδείξεις μιας δεύτερης ανάγνωσης από τον Νίτσε του έργου του Η Γέννηση της Τραγωδίας. Αυτή η δεύτερη ανάγνωση από τη μία απομακρύνει τον Νίτσε από τις ρομαντικές προσεγγίσεις στον ελληνικό πολιτισμό και από την άλλη προσδίδει καινοφανή αυθεντικότητα στην ερμηνεία του.

Τρίτο μέρος

Η αυθεντικότητα αυτή μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή μόλις εξετάσουμε το αν ο Διόνυσος του Νίτσε, αυτός ο γενναίος καταφάσκων της ζωής, δημιουργεί νέα μεταρομαντικά πρότυπα που φτάνουν ως και τις μέρες μας. Θα μας βοηθήσει να το κατανοήσουμε καλύτερα ο Albert Henrichs, ο οποίος στο άρθρο του «Απώλεια του Εαυτού, Δυστυχία, Βία: Η Μοντέρνα άποψη του Διονύσου από τον Νίτσε στον Ζιράρ» υποστηρίζει πως ο Νιτσεϊκός Διόνυσος ξεπέρασε τον Γερμανικό Ρομαντισμό.[10]

Ο Νίτσε και ο ελληνικός πεσσιμισμός του Διονύσου του, σύμφωνα με τον Henrich, αλλά και σύμφωνα με τα όσα έ­χουμε ως τώρα υποστηρίξει, αποτελεί την απαρχή απαγκίστρωσης από τον γερμανικό ρομαντισμό, που είχε εγκλωβίσει τους Έλληνες σε ένα απολλωνιακό βάθρο ηρεμίας και αποχής από το χάος της ανθρώπινης πραγματικότητας. Οι Έλληνες αποδεικνύονται πολύ πιο ανθρώπινοι στη συνειδητοποίηση της πλήρους φύσης της θνητότητάς τους και ταυτόχρονα πολύ πιο ατρόμητοι, καθώς δεν διστάζουν να βουτήξουν στα διονυσιακά βάθη φέρνοντας στην απολλώνεια επιφάνεια όχι μόνο την ήρεμη και όμορφη περίσκεψη του Πλάτωνα αλλά και την εκστασιακή υπερπήδηση του ιδιωτικού καθώς και την πλήρη συνειδητοποίηση του χρόνου, όχι ως μεταφυσική οντότητα αλλά ως εμπειρικά βιωμένη έκσταση.

Κλείνοντας λοιπόν, μπορούμε να κάνουμε μία νύξη στη χρήση της τραγικής «έκστασης» από τον Νίτσε. Κρίνουμε πως είναι ο αναγκαίος επίλογος, καθώς για τον Νίτσε του 1886 η μεταφυσική δεν μπορεί να μας βοηθήσει στο να κατανοήσουμε τα βιώματά μας, και ο χρόνος όπως τον βιώνουμε αποτελεί βασικότατο στοιχείο αντιμεταφυσικής θεώρησης.

Ο τραγικός χορός, υποστηρίζει ο Νίτσε, καταφέρνει κάτι που καμία άλλη μορφή τέχνης των Ελλήνων δεν κατάφερε: υπερβαίνει τις ατομικότητες των θεατών/ακροατών της, τους βοηθάει να υπερκεράσουν, μέσω της τραγικής «έκστασης», την καθημερινή τους ατομικότητα. Ο Νίτσε βέβαια σπεύδει να προσθέσει πως αυτό που κυρίως αποκομίζουν οι θεατές είναι ναυτία, και παραλληλίζει την κατάστασή τους με αυτή του Άμλετ: ξέρουν, είδαν την τραγικότητα και το παράλογο της φύσης τους, αλλά δεν μπορούν να κάνουν τίποτε για να το αλλάξουν, (ΓΤ, 28-29).

Ο χρόνος όμως, κι εδώ η ελληνική γλώσσα αποδεικνύεται ακριβέστατη, μέσω της «έκστασης» διαρρηγνύεται, ξεφεύγει της γραμμικής και αφηρημένης μορφής του. Ο Διόνυσος αποκαλύπτει πως ούτε η ατομικότητα είναι η μοναδική βιωμένη πραγματικότητα ούτε και η μεταφυσική και αφηρημένη χρονική οντότητα η μόνη δυνατή εμπειρία του χρόνου.

Αν καταφέραμε να κεντρίσουμε το ενδιαφέρον σας με τις συνοπτικές επισημάνσεις αυτής της παρουσίασης, το έργο μας είναι αρκετό. Χωρίς να καταφέρουμε, λόγω της συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας της παρουσίασης, να εξετάσουμε σε βάθος τα όσα ισχυριζόμαστε, ελπίζουμε τουλάχιστον πως έχουμε δώσει κίνητρο για μια δεύτερη ανάγνωση του έργου που εγκαινίασε εκδοτικά τη σχέση του Νίτσε με τους Έλληνες. Ο Διόνυσος θα είναι πάντα εκεί, να μας τρομάζει και να μας ελκύει.
----------------
Βιβλιογραφία

1) Dienstag, Foa Joshua. 'Nietzsche's Dionysian Pessimism', The American Political Science Review, Vol. 95, No. 4 (Dec., 2001), pp. 923-937.

2) Henrichs, Albert. 'Loss of Self, Suffering, Violence: The Modern View of Dionysus from Nietzsche to Girard', Harvard Studies in Classical Philology, Vol. 88, (1984), pp. 205-240.

3) Nietzsche, Friedrich. The Birth of Tragedy, Out of the Spirit of Mu­sic (Hellenism and Pessimism), Translated by Ian Johnston, Van­couver Island University, Nanaimo, British Columbia, Canada, June 2008.

4) Sweet, Dennis. 'The Birth of "The Birth of Tragedy"', Journal of the History ofldeas, Vol. 60, No. 2 (Apr., 1999), pp. 345-359.

---------------------
[1] Όλες οι αναφορές στο συγκεκριμμένο βιβλίο αφορούν αυτή την έκδοση, η οποία, σημειωτέον διατίθεται δωρεάν στο διαδίκτυο: Friedrich Nietzsche, The Birth of Tragedy, Out of the Spirit of Music, (Hellenism and Pessimism), Translated by Ian Johnston, (British Co­lumbia, Canada: Vancouver Island University, 2008). Κάθε αναφορά στο βιβλίο αυτό θα γίνεται με τα αρχικά: ΓΤ.

[2] ΓΤ, 4-5.

[3] ΓΤ, 5.

[4] ΓΤ, 5. Το κείμενο στα αγγλικά είναι: '...to look at science from the perspective of the artist, but to look at art from the perspective of life.'

[5] ΓΤ, 3.

[6] 'Is there a pessimism of strength? An intellectual inclination for what in existence is hard, dreadful, evil, problematic, emerging from what is healthy, from overflowing well being, from living existence to the full?...What does the tragic myth mean precisely for the Greeks of the best, strongest and bravest age?'

[7] «What about the tremendous phenomenon of the Dionysian?»

[8] Dennis Sweet, 'The Birth of «The Birth of Tragedy», Journal of the History of Ideas, Vol. 60, No.2 (Apr., 1999), pp. 345-359.

[9] Joshua Foa Dienstag, 'Nietzsche's Dionysian Pessimism', The Ameri­can Political Science Review, Vol. 95, No. 4 (Dec., 2001), pp. 923-937.

[10] Albert Henrichs, 'Loss of Self, Suffering, Violence: The Modern View of Dionysus, from Nietzsche to Girard', Harvard Studies in ClassicalPhilology,Vol. 88, (1984), pp. 205-240.

Αλλά εσύ είσαι η θλίψη σου· δεν είσαι διαφορετικός από τη θλίψη σου – είσαι;

Εκείνο που λέμε είναι ότι όπου υπάρχει διαίρεση δεν μπορεί παρά να υπάρχει και σύγκρουση. Αυτό είναι νόμος, ένας αιώνιος νόμος. Όπου υπάρχει ξεχώρισμα, διαίρεση, κομμάτιασμα σε δύο μέρη δεν μπορεί παρά να υπάρχει σύγκρουση. Κι αυτή η σύγκρουση σε ένα εξωτερικό επίπεδο καταλήγει σε πόλεμο, στο να σκοτώνεις ανθρώπους. Όπως γίνεται τώρα στον κόσμο, στην Αμερική, στη Ρωσία, στον Λίβανο και λοιπά· οι μουσουλμάνοι, ο ισλαμικός κόσμος και ο μη ισλαμικός κόσμος, όλοι βρίσκονται σε σύγκρουση. Το να κατανοήσει, λοιπόν, κανείς τη σύγκρουση κι έτσι να ελευθερωθεί απ’ αυτή είναι το να κατανοήσει γιατί ο παρατηρητής κυριαρχεί τόσο πολύ ώστε να χωρίζεται από εκείνο που παρατηρεί. Σε ψυχολογικό επίπεδο, εάν το παρατηρήσω, όταν είμαι παντρεμένος ή παντρεμένη ή έχω μια σχέση θα δω ότι υπάρχει μια διαίρεση ανάμεσά μας, μια πραγματική διαίρεση, όχι μόνο σωματική, αλλά και εσωτερική διαίρεση παράδοσης, διαμόρφωσης, αυθεντίας των γονιών, αυθεντίας κάποιου δασκάλου και λοιπά. Έτσι, υπάρχει πάντα διαίρεση στις σχέσεις μας κι επομένως υπάρχει πάντα σύγκρουση ανάμεσα στα ανθρώπινα πλάσματα. Υπάρχουν πάρα πολύ λίγα ανθρώπινα πλάσματα στον κόσμο που έχουν μια σχέση στην οποία δεν υπάρχει σύγκρουση. Τώρα: Αυτή η σύγκρουση υπάρχει επειδή έχουμε χωρίσει τον παρατηρητή από το παρατηρούμενο, όχι μόνο εξωτερικά, αλλά και μέσα μας: Είμαι διαφορετικός από τον θυμό μου, είμαι διαφορετικός από τη ζήλια μου, είμαι διαφορετικός από τη θλίψη μου, οπότε όντας διαφορετικός υπάρχει σύγκρουση. Δηλαδή, «πρέπει να ξεφορτωθώ τη θλίψη»· «πείτε μου πώς θα ξεπεράσω τη θλίψη μου» ή «πείτε μου τι να κάνω με τους φόβους μου». Έτσι, υπάρχει σύγκρουση όλη την ώρα. Αλλά εσύ είσαι η θλίψη σου· δεν είσαι διαφορετικός από τη θλίψη σου – είσαι; Δεν είσαι διαφορετικός από τον θυμό σου – είσαι; Δεν είσαι διαφορετικός από τις σεξουαλικές σου επιθυμίες – είσαι; Δεν είσαι διαφορετικός από τη μοναξιά που νώθεις- είσαι μόνος σου. Αλλά λέμε: «Ναι, νιώθω μοναξιά, αλλά πρέπει να ξεφύγω απ’ αυτή». Πηγαίνω, λοιπόν, ή σε διάφορες διασκεδάσεις ή σε σχέσεις και λοιπά. Αλλά δεν είσαι διαφορετικός απ’ ό,τι είσαι και νιώθεις- όλα αυτά είσαι εσύ. Όταν το δεις αυτό λες: «Εγώ είμαι ο θυμός»· «εγώ είμαι η θλίψη»· «εγώ είμαι η μοναξιά»… Τώρα: Πριν, όταν ξεχώριζα εμένα από τη θλίψη μου, προσπαθούσα να κάνω κάτι γι’ αυτή: Προσπαθούσα να ξεφύγω από τη μοναξιά μου, προσπαθούσα να την ξεπεράσω ή να την αναλύσω και προσπαθούσα να γεμίσω τη μοναξιά μου με κάθε είδους διασκέδαση ή θρησκευτική δραστηριότητα. Αλλά αν εγώ νιώθω μοναξιά δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Πριν προσπαθούσα να κάνω κάτι γι’ αυτό. Τώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό γιατί είμαι αυτό. Τι συμβαίνει, λοιπόν, όταν ο παρατηρητής είναι το παρατηρούμενο; Καταλαβαίνετε; Όταν ο θυμός είμαι εγώ, τότε τι συμβαίνει; Το έχετε ερευνήσει αυτό ή απλώς λέτε: «Ναι, είμαι ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο»; Αυτό δεν έχει κανένα νόημα. Αλλά όταν δεις, όταν συνειδητοποιήσεις, ότι εσύ είσαι ο θυμός, τότε τι συμβαίνει; Πρώτα απ’ όλα, σταματάει η σύγκρουση. Κάθε σύγκρουση σταματάει όταν συνειδητοποιείς ότι είσαι αυτό που παρατηρείς. Είμαι ζηλιάρης. Τέλος. Αυτό είναι το γεγονός. Έτσι, σβήνεις εντελώς τη διαφορετική διαδικασία που φέρνει σύγκρουση μέσα σου.

«Και γιατί», ρωτάει εκείνος που έκανε την ερώτηση, «γιατί φτιάχνουμε μια αφηρημένη ιδέα από ένα γεγονός;». Το γεγονός είναι ότι εγώ είμαι ο θυμός, εγώ είμαι ζηλιάρης, εγώ νιώθω μοναξιά. Γιατί, λοιπόν, κάνουμε απ’ αυτό μια ιδέα, μια αφηρημένη έννοια; Μήπως είναι ευκολότερο να κάνω μια ιδέα από το να αντιμετωπίσω το γεγονός, επειδή μπορώ να παίξω με την ιδέα; Μπορώ να συνεχίσω να είμαι αυτό που βλέπω; Χωρίζω τον εαυτό μου από αυτό που βλέπω και λέω: «Πρέπει να κάνω κάτι γι’ αυτό». Αλλά όταν δεν υπάρχει ιδέα, δεν υπάρχει αφηρημένη έννοια, είμαι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσω το γεγονός. Όταν συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ αυτό που είσαι, όταν βλέπεις ότι είσαι άθλιος, βίαιος, φθονερός, ότι νιώθεις μοναξιά και λοιπά, έχεις σβήσει εντελώς την αίσθηση της διαίρεσης μέσα σου κι επομένως δεν υπάρχει σύγκρουση. Ξέρετε πώς είναι ο εγκέφαλος, το μυαλό, όταν βρίσκεται σε αδιάκοπη σύγκρουση; Είναι τραυματισμένο, πληγωμένο.

Πιθανόν να έχετε ζήσει πολύ καιρό μέσα στη σύγκρουση, στον πόνο, στη θλίψη, στον φόβο και να λέτε «η σύγκρουση είναι μέρος της ζωής μου» και να συνεχίζετε έτσι. Αλλά δεν έχετε ερευνήσει ποτέ τι κάνει η εσωτερική σύγκρουση στον εγκέφαλο, στον άνθρωπο, στην ψυχή. Όταν κάποιον τον δέρνουν διαρκώς σωματικά, ξέρετε τι του συμβαίνει. Αλλά όταν ο εγκέφαλος βομβαρδίζεται συνέχεια με σύγκρουση, τι του συμβαίνει; Ζαρώνει. Γίνεται πολύ μικρός, περιορισμένος, άσχημος. Αυτό συμβαίνει σε όλους μας. Τότε ένας άνθρωπος με αρκετή νοημοσύνη αναρωτιέται: «Γιατί θα πρέπει να ζήσω μέσα στη σύγκρουση την υπόλοιπη ζωή μου;». Κι έτσι, αρχίζει να ερευνά τι είναι η σύγκρουση. Σύγκρουση πρέπει να υπάρχει όπου υπάρχει διαίρεση, τόσο μέσα μας όσο και εξωτερικά. Και αυτή η διαίρεση είναι βασικά, βαθιά, θεμελιακά, το «εγώ», ο παρατηρητής και εκείνο που παρατηρεί. Όταν, λοιπόν, φτάσεις στο σημείο να συνειδητοποιήσεις ότι ο παρατηρητής είναι το παρατηρούμενο, τότε γίνεται μια εντελώς διαφορετική δραστηριότητα.

