Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Περὶ τοῦ στεφάνου (79-84)

[79] Ἐνταῦθ᾽ οὐδαμοῦ Δημοσθένην γέγραφεν, οὐδ᾽ αἰτίαν οὐδεμίαν κατ᾽ ἐμοῦ. τί ποτ᾽ οὖν τοῖς ἄλλοις ἐγκαλῶν τῶν ἐμοὶ πεπραγμένων οὐχὶ μέμνηται; ὅτι τῶν ἀδικημάτων ἂν ἐμέμνητο τῶν αὑτοῦ[, εἴ τι περὶ ἐμοῦ γέγραφεν]· τούτων γὰρ εἰχόμην ἐγὼ καὶ τούτοις ἠναντιούμην. καὶ πρῶτον μὲν τὴν εἰς Πελοπόννησον πρεσβείαν ἔγραψα, ὅτε πρῶτον ἐκεῖνος εἰς Πελοπόννησον παρεδύετο, εἶτα τὴν εἰς Εὔβοιαν, ἡνίκ᾽ Εὐβοίας ἥπτετο, εἶτα τὴν ἐπ᾽ Ὠρεὸν ἔξοδον, οὐκέτι πρεσβείαν, καὶ τὴν εἰς Ἐρέτριαν, ἐπειδὴ τυράννους ἐκεῖνος ἐν ταύταις ταῖς πόλεσιν κατέστησεν.

[80] μετὰ ταῦτα δὲ τοὺς ἀποστόλους ἅπαντας ἀπέστειλα, καθ᾽ οὓς Χερρόνησος ἐσώθη καὶ Βυζάντιον καὶ πάντες οἱ σύμμαχοι. ἐξ ὧν ὑμῖν μὲν τὰ κάλλιστα, ἔπαινοι, δόξαι, τιμαί, στέφανοι, χάριτες παρὰ τῶν εὖ πεπονθότων ὑπῆρχον· τῶν δ᾽ ἀδικουμένων τοῖς μὲν ὑμῖν τότε πεισθεῖσιν ἡ σωτηρία περιεγένετο, τοῖς δ᾽ ὀλιγωρήσασι τὸ πολλάκις ὧν ὑμεῖς προείπατε μεμνῆσθαι, καὶ νομίζειν ὑμᾶς μὴ μόνον εὔνους ἑαυτοῖς, ἀλλὰ καὶ φρονίμους ἀνθρώπους καὶ μάντεις εἶναι· πάντα γὰρ ἐκβέβηχ᾽ ἃ προείπατε.

[81] καὶ μὴν ὅτι πολλὰ μὲν ἂν χρήματ᾽ ἔδωκε Φιλιστίδης ὥστ᾽ ἔχειν Ὠρεόν, πολλὰ δὲ Κλείταρχος ὥστ᾽ ἔχειν Ἐρέτριαν, πολλὰ δ᾽ αὐτὸς ὁ Φίλιππος ὥστε ταῦθ᾽ ὑπάρχειν ἐφ᾽ ὑμᾶς αὐτῷ, καὶ περὶ τῶν ἄλλων μηδὲν ἐξελέγχεσθαι μηδ᾽ ἃ ποιῶν ἠδίκει μηδέν᾽ ἐξετάζειν πανταχοῦ, οὐδεὶς ἀγνοεῖ, καὶ πάντων ἥκιστα σύ·

[82] οἱ γὰρ παρὰ τοῦ Κλειτάρχου καὶ τοῦ Φιλιστίδου τότε πρέσβεις δεῦρ᾽ ἀφικνούμενοι παρὰ σοὶ κατέλυον, Αἰσχίνη, καὶ σὺ προὐξένεις αὐτῶν· οὓς ἡ μὲν πόλις ὡς ἐχθροὺς καὶ οὔτε δίκαι᾽ οὔτε συμφέροντα λέγοντας ἀπήλασε, σοὶ δ᾽ ἦσαν φίλοι. οὐ τοίνυν ἐπράχθη τούτων οὐδέν, ὦ βλασφημῶν περὶ ἐμοῦ καὶ λέγων ὡς σιωπῶ μὲν λαβών, βοῶ δ᾽ ἀναλώσας. ἀλλ᾽ οὐ σύ, ἀλλὰ βοᾷς μὲν ἔχων, παύσει δ᾽ οὐδέποτ᾽ ἐὰν μή σ᾽ οὗτοι παύσωσιν ἀτιμώσαντες τήμερον.

[83] στεφανωσάντων τοίνυν ὑμῶν ἔμ᾽ ἐπὶ τούτοις τότε, καὶ γράψαντος Ἀριστονίκου τὰς αὐτὰς συλλαβὰς ἅσπερ οὑτοσὶ Κτησιφῶν νῦν γέγραφε, καὶ ἀναρρηθέντος ἐν τῷ θεάτρῳ τοῦ στεφάνου, καὶ δευτέρου κηρύγματος ἤδη μοι τούτου γιγνομένου, οὔτ᾽ ἀντεῖπεν Αἰσχίνης παρὼν οὔτε τὸν εἰπόντ᾽ ἐγράψατο. Καί μοι λέγε καὶ τοῦτο τὸ ψήφισμα λαβών.

ΨΗΦΙΣΜΑ.
[84] [Ἐπὶ Χαιρώνδου Ἡγήμονος ἄρχοντος, γαμηλιῶνος ἕκτῃ ἀπιόντος, φυλῆς πρυτανευούσης Λεοντίδος, Ἀριστόνικος Φρεάρριος εἶπεν· ἐπειδὴ Δημοσθένης Δημοσθένους Παιανιεὺς πολλὰς καὶ μεγάλας χρείας παρέσχηται τῷ δήμῳ τῷ Ἀθηναίων, καὶ πολλοῖς τῶν συμμάχων καὶ πρότερον καὶ ἐν τῷ παρόντι καιρῷ βεβοήθηκε διὰ τῶν ψηφισμάτων, καί τινας τῶν ἐν τῇ Εὐβοίᾳ πόλεων ἠλευθέρωκε, καὶ διατελεῖ εὔνους ὢν τῷ δήμῳ τῷ Ἀθηναίων, καὶ λέγει καὶ πράττει ὅ τι ἂν δύνηται ἀγαθὸν ὑπέρ τε αὐτῶν Ἀθηναίων καὶ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων, δεδόχθαι τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ τῷ Ἀθηναίων ἐπαινέσαι Δημοσθένην Δημοσθένους Παιανιέα καὶ στεφανῶσαι χρυσῷ στεφάνῳ, καὶ ἀναγορεῦσαι τὸν στέφανον ἐν τῷ θεάτρῳ, Διονυσίοις, τραγῳδοῖς καινοῖς, τῆς δὲ ἀναγορεύσεως τοῦ στεφάνου ἐπιμεληθῆναι τὴν πρυτανεύουσαν φυλὴν καὶ τὸν ἀγωνοθέτην. εἶπεν Ἀριστόνικος Φρεάρριος.]

***
[79] Στην επιστολή αυτή πουθενά δεν αναφέρει το όνομα Δημοσθένης ούτε και διατυπώνει καμιά κατηγορία εναντίον μου. Γιατί άραγε, ενώ εγκαλεί τους άλλους, δεν κάνει καμιά μνεία των δικών μου ενεργειών; Γιατί, αν έγραφε κάτι για μένα, θα είχε υπενθυμίσει τα δικά του αδικήματα· γιατί εγώ τα παρακολουθούσα και εναντιωνόμουν σ᾽ αυτά. Στην αρχή πρότεινα την αποστολή πρέσβεων στην Πελοπόννησο, όταν για πρώτη φορά εκείνος προσπαθούσε να διεισδύσει σ᾽ αυτήν· εν συνεχεία την αποστολή πρέσβεων στην Εύβοια, όταν εκείνος προσπαθούσε να βάλει χέρι σ᾽ αυτήν· μετά εισηγήθηκα εκστρατεία στους Ωρεούς και στην Ερέτρια, όχι πια αντιπροσωπεία, όταν εκείνος είχε εγκαταστήσει σ᾽ αυτές τις πόλεις τυράννους.

[80] Ύστερα από αυτά ενήργησα ώστε να γίνουν όλες οι γνωστές ναυτικές αποστολές, χάριν των οποίων σώθηκε η Χερρόνησος, το Βυζάντιο και όλοι οι σύμμαχοί μας. Από αυτές τις ενέργειες κερδίσατε εσείς από τους ευεργετηθέντες τα ωραιότερα πράγματα, επαίνους, δόξες, τιμές, στεφάνια. Όσοι από τους αδικουμένους πείσθηκαν τότε σε σας σώθηκαν, όσοι όμως αδιαφόρησαν θυμήθηκαν πολλές φορές τις προειδοποιήσεις που τους κάνατε, και πιστεύουν ότι όχι μόνο διάκεισθε φιλικά προς αυτούς αλλά και ότι είστε άνθρωποι μυαλωμένοι και προνοητικοί, μια και έγινα όλα όσα τους προειδοποιήσατε.

[81] Επίσης, ότι ο Φιλιστίδης θα έδινε πολλά χρήματα προκειμένου να κατέχει τον Ωρεό, πολλά ο Κλείταρχος ώστε να κατέχει την Ερέτρια, και πολλά ο ίδιος ο Φίλιππος για να έχει τις πόλεις αυτές ως ορμητήρια εναντίον σας και να μην ελέγχεται καθόλου για τα άλλα ζητήματα μήτε να εξετάζει κανείς όσες αδικίες προκαλούσε με τις πράξεις του παντού, κανένας δεν αγνοεί, και από όλους λιγότερο εσύ, Αισχίνη.

[82] Γιατί οι πρέσβεις που έρχονταν τότε εδώ εκ μέρους του Κλείταρχου και του Φιλιστίδη έμεναν στο σπίτι σου, Αισχίνη, και εσύ φρόντιζες για τις υποθέσεις τους. Αυτούς η πόλη τούς απήλασε ως εχθρούς και ως ανθρώπους που οι προτάσεις τους ήταν άδικες και ασύμφορες για την πόλη, αλλά για σένα ήταν φίλοι. Καμιά από τις προτάσεις τους δεν στέφθηκε από επιτυχία, συ που με συκοφαντείς και λες για μένα ότι σιωπώ άμα πληρωθώ, και φωνάζω, άμα τα ξοδέψω. Εσύ όμως δεν κάνεις το ίδιο, αλλά φωνάζεις και όταν ακόμη έχεις, και δεν θα σταματήσεις ποτέ, εκτός και αν αυτοί σε σταματήσουν σήμερα στερώντας τα πολιτικά σου δικαιώματα.

[83] Όταν εσείς με στεφανώσατε τότε γι᾽ αυτές μου τις ενέργειες, όταν ο Αριστόνικος διατύπωσε το ψήφισμα με τις ίδιες ακριβώς λέξεις που έχει χρησιμοποιήσει τώρα ο Κτησιφών και έγινε η ανακήρυξη του στεφάνου στο θέατρο, και είναι μάλιστα η δεύτερη φορά που έγινε η ανακήρυξη αυτή για μένα, ο Αισχίνης, αν και ήταν παρών, ούτε έφερε αντίρρηση ούτε κατάγγειλε τον εισηγητή του ψηφίσματος. Κάνε μου τη χάρη, γραμματέα, πάρε και διάβασε το συγκεκριμένο ψήφισμα.

ΨΗΦΙΣΜΑ
[84] [Επί άρχοντος Χαρώνδου, γιου του Ηγήμονος, την εικοστή πέμπτη του Γαμηλιώνα, όταν πρυτάνευε η φυλή Λεοντίδα, ο Αριστόνικος ο Φρεάριος πρότεινε: επειδή ο Δημοσθένης του Δημοσθένη από την Παιανία πρόσφερε στον Λαό των Αθηναίων πολλές και μεγάλες υπηρεσίες και έχει βοηθήσει με τα ψηφίσματά του πολλούς από τους συμμάχους, τόσο στο παρελθόν όσο και στην παρούσα περίσταση, και έχει απελευθερώσει μερικές από τις πόλεις της Εύβοιας και πάντοτε διάκειται ευνοϊκά προς τον Αθηναϊκό Λαό και προτείνει και κάνει ό,τι καλό μπορεί για τους ίδιους τους Αθηναίους και για τους άλλους Έλληνες, να αποφασίσει η Βουλή και ο Λαός των Αθηναίων να απονείμει έπαινο στον Δημοσθένη, γιο του Δημοσθένη από την Παιανία, να τον στεφανώσει με χρυσό στεφάνι, να ανακηρύξει δημόσια την απονομή του στεφάνου στο θέατρο στη γιορτή των Διονυσίων κατά την παράσταση των νέων τραγωδιών και για την ανακήρυξη του στεφάνου να φροντίσει η πρυτανεύουσα φυλή και ο αγωνοθέτης. Πρότεινε ο Αριστόνικος ο Φρεάριος].

Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

Το αποκορύφωμα της θεατρικής τέχνης

Εκφράσεις δραματικής δημιουργίας σε πρωτεϊκή μορφή απαντούν σ’ όλους τους λαούς της γης, αλλά μόνο στην Ελλάδα για πρώτη φορά και θα λέγαμε προνο­μιακά το ποιητικό/μουσικό αυτό είδος μορφώθηκε σε έντεχνη ποιητική καλλι­τεχνική δημιουργία. Παρά την αφθονία των πληροφο­ριών, παρά την πολυσέβαστη μελέτη του Αριστοτέλη στην «Ποιητική» του, η μελέτη του δράματος είναι μια πολύ δύ­σκολη υπόθεση, διότι είναι αδύνατο ν’ αναπλάσουμε και πολύ περισσότερο να βιώσουμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε ή από τις οποίες γεννήθηκε και μέσα στις οποίες αναπτύχθηκε το αρχαίο δράμα. Συνεπώς, όλες οι προσεγγίσεις έχουν έναν πιθανολογικό χαρα­κτήρα.

    Είναι ανάγκη να τονισθεί ότι του δράματος προηγήθη­καν η επική και η λυρική ποίηση. Όμως το γενεσιουργικό «κύτταρο» του δράματος, ο τελετουργικός χορός, προ­ϋπήρχε των ποιητικών αυτών ειδών, τουλάχιστον στη μορφή που τη γνωρίζουμε. Οι τελετουργικοί χοροί εμ­φανίζονται σ’ όλους τους λαούς της γης σαν συνοδευτι­κά στοιχεία της εργασίας και της θρησκευτικής λατρεί­ας. Εμφανίζονται σαν αγροτικές τελετές, οι οποίες συν­δέονται με κάποιες θεϊκές μορφές, που τιμώνται σε κά­ποια χρονική στιγμή, ιδίως την άνοιξη, που συνδέεται με τη βλάστηση. Αγροτική «καταγωγή» έχουν οι τελετές του Όσιρη στην Αίγυπτο, του Ταμμούζ στη Βαβυλώνα, του Άττη στη Φρυγία, της Περσεφόνης, Υάκινθου, Άδωνη και Διονύσου στην Ελλάδα. Ενδεικτικά της αγροτικής κατα­γωγής του Διονύσου είναι τα επίθετα που τον συνοδεύ­ουν. Δενδρεύς, Ληναίος, Βάκχος. Η γένεση του δράματος, ανεξάρτητα από άλλες καταβο­λές ή συμβολές, συνδέεται με τη λατρεία του Διονύσου. Ο Διόνυσος ήταν θεός της αμπέλου και του οίνου, άρα και της μέθης. Στον Αθηναίο (II, 11) υπάρχει η «κατάθε­ση» του Σιμωνίδη, που λέει πως «από τη μέθη ξεπήδησε η κωμωδία και η τραγωδία στην Ικαρία». Ικαρία ήταν δή­μος της Αττικής στις πλαγιές της Πεντέλης και σήμερα ονομάζεται Διόνυσος. Τοτέμ, δηλαδή ιερό έμβλημα του Διονύσου ήταν ο τράγος και γι’ αυτό οι χορευτές κατά τις εορτές του θεού μεταμφιέζονταν σε τράγους, φορώντας τραγίσια δέρματα και τοποθετώντας στο κεφάλι τους κέ­ρατα. Έτσι ξέφευγαν από την ανθρώπινη κατάσταση και περνούσαν σε μια θεϊκή έκσταση, κάνοντας πράξεις μι­μητικές των αναπαραγωγικών κυρίως στοιχείων της ζωής.

     ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ: Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΡΦΗ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

    Ο Πλάτων στους «Νόμους» (III, 15,790 b.) ονομάζει τον διθύραμβο άσμα που αναφέρεται στη γέννηση του Διο­νύσου. Ο Ευριπίδης στις «Βάκχες» ονομάζει διθύραμ­βο τον ίδιο τον Διόνυσο. Ο Ηρόδοτος (1, 23) θεωρεί ότι ευρετής του διθυράμβου είναι ο ποιητής Αρίων από τη Μήθυμνα της Λέσβου. Τον διθύραμβο παρουσίασε ο Αρίων στην Κόρινθο σαν μια σύνθεση λυρικών και δω­ρικών/χορικών στοιχείων. Η Κόρινθος είναι δωρική πο­λιτεία που γειτνιάζει με την Αρκαδία, πατρίδα των τρα­γόμορφων Σατύρων. Οι Δωριείς είχαν επίδοση στη χο­ρική ποίηση. Οι διθύραμβοι εκτελούνταν στις γιορτές του Διονύσου που λέγονταν «Διονύσια». Κατά τη μαρ­τυρία του Πλουτάρχου (Ηθικά, 257 c), η πρώτη παρά­σταση του διθυράμβου ήταν απλή: πρώτα έμπαινε ένας χορευτής που κρατούσε έναν αμφορέα με κρασί και μια κληματόβεργα. Μετά ακολουθούσε άλλος σέρνοντας τον τράγο, έπειτα άλλος κρατώντας ένα καλάθι σύκα και τελευταίος ο χορευτής που κρατούσε τον φαλλό, το σύμβολο της γονιμότητας. Άρα, η πρώτη μορφή διθυ­ράμβου είχε φαλλικό χαρακτήρα, ψάλλονταν δηλαδή και εκτελούνταν χορευτικά φαλλικά άσματα. Σε παραστάσεις αγγείων παρατηρούμε ότι συχνά ο Διό­νυσος μεταφέρεται από Σιληνούς πάνω σε άρμα. Η με­ταφορά του στην ορχήστρα, στον τόπο που γινόταν όρχηση (=χορός) και ο οποίος πρέπει να ήταν ένα αλώνι, αποτελεί το σπέρμα της τραγωδίας. Ο Ρωμαίος ποιητής Οράτιος μας πληροφορεί (Ars poetica, 276) πως οι πα­λαιότερες τραγωδίες «παίζονταν» πάνω σε άρματα. Φαί­νεται πως σε κάποια φάση «επαγελματοποιήθηκαν» οι χορευτές του διθυράμβου και μετακινούνταν από χωριό σε χωριό πάνω σε άρμα προφανώς τετράτροχο που έπαι­ζε ρόλο σκηνής και προσκηνίου.

