Κυριακή 28 Μαΐου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Φιλίππου ἐπιστολή (6-10)

[6] Χωρὶς τοίνυν εἰς τοῦτο παρανομίας ἀφῖχθε καὶ δυσμενείας ὥστε καὶ πρὸς τὸν Πέρσην πρέσβεις ἀπεστάλκατε πείσοντας αὐτὸν ἐμοὶ πολεμεῖν· ὃ μάλιστ᾽ ἄν τις θαυμάσειεν. πρὸ μὲν γὰρ τοῦ λαβεῖν αὐτὸν Αἴγυπτον καὶ Φοινίκην ἐψηφίσασθε, ἂν ἐκεῖνός τι νεωτερίζῃ, παρακαλεῖν ὁμοίως ἐμὲ καὶ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἅπαντας ἐπ᾽ αὐτόν·

[7] νῦν δὲ τοσοῦτον ὑμῖν περίεστι τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους ὥστε πρὸς ἐκεῖνον διαλέγεσθε περὶ τῆς ἐπιμαχίας. καίτοι τὸ παλαιὸν οἱ πατέρες ὑμῶν, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, τοῖς Πεισιστρατίδαις ἐπετίμων ὡς ἐπάγουσι τὸν Πέρσην ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας· ὑμεῖς δ᾽ οὐκ αἰσχύνεσθε ταῦτα ποιοῦντες ἃ διετελεῖτε τοῖς τυράννοις ἐγκαλοῦντες.

[8] Ἀλλὰ πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ γράφετ᾽ ἐν τοῖς ψηφίσμασιν ἐμοὶ προστάττοντες Τήρην καὶ Κερσοβλέπτην ἐᾶν Θρᾴκης ἄρχειν, ὡς ὄντας Ἀθηναίους. ἐγὼ δὲ τούτους οὔτε τῶν περὶ τῆς εἰρήνης συνθηκῶν οἶδα μετασχόντας ὑμῖν οὔτ᾽ ἐν ταῖς στήλαις ἀναγεγραμμένους οὔτ᾽ Ἀθηναίους ὄντας, ἀλλὰ Τήρην μὲν μετ᾽ ἐμοῦ στρατευόμενον ἐφ᾽ ὑμᾶς, Κερσοβλέπτην δὲ τοῖς παρ᾽ ἐμοῦ πρεσβευταῖς ἰδίᾳ μὲν τοὺς ὅρκους ὀμόσαι προθυμούμενον, κωλυθέντα δ᾽ ὑπὸ τῶν ὑμετέρων στρατηγῶν ἀποφαινόντων αὐτὸν Ἀθηναίων ἐχθρόν.

[9] καίτοι πῶς ἐστὶ τοῦτ᾽ ἴσον ἢ δίκαιον, ὅταν μὲν ὑμῖν συμφέρῃ, πολέμιον εἶναι φάσκειν αὐτὸν τῆς πόλεως, ὅταν δ᾽ ἐμὲ συκοφαντεῖν βούλησθε, πολίτην ἀποδείκνυσθαι τὸν αὐτὸν ὑφ᾽ ὑμῶν· καὶ Σιτάλκου μὲν ἀποθανόντος, ᾧ μετέδοτε τῆς πολιτείας, εὐθὺς ποιήσασθαι πρὸς τὸν ἀποκτείναντα φιλίαν, ὑπὲρ δὲ Κερσοβλέπτου πόλεμον αἴρεσθαι πρὸς ἡμᾶς; καὶ ταῦτα σαφῶς εἰδότας ὅτι τῶν λαμβανόντων τὰς δωρεὰς τὰς τοιαύτας οὐδεὶς οὔτε τῶν νόμων οὔτε τῶν ψηφισμάτων οὐδὲν φροντίζει τῶν ὑμετέρων.

[10] οὐ μὴν ἀλλ᾽ εἰ δεῖ πάντα τἄλλα παραλιπόντα συντόμως εἰπεῖν, ὑμεῖς ἔδοτε πολιτείαν Εὐαγόρᾳ τῷ Κυπρίῳ καὶ Διονυσίῳ τῷ Συρακοσίῳ καὶ τοῖς ἐκγόνοις τοῖς ἐκείνων. ἐὰν οὖν πείσητε τοὺς ἐκβαλόντας ἑκατέρους αὐτῶν ἀποδοῦναι πάλιν τὰς ἀρχὰς τοῖς ἐκπεσοῦσι, κομίζεσθε καὶ παρ᾽ ἐμοῦ τὴν Θρᾴκην, ὅσης Τήρης καὶ Κερσοβλέπτης ἦρχον. εἰ δὲ τοῖς μὲν ἐκείνων κρατήσασι μηδ᾽ ἐγκαλεῖν ἀξιοῦτε μηδέν, ἐμὲ δ᾽ ἐνοχλεῖτε, πῶς οὐ δικαίως ὑμᾶς ἀμυνοίμην ἄν;

***
[6] Εκτός από αυτά, έχετε φτάσει σε τέτοιο βαθμό περιφρόνησης του δικαίου και σε τόσο μεγάλη έχθρα προς εμένα, ώστε έχετε στείλει πρέσβεις ακόμη και στον βασιλιά των Περσών για να τον πείσουν να κηρύξει πόλεμο εναντίον μου. Αλλά το πιο καταπληκτικό απ᾽ όλα είναι τούτο: πριν ο Μέγας βασιλιάς ανακαταλάβει την Αίγυπτο και τη Φοινίκη, αποφασίσατε να καλέσετε σε κοινό αγώνα εναντίον του, εμένα και όλους τους άλλους Έλληνες, σε περίπτωση που εκείνος θα έκανε κάποιαν απόπειρα εναντίον της Ελλάδας.

[7] Τώρα όμως τόσο πολύ έχει ξεχειλίσει το μίσος σας προς εμένα, ώστε συζητάτε μαζί του τη δυνατότητα σύναψης αμυντικής συμμαχίας. Και όμως την παλαιά εποχή οι πρόγονοί σας κατέκριναν, σύμφωνα με πληροφορίες που έχω, τα παιδιά του Πεισιστράτου, που καλούσαν τον Πέρση βασιλιά εναντίον των Ελλήνων. Εσείς τώρα δεν ντρέπεστε να κάνετε αυτά για τα οποία πάντοτε κατηγορούσατε τους τυράννους σας!

[8] Αλλά μαζί με όλα τα άλλα μου παραγγέλλετε με τα ψηφίσματά σας υπό τύπον διαταγής να αφήσω τον Τήρη και τον Κερσοβλέπτη, θεωρώντας τους Αθηναίους, να έχουν την εξουσία της Θράκης. Εγώ όμως γνωρίζω ότι αυτοί οι δύο ούτε έχουν συμπεριληφθεί μαζί με εσάς στις συνθήκες της ειρήνης ούτε έχουν αναγραφεί τα ονόματά τους στις στήλες ούτε είναι Αθηναίοι. Αντίθετα, ο Τήρης πήρε μέρος στην εκστρατεία μου εναντίον σας, ενώ ο Κερσοβλέπτης, που ήταν πρόθυμος να δώσει προσωπικά όρκους στους πρεσβευτές μου, εμποδίστηκε από τους στρατηγούς σας, οι οποίοι τον απείλησαν ότι θα τον θεωρούσαν εχθρό των Αθηναίων.

[9] Είστε αλήθεια αμερόληπτοι; Είστε δίκαιοι; Πώς; Να ισχυρίζεστε δηλαδή ότι ο άνθρωπος αυτός είναι εχθρός της πόλης σας, όταν σας συμφέρει, αλλά όταν θέλετε να με συκοφαντείτε, τότε παρουσιάζετε τον ίδιο άνθρωπο ως συμπολίτη σας; Να κηρύσσετε επίσης πόλεμο εναντίον μου για να υποστηρίξετε τον Κερσοβλέπτη εσείς που, όταν δολοφονήθηκε ο Σιτάλκης, στον οποίο είχατε παραχωρήσει πολιτικά δικαιώματα, αμέσως συνάψατε φιλία με τον δολοφόνο του; Και όλα αυτά, ενώ ξέρετε πολύ καλά ότι κανένας από όσους δέχονταν αυτού του είδους τις τιμές δεν νοιάζεται καθόλου ούτε για τους νόμους σας ούτε για τα ψηφίσματά σας.

[10] Ωστόσο, αν μπορώ παραλείποντας όλες τις άλλες περιπτώσεις να αναφέρω συντόμως δύο παραδείγματα, σεις δώσατε πολιτικά δικαιώματα στον Ευαγόρα τον Κύπριο και στον Διονύσιο τον Συρακούσιο, καθώς και στους απογόνους τους. Αν λοιπόν μπορέσετε να πείσετε αυτούς οι οποίοι εξόρισαν τον καθένα από αυτούς να αποκαταστήσουν στην εξουσία τους έκπτωτους τυράννους, τότε παίρνετε από εμένα όσην έκταση της Θράκης εξουσίαζαν οι Τήρης και Κερσοβλέπτης. Αν όμως δεν κρίνετε σωστό να διατυπώσετε έστω και την παραμικρή κατηγορία εναντίον εκείνων οι οποίοι τους ανέτρεψαν, αλλά επιμένετε να ενοχλείτε εμένα, πώς τότε δεν έχω απόλυτο δίκαιο να υπερασπίσω τον εαυτό μου αντιμετωπίζοντάς σας;

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Το πρώτο και ίσως μεγαλύτερο καλλιτεχνικό δημιούργημα των Ελλήνων είναι η γλώσσα τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λέξη «βάρβαρος» σήμαινε αρχικά αυτόν που βγάζει άναρθρους ήχους: η λέξη μιμείται ηχητικά το κακόφωνο ρέκασμα των ξένων λαών, στους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες συγκατάλεγαν αρχικά όχι μόνο τους Αφρικανούς και τους Ασιάτες, αλλά και τους Μακεδόνες και τους Ρωμαίους. Σιγά-σιγά η λέξη βάρβαρος έγινε απλώς πολιτιστική έννοια: όποιος μιλούσε και σκεφτόταν ελληνικά, δεν ήταν πια βάρβαρος. Αλλά, όπως είναι γνωστό, αυτό έκαναν σχεδόν όλοι οι κυρίαρχοι λαοί στα τέλη της αρχαιότητας: ειδικά οι Ρωμαίοι έγιναν κυριολεκτικά δίγλωσσος λαός. Στην αρχαιότητα, η ελληνική γλώσσα ήταν μια δύναμη πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι η γαλλική τον δέκατο όγδοο αιώνα, γιατί δεν είχε δίπλα της, όπως τα γαλλικά, άλλες γλώσσες και λογοτεχνίες που ν’ αποτελούν ασθενέστερους μεν, αλλά εξελίξιμους αντίπαλους.

Αυτό που πρώτα-πρώτα εξυψώνει τα ελληνικά πάνω απ’ όλες τις άλλες γλώσσες (με την εξαίρεση ίσως της ιταλικής) είναι η μουσικότητά τους, συνέπεια του πλούτου τους σε εύηχα φωνήεντα και διφθόγγους και της σπανιότητας των σκληρών συνιζήσεων και απανωτών συμφώνων. Τη γραφή τους οι Έλληνες δεν την επινόησαν οι ίδιοι, παρά την ανέπτυξαν από τα σημάδια, με τα οποία οι βορειοσημιτικοί λαοί υποδήλωναν τα σύμφωνα, προσθέτοντας μόνο τα τέσσερα τελευταία ψηφία του αλφάβητου: το φ, το χ, το ψ και το ω· αλλά το μεγάλο τους κατόρθωμα ήταν ότι έδωσαν σ’ ένα μέρος απ’ αυτά τα ψηφία τη σημασία φωνηέντων. Έτσι, η γραφή τους έγινε για πρώτη φορά πραγματικά έναρθρη και ξέφυγε από τη βαρβαρότητα της Ανατολής, της οποίας η γραφίδα απλώς τραύλιζε. Αυτό όμως δεν έγινε πριν απ’ την αρχή του έβδομου προχριστιανικού αιώνα· όχι μόνον η μυκηναϊκή περίοδος, την οποία τραγούδησε ο Όμηρος, αλλά και η κατά πολύ νεότερη αριστοκρατική κοινωνία, για λογαριασμό της οποίας τραγούδησε, ήταν ακόμα αναλφάβητες. Από τότε κι έπειτα όμως η γραφή διαδόθηκε αρκετά γοργά. Στην αρχή υπήρχαν, όπως φαίνεται, μόνο μνήμονες, δηλαδή ειδικοί λειτουργοί που κατέγραφαν λογαριασμούς, αποδείξεις πληρωμής και συμβόλαια, αλλά γύρω στο 600 βρίσκονται ήδη παντού επιγραφές: σε αγγεία, ταφικά μνημεία, αναθήματα, ακόμα και σε ανδριάντες στο Αμπού Σιμπέλ της Νουβίας. Οι τελευταίες αυτές επιγραφές γράφτηκαν προφανώς από Έλληνες μισθοφόρους, που βέβαια δεν ανήκαν στην πνευματική αφρόκρεμα. Αλλά η ελληνική γραφή που χρησιμοποιείται στα σημερινά σχολεία είναι όψιμο προϊόν: ως την αλεξανδρινή περίοδο ήταν σε αποκλειστική χρήση η μεγαλογράμματη γραφή.
 
Όπως είναι γνωστό, το ελληνικό αλφάβητο έχει από δύο γράμματα για το Ε και το Ο: το έψιλον και το ήτα, το όμικρον και το ωμέγα. Το ήτα και το ωμέγα υποδήλωναν τον μακρό φθόγγο, αλλά αυτή δεν ήταν η κύρια σημασία τους, γιατί τότε οι Έλληνες θα είχαν επινοήσει ξεχωριστά ψηφία και για το μακρό α, ι και υ· κατά κύριο λόγο υποδήλωναν τον ανοιχτό φθόγγο. Η σαφής διάκριση ανάμεσα στα ανοιχτά και τα κλειστά φωνήεντα αποτελεί και στις σημερινές γλώσσες μια από τις κυριότερες δυσκολίες για τον αρχάριο.
 
Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα είναι η προφορά του ζήτα. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν το πρόφεραν «τς», όπως οι Γερμανοί, αλλά είτε όπως οι Ιταλοί, δηλαδή «τζ» (zelo) είτε όπως οι Γάλλοι, δηλαδή «ζ» (zero). Είναι πολύ πιθανό ότι και οι δύο εκδοχές είναι σωστές, και συγκεκριμένα ότι στην αλεξανδρινή εποχή ήταν συνηθισμένη η πρώτη προφορά και αργότερα η δεύτερη. Αρχικά μάλιστα το ζήτα ήταν, καθώς φαίνεται, το σημάδι που υποδήλωνε το διπλό σύμφωνο σδ, πράγμα που συμπεραίνουμε από το γεγονός ότι τύποι όπως αθήναζε, θύραζε προήλθαν ολοφάνερα από τους αθήνασδε, θύρασδε και ότι στα ξένα ονόματα το sd μεταγράφεται με ζήτα (π.χ. το όνομα Auramazda γίνεται Ωρομάζης), Στην ελληνιστική περίοδο, το ψηφίο sain των σημιτικών ονομάτων, που είναι ένα απλό S, αποδιδόταν με το ζήτα, γι’ αυτό κι εμείς σήμερα γράφουμε Γάζα, Ζαχαρίας κλπ.
 
Αλλά για να σχηματίσουμε σωστή ιδέα για την ελληνική γλώσσα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι, ακόμα κι όταν η γραφή της είχε παγιωθεί από καιρό, εξακολουθούσε να είναι κατά κύριο λόγο μια ομιλούμενη γλώσσα. Πριν από τον πέμπτο αιώνα δεν υπήρχε καθόλου αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα. Τα λογοτεχνικά έργα γράφονταν αποκλειστικά για ακροατές και γι’ αυτό οι συγγραφείς τους πρόσεχαν τον ρυθμό και την ηχητική αίσθηση σε βαθμό που εμείς σήμερα δεν μπορούμε πια να διανοηθούμε. Αλλά κι αργότερα αυτό δεν άλλαξε καθόλου, γιατί οι Έλληνες ήταν συνηθισμένοι να διαβάζουν φωναχτά. Αυτό το γεγονός δεν αναφέρεται ποτέ από τους αρχαίους συγγραφείς, γιατί ήταν πολύ αυτονόητο, αλλά αναφέρεται μια φορά ως αξιοπερίεργο το αντίθετο: ο Αυγουστίνος διηγείται στις «Εξομολογήσεις» του ότι είχε παρατηρήσει συχνά τον δάσκαλό του Αμβρόσιο ν’ αφήνει τα μάτια του να γλιστρούν πάνω στις αράδες, «αλλά η φωνή και η γλώσσα του ησύχαζαν», και η μόνη εξήγηση που βρίσκει γι’ αυτή την ανωμαλία είναι ότι ο Αμβρόσιος ήθελε ν’ αποφύγει τις ερωτήσεις των επισκεπτών γύρω από το νόημα κάποιου σκοτεινού εδάφιου ή ότι απλώς ήθελε να ξεκουράσει τα φωνητικά του όργανα. Οι πλούσιοι είχαν ειδικούς ακριβοπληρωμένους δούλους για να τους διαβάζουν τα διάφορα κείμενα. Επίσης, οι αρχαίοι έγραφαν πάντα μεγαλόφωνα. Αν είχε διατηρηθεί αυτή η συνήθεια, τότε μεγάλα τμήματα της σύγχρονης βιβλιογραφίας, ιδιαίτερα της επιστημονικής, δεν θα είχαν γίνει ποτέ βιβλία.
 
Όχι μόνον ο ρυθμός και η μελωδία είχαν μια σημασία που σήμερα το πολύ πολύ να διατηρείται στη λυρική ποίηση, παρά έπρεπε ακόμα να προσέχει κανείς την αμεσότητα και το εύληπτο της έκφρασης, σε βαθμό που σήμερα απαιτείται μόνον από τον θεατρογράφο. Γι’ αυτό, στην ελληνική γλώσσα υπάρχει μόνο «λαϊκή» λογοτεχνία, που συνδυάζει τη ζωντάνια και τη ροή του προφορικού λόγου με την ακρίβεια και τη συνοπτικότητα του γραπτού, τη χαριτωμένη παραστατικότητα με την εννοιολογική λεπτότητα και τη μεγαλοπρέπεια με τη σαφήνεια. Ο Ερνέστος Κούρτιος λέει στην «Ελληνική Ιστορία» του: «Ολόκληρη η γλώσσα μοιάζει με το σώμα ενός καλογυμνασμένου παλαιστή, όπου κάθε μυς είναι αναπτυγμένος έτσι ώστε ν’ αποδίδει το άριστο.» Έτσι, για παράδειγμα, τα μόρια, που σε καμιά άλλη γλώσσα δεν υπάρχουν σε τέτοιο πλούτο και ποικιλία, είναι πράγματι οι αρθρώσεις του γλωσσικού σώματος, που του δίνουν αξιοθαύμαστη ευλυγισία και ελαστικότητα. Επιτρέποντας στον ομιλητή ν’ απαλύνει και να τονίζει, να σκορπάει φώτα, σκιές και αποχρώσεις, χρησιμεύουν με ανυπέρβλητο τρόπο στη δραματοποίηση της γλώσσας, έτσι ώστε είναι ζήτημα αν υπάρχουν καθόλου «ελληνικά του χαρτιού»· ο εξαίρετος παιδαγωγός Πάουλ Κάουερ αποκαλεί εύστοχα την ελληνική γλώσσα «φθογγοποιημένες χειρονομίες».
 
Με τη γερμανική γλώσσα η ελληνική μοιράζεται το προσόν ότι έχει και τα τρία οριστικά άρθρα, ενώ ο εντελώς απρόσωπος Ρωμαίος δεν έχει κανένα και ο ασεξουαλικός Άγγλος μόνον ένα. Αντίθετα, της λείπει το αόριστο άρθρο, πράγμα που ίσως να οφείλεται στην αντιπάθεια του Έλληνα για κάθε τι που δεν έχει σαφές περίγραμμα. Από τις παλιές ινδογερμανικές πτώσεις, η ελληνική γλώσσα έχει χάσει την αφαιρετική και την οργανική, από την τοπική έχουν μείνει μόνον ορισμένα ίχνη (Ισθμοί, Μαραθώνι, Σαλαμινι), ενώ οι άλλες πτώσεις έχουν πλούσια ανάπτυξη. Ας συγκρίνουμε με τα ελληνικά τις ρωμανικές γλώσσες, που έχουν μόνο μία πτώση, αφού η αιτιατική είναι ίδια με την ονομαστική, ενώ η γενική και η δοτική σχηματίζονται περιφραστικά με προθέσεις που προέρχονται από τις λατινικές de και ad. Είναι πασίγνωστο με πόση ανεπανάληπτη λεπταισθησία, κι ωστόσο πάντα με σαφήνεια και συνοπτικότητα, μπορεί η ελληνική γλώσσα να εκφράσει, χάρη στα γένη, τους χρόνους και τις εγκλίσεις των ρημάτων της, τις αποχρώσεις του ενδεχόμενου και. του αναγκαίου, του ευκταίου και του αμοιβαίου, του στιγμιαίου και του διαρκούς, του χρονικά κοντινού και μακρινού. Ένα μεγάλο πλεονέκτημα είναι επίσης η ελευθερία στη σύνταξη (που είναι δυνατή χάρη στις σαφείς και μονοσήμαντες καταλήξεις) και στον σχηματισμό συνοπτικών προτάσεων (όπως η απαρεμφατική, η μετοχική, της απόλυτης γενικής και της απόλυτης αιτιατικής). Το εκπληκτικότερο όμως γνώρισμα της ελληνικής γλώσσας είναι η γλωσσοπλαστική της ικανότητα, που με τις χιλιάδες παράγωγα και σύνθετες λέξεις δίνει στον ομιλητή έναν ανεξάντλητο γλωσσικό θησαυρό: επιτρέπει στον ομιλητή να παρακολουθήσει μια βασική έννοια σ’ όλες τις διακλαδώσεις της και ν’ αποδίδει με μια και μόνο λέξη εννοιολογικές συναρτήσεις που σε άλλες γλώσσες χρειάζονται μια ολόκληρη πρόταση για να εκφρασθούν. Αυτή την κινητικότητα, που λείπει ολότελα από τα λατινικά και τις θυγατρικές τους γλώσσες, την έχει, εκτός από την ελληνική, μόνον η γερμανική γλώσσα, αλλά οι γερμανικές μορφές δεν είναι τόσο εύηχες ούτε τόσο εύχρηστες και πλαστικές όσο οι ελληνικές. Από το ρήμα βουλεύω (=συσκέπτομαι) ο Έλληνας παράγει τις λέξεις βουλή, βούλευμα, βουλευτήριον, βουλευτήριος, βουλευτής, βουλευτικός, βουλήεις (=γνωστικός, συνετός), βουλφόρος, βούλαρχος κι ένα σωρό άλλες συνθέσεις, που μπορούν να πολλαπλασιασθούν ανάλογα με τις ανάγκες του λόγου. Η Θέτις, η μητέρα του Αχιλλέα, αυτοαποκαλείται δυσαριστοτόκεια: αυτή που για συμφορά της γέννησε τον άριστο («πικρολεβεντομάνα»)· καμιά άλλη γλώσσα δεν θα μπορούσε να εκφράσει μονολεκτικά μια τέτοια έννοια, μόνο στα γερμανικά θα μπορούσε να υπάρξει η αντίστοιχη λέξη Unglücks-Heldenmutter, που όμως δεν ακούγεται όμορφα. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράξενο που οι επιστήμες χρησιμοποιούν ανέκαθεν ελληνικές εκφράσεις, και με ιδιαίτερη προτίμηση μάλιστα οι λεγόμενες «θετικές» επιστήμες: η φυσική και η χημεία, η ζωολογία και η βοτανική, η τεχνολογία και η ιατρική, που δεν μπορούν βέβαια να κατηγορηθούν για «ελληνομανία», όπως οι ανθρωπιστικές επιστήμες. Εξάλλου, σε μια γλώσσα που μπορεί με τόση ευκολία να συνδυάζει τις έννοιες, να τους δίνει αποχρώσεις, να τις τροποποιεί, είναι σχεδόν αδύνατο να μη φιλοσοφήσει κανείς· κι εδώ πάλι την ελληνική γλώσσα δεν τη φτάνει καμιά άλλη παρά μόνον η γερμανική. Μπορούμε να πούμε ότι οι ιδέες του Πλάτωνα ενυπήρχαν ήδη στην ελληνική γλώσσα, όπως οι σκέψεις του μαστρο-Έκχαρτ στη γερμανική.
 