Αν μπορούσαμε να δούμε και μόνο για μία μέρα ή για μία ώρα τι είναι η σύγκρουση, γιατί εμείς οι άνθρωποι είμαστε παγιδευμένοι στη σύγκρουση, με όλο τον πόνο, την ανησυχία, τη μοναξιά κι όλα αυτά, τότε – ίσως- να μπορούσαμε να ζήσουμε μια ζωή έχοντας έναν εγκέφαλο που δεν έχει ποτέ τραυματιστεί, δεν έχει καμιά πληγή, δεν έχει περάσει κανένα σοκ, κι έτσι είναι ένας ελεύθερος εγκέφαλος. Και μόνο τότε ίσως ο νους- που είναι αγάπη- να μπορεί να έρθει σε επαφή με τον εγκέφαλο, με το μυαλό.

Ανταγωνισμός: όταν χρειάζεται να κοιτάξεις έξω από σένα για να εκτιμήσεις την αξία σου

Μπορείς πραγματικά να θυματοποιήσεις τον εαυτό σου, το σύντροφο σου ή τα παιδιά σου, αν δώσεις στον ακραίο ανταγωνισμό την πρώτη θέση στη φιλοσοφία σου ή τη συμπεριφορά σου. Οι σχολές που απαιτούν παντού άριστα από τους φοιτητές και τους σπρώχνουν σε απάνθρωπο, συχνά, ανταγωνισμό μεταξύ τους, μπορεί τελικά να παράγουν μερικά “αστέρια” πρώτου μεγέθους. Αλλά αυτό είναι που θέλεις εσύ για τον εαυτό σου; Την υπερθέρμανση και την υπερσυμπίεση ενός “αστέρα”; Και τι νομίζεις ότι θα γίνει, αν τελικά όλοι σε θεωρούν πραγματικά τον καλύτερο; Αν χρειάζεσαι αυτή την αναγνώριση για να δυναμώσει το εγώ σου, τότε επιβεβαιώνεσαι από τα χειροκροτήματα των άλλων κι όχι από μέσα σου – κι αυτό είναι ένα από τα πιο σίγουρα σημάδια της ανασφάλειας και της έλλειψης αυτοεκτίμησης. Το χειρότερο, όμως, είναι το άλλο: αν η αξία σου ως ανθρώπινου πλάσματος στηρίζεται στην επιτυχία σου σε κάποιο τομέα ή στο γεγονός ότι βρίσκεσαι στην κορυφή και ξεπερνάς όλους τους άλλους, τι θα κάνεις όταν θα πάψουν τα χειροκροτήματα και δεν θα είσαι πια στην κορυφή; Θα καταρρεύσεις, γιατί τότε δε θα έχεις πια κανένα λόγο να αισθάνεσαι σπουδαίος.

Ο ανταγωνισμός αποτελεί μια από τις κυριότερες αιτίες αυτοκτονιών. Θύματά του είναι κυρίως οι άνθρωποι που ένιωθαν σπουδαίοι, όσο ξεπερνούσαν το διπλανό τους. Όταν “απέτυχαν” σ’ αυτό, έχασαν την αίσθηση της προσωπικής τους αξίας και αποφάσισαν πως δεν άξιζε να ζουν τη θλιβερή ζωή τους.

Το ποσοστό αυτοκτονιών στα παιδιά μεταξύ οκτώ και δώδεκα χρόνων μεγάλωσε κατά τετρακόσια τοις εκατό από το 1967. Φανταστείτε: μικρά παιδιά να αυτοκτονούν, πιστεύοντας πως η ζωή τους δεν έχει αξία, τις περισσότερες φορές μόνο και μόνο επειδή πιστεύουν ότι πρέπει να ξεπεράσουν τα άλλα παιδιά για να έχουν αξία· Το άγχος να μπουν στη σχολική ομάδα, να πάρουν μεγάλους βαθμούς, να ικανοποιήσουν τους στόχους των γονιών τους και να ευχαριστήσουν τους πάντες: όλα αυτά δεν είναι αξίες ζωής, που θα έκαναν έναν υγιή άνθρωπο, να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή του- κι ακόμα λιγότερο να την αφαιρέσει ηθελημένα-, για χάρη τους.

Όλα τα ανθρώπινα πλάσματα αξίζει να ζήσουν και μπορούν να ζήσουν με ευτυχία και αυτοεκπλήρωση, χωρίς να κοιτάζουν συνεχώς τους άλλους για να βρουν την αξία τους. Αντίθετα, μάλιστα, οι άνθρωποι που λειτουργούν αρμονικά δεν επιδιώκουν να είναι καλύτεροι από τον καθένα. Ψάχνουν μέσα τους να βρουν τους στόχους της ζωής τους και ξέρουν ότι ο ανταγωνισμός θα εκτρέψει μάλλον τις προσπάθειές τους, παρά θα τους βοηθήσει να καταφέρουν αυτό που επιθυμούν. Μην ξεχνάς ότι όταν βρίσκεσαι στην κατάσταση που ονομάζεται “ανταγωνισμός”, έχεις κάποιον άλλον μπροστά σου για σύγκριση. Κι όταν χρειάζεται να κοιτάξεις έξω από σένα για να εκτιμήσεις την αξία σου, αυτό σημαίνει ότι δεν κατευθύνεις εσύ τη ζωή σου. Είναι προτιμότερο να κοιτάζεις μέσα σου, παρά να μετριέσαι με το διπλανό σου.

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

Μερικές φορές χρειάζεται να φάει κανείς μια δυνατή κλωτσιά, για να συνειδητοποιήσει ότι οι άνθρωποι είναι πιο σημαντικοί από τα πράγματα. Κινδυνεύεις να γίνεις ένα θύμα πρώτης γραμμής, αν έχεις σε μεγαλύτερη προτεραιότητα την απόκτηση υλικών αγαθών και όχι την ανθρώπινη ζωή, ιδιαίτερα τη δική σου. Αν αφιερώσεις τον εαυτό σου σε πράγματα, γεγονότα ή χρήματα, το πιο πιθανό είναι να απογοητευτείς βαθιά.

Εκείνοι που προσανατολίζονται αποκλειστικά και μόνο στα πράγματα, έχουν μεγάλες δυσκολίες στις σχέσεις τους με τους άλλους. Βρίσκουν ότι η κουβέντα με τους άλλους ανθρώπους είναι αγγαρεία – και γι’ αυτό τις περισσότερες φορές προτιμούν να μιλούν στους άλλους αντί με τους άλλους, να τους διατάζουν και να τους χρησιμοποιούν, προκειμένου ν’ αποκτήσουν πράγματα. Οι άνθρωποι που εισπράττουν τις διαταγές ενοχλούνται από τις προσπάθειες του άλλου να τους μεταβάλλει σε συναισθηματικούς δούλους και προτιμούν να μένουν μακριά από τον «άνθρωπο των αντικειμένων», που στρέφεται έτσι όλο και πιο πολύ στα πράγματα, επαναλαμβάνοντας αιώνια τον κύκλο αυτό. Τελικά, ο άνθρωπος των αντικειμένων μένει μόνος του, μη έχοντας παρά τα αντικείμενα για παρηγοριά. Όμως τα πράγματα δεν μπορούν να σε παρηγορήσουν: είναι στείρα, νεκρά, χωρίς αγάπη. Τα πράγματα δεν μπορούν να ανταποδώσουν την αγάπη σου – κι έτσι, οι τελικές απολαβές της υπερβολικής αφοσίωσης στην επιτυχία και την απόκτηση αγαθών, είναι η μοναξιά και η απογοήτευση.

Το σημαντικότερο στον κόσμο είναι οι άνθρωποι και τα ζωντανά πλάσματα. Αν δε νιώθεις γύρω σου τη ζωή να σφύζει κι εσύ να συμμετέχεις σ’ αυτή, δεν έχεις καμιά δυνατότητα χαράς. Αν χανόταν η ζωή από τη γη, τίποτε στον κόσμο δε θα είχε και δε θα έδινε νόημα. Η ζωή είναι το μόνο πράγμα που μετράει.

Ο λόγος δυνάστης μέγας εστίν

Ευκοσμία είναι για την πόλη οι γεροί άντρες, για το σώμα η ομορφιά, για την ψυχή η σοφία, για την πράξη η αρετή, για το λόγο η αλήθεια· τα αντίθετά τους ακοσμία. Τον άντρα και τη γυναίκα, τον λόγο και την πράξη, την πόλη και τα πράγματα που αξίζουν τον έπαινο πρέπει με επαίνους να τα τιμάμε, ενώ τα ανάξια να τα κατακρίνουμε.

[Η Ελένη] έκανε όσα έκανε είτε από θέλημα της Τύχης και απόφαση των θεών και της Ανάγκης προσταγή, είτε επειδή αρπάχτηκε με τη βία, είτε επειδή πείσθηκε με λόγια, είτε επειδή από τη θωριά ερωτεύτηκε.

Αν ήταν ο λόγος που την έπεισε και εξαπάτησε την ψυχή της, ούτε σ’ αυτή την περίπτωση είναι δύσκολη η υπεράσπιση και η ανασκευή της κατηγορίας. Ο λόγος είναι ένας μεγάλος δυνάστης, που ενώ έχει το πιο μικρό και αφανές σώμα, επιτελεί τα έργα τα πιο θεϊκά· γιατί μπορεί και το φόβο να σταματήσει και τη λύπη να διώξει και χαρά να προκαλέσει και τον οίκτο να αυξήσει. Πόσοι δεν έχουν πείσει ή δεν πείθουν τόσους και τόσους για τόσα πράγματα, πλάθοντας έναν ψευδή λόγο! Ποιά αιτία λοιπόν μας εμποδίζει να θεωρήσουμε ότι η Ελένη ήρθε στην Τροία χωρίς τη θέλησή της, το ίδιο όπως αν αρπάχτηκε από απαγωγέων τη βία; Αφού η επίδραση της πειθούς, αν και δεν έχει του εξαναγκασμού τη μορφή, έχει την ίδια μ’ αυτόν δύναμη.

Γοργίας, Ελένης Εγκώμιον, 1, 6-8 και 11-12
-------------
ΓΟΡΓΙΑΣ Ο ΛΕΟΝΤΊΝΟΣ (483/80-376/5 πΧ)
Κορυφαίος σοφιστής και ρήτορας, δίδαξε στη Σικελία, την Αττική και τη Θεσσαλία. Μελέτησε πρώτος το λόγο και την επίδραση του στον ψυχισμό του ανθρώπου και είδε τη ρητορική ως “πειθούς δημιουργό”, δηλαδή ως μέθοδο για να διατυπώνει ο άνθρωπος τη γνώμη του με τρόπο πειστικό

Τα πουλιά δεν τραγουδούν ποτέ μέσα σε σπηλιές

Ο Θορώ λέει ότι: «Τα πουλιά δεν τραγουδούν ποτέ μέσα σε σπηλιές». Ούτε κι εμείς. Για να μπορέσουμε να μάθουμε, πρέπει να είμαστε ελεύθεροι. Πρέπει να είμαστε ελεύθεροι να δοκιμάζουμε, να πειραματιζόμαστε, να κάνουμε λάθη. Έτσι μαθαίνει κανείς. Καταλαβαίνω τα λάθη σου και κερδίζω από τα δικά μου. Το μυστικό είναι να μην κάνεις δυο φορές το ίδιο λάθος. Έχω όμως ανάγκη να είμαι ελεύθερος να πειραματίζομαι και να δοκιμάζω. Δώσε μου αυτή την ευκαιρία. Δώσε μου την ευκαιρία να ζήσω και να είμαι ο εαυτός μου και να βρω τη χαρά στην ανάγκη. Mη μου κολλάς τα ελαττώματα σου! Άσε με να βρω και να ξεπεράσω τα δικά μου!

Θα ‘θελα να κλείσω με μία παράγραφο του Λέο Ροστέν, που με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο τα λέει όλα:

Μ’ ένα τρόπο όμως περιορισμένο και μυστικό, όλοι μας είμαστε λίγο τρελοί… Όλοι μας είμαστε μοναχικοί στο βάθος και ζητάμε να μας καταλάβουν, ποτέ όμως δεν μπορούμε να καταλάβουμε απόλυτα τον άλλο και ο καθένας μας μένει κατά ένα μέρος ξένος ακόμη κι απέναντι σ’ αυτούς που τον αγαπούν… Οι αδύναμοι είναι σκληροί. Μόνο οι δυνατοί μπορούν να είναι καλοί. Αυτοί που δεν γνωρίζουν το φόβο δεν είναι πραγματικά θαρραλέοι, γιατί θάρρος είναι η ικανότητα να αντιμετωπίσεις αυτό που μπορείς να φανταστείς… Θα καταλάβεις καλύτερα τους ανθρώπους αν τους δεις σαν παιδιά, ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλοι και επιβλητικοί μπορεί να είναι. Γιατί οι περισσότεροι από μας δεν ωριμάζουμε ποτέ, απλώς ψηλώνουμε… Η ευτυχία έρχεται μόνο όταν σπρώχνουμε το μυαλό και την καρδιά μας όσο πιο μακριά μπορούν να φτάσουν… Ο σκοπός της ζωής είναι να μετράς – να λογαριάζεσαι, να αντιπροσωπεύεις κάτι, να έχει κάποια σημασία το γεγονός ότι έζησες.

Πρέπει να αφήνουμε τα συναισθήματά μας να εκδηλώνονται

Δεν πρέπει να καταπιέζουμε, ούτε να καταπίνουμε διάφορα πράγματα.

Πρέπει να τα στρέφουμε προς το σημείο στο οποίο κατευθύνονται.

Δεν πρέπει να στρέφουμε εναντίον μας ούτε τα καλά ούτε τα κακά, ούτε τα θετικά ούτε τα αρνητικά, ούτε τα καλύτερα ούτε τα χειρότερα.

Δεν πρέπει να ζούμε χαρίζοντας ψυχαναγκαστικά διάφορα πράγματα όταν, στην πραγματικότητα, θα θέλαμε κάποιος να χαρίσει κάτι και σ’ εμάς.

Δεν πρέπει να ζούμε θυμώνοντας με τον εαυτό μας, για να μη θυμώσουμε μ’ αυτούς που μας φόρτωσαν στην πλάτη τις δικές τους προσδοκίες.

Πρέπει να αναλαμβάνουμε πλήρως την ευθύνη για ό,τι κάνουμε, για ό,τι λέμε και για ό,τι αποφασίζουμε να μην κάνουμε και να μην πούμε.

Αν φερόμαστε έτσι, δεν θα έχουμε πια ανάγκη ούτε και λόγο για να ζήσουμε με ενοχές.

Και χωρίς ενοχές, η ζωή θα είναι πολύ, μα πολύ πιο ευχάριστη.

Στο τέλος όλοι είμαστε μόνοι

Αποτέλεσμα εικόνας για στο τέλος όλοι είμαστε μόνοιΟ Πάουλο Κοέλιο είπε ότι «ένας πολεμιστής του φωτός χρησιμοποιεί τη μοναξιά αλλά δε χρησιμοποιείται από αυτή». Μας έχουν μάθει ότι το φυσιολογικό και το υγιές είναι να ζούμε σε ζευγάρι, να κάνουμε οικογένεια, να περνάμε τον χρόνο μας με φίλους και συναδέλφους. Αλλά το να ζούμε και να περνάμε τον καιρό μας μοναχικά, οικειοθελώς, μπορεί να μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε μια νέα μορφή ευτυχίας μέσα μας.

