Σάββατο 3 Ιουνίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Κατὰ Μειδίου (13-18)

[13] Ἐπειδὴ γὰρ οὐ καθεστηκότος χορηγοῦ τῇ Πανδιονίδι φυλῇ, τρίτον ἔτος τουτί, παρούσης δὲ τῆς ἐκκλησίας ἐν ᾗ τὸν ἄρχοντ᾽ ἐπικληροῦν ὁ νόμος τοῖς χοροῖς τοὺς αὐλητὰς κελεύει, λόγων καὶ λοιδορίας γιγνομένης, καὶ κατηγοροῦντος τοῦ μὲν ἄρχοντος τῶν ἐπιμελητῶν τῆς φυλῆς, τῶν δ᾽ ἐπιμελητῶν τοῦ ἄρχοντος, παρελθὼν ὑπεσχόμην ἐγὼ χορηγήσειν ἐθελοντής, καὶ κληρουμένων πρῶτος αἱρεῖσθαι τὸν αὐλητὴν ἔλαχον,

[14] ὑμεῖς μέν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πάντες ἀμφότερ᾽ ὡς οἷόν τε μάλιστ᾽ ἀπεδέξασθε, τήν τ᾽ ἐπαγγελίαν τὴν ἐμὴν καὶ τὸ συμβὰν ἀπὸ τῆς τύχης, καὶ θόρυβον καὶ κρότον τοιοῦτον ὡς ἂν ἐπαινοῦντές τε καὶ συνησθέντες ἐποιήσατε, Μειδίας δ᾽ οὑτοσὶ μόνος τῶν πάντων, ὡς ἔοικεν, ἠχθέσθη, καὶ παρηκολούθησε παρ᾽ ὅλην τὴν λῃτουργίαν ἐπηρεάζων μοι συνεχῶς καὶ μικρὰ καὶ μείζω.

[15] ὅσα μὲν οὖν τοὺς χορευτὰς ἐναντιούμενος ἡμῖν ἀφεθῆναι τῆς στρατείας ἠνώχλησεν, ἢ προβαλλόμενος καὶ κελεύων ἑαυτὸν εἰς Διονύσια χειροτονεῖν ἐπιμελητήν, ἢ τἄλλα πάνθ᾽ ὅσα τοιαῦτα, ἐάσω· οὐ γὰρ ἀγνοῶ τοῦθ᾽ ὅτι τῷ μὲν ἐπηρεαζομένῳ τότ᾽ ἐμοὶ καὶ ὑβριζομένῳ τὴν αὐτὴν ὀργὴν ἕκαστον τούτων ἥνπερ ἄλλ᾽ ὁτιοῦν τῶν δεινοτάτων παρίστη, ὑμῖν δὲ τοῖς ἄλλοις, ἔξω τοῦ πράγματος οὖσιν, οὐκ ἂν ἴσως ἄξια ταῦτα καθ᾽ αὕτ᾽ ἀγῶνος φανείη· ἀλλ᾽ ἃ πάντες ὁμοίως ἀγανακτήσετε, ταῦτ᾽ ἐρῶ.

[16] ἔστι δ᾽ ὑπερβολὴ τῶν μετὰ ταῦτα, ἃ μέλλω λέγειν, καὶ οὐδ᾽ ἂν ἐπεχείρησ᾽ ἔγωγε κατηγορεῖν αὐτοῦ νῦν, εἰ μὴ καὶ τότ᾽ ἐν τῷ δήμῳ παραχρῆμ᾽ ἐξήλεγξα. τὴν γὰρ ἐσθῆτα τὴν ἱεράν (ἱερὰν γὰρ ἔγωγε νομίζω πᾶσαν ὅσην ἄν τις εἵνεκα τῆς ἑορτῆς παρασκευάσηται, τέως ἂν χρησθῇ) καὶ τοὺς στεφάνους τοὺς χρυσοῦς, οὓς ἐποιησάμην ἐγὼ κόσμον τῷ χορῷ, ἐπεβούλευσεν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, διαφθεῖραί μοι νύκτωρ ἐλθὼν ἐπὶ τὴν οἰκίαν τὴν τοῦ χρυσοχόου. καὶ διέφθειρεν, οὐ μέντοι πᾶσάν γε· οὐ γὰρ ἐδυνήθη. καίτοι τοῦτό γ᾽ οὐδεὶς πώποτ᾽ οὐδένα φησὶν ἀκηκοέναι τολμήσαντ᾽ οὐδὲ ποιήσαντ᾽ ἐν τῇ πόλει.

[17] οὐκ ἀπέχρησε δ᾽ αὐτῷ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ τὸν διδάσκαλον, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, διέφθειρέ μου τοῦ χοροῦ· καὶ εἰ μὴ Τηλεφάνης ὁ αὐλητὴς ἀνδρῶν βέλτιστος περὶ ἐμὲ τότ᾽ ἐγένετο, καὶ τὸ πρᾶγμ᾽ αἰσθόμενος τὸν ἄνθρωπον ἀπελάσας αὐτὸς συγκροτεῖν καὶ διδάσκειν ᾤετο δεῖν τὸν χορόν, οὐδ᾽ ἂν ἠγωνισάμεθ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀλλ᾽ ἀδίδακτος ἂν εἰσῆλθεν ὁ χορὸς καὶ πράγματ᾽ αἴσχιστ᾽ ἂν ἐπάθομεν. καὶ οὐδ᾽ ἐνταῦθ᾽ ἔστη τῆς ὕβρεως, ἀλλὰ τοσοῦτον αὐτῷ περιῆν ὥστε τὸν ἐστεφανωμένον ἄρχοντα διέφθειρεν, τοὺς χορηγοὺς συνῆγεν ἐπ᾽ ἐμέ, βοῶν, ἀπειλῶν, ὀμνύουσι παρεστηκὼς τοῖς κριταῖς, τὰ παρασκήνια φράττων, προσηλῶν, ἰδιώτης ὢν τὰ δημόσια, κακὰ καὶ πράγματ᾽ ἀμύθητά μοι παρέχων διετέλεσεν.

[18] καὶ τούτων, ὅσα γ᾽ ἐν τῷ δήμῳ γέγον᾽ ἢ πρὸς τοῖς κριταῖς ἐν τῷ θεάτρῳ, ὑμεῖς ἐστέ μοι μάρτυρες πάντες, ἄνδρες δικασταί. καίτοι τῶν λόγων τούτους χρὴ δικαιοτάτους ἡγεῖσθαι, οὓς ἂν οἱ καθήμενοι τῷ λέγοντι μαρτυρῶσιν ἀληθεῖς εἶναι. προδιαφθείρας τοίνυν τοὺς κριτὰς τῷ ἀγῶνι τῶν ἀνδρῶν, δύο ταῦθ᾽ ὡσπερεὶ κεφάλαι᾽ ἐφ᾽ ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις ἐπέθηκεν, ἐμοῦ μὲν ὕβρισεν τὸ σῶμα, τῇ φυλῇ δὲ κρατούσῃ τὸν ἀγῶν᾽ αἰτιώτατος τοῦ μὴ νικῆσαι κατέστη.

***
[13] Πριν δύο χρόνια, ενώ η Πανδιονίδα φυλή δεν είχε διορίσει χορηγό, έγινε η συνέλευση στην οποία ο νόμος επιβάλλει να ορίσει με κλήρο ο άρχοντας τους αυλητές για τους χορούς· μέσα σε συζητήσεις, ύβρεις και ανταλλαγές κατηγοριών ανάμεσα στον άρχοντα και τους επιμελητές της φυλής, παρουσιάσθηκα εγώ και υποσχέθηκα να αναλάβω εθελοντικά τις δαπάνες της χορηγίας· και στην κλήρωση είχα την τύχη να διαλέξω πρώτος τον αυλητή μου·

[14] ενώ όλοι σεις, Αθηναίοι, δεχθήκατε και τα δύο, δηλ. και την προσφορά μου και την εύνοια της τύχης απέναντί μου, με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση και οι επιφωνήσεις και τα χειροκροτήματά σας φανέρωναν επιδοκιμασία και συμπάθεια για μένα, από όλους μόνο ο Μειδίας, αυτός εδώ, στενοχωρήθηκε, όπως φαίνεται, και σε όλη τη χορηγία μου με παρακολουθούσε και με ενοχλούσε συνεχώς με ασήμαντα ή σοβαρά ζητήματα.

[15] Θα αποσιωπήσω τις ενοχλήσεις που μου προκάλεσε με την εναντίωσή του να απαλλαγούν οι χορευτές μου από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις, με την υποψηφιότητα και τις παρακλήσεις του προς σας για να εκλεγεί επιμελητής για τα Διονύσια και άλλα παρόμοια· γιατί γνωρίζω ότι καθεμία από τις πράξεις αυτές, όπως και όλες οι πολύ βαριές ύβρεις, θα εξόργιζαν εμένα ο οποίος ήμουν το θύμα των εξυβρίσεων και των προσβολών, ενώ σε σας τους υπόλοιπους, οι οποίοι είσθε έξω από την υπόθεση, ίσως να μη φαίνονταν άξιες ούτε καν για δικαστικόν αγώνα· θα σας πω όμως αυτά για τα οποία θα αγανακτήσετε όλοι σας, όπως αναγκάστηκα εγώ.

[16] Η διαγωγή του μετά τα γεγονότα αυτά, την οποία θα εκθέσω, υπερβαίνει κάθε όριο· δεν θα επιχειρούσα να τον κατηγορήσω σήμερα, αν δεν είχα και στο παρελθόν αμέσως αποδείξει την ενοχή του στην εκκλησία του δήμου. Την ιερή εσθήτα —γιατί ιερή θεωρώ κάθε ενδυμασία που ετοιμάζει κάποιος για την εορτή έως ότου την χρησιμοποιήσει— και τα χρυσά στεφάνια, τα οποία παρήγγειλα για τον διάκοσμο του χορού, σχεδίαζε, Αθηναίοι, να μου καταστρέψει εισβάλλοντας νύκτα στην κατοικία του χρυσοχόου. Και τα κατέστρεψε· ευτυχώς όχι όλα, γιατί δεν το κατόρθωσε. Και όμως κανένας πράγματι δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι άκουσε ποτέ ως σήμερα κάποιον να αποτολμά ή να κάμνει αυτό το πράγμα στην πόλη μας.

[17] Ο Μειδίας όμως δεν αρκέσθηκε σε αυτό, αλλά προσπάθησε να εξαγοράσει και τον δάσκαλο του χορού· και αν ο Τηλεφάνης ο αυλητής δεν αποδεικνυόταν τότε ο καλύτερος φίλος μου, δεν απομάκρυνε τον δάσκαλο του χορού, όταν κατάλαβε τί συνέβη, και δεν θεωρούσε καθήκον του να αναλάβει ο ίδιος τη συγκρότηση και τη διδασκαλία του χορού, δεν θα μπορούσαμε να λάβουμε μέρος στον αγώνα, Αθηναίοι· ο χορός θα εισερχόταν χωρίς να έχει διδαχθεί και θα εξευτελιζόμαστε. Η αναίδειά του όμως δεν περιορίσθηκε εδώ, αλλά ήταν τόσο θρασύς ώστε επιχείρησε να δωροδοκήσει τον στεφανωμένο άρχοντα, συσπείρωνε εναντίον μου τους χορηγούς, με φωνές και απειλές στεκόταν κοντά στους κριτές όταν έδιναν τον όρκο, έφρασσε τις πλάγιες εισόδους, αν και ιδιώτης, εμπόδιζε δημόσια είσοδο, και διαρκώς μου προκαλούσε ζημιές και απερίγραπτες ενοχλήσεις.