Ο περιττός, αλλά μεγαλοπρεπής δυικός εξαφανίζεται ήδη στην ελληνιστική περίοδο, και η γλώσσα που μιλιόταν στα τέλη της αρχαιότητας πλησιάζει ήδη στη νεοελληνική, που κι αυτή δεν έχει πια δοτική και από τις εγκλίσεις έχει κρατήσει μόνο την οριστική και την προστακτική. Ο Νεοέλληνας προφέρει το η, το υ, το ει και το οι ως i, το αι ως e, το φ (που στα αρχαία ελληνικά προφερόταν p+h) ως ένα φθόγγο, το χ (στα αρχαία ελληνικά k+h) επίσης ως ένα φθόγγο, που πριν από το e και το i είναι ουρανισκικός και στις άλλες περιπτώσεις λαρυγγικός, το ρ με την άκρη της γλώσσας, όπως και σε πολλές άλλες σύγχρονες γλώσσες (ιδιαίτερα στα ισπανικά), το δ και το θ όπως το μαλακό και το σκληρό αγγλικό th αντίστοιχα, το β ως w. Ακόμα και το υ γίνεται w στους διφθόγγους (αυ, ευ), γι’ αυτό κι εμείς λέμε Evangelium κι όχι Euangelium. Αυτό το ψηφίο ήταν αρχικά ένα u, και οι δίφθογγοι προφέρονταν a+u, e+u. Μεταβατικές μορφές ανάμεσα στο u και το w υπάρχουν και σ’ άλλες γλώσσες: στα λατινικά το u και το ν είναι ισοδύναμα· το αιγυπτιακό w γίνεται συχνά u στα κοπτικά, ιδιαίτερα στους διφθόγγους· το αγγλικό w προφέρεται σχεδόν u.
 
Ξέσπασε έτσι μια μεγάλη διαμάχη γύρω από το αν οι αρχαίοι Έλληνες, τουλάχιστον από την κλασική περίοδο κι έπειτα, δεν μιλούσαν ολόιδια με τους σημερινούς. Η διαμάχη αυτή ξεκινάει από την εποχή της Μεταρρύθμισης. Η γνώση της ελληνικής γλώσσας έφτασε στη Δύση με Βυζαντινούς λόγιους, που φυσικά έφεραν μαζί τους τη δική τους, δηλαδή τη νεοελληνική προφορά. Σ’ αυτή την εκδοχή εναντιώθηκε ο φωστήρας του αιώνα, ο ξακουσμένος Έρασμος από το Ρότερνταμ, με μια πραγματεία που είχε τίτλο «De recta Latini Graecique sermonis pronunciatione» («Για τη σωστή προφορά της λατινικής και της ελληνικής γλώσσας»), και που, κατά τη συνήθεια της εποχής εκείνης, είχε τη μορφή διαλόγου: η αρκούδα και το λιοντάρι λογομαχούν γύρω από τη σωστή προφορά των αρχαίων. Η βασική σκέψη του Έρασμου, απλή και εύλογη, ήταν ότι αν οι αρχαίοι Έλληνες πρόφεραν το ι, το η, το υ, το ει, το οι και το υι με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή i, τότε δεν είχαν λόγο να καθιερώσουν χωριστά ψηφία γι’ αυτόν τον φθόγγο. Αλλά ο Έρασμος, που ακόμα και στους κατά πολύ σημαντικότερους αγώνες για την πίστη και την ελευθερία ήταν ένα δυνατό πνεύμα σ’ αδύνατη σάρκα, χώριζε καιροσκοπικά τη θεωρία από την πράξη, κι έτσι διατήρησε ο ίδιος την παραδοσιακή προφορά. Μερικοί Άγγλοι λόγιοι αγωνίσθηκαν ενεργητικότερα για την καινούργια άποψη· εναντίον τους όμως στράφηκε ο επίσκοπος Γκάρντινερ, που, ως πρύτανης του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ, έβγαλε ένα διάταγμα όπου απειλούσε τους καθηγητές με απομάκρυνση από τη σύγκλητο, τους φοιτητές με αποβολή και τους μαθητές με κατ’ οίκον σωφρονισμό, αν τολμούσαν να κάνουν διάκριση στην προφορά ανάμεσα στο αι και το ε ή ανάμεσα στο οι και το ι. Ο επίσκοπος Γκάρντινερ υπήρξε και σ’ αυτό το ζήτημα συνεπής με τη γενική στάση του, γιατί ήταν ένας από τους φανατικότερους αιρετικοφάγους της Ιστορίας. Όταν κάποιος είναι φοβιτσιάρης ή φανατικός, το δείχνει ακόμα και στην προφορά.
 
Οι οπαδοί της νεοελληνικής προφοράς ονομάζονταν ιωτακιστές ή (από τον θεμελιωτή των ελληνικών σπουδών στη Γερμανία) ροϋχλινιανοί, σ’ αντίθεση με τους ητακιστές ή ερασμιακούς, που όμως βγήκαν νικητές, γιατί σχεδόν όλοι οι σημαντικοί φιλόλογοι τάχτηκαν με το μέρος τους. Σήμερα πια μόνον οι ίδιοι οι Νεοέλληνες είναι ιωτακιστές, για λόγους που δεν έχουν τόσο σχέση με την επιστήμη όσο με την εκπαιδευτική πολιτική αφού έτσι τονίζεται η συνέχεια ανάμεσα στο παρόν και το ένδοξο παρελθόν. Υπέρ του ητακισμού συνηγορεί, εκτός από μια σειρά ειδικά επιχειρήματα, η ίδια η κοινή λογική. Είναι στη φύση κάθε γλώσσας ν’ αλλάζει συνεχώς, γι’ αυτό και δεν είναι δυνατόν οι Έλληνες να μιλάνε σήμερα όπως ακριβώς μιλούσαν πριν από δυο χιλιάδες χρόνια. Άλλωστε, κάθε λαός γράφει αρχικά όπως ακριβώς μιλάει· και αν μιλάει διαφορετικά απ’ ό,τι γράφει, αυτό σημαίνει ότι κάποτε μιλούσε διαφορετικά. Αν ο Γάλλος γράφει Corps, αυτό συμβαίνει επειδή οι πρόγονοι του έλεγαν corpus, και γράφει moi γιατί ως τα τέλη του Μεσαίωνα έλεγε «moj». Έστω και μόνο το γεγονός ότι σε μια κωμωδία του Κρατίνου ο ήχος των προβάτων αποδίδεται ως «βή βή», πράγμα που αντιστοιχεί ακριβώς στο δικό μας «μπε μπε», αποδείχνει ότι το δίκιο είναι με τη μεριά των ητακιστών. Ένας ροϋχλινιανός αντέταξε σ’ αυτό το επιχείρημα την ευτράπελη, αλλά εντελώς ανούσια αντίρρηση ότι τα πρόβατα δεν είναι αρμόδια να κρίνουν τα γλωσσικά ζητήματα. Στην πραγματικότητα όμως είναι και παραείναι, γιατί αν, όπως πρέπει μάλλον να υποθέσουμε, εκφράζονταν εκείνο τον καιρό με τον ίδιο τρόπο όπως σήμερα, τότε ο τρόπος που αποδίδει ο Κρατίνος τη φωνή τους μαρτυρεί αδιάσειστα ότι τα πρόβατα και όλοι οι άλλοι Αθηναίοι ήταν ερασμιακοί. Σύμφωνα με τους ιωτακιστές τα πρόβατα θα έπρεπε να έλεγαν «wi wi».
 
Αλλά δεν πρέπει να πιστέψει κανείς ότι η ερασμιακή προφορά μας δίνει μια έστω και κατά προσέγγιση πιστή εικόνα της αρχαίας ελληνικής. Ο Φρίντριχ Μπλας λέει πολύ εύστοχα: «Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι αν αναστηνόταν ένας αρχαίος Αθηναίος κι άκουγε έναν από εμάς να μιλάει ελληνικά, σύμφωνα με όλα τα πορίσματα της επιστημονικής έρευνας και με το ωραιότερο, το πιο εξασκημένο όργανο, θα έβρισκε την προφορά αποκρουστικά βάρβαρη. Αν όμως άκουγε ένα Νεοέλληνα, μάλλον δεν θ’ αγανακτούσε τόσο, αλλά για τον απλούστατο λόγο ότι δεν θα καταλάβαινε ότι αυτή είναι η γλώσσα του.» Όλοι οι σημερινοί λαοί μιλούν τα ελληνικά αλλιώτικα, δηλαδή προσαρμοσμένα στη δική τους γλώσσα (μόνο που τις περισσότερες φορές δεν το συνειδητοποιούν), και όλοι τα μιλούν λάθος. Γι’ αυτό δεν έχει και τόση σημασία αν αποδίδουμε τα ελληνικά κύρια ονόματα «σωστά» ή εκλατινισμένα ή ακόμα και εκγαλλισμένα.
 
Ένα παράξενο φαινόμενο είναι ότι ποτέ δεν υπήρξε μια ενιαία ελληνική γλώσσα, παρά τέσσερις μεγάλες διάλεκτοι που συνυπήρχαν η μια πλάι στην άλλη: η ιωνική, η δωρική, η αιολική και η αττική. Στα ιωνικά έγραψαν ο Όμηρος και ο Ησίοδος, οι ελεγειακοί ποιητές και οι ιαμβογράφοι, ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος, ο Ιπποκράτης και οι μαθητές του. Στα δωρικά έγραψαν ο Επίχαρμος, οι Πυθαγόρειοι και όλοι οι λυρικοί ποιητές, με κορυφαίο τον Πίνδαρο. Η αιολική διάλεκτος βρήκε τους κύριους εκπροσώπους της στη Σαπφώ και τον Αλκαίο, η αττική στον Αριστοφάνη, τον Πλάτωνα, τους ρήτορες, τους τραγωδούς. Σ’ αυτούς τους τελευταίους ο διάλογος ήταν γραμμένος στην αττική διάλεκτο, ενώ τα χορικά σε δωρική ή έντονα δωρίζουσα διάλεκτο. Η διάλεκτος δεν είχε καμιά σχέση με την καταγωγή του συγγραφέα· η επιλογή της καθοριζόταν μόνον από αισθητικές σκοπιμότητες και από την παράδοση, θα ήταν π.χ. αδιανόητο να γράψει κάποιος ένα έπος σε άλλη διάλεκτο εκτός από την ιωνική.
 
Από την άλλη πλευρά, όμως, ακριβώς χάρη στο έπος οι Έλληνες απόκτησαν ένα είδος κοινής γλώσσας. Γιατί ο Όμηρος ήταν κάτι σαν ελληνική Βουλγκάτα. «Σ’ αυτόν τον ποιητή», λέει ο Πλάτων», «οφείλει η Ελλάδα τη μόρφωσή της.» Η Ιλιάδα έχει ονομασθεί καθρέφτης της ιπποτικής ζωής, αλλά σε εξίσου μεγάλο βαθμό είναι και καθρέφτης της λαϊκής ζωής, του κόσμου ολόκληρου· η Οδύσσεια είναι ένα από εκείνα τα σπάνια παραμύθια που περικλείουν μέσα τους όλα τα ανθρώπινα. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Όμηρος συμβολίζει κάθε τι το ελληνικό. Με τον Όμηρο η πλαστική ικανότητα των Ελλήνων φτάνει, στην αρχή κιόλας της ιστορίας τους, στο απόγειό της. Ο Όμηρος είναι πάνω απ’ όλα ένας ανυπέρβλητος πλαστουργός: αυτή η ιδιότητα χαρακτηρίζει το μαρμάρινο μεγαλείο και την ψυχρότητά του, τα λιγοστά και αδρά, αλλά λαμπερά χρώματά του, τη σύνθεσή του, που συνήθως ξέρει μονάχα ατομικές μορφές και, όπου οι μορφές αυτές σχηματίζουν ομάδες, τις διατάσσει γραμμικά και συμμετρικά: σε αετώματα, ζώνες και ορόφους. Αυτή χαρακτηρίζει ακόμα και τις παρομοιώσεις του, που πλαισιώνουν και συνοδεύουν το ανάγλυφο σαν εμβλήματα ή σαν περιοδικά επαναλαμβανόμενα ποικίλματα. Τοπίο, καιρικές συνθήκες, εποχή του χρόνου — όλα όσα ανήκουν στην «ατμόσφαιρα» απουσιάζουν· γιατί αυτά τα πράγματα βρίσκονται έξω από τις δυνατότητες της γλυπτικής. Όλα έχουν σαφές περίγραμμα, όλα είναι μονοσήμαντα, όλα είναι Gestalt· ενώ αντίθετα η χριστιανική ποίηση (και όλη η σύγχρονη ποίηση είναι χριστιανική) βλέπει τον άνθρωπο ως κάτι το άμορφο και άπειρο. Οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα είναι εικόνες, οι περιπλανήσεις του Φάουστ σύμβολα· στην Ιλιάδα ακόμα και τα πιο απίθανα πράγματα είναι πραγματικά, στην «Αγριόπαπια» ακόμα και τα πιο καθημερινά πράγματα είναι θρύλος. Οι ομηρικοί ήρωες έχουν από φυσικού τους γιγάντιες διαστάσεις. Η απίστευτη σωματική τους δύναμη και γρηγοράδα δεν τους κάνει μυθικά πλάσματα, και η τερατώδης όρεξή τους για δόξα κι εκδίκηση, αίμα και ψητό κοψίδι δεν τους δίνει τίποτα το παθολογικό.
 
Αυτή τη στρογγυλεμένη περιγραφή του κόσμου την ενισχύει το εξάμετρο με τη μεγαλοπρεπή ροή του και τη λαγαρή διάρθρωσή του, καθώς και η τυποποίηση των αποστροφών και των επιθέτων, που δεν είναι ούτε αποστεωμένες εκδηλώσεις μιας τυφλής παραδοσιοκρατίας ούτε τυφλοσούρτες για να βοηθούν τη μνήμη των ακροατών και των αοιδών, όπως έχει υποτεθεί, παρά είναι εκφράσεις μιας απόλυτα συγκεκριμένης θέλησης του καλλιτέχνη. Όταν ο προσευχόμενος σηκώνει μέρα μεσημέρι τα χέρια του στον «έναστρο ουρανό» και η Ναυσικά πηγαίνει για πλύσιμο τα «αστραφτερά φορέματά» της, οι αρχαίοι Έλληνες σίγουρα είχαν προσέξει αυτές τις «αντιφάσεις» χωρίς να τους ξενίζουν ιδιαίτερα. Σ’ ένα κόσμο λουσμένο στην πραγματικότητα, τα φορέματα είναι πάντα αστραφτερά και τα αιώνια άστρα φαίνονται αδιάκοπα.

Τι είναι η Αγάπη;

Μήπως η Αγάπη είναι χημεία;
Βιολογικά, η Αγάπη είναι μια έντονη νευρολογική κατάσταση, όπως η πείνα ή η δίψα, αλλά πιο μόνιμη. Λέμε για την αγάπη ότι είναι τυφλή ή με την έννοια ότι δεν την ελέγχουμε. Αλλά πάλι, αυτό δεν είναι ιδιαίτερα παράξενο, από τη στιγμή που η Αγάπη, είναι κατά βάση χημικό φαινόμενο μας λένε οι χημικοί.

Ενώ ο πόθος είναι μια περιστασιακή σεξουαλική επιθυμία στη δημιουργία της οποίας εμπλέκεται η απελευθέρωση ορμονών, όπως η τεστοστερόνη, και τα οιστρογόνα, στην πραγματική αγάπη ή στο πραγματικό δέσιμο και στην πραγματική αφοσίωση. Ο εγκέφαλος απελευθερώνει ένα τεράστιο συνδιασμό ορμονών:: Φερομόνες, Ντοπαμίνη, Νορεπινεφρίνη, σεροτονίνη, ωκυτοκίνη και βαζοπρεσίνη (ADH).
 
Ωστόσο, από την σκοπιά της εξέλιξης, η αγάπη μπορεί να αντιμετωπισθεί ως μηχανισμός επιβίωσης. Ένας μηχανισμός που έχουμε αναπτύξει, ώστε να χρειαζόμαστε τις μακροχρόνιες σχέσεις, που σημαίνουν αμοιβαία αλληλοϋπεράσπιση, φροντίδα των γονιών προς τα παιδιά και προώθηση του αισθήματος ασφάλειας και σιγουριάς.
 
Η Αγάπη στην αρχαιότητα είχε πολλές εκφάνσεις
Οι αρχαίοι ξεχώριζαν την Φιλία, την οποία αντιλαμβάνονταν ως μια βαθιά αλλά χωρίς σεξουαλική διάσταση, οικειότητα, ανάμεσα σε στενούς φίλους ή μέλη μιάς οικογένειας ή ως ένα βαθύ δέσιμο, που σφυρηλατείται ανάμεσα σε στρατιώτες που πολεμούσαν ο ένας δίπλα στον άλλον στη μάχη.
 
Το αρχαίο Ρωμαϊκο Ludus πάλι, περιγράφει ένα πιο παιχνιδιάρικο πάρε-δώσε που συμβαίνει όταν φλερτάρουμε.
 
Πράγμα ήταν η ώριμη αγάπη που εξελίσσεται με το πέρασμα του χρόνου ανάμεσα σε ζευγάρια που βρίσκονται πολύ καιρό μαζί και περιλαμβάνει αλληλοκατανόηση στην πράξη, αφοσίωση, συμβιβασμούς και αλληλοκατανόηση.
 
Αγάπη για τους αρχαίους, ήταν ένας πιό γενικευμένος όρος και δεν είχε να κάνει με την αποκλειστικότητα αλλά με ένα πανανθρώπινο συναίσθημα που αφορούσε τους γύρω σου.
 
Φιλαυτία, είναι η αγάπη για τον εαυτό σου, που δεν είναι τόσο εγωιστική όσο ακούγεται. Όπως έλεγε ο Αριστοτέλης ή όπως θα σας πει οποιοσδήποτε ψυχοθεραπευτής, για να μπορέσεις να νοιαστείς για τους άλλους, πρέπει πρώτα να έχεις φροντίσει τον εαυτό σου.
 
Τέλος, και πιθανότατα τελευταίος, αν και προκαλεί τα περισσότερα προβλήματα και επιπλοκές, ο Έρως, έχει να κάνει με την σεξουαλική έλξη, και το πάθος. Εκτός αν μετεξελιχθεί σε φιλία η/και πράγμα, ο έρως θα εκφυλιστεί και θα σβήσει μόνος του.
 
Αγάπη είναι όλα τα παραπάνω. Αλλά είναι παράλογο και μη μη ρεαλιστικό να έχουμε την προσδοκία να βιώσουμε και τις έξι εκδοχές της με ένα μόνο πρόσωπο. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικά πράγματα η οικογένεια και η κοινωνία.
 
Η Αγάπη είναι παθιασμένη δέσμευση
Η απάντηση παραμένει ασαφής, εν μέρει διότι η Αγάπη δεν είναι ένα πράγμα. Αγάπη για τους γονείς, τους συντρόφους, τα παιδιά, την πατρίδα, τον διπλανό, κτλ., όλες έχουν διαφορετική υφή. Κάθε μια έχει τις παραλλαγές της: Τυφλή, μονόπλευρη, τραγική, σταθερή, ρευστή, υστερόβουλη, ανολοκλήρωτη, άνευ όρων…
 
Στην καλύτερη πάντως, όλες οι εκδοχές της είναι μια ευγενής και παθιασμένη δέσμευση, την οποία καλλιεργούμε και εξελίσσουμε, αν και συχνά εμφανίζεται στις ζωές μας απρόσκλητη. Γι’ αυτό και είναι κάτι περισσότερο από ένα δυνατό συναίσθημα. Χωρίς την δέσμευση, είναι μόνο ένας ενθουσιασμός. Χωρίς το πάθος είναι μόνο εμμονή. Ακόμα και η μεγαλύτερη Αγάπη, χωρίς τα ην φροντίσεις και να την καλλιεργήσεις, μαραίνεται και πεθαίνει.
 
 Η Αγάπη είναι κίνητρο για όλες τις μεγάλες ιστορίες
Το τι είναι η Αγάπη, εξαρτάται από το πού βρίσκεσαι σε σχέση με αυτήν. Όταν βρίσκεσαι ασφαλής μέσα της, μπορείς να την αισθάνεσαι τόσο φυσική και απαραίτητη, όσο τον αέρα – υπάρχεις μέσα της χωρίς καλά καλά να το προσέχεις. Όταν την στερηθείς, μπορεί να τη νιώθεις σαν εμμονή. Να σε εξαντλεί, σχεδόν σαν σωματικός πόνος.
 
Η Αγάπη είναι το κίνητρο για τις μεγάλες αφηγήσεις. Όχι μόνο για τις ιστορίες με ρομαντική αγάπη, αλλά και για την αγάπη του γονιού προς το παιδί του, για την αγάπη στην οικογένεια, στην πατρίδα. Εϊναι το σημείο πριν την ολοκλήρωσή της που συναρπάζει. Αυτό που σε χωρίζει από την αγάπη, τα εμπόδια που μπαίνουν ανάμεσά σας. Αυτές τις στιγμές που προσπαθείς να ξεπεράσεις τα εμπόδια, η Αγάπη είναι τα πάντα.
 
