Σάββατο 6 Μαΐου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΛΥΣΙΑΣ - Ὑπὲρ τοῦ ἀδυνάτου (21-27)

[21] Ἀλλὰ γὰρ οὐκ οἶδ᾽ ὅ τι δεῖ λίαν με ἀκριβῶς ἀπολογούμενον πρὸς ἓν ἕκαστον ὑμῖν τῶν εἰρημένων ἐνοχλεῖν πλείω χρόνον. εἰ γὰρ ὑπὲρ τῶν μεγίστων εἴρηκα, τί δεῖ περὶ τῶν φαύλων ὁμοίως τούτῳ σπουδάζειν; ἐγὼ δ᾽ ὑμῶν, ὦ βουλή, δέομαι πάντων τὴν αὐτὴν ἔχειν περὶ ἐμοῦ διάνοιαν, ἥνπερ καὶ πρότερον.

[22] μὴ οὗ μόνου μεταλαβεῖν ἔδωκεν ἡ τύχη μοι τῶν ἐν τῇ πατρίδι, τούτου διὰ τουτονὶ ἀποστερήσητέ με· μηδ᾽ ἃ πάλαι κοινῇ πάντες ἔδοτέ μοι, νῦν οὗτος εἷς ὢν πείσῃ πάλιν ὑμᾶς ἀφελέσθαι. ἐπειδὴ γάρ, ὦ βουλή, τῶν μεγίστων [ἀρχῶν] ὁ δαίμων ἀπεστέρησεν ἡμᾶς, ἡ πόλις ἡμῖν ἐψηφίσατο τοῦτο τὸ ἀργύριον, ἡγουμένη κοινὰς εἶναι τὰς τύχας τοῖς ἅπασι καὶ τῶν κακῶν καὶ τῶν ἀγαθῶν.

[23] πῶς οὖν οὐκ ἂν δειλαιότατος εἴην, εἰ τῶν μὲν καλλίστων καὶ μεγίστων διὰ τὴν συμφορὰν ἀπεστερημένος εἴην, ἃ δ᾽ ἡ πόλις ἔδωκε προνοηθεῖσα τῶν οὕτως διακειμένων, διὰ τὸν κατήγορον ἀφαιρεθείην; μηδαμῶς, ὦ βουλή, ταύτῃ θῆσθε τὴν ψῆφον. διὰ τί γὰρ ἂν καὶ τύχοιμι τοιούτων ὑμῶν;

[24] πότερον ὅτι δι᾽ ἐμέ τις εἰς ἀγῶνα πώποτε καταστὰς ἀπώλεσε τὴν οὐσίαν; ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἂν εἷς ἀποδείξειεν. ἀλλ᾽ ὅτι πολυπράγμων εἰμὶ καὶ θρασὺς καὶ φιλαπεχθήμων; ἀλλ᾽ οὐ τοιαύταις ἀφορμαῖς τοῦ βίου πρὸς τὰ τοιαῦτα τυγχάνω χρώμενος.

[25] ἀλλ᾽ ὅτι λίαν ὑβριστὴς καὶ βίαιος; ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἂν αὐτὸς φήσειεν, εἰ μὴ βούλοιτο καὶ τοῦτο ψεύδεσθαι τοῖς ἄλλοις ὁμοίως. ἀλλ᾽ ὅτι ἐπὶ τῶν τριάκοντα γενόμενος ἐν δυνάμει κακῶς ἐποίησα πολλοὺς τῶν πολιτῶν; ἀλλὰ μετὰ τοῦ ὑμετέρου πλήθους ἔφυγον εἰς Χαλκίδα [τὴν ἐπ᾽ Εὐρίπῳ], καὶ ἐξόν μοι μετ᾽ ἐκείνων ἀδεῶς πολιτεύεσθαι, μεθ᾽ ὑμῶν εἱλόμην κινδυνεύειν ἁπάντων.

[26] μὴ τοίνυν, ὦ βουλή, μηδὲν ἡμαρτηκὼς ὁμοίως ὑμῶν τύχοιμι τοῖς πολλὰ ἠδικηκόσιν, ἀλλὰ τὴν αὐτὴν ψῆφον θέσθε περὶ ἐμοῦ ταῖς ἄλλαις βουλαῖς, ἀναμνησθέντες ὅτι οὔτε χρήματα διαχειρίσας τῆς πόλεως δίδωμι λόγον αὐτῶν, οὔτε ἀρχὴν ἄρξας οὐδεμίαν εὐθύνας ὑπέχω νῦν αὐτῆς, ἀλλὰ περὶ ὀβολοῦ μόνον ποιοῦμαι τοὺς λόγους.

[27] καὶ οὕτως ὑμεῖς μὲν τὰ δίκαια γνώσεσθε πάντες, ἐγὼ δὲ τοιούτων ὑμῶν τυχὼν ἕξω τὴν χάριν, οὗτος δὲ τοῦ λοιποῦ μαθήσεται μὴ τοῖς ἀσθενεστέροις ἐπιβουλεύειν ἀλλὰ τῶν ὁμοίων αὐτῷ περιγίγνεσθαι.

***
[21] Ωστόσο δεν βλέπω για ποιό λόγο πρέπει να αντικρούω με άκρα λεπτομέρεια σημείο προς σημείο αυτά που έχουν λεχθεί και να σας ενοχλώ περισσότερη ώρα. Γιατί αν έχω μιλήσει ήδη για τα πιο σημαντικά, ποιός ο λόγος να κατατριβώ όπως αυτός με τα επουσιώδη; Εγώ, μέλη της βουλής, απευθύνω έκκληση σε όλους εσάς να έχετε για μένα την ίδια γνώμη που είχατε και στο παρελθόν.

[22] Μη σταθεί αυτός αιτία να μου στερήσετε το μόνο από τα καλά της πατρίδας μου, στο οποίο μου επέτρεψε η τύχη να έχω συμμετοχή. Και εκείνα που άλλοτε ομοφώνως μου δώσατε όλοι, μη σας πείσει τώρα, ένας αυτός, να μου τα πάρετε πίσω. Επειδή, μέλη της βουλής, η μοίρα μας στέρησε τα μεγάλα, η πόλη αποφάσισε να μας χορηγεί αυτό το επίδομα, κρίνοντας ότι η δυστυχία και η ευτυχία είναι κοινή για όλους.

[23] Θα είμαι λοιπόν ή όχι τρισδυστυχισμένος, αν από τη μια έχω στερηθεί λόγω της συμφοράς τα πιο ωραία και τα πιο σημαντικά, και από την άλλη, εξαιτίας του κατήγορου, μου στερήσετε αυτά που η πόλη έδωσε, λαμβάνοντας πρόνοια για όσους βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση; Σε καμιά περίπτωση, μέλη της βουλής, μην ψηφίσετε έτσι. Για ποιό λόγο άλλωστε να με αντιμετωπίσετε με αυτό τον τρόπο;

[24] Μήπως γιατί εξαιτίας μου στο παρελθόν οδηγήθηκε κάποιος σε δίκη και έχασε την περιουσία του; Κανείς δεν θα μπορούσε να αποδείξει κάτι τέτοιο. Ή γιατί είμαι πολυπράγμων και θρασύς και εριστικός; Οι προϋποθέσεις της ζωής μου δεν είναι ανάλογες.

[25] Ή γιατί είμαι άκρως προκλητικός και βάναυσος; Κάτι τέτοιο δεν θα το ισχυριζόταν ούτε ο ίδιος, εάν δεν ήθελε να πει και σ᾽ αυτό ψέματα όπως και στα άλλα. Ή γιατί την εποχή των Τριάκοντα απέκτησα δύναμη και έβλαψα πολλούς πολίτες; Βρέθηκα εξόριστος στη Χαλκίδα με τους δημοκρατικούς πολίτες, και παρόλο που μπορούσα να ζω άφοβα στην πόλη με εκείνους, προτίμησα να κινδυνεύσω μαζί με όλους εσάς.

[26] Μη λοιπόν, μέλη της βουλής, ενώ δεν έχω κάνει απολύτως τίποτα, με αντιμετωπίσετε όπως αυτούς που έχουν διαπράξει πολλά αδικήματα, αλλά ψηφίστε για μένα όπως οι προηγούμενες βουλές. Θυμηθείτε ότι ούτε χρήματα διαχειρίστηκα και προβαίνω σε απολογισμό για τη διάθεσή τους, ούτε ανέλαβα κάποιο αξίωμα και τώρα λογοδοτώ γι᾽ αυτό, μιλάω μόνο για έναν οβολό.

[27] Και έτσι όλοι εσείς θα λάβετε δίκαιη απόφαση, εγώ, αν έχω αυτή την αντιμετώπιση, θα σας είμαι ευγνώμων, και αυτός θα μάθει στο εξής να μην στρέφεται εναντίον ανθρώπων που δεν έχουν τη δύναμη που έχει ο ίδιος, αλλά να προσπαθεί να υπερισχύει των ομοίων του.

ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ Η ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Η οικολογία θεωρείται σχετικά πρόσφατος επιστημονικός κλάδος, διαμορφωμένος εννοιολογικά μετά τον 19ο αιώνα, με αντικείμενο τη διερεύνηση των σχέσεων αλληλεξάρτησης των ζώντων όντων προς το φυσικό τους περιβάλλον, τόσο από βιολογική άποψη αρχικά, όσο και από κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική σκοπιά αργότερα. Σχετικά με την ορολογία που χρησιμοποιείται, θεωρούμε απαραίτητες μερικές επεξηγήσεις: 
 
          Βιόσφαιρα: είναι η λεπτή μεμβράνη που περιβάλλει τον πλανήτη Γη. Αποτελείται από στεριά, ύδατα και αέρα και προσφέρει τις αναγκαίες και ικανές συνθήκες για τη διατήρηση της ζωής. Χαρακτηριστικό της βιόσφαιρας είναι το εκπληκτικά μικρό μέγεθος της συγκριτικά με το συνολικόν όγκο του πλανήτη Γη. Όρια της βιόσφαιρας θεωρούνται προς τα κάτω μεν το βαθύτερο σημείο στο οποίο μπορεί να γίνει εκμετάλλευση ορυχείων, προς τα επάνω δε το ανώτερο σημείο της στρατόσφαιρας όπου ένα αεροπλάνο μπορεί να παραμένει «αεροφερόμενο».
 
Αυτό το λεπτό «δέρμα" της γης περιέχει όλες τις πηγές τροφής και ενέργειας που υπάρχουν στον πλανήτη και είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της ζωής και φυσικά και του ίδιου του ανθρώπου.
 
Η διατήρηση της βιόσφαιρας στηρίζεται σε λεπτές ισορροπίες, η διαταραχή των οποίων μόνο μέχρις ενός σημείου μπορεί να αποκατασταθεί φυσιολογικά. Η εντατική εκμετάλλευση των πηγών πρώτων υλών, η συσσώρευση των απορριμμάτων και αποβλήτων, η ρύπανση του περιβάλλοντος δημιουργούν, στην εποχή μας, ασφυκτικές συνθήκες, επικίνδυνες για τον πλανήτη. Επιμέρους κλάδοι της οικολογίας:
 
Ανθρωποοικολογία, που ερευνά τις σχέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον.
 
 Βιοοικολογία, που ερευνά τις σχέσεις ανάμεσα στα όντα, πλην του ανθρώπου, και το περιβάλλον.
 
Αυτοοικολογία, που μελετά ατομικούς οργανισμούς ή ομογενείς ομάδες. 
 
Συνοικολογία, που μελετά ομάδες ετερογενών οργανισμών, και τέλος 
 
Οικονομική του περιβάλλοντος, που θεωρεί την οικολογία αντικείμενο της οικονομικής ανάλυσης και ερευνά την επίδραση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων παραγωγής, κατανάλωσης κλπ. στο περιβάλλον.
 
Σκοπός του κειμένου αυτού είναι να αποδείξει, μέσα στα επιτρεπόμενα όρια ενός άρθρου, ότι η οικολογία έχει βαθιές καταβολές, σχεδόν προδρομικές, στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων, τόσο στη θεωρητική σκέψη τους, φιλοσοφική και οικονομική, όσο και στην καθημερινή πρακτική, στους θεσμούς, στην αγορά, στην πολιτική, την πολεοδομία και την κοινωνική συμπεριφορά, έως και τους κλασικούς χρόνους, κατάσταση που αλλάζει στην ελληνιστική περίοδο.
 
Ο άνθρωπος και το περιβάλλον. Η εξέλιξη της τεχνολογίας
 
Στην αυγή της ιστορίας του ο άνθρωπος θεωρούσε τον εαυτό του ως τμήμα του γύρω κόσμου, υποκείμενο άμεσα στις επιδράσεις φυσικών δυνάμεων, ανέμων, καταιγίδων και άλλων, τις οποίες μάλιστα θεοποίησε, στην προσπάθειά του να τις εξευμενίσει ή να τις καθυποτάξει.
 
Οι διάφορες μυθολογίες μαρτυρούν την κατάσταση, που συμβολίζεται με τους πολέμους τεράτων, τιτάνων κλπ. Στη μακριά και δύσκολη πορεία του ο άνθρωπος πέρασε από διάφορα στάδια, που σηματοδοτούν την εξέλιξη της τεχνολογίας στον πλανήτη Γη ως τις μέρες μας.
 
Αφετηρία αυτής της πορείας μπορεί να θεωρηθεί εκείνη η μακρινή μέρα, κάπου μεταξύ 70.000 π.Χ. και 40.000 π.Χ,, που ο άνθρωπος χοντρολάξευσε μια πέτρα, ένα «λίθο», για να του δώσει πιο πρόσφορο, πιο χρήσιμο σχήμα, ως εργαλείο κοπής ή ως φονικό όπλο. Από τη στιγμή εκείνη άρχισε η αργή εξέλιξη, που οδήγησε τον άνθρωπο από τη συλλογή της τροφής και το κυνήγι στην καλλιέργεια της γης και την εκτροφή ζώων, στην εξημέρωση του σκύλου, του αλόγου, στην κεραμική. την υφαντική, την οικοδομική και αργότερα τη μεταλλουργία.
 
Σ' αυτά τα πρώτα στάδια εξέλιξης ο βαθμός επέμβασης του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον ήταν τόσος όσος χρειαζόταν για την επιβίωση του και όσος το οικοσύστημα μπορούσε να απορροφήσει και να αποκαταστήσει.
 
Υπήρχε γενικά μια ομοιόμορφη κατάσταση στο επίπεδο πολιτισμού των παλαιολιθικών οικι­σμών, ανεξάρτητα από τη γεωγραφική τους θέση, κατάσταση που άρχισε να ανατρέπεται στη νεολιθική εποχή και να διαφοροποιείται έντονα με συνεχώς επιταχυνόμενο ρυθμό από την εποχή των μετάλλων και μετά. Αν και ο σπόρος της επέμβασης του ανθρώπου στο φυσικό του περιβάλλον φυτεύτηκε στην πρώιμη παλαιολιθική εποχή, η έντονη επίδραση άρχισε με την εποχή των μετάλλων, για να καταλήξει στη σημερινή, σχεδόν καταλυτική, επέμβαση του ανθρώπου στη βιόσφαιρα, επέμβαση που απειλεί την ίδια την ύπαρξη της ζωής στον πλανήτη Γη.
 
Η μεταλλουργία, που άρχισε πριν από 6.000 περίπου χρόνια στη γη, έφερε επαναστατικές αλλαγές τόσο στη ζωή του ανθρώπου, την υλική και κοινωνική, όσο και στη σχέση του με το περιβάλλον.
 
Η υλική ευημερία συνοδεύτηκε από κοινωνικές διαφοροποιήσεις στον καταμερισμό της εργασίας και της εξουσίας, ενώ η καταστροφική επέμβαση στο περιβάλλον επιταχύνθηκε με την υλοτόμηση των δασών, για καυσόξυλα και για ναυπήγηση πλοίων, και με την εντατική χρήση των πρώτων υλών. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του Ομήρου ότι ο «σιδερένιος πέλεκυς·» υπήρξε σοβαρό μέσο καταστροφής για την εποχή του1. Η έντονη διαφοροποίηση των πολιτισμών, μετά την εποχή των μετάλλων, οδήγησε στις ξεχωριστές ιστορίες των λαών ή των εθνών,
 
Η οικολογία στη θεωρητική σκέψη των αρχαίων Ελ­λήνων
 
α. Η επίδραση της θρησκείας: ελληνική μυθολογία
 
Η εικόνα που προβάλλει στα μάτια μας οπό την ανάγνωση της ελληνικής μυθολογίας είναι μια φύση «πλήρης θεών-, ένα παιχνίδι όπου οι θεοί, οι ημίθεοι και οι άνθρωποι είναι όλοι μέλη ενός συνόλου, το οποίο περιλαμβάνει ακόμη τη γη, τα δάση, τα ποτάμια, τα ζώα. Οι θεοί, ως μέρος της φύσης, δίνουν ιερό περιεχόμενο στην προστασία του περιβάλλοντος. Υπάρχουν θεσπισμένες απαγορεύσεις θήρος, αλιείας, κοπής δέντρων στους ιερούς χώρους. Υπάρχουν γιορτές της φύσης και των εποχών, που τονίζουν την παράδοση της προστασίας της φύσης από τους θεούς. Υπάρχουν, ακόμη, μύθοι σχετικοί με την αέναη επιστροφή των φυσικών δυνάμεων, όπως οι μύθοι της Δήμητρας και Περσεφόνης, του Διονύσου κ.ά. Γενικά η θεοποίηση της φύσης στη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων βοηθούσε σημαντικά στο σεβασμό και την προστασία του περιβάλλοντος και στη σωστή σχέση του ανθρώπου με το υπόλοιπο οικοσύστημα. Αντίθετα, ο ιουδαϊσμός και ο χριστιανισμός, με την ανθρωποκεντρική τελεολογία τους, ώθησαν προς την υποτίμηση και υπερεκμετάλλευση της φύσης, αφού ο άνθρωπος, «η κορωνίς της δημιουργίας», θεωρήθηκε ως κυρίαρχος του κόσμου.
 
β. Η «φύσις» στη φιλοσοφία των Ελλήνων
 
Είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι ανεξαιρέτως οι Έλληνες φιλόσοφοι έχουν συγγράψει, ως βασικό έργο τους, βιβλίο «περί φύσεως», όπου είναι κοινή η αναγνώριση βασικών αρχών, όπως η «ενότητα» της φύσης, βασική αρχή της οικολογίας, η επίδρασή της στην ανθρώπινη συμπεριφορά, η παραδοχή της ως υποδείγματος μέτρου για την ανθρώπινη κοινωνία. Επιγραμματικά ο Χρύσιππος αναφέρει: «ἕν τε εἶναι θεόν καί νοῦν καί εἰμαρμένην καί Δία»2. Η θέση αυτή είναι κοινή στους προσωκρατικούς, τους στωικούς έως και τους επικούρειους φιλοσόφους. Ο Αναξιμένης τονίζει άτι «ὁ κό­σμος εἷς ἐστίν» και ο Ηράκλειτος δηλώνει ότι «ἕνα πάντα εἶ­ναι». Το ίδιο πρεσβεύουν και άλλοι πολλοί φιλόσοφοι3. Ανεξάρτητα από το κυρίαρχο στοιχείο που θεωρούν ως ουσία του κόσμου, όλοι συμφωνούν στην «ενότητα» αυτού του κόσμου, όπως και στη «λογική» του.
 
Ο Ηράκλειτος θεωρεί το φυσικό γεγονός και λογικό, ο Θαλής τονίζει ότι «νοῦν τοῦ κόσμου τόν Θεόν, τό δέ πᾶν ἔμψυχον ἅμα καί δαιμόνων πλῆρες», ο δε Αναξαγόρας δηλώνει ότι «πά­ντα νοῦς διεκόσμησε» και «πά­ντα νοῦς ἔγνω». Χαρακτηριστικό είναι ακόμη ότι στα κείμενα των φιλοσόφων αυτών μπορούμε να βρούμε τις ρίζες των θεωριών της ανακύκλησης και της εντροπίας, που τόσο συζητιούνται στις μέρες μας4.
 
Ο Ηράκλειτος επιγραμματικά αναφέρει ότι ο κόσμος «ἦν ἀεί και ἔστι καί ἔσται». Στα συγγράμματά του μπορού­με να ανιχνεύσουμε τη θεωρία της εντροπίας, οε φράσεις όπως «δίς εἰς τόν αὐτόν ποταμόν οὐκ ἄν ἐμβαίης».Τη θεωρία αυτή επεξεργάστηκαν σύγχρονοι μελετητές, όπως ο Νικόλας Γκεοργκέσκου - Ρέγκεν, και αποτελεί μια επανάσταση στην οικονομική επιστήμη. Με δυο λόγιο, κάθε διαδικασία μετασχηματισμού απορροφά φυσικούς πόρους και ενέργεια και δημιουργεί τα προϊόντα και τα λύματα. Η εισαγωγή του παράγοντα της ενέργειας στη διαδικασία της παραγωγής δημιουργεί αλυσιδωτές αντιδράσεις. Η θεωρία του Ηράκλειτου ότι η πορεία των πραγμάτων είναι μονοδρομική, ότι η μεταβολή είναι μη αντιστρεπτή, υλοποιείται στο παράδειγμα της φλόγας του κεριού, δηλαδή στην ενέργεια που χάνεται κατά την παραγωγική διαδικασία μετατρεπόμενη σε θερμότητα. Εκτός από τον Ηράκλειτο, που πιστεύει ότι η «εκπύρωση» δεν οδηγεί στον οριστικό θάνατο του σύμπαντος, ο Πλάτων και οι στωικοί δέχονται ότι ο κόσμος είναι φθαρτός, αλλά αναγεννάται με την «παλιγγενεσία» ή «αποκατάσταση» ή «διακόσμηση».
 
Να λοιπόν που οι έννοιες περί εντροπίας και ανακύκλησης, απόψεις βασικές για την οικολογία και την προστασία του περιβάλλοντος, υπάρχουν ήδη στα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Είναι φυσικό, οι θεωρητικές αυτές απόψεις για τη φύση να οδηγούν στο σεβασμό της και στην αναγνώριση της επίδρασής της στον άνθρωπο. Η επίδραση αυτή, που αναπτύσσεται στο περίφημο βιβλίο του Ιπποκράτη «Περί αέρων, υδάτων και τόπων», όπου τονίζεται ότι όχι μόνο ο χαρακτήρας και η δημιουργικότητα των λαών διαμορφώνονται από τις συνθήκες του περιβάλλοντος αλλά και η ίδια η υγεία τους - οι ασθένειες που τους βασανίζουν - είναι αποτέλεσμα των δεδομένων του μικροκλίματος, της διατροφής, της ποιότητας του πόσιμου νερού κλπ. Η αναγνώριση της φύσης ως υποδειγματικού μέτρου για την κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων βρίσκεται στη βάση της φιλοσοφικής, ηθικής, αισθητικής, κοινωνικής και οικονομικής θέσης των αρχαίων Ελλήνων.
 
Η αγάπη προς το «μέτρον» και τη λιτότητα, η αποστροφή προς την υπερβολή και τη σπατάλη, η διάκριση των αναγκών σε αληθινές και επίπλαστες, η αποδοχή της εργασίας όχι μόνον ως πηγής μέσων επιβίωσης, αλλά και ως πηγής δημιουργίας και κοινωνικής καταξίωσης, η περιφρόνηση προς τις πολυτελείς επιδείξεις, η θεσμοθέτηση της «ύβρεως», η επιθυμία του «κατ' ἀρετήν ζῆν», είναι οι εκφράσεις της βαθιάς εσωτερικής πεποίθησης ότι η φύση, με το μέτρο και την πειθαρχία της, δίνει στον άνθρωπο τον κατάλληλο κανόνα συμπεριφοράς. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σημερινή κρίση περιβάλλοντος αποδίδεται από πολλούς στην έλλειψη ηθικοπολιτικού επιπέδου ζωής, το οποίο θα μπορούσε να διοχετευτεί σε στόχους μακριά από την υπερκατανάλωση και την πολυτέλεια.
 
γ. Η οικονομική σκέψη των αρχαίων Ελλήνων
 
Κατευθυντήριος άξονας της οικονομικής σκέψης των αρχαίων Ελλήνων ήταν η φιλοσοφική τους πεποίθηση ότι προείχε η φυσική τάξη. Κάθε απόκλιση από αυτήν αποτελούσε «ύθριν» από τη σκοπιά της ηθικής και της δικαιοσύνης και άσκοπη ενέργεια από τη σκοπιά της οικονομίας.
 
Άρα η ορθολογική συμπεριφορά είναι η εναρμόνιση των ανθρώπινων ενεργειών ως προς τη φύση για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος με τη λιγότερη δυνατή σπατάλη πόρων, με στόχο την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού σε ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης, επίπεδο αυτάρκειας αλλά ποτέ πολυτέλειας.
 
Βασικά οικονομικά συγγράμματα θεωρούνται ο «Οικονομικός» και «Οι Πόροι» του Ξενοφώντα και η «Κτητική κατά φύσιν» του Αριστοτέλη. Οικονομικές σκέψεις όμως διατυπώνονται και σε άλλα συγγράμματα, όπως η «Πολιτεία» και οι «Νόμοι» του Πλάτωνα. Ο Ξενοφών, ειδικότερα, ασχολείται κυρίως με την ορθολογιστική διαχείριση των φυσικών πόρων μιας περιοχής και με τη μελέτη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, ώστε οι ανθρώπινες ενέργειες να προσαρμόζονται πρακτικά προς το καλύτερο αποτέλεσμα της σχέσης πόρων - εδάφους - ανθρώπινης εργασίας. Με άλλα λόγια, ο Ξενοφών εισάγει την έννοια της παραγωγικότητας και της οικονομικής διαχείρισης του περιβάλλοντος. Ακόμη, ασχολείται με την παραγωγή αγαθών και το εμπόριο, τα οποία ερευνά τόσο σε επίπεδο ιδιωτικό -οικονομικό όσο και σε επίπεδο κοινωνικο-οικονομικό και δημοσιο-οικονομικό. Ο Αριστοτέλης θεωρεί αντικείμενο της οικονομίας την παραγωγή αγαθών για άμεση χρήση και προτείνει τον αποτελεσματικό χειρισμό των πόρων και την ορθή σχέση των ανθρώπινων ενεργειών προς τη φύση. ώστε η παραγωγή να καλύπτει τις φυσικές ανάγκες το δε εμπόριο να διαθέτει τα φυσικά πλεονάσματα.
 
Και οι δύο επισημαίνουν τους κινδύνους που συνεπάγεται η υπερβολική παραγωγή αγαθών, πέρα από το επίπεδο αυτάρκειας, που οδηγεί στον άκοπο πλουτισμό και παρασύρει στον ευδαιμονισμό, την εκμετάλλευση ανθρώπων, την κατασπατάληση πόρων, τη δημιουρ­γία πλαστών αναγκών και τελικά τη διαστροφή του ανθρώπι­νου χαρακτήρα: «Ὁ δέ χρημα­τιστής βίαιος τις ἔστίν», αναφέρει ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νίκομάχεια». Πόσο κοντά είναι αυτές οι απόψεις στις σημερινές οικολογικές αντιλήψεις, που ζητούν να επαναφέρουν τη σχέση αναγκών - αγαθών στη σωστή της βάση, ώστε ο φυσικός πόρος «άνθρωπος» να απαλλαγεί από τις ψυχικές διαταραχές που του δημιουργούν οι πλαστές ανάγκες και η απληστία!
 
Όπως για τον Αριστοτέλη, έτσι και για τους σύγχρονους οικολόγους η φυσική τάξη πρέπει να παραμείνει κατά το δυνατόν απαραβίαστη και να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητά της από σωστές και έλλογες ανθρώπι­νες ενέργειες!
 
Η οικολογία στην καθημερινή πρακτική
 
α. Το έδαφος και οι άνθρωποι
 
Πολύ χαρακτηριστική είναι η επίδραση του εδάφους στο χαρακτήρα των ανθρώπων και την κοινωνική διάρθρωση των ομάδων.
 
Τα εδάφη της αρχαίας Ελλάδας, που πρέπει να είχαν πλούσια χλωρίδα και πανίδα και σημαντική δασοκάλυψη, όπως μαρτυρούν οι μύθοι (του Ηρακλή και του Λέοντα της Νεμέας), αποψιλώθηκαν πολύ γρήγορα, λόγω των συνεχών πολέμων και των εμφυλίων συγκρούσεων. Η αγροτική γη περιορίστηκε από την επέκταση των οικισμών και από τα έλη, που δημιουργήθηκαν σε αρκετές περιοχές (απόρροια της αποψίλωσης), παρόλο που υπήρχε αρκετή πρόνοια τόσο για τον εμπλουτισμό των εδαφών με λίπανση όσο και για τη διαμόρφωση κατάλληλων καλλιεργήσιμων εδαφών με την ανάμιξη ξηρής και αλμυρής γης. Υπήρχε ακόμα πρόνοια για την άρδευση και για την αποξήρανση των ελών.
 
Είναι αλήθεια ότι οι κάτοικοι φτωχών αγροτικών εδαφών, όπως της Αττικής και των νησιών, στράφηκαν προς άλλες δραστηριότητες, τη μεταποίηση, τη βιοτεχνία, το εμπόριο, τη ναυτιλία, πράγμα που επηρέασε όχι μόνο το χαρακτήρα τους, αλλά και την κοινωνική οργάνωση της πολιτείας τους. Αντίθετα, οι κάτοικοι πλούσιων αγροτικών εδαφών, όπως οι Σπαρτιάτες και οι Θεσσαλοί, παρέμειναν δεμένοι με τη γη τους, υιοθετώντας διαφορετική μορφή διακυβέρνησης. Όσον αφορά την επίδραση του κλίματος ειδικότερα στη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα, είναι ενδεικτικός ο ύμνος του Σοφοκλή προς το αθηναϊκό κλίμα, διατυπωμένος στον «Οἰδίποδα ἐπί Κολωνῷ».
 
β. Χωροταξία - πολεοδομία - οι­κισμοί
 
Χαρακτηριστικό του σεβασμού των αρχαίων Ελλήνων προς το περιβάλλον είναι το γεγονός ότι στη χωροθέτηση των οικισμών τους, κύριο μέλημα έθεταν την επιλογή υγιεινής τοποθεσίας, δεύτερο την επιλογή οχυρής τοποθεσίας και τρίτο την επιλογή πλούσιας τοποθεσίας.
 
Όσο γιο τους οικισμούς, φρόντιζαν να οριοθετούν τις χρήσεις γης κατά τομείς ώστε να γίνεται σωστή πολεοδομική εξυπηρέτηση. Υπήρχαν τα τείχη της πόλης και οι στρατώνες, οι ναοί και τα ιερά, οι αγορές και τα δημόσια κτήρια, οι κατοικίες και τα εργαστήρια, οι κρήνες και τα άλση.
 
Από τα κτήρια, τα μεν δημόσια ήσαν επιβλητικά και λιθόκτιστα, αλλά μέσα στο πνεύμα του «μέτρου», της ισορροπίας και της σωστής χρήσης υλικών, τα δε ιδιωτικά, κυρίως κατοικίες και μικρά εργαστήρια, ήσαν απλά και απέριττα, με προσπάθεια προσαρμογής στο περιβάλλον. Τα σπίτια, κτισμένα με μικρές αποκλίσεις πάνω σε τυπική κάτοψη, είχαν την είσοδο που οδηγούσε από το δρόμο στην κεντρική αυλή, γύρω από την οποία δημιουργούνταν ημιυπαίθριος χώρος, σαν στοά στην οποία έβλεπαν τα δωμάτια.
 
Οι δρόμοι δεν ήταν πλακόστρωτοι παρά μόνον οι κύριοι άξονες, εξ ου και η σκόνη το καλοκαίρι και η λάσπη το χειμώνα, που αποτελούσαν μεγάλο πρόβλημα.
 
γ. Νομοθετική πρόνοια για το περιβάλλον
 
Σώζονται αρκετές πληροφορίες για τη θέσπιση μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος.
 
Υπήρχε πρόνοια π.χ. για την απαγόρευση κοπής περισσοτέρων από 2 δέντρων ελιάς το χρόνο από κάθε ιδιοκτήτη. Ο Σόλων είχε καθιερώσει αμοιβή 5 δρχ. για τη θανάτωση αρσενικού λύκου, αλλά μόνο 1 δρχ, για κάθε νεαρή λύκαινα, πράγμα που δείχνει ότι στόχος ήταν η μείωση αλλά όχι και η εξόντωση του είδους. Και για την αντιμετώπιση της ρύπανσης των πόλεων υπήρχαν νομοθετικά μέτρα, π.χ. η μεταφορά των σκουπιδιών και της κόπρου έπρεπε να γίνεται οε μεγάλη απόσταση5. Για τον έλεγχο των κρηνών υπήρχε στην αρχαία Αθήνα «αιρετός» και όχι «κληρωτός» αρμόδιος.
 
Ο Πεισίστρατος γέμισε την Αθήνα με κρήνες και καταιωνιστήρες, απαγόρευσε όμως τις δεξαμενές (πισίνες), για τον κίνδυνο των μολύνσεων και της σπατάλης νερού. Για την προστασία του περιβάλλοντος της πόλης, τα τυροκομείο και τα βυρσοδεψεία, που προκαλούσαν δυσάρεστες οσμές, ήταν υποχρεωτικό να εγκατασταθούν έξω από την πόλη. όπως και τα νεκροταφεία. Τα εργαστήρια ήταν εγκατεστημένα κατά ομοειδείς ομάδες και δεδομένου του μικρού μεγέθους των. με μέσο όρο απασχολουμένων τα 10 άτομα, δεν φαίνεται να ενοχλούσαν ιδιαίτερα το περιβάλλον. Προστατευτικά μέτρα λαμβάνονταν και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.
 
Στο Λαύριο π.χ. τοποθετούσαν τα καμίνια για το λιώσιμο των μετάλλων στα Ν.Α. των οικισμών, επειδή οι επικρατούντες στην περιοχή άνεμοι είναι Β. και Β.Δ.
 
Στη Θήβα υπήρχε το αξίωμα της «τελεαρχίας», δηλαδή της φροντίδας να μη σκορπίζονται στους δρόμους της πόλης απόβλητα και νερά ρευμάτων. Πολλές πάλεις είχαν απαγορεύσει την εκτροφή κατσικιών, εξαιτίας των καταστροφών που προκαλούσαν στις καλλιέργειες και το πράσινο γενικά.
 
δ. Δημόσια υγεία
 
Η υγεία στην αρχαία Ελλάδα θεωρούνταν ύψιστο αγαθό και κάθε ηλικία του ανθρώπου είχε αφιερωθεί σε κάποιο θεό-προστάτη.
 
Ο χαρακτηρισμός της Υγείας, από τον Ιπποκράτη, ως αρμονίας ψυχής και σώματος προς το σύμπαν, πλησιάζει πολύ το σύγχρονο ορισμό, όπως έχει γίνει παραδεκτός στη συνδιάσκεψη της Π.Ο.Υ. στην Άλμα -Άτα6.
 
Μέτρα για την υγιεινή του περιβάλλοντος υπήρχαν πολλά, τόσο για την αποξήρανση των ελών όσο και για την ύδρευση και αποχέτευση των οικισμών. Επίσης, παρά την έλλειψη επαρκών ποσοτήτων νερού, υπήρχε ιδιαίτερη πρόνοια για τη σωματική καθαριότητα και η Αθήνα κατά τον Ε' αιώνα είχε 40 και πλέον δημόσια λουτρά. Υπήρχαν όμως και ιδιωτικά λουτρά, είτε κρύα είτε θερμά, η δε «πύελος», το ατομικό λουτρό, είναι γνωστό από την εποχή του Ομήρου.
 
Γενικευμένα ήταν και τα θαλάσσια λουτρά και τα λουτρά σε ποτάμιο.
 
Ως καθαριστικά μέσα χρησιμοποιούνταν η κιμωλία, το ανθρακικό νάτριο και το διάλυμα ποτάσας είτε από αλισίβα είτε από ειδική άργιλο, το «χαλεστραίον»7.
 
Για την προστασία της δημόσιας υγείας φαίνεται ότι σε πολλές πόλεις υπήρχαν δημόσιοι γιατροί και η πολιτεία παρείχε δωρεάν περίθαλψη στους απόρους, έχοντας επιβάλει για το σκοπό αυτό ειδικό κεφαλικό φόρο, το «ιατρικόν». Ο θεσμός όμως αυτός δεν ίσχυε στην Αθήνα, όπου ο Πλάτων απέτρεπε τη χρήση φαρμάκων, συνιστώντας τη χρήση φυσιοθεραπευτικών μέσων8.
 
ε. Αισθητική του περιβάλλοντος
 
Συγκλονιστική εντύπωση μας κάνει σήμερα η εναρμόνιση της κλίμακας των κτηρίων και του φυσικού' περιβάλλοντος κατά την αρχαιότητα. Όχι μόνο τα μεγάλα δημόσια κτήρια μα και τα μικρά έργα και τα ιδιωτικά ακόμη σπίτια και τα εργαστήρια θεωρούνταν αυτονόητο ότι έπρεπε να υποτάσσονται στην κλίμακα ταυ χώρου, να εντάσσονται στην αισθητική διαμόρφωση του περίγυρου, να υπακούουν στις επιταγές του μέτρου και της ισορροπίας. Με άλλα λόγια, να συντελούν στην υλοποίηση ενιαίου αισθητικού αποτελέσματος. Η αίσθηση του «μέτρου» δεν είναι μόνο θέμα αισθητικής, αλλά και κανόνας ηθικής και πολιτικής συμπεριφοράς. Η ίδια αίσθηση του «μέτρου», οι ίδιες αισθητικές και ηθικές αξίες διέπουν τη δημιουργία των καθημερινών αντικειμένων, των ρούχων και των επίπλων, αλλά και την καθημερινή συμπεριφορά των πολιτών, σε όλη την κλασική εποχή.
 
Ας θυμηθούμε τον «Επιτάφιο» του Περικλέους, όπως τον μεταφέρει ο Θουκυδίδης, όπου οι φράσεις «...φιλοκαλοῦμεν μετ' εὐτελείας...» και «...οὐ δι’ ὀργῆς τόν πέλας..., οὐδ’ ἀζημίους μέν, λυπηρός δέ τῇ ὄψει ἀχθηδόνας προστιθέμενοι» αποτελούν το καλύτερο μήνυμα για την εποχή μας9.
  
Επίλογος
 
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι οι βασικές αρχές της οικολογίας έχουν τις ρίζες τους στη σκέψη και στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Η αίσθηση του «μέτρου», τόσο στον ίδιο το σεβασμό προς τη φύση όσο και στις ανθρώπινες επιδιώξεις, είναι ο χρυσός κανόνας και οδηγός. Η επιδίωξη της αυτάρκειας, ο έλλογος περιορισμός, το ξεκαθάρισμα των αναγκών σε φυσικές και πλαστές, η δημιουργική εργασία, η αισθητική του περιβάλλοντος, η πρόσχαρη συμπεριφορά προς τους συνανθρώπους μπορούν και πρέπει να γίνουν οι στόχοι μας, για νο πετύ­χουμε μια ποιότητα ζωής και βέβαια τις συνθήκες επιβίωσης του πλανήτη Γη στο μέλλον.
 ------------ 
Σημειώσεις
 
1. Αθ. Κανελλόπουλος, Οικολογία και Οικονομική του Περιβάλλοντος, ο. 138.
2. Διογένης Λαέρτιος, VII, 136.
3. Ξενοφάνης. Παρμενίδης. Αναξαγόρας, Ευκλείδης. Διογένης ο Απολλωνιάτης.
4. Αναξίμανδρος. Παρμενίδης. Λεύκιππος. Αναξαγόρας, Εμπεδοκλής, Πρωταγόρας.
5. Σε απόσταση μεγαλύτερη των 10 στα­δίων από τα τείχη της Αθήνας
6. «Σύγχρονη σκέψη", τεύχος 33.
7. Αρχαιολογία.·, τεύχος 31. β Πλάτων, Τίμαιος, XLII. 89Β.
9. Σε Ελεύθερη μετάφραση: «Αγαπάμε το ωραίο με απλά μέσο..,- και «Δεν αντιμετω­πίζουμε με οργή τον απέναντι μας.... ούτε τον φορτώνουμε με την κατήφειά μας. που δεν τον ζημιώνει μεν. του προκαλεί όμως
Environment and Antiquity
I. Vallera - Μ. Korma
The basic principles of Ecology originate from the thought and life ot ancient Greeks.
The governing rule of moderation in ihe attitude of respect towards nature as well as in every human pursuit is the optimum law and guide.
The pursuit of sel(-sufficiency, the ratio­nal reduction, the division of ηeθds in necessary and superfluous ones, the creative work and the aesthetic of the environment must become our goals if we want to claim a high quality of life and to safeguard the existence of plane! Earth in the future.
Βιβλιογραφία
1. Αθ. Κανελλόπουλος, Οικολογία και Οικονομική του Περιβάλλοντος, Αθήνο 19Β5. Εκδόσεις Καραμπελόπουλος
2. Α. J. Toynbee. Mankind and Mother Earth: narrative history of Ihe World, Oxford University Press, N.Y. 1976.
3. R.J. Dubos, Man, Medicine and Environ­ment Praeger, N.V. 1968
4. Ε S HYams. Soli and Civilization From the Series The Past in the Present. Thames
5. A.M. Snodgrass. An archaeology ot Greece: The Present State and Future Sco­pe of the Discipline. University of California Press, Berkeley 19S7.
6. R. Catalano. Health Behavior and Com­munity: An Ecological perspective From the Series Pergamon General Psychology. Vol 76, N Y Pergamon Press, 1979.
7. G Rosen. A History ol Public Health. From the Series M.D Monographs on Medi­cal History, Vol 1, Μ D. Publicaltons, N.Y. 1958
8. L.R. Dice, Man's Nature and Nature s Man The Ecology ot Human Communities, University of Michigan Press, Ann Arbor
9. W Durant. The Life of Greece From ihe Series Tne Story ot Civilization, Vol 2, Simon and Schuster, N.Y. 1939.

Το ωραιότερο πράγμα που μπορούμε να αισθανθούμε είναι το μυστήριο

Καθένας από εμάς βρίσκεται εδώ για μια σύντομη διαμονή. Δε γνωρίζει για ποιο σκοπό, αν και μερικές φορές το διαισθάνεται. Αλλά από τη σκοπιά της καθημερινής ζωής, χωρίς να πηγαίνουμε βαθύτερα, υπάρχουμε για τους συνανθρώπους μας – πρώτιστα γι αυτούς που από τα χαμόγελά τους και την καλή τους κατάσταση εξαρτάται η ευτυχία μας και έπειτα για όλους αυτούς τους άγνωστους σε μας προσωπικά, με τις τύχες των οποίων όμως είμαστε δεμένοι μέσω δεσμών συμπάθειας.

Εκατοντάδες φορές καθημερινά υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι η εσωτερική και η εξωτερική ζωή μου εξαρτώνται από την εργασία άλλων ανθρώπων, ζωντανών και νεκρών, και πως πρέπει να προσπαθήσω να δίνω στον ίδιο βαθμό που έχω δεχτεί και ακόμα δέχομαι.

Τα ιδανικά που μου φώτισαν το δρόμο και που κάθε στιγμή μου έδιναν κουράγιο για να αντιμετωπίσω τη ζωή ευδιάθετα υπήρξαν η Αλήθεια, η Καλοσύνη και η Ομορφιά. η δύναμη πάντα προσελκύει ανθρώπους ευτελούς ηθικής και πιστεύω ότι είναι ένας αμετάβλητος κανόνας όπου οι αχρείοι διαδέχονται τους τυράννους.

Χωρίς την έννοια της αδελφότητας με ανθρώπους με παρόμοιες σκέψεις, τη φροντίδα για το αντικειμενικό, το αιώνια απραγματοποίητο στο χώρο της τέχνης και της επιστημονικής έρευνας, η ζωή θα μου φαινόταν άδεια. Οι καθημερινοί στόχοι της ανθρώπινης προσπάθειας – περιουσία, επιφανειακή επιτυχία, πολυτέλεια- πάντοτε μου φαίνονταν περιφρονητέοι. Ο ηρωισμός κατά διαταγή, η βία χωρίς νόημα και όλη η μολυσματική ανοησία που συμβαδίζει με τ’ όνομα του πατριωτισμού – πόσο τα απεχθάνομαι!

Το ωραιότερο πράγμα που μπορούμε να αισθανθούμε είναι το μυστήριο. Είναι το θεμελιώδες συναίσθημα που κυριαρχεί στην αληθινή τέχνη και την αληθινή επιστήμη. Αυτός που δεν το γνωρίζει και δεν μπορεί να το θαυμάσει ούτε να νιώσει δέος είναι σαν ένας νεκρός, ένα σβησμένο κερί. Η εμπειρία του μυστηρίου – ακόμη και αναμεμειγμένη με φόβο- ήταν αυτή που γέννησε τη θρησκεία.

Η γνώση της ύπαρξης ενός πράγματος ενός πράγματος στο οποίο δεν μπορούμε να εισχωρήσουμε, η γνώση των εκδηλώσεων του βαθύτερου λόγου και της πιο ακτινοβολούσας ομορφιάς, που η λογική μας έχει πρόσβαση μόνο στις πιο στοιχειώδεις μορφές τους, αυτή η γνώση και αυτή η συγκίνηση είναι που αποτελούν την πραγματική θρησκευτική στάση.

Ένας άνθρωπος που θα εξακολουθούσε να ζει και πέρα από το φυσικό του θάνατο είναι επίσης έξω από την αντίληψη μου, και ούτε θέλω να συμβεί διαφορετικά. Τέτοιες αντιλήψεις αρμόζουν στους φόβους ή τον παράλογο εγωισμό των μικρόψυχων. Για μένα είναι αρκετό το μυστήριο της αιωνιότητας της ζωής και ο πόθος της θαυμάσιας δομής της πραγματικότητας, μαζί με την προσπάθεια να καταλάβω ένα μέρος, όσο μικρό και αν είναι, της λογικής που διέπει τη φύση.
 
Albert Einstein: “ Πώς βλέπω τον κόσμο” 

Αγαπάμε εκείνους που μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους

Σαν πρώτη φορά γεννήθηκε ο έρωτας απ’ τα σπλάχνα μιας ανώτερης, υπέροχης δύναμης, θαρρείς κι ο κόσμος άρχισε να περιστρέφεται λίγο πιο αργά απ’ το κανονικό του. Τα πάντα επιβράδυναν, παρέμειναν να χαράζουν αργά την πορεία τους στην κυκλική τροχιά τους για να προλάβουμε να τα χαρούμε, να τα θαυμάσουμε μια ακόμα στιγμή πριν ολοκληρωτικά περάσουν. Η αχόρταγη ματιά μας να γεμίσει απ’ τα καλούδια που χαρίστηκαν απλόχερα στο γένος μας, να μας αλλάξουν, να μας φτιάξουν.
Σάμπως αυτή δεν είναι η ανώτερη των ανωτέρων δύναμη, που όλο λησμονούμε τ’ όνομά της κι όλο την ξαναβαφτίζουμε; Ανανέωση. Γέννηση. Δημιουργία. Τούτες οι χάρες συμβαδίζουν με τον έρωτα, τον έχουν από κοντά κι ούτε που λένε να τον αφήσουν να βαδίζει μόνος. Λυπούμαι μονάχα που τόσες και τόσες ταμπέλες κρέμονται από τον λαιμό του, τόσες που κουράστηκε πια να τις κουβαλά, έγειρε από το βάρος, έμεινε να ξαποστάσει και ξανά απ’ την αρχή να σιγομουρμουρίζει την αχαριστία του κόσμου που με τίποτε πια δεν ευχαριστιέται. Δε μας αρκούσε η ανανέωση, η γέννηση; Τι άλλο θέλαμε;

Την υποτιμήσαμε πολύ την ανανέωση. Κρίμα στις χαρές που μας τάζει, κρίμα στα χαρμόσυνα που μας υπόσχεται. Αν πριν ήμασταν ένας άνθρωπος, παρέα με τον έρωτα ξαναγεννηθήκαμε, γίναμε δύο. Μη στερηθούμε τον εαυτό μας μα και να φυλάμε έναν ακόμα εαυτό να τον χαρίσουμε στο αγαπημένο πρόσωπο σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Κανείς όμως δε λέει να δει την ομορφιά στην υπέρτατη αξία ενός ξαναγεννημένου εαυτού.

Αγαπάνε, λένε, για να την ομορφιά, αγαπάνε για τη συμπαράσταση, ερωτεύονται από ανάγκη. Γήινα δημιουργήματα κι η ομορφιά κι η συμπαράσταση κι όλα. Γέννημα θρέμμα μιας τυποποιημένης ιστορίας με αρχή, μέση και τέλος. Μέχρι που στάθηκε μπρος μου μια απάντηση που ούτε περίμενα ποτέ πως θα μου δινόταν. «Τον αγαπώ για τον άνθρωπο που με κάνει, για τον δεύτερο εαυτό που γεννάει μέσα απ’ την ανιδιοτέλεια της παρουσίας του. Τον αγαπώ για τη δύναμη που ΄χει να με αλλάζει κι ας μην το καταλαβαίνει. Κι αυτόν τον δεύτερο εαυτό τον αγαπώ περισσότερο μιας και χάρη του ήρθε στον κόσμο και κάθε φορά του τον χαρίζω κι όλο μου τον επιστρέφει με την ελπίδα να του τον ξαναδώσω πίσω».

Σάμπως αυτό δεν είναι αγάπη, δεν είναι έρωτας; Να σου δωρίζουν το ομορφότερο δημιούργημα που μπορεί να ισορροπήσει σε κάθε ανθρώπινο νου και με κινήσεις όλο ευγνωμοσύνη να το γυρίζουμε πίσω με την ελπίδα να μας ξαναδοθεί. Να σου χαρίζουν την ομορφότερη πτυχή του εαυτό σου, μα να μη σου αρκεί να την κρατήσεις και στο αγαπημένο πρόσωπο να την επιστρέφεις. Να αγαπάς για το άτομο που σε κάνει, για την ανανέωση που σου δωρίζει.

Όλοι έχουμε δυο εαυτούς. Αυτόν που είμαστε όταν ερωτευόμαστε κι αυτόν που είμαστε όταν δεν ερωτευόμαστε. Κι αν θεωρούμε χάρμα οφθαλμών τον πρώτο, η δεύτερη εκδοχή γίνεται ζηλευτή κι απ’ τους ωραιότερους των αγγέλων, επευφημούν τη χάρη του, ζητιανεύουν λιγοστή από τη λάμψη του.

Τον καταριούνται τον έρωτα επειδή τούτος ο πανάγαθος εαυτός τους δε φάνηκε να γίνεται αποδεκτός. Απέρριψαν την ομορφιά του, του στέρησαν τη δυνατότητα να ευδοκιμήσει σε έδαφος γόνιμο και να αποφέρει καρπούς. Αυτός ο δεύτερος εαυτός έμεινε να καρτερεί την ώρα που θα μπορέσει να ξεμυτίσει και να εκπληρώσει την έμφυτη ανάγκη του να δωρίζει και να δωρίζεται, να καταστρέφεται και να ξαναγεννιέται απ’ το ίδιο υλικό. Κι όσοι πικρά μετάνιωσαν για δαύτη την υπέροχη γέννηση της δεύτερής τους ύπαρξης, την κρύβουν όσο βαθύτερα γίνεται μη και τη δει κανείς και τους την πάρει και πίσω δεν τους τη δώσει ποτέ.

Ξεχνούν όμως, πως κάθε φορά η ανανέωση γίνεται ισχυρότερη στο χρόνο, άφθαρτη και διαρκώς καλύτερη. Ξαναγεννιέται ομορφότερη, διστακτική μα έτοιμη να εκπληρώσει το σκοπό της. «Σ’ αγαπώ για αυτό που γίνομαι κάθε φορά που είμαι μαζί σου» και μικρή κουβέντα δεν είναι. Λένε πως η αγάπη κι ο έρωτας είναι ανιδιοτελείς. Ούτε συμφέρον κοιτούν, ούτε τίποτα. Και τι πιο ανιδιοτελές απ’ το να δωρίζεις τον εαυτό σου, πόσο μάλλον την καλύτερη εκδοχή του; Τι πιο υπέροχο απ’ το να λησμονείς τον πειρασμό να τον κρατήσεις για τον εαυτό σου και προτιμάς χίλιες φορές να τον εναποθέσεις μπρος στα μάτια του αγαπημένου; «Πάρ’ τον και κάνε τον ό,τι θες. Μονάχα μην αμαυρώσεις την ομορφιά που γέννησες. Πάρε τον και κάνε τον ό,τι θες, είναι δικός σου.».

Αγαπάμε να μας βλέπουμε να ομορφαίνουμε, λατρεύουμε να μη χρειαζόμαστε λιγοστή από λάμψη των άλλων για να αναδειχθούμε. Να τους την παίρνουμε στα κλεφτά και να χαιρόμαστε την ευτυχία τους προσποιούμενοι πως είναι δικιά μας.

Μεγαλύτερη ευτυχία, μεγαλύτερη αγαλλίαση απ’ τη λάμψη του ερωτευμένου ούτε που φαντάστηκε ποτέ ο κόσμος. Ούτε κι ο Θεός. Ούτε καν αυτός, που με το που πρότεινε στο καταραμένο ζευγάρι των πρωτόπλαστων να τους γυρίσει στην Εδέμ τους, να επιστρέψουν στην αθωότητα της άγνοιας, εκείνοι απάντησαν: *«Όχι αυτό, έλεος, πατέρα. Αν αληθινά απόμεινε μέσα στην καρδιά σου μια στάλα έλεος για μας, άφησε μα να φύγουμε πίσω, πανάγαθε. Άφησέ μας στο αμάρτημα που έγινε ο πλούτος της ζωής μας. Άφησέ μας στην γνώση του καλού και του κακού που έγινε η πικρή σοφία μας. Άφησέ μας στην γύμνια μας που έλυσε την μοναξιά του κορμιού μας. Συμπάθησέ μας, Κύριε, που κάναμε έναν νέο παράδεισο την κατάρα σου. Βρήκαμε την νέα μας Εδέμ στον έρωτα και στη δημιουργική δουλειά. Μέσα στα δολερά λόγια του φιδιού ήτανε μια νέα αλήθεια.».
 -------------------
*Στρατής Μυριβήλης, Απόσπασμα από «Το γαλάζιο βιβλίο»

Όταν βλέπουμε τους δικούς μας ανθρώπους να δακρύζουν

Σε γενικές γραμμές, από ιατρικής αλλά και ψυχολογικής άποψης, το κλάμα είναι μια απολύτως φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού, ένας τρόπος έκφρασης των έντονων συναισθημάτων μας, ένας μηχανισμός αποτοξίνωσης και αποφόρτισης.
 
Συχνά-πυκνά, πιάνουμε τον εαυτό μας να δακρύζει σε ανύποπτο χρόνο, σε κάποια εξαιρετικά χαρμόσυνη φάση της ζωής μας, κατόπιν κάποιου θλιβερού περιστατικού αλλά πολλές φορές, απλά και για να αποβάλλουμε το συσσωρευμένο στρες και την αβάσταχτη πίεση της στιγμής. Τι γίνεται όμως όταν βλέπουμε άλλους και κυρίως δικούς μας ανθρώπους να κλαίνε; Είναι και σ’ αυτή την περίπτωση το ίδιο απλά τα πράγματα για εμάς;

Και ας πούμε ότι με το παιδικό κλάμα είμαστε κάπως πιο εξοικειωμένοι. Δε σου κάνει τόση εντύπωση βρε παιδί μου, δε σε ξαφνιάζει το ίδιο με το δάκρυ ενός ενήλικα. Ένα παιδάκι -πόσο μάλλον ένα μωράκι- θα κλάψει πολύ εύκολα, πολύ πιο συχνά, με την παραμικρή αφορμή ή νευρικότητα.

Για να λέμε και του στραβού το δίκιο, βέβαια, ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση, προς στιγμή -ειδικά αν είσαι νέα μανούλα- τα χάνεις λίγο. Πεινάει, πονάει, νυστάζει, βαριέται, πού να ξέρεις. Αμφιβάλλω αν ξέρει κι αυτό ακριβώς δηλαδή. Περνώντας ο καιρός, αρχίζεις και συνηθίζεις, εγκλιματίζεσαι, μαθαίνεις, καταλαβαίνεις κι αντιδράς πιο ψύχραιμα. Να σε πάω σε μια άλλη εικόνα τώρα. Όταν δακρύσει ο σύντροφός σου, άραγε, πώς το διαχειρίζεσαι; Στέκεσαι το ίδιο ψύχραιμος;
Μας πληγώνει να βλέπουμε τον άνθρωπό μας να πονάει. Πώς να μείνεις αμέτοχος; Πληγώνεσαι κι εσύ, σκορπίζεσαι, διαλύεσαι. H πρώτη, άμεση αντίδραση είναι μια ζεστή αγκαλιά, τόσο σφιχτή, που όλα του τα σπασμένα κομμάτια να ξανακολλήσουν. Ένα απαλό φιλί και ένα χάδι στο πρόσωπο με την πεποίθηση ότι όλα θα πάνε καλά κι ότι εσύ είσαι πάντα εκεί δίπλα, για ό,τι κι αν χρειαστεί.
Γιατί με τ’ αδέρφια μας; Πού το πας αυτό; Όποιος τολμήσει να τους κάνει να δακρύσουν γίνεται αυτομάτως εχθρός μας. Ξημεροβραδιάζεσαι κοντά τους, συζητώντας κι αναλύοντας τα γεγονότα, προσπαθώντας να βρεις ενδεδειγμένες λύσεις και να τους κάνεις να αισθανθούν καλύτερα το συντομότερο δυνατό.

Εκεί, όμως, που τα χάνεις πραγματικά είναι με το κλάμα των γονιών σου. Σοκ, μόνο σοκ μπορεί να περιγράψει το συναίσθημα που γεννιέται εκείνη τη στιγμή μέσα σου. Καταρρακώνεσαι, χάνεις τη γη κάτω απ τα πόδια σου, γίνεται θρύψαλα ένα κομμάτι του εαυτού σου. Βλέπεις, τους γονείς μας τους έχουμε συνηθίσει δυνατούς, σθεναρούς, μαχητές, είναι οι ήρωές μας, δε βάλλονται ποτέ, από πουθενά και για κανένα λόγο, πώς είναι δυνατόν να ξεσπούν σε κλάματα; Φαντάζει αδιανόητο.

Σε καταλαβαίνω, συμφωνώ και συμπάσχω απόλυτα. Ακόμη κι από συγκίνηση να ‘ναι, πάλι περίεργα εξακολουθείς να νιώθεις μπροστά στο κλάμα των γονιών. Για θυμήσου τότε που πήρες το πτυχίο σου, κατά την τελετή ορκωμοσίας, πόσα δάκρυα ευχαρίστησης κύλησαν απ’ τα μάτια τους, προκειμένου να διοχετευτεί η έντονη, συγκινησιακή φόρτιση. Κι απ’ τα δικά σου μόλις τους κοίταξες. Σε μια απ’ τις πιο σημαντικές εμπειρίες της ζωής σου, τότε ακριβώς που ήταν δίπλα σου όλοι οι σπουδαίοι άνθρωποι της καθημερινότητάς σου για να χαρούν με τη χαρά σου, για να γιορτάσουν μαζί σου.

Δε θέλω να επεκταθώ παρά ελάχιστα στο σενάριο του να έχεις προκαλέσει εσύ το κλάμα των δικών σου με κάποια σου κίνηση ή πράξη. Βλέπεις τη μάνα σου να κλαίει από ένα δικό σου φταίξιμο και δεν τη θες τη ζωή σου, σχεδόν μετανιώνεις για όλο το υπόλοιπό της που έβαλες τη μητέρα σου σ’ αυτή τη διαδικασία. Σου περνάνε και τα νεύρα μαζί της κι ο θυμός κι η δυσαρέσκεια και το μόνο που θες είναι να διακτινιστείς κοντά της, να της σφίξεις τα χέρια,  να χωθείς στην αγκαλιά της λυτρωτικά, να της συμπαρασταθείς και να την ανακουφίσεις. Την ίδια στιγμή εύχεσαι να μην το ξαναδείς ποτέ να συμβαίνει, ούτε δάκρυ, ούτε στάλα να τρέξει απ’ τα μάτια της ποτέ ξανά.

Η αντίδρασή μας στο ανθρώπινο κλάμα σαφέστατα και δεν έχει να κάνει με την ηλικία. Πάντα θα σε προβληματίζει όσο κι αν μεγαλώσεις, όσο κι αν πιστεύεις ότι μπορείς να το διαχειριστείς ήρεμα και ώριμα, για να μη σου πω ότι όσο μεγαλώνεις ευαισθητοποιείσαι ακόμη περισσότερο αντικρίζοντας ανθρώπους να κλαίνε. Πολύ περισσότερο δε, όταν μιλάμε για τα δάκρυα των δικών μας, των πολύ δικών μας ανθρώπων. Σχεδόν δεν το αντέχεις να συμβαίνει.

Μαζί σου. Εξαιρετική αφορμή και τροφή για σκέψη, προκειμένου να θυμηθείς πόσο ανάγκη έχεις να βλέπεις τους δικούς σου αγαπημένους ανθρώπους δυνατούς, ακμαίους, ευτυχισμένους και χαμογελαστούς και να μη χάνεις ευκαιρία να τους το υπενθυμίζεις και να τους το δείχνεις, ξεκινώντας τώρα αμέσως απ’ αυτή τη στιγμή. Κάνε το και θα θυμάσαι ότι σήμερα έγινες η αιτία να χαμογελάσει κάποιος που για σένα είναι πολύ σημαντικός. Αξία ανεκτίμητη.

Υπάρχουν άνθρωποι

Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κλειστεί στον εαυτό τους. Άνθρωποι που έχουν στερήσει τον εαυτό τους από τη ζεστασιά της αγάπης, από το φως της αλήθειας…
 
Ζουν δίπλα μας, ανάμεσά μας…
Άνθρωποι που δυσκολεύονται να αρθρώσουν το ‘σ’αγαπώ’, όχι γιατί δεν ένιωσαν πώς είναι να αγαπάς, μα γιατί πληγώθηκαν…
 
Άνθρωποι που επέλεξαν τη μοναξιά ή την απόσταση, γιατί το δέσιμο, το νοιάξιμο κι η αγκαλιά κλείστηκαν σ’ένα κουτί που σφραγίστηκε με την ταινία της ‘προστασίας’.
 
Άνθρωποι που πόνεσαν και πάγωσαν τα συναισθήματά τους, κάνοντάς τα δώρο σ’εκείνους που τους πλήγωσαν.
 
Άνθρωποι που πιστεύουν πως κρατώντας μια απόσταση γιατρεύουν την πληγή τους. Μόνο που δεν ξέρουν πως έτσι η πληγή αιμορραγεί ακόμα περισσότερο και κάθε σταγόνα δηλητηριάζει την ψυχή.
 
Οι άνθρωποι αυτοί θα σου δώσουν την εντύπωση πως είναι ‘παρτάκηδες’, νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους και πληγώνουν ανεξέλεγκτα τους υπόλοιπους. Μοιάζουν με ανθρώπους που έμαθαν μόνο να παίρνουν εγωιστικά, χωρίς να δίνουν. Άνθρωποι που σιωπούν, που διατηρούν την ψυχραιμία τους ή καλύτερα μια αδικαιολόγητη για σενα ψυχρότητα.
 
Άνθρωποι που στο άκουσμα του ‘σ’αγαπώ’ θα κλειστούν ακόμα περισσότερο στο καβούκι τους. Που όταν τα πράγματα γίνουν λίγο πιο προσωπικά θα κρατήσουν την ‘απόσταση ασφαλείας’ και θα απομακρυνθούν.
 
Άνθρωποι που αποφεύγουν τα συναισθήματα, σαν να προσπαθούν να ξεφύγουν από τη σκιά τους χωρίς να τα καταφέρνουν…Κι όμως, οι άνθρωποι αυτοί θέλουν τόσο πολύ ν’αγαπηθούν, ν’αγκαλιαστούν, να νιώσουν τη χαρά που κρύβει μέσα της το νοιάξιμο. Λαχταρούν να θεραπεύσουν τις πληγές τους, να έρθουν κοντά σου…Μα δεν τα καταφέρνουν…
 
Τους έμαθαν εκείνοι που τους πλήγωσαν πως για να μην υποφέρουν χρειάζεται να αποστειρώσουν τον εαυτό τους από το ‘μικρόβιο’ της αγάπης. Κι εκείνοι ‘θύματα’ των πληγών τους κάνουν δώρο στους ‘θύτες΄τους το πιο πολύτιμο: τον εαυτό τους, αντί να βουτήξουν στον ωκεανό της αγάπης και να γιατρευτούν…
 
Είναι δύσκολο λένε να βρίσκεσαι σ’ένα τέτοιο άνθρωπο. Απορείς με την ψυχραιμία του, θυμώνεις με τη σιωπή του, αγανακτείς με την άρνησή του να μοιραστεί, να έρθει πιο κοντά. Απογοητεύεσαι με την προσδοκία που δεν πραγματοποιείται, πως αυτός ο άνθρωπος μπορεί να νιώσει και να δώσει πίσω. Κουράζεσαι να προσπαθείς. Σε πληγώνει να σε κρατάει σε απόσταση…
 
Αναλογίστηκες ποτέ πως αυτός ο άνθρωπος μπορεί να ήσουν κάποτε κι εσύ; Του έδωσες το χρόνο που θα χρειαζόσουν εσύ ο ίδιος για να δοκιμάσεις; Παραιτήθηκες από την οφθαλμαπάτη της προσδοκίας; Του έδωσες χώρο ν’αναπνεύσει; Του έδωσες την ευκαιρία ν’αποζητήσει την αγκαλιά, την επαφή; Ή αρκέστηκες στο να του κρεμάσεις την ταμπέλα του ‘αναίσθητου’, μιας κι εσύ είσαι ο…ευαίσθητος;
 
Αν συναντήσεις στη ζωή σου τέτοιους ανθρώπους, θεώρησε τον εαυτό σου τυχερό, γιατί θα μάθεις πως αγάπη είναι να δίνεις χωρίς να περιμένεις αντάλλαγμα. Μην προσδοκάς, μην εκβιάσεις, μην απαιτήσεις, μη ζητιανέψεις την αγάπη τους… Δώσε τους το χώρο που χρειάζονται, πάρε το δώρο της σιωπής τους και παρατήρησέ τους προσεκτικά. Μπορεί να μην αρθρώσουν ποτέ τη λέξη ‘σ’αγαπώ’, ίσως γιατί είχαν πάρει απουσία όταν η ζωή τους μάθαινε να κλίνουν αυτό το ρήμα…Παρατήρησέ τους… Θα βρεις την αγάπη τους σε μια αγκαλιά, σ’ένα χάδι άγαρμπο, σχεδόν πρωτόγονο, σ’ένα λιτό κοπλιμέντο που θα σου κάνουν, κι ας περίμενες να παίξει μουσική η φιλαρμονική για το καινούργιο σου ρούχο ή το φαγητό που μόλις έφτιαξες.
 
Δώσε τους την αγάπη σου άδολα, απόλυτα, διακριτικά….τις στιγμές που το χρειάζονται πιο πολύ κι ας μην τολμούν να το εκφράσουν. Δώσε τους χώρο και απόσταση, γιατί το έχουν ανάγκη. Αγάπα τους μες τη σιωπή τους. Φρόντισέ τους με μια αγκαλιά, μ’ένα χαμόγελο, μ’ ένα βλέμμα. Με το πρωινό που τους έχει λείψει…
 
Δώσε τους την αγάπη σου, ζεσταίνοντάς τους με τη φλόγα της φροντίδας και δρόσισέ τους με το αεράκι της ελευθερίας.
 
Δώσε τους την αγάπη και μάθε τους σαν να ήταν ‘πρωτάκια’ την πρώτη μέρα στο σχολείο πως το ‘σ’αγαπώ’ αρχίζει με το ‘α’ και τελειώνει με το ‘ω’ και πως όση απόσταση κι αν τα χωρίζει, αυτά βρίσκουν τρόπο να είναι μαζί.
 
Αν συναντήσεις τέτοιους ανθρώπους, θεώρησε τον εαυτό σου τυχερό… κι αν το αντέχεις δώσε τους αγάπη, αγάπη, αγάπη…

Η ανάγκη του ανθρώπου για αγάπη και οικειότητα

Ο άνθρωπος διαφέρει από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο γιατί είναι προικισμένος με συνείδηση. Έχει συνείδηση του εαυτού του, του συνανθρώπου του, της προσωπικής του εμπειρίας, των δυνατοτήτων του μέλλοντος του.  Αυτή όμως η επίγνωση της μοναδικότητας του εαυτού του, της ξεχωριστής οντότητας του, της προσωρινότητας της ύπαρξης του, είναι κάτι που προκαλεί αγωνία.

Η αγωνία της μοναξιάς

Η εμπειρία της μοναξιάς προκαλεί αγωνία. Το να είναι κανείς μόνος  σημαίνει ότι είναι ξεκομμένος από το κοινωνικό σύνολο και δεν έχει την ικανότητα να επικοινωνήσει ενεργητικά με τον κόσμο, να αξιοποιήσει τις ανθρώπινες δυνατότητές του. Πολλές φορές αυτή η εμπειρία της μοναξιάς, εκτός από πηγή μεγάλης αγωνίας για τον άνθρωπο, προκαλεί και συναισθήματα ντροπής και ενοχής.

Η πιο βαθιά και μεγάλη ανάγκη του ανθρώπου είναι να ξεπεράσει, να ξεφύγει από αυτή την εμπειρία της μοναξιάς. Σε όλες τις εποχές και σε όλες τις μορφές κοινωνίας ο άνθρωπος προσπαθεί να υπερβεί την ατομικότητα του, να πετύχει την ένωση. Λύση σε αυτή την συνεχής προσπάθεια του ανθρώπου έρχεται να δώσει η πράξη της αγάπης. Η αγάπη σαν μια πράξη ενεργητική. Κατά την πράξη της ενεργητικής αγάπης επιτυγχάνεται η συνένωση μέσω της αντικειμενικής γνώσης του εαυτού μας και του άλλου με σκοπό την αντιμετώπιση της πραγματικότητας με τρόπους ρεαλιστικούς.

Η ανάγκη για συνένωση είναι μια πανανθρώπινη λαχτάρα αποφυγής της μοναξιάς. Αυτή η ανάγκη εκφράζεται με διάφορες μορφές αγάπης. Όμως ένα είδος αγάπης διαφέρει από τα υπόλοιπα είδη, καθώς η συνένωση επιτυγχάνεται με έναν πιο ιδιαίτερο τρόπο σε αυτή την μορφή έκφρασης της αγάπης. Αυτή η μορφή είναι η ερωτική αγάπη. Η ερωτική αγάπη περιορίζεται σε ένα μόνο άτομο με την έννοια της σωματικής συνένωσης, υπάρχει μια αποκλειστικότητα που εκφράζεται ως μια βαθιά επιθυμία για ένωση και ταύτιση με ένα μόνο άλλο πρόσωπο.

Η σημασία της οικειότητας

Η σωματική συνένωση, η σεξουαλική επαφή, πέρα από μια σωματική επιθυμία, πολλές φορές καθοδηγείται από την ερωτική αγάπη. Σε αυτές τις περιπτώσεις της σωματικής σχέσης επιτυγχάνεται η συνένωση που περιλαμβάνει την τρυφερότητα και θεμελιώνει την οικειότητα. Η οικειότητα είναι το αίσθημα της εγγύτητας  που υπάρχει στις ερωτικές σχέσεις όταν φεύγει το συναίσθημα του έρωτα, του αιφνιδιασμού και αρχίζεις να γνωρίζεις τον άλλον λίγο καλύτερα. Η οικειότητα είναι η εντύπωση του ανθρώπου ότι συνδέεται συναισθηματικά με τον σύντροφό του.

Το να μοιραστεί κάποιος τις αγωνίες του, τις σκέψεις του, τις ανησυχίες του, να μοιραστεί κομμάτια του χαρακτήρα του και τις προσωπικότητάς του, να εξιστορήσει γεγονότα της προσωπικής του ζωής, το να κάνει κοινά σχέδια, να μοιράζεται επιθυμίες και όνειρα με έναν άλλον άνθρωπο, όλα αυτά αποτελούν μια επίτευξη της αποφυγής της μοναξιάς, μια επίτευξη της επιθυμητής συνένωσης.

Ακόμα και τα αρνητικά συναισθήματα, ο θυμός, η οργή, το μίσος ή η πλήρης έλλειψη αναστολών και ντροπής αποτελούν και αυτά δείγματα οικειότητας. Η οικειότητα μπορεί να καταστραφεί από την άρνηση των παραπάνω αρνητικών συναισθημάτων. Πολλές φορές ο φόβος της απόρριψης και η επιτηδευμένη επιφυλακτικότητα παρεμποδίζει την οικειότητα, καθώς οδηγεί στην υιοθέτηση μιας ψεύτικης ταυτότητας με σκοπό της να ικανοποιεί έναν άλλον άνθρωπο παρά να ικανοποιεί σημαντικές προσωπικές ανάγκες.

Οι ‘τροφές’ της Ψυχής: Απλότητα, Συγχώρεση και Αγάπη

Οι άνθρωποι αναρωτιούνται πώς πρέπει να είναι, τι πρέπει να κάνουν για να γεμίσουν από αγάπη. Η απάντηση βρίσκεται μόνο σε μια λέξη: τίποτα. Η σωστή διαδικασία είναι να ξεχάσεις ό,τι νομίζεις ότι πρέπει να είσαι, και να επιτρέψεις στην αληθινή σου φύση να ανέβει με ηρεμία στην επιφάνεια.

Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα σε σένα και τον φύση. Όπως ακριβώς και σε μια λίμνη, μετά από την ανατάραξη του λασπώδους βυθού της, τα νερά γίνονται πάλι διάφανα.

 Δεν υπάρχει τίποτα που χρειάζεται να κάνεις. Μόνο να είσαι. Για να θρέψεις την ψυχή σου πρέπει να αφεθείς, να εμπιστευτείς την ύπαρξή σου. Όταν όμως αναφέρομαι στην τροφή της ψυχής, οι άνθρωποι ρωτούν: ‘πώς γίνεται αυτό; Με διαλογισμό; Με τον χορό, με την προσφορά στους άλλους ανθρώπους;’.

Η απάντηση είναι ναι, αν όλα αυτά τρέφουν το πνεύμα σας και σας επιτρέπουν να ξεπεράσετε την αγωνία σας για την εξωτερική σας εικόνα. Όμως, η πραγματική ευτυχία έρχεται μόνο όταν η καρδιά μας είναι ανοιχτή. Όπως ισχύει και το ανάποδο: Η μεγαλύτερη δυστυχία προέρχεται από τη συνεχή κι ατέρμονη επιθυμία.

Και η πιο πραγματική αίσθηση ειρήνης πηγάζει μόνο μέσα από την ύπαρξή μας.

Το πιο σοβαρό εμπόδιο για την καλλιέργεια της ψυχής είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης. Επειδή δεν εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας, μένουμε αγκιστρωμένοι και εγκλωβισμένοι στην παγίδα της άνεσης και της ευκολίας.

Εξαλείφουμε όσο περισσότερο πόνο μπορούμε από τη ζωή μας, και καταλήγουμε στρυμωγμένοι σε μια γωνιά που την ονομάζουμε: ασφάλεια. Η αλήθεια είναι οτι η ‘ασφάλεια’ είναι το λιγότερο ασφαλές πνευματικό μονοπάτι που μπορεί κανείς να ακολουθήσει στην πορεία της αυτοπραγμάτωσης.

Οδηγεί αποδεδειγμένα στην πνευματική νάρκωση και στο θάνατο. Συνήθως είμαστε απροετοίμαστοι όταν έρχεται η ώρα του θανάτου μας. Έχουμε αφήσει τον εαυτό μας να ζήσει πολύ λίγο…

Προκειμένου να προσφέρουμε στον εαυτό μας ό,τι αυτός χρειάζεται, πρέπει να είμαστε σε θέση να τον φροντίζουμε. Εκείνο που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι δεν μπορούμε να δώσουμε αγάπη παρά μόνο αν είμαστε έτοιμοι να την αποδεχτούμε.

Και η ικανότητά μας να δεχτούμε την αγάπη στηρίζεται στην ικανότητά μας να αισθανθούμε, αφού μόνο μέσα από τα συναισθήματά μας μπορούμε να δεχτούμε την στήριξη των άλλων, κι έτσι να την προσφέρουμε κι εμείς στους άλλους.

Το μυαλό μας κάνει όπως ακριβώς ένα χάμστερ στον τροχό: τρέχει όλο και γρηγορότερα, χωρίς στην πραγματικότητα να καταλήγει πουθενά.

Μόλις κανείς συνειδητοποιήσει ότι το μυαλό του στέλνει κάθε τόσο αναμενόμενα και συνήθη μηνύματα που δεν χρειάζεται να τα παίρνει και τόσο στα σοβαρά, τότε μόνο είναι ελεύθερος να επιστρέψει στον τρόπο λειτουργίας της ψυχής.

Στα εργαστήρια αυτογνωσίας συχνά κάνω την εξής ερώτηση: ‘Αν η σημερινή μέρα ήταν η τελευταία σας μέρα πάνω στη γη, πώς θα επιλέγατε να την περάσετε;’. Στη συντριπτική πλειοψηφία η απάντηση είναι: ‘έκανα ό,τι μπορούσα για να αγαπήσω τους άλλους και να προσφέρω κάτι στον κόσμο με την φροντίδα και τη συμπόνια μου’.

Παρ’ όλα αυτά όμως η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι από μας δεν αντιμετωπίζουμε έτσι την καθημερινή μας ζωή.

Πιστεύουμε λανθασμένα ότι με το να κάνουμε χρήματα, ή να αποκτήσουμε ένα ακριβό αυτοκίνητο θα μας κάνει ευτυχισμένους. Έτσι, αντί να ζούμε στο παρόν, σκεφτόμαστε συνεχώς την επόμενη στιγμή.

Αν τελικά επιλέξουμε να θρέψουμε την ψυχή μας, αυτό θα σημαίνει ότι αναγνωρίσαμε ποιος είναι προορισμός μας: να συγχωρούμε και να αγαπάμε. Αν και φαίνεται απλό, σίγουρα δεν είναι εύκολο. Μέχρι τη στιγμή που θα μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε ότι το παρόν είναι ο μόνος χρόνος που υπάρχει, και μέχρι να συγκινηθούμε με την ακινησία της στιγμής, η απλότητα θα μοιάζει μια δύσκολη ιδέα.

Όταν μάθουμε να κάνουμε επιλογές που θρέφουν την ύπαρξή μας, τότε θα είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε ότι η ουσία της ζωής μας είναι η αγάπη, και η συγχώρεση είναι το κλειδί της ευτυχίας μας.

Σαίρεν Κίρκεγκωρ: ο πρώτος υπαρξιστής φιλόσοφος

Στις 5 Μαΐου του 1813 γεννήθηκε ο μεγάλος υπαρξιστής φιλόσοφος Σαίρεν Κίρκεγκωρ. Το πορτρέτο του Δανού στοχαστή (Søren Aabye Kierkegaard 1813-1855) χαρακτηρίζεται από συγκρούσεις, αντιθέσεις, εμμονές, πίστη και αμφιβολία, τόλμη και πρωτοτυπία, που με πρότυπό του τον Σωκράτη, σημάδεψε και επηρέασε με τις ιδέες του την εποχή του, αλλά και τον 20ο αιώνα και έγινε πρόδρομος των πιο μοντέρνων και μεταμοντέρνων αντιλήψεων για τον άνθρωπο και την ουσία του.
 
Στο έργο του άσκησε έντονη κριτική τόσο στην Εγελιανή φιλοσοφία της εποχής του, στο ρομαντισμό όσο και σε πρακτικές της επίσημης Εκκλησίας τις οποίες θεωρούσε ανούσιες και τυπολατρικές. Πολλά από τα έργα του ασχολούνται με θρησκευτικά προβλήματα, όπως με τη φύση της πίστης, τον θεσμό της χριστιανικής Εκκλησίας, τη χριστιανική ηθική και θεολογία και τις απόψεις και τα συναισθήματα των ατόμων όταν αντιμετωπίζουν υπαρξιακές επιλογές.
 
Ήταν φιλόσοφος, θεολόγος, κριτικός λογοτεχνίας, θεωρητικός κοινωνιολόγος, ψυχολόγος, ποιητής, άθεος και ένθεος, οπαδός της πίστης, αλλά και της αμφιβολίας, έθεσε, πολλά χρόνια πριν από τις μεταμοντέρνες αναζητήσεις, το καταλυτικό ερώτημα της σύγχρονης εποχής: πως συγκροτεί ο καθένας τη ζωή του.
 
Άνοιξε το μεγάλο κεφάλαιο της «υποκειμενικότητας», σε μια εποχή που η ζωή καθοριζόταν από συμφωνημένα πρότυπα συμπεριφοράς και υποχρεώσεων και υποστήριξε την προτεραιότητα της ανθρώπινης συνθήκης έναντι της αφηρημένης σκέψης και τη σημασία των προσωπικών επιλογών και δεσμεύσεων.
 
Λουθηρανός και συγγραφέας θεολογικών κειμένων, ο Κίρκεγκορ, διατύπωσε από νωρίς, ότι κάθε άνθρωπος δημιουργεί τη δική του σχέση με την πίστη και με τη ζωή, ότι δεν υπάρχει αντικειμενική βεβαιότητα, ότι η αμφιβολία είναι στοιχείο της πίστης, ότι το Χριστιανικό δόγμα εμπεριέχει την αμφιβολία και ότι όποιος δεν το αντιλαμβάνεται δεν είναι πιστός, αλλά μωρόπιστος.
 
Στο βιβλίο του «Φόβος και τρόμος» παρουσιάζει τη φύση της θρησκευτικής εμπειρίας υπό το φως του δράματος που έζησε ο Αβραάμ, όταν πήρε από τον Θεό τη διαταγή να σκοτώσει τον γιο του Ισαάκ και υπακούοντας σε αυτήν ακολούθησε την πίστη του, ερχόμενος σε ρήξη με τους ανθρώπους και τους κανόνες που ρυθμίζουν τις κοινωνικές τους σχέσεις. Σύμφωνα με τον Κίρκεγκορ, ο οποίος θεωρεί ότι το ανθρώπινο ον πελαγώνει στην προοπτική των αντιφατικών δυνατοτήτων που ανοίγονται μπροστά του τη στιγμή που πρέπει να πάρει μιαν απόφαση, ο Αβραάμ βρέθηκε τότε στην κόλαση του τρόμου και της αγωνίας, κυριαρχημένος από αβεβαιότητα και απελπισία.
 
«Αν η πεταλούδα είχε ξεχάσει εντελώς ότι είχε υπάρξει κάμπια, θα μπορούσε ίσως στη συνέχεια να ξεχάσει ότι ήταν πεταλούδα και να γίνει ψάρι. Η βαθύτερη φύση δεν ξεχνάει ποτέ τον εαυτό της και ποτέ δεν γίνεται τίποτε άλλο από αυτό που είναι». Το απόφθεγμα αυτό του Κίρκεγκορ από τον «Φόβο και τρόμο» χαρακτηρίζει με τον ιδανικότερο τρόπο τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπινων όντων, αποκαλύπτοντας τη βαθύτερη φύση του
 
Η ζωή του
Ο Κίρκεγκορ, υπήρξε ένα μοναδικό σύμπαν, ένας απόλυτα ελεύθερος στοχαστής, ακατάτακτος σε σχολές και ρεύματα. Επισήμανε την καθοριστική σημασία «του εαυτού» και εξερεύνησε τις ευαισθησίες και τα συναισθήματα των ανθρώπων όταν έρχονται αντιμέτωποι με επιλογές ζωής: «Το θέμα είναι να βρω μια αλήθεια δική μου, μια ιδέα, για την οποία μπορώ να ζήσω και να πεθάνω». Αυτός ο αφορισμός του έγινε η σημαία του Υπαρξισμού, από τη δεκαετία του 30, εποχή που ο Δανός φιλόσοφος κέρδισε τον θρόνο της ευρωπαϊκής διανόησης.
 
Μελαγχολικός και ανατρεπτικός, αγνόησε όλες τις συμβάσεις της εποχής του: Στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, ανακάλυψε ότι δεν τον ενδιέφερε η ιστορία και η φιλοσοφία. «Αυτό που πραγματικά χρειάζομαι είναι να ξεκαθαρίσω τι θα κάνω, ποιος θα είμαι και όχι τι πρέπει να ξέρω…δεν θέλω να ζήσω απομονωμένος στη γνώση, αλλά εκτεθειμένος στην πραγματική ζωή.»
 
Δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν κήρυξε ποτέ, δεν εξομολογήθηκε ποτέ, παρά μόνο στα ημερολόγιά του, όπως είπε ο ίδιος, στις 7000 σελίδες τους, συγκεντρωμένες σε 23 τόμους, γραμμένες με ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος, τα οποία αποτελούν την σημαντικότερη πηγή κατανόησης της ζωής και της σκέψης του.
 
Μάλιστα πολύ νωρίς έγινε ένα πρόσωπο περιθωριακό κι απόβλητο, στόχος σαρκασμού και ειρωνείας. Και με τον καιρό, άρχισε κι αυτός να δείχνει την πίκρα του, σαν το άγριο σκυλί που δαγκώνει όλους όσοι το πλησιάζουν. Σιγά σιγά, έγινε ακριβώς αυτό που ο Ίψεν αργότερα θα ονομάσει «εχθρό του λάου».
 
Προς το τέλος πια της ζωής του, είχε φτάσει ν’ ασκεί οξυτάτη κριτική στο σύνολο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Πίστευε ότι ολόκληρη η Ευρώπη βάδιζε προς τη χρεοκοπία, ότι ζούσε σε μια εποχή χωρίς πάθη και πίστη και εξαπέλυε μύδρους εναντίον της χαλαρής και αδιάφορης στάσης της Εκκλησίας. Κυρίως, εναντίον των «χριστιανών της Κυριακής», όπως τους ονόμαζε, εκτόξευε, τα κείμενα του, βέλη πύρινα και φαρμακερά». Σήμερα, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τους «χριστιανούς των εορτών και των πανηγυριών.
 
Η κληρονομιά του
Η διαθήκη του είναι διαχρονική: « Η εποχή δεν χρειάζεται μια ιδιοφυία –έχει αρκετές- αλλά έναν μάρτυρα, που θα διδάξει στους ανθρώπους τον σεβασμό, με το παράδειγμά του. Η εποχή χρειάζεται αφύπνιση».
 
Φιλόσοφοι και θεολόγοι του οφείλουν τις αφετηρίες τους: η Σιμόν ντε Μποβουάρ, ο Νιλς Μπορ, ο Αλμπέρ Καμί, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο Καρλ Γιάσπερς, ο Μορίς Μαρλό-Ποντύ, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο Μιγκουέλ ντε Ουναμούνο, ο Λούντβιχ Βιντγκενστάιν, ο Κάρλ Πόπερ.

Σύγχρονοι φιλόσοφοι, ένθεοι και άθεοι, οδηγήθηκαν από τις ιδέες του για το άγχος, την απελπισία, τη σημασία του ατόμου, την υποκειμενικότητα της επιλογής: Ο Εμανυέλ Λεβινάς, ο Χανς-Γκέοργκ Γκαντάμερ, ο Ζακ Ντεριντά, ο Άβασντερ Μάκιντάιρ, ο Ρίτσαρντ Πόρτυ.
 
Η λογοτεχνία του 20 αιώνα έχει βαθιές επιρροές από τη σκέψη του: Γ.Χ. Όντεν, Χόρχε- Λουίς Μπόρχες, Χέρμαν Έσε, Φραντς Κάφκα, Φλέινερι Ο’Κόνορ, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Τ.Ν. Σάλιντζερ, Τζον Άπντάικ.
 
Το έργο του
Εξαιτίας της ενασχόλησης του με τη θρησκεία το έργο του Κίρκεγκωρ έχει καταταγεί στον χριστιανικό υπαρξισμό και την υπαρξιακή ψυχολογία. Οι ιδέες που έφερε στο φως ο Κίρκεγκωρ έγιναν αιτία έντονων συνειδησιακών διλημμάτων και αυτοκριτικής για τους αναγνώστες του. Στο έργο του Δανού θεολόγου υπογραμμίζεται μια επιτακτική ανάγκη: για να γίνουν γόνιμοι οι καιροί που ζούμε, οφείλουν να απολακτίσουν την πολλή και ποικίλη γνώση προς χάριν της αυτογνωσίας· η εποχή μας πρέπει να σπάσει τα δεσμά της αυθεντίας και του δογματισμού και να γίνει σωκρατική, δηλαδή διαλεκτική. Αυτό μπορεί να συμβεί εφόσον πάψει η αντικειμενικότητα να γίνεται το επίκεντρο στην αναζήτηση της αλήθειας. Η σωκρατική φιλοσοφική σκέψη επηρέασε βαθιά τις ιδέες και τα έργα του. Επίσης, η βασική έννοια της υπαρξιακής αγωνίας για την σωτηρία του ανθρώπου που ανέπτυξε ο Κίρκεγκωρ εμφανίστηκε και ορίστηκε αρχικά από τον Ιωάννη Δαμασκηνό.
 
Τα πρώιμα έργα του τα έγραψε χρησιμοποιώντας διάφορους χαρακτήρες με ψευδώνυμα, οι οποίοι παρουσίαζαν τις διαφορετικές απόψεις τους μέσω πολύπλοκων διαλόγων. Ο Κίρκεγκωρ άφηνε στον κάθε αναγνώστη του να κατανοήσει τη σημασία των έργων του, διότι «το έργο [του αναγνώστη] θα πρέπει να καθίσταται δύσκολο, καθώς μόνο η δυσκολία εμπνέει εκείνον που έχει ευγενή κίνητρα». Ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν εξέφρασε την άποψη ότι ο Κίρκεγκωρ ήταν «με διαφορά, ο πιο εξέχων διανοητής του δέκατου ένατου αιώνα». Αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική προσωπικότητα που επηρέασε τη σύγχρονη διανόηση.»
 
Ο Κίργκεγκορ είχε ακονίσει τη ματιά του έτσι ώστε να διακρίνει με κάθε λεπτομέρεια τη σημασία του μεμονωμένου ατόμου. Αλλά σ’ ένα πράγμα είχε δίκιο: δεν είμαστε μονάχα «παιδιά της εποχής μας». Καθεμιά και καθένας από μας είναι ταυτόχρονα κι ένα μοναδικό άτομο, που ζει μόνο τώρα, αυτή τη μία και μοναδική φορά.
 
Επειδή ο Χέγκελ ενδιαφερόταν μονάχα για την ιστορική εξέλιξη σε γενικές γραμμές, ο  Κίρκεγκωρ θεώρησε ότι η φιλοσοφία των ρομαντικών και ο ιστορισμός του Χέγκελ είχαν αφαιρέσει από το άτομο την ευθύνη για τη ζωή του. Κατά τη γνώμη του, οι ρομαντικοί και ο Χέγκελ έβραζαν στο ίδιο καζάνι.
 
Για τον Κίρκεγκορ, ο χριστιανισμός ήταν κάτι τόσο συγκλονιστικό και συνάμα τόσο παράλογο, που τα απαιτούσε όλα ή τίποτα. Κατά τη γνώμη του, ήταν αδύνατο να πιστεύει κανείς «λίγο» ή «μέχρι ένα ορισμένο σημείο». Διότι ή αναστήθηκε ο Θεός την Κυριακή του Πάσχα ή δεν αναστήθηκε. Κι αν αναστήθηκε στ’ αλήθεια εκ νεκρών, αν πέθανε πράγματι για χάρη μας, τότε έχουμε μπροστά μας ένα γεγονός τόσο συγκλονιστικό, που πρέπει να χαράξει βαθιά κι ανεξίτηλα όλη μας τη ζωή».
 
Ο Κίρκεγκορ διέκρινε στους συγχρόνους του, Εκκλησία και πλήρωμα, μια στάση ψεύτικης ευσέβειας συνδυασμένη με μια δασκαλίστικη λογική κατανόηση της πίστης. Κάτι τέτοιο ήταν γι’ αυτόν αδιανόητο. H θρησκεία και η λογική ήταν γι’ αυτόν σαν το νερό με τη φωτιά. Δεν αρκούσε να θεωρεί κανείς το χριστιανισμό «αληθινό», έλεγε. H χριστιανική πίστη επιβάλλει να βαδίζουμε στα χνάρια του Χριστού».
 
Στα είκοσι οχτώ του χρόνια, έκλεισε τις σπουδές του με την εργασία «H έννοια της ειρωνείας στον Σωκράτη», με την οποία κανονίζει ταυτόχρονα μια και καλή τους λογαριασμούς του με τη ρομαντική ειρωνεία και το αιώνιο παιχνίδι των ρομαντικών με την ψευδαίσθηση. Απέναντι στη ρομαντική ειρωνεία, τοποθετεί τη «σωκρατική ειρωνεία».
 
O Σωκράτης είχε, επίσης, χρησιμοποιήσει κατά κόρον την ειρωνεία, ο σκοπός του, όμως, ήταν να διαπαιδαγωγήσει τους ακροατές του και να τους οδηγήσει σε μια όλο και πιο σοβαρή στάση απέναντι στη ζωή. O Σωκράτης, σε αντίθεση με τους ρομαντικούς, ήταν, για τον Κίρκεγκορ, ένας υπαρξιακός φιλόσοφος, ένας φιλόσοφος, δηλαδή, που συμπεριλαμβάνει όλη του την ύπαρξη στη φιλοσοφική του σκέψη, ενώ οι ρομαντικοί, με την έλλειψη σοβαρότητας που τους διέκρινε, πολύ απείχαν από μια τέτοια υπεύθυνη και συνεπή στάση.
 
O Κίρκεγκορ υιοθέτησε την ακριβώς αντίθετη στάση από το  «σύστημα» του Έγελου που οι οπαδοί του το χρησιμοποιούσαν και το εφάρμοζαν σε όλους σχεδόν τους τομείς της έρευνας και της επιστήμης. και δήλωσε ότι οι «αντικειμενικές αλήθειες», με τις οποίες ασχολιόταν η εγελιανή φιλοσοφία, ήταν εντελώς αδιάφορες για την ύπαρξη του μεμονωμένου ανθρώπου.
 
Σημασία για τον μεμονωμένο άνθρωπο, σύμφωνα με τον Δανό φιλόσοφο, δεν ήταν τόσο η αναζήτηση της ΑΛΗΘΕΙΑΣ με κεφαλαία, αλλά ήταν η αναζήτηση των αληθειών που παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή του κάθε ατόμου. Το σπουδαίο είναι, έλεγε, «να βρω τη δική μου αλήθεια«. Τοποθέτησε, λοιπόν, απέναντι στο «Σύστημα» το άτομο – τον μεμονωμένο άνθρωπο. O Χέγκελ, έλεγε, είχε ξεχάσει πως ήταν κι ο ίδιος ένας άνθρωπος. O Κίρκεγκωρ κορόιδευε με καυστικό τρόπο τους αφηρημένους καθηγητές της εγελιανής φιλοσοφίας, που ζουν στα σύννεφα, κι ενώ εξηγούν ολόκληρο το Σύμπαν, ξεχνούν το ίδιο τους το όνομα, ξεχνούν ότι είναι ανθρώπινα όντα κι όχι ενσαρκώσεις μιας κάποιας στρυφνής και ακαταλαβίστικης παραγράφου.
 
Μια περιγραφή, γενική και θεωρητική, της ανθρώπινης φύσης ή της ανθρώπινης «ύπαρξης» δεν ενδιέφερε καθόλου τον Κίρκεγκωρ. Σημασία έχει γι’ αυτόν η ύπαρξη του μεμονωμένου ατόμου, τον κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Κι ο άνθρωπος δεν μπορεί να έρθει αντιμέτωπος με την ύπαρξή του καθισμένος πίσω από ένα γραφείο. Μόνο όταν ενεργούμε, – και προπάντων όταν προχωρούμε με σημαντικές επιλογές- , μόνο τότε ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ύπαρξή μας.
 
Μια ιστορία από τη ζωή του Βούδα μπορεί να μας δώσει να καταλάβουμε το ακριβώς εννοούσε ο Κίρκεγκωρ. Γιατί και η φιλοσοφία του Βούδα είχε ως αφετηρία της την ανθρώπινη ύπαρξή. Κάποτε ήταν ένας μοναχός που πίστευε ότι ο Βούδας δίνει ασαφείς απαντήσεις σε πολύ σημαντικά ερωτήματα, όπως: τι είναι ο κόσμος και τι είναι ο άνθρωπος. O Βούδας τοΰ απάντησε με ένα πολύ πετυχημένο παράδειγμα: Ας πούμε ότι κάποιος πληγώνεται από βέλος φαρμακερό. O άνθρωπος αυτός δε θα ρωτήσει ποτέ από καθαρά θεωρητικό ενδιαφέρον, από περιέργεια, πώς είναι φτιαγμένο το βέλος που τον χτύπησε, σε ποιο δηλητήριο ήταν βουτηγμένη η μύτη του και από ποια γωνία έπεσε πάνω του και τον χτύπησε. Το σπουδαιότερο για τον πληγωμένο θα ήταν να έρθει κάποιος και να του το βγάλει και να περιποιηθεί την πληγή του.
 
O Βούδας κι ο Κίρκεγκωρ ένιωθαν κι οι δυο πολύ έντονα ότι η ζωή είναι εξαιρετικά σύντομη. Και σ’ αυτή την περίπτωση δε χώνεται κανείς πίσω από ένα γραφείο να σπαζοκεφαλιάζει για το Παγκόσμιο Πνεύμα.
 
Ο Κίρκεγκωρ είπε ακόμα ότι η αλήθεια είναι «υποκειμενική». Δεν εννοούσε ότι ό,τι κι αν πιστεύουμε, ό,τι κι αν λέμε, κάνει το ίδιο. Εννοούσε ότι οι πραγματικά σημαντικές αλήθειες είναι προσωπικές. Μόνο τέτοιες αλήθειες είναι «αλήθειες για μένα», «δικές μου αλήθειες»».
 
Ένα σημαντικό ερώτημα είναι, για παράδειγμα, η αλήθεια ή όχι του χριστιανισμού. Το ερώτημα αυτό δεν μπορούμε, κατά τη γνώμη του Κίρκεγκωρ, να το αντιμετωπίσουμε με ακαδημαϊκό ή θεωρητικό τρόπο. Για κάποιον που αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Δεν αρχίζει να το συζητά απλά και μόνο επειδή του αρέσει η συζήτηση. Είναι ένα θέμα που προσεγγίζουμε με μεγάλο πάθος.
 
Πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε μια διάκριση: από τη μια, έχουμε το φιλοσοφικό ερώτημα αν υπάρχει ή όχι Θεός κι από την άλλη, έχουμε τη στάση του ατόμου απέναντι σ’ αυτό το ερώτημα. O κάθε άνθρωπος μπορεί και πρέπει ν’ αντιμετωπίσει αυτές τις ερωτήσεις με τον δικό του τρόπο. Κι εξάλλου, δεν είμαστε σε θέση να δώσουμε οριστική απάντηση σ’ αυτές παρά μονάχα μέσω της πίστης. Τα πράγματα που μπορούμε ν’ αντιληφθούμε με τη λογική και το μυαλό μας είναι για τον Κίρκεγκωρ ασήμαντα.
 
Για παράδειγμα: Οχτώ και τέσσερα κάνουν δώδεκα. Αυτό το ξέρουμε με σιγουριά. Είναι ένα παράδειγμα λογικής αλήθειας, που απασχολεί όλους τους φιλόσοφους από τον Ντεκάρτ και μετά. Θα μπορούσε, όμως, κάποιος να τη συμπεριλάβει στη βραδινή του προσευχή; Και ποιος κάθεται να τις συλλογιστεί αυτές τις αλήθειες, όταν βρίσκεται στο κρεβάτι του θανάτου; Κανείς! Αυτές οι αλήθειες, όσο «αντικειμενικές» και «γενικές» κι αν είναι, παραμένουν εντελώς αδιάφορες για την ύπαρξη του μεμονωμένου ατόμου.
 
Η πίστη έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία, όταν πρόκειται για ζητήματα θρησκείας. O Κίρκεγκωρ λέει ότι αν αντιλαμβάνομαι αντικειμενικά το Θεό, τότε δεν τον πιστεύω. Ακριβώς, όμως, επειδή δεν είμαι σε θέση να αντιληφθώ αντικειμενικά την ύπαρξη του, οφείλω να πιστέψω σ’ αυτήν. Κι αν θέλω να διατηρήσω την πίστη μου, πρέπει πάντα να ‘χω τα μάτια μου δεκατέσσερα, να μην ξεχάσω ότι και όμως πιστεύω.
 
Έτσι, παλιά πολλοί προσπαθούσαν ν’ αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού – ή, έστω, να την αντιληφθούν – με τη λογική τους. Αν, όμως, καταπιαστούμε με τέτοια συστήματα απόδειξης του Θεού και λογικά επιχειρήματα, τότε χάνουμε την πίστη μας και τη θρησκευτική μας θέρμη. Το σημαντικό δεν είναι αν ο χριστιανισμός ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά αν «για μένα» είναι ή όχι αλήθεια. Στο Μεσαίωνα, η ίδια σκέψη είχε διατυπωθεί με τη φράση «Credo quia absurdum». Που σημαίνει: «Πιστεύω επειδή είναι παράλογο». Αν ο χριστιανισμός απευθυνόταν στη λογική μας, – και όχι σε άλλες πλευρές μέσα μας -, τότε δε θα ήταν ζήτημα πίστης.
 
Στις τρεις έννοιες – «ύπαρξη», «πίστη» και «υποκειμενική αλήθεια» – ο Κίρκεγκορ οδηγήθηκε χάρη στην κριτική που άσκησε στη φιλοσοφική παράδοση και, προπάντων, στη φιλοσοφία του Χέγκελ. H κριτική σκέψη του, ωστόσο, αφορούσε ολόκληρο τον πολιτισμό. Στη σύγχρονη κοινωνία των μεγαλουπόλεων, ο άνθρωπος έχει μετατραπεί σε «κοινό» ή «κοινή γνώμη», έλεγε ο Κίρκεγκωρ. Και το πρώτο χαρακτηριστικό του «πλήθους» είναι ακριβώς η «ανόητη φλυαρία». Σήμερα, θα χρησιμοποιούσαμε ίσως τη λέξη «κομφορμισμός», που σημαίνει ότι όλοι «πιστεύουν» το ίδιο, έχουν «την ίδια γνώμη», χωρίς να νοιάζονται ιδιαίτερα για τίποτα.
 
Τα τρία στάδια του δρόμου της ζωής
Ο Κίρκεγκορ έλεγε ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικές δυνατότητες ύπαρξης. O ίδιος χρησιμοποιούσε τον όρο «στάδια». Πρόκειται για το «αισθητικό στάδιο«, το «ηθικό στάδιο» και το «θρησκευτικό στάδιο». Διαλέγοντας τη λέξη «στάδιο», θέλει να δείξει ότι μπορεί κανείς να ζει σ’ ένα από τα δυο κατώτερα στάδια και ξαφνικά να επιχειρήσει το άλμα προς το τρίτο και ανώτερο. Πολλοί άνθρωποι, όμως, περνούν τη ζωή τους σ’ ένα στάδιο μόνο.
 
Όποιος ζει στο αισθητικό στάδιο ζει τη στιγμή και προσπαθεί να πετύχει πάντα την ηδονή. Καλό είναι ό,τι είναι ωραίο, χαριτωμένο ή ευχάριστο. Απ’ αυτή την άποψη, ένας τέτοιος άνθρωπος ζει εξ ολοκλήρου στον κόσμο των αισθήσεων. Είναι παραδομένος στους πόθους του και στις διαθέσεις του. Αρνητικό είναι οτιδήποτε δεν τον ευχαριστεί ή δεν το γουστάρει, όπως λέμε σήμερα.
 
Σ’ αυτό το στάδιο ζει και ο χαρακτηριστικός ρομαντικός φιλόσοφος, διότι οι απολαύσεις δεν είναι μόνο σαρκικές. Ένας άνθρωπος που αντιμετωπίζει την πραγματικότητα – ή την τέχνη ή τη φιλοσοφία – με παιχνιδιάρικη διάθεση, ζει στο αισθητικό στάδιο.
 
Όποιος ζει στο αισθητικό στάδιο είναι επιρρεπής στα συναισθήματα του φόβου και του κενού. Αν, όμως, τα νιώσει και τα γνωρίσει, τότε υπάρχει ακόμη ελπίδα γι’ αυτόν. Για τον Κίρκεγκορ, ο φόβος είναι σχεδόν κάτι θετικό, αποτελεί δείγμα πως το άτομο βρίσκεται σε «υπαρξιακή κατάσταση». Και τότε, μπορεί ν’ αποφασίσει μονάχο του αν θα επιχειρήσει το άλμα προς ένα ανώτερο στάδιο. Το άλμα αυτό ή γίνεται ή δε γίνεται. Το «παραλίγο» δε βοηθάει καθόλου. Μόνο όποιος κάνει στ’ αλήθεια το άλμα, θα βρεθεί σε καλύτερη κατάσταση. Ή ναι ή όχι. Δεν υπάρχει ενδιάμεση απάντηση. Ούτε μπορεί κάποιος άλλος να πραγματοποιήσει το άλμα για λογαριασμό σου. Μόνος σου πρέπει ν’ αποφασίσεις και μόνος σου να το τολμήσεις.
 
Όταν ο Κίρκεγκορ μιλάει γι’ αυτή την απόφαση, μας θυμίζει λίγο τον Σωκράτη, που έλεγε ότι κάθε αληθινή γνώση έρχεται από μέσα μας. Το ίδιο και η επιλογή, που οδηγεί έναν άνθρωπο από το αισθητικό στο ηθικό ή στο θρησκευτικό στάδιο, πρέπει να έρθει από μέσα του. Αυτό ακριβώς περιγράφει και ο Ίψεν στον «Πέερ Γκιντ». Μία επίσης μεγαλοφυή περιγραφή υπαρξιακής επιλογής, που προκύπτει από την εσωτερική ανάγκη και απόγνωση του ατόμου, βρίσκουμε και σ’ ένα μυθιστόρημα του Ρώσου Ντοστογιέφσκι. O τίτλος του είναι «Έγκλημα και Τιμωρία».
 
Τέλος, ο Κίρκεγκορ λέει ότι όποιος παίρνει τη ζωή στα σοβαρά επιλέγει ένα ανώτερο στάδιο. Και περνάει πρώτα πρώτα στο ηθικό στάδιο. Το στάδιο αυτό είναι γεμάτο σοβαρότητα και συνεπείς επιλογές, σύμφωνες με τους ηθικούς κανόνες. Ας θυμηθούμε την καντιανή Ηθική του Καθήκοντος, που απαιτεί από τον άνθρωπο μια ζωή σύμφωνη με τον Ηθικό Νόμο. Όπως κι ο Καντ, έτσι κι ο Κίρκεγκορ στρέφει προπάντων την προσοχή του στη διάθεση του ανθρώπου. Το σημαντικό δεν είναι τι θεωρεί κανείς σωστό και λάθος, το σημαντικό είναι να πράττει κάτι, επειδή πιστεύει ότι αυτό είναι το σωστό. O άνθρωπος που βρίσκεται στο αισθητικό στάδιο διακρίνει τα πράγματα σε ευχάριστα και δυσάρεστα. O άνθρωπος που βρίσκεται στο ηθικό στάδιο τα διακρίνει σε σωστά και λάθος.
 
Και δεν σταματάει ο Κίρκεγκορ  ούτε εδώ. Ακόμα κι ο άνθρωπος του καθήκοντος, λέει, θα βαρεθεί κάποτε να κάνει το καθήκον του με συνέπεια και τάξη. Πολλοί άνθρωποι περνούν μια τέτοια φάση κορεσμού και κόπωσης, στα μισά περίπου της ζωής τους. Και τότε αρκετοί απ’ αυτούς ξαναπέφτουν στις διασκεδάσεις του αισθητικού σταδίου.
 
Ορισμένοι, όμως, κάνουν το άλμα στο επόμενο στάδιο, στο θρησκευτικό στάδιο. Τολμούν το πραγματικά μεγάλο άλμα στον απέραντο ωκεανό της αβεβαιότητας, στον απέραντο ωκεανό της πίστης. Προτιμούν την πίστη από την αισθητική απόλαυση και τις επιταγές της λογικής. Και παρόλο που μπορεί να ‘ναι φριχτό, το να «πέσει κανείς στα χέρια του ζωντανού Θεού«, όπως λέει ο Κίρκεγκορ, μόνο τότε μπορεί ο άνθρωπος να συμφιλιωθεί πραγματικά με την ύπαρξη του την ίδια. Και το θρησκευτικό στάδιο σύμφωνα με αυτόν είναι συνώνυμο του χριστιανισμού.
 
Με τη φιλοσοφία του, ωστόσο, επηρέασε και μη χριστιανούς διανοητές, όπως αυτούς της υπαρξιστικής φιλοσοφίας, που άντλησαν πολλά στοιχεία από τη φιλοσοφία του Κίρκεγκορ.
 
Μερικά αποφθέγματα του:
 
 Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι υποκειμενικοί με τον εαυτό τους και αντικειμενικοί με τους άλλους -τρομακτικά αντικειμενικοί μερικές φορές. Όμως σκοπός είναι να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας και υποκειμενικοί με τους άλλους
 
 Οι άνθρωποι απαιτούν ελευθερία λόγου σαν αντιστάθμισμα στην ελευθερία σκέψης που σπάνια χρησιμοποιούν.
 
 Το μίσος είναι η αγάπη που έχει ξεμεθύσει.
 
 Πέρα από το γεγονός ότι η αδράνεια είναι η ρίζα όλων των κακών, είναι μάλλον το μόνο πραγματικά καλό.
 
 Η κατάσταση των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών: μία άμαξα όπου ο οδηγός είναι Εβραίος, ο επιβάτης Χριστιανός, ενώ στο πορτ παγκάζ είναι στοιβαγμένος ο Μουσουλμάνος.
 
 To πλήθος είναι το αντίθετο της αλήθειας
 
 H αλήθεια είναι πάντα με το μέρος της μειοψηφίας