[18] Σεις όλοι, κύριοι δικαστές, είσθε μάρτυρες των γεγονότων που έγιναν στην εκκλησία του δήμου ή μπροστά στους κριτές στο θέατρο. Και πρέπει πράγματι να θεωρούνται δικαιότατα τα επιχειρήματα εκείνα, η αλήθεια των οποίων επιβεβαιώνεται από τους δικαστές για όφελος εκείνου που τα επικαλείται. Αφού λοιπόν επιχείρησε πρώτα να δωροδοκήσει τους κριτές των αγώνων των ανδρών, αποκορύφωσε όλες τις απερίσκεπτες πράξεις του με δύο προσβολές: με προσέβαλε κατά πρόσωπο και έγινε αιτία να μη νικήσει η φυλή μου, η οποία έως τότε υπερείχε.

Οι αρχαίοι για το περιβάλλον

1. Επειδή τις μέρες αυτές δίνεται η εντύπωση ότι η Ιστορία δέν μας δίδαξε σπουδαία πράγματα (πώς αλλιώς να εξηγήσεις την «στασιασιολαγνεία» των δημοσιολόγων μας), είπα κι εγώ να αλλάξω αντικείμενο, και να αναφερθώ στην ιστορία ενός προβληματισμού ευρύτερης σημασίας στον οποίον επίσης δέν διακρινόμαστε για σπουδαία επιτεύγματα. Εννοώ τον περιβαλλοντικό προβληματισμό, στον οποίο περιλαμβάνεται και η νεοελληνική σκουπιδοφιλία, η ένταση (αντί για μείωση) εκπομπών ρύπων στον αέρα και στους ασωπούς μας, το ασίγαστο μίσος κατά της αιολικής ενέργειας κλπ.
 
Ας ρωτήσουμε λοιπόν και τους αρχαίους Έλληνες τί σκέφτονταν για το Περιβάλλον. Βεβαίως εκείνοι δεν είχαν βρεθεί μπροστά σε τέτοιας εκτάσεως αδιέξοδα όπως εμείς σήμερα. Άρα, κακώς τους ζητάμε να αποφανθούν. Παρά ταύτα, για δύο λόγους ελπίζομε ότι κάτι θα κερδίσομε αναστρεφόμενοι και πάλι τους αρχαίους: Πρώτον διότι ενδέχεται να έχουν απαντήσει σε ευρύτερα ερωτήματα, τα οποία υπόκεινται και του σημερινού περιβαλλοντικού προβληματισμού (όπως λ.χ. «ποιά είναι η στάση-μου απέναντι στη Φύση»). Και δεύτερον, διοτι καθόλου δεν αποκλείεται να είχαν προκύψει και κατά την Αρχαιότητα μερικά, τοπικά έστω, περιβαλλοντικά ζητήματα.
 
Έτσι, για σήμερα, ας περιορισθούμε στη διερεύνηση των πλατωνικών διαλόγων μόνον, γύρω απ΄ το θέμα μας. (Αυτή η μικρή αναδίφηση είναι μέρος μιας διάλεξης στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, Γουλανδρή, στις 13 Ιανουαρίου).
 
2. Λοιπόν, στον «Γοργία» πρώτα βρίσκομε μια (γενική μέν, σχετικότατη δέ) φιλοσοφική θέση: «Καί ουρανόν καί γήν καί θεούς και ανθρώπους η κοινωνία συνέχει» (508 Α). Ετούτη λοιπόν η κοινωνία (η συμμετοχικότητα) προσφέρει στον Κόσμο «συνοχήν»- σε άψυχα και σε έμψυχα. Κι είναι ετούτο το δίδαγμα θεμελιώδες για τη στάση του ανθρώπου απέναντι στο μείζον Περιβάλλον του. Ο Σωκράτης μάλιστα είχε δώσει και μιαν άλλη περιγραφή αυτής της συνεκτικότητας: Είχε χρησιμοποιήσει τον όρο «τάξις» εν αναφορά προς μικρότερα αρμοσμένα σύνολα μερών (Γοργίας, 503 Ε) των ανθρωπίνων τεχνών. Παρ΄ όλον δέ που δέν μας είπε με ποιούς μηχανισμούς επιτυγχάνομε αυτήν την συν-αρμόνηση, υπαινισσόταν συνεχώς οτι απαιτούνται προς τούτο δυνάμεις Κουλτούρας- δέν πρόκειται δηλαδή για μιαν αυτόματη δήθεν τελεολογία.
 
Στον «Τίμαιο» τώρα, ο Σωκράτης αντιμετωπίζει το άλλο θεμελιώδες ζήτημα: την σχέση-μας με τα ζώα- ζήτημα περιβαλλοντικό και υπαρξιακό. Για να καταλήξει οτι δέν υπάρχει φυσιώδης διαφορά μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Και ναί μέν η άποψη αυτή θα στηρίζεται στην θεωρία της μετενσάρκωσης- το πρακτικό συμπέρασμα όμως ενδιαφέρει εν προκειμένω: «Τα ζώα εις άλληλα μεταβάλλονται, νού και ανοίας αποβολής και κτήσει» (Τίμαιος, 92 Β). Ετσι λ.χ. «το των ορνέων φύλον μετερρυθμίζετο εκ των ακάκων (κούφων δε) ΑΝΔΡΩΝ» (Τίμαιος, 91 Δ). Αλλά και το αντίστροφον είναι δυνατόν: «... ως έκασται αι ψυχαί ηρούντο τους βίους, κατα συνήθειαν γάρ του προτέρου βίου. Ιδείν δε και κύκνον μεταβάλλοντα εις ανθρωπίνου βίου αίρεσιν» (Πολιτεία, 620 α). Και άλλωστε «δύο είναι ζώων γένη, το μέν ανθρώπινον, έτερον δέ των άλλων συμπάντων θηρέων έν» (Πολιτικός, 263 c).
 
3. Τώρα, μάλιστα, αυτή η περιρρέουσα αδελφότητα των εμβίων όντων θα επεκταθεί και προς τα Φυτά. Ακούστε τον Πλάτωνα στον «Τίμαιο»: «(θεοί) της γάρ ανθρωπίνης ξυγγενή φύσεως φύσιν άλλαις ιδέαις και αισθήσεσι κεραννύντες, ώσθ΄ έτερον ζώον είναι, φυτεύουσιν (δένδρα και φυτά και σπέρματα)» (Τίμαιος, 77Α). Τα φυτά είναι ενα άλλο είδος ζώων, το οποίο περιέχει μιαν ουσία συγγενή με την ανθρώπινη φύση! Προσέξτε δε οτι γίνεται χρήση του όρου «αισθήσεις»- και τούτο δέν είναι μακριά απ΄ την σημερινή αναγνώριση υποτυπωδώς πέντε αισθήσεων σε ορισμένα είδη φυτών. Μια τέτοια έμμονη αντίληψη αδελφότητας των εμβίων (όλων!) θα μπορούσε και σήμερα να είναι ίαμα χρήσιμο κατά της αρχοντοχωριάτικης αλαζονείας του γένους μας... Αυτή η αντίληψη υπηρετεί την Αρχή της «συνοχής» του Κόσμου, όπως την συναντήσαμε στην παρ. 2. Και δημιουργεί και μια παρόρμηση συναισθηματική (ναι, μήν τη φοβόσαστε την αναγνώριση όλων των ανθρωπίνων δυνάμεων) να νοιώθουμε προς τα ζώα και τα φυτά όπως ένοιωθαν οι πανέλληνες στην δελφική Αμφικτυονία «το συγγενές φυλάττοντες». Ολοι καβάλα σ΄ ένα γαρμπιλάκι του σύμπαντος είμαστε. Είναι δε κι αυτή αίσθηση της κοσμικής κλίμακας ωφέλιμη αν θυμηθούμε και τον Ηράκλειτο (απόσπ. Δ.Κ. 89) «τοις εγρηγόρσιν, ένα και ΚΟΙΝΟΝ κόσμον είναι· των δέ κοιμωμένων έκαστον εις ίδιον αποστρέφεσθαι». Αυτό το τελευταίο αφορά την idiot συμπεριφορά κάμποσων κοιμισμένων...
 
4. Τέλος, άς έρθομε στις γνωστές ανησυχίες του Πλάτωνος για την αποψίλωση της Αττικής και τις διαβρωτικές του εδάφους συνέπειές της. Πρώτα λοιπόν αναπολεί ο Πλάτων τους παλιούς καλούς καιρούς: «Τότε δε ακέραιος ούσα (η γή) τά τε όρη γηλόφους υψηλούς είχε, και πολλήν εν τοις όρεσιν ύλην είχεν» (Κριτίας, 11C). Υστερα απ΄ την πολλή υλοτόμηση άρχισαν τα νερά να φεύγουν προς τη θάλασσα λόγω της διάβρωσης των εδαφών: «(τότε) το κατ΄ ενιαυτόν ύδωρ εκαρπούτο εκ Διός- ούχ ως νύν ρέον απο ψιλής της γής εις θάλατταν, αλλα πολλήν έχουσα και εις αυτήν καταδεχομένη». Περιγράφει μάλιστα και το φαινόμενο της αποταμίευσης των υδάτων μέσα στα υπόγεια έγκοιλα («διαταμιευομένη το καταποθέν εκ των υψηλών ύδωρ εις τα κοίλα αφιείσα» κλπ.) (Κριτίας, 111 Δ). Νά λοιπόν που καί στην Αρχαιότητα είχαν προκύψει, σε τοπική έστω κλίμακα, περιβαλλοντικές βλάβες- οι οποίες όμως είχαν συνειδητοποιηθεί.
 
Ο αμητός αυτής της σύντομης αναδίφησης στα περιβαλλοντικά των πλατωνικών διαλόγων μπορεί τώρα να συνοψισθεί: α) Υποδεικνύεται μια λειτουργική προτεραιότητα του Ολου εν σχέσει με το Μέρος (συνοχή, τάξις, φιλότης). β) Δεν υπάρχει διαφορά ουσίας ανάμεσα στις τρείς κατηγορίες των εμβίων όντων (άνθρωποι, ζώα, φυτά). Και γ) αναγνωρίζονται φυσικοί μηχανισμοί έκπτωσης του περιβάλλοντος σε τοπικά συστήματα.
 
Είδες ο Πλάτων;

Δημοσθένης – Δικλείδα ασφαλείας από τα σφάλματα και τις ανομίες των αρχόντων

έργον λαμβάνω, λόγον δίδωμι, ευθύνας υπέχω
 
Δηλαδή: «Αναλαμβάνω (με την ψήφο του λαού) ένα έργο (π.χ. την διακυβέρνηση της χώρας) δίνω λόγο για το πώς χειρίσθηκα την εντολή και επιτέλεσα το έργο που ανέλαβα, και αναλαμβάνω τις ευθύνες για το έργο και, βέβαια, υφίσταμαι και τις συνέπειες.
 
Περιδιαβαίνοντας την πολιτική σκέψη του ρήτορα Δημοσθένη τα λάθη των ιδιωτών αφορούν τους ιδίους και το περιβάλλον τους, ενώ τα λάθη των αρχόντων επηρεάζουν όλη την κοινωνία.
 
Επειδή όμως α) το άρχειν, β) το σφάλλειν είναι ανθρώπινο, για να περιορίσουν τις ζημιές στην κοινωνία από τα σφάλματα και τις ανομίες των ασκούντων την εξουσία, καθιέρωσαν την παραπάνω βασική αρχή για την προστασία της πολιτείας.
 