Τελικά τι είναι αυτό που το λένε αγάπη;
 
Πέντε άνθρωποι αυθεντίες στον τομέα τους, που εκπροσωπούν πέντε εντελώς διαφορετικούς τομείς της σύγχρονης κοινωνικής ζωής: έναν θεωρητικό φυσικό, μία ψυχοθεραπεύτρια, έναν φιλόσοφο, μία συγγραφέα και μία καλόγρια! ρωτήθηκαν τι είναι αγάπη; Οι απαντήσεις είναι πραγματικά ενδιαφέρουσες.
 
Ο Jin Al-Khalili, φυσικός που απάντησε στο ερώτημα, απαντά κατ’ αρχήν μονολεκτικά, λέγοντας ότι «η αγάπη είναι χημεία». Για την ακρίβεια, αποτελεί μία νευρολογική κατάσταση μόνιμου χαρακτήρα, όπως η πείνα και η δίψα, αλλά με μονιμότερο και εντονότερο συναισθηματικό χαρακτήρα. Η προσέγγιση του είναι εντελώς επιστημονική και μεταξύ άλλων αναλύει τα συστατικά της αγάπης σε φυσικές ουσίες, εκ των οποίων οι κυριότερες είναι οι φερομόνες, η ντοπαμίνη, η νορεπινεφρίνη, η σεροτονίνη, η ωκυτοκίνη και η βαζοπρεσίνη. Και αν σου παραφαίνεται στεγνή και ξύλινα επιστημονική, σπεύδει να συμπληρώσει ότι αποτελεί έναν μηχανισμό επιβίωσης, με τον οποίο οι άνθρωποι τείνουν να καλύψουν τις ανάγκες στοργής και αλληλεγγύης τους.
 
Η προσέγγιση της ψυχοθεραπεύτριας Philippa Perry εκκινεί από εντελώς διαφορετική αφετηρία. Ο όρος «αγάπη» αποτελεί σύμπτυξη των αξιών της φιλίας, της φιλαυτίας και του έρωτος, των οποίων αποτελεί μετεξέλιξη. Ένας συνδυασμός δηλαδή του εγωιστικού και του αλτρουιστικού στοιχείου σε ένα, καταλήγει, όπου όσο πιο έντονη είναι η ύπαρξη των στοιχείων αυτών μεταξύ δύο προσώπων, τόσο ισχυρότερη και η ίδια η αγάπη. Δεν ξέρω αν φωτίστηκες (εγώ πάντως όχι), για αυτό και προχωράω, προσπαθώντας να σε μπερδέψω ακόμη περισσότερο.
 
Ο Julian Baggini, διακεκριμένος Ιταλός φιλόσοφος, θεωρεί παγίδα το ίδιο το ερώτημα και ξεκινά αντιστρόφως: το θέμα είναι τι ΔΕΝ είναι αγάπη, υποστηρίζει. Και συνεχίζει: «Χωρίς την δέσμευση, είναι μόνο ένας ενθουσιασμός. Χωρίς το πάθος είναι μόνο εμμονή. Ακόμα και η μεγαλύτερη αγάπη, χωρίς τα ην φροντίσεις και να την καλλιεργήσεις, μαραίνεται και πεθαίνει». Ομολογώ ότι μία βάση την έχει, αλλά για την ταμπακιέρα, ούτε η παραμικρή αναφορά. Αν καλύπτεσαι από την αντιστροφή του ερωτήματος, τότε οκ.
 
Μία συγγραφέας, η Jojo Moyes, ρωτήθηκε και έδωσε την εξής απάντηση: ότι το τι είναι η αγάπη, εξαρτάται από το πού βρίσκεσαι σε σχέση με αυτήν. Δηλαδή, όταν βρίσκεσαι ασφαλής μέσα της, μπορείς να την αισθάνεσαι τόσο φυσική και απαραίτητη, όσο τον αέρα – υπάρχεις μέσα της χωρίς καλά καλά να το προσέχεις. Όταν πάλι την στερηθείς, μπορεί να τη νιώθεις σαν εμμονή. Να σε εξαντλεί, σχεδόν σαν σωματικός πόνος. Έτσι, καταλήγει, γίνεται αφορμή για την αφήγηση όλων των ιστοριών, και όχι μόνο αυτών που αφορούν στο επάγγελμα της, αλλά του κάθε απλού ανθρώπου… Η αναζήτηση του τι είναι αγάπη ολοκληρώθηκε με την απάντηση της ηγουμένης ενός καθολικού μοναστηριού, ονόματι Catherine Wybourne. Η ίδια θεωρεί την αγάπη ως ευλογία, ως το μόνο αγαθό που είναι ανεπίδεκτο πώλησης και ανταλλαγής, ως μη οριστέο αγαθό, αλλά βιώσιμο εν τη πράξει, και ως η ύστατη πράξη ταπείνωσης και ένωσης με την ανώτερη δύναμη, με το θείο.
 
Η αλήθεια είναι ότι ορισμένα πράγματα απλά δεν μπορούν να οριστούν. Αυτά εκ των πραγμάτων περισσότερο τα ζεις, παρά τα ορίζεις και τα θέτεις σε καλούπια, και στο σημείο αυτό ίσως και να συμφωνήσουμε με την κυρία ηγουμένη. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα εξαρτώνται από την οπτική γωνία του καθενός. Και έτσι οδηγείσαι σε μία εκ των πραγμάτων στεγνή προσέγγιση, όπως ο φυσικός, μία ψυχαναλυτική, όπως η ψυχοθεραπεύτρια, μία θεολογική, όπως η ηγουμένη, ή ουσιαστικά αποφεύγεις να απαντήσεις, όπως ο φιλόσοφος.
 
Το ζήτημα είναι ότι κομμάτια του παζλ βρίσκονται στις απαντήσεις όλων τους. Από εσένα εξαρτάται το ποια θα επιλέξεις για να σχηματίσεις το δικό σου προσωπικό ολοκληρωμένο παζλ…

Όσα λένε τα μάτια, δεν θα στα πει ποτέ το στόμα!

Αν σήμερα ερχόσουν και με ρωτούσες ποια αίσθηση μας θεωρώ την ισχυρότερη, θα σου ‘λεγα μονομιάς την όραση.

Η μυρωδιά, η γεύση, η ακοή, ακόμα και η αφή είναι όλες σημαντικές όμως λείπει σε όλες κάτι. Τους λείπει η αμεσότητα. Και μόνο τα μάτια, λες και φτιάχτηκαν γι’ αυτό, έχουν βαλθεί να σχηματίζουν χρωστούμενους πόθους και λειψά πάθη σ’ ένα μόνο βλέμμα.

Ωραίος διάλογος οι ματιές. Χιλιάδες λέξεις και νοήματα συμπυκνωμένα. Κάθε ανέκφραστο που ψάχνει απ’ όλο το κορμί σου να βρει διέξοδο κι όλο κάπου μπλοκάρει, σαν να βρίσκει μία μικρή χαραμάδα στα μάτια σου και ξεχύνεται κυνηγημένο. Ολόκληρες συζητήσεις τα μάτια, χωρίς να αρθρώσετε μιλιά. Άλλοτε είναι πονηρά, άλλοτε κρύβονται συνεσταλμένα. Τη μία σαν ανυπόμονοι έφηβοι βιάζονται να πουν όσο πιο πολλά μπορούν να τελειώνουν, και την άλλη απελευθερώνουν βασανιστικά κάθε τους συλλαβή -γιατί ξέρουν πως έτσι, αξίζει περισσότερο.

Η οπτική επαφή, είναι ο τρόπος των σωμάτων να παίρνουν φωτιά. Στη χημεία, όταν οι ουσίες αντιδρούν μεταξύ τους, μεταβάλλονται. Και παρά τις εκρήξεις ή τους καπνούς, αυτό επιβεβαιώνει κατ’ έναν περίεργο τρόπο ότι τα μόρια τους φτιάχτηκαν για ν’ αλληλεπιδρούν. Έτσι συμβαίνει και στους ανθρώπους. Μη σε φοβίζει ο πνιγμός της ανάσας που χάνεις, οι σφυγμοί που βαράνε ταβάνι, όταν τα μάτια σας συναντιούνται. Και κυρίως μην τα προδώσεις για τη δήθεν ασφάλεια που θα σου εξασφαλίσουν οι άδειες ματιές.

Δεν είναι εύκολα τα βλέμματα. Δε σου εγγυώνται ανταπόκριση άμεση ή μετάφραση σωστή από εκείνον που θα τ’ ανταλλάξεις. Δεν είναι σκοπός των πάντων η κατανόηση, παρ’ όλα αυτά είναι όμορφο να ξέρεις πως κάποιος τουλάχιστον προσπαθεί. Να μάθει, να ξεκλειδώσει. Σ’ εκείνους που μοιάζουν πως θα πέθαιναν για να διαβάσουν τις ματιές σου, σ’ αυτούς αξίζει να τις στρέφεις.

Είναι η ασφάλεια που προσφέρουν, αυτό που τις κάνει τόσο τολμηρές. Ό,τι δε λέγεται, μπορείς πάντοτε να ισχυρισθείς και ότι δεν υπάρχει. Καταδίκη για βλέμμα ειδεχθές δεν έχει καταγραφεί ακόμη στην παγκόσμια ιστορία και να σου πω την αλήθεια, ούτε προβλέπεται. Αν είσαι ο θύτης δε θα σου ζητηθούν απολογίες, ενώ ταυτόχρονα δε γεννιούνται προσδοκίες, τουλάχιστον σοβαρές, αν είσαι το θύμα. Σε όλα υπάρχει νόμος, όχι στα μάτια. Χαζοί ήταν οι παλιοί που το ‘κάναν και άσμα; Πώς να το πω; Είναι κάτι σαν άνευ για να πετύχεις τα πάντα αλλά να μη χάσεις και τίποτα.

Είμαστε λίγο βλαμμένοι όμως, οι άνθρωποι. Το μόνο όργανο με το οποίο μπορούμε να δούμε βαθιά στις ψυχές, εμείς το διαλέγουμε για να κοιτάζουμε πράγματα ανούσια, όσα φαίνονται. Μα ακριβώς η μαγεία των βλεμμάτων, κρύβεται σ’ αυτά που δε φαίνονται ούτε τόσο. Λίγη παρατηρητικότητα χρειάζεται για να το καταλάβεις. Λίγο παραπάνω προσοχή στον άνθρωπο εκείνο, που η ματιά του μοιάζει να ‘χει σταματήσει στο χρόνο, σαν να βλέπει πέρα από ύλες και πάνω από διαστάσεις. Δεν είναι αυτά που αντιλαμβάνεται με την όραση που τον καθηλώνουν, αλλά όσα τον κάνουν να νιώσει. Τέτοιες ματιές αξίζεις και τέτοιες να προσδοκάς.

Και για να κάνουμε και μία ετυμολογική ανάλυση. Η λέξη «μάτια» προέρχεται από το αρχαίο ουδέτερο ουσιαστικό «όμμα», που παράλληλα σημαίνει και λάμψη, φως, καθετί αγαπητό ή πολύτιμο. Μοιάζει από τη δημιουργία της η λέξη να κουβαλάει αυτό που παλεύω τόση ώρα να πω. Οι ματιές, φίλοι μου, φτιάχτηκαν για να μοιράζουν και να μαζεύουν φως. Και αυτό μπορούν να το κάνουν μόνο όταν κοιτάν εκείνο π’ αγαπούν. Κάνοντας το, για λίγο, πολύτιμο.

Δυο μάτια θάλασσες

-Τα  μάτια των ανθρώπων είναι η ψυχή τους...
-Και στα δικά μου τα μάτια; Στα μάτια μου τι βλέπεις;
-Δυο θάλασσες. Στη μέση ένας βράχος. Ταλαιπωρημένος πολύ από τα κύματα... Πάνω του στέκομαι να ξαποστάσω όταν λιγοψυχώ. Να ξεκουράζει την κουρασμένη μου φιγούρα όταν αγανακτά από τον κόσμο.

Ένας ήλιος φωτεινός, η λάμψη τους. Μου θυμίζει τα χρόνια μου τα παιδικά. Άσε με σ' αυτές τις θάλασσες να τα ξαναζήσω.

Δυο θάλασες. Άσε με να τις ταξιδέψω. Να ταξιδέψω τι ζωή μου σε δυο μάτια θάλασσες και στεριά ας μη συναντήσω ποτέ. Αμέτρητες οι θάλασσσες του κόσμου... Τυχερή... Τις φυλάκισα σε δυο μάτια.

Μη κλαις. Θα στερέψουν. Τι θα γίνει αν στερέψουν; Μα τι λέω, οι θάλασσες δεν αδειάζουν... Οι θάλασσες με τη βροχή γεμίζουν.

ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ: Β' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ (1147 - 1149)

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ

Τα Λατινικά Βασίλεια στην Ανατολή

Στα εδάφη της Συρίας και της Παλαιστίνης, οι Φράγκοι ιππότες είχαν εδραιώσει την κυριαρχία τους, με κυριότερες πόλεις την Ιερουσαλήμ, την Αντιόχεια, την Έδεσσα και την Τρίπολη. Οι Γραικοί Αυτοκράτορες όμως ποτέ δεν χώνεψαν την απώλεια των δύο Ορθόδοξων Πατριαρχείων, από τούς Δυτικούς. Ένας δραστήριος, όσο και αδυσώπητος μονάρχης ήταν ο Ταγκρέδος, ο πραγματικός ιδρυτής του πριγκιπάτου της Αντιόχειας. Βέβαια η πρώτη ιδέα της Νορμανδικής εγκατάστασης εκεί ανήκε στον θείο του Βοημούνδο (Bohemond de Tarente), του οποίου το τυχοδιωκτικό του πνεύμα, τον εξωθούσε αδιάκοπα σε μακρινές επιχειρήσεις, όπου τελικά και υπέκυψε...

Γι' αυτόν τον απόγονο των Βίκιγκς, το Συριακό του δουκάτο δεν ήταν παρά ένα επεισόδιο, ένας σταθμός, ένα πρώτο σκαλοπάτι. Εκείνο που ονειρευόταν ήταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, η Κωνσταντινούπολη, το Βασίλειο των Γραικών (Regnum Graecorum). Ο ανεψιός όμως, λιγότερο φιλόδοξος, περιορίστηκε αποκλειστικά στη Συρία και κατάφερε να στεριώσει σ' αυτόν τον τόπο. Με επιμονή και υπομονή, από τη Λαοδίκεια ως το Αταρέμπ, επεξέτεινε την κυριαρχία του. Όπως ο Βαλδουίνος Α' στην Παλαιστίνη, έτσι και ο Ταγκρέδος έθεσε στη Βόρεια Συρία τις βάσεις μιας μακρόχρονης δυναστικής παράδοσης, προσαρμοσμένης κιόλας στο περιβάλλον.

Η σειρά των νομισμάτων του Ταγκρέδου συμβολίζει το έργο του. Οι επιγραφές είναι ελληνικές, ο Νορμανδός ηγεμόνας εικονίζεται με ενδυμασία μισοβυζαντινή, μισομουσουλμανική, και φοράει στο κεφάλι του σαρίκι. Σ' ένα νόμισμα διαβάζει κανείς τον τίτλο: «Μέγας Εμίρης Ταγκρέδος». Πέθανε στην Αντιόχεια, στις 12 Δεκεμβρίου του 1112. Ο Ταγκρέδος (Tancrede de Hauteville), πεθαίνοντας, άφησε το πριγκιπάτο της Αντιόχειας σέ έναν ξάδερφό του, τον Ιταλονορμανδό πρίγκιπα Ρογήρο του Σαλέρνο (Roger de Salerne), ενώ ζήτησε από τον κόμη Πονς (Pons) να παντρευτεί τη νεαρή χήρα του, Καικιλία της Γαλλίας. 

Ο Ρογήρος είχε παντρευτεί την αδερφή του Βαλδουίνου του Μπουργκ (Baudouin du Bourg), μα η φλογερή του ιδιοσυγκρασία δε συμβιβαζόταν καθόλου με τους νόμους του γάμου. Στη Σικελία κιόλας όλοι αυτοί οι Νορμανδοί πρίγκιπες είχαν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την Αραβική πολυγαμία, και φυσικά η κατάσταση χειροτέρεψε πολύ από το κλίμα και τα ήθη της Ανατολής.

Ο Βαλδουίνος Α' (Baudouin Ier de Jerusalem), με μια γενικά πολύ επιδέξια πολιτική, κατάφερε να εγκαταστήσει στέρεα στη γη της Ανατολής το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Ο Φράγκος ιππότης, παίρνοντας πρώτος τον τίτλο του Βασιλιά, προσφέροντας αδιάκοπα στους θεωρούμενους υποταχτικούς του τις υπηρεσίες του φεουδαρχικού επικυρίαρχου, επιβάλλοντάς τους την ένωση απέναντι στον κοινό εχθρό, δημιούργησε ουσιαστικά τη Φράγκικη Συρία. 

Μέχρι το 1186, η Φράγκικη Συρία θα αποτελούσε, παρ' όλο τον φεουδαρχικό κατακερματισμό της, ένα ενιαίο σύνολο. Οι μοναρχικοί θεσμοί που εδραιώθηκαν από τη μεγαλοφυΐα του πρώτου Βαλδουίνου, θα εξασφάλιζαν στη χώρα ογδόντα έξι χρόνια σταθερότητας. Όσοι Φράγκοι κατακτητές και προσκυνητές έμειναν στη Συρία, προσαρμόζονταν και σταδιακά δημιουργούσαν έναν καινούργιο λαό, που η εμφάνισή του χαιρετίστηκε από τον ιερέα του Βαλδουίνου Α', τον χρονογράφο Φουσέ της Σαρτρ (Foulcher de Chartres) :


«Δυτικοί, μεταβληθήκαμε τώρα σε κατοίκους της Ανατολής. Ο χτεσινός Ιταλός ή Γάλλος, μεταφυτευμένος εδώ, έγινε Γαλιλαίος ή Παλαιστίνιος. Ο άνθρωπος της Ρενς ή της Σαρτρ μεταβλήθηκε σε Τύριο ή σε πολίτη της Αντιόχειας. Ξεχάσαμε κιόλας τους τόπους της καταγωγής μας. Αυτός εδώ κατέχει σπίτι και υπηρέτες με τόση ασφάλεια σαν να επρόκειτο για προαιώνια κληρονομιά.

Αυτός ο άλλος πήρε κιόλας για γυναίκα μια Σύρα, μιαν Αρμένισσα ή ακόμα και μια βαφτισμένη Σαρακηνή, και ζει μ' ένα ολόκληρο ντόπιο συγγενολόι της γυναίκας του. Χρησιμοποιούμε διαδοχικά τις διάφορες γλώσσες του τόπου. Ο άποικος έγινε ιθαγενής, ο μετανάστης γίνεται όμοιος με τον ντόπιο. Κάθε μέρα, συγγενείς και φίλοι έρχονται απ' τη Δύση για να μείνουν μαζί μας. Δε διστάζουν να εγκαταλείψουν εκεί κάτω ό,τι έχουν.

Πραγματικά εκείνος που εκεί κάτω ήταν φτωχός, εδώ γίνεται πλούσιος, εκείνος που εκεί δεν είχε παρά μερικά δηνάρια, βρίσκεται εδώ κύριος ολόκληρης περιουσίας. Εκείνος που στην Ευρώπη δεν είχε ούτε ένα χωριό, βλέπει στην Ανατολή τον εαυτό του αφέντη ολόκληρης πολιτείας. Γιατί να γυρίσουμε στη Δύση, αφού η Ανατολή ικανοποιεί απόλυτα τους πόθους μας;»


Ο ιερέας Arnoul de Chocques ήταν o ευνοούμενος του Βαλδουίνου (Baldwin) και ήταν ο πρώτος λατίνος πατριάρχης της Ιερουσαλήμ. Ήταν ένας διεφθαρμένος και αδίστακτος κληρικός. Αντίπαλός του ήταν ο εκλεκτός του Πάπα Πασχάλη (Pascal II), Daimbert de Pise (Dagobert), ο οποίος ανέβηκε στον Πατριαρχικό θρόνο, το 1099. Και οι δύο Λατίνοι πατριάρχες απομάκρυναν τους ανατολικούς ιερείς (Έλληνες, Γεωργιανούς, Αρμένιους, Νεστοριανούς και Ιακωβίτες) από την εκκλησία του Παναγίου Τάφου και τα μοναστήρια, ενώ τους απογύμνωσαν από όλα τους τα προνόμια. 

Ακολουθεί η σχετική αφήγηση του Ράνσιμαν (Runciman):

«Εξ αιτίας αυτών των τερατουργιών, όλα τα καντήλια της εκκλησίας του Παναγίου Τάφου έσβησαν την παραμονή του Πάσχα του 1101, και το Άγιο Φως δεν κατέβηκε από τον ουρανό να τ' ανάψει πάλι, ώσπου οι πέντε διωγμένες κοινότητες προσευχήθηκαν μαζί να συγχωρηθούν οι Φράγκοι. Ο Baldwin επωφελήθηκε από το μάθημα. Επέμενε ν' αποκατασταθούν οι αδικίες που είχαν γίνει στους ντόπιους. Τα κλειδιά του Τάφου αποδόθηκαν στους Έλληνες. 
 
Από τότε και έπειτα φαίνεται ότι απέκτησε την υποστήριξη όλων των χριστιανών της Παλαιστίνης. Ο ανώτερος Κλήρος ήταν όλος από Φράγκους, αν και ήταν Έλληνες κανονικοί στον Πανάγιο Τάφο. Οι ντόπιοι ορθόδοξοι το δέχτηκαν αυτό επειδή ο δικός τους ανώτερος Κλήρος είχε εγκαταλείψει τη χώρα κατά τα ταραγμένα χρόνια λίγο πριν από τη Σταυροφορία. 
 
Οι Λατίνοι ιεράρχες δεν ήταν ποτέ συμπαθείς, αλλά τα τοπικά Ορθόδοξα μοναστήρια εξακολούθησαν να λειτουργούν ανεμπόδιστα, και οι ορθόδοξοι προσκυνητές που επισκέφθηκαν την Παλαιστίνη κατά την εποχή του Φραγκικού βασιλείου δεν είχαν λόγους να παραπονεθούν κατά των τοπικών πολιτικών αρχών, είτε για δικό τους λογαριασμό είτε για λογαριασμό των ντόπιων αδελφών τους.»
 

Ο Baldwin δεν έδειξε ποτέ μεγάλο ενδιαφέρον για την Αρμενίδα σύζυγό του. Του άρεσαν πολύ οι ερωτικές περιπέτειες, ενώ και η βασίλισσα έδινε απλόχερα την εύνοιά της. Δεν υπήρχαν παιδιά για να τους συνδέσουν. Ύστερα από λίγα χρόνια, όταν δεν υπήρχε πια ούτε το ελάχιστο πολιτικό πλεονέκτημα από το γάμο, ο Baldwin την έδιωξε από την αυλή με το πρόσχημα μοιχείας και την ανάγκασε να μπει στο μοναστήρι της Αγίας Άννας στην Ιερουσαλήμ, το οποίο, προικοδότησε πλούσια. 

