Σάββατο 20 Μαΐου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ - Φίλιππος (99-104)

[99] Ἄξιον δὲ μνησθῆναι καὶ τῶν βασιλέων ἀμφοτέρων, ἐφ᾽ ὃν σοί τε συμβουλεύω στρατεύειν καὶ πρὸς ὃν Κλέαρχος ἐπολέμησεν, ἵν᾽ ἑκατέρου τὴν γνώμην καὶ τὴν δύναμιν εἰδῇς. Ὁ μὲν τοίνυν τούτου πατὴρ τὴν πόλιν τὴν ἡμετέραν καὶ πάλιν τὴν Λακεδαιμονίων κατεπολέμησεν, οὗτος δ᾽ οὐδενὸς πώποτε τῶν στρατευμάτων τῶν τὴν χώραν αὐτοῦ λυμαινομένων ἐπεκράτησεν.

[100] Ἔπειθ᾽ ὁ μὲν τὴν Ἀσίαν ἅπασαν παρὰ τῶν Ἑλλήνων ἐν ταῖς συνθήκαις ἐξέλαβεν, οὗτος δὲ τοσούτου δεῖ τῶν ἄλλων ἄρχειν ὥστ᾽ οὐδὲ τῶν ἐκδοθεισῶν αὐτῷ πόλεων ἐγκρατής ἐστιν. Ὥστ᾽ οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἂν ἀπορήσειεν πότερα χρὴ νομίζειν τοῦτον αὐτῶν ἀφεστάναι δί᾽ ἀνανδρίαν ἢ ᾽κείνας ὑπερεωρακέναι καὶ καταπεφρονηκέναι τῆς βαρβαρικῆς δυναστείας.

[101] Τὰ τοίνυν περὶ τὴν χώραν ὡς διάκειται τίς οὐκ ἂν ἀκούσας παροξυνθείη πολεμεῖν πρὸς αὐτόν; Αἴγυπτος γὰρ ἀφειστήκει μὲν καὶ κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, οὐ μὴν ἀλλ᾽ ἐφοβοῦντο μή ποτε βασιλεὺς αὐτὸς ποιησάμενος στρατείαν κρατήσειεν καὶ τῆς διὰ τὸν ποταμὸν δυσχωρίας καὶ τῆς ἄλλης παρασκευῆς ἁπάσης· νῦν δ᾽ οὗτος ἀπήλλαξεν αὐτοὺς τοῦ δέους τούτου. Συμπαρασκευασάμενος γὰρ δύναμιν ὅσην οἷός τ᾽ ἦν πλείστην, καὶ στρατεύσας ἐπ᾽ αὐτοὺς, ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν οὐ μόνον ἡττηθεὶς, ἀλλὰ καὶ καταγελασθεὶς καὶ δόξας οὔτε βασιλεύειν οὔτε στρατηγεῖν ἄξιος εἶναι.

[102] Τὰ τοίνυν περὶ Κύπρον καὶ Φοινίκην καὶ Κιλικίαν καὶ τὸν τόπον ἐκεῖνον ὅθεν ἐχρῶντο ναυτικῷ, τότε μὲν ἦν βασιλέως, νῦν δὲ τὰ μὲν ἀφέστηκεν, τὰ δ᾽ ἐν πολέμῳ καὶ κακοῖς τοσούτοις ἐστὶν ὥστ᾽ ἐκείνῳ μὲν μηδὲν εἶναι τούτων τῶν ἐθνῶν χρήσιμον, σοὶ δ᾽ ἢν πολεμεῖν πρὸς αὐτὸν βουληθῇς συμφόρως ἕξειν.

[103] Καὶ μὴν Ἰδριέα γε τὸν εὐπορώτατον τῶν νῦν περὶ τὴν ἤπειρον προσήκει δυσμενέστερον εἶναι τοῖς βασιλέως πράγμασι τῶν πολεμούντων· ἢ πάντων γ᾽ ἂν εἴη σχετλιώτατος, εἰ μὴ βούλοιτο καταλελύσθαι ταύτην τὴν ἀρχὴν, τὴν αἰκισαμένην μὲν τὸν ἀδελφὸν, πολεμήσασαν δὲ πρὸς αὑτὸν, ἅπαντα δὲ τὸν χρόνον ἐπιβουλεύουσαν καὶ βουλομένην τοῦ τε σώματος αὐτοῦ καὶ τῶν χρημάτων ἁπάντων γενέσθαι κυρίαν.

[104] Ὑπὲρ ὧν δεδιὼς νῦν μὲν ἀναγκάζεται θεραπεύειν αὐτὸν καὶ χρήματα πολλὰ καθ᾽ ἕκαστον τὸν ἐνιαυτὸν ἀναπέμπειν· εἰ δὲ σὺ διαβαίης εἰς τὴν ἤπειρον, ἐκεῖνός τ᾽ ἂν ἄσμενος ἴδοι βοηθὸν ἥκειν αὑτῷ σε νομίζων, τῶν τ᾽ ἄλλων σατραπῶν πολλοὺς ἀποστήσεις, ἢν ὑπόσχῃ τὴν ἐλευθερίαν αὐτοῖς καὶ τοὔνομα τοῦτο διασπείρῃς εἰς τὴν Ἀσίαν, ὅπερ εἰς τοὺς Ἕλληνας εἰσπεσὸν καὶ τὴν ἡμετέραν καὶ Λακεδαιμονίων ἀρχὴν κατέλυσεν.

***
[99] Αξίζει επίσης τον κόπο να κάνουμε λόγο και για τους δυο Πέρσες βασιλιάδες —γι᾽ αυτόν που συμβουλεύω τώρα εσένα να στρατεύσεις εναντίον του και για τον άλλο που πολέμησε ο Κλέαρχος— για να μπορέσεις να γνωρίσεις τον χαρακτήρα και τη δύναμη του καθενός ξεχωριστά: Ο πατέρας του τωρινού του βασιλιά πολέμησε και την πόλη τη δική μας, αργότερα και τους Σπαρτιάτες, ο ίδιος όμως δεν νίκησε ποτέ κανένα από τα στρατεύματα που ερήμωναν τη χώρα του.

[100] Έπειτα ο πρώτος με τη γνωστή συνθήκη πήρε μέσα από τα χέρια των Ελλήνων την εξουσία όλης της Ασίας, ο γιος του όμως τώρα βρίσκεται τόσο μακριά από το να ασκεί σε άλλους εξουσία, ώστε δεν είναι σε θέση να επιβληθεί ούτε στις πόλεις που του έχουν παραχωρηθεί. Ώστε όλος ο κόσμος απορεί τί από τα δυο θα πρέπει να πιστέψει: Ο βασιλιάς τις άφησε από δειλία ή αυτές οι ίδιες δεν λογάριασαν και περιφρόνησαν τη βαρβαρική εξουσία;

[101] Αλλά και την κατάσταση της ίδιας του της χώρας αν μάθαινε κανείς, πώς θα ήταν δυνατό να μην ξεσηκωθεί σε πόλεμο εναντίον του; Η Αίγυπτος είχε βέβαια αποστατήσει και τον καιρό του Κλέαρχου. Είχαν όμως τον φόβο μήπως ο ίδιος ο βασιλιάς επιτεθεί στη χώρα τους και υπερνικήσει όλες τις δυσκολίες του Νείλου και γενικά των μέσων που διέθεταν για άμυνα. Τώρα ο ίδιος τους απάλλαξε από κάθε τέτοιο φόβο: Μάζεψε όση μπορούσε περισσότερη δύναμη και πήγε εναντίον τους· έφυγε όμως από εκεί όχι μονάχα νικημένος αλλά και γελοιοποιημένος, και αφήνοντας την εντύπωση πως δεν είναι άξιος ούτε για βασιλιάς ούτε για στρατηγός.

[102] Όσο πια για την Κύπρο, την Κιλικία, τη Φοινίκη, και γενικά για την περιοχή από όπου οι Πέρσες στρατολογούσαν ναυτικό, τότε βέβαια ήταν στη δικαιοδοσία του βασιλιά· τώρα όμως άλλοι έχουν αποστατήσει και άλλοι βρίσκονται σε τέτοια πολεμική αναταραχή και σε τέτοια βάσανα, ώστε για κείνον κανείς από τους λαούς αυτούς δεν είναι πια ωφέλιμος, εσένα όμως, αν τελικά αποφασίσεις να του κηρύξεις πόλεμο, θα σου προσφέρουν οπωσδήποτε βοήθεια θετική.

[103] Τέλος, ο Ιδριέας ο πλουσιότερος από τους σημερινούς σατράπες της Ασίας, είναι τελείως φυσικό να τρέφει έχθρα πιο μεγάλη για τον βασιλιά παρά οι άνθρωποι που ανοιχτά τον πολεμούν. Αλλιώς θα ήταν πανάθλιος, αν δεν θα ήθελε την κατάλυση της Περσικής αρχής, που βασάνισε φριχτά τον αδερφό του, πολέμησε τον ίδιο, δεν έπαψε στιγμή να ετοιμάζει συμφορές, να προσπαθεί να έχει στο χέρι της τη ζωή και την περιουσία του όλη.

[104] Βέβαια κάτω από αυτόν τον φόβο είναι τώρα αναγκασμένος να κολακεύει πάντα τον βασιλιά και να του στέλνει κάθε χρόνο χρήματα πολλά. Αν όμως εσύ περάσεις στην Ασία, και ο ίδιος θα σε δεχτεί όλος χαρά, με την ιδέα ότι πας για να τον βοηθήσεις, και πολλούς από τους υπόλοιπους σατράπες θα εξωθήσεις σε αποστασία, αν μάλιστα τους υποσχεθείς ελευθερία και αν διασπείρεις επιδέξια στην Ασία το σύνθημα αυτό, που, όταν έπεσε στους Έλληνες, κατάλυσε και τη δικιά μας εξουσία και την αρχή των Λακεδαιμονίων.

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ: Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΑΙΛΙΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ

Οι λαϊκοί ονειροκρίτες, οι βίβλοι και τα λεξικά ονείρων δεν έχασαν το αναγνωστικό κοινό τους όταν, στο γύρισμα του 20ού αιώνα, η καθοριστική φροϋδική τομή επέστρεψε το όνειρο και την ερμηνεία του στην ψυχική πραγματικότητα του υποκειμένου. Είναι όμως γεγονός ότι στην αρχαϊκή, την κλασική και την ύστερη αρχαιότητα, που θα μας απασχολήσει εδώ, ήταν κανόνας και πολιτισμικό κατεστημένο να πιστεύουν οι άνθρωποι στη θεϊκή προέλευση και την προφητική διάσταση του ονείρου, δηλαδή να στρέφεται προς το μέλλον το όνειρο, να είναι πρόγνωση, να σκηνοθετεί το άγνωστο.1 Ωστόσο, ήδη από τότε έχουμε και ενδείξεις, λίγο ή πολύ σαφείς, απόψεων περί διαφορετικού προσανατολισμού του.
       