Ο πολίτης που αναλάμβανε με εντολή της εκκλησίας του Δήμου, (του λαό δηλαδή) να φέρει εις πέρας ένα έργο, κυρίως διακυβέρνησης της πόλης, έπρεπε:
  1. Να δώσει λόγο, να λογοδοτήσει δηλαδή στην εκκλησία του Δήμου για το πως ανταποκρίθηκε στη λαϊκή εντολή και τι αποτελέσματα πρόεκυψαν για την πόλη.
  2. Το σπουδαιότερο, πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της πολιτικής δράσης και να υποστεί τις συνέπειες.
Και επειδή η ατιμωρησία των διαχειριζόμενων τα κοινά οδηγεί τελικά στην κατάργηση του πολιτεύματος και στην παρακμή της κοινωνίας, επιβάλλονταν άμεσα ποινές. Και έτσι, για να προστατευτούν  από την διαφθορά της εξουσίας, επέβαλαν ποινές ακόμα και στους πιο σπουδαίους ηγέτες, όπως ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης, ο Περικλής και πολλοί άλλοι.
 
Εάν με τη λογοδοσία του άρχοντα φαίνονταν θετικά αποτελέσματα της λειτουργίας του, σαν τιμή του αποδίδετο στέφανος δόξης, και όχι βεβαία βίλες, κότερα και άλλες πολυτέλειες….
 
Εάν  όμως τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ήταν αρνητικά, τότε επιβάλλονταν σαν ποινές: η ατιμία, δηλαδή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, χρηματικό πρόστιμο, εξορία και σε έσχατες περιπτώσεις θάνατος.

Να είσαι ευθύς

Ευθύτητα. Και μόνο στο άκουσμά της σε προϊδεάζει θετικά. Μπορεί να μην περιέχει τις πιο βολικές απαντήσεις, περιέχει όμως πάντα τις σωστές. Ο άνθρωπος που είναι ευθύς μπορεί να μην είναι πάντα κι απ’ όλους αποδεκτός, κάνει όμως σίγουρα τον καλύτερο και πιο ήσυχο ύπνο.

Αντιπαρερχόμενοι το γεγονός ότι ζούμε σε ένα κόσμο χτισμένο πάνω στη αυθεντία και το ψέμα, η ευθύτητα εξακολουθεί να θεωρείται αρετή και μάλιστα σπάνια. Είναι αξιοπιστία, γνησιότητα, ειλικρίνεια που μπορεί να εκφράζεται με ένα τρόπο πρωτόγονο, είναι όμως ανιδιοτελής και δεν αποσκοπεί στην ωραιοποίηση, την εξαπάτηση και την κολακεία.

«Στα λόγια όλοι καλά τα λέμε», θα σκεφτείς. Δίκιο έχεις. Ακόμα καλά-καλά δεν είχες μάθει την προπαίδεια, όταν κατάλαβες ότι νομοτελειακά αυτός που επιλέγει την ευθύτητα πληρώνει βαρύ τίμημα. Βαρύ όχι στη συνείδησή του, αφού έχει την καθαρότερη απ΄όλους. Όταν όμως οι «θιγμένοι» απ’ την αλήθεια αρχίζουν να συσπειρώνονται εναντίον του, κανείς δε θα σταθεί στο πλευρό του, αφού οι μεν θιγμένοι τον εχθρεύονται, κι οι δε παρατηρητές, που δεν εξαρτώνται είτε άμεσα είτε έμμεσα απ’ τις συνέπειες των λεγόμενών του, θέλουν να παραμείνουν παρατηρητές, οπότε δε λαμβάνουν θέση. Αυτό είναι το τίμημα, και κάπως έτσι σκοτώνουμε την ίδια ανιδιοτέλεια, την οποία αύριο-μεθαύριο θα παρακαλάμε να βρούμε στον άνθρωπό μας, το συνεργάτη μας, το φιλαράκι μας.

Αποκτήσαμε τόσο ευαίσθητα στομαχάκια που δεν μπορούν να χωνέψουν ούτε την αλήθεια και στρουθοκαμηλίζουμε στα προβλήματά μας. Δε λέμε στη σχέση μας ότι βαρεθήκαμε για να μην την πληγώσουμε, λες και θα πληγωθεί λιγότερο όταν ανακαλύψει ότι μπορεί να μην τη χωρίσαμε, αλλά όλο αυτό τον καιρό καβλαντίσαμε (το λιγότερο) ακόμα και με την παπαδιά απ’ το χωριό. Δε λέμε «απολύεσαι», αλλά «πρέπει να λήξει η συνεργασία μας». Δε λέμε «χωρίζουμε», αλλά «πρέπει να μείνουμε λίγο μόνοι».

Να είσαι ευθύς, φίλε. Αν λες την αλήθεια, η πλάγια οδός είναι περιττή. Η αλήθεια είναι φως, κι απ’ το φως τρέχουν να κρυφτούν μόνο οι κλέφτες, οι κατσαρίδες και τα ποντίκια. Άσε τη διπλωματία για τους διπλωμάτες. Το πλάγιο μπορεί να το λάτρεψαν πολλοί αλλά είναι παράκαμψη, χαμένος χρόνος, παραπάνω απόσταση. Κι όλο αυτό το χάσιμο του χρόνου, όλη αυτή η παραπάνω απόσταση θα βρεθεί στις δικές σου πλάτες και μόνο. Κι όταν η μπόρα –που νόμιζες ότι θα είναι βροχούλα αν πλατειάσεις σαν σενάριο του Φώσκολου– περάσει, θα ανακαλύψεις ότι δεν υπήρξε καμία ουσιαστική διαφορά απ’ το να το αντιμετώπιζες ευθέως.

Όλοι μεταξύ μας είμαστε διαφορετικοί. Άλλος λίγο πιο ευέξαπτος, άλλος λίγο πιο ευαίσθητος, άλλος λίγο πιο κουτοπόνηρος, κι άλλος λίγο πιο μαλάκας. Γι’ αυτό το λόγο η ανθρωπότητα εφηύρε τον τρόπο να εναρμονίσει τη μεταξύ μας επικοινωνία χωρίς να βγαίνουν τα γιαταγάνια κι οι γκλίτσες σε κάθε διαπληκτισμό, και τον ονόμασε ευγένεια. Δυστυχώς όμως η κουτοπονηριά κάποιων την κατάντησε κι αυτή την κακομοίρα να είναι ταυτισμένη με τη δουλοπρέπεια, τη διπλωματία και τη χειραγώγηση.

«Τα σκατά όσο και να τα μελώσεις λουκουμάδες δε γίνονται». Αυτό που έχεις να πεις, καλό ή κακό, είτε πρόκειται να συγκινήσει είτε πρόκειται να πληγώσει, απλά άνοιξε το στόμα σου και πες το. Αν πρέπει κάτι να βελτιώσεις, βελτίωσε τον άνθρωπο κι όχι την εικόνα. Είτε αυτός ο άνθρωπος στέκεται απέναντί σου είτε αυτός ο άνθρωπος είσαι εσύ ο ίδιος. Δε θα σε εκτιμήσουν πολλοί, αλλά θα σε λατρέψουν αυτοί που πρέπει.

Ο Νεοέλληνας και το διαλεκτικό αδιέξοδο

Η εθνική ιδέα αναδύεται μέσα στην προοπτική μιας αποκαλυπτικής προσδοκίας. Εκεί όπου ο εξεγερμένος τόπος ανακτά μια διάσταση που μέχρι πρότινος δεν του άνηκε και που τώρα αφιερώνεται σ’ αυτήν. Ένα διεγερτικό ίχνος που επιταχύνει την ανάπτυξη του τόπου και επιστρατεύει την ολότητα των υποκειμένων του. Ένα πεπρωμένο αλήθειας που αγωνίζεται, με όλες τις πολεμικές του εξαρτήσεις, για να γίνει ένα είναι-μέσα-στον-κόσμο.

Μια αντιστοιχία που αποδίδει το νόημα στην εμπράγματη αλήθεια του. Γιατί η εθνική ιδέα, όπως κάθε ιδέα, παράγει και την πραγματικότητα που κατονομάζει. Μια ρυθμιστική πρακτική που επιτρέπει στα υποκείμενα να διάγουν το βίο τους μέσα στην κανονικότητα της κατασκευής της.

Η πατρίδα διαγράφεται έτσι ως ένα νοητό τοπίο. Ο τόπος άλλωστε ήταν πάντα αφιερωμένος στις τοπο-γραφίες του, στις εγγραφές των φαντασιακών καταγωγών του. Η γεωμετρία του γενέθλιου τόπου, η φωτεινότητα του, διεγείρουν και την αποκαλυπτική των μορφών του. Η γεωφυσική ενός εσωτερικού αυλόγυρου που μας υπαγορεύει και τον τόπο της καταγραμμένη μας γλώσσας.

Πατρίδα είναι αυτή η αναχώρηση του χωρικού στο καταγραμμένο πεδίο της συγκίνησης. Το βίωμα ενός ριζώματος που από ένα σημείο και μετά παύει να αναφέρεται στις εδαφικές καταγωγές του και διανοίγεται στην προοπτική του ψυχισμού και των μυθολογικών του αντανακλάσεων. Η διέγερση ενός συλλογικού φαντασιακού που εγκαταλείπεται στις μυθικές του εικόνες, στην ολοποιητική δύναμη των μορφικών καταγωγών του.

Δεν είναι λοιπόν εδώ το Πραγματικό ενός αίματος ή ενός εδάφους, όπως το θέλει η εθνικιστική σκέψη, αλλά η πραγματικότητα ενός φαντασιακού υλικού που αποκαλύπτει και τον δημιουργικό ορίζοντα της κοινότητας του. Είναι η μνημοτεχνική τέλεση μιας αφήγησης που εγείρει μέσα στους αιώνες τη δυνατή της παρακαταθήκη, το ηρωικό και θανατόληπτο Είναι της. Το Πραγματικό ενός τόπου που διεγείρει και διαρκεί τα στοιχεία του στη σκηνή της μυθολογικής αναμονής του.

Η εκ-φορά μιας ανθρωπολογικής ιστορίας που δοκιμάζεται από τη λήθη της. Η ηρωική για παράδειγμα προσωπικότητα αυτής της αφήγησης, είναι ένα Είναι που διαρκεί πέρα και πάνω από τα όρια των αναφορών του, είναι αυτό που συγκροτεί και συγκρατεί την ιστορία του τόπου, που δοκιμάζεται και δοκιμάζει την αθανασία του θανατόληπτου ίχνους του. Γιατί ο εθνικός ήρωας, και όχι μόνον αυτός, το ίδιο μπορεί να διαγνώσει κανείς και στον θρησκευτικό μάρτυρα, είναι μια μηχανή πολέμου, ένα συμβάν θανάτου. Μέσω του θανάτου του κερδίζει και την αθανασία της μνημικής του επαναφοράς. Η πολεμικότητα αυτή εδράζεται στην ίδια την ταυτοποιητική συνθήκη του εθνικού.

Δεν είναι τόσο ο περιγεγραμμένος τόπος που αποδίδει στο υποκείμενο την ταυτότητα του, όσο το αποκλειόμενο σύμπαν μιας αλλότριας ζωής που χαρτογραφεί και το συγκινησιακό του πεδίο. Μέσω του αποκλεισμού διαγράφεται ένα Εκτός που γίνεται και το όριο της προβολικής μας εξ-έγερσης. Ανάλογα με την ιδέα και αυτό το σύνορο μετατίθεται, κάποιες φορές έρχεται και εντός των συνόρων, όπως στις περιπτώσεις του εμφυλίου.

Η αντί-κειμενοποίηση έτσι του άλλου δεν είναι παρά μια διαδικασία υπό-κειμενοποίησης της κατάδικής μου εικόνας, η ναρκισσιστική μου καθήλωση μπροστά στον καθρέπτη του Άλλου. Το εθνικό έτσι φρόνημα επενδύθηκε πάνω στη φαντασμαγορία μιας εικονοποιίας, στη φαντασιακή ενσωμάτωση μιας ελληνότροπης εν-τύπωσης, στην διαστολή μιας εικόνας που ερχόταν από την κλασική αρχαιότητα και αντανακλούσε τις οφθαλμαπάτες της στον παρόντα βίο. Μια επιθυμία να αναγνωριστεί ο εξεγερμένος στο βλέμμα του άλλου ως αυτός που ενσαρκώνει το ένδοξο παρελθόν.