Αλλά η Βασίλισσα δεν είχε κλίση προς τον μοναστικό βίο. Σύντομα ζήτησε και πήρε άδεια να αποσυρθεί στην Κωνσταντινούπολη όπου ζούσαν οι γονείς της, από τότε που τους έδιωξαν οι Φράγκοι από τη Γερμανικία (Marash). Εκεί εγκατέλειψε το μοναχικό ράσο και βάλθηκε ν' απολαύσει όλα όσα παρείχε η μεγάλη πόλη.

Εν τω μεταξύ, στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο Μουσουλμανικός κόσμος αποφάσιζε να αντεπιτεθεί και οργάνωσε αντισταυροφορία για να εκδιώξει τούς απίστους. Μπροστά στην Τουρκική αντίδραση, οι Φράγκοι αρχηγοί εκκένωσαν από τους ντόπιους Χριστιανούς (Αρμένιους, Έλληνες και Σύριους) τα ανοχύρωτα χωριά και την ύπαιθρο της κομητείας της 'Εδεσσας. Αυτή η έξοδος, που επιβλήθηκε από στρατιωτικές ανάγκες, είχε τραγικό τέλος. 

Σε μια ξαφνική επίθεση το Τουρκικό ιππικό, τη στιγμή που οι πρόσφυγες περνούσαν τον Ευφράτη, ρίχτηκε πάνω τους και τούς εξόντωσε όλους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Επί κεφαλής των Τουρκικών δυνάμεων ήταν ο Σελτζούκος Αταμπέγκ της Μοσούλης Μαουντούντ (Mawdud). Την άνοιξη του 1111, η Τουρκική στρατιά, πάνοπλη, επιχείρησε μια δοκιμαστική επίθεση ενάντια στα τείχη της Έδεσσας. Ενισχυμένη από τον περασμένο χρόνο από τον Βασιλιά της Ιερουσαλήμ, η πόλη ήταν απόρθητη. 

Ο Μαουντούντ κατευθύνθηκε τότε προς το Χαλέπι, που υπολόγιζε να το χρησιμοποιήσει σαν βάση για την εκστρατεία ενάντια στο πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Αλλά εκεί τον περίμενε μια έκπληξη: ο Βασιλιάς του Χαλεπιού, ο Τούρκος Ριντβάν (Ridwan), βλέποντας να έρχεται σε βοήθειά του ένας τέτοιος φοβερός στρατός, τρομοκρατήθηκε. Οι Φράγκοι του φάνηκαν πολύ λιγότερο φοβεροί απ' όλους αυτούς τους συμπατριώτες και ομοθρήσκους του, που είχαν έρθει για να τον υπερασπίσουν από κάθε γωνιά της Σελτζουκιδικής Αυτοκρατορίας. 

Και αρνούμενος να διακόψει την ανακωχή που είχε συνάψει με τον Ταγκρέδο, έκλεισε τις πύλες του Χαλεπιού μπροστά στον κατάπληκτο Μαουντούντ. Ο Μαουντούντ αναγκάστηκε λοιπόν να αλλάξει το σχέδιο εκστρατείας, πηγαίνοντας να πολεμήσει ενάντια στους Φράγκους από την πλευρά του Ορόντη, όπου τουλάχιστον ο άλλος τοπικός Τούρκος αρχηγός, ο Αταμπέγκ της Δαμασκού Τουχτεκίν (Toghtegin), ήρθε να συνενωθεί μαζί του. 

Ο Χριστιανικός στρατός ήρθε να πάρει θέση κοντά στην Απάμεια, στον Μέσο Ορόντη, θέση κεντρική από όπου μπορούσε κανείς να επιτηρεί ταυτόχρονα τη Συρία, το Λίβανο και την Παλαιστίνη. Ο Τουρκικός στρατός εγκαταστάθηκε λίγο πιο νότια, στο Σετζέρ. Για πολλές βδομάδες, οι δυο αντίπαλοι παρακολουθούσαν ο ένας τον άλλον, κάνοντας πορείες και αντιπορείες, χωρίς να τολμούν να εμπλακούν σοβαρά. Τέλος μπροστά στις συνασπισμένες Φράγκικες δυνάμεις, μπροστά στον τόσο λίγο ζήλο των Σύρων Μουσουλμάνων, ο Μαουντούντ αποθαρρύνθηκε. 


Η μεγάλη Τουρκική στρατιά ξαναπέρασε τον Ευφράτη χωρίς καμιά επιτυχία. Ο Βαλδουίνος συνέχισε τούς πολέμους κατά των Μουσουλμάνων και το 1113 κατατροπώθηκε από τον Τουχτεκίν της Δαμασκού, και τον Mawdud της Μοσούλης. Το καλοκαίρι του 1115, οι εχθροπραξίες συνεχίσθηκαν και αυτή τη φορά, καθώς ο Ρογήρος της Αντιόχειας αντιμετώπισε τον κυβερνήτη του Χαμαντάν, Μπουρσούκ, στον λόφο Τελ-Δανίθ, τον οποίο και νίκησε στις 14 Σεπτεμβρίου, την ημέρα του Σταυρού. 

Το έτος 1116, ο Βαλδουίνοςπροχώρησε στην κοιλάδα του Ουαντί-ελ-Αράμπα, που από τα νότια της Νεκράς Θάλασσας, συνεχίζει ως τον κόλπο της Ακάμπα, στηνΕρυθρά Θάλασσα. Στο Σομπέκ, σε ένα λόφο στα βορινά της αρχαίας Πέτρας, ύψωσε τον οχυρωμένο πύργο του Μονρεάλ, για να δεσπόζει σε όλη την κοιλάδα. Ξεπερνώντας το Μονρεάλ, έφτασε ως την Αϊλά, στην Ερυθρά Θάλασσα. Για μισόν αιώνα, οι Φράγκοι θα μπορούν να ελέγχουν τους δρόμους των καραβανιών ανάμεσα στην Αίγυπτο και στη μουσουλμανική Ασία, ακόμα και το δρόμο του προσκυνήματος της Μέκκας. 

Το Μάρτη του 1118, ο Βαλδουίνος Α' έστειλε κατά μήκος της ακτής της Φιλισταίας ένα εκστρατευτικό σώμα αναγνώρισης προς το Δέλτα του Νείλου, από τη μεριά του Πηλουσιανού βραχίονα και της πόλης Φαράμα, που τη βρήκαν χωρίς υπερασπιστές. Όπως πριν λίγο οι χρονογράφοι μας έδειξαν τους Φράγκους να διασκεδάζουν κολυμπώντας και ψαρεύοντας στην Ερυθρά Θάλασσα, μας περιγράφουν τώρα την περηφάνια και το θαυμασμό του Βαλδουίνου βλέποντας τον μεγάλο ποταμό της Αιγύπτου. 

Αλλά σε αυτή την εξερεύνηση ο Βασιλιάς πήρε την αρρώστια που έμελλε να τον καταβάλλει. Ο Baldwin Ι είχε παραμελήσει το τελευταίο καθήκον του ως Βασιλεύς, δεν είχε ρυθμίσει τη διαδοχή του στο θρόνο. Από σύμπτωση, τη στιγμή του θανάτου του Λατίνου Βασιλιά, ξεκίνησε ο ξάδερφός του Βαλδουίνος του Μπουργκ, κόμης της Έδεσσας, για να έρθει στην Ιερουσαλήμ να προσκυνήσει. Έφτασε στην Αγία Πόλη την ίδια μέρα της κηδείας του Βασιλιά και η υποψηφιότητα του στο θρόνο τέθηκε αμέσως. 

Έτσι ο Βαλδουίνος του Μπουργκ ανακηρύχτηκε Βασιλιάς και ο υποστηρικτής του Ζοσλέν του Κουρτεναί (Joscelin de Courtenay), ανέλαβε την Ηγεμονία της Εδεσσας. Ο νέος Βασιλεύς αναγνωρίσθηκε επίσης ως επικυρίαρχος από τον Ρογήρο (Roger) της Αντιόχειας, τον γυναικάδελφό του, και από τον Pons της Τριπόλεως. Η Φραγκική Ανατολή επρόκειτο να παραμείνει ενωμένη υπό το στέμμα της Ιερουσαλήμ. Μόλις ο Βασιλεύς Baldwin είχε εγκατασταθεί στο θρόνο πήρε τη δυσοίωνη είδηση ότι είχε συναφθεί συμμαχία μεταξύ Αιγύπτου και Δαμασκού. 

Ο Φατιμίδης Βεζύρης Al-Afdal ανυπομονούσε να τιμωρήσει την αυθάδη εισβολή του Baldwin Ι στην Αίγυπτο, ενώ ο Toghtegin της Δαμασκού είχε ανησυχήσει από την αυξανόμενη ισχύ των Φράγκων. Στις αρχές του 1119, ο πρίγκιπας της Αντιόχειας Ρογήρος, ήταν έτοιμος να καταλάβει το Χαλέπι, τη μεγάλη Αραβική πόλη. Οι κάτοικοι κάλεσαν σε βοήθεια έναν Τούρκο αρχηγό του Ντιαρμπεκίρ, τον Ιλ-Γαζή, της γενιάς των Ορτοκιδών, Εμίρη του Μαρντίν. Στις αρχές Ιουνίου, ο Ιλ-Γαζή κατέβηκε από το Ντιαρμπεκίρ με ισχυρή στρατιά και εισέβαλε στο πριγκιπάτο της Αντιόχειας. 


Μόλις έλαβε αυτή την είδηση, ο Ρογήρος της Αντιόχειας ζήτησε τη βοήθεια του Βασιλιά Βαλδουίνου Β' και του κόμη Πονς της Τρίπολης. Ο Βαλδουίνος και ο Πονς άρχισαν αμέσως να προετοιμάζονται, επιμένοντας να τους περιμένουν πριν αρχίσουν τις επιχειρήσεις. Αλλά οι πυργοδεσπότες των περιοχών που ήταν πέρα από τον Ορόντη, πίεζαν τον Ρογήρο να προστρέξει δίχως καθυστέρηση, γιατί οι Τουρκομανικές ορδές κατέστρεφαν τις σοδειές τους. 

Τότε ο Ρογήρος χωρίς να περιμένει τις ενισχύσεις, βάδισε με τις δικές του δυνάμεις σε προϋπάντηση των Τούρκων. Ο Πατριάρχης της Αντιόχειας Βερνάρδος της Βαλάνς, μάταια δοκίμασε να λογικέψει τον Ρογήρο. Αυτός επέμεινε ακλόνητα στην παράφρονη απόφασή του. Ευχαρίστησε τον Πατριάρχη και του έδωσε τη διαθήκη του. Ο Βερνάρδος, αφού ευλόγησε το στρατό, πήρε πίσω, «με δάκρυα στα μάτια», το δρόμο της Αντιόχειας. Και ο Ρογήρος έφυγε «προς συνάντησιν της Μοίρας του». 

Αφού πέρασε τον Ορόντη στη Σιδερένια Γέφυρα, ο Ρογήρος πήγε, στις 20 Ιουνίου, να καταλάβει θέση στα μισά του δρόμου προς το Χαλέπι, στην πεδιάδα που ήταν γνωστή σαν «Αγρός του Αίματος», εκεί που βρίσκεται τώρα το χωριό Ντάνα. Στις 27 το βράδυ, έμαθε πως οι Τούρκοι είχαν επιτεθεί στο γειτονικό μικρό οχυρό Αταρέμπ. Όσο πλησίαζε ο εχθρός, ο στρατός καταλάβαινε την τρέλλα που είχε διαπράξει.

Την άλλη μέρα, Σάββατο 28 Ιουνίου, τα χαράματα, ο αρχιεπίσκοπος της Απάμειας, συγκέντρωσε όλο το στρατό, έκανε ένα συγκινητικό κήρυγμα, μιλώντας σαν ιερέας και σαν στρατιώτης, έπειτα τέλεσε τη λειτουργία, έδωσε άφεση αμαρτιών στους στρατιώτες και εξομολόγησε τον αρχηγό στη σκηνή του. Ο Ρογήρος έδωσε αμέσως τις τελευταίες του οδηγίες στα στρατεύματα. Πριν καλά-καλά τελειώσει, έφτασε ένας ανιχνευτής, ο ιπποκόμος Ωμπρύ, με ματωμένο πρόσωπο, ο μόνος που είχε επιζήσει από μιαν ολόκληρη περίπολο. 

Ταυτόχρονα, οι Τουρκομάνοι, σε αναρίθμητες ίλες, εμφανίζονταν σε όλα τα υψώματα. Ο Ρογήρος, αφού γονάτισε για μια τελευταία φορά μπροστά στο Σταυρό, εξακοντίζει την πολεμική του κραυγή: «Στ' όνομα του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, όπως αρμόζει σε ιππότες, για την υπεράσπιση της Πίστης, εμπρός!». Αλλά απέναντι σε περισσότερους από 40000 Τούρκους, δεν υπήρχαν παρά 700 ιππότες και 3000 πεζοί. Σύντομα ο Φράγκικος στρατός κυκλώθηκε εντελώς. 

Οι Τουρκομάνοι καβαλάρηδες ορμούσαν σε αλλεπάλληλα κύματα, ρίχνοντας στους Φράγκους βροχή από δόρατα και βέλη. Το απόσπασμα των Τουρκόπουλων, που αποτελούσε το αριστερό των Φράγκων, τράπηκε σε φυγή. Σαν συμπλήρωμα της ατυχίας, σηκώθηκε εκείνη τη στιγμή από τα βόρεια ένας πραγματικός σίφουνας, που ξεσηκώνοντας μιαν αμμοθύελλα, τύφλωσε για λίγες στιγμές τους ιππότες. Ο στρατός των Φράγκων, χωρισμένος στα δυο από τη φυγή των Τούρκων και συνετριμμένος κάτω από τον όγκο του εχθρού, είχε σχεδόν εκμηδενιστεί. 


Ο Ρογήρος της Αντιόχειας έμενε μόνος με μια φούχτα πιστούς. Έχοντας αρνηθεί να περιμένει το Βασιλιά και τον κόμη της Τρίπολης, ήξερε πως ήταν προσωπικά υπεύθυνος για την καταστροφή. Έδειξε όμως πως μπορούσε να πεθάνει σαν ιππότης. «Δε θέλησε να φύγει ούτε να κοιτάξει πίσω», αλλά ρίχτηκε εκεί που οι Τουρκικές ίλες ήταν πιο πυκνές. Μια σπαθιά στο πρόσωπο, στο ύψος των ματιών, του έδωσε το θάνατο. Από τόσους μαχητές μονάχα εκατόν σαράντα άντρες μπόρεσαν να σωθούν.

Ο Ιλ-Γαζή εγκαταστάθηκε στη σκηνή του Ρογήρου για να διευθύνει το μοίρασμα των λαφύρων και όσο για τους αιχμαλώτους, οι Τουρκομάνοι άφησαν την έμφυτη αγριότητά τους να ξεσπάσει πάνω τους. Με καμτσικιές, τους έσυραν γυμνούς, ομάδες-ομάδες διακόσους ή τριακόσους, δεμένους μαζί με σκοινιά, ως τα αμπέλια του Σαρμεντά. Σ' αυτή τη φλογερή μέρα του Ιουνίου, οι αιχμάλωτοι πέθαιναν από τη δίψα. Ο Ιλ-Γαζή διέταξε να φέρουν εκεί πιθάρια με νερό. 

Όσοι πλησίαζαν σε αυτά, σφάζονταν. Όλοι θα είχαν σκοτωθεί επί τόπου, αν δεν έπρεπε να δοθεί στον όχλο του Χαλεπιού το θέαμα του θριάμβου. Ο Αραβικός όχλος ενώθηκε με τους Τουρκομάνους στρατιώτες, και πολλοί από τους αιχμάλωτους πέθαναν μέσα σε τρομερά βασανιστήρια.

Ο Βαλδουίνος Β', έφθασε πολύ αργά και κατευθύνθηκε στην Αντιόχεια, όπου έγινε δεχτός σαν σωτήρας κυρίως από την αδερφή του, την πριγκίπισσα Οντιέρν, χήρα του Ρογήρου. Αφού ονομάστηκε αμέσως αντιβασιλέας του πριγκιπάτου, ανασύνταξε τα στρατιωτικά τμήματα και μαζί με τον Πονς της Τρίπολης και τον Ζοσλέν του Κουρτεναί, κόμη της Έδεσσας, ξεκίνησε για να συναντήσει τους Τούρκους. Η σύγκρουση έγινε στο Τελ-Ντανίθ, στις 14 Αυγούστου, αλλά αυτή τη φορά οι Τούρκοι νικήθηκαν.

Μετά την επιστροφή του στην Ιερουσαλήμ ο Baldwin II, ασχολήθηκε με τη διοίκηση του βασιλείου του. Η δύναμη της φράγκικης Συρίας μεγάλωσε σημαντικά και με τη δημιουργία του Τάγματος των Ναϊτών και τη στρατιωτικοποίηση του Τάγματος των Ιωαννιτών. Οι Ιωαννίτες (Hospitaliers) είχαν πάρει το όνομά τους από ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα πού είχε ιδρυθεί γύρω στα 1070 για τους φτωχούς προσκυνητές. Ο Ραϋμόνδος του Πουΰ (Raymond du Puy) άλλαξε ολότελα το χαραχτήρα του Τάγματος, αφού το μετέτρεψε σε ένα στρατιωτικό σώμα ιπποτών-μοναχών αφιερωμένων στην άμυνα του Παναγίου Τάφου. 

Αντίθετα, το Τάγμα των Ναϊτών είχε από την αρχή στρατιωτικό χαραχτήρα. Ιδρύθηκε στα 1118 απ' τον Ούγο του Παγιάν (Hugh de Payens), από την Καμπανία, που το εγκατέστησε στο Ναό του Σολομώντος (το σημερινό τέμενος Ελ - Ακσά). Οι δυο αυτοί θεσμοί πρόσφεραν στο βασίλειο της Ιερουσαλήμ εκείνο που του έλειπε περισσότερο: ένα μόνιμο στρατό, που δεν μπορούσαν να τον αντικαταστήσουν οι φεουδαρχικές στρατεύσεις. 

Με την ασύγκριτη γενναιότητά τους, το πνεύμα της αυτοθυσίας και τις γνώσεις τους για τη Μουσουλμανική πολεμική ταχτική, οι Ιωαννίτες και οι Ναΐτες προσέφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στη φράγκικη υπόθεση. Το 1122, όταν ο κόμης της Εδεσσας, Ζοσλέν (Joscelin), αιχμαλωτίσθηκε από τον Μπαλάκ (Balak), ο Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ ανέλαβε και την αντιβασιλεία της Έδεσσας μαζί με την αντιβασιλεία της Αντιόχειας. 


Ενώ είχε έρθει για να οργανώσει την άμυνα της κομητείας της Έδεσσας, αιχμαλωτίσθηκε και ο ίδιος ο Βαλδουΐνοςο Β'. Στις 18 Απριλίου 1123, ενώ κυνηγούσε με γεράκι στην κοιλάδα του Ευφράτη, χωρίς να υποπτεύεται πως οι Τούρκοι ήταν κοντά, ο Μπαλάκ, που τον παραμόνευε πίσω από τα βουνά, έπεσε πάνω του και τον αιχμαλώτισε. Έτσι ο Βαλδουίνος πήγε να βρει τον Ζοσλέν στα μπουντρούμια του Χαρπούτ. Η αιχμαλωσία του Βαλδουίνου Β' δημιουργούσε μιαν εξαιρετικά ανησυχαστική κατάσταση για τη Συρία. 

Το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, το πριγκιπάτο της Αντιόχειας και η κομητεία της Έδεσσας, βρίσκονταν ταυτόχρονα ακέφαλα. Ένας μονάχα από τους τέσσερις Φράγκους ηγεμόνες, ο κόμης Πονς της Τρίπολης, βρισκόταν ακόμα επικεφαλής του κράτους του. Μια τέτοια κατάσταση, πριν λίγα χρόνια, θα προκαλούσε ασφαλώς καταστροφή, αλλά η Φράγκικη κυριαρχία είχε ριζώσει τώρα αρκετά για να μπορεί ν' αντισταθεί στην καταιγίδα.

Από το βάθος της ειρκτής τους, οι δυο αιχμάλωτοι είχαν βρει τρόπο να έρθουν σε επαφή με τους ντόπιους Αρμένιους. Πενήντα από αυτούς τους χριστιανούς, άντρες με καρδιά και πανουργία, συνέλαβαν ένα σχέδιο πρωτόφαντης τόλμης, για να τον βοηθήσουν. Μεταμφιέστηκαν άλλοι σε ζητιάνους, άλλοι σε μοναχούς, με τα όπλα κρυμμένα κάτω από τα ράσα τους, και ξεκίνησαν για το Κουρδιστάν. Στο Χαρπούτ, οι Τουρκικές αρχές, ανύποπτες, παίρνοντάς τους για υπηκόους του Εμίρη, τους άφησαν να μπουν. 

Όταν μπήκαν μέσα, γλίστρησαν νύχτα ως τη φυλακή, έσφαξαν τους Τούρκους σκοπούς, έφτασαν στον πύργο, όπου ήταν φυλακισμένοι οι δύο Λατίνοι ηγέτες, και τους απελευθέρωσαν. Την ίδια στιγμή, ο αρμενικός πληθυσμός του Χαρπούτ, παίρνοντας τα όπλα, εξουδετέρωνε την Τουρκική φρουρά και καταλάμβανε το κάστρο. Με μιαν αναπάντεχη μεταστροφή της τύχης, ο Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, που εχθές ακόμα ήταν αιχμάλωτος στο κάστρο του Χαρπούτ, γινόταν σήμερα κύριος αυτού του φρουρίου, της πρωτεύουσας του εχθρού του.

Οι Τούρκοι, βεβαίως άρχισαν πάραυτα την πολιορκία του φρουρίου, που βρισκόταν στο σημείο όπου ενώνονται ο Αρμενικός Ταύρος και τα άγρια βουνά του Κουρδιστάν. Οι δύο Φράγκοι Ηγεμόνες συμφώνησαν πως ο Βαλδουίνος Β' θα αντιστεκόταν με τους Αρμένιους εκεί, ενώ ο Ζοσλέν θα δοκίμαζε να πάει να ζητήσει βοήθεια από τη Συρία. 

Ο κόμης της Εδεσσας βγήκε νύχτα, μονάχα με τρεις Αρμένιους που ήξεραν καλά την περιοχή, διέσχισε το Τουρκικό στρατόπεδο, έστειλε πίσω, καθώς είχε συμφωνηθεί, έναν από τους Αρμένιους στο Χαρπούτ, για να πληροφορήσει τον Βαλδουίνο πως μπόρεσε να περάσει την επικίνδυνη ζώνη, και με τους άλλους δυο, προχώρησε με το φεγγαρόφωτο, μέσα από άγρια φαράγγια και απότομα βουνά. 