Η μοναξιά είναι στην πραγματικότητα κάτι το φυσικό· όπως είπε κάποιος στοχαστής, «στο τέλος όλοι είμαστε μόνοι» και αυτό δεν είναι κακό, δεδομένου ότι εμείς είμαστε η καλύτερη συντροφιά που μπορούμε να απολαύσουμε. Δε λέμε να μεταμορφωθούμε σε ερημίτες. Η κοινωνική ζωή και το να μοιραζόμαστε με τους άλλους είναι απολύτως αναγκαία, αλλά η απόλαυση κάποιου χρόνου μοναξιάς είναι εξίσου απαραίτητη.

Ζούμε κόντρα στον χρόνο, αλλά όταν είμαστε μόνοι μπορούμε να απολαμβάνουμε τα προσωπικά μας γούστα, ρυθμούς και σκέψεις. Μάθε να ακούς την εσωτερική σου φωνή, συλλογίσου και διαλογίσου ήρεμα, και τότε θα ανακαλύψεις ότι η μοναξιά είναι μεγάλη συντρόφισσα.

Για να ξαναγυρίσουμε στον X. Ντ. Θορό, στο βιβλίο του Γουόλντεν ή για τη ζωή στα δάση, ο Αμερικανός αυτός εξερευνητής δήλωνε τα εξής για τη μοναξιά: «Βρίσκω ωφέλιμο το να είμαι μόνος τον περισσότερο καιρό. Το να είμαι με παρέα, ακόμα κι αν είναι η καλύτερη, μετατρέπεται γρήγορα σε πηγή κόπωσης και κατασπατάλησης. Με ευχαριστεί να είμαι μόνος. Ποτέ δε βρήκα τόσο συντροφική παρέα όπως η μοναξιά. Σχεδόν πάντα είμαστε περισσότερο μόνοι όταν βρισκόμαστε ανάμεσα σε ανθρώπους παρά όταν μένουμε στο δωμάτιό μας.Ένας άνθρωπος που σκέφτεται ή εργάζεται είναι πάντα μόνος, όπου και να βρίσκεται. Η μοναξιά δε μετριέται με τα μίλια της απόστασης που χωρίζουν κάποιον από τους συνανθρώπους του».

Ίσως οι πηγές των μεγαλύτερων απολαύσεών μας να βρίσκονται αλλόκοτα κοντά σε εκείνες των μεγαλύτερων βασάνων μας

Ειλικρινά, δεν υπάρχει κανείς ζωντανός που να με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Τα άτομα που συμπαθώ έχουν πεθάνει εδώ και πολλά πολλά χρόνια – για παράδειγμα ο Φερντινάντο Γκαλιάνι ή ο Ανρί Μπελ ή ο Μονταίνι.

Θα μπορούσε να προσθέσει άλλον ένα ήρωα, τον Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε. Οι τέσσερις αυτοί άντρες αποτελούσαν ίσως τις πληρέστερες ενδείξεις για αυτό που ο Νίτσε κατέληξε στην ωριμότητα να κατανοεί ως ολοκληρωμένη ζωή. Είχαν πολλά κοινά. Ήταν φιλοπερίεργοι, καλλιτεχνικά προικισμένοι και σεξουαλικά ακμαίοι. Παρά τις σκοτεινές τους πλευρές, γελούσαν, και πολλοί από αυτούς χόρευαν επίσης˙ είχαν μια ισχυρή ενόρμηση «για γλυκό ήλιο, για φωτεινή και ταραγμένη ατμόσφαιρα, για φυτά του Νότου, για θαλασσινό αέρα [και] για πρόχειρη διατροφή με κρέας, αβγά και φρούτα». Αρκετοί από αυτούς διέθεταν μαύρο χιούμορ παρόμοιο με του Νίτσε -ένα χαρωπό, διεστραμμένο γέλιο που πρόβαλλε από τα πεσιμιστικά εσώψυχά τους. Είχαν εξερευνήσει τις δυνατότητές τους, κατείχαν αυτό που ο Νίτσε ονόμαζε «ζωή», κάτι που υπονοούσε θάρρος, φιλοδοξία,  αξιοπρέπεια, δύναμη χαρακτήρα, χιούμορ και παράλληλα απουσία φαρισαϊσμού, υποταγής, μνησικακίας και επιτήδευσης.

Επιπλέον, οι ήρωες του Νίτσε είχαν ερωτευτεί επανειλημμένα. «Όλη η κίνηση του κόσμου συγκεφαλαιώνεται και υπακούει το ζευγάρωμα» είχε παραδεχτεί ο Μονταίνι.

Τέλος,  όλοι, αυτοί οι άντρες ήταν καλλιτέχνες («η τέχνη είναι το μεγάλο ερέθισμα για ζωή» αναγνώριζε ο Νίτσε), και πρέπει να είχε αισθανθεί τρομερή ικανοποίηση ολοκληρώνοντας την ανάγνωση των Δοκιμίων, του II Socrate immaginario, των Ρωμαϊκών Ελεγείων και του Πέρι Έρωτος.

Σύμφωνα με τον Νίτσε, αυτά ήταν ορισμένα από τα φυσικά απαραίτητα στοιχεία για μια ολοκληρωμένη ζωή. Πρόσθεσε μια σημαντική λεπτομέρεια˙ ότι ήταν αδύνατον να τα αποκτήσεις δίχως να αισθανθείς δυστυχισμένος για κάποιο διάστημα:

Αν όμως ήταν η ευχαρίστηση και η απαρέσκεια τόσο σφιχτά δεμένες που όποιος θέλει να έχει όσο το δυνατόν περισσότερη από τη μία να είναι υποχρεωμένος να έχει επίσης όσο το δυνατόν περισσότερη και από την άλλη … έχετε την ίδια επιλογή: είτε όσο το δυνατόν λιγότερη απαρέσκεια, ανυπαρξία πόνου μ’ άλλα λόγια … είτε όσο το δυνατόν περισσότερη απαρέσκεια ως τίμημα για την ανάπτυξη ενός πλήθους λεπτών ηδονών και τέρψεων που σπάνια τις έχουν γευτεί οι άνθρωποι μέχρι σήμερα! Αν διαλέξετε το πρώτο, αν δηλαδή θελήσετε να μετριάσετε τον πόνο, τότε είστε υποχρεωμένοι να μετριάσετε και, να μειώσετε και την ικανότητά τους για χαρά.

Τα ανθρώπινα εγχειρήματα που πρόσφεραν μεγαλύτερη ικανοποίηση έμοιαζαν να συνοδεύονται υποχρεωτικά από έναν βαθμό οδύνης, με τις πηγές των μεγαλύτερων απολαύσεών μας να βρίσκονται αλλόκοτα κοντά σε εκείνες των μεγαλύτερων βασάνων μας:

Εξετάστε τη ζωή των καλύτερων και γονιμότερων ανθρώπων και λαών και αναρωτηθείτε αν ένα δένδρο που πρέπει να μεγαλώσει περήφανα σε ύψος μπορεί να το κάνει χωρίς κακοκαιρίες και θύελλες· αν η δυσμένεια και, η αντίσταση έξωθεν, αν κάθε είδος μίσους, ζηλοφθονίας, ισχυρογνωμοσύνης, δυσπιστίας, σκληρότητας, πλεονεξίας και βίας δεν ανήκουν στις ευνοϊκότερες συνθήκες δίχως τις οποίες είναι σχεδόν αδύνατη οποιαδήποτε μεγάλη ανάπτυξη, ακόμα και η ανάπτυξη της αρετής;

ΑΛΛΑΙΝ ΝΤΕ ΜΠΟΤΟΝ, Η ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Τι συμβαίνει πραγματικά όταν νιώθουμε ότι κάποιος μας προσβάλλει;

Ας υποθέσουμε ότι κάποιος μας βρίζει ή μας μιλάει υποτιμητικά. Συνήθως η αντανακλαστική αντίδραση είναι η απάντηση και η υπεράσπιση του εαυτού μας. Γιατί; Επειδή νιώθουμε ότι ο άλλος έχει τη δύναμη, λέγοντας κάποιες λέξεις, να αφαιρέσει κάτι από την αξία μας. Άρα εμείς πρέπει να επιδιορθώσουμε την αξία μας και να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο της συρρίκνωσής μας.

Το όλο ζήτημα, από ένα απλό λεκτικό φαινόμενο, μετατρέπεται σε υπαρξιακό αγώνα. Η σκέψη που δημιουργείται μέσα μας εκείνη τη στιγμή είναι η εξής: αν δεν υπερασπιστώ τον εαυτό μου (αν δεν αντιδράσω, αν δεν αμυνθώ) θα είμαι λιγότερο άξιος, λιγότερο υπολογίσιμος, και ο άλλος θα νομίζει ότι είμαι κορόιδο και ότι είμαι ανίκανος να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Αυτό για τον νου μεταφράζεται σε ήττα. Υπαρξιακή ήττα. Εάν εκείνη τη στιγμή σκεφτεί κάποιος "τι είναι αυτό μέσα μου που απειλείται και αντιδράει;", μπορεί να ανακόψει τη φόρα του νου για αντίδραση.

Στη βάση αυτής της αντίδρασης υπάρχει ο φόβος. Ο φόβος της ασημαντότητας, της εξαφάνισης και, στο βάθος, του θανάτου. Γιατί υπάρχει ο φόβος; Επειδή νομίζουμε ότι υπάρχει κάποιος κίνδυνος. Γιατί νομίζουμε ότι υπάρχει κίνδυνος; Επειδή έχουμε παρερμηνεύσει την πραγματικότητα και συγκεκριμένα έχουμε ταυτιστεί με κάποιες σκέψεις που υποτίθεται ότι απειλούν τον εαυτό μας.

Ο εαυτός αντιπροσωπεύει την εξής αντίληψη: "Είμαι ένα σύνολο σκέψεων και πεποιθήσεων που δημιουργούν την ψευδαίσθηση του ατόμου και κινδυνεύω από άλλες σκέψεις, που προέρχονται από άλλα σώματα, παίρνουν τη μορφή λέξεων και κατευθύνονται προς το σώμα μου". Έτσι, ο κίνδυνος που αισθάνεται κανείς προέρχεται από την ταύτισή του με το σώμα του και κάποιες σκέψεις, τις οποίες χρησιμοποιεί για να αντλήσει την αίσθηση της ταυτότητάς του, του εαυτού του.

Αν δούμε το χρονικό μιας λεκτικής προσβολής, θα αντιληφθούμε ότι προηγείται η προσπάθεια του άλλου να κατευνάσει μια αίσθηση ανεπάρκειας και φόβου που κουβαλάει μέσα του. Πώς; Με το να μας προσβάλει ή να μας μειώσει. Τελικά, η αντίδρασή μας είναι η απάντηση του φόβου μας στο φόβο του άλλου. Η μια ψευδαίσθηση συγκρούεται με μια άλλη ψευδαίσθηση. Και ακριβώς αυτός ο μηχανισμός είναι που συντηρεί το φόβο και την ανεπάρκεια μέσω των συγκρούσεων, ενώ είναι πολύ καλά καμουφλαρισμένος με επιχειρήματα περί εικόνας και αυτοσεβασμού.

Στην πραγματικότητα, κανείς δεν μπορεί να προσβάλει τον εαυτό μας ή την εικόνα μας, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει κανένας εαυτός και καμιά εικόνα - όπως είπαμε πρόκειται απλά για σκέψεις με τις οποίες έχει ταυτιστεί το "είμαι", που αποτελεί και τη γνήσια ταυτότητά μας. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να καθόμαστε να μας βρίζουν. Κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε ευχάριστο, ούτε ωφέλιμο για κανέναν. Αλλά άλλο είναι να πιστεύεις ότι κάποιος μπορεί να σου αφαιρεί αξία λέγοντας κάποιες λέξεις (κάτι που σε οδηγεί σε καταναγκαστική αντίδραση άμυνας ή επίθεσης) και άλλο να μην θέλεις να βρίσκεσαι κοντά σε ανθρώπους που εκφράζουν ανεπάρκεια και φόβο, επειδή προτιμάς να βρίσκεσαι κοντά σε όσους εκφράζουν ασφάλεια, χαρά και γαλήνη.

Υλικά με «χρονοδιακόπτη»: Αποσυντίθενται μετά τη χρήση τους

Boekhoven-LabΥλικά τα οποία αποσυντίθενται και εξαφανίζονται μετά το πέρας της διάρκειας ζωής/χρήσης τους είναι κοινά στη φύση, ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο και για τα τεχνητά υλικά: Πλαστικά μπουκάλια, ηλεκτρονικές συσκευές κλπ οδηγούν σε εκατομμύρια τόνους αποβλήτων καθημερινά, κάτι που αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για το περιβάλλον, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται στον τομέα της ανακύκλωσης.
 
Με τη σύνθεση των πεπτιδίων, η Dr. Marta Tena-Solsona παράγει τα δομικά στοιχεία των υπερμοριακών δομών – πηκτωμάτων που ερευνά.

«Μέχρι τώρα, τα περισσότερα τεχνητά υλικά είναι πολύ σταθερά από χημικής άποψης: Για να αποσυντεθούν στα εξ ων συνετέθησαν, πρέπει να καταβληθεί πολλή ενέργεια», λέει ο Job Boekhoven, καθηγητής Υπερμοριακής Χημείας στο TUM (Technische Universität München) – ο οποίος αναζητεί μια άλλη οδό.
 
«Η φύση δεν παράγει σκουπιδοτενεκέδες. Αντ’ αυτού, τα βιολογικά κύτταρα συνθέτουν συνέχεια νέα μόρια από ανακυκλωμένα. Κάποια από αυτά τα μόρια συντίθενται σε μεγαλύτερες δομές, τις αποκαλούμενες υπερμοριακές συνθέσεις, που αποτελούν τα δομικά στοιχεία του κυττάρου. Αυτό μας ενέπνευσε να αναπτύξουμε υλικά που μας απαλλάσσουν μόνα τους από τους εαυτούς τους όταν δεν χρειάζονται πια» προσθέτει.
 
Μία από τις βασικές διαφορές ανάμεσα στα τεχνητά υλικά και τα περισσότερα ζωντανά βιολογικά υλικά είναι η διαχείριση ενέργειας: Τα τεχνητά υλικά είναι σε ισορροπία με το περιβάλλον τους, καθώς δεν ανταλλάσσουν μόρια και ενέργεια με αυτό, παραμένοντας όπως είναι. Η φύση λειτουργεί αλλιώς: Τα ζωντανά βιολογικά υλικά, όπως το δέρμα και το κόκαλο, αλλά και τα κύτταρα, δεν είναι σε ισορροπία με το περιβάλλον, καθώς υπάρχει μια συνεχής εισροή ενέργειας και δημιουργία δομικών στοιχείων- απαραίτητα για την παραγωγή, συντήρηση και επιδιόρθωσή τους.
 