    Όμως για να γεννηθεί το δράμα σαν αυτόνομο καλλι­τεχνικό είδος, έπρεπε να αυτονομηθεί από την πρώ­τη σύσταση του, δηλαδή τη λατρεία. Η τέχνη γεννιέται μέσα στη θρησκεία αλλά αποκτά αισθητική αξία, όταν αποσυνδέεται από τη θρησκεία. Ό, τι είναι συστατικό λατρείας, παρά την οποιαδήποτε αισθητική αξία του, είναι συστατικό θρησκείας. Άρα, αφετηρία του ελλη­νικού δράματος είναι η αποσύνδεση αρχικά του διθυ­ράμβου από τη λατρεία. Οι θεοί για τους αρχαίους Έλληνες δεν ήταν κάτι απρόσιτο. Ήσαν προέκταση του εαυτού τους, ίσως σε πιο μεγεθυμένη διάσταση. Ζούσαν όπως οι άνθρωποι. Το ελληνικό ιερατείο δεν κρατούσε τους θεούς σε απρόσιτο σημείο. Δεν απα­γόρευε την απεικόνιση τους με μορφή ανθρώπων ή την ποιητική περιγραφή τους με πάθη ή αδυναμίες αν­θρώπων. Γι' αυτό η μυθολογία των αρχαίων απέκτησε πλούτο και ποικιλία που δεν παρατηρείται σε κανέναν άλλο λαό. Έτσι διάφορες φάσεις της ζωής και της δράσης των θεών έπαιρναν χαρα­κτήρα εορταστικό με παράσταση της εορταζόμενης πράξης. Π.χ. στην Ελευσίνα εορταζόταν παραστατικά ο γάμος του Δία με τη Δήμητρα, η απαγωγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, η επιστροφή της Περσεφόνης, η συμφιλίωση της Δήμητρας με τους θεούς και η μύηση του Τριπτόλεμου (Βασιλιά της Ελευσίνας) στην τε­χνική της γεωργίας.

    Η σφριγηλή αναπλαστική έμπνευση των Ελλήνων έδινε ποικιλία στο μύθο. Έτσι ο κεντρικός ήρωας του μύθου από πόλη σε πόλη έπαιρνε άλλη μορ­φή. Π.χ. στη Σικυώνα τη θέση του Διονύσου έπαιρ­νε ο Άδραστος. Αυτό σημαίνει ότι η αρχαία ελλη­νική θρησκεία δεν είχε κανένα καταναγκαστικό τυπικό. Επέτρεπε ελευθερία στην έμπνευση. Ήταν περισσότερο ποίηση και λιγότερο θρησκεία. Όμως στοιχείο ζωής δεν είναι μόνο η αναπαραγωγή αλ­λά και ο θάνατος. Οι αρχαίοι τιμούσαν το θάνατο με «θρήνους» που εξέλιξη τους είναι τα σημερινά μοιρολόγια. Ήδη στον Όμηρο έχουμε το ξακου­στό μοιρολόι της Ανδρομάχης και της Εκάβης αλ­λά και του Αχιλλέα πάνω στο νεκρό σώμα του Πατρόκλου. Αυτό γεννά την ακόλουθη σκέψη: το δράμα είναι μια σύν­θεση εύθυμων και σοβαρών στοιχείων. Ίσως, τουλάχι­στον κατά το σοβαρό μέρος του, το δράμα να γεννήθη­κε από τους θρήνους που συνόδευαν την παράσταση του θανάτου και της ταφής του Διονύσου.

     Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ

     Το δράμα γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Αττική από τη λατρεία του Διονύσου και παραστάσεις γίνονταν μόνο κατά τις εορτές του Διονύσου που ήσαν τέσσερις: α) «Κατ’ αγρούς Διονύσια» κατά το μήνα Ποσειδεώνα (Δεκέμβριος - Ιανουά­ριος), Β) Τα «Λήναια» κατά το μήνα Γαμηλεώνα (Ιανουάριος - Φεβρουάριος), γ) Τα «Μικρά Διονύσια» κατά το μήνα Ανθεστηρίωνα (Φεβρουάριο - Μάρτιο) και δ) τα «Εν άστει» ή τα «Μεγάλα Διονύσια», κατά το μήνα Ελαφηβολιώνα (Μάρτιο -Απρίλιο). Στα «Μικρά Διονύσια» οι νεκρικές τελετές συνο­δεύονταν από το άνοιγμα των βαρελιών με το νέο κρασί. Επί­σης στόλιζαν τα σπίτια με τους πρώτους ανοιξιάτικους αν­θούς. Ανθοστόλιζαν και τα παιδιά και τους χάριζαν παιχνί­δια. Τη δεύτερη μέρα Σάτυροι, περιφερόμενοι στην πόλη, έκαναν συναγωνισμό σε οινοποσία. Οι νικητές έπαιρναν ένα στεφάνι από κισσό και ένα ασκί γεμάτο κρασί. Επίσης πάνω στο άρμα των «ανθεστηρίων», που είχε μορφή πλοίου καθό­ταν ο Διόνυσος. Πάνω στο άρμα του Διονύσου τοποθετού­σαν το σύμβολο του, το φαλλό. Εκείνοι που έπαιρναν μέρος στη φαλλική πομπή, οι λεγόμενοι «ιθύφαλλοι», τραγουδού­σαν ύμνους στο θεό. Κατά τα «Διονύσια» οι διάφορες κτή­σεις των Αθηναίων έστελναν στην πόλη «φαλλούς». Τα «Μεγάλα» ή «Εν Άστει Διονύσια» ήταν η λαμπρότερη εορ­τή των Αθηναίων μετά την εορτή των «Παναθηναίων». Την εποπτεία της εορτής είχε ο Επώνυμος Άρχων, βοηθούμε­νος από δέκα επιμελητές. Υπήρχε νόμος που καθόριζε τα της εορτής. Απόσπασμα του νόμου παραθέτει ο Δημο­σθένης (Κατά Μειδίου, § 10). Οι εορτές κρατούσαν 4 ημέ­ρες. Κατ’ αυτές δίνονταν και θεατρικές παραστάσεις. Όμως παράλληλα προς αυτές εκτελούνταν και διθύραμβοι.

    Τη λατρεία του Διονύσου επέβαλε στην Αττική ο τύραννος Πεισίστρατος (561-527 π.Χ.), λαϊκός άρ­χοντας που στηριζόταν στο αγροτολαϊκό στοιχείο των Διακρίων, κατοίκων της ορεινής Αττικής. Ο Διόνυσος ήταν λαϊκός θεός και η εισαγωγή της λα­τρείας του σήμαινε νίκη των λαϊκών δυνάμεων επί της αριστοκρατίας.

     ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

Η αρχαία παράδοση θεωρεί ως ευρετή της τρα­γωδίας τον θέσπι από την Ικαρία της Αττικής. Ο Οράτιος λέγει πως η παράσταση γινόταν πάνω σε άρμα. Οι «υποκριτές» είχαν το πρόσωπο τους αλειμμένο με «τρυγία», (λάσπη του κρασιού). Υπάρ­χει ακόμη παράδοση πως οι κάτοικοι της Ικαρίας οργάνωσαν τους πρώτους χορούς τους γύρω από έναν τράγο. Η καινοτομία του Θέσπι συνίσταται στο ότι σε κάποια φάση του χορού ο κορυφαίος αποσπάται, τοποθετείται έναντι αυτού και αρχίζει να «υποκρίνεται» (αποκρίνεται), δηλαδή ν’ απα­ντά στο χορό. Έτσι μεταξύ του «υποκριτή» και του χορού αναπτύσσεται ο διάλογος, το κύριο συστατικό του θεατρικού λόγου. Η ονομασία «υποκριτής» έκτοτε έγινε δηλωτική των ηθοποιών. Ο όμιλος των χορευτών προς τιμή του Διονύσου λεγόταν «θίασος». Δεν έχει σωθεί τί­ποτα από τα έργα του Θέσπι, εκτός από τέσσερα ονό­ματα τραγωδιών. Από αυτές μόνο ο «Πενθεύς» ανήκει στο μυθολογικό κύκλο του Διονύσου. Μαθητής του Θέσπι θεωρείται ο Φρύνιχος που ανήκε στον πολιτικό κύκλο του Θεμιστοκλή. Το 494 π.Χ. ανέ­βασε την τραγωδία «Μιλήτου Άλωσις», που προκάλεσε τέτοιο συγκλονισμό στους Αθηναίους που του επέβαλαν πρόστιμο 1.000 δραχμών, διότι τους έκανε να κλάψουν, θυμίζοντας τους «οικήια κακά». (Οι λόγοι ήσαν πολιτι­κοί). Είναι η πρώτη τραγωδία που δεν έχει μυθολογι­κό/θρησκευτικό αλλά πολιτικό περιεχόμενο. Όμοια πο­λιτικό περιεχόμενο έχει και η άλλη τραγωδία του Φρυνί­χου, οι «Φοίνισσες» που μιμήθηκε και μάλιστα με ίδιο τίτ­λο ο Ευριπίδης. Όμως το ίδιο θέμα διαπραγματεύθηκε ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Πέρσαι». Ο Χοιρίλος που η πρώτη εμφάνιση του τοποθετείται το 524-520 π.Χ., εμφανίζεται σαν ανταγωνιστής του Αισχύ­λου και του Σοφοκλή. Κατά μια υπερβολική εκδοχή έγρα­ψε 160 δράματα. Είναι γνωστό το όνομα μιας τραγωδίας του, «Αγαύη, που ενέπνευσε και τον Ευριπίδη. Ο Πρατίνος από τον Φλιούντα Αργολίδας λένε πως έφε­ρε από την πατρίδα του τους σατυρικούς χορούς και δια­μόρφωσε το σατυρικό δράμα. Αυτό συνόδευε ως τέταρ­το συμπληρωματικό μέρος τις τραγωδίες. Διότι οι Αθη­ναίοι έβλεπαν με δυσαρέσκεια ότι οι τραγικοί ποιητές απομακρύνονται από τη μυθολογία του τιμώμενου θεού κι έλεγαν για τα έργα τους: «Οὐδέν πρός Διόνυσον», ότι δεν έχουν καμμία σχέση με το Διόνυσο. (Από εδώ προ­έκυψε ο όρος «απροσδιόνυσος» με τη σημασία του αμύη­του, του άσχετου, του απαίδευτου).

     ΠΩΣ ΦΘΑΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

    Ο μεγάλος φιλόλογος Βιλαμόβιτς - Μέλλεντορφ διατύ­πωσε την άποψη ότι ο διθύραμβος αρχικά ήταν άσμα του Σόλωνα προς τιμή του Διονύσου, που ο Αρίων στην Κό­ρινθο το μετέτρεψε σε χορικό άσμα. Ο Θέσπις ακολού­θως χρησιμοποίησε τον υποκριτή για να απαγγέλλει τους ιαμβικούς στίχους γραμμένους σε αττική γλώσσα, ενώ ο χορός κράτησε για λόγους παραδοσιακούς τη δωρική γλώσσα. 'Ετσι εξηγείται το γιατί τα διαλογικά μέρη της τραγωδίας γράφονται στην αττική και τα χορικά στη δω­ρική διάλεκτο. Όμως η ουσία του δράματος δεν είναι ο διάλογος αλλ' η «δράση», από το ρήμα δράω-ω που ση­μαίνει πράττω. Γι' αυτό και ο Αριστοτέλης στον πολυ­θρύλητο ορισμό της τραγωδίας λέει: «Ἐστίν οὖν τραγωδία μίμησης πράξεως σπουδαίας καί τελεί­ας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρίς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καί οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καί φ όβου περαίνουσα τήν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». [= Η τραγωδία είναι μιμητική πράξη με σοβαρό περιε­χόμενο και τέλεια, δηλαδή έχει αρχή, μέση, τέλος, έχει συγκεκριμένη έκταση, που κάθε μέρος της χωριστά έχει δική του καλλιτεχνική έκφραση [(«ἡδησμένος λόγος»), δηλαδή μέτρο τα διαλογικά, μελωδία τα χορικά], με πρό­σωπα που δρουν μπρος στα μάτια των θεατών και δεν απανγέλλουν απλώς αλλά με τη δράση γεννούν στην ψυ­χή των θεατών τη συγκίνηση και την αγωνία και έτσι επι­τυγχάνεται η κάθαρση της ψυχής από τέτοια παθήματα). Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει πως η τραγωδία γεννήθηκε από το δράμα (δράση) των Σατύρων (σατυρικό δράμα) που στην αρχή είχε ευτράπελο χαρακτήρα. Σταδιακά αυ­τονομήθηκε και πήρε πιο σοβαρό χαρακτήρα. («Ἐκ μι­κρῶν μύθων καί λέξεων γελοίας διά τό ἐκ σατυρικοῦ μεταβαλεῖν, ὀψέ ἀπεσεμνύθη»). Η τραγωδία, λέει ο Αριστοτέλης («Ποιητική», 1449 α) είχε αρχικά αυτοσχεδιαστικό χαρα­κτήρα και δημιουργοί της ήσαν οι κορυφαίοι του χορού («Ἀπό τῶν ἐξαρχόντων τόν διθύραμβον»). Μια μαρτυρία που διασώζει ο βυζαντινός Ιωάννης Διάκονος επιβεβαι­ώνει την άποψη του Αριστοτέλη. Η μαρτυρία αυτή λέει πως όταν οι άνθρωποι εγκατέλειψαν τον πρωτόγονο βίο κι ασχολήθηκαν με τη γεωργία έκαναν γιορτές για να προ­σφέρουν στους θεούς μέρος της συγκομιδής τους. Οι άρχοντες για να δώσουν αίγλη στη γιορτή καθιέρωσαν αρχικά την κωμωδία, που ευρετής της ήταν ο Σουσαρίων.

    Επειδή όμως η κωμωδία πήρε πρόστυχο χαρακτήρα, δη­μιουργήθηκε σαν αντίβαρο η τραγωδία. Και τα δύο είδη, λέει ο Αριστοτέλης, δημιούργησαν οι Αθηναίοι. Το τρα­γικό δράμα επινόησε ο Αρίων, όπως λέει ο Σόλων, όμως ο Δράκων ο Λαμψακηνός υποστηρίζει πως η πρώτη δρα­ματική θεατρική παράσταση δόθηκε στην Αθήνα από το Θέσπι.

    Άρα, ακόμη και στην αρχαιότητα υπήρχε διάσταση γνω­μών για τη γέννηση της τραγωδίας. Επίσης και το όνομα τραγωδία γεννά απορία. Άλλοι λένε πως το «τράγων ωδή» σημαίνει «ωδή» που άδετοι από χορό που τα μέλη του λέ­γονται «τράγοι», επειδή είναι ντυμένοι σαν τράγοι (πράγ­μα που επιβεβαιώνεται και από τις παραστάσεις αγγεί­ων) και άλλοι διότι η αμοιβή των χορευτών ήταν ένας τρά­γος. Δηλαδή «ωδή έναντι αμοιβής τράγου», άποψη πά­ντως εξεζητημένη. Ωστόσο, εδραία παραμένει η άποψη πως η τραγωδία προήλθε από τη διαπλοκή του χορού με τον κορυφαίο που ενσάρκωνε το θεό στις σχέσεις του με τους πιστούς. Οι σχέσεις εκφράζονται με τον όρο «πλοκή» που αποδίδει την ανέλιξη του μύθου.

     ΟΙ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

     Ο «αγών» είναι η λέξη που εκφράζει περισσότερο το χα­ρακτήρα του Έλληνα, όπως η λέξη «πειθαρχία» (disciplina) εκφράζει το χαρακτήρα του Ρωμαίου. Ο Γερ­μανός διανοητής Ι. Μπούρκχαρντ ονόμασε τον Έλληνα «αγωνιζόμενο άνθρωπο» («Der agonale Mensch»). Όλα στη ζωή του Έλληνα ήταν αγώνας. Η πολεμική και η πο­λιτική αναμέτρηση ήταν άγων. Αγών και η αθλητική ανα­μέτρηση, άγων και η μουσική και ποιητική αναμέτρηση. Άρα και η παράσταση του δράματος ήταν άγων, δραμα­τικός αγών.

    Τα έξοδα για τις θεατρικές παραστάσεις ανελάμβαναν οι χορηγοί. Η χορηγία ήταν μια από τις πιο τιμητικές «λει­τουργίες». Λειτουργίες (=έργα υπέρ του λαού) ήσαν δα­πάνες που ανελάμβαναν υποχρεωτικά κατ' ανάθεση εύποροι Αθηναίοι. Η συγκεκριμένη λειτουργία ονομάστη­κε χορηγία, διότι τα περισσότερα έξοδα απαιτούσε ο χο­ρός. Ο «δραματικός άγων» ήταν ένας ανταγωνισμός ανά­μεσα στους τραγικούς ποιητές, που συνήθως ήσαν και σκηνοθέτες, και μουσικοί και πρωταγωνιστές. Την εποπτεία των αγώνων είχε ο αγωνοθέτης. Αυτός στις 8 Ελαφηβολιώνα (Μαρτίου) οργάνωνε τον λε­γόμενο «προάγωνα» που γινόταν στο ωδείο. Ήταν μια συνάντηση όλων αυτών που θα έπαιρναν μέ­ρος στις παραστάσεις: ποιητών, υποκριτών, χο­ρηγών, χορευτών. Ενώπιον του κοινού οι ποιητές εξηγούσαν στους θεατές την πλοκή των έργων τους.

    Πριν από τους αγώνες με κλήρο έβγαιναν οι 10 κριτές, ένας από κάθε φυλή, που θα έκριναν την αξία των διαγωνιζομένων. Ο κλήρος εξασφάλιζε κάποιες εγγυήσεις αντικειμενικότητας και περιό­ριζε το ενδεχόμενο εξαγοράς. Δεν εξασφάλιζε όμως την ποιότητα. Γι’ αυτό συχνά οι κρίσεις τους ήσαν άδικες. Οι κριτές έγραφαν την προτίμηση τους σε μια πινακίδα. Προκειμένου να εκλεγεί ο πρώτος νικητής, έπρεπε η απόφαση να είναι ομόφωνη. Τα βραβεία ήταν τρία απλά στεφάνια από κισσό: ένα για τον ποιητή, ένα για το χορηγό κι ένα για τον πρωταγωνιστή. Ο χορηγός μπορούσε να στήσει, για να διαιωνίσει τ' όνομα του, τρίποδα αναθηματικό. Σήμερα σώζεται η περίκομψη βάση του τρίποδα που είχε τοποθετήσει ο Λυσικράτης. (Μνημείο Λυσικράτους που ο λαός ονόμασε «Φα­νάρι του Διογένη»). Η πολιτεία σκάλιζε σε μαρμάρινη πλά­κα τα ονόματα των νικητών και τ' όνομα του έργου. Η πλά­κα αυτή λεγόταν «διδασκαλία» και φυλασσόταν στα κρατικά αρχεία.

            ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ

     Το πρώτο θέατρο της Αθήνας, άρα και του κόσμου, φτιά­χτηκε στην Αγορά, κοντά στο ναό του Διονύσου. Ήταν ξύλινο. Το 490 π.Χ. λόγω συνωστισμού (συναγωνίζονταν Πρατίνος, Χοιρίλος, Αισχύλος) το θέατρο κατέρρευσε. Επιλέχτηκε τότε στερεότερο έδαφος, κάτω από την Ακρό­πολη κι εκεί ίδρυσαν το περίφημο Διονυσιακό θέατρο κοντά στο ναό του Διονύσου. Ήταν και αυτό ξύλινο, μέ­χρι που ο περίφημος ρήτορας Λυκούργος το έφτιαξε όλο από μάρμαρο, εκτός από τις τελευταίες θέσεις που σκα­λίστηκαν στο Βράχο. Στην Αθήνα υπήρχε και δεύτερο θέ­ατρο, ξύλινο, το λεγόμενο Ληναϊκό. Θέατρα υπήρχαν σε κάθε δήμο της Αττικής (π.χ. το σωζόμενο στον Θορικό παρά το Λαύριο) και δύο στον Πειραιά. Με την αρχιτεκτονική του αρχαίου θεάτρου έχει ασχο­ληθεί ο Ρωμαίος αρχιτέκτονας Βιτρούβιος που έχει γρά­ψει το έργο «Περί αρχιτεκτονικής». Ο Βιτρούβιος μας δί­νει τον ιδεότυπο του ελληνικού θεάτρου αλλά κανένα ελ­ληνικό θέατρο δεν είναι κτισμένο σύμφωνα με την περι­γραφή του. Σε γενικές γραμμές το αρχαίο θέατρο απο­τελείται από τα εξής μέρη:

    α) Ορχήστρα: κυκλικός χώρος στον οποίο γύριζε ο χο­ρός. Στο κέντρο ήταν η θυμέλη, δηλαδή ο Βωμός του Διο­νύσου.

    β) Κοίλον ή θέατρον: το μέρος που κάθονταν οι θεατές και «εθεώντο» (έβλεπαν). Το θέατρο έδωσε τ' όνομα του σ’ όλο το κτίσμα. Ήταν ένα σύνολο από καθίσματα που σχημάτιζαν ημικύκλιο, χωρισμένο κάθετα από τις σκά­λες σε κερκίδες και οριζόντια σε δύο διαζώματα. Μετα­ξύ του άνω και κάτω διαζώματος υπήρχε διάδρομος για την ευχερή κίνηση των θεατών. Στην πρώτη σειρά ήταν οι προεδρικές θέσεις, με σκαλίσματα. Η πιο επίσημη ανή­κε στον ιερέα του Ελευθερέως Διονύσου.

    γ) Σκηνή: Βρισκόταν απέναντι από το κοίλο. Η λέξη αρχικά ση­μαίνει παράπηγμα, καλύβα. Ήταν ο χώρος που οι υποκριτές άλλαζαν στολές. Αργότερα η σκηνή έγινε ένα επιβλητικό δί­πατο ή τρίπατο οικοδόμημα σκε­πασμένο, που στις δύο άκρες του υπήρχαν προεξέχοντα τα παρασκήνια (για τους ηθοποι­ούς, τις στολές και τα μηχανή­ματα). Μπροστά στη σκηνή, σε υψηλότερο επίπεδο από την ορ­χήστρα, ήταν το προσκήνιο ή λογείο, στο οποίο παράσταιναν οι υποκριτές.

    δ) Πάροδοι: Είναι δύο ανοικτοί και ξέσκεποι δρόμοι, που χώρι­ζαν το θέατρο από τη σκηνή. Η ονομασία δεξιά πάροδος και αριστερά πάροδος ορίζεται σε σχέση πάντα προς τη σκηνή. Από τις παρόδους περνούσαν οι θεατές για να μπούνε στο θέατρο και οι χορευτές για να μπουν στην ορχήστρα. Από αριστερά έμπαιναν οι υπο­κριτές που έρχονταν από τη θάλασσα και από δεξιά οι ερχόμενοι από τους αγρούς.  

    ε) Σκηνογραφία. Στην αρχή το σκηνικό ήταν απλό. Τη σκη­νογραφία επινόησε ο Σοφοκλής και τον μιμήθηκε ο Αι­σχύλος στην Ορέστεια. Κατά Βάση το σκηνικό εικονίζε το χώρο του δράματος: ναό, παλάτι, σκηνή αρχιστρατήγου, αγροτικό ή θαλάσσιο τοπίο. Υπήρχαν ακόμη περιστρεφό­μενοι πάσσαλοι («περίακτοι») πάνω στους οποίους υπήρ­χαν ζωγραφισμένοι πίνακες, για ν’ αλλάξει μορφή το σκη­νικό. Μπρος στη σκηνή υπήρχαν τρεις θύρες από τις οποί­ες έβγαιναν κι έμπαιναν οι υποκριτές, στ) Μηχανές: Κανονικά και οι «περίακτοι» ανήκουν στις μηχανές. Κλασικά όμως μηχανήματα είναι το «εκκύκλημα» που με τη στροφή του παρουσίαζε τα συμβαίνοντα μέσα στη σκηνή, η «μηχανή», είδος γερανού που ανέβα­ζε ή κατέβαζε τους θεούς («από μηχανής θεός»), το «θεολογείο» ένας εξώστης απ’ όπου μιλούσαν θεοί και ημί­θεοι, το «βροντείον» ή «κεραυνοσκοπείον», οι «χαρώνειες κλίμακες» και το «αναπίεσμα», δύο μηχανήματα, τα οποία ανέβαζαν τις ψυχές από τον Άδη. Από τις «χαρώνειες κλίμακες» ανέβαιναν στη σκηνή υποχθόνιες θεό­τητες, ερινύες, φαντάσματα κ.λπ. Στο θέατρο της Ερέ­τριας υπάρχει ένας υπόγειος διάδρομος που από το προ­σκήνιο φθάνει στο κέντρο της ορχήστρας. Κάτι ανάλο­γο υπάρχει και στο θέατρο των Φιλίππων.

    ΟΙ ΥΠΟΚΡΙΤΕΣ (ΗΘΟΠΟΙΟΙ)

     Στις πρώτες δραματικές παραστάσεις ο υποκριτής ήταν ένας, και τον υποδυόταν ο δραματουργός. Όταν ο Αισχύλος προσέθεσε και δεύτερο υποκριτή, τότε ο δρα­ματουργός αρχίζει ν' αποσυνδέεται από την παράστα­ση. Ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» λέει ότι ο Αισχύλος προσέθεσε το δεύτερο υποκριτή και ο Σοφοκλής τον τρί­το. Την καινοτομία του Σοφοκλή υιοθέτησε και ο Αισχύ­λος. Στην «Ορέστεια» οι υποκρι­τές είναι τρεις. Οι δραματουργοί πρόσεχαν να μην εμφανίζονται ποτέ ταυτόχρονα πάνω από τρεις υποκριτές επί σκηνής, όμως στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή, και σ' άλλες τραγωδίες, φαίνεται ότι υπήρχαν τέσσερις. Λίγες είναι οι πληρο­φορίες των αρχαίων σχετικά με το παίξιμο των ηθοποιών. Πε­ρισσότερα μπορούμε να συμπε­ράνουμε από τις παραστάσεις αγγείων, κυρίως. Φαίνεται όμως ότι το παίξιμο δεν ήταν κάτι άπαξ διαμορφωμένο και κρυσταλλω­μένο σε μόνιμο σχήμα. Εικάζε­ται ότι περί τα μέσα του 5ου αι­ώνα πρέπει ν' ακολουθούσε τον αυστηρό ρυθμό που κυριαρχού­σε και σ’ άλλες μορφές τέχνης. Από διάφορα στοιχεία μπορού­με να υποθέσουμε ότι οι υπο­κριτές πρέπει να είχαν αναπτύ­ξει πολύ την τέχνη της φωνής, διότι τους γυναικείους ρόλους υποδύονταν άνδρες, ενώ οι πιο επιβλητικές μορφές της τραγωδίας είναι γυναίκες (π.χ. Μήδεια, Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Εκάβη). Επίσης πρέ­πει να είχαν αναπτύξει πολύ την υποκριτική τέχνη των χεριών και των κινήσεων του σώματος, μια και το πρό­σωπο, λόγω προσωπείου, δεν συμμετείχε στην υπόκρι­ση. Έπρεπε ακόμη να είναι καλλίφωνοι, διότι ορισμένα μέρη του δράματος απαγγέλλονταν τραγουδιστά. Ασφα­λώς το πρώτο προσόν των παλαιότερων (αλλά και νεώ­τερων) υποκριτών ήταν η όρχηση. Ας μη μας διαφεύγει ότι αφετηρία των παραστάσεων είναι η ορχήστρα, που σήμερα θα την λέγαμε «χορεύτρα» ή, κατά τον παλαιό λα­μπρό φιλόλογο Δημ. Σάρρο, «χοροστάσι». (Στη σύγχρο­νη «ελληνική» ονομάζεται «πίστα»!). Όσο κι αν οι κινήσεις στο αρχαίο δράμα υποκαθιστού­σαν ή συμπλήρωναν συχνά το λόγο, δεν έπαυε, ωστόσο, μια θεατρική παράσταση να είναι λόγος, όχι απλά ηδυ-σμένος, αλλά συχνά και δυνατός, διότι η φωνή έπρεπε να φθάνει και στις ψηλότερες θέσεις, και ν' ακούγεται από ένα πλήθος που σταθερά ξεπερνούσε τους 10.000 ανθρώπους. Βέβαια τα αρχαία θέατρα, με πρώτο της Επι­δαύρου, είχαν θαυμάσια ακουστική. Αλλά για να γίνεται ακόμη πιο δυνατή η φωνή, χρησιμοποιούσαν αγγεία, που τα έλεγαν ηχεία, σε ειδικές εσοχές των τοίχων τοποθε­τημένα.

    Όπως και σήμερα, υπήρχε μια διάκριση ανάμεσα στους τραγικούς και στους κωμικούς υποκριτές. Υπήρχαν εξαι­ρετικά ταλέντα, όπως φυσικά γίνεται και σήμερα, που μπορούσαν να παίξουν με την ίδια επιτυχία τραγικούς και κωμικούς ρόλους. Φαίνεται πάντως πως οι αρχαίοι εκτι­μούσαν ιδιαίτερα τους υποκριτές που μπορούσαν να παί­ζουν ανόμοιους ρόλους, π.χ. του θερσίτη και του Αγαμέμνονα. Κυρίως όμως να ταυτισθούν προς την κοινωνι­κή θέση του υποδυόμενου προσώπου Σημαντικό ρόλο για την επιτυχία ενός υποκριτή έπαιζε η σωματική εμφά­νιση και φυσικά η σωματική διάπλαση. Ο υποκριτής που θα έπαιζε τον Ηρακλή ή τον Αίαντα πρέπει να ήταν μεγαλόσωμος, αν όμως έπαιζε την Ισμήνη μικρόσωμος. Κά­ποιος Απολλογένης από την Τεγέα, που έπαιζε τους ρό­λους του Ηρακλή και του Αχιλλέα, ήταν πρώην πυγμάχος. Οι αρχαίοι είχαν φθάσει στο μεγάλο πρόβλημα που θίγει ο Ντιντερό στο βιβλίο του «Το παράδοξο με τον ηθοποιό». Το πρόβλημα παραμένει και σήμερα «κομβικό» σημείο της ηθο­ποιίας: ο υποκριτής πρέπει να ταυτίζεται ψυχικά με το πρό­σωπο που υποδύεται; Η απάντηση των περισσοτέρων αρ­χαίων είναι καταφατική. Αναφέρεται ότι ο ηθοποιός Καλλιπίδης, προκαλούσε δάκρυα στους θεατές με το συναρπα­στικό παίξιμο του. Για τον ηθοποιό Θεόδωρο λέγεται πως όταν κάποτε έπαιζε το ρόλο της Μερόπης ανάγκασε τον τύ­ραννο των Φερών Αλέξανδρο να εγκαταλείψει το θέατρο κλαί­γοντας. Όπως κάνουν και σήμερα πολλοί σκηνοθέτες και θε­ατρικοί συγγραφείς, όμοια και οι αρχαίοι δραματουργοί χρησιμο­ποιούσαν συχνά μόνιμους ηθο­ποιούς. Π.χ. ο Αριστοφάνης χρη­σιμοποιούσε σταθερά τους Φιλωνίδη και Καλλίστρατο. Μεγάλους ηθοποιούς δεν ανέ­δειξε μόνο η Αθήνα αλλ’ όλες οι ελληνικές περιοχές. Ονο­μαστοί ήσαν ο Πώλος από την Αίγινα, ο Απολλογένης από την Αρκαδία, ο Ευδαίμων από τη Θήβα, ο Νεοπτόλεμος από τη Σκύρο, ο Σάτυρος από την Όλυνθο κ.ά. Το επάγγελμα του ηθοποιού δεν ήταν υποτιμη­μένο κοινωνικά, όπως συνέ­βαινε σε νεώτερες εποχές, απεναντίας οι υποκριτές έπαι­ζαν σημαντικό ρόλο στην πο­λιτική ή κάποιοι σημαντικοί πο­λιτικοί, όπως ο Αισχίνης, ήσαν και καλοί υποκριτές. Από το Δημοσθένη μαθαίνουμε ότι οι υποκριτές Αριστόδημος, Νεοπτόλεμος και Κτησιφών υποστήριζα ν τη ν πολιτική του Φιλίππου. Πάγια άλλωστε πολιτική του Φιλίππου ήταν να προσεταιρίζεται τους ηθο­ποιούς, επειδή ασκούσαν επιρροή στο λαό. Την τακτική του πατέρα ακολούθησε και ο γιος. Στο γάμο του στα Σούσα είχε καλέσει τους τραγικούς ηθοποιούς Θεσσαλό Αθηνόδωρο, Αριστοκράτη και τους κωμικούς Λύκωνα Φορμίωνα, Αρίστωνα. Τον Θεσσαλό χρησιμοποίησε κα για διπλωματικές αποστολές.

    Μερικοί βγάζουν το συμπέρασμα πως οι Σπαρτιάτες δεν εκτιμούσαν τους ηθοποιούς, επειδή ο βασιλιάς Αγησίλαος ένιωθε περιφρόνηση γι’ αυτούς Οι σύγχρονοί του όμως αποδίδουν αυτή τη συμπεριφορά στην κακή ανατροφή του Αγησιλάου. Γένι κά οι αρχαίοι τιμούσαν πολύ τους ηθοποιούς κα τους έδιναν ειδικά προνόμια, όπως π.χ. απαλλαγή από τους φόρους. Οι Ρωμαίοι, όταν κατέλαβαν τη\ Ελλάδα διέλυσαν όλες τις ενώσεις και μόνο για τις «εταιρείες» των ηθοποιών έκαναν εξαίρεση. Η συντεχνιακή οργάνωση δεν ήταν άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα. Ένα από τα ισχυρότερα σωματείο ήταν η «Σύνοδος των περί Διόνυσον τεχνιτών» (=ηθοποιών). Τα σωματεία πρόσεχαν πολύ τη\ επαγγελματική κατάρτιση των υποκριτών. Υπήρχαν ακόμη και σωματεία «κορδακιστών», όπως φαίνεται από μια επιγραφή της Αμοργού. Ο «κόρδαξ» ήταν οργιαστικός χορός. Στα ύστερα χρόνια σε παραστάσεις μετείχαν και γυναίκες, και ακόμη μερικοί ηθοποιοί έπαιζαν χωρίς προ­σωπείο.

    Το προσωπείο πάντως ήταν βασικό συστατικό του αρχαί­ου θεάτρου. Υποδήλωνε το δεσμό με αρχέγονες τελετές, όπως η μάσκα του μάγου σε πολλούς πρωτόγονους λαούς Όταν εξελίχθηκε σε αυτόνομο είδος η τραγωδία, εμπόδι­ζε οπωσδήποτε τον ηθοποιό, αν λάβουμε μάλιστα υπόψη τη διάρκεια των παραστάσεων (τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα σε μια μέρα) και φυσικά αλλαγή προσω­πείου κατά την εναλλαγή των ρόλων. Απαρίθμηση των προ­σωπείων έχει κάνει ο Πολυδεύ­κης στο «Ονομαστικόν» του, αλ­λά τα προσωπεία μας είναι πε­ρισσότερο γνωστά από τις πα­ραστάσεις και από τα πήλινα προσωπεία που έχουν σωθεί Το προσωπείο απέδιδε κάπως το­νισμένα, χάρη στο ειδικό «μα­κιγιάζ» τις ιδιότητες του ήρωα που υποδυόταν ένας ηθοποι­ός. Έτσι το τραγικό προσωπείο έχει έντονα τραγικά χαρακτη­ριστικά (έκφραση άλγους, με­γαλοπρέπειας κ.λπ.), ενώ τα κω­μικά έχουν πιο έντονο το κωμι­κό, δηλαδή το «γελαστικό» στοι­χείο.

    Ιδιαίτερη σημασία στις παρα­στάσεις έπαιζε η ενδυμασία. Στην αρχή οι υποκριτές φο­ρούσαν θεσσαλικές φορεσιές. Ο Αισχύλος έντυσε τους υπο­κριτές του με πολυτελή και με­γαλοπρεπή ενδύματα. Έτσι σιγά-σιγά καθιερώθηκε ένας τύπος ενδυμασίας που θύμιζε ιερατική αμφίεση. Αυτό θύμιζε και τις θρησκευτικές κατα­βολές του δράματος. Ο Πολυδεύκης δίνει επαρκή περι­γραφή των ενδυμασιών. Πλούσιες και μεγαλοπρεπείς των επιφανών, ευτελείς οι ενδυμασίες των «παρακατιανών». Οι βοσκοί π.χ. φορούσαν κατσικίσια δέρματα, οι παράσι­τοι φορούσαν μαύρα ρούχα και οι μάντεις ειδική στολή. Οι κωμικοί, για να δημιουργούν μεγαλύτερη ιλαρότητα «φού­σκωναν» την κοιλιά τους με παραγεμίσματα. Ο Πολυδεύ­κης γράφει πως υπήρχε διαφορά στα υποδήματα των τρα­γικών και κωμικών ηθοποιών. Οι τραγικοί φορούσαν κοθόρνους, υποδήματα με χοντρά καττύματα (πέλματα) για να φαίνονται ψηλότεροι. Οι κωμικοί φορούσαν εμβάδες (κετσεδενία υποδήματα). Ωστόσο στην ακμή της τραγω­δίας δεν φαίνεται να γινόταν χρήση κοθόρνων, τουλάχι­στον τέτοιας κατασκευής. Εκφράζεται η άποψη πως οι κόθορνοι εμφανίζονται κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα. Ωστόσο η λέ­ξη κόθορνος πάντοτε υπήρχε προς υποδήλωση υποδή­ματος στο οποίο μπορούσε να χωρέσει και το δεξί και τ' αριστερό ποδάρι. Έτσι μεταφορικά «κόθορνος» ονομαζό­ταν ο ασταθής, ο ευμετάβολος άνθρωπος. Κόθορνος ονο­μαζόταν ο πολιτικός Θηραμένης, ένας από του Τριάκοντα Τυράννους, επειδή «χώραγε» σ’ όλες τις καταστάσεις.

     Ο ΧΟΡΟΣ

     Αν σήμερα δεν μπορούμε να Βιώσουμε το αρχαίο δράμα, δεν είναι γιατί ζούμε έξω από τις συνθήκες των αρχαίων, είναι ακόμη και κάτι πολύ σημαντικό: δεν έχει δοθεί λύση στο πρό­βλημα του χορού. Ξέρουμε πολλά για το σχηματισμό του (κυκλικός στο διθύραμβο, τετράγωνος στο δρά­μα), για τη διαίρεση του σε ημιχόρια, για τη στροφή που έκανε το ένα και την αντιστροφή το άλλο και την τελική συνένωση τους για ν' απαγγείλουν μαζί την επωδό κ.λπ.

    Ωστόσο μας διαφεύγει η ουσία της θεατρικής του παρουσίας. Ίσως περισσότερο από τις φιλολογι­κές και αρχαιολογικές μαρτυρίες στην ουσία του χορού μας μπάζουν κάποιες θρησκευτικές τελε­τουργίες ή εορταστικές τελετές (όπως π.χ. τ' Ανα­στενάρια, η γιορτή των Καλόγερων και της Μπά­μπως που παρασταινόταν τη Δευτέρα της Τυρινής στη Βιζύη της Αν. Θράκης, το πανηγύρι του «Aη Συμιού» στο Μεσολόγγι κ.λπ.). Ωστόσο, την καλύτε­ρη μαρτυρία προσφέρει ο νεοελληνικός χορός, με την έννοια της όρχησης, κυρίως ο «συρτός». Άλλω­στε για ποιο λόγο στα νεοελληνικά η όρχηση ονο­μάσθηκε χορός και το άσμα τραγούδι; Το τραγού­δι είναι παράγωγο της τραγωδίας. Όσο για τα θρηνητικά μέρη υπάρχει και σήμερα το μανιάτικο μοι­ρολόι που οι γυναίκες χωρίζονται σε δύο ημιχόρια, βάζοντας στη μέση το νεκρό, υπάρχει και η κορυ­φαία (πρωτομοιρολογίστρα) που συντονίζει τον κομμό και με την έννοια του θρήνου και με την έν­νοια του χτυπήματος του στήθους. Όμως, πρέπει να πούμε λίγα λόγια για το κοινό. Τις παραστάσεις παρακολουθούσαν άνδρες και γυναί­κες. Υπήρξε πρόταση να κάθονται χωριστά, αλλ’ αυτό σημαίνει ότι κάθονταν άνδρες και γυναίκες μαζί, κατά οι­κογενειακά ζεύγη. Οι θεατές φορούσαν στεφάνια και στα πέτρινα εδώλια τοποθετούσαν μαξιλάρια. Δεν υπήρχαν ερεισίνωτα (στηρίγματα για την πλάτη), εκτός από τα πρώτα προεδρικά καθίσματα. Οι θέσεις ορίζονταν με κο­κάλινα κέρματα. Στην αρχή οι θεατές πλήρωναν εισιτή­ριο στον «θεατρώνη». Ο Περικλής, θεωρώντας το θέα­τρο σχολείο του λαού, καθιέρωσε τα λεγόμενα «θεωρικά». Η πολιτεία δηλαδή πλήρωνε για τους άπορους πο­λίτες το αντίτιμο του εισιτηρίου. Το θέατρο υπήρξε γέν­νημα της δημοκρατίας και ήκμασε όσο ήκμασε η δημο­κρατία. Την τάξη εντός του θεάτρου τηρούσαν οι «ρα­βδούχοι» (αστυνομικοί υπάλληλοι). Λόγω της μεγάλης διάρκειας των παραστάσεων (από την ανατολή ως τη δύ­ση του ηλίου) οι θεατές έπαιρναν μαζί τους φαγητά, γλυ­κίσματα, νερό κ.λπ. Δεν ήταν σπάνιες οι αποδοκιμασίες εις βάρος των ηθοποιών που δεν έπαιζαν καλά. Είπαμε πιο πάνω ότι η τραγωδία είναι γέννημα της δη­μοκρατίας. Το ότι έχει λαϊκές καταβολές φαίνεται από το ξεκίνημα της που είναι η λατρεία του Διονύσου. Ο Διό­νυσος όμως ως λαϊκός θεός λατρευόταν παντού αλλά μό­νο στην Αθήνα διαμορφώθηκε το δράμα, που η εξέλιξη του συμπορεύεται με την εξέλιξη της δημοκρατίας. Διό­τι η θεατρική παράσταση, είτε τραγωδία είτε κωμωδία, απηχεί ένα συγκεκριμένο πολιτικό κλίμα. Αυτό φαίνεται άμεσα στις «Φοίνισσες» του Φρυνίχου, στους «Πέρσες» του Αισχύλου, που δείχνει πως η τρα­γωδία έχει την κορυφαία στιγμή της κατά τη μεγάλη πε­ρίοδο του αγώνα εναντίον των Περσών. Βγαίνει δηλαδή μέσα από μια ατμόσφαιρα ηρωικού πατριωτισμού και πυ­ρετώδους δημιουργίας. Και αν ακόμη δεν είναι εμφανής η πολιτική επίδραση, αυτή ωστόσο υπάρχει. Οιδίπους Τύραννος είναι η Αθήνα στα χρόνια της μεγάλης δυνά­μεως της, η οποία την οδηγεί στην «ύβριν», δηλαδή στην αλαζονεία της δυνάμεως που φέρνει την καταστροφή. Με την τραγωδία αυτή, πολλά χρόνια πριν, ο Σοφοκλής δεν ήθελε απλώς να συγκινήσει, ήθελε και να προειδο­ποιήσει για την επερχόμενη καταστροφή, διότι έβλεπε, όπως ο τυφλός Τειρεσίας, πως ο πολιτικός ηγετικός πυ­ρήνας των Αθηνών ήταν «τυφλός τα τε όμματα, τα τε ώτα και νουν». Γι’ αυτό πάντα η τραγωδία θα είναι επίκαιρη. Μας λέει τη μοίρα μας. Γι’ αυτό και τον κομμό στα νεο­ελληνικά τον λέμε μοιρολόι.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη εκδίκηση από το να μη μοιάσεις στον άνθρωπο που σε πλήγωσε

Αποτέλεσμα εικόνας για mask womanΗ συγχώρεση είναι μία διαδικασία η οποία απαιτεί χρόνο και ψυχική προσπάθεια – αναλόγως το πόσο έχει πληγωθεί ο άνθρωπος που συγχωρεί – αλλά όταν επιτευχθεί, χαρίζει στον άνθρωπο λύτρωση και εσωτερική γαλήνη.

Συγχωρώ δε σημαίνει λησμονώ το κακό που μου έχουν κάνει, το αντίθετο μάλιστα. Σημαίνει ότι πρέπει να επαναφέρω στο μυαλό μου όλα τα γεγονότα που με πλήγωσαν, να τα επεξεργαστώ, να επαναφέρω στη μνήμη μου το κακό που μου έκαναν και μετά να έρθει η διαδικασία της άφεσης.

Η συγχώρεση δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι ξεχνάμε τον πόνο που μας έχουν προκαλέσει, αλλά δεν του επιτρέπουμε να αποβεί ανασταλτικός παράγοντας στην πρόοδο μας μέσα στη ζωή και την προσωπική μας εξέλιξη. Η συγχώρεση σε απεγκλωβίζει από την παγίδα του μίσους η οποία καταστρέφει τον ίδιο τον άνθρωπο που το νιώθει, καθώς τον εγκλωβίζει σε έναν φαύλο κύκλο αντεκδίκησης και ανταπόδοσης.

Η εκδίκηση και αυτή η ίδια όσο οξύμωρο και αν ακουστεί, στο βάθος της απορρέει από τον ψυχικό πόνο, δείχνει ευαισθησία και θλίψη απέναντι σε μία αδικία που έχουμε υποστεί. Όμως, όταν κυριεύσει την ίδια την ψυχή η επιθυμία για ανταπόδοση, τότε χανόμαστε σε μία δίνη και, τελικά, καταλήγουμε να γίνουμε αδίστακτοι και απάνθρωποι, προσπαθώντας απλά και μόνο να εκδικηθούμε εκείνον που μας πλήγωσε. Φυσικά, το μίσος και η αντεκδίκηση δε σταματάνε ποτέ, αφού και ο άλλος άνθρωπος θα θελήσει να μας βλάψει ξανά και να μας προξενήσει ακόμα μεγαλύτερο πόνο, βυθίζοντάς μας σε μία ατέρμονη αγωνία και έναν ατελείωτο φόβο.

Αυτά λοιπόν έρχεται να γιατρέψει η συγχώρεση, προσφέροντας μας ανακούφιση. Συγχωρώ δε σημαίνει επίσης επαναφέρω στη ζωή μου τον άνθρωπο που με πληγώνει, αλλά δεν επιθυμώ να του κάνω κακό, δεν επιθυμώ να του συμβεί κάτι κακό. Η συγχώρεση μπορεί να υπάρξει χωρίς το άτομο που μας πλήγωσε να γνωρίζει ότι τον έχουμε συγχωρέσει.

Όμως, μπορεί κάποιος να φτάσει στο σημείο να συγχωρέσει σοβαρά παραπτώματα, κακοποίηση, έγκλημα, εξαπάτηση; Καταρχάς, το κακό έχει συμβεί είτε δοθεί συγχώρεση είτε όχι, δεν πρόκειται να γυρίσει ο χρόνος πίσω. Ο πόνος που μας έχει προκληθεί από μία επώδυνη κατάσταση και ο ηθική ή συναισθηματική μας μείωση θα μείνουν μέσα μας, αλλά με το πέρασμα του χρόνου θα αμβλύνουν. Η συγχώρεση και πάλι θα λειτουργήσει θεραπευτικά, διότι το μίσος ως ένα συναίσθημα καταστροφικό που είναι, θα προστίθεται στη δυσμενή ψυχική μας κατάσταση και θα οδηγήσει, σίγουρα, στον εσωτερικό μας μαρασμό.

Δε συγχωρούμε για τους άλλους, συγχωρούμε για να αλαφρύνουμε τον πόνο και την πικρία μας.
Στη ζωή υπάρχει ισορροπία, το κακό επιστρέφει στην πηγή του. Ένας άνθρωπος που μας πλήγωσε δε χρειάζεται να τιμωρηθεί από εμάς, διότι η ζωή αργά ή γρήγορα θα φέρει στο δρόμο του την ίδια συμπεριφορά που κάποτε και ο ίδιος έδωσε σε εμάς. Η συγχώρεση είναι, πραγματικά, μία αρετή η οποία συντελεί στην ψυχική και σωματική μας υγείας. Κλείνοντας, θα ήθελα να γράψω μία φράση την οποία ίσως και να θεωρώ τη σημαντικότερη στο θέμα της συγχώρεσης:

«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη εκδίκηση από το να μη μοιάσεις στον άνθρωπο εκείνο που σε πλήγωσε».

Η γκρίνια είναι η πηγή σχεδόν όλων των προβλημάτων

Η γκρίνια. Ουσιαστικό. Γένους θηλυκού κι ενικού αριθμού. Η γκρίνια μπορεί να σκοτώσει. Μεταφορικά κι όχι κυριολεκτικά, εκτός κι αν συσσωρευτεί τόση τοξίνη στον οργανισμό που κι αυτός θα πρέπει, τελικά, κάπου να την ξεσπάσει.

Η γκρίνια, επίσης, πολλαπλασιάζεται και πολλαπλασιάζει όλα τα κακά αυτού του κόσμου και βασικότερα της ζωής σου. Μπορεί, επιπλέον, να βλάψει σοβαρά εσάς και τους γύρω σας. Τέλος, η γκρίνια, μπορεί να παρουσιαστεί και να κάνει ντου σε ποικίλες μορφές.

Η γκρίνια, βεβαίως-βεβαίως, είναι σχεδόν η πηγή όλων των προβλημάτων. Φέρνεις, δηλαδή, εσύ όλη την αρνητικούρα σου, την απλώνεις καλά-καλά σ’ όλες τις γωνίες μη μείνει τίποτα ανεπηρέαστο κι ύστερα ξεκινάει το φαινόμενο ντόμινο.

Που σημαίνει ότι κάνεις εσύ την αρχή με το να ρίξεις το πρώτο τουβλάκι κι αυτά πέφτουν με τη σειρά τους σ’ όλα τα υπόλοιπα που ακολουθούν. Κι αν η γκρίνια σου είναι γερή και δυνατή –που κατά πάσα πιθανότητα είναι–, τότε είναι σχεδόν αδύνατον να μείνει κάποιο όρθιο.

Η φάση, για να καταλάβεις, είναι ότι παίρνεις ό,τι ελκύεις. Ξυπνάς εσύ μέσα στα νεύρα, ποτίζεις το κυκλοφοριακό και νευρικό σου σύστημα με τσαντίλα και τσαντίλα παίρνεις. Στη δουλειά, στο σπίτι, στη σχέση, στον καφέ. Μια γενικότερη τσαντίλα.

Θα πεις, «Πώς γίνεται, χρυσή μου, να μην έχω νεύρα όταν ξυπνάω το πρωί και δε βρίσκω ρούχο να φορέσω ή έχω ξεμείνει από ζάχαρη για τον καφέ;». Και με τα χίλια δίκια σου, δηλαδή, να τσαντιστείς αλλά κι η τσαντίλα έχει τα όριά της.

Να φρόντιζες, ας πούμε, να ‘χες ένα ρημάδι ρούχο ή τράβα πήγαινε να πάρεις ένα καφέ απ’ έξω. Είναι, βλέπεις, και κάποιες ατυχίες που πριν σε βαρέσουνε, ρωτάνε. Δηλαδή, «Θα φροντίσεις να γίνεις άνθρωπος ή να σε αφήσω να σιχτιρίζεις πρωί-πρωί;». Κατάλαβες;

Μετά, είναι κι αυτή η γκρίνια, η χωρίς λόγο. Η αχάριστη γκρίνια. Γκρινιάζεις, για παράδειγμα, που ναι μεν βρήκες να παρκάρεις, αλλά όχι ακριβώς εκεί που θες. Ή η γκρίνια που άργησε ένα δεκάλεπτο το λεωφορείο, ενώ δε χρειάστηκε να περπατήσεις δώδεκα χιλιόμετρα με τα πόδια.

Υπάρχει επίσης κι η γκρίνια η ψυχαναγκαστική, όπου γκρινιάζεις γιατί απλά πρέπει να γκρινιάξεις. Εκεί γκρινιάζεις για τον ήλιο, για τη θάλασσα, για το σπίτι, για το γείτονα, τον αδερφό, την αδερφή σου, το συμπέθερο απ’ τα Τίρανα και τη θεία απ’ το Σικάγο.

Και, όμως έλα μου που έπεσες σε κακή ημέρα. Αν μη τι άλλο, πρέπει κι εσύ κάπου να ξεσπάσεις. Σ’ αυτήν την περίπτωση, κάθε ώρα είναι κατάλληλη για λίγη γκρίνια.

Βέβαια, εν τέλει, η γκρίνια παραμένει γκρίνια. Κι είτε επιλέγεις να ζεις μ’ αυτήν, είτε γίνεσαι, ρε παιδί μου, λιγάκι πιο ευγνώμων. Κι εντάξει· ό,τι κι αν είναι θα περάσει. Στην τελική, σε σκότωσε; Σε έβλαψε; Αν όχι, κάν’ το γαργάρα κι άστο να πάει στο διάολο.

Έπειτα, σκέψου και τους άλλους. Δηλαδή, τι σου φταίει ο καημένος ο φίλος σου, η φίλη σου κι όποιος σε υπομένει, να του κάνεις τη ζωή του δυσκολότερη; Πες, «Μια βλακεία ήταν. Πέρασε. Πάμε γι’ άλλα».

Η αγάπη δεν πονάει, είναι το εγώ που πονάει

Κάθε αλλαγή κρύβει έναν πόνο επειδή η παλιά κατάσταση μένει πίσω για να έρθει μια καινούρια. Για παράδειγμα αν μια σχέση τελειώσει τότε αισθανόμαστε πόνο επειδή οι ελπίδες και τα όνειρά μας θρυμματίζονται και αισθανόμαστε μόνοι απορώντας τι θα μας βρει πιο κάτω. Ο φόβος αναδύεται επειδή μπροστά μας βρίσκεται το άγνωστο και επειδή ο νους σχεδόν πάντα υποθέτει το χειρότερο: «δε θα γνωρίσω ποτέ κάτι καλύτερο», «έχω μεγαλώσει», «δεν έχω χρόνο για κάτι καινούριο» κτλ. Μπαίνουμε σε πειρασμό να ανοίξουμε μια σακούλα πατατάκια, να βάλουμε ένα ποτήρι κρασί, να βυθιστούμε στον καναπέ και να παραιτηθούμε από την αγάπη.

Παρακάτω παρατίθενται 6 τρόποι για να αντιμετωπίσουμε τον πόνο και να ανοίξουμε και πάλι την καρδιά μας ώστε να αποκτήσουμε την αγάπη που θέλουμε και αξίζουμε.

Να αντιληφθούμε το πραγματικό πρόβλημα

Το πραγματικό πρόβλημα είναι ο νους. Ο φόβος κατοικεί στο νου και ο νους θέλει να παραμείνουμε προσκολλημένοι σε μια κατάσταση την οποία γνωρίζουμε και μας είναι οικεία. Ο νους αντιστέκεται στην αλλαγή επειδή φοβάται πως θα χάσει τον έλεγχο, επειδή δεν το αρέσει το άγνωστο. Την αγάπη που μας δίνουν τη δεχόμαστε και την αποδεχόμαστε. Δεν την ελέγχουμε. Αυτή η αγάπη είναι εύθραυστη και ίσως εφήμερη. Τη μια μέρα μπορεί να είναι εδώ και την άλλη μπορεί να έχει φύγει. Είναι σαν τον άνεμο. Δεν μπορούμε να τον κρατήσουμε στη χούφτα μας. Μπορούμε μόνο να την απολαμβάνουμε και να την εκτιμούμε όσο την έχουμε. Υπάρχει όμως μια άλλη αγάπη που κατοικεί πάντα μέσα μας. Με αυτήν την συνειδητοποίηση, ας την κοιτάξουμε και τότε εκείνη θα εξελιχθεί και θα επεκταθεί.

Να εξασκηθούμε στην ευγνωμοσύνη

Να είμαστε ευγνώμονες για όλες τις όμορφες στιγμές που μοιραστήκαμε με τον άνθρωπο που αγαπήσαμε, για την ενέργεια, το χρόνο και την καρδιά που μας πρόσφερε. Να τον ευχαριστήσουμε που υπήρξε στη ζωή μας και να ευχηθούμε ότι καλύτερο για τη δική του καρδιά. Με αυτόν τον τρόπο θα θεραπεύσουμε τη δική μας καρδιά. Αν αρνηθούμε να κλείσουμε την καρδιά μας και αν επιλέξουμε να αντιμετωπίσουμε τον φόβο και τον πόνο μας, τότε θα είμαστε σε θέση να ‘θεραπευτούμε’ και να προχωρήσουμε.

Να έχουμε δίπλα μας αγαπημένα άτομα

Στις δύσκολες στιγμές είναι καλό να είμαστε ανοιχτοί στο να λάβουμε αγάπη και υποστήριξη από φίλους ή από άτομα της οικογένειάς μας. Η ζωή δεν είναι πάντα δίκαιη και δε θα είναι, αλλά η αγάπη υπάρχει πάντα και είναι διαθέσιμη για όλους μας. Να είμαστε απλά προσεκτικοί καί να μην περιμένουμε υποστήριξη από ανθρώπους που δεν μπορούν να μας τη δώσουν. Καμιά φορά ένας καλός σύμβουλος μπορεί να φανεί πιο χρήσιμος αν τα άτομα του περιβάλλοντός μας είναι πελαγωμένα από το θέματα της δικής τους ζωής.

Να αναλαμβάνουμε την ευθύνη για το πώς ερμηνεύουμε την κατάσταση

διαλέξουμε. Θέλουμε να διαλέξουμε τη δυσαρέσκεια και τον πόνο ή την χαρά και την ηρεμία. Εξαρτάται από εμάς τι ερμηνεία θέλουμε να δώσουμε σε αυτό που μας συμβαίνει. Θέλουμε να δούμε τον εαυτό μας ως θύμα ή μπορούμε να επιλέξουμε να αποδεχτούμε την κατάσταση (που δε σημαίνει ότι πρέπει να μας αρέσει) και να δούμε τις ευλογίες μέσα από αυτή (οι οποίες θα μας φανερωθούν με τον καιρό). Ας σκεφτούμε πως συντελέσαμε σε αυτήν την κατάσταση. Αν ανακαλύψουμε και αναλάβουμε το δικό μας μερίδιο ευθύνης αυτό θα μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε μια δύναμη και μια σοφία που δεν ξέραμε ότι έχουμε.

Να είμαστε φρουροί του νου μας

Για τον νου η αγάπη είναι ένα δύσκολο και επικίνδυνο μονοπάτι. Ο νους θα μας πει να αποφύγουμε ξανά την αγάπη για να μην πληγωθούμε, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η αγάπη είναι η δημιουργία των πάντων. Δημιουργηθήκαμε από αγάπη , άρα είμαστε αγάπη. Μια ζωή χωρίς αγάπη είναι μια ξηρή, άγονη και στάσιμη ζωή. Ας ρέουμε μέσα από την ενέργεια της αγάπης όπως το ποτάμι ρέει προς τον ωκεανό. Γιατί το ποτάμι που κυλάει είναι εκείνο που τραγουδάει.

Να επιλέγουμε πάντα την αγάπη κι ας πονάει

Υπάρχει κάτι θετικό κάτι δημιουργικό μέσα από αυτό. Το να φοβόμαστε την αγάπη, το να φοβόμαστε τον πόνο που θα μας εξελίξει είναι σαν να παραμένουμε κλειδωμένοι σε ένα σκοτεινό κελί. Η μεταμόρφωση που θα βιώσουμε μέσα από την αγάπη θα θυμίζει φωτιά. Όμως όπως και ο χρυσός για να καθαριστεί χρειάζεται να περάσει μέσα από τη φωτιά έτσι θα χρειαστεί να κάνουμε κι εμείς. Η αγάπη είναι φωτιά. Με την αγάπη το ‘εγω’ γίνεται στάχτη και η ψυχή αναδύεται. Η αγάπη είναι τροφή για τη ψυχή. Μπορούμε να ρωτάμε τον εαυτό μας: «αυτός ο πόνος πώς θα με διδάξει , πώς θα με εξελίξει;» Κάθε φορά που η καρδιά μας πληγώνεται , ναι υπάρχει πόνος. Αλλά αυτό σημαίνει πως η καρδιά μας επεκτείνεται και αναπτύσσεται. Ο πόνος είναι παραγωγικός. Ας μάθουμε από κάθε μας εμπειρία, ας παρατηρήσουμε το εγώ και ας επιλέξουμε την αγάπη.

Το να είσαι απλός σημαίνει να ελευθερωθείς από κάθε σύγκρουση

Αποτέλεσμα εικόνας για Το να είσαι απλός σημαίνει να ελευθερωθείς από κάθε σύγκρουσηΠαίρνε τα πράγματα απλά, αλλά μέσα σου να έχεις πληρότητα και εγρήγορση. Μην αφήνεις να σου ξεφεύγει ούτε μια στιγμή χωρίς να έχεις πλήρη επίγνωση τι συμβαίνει μέσα σου και γύρω σου. Συχνά αυτό σημαίνει να είναι ευαίσθητος κανείς, όχι σε ένα-δυο πράγματα αλλά ευαίσθητος στα πάντα.

Το να είσαι ευαίσθητος στην ομορφιά και να απωθείς την ασχήμια φέρνει σύγκρουση. Ξέρεις, καθώς παρατηρείς, θα αντιληφθείς ότι το μυαλό συνέχεια κρίνει -«αυτό είναι καλό», «εκείνο είναι κακό», «αυτό είναι μαύρο», «εκείνο είναι άσπρο» – κρίνει ανθρώπους , συγκρίνει, ζυγίζει, υπολογίζει. Ο νους είναι ατελείωτα ανήσυχος. Μπορεί ο νους να παρακολουθεί, να παρατηρεί χωρίς να κρίνει, χωρίς να υπολογίζει;

Να αντιλαμβάνεσαι χωρίς να βάζεις ταμπέλες και δες απλώς αν ο νους μπορεί να το κάνει αυτό. Παίξε με αυτό το πράγμα. Μην τον πιέζεις, άσε τον να παρακολουθεί τον εαυτό του.

Οι περισσότεροι άνθρωποι που προσπαθούν να είναι απλοί αρχίζουν από τα εξωτερικά απορρίπτοντας, αποκηρύσσοντας, κάνοντας οτιδήποτε, αλλά εσωτερικά η πολυπλοκότητα της ύπαρξής τους παραμένει. Με εσωτερική απλότητα το εξωτερικό ανταποκρίνεται στο εσωτερικό. Να είναι κανείς απλός εσωτερικά σημαίνει να είναι ελεύθερος από την παρόρμηση για περισσότερο, που δε σημαίνει να είναι ικανοποιημένος με αυτό που είναι.

Να είσαι ελεύθερος από την παρόρμηση για περισσότερο σημαίνει να μη σκέφτεσαι με βάση το χρόνο, την πρόοδο, το φτάσιμο κάπου. Να είσαι απλός σημαίνει να ελευθερώσει ο νους τον εαυτό του από όλα τα αποτελέσματα, σημαίνει να αδειάσει ο νους τον εαυτό του από κάθε σύγκρουση. Αυτό είναι πραγματική απλότητα.

Πώς είναι δυνατόν ο νους να παλεύει ανάμεσα στο άσχημο και το όμορφο, να προσκολλιέται στο ένα και να απωθεί το άλλο. Αυτή η σύγκρουση κάνει το νου αναίσθητο και με παρωπίδες. Κάθε προσπάθεια από την πλευρά του νου να βρει την απροσδιόριστη γραμμή ανάμεσα στα δύο θα είναι πάντα μέρος του ενός ή του άλλου.

Η σκέψη ό,τι και να κάνει δεν μπορεί να ελευθερώσει τον εαυτό της από τα αντίθετα. Η ίδια η σκέψη από μόνη της έχει δημιουργήσει το άσχημο και το όμορφο, το καλό και το κακό. Δεν μπορεί λοιπόν να ελευθερώσει τον εαυτό της από τις ίδιες της τις δραστηριότητες. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να μένει ακίνητη, να μη διαλέγει. Η επιλογή είναι σύγκρουση κι ο νους ξαναγυρνάει πίσω στο μπέρδεμά του.

Ένας ήσυχος νους, αλλά τρομερά ξύπνιος

Ταράζεται κανείς, ανησυχεί και μερικές φορές φοβάται. Αυτά, πράγματι συμβαίνουν. Είναι ατυχίες της ζωής. Σήμερα η ζωή είναι σαν μια συννεφιασμένη μέρα. Χτες ήταν ηλιόλουστη, αλλά τώρα βρέχει, συννεφιά και κρύο· αυτή η αλλαγή είναι αναπόφευκτη διαδικασία της ζωής. Ξαφνικά, γεμίζει κανείς από ανησυχία και φόβο· υπάρχουν αιτίες γι' αυτό, κρυμμένες ή αρκετά φανερές και μπορεί κανείς με λίγη επίγνωση να τις βρει αυτές τις αιτίες. Εκείνο που έχει σημασία είναι να έχει κανείς επίγνωση των γεγονότων και των ατυχημάτων και να μην τους δίνει το χρόνο να ριζώσουν, μόνιμα ή πρόσκαιρα. Και δίνει κανείς σημασία σ' αυτές τις αντιδράσεις όταν ο νους συγκρίνει· δικαιολογεί, καταδικάζει ή αποδέχεται. Πρέπει -ξέρεις- να βρίσκεται κανείς εσωτερικά, όλη την ώρα, σε ετοιμότητα χωρίς ένταση. Η ένταση εμφανίζεται όταν θέλεις κάποιο αποτέλεσμα, κι εκείνο που εμφανίζεται δημιουργεί κι άλλη ένταση που πρέπει να κοπεί. Άσε τη ζωή να κυλάει.

Είναι τόσο ολέθρια εύκολο να συνηθίσει κανείς σ' οτιδήποτε, σ' οποιαδήποτε ταλαιπωρία, σ' οποιαδήποτε απογοήτευση, σε οποιαδήποτε συνεχιζόμενη ευχαρίστηση. Μπορεί να προσαρμόσει κανείς τον εαυτό του σ' οποιεσδήποτε συνθήκες: σε μια τρελή ζωή όλο διασκέδαση ή σε μία ασκητική ζωή. Του νου τού αρέσει να δουλεύει μέσα σε αυλάκια, σε συνήθειες· κι αυτή η δραστηριότητα ονομάζεται, «ζωή». Όταν το δει κανείς αυτό ξεκόβει και δοκιμάζει να ζήσει μια ζωή που δεν χρειάζεται νόημα, αγκυροβόλια, ενδιαφέροντα. Τα ενδιαφέροντα, αν κανείς δεν είναι σε τρομερή εγρήγορση, μας ρίχνουν πίσω, σε κάποιο καλούπι ζωής. Μέσα σε όλα, μπορείς να δεις ότι η επιθυμία, το κίνητρο, είναι σε δράση· η επιθυμία να είσαι κάτι, να φτάσεις, να γίνεις κάποιος κ.λπ.

Η επιθυμία είναι το κέντρο ακριβώς εκείνου μέσα μας που διαλέγει και όσο θα υπάρχει η επιθυμία ο νους θα μπορεί να λειτουργεί μόνο μέσα σε συνήθειες που είτε τις έχει φτιάξει μόνος του είτε του έχουν επιβληθεί. Το πραγματικό πρόβλημα είναι η απελευθέρωση από την επιθυμία. Μπορεί κανείς να παίξει διάφορα παιχνίδια στον εαυτό του, όπως ότι έχει ελευθερωθεί από την επιθυμία, από το κέντρο του εγώ, από τις επιλογές, αλλά να συνεχίζει τα ίδια κάτω από διαφορετικά ονόματα, κάτω από διαφορετικά ρούχα.

Όταν κανείς δει την πραγματική σημασία της συνήθειας, του να συνηθίζει πράγματα, να διαλέγει, να δίνει ονόματα, να τρέχει πίσω από κάποιο ενδιαφέρον και τα παρόμοια, τότε, όταν υπάρχει επίγνωση όλων αυτών, τότε γίνεται το αληθινό θαύμα: το σταμάτημα της επιθυμίας. Πειραματίσου μ' αυτό, έχε επίγνωση όλων αυτών, από στιγμή σε στιγμή, χωρίς να έχεις καμιά επιθυμία να φτάσεις κάπου.

Ο ουρανός στο νότο κι ο ουρανός στο βορρά είναι τόσο εκπληκτικά διαφορετικός. Εδώ, έτσι για αλλαγή, δεν υπάρχει ούτε ένα σύννεφο στον ντελικάτο γαλάζιο ουρανό και τα πανύψηλα δέντρα μόλις άρχισαν να πρασινίζουν. Έχουμε άνοιξη· πάνω που πάει ν' αρχίσει. Όλα εδώ είναι βλοσυρά, δεν υπάρχει χαρά στα πρόσωπα των ανθρώπων όπως στο Νότο.

Ένας ήσυχος νους, αλλά τρομερά ξύπνιος, προσεκτικός, είναι ευλογία· μοιάζει με τη γη: πλούσια, με άπειρες δυνατότητες. Όταν υπάρχει ένας τέτοιος νους που δεν συγκρίνει, που δεν καταδικάζει, τότε μόνο είναι δυνατόν να υπάρξει ο άμετρος πλούτος.

Μην αφήσεις τον καπνό της μικροψυχίας να σε πνίξει, κι άσε τη φωτιά να ξεσπάσει. Πρέπει να συνεχίσεις να ξεγαντζώνεσαι, να καταστρέφεις, να μη ριζώνεις. Μην αφήνεις κανένα πρόβλημα να ριζώσει, τέλειωνε μαζί του αμέσως και ξύπνα κάθε πρωί φρέσκια, νέα και αθώα...

Η συμπεριφορά σου απέναντι στην υγεία σου να έχει περίσκεψη και να είναι σταθερή· μην αφήνεις ν' ανακατεύονται συναισθήματα και συγκινήσεις με την υγεία σου ούτε να μειώνουν τη δραστηριότητά σου. Υπάρχουν πάρα πολλές επιρροές και πιέσεις που πλάθουν το νου και την καρδιά, να έχεις επίγνωσή τους, να ξεκόβεις απ' αυτές και να μην γίνεσαι σκλάβος τους. Το να είσαι σκλάβος είναι το να είσαι μετριότητα. Να 'σαι ξύπνια, γεμάτη φλόγα.

Αντιμετώπισε το φόβο, προσκάλεσέ τον, μην τον αφήνεις να σε πλημμυρίσει ξαφνικά, απρόσμενα, αλλά να τον αντιμετωπίζεις συνέχεια· κυνήγα τον επίμονα και σκόπιμα.

Ελπίζω να είσαι καλά και να μην έχεις τρομάξει από «εκείνο»· πιθανόν να μπορεί να θεραπευτεί και να το φροντίσουμε. Μην το αφήνεις να σε τρομοκρατήσει.

Βαθιά, μέσα σου, μπορεί να υπάρχει ένα αργό σβήσιμο· μπορεί να μην έχεις συνείδηση αυτού του πράγματος ή να έχεις συνείδηση και να το παραμελείς. Κύματα χειροτέρευσης κρέμονται πάντα από πάνω μας και δεν έχει σημασία ποιοι είμαστε. Για να βγαίνεις μπροστά τους και να τα συναντάς χωρίς καμία αντίδραση και να βγαίνεις έξω απ' αυτά, απαιτεί μεγάλη ενέργεια. Αυτή η ενέργεια έρχεται μόνο όταν δεν υπάρχει κανενός είδους σύγκρουση, συνειδητή ή ασυνείδητη. Να είσαι τρομερά άγρυπνη.

Μην αφήσεις τα προβλήματα να ριζώνουν. Πέρνα τα γρήγορα, όπως περνάς το μαχαίρι στο βούτυρο. Μην τους επιτρέπεις ν' αφήνουν σημάδι, τέλειωνε μαζί τους μόλις εμφανίζονται. Δεν έχεις καιρό για προβλήματα γι' αυτό τέλειωνε μαζί τους αμέσως.

Έχει γίνει μια αισθητή αλλαγή μέσα σου ‑υπάρχει βαθιά εσωτερική ζωντάνια, δύναμη και καθαρότητα- διατήρησέ την, άσ' την να λειτουργήσει, δώσ' της την ευκαιρία να πλατύνει και να βαθύνει. Οτιδήποτε κι αν συμβεί μην πνιγείς από τις καταστάσεις, από την οικογένεια, από τη δική σου σωματική κατάσταση. Να τρως κανονικά, να ασκείσαι και να μη γίνεσαι νωθρή. Έχοντας φτάσει σε κάποιο σημείο, συνέχισε να προχωράς, μη σταματάς εκεί -ή θα πας μπροστά ή θα κυλήσεις πίσω, δεν μπορεί να μείνεις στατική. Έχεις κολυμπήσει μέσα σου τόσα πολλά χρόνια, έχεις αποτραβηχτεί μέσα σου, αλλά τώρα πρέπει να βγεις απ' αυτή την κίνηση προς τα μέσα και να συναντάς περισσότερους ανθρώπους, να ανοιχτείς.

Μοναξιά

Σχετική εικόναΗ αρχή της κατ´ επιλογήν μοναξιάς μοιάζει με ελευθερία. Αποτινάσσεις από πάνω σου όλα όσα θα έκανες για τους άλλους. Ο μόνος εαυτός αρκείται σε λιγότερα, δεν έχει τύπους, κανονισμούς, τρόπους καλής συμπεριφοράς, συμβατικότητες, απαιτήσεις, ωράρια.

Ο μόνος εαυτός προσεγγίζει περισσότερο το πρωτόγονο από το πολιτισμένο.

Ακόμα και η αυτοπειθαρχία αρχίζει να γίνεται μια περιττή ιδιότητα. Γιατί; Αφού όλα αποκτούν νόημα, όταν αναφέρονται στους άλλους. Κι ο εαυτός έχει υπόσταση μόνο μέσω των σχέσεών του με τους άλλους. Κανείς δε γεννήθηκε αυθύπαρκτος. Δεν υπάρχει ούτε μία στιγμή, που να μπορούμε να τον θυμηθούμε μόνο. Πάντα μέσα από τις ετεροαναφορές γίνεται αντιληπτός, σαν ένας μακρινός πλανήτης, που μπορείς να τον παρατηρήσεις μέσω της παραμόρφωσης στο φως του άστρου του. Η ίδια η ψυχοθεραπεία δεν είναι μία ανάλυση του εγώ, αλλά των συσχετισμών του.

Σταματάς να μιλάς. Η γλώσσα, η κοινωνία η ίδια δεν υφίσταται, όταν χάνει τον επικοινωνιακό χαρακτήρα. Δε χρειάζεσαι επιχειρήματα. Αναπτύσσεις θεωρίες δίχως αντίλογο, επιχειρήματα, που κανείς δεν θα κληθεί να αντικρούσει, απόψεις παράξενες, που ντύνονται λογικά περιβλήματα.

Προσωποποιείς τα αντικείμενα, τους απευθύνεις το λόγο, όπως έκανες μικρός. Η μοναξιά σε επαναφέρει στις παιδικές καταβολές.

Κι έπειτα έρχεται η περιβόητη αυτογνωσία.

Μα το παρόν κυλά αστραπιαία και το μέλλον είναι άδηλο. Κανείς δεν το γνωρίζει ή το προβλέπει. Ουσιαστικά για μια συνδιαλλαγή με το παρελθόν πρόκειται, με όλα όσα έζησες. Μια ετεροχρονισμένη συνομιλία με τους άλλους, που δεν την ολοκλήρωσες, όταν έπρεπε.

Η αυτογνωσία ξεκινά, όταν το παρόν ακινητοποιείται, αιχμαλωτίζεται, όταν οι μνήμες ξεχύνονται σαν αιμορραγούσα πληγή, παραμορφωμένες, κατακλυσμιαίες, απροσδόκητες.

Αλλά τα συναισθήματα θεριεύουν. Σα να μη χρειάζονται τους άλλους, για να εκδηλωθούν. Γίνονται ολοένα και εντονότερα, τραχύτερα, απαιτητικότερα. Ενδύονται την αρχαία τους δόξα, τα ένστικτα. Πιο αυθεντικά, αλλά άγρια, ανήμερα, δεσμευτικά.

Καθώς σε κατακλύζουν δημιουργούν στρεβλώσεις, παραισθήσεις, οράματα.

Και ξαφνικά σε μεταφέρουν πέρα από το χρόνο, πάνω από το χώρο, μακριά από την αιτιότητα.

Έχοντας σε ξαναβαπτίσει στην κολυμβήθρα του αρχέγονου εαυτού, σε αναγκάζουν να κοινωνήσεις το μεταφυσικό.

Γιατί η μοναξιά είναι η ασφαλέστερη οδός για το υπερβατικό ή την τρέλλα.

Ένα δεν αλλάζει στη ζωή. Ότι η ζωή συνεχώς αλλάζει.

Η αλλαγή, η ανατροπή, η εξέλιξη, το μοιραίο, το ξαφνικό είναι συνυφασμένα με την ανθρώπινη ζωή· η μικρότητά μας μπροστά στην παντοδυναμία του σύμπαντος, των καιρικών φαινομένων, της ανθρώπινης τρωτής φύσης μπροστά στο χρόνο.
 
Αλλάζουμε, παρακολουθούμε το σώμα μας, την εικόνα μας να εξελίσσεται να αποκτά άλλα χαρακτηριστικά, άλλη υφή και όψη. Ένα ταξίδι στο χρόνο… Η ζωή μας χαράσσεται στο πρόσωπό μας, ουλές, ρυτίδες μαρτυρούν τα βιώματά μας. Τη μεταμόρφωσή μας από εξαρτημένα όντα σε ανεξάρτητα.     
 
Οι καιροί αλλάζουν, οι συνθήκες, το περιβάλλον, τα άτομα που μας περιτριγυρίζουν. Καλούμαστε να προσαρμοστούμε, να μάθουμε το καινούριο. Δενόμαστε με ανθρώπους, αγαπάμε, πληγωνόμαστε. Αλλάζει η ρουτίνα, οι συνήθειές μας, οι ανάγκες και οι ευκαιρίες που μας προσφέρονται.
 
Ξεκινάμε χαμένοι σε έναν άγνωστο κόσμο όπου είμαστε πρωταγωνιστές, με ένα σενάριο που περιμένει την πένα μας. Σιγά-σιγά  βρίσκουμε την ταυτότητά μας. Ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας. Αλλάζουμε, ωριμάζουμε. Η ιδιαίτερη φύση μας πλάθεται και πλέον στεκόμαστε πιο γερά στα πόδια μας. Κρίνουμε, αφουγκραζόμαστε ό,τι μας συμβαίνει, ό,τι νιώθουμε. Αντιμετωπίζουμε προκλήσεις, βιώνουμε εμπειρίες που μεταλλάσσουν την ψυχή μας. 
 
Αποφασίζουμε. Έρχεται η στιγμή που έχουμε τη δύναμη να ορίσουμε το δρόμο μας. Μία μας απόφαση, μία μας επιλογή ανατρέπει το υπάρχον σύστημα. Μας ανοίγει νέους δρόμους, δημιουργεί νέες πραγματικότητες.
 
Η τύχη, το ξαφνικό - αναπάντεχα διαταράσσεται η ισορροπία που έχουμε ευλαβικά πλάσει. Η ασφάλεια και η σταθερότητα αίρονται. Θετική ή αρνητική προβάλει μια νέα συνθήκη στη ζωή μας που μας διατάζει προς συμμόρφωση.
 
Ζούμε σε παράλληλους κόσμους. Κόσμους που συνδέονται με λεπτές άνισες κλωστές. Εύκολα μεταπηδούμε από τον έναν στον άλλο, βιώνοντας μια άλλη εκδοχή της πραγματικότητάς μας
 
Τόσο εύθραυστοι, τόσο επιρρεπείς να αλλάζουμε ταυτότητα και να ξεκινούμε ως πρωταγωνιστές σε ένα νέο σενάριο, εναλλακτικό της ζωής μας μέχρι τώρα.
 
Πολλές φορές ζούμε ράθυμα τη ρουτίνα μας και δε συνειδητοποιούμε ότι όλα μπορούν να ανατραπούν από στιγμή σε στιγμή.
 
«Αν μια πεταλούδα κινήσει τα φτερά της στον Αμαζόνιο, μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα». Μια απειροελάχιστη μεταβολή στη ροή των γεγονότων οδηγεί, μετά από την πάροδο αρκετού χρόνου, σε μια εξέλιξη της ιστορίας του συστήματος δραματικά διαφορετική από εκείνη που θα λάμβανε χώρα, αν δεν είχε συμβεί η μεταβολή.
 
Στο φαινόμενο της πεταλούδας του δικού μας κόσμου, οι απειροελάχιστες μεταβολές αυτές μπορεί να οφείλονται είτε σε εμάς είτε σε εξωτερικούς παράγοντες που επιδρούν στην κανονικότητά μας και την ανατρέπουν.
 
Και εκεί βλέπουμε όσα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα να αλλάζουν μορφή. Τα δεδομένα μας γίνονται ζητούμενα και προσπαθούμε να βρούμε τον άγνωστο χ που θα μας βγάλει από τη δική μας εξίσωση επιβίωσης.
 
Έτσι, όσα επιζητούσαμε μέχρι τώρα αποκτούν δευτερεύουσα σημασία και οι στόχοι μας επαναπροσδιορίζονται. Πασχίζουμε να κατακτήσουμε τα θεμέλια της πυραμίδας του Μaslow, ενώ μέχρι τώρα αγωνιούσαμε να βιώσουμε την αυτοπραγμάτωση της κορυφής.
 
Και μέσα σε αυτόν τον κυκλώνα που στροβιλίζουμε και αλλάζουμε συντεταγμένες, μορφή, υπόσταση και δυναμική καλούμαστε όχι απλά να επιβιώσουμε, άλλα να κατακτήσουμε την ισορροπία. Την ψυχική ισορροπία.
 
Μέσα από όλες αυτές τις αλλαγές που συντελούνται στον ανθρώπινο χρόνο μας, καλούμαστε να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις να αποδεχτούμε τις μεταβολές και τις νέες συνθήκες, να διαμορφώσουμε ταυτότητα και υγιή προσωπικότητα σεβόμενοι εμάς και τους γύρω μας -προσέχοντας την επιρροή που ασκούμε στη δική τους ζωή, στο δικό τους εναλλασσόμενο περιβάλλον - και να συνειδητοποιήσουμε πως τίποτα δεν είναι δεδομένο, μόνιμο και σταθερό. Όλα μπορούν να ανατραπούν.
 
Και ενώ φαινόμαστε ανίσχυροι μπροστά στο άγνωστο,  στην πραγματικότητα είμαστε δυνατοί. Η θέλησή μας, η επιμονή μας· η ανθρώπινη φύση είναι ταυτόχρονα σθεναρή. Μπορεί να αντιμετωπίσει τις αλλαγές, να εξελιχθεί και να επιβιώσει.
 
Πρέπει να απολαμβάνουμε το κάθε τώρα μας, να δίνουμε τη σημασία που πρέπει σε ό,τι αποτελεί το παρόν μας. Τίποτα δεν είναι σίγουρο και σταθερό. Οφείλουμε να μην εφησυχάζουμε, να προσπαθούμε να σφυρηλατήσουμε την ψυχή μας, να τη θωρακίσουμε καθιστώντας την ανθεκτική στις αλλαγές. Να αντλούμε αισιοδοξία και δύναμη από τις όμορφες αλλαγές στη ζωή μας. Να αντιμετωπίζουμε με ψυχικό σθένος τις αρνητικές αλλαγές, αποδεχόμενοι την παρουσία τους - ξεπερνώντας τες, μαθαίνοντας από αυτές, ωριμάζοντας ή απλά βιώνοντάς τες. Να υποδεχόμαστε την κάθε μεταβολή της ροής του δικού μας ποταμού δημιουργώντας το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα με τα νέα υπάρχοντα δεδομένα.
 
Μέσα σε αυτό το ευμετάβλητο σκηνικό, πρέπει να προσδιορίζουμε τη θέση μας. Να παίρνουμε δύναμη, να κρατιόμαστε κάθε τόσο από διερχόμενα κλαδιά –από ανθρώπους που έχουμε συνδεθεί, αλλά κυρίως από τον ίδιο μας τον εαυτό- και να ολοκληρώσουμε την περιστροφική κίνηση που εκτελούμε μέχρι το τέλος. Αλώβητοι, λαβωμένοι· έχοντας διανύσει κάθε δευτερόλεπτό της. Έχοντας ζήσει.

Ευτυχία: Ο μεγάλος ασθενής της εποχής μας

Αν ρωτούσαμε αρκετούς, σήμερα, να μας δώσουν έναν ευσύνοπτο και ουσιαστικό ορισμό της ευτυχίας θα απαντούσαν με μεγάλη σιγουριά και με βλέμμα που δεν εγείρει αμφιβολίες ότι ευτυχία είναι τα χρήματα, τα υλικά αγαθά και γενικώς ό, τι “δυστυχώς” δεν έχουν καταφέρει να κάνουν πράξη στην ζωή τους και μάχονται καθημερινώς και ανελλιπώς για να οδηγηθούν στα αποκτήματα που θα τους βοηθήσουν να αγγίξουν αλλά και να γευτούν την “ευτυχία”.

Κάποιοι θα συναινούσαν, θα επικροτούσαν και θα θαρρούσαν πως ορθότερη προσέγγιση δεν θα μπορούσε να αποδοθεί, ενώ κάποιοι άλλοι θα αηδίαζαν, θα τρόμαζαν και θα απορούσαν για το αν ηθικοπνευματική διάβρωση και φθορά που έχουν υποστεί αρκετοί μπορεί να λάβει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Πόσο πιο κούφια και δύσμορφη μπορεί να είναι αλλά και να γίνει η πλούσια και πολυπόθητη αυτή ευτυχία;

Παρόλα αυτά η απάντηση στο ερώτημα της ζωής που καλείται ευτυχία είναι απλή, σχεδόν λιτοδίαιτη. Είναι η ικανοποίηση, η ευφορία και το αίσθημα αγαλλίασης για αυτά που έχουμε κατακτήσει, γι ‘ αυτά που μας εναγκαλίζουν και γι΄αυτά που έχουμε θέσει ως βλέψεις και ως επιθυμίες στο απώτερο μέλλον. Βέβαια εδώ έγκειται η χασματώδης και η περίτρανη διαφορά με τον ματαιόδοξο ορισμό που δόθηκε παραπάνω, στο γεγονός δηλαδή ότι οι εν δυνάμει επιθυμίες θα συμβάλλουν στην ολοκλήρωση μας ως προσωπικότητες και θα μας κάνουν αρτιότερους και ποιοτικότερους όταν λάβουν υποστατή μορφή. H αληθινή, η έντιμη και η τόσο ειλικρινής ευτυχία διέπει καθημερινά τον βίο μας, ωστόσο εμείς εθελοτυφλούμε ή μάλλον μέσα στην άβυσσο της ασημαντότητας έχουμε λησμονήσει με τόσο χυδαίο τρόπο το πραγματικό περιεχόμενο της. Μας περιβάλλει, μας χαμογελά και μας υπαγορεύει πως αυτά που είναι τόσο απλά είναι και αυτά που περιέχουν μια ξεχωριστή ομορφιά και καθίστανται απαραίτητα για να είναι κανείς ευτυχής.

Η ευτυχία βρίσκεται τόσο με φανερό όσο και με άδηλο τρόπο σε μία βόλτα, σε έναν γόνιμο και ευχάριστο διάλογο, στην φλόγα της φιλίας, σε ένα χάδι, αλλά και «σ’ ένα ποτήρι κρασί και σ’ ένα φτωχικό μαγκαλάκι» όπως είχε πει και ο μεγάλος Ν. Καζαντζάκης. Η ευτυχία, ακόμη κρύβει την φωτεινή μαγεία της στην υλοποίηση στόχων, οραμάτων και μακροχρόνιων επιθυμιών, αλλά κυρίως το ταξίδι είναι αυτό που μας έχει κάνει στο τέλος πιο ευτυχείς, διότι μέσω του ταξιδιού κατανοούμε την σπουδαιότητα της ευτυχίας. Τα κίνητρα, οι ωραίες αναμνήσεις αλλά και οι ελπίδες του μέλλοντος είναι αυτά που μας κρατούν σε εγρήγορση στο όμορφο παιχνίδι της ευτυχίας. Υπάρχουν, επιπλέον, άνθρωποι που μας αγαπούν, μας νοιάζονται, προσπαθούν συνεχώς να μας συμβουλεύουν και να μας απωθούν από σφάλματα. Είναι άτομα που προσπαθούν συνεχώς να μας προτρέπουν στον δρόμο της αρετής, η οποία υπηρετεί την ευτυχία με πίστη και ευλάβεια. Υπάρχει σπουδαιότερη ευτυχία, όταν αυτή εγκολπώνεται απ’ την αγάπη των γύρω μας;

Η ρίζα, δυστυχώς του προβλήματος που δυστυχώς πολλοί από εμάς αδυνατούμε να αντιληφθούμε βρίσκεται στο κυνήγι μιας αποπροσανατολισμένης, έκλυτης και διεφθαρμένης ευτυχίας της οποίας η όψη είναι τόσο απεχθής και τόσο ρηχή. Δεν είναι τίποτε άλλο από μία σαθρή γοητεία, πράγμα που μας έχει καταστήσει έρμαιο των ευτελών εκφάνσεων της. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν αγώνα δρόμου δυστυχίας, έναν φαύλο κύκλο ο οποίος τρέφεται απ’ την άμετρη επιθυμία για απόκτηση περισσοτέρων και μόνο σαφώς τα περισσότερα θα νοηματοδοτήσουν την ζωή και την υπό εξαφάνιση «ευτυχία». Ωστόσο, η ευτυχία βρίσκεται μέσα μας και μας συντροφεύει, μας κάνει την παρουσία της καθημερινά αισθητή με έναν τόσο ηχηρό τρόπο. Μας εμπνέει, μας ταξιδεύει και συμβάλλει στην πρόοδο μας εν συνόλω. Πραγματικά ευτυχισμένος είναι μόνο εκείνος ο οποίος έχει κατανοήσει ότι με αυτά που κρατά στο χέρι του και στο πνεύμα του δύναται να κατακτήσει τον κόσμο. Διαχρονικό το ερώτημα, μα ποιος μπορεί να δώσει τέλος στα δεσμά του;

Μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα καινούργιο εαυτό

Οι ψυχολόγοι μας το λένε αυτό για χρόνια: «Δεν έχεις τίποτε άλλο εκτός από τον εαυτό σου. Γίνε λοιπόν ο πιο όμορφος, ο πιο τρυφερός, συναρπαστικός άνθρωπος του κόσμου. Έτσι θα επιζήσεις πάντα».

Θυμόσαστε τη Μήδεια στην αρχαία τραγωδία;

Θυμόσαστε το σημείο όπου όλα έχουν χαθεί και της λέει ο χορός: «Τι απομένει, Μήδεια; Όλα γκρεμίστηκαν, όλα χάθηκαν».

Και η Μήδεια απαντάει: «Τι απομένει; Εγώ».

Αυτή είναι απάντηση!

«Τι εννοείς τι απομένει; Όλα απομένουν. Απομένω εγώ!»

Όταν αναγνωρίζουμε πόσο σημαντικό είναι να επιστρέφει κανείς σ'ένα σεβασμό για τον εαυτό του, σε μια αγάπη για τον εαυτό του και σε μια συνειδητοποίηση ότι όλα προέρχονται από τον εαυτό του, τότε μπορούμε να δώσουμε στους άλλους.

Τότε έχουμε φτάσει σ' ένα σημαντικό σταθμό γιατί, αν δε μας αρέσει ο εαυτός μας, μπορούμε πάντα να μάθουμε να μας αρέσει.

Μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα καινούργιο εαυτό. Μπορούμε!

Αν δε σας αρέσει το σκηνικό μέσα στο οποίο κινείστε, γκρεμίστε το και φτιάξτε ένα καινούργιο.

Αν δε σας αρέσουν οι συμπρωταγωνιστές σας, ξεφορτωθείτε τους και μαζέψτε καινούργιο θίασο.

Αυτό όμως πρέπει να το κάνετε εσείς. Είναι δική σας δουλειά.

Αυτό πάντως είναι το κύριο.

Κι αν δεν πούμε τίποτε άλλο πέρα απ' αυτό, εγώ θα πιστεύω, μ' όλη μου την καρδιά, ότι σας άφησα κάτι.

Μια επιστροφή στον εαυτό σας.

ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΝ ΤΗΝ ΔΙΑΝΟΙΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΝ ΤΗΝ ΔΙΑΝΟΙΑ...Ο κάθε άνθρωπος είναι αυτό που είναι, εξαιτίας των σκέψεων που τον κυριαρχούν, στις οποίες επιτρέπει να καταλαμβάνουν την διάνοια του. Αυτές τις σκέψεις που ενθαρρύνει με την συμπάθεια και τις αναμειγνύει με μιά ή περισσότερες απο τις αισθήσεις του. Οι σκέψεις αυτές αποτελούν την κινητήρια δύναμη, η οποία κατευθύνει κι ελέγχει την κάθε του κίνηση, δράση, πράξη και φυσικά αποτέλεσμα.

Οι σκέψεις που κάνει, ενισχυμένες απο τα συναισθήματα που κυριαρχούν την στιγμή που αυτές γεννιούνται, δημιουργούν μιά "μαγνητική" δύναμη, που προκαλεί κι ελκύει άλλες όμοιες ή σχετικές σκέψεις.

Οποιαδήποτε σκέψη, ιδέα, σχέδιο, κυριαρχεί στο μυαλό του ατόμου, προσελκύει μεγάλο αριθμό παρόμοιων σκέψεων. Αυτές εγκαθίστανται στην διάνοια, μέσα απο την επανάληψη, και καθοδηγούν με τη σειρά τους τον νου απο το υποσυνείδητο σε δράση, για την υλοποίηση τους.

Ολοι μπορούν να "εξαπατήσουν" το υποσυνείδητο τους, δίνοντας του οδηγίες με τις κυρίαρχες σκέψεις τους (θετικές για όσους επιθυμούν επιτυχία, βέβαια), κι αυτό να εκτελεί τις εντολές τους, οδηγώντας τους στον στόχο που έχουν ορίσει, βρίσκοντας ανέλπιστα τρόπους να ξεπερνά τα εμπόδια που παρουσιάζονται στην πορεία, με μιά έμπνευση και δύναμη που το ανυποψίαστο άτομο ποτέ δεν φανταζόταν οτι διέθετε.

Και όμως ήταν εκεί, σε λανθάνουσα κατάσταση και περίμενε να ενεργοποιηθεί, με την δύναμη της αυθυποβολής και απο αρχική παρόρμηση και προσδοκία να μεταβληθεί σε πόθο, φλογερή επιθυμία και τελικά δράση για να πετύχει το υλικό ισοδύναμο της, τον στόχο του.

Ο φυσικός νόμος της αυθυποβολής, μέσα απο τον οποίο μπορεί οποιοδήποτε άτομο να φτάσει σε υψηλά επιτεύγματα, που ξεπερνούν κάθε του φαντασία, περιγράφεται με λίγες λέξεις με το ακόλουθο ποίημα:

Αν σκεφτείς πως σε νίκησαν, σε έχουν ήδη νικήσει.
Αν σκεφτείς πως δεν τολμάς, ποτέ δεν θα τολμήσεις.
Αν θέλεις να νικήσεις αλλά σκέφτεσαι πως δεν μπορείς,
σίγουρα δεν θα νικήσεις.
Αν σκεφτείς πως θα χάσεις, είσαι ήδη χαμένος
γιατί η φύση μας διδάσκει πως:
Η Επιτυχία ριζώνει με την Θέληση.
Το μυστικό βρίσκεται στην διανοητική κατάσταση
του κάθε ανθρώπου.
Αν σκέφτεσαι πως σ' έχουν ξεπεράσει σε ξεπερνούν.
Πρέπει να σκεφτείς ψηλά για να πετάξεις.
Πρέπει να 'σαι σίγουρος για τον Εαυτό σου
αν θες η προσπάθεια σου να επιβραβευτεί.
Τους αγώνες της ζωής, δεν κερδίζει πάντα
ο δυνατότερος, ή ο ταχύτερος.
Αυτός που αργά ή γρήγορα κερδίζει,
είναι ο άνθρωπος ΠΟΥ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙ.
Τόσο οι επιτυχίες, όσο και οι αποτυχίες, είναι αποκυήματα της κυρίαρχης σκέψης...

Πολικός αστέρας: Η πυξίδα του Βορρά

polikosΠολικός Αστέρας είναι η ιδιαίτερη ονομασία του αστέρα α (άλφα) του αστερισμού Μικρά Άρκτος.
 
Ο Πολικός Αστέρας έχει αποκληθεί «ο χρησιμότερος πρακτικά αστέρας στον ουρανό», επειδή βοηθά όχι μόνο τη ναυσιπλοΐα αλλά και την κάθε εύρεση του βορρά από ξηρά και θάλασσα στην οποιαδήποτε αστροφώτιστη νύχτα: βρίσκεται πρακτικά στο ίδιο σημείο οποιαδήποτε ώρα του 24ώρου και οποιαδήποτε στιγμή του έτους.
 
Ο Πολικός αστέρας βρίσκεται εύκολα στον ουρανό, αν προεκτείνουμε τη γραμμή από τον β στον α Μεγάλης Άρκτου πέρα από τον α κατά πενταπλάσια απόσταση της αβ.
Σβήνει τ’ αστέρι του βοριά
στην ανηφοριά
κι ένα ποτάμι φωτεινό
κυλά στον ουρανό ‘’
Τραγούδι του Μ.Χατζιδάκι  σε στίχους του Νίκου Γκάτσου
Το όνομα αυτό, όπως και το συνώνυμο «Αστέρι του Βορρά», προέρχεται από μία προσωρινή κατάσταση: το γεγονός ότι στην εποχή μας απέχει μόνο περί τα 40 λεπτά του τόξου από τον Βόρειο Ουράνιο Πόλο, οπότε όλοι οι αστέρες στον ουρανό φαίνονται να περιστρέφονται (να περι-πολούν) γύρω του. Μάλιστα η γωνιακή του απόσταση από τον πόλο θα μειώνεται μέχρι το έτος 2100, οπότε θα φθάσει σε ένα ελάχιστο 26,5 λεπτών και μετά θα αρχίσει να αυξάνεται.
 
Σε οποιοδήποτε λοιπόν σημείο του βορείου ημισφαιρίου κι αν βρισκόμαστε, μπορούμε να τον διακρίνουμε και, πολύ απλά, φέρνοντας μια κάθετη νοητή γραμμή προς τον ορίζοντα, να μπορούμε να προσδιορίσουμε, ουσιαστικά με μεγάλη ακρίβεια, τον πραγματικό βορρά.

Αυτή η γειτνίαση με τον Βόρειο Ουράνιο Πόλο ωστόσο είναι περιοδική: ακολουθεί την κίνηση του γήινου άξονα που ονομάζεται μετάπτωση. Μετά από 25.000 χρόνια περίπου θα υπάρξουν και πάλι λίγοι αιώνες κατά τους οποίους ο Πολικός Αστέρας θα δικαιολογεί το όνομα αυτό.
 
Η σύγχρονη Αστρονομία και Αστροφυσική μας πληροφορεί ότι ο Πολικός Αστέρας είναι ένας φωτεινός υπεργίγαντας επιφανειακής θερμοκρασίας 7.200 K με απόλυτο μέγεθος -3,64 (δηλαδή στην πραγματικότητα είναι 2.200 φορές λαμπρότερος από τον Ήλιο!) που απομακρύνεται από το Ηλιακό Σύστημα με ταχύτητα 17 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο. Η μάζα του είναι εξαπλάσια της ηλιακής και ο όγκος του 27.000 φορές μεγαλύτερος του ηλιακού. Πρόκειται για τριπλό αστέρα: ο πρώτος συνοδός του, Polaris B, ένας κίτρινος νάνος (φασματικού τύπου F3 V), ανακαλύφθηκε από τον Ουίλιαμ Χέρσελ το 1780 και αποτελεί ένα καλό «τεστ» για ένα διοπτρικό τηλεσκόπιο διαμέτρου 6 εκατοστών σε μεγέθυνση 80 φορές, καθώς έχει φαινόμενο μέγεθος 9 και απέχει 18 δευτερόλεπτα του τόξου από τον κυρίως Πολικό (ή 380 δισεκατομμύρια χιλιόμετρα). Το 1929 ανακαλύφθηκε φασματοσκοπικώς η ύπαρξη του δεύτερου συνοδού, επίσης νάνου αστέρα, του Polaris Ab ή α UMi P ή α UMi a. Η απόσταση του συνοδού αυτού από τον κύριο αστέρα είναι «μόνο» 3 δισεκατομμύρια χιλιόμετρα.
 
Επιπλέον, ο κυρίως Πολικός χαρακτηρίζεται και ως ελαφρότατα μεταβλητός αστέρας, συγκεκριμένα κηφείδης με πλάτος ταλαντώσεων μόλις 0,03 του μεγέθους (περί το έτος 1900 ήταν 0,15 του μεγέθους ή 8%, αλλά μειώθηκε γρήγορα μετά τα μέσα του εικοστού αιώνα). Μάλιστα είναι ο πλησιέστερος στη Γη κηφείδης. Η περίοδος μεταβολής είναι 3 ημέρες 23 ώρες 17 λεπτά (3,97 ημέρες), αυξανόμενη κατά 8 δευτερόλεπτα ανά έτος. Πρόσφατες έρευνες εξάλλου υποδεικνύουν ότι ο αστέρας είναι 2,5 φορές φωτεινότερος κατά μέσο όρο σήμερα από ό,τι την εποχή του Πτολεμαίου. Ο αστρονόμος Edward Guinan θεωρεί ότι «αν είναι πραγματική, η μεταβολή αυτή είναι εκατονταπλάσια σε ταχύτητα από αυτή που προβλέπουν οι σημερινές θεωρίες για την αστρική εξέλιξη». 
  • Η μεγάλη φήμη του Πολικού Αστέρα δημιούργησε τη μόνιμη εντύπωση που έχουν πολλοί άνθρωποι ότι είναι και ο φωτεινότερος αστέρας στον ουρανό (σε φαινόμενο μέγεθος). Παρότι είναι σχετικώς φωτεινός και ξεχωρίζει καθώς δεν υπάρχουν άλλα φωτεινότερα άστρα στην περιοχή του, ο Πολικός απέχει πολύ από αυτή τη διάκριση, που στους αιώνες μας την κατέχει ο Σείριος. Ο Πολικός Αστέρας είναι στην πραγματικότητα μόλις ο 48ος σε φωτεινότητα.

Αρπύιες οι Αρπάχτρες των Ψυχών

Αποτέλεσμα εικόνας για αρπυιεσΧρησιμοποιώντας ο Περσέας την ασπίδα του ως καθρέπτη, για να αποκεφαλίσει την Μέδουσα, μας έρχεται στο νου η παλαιά αντίληψη, σύμφωνα με την οποία κάθε αντικατοπτρισμός είναι ψυχή, την οποία αντικατοπτριζούσα ψυχή μπορεί να κλέψει όποιος νεκρός ή δαίμονας βρισκότανε εκεί κοντά. Με τη δοξασία αυτή σχετίζονται και οι Αρπυιες, για τις οποίες πίστευαν πως είχαν τη δυνατότητα να αρπάζουν τις ψυχές. Απεικόνιση αυτού του ρόλου τους έχουμε στη ζωφόρο ενός ναού στην περιοχή της Λυκίας, όπου οι ‘Αρπυιες έχουν στην αγκαλιά τους μωρά, με τα μωρά να παριστάνουν τις ψυχές. Κατά την μυθολογία οι ‘Αρπυιες ήτανε κόρες του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και απεικονίζονταν ως φτερωτά όντα με ανθρώπινο πρόσωπο και χέρια αλλά πόδια και νύχια πουλιών.

Μορφή και Δύναμη των Πλασμάτων
Εντούτοις ως προς αυτήν την περιγραφή ο Βιργίλιος αναφέρει πως τα χέρια τους δεν ήταν όπως του ανθρώπου αλλά είχαν σχήμα αρπάγης. Ως προς τον πατέρα του, τώρα, αυτός ήτανε γιος του Πόντου και της Γαίας και το όνομά του σημαίνει αυτόν που τον θαυμάζεις μην μπορώντας να τον εξηγήσεις, ενώ η μητέρα τους ήτανε κόρη του Ωκεανού. Εκτός από τις ‘Αρπυιες είχαν και κόρη την Ίριδα, την αγγελιοφόρο των θεών. Στην θεογονία του ο Ησίοδος αναφέρεται σε δύο ‘Αρπυιες, στην Αελλώ ή Αελλόπους (γρήγορη σαν καταιγίδα) και στην Ωκύπετη ή Ωκύποδη (γρήγορη στα πόδια), σ’ αντίθεση με τον Όμηρο που αναφέρει μόνο την Ποδάγρη, που το όνομά της σημαίνει γρήγορη στα πόδια και ταυτίζεται με την Ωκύποδη.

Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό πως οι ‘Αρπυιες είναι η καταστροφική δύναμη των καταιγίδων και των θυελλών και θα μπορούσαμε να πούμε πως όταν έχουμε αναφορά σε θύελλες ή μαύρες θύελλες τότε υπονοούνται οι ‘Αρπυιες. Έτσι τις ‘Αρπυιες επικαλείται και η Πηνελόπη όταν ζητά να την πάρουνε οι θύελλες, δηλαδή να πεθάνει. Πιθανότατα η δοξασία που θέλει τις ‘Αρπυιες να αρπάζουν τις ψυχές θα πρέπει να έχει τις ρίζες της σε μια απώτερη περίοδο, όπου ο πρωτόγονος άνθρωπος ήταν ανήμπορος να αντιδράσει στα τρομερά στοιχεία της φύσεως και οι τρομερές θύελλες, που άγγιζαν τα όρια των θεομηνιών, ήταν αιτία για την απώλεια ανθρωπίνων ζωών.

Αρπάχτρες Ψυχών και Αγγελιοφόροι Τιμωριών
Έχουμε λοιπόν κατά πρώτον πως οι ‘Αρπυιες είναι οι θύελλες και οι καταιγίδες ενώ από το γεγονός πως θεωρούνται αρπάχτρες των ψυχών, συμπεραίνουμε πως θεωρούνται δαίμονες που ως στόχο έχουνε την αρπαγή των ψυχών, αλλά εξαιτίας τις παρουσίας τους εκδηλώνονται οι καταιγίδες. Δηλαδή η καταστροφική δύναμη των καταιγίδων και των θυελλών είναι το σήμα κατατεθέν της παρουσίας των Aρπυιων σε έναν τόπο. Λόγο της καταστροφικής τους δύναμης στα μεταγενέστερα χρόνια πίστευαν πως πατέρας τους ήτανε ο Τυφώνας, ο οποίος μάλιστα όταν οι Βορεάδες προσπαθούσαν να τις σκοτώσουνε βγήκε από τον Βεζούβιο για να τους εμποδίσει. Εδώ ο Τυφώνας σχετίζεται με την καταστροφική δράση του Βεζούβιου και πιθανότατα ο Βαλέριος Φλάκκος, που μας διασώζει αυτήν την εκδοχή, περιγράφει κάποια έκρηξή του.

Οι Αρπυιες είναι πιο γνωστές από την περιπέτεια του Φινέα, που σύμφωνα με τον Απολλόδωρο ήτανε γιος του Ποσειδώνα, ενώ κατά άλλους γιος του Αγήνορα ή του Φοίνικα. Σχετικά με την τύφλωσή του και το μαρτύριό του από τις φτερωτές Αρπυιες, υπάρχουνε διάφορες παραλλαγές. Η παλαιότερη εκδοχή θέλει τον Φινέα (δυνατός νους) να έχει τυφλωθεί επειδή έδειξε τον δρόμο προς την Κολχίδα στον Φρίξο, με αποτέλεσμα να επικαλεσθεί ο Αιήτης τον πατέρα του Ήλιο και αυτός με την σειρά του να τυφλώσει τον Φινέα.

Κατά τον Οπιαννό, τον Φινέα τον τύφλωσε ο Φαέθων, γιος του Ήλιου, επειδή ξεπερνούσε σε μαντική δύναμη τον Απόλλωνα/Ήλιο. Αλλά και άλλη παραδιδόμενη εκδοχή θέλει τον Φινέα να έχει τυφλωθεί από τον Δία, επειδή χρησιμοποιούσε την τέχνη της μαντείας για να αποκαλύπτει τις βουλές των θεών στο ανθρώπινο γένος. Ως προς την τιμωρία που του επιβλήθηκε από τους θεούς, ο Σοφοκλής αναφέρει πως ο Φινέας μετά τον θάνατο της πρώτης γυναίκας του, Κλεοπάτρας, παντρεύεται την Ειδοθέα, η οποία μισεί τους γιους του Φινέα, για αυτό αφού πρώτα τους τύφλωσε μετά τους έριξε σε μία υπόγεια φυλακή.

Η αδιαφορία όμως του Φινέα για αυτήν την αποτρόπαια πράξη της γυναίκας του, εξόργισε τον Δία, που αποφάσισε να του θέσει ένα δίλημμα, ή να πεθάνει αμέσως ή να ζήσει χωρίς να ξαναδεί το φως του ήλιου. Μπροστά στο δίλημμα αυτό, ο Φινέας διάλεξε τη δεύτερη επιλογή, η οποία όμως πρόσβαλλε τον Θεό Ήλιο, που για να τον τιμωρήσει τους έστειλε τις Αρπυιες για να του αρπάζουνε και να του βρωμίζουν το φαΐ. Συγκεκριμένα κάθε φορά που ο Φινέας προσπαθούσε να φάει, ευθύς αμέσως οι τερατόμορφες Αρπυιες του άρπαζαν το φαΐ από τα χέρια και το στόμα, ενώ το λίγο φαΐ που του απόμενε το βρώμιζαν με μία μυρωδιά που απέτρεπε σε οποιονδήποτε να πλησιάσει στο σημείο που ήτανε ο Φινέας.

Αρχικά ο Φινέας ήταν ήρωας του αρκαδικού κύκλου και αργότερα ενσωματώθηκε στον αργοναυτικό, μετατοπίζοντας τον έτσι από την δύση προς την ανατολή. Για τον λόγο αυτό και πολλά τοπωνύμια του Βοσπόρου και του Πόντου επινοήθηκαν ως μέρη διαμονής του, ενώ και ο Ησίοδος λέει πως οι Αρπυιες άρπαξαν τον Φινέα και τον πήγαν στην χώρα τον Σκύθων.

Η πληροφορία του Ησιόδου σε πρώτο βαθμό ερμηνείας, μας λέει πως οι δυνατοί άνεμοι των καταιγίδων άρπαξαν τον Φινέα και τον πήγαν στους Σκύθες, παραπέμποντας έτσι στο παραμύθι «ο μάγος του Όζ», όπου οι δυνατοί άνεμοι άρπαξαν την Ντόροθη και την οδήγησαν εκεί πέρα. Σε δεύτερο όμως βαθμό μήπως υπονοείται πως η ψυχή του Φινέα αρπάχτηκε από αυτές και οδηγήθηκε στους Σκύθες, στην χώρα των οποίων υπήρχε μία Έχιδνα, η οποία θεωρείται μητέρα των Σκύθων από την ένωσή της με τον Ηρακλή;
 
Οι Αργοναύτες και οι Αρπυίες
Προς την ανατολή όμως έχει μετακινηθεί και όλος ο αργοναυτικός μύθος από έναν Μιλήσιο ποιητή. Κατά την αρχαιότερη εκδοχή, η Κολχίδα και η πρωτεύουσα της Αία βρίσκονταν στην Δύση κοντά στην χώρα των Εσπερίδων. Σύμφωνα με τον αργοναυτικό μύθο, όταν οι αργοναύτες έφτασαν στον τόπο τιμωρίας του Φινέα, αυτός δέχτηκε να τους δώσει τις πληροφορίες που θέλουνε σχετικά με την Κολχίδα με την προϋπόθεση πως αυτοί θα τον απαλλάξουνε από τις Αρπυιες. Έτσι οι δύο Βορεάδες (γιοι του ανέμου Βοριά) δέχονται να σκοτώσουν τις ‘Αρπυιες.

Ξεκινάνε λοιπόν οι αργοναύτες να στήνουνε το σκηνικό της παγίδας, ετοιμάζοντας μπόλικο φαγητό και περιμένοντας να κάνουν την εμφάνισή τους οι ‘Αρπυιες. Κάτι που δεν θα αργήσει να συμβεί, αφού καθώς ο Φινέας ετοιμάζεται να φάει, αυτές γρήγορα γρήγορα του αρπάζουνε το φαγητό δίνοντας έτσι το σύνθημα στους Βορεάδες να αρχίσουνε να τις κυνηγάνε με τα σπαθιά τους.

Τελικά οι Βορεάδες δεν σκοτώνουνε τις Αρπυιες και αυτό διότι την κρίσιμη στιγμή παρενέβη η Ίριδα εμποδίζοντάς τους. Τότε οι Αρπυιες υπόσχονται να μην ξαναπειράξουν τον Φινέα και έτσι αυτός γλιτώνει από το μαρτύριό του. Επίσης σύμφωνα με μία εκδοχή οι αργοναύτες είχαν μαζί τους τον Ασκληπιό, ο οποίος του ξαναέδωσε το φως του. Πάντως με την ίαση έχει σχέση και ο Ιάσονας, αφού το όνομά του παράγεται από το ρήμα ιάω=θεραπεύω, ανατράφηκε από τον κένταυρο Χείρωνα, όπως και ο Ασκληπιός, ενώ λεξαριθμικά το όνομά του ταυτίζεται με του Απόλλωνα, πατέρα του Ασκληπιού.

Όπως είπαμε οι δυο Βορεάδες είναι οι γιοι του Βορέα, για τους οποίους τα ορφικά κείμενα λένε πως ήτανε το ίδιο γρήγοροι με τις ‘Αρπυιες. Ως γιοι του Βοριά οι Βορεάδες είναι ψυχροί και βίαιοι άνεμοι, οι οποίοι σε συνδυασμό με τις Αρπυιες παραπέμπουν σε δαιμονιώδη θύελλα με τρομερούς βόρειους ανέμους. Το ότι οι Βορεάδες δεν σκότωσαν τελικά τις Αρπυιες, οφείλεται στην Ίριδα, αγγελιοφόρο των θεών, η οποία έφερνε το νερό της Στύγας, στο οποίο έδιναν οι θεοί το βαρύτερο όρκο. Επομένως η παρουσία της Ίριδας όταν οι Αρπυιες έδωσαν την υπόσχεσή τους, παραπέμπει σε όρκο στα ιερά μαύρα ύδατα της Στυγός. Στην αρχαιοελληνική τέχνη η Ίριδα απεικονίζεται να κρατάει το Κηρύκειο, γεγονός που την σχετίζει με τον Έρμη.

Έτσι ο Ησίοδος όταν λέει πως τους Βορεάδες δεν τους σταμάτησε η Ίριδα αλλά ο Ερμής δεν κάνει λάθος. Γενικά η Ίριδα είναι τα επτά χρώματα του λευκού φωτός και το ουράνιο τόξο, επομένως χαρακτηρίζει το τέλος των καταιγίδων. Βλέπουμε λοιπόν πως από το γένος του Θαύμαντα προέρχονται οι μαύρες θύελλες και το ουράνιο τόξο, επομένως ο Θαύμαντας είναι αυτός που τα γεννάει, δηλαδή η αιτία των καταιγίδων.

Γνωρίζοντας, λοιπόν, πως η Ίριδα είναι κόρη του Θαύμαντος και της Ηλέκτρας μπορούμε να πούμε πως η Ηλέκτρα συμβολίζει τις σταγόνες της βροχής που αναλύουν το ηλιακό φως, δημιουργώντας το ουράνιο τόξο. Απ’ την άλλη ο Θαύμας, ως γενεσιουργός αιτίας των καταιγίδων, στα μετέπειτα χρόνια έδωσε την θέση του στην Αιγίδα του Δία, την οποία του την είχε κάνει δώρο ο Ήφαιστος. Έτσι έχουμε ενσωμάτωση του Θαύμαντος μέσα στην Ολύμπια λατρεία και την κόρη του Ίριδα να γίνεται η αγγελιοφόρος των θεών.

Αρπυίες και Vampire
Από την ιδιότητα των ‘Aρπυιων να αρπάζουν τις ψυχές των ζωντανών έχει προέλθει και ο μύθος των βαμπίρ. Το βαμπίρ είναι προϊόν συσσώρευσης, η συνισταμένη των σκοτεινότερων ανθρώπινων φόβων και των βαθύτερων πεποιθήσεων και το οποίο  υπάρχει πέρα από το φυσικό θάνατο, ενώ οι μύθοι, οι σχετικοί με την προέλευσή του, υποδεικνύουν την πολύ ισχυρή σύνδεσή του με το σύμβολο του φιδιού. Το βαμπίρ επανέρχεται στο κόσμο των ζωντανών επειδή βρίσκει ανέπαφο το σώμα του και για να μπορέσει να επιβιώσει παίρνει τις ψυχές των ζωντανών. Για αυτό και πάρα πολλοί λαοί κομμάτιαζαν τα νεκρά σώματα πριν τα θάψουν.

Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στα Αργοναυτικά του (2, 178 κ.ε.) περιγράφει τις Αρπυιες ως τιμωρούς του Φινέα στη Βιθυνία της Θράκης. Ο μάντης Φινέας είχε τυφλωθεί από τον Δία επειδή απεκάλυπτε τις προθέσεις του στους ανθρώπους, και επιπλέον ο Δίας του έστειλε τις Άρπυιες, που του άρπαζαν την τροφή ή τη λέρωναν με τις κουτσουλιές τους, ώστε ο Φινέας να είναι πάντα πεινασμένος.

Από αυτό το βάσανο τον απάλλαξαν οι Αργοναύτες όταν πέρασαν από εκεί και σταμάτησαν για να τον συμβουλευθούν. Ο μάντης τους παρακάλεσε να τον ελευθερώσουν από τις Άρπυιες. Μόλις λοιπόν φάνηκαν τα ανθρωπόμορφα πουλιά, σηκώθηκαν μέσα από την ομάδα των Αργοναυτών ο Κάλαϊς και ο Ζήτης, οι φτερωτοί γιοι του Βορέα, τράβηξαν τα σπαθιά τους από τα θηκάρια και άρχισαν να τα καταδιώκουν στον αέρα. Το πεπρωμένο των δύο ηρώων απαιτούσε να πιάσουν οπωσδήποτε τις Άρπυιες, γιατί αλλιώς όφειλαν να πεθάνουν και αντιστρόφως οι Άρπυιες θα πέθαιναν μόνο αν πιάνονταν από τον Κάλαϊ και τον Ζήτη. Τελικά έγινε κάποιο είδος συμβιβασμού: Μια εκδοχή αναφέρει ότι οι Άρπυιες κυνηγήθηκαν από τους δυο ήρωες μέχρι τις Στροφάδες

Εκεί, με τη μεσολάβηση της Ίριδας ως απεσταλμένης της Θεάς Ήρας, γλίτωσαν τη ζωή τους αλλά υποσχέθηκαν να επιστρέψουν στη σπηλιά τους στη Δίκτυ της Κρήτης και να μην ενοχλήσουν ποτέ πια τον Φινέα. Μια άλλη παράδοση ισχυρίζεται ότι αυτή την υπόσχεση έδωσε στις Στροφάδες μόνο η Ωκυπέτη, ενώ η Αελλόπους συνέχισε την πτήση της ως την Πελοπόννησο, όπου πνίγηκε σε κάποιο ποταμό Τίγρη, που από τότε ονομάσθηκε «Άρπυς».

Λεξησαφίνηση
Η σύνδεση του πτηνού Άρπυια με τα όντα αυτά είναι κάτι παραπάνω από σαφής, λόγω της εμφάνισής του και των όντως ισχυροτάτων γαμψωνύχων του. Η ίδια η λέξη παραπέμπει ευθέως στο ρήμα αρπάζω, αυτό όμως αφορά μόνο στην ηχητική ρίζα της και όχι την ετυμολογική, όπως λανθασμένα πιστεύεται, διότι ο συσχετισμός με σκοπό την ερμηνεία της δασύτητας, δεν ευνοείται από την γεννήτορα λέξη αρεπυία, η οποία οξύνεται: [ετυμολ: Άρπυια < Αρεπυία, αβέβαιης ετυμολογίας παράλληλος τύπος (πρβλ. ορόγυια-όργυια), από τον οποίο προήλθε η πρώτη με συγκοπή του ε λόγω των περιβαλλόντων φθόγγων ρ και π. Η υπόθεση ότι η λέξη αποτελεί ουσιαστικοποιημένη μετοχή παρακειμένου σε -υια, χωρίς αναδιπλασιασμό (πρβλ. άγυια, αίθυια), από τη ρίζα του ρήματος ρέπτομαι «τρέφομαι, αποζώ», δεν ικανοποιεί μορφολογικά και σημασιολογικά].

Οι Άρπυιες στη νεότερη κλασική λογοτεχνία
Οι Άρπυιες μπορεί αρχικώς να ήταν προσωποποίηση Κρητικής Θεάς του Θανάτου, που την απεικόνιζαν ως ανεμοστρόβιλο. Ανάμεσα στα καθήκοντά τους αναφέρεται και η φροντίδα να παραδίνουν στις Ερινύες όσους βαρύνονταν με εγκλήματα για να τιμωρηθούν.

Τις Άρπυιες μνημονεύουν, πλην του Απολλωνίου, οι Όμηρος (εκτός από την Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, υ 77-88), Ησίοδος (Θεογονία 265 κ.ε.), Απολλόδωρος ο Αθηναίος, Παυσανίας (10, 301), ο Βιργίλιος στην Αινειάδα (3, 225 κ.ε.) και ο Αντωνίνος Λιμπεράλης («Μεταμορφώσεις», 29).

Οι Άρπυιες παρουσιάζονται στη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη (Ωδή XIII της «Κόλασης») να καταδιώκουν όσους αυτοκτόνησαν.

Στο θεατρικό έργο «Η Τρικυμία» του Σαίξπηρ το πνεύμα Αριήλ παίρνει τη μορφή Άρπυιας για να παραδώσει ένα μήνυμα του Πρόσπερου.

Εξάλλου, οι Άρπυιες έδωσαν το όνομά τους σε αρπακτικό πτηνό, είδος αετού με πολύ ισχυρά νύχια και ανυψωτική δύναμη.