Κατάφερε έπειτα από ημέρες ταλαιπωρίας να φθάσει στους δικούς του και να συγκεντρώσει όλη την ιπποσύνη της Ιερουσαλήμ, της Τρίπολης, της Αντιόχειας, και επικεφαλής της, με τον Τίμιο Σταυρό, ξανάφυγε με σύντονες πορείες για το Χαρπούτ. Αλλά κοντά στο Τουρμπεσέλ έμαθε πως οι προσπάθειές του ήταν μάταιες: οι Τούρκοι είχαν ξαναπάρει το κάστρο. 


Τι είχε συμβεί; Ο Μπαλάκ, όταν έμαθε για την κατάληψη του κάστρου του, κόντεψε να σκάσει από το κακό του.«Ταξιδεύοντας με ταχύτητα αητού», ξαναγύρισε από το Χαλέπι στο Κουρδιστάν, όπου πολιόρκησε το κάστρο. Ο Βαλδουίνος παραδόθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1123. Ο Τούρκος αρχηγός του χάρισε τη ζωή, αλλά έβαλε και γκρέμισαν από τα τείχη όλους τους άλλους αιχμαλώτους. 

Οι δυστυχισμένοι Αρμένιοι, που είχαν βοηθήσει τη Φράγκικη περιπέτεια, γδάρθηκαν ζωντανοί ή δεμένοι σε πασσάλους, χρησίμεψαν σαν στόχος στους στρατιώτες. Οι Φράγκοι όχι μονάχα δεν απογοητεύτηκαν από την καινούργια αιχμαλωσία του Βασιλιά τους, αλλά σε αυτό ακριβώς το διάστημα πραγματοποιούσαν μια κατάχτηση μεγάλης σημασίας: την κατάληψη της Τύρου.

Το Μάϊο του 1123, είχε φτάσει στα ύδατα της Ανατολής μια ισχυρή Βενετσιάνικη μοίρα με αρχηγό το δόγη Ντομένικο Μικιέλι. Με 300 καράβια και 15000 άντρες πλήρωμα, ήταν η μεγαλύτερη αρμάδα που είχε ρίξει στη θάλασσα η μεγάλη Ιταλική δημοκρατία. Ήταν η ίδια αρμάδα πού είχε λεηλατήσει ελληνικές πόλεις και νησιά, εκβιάζοντας τον Έλληνα αυτοκράτορα, να ξαναδώσει πίσω τα προνόμια στους Ιταλούς εμπόρους του Γαλατά.

Η πόλη της Τύρου είχε σύνδεσμο με την ηπειρωτική χώρα τον στενό ισθμό που είχε κατασκευάσει ο Μέγας Αλέξανδρος και τα οχυρωματικά της έργα ήταν σε καλή κατάσταση. Αλλά οι Σταυροφόροι αμέσως απέκοψαν την πόλη από το υδραγωγείο, πού βρισκόταν στην ηπειρωτική χώρα. Αν και οι χειμωνιάτικες βροχές είχαν γεμίσει τις στέρνες της πόλεως, σύντομα θα γινόταν αισθητή η έλλειψη του νερού. 

Οι Φράγκοι εγκαταστάθηκαν σε ένα στρατόπεδο στους δενδρόκηπους, εκεί όπου ο ισθμός συνδεόταν με το ηπειρωτικό έδαφος. Οι Ενετοί τράβηξαν τα πλοία τους στην ξηρά παρά τω στρατοπέδω, αλλά είχαν πάντοτε μια γαλέρα στη θάλασσα για να πιάνει όποιο πλοίο θα επιχειρούσε να διασπάσει τον αποκλεισμό και να μπει στο λιμάνι.

Η πολιορκία διήρκεσε όλη την άνοιξη και την αρχή του καλοκαιριού. Οι Φράγκοι χτυπούσαν συνεχώς τα τείχη απέναντι στον ισθμό με μηχανές, το υλικό των οποίων είχαν φέρει οι Ενετοί. Οι αμυνόμενοι, πολέμησαν γενναία, αλλά δεν ήταν αρκετοί σε αριθμό και έστειλαν αγγελιαφόρους τους να πιέσουν τον Toghtegin και τους Αιγυπτίους να σπεύσουν να τους βοηθήσουν. Ένα Αιγυπτιακό στράτευμα επιχείρησε έναν αντιπερισπασμό εναντίον της Ιερουσαλήμ και έφθασαν στα πρόθυρα της Αγίας Πόλεως. 

Αλλά, οι κάτοικοί της, ιδιώτες, έμποροι, γραφείς και καλόγηροι έσπευσαν να επανδρώσουν τα τεράστια τείχη της και οι Αιγύπτιοι δεν τόλμησαν να επιτεθούν. Ο Toghtegin δείχθηκε ακόμα λιγότερο ενεργητικός, αφού όταν άρχισε η πολιορκία, δεν αντέδρασε αλλά απλά περίμενε τον Αιγυπτιακό στόλο με τον οποίο θα μπορούσε να συντονίσει την επίθεσή του από στεριά και θάλασσα. Αλλά κανένας Αιγυπτιακός στόλος δεν φάνηκε. Η μόνη ελπίδα για την πολιορκημένη πόλη απέμεινε τώρα ο Balak ο Ορτοκίδης, ο διάσημος νικητής του Βασιλέως. Ο Balak σχεδίαζε να πάει, αλλά τον Μάιο σκοτώθηκε στη Menbij. 


Στο τέλος του Ιουνίου η κατάσταση μέσα στην Τύρο ήταν απελπιστική. Τα τρόφιμα και το νερό είχαν εξαντληθεί, και πολλοί από τη φρουρά είχαν σκοτωθεί. Ο Toghtegin έστειλε στο Φραγκικό στρατόπεδο, πρέσβεις, προτείνοντας την παράδοσή της με τους συνηθισμένους όρους, ότι εκείνοι από τους κατοίκους που ήθελαν να φύγουν από την πόλη να μπορούσαν να το πράξουν ανενόχλητοι με όλα τα κινητά τους υπάρχοντα και εκείνοι που ήθελαν να μείνουν να διατηρήσουν τα δικαιώματά τους ως πολίτες. 

Οι Φράγκοι και οι Ενετοί αρχηγοί δέχτηκαν την προσφορά, αν και οι κοινοί στρατιώτες και ναύτες εξαγριώθηκαν όταν άκουσαν ότι δεν θα υπήρχε λαφυραγωγία και απείλησαν στάση. Στις 7 Ιουλίου 1124 άνοιξαν οι πύλες και ο Χριστιανικός στρατός κατέλαβε την πόλη. Η τελευταία Μωαμεθανική πόλη στην ακτή, βορείως της Ascalon, πέρασε στα χέρια των χριστιανών. Ενώ ο Κοντόσταυλος Γουλιέλμος της Μπυρ (William de Bures) και ο πατριάρχης Γκορμόν, κατελάμβαναν εν ονόματί του την Τύρο, ο Βασιλιάς Βαλδουίνος Β' αποχτούσε επιτέλους την ελευθερία του. 

Στις 29 Αυγούστου του 1124, ο Εμίρης Τιμουρτάς, διάδοχος του Μπαλάκ, απελευθέρωσε τον αιχμάλωτό του για 80000 δηνάρια και επιπλέον του επέστρεψε ορισμένες περιοχές πέρα από τον Ορόντη. «Απελευθερωμένος, ο Βαλδουίνος οδηγήθηκε στη δεξίωση του Τιμουρτάς. Αφού ήπιε κ' έφαγε με τον Εμίρη, δέχτηκε σαν δώρο ένα Βασιλικό χιτώνα, ένα χρυσαφί σκούφο και χρυσοποίκιλτα μποτίνια. Του δώσανε πίσω ακόμα και το άλογο αξίας που ίππευε τη μέρα που αιχμαλωτίστηκε».

Η επόμενη σοβαρή ασχολία του Baldwin ΙΙ ήταν να κανονίσει τη διαδοχή του θρόνου. Η Αρμένισσα σύζυγός του Μορφία, δεν του είχε γεννήσει γιους, αλλά υπήρχαν τέσσερις θυγατέρες, η Melisende (Μελισσάνθη), η Alice, η Hodierna και η Joveta. Η Alice ήταν τώρα πριγκίπισσα της Αντιόχειας, η Hodierna και η Joveta ήταν ακόμα παιδιά. Η Melisende επρόκειτο να είναι η διάδοχός του πατέρα της, μαζί όμως με έναν κατάλληλο σύζυγο. Ο σύζυγος θα ήταν ο κόμης d' Anjou, Fulk. 

Όταν αρρώστησε ο Baldwin ΙΙ στην Ιερουσαλήμ, έβαλε να τον μεταφέρουν στο Πατριαρχείο, για να 'ναι πιο κοντά στον Πανάγιο Τάφο. Κάλεσε κοντά του τη μεγαλύτερή του κόρη Μελισσάνθη και τον γαμπρό του Φουλκ του Ανζού, καθώς και το γιο τους, τον μελλοντικό Βαλδουίνο Γ', που ήταν τριών χρονών. Παραιτήθηκε υπέρ αυτών απ' τη Βασιλεία, κι αφού τους ευλόγησε, φόρεσε το ένδυμα του μοναχού «για να πεθάνει εν πτωχεία». Φορώντας αυτό το ένδυμα, ξεψύχησε στις 21 Αύγουστου του 1131, παρουσία του Πατριάρχη.

Β' Σταυροφορία

Γενικά

Η Δεύτερη Σταυροφορία ήταν μία προσπάθεια της Δύσης να αντεπιτεθεί στην όλο και αυξανόμενη πίεση των Τούρκων. Ξεκίνησε το 1147 και τερματίστηκε το 1149 πετυχαίνοντας να χειροτερέψει την κατάσταση για τα σταυροφορικά κράτη, αλλά και να μεγαλώσει το χάσμα μεταξύ της δυτικής Χριστιανοσύνης και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. O Πάπας Eυγένιος Γ΄ κήρυξε τη Β’ σταυροφορία το Δεκέμβριο του 1145. Στο κάλεσμα ανταποκρίθηκαν ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Z΄ και ο Βασιλιάς της Γερμανίας Kοράδος Γ΄. 


Πριν ακόμη ξεκινήσουν ήλθαν σε επαφή με το Βυζαντινό αυτοκράτορα Mανουήλ A΄ ζητώντας την άδεια να περάσουν από τα εδάφη της Αυτοκρατορίας. O Mανουήλ δέχτηκε με τον όρο οι σταυροφόροι να μην επιτεθούν στις περιοχές απ’ όπου θα περνούσαν και να επιστρέψουν τα εδάφη που θα καταλάμβαναν και τα οποία ανήκαν πριν από την Τουρκική κατάκτηση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Παρ’ όλο που έγινε δεκτό μόνο το πρώτο αίτημα, η άδεια διέλευσης δόθηκε. 

Γάλλοι και Γερμανοί αποτελούσαν δύο διαφορετικές στρατιές που ξεκίνησαν με μικρή διαφορά το Μάιο του 1147 και το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου είχαν περάσει στη M. Aσία. H συνέχεια της πορείας προς τον κύριο στόχο, την απελευθέρωση δηλαδή της Έδεσσας, ήταν απογοητευτική. Oι ήττες από τους Μουσουλμάνους ακολουθούσαν η μια μετά την άλλη. Χωρίς καμιά επιτυχία Γάλλοι και Γερμανοί σταυροφόροι έφθασαν στα Ιεροσόλυμα την άνοιξη του 1148. 

Eκεί κατέστρωσαν διάφορα πολεμικά σχέδια, με κυριότερο εκείνο της κατάληψης της Δαμασκού, το οποίο αποδείχθηκε όχι μόνο αποτυχημένο, αλλά και με αρνητικές επιπτώσεις στην ισορροπία που είχε επέλθει στην περιοχή ανάμεσα στο Βασίλειο των Ιεροσολύμων και τους Μουσουλμάνους. H αποτυχία αυτή σφράγισε τη λήξη της δεύτερης μεγάλης εκστρατείας των χριστιανών της Δύσης εναντίον των μουσουλμάνων της Ανατολής, των καταπατητών των Αγίων Τόπων. 

Oι εμφανείς διαφορές που εντοπίζονται στα αποτελέσματα της πρώτης και της δεύτερης σταυροφορίας δεν είναι και οι μόνες. Στη διάρκεια των πενήντα χρόνων που είχαν μεσολαβήσει είχαν επέλθει σημαντικές αλλαγές νοοτροπίας σε πολιτικό, στρατιωτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Παρά τα θετικά αποτελέσματα της πρώτης σταυροφορίας, τη δεύτερη φορά ο Πάπας για να παρακινήσει τους πιστούς υποσχέθηκε άφεση αμαρτιών τόσο για τους ίδιους όσο και για τις οικογένειές τους. 

Δεν περιορίστηκε μάλιστα μόνο στη Γαλλία, αλλά απηύθυνε την έκκλησή του σε όλα τα κράτη της κεντροδυτικής Ευρώπης. H ανταπόκριση μπορεί να ήλθε τελικά από δύο μόνο κράτη, αλλά αυτή τη φορά από τους ίδιους τους βασιλείς τους και όχι από ισχυρούς φεουδάρχες, πως πενήντα χρόνια πριν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα καλύτερη στρατιωτική οργάνωση, έστω και αν τα αποτελέσματα δεν ήταν τελικά αντάξιά της.

Eναντίον κάθε Άπιστου

Tο σταυροφορικό κίνημα στα μέσα του 12ου αι. με αφορμή τη δεύτερη σταυροφορία πήρε ευρύτερες διαστάσεις –κάτι που θα χαρακτηρίσει στο μέλλον όλες τις ανάλογες εκστρατείες– και στράφηκε εναντίον γενικά των Μουσουλμάνων, φθάνοντας μέχρι την Πορτογαλία και την Iσπανία. Tο «θρησκευτικό συναίσθημα» ήταν τόσο υψηλό που συμπεριέλαβε ακόμη και τους ειδωλολάτρες Σλάβους που ζούσαν ανατολικά του ποταμού Έλβα. 

Και οι επιτυχίες της δεύτερης σταυροφορίας ήλθαν μάλλον στο δυτικό μέτωπο (π.χ. απελευθέρωση της Λισαβώνας και διαφόρων πόλεων της Καταλωνίας απ τους Μουσουλμάνους) παρά στο κύριο μέτωπο των Λατινικών κρατιδίων της Ανατολής. Φαίνεται όμως πως τα απογοητευτικά αποτελέσματα της δεύτερης σταυροφορίας δεν αποθάρρυναν μακροπρόθεσμα τους Δυτικούς –ή τουλάχιστον ξεχάστηκαν, παραμένοντας στη μνήμη οι επιτυχίες της πρώτης σταυροφορίας– αφού πενήντα χρόνια αργότερα ακολούθησε τρίτη εκστρατεία.


Ωστόσο, η πείρα των προηγούμενων προσπαθειών είχε πλέον διδάξει τους αρχηγούς να εκμεταλλεύονται καλύτερα τις περιστάσεις για δικό τους όφελος με την πρόφαση πάντα της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων.

Η Αφορμή

Ο Σελτζούκος Αταμπέγ της Μοσούλης, Ζενγκί, που είχε καταφέρει να κυριεύσει και το Χαλέπι, κατέλαβε το 1144 την Έδεσσα, καταλύοντας το σταυροφορικό κράτος του οποίου ήταν έδρα. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με προβλήματα στο εσωτερικό της επικράτειάς του και δύο χρόνια αργότερα δολοφονήθηκε από έναν αξιωματικό του. 

Ο γιος του και Σουλτάνος του Χαλεπιού, Νουρεντίν, αντιμετώπισε με επιτυχία την εξέγερση των Αρμενίων της Έδεσσας που υποστηρίχθηκε και από τον παλιό Κόμη της, Ζοσελέν Β΄, άρχισε να πιέζει επικίνδυνα την Αντιόχεια και αναδείχθηκε στο σημαντικότερο αντίπαλο των σταυροφόρων για τα επόμενα 30 χρόνια.

Η Κήρυξη

Ο Πάπας Ευγένιος όταν έμαθε τα νέα για τη δυσχερή θέση στην οποία είχαν περιέλθει οι σταυροφορικές Ηγεμονίες εξέδωσε βούλλα την 1η Δεκεμβρίου 1145 με την οποία κήρυσσε την έναρξη Σταυροφορίας. Μετά από διαβουλεύσεις μερικών μηνών ο Βασιλιάς Λουδοβίκος Ζ΄ της Γαλλίας αποφάσισε να εκστρατεύσει στους Αγίους Τόπους. 

Ο αντιπρόσωπος του Πάπα, Βερνάρδος του Κλαιρβώ, αφού κατάφερε να σταματήσει αντισημιτικές εκδηλώσεις στη Γαλλία και στη Γερμανία συναντήθηκε με το Γερμανό αυτοκράτορα Κονράδο Γ΄. Ο Κονράδος αρχικά αρνήθηκε να συμμετάσχει ο ίδιος στη σταυροφορία που ετοιμαζόταν αλλά έδωσε την άδεια σε όποιους ευγενείς ήθελαν να γίνουν σταυροφόροι να το κάνουν. Τελικά τα Χριστούγεννα του 1146 ο Βερνάρδος τον έπεισε να γίνει και ο ίδιος σταυροφόρος.

Η Πορεία των Γερμανών

Τον Μάιο 1147 ο Κορράδος με τα Γερμανικά στρατεύματα ξεκίνησε για την Ανατολή. Οι Γερμανοί διέσχισαν χωρίς αναταραχές την Ουγγαρία και συνέχισαν ειρηνικά και κατά την είσοδό τους στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Όμως στη Φιλιππούπολη έγιναν κάποιες συγκρούσεις που συνεχίστηκαν και στην Αδριανούπολη με μεγαλύτερη σφοδρότητα. 

Οι Γερμανοί τελικά έφτασαν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης και στα τέλη Σεπτεμβρίου πέρασαν στην Μικρά Ασία χωρίς να περιμένουν τους Γάλλους. Όμως σε μία ενέδρα των Τούρκων στο Δορύλαιο οι περισσότεροι σταυροφόροι σκοτώθηκαν. Όσοι έζησαν επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη.


Η Πορεία των Γάλλων

Οι Γάλλοι ξεκίνησαν στα τέλη Ιουνίου του 1147. Όταν έφτασαν στον Δούναβη, Βυζαντινοί απεσταλμένοι τούς ζήτησαν να συμπεριφερθούν με σεβασμό στον πληθυσμό της Αυτοκρατορίας, πράγμα που έγινε. Ταυτόχρονα οι Βυζαντινοί φρόντισαν για τον ανεφοδιασμό των Γάλλων με τρόφιμα στήνοντας υπαίθριες αγορές στην πορεία τους. Όταν ο Λουδοβίκος έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ τον δέχθηκε με τιμές. Στη συνέχεια ο Λουδοβίκος ενώθηκε με τον Κορράδο και μαζί συνέχισαν ως την Έφεσσο. 

Εκεί ο Κορράδος αρρώστησε και ο Μανουήλ τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη για να αναρρώσει. Όταν οι Γάλλοι έφτασαν στην Αττάλεια ήταν εξαντλημένοι από την πορεία και αποφάσισαν να συνεχίσουν τον υπόλοιπο δρόμο με καράβια. Όμως στα πλοία δεν χωρούσε όλος ο στρατός και έτσι πολλοί έμειναν στην Αττάλεια. Από αυτούς μόνο ένα μικρό τμήμα κατάφερε να ενωθεί με τον υπόλοιπο στρατό στην Αντιόχεια. 

Στην Αντιόχεια ο Λουδοβίκος συνάντησε τον Ηγεμόνα της, Ραϋμόνδο του Πουατιέ, και παρά τις πιέσεις του, απέφυγε να δεσμευθεί για επίθεση εναντίον του Νουρεντίν και συνέχισε την πορεία του προς την Ιερουσαλήμ. Εκεί, όταν έφτασε το 1148, ξανασυναντήθηκε με τον Κορράδο που είχε φτάσει με καράβια από την Κωνσταντινούπολη.

Δαμασκός

Στην Ιερουσαλήμ οι Γάλλοι και οι Γερμανοί πέρασαν δύο μήνες χωρίς συγκρούσεις με τους Μουσουλμάνους που απειλούσαν το Βασίλειο,αλλά με έντονες φιλονικίες μεταξύ τους. Τελικά οι τρεις σύμμαχοι, ο Λουδοβίκος, ο Κορράδος και ο Βαλδουίνος της Ιερουσαλήμ, αποφάσισαν να επιτεθούν στη Δαμασκό. Παρ’όλο που στην αρχή η επίθεσή τους είχε επιτυχία, τα πράγματα γρήγορα χειροτέρεψαν.

Από τη μία οι σταυροφόροι δεν έφταναν για να αποκλείσουν ολοκληρωτικά την πόλη, και από την άλλη ο Νουρεντίν, μετά από την έκκληση του εμίρη της Δαμασκού για βοήθεια, πλησιάζε με το στρατό του. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι σταυροφόροι διαφώνησαν για το ποιος θα διοικούσε τη Δαμασκό όταν θα την κατελάμβαναν και αυτό αύξησε τις τριβές μεταξύ τους. Τελικά, μπροστά στον κίνδυνο να κυκλωθούν από τους Δαμασκηνούς και τον Νουρεντίν υποχώρησαν και η Β΄ Σταυροφορία έληξε με αποτυχία.

Αναλυτικά η Β' Σταυροφορία

Αφορμή για να κηρυχθεί η Δευτέρα Σταυροφορία αποτέλεσε η πτώση της 'Εδεσσας. 'Ηταν ο Αταμπέγκ του Χαλεπιού Ζεγγί, που πολιόρκησε ξαφνικά την Έδεσσα και κατάφερε ύστερα από δύο μήνες προσπαθειών, να την κατακτήσει, στις 23 Δεκεμβρίου 1144. Η είσοδος των Τούρκων συνοδεύτηκε από σκηνές φρίκης, αλλά ο ίδιος οΖένγκι (Zengi) σταμάτησε τη σφαγή και τη λεηλασία, γιατί κατάλαβε ότι ήταν προς το συμφέρον του να διατηρήσει την εμπορική ευημερία της πόλης. 

Το 1146, ο κόμης Ζοσλέν Β', συνεπικουρούμενος από τούς Αρμένιους κατοίκους της Έδεσσας, ανακατέλαβε την πόλη, αλλά δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει τα αλλεπάληλα κύματα των Τούρκων πού αντεπιτίθεντο και την εγκατέλειψε. Ο Αρμενικός πληθυσμός, που είχε επιχειρήσει να τον βοηθήσει, κατασφάχτηκε από τους Τούρκους. Όσοι επέζησαν, πουλήθηκαν σαν κτήνη στην αγορά του Χαλεπιού. «Τους έγδυσαν απ' τα ρούχα τους, και γυμνούς, άντρες και γυναίκες, τους υποχρέωσαν με ξυλιές, να τρέχουν μπροστά απ' τ' άλογα. 