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΑΙΛΙΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ
 
Στα ομηρικά έπη συναντάμε κυρίως όνειρα-επιταγές που απευθύνουν ρητά στον κοιμώμενο θεοί, μορφές αγαπημένων προσώπων, είδωλα νεκρών. Υπάρχουν ενίοτε και όνειρα που εικονίζουν με σύμβολα και ζητούν ερμηνεία. Ακριβώς, λοιπόν, ως προς αυτά διατυπώνεται μια πρώτη αντίρρηση: δεν είναι όλα φορείς κάποιου μηνύματος. Το ότι είναι θεόσταλτα τα όνειρα δεν εγγυάται το να είναι οπωσδήποτε και αληθή. «Όσα ονειρεύονται οι θνητοί δεν αληθεύουν όλα», λέει η συνετή Πηνελόπη διακρίνοντας τα ψεύτικα, τα κούφια όνειρα που έρχονται από τη φιλντισένια πύλη από εκείνα που είναι προφητικά διότι περνούν την πύλη από κέρατο σκαλιστό.2 Προαναγγέλλεται έτσι η ταξινόμηση των μεταγενέστερων ονειροκριτικών συγγραμμάτων που επιχειρούν να εξηγήσουν ορθολογικά το ονειρικό φαινόμενο, αλλά και οι επεξεργασίες φιλοσόφων και ιατρών οι οποίοι, ανιχνεύοντας τη φύση και την καταγωγή του ονείρου, το «προσγειώνουν» από τη σφαίρα του υπερφυσικού στον ίδιο τον ονειρευμένο, προσεγγίζουν, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του ο καθένας, τον τρόπο και τη φορά της σημασίας του, καθώς επίσης και το επίμαχο ερώτημα που θέτει: τη σχέση σώματος και ψυχής.3
 
Ταξίδι της ψυχής στον άλλο κόσμο των πνευμάτων απ' όπου επανέρχεται ως άγγελος μελλόντων.4 Αυτό πρεσβεύουν οι ορφικοί. Απεναντίας, ο Ηράκλειτος μιλά, αινιγματικά, για απόσυρση του κοιμώμενου από τον κοινό σε όλους κόσμο της εγρήγορσης στον έσω κόσμο του.5 Στον Ηρόδοτο, ο Αρτάβανος βεβαιώνει τον Ξέρξη ότι το όνειρο φέρνει στο προσκήνιο σκέψεις και έγνοιες της ημέρας.6 Ο Πλάτων κρατά μια στάση τουλάχιστον αμφίθυμη. Θεωρεί το όνειρο διαταραχή της ψυχής (ένα είδος ελαττωματικής αντίληψης), που μοιάζει με την τρέλα, τη μανία.7 Όταν στον ύπνο υπερισχύει το άγριον, το θηριώδες μέρος της ψυχής, με το όνειρο αναδύονται επιθυμίες άνομες.8 Πρόκειται για πάθος των αισθήσεων, δηλαδή του αισθητικού μέρους της ψυχής, λέει ο Αριστοτέλης: είναι οι εμπειρίες των ανθρώπων όταν είναι ξύπνιοι, οι οποίες σκηνοθετούνται με τέτοιο τρόπο από το όνειρο ώστε στην αφύπνιση να φαντάζει εντελώς παράλογο.9 Και ενώ ο ίδιος ενδιαφέρεται για την ψυχοφυσιολογία ως αίτιον του ονείρου, όχι τόσο γ ια το περιεχόμενο ή την ερμηνεία του, υπογραμμίζοντας το ότι είναι τυχαία σύμπτωση η έκβασή του, οι ιπποκρατικοί ιατροί εκτιμούν ότι «όποιος καταλαβαίνει τα σημεία που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του ύπνου, θα δει ότι έχουν μεγάλη ση­μασία γ ια τα πάντα».10 Το όνειρο δείχνει τη φυσική κατάσταση του κοιμώμενου· μπορεί να είναι πρώιμη ένδειξη κάποιας πάθησης, διότι στον ύπνο, απερίσπαστη, «η ψυχή του σώματος παθήματα προ-σημαίνει».11 Κλινικό σύμπτωμα δηλαδή το όνειρο, και η ερμηνεία του πολύτιμη για τη διάγνωση σωματικών παθήσεων. Αλλά και για την πρόληψη ψυχικών διαταραχών, αφού το όνειρο ενδέχεται να σημαίνει «ψυχής τινα τάραξιν υπό μερίμνης».12 Σε αντίθεση με άλλα ιατρικά όνειρα, τα λεγόμενα εγκοιμητικά,13 δεν περιέχει κανένα θεϊκό στοιχείο. Ο ιπποκρατικός ιατρός δεν αρνείται την ύπαρξη θείων ονείρων, λέει απλώς ότι δεν ασχο­λείται με αυτά. Στην ύστερη αρχαιότητα, με εξίσου επιδέξιο τρόπο αποδεσμεύεται από το θέμα της θεϊκής προέλευσης του ονείρου και ο Αρτεμίδωρος. Συμβουλεύει: «Θεόσταλτα όνειρα να θεωρείς αυτά που εμφανίζονται αιφνιδιαστικά, όπως και όλα τα απροσδόκητα πράγματα τα αποκαλούμε θεόσταλτα».14 Διακρίνει το ενύπνιο (στη σκηνή του έρχονται διάφο­ρα πάθη, ένδεια, φόβος, πόθος ή ελπίδα, της τρέχουσας, σωματικής ή ψυχικής πραγματικότητας του υποκειμένου που ολοκληρώνονται κατά τη διάρκεια του ύπνου), του οποίου η ισχύς εξαντλείται με την αφύπνιση, από τον όνειρο, πολύμορφη κίνηση και δημιούργημα της ψυχής που την κινητοποιεί και μετά το πέρας του ύπνου διότι εκφράζει αινιγματικά κάτι που την αφορά κι αυτό τη διεγείρει, την ξεσηκώνει.15 Ονειρευόμαστε πράγματα για τα οποία αισθανόμαστε παράφορη ορμή ή επιθυμία, λέει ο Αρτεμίδωρος, μιλώντας γ ια την υποκατηγορία των μεριμνηματικών ονείρων16 και συμπληρώνει ότι κανείς δεν βλέπει όνειρα για κάτι που δεν τον απασχολεί.
 
Τα Ονειροκριτικά είναι το μοναδικό εγχειρίδιο μεθοδολογίας ερμηνείας του ονείρου που έφτασε ατόφιο στις μέρες μας. Ο Αρτεμίδωρος επινοεί μια ερμηνευτική μέθοδο που αναδεικνύει την πολυσημία του ονειρικού φαινομένου και τον καλειδοσκοπικό χαρακτήρα του, ιδιότητες που επικυρώνονται από την πλούσια θεματική συλλογή και τα καταγεγραμμένα από τον ίδιο και ερμηνευμένα όνειρα.
 
Υπάρχουν πολλοί τρόποι γ ια να μελετήσει κανείς το όνειρο (ως αφήγημα ή την ερμηνεία του) και ένας από αυτούς είναι να δει πώς λειτουργεί για έναν συγκεκριμένο ονειρευόμενο, μια δεδομένη ιστορική στιγμή. Πώς επενεργεί ψυχικά στο υποκείμενο; Πώς παρεμβαίνει στην ιστορία του; Όσον αφορά την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, το εγχείρημα αποδεικνύεται φυσικά εξαιρετικά δύσκολο διότι, στο ευρύ φάσμα των ονείρων που μας έχει κληροδοτήσει, ούτε τα αρτεμιδώρεια και τα ιατρικά όνειρα, ούτε τα συνοπτικά, τα τυποποιημένα γ ια λόγους προπαγάνδας όνειρα της θρησκευτικής παράδοσης των Ασκληπιείων ενδείκνυνται για τέτοιου είδος μελέτη, ούτε όμως και τα όνειρα του έπους, της τραγωδίας ή αργότερα του μυθιστορήματος διότι, μολονότι εμπεριέχουν μεγάλη ψυχική αλήθεια, δεν παύουν να είναι επινοημένα για τις ανάγκες της δομής και της εξέλιξης του γραπτού στο οποίο εντάσσονται. Μια λαμπρή εξαίρεση είναι τα όνειρα που διαβάζουμε στους Ιερούς Λόγους του Αίλιου Αριστείδη (117- περ. 180 μ.Χ.).17 Το κείμενο αυτό ξεχωρίζει από το υπόλοιπο έργο του ρήτορα (έχουν σωθεί πενήντα πέντε λόγοι) και χαρακτηρίζεται από τους ερευνητές ως πρώιμη και ιδιότυπη μορφή αυτοβιογραφίας, συγκροτημένης γύρω από έναν διπλό άξονα: ονείρων και ασθενειών. Κυρίως είναι, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, το μόνο συνεπές corpus προσωπικών, αυθεντικών ονείρων από την ύστερη αρχαιότητα, το οποίο μας επιτρέπει να τολμήσουμε να το επεξεργαστούμε κατ' αυτόν τον τρόπο. Ας σημειωθεί ότι στα όνειρα των Ιερών Λόγων συναντώνται τα βασικά χαρακτηριστικά της λαϊκής πίστης εκείνα τα χρόνια: είναι θεόσταλτα, προφητικά και θεραπεύουν.
 
Ευθύς εξαρχής προείπεν ο θεός απόγραφαν τα ονείρατα18
 
Σύγχρονος του Αρτεμίδωρου, από τους σπουδαίους εκπροσώπους της Δεύτερης Σοφιστικής, ο Αίλιος Αριστείδης γεννήθηκε το 117 μ.Χ. στην περιοχή Αδριανού Θηρών, κοντά στη Σμύρνη και την Πέργαμο.19 Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, μεγάλωσε κοντά σε τροφείς-παιδαγωγούς, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει τον Ζώσιμο και τη γυναίκα του Φιλουμένη. Δεκαπέντε ετών αρχίζει σπουδές ρητορικής στη Σμύρνη κοντά στον διάσημο τότε δάσκαλο, τον γραμματικό Αλέξανδρο· την ίδια εποχή μαθήτευε κοντά του και ο Μάρκος Αυρήλιος. Στη Σμύρνη, παρακολούθησε διαλέξεις του Πολέμωνα και στην Αθήνα τον Ηρώδη τον Αττικό. Μετά το θάνατο του πατέρα του, το 140 ή 141, ταξιδεύει για ένα χρόνο σε διάφορα μέρη της ανατολικής Μεσογείου, με σημαντικό σταθμό την Αίγυπτο. Από την Αλεξάνδρεια ήθελε να φτάσει στις πηγές του Νείλου, αλλά διέκοψε πρόωρα το ταξίδι του γιατί αρρώστησε άσχημα από κάποια τροπική νόσο ή, ίσως, από τις κακουχίες στην έρημο. Στο μεταξύ, ο Μάρκος Αυ­ρήλιος έχει ανεβεί στο θρόνο. Ο Αλέξανδρος, που είναι ήδη στην αυτοκρατορική αυλή από το 139, τον καλεί στη Ρώμη και ο Αριστείδης αναχωρεί στην καρδιά του χειμώνα, τον Ιανουάριο του έτους 144, διά ξηράς, χωρίς να περιμένει να ανοίξει η θαλάσσια οδός Σμύρνης-Ρώμης.
 