Τα νέα υλικά που ανέπτυξε ο Job Boekhoven μαζί με ομάδα ερευνητών από πλήθος ειδικοτήτων (χημικοί, φυσικοί, μηχανικοί) βασίζονται σε αυτό το φυσικό μοντέλο: Τα μοριακά δομικά στοιχεία στην αρχή κινούνται ελεύθερα, αλλά εάν εφαρμοστεί ενέργεια, υπό τη μορφή μορίων υψηλής ενέργειας, δημιουργούνται υπερμοριακές δομές- οι οποίες με τη σειρά τους αποσυντίθενται αυτόνομα όταν η ενέργεια αυτή εξαντληθεί. Ως εκ τούτου, είναι δυνατός ο καθορισμός της διάρκειας ζωής τους μέσω της ποσότητας «καυσίμου» που χρησιμοποιείται. Στο εργαστήριο τα υλικά αυτά μπορούν να ρυθμιστούν έτσι ώστε να αποσυντίθενται αυτόνομα μέσα σε χρονικά διαστήματα που ποικίλλουν- από μερικά λεπτά μέχρι ώρες. Ωστόσο, μετά από έναν τέτοιο κύκλο, τα υλικά αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν εκ νέου, απλά και μόνο μέσω της εισαγωγής άλλης μιας «δόσης» από μόρια υψηλής ενέργειας.
 
Οπότε, θα ήταν δυνατόν να κατασκευαστούν υπερμοριακές συσκευές ή κινητά τηλέφωνα τα οποία απλά εξαφανίζονται όταν είναι πια άχρηστα; «Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εντελώς αδύνατον» τονίζει ο Job Boekhoven, συμπληρώνοντας ωστόσο πως «υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος. Αυτή τη στιγμή δουλεύουμε πάνω στα βασικά».

Ανακαλύφθηκαν στην Ανταρκτική τα αρχαιότερα δείγματα πάγου

Οι επιστήμονες ανέσυραν στην επιφάνεια της Ανταρκτικής από το υπέδαφός της πυρήνες πάγου που έχουν ηλικία-ρεκόρ, περίπου 2,7 εκατομμυρίων ετών, όταν περίπου άρχιζαν οι κύκλοι των παγετώνων στη Γη. Οι εν λόγω πάγοι είναι κατά τουλάχιστον 1,7 εκατομμύρια χρόνια παλαιότεροι από αυτούς που μέχρι σήμερα κατείχαν το ρεκόρ (ένας πυρήνας πάγου ηλικίας 800.000 ετών που είχε ανασυρθεί το 2004). Ο νέος και πολύ παλαιότερος πυρήνας πάγου ανασύρθηκε από μια ανεμοδαρμένη περιοχή της ανατολικής Ανταρκτικής, τους λόφους Άλαν, περίπου 200 χιλιόμετρα από τη βάση Μακ-Μούρντο, μια περιοχή διάσημη για την ανακάλυψη αρχαίων μετεωριτών.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η γεώτρηση έγινε όχι κάθετα όπως συνήθως, αλλά οριζόντια στην πλαγιά του λόφου και το γεωτρύπανο τρύπησε μόνο σε βάθος 150 μέτρων για να βρει τον πανάρχαιο πάγο. Για«απίστευτο» επίτευγμα έκαναν λόγο οι επιστήμονες, καθώς έχουν πλέον στα χέρια τους το αρχαιότερο δείγμα της ατμόσφαιρας του πλανήτη μας.

Οι γεωτρήσεις στην Ανταρκτική και στην εξίσου παγωμένη Γροιλανδία αποσκοπούν στο να φέρουν στο φως αρχαίους πάγους, που περιέχουν εγκλωβισμένες φυσαλίδες αέρα από την πανάρχαια ατμόσφαιρα της Γης. Η ανάλυση αυτών των δειγμάτων αποκαλύπτει πλούσιες πληροφορίες για το αρχαίο κλίμα και για τα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα και της θερμοκρασίας, καθώς άλλα δεδομένα για το περιβάλλον στο μακρινό παρελθόν.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον γεωχημικό Μάικλ Μπέντερ του πανεπιστημίου Πρίνστον, που έκαναν τη σχετική ανακοίνωση στη διεθνή συνδιάσκεψη γεωεπιστημόνων «Γκόλντσμιντ» στο Παρίσι, σύμφωνα με το «Science», δήλωσαν ότι οι πρώτες αναλύσεις του πυρήνα πάγου δείχνουν πως τα επίπεδα του ατμοσφαιρικού διοξειδίου του άνθρακα πριν 2,7 εκατ. χρόνια δεν ξεπερνούσαν τα 300 μέρη ανά εκατομμύριο (ppm), δηλαδή ήσαν πολύ χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα, που είναι λίγο πάνω από τα 400 ppm.

Τα επίπεδα διοξειδίου με βάση την ανάλυση των πάγων είναι χαμηλότερα από τις έως τώρα εκτιμήσεις, οι οποίες είχαν βασισθεί σε απολιθώματα ζώων που ζούσαν σε ρηχές θάλασσες. Οι επιστήμονες θα πρέπει συνεπώς να αναθεωρήσουν τα παλαιοκλιματικά μοντέλα τους.

Εκτιμάται ότι η Ανταρκτική μπορεί να κρύβει πάγους ηλικίας έως 30 εκατομμυρίων ετών. Όμως δεν θα είναι καθόλου εύκολο να φέρει κανείς στο φως τόσο παλιούς πάγους. Ο επόμενος πιο ρεαλιστικός αλλά άκρως φιλόδοξος στόχος θα είναι να ανασυρθούν πάγοι ηλικίας έως πέντε εκ. ετών, μια εποχή που πιστεύεται ότι οι θερμοκρασίες έμοιαζαν με αυτές προς τις οποίες κατευθύνεται σήμερα η Γη λόγω της κλιματικής αλλαγής.

Πλωτή πεζογέφυρα “ταξιδεύει” σαν βάρκα!

Αυτή η πλωτή πεζογέφυρα μπορεί να “ταξιδέψει” κατά μήκος ποταμών και ωκεανών σαν βάρκα. Η σχεδιάστρια Margot Krasojevic συνέλαβε τη γέφυρα ως μια ευέλικτη δομή που μπορεί να διπλωθεί και να επεκταθεί έτσι ώστε να τοποθετείται με ευκολία κατά μήκος των αποβαθρών, να πλεύσει σε διαφορετικές θέσεις ή να τοποθετηθεί μόνιμα.

Η Krasojevic σχεδίασε μια πεζογέφυρα στον ποταμό Wulanmulun, που βρίσκεται στην πόλη Ordos, στην περιοχή της Kangbashi της Μογγολίας. Η γέφυρα SailBoat αποτελείται από ένα κύριο πλωτό τμήμα, τρεις διασταλτικές πεζογέφυρες και ένα τριπλό ιστίο από ανθρακονήματα. Το ιστίο μπορεί να χαμηλώσει και να ανυψωθεί από έναν περιστροφέα επιτρέποντας στη γέφυρα να λειτουργήσει σαν ιστιοφόρο για να φτάσει σε νέες θέσεις. Οι κυλινδρικοί στρόβιλοι διασταυρούμενης ροής λειτουργούν ως σχεδίες και βοηθούν στη σταθεροποίηση της αρχικής δομής.

Μια υδραυλική τηλεσκοπική δευτερεύουσα δομή υποστηρίζει τον πεζόδρομο που επεκτείνεται στο κύριο σώμα της δομής. Οι διαβάσεις είναι ευέλικτες και μπορούν να προσαρμοστούν σε διαφορετικά διαστήματα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η γέφυρα να μπορεί να μετακινηθεί σε διάφορα σημεία και θέσεις προσφέροντας ευελιξία στην χρήση της.

Μεγάλη Αρετή η Ευθύνη

Αποτέλεσμα εικόνας για Μεγάλη Αρετή η ΕυθύνηΗ ευθύνη είναι που διαχωρίζει το «ανθρώπινο» από το ζωώδες. Δυστυχώς την απωλέσαμε. Πιθηκίζουμε και στρουθοκαμηλίζουμε συνεχώς περιμένοντας σαν Ανθρωπάκια τους «σωτήρες» να διαπραγματεύονται και να καθορίζουν τη ζωή μας. Εμείς συμφωνήσαμε για την κατάσταση μας και κανένας άλλος. Πώς μπορούμε να απαιτούμε σαν κακομαθημένοι όταν δεν μπορούμε επιτέλους σαν εθνική οντότητα να μεγαλώσουμε;

Ως πότε θα περιμένουμε να μας ταΐζουν οι απέξω; Να καθορίζουν την ζωή μας και τον τρόπο με τον οποίο μεγαλώνουμε ως Ανθρώπινες οντότητες; Ως πότε θα ανεχτούμε την υποκουλτούρα αντίληψης και διαβίωσης που μας περνούν ως νοητικούς προγραμματισμούς τα μέσα μαζικής προπαγάνδας; Πότε θα σταθούμε στα πόδια μας και επιτέλους να δημιουργήσουμε; Όχι μόνο ύλη (χρήμα) αλλά και πνεύμα.

Έχουμε και κατέχουμε όχι επάξια προφανώς την πνευματική παρακαταθήκη των μεγαλύτερων πνευμάτων που πέρασαν από την ανθρωπότητα και εμείς τυρβάζουμε αδιάφορα, εμμένοντας, μένοντας και υπηρετώντας την υποκουλτούρα και την ακατάσχετη ηλιθιότητα που διαποτίζει την σύγχρονη ελληνική κοινωνία.

Ναι εμείς συμφωνήσαμε για όλο αυτό
Μεγαλοποιήσαμε αυτό που είμαστε, γιατί είχαμε την τύχη, απλά, να υπάρξουμε σε ένα τόπο με τεράστια πνευματική παρακαταθήκη. Μείναμε σε αυτό που ποτέ δεν θα υπάρξουμε γιατί δεν το αξίζουμε. Δεν το αξίζουμε γιατί για να γίνεις μεγάλος πρέπει να μοχθήσεις, να έχεις επίγνωση και να εργαστείς προς αυτή την κατεύθυνση. Το να κοκορευόμαστε για το πόσο μεγάλοι είμαστε από τις πλάτες άλλων είναι δείγμα της ατελείωτης ηλιθιότητας μας.

Το να βγούμε από το πηγάδι στο οποίο μόνοι μας επιλέξαμε να μπούμε προϋποθέτει δύναμη ψυχής, τόλμη, οργάνωση, αυτογνωσία, ριζικές τομές και φυσικά απόρριψη όλων των παρασίτων που ζουν και τρέφονται από την αδυναμία μας να αναλάβουμε την ευθύνη της ζωής και του εαυτού μας.

Μέλισσα με «υπερφυσική δύναμη» βγάζει καρφί από τοίχο

Ένα έντομο που μπορεί να διδάξει πολλά στον άνθρωπο, για τη σημασία της κοινωνίας, της συνεργασίας, της σωστής δουλειάς και της αποτελεσματικότητας, φαίνεται πως διαθέτει και εκπληκτική δύναμη.

Οι μέλισσες είναι δουλευταρούδες. Έρευνες έχουν δείξει πως κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού, οι εργάτριες μπορούν να δουλέψουν τόσο πολύ, ώστε να πεθάνουν από εξάντληση σε έξι μόλις εβδομάδες. Αντίθετα, εκείνες που γεννιούνται το χειμώνα ενδέχεται να ζήσουν ακόμη και εννέα μήνες. Ένα μελίσσι μπορεί να ταξιδέψει τρεις φορές το γύρο του κόσμου, προκειμένου να συγκεντρώσει και να παράξει 1 κιλό μέλι.

Τα θαυμαστά έντομα φαίνεται πως μπορούν να έχουν συναισθήματα, επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω ενός ειδικού τελετουργικού που μοιάζει με χορός και μπορεί να δώσει συντεταγμένες για σημεία στο «χάρτη» με ακρίβεια GPS, ενώ σε αντίθεση με τους ανθρώπους, γνώριζαν ανέκαθεν ότι η γη είναι στρογγυλή και δεν υποχρεώθηκαν να περάσουν κανέναν από Ιερά Εξέταση για να το αποδεχτούν.

Όμως οι μέλισσες είναι και… δυνατές! Μπορούν να σηκώσουν κατά το πέταγμά τους το 53% του σωματικού του βάρους, αλλά και να… βγάλουν ένα καρφί από τον τοίχο. Το τελευταίο, μπορεί να μην είναι κάποια παρατήρηση επιστημονικής ομάδας, αλλά το είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια, στο βίντεο που ακολουθεί.


Τι εξηγεί την άνοδο των ανθρώπων;

Αποτέλεσμα εικόνας για Το μηδέν και η ποίησηΠριν από 75.000 χρόνια, οι πρόγονοί μας ήταν ασήμαντα ζώα. Το πιο σημαντικό που πρέπει να ξέρουμε για τους προϊστορικούς ανθρώπους είναι ότι ήταν ασήμαντοι. Ο αντίκτυπός τους στον κόσμο δεν ήταν μεγαλύτερο από των μεδουσών ή των πυγολαμπίδων ή τρυποκάρυδων. Εν αντιθέσει, σήμερα ελέγχουμε αυτόν τον πλανήτη. Άρα το ερώτημα είναι: Πώς φτάσαμε από εκεί ως εδώ; Πώς αλλάξαμε, από ασήμαντοι πίθηκοι που κοιτούσαν την δουλειά τους σε μια γωνία της Αφρικής, σε κυβερνήτες του πλανήτη Γη;

Συνήθως, ψάχνουμε για τις διαφορές ανάμεσα σε εμάς και όλα τα άλλα ζώα σε ατομικό επίπεδο. Θέλουμε να πιστέψουμε – εγώ θέλω να πιστεύω – ότι υπάρχει κάτι ξεχωριστό πάνω μου, το σώμα μου, το μυαλό μου, που με κάνει τόσο ανώτερο από ένα σκυλί, ένα χοίρο ή ένα χιμπατζή. Αλλά η αλήθεια είναι ότι σε ατομικό επίπεδο δυστυχώς μοιάζω πολύ με χιμπατζή. Αν βάζατε εμένα και έναν χιμπατζή σε ένα ερημικό νησί, κι έπρεπε να αγωνιστούμε για επιβίωση για να δούμε ποιος θα επιβίωνε καλύτερα, σαφώς θα στοιχημάτιζα στον χιμπατζή, όχι στον εαυτό μου. Δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα με εμένα προσωπικά. Υποθέτω ότι αν έπαιρναν οποιονδήποτε από εσάς,και σας έβαζαν μόνους με έναν χιμπατζή σε κάποιο νησί, ο χιμπατζής θα τα κατάφερνε πολύ καλύτερα.

Η αληθινή διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους και όλα τα άλλα ζώα δεν είναι σε ατομικό επίπεδο. Είναι σε συλλογικό επίπεδο. Οι άνθρωποι ελέγχουν τον πλανήτη επειδή είναι τα μόνα ζώα που μπορούν να συνεργαστούν ευέλικτα και σε μεγάλους αριθμούς.Υπάρχουν και άλλα ζώα, όπως τα κοινωνικά έντομα, οι μέλισσες, τα μυρμήγκια, που μπορούν να συνεργαστούν σε μεγάλους αριθμούς αλλά όχι και τόσο ευέλικτα. Η συνεργασία τους είναι άκαμπτη. Βασικά υπάρχει μόνο ένας τρόπος που ένα μελίσσι μπορεί να λειτουργήσει. Αν υπάρξει κάποια νέα ευκαιρία, ή κάποιος νέος κίνδυνος, οι μέλισσες δεν μπορούν να αλλάξουν το κοινωνικό τους σύστημα εν μία νυκτί. Δεν μπορούν, για παράδειγμα, να εκτελέσουν την βασίλισσα εγκαθιδρύοντας δημοκρατία μελισσών, ή μια κομμουνιστική δικτατορία εργατριών μελισσών.

Άλλα ζώα, σαν τα κοινωνικά θηλαστικά -λύκοι, ελέφαντες, δελφίνια, χιμπατζήδες- μπορούν να συνεργαστούν πολύ πιο ευέλικτα, αλλά το κάνουν μόνο σε μικρούς αριθμούς, επειδή η συνεργασία ανάμεσα σε χιμπατζίδες βασίζεται στην οικειότητα που έχουν μεταξύ τους.Είμαι ένας χιμπατζής και είσαι ένας χιμπατζής, και θέλω να συνεργαστώ μαζί σου, πρέπει να σε ξέρω προσωπικά. Τι είδους χιμπατζής είσαι; Είσαι ένας καλός χιμπατζής; Είσαι ένας σατανικός χιμπατζής; Είσαι αξιόπιστος; Αν δεν σε ξέρω, πώς μπορώ να συνεργαστώ μαζί σου;

Το μόνο ζώο που συνδυάζει τις δύο ικανότητες και συνεργάζεται τόσο ευέλικτα όσο και σε μεγάλους αριθμούς είμαστε εμείς, οι Χόμο σάπιενς. Ένας εναντίον ενός, ή ακόμα 10 εναντίον 10 οι χιμπατζίδες θα ήταν καλύτεροι από εμάς. Αλλά, αν βάλετε 1.000 ανθρώπους εναντίον 1.000 χιμπατζίδων, οι άνθρωποι θα κερδίσουν εύκολα, για τον απλό λόγο ότι χίλιοι χιμπατζίδες δεν μπορούν να συνεργαστούν καθόλου. Και αν προσπαθήσετε να στριμώξετε 100.000 χιμπατζίδες στην Όξφορντ Στριτ ή στο Γουέμπλεϊ, ή στην Πλατεία Τιενανμέν ή στο Βατικανό, θα έχετε χάος, το απόλυτο χάος. Φανταστείτε το Γουέμπλεϊ με 100.000 χιμπατζίδες. Σκέτη τρέλα.

Εν αντιθέσει, οι άνθρωποι συνήθως συγκεντρώνονται εκεί κατά δεκάδες χιλιάδες και το αποτέλεσμα συνήθως δεν είναι χαοτικό. Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά προηγμένα και αποτελεσματικά δίκτυα συνεργασίας. Όλα τα μεγάλα επιτεύγματα του ανθρώπου στην ιστορία, είτε το μιλάμε για χτίσιμο πυραμίδων είτε για πτήσεις στο φεγγάρι, βασίστηκαν, όχι σε ατομικές ικανότητες, αλλά στην ικανότητα να συνεργαζόμαστε ευέλικτα σε μεγάλους αριθμούς.

Σκεφτείτε ακόμα και αυτή την ομιλία που κάνω τώρα. Στέκομαι μπροστά από ένα κοινό περίπου 300 με 400 ανθρώπων, οι περισσότεροι από τους οποίους μου είστε εντελώς άγνωστοι. Ομοίως, δεν ξέρω όλους τους ανθρώπους που οργάνωσαν και δούλεψαν για αυτή την εκδήλωση Δεν ξέρω τον πιλότο και το πλήρωμα του αεροπλάνου που με έφερε εδώ, χθες, στο Λονδίνο. Δεν ξέρω τους ανθρώπους που εφηύραν και κατασκεύασαν αυτό το μικρόφωνο και αυτές τις κάμερες, που καταγράφουν αυτά που λέω. Δεν ξέρω τους ανθρώπους που έγραψαν όλα τα βιβλία και τα άρθρα που διάβασα για να προετοιμαστώ για αυτή την ομιλία Και σίγουρα δεν ξέρω όλους τους ανθρώπους που μπορεί να βλέπουν αυτή την ομιλία μέσω διαδικτύου, κάπου στο Μπουένος Άιρες ή στο Νέο Δελχί.

Ωστόσο, αν και δεν γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο, δουλεύουμε μαζί για να δημιουργήσουμε αυτή την παγκόσμια ανταλλαγή ιδεών. Αυτό είναι κάτι που οι χιμπατζίδες δεν μπορούν να κάνουν. Επικοινωνούν, βέβαια, αλλά δεν θα βρείτε ποτέ έναν χιμπατζή να ταξιδεύει σε μια μακρινή ομάδα χιμπατζήδων για να δώσει μια ομιλία για μπανάνες ή για ελέφαντες, ή οτιδήποτε άλλο που μπορεί να ενδιαφέρει τους χιμπατζίδες. Η συνεργασία βέβαια δεν είναι πάντοτε καλή. Όλα τα φρικτά πράγματα που έχουν κάνει οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια της ιστορίας – κι έχουμε κάνει μερικά πολύ φρικτά πράγματα – όλα αυτά βασίζονται επίσης στην συνεργασία σε μεγάλη κλίμακα. Οι φυλακές είναι ένα σύστημα συνεργασίας. Τα σφαγεία είναι ένα σύστημα συνεργασίας. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι ένα σύστημα συνεργασίας. Οι χιμπατζίδες δεν έχουν σφαγεία και φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Ας υποθέσουμε ότι κατάφερα να σας πείσω ότι ίσως ναι, ελέγχουμε τον κόσμο επειδή συνεργαζόμαστε ευέλικτα και σε μεγάλους αριθμούς. Η αμέσως επόμενη ερώτηση που αμέσως γεννιέται στο μυαλό ενός περίεργου ακροατή είναι: Πώς, ακριβώς, το κάνουμε; Τι μας επιτρέπει, μόνο σε εμάς από όλα τα ζώα, να συνεργαζόμαστε έτσι; Η απάντηση είναι η φαντασία μας. Συνεργαζόμαστε ευέλικτα με αμέτρητους ξένους, επειδή μόνο εμείς, από όλα τα ζώα στον πλανήτη, δημιουργούμε και πιστεύουμε σε φαντασιώσεις, σε φανταστικές ιστορίες. Κι εφόσον όλοι πιστεύουν στην ίδια φαντασίωση, όλοι υπακούν και ακολουθούν τους ίδιους κανόνες, τις ίδιες νόρμες, τις ίδιες αξίες.

Όλα τα άλλα ζώα χρησιμοποιούν το επικοινωνιακό τους σύστημα μόνο για να περιγράψουν την πραγματικότητα. Ένας χιμπατζής θα πει, «Δείτε! Ένα λιοντάρι, ας φύγουμε!» ή «Δείτε! Να μια μπανανιά! Ας πάμε να πάρουμε μπανάνες!» Οι άνθρωποι, από την άλλη, με την γλώσσα δεν περιγράφουν μόνο την πραγματικότητα, αλλά για να φτιάξουν νέες πραγματικότητες, πλασματικές πραγματικότητες. Ένας άνθρωπος μπορεί να πει «Δείτε, υπάρχει ένας θεός πάνω από τα σύννεφα! Και αν δεν κάνεις ό,τι σου λέω, όταν πεθάνεις, ο Θεός θα σε τιμωρήσει και θα σε στείλει στην κόλαση». Αν όλοι σας πιστέψετε την ιστορία που εφηύρα, τότε θα ακολουθήσετε τις ίδιες νόρμες και νόμους και αξίες, και θα συνεργαστείτε. Μόνο οι άνθρωποι μπορούν να το κάνουν αυτό. Δεν θα πείσετε ποτέ ένα χιμπατζή να σας δώσει μια μπανάνα με την υπόσχεση «…αφού πεθάνεις, θα πας στον παράδεισο των χιμπατζίδων…», «…και θα πάρεις πολλές μπανάνες για τις καλές σου πράξεις. Άρα δώσε μου αυτή την μπανάνα». Κανένας χιμπατζής δεν θα πιστέψει αυτή την ιστορία. Μόνο οι άνθρωποι πιστεύουν τέτοιες ιστορίες, και γι’ αυτό ελέγχουμε τον κόσμο, ενώ οι χιμπατζίδες είναι κλεισμένοι σε ζωολογικούς κήπους και εργαστήρια.

Μπορεί τώρα να σας φαίνεται αποδεκτό ότι πράγματι, θρησκευτικά, οι άνθρωποι συνεργάζονται πιστεύοντας τις ίδιες φαντασιώσεις.Εκατομμύρια άνθρωποι συγκεντρώνονται για να χτίσουν καθεδρικούς ή τεμένη ή να πολεμήσουν σε σταυροφορίες ή τζιχάντ, επειδή όλοι πιστεύουν τις ίδιες ιστορίες για τον Θεό και τον παράδεισο και την κόλαση. Αλλά αυτό στο οποίο θέλω να δώσω έμφαση είναι ότι ο ίδιος ακριβώς μηχανισμός υφίσταται σε όλες τις μορφές μαζικής ανθρώπινης συνεργασίας, όχι μόνο στο θρησκευτικό τομέα.

Πάρτε για παράδειγμα τον νομικό τομέα. Τα περισσότερα νομικά συστήματα σήμερα βασίζονται στα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά τι είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα; Όπως ακριβώς ο Θεό και ο παράδεισος, είναι μια ιστορία που δημιουργήσαμε. Δεν είναι ένα αληθινό αντικείμενο. Δεν είναι κάποιο βιολογικό αποτέλεσμα του χόμο σάπιενς. Πάρτε ένα ανθρώπινο ον, ανοίξτε τον, κοιτάξτε μέσα, και θα βρείτε καρδιά, νεφρά, νευρώνες, ορμόνες, DNA, αλλά δεν θα βρείτε καθόλου δικαιώματα. Το μόνο μέρος που θα βρείτε δικαιώματα είναι στις ιστορίες που δημιουργήσαμε και διαδώσαμε τους τελευταίους αιώνες. Μπορεί να είναι πολύ θετικές ιστορίες, πολύ καλές ιστορίες,αλλά είναι μόνο φανταστικές ιστορίες που δημιουργήσαμε.

Το ίδιο συμβαίνει και στον πολιτικό τομέα. Οι σημαντικότεροι παράγοντες στην πολιτική είναι τα κράτη και έθνη. Αλλά τι είναι τα κράτη και τα έθνη; Δεν είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα Ένα βουνό είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα. Το βλέπετε, το αγγίζετε, το μυρίζετε ακόμα. Αλλά ένα κράτος ή ένα έθνος, όπως το Ισραήλ ή το Ιράν ή η Γαλλία ή η Γερμανία, είναι απλά μια ιστορία που επινοήσαμε και στην οποία έχουμε προσκολληθεί.

Το ίδιο συμβαίνει και στον οικονομικό τομέα. Οι σημαντικότεροι παίκτες σήμερα στην παγκόσμια οικονομία είναι οι εταιρείες και οι όμιλοι επιχειρήσεων. Πολλοί από εσάς σήμερα, ίσως, δουλεύετε για μια εταιρεία, όπως η Google ή η Toyota ή τα ΜακΝτόναλντς. Αλλά τι είναι ακριβώς αυτές; Είναι αυτό που οι δικηγόροι αποκαλούν πλάσματα δικαίου. Είναι ιστορίες που επινοήθηκαν και συντηρούνται από τους ισχυρούς μάγους που αποκαλούμε δικηγόρους. Και τι κάνουν οι εταιρείες όλη την ημέρα; Κυρίως, προσπαθούν να κερδίσουν χρήματα. Τι είναι όμως τα χρήματα; Πάλι, δεν είναι αντικειμενική πραγματικότητα, δεν έχουν πραγματική αξία. Πάρτε αυτό το πράσινο κομμάτι χαρτί, το δολάριο. Κοιτάξτε το – δεν έχει αξία. Δεν μπορείτε να το φάτε, να το πιείτε, ούτε να το φορέσετε. Ήρθαν όμως αυτοί οι αρχιπαραμυθάδες, οι μεγάλοι τραπεζίτες, οι υπουργοί οικονομικών, οι πρωθυπουργοί, και μας είπαν μια πολύ πειστική ιστορία:«Βλέπετε αυτό εδώ το πράσινο κομμάτι χαρτί; Αξίζει 10 μπανάνες στην πραγματικότητα». Αν το πιστεύω εγώ, και εσείς, και όλοι το πιστέψουν, λειτουργεί. Μπορώ να πάρω αυτό το άχρηστο κομμάτι χαρτί, να πάω στο σούπερ μάρκετ, να το δώσω σε έναν άγνωστο που δεν έχω ξαναδεί, και να πάρω σε αντάλλαγμα αληθινές μπανάνες που μπορώ να φάω. Αυτό είναι κάτι εκπληκτικό. Δεν θα μπορέσετε ποτέ να το κάνετε με χιμπατζήδες. Οι χιμπατζήδες ανταλλάσσουν, βέβαια: «Ναι, μου δίνεις μια καρύδα, σου δίνω μια μπανάνα». Δουλεύει. Αλλά, μου δίνεις ένα άχρηστο κομμάτι χαρτί και περιμένεις να σου δώσω μια μπανάνα; Σε καμιά περίπτωση! Τι νομίζεις ότι είμαι, άνθρωπος;

Τα χρήματα, είναι η πιο πετυχημένη ιστορία που δημιουργήθηκε και ειπώθηκε από ανθρώπους, επειδή είναι η μόνη που πιστεύουν όλοι. Δεν πιστεύουν όλοι στο Θεό, δεν πιστεύουν όλοι στα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν πιστεύουν όλοι στον εθνικισμό, αλλά όλοι πιστεύουν στα χρήματα, και στο δολάριο. Πάρτε ακόμα και τον Οσάμα Μπιν Λάντεν. Μισούσε την αμερικανική πολιτική και την αμερικανική θρησκεία και την αμερικανική κουλτούρα, αλλά δεν είχε ενστάσεις στα αμερικανικά δολάρια. Στην πραγματικότητα του άρεσαν πολύ.

Για να συνοψίσω λοιπόν: Εμείς οι άνθρωποι ελέγχουμε τον κόσμο διότι ζούμε σε μια διπλή πραγματικότητα. Όλα τα άλλα ζώα ζουν σε μια αντικειμενική πραγματικότητα. Η πραγματικότητά τους αποτελείται από αντικειμενικές οντότητες, όπως ποτάμια και δέντρα και λιοντάρια και ελέφαντες. Εμείς οι άνθρωποι, επίσης ζούμε σε μια αντικειμενική πραγματικότητα. Στον κόσμο μας έχουμε επίσης ποτάμια και δέντρα και λιοντάρια και ελέφαντες. Αλλά μέσα στους αιώνες, έχουμε κατασκευάσει πάνω από αυτή την αντικειμενική πραγματικότητα μια δεύτερη φανταστική πραγματικότητα, μια πραγματικότητα αποτελούμενη από φανταστικές οντότητες, όπως έθνη, θεοί, χρήματα, εταιρείες. Αυτό που είναι εκπληκτικό είναι ότι όπως εξελισσόταν η ιστορία, αυτή η φανταστική πραγματικότητα έγινε όλο και πιο ισχυρή ώστε σήμερα, οι ισχυρότερες δυνάμεις στον κόσμο είναι αυτές οι φανταστικές οντότητες. Η επιβίωση των ποταμιών, των δέντρων, των λιονταριών και των ελεφάντων σήμερα εξαρτάται από τις αποφάσεις και τις επιθυμίες φανταστικών οντοτήτων, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Google, η Παγκόσμια Τράπεζα. Οντότητες που υπάρχουν μόνο στην φαντασία μας.

Yuval Noah Harari

Το μηδέν και η ποίηση

Ο κορμός του είναι η αλήθεια, τα κλαδιά οι πράξεις, οι καρποί τα έργα.“

Μέχρι τώρα η έρευνα του προβλήματος της παιδείας στην αρχαϊκή Ελλάδα έδειξε ότι η ανάδυση της αλήθειας μέσα από την ομίχλη της οντολογικής λήθης με τους χαρακτήρες μιας εικόνας πού είναι σταθερά πρωτεϊκή, άλλα που δεν γίνεται άφαντη ποτέ η ευγένεια της πράξης, εγγυημένη σε ρήτρες κοσμικές, σαν ορίζοντας και χωρομετρικός διατάκτης της συμπεριφοράς και της συμπόρευσης των ανθρώπων στην καθημερινή τους παλίρροια και τα νικηφόρα έργα στην περιοχή της ύλης και της μορφής, είτε όπως το τρόπαιο της αναμέτρησης του Μαραθώνα είτε όπως o Ηνίοχος του Πυθαγόρα στους Δελφούς, υπήρξε το δέντρο πού έδωκε η αγωγή της ακμής. Ο κορμός του είναι η αλήθεια, τα κλαδιά οι πράξεις, οι καρποί τα έργα.

Στην ρίζα του δέντρου τούτου ανιχνεύθηκε η βούληση του ανθρώπου πού τείνει σθεναρά και επίμονα να εμφιλοχωρήσει σ’ ένα κοίτασμα δηλητηριώδους σύστασης και από κει να απομυζήσει τούς χυμούς πού, με τη σοφή διαδικασία της ανταλλαγής της ύλης, από φαρμάκι οφείλει να μεταστοιχειώσει σε φάρμακο.

(Το αιγυπτιακό φίδι, πού μέσα από το καλαθάκι με τα σύκα δάγκωσε την Κλεοπάτρα, κάτω από φρόνιμες και ιερατικές συνθήκες ήταν το λυγερό ερπετό πού συνόδευε στο ρυθμό τους τις χορεύτριες της ‘Ίσιδας.)

Το έδαφος, δηλαδή, επάνω στο όποιο φυτρώνει το δέντρο της αγωγής της ακμής είναι το μηδέν. Ό άνθρωπος δεν φαίνεται δίκαιος αλλά είναι, όταν καρπωθεί το βίωμα πού οικονομεί και προστατεύει την ευγένεια στις βουλές και τις πράξεις του, αφού οργώσει με το νου τη βαθειά γη της απελπισίας και της ανάγκης:

βαθεΐαν άλοκα δια φρενός καρπούμενος,
έξ ής τα κεδνά βλαστάνει βουλεύματα.

Η εικόνα είναι δώρο του Αισχύλου.

Έξω και πέρα από την αδρή σκέψη πού την προσηλώνουν τα στιλπνά καρφιά της αλήθειας, την ευγενική πράξη που την συναρμολογεί το στερέωμα των φυσικών τύπων, και τα ανθεκτικά έργα ανοξείδωτα μέχρι σήμερα από την αμφισβήτηση πού συνοδεύει το μεταβλητικό ρυθμό της ιστορίας, τα σήματα πού στέλνουν στον άνθρωπο τα αχανή χάη του μηδενός βρήκαν και στην τέχνη την ανάλογη έκφραση τους.

Το βίωμα της απελπισίας και της ανάγκης ή εποχή της παιδαγωγικής ακμής το πέρασε στον κόσμο της τέχνης σαν κανηφόρα πομπή μορφών αποσπασμένων από το αίσθημα του ελεητικού φόβου. Οι έλληνες αυτή την πρωτόφαντη αποκάλυψη την ονόμασαν τραγωδία.

Το θυμικό σύνδρομο, δηλαδή, πού αναπτύσσεται μέσα στο κλίμα της αγωγής της ακμής και επιζητεί βαθμιαία να διοχετεύσει σε ολοκληρώματα αισθητικών μορφών τα δυναμικά του φορτία πηγάζει από τη ζοφερή ουσία του μηδενός και προπέμπει στο μοναδικό δρόμο της αληθινής τέχνης.

Πολύ πειστικότερα, όταν αντικρύσει κανείς, με τη σοβαρότητα πού διεκδικεί για τον εαυτό της, την ορισμένη θεωρία σύμφωνα με την οποία μόνο με το ονειρικό νεύμα της τέχνης γίνεται δυνατή από τον άνθρωπο ή υπέρβαση της αδιέξοδης πραγματικότητας.

Η στάση αυτή εξηγεί και γιατί — εκτός από την περίπτωση της ελληνικής στιγμής — αληθινή τέχνη δημιούργησαν μόνο οι εποχές, οι πολιτισμοί ή και οι άνθρωποι κατά μόνας ακόμη, πού βρέθηκαν κάτω από τη δαμασκηνή λάμψη της καταστροφής, της κρίσης, και της οριακής έντασης του πνεύματος. Εκεί πού ή συνείδηση του άνθρωπου προσκρούοντας στο φράγμα του χωρητικού της μέτρου μεταβάλλει αυτόματα τη μοίρα της ανίατης απελπισίας σε πανάκεια και νέα ανθρωπογονία.

Το μηδέν, δεμένο πάντα με το είναι όπως ή κορυφή με το ύψος, εφόσον βιώθηκε από τη συνείδηση του άνθρωπου στα απαραβίαστα μέτρα του φυσικού του λόγου, αποτέλεσε τον σταθερό και μόνιμο αλτήρα της αληθινής τέχνης.

Χωρίς αυτή την πανικόβλητη προϋπόθεση ο γνωστός περιηγητής του Πλουτάρχου, που βρήκε σε όλες τις πόλεις ιερά και βωμούς και ναούς, θέατρα και ποιητές δεν θα ‘βρίσκε πουθενά. Ο ποιητής χρειάζεται τη μάζα του μηδενός και την λαξεύει, όπως ό Πολύκλειτος χρειάστηκε τον χαλκό της Κύπρου και ό Μιχαήλ Άγγελος τα μάρμαρα της Καρράρας.

Προτού εξετάσω τη σημασία του μηδενός για την ποίηση κατά την εποχή της παιδαγωγικής ακμής στην Ελλάδα, θα ψηλαφίσω το πρόβλημα σε ορισμένες μεταγενέστερες στιγμές με τη μέθοδο της πρωθύστερης πληροφόρησης.

‘Ενδεικτικά και πρωτευόντως στη νεώτερη εποχή ο Δάντης επινόησε το Καθαρτήριο σαν τρίτη διάσταση ανάμεσα στην Κόλαση και τον Παράδεισο. Με το Καθαρτήριο θέλησε να υπαινιχθεί τη συμπλεκτική σχέση του μηδενός και του είναι, τον μεταίχμιο τόπο δηλαδή πού συνιστά τον αγωνιστικό στίβο του ανθρώπου.

Η φωτιά και ή ποινή του Καθαρτήριου είναι το σύνεργο της Κόλασης (το μηδέν) πού καθαίροντας τον κρινόμενο — ας θυμηθούμε τούς καθαρμούς του Εμπεδοκλή — τον ετοιμάζει να περάσει στον Παράδεισο (το είναι). Ο μικρός άγιος Φεβρουάριος έχει τη θέση της πύλης πού οδηγεί από τον εντάφιο σπόρο του χειμώνα στο νικητήριο βλαστό της άνοιξης.

Η γενετική άρθρωση της Κωμωδίας στο σκελετό της τριπλής διάταξης με τη συμβολή της άρνησης και της κατάφασης στο σύμβολο του Καθαρτήριου αποδείχνει ότι το πνεύμα του Δάντη είναι γνήσια προσωκρατικό.

Με ανάλογο τρόπο αγριαίνεται από την τρίαινα του μηδενός ή δραματική ποίηση του Σαίξπηρ, πού προωθεί την επαναβίωση της αττικής τραγωδίας ως το ανύποπτο σημείο της πρωτοτυπίας.

Οι κοπαδιαστοί θάνατοι των ηρώων του χτυπούν στο δίχτυ της δράσης τους και πιάνουνται πίσω από το παραπέτασμα της σκηνής καθώς το κλείνουν τα βουβά πρόσωπα, όπως έξω από το θέατρο κλείνουν τα μάτια των πεθαμένων όσοι τους παραστέκουν.

Η κατάπληκτη αμεσότητα της μοίρας του θανάτου σκορπίζει ένα ρίγος στο θεατή, πού πέφτει δύσκολο στον άνθρωπο να το αισθανθεί στην πραγματικότητα της ζωής, όπως τα αισθάνεται στη φαινομενικότητα της παράστασης. Και εδώ βρίσκεται το νόημα της σαιξπηρικής τραγωδίας.

Εκεί δηλαδή πού ό θεατής παρακολουθεί τα θάνατο ενός ήρωα στη σκηνή, ο Σαίξπηρ έχει μοιράσει τούς ρόλους των προσώπων του στους ίδιους τούς θεατές της πλατείας. Σα να προσπαθεί, με νοήματα μουγγού, να εξηγήσει στον καθένα μας:

Εσένα βλέπεις, σ’ εκείνον πού βλέπεις. Αφουγκράζεσαι Κάσσιος και Μάκβεθ, Καίσαρ, Ρωμαίος, Οφήλια Ιάγος και Πολώνιος και παρηγοριέσαι. Πιάνεσαι από τα ονόματα όπως από τον αγέρα εκείνος πού γκρεμίζεται. Μα στοχάσου λιγάκι πώς ο Ιούλιος Καίσαρ δεν υπάρχει πια. Τώρα υπάρχεις εσύ. Εκείνος πάνω από τη σκηνή προσπαθεί να σου δώσει να καταλάβεις: από δώ πού πέρασα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα περάσεις κι εσύ. Το συλλογίστηκες τάχα!

Την τραγωδία του Σαίξπηρ την εδημιούργησε ο παροξυσμός της βίωσης του μηδενός. Όπως και οι άλλες, μια ακόμη θεά που Παρθένα γέννησε τον εξαίσιο τόκο της.

Η γενετήσια όμως περίπτυξη του μηδενός και του είναι μας δόθηκε με τρόπο ηλιοειδή — όσο και οι Ηλιάδες κόρες του Παρμενίδη — από το Γκαίτε. Για το Γκαίτε η κοσμοποιός δύναμη χύνεται από τη δεξαμενή της άρνησης. Ή αιώνια μηχανή της φθοράς διακονεί την αιώνια σκηνοπηγία της ζωής.

Όταν ο Μεφιστοφελής εμφανίζεται στο Φάουστ και ό τελευταίος τον ερωτά για το όνομα και την καταγωγή του — στον τρόπο της ερώτησης αναμειγνύεται ή γλώσσα της πρώτης γνωριμίας των ομηρικών αντιπάλων και ή σωκρατική απορητική — ο πρώτος αποκρίνεται:

Ένα μέρος είμαι από τη δύναμη εκείνη
πού πάντα θέλει το κακό και πάντα κάνει το καλό
.

Το θετικό, δηλαδή, η κατάφαση η τάξη η περιοδική επέλαση της δύναμης, είναι το ακούσιο άλλα και το αναγκαίο γέννημα της άρνησης και του μώμου, της φθοράς και του κακού, της αίρεσης και της ανυπαρξίας. Όπως στη γλώσσα των Προσωκρατικών ή μια οδός, ή άνω οδός, η σταθερότητα, η δίκη και η φιλία, γεννιέται από την άλλη οδό, την κάτω οδό, τη μεταβολή, την αδικία και το νείκος.

Ο διάβολος του Γκαίτε είναι ό πλάστης του κόσμου, όπως ο πόλεμος του Ηράκλειτου είναι ο πατέρας των όντων.

Ένα άλλο στιβαρό χέρι πού έδεσε το γόρδιο δεσμό του μηδενός και του είναι με τον τρόπο πού υπόδειξε ή αρχαϊκή σκέψη των ελλήνων είναι ο Ντοστογιέφσκι. Επιληπτικός από υγεία και μελλοθάνατος από ζωή, ο Ντοστογιέφσκι εικόνισε τις όψεις του προβλήματος κάτω από μια πρισματική πολλαπλότητα. Άλλοτε σχηματίζει αστερισμούς από περισσότερους ήρωες, και άλλοτε με την ιστόρηση μιας μοίρας ατομικής ξεχωρίζει άστρα μοναχικά.

Στις εμβρόντητες νύχτες του Ντοστογιέφσκι ο Όρντίνωφ, ο Ρασκόλνικωφ, ο Κυρίλωφ, ο Σταυρόγκιν αγκυροφορούν και συγκοπαδιάζουν τα σκοτεινά κομμάτια της ψυχής, όπως ό Λαμπαδίας, ο Άντάρης, ό Βασιλίσκος και ό Βέγας ακροβολίζουν τη σιγαλέα κίνηση του ουρανού.Η Ναστάσια Φιλίπποβνα είναι το μέσο πού δορυφορεΐται άπό τήν κατάφαση και την άρνηση. Στα δεξιά της στέκεται ό Ραγκόζιν και της κουβαλά το μηδέν της κολασμένης ηδονής. Αριστερά, ο πρίγκηπας Μύσκιν αποθέτει στα πόδια της το είναι της θείας αποστέρησης.

Στο Ρασκόλνικωφ ή συμβολή των κοσμικών ετεροτήτων πραγματοποιείται με τη μορφή της αδικίας και της πληρωμής. Και η ίδια διασταύρωση σταυρώνει το Σταυρόγκιν στα σταυρωτά δοκάρια της απιστίας και της πίστης υπερβατικά, της χυδαιότητας και της ευγένειας ηθικά.

Η αποκορύφωση όμως της μυστικής συνθήκης του μηδενός και του είναι, με όλη την κοσμική τους απειρότητα και ένταση, προετοιμασμένη από την εμφάνιση του ίδιου του Ιησού στον ‘ Ιεροεξεταστή της Σεβίλλης — κάτι πού δεν ξανάγινε μετά τούς ‘ Εμμαούς — σαρκώθηκε στη μορφή του Ιβάν Καραμάζωφ. Σ’ αυτόν τον τρίτο αδερφό ενανθρωπεί το μηδέν με το πρόσωπο του ιδίου του διαβόλου, σαν επικαλυπτική σήμανση της παρουσίας του ίδιου του Ντοστογιέφσκι.

Αφήνω τελευταία την περίπτωση της ποιητικής συνάντησης του μηδενός και του είναι κάτω από τα σύμβολα του Διαβόλου και του Δόκτορα Φάουστους, επειδή πιστεύω ότι με την εξιστόρηση της ζωής και του έργου του ήρωα του — του συνθέτη Αντριάν Λέβερκυν — ο Τόμας Μάν, μεταλλάζοντας τον ήχο της φιλοσοφίας σε λόγο μουσικής, επιχείρησε να δώσει τη μυθιστορηματική βιογραφία της ζωής και του έργου του Νίτσε.

Και ακόμη επειδή παράλληλα πιστεύω ότι οποιαδήποτε ερμηνεία του τρόπου με τον όποιο θεώρησαν το μηδέν και το είναι οι Προσωκρατικοί, εάν δεν συνδεθεί με το στοχασμό του Νίτσε, θα μείνει χωλή, και τυφλή, και λεπρή.Χρειάζεται μόνο να θυμίσει κανείς μια πρόταση από τον Doktor Faustus του Μάν, πού φανερώνει απερίφραστα το κοσμογόνο νόημα του μηδενός:

Και είναι ανάγκη να υπερασπίζεται κανένας το διάβολο,
αφού για τη μεγάλη δράση και τα μεγάλα έργα αυτόν μονάχα
μπορεί να χρειάζεται και να κατέχει, και κανέναν άλλο
.

Είναι γνωστό ότι αυτός πού έδωκε το όνομα του στον ευρωπαϊκό μηδενισμό είναι ο Νίτσε. Η τιμή πληρώθηκε, βέβαια, με το ανάλογο τίμημα.

Δημήτρης Λιαντίνης: “Homo Educandus (Φιλοσοφία της Αγωγής)”

Γ. Σεφέρης: Πελεκούν και καίνε τον τόπο σαν το πεύκο

Γεώργιος Σεφέρης: 1900–1971

Όταν μια χώρα στενάζει από έλλειμμα πολιτικής και με ταχύτητα φωτός οδηγείται από τους «δημοκράτες» στον όλεθρο· όταν ορισμένως ουκ ολίγοι διανοούμενοι, και μάλιστα υπό τον αστερισμό της φιλοσοφίας, δίνουν γη και ύδωρ και αναλαμβάνουν το ρόλο του απολογητή της «αθώας» εξουσίας· όταν τα πάντα πλακώνει η σκλαβιά και τα σκιάζει η φοβέρα, τότε για να ατενίσει κανείς με λιγότερες ψευδαισθήσεις το παρόν και το μέλλον χρειάζεται μάλλον να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, καταπώς λέει και ο Χάιντεγκερ. Αυτή η οπισθοβασία δεν είναι και δεν πρέπει να είναι απόσυρση, λόγω απόγνωσης, από το παρόν, αλλά μια αστείρευτη στοχαστική και ποιητική πηγή λόγου, που διαμεσολαβεί εποπτικά και προφητικά το παρόν Μας. Από τούτη την πηγή προέρχεται το ποίημα του Σεφέρη: Ο Τελευταίος Σταθμός που έχει πολλά να μας πει. Για τον ποιητή ο τίτλος υπαινίσσεται τον τελευταίο του σταθμό πριν την επιστροφή· για τον Νέο Ελληνισμό του παρόντος τι μπορεί να υποτυπώνει; Μήπως τον τελευταίο σταθμό πριν τη μετατροπή της ελλαδικής γης σε «τόπο βοσκής για τις γκαμούζες»; (Σεφέρης)

Ο Τελευταίος Σταθμός

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χα-
ράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι·
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις τη καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη
τη Συρία·
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής πού 'σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του
Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θά 'λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους.
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο.
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν.
σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι.
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-
ρεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και νά ΄θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν
το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες.
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας. «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.


            Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44

Βασικά γνωρίσματα της σεφερικής ποίησης

Ο Σεφέρης ανήκει στη γενιά του ’30 και ευθύς με την πρώτη του ποιητική συλλογή επιχειρεί ένα νέο προσανατολισμό στη νεοελληνική ποίηση.
Ο νέος αυτός προσανατολισμός σχετίζεται με τον λεγόμενο ποιητικό μοντερνισμό.
Κύριο γνώρισμα αυτού του μοντερνισμού είναι ο χαρακτήρας της ποιητικής γραφής.
Τα ποιήματα δηλαδή δεν γράφονται πλέον στον παραδοσιακό έμμετρο στίχο, αλλά σε ελεύθερο.
Συνακόλουθο αυτής της γραφής είναι να μην υπάρχει στο ποίημα μέτρο, ομοιοκαταληξία, ισοσυλλαβία στίχων, ισόστιχες στροφές.
Ο ποιητικός λόγος του Σεφέρη όχι σπάνια εκφέρεται με αποφθεγματικές αποστροφές, δίνοντας έτσι καθολικότερη ισχύ σε γνώμες που διαφορετικά θα μπορούσαν να μείνουν αναξιοποίητες.
Επίσης παρατηρείται στα ποιήματά του μια αίσθηση πολυφωνίας, ώστε να εμπλουτίζεται η ποιητική αφήγηση, αλλά και να έχει συγκεκριμένη απεύθυνση.
Η πολυφωνία συνήθως εκδηλώνεται ή με ορισμένα πρόσωπα που έχουν θέση σε συγκεκριμένα ποιητικά επεισόδια ή με στίχους και φράσεις από άλλους δημιουργούς.
Πρόκειται κατ’ ουσία για λεκτικά ή φραστικά θραύσματα, τα οποία δεν λειτουργούν μεμονωμένα μέσα στο ποιητικό κείμενο, αλλά ενσωματώνονται στη νοηματική ροή του και διανοίγουν τον ορίζοντά του σε δοκιμασμένες ποιητικές ή διανοηματικές εμπειρίες άλλων δημιουργών. 
                                                                     
Ερμηνευτική Προσέγγιση

Ι. Εισαγωγικά:

Ο Τελευταίος σταθμός κλείνει, σε θεματικό και βιογραφικό επίπεδο, το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄.
Το συγκεκριμένο ποίημα αθροίζει συνολικά την εμπειρία του πολέμου αλλά και τις αντίστοιχες επιπτώσεις πάνω στον άνθρωπο.
Χαρακτηρίστηκε ως το πιο σεφερικό ποίημα του ποιητή (Τίμος Μαλάνος).
Θεωρείται ως ένα από τα ανοιχτά ποιήματα της πιο πάνω συλλογής, γιατί εμφανίζει σαφή και καθαρά νοήματα, ενώ δεν απουσιάζει και ο εξομολογητικός τόνος του ποιητή για τις προσωπικές του εμπειρίες σε όλα τα χρόνια του πολέμου που ζούσε σε αναγκαστική εξορία.
Βέβαια χρειάζεται να επισημανθεί ότι ο ποιητής δε βίωσε τη φοβερή εμπειρία του πολέμου και των συνεπειών του με τόσο οδυνηρά, όπως το ανώνυμο πλήθος.
Οι δικές του δραματικές εμπειρίες θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα εξής: βίαιος εκπατρισμός, πικρή γεύση του ξενιτεμού, η πολεμική ατμόσφαιρα και το γενικό πολεμικό κλίμα εκεί που βρισκόταν με την εξόριστη κυβέρνηση, η θλίψη του για τα δεινά που περνούσαν οι άνθρωποι στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τις μικροπρέπειες και τις μηχανορραφίες των πολιτικών στο εξωτερικό. Επίσης η αίσθηση του γενικού παραλογισμού και της σύγχυσης που προκάλεσε ο φρικαλέος πόλεμος.
Ο Σεφέρης δεν έζησε το δράμα της Ελλάδας και των ανθρώπων της από κοντά.
Δεν απέκτησε άμεση εμπειρία της πείνας, της στέρησης, του θρήνου των μανάδων που έχαναν τα παιδιά τους, της δυστυχίας, των εικόνων γύρω από εκτελέσεις, κρεμάλες, δολοφονίες κ.λπ.
Παρ’ όλα αυτά στον Τελευταίο Σταθμό παρουσιάζει μια συνολική εικόνα της ανθρώπινης τραγωδίας, αλλά και της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε εκείνες τις στιγμές που λόγω του πολέμου κυριαρχεί απόλυτη ταραχή και αβεβαιότητα.
Την παρουσιάζει μάλιστα υπό τη μορφή μιας άμεσα βιωμένης τραγικότητας και δραματικότητας.
Το ποίημα δεν παρουσιάζει ένα μόνο θέμα από πολλές απόψεις, αλλά πολλά θέματα υπό έναν ενιαίο ειρμό, υπό μια αδιαίρετη νοηματική συνοχή, υπό ένα κεντρικό άξονα.
Αυτός ο κεντρικός άξονας είναι ο πόλεμος.
Σύνολο στίχων: 96. Διακρίνονται για μεγάλο ποιητικό ανάπτυγμα: περιέχουν πολλές λέξεις.
Το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να ομιλεί με διαφορετικά γραμματικά πρόσωπα.
Τα πιο συχνά είναι: το πρώτο ενικό και το πρώτο πληθυντικό.
Άλλοτε ομιλεί το ατομικό Εγώ και άλλοτε το συλλογικό εμείς ή με άλλα λόγια: άλλοτε το ατομικό υποκείμενο και άλλοτε το συλλογικό υποκείμενο.
Ορισμένες φορές απαντά το δεύτερο ενικό πρόσωπο. Τότε το υποκείμενο απευθύνεται σε έναν υποθετικό ακροατή ή αποδέκτη της ποιητικής του σκέψης και του ποιητικού του λόγου ή θέλει να απευθυνθεί στον εαυτό του: (εσωτερικός) διάλογος με τον εαυτό του (π.χ. στ. 4-6 ή στ. 64).
Επίσης παρατηρείται και χρήση του τρίτου ενικού προσώπου, όταν ο ποιητικός λόγος εκφέρεται αποφθεγματικά και με πνεύμα καθολικής ισχύος.
Στο ποίημα ακούγονται και ορισμένες άλλες φωνές εν είδει φράσεων ή στίχων που ανήκουν σε άλλους δημιουργούς.
Στ. 6 και 44: φωνή-έκφραση του Μακρυγιάννη.
Στ. 23: Βιργίλιος.
Στ. 87-88: Αισχύλος Αγαμέμνων (στ. 179-180).
Υπάρχουν βέβαια και άλλοι στίχοι, οι οποίοι άμεσα ή έμμεσα παραπέμπουν στον Όμηρο ή στον Εκκλησιαστή ή στον Καβάφη.
Άλλο χαρακτηριστικό του ποιήματος: αρχίζει και κλείνει με τον ίδιο στίχο, την ίδια στιγμή που ο κορμός του κύριου ποιήματος παρουσιάζει κλιμακούμενες δραματικές εντάσεις.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι πειθαρχημένη, ακριβής, βιωματική.
Ο λόγος του είναι πυκνός: με ένα στίχο εκφράζει πολλά νοήματα, εμπειρίες ή καταστάσεις.
Το ποίημα σκηνοθετείται με ή πάνω σε εικόνες, στις οποίες δεσπόζει ο συμβολισμός και η ομηρική παρομοίωση.
Το ύφος του είναι εξομολογητικό, στοχαστικό και διδακτικό.

ΙΙ. Ερμηνεία:

Στην πρώτη ενότητα κυριαρχεί το μοτίβο του φεγγαριού και η εικόνα της επικείμενης επιστροφής.
Ο ποιητής εμφανίζεται να περνάει ώρες μοναξιάς και να γίνεται εξομολογητικός σε μια υποτιθέμενη συνομιλία με κάποιον φίλο, στην ουσία με τον εαυτό του.
Η δική του οδυνηρή περιπέτεια μοιάζει να φτάνει στο τέλος της και του δημιουργεί την ανάγκη για έναν απολογισμό σχετικά με εμπειρίες και εκτιμήσεις του.
Το θέμα που τον απασχολεί είναι ο αναμενόμενος νόστος.
Η νύχτα στο ιταλικό λιμάνι, όπου ο ποιητής προσμένει την ώρα της επιστροφής, είναι φεγγαρόλουστη.
Ανάμειχτα συναισθήματα εν όψει των νέων συμφορών που ίσως διαβλέπει να ενσκήπτουν στην Ελλάδα, γνωρίζοντας ήδη τις μηχανορραφίες πολλών πολιτικών.
Φεγγάρι και αλφαβητάρι: ο ποιητής προσλαμβάνει ή βιώνει αντιθετικά μέσα του αυτές τις δύο έννοιες.
Η πρώτη τον γαληνεύει, τον ηρεμεί, τον φέρνει πιο κοντά στην ευαισθησία και στη γλυκύτητα της φύσης, του ανακαλεί ωραίες εικόνες αισθητικής ικανοποίησης και ψυχικής ευφορίας.
Και αυτά συγκριτικά με τις τρικυμίες που επιφέρουν και θα συνεχίσουν να επιφέρουν οι πολιτικοί και οι περί αυτούς με τον καιροσκοπισμό και την ιδιοτέλειά τους.
Η δεύτερη υποδηλώνει ότι ο ποιητής διαβάζει τα άστρα, δηλαδή κάνει έναν απολογισμό των πρόσφατων εμπειριών, αποκρυπτογραφεί τα συμβάντα και τα συμβαίνοντα και οδηγείται σε άλλα νοήματα και ελπίδες.
Αυτά τα νοήματα δεν αφήνουν περιθώρια για αναπόληση και ρέμβη.
Έτσι το φεγγάρι δείχνεται για τον ποιητή να του κρύβει την πραγματική όψη των πραγμάτων, να του θολώνει τον ορίζοντα της υπάρχουσας πραγματικότητας.
Άραγε να λειτουργεί με δόλο για τον ποιητή, να τον εξαπατά; Αυτό μάλλον αισθάνεται ο ίδιος σε σχέση με την τωρινή κατάσταση, γι’ αυτό και είναι λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που του αρέσουν.
Ο Σεφέρης δεν αναθεματίζει τις φεγγαρόλουστες νύχτες, αλλά αντίθετα τις θεωρεί ως τις κατ’ εξοχήν αισθηματολογικές στιγμές.
Τέτοιες όμως στιγμές σε αυτές τις αβέβαιες χρονικές περιόδους μπορεί να λειτουργούν απατηλά, όπως εκείνοι οι πολιτικοί που κατεβαίνουν στην Ελλάδα ως σωτήρες, ως φωτοδότες, αλλά πίσω από το φωταδιστικό τους βλέμμα κρύβεται ο σκοταδιστικός τους ρόλος.
Χρησιμοποιούν δόλο για να εξαπατήσουν και να καρπωθούν τον αγώνα που έκαναν οι πολλοί.
Γι’ αυτό τώρα αγαπά τον έναστρο ουρανό.
Στ. 6: όσο είναι άνεργος, στοχάζεται αναμένοντας. Τι στοχάζεται; Αφήνει τον νου του ελεύθερο εν αγωνία να προβαίνει σε απολογισμούς και υπολογισμούς.
Η λέξη μέρας (στ. 3) παραπέμπει στη διάσταση του χρόνου και δεν πρέπει να λαμβάνεται μόνο στην ονομαστική της τιμή.
Το ίδιο και η λέξη φεγγάρια: υποδηλώνει περιόδους ζωής που ξαναζωντανεύουν μέσα του και χαρακτηρίζονται είτε από κατάνυξη και ρεμβασμό (στ. 8) είτε από χαλασμούς και εγκατάλειψη (στ. 10-11).
Στ. 12-14: γίνεται μετάβαση από παλαιές νοσταλγίες της άμεσης ή προσωπικής ζωής στην παρούσα νοσταλγία της Ελλάδας.
Η επιστροφή για πολλούς ανθρώπους αποτελεί εξόφληση χρέους με τη θετική ή την αρνητική σημασία, ανάλογα με την ποιότητα και την αρετή του ανθρώπου.
Για τον ποιητή π.χ. η επιστροφή είναι η εξόφληση του χρέους που οφείλει ο ίδιος στην πατρίδα, μετά από τόσα χρόνια αναγκαστικής εξορίας.
Στ. 15-17: Για άλλους, σαν τους πολιτικούς που ετοιμάζονται να επιστρέψουν, η επιστροφή λογίζεται ως είδος συναλλαγής προς ίδιον όφελος.
Αισθάνονται πως η Ελλάδα τους οφείλει και όχι αυτοί στην Ελλάδα.
Τις ταπεινώσεις, την αδράνειά τους, ίσως και τους ποικίλους ευτελισμούς που υπέστησαν στην ξένη χώρα προτίθενται τώρα να τις αναπληρώσουν ή να τις ανταλλάξουν με κάθε είδους –θεμιτή ή αθέμιτη– ανταμοιβή.
Πρόκειται για καθαρή περίπτωση αμοραλιστικής συμπεριφοράς από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν άλλη αρχή έξω από εκείνη της αρχομανίας.
Στ. 18-22: επανέρχεται στον ποιητικό ρεμβασμό, με τον οποίο είχε ξεκινήσει, περιγράφοντας το τοπίο, έστω και ελλειπτικά.
Στ. 23: μας γνωρίζει με μια εικόνα, όπου είναι εμφανής κάποια μελαγχολική διάθεση:
Παρεμβάλλεται η σιωπή, η οποία ως προς την πρώτη ενότητα υποδηλώνει περισυλλογή, αναστοχασμό και ως προς την δεύτερη που ακολουθεί πιο συγκεκριμένα, ορατά βήματα ποιητικής πρόσληψης περιεχομένων.
Στην δεύτερη ενότητα ο ποιητικός λόγος γίνεται ουσιαστικά διάλογος του ποιητή με τον εαυτό του.
Αυτός ο διάλογος παρουσιάζεται να γίνεται με έναν υποθετικό φίλο που ήρθε κρυφά από την Ελλάδα.
Στ. 24-25: ο ποιητής δικαιολογείται για την μακρά εισαγωγή που προηγήθηκε. Θεωρεί πως ήταν ένας ειρμός της σκέψης που χρειαζόταν να συμβεί, προκειμένου να μιλήσει για πράγματα που τα χαρακτηρίζει δύσκολα.
Στ. 25-30: Γιατί δύσκολα; Επειδή δεν μπορεί να βρεθεί κανένας έμπιστος, μέσα στη γενική φθορά και διαφθορά των δημόσιων προσώπων που υποτίθεται αποτελούσαν την εξόριστη κυβέρνηση, να του εκμυστηρευθεί όσα είδε και έζησε.
Γι’ αυτό βιάζεται να εξωτερικεύσει όλα του τα βιώματα σε ένα φίλο που έρχεται από την Ελλάδα, πριν τον αλλάξει η ξενιτιά, προτού δηλαδή προλάβουν και τον εξαγοράσουν ή τον διαφθείρουν οι άνθρωποι της πολιτικής και των άνομων συναλλαγών.
Ο ποιητής δεν είχε καλή γνώμη ούτε για τα πολιτικά πρόσωπα που ζούσαν στην ξενιτιά και έπαιρναν εντολές από τους ξένους για το τι και πώς πρέπει να πράξουν στα ζητήματα διακυβέρνησης της Ελλάδας ούτε για αυτούς που τους επισκέπτονταν από την Ελλάδα ως συνομιλητές τους.
Γι’ αυτό και ο υποτιθέμενος διάλογος στο βάθος είναι δραματικός μονόλογος.
Η δραματικότητα αυτή εκφράζεται και με τη βιασύνη του ποιητή να ταξινομήσει τον όγκο των πληροφοριών που τον βασανίζουν και με βάση αυτές να απαντήσει σε εύλογες ερωτήσεις, που δεν του έχουν τεθεί αλλά εγείρονται μέσα του κατά την εξέλιξη του δραματικού του μονόλογου και συνέχουν νοηματικά το όλο ποιητικό σώμα.
Έτσι αυτές οι ερωτήσεις λογίζονται λανθάνουσες ερωτήσεις ενός λανθάνοντος διαλόγου και έχουν αντικειμενική αξία.
Στ. 31-48: στην υποτιθέμενη ερώτηση λοιπόν από πού έρχονται ο Σεφέρης απαντά, αναφέροντας όλα τα μέρη που επισκέφτηκε ή αναγκάστηκε να ζήσει μαζί με την εξόριστη κυβέρνηση.
Όλοι αυτοί οι στίχοι απηχούν μια αίσθηση διασποράς, διασκορπισμού, ακόμη και ανεστιότητας με κοινό παρονομαστή το θέμα της ξενιτιάς.
Από την άλλη πλευρά οι εν λόγω στίχοι παραπέμπουν και σε μια γεωγραφική εξάπλωση του Ελληνισμού σε αντίστοιχες ιστορικές περιόδους.
Συγχρόνως, όπως αφήνει να διαφαίνεται στο στ. 33, ο ποιητής συγκλονίζεται σύγκορμα από το φόβο μήπως οι μικρότητες και οι μηχανορραφίες ξένων και ντόπιων παραγόντων οδηγήσουν την πατρίδα του σε πλήρη εξαφανισμό, όπως συνέβη με το ελληνικό κρατίδιο της Κομμαγηνής.
Αλλά ποια είναι η αληθινή ταυτότητα των εξόριστων, αυτών δηλαδή που περιμένουν στο τυρρηνικό χωριό να γυρίσουν πίσω; Ποια είναι η συμπεριφορά τους;
Στ. 39-42: οι εξόριστοι πολιτικοί και στρατιωτικοί που ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα εκεί στην ξενιτιά, άκαπνοι συγκριτικά με τους αγωνιζόμενους στην Ελλάδα Έλληνες, είναι άνθρωποι φθαρμένοι ψυχικά από τον πόλεμο και διεφθαρμένοι από τις δικές τους δολοπλοκίες και πολιτικές βλέψεις.
Αυτό που τους ενδιαφέρει πρωτίστως είναι πώς θα καταλάβουν αξιώματα, αυτοπαγιδευόμενοι έτσι «σαν το πουλί μες στο κλουβί του», χωρίς να εμπνέονται από άλλα, ανώτερα πολιτικά ιδεώδη.
Ο ίδιος ο ποιητής γράφει σχετικά με το περιβάλλον των αξιωματούχων στην Cava: « … διόλου ευχαριστημένος που είμαι εδώ· είμαι σαν το ξένο παραμύθι μέσα σε τούτη εδώ τη σκηνοθεσία και τους κουμπάρσους» (Μέρες Δ΄).
Σε άλλο σημείο του κειμένου του Μέρες Δ΄, ο ποιητής χαρακτηρίζει τους συντρόφους «πληγή, σαν τις αράπικες μύγες».
Αυτοί οι σύντροφοι είναι πράγματι η ηθική πληγή που κακοφορμίζει:
Στ. 43-63: τους έχει μάθει από κοντά, ξέρει όλες τους τις συνήθειες, μπορεί να διαβάσει τη συμπεριφορά τους, δεν πέφτει έξω στους χαρακτηρισμούς του γι’ αυτούς.
Η ανθρώπινη αδυναμία και συναφώς η μικρότητα, η ποταπότητα, η ευτέλεια περιγράφονται με δωρική λιτότητα, με ζωηρές εικόνες, γεμάτες ένταση και χρώμα, με παραδειγματική παραστατικότητα.
Έτσι ο ποιητής μιλάει για ερωτικές επιθυμίες (στ. 48-49), για απληστία (53), έμμονη διάθεση ή τάση για το κακώς εννοούμενο συμφέρον, για κερδοσκοπία (50-51), για καθετί που υποβιβάζει τον άνθρωπο σε πράγμα, σε αντικείμενο.
Για τον στίχο 45 χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει ο Μ. Vitti (Φθορά και Λόγος· εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, σ. 161) για τον ποιητή: «τον κυνηγά η σκέψη για τους πολιτικούς τυχοδιώκτες, που αύριο θα επιδιώξουν αδίστακτα να πιάσουν ένα πόστο στην εξουσία και θα σφετεριστούν το αίμα που άλλοι έχυσαν για την πατρίδα».
Γενικότερα ο άνθρωπος παρουσιάζει μια ευμετάβλητη συμπεριφορά, ανάλογα με τις περιστάσεις και με τους πειρασμούς που τον καθιστούν ευάλωτο (στ. 46-47, 52-53).
Στους στ. 54-60 συναντούμε το μοτίβο της φθοράς κατά την σεφερική ποιητική –η εικόνα του θανάτου και πώς αντιδρούν οι άνθρωποι– διατυπωμένο με λεπτή ειρωνεία.
Με δραματικό τόνο παρουσιάζεται η αγάπη για τη ζωή, ιδιοτελώς εκδηλωνόμενη από τους ανθρώπους: ο καθένας κοιτάζει πώς να σώσει τον εαυτό του.
Εύστοχα ο ποιητής παριστά την εικόνα του πανικού που παρατηρείται συνήθως, όταν απουσιάζει η οργανωμένη δράση και αλληλεγγύη του συλλογικού μας Είναι.
Ο πανικός αυτός υποδηλώνεται πολύ ηχηρά με τα ρήματα: φωνάζουνε, μπερδεύονται, ρητορεύουν:
Φωνάζουνε: μια κατηγορία ανθρώπων καταφεύγει σε μεταφυσικές λύσεις ή δυνάμεις (=για να ξορκίσουν).
Μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους: μια άλλη κατηγορία ανθρώπων κλείνεται στον κόσμο του υλικού του πλούτου, ελπίζοντας να βρει ασφάλεια και σιγουριά. Ουσιαστικά αυτοί οι άνθρωποι καλλιεργούν ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.
Ρητορεύουν: μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων αναλώνεται σε ρητορικές–ιδεοληπτικές εξηγήσεις και επεξηγήσεις, σε κενολογίες τις οποίες προβάλλει ως περισσή αλήθεια, έχοντας ανύποπτη αυτοπεποίθηση για την ικανότητα και το ταλέντο της.
Τι νόημα όμως έχουν όλα τούτα, όταν δεν μπορούν να αποτρέψουν τον χαμό των ανθρώπων (στ. 60);
Στους τρεις τελευταίους στίχους της ενότητας (στ. 61-63), ο ποιητής οδηγείται σε ένα καθολικό συμπέρασμα, το οποίο προκύπτει ως μια φυσική κατάληξη της έσχατης κατάπτωσης του ανθρώπου που μας περιέγραψε στους προηγούμενους στίχους.
Με ερωτηματική μορφή ή με τρόπους διερώτησης εν τέλει αποφαίνεται: μήπως ο άνθρωπος δεν έχει ανυψωθεί ποτέ πάνω από το επίπεδο του φυτικού και ζωικού όντος, αλλά η μόνη του δραστηριότητα είναι η απλή αναπαραγωγή και διαιώνιση του είδους;
Σε τούτους τους χαλεπούς καιρούς της ολικής κατάπτωσης της ανθρώπινης ουσίας, της έκπτωσης των ανθρώπινων αξιών, οι ρητορείες και τα λόγια είναι όχι μόνο περιττά αλλά και επικίνδυνα, γιατί οι καιροί άλλα επιτάσσουν.
Τις επιταγές των καιρών ο ποιητής τις συνοψίζει στο καίριο νόημα του στ. 63:
Οι καιροί επιβάλλουν, ο καθένας να αρθεί πάνω από ιδιοτελείς βλέψεις, από κοντόθωρες πολιτικές και άλλες φιλοδοξίες, από αναξιοπρεπείς συμπεριφορές, προκειμένου να πράξει τα δέοντα.
Τότε η ιστορία και η ουσία της ανθρώπινης ζωής δεν θα περιορίζεται μόνο στις δύο στιγμές της γέννησης και του θανάτου.
Στ. 64-88: στην παρούσα ενότητα ο ποιητής σκηνοθετεί με τον στ. 64 μια ποιητική συνομιλία με τον φίλο, για να μιλήσει για τους άλλους ανθρώπους:
τον πρόσφυγα, τον αιχμάλωτο και όλους εκείνους που μέσα στη δίνη του πολέμου οι συνθήκες και οι δημόσιες αμαρτίες των επιτήδειων τους μεταποίησαν σε εμπορεύσιμο είδος, σε αντικείμενο αγοροπωλησίας.
Αυτούς τους άλλους ο Σεφέρης τους τοποθετεί απέναντι στους ανθρώπους της κερδοσκοπίας, της πολιτικής ματαιοδοξίας, της δολοπλοκίας, της φιληδονίας που μας παρουσίασε στην προηγούμενη ενότητα.
Περαιτέρω δεν μπορεί να ξεχάσει το αποτρόπαιο θέαμα της κατεστραμμένης πατρίδας:
ξένα συμφέροντα και ντόπιοι υποτελείς τους συνεχίζουν να την πελεκούν και να την καίνε σαν το πεύκο.
Αυτή η κατάσταση δεν αφήνει χώρο για μια πιο αισιόδοξη προοπτική: επιτείνει τον πόνο του ποιητή και δι’ αυτού του κάθε υποψιασμένου και ακέραιου ανθρώπου.
Χρονικά βέβαια δεν άργησαν να επαληθευτούν στην πράξη τα παραπάνω λόγια του ποιητή: δυο μήνες μετά τη σύνθεση του ποιήματος η Ελλάδα αιματοκυλίστηκε ξανά με τα Δεκεμβριανά και αργότερα με τον Εμφύλιο.
Πώς μπορεί λοιπόν ο ποιητικός νους να ξεχάσει τους σκοτωμένους φίλους (στ. 82) και όλες τις άλλες φρικιαστικές εικόνες;
Η φρίκη είναι τόσο μεγάλη, ώστε ο ποιητής προτιμά να την απεικονίζει με παραβολές (στ. 83), γενικότερα με ποιητικά σχήματα.
Τώρα (στ. 83-88) ο ποιητικός λόγος γίνεται πιο εύηχος, πιο γενικευμένος και περισσότερο στοχαστικός.
Η φρίκη όμως σε κάθε περίπτωση παραμένει ζωντανή και προχωράει:
εκφεύγει των ορίων του καθημερινού λόγου και των δυνατοτήτων μιας καλοπροαίρετης συνομιλίας.
προχωρεί ασταμάτητα: απλώνεται ολοένα και σε περισσότερα επίπεδα ζωής· νέα έργα και ημέρες της φρίκης βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
Το αποκορύφωμα αυτής της ερημωμένης κατάστασης είναι ο καημός της συμφοράς (στ. 87-88).
Αυτός ο καημός φαρμακώνει την ψυχή του ποιητή, όχι ως ενός απομονωμένου Εγώ αλλά ως του συμπαντικού Εμείς.
Στην τελευταία ενότητα (στ. 89-95) το ποιητικό θέμα δικαιούται και δύναται να αναφέρεται σε ήρωες:
Οι ήρωες έρχονται να ολοκληρώσουν το σκηνικό μιας προηγούμενης ποιητικής ανάδειξης από τη μια πλευρά των ιδιοτελών ανθρώπων και από την άλλη πλευρά των αδύνατων, των ακούσιων θυμάτων του πολέμου και της φθαρμένης ή διεφθαρμένης δημόσιας ζωής.
Η ιστορία του Μιχάλη έχει πραγματική βάση.
Αλλά και η παρουσία της ηρωικής εκδοχής δεν μεταβάλλει ουσιαστικά τη γενική κατάσταση.
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά: δρουν ανώνυμα, ανυστερόβουλα και όχι για να κερδίσουν μια θέση στα έδρανα της δημοσιότητας.
Παράλληλα οι ηρωικές πράξεις και στάσεις είναι ξεχωριστές περιπτώσεις και δεν αγκαλιάζουν όλο το φάσμα της συλλογικής δράσης. Γι’ αυτό και αδυνατούν συνήθως να ανατρέψουν ή να εξαλείψουν την κατάσταση της οδύνης, της φρίκης και του παραλογισμού.
Στον τελευταίο στίχο, ο οποίος είναι επανάληψη του πρώτου στίχου σε χρόνο ενεστώτα: στ. 1: μ’ αρέσαν, στ. 96: μ’ αρέσουν, ο ποιητής εκφράζει μια συγκρατημένη αισιοδοξία.
Μετά από αυτά που έζησε, με νωπές τις μνήμες από τις φοβερές εμπειρίες του πολέμου και από τη φθορά του ανθρώπου μέσα στην πολεμική δίνη καταλήγει σε «άλλα νοήματα και άλλες ελπίδες».
Ο Μ. Vitti (ό.π., σ. 168) δίνει την εξής εξήγηση: «ύστερα από όσα μεσολάβησαν, μοιάζει να διατυπώνει σε τόνο σκοτεινό το προαίσθημα ότι άλλες νύχτες με φεγγάρι που θα έρθουν στη ζωή του δεν θα είναι καλύτερες από αυτές που θυμάται τούτη τη νύχτα, προσμένοντας να χαράξει η ώρα της επιστροφής».