Οι Τούρκοι τρυπούσαν την κοιλιά όποιου λιποψυχούσε και τα πτώματα γέμιζαν το δρόμο». Η φήμη για τις βιαιότητες των μουσουλμάνων κατά των χριστιανών εξαπλώθηκε με γοργό ρυθμό και ο Άγιος Βερνάρδος (Saint-Bernard de Clairvaux), με το κήρυγμά του στη συνέλευση του Βεζελαί (Vezelay), στις 31 Μαρτίου του 1146, ξεσήκωσε ένα απερίγραπτο ενθουσιασμό όμοιο με κείνο του 1095. Μερικοί άρχισαν να φωνάζουν για σταυρούς. 

Σε λίγο όλο το υλικό που είχε ετοιμασθεί για να ραφτούν σταυροί είχε εξαντληθεί και ο ίδιος ο Άγιος Βερνάρδος έβγαλε τα εξωτερικά του ενδύματα για να κοπούν γι' αυτόν το σκοπό. Όταν έδυσε ο ήλιος αυτός και οι βοηθοί του εξακολουθούσαν να ράβουν, γιατί όλο και περισσότεροι πιστοί ζητούσαν να πάνε στη Σταυροφορία. 

Ο ίδιος αυτός, στη Δίαιτα του Σπάιερ, αργότερα, στις 25 Δεκεμβρίου 1146, έπεισε τον Αυτοκράτορα της Γερμανίας Κονράδο Γ' (Conrad Hohenstaufen) να ηγηθεί μιας Σταυροφορίας, ακολουθώντας το παράδειγμα του Βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Ζ' (Louis VII). Ο πάπας Ευγένιος Γ' διακύρηξε επίσημα ότι οι σταυροφόροι θα έπαιρναν ως ανταμοιβή άφεση αμαρτιών "remissio peccatorum" και οι οικογένειές τους θα περιέρχονταν στην προστασίας της Εκκλησίας.

Οι Γερμανοί και οι Γάλλοι θα ακολουθούσαν το παλιό δρομολόγιο του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν, από το Δούναβη, τη Σερβία, τη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη. Ο Μανουήλ Κομνηνός τους υποσχέθηκε εφόδια και τρόφιμα και ως αντάλλαγμα ζητούσε από αυτούς αφενός να μην επιτεθούν στους πολίτες της αυτοκρατορίας, αφετέρου να επιστρέψουν τυχόν εδάφη τα οποία θα απελευθέρωναν από τούς Τούρκους εισβολείς. 

Γύρω στις 20 Ιουλίου 1147, ο Conrad εισήλθε στην Αυτοκρατορία, στο Μπρανίτσεβο. Βυζαντινά πλοία βοήθησαν τη διαπεραίωση των ανδρών του στην άλλη όχθη του Δούναβη. Στη Νύσσα, ο κυβερνήτης της επαρχίας Βουλγαρίας, Μιχαήλ Βρανάς, τον υποδέχτηκε και εφοδίασε το στρατό με τρόφιμα που είχαν αποθηκευθεί όταν περίμεναν την άφιξή του: 

«Τό μέν δή πλήθος τοσούτον αυτοίς ήν, αγχού δέ πόλεως Ναϊσού γεγονόσιν, η μητρόπολις τών κατά τήν Δακικήν τυγχάνει ούσα, ενταύθα ο τήν της χώρας πρός Βασιλέως εμπεπιστευμένος αρχήν Μιχαήλ επώνυμον Βρανάς προυνοείτο ήδη των αναγκαίων αυτοίς, ούτω προστεταγμένον αυτώ, μέχρι μέν ούν καί επί Σαρδικής εν τούτοις ήσαν, δεξιωσομένω τε τά εικότα καί τά αναγκαία σφίσιν εμπορισομένω. Ην μέν ο αυτών Μιχαήλ σεβαστός εκ Παλαιολόγων, ανήρ ικανός συνετός καί πραγμάτων πολλών έμπειρος....» (Ιωάννης Κίνναμος).

Στη Σόφια, όπου έφθασε ύστερ' από λίγες μέρες ο κυβερνήτης της Θεσσαλονίκης και εξάδελφος του Αυτοκράτορα, Μιχαήλ Παλαιολόγος, τον καλωσόρισε εκ μέρους του Αυτοκράτορα. Όμως μετά την αναχώρηση από τη Σόφια, οι στρατιώτες άρχισαν να λεηλατούν την ύπαιθρο, να μην πληρώνουν τους χωρικούς για ό,τι έπαιρναν, ακόμα και να σκοτώνουν εκείνους που διαμαρτύρονταν. Όταν διατυπώθηκαν παράπονα στον Conrad, αυτός ομολόγησε ότι δεν μπορούσε να πειθαρχήσει τον συρφετό. 


Στη Φιλιππούπολη έκλεψαν τρόφιμα και ξέσπασε μια στάση όταν ένας τοπικός ταχυδακτυλουργός, που ήλπισε να κερδίσει λίγα χρήματα από τους στρατιώτες δείχνοντας όλα τα τεχνάσματά του, κατηγορήθηκε από τους Γερμανούς για μαγεία και στη συνέχεια αυτοί πυρπόλησαν τα προάστια. Ο Έλληνας Βασιλιάς έστειλε στρατό για να συνοδεύει τους σταυροφόρους και να τους κρατεί επάνω στο δρόμο. Αυτό προκάλεσε χειρότερες αταξίες, γιατί πολύ συχνά Έλληνες και Γερμανοί ήρθαν στα χέρια. 

Το κορύφωμα έγινε κοντά στην Αδριανούπολη, όταν μερικοί ληστές έκλεψαν και σκότωσαν ένα Γερμανό μεγιστάνα που είχε μείνει πίσω άρρωστος. Ύστερ' απ' αυτό, ο Φρειδερίκος της Σουηβίας έκαψε το μοναστήρι κοντά στο οποίο είχε διαπραχθεί το έγκλημα και έσφαξε τους καλόγερους. Ο Μανουήλ έστειλε τον Ανδρόνικο Ωπό, στο Γερμανικό στρατόπεδο ζητώντας τους να κατευθυνθούν στην Καλλίπολη και από εκεί, δια μέσω του Ελλησπόντου, να διαπεραιωθούν στη Μικρά Ασία. 

Ο Κορράδος αρνήθηκε καί έτσι στις 10 Σεπτεμβρίου 1147, οι Γερμανοί έφθασαν στήν Κωνσταντινούπολη. Εκεί σημειώθηκε μία σοβαρή σύγκρουση με το Αυτοκρατορικό στράτευμα, το οποίο αποτελείτω κυρίως από Κουμάνους και Τούρκους μισθοφόρους και οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να περάσουν απέναντι στην Ασιατική ακτή.

Ο στρατός του Κονράδου έφυγε από τη Νίκαια στις 15 Οκτωβρίου με τον Βάραγγο Στέφανο ως οδηγό. Στις 25 Οκτωβρίου, όταν έφθασαν στον μικρό ποταμό Βαθύ, κοντά στο Δορύλαιο, όχι μακριά από την τοποθεσία της μεγάλης νίκης των σταυροφόρων μισόν αιώνα πρωτύτερα, ολόκληρος ο Σελτζουκικός στρατός έπεσε επάνω τους. Το Γερμανικό πεζικό ήταν κουρασμένο και διψασμένο. Πολλοί από τους ιππότες μόλις είχαν αφιππεύσει για να ξεκουράσουν τα εξαντλημένα άλογά τους. 

Οι ξαφνικές, γρήγορες και επαναλαμβανόμενες επιθέσεις των ελαφρών Τούρκων ιππέων τους κατέλαβαν απροετοίμαστους. Υπήρξε μάλλον σφαγή παρά μάχη. Εις μάτην ο Conrad προσπάθησε να συντάξει τους άνδρες του, προς το βράδυ βρισκόταν σε πλήρη φυγή με τους επιζήσαντες στο δρόμο προς τη Νίκαια. Είχε χάσει τα εννέα δέκατα των στρατιωτών του και όλο το περιεχόμενο του στρατοπέδου του. Η λεία πουλήθηκε από τους νικητές στα παζάρια όλης της Μωαμεθανικής Ανατολής, ως την Περσία

Στο μεταξύ, ο Βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Ζ' έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, εγκαταστάθηκε στο Φιλοπάτιον, και συμμετείχε σε συμπόσια στο Αυτοκρατορικό ανάκτορο των Βλαχερνών και στο παλάτι του Βουκολέοντος, ενώ ο Αυτοκράτωρ τον οδηγούσε ο ίδιος στα αξιοθέατα της πόλεως. Πολλοί από τους ευγενείς του ήταν επίσης γοητευμένοι από τις περιποιήσεις που τους έκαναν. Βεβαίως στις συζητήσεις, ο Γάλλος Βασιλιάς καθόταν σε κάθισμα χαμηλότερο από εκείνο του Έλληνα Αυτοκράτορα, ενώ δεν παρέλειψε να ορκισθεί ότι θα παρέμενε φίλος και σύμμαχός του. 

Αλλά ο Μανουήλ φρόντισε να περάσει ο Γαλλικός στρατός όσο το δυνατόν συντομότερα πέρα από τον Βόσπορο στη Χαλκηδόνα. Εκεί, κοντά στη Νίκαια, ο Λουδοβίκος Ζ' έμαθε την καταστροφή που είχε πάθει η Γερμανική στρατιά, και περιμάζεψε τα υπολείμματά της πριν προχωρήσει. Έχοντας παραδειγματιστεί απ' αυτό το γεγονός, παραιτήθηκε από την ιδέα να διασχίσει τη Φρυγία κι ακολούθησε το δρόμο της ακτής, για να βρίσκεται σε επαφή με τον Βυζαντινό στόλο. Γάλλοι και Γερμανοί βάδισαν προς τα κάτω περνώντας από το Αδραμύττιον, την Πέργαμο και τη Σμύρνη και έφθασαν στην Έφεσο. 


Ο στρατός του Louis ήταν στην εμπροσθοφυλακή και οι Γερμανοί ακολουθούσαν αργά σε μια ημέρα πορείας πίσω, ενώ οι σύμμαχοί των τους πείραζαν για τη βραδύτητά τους. Ο Βυζαντινός ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος αναφέρει την κραυγή "Pousse Allemand" (κουνηθείτε Γερμανοί) την οποία τους πετούσαν με περιφρόνηση οι Γάλλοι: «επειδή τε ες ταυτό συνήεσαν τά στρατεύματα, ρημάτιόν τι εκ μακρού πρός Γερμανών Αλαμανοίς επιλέγεσθαι ειωθόος αναφανδά καί τότε προυφέρετο "πούτζη Αλαμανέ"..» 

Παρ' όλα αυτά, παρενοχλούνταν αδιάκοπα στην πορεία του απ' τις Τουρκικές συμμορίες. Στα φαράγγια της Πισιδίας, οι Τούρκοι πέτυχαν να παγιδεύσουν τους Γάλλους, προξενώντας τους μεγάλες απώλειες. Ο ίδιος ο Λουδοβίκος, καταδιώχτηκε από μιαν ομάδα εχθρών, μα κατόρθωσε, αφού πιάστηκε από κάτι χαμηλά κλαδιά ενός δέντρου, να σκαρφαλώσει σ' έναν δεσπόζοντα βράχο, απ' όπου αντιμετώπισε τον εχθρό.

Το χρονικό μας τον δείχνει να θερίζει με το αιματόβρεχτο σπαθί του κεφάλια και χέρια επιτιθεμένων που, αποθαρρυμένοι, εγκατέλειψαν στο τέλος το εγχείρημα. Ο Μανουήλ πάντως φαίνεται να είχε συνάψει ειρήνη με τους Τούρκους, και δεν συμμετείχε σε μάχες εναντίον τους. Αυτό το γεγονός δείχνει το φόβο που ενέπνεαν στους Βυζαντινούς, οι εκστρατείες των Λατίνων, ενώ γι'αυτό το λόγο, οι Λατίνοι ιστορικοί κατηγορούσαν με φανατισμό, τούς Γραικούς ως διπρόσωπους. 

Έτσι η εικόνα των Γραικών πάλι αμαυρώθηκε στη Δύση, η οποία είδε σαν μοναδική αιτία για την αποτυχία της Δεύτερης Σταυροφορίας, τη στάση του Αυτοκράτορα. Παραβλέπουν βέβαια σαν ασήμαντο γεγονός τα δεινά πού είχαν προξενήσει οι Νορμανδοί, στην Ελληνική Κάτω Ιταλία, και ότι το Φθινόπωρο του 1147 ο Βασιλεύς Roger της Σικελίας είχε καταλάβει τη νήσο Κέρκυρα. 

Παραβλέπουν και τις λεηλασίες πού έκανε σε δεκάδες Ελληνικές πόλεις και κυρίως στη Θήβα και την Κόρινθο, από τις οποίες οι Νορμανδοί απήγαγαν εκατοντάδες εξιδικευμένους τεχνίτες μεταξωτών υφασμάτων, για να βοηθήσουν στη νεογέννητη μεταξοβιομηχανία στο Παλέρμο. «καί έτυχέ γε του κατά σκοπόν ο βάρβαρος. εν ακμή γάρ της των δυσμικών εθνών ες τά Ρωμαίων εμβολής Κόρινθόν τε καί Εύβοιαν καί Θήβας εληΐσατο τάς Βοιωτικάς.....» (Ιωάννης Κίνναμος).

Ο Γαλλογερμανικός στρατός έφθασε επιτέλους στην Αττάλεια, όπου ο Λουδοβίκος Ζ' αποφάσισε ν' ακολουθήσει το θαλάσσιο δρόμο. Πάλι κατηγορήθηκαν οι Έλληνες ότι δεν παρείχαν τον απαραίτητο αριθμό πλοίων για ολόκληρο το στράτευμα και μόνο οι ευγενείς ιππότες επιβιβάστηκαν στους δρόμωνες και κατέπλευσαν στις 19 Μαρτίου 1148, στον Άγιο Συμεών, πού ήταν το λιμάνι της Αντιόχειας. 

Εγκαταλειφθέντες από τους αρχηγούς των οι απλοί μαχητές ξεκίνησαν για την Αντιόχεια από το δρόμο της στεριάς. Μη γνωρίζοντας τον τόπο, απειθάρχητοι και δυσπιστούντες προς τους ντόπιους οδηγούς τους, συνεχώς παρενοχλούμενοι από τους Τούρκους, με τους οποίους είχαν την πεποίθηση ότι ήταν συνεννοημένοι οι Βυζαντινοί, οι ταλαίπωροι Γάλλοι με ό,τι απέμεινε από το Γερμανικό πεζικό του Conrad που τους ακολουθούσε, τράβηξαν τον δρόμο του μαρτυρίου των για την Κιλικία. Λιγότεροι από τους μισούς έφθασαν κατά τα τέλη της ανοίξεως στην Αντιόχεια. 


Ο Βασιλεύς Louis στις επιστολές του απέδωσε τις συμφορές του στρατού στην χώρα της "Ρωμανίας" και στη "δολιότητα του Αυτοκράτορα". Η κατηγορία κατά του Μανουήλ επαναλήφθηκε με μεγαλύτερο πάθος από τον επίσημο Γάλλο χρονογράφο της σταυροφορίας, Odo de Deuil, και συναντούμε την ηχώ της στους δυτικούς ιστορικούς ως και σήμερα: 

"Astucia enim precipue Graecorum est (η μοχθηρία ανήκει στους Έλληνες)" "Constantinople etait chretienne de nom, mais non de fait, tandis que les Grecs n'etaient pas des chretiens, de sorte qu'il etait considere comme acceptable de les tuer (H Κωνσταντινούπολη δεν είναι Χριστιανική πόλη και ούτε οι Έλληνες είναι Χριστιανοί γι'αυτό είναι θεμιτό να τούς σκοτώνουμε... Όταν κάποιος δικός μας ιερέας τελέσει λειτουργία σε Ελληνικό ναό, οι ιερείς του ναού πλένουν την Αγία Τράπεζα σαν να θέλουν να απαλλαγούν από το μίασμα.)".

Ο πρίγκιπας της Αντιόχειας Ραϋμόνδος του Πουατιέ ήρθε να υποδεχτεί τούς Βασιλείς μέσα σε γενική χαρά. Μαζί με τον Λουδοβίκο Ζ' είχε έρθει και η Βασίλισσα Ελεονώρα (Eleanor), που ήταν ανιψιά του Ραϋμόνδου. Το πάθος του Βασιλιά γι' αυτήν ήταν γνωστό. Ο Raymond σκεφτόταν να επωφεληθεί απ' αυτό για να ξαναπάρει, με τη βοήθεια του Λουδοβίκου Ζ', την περιοχή πέρα απ' τον Ορόντη, από τον Αταμπέγκ του Χαλεπιού Νουρ-εντ-Ντιν. 

Αυτό ήταν άλλωστε το συμφέρον των Χριστιανών, αφού ο Νουρ-εντ-Ντιν παρέμενε ο κυριότερος εχθρός και στην ουσία η Σταυροφορία είχε επιχειρηθεί μόνο και μόνο για να σταματήσουν, μετά την πτώση της Έδεσσας, τις πιο πέρα καταχτήσεις του φοβερού Τούρκου αρχηγού ή του πατέρα του, του Ζεγγί. 

Ο Ραϋμόνδος έβλεπε κιόλας τον εαυτό του, χάρη στη βοήθεια του Βασιλιά της Γαλλίας, στα πρόθυρα του Χαλεπιού, όταν έμαθε πως, από έναν αρκετά περίεργο θρησκευτικό ενδοιασμό, ο Λουδοβίκος Ζ' αρνιόταν να τον βοηθήσει, υποστηρίζοντας ότι έχοντας ξεκινήσει για Σταυροφορία, για να υπερασπίσει τον Πανάγιο Τάφο, θα παρέβαινε το τάμα του, αν πολεμούσε τους Τούρκους στην περιοχή του Χαλεπιού.Οι χρονογράφοι προσθέτουν, πως ο Ραϋμόνδος έγινε έξω φρενών από μια τέτοια στενοκεφαλιά...

Η στάση του Λουδοβίκου Ζ', ακατανόητη από πολιτική άποψη, ίσως εξηγείται από την ζηλοτυπία του για τη νεαρή γυναίκα του στην οποία έδειχνε μία άμμετρη συμπάθεια ο Ραϋμόνδος. Πραγματικά η Ελεονώρα ήταν φιλάρεσκη, επιπόλαιη, και είχε κιόλας βαρεθεί τον άντρα της. Όπως και να 'ναι, όταν ο βασιλιάς κάλεσε τη γυναίκα του να τον ακολουθήσει με το στρατό του στην Ιερουσαλήμ, εκείνη του ανάγγειλε την πρόθεσή της να μείνει στην Αντιόχεια, κοντά στον Ραϋμόνδο, και να χωρίσει. 

Την πήρε δια της βίας φεύγοντας βιαστικά για την Ιερουσαλήμ, νύχτα, χωρίς να αποχαιρετήσει τον πρίγκιπα της Αντιόχειας. Στην Ιερουσαλήμ, ο Κονράδος Γ' και τα υπολείμματα της Γερμανικής Σταυροφορίας είχαν προηγηθεί απ' τον Λουδοβίκο Ζ'. Όταν οι δυο ηγεμόνες ενώθηκαν στην Αγία Πόλη, η αντιβασίλισσα Μελισσάνθη τους παρακάλεσε να πολιορκήσουν τη Δαμασκό. Εκείνοι δέχτηκαν.
 
 
Έτσι η Δεύτερη Σταυροφορία, που κηρύχτηκε στην Ασία απ' τον Άγιο Βερνάρδο για να ξαναπάρει την Έδεσσα και τις πόλεις του πριγκιπάτου της Αντιόχειας από τους Τούρκους του Χαλεπιού, τους φοβερότερους εχθρούς της Λατινικής Ανατολής, απέφυγε να τους επιτεθεί, και πήγε αντίθετα να πολεμήσει τους Δαμασκηνούς, τους παλιούς αυτούς συμμάχους του Βασιλιά Φουλκ!

Γάλλοι και Γερμανοί σταυροφόροι, ενισχυμένοι με το στρατό της Ιερουσαλήμ, βάδισαν λοιπόν ενάντια στη Δαμασκό, και άρχισαν την πολιορκία της, στις 24 Ιουλίου του 1148, με μιαν επίθεση από τους κήπους των νοτιοδυτικών προαστίων. Η επίθεση απέτυχε ενώ οι βαρόνοι ήδη τσακώνονταν για το μέλλον μίας πόλης την οποία ακόμα δεν είχαν κυριεύσει. Τελικά στις 28 Ιουλίου, οι σταυροφόροι διέλυσαν το στρατόπεδό τους και άρχισαν να κινούνται πίσω προς τη Γαλιλαία. 

Αν και τα χρήματα του εμίρη της Δαμασκού Unur, πιθανόν να είχαν εξαγοράσει την αποχώρησή τους, αυτός δεν τους άφησε να φύγουν με την ησυχία τους. Τουρκομάνοι ελαφροί ιππείς βρίσκονταν διαρκώς στα πλευρά τους, τοξεύοντας βέλη μέσα στο σωρό. Ο δρόμος γέμισε από πτώματα ανθρώπων και αλόγων. Στις αρχές Αυγούστου το μεγάλο εκστρατευτικό σώμα επέστρεψε στην Παλαιστίνη και τα τοπικά στρατεύματα πήγαν στις εστίες τους. Εκείνο που κατόρθωσε ήταν να χάσει πολλούς από τους άνδρες του και πολύ από το υλικό του και να υποστεί τρομερή ταπείνωση. 

Το ότι ένας τόσο λαμπρός στρατός εγκατέλειψε τον αντικειμενικό του σκοπό μόνο μετά πέντε ημέρες αγώνα, υπήρξε σκληρό πλήγμα για το χριστιανικό γόητρο. Ο θρύλος των αήττητων ιπποτών από τη Δύση που είχε δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της μεγάλης περιπέτειας της Πρώτης Σταυροφορίας, είχε τελείως καταρρεύσει. Το φρόνημα του μωαμεθανικού κόσμου αναζωογονήθηκε .

Οι Φράγκοι της Συρίας και οι σταυροφόροι έφτασαν στην Ιερουσαλήμ, πολύ δυσαρεστημένοι μεταξύ τους. Για τους σταυροφόρους, οι ντόπιοι Φράγκοι, τα «πουλάρια», όπως τους ονόμαζαν, φαίνονταν στα μάτια τους σαν προδότες. «Καλύτερα οι Τούρκοι παρά τούτοι δω οι Λεβαντίνοι», αυτή τη φράση περίπου βάζει στο στόμα των Γάλλων σταυροφόρων το χρονικό Ηράκλειον. Ο Γουλιέλμος της Νεμπρίζ θα υπερθεματίσει γράφοντας πως όλα αυτά τα «πουλάρια» είναι μισομουσουλμάνοι. 