Τρεισήμισι μήνες αργότερα φτάνει στη Ρώμη ετοιμοθάνατος, με άσθμα, μετά μια σειρά νοσημάτων κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Οι προσπάθειες των γιατρών να τον γ ιατρέψουν μένουν άκαρπες. Επιστρέφει στη Σμύρνη, διά θαλάσσης αυτή τη φορά, πάντα άρρωστος· και πάλι οι γιατροί δεν κατανοούν από τι ακριβώς πάσχει. Τον στέλνουν στα ιαματικά λου­τρά έξω από την πόλη.
 
Τότε λοιπόν, αφού κανείς γ ιατρός δεν είναι ικανός να «διαβάσει» το σώμα του, το αίτημα του Αριστείδη μετατοπίζεται σε έναν άλλο τρόπο ανάγνωσης των παθήσεών του: μέσω των ονείρων. Εκεί, στον ποταμό Μέλητα, μια νύχτα του Δεκεμβρίου του 144, φέρνει στον ύπνο του τον Ασκληπιό, ο οποίος του ζητά να καταγράφει τα όνειρά του και τον καλεί στην Πέργαμο. Το καλοκαίρι του 145 ο Αριστείδης εγκαθίσταται στο Ασκληπιείο συνοδευόμενος από τον Ζώσιμο. Στην Πέργαμο ονειρεύεται, εννοεί να ερμηνεύει μόνος τα όνειρά του, δηλαδή να σκιαγραφεί ο ίδιος λύσεις και, εφαρμόζοντας τις παράδοξες, όπως λέει, επιταγές του Ασκληπιού, να θεραπεύεται, να μαθαίνει να ζει, να ξαναβρίσκει τη ρητορική. Παρέμεινε στο ιερό μέχρι το 147. Κατόπιν, επιστρέφει τακτικά όταν υποτροπιάζει ή όταν το επιτρέπει η ρητορική του δραστηριότητα.
 
Επί τουλάχιστον είκοσι πέντε χρόνια ο Αριστείδης κρατά ένα μακροσκελές (πάνω από 300.000 γραμμές) ημερολόγιο των ονείρων του και των ερμηνειών τους. Επειδή το μεγαλύτερο μέρος έχει χαθεί κι ό,τι χαρτιά έχουν απομείνει εί­ναι ανακατεμένα ή δεν διαβάζονται πια, το 171, αρχίζοντας να γράφει τους Ιερούς Λόγους, παραθέτει εν είδει εισαγωγής ένα πρόσφατο δείγμα που έχει σωθεί, το ημερολόγιο από 2 Ιανουαρίου έως 15 Φεβρουαρίου 166. Και στη συνέχεια ανακαλεί το ονειρικό παρελθόν αυτοσχεδιάζοντας, συνειρμικά (ΙΙ, 4 και 8 Κ). Κάποιες φορές το ύφος του προδίδει μια επιπρόσθετη επεξεργασία (η οποία μπορεί μεν να παραμορφώνει το περιεχόμενο, αυτό όμως αποτελεί, όπως έλεγε ο Φρόυντ, μέρος της διεργασίας του ονείρου), αλλά κυρίως έχει την ασάφεια της «εν θερμώ» γραφής όσον αφορά την ονειρική αφήγηση. Το περιεχόμενο των περίπου 130 ονείρων του ποικίλλει: υπάρχουν τα όνει­ρα που επικεντρώνονται αποκλειστικά στα δεινά του σώματός του, διότι εκεί θεμελιώνει την ερμηνεία του (αυτά τα όνειρα αλλάζουν την οπτική γωνία θεώρησης των συμπτωμάτων του και ο ίδιος ο Αριστείδης αποστασιοποιείται από το σώμα του και το σκέπτεται διαφορετικά) και υπάρχει το πάρεργον των ονειράτων (Ι, 16 Κ), όπως ονομάζει τα υπόλοιπα όνει­ρα, καθόλου δευτερεύοντα για τον ίδιον, τα οποία αναφέρονται στην ανάκτηση της ρητορικής και το θαυμασμό που μπο -ρεί (ή θέλει) να εμπνέει στους άλλους. Ανεξάρτητα πάντως από τη θεματική τους, μπορούμε σίγουρα να πούμε ότι σε γενικές γραμμές τα όνειρά του τον κινητοποιούν σε μια διεργασία ψυχικής απαρτίωσης, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ενότητα των ονείρων που σχετίζονται με την αρρώστια και το θάνατο του αγαπη­μένου του τροφέα, του Ζώσιμου.
 
Η περί τον Ζώσιμον συμφορά20
 
Από τους τρεις τροφείς για τους οποίους μιλά ο Αριστείδης στους Ιερούς Λόγους ξεχωρίζει τον Ζώσιμο. Μεγάλωσε στο σπίτι του (ΙΙΙ, 20 Κ). Έχουν «τηλεπαθητική» σχέση μεταξύ τους, ονειρεύεται ο ένας στη θέση του άλλου ή κάνουν παράλληλα τα ίδια όνειρα· ακόμη κι όταν δεν είναι μαζί, ο Αριστείδης ξέρει αν είναι άρρωστος ο Ζώσιμος και αντιστρόφως (Ι, 69 Κ). Αυτός τον συνόδευσε στην Πέργα­μο το 145. Δεν αναφέρεται πόσο έμεινε μαζί του, πάντως ο Ζώσιμος ονειρεύτηκε, μόλις έφτασαν εκεί, ότι ο Αριστείδης πρέπει να γράψει τους Ιερούς Λόγους, με τον συγκεκριμένο τίτλο μάλιστα, και σε αυτόν δόθηκαν, ονειρικά, τα πρώτα φάρ­μακα για λογαριασμό του Αριστείδη (ΙΙ, 9 και 10 Κ). Δεκαεπτά φορές αναφέρεται ονομαστικά στους Ιερούς Λόγους και πολλές άλλες τον σκέφτεται ο Αριστείδης γράφοντας. Ο Ζώσιμος αρρώστησε πρώτη φορά το καλοκαίρι και κατόπιν τον Νοέμβριο του 148. Πέθανε γύρω στον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς.
 
Στους Ιερούς Λόγους ο Αριστείδης θυμάται τη στενοχώρια του τότε για την κατάσταση της υγείας του τροφέα του και παραθέτει τα όνειρα (με έντονη ψυχική φόρτιση) που είχε δει εκείνο το καλοκαίρι. Το πρώτο ήταν το εξής: «Μόλις λοιπόν εμφανίστηκε στον ύπνο μου (ο Ασκληπιός) αρπάζω το κεφάλι του, εκ περιτροπής με το ένα και μετά με το άλλο μου χέρι, κι έτσι κρατώντας τον, εκλιπαρούσα να μου σώσει τον Ζώσιμο· ο θεός έκανε νόημα πως όχι. Τον ξαναπιάνω με τον ίδιον τρόπο και πάλι εκλιπαρούσα να κατανεύσει· και πάλι έκανε νόημα ότι αρνείται. Τρίτη φορά τον πιάνω προσπαθώντας να τον πείσω να μου γνέψει πως ναι· εκείνος δεν έδειξε ούτε ότι αρνείται ούτε ότι δέχεται, μόνο στεκόταν με το κεφάλι ακίνητο λέγοντάς μου τα λόγια που πρέπει να προφέρονται σε τέτοιες περιστάσεις διότι είναι αποτελεσματικά, και τα θυμάμαι, αλλά δεν νομίζω ότι πρέπει να τα ξεστομίζω έτσι, εική και ως έτυχε. Είπε λοιπόν να προφερθούν και θα είναι αρκετό· ένα από αυτά ήταν: "φυλάξου"» (Ι, 71 Κ).21 Συνεχίζοντας να γράφει, θυμάται πόσο θυμωμένος ήταν με τον Ζώσιμο που δεν φυλάχτηκε, που αψήφησε τα επανειλημμένα όνειρα του Αριστείδη, αρρώστησε πάλι, βαριά αυτή τη φορά, και πέθανε (Ι, 74-77 Κ).
 
Μετά το θάνατο του Ζώσιμου, ο Αριστείδης ερμηνεύει όλα τα όνειρα στην Πέργαμο σαν εντολές του Ασκληπιού γ ια μια σειρά καθαρμών, ως τον Φεβρουάριο του 149, οι οποίοι μπορούν, πιστεύω, να συνδεθούν με αυτή την απώλεια (ΙΙ, 11-17 Κ). Όπως επίσης με το πένθος που διανύει ίσως να σχετίζεται και το όνειρο-χρησμός που βλέπει τον Φεβρουάριο στη Σμύρνη, γ ια το πόσο του μέλλεται να ζήσει ακόμα (ΙΙ, 18 Κ). Τα όνειρα πένθους, όπως τα ονομάζω, συνεχίστηκαν ως το τέλος Απριλίου του 149.
 
Το τελευταίο όνειρο αυτής της ενότητας είναι το ακόλουθο: «Επίσης, όταν συνέβη η συμφορά με τον Ζώσιμο -ας μην πω τι είχε προφητέψει ο θεός και πώς με παρηγόρησε- όταν λοιπόν συνέβη και υπέφερα από τη θλίψη, ονειρεύτηκα τον Σάραπι, στη στάση που ξέρουμε από τα αγάλματα, να κρατά ένα λεπίδι και να κόβει γύρω γύρω από το πρόσω-πό μου σα να ήταν κάτω από (...),22 σα να αφαιρούσε ακαθαρσίες, να καθάριζε και σα να με ξανάφερνε στην κανονική κατάσταση. Κι ύστερα μου ήρθε ένα όνειρο από τους χθόνιους θεούς που έλεγε ότι αν πάψω να στενοχωριέμαι τόσο γ ια τους πεθαμένους, αυτό θα με βοηθούσε πολύ περισσότερο» (ΙΙΙ, 47 Κ).
 
Δεν είναι βέβαια διόλου τυχαίο το ότι στην επεξεργασία του πένθους για τον Ζώσιμο, που διήρκεσε περίπου πέντε μήνες, ονειρικός συνοδός του Αριστείδη δεν είναι ο Ασκληπιός αλλά ο Σάραπις. Σημαίνει άραγε ότι ο Αριστείδης απομακρύνεται, θυμωμένος, από τον Ασκληπιό επειδή δεν «του» έσωσε τον Ζώσιμο; Ή μήπως γιατί ο Σάραπις είναι θεός των νε­κρών και του Κάτω Κόσμου; Πρόκειται όμως για ένα ερώτημα που υπερβαίνει τα όρια αυτού του άρθρου.
 
...ψυχής έργα εισίν οι όνειροι...23
 
Μπορεί η διαδικασία του ονειρεύεσθαι να είναι ψυχοβιολογικό φαινόμενο. Μπορεί η προέλευση του ονείρου να είναι είτε το σώμα είτε οι θεοί. Όμως το περιεχόμενό του (ως έργον, ως ποίησις) είναι κατεξοχήν ψυχικής φύσεως και η αμφίσημη ρητορική του απευθύνεται στον ονειρευόμενο ως πρόσκληση σε μια ιδιότυπη γνώση. Αυτό μας μαθαίνει ο Αρτεμίδωρος, του οποίου, είναι σίγουρο, οι πελάτες, όπως ο Αίλιος Αριστείδης, δεν διακατέχονταν από το πάθος της άγνοιας,24 δηλαδή δεν αδιαφορούσαν καθόλου για την ενύπνια φαντασμαγορία τους.
----------------- 
Σημειώσεις
 
1 Βλ. τον τόμο Δ. Κυρτάτας (επιμ.), Όψις ενυπνίου. Η χρήση των ονείρων στην ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, Ηράκλειο 1993· Patricia Cox-Miller, Dreams in Late Antiquity: Studies in the Imagination of a Culture, Princeton University Press, 1994· το αφιέρωμα «Το όνειρο στην αρχαιότητα», Αρχαιολογία και Τέχνες 78 (2001)· William V. Harris, Dreams and Experiencein Classical Antiquity, Harvard University Press, 2009.
2 Οδ. τ 562-567.
3 Φυσικά, η έννοια της ψυχής δεν είναι παγιωμένη· εξελίσσεται, ακολουθώντας τις θεωρήσεις κάθε εποχής, κάθε στοχαστή, και η σχέση της με το σώμα εξαρτάται από τη μονιστική ή δυαδιστική προσέγγιση του θέματος.
4 Ορφικοί Ύμνοι, 86.
5 Απόσπασμα Β89 Diels-Kranz.
6 Ηρόδ., /στορίαι,VII, 16Β.
7 Πλάτ., Θεαίτητο,158β.
8 Πλάτ., Πολιτεία IX, 571 κ.ε. Μεταξύ των άνομων επιθυμιών, ο Πλάτων απαριθμεί την αιμομιξία, την ανθρωποφαγία, το φόνο.
9 Αριστοτέλης, Μικρά Φυσικά, 463α.
10 Ιπποκρατική Συλλογή, ΠερίΔιαίτηςΔ, 86.
11 Στο ίδιο, 87.
12 Στο ίδιο, 89.
13 Σχετικά με τα εγκοιμητικά όνειρα, ιδιαιτέρως τα επιδαύρια, βλ. Δ. Λυπουρλής, Πήγε να εγκοιμηθείστο Ασκληπιείο της Επιδαύρου, εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1992· Ελισάβετ Κούκη, «Τα θεραπευτικά όνειρα της Επιδαύρου», Αρχαιολογία και Τέχνες 78 (2001), σ. 36-40.
14 Αρτεμίδωρος, Ονειροκριτικά, IV, 3.
15 Στο ίδιο,     Είναι ενδιαφέρον το ότι το κατεξοχήν παράδειγμα ενυπνίου που παραθέτει ο Αρτεμίδωρος είναι ο ονειρωγμός. Βλ. Jackie Pigeaud, «Le reve erotique dans l'antiquite greco-romaine: l'oneir6gmos», στο Litterature Medecine Societe (LMS, Universite de Nantes) 3 (1981), σ. 10-23.
16 Αρτεμίδωρος, Ονειροκριτικά, IV, 2.
17 Βλ. Ελισάβετ Κούκη, «Τα όνειρα του Αίλιου Αριστείδη», στο Δ. Κυρτάτας (επιμ.), Τα εσόμενα. Η αγωνία της πρόγνωσης τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996, σ. 143-163· W.V. Harris/B. Holmes (επιμ.), AeliusAristides between Greece, Rome and the Gods, Brill, Leiden-Boston 2008· Alexia Petsalis-Diomidis, (Truly Beyond Wonders». Aelius Aristides and the Cult of Asclepios, Oxford University Press, 2010.
18 Αίλιος Αριστείδης, Ιεροί Λόγοι, II,2K.
19 Τα βιογραφικά στοιχεία για τον Αριστείδη βρίσκονται διάσπαρτα στους Ιερούς Λόγους. Η απόδοση στα νέα ελληνικά των παραθεμάτων είναι δική μου.
20 Αίλιος Αριστείδης, ΙεροίΛόγοι, ΙΙΙ, 47Κ.
21 Ο Αριστείδης εκλιπαρεί το άγαλμα του Ασκληπιού με χειρονομίες που είναι εντελώς ξένες από τον συνήθη τελετουργικό τρόπο «συνομιλίας» με τους θεούς (μπορούσε κανείς να ζητήσει αυτό που θέλει αγκαλιάζοντας τα γόνατα του αγάλματός τους ή χαϊδεύοντας το πηγούνι τους).
Εδώ ο τρόπος είναι εξαιρετικά επιθετικός και δείχνει την ταραχή του Αριστείδη.
22 Στο σημείο αυτό το χειρόγραφο είναι φθαρμένο.
23 Αρτεμίδωρος, Ονειροκριτικά, IV, 59.
24 Βλ. www.jeanallouch.com/ document/90/2005-historicite-du-reve-hypnophilie-de-l-histoire.html
(21/9/2010).

Μεγαλώνοντας γινόμαστε πιο επιλεκτικοί κι ανεχόμαστε λιγότερα

Με τα χρόνια άλλαξες, είναι η αλήθεια. Όχι εξωτερικά, για άλλη αλλαγή μιλάω, εσωτερική κι επώδυνη.

Ναι, σε ωρίμασε ο πόνος, η προδοσία, τα λάθη, οι αναχωρήσεις χωρίς επιστροφή, τα όμορφα λόγια που δε βρέθηκε μία πράξη να τα συνοδέψει. Έβαλες πολλές φορές νερό στο κρασί σου μέχρι που δεν πινόταν πια κι έτσι έσπασες το ποτήρι. Ωρίμασες γιατί δεν είχες άλλη επιλογή, μπήκες –ή σε ρίξανε– στα βαθιά και κολύμπησες.

Λες πιο συχνά «Όχι» και πολύ πιο σπάνια «Ναι». Οι καταφάσεις σου είναι μετρημένες και πρώτα σκέφτεσαι να μη χαλάσεις χατίρι στον εαυτό σου και μετά στους άλλους. Σε άφησες κάτω στην τραμπάλα πολλές φορές, καιρός να σηκωθείς.

Με τα χρόνια και τις ήττες σου – από ανθρώπους που δεν ήξεραν τι ήθελαν και το έψαχναν στη ζωή σου– αποφάσισες πως οι παρουσίες δε σου είναι τόσο απαραίτητες τελικά -ιδιαίτερα αυτές οι περιστασιακές. Κλείνεις την πόρτα σου ευκολότερα και την ανοίγεις πλέον με μεγάλη προσοχή και καχυποψία.

Αντίστοιχα έπαψες πια να κρύβεσαι πίσω από πόρτες μισόκλειστες και συναισθηματικές χαραμάδες. Όταν κάτι τελειώνει, φεύγεις μακριά. Η εμπειρία σου σού απέδειξε πως σπάνια –ως ποτέ– αποδίδουν οι δεύτερες ευκαιρίες και πως οι μισοτελειωμένες ιστορίες, σε τελειώνουν όσο περιμένεις να τις ξαναρχίσεις.

Συνειδητοποίησες πια πως δε θες στη ζωή σου όποιον δε σε χρειάζεται στη δική του και πως τα αισθήματα έχουν νόημα μονάχα όταν είναι αμοιβαία. Έχασες πολύ χρόνο περιμένοντας, προσπαθώντας να καταλάβεις τι θέλουν, ακόμα κι αν θέλουν. Έγινες αποκούμπι για ανθρώπους που σε άδειασαν στην πρώτη δυσκολία.

Συμφιλιώθηκες με τη μοναξιά κι είναι πολλές πια οι φορές που την επιλέγεις. Την προτιμάς από ψεύτικους φίλους και χλιαρούς εpωτάκους, από ανούσιες φωνές κι άχαρα αγγίγματα. Ένα ποτήρι κρασί, μουσική που γουστάρεις κι ένα καλό βιβλίο αρκούν για να χαμογελάσει η ψυχή σου.

Εμπιστεύεσαι δύσκολα πια, για όλες εκείνες τις φορές που καθυστέρησες το βήμα σου ή έκανες πίσω για να μετριάσεις τη διαφορά μα σε προσπέρασαν με την πρώτη ευκαιρία κι ούτε έριξαν ξανά το βλέμμα τους προς το μέρος σου. Ακόμα βέβαια κάνεις πίσω, είπαμε άλλαξες, δεν έγινες όμως κι άλλος άνθρωπος. Όμως προτιμάς πια τουλάχιστον οι πιθανότητες να ‘ναι με το μέρος σου.

Δεν πέφτεις με τα μούτρα ούτε τα δίνεις όλα, κρατάς κάτι και για σένα. Εξάλλου αυτό που θα κουβαλάς πάντα είναι ο εαυτός σου, ε ήταν καιρός να αρχίσεις να τον προσέχεις. Ανέχεσαι λιγότερα και σταμάτησες να σε πουλάς φτηνά. Αυτοσεβασμός κι αξιοπρέπεια κι ας το βαφτίζουν οι άλλοι εγωισμό. Αν δε σ’ αγαπήσεις εσύ, είναι ανώφελο να περιμένεις κάποιον άλλον να το κάνει, το έμαθες.

Παίρνεις τηλέφωνα και χτυπάς κουδούνια, όμως στη δεύτερη άρνηση κι αμφιβολία, τα παρατάς. Δεν έχει νόημα να κερδίσεις την προσοχή κάποιου με το ζόρι ούτε θες μικροποσότητες συναισθήματος από οίκτο. Ό,τι δε σου χαρίζεται απλόχερα, δεν πρόκειται να το ζητιανέψεις – όχι πια.

Έμαθες πως η ποσότητα δεν προσφέρει τίποτα, μάλλον σε κουράζει κι έτσι αναζητάς την ποιότητα. Στους ανθρώπους, στις σχέσεις, στις κουβέντες σου, ακόμα και στο φαγητό σου. Επιλέγεις πια κι αντιλαμβάνεσαι πόσο σημαντικό είναι να μη στριμώχνεσαι στα κουτάκια άλλων, να μη γίνεσαι χαμαιλέοντας για να προσαρμόζεσαι στις καταστάσεις, αλλά να ορίζεις εσύ το περιβάλλον σου.

Έπαψες να ενθουσιάζεσαι με το παραμικρό και προσπαθείς ακόμα να βάλεις χαλινάρι στον αυθορμητισμό σου. Κρατάς χαμηλά τις προσδοκίες σου για να αποφύγεις κάπως την απογοήτευση.

Ξέρεις πια πως ο χρόνος σου είναι δώρο πολύτιμο χωρίς κάρτα αλλαγής, γι’ αυτό τον φυλάς και τον χαρίζεις μόνο εκεί που αξίζει. Άδειασες τις σκέψεις σου από περαστικούς και σταμάτησες να κάνεις υπομονή. Ποτέ δεν τη συμπαθούσες, δεν μπορείς να περιμένεις. Ό,τι θες, το θες τώρα, το διεκδικείς κι αν δεν το πετύχεις, πείθεις τον εαυτό σου πως δεν το ήθελες και τόσο. Σου επιτρέπεις να πονέσεις μόνο για δυο μέρες, μετά σου χρωστάς να χαμογελάσεις.

Κλαις πολύ και γελάς ακόμα περισσότερο. Πλέον τα όριά σου τα σχεδιάζεις εσύ και την ευτυχία σου τη χρωματίζεις όπως θέλεις. Δεν περιμένεις κανέναν, προχωράς κι όσοι θέλουν, θα σε προλάβουν.

Λίγο μαζί δε γίνεται

Αποτέλεσμα εικόνας για Λίγο μαζί δε γίνεταιΑκούς συνεχώς γι’ ανθρώπους που συμβιβάζονται με το λίγο που έχει να τους προσφέρει η ζωή και δεν μπαίνουν καν στον κόπο να κυνηγήσουν το πολύ της. Ανθρώπους που αρκέστηκαν σε έρωτες μισούς και σχέσεις χωρίς όνειρα και προσδοκίες. Μπορεί να ήσουν κι εσύ ένας από αυτούς. Μπορεί να πιάστηκες κι εσύ στην παγίδα του συμβιβασμού και της ρουτίνας, γιατί σου φάνηκε πιο εύκολο κι εφικτό ν’ ακολουθήσεις το μονοπάτι τους. Ήταν βλέπεις λιγότερο τρομακτικό απ’ τα υπόλοιπα που βρέθηκαν στο δρόμο σου.
Λίγο μαζί δε γίνεται όμως. Αν βάφτιζες οτιδήποτε άλλο στη ζωή σου ως «λίγο», ίσως και να μπορούσες να το αντέξεις. Θα μπορούσες με τον καιρό, να το μετατρέψεις και σε κάτι περισσότερο.

Σε κάτι που θα σ’ έκανε τελικά ευτυχισμένο. Κάτι που δεν ισχύει για τον έρωτα, μάτια μου. Δεν είναι πράξη που μπορεί να λύσει ο καθένας, ούτε κι έκθεση που μπορεί να σου μάθει όλα όσα χρειάζεται να ξέρεις, με σκοπό κάποτε να τα εφαρμόσεις. Δεν μπορείς ν’ αποστηθίσεις τον έρωτα γιατί πολύ απλά, πάντα διαφέρει. Και κάθε φορά που ερωτεύεσαι, θα είναι διαφορετική απ’ την προηγούμενη. Απ’ τις προηγούμενες.

Έχουμε όμως αυτό το ελάττωμα οι άνθρωποι. Να μετατρέπουμε τη μετριότητα στο καταφύγιο μας, γιατί μας απελπίζουν, μας τρομάζουν αυτά που θέλουμε να πραγματοποιήσουμε. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει όμως πως, η ζωή είναι πολύ μικρή για να μην προσπαθήσουμε τουλάχιστον να τη ζήσουμε με την ένταση που της αξίζει. Κρυβόμαστε πίσω απ’ τα πρέπει της κοινωνίας κι αφήνουμε στην άκρη τις επιθυμίες μας.

Μέχρι πότε όμως, θα συμβιβάζεσαι με το λίγο που έχει να σου προσφέρει ο έρωτας; Ακόμη κι αν δεν μπορείς να ζήσεις μακριά του; Ακόμη κι αν πιστεύεις πως έχεις βρει αυτό που πάντα έψαχνες. Ακόμη κι αν κάνει τα πόδια σου να τρέμουν λες κι έχουν ξεχάσει ποιος είναι ο σκοπός τους και την καρδιά σου να χτυπάει σαν τρελή.

Και μετά τη μετριότητα, να’ σαι σίγουρος πως θα βρεις καταφύγιο και στην ψευδαίσθηση που προσφέρει. Αυτή την προσωρινή ευτυχία που βρίσκεις στο πρόσωπο του και τη νιώθεις να σε κατακλύζει. Ποτέ όμως ολοκληρωτικά. Γιατί στο πίσω μέρος του μυαλό σου, ξέρεις πως δε θ’ αντέξει για πολύ. Πως αξίζεις περισσότερα. Βαρέθηκες να περιμένεις για κάτι που θα έπρεπε να είναι δεδομένο. Κουράστηκες να δίνεις χωρίς να παίρνεις.

Πόσο άραγε θα συνεχίσεις να κρύβεσαι πίσω από αυτά τα τέσσερα γράμματα; Πόσο ακόμη θα τα αφήσεις να καθορίζουν τη ζωή και την ευτυχία σου; Πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβεις πως, δεν μπορείς να συνεχίσεις τη ζωή σου, ζώντας στην άκρη του «λίγου», έτοιμος ν’ αγγίξεις κάτι περισσότερο, αλλά ποτέ να μην το καταφέρνεις. Κι είναι τόσο άδικο να παλεύεις για κάτι που δε γίνεται να συνεχίσει ν’ αποτελεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή σου.

Είναι κρίμα, μάτια μου, να μένεις με τα πόδια καρφωμένα στη γη, όταν μπορείς με ευκολία να απλώσεις τα χέρια και ν’ αγγίξεις τ’ αστέρια. Γιατί βασανίζεις τον εαυτό σου; Γιατί δεν μπορείς ν’ αφήσεις πίσω σου μια αγάπη που έχει τελειώσει και να ψάξεις να βρεις μιαν άλλη; Που να σε ολοκληρώνει και να μετατρέπει τη γη σε ουρανό, μόνο και μόνο για να πάρει μια γεύση της τρέλας που κρύβεις μέσα σου. Μόνο και μόνο για να είναι μάρτυρας της ευτυχίας που θα λάμψει ξανά στα μάτια σου.

Ξύπνα λοιπόν. Τι περιμένεις; Άφησε πίσω σου κάθε συμβιβασμό και συνήθεια. Σταμάτα επιτέλους ν’ αναζητείς την ασφάλεια και όχι την πραγματική ευτυχία. Γιατί να θυμάσαι πως, αν δεν ρισκάρεις για το ασυνήθιστο, θα μείνεις βαλτωμένος στο συνηθισμένο. Βγες απ’ το λήθαργο που σ’ έχει βυθίσει η καθημερινότητα, πριν να είναι πολύ αργά. Και ξέχνα το λίγο μαζί, γιατί αλήθεια, δε γίνεται. Με τίποτα! Γιατί ο χρόνος, δε γυρίζει πίσω. Θ’ αργήσεις να το συνειδητοποιήσεις αλλά, πίστεψε με, θα έρθει η στιγμή που θα εύχεσαι με ό,τι έχεις και δεν έχεις, να μπορούσες να τον γυρίσεις πίσω.

Αγάπη σημαίνει άνευ όρων παράδοση

Έχω παρατηρήσει πως οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται την αγάπη, όχι τόσο όμως για την ένταση συναισθημάτων που θα τους προσφέρει, αλλά κυρίως για την ασφάλεια που θεωρούν ότι θα τους στερήσει. Νομίζουν πως η αγάπη είναι μια συνθήκη αόριστη που δεν μπορούν να ελέγξουν με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουν τις συνέπειές της. Μα δεν καταλαβαίνουν πως έτσι την αποκλείουν απ’ τα πάντα στη ζωή τους, εκλογικεύουν όλες τις καταστάσεις και γίνονται επικίνδυνοι.
Αυτούς τους ανθρώπους να φοβάστε, τους ανθρώπους της απόλυτης λογικής που υπολογίζουν πάντα τις παράπλευρες απώλειες κάθε αγώνα κι η εσωστρέφεια είναι η μόνη στάση τους απέναντι στον κόσμο. Να τρέμετε αυτά τα ανθρωπάκια γιατί είναι ικανά για όλα προκειμένου να μη φανεί η αδυναμία τους για αγάπη, αγάπη καταρχάς του εαυτού τους.

Αγαπώ κάποιον σημαίνει παραδίνομαι σε αυτόν, νιώθω ασφάλεια δίπλα του, δε φοβάμαι το μέλλον μου αλλά το εμπιστεύομαι στα χέρια του ώστε να το μοιραστούμε παρέα. Σε οποιαδήποτε σχέση τολμήσω να εμπλακώ όταν ξεστομίσω αυτό το πολύ σημαντικό ρήμα εννοώ ακριβώς αυτό, ότι με τον άλλον δε νιώθω φόβο αλλά δύναμη γιατί όταν ο κόσμος θα γίνεται άδικος και μικρόψυχος το άτομο που επέλεξα να αγαπήσω θα είναι εκεί για μου αποδείξει πως υπάρχουν εξαιρέσεις. Για να καταφέρω βέβαια κάτι τέτοιο θα πρέπει πρώτα να έχω αποδεχτεί κι αγαπήσει -αν όχι πλήρως έστω ως ένα μεγάλο βαθμό- τον εαυτό μου.

Να μη ζω με αυταπάτες ούτε να πιστεύω στην τελειότητα για να μπορέσω με αυτό τον τρόπο να αναγνωρίσω τις ατέλειες όχι μόνο σε μένα αλλά και στους ανθρώπους που θα επιλέξω να έχω γύρω μου. Πρώτα έρχεται η παραδοχή κι αποδοχή της κατάστασής μας, ότι δεν είμαστε άφθαρτοι, τέλειοι κι αιώνιοι και μετά η αγάπη της όλης συνειδητοποίησης που μας συνέβη. Τότε και μόνο τότε που μας έχουμε αγκαλιάσει μπορούμε να αγαπήσουμε και τον άλλον και να πρόκειται για μια υγιή αγάπη και σχέση αφού δε θα τον χρησιμοποιούμε ως δεκανίκι για να αντέξουμε τα δικά μας ελαττώματα και λάθη φορτώνοντας τον με ευθύνες για τις πράξεις μας. Αντιθέτως θα είναι εκείνος που επιλέξαμε να βοηθήσει στη δίκη μας προσωπική επανάσταση.

Έχει γράψει ο Ρίτσος «και οι λέξεις φλέβες είναι, μέσα τους αίμα τρέχει» γι’ αυτό μη σκορπάς τα σ’ αγαπώ σου από ‘δω κι από ‘κει χωρίς συνείδηση επειδή κινδυνεύουν απ’ την πολυχρησία να ξεφτίσει η σημασία τους και μετά κανένας δεν πρόκειται να σε πιστέψει. Να τα εκφράζεις και με πράξεις όμως ώστε να παίρνουν ζωή κι οι ρίζες να εισχωρούν βαθύτερα μέσα στη σχέση σας, να στέκονται μπροστά σας και κάθε φορά που θα αμφιβάλλετε γι’ αυτήν να σας θυμίζουν πως αισθανθήκατε, πως αγαπήσατε.

Υπάρχουν άπειροι τρόποι για να κάνεις το σ’ αγαπώ σου αισθητό στο άτομο που θέλεις, παίρνοντας τον τηλέφωνο απλώς για να δεις τι κάνει, στέλνοντας μήνυμα καλής τύχης τη μέρα που ξέρεις ότι έχει τη μεγάλη συνάντηση για δουλειά. Ακόμη ανάβοντας το θερμοσίφωνο για να βρει ζεστό νερό όταν γυρίσει κουρασμένος απ’ το γραφείο ή κάνοντας πλάτες στη φίλη σου για να βγει με το αίσθημα κρυφά απ’ τους γονείς. Οι λέξεις, είναι η αλήθεια αιωρούνται, μένουν κενές κι άχρωμες αν δεν ακολουθούνται από γεγονότα, γεγονότα που εσύ θα επιλέξεις να συμβούν αφού εσύ είσαι υπεύθυνος για τα χρώματα των λέξεών σου.

Είμαστε λαός που του αρέσει το δράμα, η υπερβολή, απολαμβάνουμε να υποφέρουμε από αγάπη και να ισχυριζόμαστε πως έτσι πρέπει να γίνεται, αλλά έχουμε πραγματικά μπερδευτεί. Η αγάπη δε πονάει, δε θρυμματίζει, ούτε χάνεις τον εαυτό σου επειδή δεσμεύεσαι με κάποιον άλλον.

Μας αρέσει να νιώθουμε δυνατοί, ζωντανοί λέγοντας σ’ αγαπώ πιστεύοντας πως η δική μας καρδιά χωράει περισσότερους ανθρώπους και συγχωρεί πιο εύκολα γιατί εμείς διαφέρουμε, έχουμε διαβάσει κι έχουμε ταξιδέψει αρκετά. Μα δε χρειάζεται να υποβάλλεις τον εαυτό σου σε αυτή τη διαδικασία, γιατί αν η αγάπη είναι αληθινή τότε οφείλει να διεκδικεί τα πάντα, να θέλει τον άλλον παρών σε όλες τις στιγμές της και να απαιτεί από σένα να αφήνεσαι χωρίς αύριο σε αυτό που γουστάρεις να ζήσεις.

Να αγαπάς σημαίνει να εμπιστεύεσαι, να μοιράζεσαι τις ανησυχίες σου με κάποιον που δε σου εγγυάται ότι θα βρει λύσεις, απλώς θα σου δώσει ένα μικρό χαμόγελο, ένα εφαλτήριο για να πιστέψεις ότι μπορείς να κατακτήσεις τον κόσμο. Ο καθένας μόνος του μπορεί όντως να καταφέρει τα πάντα, αλλά τι σημασία έχει η νίκη ή η επιτυχία αν δεν υπάρχει κάποιος στο τέλος της διαδρομής να δει τα μάτια μας να λάμπουν από ευτυχία, να μας πάρει αγκαλιά κατανοώντας τι θυσιάσαμε για να τα καταφέρουμε;

Τα επικοινωνιακά λάθη μιας σχέσης

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η υγιής επικοινωνία θεωρείται θεμέλιος λίθος μιας καλής συντροφικής σχέσης. Καλή επικοινωνία σημαίνει ότι μπορούμε να εκφράσουμε στον σύντροφό μας αυτό που θέλουμε και αντίστοιχα καταλαβαίνουμε αυτό που ο σύντροφός μας θέλει να μας πει. Η επικοινωνία δυσχεραίνεται συχνά από πλήθος παραγόντων που έχουν να κάνουν με την ιδιοσυγκρασία του κάθε συντρόφου, με τις επιρροές που έχει δεχθεί από το οικογενειακό του περιβάλλον, αλλά και με περιορισμούς που πιθανόν να υφίστανται στο παρόν από συγκυριακούς λόγους.
 
Η καταστροφική κριτική
Η κριτική ως μέσο κοινοποίησης της δυσαρέσκειάς μας ή προτροπή για αλλαγή του άλλου, σπάνια πετυχαίνει το στόχο της. Η διαρκής έκθεση ενός ατόμου στα επικριτικά σχόλια του συντρόφου του καλλιεργεί σταδιακά αρνητικά συναισθήματα και οδηγεί σε αποξένωση. Άλλες φορές πάλι, το άτομο που υφίσταται συνεχώς κριτική, αρχίζει και αμφιβάλλει για τον εαυτό του και τις ικανότητές του και χάνει σταδιακά την αυτοπεποίθηση του. Αλλά και ο ίδιος ο «κριτής» αρχίζει να βλέπει τον σύντροφο του μειονεκτικά καθώς έχει δώσει υπερβολική σημασία σε όψεις της συμπεριφοράς του που θεωρεί αρνητικές.
 
Συχνά είναι πιο εποικοδομητικό να αναγνωρίζουμε στον άλλον τα θετικά στοιχεία που έχει από το να αναμασούμε επίμονα κάποια αρνητικά.  Χρειάζεται επίσης να αποφασίσουμε αν μια κριτική είναι χρήσιμη, πριν την κοινοποιήσουμε. Πολλές φορές κριτικάρουμε ασήμαντα πράγματα στον άλλον αλλά το φθοροποιό στοιχείο στη σχέση παραμένει. Επίσης, αντί να επικρίνουμε μια συμπεριφορά που δεν μας αρέσει είναι προτιμότερο να μιλήσουμε για το πως εμείς νιώθουμε για αυτήν ή ακόμα καλύτερα να τοποθετηθούμε μέσα από μια θετική οπτική. Έτσι, αντί να πούμε: «Είσαι ακατάστατος, ποτέ δεν βάζεις τα ρούχα τους στη θέση τους», θα μπορούσαμε να μεταφέρουμε το εξής: «Με βοηθάς πολύ όταν τακτοποιείς τα ρούχα σου, γιατί έχω πολύ λιγότερα πράγματα να συμμαζέψω».
 
Η απαίτηση
Το να απαιτούμε από τον άλλον ακόμα και τα αυτονόητα συχνά τον φέρνει σε μια θέση άρνησης. Αρνείται να ικανοποιήσει την ανάγκη μας, όχι πάντα γιατί διαφωνεί με αυτήν, αλλά γιατί διαφωνεί με τον τρόπο με τον οποίο τη διεκδικούμε. Η απαίτηση ως μέσο επικοινωνίας κοινοποιεί κάτι αναφορικά με την κατανομή εξουσίας στη σχέση. Αυτός που απαιτεί αξιώνει για τον εαυτό του ένα ποσοστό εξουσίας. Αν ικανοποιηθεί η απαίτηση από τον σύντροφό του, η εξουσία αυτή είναι σαν επικυρώνεται έμμεσα. Χάνεται όμως η ισορροπία μέσα στη σχέση με αυτόν τον τρόπο και συχνά δημιουργούνται διενέξεις και προστριβές.
 
Το διάβασμα της σκέψης του άλλου
Πολλές φορές κάνουμε το λάθος να υποθέτουμε τι σκέφτεται ή τι πιστεύει ο άλλος για μια κατάσταση. Η υπόθεση μας, η οποία στην ουσία είναι η προσωπική μας ερμηνεία για μια κατάσταση, μπορεί να έχει άκρως αρνητικό περιεχόμενο πυροδοτώντας αντίστοιχα επικίνδυνα συναισθήματα για μια υγιή επικοινωνία. Η σύντροφος που πλένει τα πιάτα, ενώ ο σύζυγος της κάθεται στον καναπέ, διαβάζοντας την αγαπημένη του εφημερίδα, μπορεί να σκέφτεται: «Μόνο για τη βόλεψή του ενδιαφέρεται, ούτε του περνά από το μυαλό να με βοηθήσει».
 
Αυτή η πεποίθηση συνήθως εδραιώνεται στην σύζυγο είτε όταν δεν μπαίνει στη διαδικασία να την επαληθεύσει ζητώντας τη βοήθεια που χρειάζεται είτε τη ζητάει με αρνητικό τρόπο, οπότε και δεν την παίρνει.  Πολλές φορές χρεώνουμε στον άλλο αρνητικά χαρακτηριστικά απλώς και μόνο επειδή δεν έχουμε μάθει να διεκδικούμε με υγιή τρόπο τα θέλω μας.
 
Ο θυμός, ο κακός σύμμαχος
Ο θυμός, η αγανάκτηση και ο εκνευρισμός μπορεί να εξοκείλουν μια κατά τα άλλα καλή προσπάθεια επικοινωνίας με τον άλλον.  Όταν αφήνουμε τέτοια συναισθήματα να κατευθύνουν τα λόγια μας συνήθως το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό. Ο θυμός μπορεί να φουντώσει από τον δικό μας εσωτερικό διάλογο αναφορικά με μια κατάσταση, από ερμηνείες που εμείς αναπαράγουμε και πιστεύουμε αλλά και από ακραίες ερμηνείες σχετικά μέτριων καταστάσεων όπως για παράδειγμα:  «Προτιμάει να βγει με τους φίλους του σήμερα, δεν μ’ αγαπάει καθόλου!» Αν είστε θυμωμένος με τον σύντροφό σας, δώστε χρόνο στον εαυτό σας να ηρεμήσετε πριν μιλήσετε. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η συζήτηση μπορεί να αναβληθεί για ώρες ή και για την επόμενη μέρα. Προσπαθήστε να μιλήσετε για τον εαυτό σας, για τα δικά σας συναισθήματα και τις δικές σας σκέψεις αντί να παρασυρθείτε σε ένα κατηγορητήριο εναντίον του άλλου.
 
Υποχωρώ αντί να διεκδικήσω
Αρκετοί άνθρωποι θεωρούν ότι το να ικανοποιούν τις ανάγκες του συντρόφου τους αδιαμαρτύρητα μπορεί να τους εξασφαλίσει μια καλή σχέση. Η διαρκής υποχώρηση όμως συχνά έχει τη βάση της στη δυσκολία που έχουν τα άτομα αυτά να εκφράσουν τις ανάγκες τους ή να διεκδικήσουν τα θέλω τους.  Μπορεί να έμαθαν να λειτουργούν έτσι από παιδιά ακόμα και να αναπαράγουν αυτό το μοτίβο στην ενήλικη ζωή. Το σίγουρο είναι ότι σταδιακά αδυνατούν να ταυτοποιήσουν τις ανάγκες και τα θέλω τους και τελικά ζουν τη ζωή του συντρόφου τους. Αν και φαίνεται βολική κατάσταση, καθώς το ένα μέλος είναι πάντα πρόθυμο να υποχωρήσει, τελικά μπορεί να οδηγήσει τη σχέση σε μαρασμό. Όταν δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον εαυτό μας, για αυτά που θέλουμε, σκεφτόμαστε, προσδοκούμε, στην ουσία δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε μια διαπροσωπική επικοινωνία.  Και όπως αναφέρθηκε στην αρχή η καλή επικοινωνία είναι η βάση μιας υγιούς σχέσης.
 
Η υγιής επικοινωνία απαιτεί να ακούμε αυτά που ο σύντροφος μας έχει να μας πει. Αυτό σημαίνει ότι ίσως χρειαστεί να σωπάσουμε για λίγο τη δική μας εσωτερική φωνή προκειμένου να ακούσουμε τον άλλον και να προσπαθήσουμε με διευκρινιστικές ερωτήσεις και διάλογο να τον καταλάβουμε. Το να τον καταλάβουμε δεν σημαίνει απαραίτητα πως θα συμφωνήσουμε αλλά χρειάζεται να κατανοήσουμε τη δική του οπτική στα πράγματα. Ο σεβασμός των ορίων του άλλου είναι επίσης ζωτική σημασίας καθώς δίνει στον σύντροφό μας το μήνυμα ότι τον έχουμε ακούσει και κατανοήσει. Έτσι, δεν επιμένουμε σε έναν διάλογο όταν ο άλλος είναι πολύ αναστατωμένος για να τον υποστηρίξει.

Ελευθερία και υπαρξισμός

Η ανθρώπινη ζωή συνίσταται σε μια διαρκή διαδικασία επιλογής και λήψης αποφάσεων. Όλες οι ηθικές φιλοσοφίες που είχαν διατυπωθεί μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα επιδίωκαν να βοηθήσουν τον άνθρωπο να λάβει αυτές τις αποφάσεις, να οριοθετήσουν τον τρόπο επιλογής. Καθόριζαν τους σκοπούς, προσδιόριζαν τα κριτήρια, έθεταν τις ηθικές αξίες. Στη βάση όλων αυτών των προσπαθειών κείτονταν το θεμέλιο της πίστης τόσο στην ύπαρξη μιας σταθερής ανθρώπινης υπόστασης, λιγότερο ή περισσότερο προσδιορίσιμης, όσο και στην ύπαρξη αιτιακών σχέσεων μεταξύ των γεγονότων. Ο υπαρξισμός ήρθε να ανατρέψει αυτές τις πεποιθήσεις και να αντιτάξει την έννοια της ριζικής ελευθερίας. Τις όψεις αυτής της έννοιας θα επιχειρήσουμε να ανιχνεύσουμε στην παρούσα μελέτη.
 
«Στο ξεκίνημα δεν μπορεί να υπάρχει άλλη αλήθεια εκτός απ’ αυτήν: cogito ergo sum, σκέφτομαι άρα υπάρχω· είναι η απόλυτη αλήθεια της συνείδησης που πραγματώνεται, φτάνει στον εαυτό της. Κάθε θεωρία που παίρνει τον άνθρωπο έξω απ’ αυτή τη στιγμή όπου φτάνει στον εαυτό του είναι πρώτ’ απ’ όλα μια θεωρία που καταργεί την αλήθεια, γιατί, έξω απ’ αυτό το καρτεσιανό cogito όλα τα αντικείμενα είναι μόνο πιθανά»[1].
 
Με τα λόγια αυτά ο Sartre θέτει την πρώτη βάση του υπαρξισμού: την αυτοσυνεί­δηση. Αντίθετα, όμως, από την καρτεσιανή παράδοση, και την συνέχειά της μέσω της φαινομενολογίας του Husserl, που έδινε προτεραιότητα στον προσδιορισμό ενός υπερβατικού Εγώ, ο Sartre θα δώσει προτεραιότητα στην πράξη μέσα σε μια κατάσταση: «Το είναι μας βρίσκεται άμεσα “εν καταστάσει”, δηλαδή αναφαίνεται μέσα σε επιχειρήσεις και αρχικά γνωρίζει τον εαυτό του καθόσον αντανακλάται σ’ αυτές τις επιχειρήσεις»[2]. Με άλλα λόγια το συνειδητό υποκείμενο που υπάρχει “για τον εαυτό του” (pour soi) καθορίζεται «από το σύστημα των πεπραγμένων του και όχι από κάποια θεώρηση των περιεχομένων της συνείδησής του»[3]. Καθώς, για τον γαλλικό υπαρξισμό, δεν υπάρχει θεός που να συλλάβει εκ των προτέρων μια ανθρώπινη υπόσταση και την υλοποιήσει, ο άνθρωπος ξεπετάγεται τυχαία μέσα σ’ έναν προϋπάρχοντα κόσμο[4] και δημιουργεί τον εαυτό του μέσα από τις πράξεις του[5]. Αυτό που είμαστε κάθε στιγμή είναι μόνο ελευθερία. Δεν υπάρχει σταθερή και a priori ανθρώπινη ουσία. Για τον υπαρξισμό, η ουσία είναι «όλα όσα η ανθρώπινη πραγματικότητα κατανοεί για τον εαυτό της σαν χαρακτηριστικά που έχουν υπάρξει»[6].
 
«αυτό που θέλουμε να πούμε είναι ότι ο άνθρωπος υπάρχει πρώτα, δηλαδή ότι ο άνθρωπος είναι πριν απ’ όλα αυτό που ρίχνεται προς ένα μέλλον κι αυτό που έχει συνείδηση πως προβάλλεται στο μέλλον»[7].
 
Αυτό το μέλλον στο οποίο ρίχνεται ο άνθρωπος, ταυτίζεται απόλυτα με τις δυνατότητες που του παρουσιάζονται[8]. Με αυτόν τον τρόπο, η έννοια της ελευθερίας, ως κατηγόρημα της ύπαρξης, δεν εδραιώνεται στη βάση επιχειρημάτων ενάντια στην αιτιοκρατία· ούτε θεωρείται, όπως στην καντιανή θεώρηση, ως δεδομένο της πρακτικής αυτο-συνείδησης. Αντίθετα, τοποθετείται στην βάση της άμεσης δράσης και συνδέεται με το συναίσθημα της αγωνίας που αισθάνεται ένας άνθρωπος ερχόμενος αντιμέτωπος με μια δεδομένη κατάσταση. Με τα λόγια του πρωτεργάτη του υπαρξισμού Kierke­gaard:
 
«η αγωνία είναι η πραγματικότητα της ελευθερίας»[9].
 
Για να εξηγήσει αυτό το συναίσθημα ο Sartre χρησιμοποιεί το παράδειγμα του ιλίγγου. Όταν είμαι σ’ ένα μονοπάτι που περνά από έναν γκρεμό νιώθω φόβο και αγωνία. Ο φόβος προέρχεται από την συνειδητοποίηση του τι μπορεί να συμβεί ως αποτέλεσμα της συμπαντικής αιτιοκρατίας (λ.χ. να υποχωρήσει το έδαφος κάτω από τα πόδια μου ή να γλιστρήσω σε μια πέτρα και να πέσω στο κενό). Πρόκειται, δηλαδή, για ένα συναίσθημα που προκαλείται από την σύλληψη μιας κατάστασης ως υπερβατικής, έξω από τον άνθρωπο («από τα όντα του κόσμου»). Για την θεραπεία αυτού του φόβου, υιοθετώ μια ανασκοπική αντίδραση (λ.χ. θα προσέξω να μην γλιστρήσω σε κάποια πέτρα ή να κρατηθώ όσο το δυνατόν πιο μακριά απ’ την άκρη του γκρεμού). Εντούτοις, ούτε ο τρόμος μου, ούτε κανένα άλλο αίτιο μπορεί να κριθεί προσδιοριστικό για την πιθανή μου συμπεριφορά και το γεγονός αυτό γεννά μέσα μου την αγωνία. Με άλλα λόγια, η αγωνία προκαλείται από την συνειδητοποίηση της δυνατότητάς μου, των ενδεχομένων που παρουσιάζονται ως επιλογές μου («όχι μήπως πέσω στον γκρεμό, αλλά μήπως ριχτώ στον γκρεμό»)[10] .
 
Στα πλαίσια της υπαρξιστικής αντίληψης για την ενότητα του χρόνου, όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε από τον Bergson[11], την ίδια μορφή αγωνίας που αισθάνεται ο άνθρωπος στο μέλλον αισθάνεται και εμπρός στο παρελθόν. Ο Sartre δείχνει αυτού του είδους την αγωνία με το παράδειγμα του χαρτοπαίκτη, ο οποίος ενώ έχει αποφασίσει, ελεύθερα και ειλικρινά, να μην ξαναπαίξει, όταν έρχεται αντιμέτωπος με την “πράσινη τσόχα” όλες του οι αποφάσεις τον εγκαταλείπουν και αφήνεται ξανά στο πάθος του[12]. Σύμφωνα με τον υπαρξισμό, αυτό συμβαίνει γιατί καμία απόφαση που ήδη έχουμε πάρει δεν μας δεσμεύει για τις μελλοντικές μας πράξεις. Κάθε στιγμή που βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάσταση εκκινούμε από την απειρία των ενδεχομένων μας. Εξάλλου, η δύναμη του πάθους δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστική της απόφασης. Η πρώτη ενέργεια της ελευθερίας, για τον υπαρξισμό, είναι η άρνηση προς την επιθυμία να εκπληρωθεί άμεσα και απαρέγκλιτα. Η ανυποταγή αυτή προς την επιθυμία, και άρα προς την υπαγόρευση του ενστίκτου, ενέχει τη διάσπαση της άτεγκτης βιολογικής νομοτέλειας, άρα και την αποδέσμευση από τις αλυσίδες της αιτιότητας, δηλαδή από τα γεγονότα και στοιχεία του παρελθόντος ως προσδιοριστικά αίτια του παρόντος. Ο άνθρωπος, επομένως, είναι υπεύθυνος για τα πάθη του[13].
 
Το γεγονός, όμως, ότι κάθε απόφαση μπορεί να αναιρεθεί οποιαδήποτε στιγμή λειτουργεί κατασταλτικά στον τομέα της κοινωνικής οργάνωσης. Τι είδους ανθρώπινες σχέσεις μπορούν να δημιουργηθούν, τι είδους κοινωνικές συμβάσεις μπορούν να οικοδομηθούν χωρίς την στοιχειώδη ασφάλεια που παρέχει το αίσθημα της εμπιστοσύνης που προέρχεται από τη δέσμευση σε κάποιο ηθικό ή νομικό πλαίσιο; Ο Sartre προσπαθεί να δώσει λύση στο αδιέξοδο με δύο επιχειρήματα. Καταρχήν, μας λέει ότι μπορούμε να βασιστούμε σε αναμενόμενες συμπεριφορές βάσει πιθανοτήτων. Έτσι, ο πρότερος βίος ενός ανθρώπου, αυτό που κατά παράδοση ονομάζουμε “χαρακτήρα”, παρόλο που δεν μπορεί να αποτελέσει εχέγγυο συμπεριφοράς, μπορεί να αποτελέσει δείγμα πιθανολογίας. Μπορώ να έχω εμπιστοσύνη στα λόγια των άλλων με τον ίδιο τρόπο που μπορώ να έχω εμπιστοσύνη στο ότι ο φίλος μου δεν θα καθυστερήσει να φτάσει βάσει της εύλογης πιθανότητας ότι δεν θα εκτροχιαστεί το τρένο στο οποίο επιβαίνει[14]. Κατά δεύτερον, στα πλαίσια του καθημερινού βίου, στον “κόσμο της αμεσότητας” όπως τον ονομάζει ο Sartre, ο άνθρωπος δρα πριν θέσει τα ενδεχόμενά του. Οι αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς προηγούμενη σκέψη και άρα είναι πιθανό να επηρεάζονται από τις παραδεδομένες ηθικές ή άλλες αξίες[15].
 
Εάν όμως επιχειρήσουμε να αιτιολογήσουμε τις αποφάσεις μας βάσει κάποιων παραδεδομένων αξιών, που προέρχονται εκτός μας, τότε δρούμε με “κακή πίστη” γιατί αποποιούμαστε οικειοθελώς την ελευθερία μας. Αυτό συμβαίνει επειδή κανενός είδους αξία δεν υπάρχει a priori· εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε τις αξίες. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Wahl: «Ο Σαρτρ επιμένει κυρίως στο γεγονός πως δια της εκλογής μου δημιουργώ τις αξίες· είμαι το αθεμελίωτο θεμέλιο των αξιών· επειδή εγώ θεμελιώνω το παν, ο ίδιος είμαι χωρίς θεμέλιο· είμαι το ον δια του οποίου έρχεται στον κόσμο η αξία και ακριβώς γι’ αυτό εγώ είμαι αδικαίωτος. Ο Σαρτρ επιμένει, όπως και ο Κίρκεγκωρ, πως δεν υπάρχει κανένα εξωτερικό σημείο που θα μπορούσε να με προσανατολίσει. Κανόνας μου είναι μόνον ο εαυτός μου, και πρέπει εγώ να φτιάσω τους κανόνες μου»[16].
 
Ο αυτοκαθορισμός συμπεριφοράς ως ενέργεια ελευθερίας είναι κάτι αναπόδραστο στον άνθρωπο. Αντίκρυ, δηλαδή, στην επικείμενη στιγμή της ζωής και στις προκείμενες περιστάσεις της έχει ο άνθρωπος να καθορίσει ο ίδιος την συμπεριφορά του, και δεν είναι δυνατόν να συμβεί κάτι άλλο. Ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να παραιτηθεί απ’ την ελευθερία του ως πηγή αυτοκαθορισμού. Και η συνέπεια της αναπόδραστης συνύπαρξης του ανθρώπου με την ελευθερία είναι όχι μόνο η οντολογική μεγαλοσύνη του, αλλά και το υπαρξιακό του δράμα:
 
«ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Καταδικασμένος, γιατί δεν εδημιούργησε, δεν έπλασε μόνος του τον εαυτό του, κι ωστόσο ταυτόχρονα ελεύθερος, γιατί απ’ τη στιγμή που πετάχτηκε στον κόσμο, είναι υπεύθυνος για ό,τι κάνει»[17].
 
Η υπευθυνότητα, ωστόσο, του ανθρώπου δεν περιορίζεται στα στενά πλαίσια της ατομικής του υποκειμενικότητας. Καθώς ο άνθρωπος εκλέγει τον εαυτό του, μέσα από τις πράξεις του, εκλέγει ταυτόχρονα και μια εικόνα για τον άνθρωπο γενικά. Με αυτόν τον τρόπο η ευθύνη του επεκτείνεται και δεσμεύει ολόκληρη την ανθρωπότητα[18]. Υπό αυτούς τους όρους, τόσο ο Sartre όσο και ο Camus θα υπερβούν την αρχή ότι της αυτοδέσμευσης του πρακτικού υποκειμένου ως μόνης δυνατής δέσμευσης[19]. Ο Camus θα επιχειρήσει να εισάγει μια καντιανού τύπου “κατηγορική προσταγή”, «η οποία ζητά το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ακόμα και μέσα σε ένα σύμπαν γυμνό από κάθε νόημα και χωρίς κανένα υπερβατικό λόγο να το κυβερνάει»[20]. Ο Sartre θα δημιουργήσει έναν κανόνα: “πράξε όπως θα ήθελες όλη η ανθρωπότητα να πράττει”. Ακόμα περισσότερο, στη δεύτερη περίοδο της σκέψης του, ο Sartre θα επιχειρήσει να εντάξει την ελευθερία στο προλεταριακό κίνημα και στον αγώνα για την αταξική κοινωνία[21].
 
Ανεξάρτητα, όμως, από αυτές τις αστήριχτες, σε θεωρητικό επίπεδο, προσπάθειες, η έννοια της ριζικής ελευθερίας περιορίζεται και από άλλες αιτίες. Αφενός, η ίδια η ελευθερία μας τείνει να αρνηθεί τον εαυτό της, καθόσον από την στιγμή που πραγματοποιούμε μια πράξη αυτή μας διαφεύγει και γίνεται ένα “καθεαυτό”. Όπως εξηγεί ο Wahl: «αυτή είναι η κατάστασή μας· να είμαστε η ελευθερία που πήζει και συνάμα η ελευθερία που θριαμβεύει ή τουλάχιστο που οφείλει να θριαμβεύσει επάνω από αυτό το πήγμα· και δεν είναι αληθινή παρά όταν θριαμβεύει επάνω από αυτή την τάση προς την αγκύλωση, από αυτή την τάση να είναι αυτό που είναι, ενώ η βαθύτερη τάση της είναι να είναι αυτό που δεν είναι. Η ελευθερία υπάρχει χάρη στη φύση, επειδή φύση μας είναι να είμαστε ελεύθεροι· αλλά είναι εναντίον της φύσεως, επειδή οφείλει πάντοτε να αγωνίζεται εναντίον αυτού που τείνει να την πήξει, που τείνει να την μετασχηματίσει σ’ αυτό που ο Σαρτρ ονομάζει en-soi. Και πάλι η ελευθερία πάντοτε καταλήγει στην αποτυχία· και πράγματι, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε μάλλον για απελευθέρωση, παρά για ελευθερία.»[22] Αφετέρου, το αίσθημα της αναγκαιότητας είναι αναπόφευκτο: το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης – η αναπόδραστη απορρόφησή μας από το συμπαντικό είναι, όπως θα έλεγε ο Heidegger – θα διαγράφει πάντα τα περιθώρια της απόλυτης ελευθερίας.
 
Το δίπολο της αναγκαίας περατότητάς μας, από την μια πλευρά, και της απόλυτης ελευθερίας μας να εκλέγουμε δίχως κριτήρια ή τελικό σκοπό, από την άλλη, μας φέρνει μπροστά στο αίσθημα του παραλόγου. Μας οδηγεί στη συνειδητοποίηση ότι ζούμε μια ζωή κενή νοήματος. Και η συνειδητοποίηση αυτή μας τοποθετεί εξ ανάγκης μπροστά στο έσχατο ερώτημα: στο ενδεχόμενο της αυτοκτονίας. Ο Camus θα πει ναι στη ζωή, προτείνοντας την υιοθέτηση μιας στάσης ηρωικής περιφρόνησης: «Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο»[23]. Ο Nagel θα αντιπροτείνει στην περιφρόνηση την ειρωνεία[24]. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: οι απαντήσεις αυτές δεν είναι συμβατές με την έννοια της ριζικής ελευθερίας. Ο κάθε άνθρωπος, την κάθε στιγμή, επιλέγει ελεύθερα τον τρόπο ζωής του, διαλέγοντας ανάμεσα στα ενδεχόμενά του, και δίνει αξία στη ζωή μόνο επειδή την επέλεξε. Η μόνη συνεπής απάντηση είναι αυτή που πιθανόν θα έδινε ο Sartre: «Διάλεξε!».
 
Εν κατακλείδι, η ηθική οπή που αφήνει το υπαρξιστικό σύστημα δεν μπορεί να καλυφθεί δίχως να έρθει σε σύγκρουση με τις πρώτες αρχές του ίδιου του συστήματος. Διότι οποιοδήποτε “πρέπει” επιχειρήσει να μας οδηγήσει σε οποιουδήποτε είδους ατομικές ή συλλογικές δεσμεύσεις ροκανίζει τα ίδια τα θεμέλια αυτού του συστήματος. Ούτε μπορούμε να αναμένουμε ότι όλοι οι άνθρωποι θα θελήσουν οικειοθελώς, και χωρίς να χάσουν την αυθεντικότητά τους, να ενταχθούν στις απαραίτητες, στα πλαίσια του κοινωνικού βίου, δεσμεύσεις. Οι ίδιες οι πιθανότητες, στις οποίες μας προέτρεπε ο Sartre να στηριχθούμε, δεν μας το επιτρέπουν. Επομένως, η έννοια της ριζικής ελευθερίας μπορεί να έχει πραγματικό νόημα μόνο αν τεθεί υπό όρους κοινωνικής απομόνωσης.
 
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλαν οι εκπρόσωποι του κινήματος, ο γαλλικός υπαρξισμός δεν κατάφερε να θεμελιώσει ακλόνητα την ριζική ελευθερία στα πλαίσια του πρακτικού βίου. Δεν κατάφερε να ξεπεράσει την ρήση του Βολταίρου, ότι η ελευθερία του ανθρώπου τελειώνει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου. Πήρε, έτσι, επάξια την θέση της ανάμεσα στις άλλες φιλοσοφικές ουτοπίες.
----------------
Παραπομπές-Σημειώσεις
[1] Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, (μτφρ. Κ.Σταματίου), Αρσενίδης,, (Αθήνα χχ): 323.
[2] Sartre J.P., Το είναι και το μηδέν, (μτφρ. Κ. Παπαγιώργης), (Παπαζήσης, χ.τ. χ.χ.): 94.
[3] Βαλλιάνος Π., Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τ. Γ΄, ΕΑΠ, (Πάτρα, 2000): 266.
[4] Η αντίληψη αυτή έχει τις ρίζες της στο χαϊντεγκεριανό Dasein.
[5] Αυτή η αντίληψη συμπυκνώνεται στη γνωστή ρήση του Sartre, ότι η ύπαρξη προηγείται της ουσίας: «Ο Άνθρωπος, όπως τον συλλαμβάνει ο υπαρξιστής φιλόσοφος, αν δεν είναι προσδιορίσιμος, αυτό σημαίνει πως στην αρχή, απ’ τα πριν, δεν είναι τίποτα. Θα γίνει μετά και θα γίνει αυτό που θα φτιάξει ο ίδιος τον εαυτό του»· βλ. Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, ό.π.: 297.
[6] Sartre J.P., Το είναι και το μηδέν, (μτφρ. Κ. Παπαγιώργης), Παπαζήσης, (Αθήνα χ.τ. χ.χ.): 89.
[7] Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, ό.π.: 297.
[8] Όπως το έθετε ο Kierkegaard: «Η δυνατότητα για την ελευθερία είναι το μέλλον, και το μέλλον είναι για το χρόνο η δυνατότητα»· βλ. Kierkegaard S., Η έννοια της αγωνίας, (μτφρ. Γ. Τζαβάρα), Δωδώνη, (Αθήνα-Γιάννινα 1985): 111.
[9] Στο ίδιο: 53.
[10] Sartre J.P., Το είναι και το μηδέν, ό.π.: 82-83.
[11] Βλ. Βαλλιάνος Π., ό.π., σσ. 156-7. Πρβλ. και Kierkegaard (ό.π., σ. 105): «Ο χρόνος λοιπόν είναι ατέλειωτη διαδοχή· η ζωή που βρίσκεται μέσα στο χρόνο κι ανήκει μόνο στο χρόνο, δεν έχει παρόν».
[12] Βλ. Sartre J.P., Το είναι και το μηδέν, ό.π.: 86.
[13] Βλ. Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, ό.π.: 305.
[14] Βλ. Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, ό.π.: 314.
[15] Βλ. Sartre J.P., Το είναι και το μηδέν, ό.π.: 93-4.
[16] Wahl J., Εισαγωγή στις φιλοσοφίες του υπαρξισμού, (μτφρ. Χρ. Μαλεβίτση), Δωδώνη, (Αθήνα-Γιάννινα( 2)1988): 110.
[17] Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, ό.π.: 306.
[18] Βλ. στο ίδιο: 298-9.
[19] Βλ. Βαλλιάνος Π., ό.π: 268.
[20] Στο ίδιο : 274.
[21] Στο ίδιο : 272.
[22] Wahl J., ό.π: 119.
[23] Camus A., Ο μύθος του Σίσυφου, (μτφρ. Β. Χατζηδημητρίου), Μπουκουμάνης, (Αθήνα 1973): 145.
[24] Βλ. Nagel Th., «Το παράλογο», (μτφρ. Μ. Καστανάρα), Cogito 2 (02/2005): 84.