Οι κατοπτρικές όμως εικόνες είναι στην πραγματικότητα νοητικές εικόνες, εικόνες που ανακτούν την οπτική τους ακεραιότητα μέσω της συμβολικής τους εδραίωσης, αυτής της συμβολοποίησης τους στο ακατανίκητο σύμπαν των αντικατοπτρισμών. Είναι εικόνες που εδραιώνονται στον τόπο των σημασιών τους, εκεί που ανακτούν και την καθολικότητα των σημαινόντων τους.

Η φαντασιακή τους διέγερση προϋποθέτει για την διάρκεια της ισχύος τους, και μια εξάσκηση στον τόπο του Λόγου, την ορθολογική τους διαχείριση, τη θεμελίωσή τους σε μια βιώσιμη πρακτικοποιήσιμη προοπτική, ώστε αυτό το ορμέμφυτο της ιδέας να μπορέσει να διασωθεί μέσα από την κάμινο των ατομικών και ιστορικών του διαψεύσεων, μέσα δηλαδή απ’ αυτή τη προστυχιά της ζωής. Πρόκειται εδώ για τον εντοπισμό και την διάσωση της προβολικής εικόνας στον τόπο της γλωσσικής της μετουσίωσης.

Μια μεταμορφωτική σκηνή που εξομαλύνει τις αμυχές της πραγματικότητας, ακόμη και αυτής της ίδιας της πραγματικότητας της ιδέας. Ελάχιστοι όμως Έλληνες είχαν αυτή τη δυνατότητα, τη συναισθηματική αλλά και διανοητική δυνατότητα πρόσβασης σ’ αυτή τη σκηνή, γι’ αυτό και η εκπτωτική κατάληξη πολλών εξ αυτών, όπως το τραγικό τέλος του Οδυσσέα Ανδρούτσου.

Κάποιοι Έλληνες μόνο, και οι περισσότεροι μάλιστα εξ εσπερίας, ο «Κύκλος της Πίζας» για παράδειγμα, κάποια «φραγκοντυμένα ανθρωπάρια» όπως χαρακτηρίζονταν από τους ντόπιους, που θα πιστέψουν ότι με τη διαμεσολάβησή αυτής της σκηνής θα μπορούσε και να εξομαλυνθεί κάπως αυτή η άναρχη πραγματικότητα του ελληνικού βίου.

Η εκπαίδευση ήταν αυτή που θα προετοίμαζε στα μάτια τους την επανάσταση και όχι ένας αυθόρμητος ξεσηκωμός. Απέναντι σε ένα περίσσευμα αυθαιρεσίας που διέγνωσκαν στους αυτόχθονες, προέτασσαν την ανάγκη συγκρότησης μιας στρατηγικής γύρω από την απελευθερωτική ιδέα, την ανάγκη ενός «γενικού συστήματος» (Υψηλάντης), που θα υπαγόρευε και τις όποιες κινήσεις.

Στην ελληνική επανάσταση συγκρούστηκαν στην πραγματικότητα, δυο συστήματα σκέψης, από τη μια η καιροσκοπική και τοπικιστική σκέψη των οπλαρχηγών και από την άλλη η στρατηγική απελευθέρωσης και ανασύνταξης ενός έθνους των ετεροχθόνων Ελλήνων, των «κωλοπλυμένων καλαμαράδων» όπως τους έλεγε ο Ανδρούτσος. Οι οπλαρχηγοί δεν κατάλαβαν ποτέ, με λιγοστές εξαιρέσεις φυσικά, τι σήμαινε η ιδέα της εθνικής απελευθέρωσης. Δεν αντιλήφθηκαν ποτέ την καθολικότητα της, τον πανελλαδικό της χαρακτήρα, το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η διασφάλιση των κεκτημένων τους, αν αυτή η διασφάλιση δεν τους δινόταν δεν είχαν και κανένα πρόβλημα να συνεργαστούν με τους Τούρκους, στα λεγόμενα «καπάκια» τους.

Πολλοί οπλαρχηγοί αρνούνταν και να υπακούσουν στις επιταγές των εθνοσυνελεύσεων για «να λάβουν τα όπλα εναντίον των τυράννων». Η απάντηση μάλιστα του Καραϊσκάκη θα μείνει χαρακτηριστική του νεοελληνικού αυτού συμπτώματος: «άμα θέλω». Ένα άμα θέλω όμως που θα καθορίσει κι ολόκληρη την κουλτούρα του νεοέλληνα, αυτή την αμφίθυμη στάση του απέναντι στο κράτος.

Στην αληπασαλίδικη ζωή τους ένοιωθαν περισσότερο «Αλβανοί μισθοφόροι παρά Έλληνες πατριώτες», όπως σημείωνε ο Φίνλευ. Οι έλληνες ήρωες δοκιμάστηκαν έτσι πάνω σ’ αυτό το πεδίο της αποτυχίας τους, στην αδυναμία τους να κοινωνήσουν το ηρωικό τους ορμέμφυτο. Το σαρκίο τους, την έσχατη ώρα, αποκάλυπτε ένα μοναχικό ίχνος, που θα γινόταν όμως λίγο αργότερα και το κατοπτρικό σημείο μιας συλλογικής αφύπνισης. Η ηρωική αυτοθυσία δεν ήταν στην περίπτωσή τους τόσο μια ατομική εκ-δήλωση συν-μετοχής όσο μια αυστηρά ατομική περίπτωση ψυχικής συν-κίνησης. Ένα εγωστικό Είναι που εγκαταλείπεται στις εξ-άρσεις του, στην αβεβαιότητα μιας αδιανόητης αναμέτρησης, μιας μαχητικής εκ-φοράς σ’ αυτό το μυστικό και μυστηριακό πεδίο του θανάτου.

Η ηρωική περίπτωση του Καραϊσκάκη είναι χαρακτηριστική αυτής της ακατανόητης θέσης του ήρωα μέσα στο ρου της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ο Καραϊσκάκης δεν αναγνωρίζεται μέσα στην πολιτική της επανάστασης του 21 ως ένας συνεπής οπλαρχηγός αλλά ως ένα αδιάγνωστο υπολογιστικό μέγεθος, ένα θυελλώδες ερμητικό υποκείμενο, αφιερωμένο στο ίχνος της δαιμονικής και μόνο καταγωγής του. Σε όλη τη διάρκεια μάλιστα της επανάστασης έλαμψε δια των αποτυχιών του.

Στην ερώτηση δημοσιογράφου των Times του Λονδίνου, που είχε έρθει για να καλύψει τον αγώνα, πως μια δράκα Έλληνες θα αντιμετωπίσουν την στρατιά των Τούρκων απάντησε: «Με τη βοήθεια του θεού θα βάλουμε τον πούτσο μας μπροστά και θα τους γαμήσομε». Η ίδια αυθορμησία που ακινητεί και τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, σχεδόν μόνο του, μπροστά στο πλήθος του Ιμπραήμ.

Οι προσπάθειες των καλαμαράδων να εισάγουν ναπολεόντειες στρατηγικές μάχης έπεφταν στο κενό μπροστά στην εμπεδωμένη τακτική του κλεφτοπολέμου που αποδεικνυόταν τις περισσότερες όμως φορές τραγικά αναποτελεσματική. Η ηρωική θέληση εντοπίζεται έτσι εδώ ως ένα ακατανόητο πείσμα, μια μυστική απόφαση που εγγράφεται στη τρέλα της στιγμής, μιας στιγμής που έρχεται από αλλού, απ’ αυτό το αλλού της μυθικής της υπαγόρευσης.

Όταν ο Μακρυγιάννης κατηγορηθεί για την υποστήριξη του σε αντιφρονούντες του Όθωνα, θα απαντήσει: «Το κεφάλι μου με διέταξε, όταν ήταν μεσάνυχτα, όπου ήταν ήσυχα, και το ’καμα». Η ώρα του μεσονυκτίου, αυτή η στιγμή της τρέλας. Η βιαιότητα αυτής της παρόρμησης είναι που θα χαρακτηρίσει όμως ήρωες αυτά τα πρόσωπα και όχι τον Υψηλάντη για παράδειγμα ή τον Μαυροκορδάτο. Ο ήρωας της ελληνικής επανάστασης δεν υπάκουε σ’ ένα καθαρό απελευθερωτικό πρόταγμα, αλλά στη δίνη της μαχητικής του και μόνο ενόρμησης.

Αποκαλύπτεται έτσι ως μια ακαριαία και φλογώδη χειρονομία, μια μηχανή ατελεύτητης υποκειμενοποίησης της ιδέας που τον εμψυχώνει, μια θυελλώδη αυθορμησία, που τον εξορίζει από κάθε δυνατότητα συγκέντρωσης και προσήλωσης σε μια στρατηγική ή σ’ έναν σκοπό. Μια εξεγερμένη επιθυμία που δεν αναγνωρίζεται όμως ως μια επιθυμία για θέσμιση του κοινωνικού, γι’ αυτό το αδύνατο δηλαδή της εγωστικής συνείδησης, αλλά για την κατάχρηση αυτού του πεδίου χάριν της ατομικής του απόλαυσης.

Η συγκίνηση του ελληνικού ήρωα, ο όποιος θετικός της αντίκτυπος, δεν ήταν παρά ένα ατύχημα έτσι της στιγμής, ένα καπρίτσιο της τύχης, μια παραξενιά, αυτή η άλλη πλευρά του παρορμητικού ανθρώπου που δοκιμάζεται στο ιστορικό ίχνος της μοναδικής του πράξης. Γι’ αυτό και η αμφιθυμία τους στα πρώτα βήματα του νέου ελληνικού κράτους. Το real estate του Μακρυγιάννη και του Ανδρούτσου στη νέα πρωτεύουσα του κράτους το μαρτυρά. Μια αμφιθυμία όμως που δημιούργησε κι ένα αμφιπρόσωπο κράτος.

Όταν ο Μακρυγιάννης αρνηθεί να παραχωρήσει ένα μέρος από τα κτήματα του πέριξ της Ακρόπολης, για τις ανάγκες του πολεοδομικού σχεδίου της Αθήνας, εκδηλώνει ένα καινοφανές σύμπτωμα που το συναντούμε μέχρι τις μέρες μας. Ξαφνικά ένας λαός που για αιώνες ζούσε μέσα στο εθιμικό δίκαιο της οικογένειας και της μικρής του κοινότητας, καλείται τώρα να υπάρξει μέσα σε μια ευρύτερη κρατική οντότητα. Μια ιδιότυπη δυσανεξία σε μια ακατανόητη εξουσία που σχεδιάστηκε και εισήχθη απ’ έξω. Το παράσιτο και σ’ αυτή την επί-κοινωνία θα θριαμβεύσει.

Όλα τα σχέδια κατά την εφαρμογή τους θα κοντύνουν στα μέτρα αυτών που θα κληθούν και να τα υλοποιήσουν. Οι παρεξηγήσεις, οι αμφισβητήσεις, η καχυποψία, και εν τέλει η υπονόμευση θα καθορίσουν και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ιδρυθεί και θα στηθεί το νέο ελληνικό κράτος. Η πραγματικότητά του θα υπονομευθεί από ένα Πραγματικό που αγνοήθηκε κατά το σχεδιασμό του. Μια παράλειψη όμως που την πληρώνουμε μέχρι και σήμερα.

Οι «ημέτεροι» της οικογενειακής συνθήκης, που θα το αλώσουν, από την ίδρυση του, θα αποκαλύψουν και αυτή την ίδια την αδυνατότητα της ύπαρξης του. Το γεγονός δηλαδή ότι η χώρα αυτή δεν κατάφερε ποτέ να γίνει κοινωνία. Η διάκριση μεταξύ Οθωμανικού και νέου Ελληνικού κράτους, σ’ αυτόν τον τόπο, δεν έλαβε χώρα ποτέ.

Τα καλύτερα αξίζουν σε εκείνους που πέρασαν με αξιοπρέπεια τα χειρότερα

Τα καλύτερα αξίζουν σε εκείνους που πέρασαν με αξιοπρέπεια τα χειρότερα. Σε εκείνους που κάνουν σημαία το ήθος τους και βαδίζουν αγέρωχοι και ευθυτενής στα δύσκολα αυτού του κόσμου. Που κρύβουν τους εφιάλτες που τους στοιχειώνουν πίσω απο την χαρούμενη εικόνα τους.

Εκείνους που αποχωρούν αθόρυβα παίρνοντας την αξιοπρέπεια τους, και κλείνουν πίσω τους απαλά την πόρτα. Αυτούς που τις ώρες της φυγής, επιλέγουν τις σιωπές της ψυχής τους. Αντιστέκονται μπροστά στους σπαραγμούς της καρδιάς τους και  διαλέγουν την εκκωφαντικό θόρυβο της σιγής τους. Αψηφούν τις κραυγές των συναισθημάτων τους κ επιλέγουν την περήφανη απομάκρυνση απο τις ψυχοφθόρες διενέξεις. Την ποιότητα του χαρακτήρα τους, απο τον ποταπό εξευτελισμό και τις άσκοπες λογομαχίες και ρήξεις. 

Τα καλύτερα αξίζουν σε αυτούς που έθεσαν τον πήχη της ύπαρξής τους στις κορυφές αυτού του κόσμου. Σε αυτούς που το ανάστημα της ψυχής τους  δεν επιδέχεται μιζέρια. Δεν τους επιτρέπει να μεμψιμοιρούν και να κλαίγονται. Ορθώνεται στα δύσκολα, πάνω απο το ύψος της μικροπρέπειας και της λιποψυχίας αυτού του κόσμου. Τους αναγκάζει να κρύβουν την θλίψη τους κάτω πίσω απο το πιο λαμπερό τους χαμόγελο. Να σκεπάζουν τον πόνο τους κάτω απο την αστραφτερή λάμψη του βλέμματος τους. Στα μάτια τους να τρεμοπαίζει πάντα μία μικρή υγρή σπίθα που σιγοκαίει τα πάθη και τα λάθη τους.

Υψώνουν λάβαρο το επίπεδό τους και ηγούνται σημαιοφόροι της επίπονης παρέλασης αυτού του κόσμου. Ολόρθοι και περήφανοι δεν θα σε αφήσουν ποτέ να καταλάβεις σε πόσες αρρένες παλεύουν καθημερινά και με ποιά θεριά. Σε ποιά φουρτουνιασμένα πελάγη κολυμπά η ύπαρξη τους και πόσες φορές αντίκρυσαν τον πάτο τους. Σε ποιά υπόγεια έχουνε θάψει την ψυχή τους και πόσες φορές αναγεννήθηκαν μόνοι απο τις στατες τους. Δεν θα τους αντικρύσεις ποτέ να σέρνονται ψάχνοντας τα θρύψαλλα της κομματιασμένης τους καρδιάς.

Θα αφήσουν όσα τους πονάνε να ντύσουν τις ώρες της μοναξιάς τους. Θα βυθίσουν την ύπαρξη τους στο ναυάγιο της, όταν θα τους συντροφεύει η μοναχικοτητα τους. Θα κάνουν τα αποκαλύπτήρια του πόνου τους εκείνες τις ώρες, που τους ακούει μονάχα η ψυχή τους.

Γι αυτό τα καλύτερα αξίζουν σε εκείνους… που η αξιοπρεπής στάση και η συμπεριφορά τους στα χειρότερα, γίνονται παράδειγματα ζωής για τους άλλους.

Ο Νίτσε επινοεί για τον εαυτό του μια εικόνα ηρωικής αποτυχίας

Εμείς οι αεροναύτες του πνεύματος! Όλα αυτά τα παράτολμα πουλιά που πετούν μακριά, πολύ μακριά ασφαλώς! Κάπου δε θα μπορούν πια να πάνε μακρύτερα και θα καθίσουν πάνω σε ένα κατάρτι ή ασήμαντο σκόπελο κι επιπλέον θα είναι ευγνώμονα γι’ αυτό το αξιοθρήνητο κατάλυμα!

Ποιος θα μπορούσε όμως να συμπεράνει από αυτό ότι δεν υπάρχει πια μπροστά τους κανένας τεράστιος ελεύθερος δρόμος, ότι έχουν πετάξει τόσο μακριά όσο θα μπορούσε να πετάξει κανείς;

Όλοι οι μεγάλοι μας δάσκαλοι και πρόδρομοι σταμάτησαν στο τέλος, και δεν είναι η πιο ευγενική ούτε η πιο χαριτωμένη στάση να σταματάει κανείς από κούραση: το ίδιο θα συμβεί σε μένα και σε σένα! Άλλα πουλιά θα πετάξουν μακρύτερα! Αυτή η επίγνωση και πίστη μας συναγωνίζεται μαζί τους πετώντας προς τα έξω και προς τα πάνω, ανεβαίνει ευθεία πάνω από τα κεφάλια μας και από την ανημποριά μας στα ύψη και βλέπει από εκεί στα μακρινά, βλέπει μπροστά τα σμήνη πολύ δυνατότερων πουλιών από μας, τα οποία θα κατευθυνθούν προς τα εκεί που θα κατευθυνθούμε κι εμείς, και όπου όλα είναι ακόμη θάλασσα, θάλασσα, θάλασσα! Και που θέλουμε να πάμε λοιπόν;

Θέλουμε να πάμε πάνω από τη θάλασσα; Πού μας παρασύρει αυτή η ισχυρή επιθυμία, που αξίζει για μας περισσότερο από κάθε άλλη ευχαρίστηση; Γιατί όμως ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση, εκεί όπου έχουν δύσει μέχρι τώρα όλοι οι ήλιοι της ανθρωπότητας; Θα ειπωθεί ίσως για μας μια μέρα ότι κι εμείς, τιμονιάζοντας προς τα δυτικά, ελπίζαμε να φτάσουμε σε μια Ινδία,-ότι η τύχη μας ήταν να ναυαγήσουμε στο άπειρο;

Ναι, θα αποτύχετε. Εξακολουθείτε όμως να είστε ένας «αεροναύτης του πνεύματος». Κρατήστε αυτό το όνομα.

Μαθήματα ζωής από τον Νίτσε, (Χαραυγή, 1881)

Αυτό που είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσουν οι άνθρωποι είναι η άγνοιά τους σχετικά με αυτούς τους ίδιους

Σε έναν από τους πιο μεγαλοφυείς αφορισμούς του, ο Νίτσε έλεγε πως «Μόνο όταν ο άνθρωπος αποκτήσει τη γνώση όλων των πραγμάτων θα μπορέσει να γνωρίσει τον εαυτό του. Γιατί τα πράγματα δεν είναι παρά τα σύνορα του ανθρώπου».

Η ιδέα αυτή μας λέει ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο και κοπιαστικό από τη γνώση του εαυτού μας, ένα έργο που οδήγησε μυστικούς και ερημίτες να αποτραβηχτούν σε μακρινά μέρη μέσα στην πιο απόλυτη μοναξιά.

Πράγματι, όλη η φιλοσοφία ξεκινάει από την επιγραφή που οι επτά σοφοί έβαλαν στη μετόπη του ναού των Δελφών: ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ.

Είναι μια φιλοδοξία που, όπως σχολίαζε ο Έρασμος, μας οδηγεί να παραδεχτούμε ταπεινά ότι δεν ξέρουμε τίποτα. Σαν το άδειο αγγείο που φιλοδοξεί να γεμίσει- μόνο από αυτήν τη μετριοφροσύνη μπορεί να ξεκινήσει κανείς για να δομήσει την αληθινή σοφία.

Στην ίδια τη Βίβλο βλέπουμε την προειδοποίηση πως «αν δε γνωρίζεις τον εαυτό σου, θα ακολουθήσεις τον δρόμο του κοπαδιού». Γι’ αυτό, το να γνωρίσει κάνεις τον εαυτό του δεν είναι αναγκαστικά μια πράξη εγωκεντρισμού, αλλά ένας έλεγχος των προσωπικών του δυνατοτήτων να χαράξει έναν δρόμο χωρίς να αφήσει τα ίχνη του στις πεπατημένες της ζωής.

ΝΙΤΣΕ

Αυτός που έχει κουραστεί από τις σκέψεις είναι επίσης ένα κατασκεύασμα σκέψης

Αυτός που έχει κουραστεί από τις σκέψεις είναι επίσης ένα κατασκεύασμα σκέψης.

Αυτό σπάνια λαμβάνεται υπόψην.

Αναλογίσου. Ποιος, ακριβώς είναι αυτός;

Μήπως είναι απτός;

Τέτοιες σκέψεις και τέτοια αισθήματα συνεχίζουν να μας συγχύζουν και να μας αναστατώνουν διότι δεν κοιτάμε βαθιά μέσα στη φύση και στην πηγή τους.

Πίσω από αυτές τις σκέψεις/αισθήσεις είναι ένας παντοτινά παρών χώρος—σιωπηλός και απεριόριστος.

Είναι ανεπηρέαστος από τα κύματα του παιχνιδιού του νου και της προσωπικότητας.

Είναι σιωπηλός, αρμονικός και ελεύθερος από ταυτότητα.

Καθώς προσπαθείς να τον αναγνωρίσεις αρχίζεις να χάνεις την αίσθησή σου του διαχωρισμού και γίνεσαι ένα με αυτόν.

Έτσι, αφυπνίζεσαι στην αληθινή και ολοκληρωμένη σου Ύπαρξη.

Μυστηριώδης «ομίχλη» μικροκυμάτων στην καρδιά του Γαλαξία εντόπισε το Planck

Αποτέλεσμα εικόνας για Μυστηριώδης «ομίχλη» μικροκυμάτων στην καρδιά του Γαλαξία εντόπισε το PlanckΜια παράξενη «ομίχλη» μικροκυμάτων στην καρδιά του Γαλαξία μας εντόπισε το ευρωπαϊκό διαστημικό τηλεσκόπιο Planck, από άγνωστη πηγή.
 
Το Planck που εκτοξεύτηκε το 2009 από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διαστήματος (ESA) με στόχο να μελετήσει τα μυστήρια της κοσμικής «Μεγάλης Έκρηξης», κατά την έρευνά του στην καρδιά του Γαλαξία μας, εντόπισε στην περιοχή που περιβάλλει το γαλαξιακό κέντρο, μια αινιγματική «ομίχλη» από μικροκύματα για την οποία, προς το παρόν, δεν υπάρχει καμία εξήγηση από τους αστρονόμους,

Μια πιθανή ερμηνεία είναι ότι πρόκειται για μια μορφή ενέργειας, που αποκαλείται εκπομπή τύπου σύγχροτρον, η οποία συμβαίνει όταν ηλεκτρόνια διέρχονται με μεγάλη ταχύτητα μέσω μαγνητικών πεδίων, αφού προηγουμένως έχουν επιταχυνθεί από την έκρηξη ενός άστρου σούπερ-νόβα. Όμως η νέα πηγή ακτινοβολίας διαρκεί πολύ περισσότερο σε σχέση με άλλες ενεργειακές πηγές τύπου σύγχροτρον, οι οποίες έχουν ανακαλυφθεί σε άλλα σημεία του γαλαξία μας.
 
Μια άλλη πιθανή εξήγηση είναι η ύπαρξη μεγαλύτερου ρυθμού κι αριθμού εκρήξεων σούπερνόβα στο γαλαξιακό κέντρο, ενώ άλλοι επιστήμονες πιστεύουν ότι πρόκειται για την «υπογραφή» που αφήνει η ιδιο-εξαύλωση των σωματιδίων της σκοτεινής ύλης, καθόσον το σωματίδιο είναι και το αντισωματίδιο της. Όμως καμία ερμηνεία δεν έχει ακόμα αποδειχτεί και το μυστήριο παραμένει.
 
Το Πλανκ βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τη Γη σε απόσταση περίπου 1,5 εκατομμύρια χιλιόμετρα. κι έχει σχεδιαστεί, έτσι ώστε να ανιχνεύει τις παραμικρές διακυμάνσεις στη θερμοκρασία της ενέργειας των μικροκυμάτων, τα οποία απελευθέρωσε η Μεγάλη Έκρηξη, που δημιούργησε το σύμπαν πριν από περίπου 14 δισεκατομμύρια χρόνια. Η νέα ακτινοβολία μικροκυμάτων που ανακαλύφθηκε, δεν σχετίζεται με την κοσμική μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου, που αποτελεί την «υπογραφή» της Μεγάλης Έκρηξης.
 
Η ανακάλυψη παρουσιάστηκε αυτή την εβδομάδα σε διεθνές επιστημονικό συνέδριο στην Μπολόνια της Ιταλίας, στο οποίο επιστήμονες από όλο τον κόσμο αναλύουν τα μέχρι τώρα ευρήματα του Πλανκ. Το τηλεσκόπιο, εκτός από την αινιγματική «ομίχλη» μικροκυμάτων, έχει εντοπίσει και άγνωστες μέχρι σήμερα «νησίδες» (συγκεντρώσεις) μονοξειδίου του άνθρακα ανάμεσα στα νέφη κρύων αερίων στους γαλαξίες, τα οποία αποτελούν το περιβάλλον όπου γεννιούνται νέα άστρα. Το Πλανκ κατάφερε να δημιουργήσει τον πρώτο «χάρτη» μονοξειδίου του άνθρακα, που καλύπτει όλο τον ουρανό.

Πότε ολοκληρώθηκε η Σκοτεινή Εποχή του σύμπαντος

planckΗ τελευταία ανάλυση των επιστημόνων αναθεωρεί τη διάρκεια της Σκοτεινής Εποχής, δηλαδή της περιόδου από την αρχή της δημιουργίας του σύμπαντος μέχρι να εμφανιστούν οι πρώτοι αστέρες, σε 550 αντί για 300-400 εκατομμύρια χρόνια.
 
Ένας καινούργιος χάρτης του γαλαξία μας και νέα στοιχεία για την εξέλιξη και τις ιδιότητες του σύμπαντος προέκυψαν από την πρόσφατη επεξεργασία από Ευρωπαίους, Αμερικανούς και Καναδούς επιστήμονες δεδομένων που προέκυψαν από το διαστημικό τηλεσκόπιο Planck της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Διαστήματος.

Το τηλεσκόπιο εκτοξεύθηκε το 2009 και, στα 4,5 χρόνια που διήρκεσε η αποστολή του, κατέγραψε με ακρίβεια την ακτινοβολία που απέμεινε από τα πρώτα στάδια της κοσμικής δημιουργίας. Ετσι, από τις μετρήσεις του Planck, η διεθνής επιστημονική ομάδα που είναι υπεύθυνη για την ανάλυσή τους ανακαλύπτει ακόμη και σήμερα άγνωστες πτυχές για την ιστορία του σύμπαντος, όπως και για συστήματα σαν τον γαλαξία μας που αυτό «φιλοξενεί».
 
Αυτό το αρχέγονο φως ονομάζεται Μικροκυματική Κοσμική Ακτινοβολία Υποβάθρου (CMB) και δημιουργήθηκε στο «νεαρό» σύμπαν, μόλις 370.000 χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη. Τότε, η ύλη έπαψε να είναι ιονισμένη, με συνέπεια η ακτινοβολία να αποδεσμευθεί και να αρχίσει να διαδίδεται. Αυτό σημαίνει πως, από τα δεδομένα του δορυφόρου, οι επιστήμονες μπορούν να βγάλουν συμπεράσματα για την κατανομή της ύλης σε εκείνη την πρώιμη φάση. Παράλληλα όμως, λόγω της αλληλεπίδρασης της ακτινοβολίας με τη σκόνη, τα αέρια και τις κοσμικές δομές που δημιουργούνταν στην πορεία, δίνει πληροφορίες και για τις ιδιότητες του σύμπαντος καθώς αυτό εξελισσόταν.
 
Μία από αυτές τις ιδιότητες που αναθεωρεί η τελευταία ανάλυση των επιστημόνων είναι η διάρκεια της Σκοτεινής Εποχής, δηλαδή της περιόδου από την αρχή της δημιουργίας του σύμπαντος μέχρι να εμφανιστούν οι πρώτοι αστέρες. Παλαιότερες αναλύσεις με δεδομένα από άλλα τηλεσκόπια, όπως το WMAP της ΝΑSΑ, υποδείκνυαν πως η Σκοτεινή Εποχή ολοκληρώθηκε 300-400 εκατομμύρια χρόνια μετά τη Μεγάλη Εκρηξη.
 
Τώρα, όμως, οι μετρήσεις του Planck ανεβάζουν αυτό το νούμερο στα 550 εκατομμύρια χρόνια.
 
Η αποτύπωση της CMB από το δορυφορικό τηλεσκόπιο είναι επίσης σημαντική στη μέτρηση της μάζας που περιλαμβάνουν απομακρυσμένα σμήνη γαλαξιών. Με την καινούργια μελέτη, οι επιστήμονες καταλογογράφησαν 1.000 τέτοια σμήνη, προσδιορίζοντας για τα 400 από αυτά πως έχουν μάζες από 100 έως 1.000 φορές μεγαλύτερη από τον γαλαξία μας. Νούμερα, που η ομάδα μπόρεσε να υπολογίσει μελετώντας τις μεταβολές που υπέστη η μικροκυματική ακτινοβολία, περνώντας μέσα από αυτά τα συστήματα.
 
Τα δεδομένα ενισχύουν επίσης την υπόθεση μιας μυστηριώδους δύναμης, γνωστής ως σκοτεινής ενέργειας, η οποία έχει αντίθετη δράση από τη βαρύτητα και ευθύνεται για την επιταχυνόμενη διαστολή του σύμπαντος. Ορισμένοι κοσμολόγοι υποστηρίζουν πως η σκοτεινή ενέργεια δεν υπάρχει και ότι η επιταχυνόμενη διαστολή οφείλεται στη διαφορετική συμπεριφορά που έχει η βαρύτητα σε συμπαντικές διαστάσεις, την οποία δεν μπορεί να περιγράψει η γενική θεωρία της σχετικότητας στη σημερινή μορφή της. Ωστόσο, η ανάλυση των μετρήσεων του Planck δείχνει πως, τουλάχιστον προς το παρόν, η θεωρία του Αϊνστάιν εξακολουθεί να συμφωνεί με τις παρατηρήσεις. Κάτι που σημαίνει πως δεν δικαιολογείται μια τροποποίησή της, η οποία να κάνει περιττή την υπόθεση της σκοτεινής ενέργειας.

Descartes: Προς την ελευθερία της σκέψης

Ρενέ Ντεκάρτ:: 1596–1650

Σκέπτομαι, άρα υπάρχω

§1. Θεωρητικές πτυχές

Ο Ντεκάρτ ή Καρτέσιος (17ος αιώνας) αναζήτησε στέρεα θεμέλια για τη γνώση, με δεδομένα τα χαρακτηριστικά της εποχής του: ραγδαία ανάπτυξη της επιστήμης και έντονες θρησκευτικές έριδες ανάμεσα στους καθολικούς και τους προτεστάντες. Οι βασικές αρχές της σκέψης του θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα ακόλουθα σημεία:

α) Συχνά μας απατούν οι αισθήσεις. Συναφώς παρατηρεί πως δεν ξεχωρίζουμε με βεβαιότητα την κατάσταση του ονείρου, την οποία υποτίθεται ότι συνειδητοποιούμε μόνο αφού έχουμε ξυπνήσει, από την κατάσταση της εμπειρίας μας, όταν ήδη είμαστε ξύπνιοι.
β) Δεν μπορούμε να δεχτούμε με σιγουριά ακόμη κι λογικές ή μαθηματικές αλήθειες, οι οποίες υποτίθεται ότι ισχύουν και όταν κοιμόμαστε και όταν είμαστε ξύπνιοι.
γ) Συνάρτησε το παράδειγμα της αμφιβολίας για τις μαθηματικές αλήθειες με την υπόθεση ότι μπορεί να μας έκανε να τις πιστέψουμε κάποιος «μοχθηρός δαίμονας».
δ) Το ζητούμενο, ως εκ τούτου, είναι το σκεπτόμενο υποκείμενο: η ύπαρξη κάθε αμφιβολίας μας για την αλήθεια της μιας ή της άλλης πεποίθησης προϋποθέτει την ύπαρξη του υποκειμένου που τις σκέφτεται.
ε) Η στιγμή λοιπόν που σκέφτεται ο άνθρωπος είναι και στιγμή της ύπαρξής του. Το «υπάρχω» ισχύει, όταν το σκέφτομαι. Πρέπει να το σκέφτομαι για να αμφιβάλλω ως προς αυτό. Παύει να είναι αντικείμενο αμφιβολίας, όταν το βλέπω. Έτσι κατανοείται καλύτερα η περίφημη ρήση του: σκέφτομαι, άρα υπάρχω.
στ) Η πεποίθηση του φιλοσόφου ότι το υποκείμενο σκέψης γνωρίζει με σιγουριά ότι υπάρχει την ίδια στιγμή που σκέπτεται και ότι συγχρόνως αποτελεί άυλη οντότητα είναι εσφαλμένη.
ζ) Πιστεύει ότι η αμφιβολία αίρεται μέσα από την απόδειξη της ύπαρξης του θεού.

Τα επιχειρήματα για το ζήτημα του θεού είναι τα εξής:

Ι) οι άνθρωποι είναι ατελή όντα και ως τέτοια δεν αποτελούν την αιτία της ιδέας της τελειότητας παρά την έχουν μόνο στο νου τους. Αναγκαστικά η αιτία υπάρχει έξω από τον ανθρώπινο νουˑ είναι η «πραγματικότητα» που αντιστοιχεί στον «τέλειο θεό».

ΙΙ) η ιδέα του «τέλειου όντος» που συλλαμβάνει με τη σκέψη του ο άνθρωπος, δηλαδή την έχει εμφυτευμένη στο νου του, συνεπάγεται την ύπαρξη αυτού του όντος, την πραγματικότητα του οποίου παριστά ο θεός. Άρα ο θεός είναι η αιτία που εμφυτεύει μέσα στον ανθρώπινο νου την ιδέα της τελειότητας.

ΙΙΙ) η ύπαρξη κρύβει τελειότητα, γιατί η ανυπαρξία συνιστά ένα είδος ατέλειας. Άρα ο θεός, που περιέχει κάθε είδους τελειότητα, πρέπει να υπάρχει.

§2. Κείμενο

«Δεν ξέρω αν πρέπει να σας μιλήσω για τους πρώτους στοχασμούς που έκανα εκεί πέρα, γιατί είναι τόσο μεταφυσικοί και τόσο ασυνήθιστοι που δεν θ αρέσουν ίσως σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, για να μπορέσει κανένας να κρίνει αν τα θεμέλια που πήρα είναι αρκετά σταθερά, είμαι κατά κάποιο τρόπο αναγκασμένος να μιλήσω γι’ αυτούς. Είχα από πολύ καιρό παρατηρήσει πως, για ό,τι αφορά τα ήθη, είναι κάποτε ανάγκη, γνώμες που κανένας τις ξέρει πολύ αβέβαιες, να τις ακολουθεί το ίδιο σαν να ήταν αναμφίβολες, καθώς το είπα και πιο πάνω. Επειδή όμως τότε επιθυμούσα να καταγίνομαι αποκλειστικά με την αναζήτηση της αλήθειας, σκέφτηκα πως έπρεπε να κάνω εντελώς το αντίθετο και ν’ απορρίψω, σαν να ήταν εντελώς ψεύτικο, οτιδήποτε θα μπορούσε να μου γεννήσει την πιο παραμικρή αμφιβολία, για να δω αν δεν θα μου απέμενε μετά απ’ αυτό καμιά πεποίθηση που να είναι εντελώς αναμφίβολη. Έτσι, επειδή οι αισθήσεις μας μάς ξεγελούν κάποτε, θέλησα να υποθέσω πως τίποτα δεν υπάρχει που να είναι τέτοιο που εκείνες μάς κάνουν να το φανταζόμαστε. Κι επειδή υπάρχουν άνθρωποι που ξεγελιούνται κάνοντας συλλογισμούς πάνω και στα πιο απλά ακόμη θέματα της γεωμετρίας, και παραλογίζονται, κρίνοντας κι εγώ πως μπορούσα να λαθέψω όσο κι οποιοσδήποτε άλλος, απέρριψα ως ψεύτικους όλους τούς λόγους που είχα εκλάβει προηγουμένως για αποδείξεις. Και τέλος, παίρνοντας υπόψη πως όλες οι σκέψεις που έχουμε, ενόσω είμαστε ξυπνητοί, μπορούν επίσης να μας έρχονται ολόιδιες κι όταν κοιμούμαστε, χωρίς καμιά τους να είναι τότε αληθινή, αποφάσισα να υποθέσω πως όλα όσα μού είχαν μπει κάποτε στον νου, δεν ήταν περισσότερο αληθινά από τις φαντασίες των ονείρων μου. Αμέσως όμως μετά πρόσεξα πως, ενώ εγώ ήθελα να σκεφτώ έτσι, ότι δηλαδή όλα ήταν ψεύτικα, έπρεπε αναγκαστικά, εγώ που το σκεπτόμουν, να είμαι κάτι. Και παρατηρώντας πως τούτη η αλήθεια: σκέπτομαι, άρα υπάρχω ήταν τόσο γερή και τόσο σίγουρη, ώστε όλες μαζί οι εξωφρενικές υποθέσεις των σκεπτικών φιλοσόφων να μην ήταν σε θέση να την κλονίσουν, έκρινα πως μπορούσα δίχως ενδοιασμούς να την παραδεχτώ ως την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας που αναζητούσα (Λόγος περί της Μεθόδου § 36).

§3. Σχολιασμός – Ερμηνεία

Ι. Αναζητώντας την αλήθεια ο Ντεκάρτ επιχείρησε να σκεφτεί μια αρχή της φιλοσοφίας, η οποία υπάρχει πέρα από κάθε αμφιβολία. Γιατί θέλει να σκεφτεί αυτή την αρχή; Επειδή «οι αισθήσεις μάς απατούν»: μας δίνουν ομοιώματα ή είδωλα της εξωτερικής πραγματικότητας και μας θέτουν μπροστά σε μια φανταστική ή φαινομενική κατάσταση, δηλαδή σε πράγματα, τα οποία αναγκαζόμαστε να πιστεύουμε και να τα προσλαμβάνουμε στο πνεύμα μας ως αληθινά. Ουσιαστικά όμως αυτά είναι τόσο αληθινά όσο και οι ψευδαισθήσεις των ονείρων μας. Τι συμβαίνει τότε; Με τη μέθοδο της αμφιβολίας, υποστηρίζει ο φιλόσοφος, αντιμετωπίζουμε καχύποπτα κάθε είδους πίστη, μέχρι τη στιγμή που θα μπορούσε να αποδειχτεί η νομιμότητά της. Με τη μέθοδο αυτή οι αμφιβολίες μας ωθούνται ως τα άκρα, μέχρι το σημείο του παραλογισμού, έως ότου μας οδηγήσουν στην αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Ποια είναι τούτη η αλήθεια; Είναι η εξής: σκέφτομαι, άρα υπάρχω. Πρόκειται για εκείνη την αρχή της φιλοσοφίας, όπου η μόνη, η ακλόνητη βεβαιότητα είναι ότι υπάρχω. Για πόσο όμως χρονικό διάστημα μπορώ να υπάρχω; Όσο σκέπτομαι. Μόνο ενόσω σκέπτομαι, κατανοώ το Εγώ μου ότι υπάρχει.

ΙΙ. Δυνάμει αυτής της αρχής, ο Ντεκάρτ επιχειρεί να διαχωρίσει αυτό που πραγματικά γνωρίζει από αυτό που απλώς πιστεύει, δηλαδή το αληθινό από το ψεύτικο. Αυτό κατανοείται ως εξής: Όσο κανείς σκέφτεται, τόσο καλλιεργεί τη γνωσιακή του ικανότητα για να καταγράφει τις αδυναμίες που παρουσιάζουν οι παραστάσεις των πραγμάτων και να διερωτάται για την εξωτερική πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Έτσι η ενέργεια του Εγώ σκέφτομαι εξασφαλίζει την υπεροχή της ερωτηματοθεσίας ή της διερώτησης για τη μέθοδο που ακολουθεί ο ανθρώπινος νους. Αυτή η υπεροχή διαλύει τη δυσκολία να προσδιορίζουμε αυτό που είμαστε, γιατί μας τοποθετεί κατά τη μεριά της διεργασίας της σκέψης που κατευθύνει την αμφιβολία και η οποία μας επιβάλλει τη διερώτηση: τι είμαστε; Είμαστε αυτό που σκεπτόμαστε, που αμφιβάλλουμε, βεβαιώνουμε, αρνούμαστε κ.λπ. Με άλλα λόγια είμαι πνεύμα, νους λόγος, έλλογη ψυχή κ.λπ. Η αλήθεια λοιπόν: σκέφτομαι, άρα υπάρχω, για τον φιλόσοφο είναι η πρώτη αρχή της φιλοσοφίας και ενσαρκώνει την επαλήθευση του Εγώ ότι, εφόσον σκέπτεται, δεν μπορεί να αυταπατάται για το γεγονός της ύπαρξής του.

ΙΙΙ. Γενικώς ειπείν, η καρτεσιανή αλήθεια είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη μέθοδο. Το συστατικό στοιχείο της μεθόδου είναι η αμφιβολία, η οποία αγκαλιάζει ολόκληρο το σύστημα της γνώσης. Τούτο σημαίνει ότι μπορώ να πω ότι μια γνώση είναι απόλυτα βέβαιη, όταν την υποβάλλω σε κάθε δυνατή αμφισβήτηση, για να την ανασκευάσω και παρ’ όλα αυτά δεν το επιτυγχάνω. Η αμφιβολία, ως μεθοδολογικό στοιχείο, είναι ενέργημα του νου που θέτει τα πάντα σε αβεβαιότητα. Αφού δεν έμεινε τίποτα βέβαιο, η αμφιβολία έπαψε να έχει αντικείμενο και στρέφεται προς τον εαυτό της. Δεν μπορεί ωστόσο η αμφιβολία να έχει αντικείμενο τον εαυτό της· δεν μπορεί η αμφιβολία να γίνει αντικείμενο της αμφιβολίας. Για το μόνο πράγμα συνεπώς, για το οποίο δεν μπορώ να αμφιβάλλω είναι πως αμφιβάλλω. Στη φάση αυτή της αμφιβολίας ανταποκρίνεται η βεβαιότητα της αυτοσυνείδησης ή η συνειδησιακή δραστηριότητα. Ακριβώς τούτη η δραστηριότητα είναι κάτι που μου ανήκει και δεν μπορεί να αποκοπεί από μένα: είναι η βεβαιότητα του Είναι μου ή του Είναι της συνείδησης.

Hegel: τι σημαίνει ελεύθερη ανάπτυξη του ατόμου;

Αποτέλεσμα εικόνας για Hegel: τι σημαίνει ελεύθερη ανάπτυξη του ατόμου;Γνωσιο-οντο-λογική ανα-τροπή: Από την «πλειοψηφία» της μειοψηφίας στην ελευθερία του ατόμου

§1: Ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος δεν ήταν χωρίς εαυτό, χωρίς Είναι, όσο στην εποχή μας. Γι’ αυτό και στερείται εκείνη την ολότητα, εντός της οποίας μπορεί να απαλλοτριώνει την απαλλοτρίωση του εαυτού του, να βρίσκει το ρυθμό υπέρβασης όλων των αφηρημένων σχημάτων –πολιτικών, ακαδημαϊκών, πολιτιστικών, καλλιτεχνικών, τεχνικών, συντεχνιακών, ιεραρχικών– που απαρτίζουν τον δαιμονικό κόσμο της εκμηδένισής του. Γιατί μπορεί μέσα σε μια καθορισμένη ολότητα, διαρθρωμένη κατά Λόγο, να απαλλοτριώνει την απαλλοτρίωσή του; Επειδή μέσα εδώ είναι πάντοτε κάτι επί πλέον, πιο πέρα από εκείνο που νομίζει πως είναι. Είναι ακριβώς εντός αυτού του όλου, που αναπτύσσει μια κίνηση, μια κινητική δύναμη, ώστε να υπερβαίνει τους φραγμούς του Εγώ του, εκτεινόμενος και προς ό,τι τη δεδομένη στιγμή δεν είναι. Ο ολοκληρωμένος άνθρωπος έτσι, δηλαδή το υποκείμενο που έχει συνείδηση του εαυτού του ως ζώσας ουσίας και υπόστασης (lebendige Substanz), ήτοι ως πνεύματος (Geist),

«είναι το γίγνεσθαι του ίδιου του εαυτού του, ο κύκλος που προϋποθέτει το τέλος του ως σκοπό του και το κάνει αρχή του, ξεκίνημά του, και ο οποίος είναι πραγματικός μόνο μέσω της πραγματοποίησής του και του τέλους του» (Hegel: Φαινομενολογία του πνεύματος Ι).

§2: Δυνάμει ενός τέτοιου γίγνεσθαι, σύμφυτου προς την ουσία του, ο άνθρωπος ανακτά τον εαυτό του μέσα από την άρνηση, πρώτα-πρώτα, της γυμνής μορφής του εαυτού του: μέσα από την άρνηση της άρνησης του παθητικού εαυτού του, δηλαδή την άρνηση που αρνείται τον παθητικό Εαυτόˑ έναν άβουλο Εαυτό που απλώς κείτεται εδώ ή εκεί, έχοντας εκχωρήσει το δικαίωμα και το δίκαιο της ύπαρξής του στον άλλον, στον εκπρόσωπό του, στον αντιπρόσωπό του. Στη Φαινομενολογία του πνεύματος § 588 αποσαφηνίζει πολύ παραστατικά ο Hegel:

«όπου ο Εαυτός είναι παρών μόνο δι’ αντιπροσώπευσης ή ως μια απλή ιδέα, εκεί αυτός δεν είναι πραγματικάˑ όπου είναι δι’ εκπροσώπου, αυτός δεν είναι».

 Η ύψιστη αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του και από τον συνάνθρωπό του είναι η λογική της εκπροσώπησης ή της αντιπροσώπευσης. Γιατί; Επειδή δι’ αυτής ο άνθρωπος εξαπατάται: εγκαταλείπει την αρχή του αυτοπροσδιορισμού του –δηλαδή την ενύπαρκτη υποστασιακή του αρχή που εκδηλώνεται στο αισθητό παρόν ως ενεργός, συνειδητή υποκειμενικότητα, άρα ως ελεύθερη ατομικότητα– και παραδίδεται στη δικτατορία των πιο ανίκανων και συνάμα αισχρών μειοψηφιώνˑ των μειοψηφιών εκείνων μάλιστα που δεν διστάζουν να εμφανίζουν εαυτόν ως δυναμική πλειοψηφία, «σωτήρια» και «λυτρωτική» για τον λαό και το έθνος.

§3: Όταν διατείνονται ότι εκπροσωπούν την πλειοψηφία, στην πράξη δομούν την πιο βίαιη εξουσία ενός φίλαυτου-αρρωστημένου Εγώ συντεχνιών σε όλα τα επίπεδα της ζωής: φαινομενικά την ασκούν εν ονόματι της πλειοψηφίας, στην πράξη όμως τη χρησιμοποιούν ενάντιά της. Η βίωση της ύπαρξης γίνεται λεία αυτής της εξουσίας, καθώς η τελευταία την αποκλείει από την αυθεντική πολιτική παιδεία, από κάθε λαχτάρα πνευματικής της ολοκλήρωσης, από τη «μαγική δύναμη του πνεύματος που μεταστρέφει το αρνητικό σε Είναι». Έτσι τη μετατρέπουν σε μάζα, σε όχλο και της στερούν τη δυνατότητα να ανυψώνεται σε μια αυτο-κυβερνώμενη πολιτική ολότητα ή κοινότητα ελεύθερων ατόμων. Μια τέτοια ολότητα, σύμφωνα με τον Χέγκελ, είναι αυτή τούτη η υπόσταση του ανθρώπου, ήτοι ο άνθρωπος ως το Απόλυτο που φτάνει στην πραγμάτωσή του μέσα από την αυτό-ανάπτυξή του. Αυτό το Απόλυτο δεν είναι κάποιο φαντασιακό Επέκεινα, αλλά η προαναφερθείσα μαγική δύναμη του πνεύματος, που επιτρέπει στον άνθρωπο, στην ανθρώπινη συνείδηση, να γίνεται εντός εαυτού κάτι διαφορετικό από τον εαυτό του και τελικά να αναιρεί αυτή την ετερότητα. Στον εμπράγματο κόσμο της άμεσης ζωής –πολιτικής, κομματικής, ακαδημαϊκής κ.λπ.– η εν λόγω αυτοκινησία του ανθρώπινου Είναι προοιωνίζει τον ακαριαίο θάνατο όλων αυτών των φαύλων μειοψηφιών. Όσο οι «πλειοψηφίες» τέτοιων μειοψηφιών ευδοκιμούν ακόμα, τόσο εξαπολύουν την ολέθρια μανία τους ενάντια στην εμπρόσωπη ατομικότηταˑ άρα, τόσο η οδύνη των ανθρώπων δεν πρόκειται να κοπάσει. Πώς θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς, όταν γι’ αυτές «κανείς, πέρα από τον Δία [=τον εαυτό τους], δεν είναι ελεύθερος» (Αισχύλος).

Μακιαβέλι: κράτος και πολιτική

Πώς κουβεντιάζεται η θεωρία και η πράξη του κράτους;

§1: Οπισθοδρομούμε στην περίοδο της Αναγέννησης για να αρχίσουμε να μιλάμε για το σήμερα με μια εποπτική και ιστορικά αληθινή εικόνα. Μιλάμε για τον Νικολό Μακιαβέλι. Έζησε και στοχάστηκε σε μια εποχή, όπου στον δυτικό κόσμο ξεκίνησαν οι πιο πρωτόγνωρες ρήξεις και εκρήξεις σε όλα τα επίπεδα: επιστήμη, πολιτική, θρησκεία, ιδέες, ανακαλύψεις, μεταρρύθμιση, πολιτισμός –τεχνικός και πνευματικός– άνθρωπος. Οι παλαιές βεβαιότητες ξεθωριάζουν, η μετάβαση από τον κλειστό κόσμο του Μεσαίωνα στους ανοικτούς ορίζοντες των νέων χρόνων γίνεται αισθητή σε μας ως μια κριτική, μετασχηματιστική πορεία του ανθρώπινου πνεύματος, η οποία μέχρι σήμερα δεν λέει να κοπάσει. Σε όλη αυτή τη νοητή γραμμή της νεώτερης ιστορίας μπορεί κανείς να ανα-γνώσει την επαλήθευση της εγελιανής σύλληψης του (υλικο)–πνευματικού πολιτισμού, τη φαινομενολογική αυτο-οργάνωση του πνεύματος. Στον κόσμο αυτής της φαινομενολογικής κίνησης εντάσσεται και η σκέψη του Μακιαβέλι. Πρόκειται για τη σκέψη που ξετυλίγει, για τη ζωή του νεωτερικού ανθρώπου, την πιο ρεαλιστική πολιτικά κουβέντα για το κράτος.

§2: Η τομή που έκανε στο πεδίο της πολιτικής με την προβολή της ιδέας του κράτους (16. αι.) ο Μακιαβέλι είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση και λειτουργία του νεωτερικού αστικού κράτους από τότε έως τις μέρες μας. Συνήθως η αναφορά στην ιδέα τούτη εμφανίζεται στην ιστορία των πολιτικών ιδεών ως μια αναφορά σε μια ανάλγητη, αμοραλιστική αντίληψη περί κράτους, που τη γνωρίζουμε μέσα την ιστορία ως μακιαβελισμό. Πρόκειται για μια ανεστραμμένη ανάγνωση του Μακιαβέλι, που αγνοεί πλήρως τον πολιτικό ρεαλισμό ως τη βασική αρχή της σκέψης του Μακιαβέλι. Κάτι παρόμοιο έχει συμβεί και με άλλους μεγάλους διανοητές που επιχείρησαν να σκεφτούν, δυνάμει της ίδιας αρχής, το αστικό κράτος, όπως ο Χέγκελ, ο Χάιντεγκερ κ.α. Το ζητούμενο είναι, σε κάθε περίπτωση, πώς η πολιτική, μέσα από τους δικούς της κανόνες, δεν θα χάνει από τον ορίζοντά της το γενικό καλό. Όπως ο ίδιος ο Μακιαβέλι αναφέρει, το κύριο ενδιαφέρον του ήταν να εισχωρήσει στην πραγματική αλήθεια του κράτους και όχι στη φαντασίωσή της. Με λόγια του Χέγκελ: φιλοσοφική θεώρηση του κράτους όπως είναι και όχι όπως θα όφειλε να είναι.

§3 Γιατί ο Μακιαβέλι καθιστά κεντρικό θέμα της σκέψης του το κράτος; Επειδή έζησε έντονα και άμεσα το χάος της ιταλικής πολιτικής ζωής: η Ιταλία εξακολουθούσε να παραμένει τεμαχισμένη σε πολλές πόλεις και ηγεμονίες που αλληλοσπαράσσονται μεταξύ τους με πολέμους και αδυσώπητα μίση. Το «πνευματικό άρωμα» αυτής της κατάστασης είναι: η βία, η απουσία οικονομικής ανάπτυξης, η τάση προς καταστροφή και αυτοκαταστροφή. Πού βρίσκεται η διέξοδος; Στη συγκρότηση ενός ενιαίου κράτους με σύγχρονες αστικές αρχές. Ο Μακιαβέλι λοιπόν αισθάνεται την ανάγκη να σκεφτεί πάνω στο κράτος. Δημιουργεί τον συγκεκριμένο όρο «κράτος» και το ορίζει ως τον θεσμό που εκφράζει την απόλυτη εξουσία. Ποιος ενσαρκώνει το κράτος, δηλαδή αυτή την εξουσία; Ο ηγεμόνας. Ποιο είναι το έργο του; Να ενοποιεί τις φυγόκεντρες τάσεις και να διασφαλίζει την ενότητα της κρατικής εξουσίας και τη συνοχή της κοινωνίας. Πώς μπορεί να εγγυάται ετούτη την ενότητα και συνοχή; Με το να θεσπίζει νόμους και να φροντίζει για την εφαρμογή τους.

§4: Εάν ο Σόλωνας στην αρχαία Αθήνα θέσπισε νόμους και στη συνέχεια εναπόθεσε στον πατριωτισμό των Αθηναίων την τήρησή τους, φεύγοντας ο ίδιος από το κλεινόν άστυ, ο ηγεμόνας του Μακιαβέλι δεν αρκεί να θεσπίσει νόμους, αλλά χρειάζεται να συγκροτήσει και τους αντίστοιχους μηχανισμούς για να διατηρήσει σε λειτουργία την κρατική εξουσία. Εδώ εκφράζεται όλη η λογική του μακιαβελισμού: η βούληση του ηγεμόνα αποβλέπει στο να επιτύχει την ενοποιητική λειτουργία του κράτους μέσα από καθορισμένους μηχανισμούς ψυχολογικής και κοινωνικής υφής. Η έκθεση της εν λόγω ίδρυσης και λειτουργίας του αστικού κράτους με τους συγκεκριμένους μηχανισμούς αντλεί την αντικειμενικότητά της από το γεγονός ότι η κοινωνία συγκλονίζεται, σε καθημερινή βάση, από τα βίαια πάθη των ανθρώπων. Άρα η ως άνω λογική είναι εξόχως πραγματιστική: αναδύεται από μια υπάρχουσα κατάσταση, που στον καθορισμένο ιστορικό χρόνο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με άλλο τρόπο.

§5: Τούτο σημαίνει ότι ο Μακιαβέλι δεν μας παροτρύνει να γινόμαστε μακιαβελιστές, δηλαδή να υιοθετούμε την αρχή: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και να αποζητούμε τον εξουσιαστικό μας ηγεμόνα, παρά να σκεφτόμαστε ρεαλιστικά και πάντοτε με αφετηρία το υπάρχον: προάγγελος του Χέγκελ. Τότε θα αρχίσουμε να σκεπτόμαστε πολιτικά και θα μπορούμε να αντιπαραθέτουμε στην καταστροφική αρνητικότητα της εξουσίας την κατά Χέγκελ προσδιορισμένη αρνητικότητα, που μας αποτρέπει να αναπαράγουμε απερίσκεπτα εκείνα τα εξουσιαστικά στοιχεία που υπηρετούν τα ιδιοτελή συμφέροντα του επαγγελματία πολιτικού ή του οπαδού και ψηφοφόρου του. Πώς πρέπει εν τέλει να προσλαμβάνουμε τον μακιαβελισμό; Ως τον ζωγραφικό πίνακα της πολιτικής, ο οποίος απεικονίζει τις ενέργειες και τις παρενέργειες της κρατικής εξουσίας. Και με τούτη την απεικόνιση «ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει» (Ηράκλειτος). Τι «σημαίνει»; Πώς ο αμοραλισμός, η απάτη κ.λπ. της εκάστοτε εξουσίας δεν αίρεται ούτε με νουθεσίες ούτε με ηθικολογίες ούτε με αντιρεαλιστική, α-περιεχομενική, αλλά κατά τα άλλα «επαναστατική» συνθηματολογία παρά με τη ριζοσπαστική πολιτική πράξη που εμπνέεται από την επάρκεια της θεωρίας, στις σελίδες της οποίας κατέχει κεντρική θέση και ο ως άνω ζωγραφικός πίνακας. Και ακριβώς λόγω της θεωρητικής της επάρκειας, μια τέτοια πράξη συντρίβει στο διάβα της πάσης φύσεως οπορτουνισμό.