Όσο για τους φεουδάρχες της Συρίας, αυτοί λίγο έλειψε να θεωρήσουν τους σταυροφόρους της Δύσης σαν επικίνδυνους φανατικούς, που έρχονταν να «σφάξουν Μουσουλμάνους», χωρίς να ξεχωρίζουν φίλους και εχθρούς, προς μεγάλη ζημία της φράγκικης πολιτικής. Και πρέπει να ομολογήσουμε πως η συμπεριφορά της Δεύτερης Σταυροφορίας, που αρνήθηκε να επιτεθεί ενάντια στον φοβερό Αταμπέγκ του Χαλεπιού για να τα βάλει με τους άκακους Δαμασκηνούς, δικαιολογούσε κάπως αυτή την άποψη. 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Λουδοβίκος Ζ' έφυγε απ' τη Συρία το Πάσχα του 1149. Ο Γερμανός Βασιλεύς Κονράδος δεν αργοπόρησε στην Παλαιστίνη μετά την επιστροφή από τη Δαμασκό. Μαζί με την ακολουθία του επιβιβάστηκε στην Acre στις 8 Σεπτεμβρίου, σε ένα πλοίο που κατευθυνόταν στη Θεσσαλονίκη. Όταν αποβιβάστηκε εκεί, πήρε μια επείγουσα πρόσκληση από τον Μανουήλ να περάσει τα Χριστούγεννα στην αυτοκρατορική αυλή. Τώρα υπήρχε πλήρης ομόνοια μεταξύ των δύο μοναρχών.
 
 
Αν και ο νεαρός ανιψιός του Friedrich μπορεί να εξακολουθούσε να έτρεφε μνησικακία κατά των Βυζαντινών, κατηγορώντας τους για τις Γερμανικές απώλειες στη Μικρά Ασία, ο Conrad σκεφτόταν μόνο την αξία της συμμαχίας του Μανουήλ εναντίον του Roger της Σικελίας και είχε κατακτηθεί από το προσωπικό θέλγητρο του Μανουήλ και από τη γοητευτική του φιλοξενία. Κατά τη διάρκεια της επισκέψεώς του έγινε ο γάμος του αδελφού του, Heinrich της Αυστρίας, με την ανιψιά του Μανουήλ, Θεοδώρα, με μεγάλη λαμπρότητα. 

Σκανδαλισμένοι Βυζαντινοί έκλαψαν που έβλεπαν την χαριτωμένη νεαρή πριγκίπισσα να καταδικάζεται σε μια τόσο βάρβαρη μοίρα- "να θυσιάζεται στο τέρας της Δύσεως", όπως έγραψε στη μητέρα της με συμπάθεια ένας αυλικός ποιητής- αλλά ο γάμος σημείωσε την πλήρη συμφιλίωση των αυλών της Γερμανίας και του Βυζαντίου. Όταν ο Conrad έφυγε από την Κωνσταντινούπολη τον Φεβρουάριο του 1149 για να επιστρέψει στη Γερμανία, είχε γίνει μεταξύ των συμμαχία εναντίον του Ρογήρου της Σικελίας, του οποίου τα εδάφη στην Ιταλία είχαν σκοπό να μοιράσουν .

Ενώ ο Conrad απολάμβανε τις ανέσεις της Κωνσταντινουπόλεως, ο Βασιλεύς Louis παρέμενε στην Παλαιστίνη. Ο Αββάς Σούγκερ του έγραψε επανειλημμένως παρακαλώντας τον να επανέλθει στη Γαλλία, αλλ' αυτός δεν μπορούσε να πάρει την απόφαση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήθελε να περάσει ένα Πάσχα στην Ιερουσαλήμ. Ήξερε ότι μετά την επιστροφή του θ' ακολουθούσε ένα διαζύγιο με όλες τις πολιτικές του συνέπειες. Επιδίωξε ν' αναβάλει την κακή μέρα. 

Στο μεταξύ, ενώ ο Conrad ανανέωνε τη φιλία του με το Βυζάντιο, η μνησικακία του Louis κατά του Μανουήλ μεγάλωνε όλο και περισσότερο όσο τη σκεφτόταν. Άλλαξε την πολιτική του και επιδίωξε τη συμμαχία του Νορμανδού Βασιλιά της Σικελίας. Έτσι, στις αρχές του καλοκαιριού του 1149, ο Louis έφυγε από τη Παλαιστίνη με Σικελικό πλοίο, το οποίο ενώθηκε σε λίγο με τη Σικελική μοίρα που περιπολούσε στα νερά της ανατολικής Μεσογείου. 

Ο Σικελικός πόλεμος εναντίον του Βυζαντίου εξακολουθούσε να βρίσκεται σε εξέλιξη και όταν ο στόλος παρέκαμπτε την Πελοπόννησο, δέχτηκε επίθεση από το Βυζαντινό ναυτικό. Ο Βασιλεύς Louis έδωσε βιαστικά διαταγή να υψωθεί η Γαλλική σημαία στο πλοίο του και γι' αυτό του επετράπη να συνεχίσει τον πλουν του. Αλλά ένα πλοίο που είχε μέσα πολλούς από την ακολουθία του και από τα υπάρχοντά του αιχμαλωτίσθηκε και μεταφέρθηκε ως λεία πολέμου στην Κωνσταντινούπολη. 

Πέρασαν πολλοί μήνες ώσπου να συμφωνήσει ο Αυτοκράτωρ να στείλει πίσω τους ανθρώπους και τα πράγματα στη Γαλλία  Ας κλείσουμε την ενότητα με το συμπέρασμα του Ράνσιμαν σχετικά με την αποτυχία της Δεύτερης Σταυροφορίας:

«Καμιά Μεσαιωνική επιχείρηση δεν ξεκίνησε με πιο λαμπρές ελπίδες. Σχεδιασμένη από τον Πάπα, κηρυγμένη και εμπνευσμένη από τη χρυσή ευγλωττία του Αγίου Bernard και υπό την ηγεσία των δύο μεγαλύτερων Ηγεμόνων της δυτικής Ευρώπης, είχε δώσει τόσες πολλές υποσχέσεις για τη δόξα και τη σωτηρία της Χριστιανοσύνης.
 

Αλλά όταν έφθασε στο επαίσχυντο τέλος της με την θλιβερή υποχώρηση από τη Δαμασκό, το μόνο που είχε κατορθώσει ήταν να οξύνει τις σχέσεις μεταξύ των δυτικών Χριστιανών και των Βυζαντινών, σχεδόν ως το σημείο της ρήξεως, να σπείρει υποψίες μεταξύ των νεοφερμένων σταυροφόρων και των Φράγκων που ήταν εγκαταστημένοι στην Ανατολή, να χωρίσει τους δυτικούς Φράγκους Ηγεμόνες μεταξύ τους, να φέρει τους Μωαμεθανούς πλησιέστερα τους μεν προς τους δε, και να καταφέρει θανάσιμο πλήγμα στη φήμη των Φράγκων ως ανίκητων πολεμιστών.

Μπορεί οι Γάλλοι να επιζήτησαν να επιρρίψουν την ευθύνη για την αποτυχία σε άλλους, στον δόλιο Αυτοκράτορα Μανουήλ ή στους χλιαρούς Παλαιστινίους Βαρόνους, και ο Άγιος Bernard μπορεί να εκσφενδόνιζε μύδρους εναντίον των κακών ανθρώπων οι οποίοι έφεραν εμπόδια στους σκοπούς του Θεού. Αλλά στην πραγματικότητα η Δεύτερη Σταυροφορία κατέληξε στο μηδέν εξ αίτιας των αρχηγών της, με τη βαναυσότητά τους, την αμάθειά τους και την άκαρπη ανοησία τους.»

Τα Επακόλουθα της Δεύτερης Σταυροφορίας

Η πτώση της Εδέσσης παρότρυνε τον Πάπα Ευγένιο Γ' να κηρύξει νέα σταυροφορία. Αρχικά, ο Κορράδος Γ' της Γερμανίας ήταν απρόθυμος να συμμετάσχει, αλλά το πειστικό κήρυγμα του Αγίου Βερνάρδου έκαμψε τις αντιρρήσεις του. Ο Λουδοβίκος Ζ' της Γαλλίας είχε σχεδιάσει μια δική του εκστρατεία, αλλά συμφώνησε να συντονίσει τις προσπάθειές του με εκείνες των Γερμανών. Ωστόσο, οι Βυζαντινοί δεν ήθελαν πια να περάσουν οι σταυροφόροι από την επικράτειά τους, διαισθανόμενοι ότι είχαν λιγότερα να φοβηθούν από τον Νουρεντίν παρά από τον Ρογήρο τον Μέγα, τον Βασιλιά της Σικελίας.

Οι δυο στρατιές ξεκίνησαν το 1147. Ορισμένοι Γάλλοι Βαρόνοι θέλησαν να προσχωρήσουν στον Ρογήρο τον Μέγα και να καταλάβουν Βυζαντινά εδάφη. Ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Β' συνήψε εκεχειρία με τον Σουλτάνο, γεγονός που ανάγκασε τους Γάλλους να παραπονεθούν για προδοσία των Ελλήνων, καθώς οι ίδιοι ορέγονταν την Κωνσταντινούπολη. Ο Γερμανικός στρατός, αγνοώντας μια προγενέστερη συμφωνία να περιμένει τους Γάλλους, ξεκίνησε πρώτος και ηττήθηκε. 

Με τη σειρά τους, οι Γάλλοι υπέστησαν μια βαριά ήττα, και μόνο τότε ενώθηκαν τα υπολείμματα των δύο στρατών. Στη συνέχεια, αποφάσισαν να επιτεθούν στη Δαμασκό, αν και εκείνη την εποχή ο Ηγεμόνας της πόλης είχε συμμαχήσει με τον Βαλδουίνο Γ' κατά του Νουρεντίν. Το αποτέλεσμα ήταν η αναμενόμενη καταστροφή: η Δεύτερη Σταυροφορία απέτυχε παταγωδώς.

Κι ενώ το Λατινικό Βασίλειο σπαρασσόταν από τη διαπάλη των αντίπαλων ομάδων που υποστήριζαν τον Βαλδουίνο Γ' και τη μητέρα του, ο Νουρεντίν κατέλαβε το 1154 τη Δαμασκό και ένωσε τη Συρία κατά των σταυροφόρων. Σημαντικό πρόβλημα ήταν και η άνοδος του Ρεϋνάλδου του Σατιγιόν, ενός Γάλλου τυχοδιώκτη που παντρεύτηκε τη χήρα του Ραϋμόνδου Β' της Τρίπολης. Τον Βαλδουίνο Γ' τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Αμαλάριχος το 1163. 

Για να σιγάσει την αντίθεση της Εκκλησίας, ο Αμαλάριχος αναγκάστηκε να διαζευχθεί τη σύζυγό του Αγνή του Κουρτεναί, με την οποία ήταν συγγενής μη αποδεκτού βαθμού, αλλά κατάφερε να αναγνωριστούν ως νόμιμα τα δύο παιδιά που είχε αποκτήσει μαζί της, η Σίβυλλα και ο Βαλδουίνος Δ'.

Ο Αμαλάριχος (1163-1174) επέδειξε κάποιες νομοθετικές ικανότητες και προσπάθησε να περιορίσει την ισχύ των στρατιωτικών ταγμάτων.
 
 
Ωστόσο, ο βασικός στόχος της εξωτερικής πολιτικής του ήταν η επίθεση κατά της Αιγύπτου, μιας περιοχής που υποσχόταν πόρους για το άδειο βασιλικό θησαυροφυλάκιο, και που η κατάκτησή της φαινόταν πιο εύκολη από τις επιχειρήσεις στα άκρως επικίνδυνα βόρεια σύνορα. Οι προστριβές μεταξύ του Αμαλαρίχου και του Νουρεντίν διήρκεσαν αρκετά χρόνια, αλλά το 1169 ο Βεζίρης του Νουρεντίν μπήκε στο Κάιρο. Σύντομα τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του Σαλαδίνος. 

Ο Σαλαδίνος εξεδίωξε τους Γάλλους από την Αίγυπτο, κατέλαβε οχυρά στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας, και το 1171 τερμάτισε τη δυναστεία των Φατιμιδών. Η Αίγυπτος περιήλθε υπό την κυριαρχία του χαλιφάτου των Αββασιδών της Βαγδάτης και έτσι αποκαταστάθηκε η ενότητα του Σουνιτικού Ισλάμ. Ο Σαλαδίνος κατείχε τον τίτλο του Βεζίρη και βρισκόταν υπό την επικυριαρχία του Νουρεντίν, αλλά μετά το 1171, ουσιαστικά κυβερνούσε ως Σουλτάνος της Αιγύπτου.

Ο Νουρεντίν και ο Αμαλάριχος πέθαναν το ίδιο έτος, το 1174. 

Ο δεκατριάχρονος τότε Βαλδουίνος Δ' (1174-1185) ήταν λεπρός και τελικά έμεινε παράλυτος. Πολιτικές ομάδες σχηματίστηκαν γύρω από τον Ρεϋνάλδο του Σατιγιόν, τους εκτοπισμένους άρχοντες Κουρτεναί της Εδέσσης (που από το 1144 βρισκόταν σε χέρια Μουσουλμάνων) και τους Λουζινιάν, μια οικογένεια από το Πουατού της Ανδηγαυίας (πβ. Κεφάλαιο Η'). Ο ίδιος ο Βασιλιάς ήταν υποχείριο της μητέρας του, μιας Κουρτεναί. 

Τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του Βαλδουίνος Ε', γιος της αδελφής του Σύβιλλας και του Γουλιέλμου, του εκλιπόντα Μαρκησίου του Μομφερράτου. Ύστερα από ένα χρόνο, ο Βαλδουίνος πέθανε και τον διαδέχτηκε η Σίβυλλα, που έστεψε πραξικοπηματικά τον δεύτερο σύζυγό της Γουίδωνα Λουζινιάν το 1186. Στο μεταξύ, το 1176 ο Σαλαδίνος είχε πια εδραιώσει την κατοχή του στην Αυτοκρατορία του Νουρεντίν. Καθώς κυριαρχούσε στην Αίγυπτο, τη Συρία και τη Μοσούλη, τα κράτη των σταυροφόρων ήταν περικυκλωμένα. 

Οι Βυζαντινοί, που τα ανατολικά τους σύνορα ήταν ευάλωτα στις Τουρκικές επιθέσεις, δεν μπορούσαν να βοηθήσουν την Ιερουσαλήμ. Τώρα οι σταυροφόροι δεν προσδοκούσαν βοήθεια παρά μόνο από τη Δύση, ιδίως μετά από τη σφαγή Δυτικών εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη που οδήγησε στην άνοδο του αντιδυτικού Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α' Κομνηνού. Η «Φραγκική» αυλή σπαρασσόταν ακόμα περισσότερο από τις μηχανορραφίες των αντίπαλων μερίδων, και στις αρχές του 1187 ο Ρεϋνάλδος του Σατιγιόν προσέφερε στον Σαλαδίνο το πρόσχημα όταν έστησε ενέδρα και επιτέθηκε σε ένα καραβάνι. 

Στις 4 Ιουλίου του ίδιου έτους ο Σαλαδίνος συνέτριψε τους Χριστιανούς στη μάχη του Χαττίν, δυτικά της θάλασσας της Γαλιλαίας, συλλαμβάνοντας τον Βασιλιά Γουίδωνα και αποκεφαλίζοντας ο ίδιος τον Ρεϋνάλδο του Σατιγιόν. Η Ιερουσαλήμ συνθηκολόγησε χωρίς μάχη στις 2 Οκτωβρίου. Την άνοιξη του 1190 μόνον η Αντιόχεια, η Τύρος και η Τρίπολη είχαν παραμείνει υπό Χριστιανική κατοχή.

Αποτυχία και Επιπτώσεις

Η συμμαχία ανάμεσα στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, στους Γάλλους και στους Γερμανούς διαλύθηκε. Ο Κορράδος αναχώρησε αμέσως για την πατρίδα του μέσω Κωνσταντινούπολης, ενώ ο Λουδοβίκος έμεινε στην περιοχή μέχρι το 1149 αρνούμενος να παραδεχθεί την ήττα του. Οι σταυροφορικές Ηγεμονίες αντιμετώπιζαν ενωμένους, πλέον, τους Μουσουλμάνους και πιο ισχυρούς από ποτέ. Στα επόμενα χρόνια η περιοχή θα συνταρασσόταν από τις μάχες ανάμεσα στο Βαλδουίνο Γ΄ της Ιερουσαλήμ και το Νουρεντίν.
 

Στη Δύση, ο Κορράδος αποφάσισε να συμμαχήσει με τον Μανουήλ κατά των Νορμανδών της Σικελίας, ενώ ο Λουδοβίκος στο δρόμο της επιστροφής έστεψε τον ηγεμόνα τους, Ρογήρο, Βασιλιά. Οι Γάλλοι κατηγορούσαν τους Γερμανούς και τους Βυζαντινούς για την αποτυχία, ενώ οι Γερμανοί κατηγορούσαν τους Γάλλους. Παντού στη Δύση υπήρχε καχυποψία κατά των Βυζαντινών, που θα εξελισσόταν σε μίσος και ανοικτό πόλεμο με τη Δ΄ Σταυροφορία.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ 

Λουδοβίκος Ζ´ της Γαλλίας

Ο Λουδοβίκος Ζ΄ (Louis VII de France, 1120 - 18 Σεπτεμβρίου 1180), επονομαζόμενος και Νέος, ήταν Βασιλιάς των Φράγκων, γιος και διάδοχος του Λουδοβίκου ΣΤ΄ της Γαλλίας. Ορίστηκε διάδοχος (1131) μετά από τον θάνατο λόγω ατυχήματος του μεγαλύτερου αδελφού του Φιλίππου. Ευλαβέστατος Ηγεμόνας, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του περισσότερο ως ιερέας παρά ως Βασιλιάς.

Αμέσως μετά την στέψη του παντρεύτηκε (1137) την Ελεονώρα της Ακουιτανίας, με την οποία απέκτησε δύο κόρες. Ήταν από τη φύση του μαχητικός και εύρωστος με μεγάλες ικανότητες στις μάχες, αλλά η τεράστια ευσέβειά του τον εμπόδισε να γίνει ένας από τους θρυλικότερους μονάρχες. Η άνοδός του στον θρόνο έγινε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, με εξαίρεση τους κατοίκους της Ορλεάνης και του Πουατιέ που αντέδρασαν. 

Σύντομα ήρθε σε διαμάχη με τον Πάπα Ιννοκέντιο Β΄, αφού ο αρχιεπισκοπικός θρόνος της Βουργουνδίας ήταν κενός και ο Λουδοβίκος υποστήριζε τον καρδινάλιο Καντούρκ, ενώ ο Πάπας ήθελε τον Πέτρο του Σατρ. Ορκίστηκε μάλιστα ότι δεν θα πατήσει ποτέ στην Βουργουνδία όσο ζούσε ο εκλεκτός του Πάπα Πέτρος.

Ο Λουδοβίκος ο 7ος περιπλέχθηκε σε πόλεμο με τον Θεόβαλδο Β΄ της Καμπανίας, επιτρέποντας στον Ραούλ Α΄ του Βερμαντουά να αρνηθεί τη σύζυγό του και ανεψιά του Θεοβάλδου Β΄, προκειμένου να παντρευτεί την Πετρονίλλα, αδελφή της συζύγου του Ελεονώρας. Η Καμπανία πήρε το μέρος του Πάπα στη σύγκρουσή του με τον Βασιλιά Λουδοβίκο. Ο Λουδοβίκος είχε προσωπική ανάμειξη στην άλωση και την πυρπόληση της πόλης του Βιτρύ, με εκατοντάδες κατοίκους καμένους στην εκκλησία που είχαν καταφύγει. 

Αυτό έκανε τον ευσεβέστατο Βασιλιά να αισθανθεί τεράστια ντροπή και ενοχή. Από τύψεις εγκατέλειψε την Καμπανία αφήνοντας τον Θεόβαλδο να κυβερνήσει ελεύθερα. Για να απαλύνει τις τύψεις που τον κατέτρεχαν, θέλησε να συμμετάσχει του σε Σταυροφορία για την ανακατάληψη των Αγίων Τόπων. Το 1144 ο Γοδεφρείδος Ε΄ του Ανζού συμπλήρωσε την κατάκτηση της Νορμανδίας. Ο Λουδοβίκος ήρθε σε συμφωνία μαζί του, τον αναγνώρισε ως δούκα και σαν αντάλλαγμα του παραχωρήθηκε η περιοχή Bεξίν. 

Τον Ιούνιο 1147 αναχώρησε για τους Αγίους Τόπους, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Ελεονόρα. Έξω από τη Λαοδικεία, δέχθηκε επίθεση από Τούρκους που του είχαν στήσει παγίδα με βομβαρδισμό από κοτρόνες και βέλη. Κατά μαρτυρία του ιστορικού Ότο ντε Ντέιγ, ισχυρός και θαρραλέος κατάφερε να διαφύγει στις απόκρημνες περιοχές, και σώθηκαν με τις ασπίδες από τα Τουρκικά βέλη.


Έφθασαν τελικά το 1148 στους Αγίους Τόπους, όπου η σύζυγός του Ελεονόρα του ζήτησε να προστατέψει τον θείο της Ραϋμόνδο της Αντιόχειας, που πολεμούσε ενάντια στην Αλέππο. Αυτός επιζητούσε την ανακατάληψη των Ιεροσολύμων, γι' αυτό και διέφυγε από την υπηρεσία του Ραϋμόνδου, συναντήθηκε με τον Κονράδο Γ΄ της Γερμανίας τον Βαλδουίνο Γ΄ των Ιεροσολύμων τον Τιερί της Αλσατίας και άρχισαν να πολιορκούν την Δαμασκό.

Η προσπάθεια απέτυχε και ο Λουδοβίκος τελικά επέστρεψε στην Γαλλία το 1149, παρά την επιμονή της Ελεονώρας να παραμείνει για να βοηθήσει τον θείο της. Σε λίγο, με δικαιολογία το συγκεκριμένο γεγονός, διέλυσαν το γάμο τους, αλλά αυτό ήταν μόνο η πρόφαση. Η αληθινή αιτία ήταν η δυσαρέσκεια του ενός προς τον άλλον, καθώς ο μεν Λουδοβίκος δεν απέκτησε γιο από την Ελεονώρα, η δε Ελεονώρα δεν μπορούσε να υπομείνει τον καλογερίστικο τρόπο ζωής του Λουδοβίκου. 

Η Ελεονώρα στη συνέχεια παντρεύτηκε τον Ερρίκο του Ανζού (μετέπειτα βασιλιά Ερρίκο Β΄ της Αγγλίας) και τον όρισε κόμη της Ακουιτανίας. Αυτό έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του επίσημου συζύγου της Λουδοβίκου, κάτι που τον εξόργισε. Εκστράτευσε εναντίον του Ερρίκου, αλλά συνετρίβη και επέστρεψε άρρωστος στη Γαλλία.

Παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο (1154) την Κωνσταντία της Καστίλης, (κόρη του Βασιλιά Αλφόνσου Ζ΄), με την οποία έκανε άλλες δύο κόρες. Πιστεύοντας ότι είναι καταδικασμένος να μην κάνει γιο, ο Βασιλιάς Ερρίκος Β΄ της Αγγλίας του έστειλε μέσω του αντιπροσώπου του επισκόπου Τόμας Μπέκετ πρόταση για γάμο του μεγαλύτερου γιου του Ερρίκου με την κόρη του Λουδοβίκου, Μαργαρίτα. Η πρόταση έγινε αποδεκτή και ακολούθησε ο αρραβώνας (1158).

Η Κωνσταντία πέθανε ξαφνικά το 1160 και τον ίδιο χρόνο ο Λουδοβίκος Ζ΄ πραγματοποιεί τον τρίτο του γάμο με την Αδέλα της Καμπανίας. Αντιλήφθηκε τον κίνδυνο από την μεγάλη άνοδο του Ανδεγαυικού οίκου μέσω του Ερρίκου, αλλά απέτυχε να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά. Εξέφραζε όμως πάντα την δυσφορία του απέναντι στον συγκεκριμένο Βασιλιά. Πήρε έντονα το μέρος του επισκόπου Θωμά Μπέκετ στις διαμάχες του με τον Βασιλιά, ενώ υποστήριξε και τους επαναστατημένους γιους του Ερρίκου Β΄ ενάντια στον πατέρα τους. 

Ο ανταγωνισμός όμως των γιων μεταξύ τους και η ίδια η αναποφασιστικότητα του Λουδοβίκου έσπασαν την συμμαχία. Σε μεγάλη ηλικία έκανε τελικά γιο, τον μετέπειτα Βασιλιά Φίλιππο Αύγουστο Β΄, τον οποίο έστεψε συμβασιλέα λίγο πριν το θάνατό του (1179). Δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στην τελετή λόγω της παραλυσίας από την οποία υπέφερε.
 
Κονράδος Γ΄ της Γερμανίας

Ο Κονράδος Γ΄ της Γερμανίας (Konrad III. der Staufer, 1093 – 15 Φεβρουαρίου 1152) ήταν ο πρώτος Βασιλιάς της Γερμανίας από τη δυναστεία των Χοενστάουφεν, γιος του Φρειδερίκου Α΄ Δούκα της Σουηβίας και της Αγνής, κόρης του Αυτοκράτορα Ερρίκου Δ΄.


Ο Κονράδος ορίστηκε Δούκας της Φραγκονίας από τον θείο του Ερρίκο Ε΄ (1115). Έναν χρόνο αργότερα διορίστηκε αντιβασιλιάς της Γερμανίας μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Φρειδερίκο Β΄ της Σουηβίας. Με τον θάνατο του Ερρίκου (1125), ο Κονράδος ανεπιτυχώς προσπάθησε να βοηθήσει τον μεγάλο του αδελφό να γίνει Βασιλιάς της Γερμανίας, με αποτέλεσμα να χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα. Αργότερα τον Δεκέμβριο του 1127 με την υποστήριξη της Σουηβίας και του Δουκάτου της Αυστρίας εξελέγη αντιβασιλιάς στην Νυρεμβέργη. 

Ο Κονράδος πέρασε τις Άλπεις προκειμένου να στεφθεί Βασιλιάς της Ιταλίας από τον Άνσελμο Ε΄ αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου. Τα δύο επόμενα χρόνια δεν έκανε τίποτα σημαντικό στην Ιταλία και επέστρεψε στη Γερμανία (1130). Αυτός και ο αδελφός του προσπάθησαν ανεπιτυχώς να αντιμετωπίσουν τον Λοθάριο και τελικά δήλωσαν την υποταγή τους (1135) με τον Λοθάριο να επιστρέφει τα παλιά τους εδάφη.

Μετά τον θάνατο του Λοθάριου, εξελέγη Βασιλιάς στις 7 Μαρτίου 1138 και στέφθηκε στο Άαχεν 6 μέρες αργότερα. Παρέδωσε το Δουκάτο της Σαξονίας στον Αλβέρτο τον γενειοφόρο και της Βαυαρίας στον Λεοπόλδο Γ΄ Μαγράβο της Αυστρίας κρατώντας ο ίδιος την ψιλή κυριαρχία. Ο πόλεμος που ξέσπασε μεταξύ Γουέλφων και Γιβελίνων αργότερα επεκτάθηκε νοτιότερα στην Ιταλία. Μετά τον θάνατο του Ερρίκου (1139) ο πόλεμος συνεχίστηκε με τον γιο του, Ερρίκο τον Λέοντα, και αργότερα τον αδελφό του, Ουέλφο ΣΤ΄.

Τελικά ο τελευταίος ηττήθηκε εξαναγκαζόμενος τον Μάιο του 1142 να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τον Κονράδο στη Φραγκφούρτη. Την ίδια χρονιά ο Κονράδος εισήλθε στη Βοημία τοποθετώντας πρίγκηπα τον γαμπρό του Βλαδισλάβ Γ΄. Το 1146, ενώθηκε με τον Βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Ζ΄ και τον Τιερί της Αλσατίας, κόμη της Φλάνδρας προκειμένου να συμμετέχει στη Β΄ Σταυροφορία, αφήνοντας Βασιλιά τον γιο του, Ερρίκο Βερεγκάριο. Με 20.000 στρατό πέρασαν από την Ουγγαρία και έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο του 1146.

Αντί να ακολουθήσει στη συνέχεια τα Χριστιανοκρατούμενα παράλια της Ανατολίας, επέλεξε να περάσει από την ενδοχώρα της Ανατολίας. Ως αποτέλεσμα, στις 25 Οκτωβρίου 1147 συνετρίβη από τους Σελτζούκους Τούρκους στη μάχη του Δορυλαίου, όπου οι περισσότεροι στρατιώτες του σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ δραπέτευσε μονάχα αυτός και οι ευγενείς του. Οι 2.000 Γερμανοί που σώθηκαν κατέφυγαν στη Νίκαια, όπου πολλοί από αυτούς αποστάτησαν και προσπάθησαν να επιστρέψουν στη Γερμανία. 

Ο Κονράδος, συνοδεία Γάλλων, ενώθηκε με τον κύριο στρατό του Λουδοβίκου στο Λοπάδιο. Λίγο αργότερα αρρώστησε στην Έφεσο και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη στην αυλή του Αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ για να αναρρώσει, με τον Αυτοκράτορα να του παρέχει ιατρική φροντίδα αυτοπροσώπως. Μετά την ανάρρωσή του, μέσω της Άκρας έφτασε στα Ιεροσόλυμα.

Συμμετείχε στην αποτυχημένη πολιορκία της Δαμασκού και μετά την τελευταία αποτυχημένη προσπάθεια του να καταλάβει την Ασκαλών επέστρεψε οριστικά στη Γερμανία. Το 1150, ο Κονράδος και ο Ερρίκος Βερεγκάριος νίκησαν τον Ουέλφο ΣΤ΄ και τον γιο του Ουέλφο Ζ΄, αλλά την ίδια χρονιά πέθανε ο Ερρίκος Βερεγκάριος και οι Ουέλφοι με τους Χοενστάουφεν έκλεισαν ειρήνη (1152).

 
Ο Κονράδος δεν στέφθηκε ποτέ Αυτοκράτορας και μέχρι το θάνατό του χρησιμοποιούσε μόνο τον τίτλο του Βασιλέα των Ρωμαίων. Όντας ετοιμοθάνατος και με μοναδικούς μάρτυρες τον ανιψιό του Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα και τον Επίσκοπο Βαμβέργης, όρισε ως διάδοχό του τον Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα, αντί του εξάχρονου γιου του Φρειδερίκου.

Μανουήλ Α΄ Κομνηνός

Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ ο Κομνηνός έμεινε στο θρόνο από το 1143 μέχρι το θάνατό του το 1180. Ο Μανουήλ γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1118 και ήταν ο νεώτερος από τους τέσσερις γιούς του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού. Έχοντας χάσει τους δύο μεγαλύτερους πρόωρα, ο Ιωάννης τον θεώρησε καταλληλότερο έναντι του πρεσβύτερου Ισαάκ. Με όμορφο παρουσιαστικό, βαθειά μόρφωση και μεγάλες στρατιωτικές και ηγετικές ικανότητες, ο Μανουήλ είχε όλα τα φόντα ενός άξιου διαδόχου.

Το 1144, ο Άραβας Ιμάντ ελ-Ντιν Ζένγκι κατέλαβε την Έδεσσα (σημερινή Ούρφα), και την έπνιξε στο αίμα. Ο Πάπας Ευγένιος Γ΄, κάλεσε το Βασιλέα Λουδοβίκο Γ΄ της Γαλλίας και τον Κονράδο Χοχενστάουφεν της Γερμανίας σε νέα Σταυροφορία. Η είδηση της επικείμενης νέας Σταυροφορίας προκάλεσε μεγάλο πονοκέφαλο στο Μανουήλ, ο οποίος είχε πολύ καλά υπόψη του το τί είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της Βασιλείας του παππού του στην Α΄ Σταυροφορία. 

Όντως, τα Γαλλικά και Γερμανικά στρατεύματα της Β΄ Σταυροφορίας περνώντας από τα Βυζαντινά εδάφη, επέφεραν το χάος. Ο Μανουήλ κατάφερε να τους διοδεύσει άμεσα προς τη Μικρά Ασία, παρακάμπτοντας τη Βασιλεύουσα, όπου σταδιακά συνετρίβησαν από τους Τούρκους και τους Άραβες, καθότι δε διέθεταν ούτε τα μέσα, ούτε την εκπαίδευση, αλλά ούτε και την κατάλληλη ηγεσία για να επιτύχουν στο φιλόδοξο εγχείρημά τους. Δεν κατόρθωσαν να απελευθερώσουν ούτε μια σπιθαμή γης.

Η τραγική αποτυχία της Β’ Σταυροφορίας εμβάθυνε το σχίσμα και την αμοιβαία αντιπάθεια Βυζαντινών και Δυτικών, ενώ καταβαράθρωσε την εικόνα στρατιωτικής ισχύος που είχε η Δύση απέναντι στους βαρβαρικούς λαούς των Τούρκων και Αράβων. Τον ίδιο καιρό, ο στόλος του Βασιλιά Ρογήρου της Σικελίας εξεστράτευσε κατά Δυτικών επαρχιών του Βυζαντίου, προκαλώντας την οργή του Μανουήλ, που αναγκάστηκε να λάβει τα μέτρα του. 

Μετά τη Β΄ Σταυροφορία ο Μανουήλ στράφηκε προς μια προσπάθεια επανάκτησης των Ιταλικών επαρχιών, που αποτελούσε προσωπικό του όραμα. Μετά από σύντομες αντιπαραθέσεις εναντίον Σέρβων και Ούγγρων εισβολέων, αποφάσισε να αντιμετωπίσει το Βασιλιά Ρογήρο της Σικελίας. Ο Ρογήρος όμως πέθανε, και ο διάδοχος γιος του Γουλιέλμος δεν είχε τις ικανότητες του πατέρα του. 

Έτσι, Βυζαντινά στρατεύματα υπό τους στρατηγούς Ιωάννη Δούκα και Μιχαήλ Παλαιολόγο, με τη σύμφωνη γνώμη του Πάπα Αδριανού Δ΄, προσωρινά απελευθέρωσε όλη τη νότια Ιταλία. Δυστυχώς όμως ο Γουλιέλμος επανήλθε με σειρά συμμαχιών, και η όλη προσπάθεια κατέληξε σε μια συμφωνία του 1158, με την οποία ουσιαστικά οι Βυζαντινές βλέψεις προς την Ιταλία έλαβαν τέλος.


Ο Μανουήλ στράφηκε ξανά προς την Ανατολή. Ταξίδεψε στην Αντιόχεια, όπου επέβαλε τη Βυζαντινή εξουσία. Συμμάχησε με το Βασιλέα του Σταυροφορικού Βασιλείου της Ιερουσαλήμ Βαλδουΐνο, παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Μαρία της Αντιοχείας και συνήψε ειρήνη με τον Τούρκο Κιλίτζ-Αρσλάν και το Σαρακηνό Νουρ-Ελ-Ντιν. 

Ο γάμος του με την Μαρία, την ομορφότερη γυναίκα της εποχής, δημιούργησε τριβές με το νοτιο-Γαλλικό οίκο Φρεντελον που όριζε τα κομιτάτα, δηλαδή τις κομητείες, της Τουλούζης (στη νότιο Γαλλία) και της Τριπόλεως (στους Αγίους Τόπους, ή Λεβάντε), και με τους περισσότερους από τους Χριστιανούς άρχοντες του Λεβάντε. Συγκεκριμένα, όταν ύστερα από το θάνατο της Γερμανίδας Ειρήνης (ή Μπέρθας του Σουλτσμπαχ), εστάλησαν στους Αγίους Τόπους ο Ιωάννης Κοντοστέφανος, ο δραγομάνος Θεοφύλακτος και ο ακόλουθος της φρουράς των Βαράγγων, Βασίλης Καματερός, για να επιλέξουν κάποια από τις λεβαντίνες αριστοκράτισσες ως νέα σύζυγο για τον Αυτοκράτορα. 

Αυτοί προτίμησαν τη Μαρία που ήταν ομορφότερη, αν και από το ήδη υποτελές πριγκιπάτο της Αντιοχείας, παρά την κατά τι λιγότερο όμορφη, αλλά με πολύ πιο μεγάλη επιρροή, Μελισάνθη, κόρη του κόμητα της Τριπόλεως, Ραϊμόνδου Β΄, και ανιψιά της Βασίλισσας της Ιερουσαλήμ, Μελισάνθης λε Μπουργκ. Ο Μανουήλ, προσπάθησε να περιορίσει τη Βενετική ισχύ, καθώς και να επιλύσει τα προβλήματα από συνεχείς απειλές των Δυτικών επαρχιών, χωρίς όμως απόλυτη επιτυχία. 

Παράλληλα,ο Μανουήλ αναμείχθηκε ενεργά στις υποθέσεις του Ουγγρικού Βασιλείου. Το1167 ο Μπέλα, διεκδικητής του Ουγγρικού θρόνου έγινε, με τη βοήθεια του Μανουήλ, Βασιλιάς της Ουγγαρίας και συνήψε συνθήκη με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Τον επόμενο χρόνο, πιθανόν εκπληρώνοντας μυστικό όρο της συμφωνίας ανάμεσα στα δύο μέρη, Βυζαντινά στρατεύματα εισέβαλαν στις Ουγγρικές επαρχίες της Δαλματίας και της Βοσνίας και τις κατέλαβαν. Δυστυχώς, η στροφή ενδιαφέροντος προς τη Δύση, έδωσε περιθώριο στον Κιλίτζ να κινηθεί ενάντιά του.

Ο Μανουήλ συγκέντρωσε μεγάλες δυνάμεις και εξεστράτευσε εναντίον του. Όμως,ένα σοβαρό στρατιωτικό λάθος οδήγησε το 1176 το σύνολο του Βυζαντινού στρατού σε ενέδρα στην περιοχή του Μυριοκεφάλου της Μικράς Ασίας. Τα Βυζαντινά στρατεύματα κατεσφάγησαν, αν και ο Μανουήλ κατόρθωσε την ύστατη στιγμή να συνάψει ειρήνη. Η ήττα του Μυριοκεφάλου αποτέλεσε μεγάλο χτύπημα για τον ίδιο τον Μανουήλ, και συγχρόνως ήταν αποφασιστικής σημασίας για την τύχη της Μικράς Ασίας. 

Τα επόμενα χρόνια και παρ´όλη την αντίσταση που συνέχισαν να προβάλουν οι Βυζαντινοί, οι Τούρκοι σταθεροποιήθηκαν και συνέχισαν να προχωρούν δυτικά. Μοναδική φυσιογνωμία της Βυζαντινής ιστορίας, ο Μανουήλ συνέχισε την παράδοση του πατέρα και του παππού του με τις αδιαμφισβήτητες ικανότητές του στο στρατιωτικό, διπλωματικό και πολιτικό τομέα. Παρορμητικός και ασυγκράτητος, εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία που του παρουσιαζόταν. 

Κατάφερε μεγάλες επιτυχίες, τελικά όμως πάντα ένα μικρό σφάλμα, μια ασημαντότητα, ήρθε να τις ανατρέψει. Η συμπάθεια που έτρεφε προς τη Δύση και τον πολιτισμό της, τον οδήγησε στο να διατηρεί πάντα το βλέμμα προς τις εκεί πρώην και νυν επαρχίες, με αποτέλεσμα να μην επικεντρώσει τις προσπάθειές του, όπως όφειλε, προς τον μέγα εξ' Ανατολών κίνδυνο των Τούρκων. Τέλος, το ανήλικο του διαδόχου του έμελλε να οδηγήσει σε μεγάλες περιπέτειες το κράτος.

 
Το 1180, ο Μανουήλ αρρώστησε και στις 24 Σεπτεμβρίουτου ίδιου έτους πέθανε, αφήνοντας τον ανήλικο γιό του Αλέξιου ως τυπικό διάδοχο.

Αλφόνσος Α΄ της Πορτογαλίας

Ο Αλφόνσο Ενρίκο ή Αλφόνσος Α΄ της Πορτογαλίας (1109 - 6 Δεκεμβρίου 1185) ήταν ο πρώτος Βασιλιάς της Πορτογαλίας και ιδρυτής του Βασιλείου της (1139 - 1185). Κέρδισε από τους Μαυριτανούς το προσωνύμιο ο Κατακτητής (o Conquistador). Ήταν γιος του Ερρίκου, κόμη της Πορτογαλίας, και της Θηρεσίας της Λεόν, κόμισσας της Πορτογαλίας, κόρης του Βασιλιά της Καστίλης και της Λεόν, Αλφόνσου ΣΤ΄. Αναγνωρίστηκε Βασιλιάς αμέσως μετά τη μάχη του Ουρίκε.

Στο τέλος του 11ου αι. στην Ιβηρική χερσόνησο παρατηρείτο το γεγονός της έξωσης των Μουσουλμάνων από αυτήν. Ενώ άλλοι Ευρωπαίοι ηγεμόνες ασχολούνταν με σταυροφορίες, ο Βασιλιάς της Καστίλης Αλφόνσος ΣΤ΄ κάλεσε Γάλλους ευγενείς προκειμένου να τον βοηθήσουν στον σκοπό αυτό. Σε αντάλλαγμα έδωσε στους αρχηγούς των αποστολών αυτών τις κόρες του για συζύγους ή Βασιλικά προνόμια. 

Την κόρη του Ουρράκα την πάντρεψε με τον Ραϊμόνδο της Βουργουνδίας, ενώ την άλλη του κόρη, Τερέζα, με τον Ερρίκο της Βουργουνδίας. Πήρε σαν προίκα την κομητεία της Πορτογαλίας. Από τους τρεις γιους επέζησε μόνο ο Αλφόνσο Ενρίκες, που τον διαδέχθηκε στην κομητεία της Πορτογαλίας (1112) υπό την επίβλεψη της μητέρας του. Οι σχέσεις του με την μητέρα του φάνηκαν από την αρχή ότι θα ήταν δύσκολες: σε ηλικία μόλις 11 ετών ήρθε σε σύγκρουση μαζί της, υποστηρίζοντας τον εχθρό της, αρχιεπίσκοπο της Μπράγκα.

Η Τερέζα εξόρισε και τους δύο και το 1122, στα 14 του, στην ηλικία ενηλικίωσης για εκείνη την εποχή, ο Αλφόνσο ετοίμασε στρατό προκειμένου να ανακαταλάβει τα εδάφη του. Στην μάχη του Σάο Μαμέντε (1128) κατατρόπωσε τα στρατεύματα της μητέρας του, που την εξόρισε και την έκλεισε σε μοναστήρι. Στη συνέχεια (1129) νίκησε τον σύμμαχο της μητέρας του Αλφόνσο Ζ΄ της Καστίλης, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του πρίγκηπα της Πορτογαλίας.

 
Στη μάχη του Ουρίκε (1139) πέτυχε αποφασιστική νίκη κατά των Μουσουλμάνων και ανακηρύχθηκε από τον στρατό του Βασιλιάς της Πορτογαλίας. Έπρεπε στη συνέχεια να αναγνωριστεί από τους γείτονες Βασιλείς, τον Πάπα και την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Παντρεύτηκε την Μαφάλντα της Σαβοΐας, κόρη του κόμη Αμεδαίου Γ΄ της Σαβοΐας. 

Προσέφερε στην εκκλησία πολλές υπηρεσίες, χτίζοντας πολλά μοναστήρια και έδωσε προνόμια σε θρησκευτικά τάγματα και το 1143 έστειλε επιστολή στον Πάπα Ιννοκέντιο Β΄ για να δηλώσει την πλήρη υποταγή αυτού και του Βασιλείου του, υποσχόμενος να διώξει τους Μουσουλμάνους από την Ιβηρική χερσόνησο. Το 1147 κατατρόπωσε ξανά τους Μουσουλμάνους, κερδίζοντας αυτή τη φορά όλη την περιοχή νότια του ποταμού Τάγου.

Ο Βασιλιάς Αλφόνσος Ζ΄ της Καστίλης τον έβλεπε περισσότερο σαν επαναστάτη, παρά σαν έναν ανεξάρτητο Βασιλιά. Τα επόμενα χρόνια όμως, ο Αλφόνσος Α' μπλέχτηκε σε πόλεμο με την Αραγωνία και τάχθηκε με το μέρος των Αραγωνέζων. Στην ειρηνική συνθήκη του Ζαμόρα που ακολούθησε (1143) το Βασίλειο της Λεόν αναγνώρισε το Βασίλειο της Πορτογαλίας σαν ανεξάρτητο.

Το 1169 ο Αλφόνσος ακρωτηριάστηκε πέφτοντας από το άλογό του, και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους στρατιώτες της Λεόν. Οι Πορτογάλοι αναγκάστηκαν να προσφέρουν σαν λύτρα για την απελευθέρωση του Βασιλιά τους τις τελευταίες κατακτήσεις του στη Γαλικία. Τελικά το 1179 ο Πάπας Αλέξανδρος Γ΄ αναγνώρισε το Βασίλειο της Πορτογαλίας ως ανεξάρτητο και τον Αλφόνσο ως τον πρώτο κληρονομικό Βασιλιά.

Το 1184, παρά τη μεγάλη του ηλικία, μπόρεσε να απελευθερώσει τον γιο του, Σάντσο, που πολιορκείτο από τους Μουσουλμάνους στο Σανταρέμ.
  
 
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
 
ΔΕΣ: