Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΛΥΣΙΑΣ - Ὑπὲρ τοῦ Ἐρατοσθένους φόνου ἀπολογία (1-5)

Η απολογία του μοιχοκτόνου

Ο λόγος αυτός, που είναι το αριστούργημα του Λυσία, κατά την κρίση φιλολόγων της ολκής του Dobree (nilin hoc generemelius) και του Wilamowitz  (ο «ωραιότερος λόγος» του Λυσία) αποτελεί βασικό κείμενο στις επίκαιρες συζητήσεις για τη θέση της γυναίκας στην Αθήνα της κλασικής εποχής.

Ο λόγος είναι η απολογία του Ευφίλητου, ενός άγνωστου κατά τα άλλα Αθηναίου γεωργού, για τον φόνο του νεαρού Ερατοσθένη, που τον συνέλαβε, όπως ισχυρίζεται, να διαπράττει μοιχεία με τη γυναίκα του μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Ο νόμος δεν επέβαλλε, επέτρεπε όμως στον θιγόμενο να σκοτώσει ατιμωρητί τον μοιχό που συλλαμβανόταν επ᾽ αυτοφώρω. Ο Ευφίλητος παραδέχεται τον φόνο, υποστηρίζει όμως ότι έχει διαπράξει σύννομο φόνο (φόνον δίκαιον). Την εκδοχή του την αμφισβήτησαν οι κατήγοροι (οι συγγενείς του νεκρού), που φαίνεται ότι απέδιδαν τον φόνο σε άλλα κίνητρα και ισχυρίζονταν ότι ο Ερατοσθένης παγιδεύτηκε, οδηγήθηκε διά της βίας μέσα στο σπίτι του Ευφίλητου και σκοτώθηκε, ενώ είχε καταφύγει στην εστία, που παρείχε άσυλο σε όλους. (Στην περίπτωση της μοιχείας φαίνεται ότι επιτρεπόταν το νηποινεὶ κτείνειν, το να σκοτώνει δηλ. κάποιος χωρίς να τιμωρείται, υπό τον όρο ότι ο δράστης δεν είχε παγιδεύσει το θύμα).

Η υπόθεση πιθανότατα εκδικάστηκε στο Δελφίνιο, το δικαστήριο που ήταν αρμόδιο για εκδίκαση υποθέσεων σύννομου φόνου και συνεδρίαζε στο ιερό του Δελφινίου Απόλλωνος. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η έκβαση ούτε πότε εκφωνήθηκε ο λόγος.

H ασυνήθιστα μακρά διήγηση του λόγου, η οποία συνιστά αφηγηματικό επίτευγμα. Η διήγηση εν προκειμένω δεν αποτελεί μόνο τη βάση για την απόδειξη, λειτουργεί η ίδια με τρόπο έμμεσο -και γι᾽ αυτό ίσως δραστικότερο- ως απόδειξη, αφού συμβάλλει αποφασιστικά στο να διαγραφεί πειστικά ο χαρακτήρας του Ευφίλητου ως ενός ανθρώπου -συχνά "ανθρωπάκου"- που δεν θα ήταν σε θέση να σχεδιάσει και να εκτελέσει το στυγερό έγκλημα που του αποδίδουν οι κατήγοροι.
-----------------
[1] Περὶ πολλοῦ ἂν ποιησαίμην, ὦ ἄνδρες, τὸ τοιούτους ὑμᾶς ἐμοὶ δικαστὰς περὶ τούτου τοῦ πράγματος γενέσθαι, οἷοίπερ ἂν ὑμῖν αὐτοῖς εἴητε τοιαῦτα πεπονθότες· εὖ γὰρ οἶδ᾽ ὅτι, εἰ τὴν αὐτὴν γνώμην περὶ τῶν ἄλλων ἔχοιτε, ἥνπερ περὶ ὑμῶν αὐτῶν, οὐκ ἂν εἴη ὅστις οὐκ ἐπὶ τοῖς γεγενημένοις ἀγανακτοίη, ἀλλὰ πάντες ἂν περὶ τῶν τὰ τοιαῦτα ἐπιτηδευόντων τὰς ζημίας μικρὰς ἡγοῖσθε.

[2] καὶ ταῦτα οὐκ ἂν εἴη μόνον παρ᾽ ὑμῖν οὕτως ἐγνωσμένα, ἀλλ᾽ ἐν ἁπάσῃ τῇ Ἑλλάδι· περὶ τούτου γὰρ μόνου τοῦ ἀδικήματος καὶ ἐν δημοκρατίᾳ καὶ ὀλιγαρχίᾳ ἡ αὐτὴ τιμωρία τοῖς ἀσθενεστάτοις πρὸς τοὺς τὰ μέγιστα δυναμένους ἀποδέδοται, ὥστε τὸν χείριστον τῶν αὐτῶν τυγχάνειν τῷ βελτίστῳ· οὕτως, ὦ ἄνδρες, ταύτην τὴν ὕβριν ἅπαντες ἄνθρωποι δεινοτάτην ἡγοῦνται.

[3] περὶ μὲν οὖν τοῦ μεγέθους τῆς ζημίας ἅπαντας ὑμᾶς νομίζω τὴν αὐτὴν διάνοιαν ἔχειν, καὶ οὐδένα οὕτως ὀλιγώρως διακεῖσθαι, ὅστις οἴεται δεῖν συγγνώμης τυγχάνειν ἢ μικρᾶς ζημίας ἀξίους ἡγεῖται τοὺς τῶν τοιούτων ἔργων αἰτίους·

[4] ἡγοῦμαι δέ, ὦ ἄνδρες, τοῦτό με δεῖν ἐπιδεῖξαι, ὡς ἐμοίχευεν Ἐρατοσθένης τὴν γυναῖκα τὴν ἐμὴν καὶ ἐκείνην τε διέφθειρε καὶ τοὺς παῖδας τοὺς ἐμοὺς ᾔσχυνε καὶ ἐμὲ αὐτὸν ὕβρισεν εἰς τὴν οἰκίαν τὴν ἐμὴν εἰσιών, καὶ οὔτε ἔχθρα ἐμοὶ καὶ ἐκείνῳ οὐδεμία ἦν πλὴν ταύτης, οὔτε χρημάτων ἕνεκα ἔπραξα ταῦτα, ἵνα πλούσιος ἐκ πένητος γένωμαι, οὔτε ἄλλου κέρδους οὐδενὸς πλὴν τῆς κατὰ τοὺς νόμους τιμωρίας.

[5] ἐγὼ τοίνυν ἐξ ἀρχῆς ὑμῖν ἅπαντα ἐπιδείξω τὰ ἐμαυτοῦ πράγματα, οὐδὲν παραλείπων, ἀλλὰ λέγων τἀληθῆ· ταύτην γὰρ ἐμαυτῷ μόνην ἡγοῦμαι σωτηρίαν, ἐὰν ὑμῖν εἰπεῖν ἅπαντα δυνηθῶ τὰ πεπραγμένα.

***
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
[1] Θα το εκτιμήσω όλως ιδιαιτέρως, συμπολίτες, αν εσείς εν προκειμένω με δικάσετε έτσι όπως θα δικάζατε τον εαυτό σας, αν συνέβαινε να έχετε πάθει κάτι τέτοιο. Γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι, αν κρίνετε τους άλλους όπως θα κρίνατε τον εαυτό σας, δεν είναι δυνατό να υπάρξει έστω και ένας που να μην αισθανθεί αγανάκτηση για όσα συνέβησαν· απεναντίας, όλοι σας θα θεωρήσετε μικρές τις ποινές που προβλέπονται για άτομα με τέτοια πολιτεία.

[2] Και επ᾽ αυτού δεν θα έχετε κρίνει έτσι μόνο εσείς, έτσι έχει κρίνει η Ελλάδα ολόκληρη· γιατί γι᾽ αυτό το αδίκημα και μόνο, εξίσου και στις δημοκρατίες και στις ολιγαρχίες, αναγνωρίζεται σε αυτούς που δεν έχουν καμία δύναμη έναντι εκείνων που είναι πανίσχυροι το δικαίωμα να επιβάλλουν την ίδια τιμωρία, ώστε ο τελευταίος πολίτης να έχει την ίδια αντιμετώπιση με τον πρώτο. Όπως βλέπετε, συμπολίτες, όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι θεωρούν την συγκεκριμένη προσβολή βαρύτατη.

[3] Όσον αφορά επομένως στο μέγεθος της ποινής, νομίζω πως όλοι εσείς έχετε την ίδια γνώμη και πως κανένας δεν αντιμετωπίζει το θέμα τόσο επιπόλαια, ώστε να διανοείται ότι πρέπει να συγχωρούνται όσοι ευθύνονται για τέτοιες πράξεις ή να σκέφτεται ότι τους αξίζει μικρή ποινή.

[4] Από την πλευρά μου, συμπολίτες, οφείλω, πιστεύω, να αποδείξω τούτο: ότι ο Ερατοσθένης διέπραξε το αδίκημα της μοιχείας με τη γυναίκα μου και ότι συνεπώς και εκείνη την διέφθειρε και τα παιδιά μου τα ντρόπιασε και την αξιοπρέπεια τη δική μου την καταρράκωσε μπαίνοντας μέσα στο ίδιο μου το σπίτι· επίσης ότι ανάμεσά μας δεν υπήρχε άλλη έχθρα εκτός από αυτή και πως ό,τι έκανα δεν το έκανα ούτε για χρήματα, προκειμένου από φτωχός να γίνω πλούσιος, ούτε για να έχω κάποιο άλλο όφελος, παρά μονάχα για να αποδοθεί δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους.

[5] Εγώ λοιπόν θα σας εκθέσω καταλεπτώς την περίπτωσή μου από την αρχή, χωρίς να παραλείψω τίποτα, λέγοντας απλώς την αλήθεια· τούτο άλλωστε θεωρώ ως την μοναδική μου δυνατότητα σωτηρίας, να καταφέρω δηλαδή να σας εξιστορήσω όλα όσα έγιναν.

ΤΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΤΟΥ ΚΛΕΙΣΘΕΝΗ

Στη σύντομη αφήγησή του σχετικά με την κλεισθενική μεταρρύθμιση, ο Ηρόδοτος θέτει, πράγμα αναπόφευκτο μέσα στο διανοητικό κλίμα της αρχαιότητας, το πρόβλημα του πρότυπου απ’ το οποίο εμπνεύστηκε ο Αλκμαιωνίδης. Δεν πρόκειται άλλωστε για αντικειμενική πληροφορία από κάποια αρχαία πηγή, αλλά για προσωπική του γνώμη: «Ενεργώντας έτσι ο Κλεισθένης, κατά τη γνώμη μου, μιμούνταν τον μητρικό του πάππο Κλεισθένη, τύραννο της Σικυώνας»1. Και υπενθυμίζει πως ο Σικυώνιος, θέλοντας πάση θυσία να διαφοροποιήσει την πόλη του από το γειτονικό και ανταγωνιστικό Άργος, εξάλειψε από τους αγώνες τα ομηρικά ποιήματα, επειδή δόξαζαν το Άργος, αντικατέστησε τον Αργείο ήρωα Άδραστο με τον Θηβαίο ήρωα Μελάνιππο και κυρίως έδωσε γελοία παρώνυμα (Ὑᾶται, Ὀνεᾶται και Χοιρεᾶται2) στις τρεις δωρικές φυλές που ήταν κοινές στο Άργος και τη Σικυώνα, ενώ αποκαλεί τη δίκιά του φυλή - η οποία κατά πάσα πιθανότητα συγκέντρωνε τα αρχικώς μη δωρικά στοιχεία του πληθυσμού3 - με το ένδοξο όνομα Άρχέλαοι4. Η σύγκριση αυτή δεν είναι εντελώς παράλογη: εκτός απ’ το ότι μπορεί να εξηγήσει ψυχολογικά - σε μικρό βαθμό - τη μεταρρυθμιστική βούληση του Αθηναίου και την απόσταση που παίρνει από την τόσο σεβάσμια παράδοση των τεσσάρων ιωνικών φυλών, διακρίνουμε πράγματι στον Ορθαγορίδη κάποια «εθνική» μέριμνα, η οποία όπως είδαμε μπορεί να εξηγήσει και την εχθρότητα του Αλκμαιωνίδη προς τους Ίωνες. Παρόλ’ αυτά, οι διαφορές ανάμεσα στις δύο πολιτικές στάσεις είναι ολοφάνερες5: ο Σικυώνιος Κλεισθένης ενεργεί ενάντια στην επίσημη θέληση του μαντείου των Δελφών, που τον αποκαλεί «δολοφόνο» του ίδιου του λαού του6, εισάγει έναν ξένο ήρωα, αποσκοπεί κυρίως να αντιστρέψει τις σχέσεις γοήτρου που υπήρχαν ανάμεσα στις δύο κατηγορίες φυλών και αναπτύσσει, όπως ο Πεισίστρατος, τη λατρεία του Διόνυσου, που είναι η κατ’ εξοχήν μη πολιτειακή λατρεία· όλα αυτά τον φέρνουν σε ριζική αντίθεση με τον εγγονό του, ώστε μπορούμε να πούμε πως ο Αλκμαιωνίδης δεν μιμείται τον Σικυώνιο πάππο του περισσότερο απ’ τον ανδράδελφό του Πεισίστρατο.

Το θέμα εξάλλου της τροποποίησης του αριθμού των φυλών δεν πρέπει να μας απασχολήσει περισσότερο. Για ποικίλους λόγους, πολλές δωρικές πόλεις είχαν, όπως η Σικυώνα, περισσότερες από τις τρεις παραδοσιακές φυλές, όπως και αρκετές ιωνικές πόλεις δεν αρκούνταν στις τέσσερις κλασικές φυλές7. Σε μια εποχή, που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια, η Κόρινθος είχε οκτώ φυλές8 και η Μίλητος ίσως έξι, τις οποίες κληρονόμησε η αποικία της Κύζικος9. Ούτε θα επεκταθούμε πάνω στο διοικητικό ρόλο που ο Κλεισθένης παραχωρεί στις νέες του φυλές. Δεν πρόκειται για καινοτομία: οι τέσσερις ιωνικές φυλές είχαν πράγματι έναν τέτοιο ρόλο, στην Αθήνα τουλάχιστον, από τη μεταρρύθμιση του Σόλωνα και μετά10 και το ίδιο συνέβαινε παλαιότερα στη Χίο11. Η πραγματική σημασία του έργου του Κλεισθένη είναι ότι χρησιμοποίησε μια διοικητική αλλαγή, όπως είναι η μεταρρύθμιση των φυλών, για να πραγματοποιήσει μια βαθιά πολιτική αναμόρφωση.
 
Κάτω από αυτή την οπτική γωνία, το έργο του Κλεισθένη έχει προηγούμενα; Η απάντηση είναι πολυσύνθετη και θα μπορούσε να μας οδηγήσει ως τις απαρχές ακόμα της πόλης. Κατά κάποιον τρόπο το αρχαιότερο πρότυπο του Κλεισθένη δεν είναι η περίφημη ρῆτρα του Λυκούργου12, που προβάλλεται και αυτή από τους Δελφούς και εισάγει, παράλληλα με τις τρεις δωρικές φυλές, τις τοπικές διαιρέσεις ή ὠβάς, που θα αποτελέσουν το πλαίσιο του στρατού των Ίσων; Ο ρόλος που έπαιξε η Σπάρτη στην απελευθέρωση της Αθήνας, μετά από έκκληση των Αλκμαιωνιδών και του Κλεισθένη ως ένα σημείο, μας απαγορεύει να παραμερίσουμε την υπόθεση της επιρροής των λακεδαιμονικών θεσμών στη μεταρρύθμιση της αθηναϊκής πολιτείας. Προτιμάμε όμως να αποδώσουμε πολύ μεγαλύτερη σημασία σε δύο επεισόδια των μέσων του 6ου αιώνα, τα οποία αναφέρονται και τα δύο από τον Ηρόδοτο και μας φαίνονται ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του διανοητικού και πολιτικού κλίματος μέσα στο οποίο ανατράφηκε η γενιά του Κλεισθένη.
 
Λίγο μετά τη νίκη του Κύρου επί του Κροίσου (γύρω στο 547) και την αρχή την κατάκτησης της Ιωνίας από τους Πέρσες, οι Ίωνες, «παρά τη συμφορά τους», μας λέει ο Ηρόδοτος13, κάλεσαν γενική συνέλευση στο Πανιώνιον. Ο Βίας ο Πριηνεύς τους πρότεινε τότε μια στη Σαρδηνία και εκεί να ιδρύσουν μια πόλη για όλους τους Ίωνες»14, πρόταση που εντάσσεται στο πνεύμα των επτά σοφών και στο πνεύμα της εποχής του αποικισμού. Η συμβουλή του Θαλή του Μιλήσιου πριν απ’ την καταστροφή είναι πολύ πιο ιδιόρρυθμη: «Συμβούλευσε τους Ίωνες να ιδρύσουν ένα κοινό βουλευτήριο με έδρα την Τέω (γιατί η Τέως βρίσκεται στο μέσον της Ιωνίας), οι δε άλλες πόλεις, να κατοικούνται όπως πριν, αλλά να θεωρούνται σαν δήμοι»15. Στην ουσία ο Θαλής προτείνει ένα συνοικισμό σε πανιώνια κλίμακα. Επειδή βρίσκεται στο γεωμετρικό κέντρο του ιωνικού κόσμου, η Τέως θα γινόταν έτσι η κοινή εστία της νέας πόλης, το πολιτικό της κέντρο - ενώ το Πανιώνιον στο όρος Μυκάλη ήταν μόνο θρησκευτικό κέντρο - όπως ακριβώς το άστυ αποτελεί ένα συμπαγή πυρήνα στο κέντρο της πόλης του Κλεισθένη. Ο παραλληλισμός με τον Κλεισθένη υπογραμμίζεται από τον ίδιο τον Ηρόδοτο, ο οποίος όμως υποπίπτει σε αναχρονισμούς. Πράγματι, όταν συγκρίνει τις πόλεις του προγράμματος του Θαλή με δήμους, είναι ολοφάνερο πως χρησιμοποιεί τη λέξη δήμος με την έννοια που είχε στην Αθήνα, μετά τη μεταρρύθμιση του Αλκμαιωνίδη. Πρέπει να δούμε στην πρόταση αυτή του Θαλή την πρώτη ουτοπία της ιωνικής φιλοσοφίας και να υπενθυμίσουμε πως για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ο Θαλής ήταν ο πρώτο£ φιλόσοφος; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι κατηγορηματική: ο Θα λής είναι εκείνος που λέγεται ότι προέβλεψε μια έκλειψη16, είναι επί σης ο ευρηματικός πολίτης που επωφελήθηκε από τις μετεωρολογικές του γνώσεις για να προβλέψει μια καλή συγκομιδή ελιάς και νο μονοπωλήσει τα ελαιοτριβεία17. Παρά τη γνώμη του Πλάτωνα, γιο τον οποίο ο Θαλής είναι το πρότυπο του θεωρητικού και αποστασιοποιημένου φιλόσοφου18, ο Μιλήσιος δεν αποχωρίζεται από τους συνανθρώπους του για να μελετήσει και να σχεδιάσει μια ιδανική πολιτεία: διατυπώνει την πρότασή του σε μια συγκεκριμένη και κρίσιμη ιστορική στιγμή, σε μια ομοσπονδιακή συνέλευση όπου εκφράζεται ως απλός πολίτης. Παρόλ’ αυτά, η πρόταση του Θαλή εντυπωσιάζει ιδιαίτερα με τον ριζοσπαστικό και γεωμετρικό της χαρακτήρα κα μ’ αυτή την έννοια είναι ήδη μια πρόταση ενός φιλόσοφου. Σε μια ανάλογη περίσταση, ο ιστορικός Εκαταίος, την εποχή της ιωνικής εξέγερσης, θα προτείνει πολύ πιο συγκεκριμένα μέτρα με βάση τα όσα ξέρει για τους πραγματικούς πόρους της περσικής αυτοκρατορίας δηλαδή να καταλάβουν τους θησαυρούς των Βραγχιδών και να ρίξου' όλο το βάρος του πολέμου στη θάλασσα· επίσης, μετά την ήττα, προτείνει να οχυρωθούν στη Λέρο και να περιμένουν την εξέλιξη των γεγονότων19. Η πρόταση του Θαλή αποδεικνύει πως, από τα μέσα του 6ου αιώνα, υπήρχαν άνθρωποι που εφάρμοζαν στα συγκεκριμένα προβλήματα της ζωής της πολιτείας μια καθαρά νοητική συνταγή. Αν κρίνουμε από ένα μέρος του έργου του, δεν θα μπορούσαμε, σε μεγάλο βαθμό, να συμπεριλάβουμε και τον Κλεισθένη σ’ αυτή την κατηγορία20;
 
Το άλλο επεισόδιο ανήκει στην πολιτική ζωή της Κυρήνης και η προσέγγιση με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη γίνεται απ’ τον ίδιο τον Αριστοτέλη21. Γύρω στο 55022, κατά τη βασιλεία του Βάττου Γ', οι Κυρηναίοι, που είχαν γνωρίσει με τον προηγούμενο βασιλιά μεγάλες καταστροφές, «έστειλαν (απεσταλμένους) στους Δελφούς για να ρωτήσουν τι πολίτευμα να υιοθετήσουν για να ζήσουν με τον καλύτερο τρόπο. Η Πυθία τους πρόσταζε να φέρουν ένα νομοθέτη (καταρτιστήρα) από την Μαντινεία της Αρκαδίας. Οι Κυρηναίοι έκαναν λοιπόν την αίτησή τους και οι Μαντινείς τους έδωσαν έναν άνδρα με τη μεγαλύτερη υπόληψη μεταξύ των συμπολιτών του, με το όνομα Δημώναξ. Όταν ο άνδρας αυτός ήλθε στην Κυρήνη και έμαθε το κάθε τι, κατένειμε τους κατοίκους σε τρεις φυλές με τον εξής τρόπο: με τους Θηραίους και τους Περίοικους έκανε μια ομάδα, με τους Πελοποννή- σιους και τους Κρήτες μια άλλη και μια τρίτη με όλους τους νησιώτες. Επί πλέον δε, αφού έδωσε στο βασιλιά Βάττο ορισμένους ιερούς χώρους και ιερατικά λειτουργήματα (τεμένεα καί ἱερωσύνας), όλα τα υπόλοιπα που προηγουμένως ανήκαν στους βασιλείς τα έδωσε στο δήμο (ές μέσον τφ δήμω έθηκε)»23. Όπως πολύ καλά έδειξε ο F. Chamoux, το πρόβλημα που είχαν οι Κυρηναίοι και που έλυσε ο Δημώναξ δεν ήταν ένα θέμα αναδασμού24, αλλά πολιτικής οργάνωσης: η Κυρήνη αποτελούνταν από κατοίκους που είχαν διάφορες προελεύσεις και άνισα δικαιώματα. «Ενσωμάτωση στην πόλη νεοαφιχθέντων αποίκων και δημιουργία πολλαπλών αξιωμάτων στη θέση της βασιλικής εξουσίας, αυτή είναι η διπλή όψη της μεταρρύθμισης»25, που κατά κάποιον τρόπο εγκαθιδρύει στην Κυρήνη ένα πολίτευμα ισονομίας, το οποίο ο Ηρόδοτος, ακολουθούμενος από τον Αριστοτέλη, χαρακτηρίζει κάπως βιαστικά δημοκρατία. Μεταρρύθμιση «εμπνευσμένη» από τους Δελφούς, όπως τόσες άλλες αποικιακές νομοθεσίες, όπως επίσης και η μεταρρύθμιση του Κλεισθένη· μεταρρύθμιση, μάλλον, που στους Δελφούς βρήκε το νομοθέτη της, η επιχείρηση του Δημώνακτα έχει κοινά χαρακτηριστικά καθώς και χτυπητές διαφορές με την επιχείρηση του Αλκμαιωνίδη. Οι τρεις φυλές, που δημιουργεί ο Δημώναξ, δεν έχουν πλέον καμιά σχέση με τις δωρικές φυλές και προφανώς δεν καταλήγουν στην «ανάμιξη» της μεταρρύθμισης του Κλεισθένη, εφόσον ο νομοθέτης λαμβάνει υπόψη του την καταγωγή του καθενός· αλλά τουλάχιστον κανένας δεν έχει προνομιούχα θέ­ση με βάση την καταγωγή, οι τρεις φυλές είναι ισότιμες, και αυτές διοικούν την πόλη, στη θέση του βασιλιά ο οποίος στο εξής περιορίζεται σε θρησκευτικά, στην ουσία, καθήκοντα. Πάντως αυτό που φέρνει σε αντίθεση τον Δημώνακτα με τον Κλεισθένη είναι ουσιαστικά το γεγονός ότι ο Δημώναξ είναι ένας ξένος που παρεμβαίνει - γεγονός διόλου σπάνιο26  - σε μια αποικία.
 
Ο Κλεισθένης, ο οποίος πέρασε τόσα χρόνια στην εξορία, είναι άραγε εντελώς ξένος προς το πνεύμα του τελευταίου κύματος του αρχαϊκού αποικισμού; Ο κόσμος των αποικιών του 6ου αιώνα είναι ένας κόσμος ιδιαίτερα αμφίλογος. Οι δεσμοί με τη μητρόπολη ενισχύονται στις τελευταίες απόπειρες και, όπως σωστά έδειξε ο Ed. Will, παρατηρούμε μια εξέλιξη προς τον μεταγενέστερο θεσμό της κληρουχίας27. Ανέκαθεν άλλωστε οι άποικοι έφευγαν μεταφέροντας μαζί τους τους θεσμούς της μητρόπολης. Τα συγκεκριμένα όμως προβλήματα που θέτει ο αποικισμός μετατρέπουν τις αποικιακές πόλεις σε εργαστήριο σημαντικών πολιτικών και κοινωνικών πειραματισμών. Η μεταρρύθμιση της Κυρήνης είναι ένας τέτοιος πειραματισμός και υπάρχουν κι άλλοι ακόμα πιο ριζοσπαστικοί. Είναι γνωστό πως, στις αρχές του 6ου αιώνα, όσοι επέζησαν από την επιχείρηση της οποίας αρχηγός ήταν ο Πένταθλος, σπρωγμένοι απ’ την αναγκαιότητα, εγκαθίδρυσαν στις νήσους Λιπάρες ένα καθεστώς κοινοκτημοσύνης, ολοκληρωτικό στην αρχή, μετριασμένο στη συνέχεια28. Ο Κλεισθένης ήταν σύγχρονος της τελευταίας αποικιακής επιχείρησης της αρχαϊκής Ελλάδας (κατά το 514-510) με την τραγική αποτυχία του Δωριέα29, αδελφού και μετέπειτα εχθρού του Κλεομένη της Σπάρτης, ο οποίος ενώ ήθελε να ιδρύσει μια πόλη στην Αφρική, κατέληξε κοντοτιέρος στην Ιταλία, και κατόπιν στη Σικελία30.
 
Οι αρχηγοί των αντίπαλων οικογενειών των Φιλαϊδών και των Πεισιστρατιδών ίδρυσαν και αυτοί αποικίες, των οποίων οι σχέσεις με τη μητρόπολη δεν είναι πάντα ευδιάκριτες31. Στην αφήγηση του Ηρόδοτου για την κατοχή της Θρακικής χερσονήσου από τον Μιλτιάδη32, γύρω στο 545, τα αρχαϊκά χαρακτηριστικά που τονίζουν τη φυσιογνωμία ενός μυθικού οικιστή δεν λείπουν. Οι Δόλογκοι συμβουλεύονται την Πυθία σχετικά με τον πόλεμο που έχουν με τους αποικίας από τον πρώτο άνθρωπο που θα τους προσέφερε ένα γεύμα φιλοξενίας. Είναι, όμως, επίσης αλήθεια πως, ενώ ο Μιλτιάδης Α΄, ο εκλεκτός των θαυμαστών αυτών περιστάσεων, «δεν είναι πλέον οικιστής υπό την έννοια των οικιστών του 8ου και 7ου αιώνα, οι οποίοι ήταν επικεφαλής ατόμων που έκοβαν τους δεσμούς με τη μητρόπολη, δεν είναι ωστόσο ο στρατηγός που συνοδεύει κληρούχους»33. Η παρατήρηση ισχύει εξάλλου για τον διάδοχό του Μιλτιάδη Β΄ , ο οποίος, όπως και ο Κλεισθένης, επωφελήθηκε από τη διαίρεση της εξουσίας κατά τη διάρκεια των ετών 526-522.
 
Δείξαμε παραπάνω πως οι Αλκμαιωνίδες, αυτοί οι αιώνιοι εξόριστοι, είχαν πάντοτε κατευθύνει, αντίθετα από τους αντιπάλους τους, τις πολιτικές τους βλέψεις στην Αθήνα, ενώ ταυτόχρονα αποκτούσαν εκτός Αθηνών τα απαραίτητα υλικά μέσα και κύρος34. Υπάρχουν πολλές αντιστοιχίες ανάμεσα στην επιχείρηση του Κλεισθένη και σε μια αποικιακή επιχείρηση και το γεγονός ότι στην Κυρήνη εντοπίσαμε ένα από τα χαρακτηριστικότερα προηγούμενα της κλεισθενικής επιχείρησης δεν είναι τυχαίο. Ας επιμείνουμε απλά σε μερικά σημεία. Γνωρίζουμε τον καθοριστικό ρόλο της υποστήριξης των Δελφών για την επιτυχία του Αλκμαιωνίδη, καθώς και τον αποφασιστικό ρόλο που έπαιξε το μαντείο του Απόλλωνα για πολλές αποικιακές αποστολές· αν όχι σαν κέντρο «προπαγάνδας», τουλάχιστον σαν συνδετικός κρίκος35. Υπό την προστασία του Θεού των Δελφών ο Κλεισθένης, όπως είδαμε, αναδιοργανώνει ή καλύτερα αναπλάθει την αθηναϊκή πολιτειακή θρησκεία. Στους δήμους έδωσε ονόματα «είτε από τους τόπους, είτε από τους ιδρυτές τους»36 (από των κτισάντων) και είναι πολύ πιθανό ότι οργάνωσε ή αναδιοργάνωσε ένα σώμα ηρώων ιδρυτών, υπό το γενικό όνομα ἀρχηγέτες, σύμφωνα με τις επιγραφές37. Το ίδιο όνομα χρησιμοποιείται στην κλασική εποχή και για ένα άλλο κλεισθενικό δημιούργημα, αναμφισβήτητο αυτή τη φορά, το σώμα των δέκα επώνυμων ηρώων που προστατεύουν τις νέες φυλές και δίνουν την εγγύησή τους στον νέο πολιτειακό χώρο. Ο Αριστοτέλης τους αποκαλεί αρχηγέτες38. Αλλά ήδη ένας στίχος του Αριστοφάνη, που διατηρήθηκε και σχολιάσθηκε από έναν λεξικογράφο, αποδεικνύει πως αυτή ήταν η παραδοσιακή ονομασία39. Στην αρχαϊκή, όπως και στην κλασική εποχή, ο ἀρχηγέτης είναι ένα αμφισήμαντο πρόσωπο, άλλοτε άνθρωπος, βασιλιάς ή ιδρυτής λατρείας, ή ακόμα πολιτικός υπεύθυνος και άλλοτε θεός ιδρυτής, κυρίως στις αποικιακές επιχειρήσεις40. Στην Αθήνα, ο κατ’ εξοχήν αρχηγέτης είναι η Αθηνά41. Στα θέματα αποικισμού ο αρχηγέτης άλλοτε διαφέρει και άλλοτε σχεδόν ταυτίζεται με τον οικιστή42. Υπάρχουν στην Αθήνα (πριν από την επιστροφή των τεφρών του Θησέα) αντίστοιχες έννοιες; Οι τυραννοκτόνοι απολαμβάνουν εξαιρετικές τιμές που μεταβιβάζονται στους απογόνους τους, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να σιτίζονται στην κοινή εστία, δεν είναι όμως ίδιες με τις τιμές που παραχωρούνται στον οικιστή43. Ο ίδιος ο Κλεισθένης δεν απολαμβάνει, όπως π.χ. ο Μιλτιάδης ο Πρεσβύτερος, τις ηρωικές τιμές του οικιστή44, παρόλο που οι θρησκευτικές του αναμορφώσεις και ιδιαίτερα η εισαγωγή των επώνυμων ηρώων είναι έργα ιδρυτού πόλης. Υπ’ αυτές τις συνθήκες μπορούμε να δεχθούμε πως τη στιγμή ακριβώς που ο αρχαϊκός αποικισμός εξαφανίζεται, ο Κλεισθένης προσαρμόζει και υιοθετεί, προς χρήση της εποχής του και της νέας Αθήνας που ιδρύει, ορισμένες από τις αξίες της εποχής του αποικισμού.
 
Μπορούμε όμως, χωρίς αμφιβολία, μέσα στο ίδιο πνεύμα να εμβαθύνουμε περισσότερο. Στην Αγορά των Αθηνών της οποίας η πολιτική σημασία τονίζεται τον 6ο αιώνα και η θρησκευτική σημασία είναι, όπως πολύ σωστά έδειξε ο R. Martin, η ενσωμάτωση του πολίτη στην πόλη45, ο περίβολος των επώνυμων ηρώων που αναγέρθηκε - αν όχι με πρωτοβουλία του Κλεισθένη, τουλάχιστον στα πλαίσια της γραμμής που χάραξε με τη δράση του - κοντά στο Βουλευτήριον του τέλους του 6ου αιώνα και ο οποίος περιέχει τα αγάλματα των δέκα Αρχηγετών, είχε άλλες λειτουργίες εκτός απ’ το να επιτρέπει στον μέθυσο του Αριστοφάνη να ανακουφισθεί απ’ το κρασί του: στην κλασική εποχή αποτελούσε ένα από τα κέντρα της πολιτειακής ζωής· εκεί αναρτούσαν, για παράδειγμα, τις εντολές επιστράτευσης46. Αλλά και ένα άλλο μνημείο στην Αθήνα είχε κατά κάποιον τρόπο ένα ρόλο ανταγωνιστικό προς το μνημείο των επώνυμων ηρώων το δεύτερο αυτό μνημείο είναι χρονολογημένο με ακρίβεια, εφόσον πρόκειται για το βωμό τον αφιερωμένο στους δώδεκα θεούς το 522 από τον Πεισίστρατο τον Νεότερο47. Χώρος ασύλου48 και επίσημη αφετηρία των δρόμων που οδηγούσαν εκτός Αθηνών49, το Δωδεκάθεον της Αγοράς εμφανιζόταν σαν μια τυπική εκδήλωση της θρησκευτικής πολιτικής των τυράννων. Ο Θουκυδίδης αναφέρει, πράγματι, πως ο λαός έσβησε την επιγραφή του Πεισίστρατου του Νεότερου, damnatio memoriae που, όπως μας λέει ο ιστορικός, δεν εφαρμόστηκε για όλες τις επιγραφές που περιείχαν το όνομα των τυράννων50. Η λατρεία των επώνυμων ηρώων, λατρεία κατ’ εξοχήν αθηναϊκή, δεν φαίνεται να εκφράζει μια «εθνική» απάντηση στην πανελλήνια λατρεία που ανέπτυξαν οι τύρρανοι51; Ας υπογραμμίσουμε πάντως το εκπληκτικό αμάλγαμα εθνικών παραδόσεων και ριζικών καινοτομιών στη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη.
 
Αλλά και στην ίδια την Αθήνα δεν θα μπορούσε να βρει ο Κλεισθένης πρότυπα για τη νομοθεσία του; Πιστεύουμε ότι πρέπει να διαχωρίσουμε με προσοχή τρία θέματα:
 
1.   Από πολύ παλιά, διοικητικοί λόγοι τείνουν να δημιουργήσουν τοπικές υποδιαιρέσεις, ανεξάρτητες επομένως από τα παραδοσιακά πλαίσια των φυλών52- πρόκειται για τις 48 ναυκραρίες53, που υπάρχουν από τον 7ο αιώνα και για τις οποίες δυστυχώς αγνοούμε σχεδόν τα πάντα. Αρχικά προορισμένες ίσως, όπως και το όνομά τους υποδηλώνει, να κατανείμουν μεταξύ των πολιτών τα έξοδα κατασκευής των πολεμικών πλοίων, εξελίσσονται σε αληθινές διοικητικές περιφέρειες: όπως λέει ο Αριστοτέλης για την εποχή του Σόλωνα, «επικεφαλής των ναυκραριών ήταν οι ναύκραροι, υπεύθυνοι για τις εισφορές και τις δαπάνες»54. Κάθε φυλή περιλάμβανε δώδεκα ναυκραρίες, και απ’ αυτό αναγκαστικά συμπεραίνουμε ότι οι ίδιες οι φυλές είχαν κάποια τοπική σημασία, χωρίς όμως να μπορούμε να την προσδιορί­σουμε με ακρίβεια55. Το θέμα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο με μια άλλη υποδιαίρεση της φυλής, τη φρατρία, που αναφέρει ο Αριστοτέλης, ταυτίζοντας την με την τριττύα56, ασφαλώς πολύ παλαιότερη από την ναυκραρία (αρκεί να πούμε πως η φρατρία είναι θρησκευτικό όνομα) και στην οποία μερικές φορές αποδόθηκε μια τοπική βάση57. Όπως και να’ ναι, παρατηρούμε πως, τουλάχιστον με το σύστημα των ναυκραριών58, η Αττική διέθετε μια στοιχειώδη εδαφική διαίρεση, υιοθετημένη για πρακτικούς και μη θρησκευτικούς λόγους παράλληλα προς το αρχαίο σύστημα φυλών-φρατριών-γενών, θεμελιωμένο στην καταγωγή και διαποτισμένο με θρησκευτικά στοιχεία59.
 
2.   Στις αρχές του 6ου αιώνα, όχι μόνο διοικητικά αλλά και πολιτικά προβλήματα ρυθμίζονται όλο και περισσότερο σύμφωνα με αριθμητικές αναλογίες. Ο Σόλων χρησιμοποιεί μια προγενέστερη διαίρεση της κοινωνίας σε τέσσερις τιμοκρατικές τάξεις, για να κατανείμει τις τιμές και τις υποχρεώσεις60. Μια τέτοια τιμοκρατική οργάνωση απέχει ακόμα πολύ από τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη, για τον μείζονα λόγο ότι η έννοια του πολιτειακού χώρου είναι τελείως άγνωστη σ’ αυτή την αναδιοργάνωση. Όμως, οι τιμοκρατικές τάξεις αντιπροσώπευαν μια διάκριση χωρίς θρησκευτικό χαρακτήρα, εντελώς ανεξάρτητη από το σύστημα των γενών των ιωνικών φυλών, και μπορούμε να πιστέψουμε πως εξοικείωσαν τα πνεύματα με την ιδέα της εγκατάλειψης των πατροπαράδοτων παραδοσιακών πλαισίων.
 
Εντελώς διαφορετική είναι η απόπειρα που γίνεται στο έτος της αρχοντείας του Δαμασία για να σταματήσει η αναρχία και οι διενέξεις που είχαν οδηγήσει στον εξορισμό του άρχοντα: «Αποφάσισαν να εκλέξουν δέκα άρχοντες, πέντε ευπατρίδες, τρεις αγρότες, και δύο βιοτέχνες»61. Η επείγουσα κατάσταση τους αναγκάζει να εγκαταλείψουν τη σεβάσμια έννοια ενός σώματος εννιά αρχόντων και να θεσπίσουν μια αριθμητική ισορροπία, που λαμβάνει υπόψη τις διάφορες κοινωνικές δυνάμεις, ενώ ταυτόχρονα καθιερώνει μια αριθμητική ισότητα ανάμεσα στην εκπροσώπηση των ευγενών και των κοινών πολιτών.
 
3. Μπορούμε να προχωρήσουμε ακόμα και να δεχθούμε πως ο Κλεισθένης δανείσθηκε το σκελετό της μεταρρύθμισής του από την αναδιοργάνωση του κράτους που είχε κάνει ο Πεισίστρατος; Αυτή την παράξενη θεωρία που δεν στηρίζεται - είναι ανάγκη να το πούμε; - σε κανένα αρχαίο τεκμήριο, υποστηρίχθηκε από τον Beloch62 και από άλλους μετά απ’ αυτόν63. Το πιο ευρηματικό επιχείρημα των οπαδών αυτής της ιδέας συνάγεται από την κατανομή των τριττύων μεταξύ των φυλών. Στην ανατολική ακτή, οι τριττύες της παραλίας και της μεσογείου, που ανήκουν στην 2η, 3η, 5η και 9η φυλή, έχουν κοινά σύνορα. Μια τέτοια ιδιομορφία, μοναδική και εξάλλου αντίθετη προς την κλεισθενική αρχή της ανάμιξης του πληθυσμού, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα κλήρωσης και δεν βλέπει κανείς για ποιο λόγο ο Κλεισθένης θα είχε ευνοήσει έτσι μια περιοχή που υπήρξε το άντρο των Πεισιστρατιδών επομένως ανάγεται στον ίδιο τον Πεισίστρατο. Κατά τη γνώμη μας είναι παράτολμο να βγάζει κανείς τόσο σημαντικά συμπεράσματα από λήμματα τόσο πενιχρά και όχι πάντα ακριβή64. Όταν συζητήσαμε παραπάνω το πρόβλημα των τριττύων65, υπενθυμίσαμε την ανεπάρκεια των πηγών μας γι’ αυτό το θέμα και τις λογικές απόπειρες που έγιναν για να ερμηνευθούν οι πιο αξιοσημείωτες ιδιομορφίες. Τίποτα δεν μας επιτρέπει να δούμε τον Πεισίστρατο ως προάγγελο του Κλεισθένη66. Αντίθετα, τα πάντα υποδεικνύουν, σε τελευταία ανάλυση, ότι ο Κλεισθένης αναμόρφωσε την αθηναϊκή πόλη με διαρκή τη μέριμνα να διαφοροποιήσει ριζικά την πολιτική του από την πολιτική των τυράννων67.
 -----------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1.«Ταῦτα δέ, δοκέειν ἐμοί, ἐμιμέετο ὁ Κλεισθένης οὗτος τόν ἑωυτοῦ μητροπάτορα Κλεισθένεα τόν Σικυώνος τύραννον», Ηρόδοτος, 5, 67.
2.Ηρόδοτος, 5, 68.
3.Δεν συμφωνούμε με τον D. Μ. Lewis, Historia, 1963, σ. 39, σημ. 145, όταν υποστηρίζει πως η τέταρτη αυτή φυλή ήταν δημιούργημα του Κλεισθένη.
4.Σε μια έξοχη μελέτη, Doriens et Ioniens, Essai sur la valeur du critere ethnique applique a I’ etude de V histoire et de la civilisation grecques, Παρίσι, 1956, σ. 39-44, o Ed. Will παρουσίασε μια εξονυχιστική ανάλυση αυτού του κειμένου. Δεν μπορούμε όμως να τον ακολουθήσουμε εντελώς. Θέλοντας να αποδείξει, ενάντια σ’ ολόκληρη σχεδόν τη γερμανική σχολή, ότι η αντίθεση ανάμεσα σε Δωριείς και Ίωνες δεν έχει τη «φυλετική» σημασία που συχνά της αποδόθηκε και ιδιαίτερα ότι είναι ανακριβές πως η τυραννία ήταν συστηματικά αντιδωρική - ιδέες στο σύνολό τους σωστές - ο Ed. Will είδε στη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη της Σικυώνας μια απλή συνέπεια της πολιτικής του κατά του Άργους. Ο Ηρόδοτος ασφαλώς δεν λέει τέτοιο πράγμα· αντίθετα επιμένει στη διαφορά μεταχείρισης ανάμεσα στις δωρικές φυλές και τη φυλή του Κλεισθένη. Είναι αλήθεια, για να χρησιμοποιήσουμε τις εκφράσεις του Ed. Will, ότι «πολύ νερό είχε κυλήσει» από την εποχή της σύστασης αυτών των φυλών και ότι στην πραγματικότητα ο πληθυσμός θα έπρεπε να ήταν ενοποιημένος, αυτό όμως δεν σημαίνει πως είχε εξαφανισθεί κάθε «εθνική συνείδηση». Ας υπενθυμίσουμε πως ο κόμης του Μπουλενβιλιέ και μετά απ’ αυτόν πολλά διακεκριμένα πνεύματα του 18ου αιώνα και της αρχής του 19ου πίστεψαν ειλικρινά ότι η αντίθεση μεταξύ ευγενών και Τρίτου- Κράτους (Tiers-Etat) στην προεπαναστατική Γαλλία ήταν μια προέκταση του ανταγωνισμού μεταξύ Φράγκων και Γαλατών.
5.Οι διαφορές αυτές έχουν επισημανθεί, με κάποια δόση υπερβολής ίσως, από τον J.L. Myres, Melanges Glotz, σ. 662-3. Ιδιαίτερα, δεν νομίζουμε ότι η σύγκριση που κάνει
ο Ηρόδοτος είναι «εσκεμμένα λανθασμένη».
6.Είχε όμως συμμετάσχει, στο πλευρό των Αμφικτυόνων, στον πρώτο ιερό πόλεμο, για να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Πυθίας: Παυσανίας, 2,9,6 και 10, 36,6’ Σχόλια Πινδάρου, Νεμεόνικος, 9, 2· Πολύαινος, 3, 5.
        7.Πβ. Ε. Szanto, «Die griechischen Phylen», στο Ausgewalte Abhandlungen, σ. 230-3 και 264-8, και K. Latte, RE, λ. Phylen, στήλ. 999 κ. εξ.
8.Αυτό το συμπέρασμα βγαίνει από τη Σούδα, λ. Πάντα οκτώ, που αποδίδει αυτή τη μεταρρύθμιση στον Αλήτη. Ο Ed. Will Korinthiaka», σ. 612, σημ. 2) προτείνει με κάποιες επιφυλάξεις την υπόθεση ότι η οκταδική οργάνωση ανάγεται στους τυράννους.
9.Τρεις απ’ αυτές τις φυλές είναι γνωστές από την επιγραφή των Μολπών (Syll.3, 57), που χρονολογείται στον 5ο αιώνα, αλλά διατηρήθηκε σε ένα ελληνιστικό αντίγρα­φο: οι Βωρεϊς, οι Οϊνωπες και οι Όπλητες. Μια άλλη επιγραφή αναφέρει τους Άργα- δεϊς. Η παρουσία των Γελεόντων και των Αίγικορέων είναι απλώς μια υπόθεση. Όσο για τις έξι φυλές της Κυζίκου, μνημονεύονται σε μια επιγραφή του 2ου αιώνα π.Χ. (G. Mendel, Musees imperaux ottomans, Catalogue des Sculptures grecques, romaines et byzantines, III, σ. 70-2, αρ. 858). Ας προσθέσουμε πως μια άλλη αποικία της Μιλήτου, οι Τόμοι, στον Εύξεινο πόντο, φαίνεται πως είχαν μόνο τις τέσσερις ιωνικές φυλές: πβ. 1. Stoian, Studii classice, 1961, σ. 175-202. Δίνουμε όλες αυτές τις πληροφορίες απλά και μόνο για να τονίσουμε πόσο πενιχρές είναι οι πηγές μας για την αρχαϊκή περίοδο, τη μόνη που μας απασχολεί εδώ. Βλ. τέλος, σχετικά με το πρόβλημα αυτό, J. Berard, Lexpansion et la colonisation grecques jusquaux guerres mediques, Παρίσι, 1960, σ. 52-4.
10.  Πβ. K. Latte, ό.π., στήλ. 1000.
11.  Πβ. Tod, αρ. 1. Αυτό το θεμελιώδες τεκμήριο, η «πολιτεία της Χίου», αναδημο- σιεύθηκε και επανερμηνεύθηκε πρόσφατα από τον L. Η. Jeffery, «The courts of justice in archaic Chios», BSA, 1956, σ. 157-67, και στη συνέχεια (με ορισμένες νέες ανασυστάσεις) από τον J. Η. Oliver, AJPh, 1959, σ. 296-305. Όπως φαίνεται δεν ήταν μια κύρβις, ανάλογη μ’ αυτές που έφεραν τους νόμους του Σόλωνα (αυτή ήταν η άποψη του Wilarao- witz), αλλά μια συνηθισμένη στήλη, που ο L. Η. Jeffery χρονολογεί για λόγους επιγραφικούς στα 575-550' το κείμενο θεσμοθετούσε τη λειτουργία μιας δικαστικής βουλής η οποία χαρακτηριζόταν δημοσίη σε σχέση, χωρίς αμφιβολία, προς κάποιο άλλο δικαστήριο. Η χρονολόγηση αυτή δεν επιτρέπει πλέον να θεωρούμε το κείμενο σαν πρότυπο για την Αθήνα του Σόλωνα. Ας προσθέσουμε, τέλος, ότι μια επιγραφή μάς πληροφορεί για την ύπαρξη, στο Άργος, μιας ομάδας εννιά δημιουργών, αριθμό που πρέπει χωρίς αμφιβολία να συσχετίσουμε με τον αριθμό των δωρικών φυλών, σύμφωνα με την υπό­δειξη του Ν. G. L. Hammond, CQ, 1960, σ. 33-6. Το ίδιο ισχύει για τους έξι δημιουργούς που αναφέρονται στο SEG, XI, 314.
12.  Πλούταρχος, Λυκούργος, 6. Από μια τεράστια βιβλιογραφία ας ξεχωρίσουμε τη μελέτη του W. den Boer, Laconian studies, Άμστερνταμ, 1954, σ. 153-79.
13.  1, 170. Αναφερόμενος στην επέμβαση του Θαλή του Μιλήσιου, ο Ηρόδοτος ση­μειώνει πως ο Θαλής ήταν φοινικικής καταγωγής, παρεμβολή που προβλημάτισε τους σχολιαστές και που πολλοί θεώρησαν, ακολουθώντας τον Πλούταρχο, Περί τής 'Ηρο­δότου κακοηθείας, 15,858α, ότι έχει ειρωνικό περιεχόμενο. Αλλά ο Ηρόδοτος αναφέρει επίσης (5,57) ότι οι τυραννοκτόνοι είχαν κι αυτοί φοινικική καταγωγή.
14.  «... κοινῷ στόλῳ Ἴωνας ἀερθέντας πλέειν ἐς Σαρδώ καί ἔπειτα πόλιν μίαν κτίζειν πάντων Ἰώνων», Ηρόδοτος, 1, 170. Μόνο οι Φωκαιείς θα αποφασίσουν ένα μαζικό αποικισμό (Ηρόδοτος, 1, 164-5).
15.  «ός έκέλευε έν βουλευτήριον ”Ιωνάς έκτήσθαι, τό δέ είναι έν Τέω (Τέων γάρ μέσον είναι Ίωνίης), τάς δέ άλλας πόλις οΐκεομένας μηδέν ήσσον νομίζεσθαι κατά περ εΐ δήμοι είεν», Ηρόδοτος, 1, 170.
16.  Ηρόδοτος, 1, 74.
17.  Διογένης Ααέρτιος, 1, 1, 26.
18.  Θεαίτητος, 174 a-b.
19.  Ηρόδοτος, 5, 36· 5, 125.
20.  Συχνά ο ιωνικός κόσμος ορίσθηκε, σε αντίθεση με την Σπάρτη και την Αθήνα, ως «μη πολιτικός» (Η. Berve). Ο S. Mazzarino ιδιαίτερα αντέδρασε σ’ αυτό τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό (πβ. Fra oriente e occidente, σ. 17 κ. εξ. και 209 κ. εξ.). Φαίνεται πως η πρόταση του Θαλή πρέπει να προστεθεί στο «φάκελλο». Μαρτυρεί την ύπαρξη σε ορισμένους χώρους μιας υπερπολιτικοποίησης, αν είναι επιτρεπτή η χρήση του νεολογισμού αυτού.
21.  Πολιτικά, 7, 1319 b 18-22. Ο Αριστοτέλης εξηγεί ότι είναι μερικές φορές απαραί­τητο ακόμα και για μετριοπαθείς δημοκρατίες να συμπεριλάβουν στην πολιτική ζωή ανθρώπους που προηγουμένως δεν ήταν πολίτες. Αυτό, λέει, έκανε ο Κλεισθένης στην Αθήνα και αυτοί που εγκαθίδρυσαν τη δημοκρατία στην Κυρήνη (οί τον δήμον καθι- στάντες).
22.  Ακολουθούμε τη χρονολογία που υποδεικνύει ο F. Chamoux, Cyrene sous la monarchie des Battiades, Παρίσι, 1953, σ. 142.
23.  «ἔπεμπον ἐς Δελφούς ἐπειρησομένους ὅντινα τρόπον καταστησάμενοι κάλλιστα ἄν οἰκέοιεν. Ἡ δέ Πυθίη ἐκέλευε ἐκ Μαντινέης τής Ἀρκάδων καταρτιστήρα ἀγαγέσθαι. Αἴτεον ὧν οἱ Κυρηναῖοι, καί οἱ Μαντινέες ἔδοσαν ἄνδρα ταῶν ἀστών δοκιμώτατον, τῷ οὔνομα ἦν Δημώναξ. Οὗτος ὧν ἀνήρ ἀπικόμενος ἐς τήν Κυρήνην καί μαθών ἕκαστα τοῦτο μέν τριφύλους ἐποίησε σφέας, τῇδε διαθείς. Θηραίων μέν καί ταῶν περίοι­κων μίαν μοῖραν ἐποίησε, ἄλλην δέ Πελοποννησίων καί Κρητών, τρίτην δέ νησιωτέων πάντων. Τοῦτο δέ τῷ βασιλέι Βάττω τεμένεα ἐξελών καί ἱερωσύνας, τά ἄλλα πάντα τά πρότερον εἶχον οἱ βασιλέες ἐς μέσον τῷ δήμῳ ἔθηκε», Ηρόδοτος, 4, 161. Για το κείμενο αυτό και τις δυσκολίες που παρουσιάζει, πβ. επίσης Ed. Will, «Aux origines du regime foncier grec», REA, 1957, σ. 11-2 και κυρίως L. H. Jeffery, «The pact of the first settlers at Cyrene», Historia, 1961, σ. 142-4. O L. H. Jeffery αποδεικνύει πολύ καλά (ενάντια στον J. A. Ο. Larsen, RE, λ. Perioikoi, που ακολουθείται από τον Ph. Ε. Le- grand) ότι στους Περίοικους πρέπει να δούμε όχι τους εντόπιους αλλά τους απόγονους των αποίκων που ήλθαν από την περιοικίδα της Θήρας. Οι Θηραίοι, οι Περίοικοι, οι Πελοποννήσιοι και οι νησιώτες αποτελούν μια κατιούσα ιεραρχία με βάση την καταγωγή· οι πρώτοι είναι πολύ περισσότερο δωριείς από τους τελευταίους.
24.  Ό. π., σ. 140. Ο G. Thomson, Studies on ancient Greek society, I, The prehistoric Aegean, Λονδίνο, 1949, σ. 319 κ. εξ., προσπάθησε να αποδείξει πως η μεταρρύθμιση του Δημώνακτα είχε χαρακτήρα αναδασμού. Φαίνεται απίθανο- το πρόβλημα της γης δεν έπρεπε να είναι οξύ για πολλούς λόγους: η Αιβύη είναι εύφορη, όπως υπενθυμίζει ο F. Chamoux, ήταν δυνατό να πάρουν τη γη των ιθαγενών, όπως παρατηρεί ο Ed. Will, και κυρίως, η Κυρήνη μόλις είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος του δυναμικού της με την απώλεια επτά χιλιάδων οπλιτών στη μάχη εναντίον των Λιβύων στον Λεύκωνα Ηρόδοτος. 4. 160). Στην πραγματικότητα φαίνεται πως ο G. Thomson συγχέει τα γεγονότα της αρχής του 6ου αιώνα και αυτά για τα οποία μιλάμε.
25.  F. Chamoux, ό.π., σ. 138.
26.  Πβ. τα παραδείγματα που δίνει ο F. Chamoux, ό.π., σ. 139, σημ. 1.
27.  «Sur Γ evolution des rapports entre colonies et metropoles en Grece a partir du Vie siecle», La Nouvelle Clio, 1954, σ. 413-60.
28.  Διόδωρος, 5, 9. Σχετικά με το γεγονός αυτό, πβ. Ed. Will, REA, 1957, σ. 7-8. Την ίδια τόλμη παρατηρούμε στην «αποικιακή» πολεοδομία, ιδιαίτερα στην Κυρήνη: πβ. R. Martin, L’ urbanisme dans le monde grec, Παρίσι, 1956, σ. 76 κ. εξ.
29.  Για τον Δωριέα, πβ. τέλος την όχι τόσο τεκμηριωμένη μελέτη που του αφιέρωσε ο A. S. von Stauffenberg, Historia, 1960, σ. 181-215.
30.  Ηρόδοτος, 5, 41-6.
31.  Ίσως ο Ed. Will, La Nouvelle Clio, 1954, σ. 413 κ. εξ., υπερβάλλει κάπως τα πράγματα. Δεν απέδειξε πραγματικά πως ο Μιλτιάδης ο Πρεσβύτερος και ο Πεισίστρατος ενεργούσαν για λογαριασμό των Αθηνών. Η προσέγγιση που κάνει εξάλλου ανάμεσα στον Μιλτιάδη και τον Δωριέα («Miltiade et Dorieus», La Nouvelle Clio, 1955- 56-57, σ. 127-32) είναι ενδιαφέρουσα, δεν είναι όμως δυνατό να τον ακολουθήσουμε εντελώς. Είναι αλήθεια ότι ο Δωριεύς, όπως κι ο Μιλτιάδης, εγκατελείπει την πατρίδα του μετά από μια πολιτική διαμάχη και με τη συγκατάθεση του αρχηγού της πόλης· οι δεσμοί του όμως με την Σπάρτη είναι τόσο χαλαροί ώστε κανένας δεν προσφέρεται να τον βοηθήσει ούτε να τον εκδικηθεί, πράγμα που θα θεωρηθεί εξάλλου σκανδαλώδες (πβ. τους λόγους του Γέλωνα της Συρακούσας, στον Ηρόδοτο, 7, 158). Μήπως επειδή είχε αποτύχει; Ο Ηρόδοτος, 5, 42, διευκρινίζει πως ο Δωριεύς - αντίθετα από τον Μιλτιάδη - ενεργεί χωρίς να έχει συμβουλευθεί τους Δελφούς.
32.  6, 34-6.
33.  Ed. Will, La Nouvelle Clio, 1954, σ. 436.
34.  Αν πιστέψουμε μια περίεργη πληροφορία που δίνει ο Κικέρων, Leges, 2, 14, 4, ο Κλεισθένης είχε εμπιστευθεί την προίκα των θυγατέρων του στην Ήρα της Σάμου. Μια τέτοια μορφή ασφάλισης συμφωνεί πράγματι με την παράδοση των Αλκμαιωνιδών.
35.  Και ακόμα και σαν «κέντρο πληροφοριών» όπως πολύ σωστά λέει ο L. Gernet στην κριτική του στο βιβλίο του J. Defradas, Les themes de la propagande delphique, Παρίσι, 1954, στις Annales, ESC, 1955, σ. 541. Για το ρόλο των Δελφών στον αποικι- σμό, βλ., εκτός από τις υπεραισιόδοξες σελίδες του J. Defradas (ό.π., σ. 233 κ. εξ.), Η. W. Parke και D. Ε. Wormel, The Delphic oracle, I, The History, Οξφόρδη, 1956, σ. 49-81.
36.  «Προσηγόρευσε δέ τῶν δήμων τούς μέν ἀπό τῶν τόπων, τούς δέ ἀπό ταῶν κτισάντων», Αριστοτέλης, ’Αθηναίων Πολιτεία, 21, 5. Η συνέχεια της πρότασης «οὐ γάρ ἀ­πόντες ὑπήρχον ἔτι τοῖς τόποις» είναι αρκετά περίεργη. Χωρίς αμφιβολία σημαίνει ότι ορισμένοι ιδρυτές δεν υπήρχαν πια και έτσι είχε σταματήσει και η απόδοση τιμών στους τόπους που είχαν ιδρύσει.
37.  Πβ. J. Pouilloux, La forteresse de Rhammonte, Παρίσι, 1954, επιγραφές αρ. 25- 26. Η πρώτη αποκαλύπτει την ύπαρξη στον 4ο αιώνα ενός ιερέα του ήρωα αρχηγέτη, η δεύτερη είναι μια αφιέρωση του τέλους του 6ου αιώνα ή της αρχής του 5ου στον ίδιο αυτό ήρωα. Πβ. επίσης Σοφοκλής, Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ, 60, που χρησιμοποιεί τη συγγενική λέξη ἀρχηγός για να χαρακτηρίσει τον ήρωα Κολωνό και Πλάτων, Λύσις, 205 d.
38.  Αθηναίων Πολιτεία, 21, 6.
39.  Άρχηγέται ηγεμόνες οί επώνυμοι των φυλών. Αριστοφάνης Γήρᾳ· ὁ δέ μεθύων ἤμει παρά τούς ἀρχηγέτας, Bekker, Anecdota Graeca, I, 449· J. M. Edmonds, The fragments of Attic comedy, I, an. 125 (126 Kock), σ. 604. Πβ. επίσης τον ορισμό του Ησύχιου: Ἀρχηγέται· ἥρωες ἐπώνυμοι ταῶν φυλῶν ἤ θεοί ἐν Ἀθήναις, καθώς και ένα χρησμό στο [Δημοσθένης], 43, 66. Η λέξη αρχηγός είχε μια εναλλακτική χρήση, πβ. [Δημοσθένης], 40, 30-1.
40.  Δεν υπάρχει ολοκληρωμένη μελέτη για τη λέξη αρχηγέτης. Πβ. ωστόσο W. Vol- lgraff, «Inhumation en terre sacree dans Γ Antiquite grecque», Memoires presentes par divers savants a IAcademie des inscriptions et belles lettres, 1951, σ. 315-98 (άρθρο δυστυ­χώς πολύ συγκεχυμένο), και L. Η. Jeffery, Historia, 1961, σ. 144-6, με τον οποίο δεν συμφωνούμε εξάλλου σε όλα τα συμπεράσματα. Οι αναλύσεις του P. Foucart (Memoires de 1’ Academie des inscriptions et belles lettres, 1922, σ. 116 κ. εξ.), που θεωρεί τους αρχηγέτες ως την ανώτατη κατηγορία ηρώων, είναι απαράδεκτες για την αρχαϊκή εποχή.
Ας υπενθυμίσουμε απλώς εδώ ορισμένα γεγονότα. Στην Δήλο, ο Απόλλων είναι ο θεός αρχηγέτης (πβ. Η. Gallet de Santerre, Delos primitive et archaique, Παρίσι, 1958, σ. 268-70), όπως είναι επίσης και στην Κυρήνη (Πίνδαρος, Πυθιόνικος, 5, 60 και SEG, IX, 3) και στην Νάξο (Θουκυδίδης, 6, 3). Στην Ελευσίνα, ο Ίακχος είναι ο αρχηγέτης των μυστηρίων (Στράβων, 10, 468· F. Sokolowski, Lois sacrees..., SuppL, 10, 67: πβ. P. Boyance, REG, 1962, σ. 481). Στην Θήρα, σε έναν κατάλογο κύριων ονομάτων της αρχαϊκής εποχής (1G, XII, 3, 762) ένα από τα πρόσωπα χαρακτηρίζεται αρχηγέτης, πρόκειται όμως για έναν βασιλιά (F. Hiller von Gaertringen, 1G, XII, Suppl. 1939, σ. 89) ή για τον ιδρυτή μιας λατρείας (L. Η. Jeffery, ό.π., σ. 149); Στην Δήλο πάλι, φαίνεται πως υπήρχαν εφτά βασιλείς (Πλούταρχος, Συμπόσιον τώνέπτά σοφών, 20, 163 c). Στην Κυρήνη επίσης, η στήλη των ιδρυτών αποκαλεί αρχηγέτη όχι μόνο τον Απόλλωνα αλλά και τον Βάττο τον 1ο· το τεκμήριο αυτό, αν δεν ανάγεται στον «όρκο των ιδρυτών» του 7ου αιώνα, όπως πιστεύει ο A. J. Graham, JHS, 1960, σ. 94-111, μπορεί τουλάχιστον να χρησιμοποιεί κάποιο τοπικό χρονικό (F. Chamoux, Cyrene..., σ. 108). Στην Σπάρτη, ο Ηρακλής και οι γιοι του ήταν οι αρχηγέτες της πόλης (Ξενοφών, 'Ελληνικά, 6, 3, 4 και 6, 5, 47)· αρχηγέτες αποκαλεί και τους βασιλείς της Σπάρτης ο Πλούταρχος (Λυκούργος, 6), αναφέροντας και σχολιάζοντας τη 'ρήτρα του Λυκούργου, ίσως όμως στην πραγματικότητα πρόκειται για τους βασιλείς ιδρυτές, όπως υπέδειξε ο L. Η. Jeffe­ry (ό.π., σ. 149). Στις Ἰκέτιδες του Αισχύλου, αρχηγέτες είναι οι ηγέτες της χώρας (184) και ο ίδιος ο βασιλεύς Πελασγός (251), επώνυμος των Πελασγών. Τέλος ο Ηρόδοτος, 9, 86, χαρακτηρίζει με αυτό το όνομα τους αρχηγούς του φιλοπερσικού κόμματος της Θήβας· η σημασία, στην τελευταία αυτή περίπτωση, είναι καθαρά πολιτική. Η κοινή βασική έννοια που προκύπτει απ’ όλα αυτά τα κείμενα είναι λοιπόν η έννοια της πρωταρχικής ανάληψης καθηκόντων, της θεμελιώδους υπευθυνότητας.
41.  Αριστοφάνης, Λυσιστράτη, 644· Πλούταρχος, ’Αλκιβιάδης, 2, κ.λπ.
42.  Η διάκριση είναι σαφής στην Νάξο (Θουκυδίδης, 6, 3) και ίσως στην Θάσο (πβ. J. Pouilloux, Recherches sur Γ histoire et les cultes de Thasos, I, Παρίσι, 1951, σ. 334-5). Αντίθετα στον έβδομο Ολυμπιόνικο ο Τληπόλεμος είναι ταυτόχρονα οικιστής (30) και αρχηγέτης (78) της Ρόδου.
43.  Πβ. P. Foucart, ό.π., σ. 117.
44.  Ηρόδοτος, 6, 38. Ξέρουμε εξάλλου (Σχόλια Πινδάρου, Όλυμπιόνικος, 1, 149 b) ότι οι οικιστές ήταν ενταφιασμένοι στην καρδιά της πόλης. Ο Παυσανίας, 1, 29, ΣΗΜΕΙΩΣH 61 6, μνημονεύει τον τάφο του Κλεισθένη, τον οποίο θεωρεί ιδρυτή των δέκα φυλών, και τον τοποθετεί στην περιοχή της Ακαδημίας, ανάμεσα στους τάφους των πολεμιστών που είχαν τιμηθεί για το θάρρος τους.
45.  Recherches sur 1’ Agora grecque, σ. 164-201.
46.  Οι πηγές αναφέρονται στο R. Ε. Wycherley, The Athenian Agora, III, αρ. 229- 255. Είναι γνωστό ότι οι αμερικανικές ανασκαφές στην Αγορά έφεραν στο φως ένα μνημείο που αρχικά ονομάσθηκε απλώς Περίφραγμα ή Φρακτός Περίβολος και στη συνέχεια αναγνωρίσθηκε με βεβαιότητα ως ο περίβολος των επωνύμων. Πβ. R. Stilwell, Hesperia, 1933, σ. 137-9 (για την αρχαιολογική περιγραφή) και Η. A. Thompson, στο ίδιο, 1952, ο. 91-3 (για την ερμηνεία). Η περιγραφή αυτού του μνημείου από τον Παυσα­νία, 1, 5, 2-5, διασαφηνίσθηκε από τον Ε. Vanderpool, «The route of Pausanias in the Athenian Agora», στο ίδιο, 1949, σ. 129-32. To μνημείο αναδιαρθρώθηκε σημαντικά μετά την προσθήκη, στις κλεισθενικές φυλές, δυο και έπειτα τριών νέων φυλών. Η μόνη χρονολογική ένδειξη που δόθηκε από τους αμερικανούς αρχαιολόγους για τό πρώτο μνημείο είναι, απ’ όσο ξέρουμε, αυτή του Η. A. Thompson, Hesperia, 1952, σ. 58: «Η αρχιτεκτονική γραμμή του μνημείου των επωνύμων ηρώων, σε συνδυασμό με τις λογοτεχνικές αναφορές σ’ αυτό, αποδεικνύουν μια ημερομηνία στο τελευταίο τέ­ταρτο του πέμπτου αιώνα».
47.  Ηρόδοτος, 2, 7 και 6, 108- Θουκυδίδης, 6, 54. Πβ. την εμπεριστατωμένη μελέτη της Μ. Crosby, «The altar of the twelve Gods in Athens», Hesperia, Suppl. 8, 1949, σ. 82-103. Εκτός από την αρχαιολογική περιγραφή του Δωδεκαθέου της Αθήνας, το άρθρο περιέχει μια ανάλυση των λογοτεχνικών και επιγραφικών πηγών. Πβ. επίσης R. Ε. Wycherley, The Athenian Agora, 111, αρ. 363-78.
48.  Ηρόδοτος, 6, 108.
49.  Ηρόδοτος, 2, 7' IG, II2, 2640.
50.  6, 54. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι ο λαός της Αθήνας αφαίρεσε την αφιέρωση του Πεισίστρατου με την ευκαιρία της ανακαίνισης και της επέκτασης του βωμού. Διατήρησε όμως την αφιέρωση στον Πύθιο Απόλλωνα από το ίδιο πρόσωπο.
51.  Για την έννοια αυτής της αντίθεσης πβ. σ. 86.
52.  Πβ. V. Ehrenberg, The Greek State,, σ. 30 κ. εξ.
53.  Πολυδεύκης, 8, 108 και Φώτιος, Λεξικόν, λ. ναυκραρία. Βιβλιογραφία για τις ναυκραρίες στο V. Ehrenberg, ό.π., σ. 246 και Η. Bengtson, Griechische Geschiehte2, σ. 119, σημ. 2.
54.  «τΗν δ’ έπΐ των ναυκραριών άρχή καθεατηκυϊα ναύκραροι, τεταγμένη πρός τε τάς εισφοράς καί τάς δαπάνας τάς γινομένας», ’Αθηναίων Πολιτεία, 8, 3.
55.  Οφείλουμε αυτή την παρατήρηση στον V. Ehrenberg, ό.π., σ. 51.
56.  Πβ. σ. 123.
57.  Πβ. σ. 141, σημ. 6.
58.  Σύμφωνα με μια πληροφορία που δεν μπορούμε να ελέγξουμε και η οποία προέρχεται από τον Κλείδημο (FGrHist, 323, απ. 7-8), ο Κλεισθένης αντικατέστησε τις σαρανταοκτώ αρχαίες ναυκραρίες με πενήντα γεωγραφικές περιοχές με το ίδιο όνομα. Η πραγματικότητα αυτής της μεταρρύθμισης συχνά αμφισβητήθηκε (πβ. F. Jacoby, ad locum) και πράγματι φαίνεται πως αντικρούεται από τον Αριστοτέλη, Αθηναίων Πολιτεία, 21, 5, ο οποίος προσδιορίζει ότι στο κλεισθενικό σύστημα οι δήμαρχοι αντικαθιστούν τους ναύκραρους.
59.  Ο Η. Bengston, ό.π., σ. 141, δικαιολογημένα προβάλλει αυτή την παρατήρηση
σχετικά με την κλεισθενική μεταρρύθμιση.
60.  Αριστοτέλης, ’Αθηναίων Πολιτεία, 7.
61.  «Εἶτ’ ἔδοξεν αὐτοῖς διά τό στασιάζειν ἄρχοντας ἑλέσθαι δέκα, πέντε μέν εὐπα­τριδῶν τρεῖς δέ ἀγροίκων δύο δέ δημιουργῶν», ’Αθηναίων Πολιτεία, 13,2. Σε ένα άρθρο με υπέρ το δέον κριτικό πνεύμα, ο L. Gemet, «Les dix archontes de 581», RPh, 1938, σ. 216-27, προσπάθησε να αποδείξει πως αυτή η δεκαρχία δεν υπήρξε ποτέ, αλλά ότι επινοήθηκε στα τέλη του 5ου αιώνα στους χώρους των ευγενών που υιοθετούσαν τις πολιτικές θεωρίες του Ιππόδαμου. Για αντίθετη άποψη και σε συμφωνία με το κείμενο του Αριστοτέλη, πβ. Η. Bengtson, Griechische Geschichte2, σ. 123, σημ. 2· R. Sealey, Historia, 1961, σ. 513. Καταλήγουμε και εμείς στο ίδιο συμπέρασμα γιατί ο αθηναϊκός 6ος αιώνας, μυστηριώδης και πολύπλευρος ταυτόχρονα, είναι μάρτυρας μεταβολών τόσο αστραπιαίων ώστε δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις ενδείξεις του Αριστοτέλη. Για μια ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη ανασύσταση (όπου οι δημιουργοί δεν αποτελούν τάξη), πβ. F. R. Wiist, Historia, 1959, σ. 111.
62.  Griechische Geschichte, II2, σ. 328 κ. εξ.
63.  Πβ. U. Kahrstedt, RE, λ. Kleisthenes2, στήλ. 620, καιKiio, 1940, σ. 4-6' Υ. Bequi- gnon, BFS, 1946-47, σ. 155. Γενικά παρατηρούμε πως οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν τη δομή του Κράτους από τους τυράννους του 7ου και 6ου αιώνα είναι σπάνιες αν όχι ανύπαρκτες.
64.  Το γεγονός είναι αναμφισβήτητο για τις φυλές 9 και 2. Αλλά οι δυο τριττύες μεσογείων-παραλίας της τρίτης φυλής, που μοιάζουν με δυο αντίστροφα τρίγωνα με κοινή κορυφή, συνορεύουν μόνο σε ένα σημείο. Η παραλιακή τριττύα της 5ης φυλής είναι μια νησίδα μέσα στην αντίστοιχη της 4ης και δεν συνορεύει με την τριττύα της μεσογείου της ίδιας φυλής. Ας προσθέσουμε ότι στα δυτικά της Αττικής, δυο τριττύες της 6ης φυλής έχουν κοινά σύνορα, χωρίς να αναζητούμε πολιτική σημασία σ’ αυτό το γεγονός.
65.  Πβ. σ. 28.
66.  Πβ. στο ίδιο πνεύμα V. Ehrenberg, Neugriinder des Staates, Μόναχο, 1925, σ. 128· Η. Bengtson, Griechische Geschichte2, σ. 140, σημ. 2- D. Μ. Lewis, Historia, 1963, σ. 36.
67.  Λάβαμε γνώση πολύ αργά για το άρθρο του G. A. Galitis, «Ἀρχηγός- Ἀρχηγέτης ἐν τῇ ἑλληνικῇ γραμματείᾳ καί θρησκείᾳ», Athena, 1960, σ. 17-138· για τον Κλεισθένη πβ. σ. 109-10.

Το δηλητήριο που σκότωσε τον Πάρη της Τροίας

Αποτέλεσμα εικόνας για Το δηλητήριο που σκότωσε τον Πάρη της ΤροίαςΗ ιστορία μας αρχίζει με την Οινώνη, την όμορφη θεά του βουνού Ίδη, κάτω από το οποίο έστεκε η Τροία. Οι Τρώες δεν τολμούσαν να ανεβούν το βουνό για να μην την εξαγριώσουν. Κι αυτή, ντροπαλή καθώς ήταν, δεν κατέβαινε ποτέ –έτσι, η Οινώνη ζούσε στη μοναξιά.

Κάτω στην Τροία, ένας τρομερός οιωνός -ένα όνειρο που είδε η βασίλισσα- ερμηνεύτηκε από τους ιερείς ως προειδοποίηση πως το παιδί του βασιλιά που τώρα αυτή εγκυμονούσε θα έφερνε την καταστροφή της πόλης. Το αγόρι που γεννήθηκε, λοιπόν, το έδωσαν σε έναν βοσκό για να το παρατήσει στο βουνό.

Η Τροία μεγάλωνε και πλούτιζε με τα χρόνια. Έφτασε μια μέρα που η Οινώνη αντίκρισε έναν νεαρό δίπλα σε μια πηγή, ωραιότερο απ’ τους θεούς. Οι άνθρωποι συνήθως την φοβούνταν, αλλά αυτός την κοιτούσε ήρεμα και της είπε πως τον έλεγαν Πάρη. Τα δέντρα των φύλλων της ψιθύρισαν «Πρόσεχε, πρόσεχε». Η Οινώνη απομακρύνθηκε, αλλά ο Πάρης επέστρεψε την επόμενη μέρα με ένα πληγωμένο πρόβατο, καθώς ήξερε πως η θεά μπορούσε να γιατρέψει τα πάντα. Όντως, η Οινώνη γιάτρεψε το πρόβατο από το δηλητήριο φιδιού που το είχε δαγκώσει, και ο Πάρης την ευχαρίστησε, χωρίς όμως να γονατίσει μπροστά της όπως έπρεπε να κάνει ένας θνητός μπροστά σε μία θεά. Αυτή τη φορά οι προειδοποιήσεις των φύλλων δεν έπεισαν την Οινώνη να απομακρυνθεί από τον Πάρη. «Πρόσεχε.»

Οι δυο τους έμειναν μαζί στο δάσος για καιρό. Μια μέρα, όταν η Οινώνη πήγε να τον βρει στην πηγή που πρωτοσυναντήθηκαν, συνειδητοποίησε την άφιξη ενός άλλου θεού εκεί κοντά. Ήταν ο Ερμής. Τον έστειλε ο Δίας για να δώσει στον Πάρη ένα χρυσαφένιο μήλο που έγραφε επάνω «Για την ομορφότερη». Ο Πάρης έπρεπε να διαλέξει ποια είναι ομορφότερη μεταξύ των δύο κορασίδων του Δία και της γυναίκας του. Δεν ήθελε να διαλέξει ο ίδιος για να μην χρειαστεί να αντιμετωπίσει την οργή των άλλων δύο. Ούτε ο Πάρης ήθελε, αλλά αν αρνούνταν την αποστολή του, ο Δίας θα τον σκότωνε.

Πρώτη εμφανίστηκε η Ήρα με πορφυρό φόρεμα και χρυσαφιά σανδάλια και του υποσχέθηκε να τον κάνει Βασιλιά του Κόσμου και πως θα απολάμβανε μεγάλες νίκες αν της έδινε το μήλο της Έριδος. Ξαφνικά χάθηκε από μπροστά του, και στη θέση της εμφανίστηκε η Αθηνά, με κράνος στο κεφάλι, δόρυ στο χέρι και μία κουκουβάγια στον ώμο. Του υποσχέθηκε τη σοφία της. Ο Πάρης θα αποκτούσε γνώση όλων των μυστικών του σύμπαντος αν έδινε σε αυτήν το μήλο. Τη θέση της μετά πήρε η Αφροδίτη, η ομορφιά της οποίας έκανε ακόμα και την Οινώνη να χαμηλώσει το βλέμμα. Όπου πατούσε, άνθιζαν λουλούδια και το άρωμά της γέμιζε τον αέρα γύρω τους. Η Αφροδίτη τού υποσχέθηκε το δώρο της ομορφιάς, στο πρόσωπο της ωραιότερης γυναίκας του κόσμου, αν έδινε σε εκείνη το μήλο, και του μίλησε για την Ωραία Ελένη της Σπάρτης. «Την θέλω» είπε ο Πάρης και της έδωσε το μήλο, αγνοώντας τα παρακάλια της Οινώνης. «Εμένα αγαπάς», του φώναξε, «είσαι βοσκός, πώς νομίζεις ότι θα κερδίσεις την κόρη μιας βασίλισσας;». Η Αφροδίτη τότε αποκάλυψε πως ο Πάρης ήταν ο παρατημένος πρίγκιπας της Τροίας. Ο βοσκός αντί να τον παρατήσει, όπως είχε διαταχτεί, τον μεγάλωσε σαν δικό του γιο. Ο Πάρης έκανε την επιλογή του και έφυγε από το βουνό της Οινώνης, στο δρόμο για την Τροία.

Οι γονείς του τον αναγνώρισαν και του υποσχέθηκαν ό,τι ήθελε. Αυτός πήρε ένα πλοίο και πήγε στην Ελλάδα. Ο Μενέλαος, πατέρας της Ελένης, τον υποδέχτηκε και αυτός βρήκε την ευκαιρία μια νύχτα και έκλεψε την όμορφη πριγκίπισσα παίρνοντάς την στην Τροία. Η Οινώνη έμαθε τα νέα από έναν περιπλανώμενο βοσκό και η καρδιά της ράγισε. Πρώτη φορά έκλαψε και τα δάκρυά της πάγωσαν από το κρύο του χειμώνα. Ένας χρόνος πέρασε και έμαθε για τον πόλεμο που ξέσπασε όταν ο Μενέλαος έφτασε στις ανατολικές ακτές για να πάρει πίσω την κόρη του. Για δέκα χρόνια πολεμούσαν και τα τείχη της πόλης δεν έπεφταν, αλλά ούτε και οι Έλληνες έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής.

Μια μέρα, πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος, θνητοί ανέβηκαν το βουνό. Ήταν ο Πάρης με τη συνοδεία του. Ήταν χτυπημένος και ήρθε για να τον γιατρέψει η Οινώνη. Ο Πάρης ήξερε ότι μόνο αυτή μπορούσε να τον σώσει. Ένα βέλος με δηλητήριο τον είχε βρει στον μηρό. «Και γιατί να σε βοηθήσω;» τον ρώτησε. «Μόνο εσύ μπορείς» απάντησε ο Πάρης που αργοπέθαινε. Η θεά του βουνού αναγνώρισε το δηλητήριο και γνώριζε πώς έφτασε να περιλούσει το βέλος που τον χτύπησε. Και έτσι, ξεκίνησε να του λέει την ιστορία που κατέληξε με τον Πάρη στο βουνό, να ζητάει τη βοήθεια της θεάς που παράτησε για μια θνητή. «Πιστεύω πως σου απομένει αρκετός χρόνος για να την ακούσεις».

Στην αρχή του κόσμου, το μόνο ζωντανό πράγμα ήταν ο Ουρανός. Όλα τα υπόλοιπα ήταν Χάος. Τότε, κάτι σχηματίστηκε· η Μητέρα Γη. Ο παντοτινά μοναχικός Ουρανός τώρα είχε βρει μια άλλη οντότητα. Έπεσε πάνω στη Γη καλύπτοντάς την ολόκληρη. Το μόνο που ήθελε ήταν να συνευρεθεί μαζί της. Η Γη έμεινε έγκυος αλλά ο Ουρανός δεν σηκωνόταν από πάνω της και η κοιλιά της Γης γέμιζε με παιδιά που δεν μπορούσαν να βρουν διέξοδο. Η Γη κάλεσε τα παιδιά της να επιτεθούν στον πατέρα τους αφού, όσο αυτός δεν σταματούσε τον βιασμό της, αυτά θα έμεναν φυλακισμένα. Το μόνο παιδί που δεν φοβήθηκε τον πατέρα Ουρανό ήταν ο Κρόνος. Έφτιαξε ένα δρεπάνι και άνοιξε δρόμο από την κοιλιά της μητέρας του και έφτασε στους όρχεις του Ουρανού. Με μια απότομη κίνηση τους αποκόλλησε από τη θέση τους και ο πατέρας του απομακρύνθηκε ουρλιάζοντας από τον πόνο. Τα παιδιά της Γης βγήκαν επιτέλους από την κοιλιά της και έτσι ξεκίνησε η ζωή στη γη.

Ο Κρόνος έπεσε από τον Ουρανό στη Γη κρατώντας τους όρχεις του πατέρα του, και στο σημείο που προσγειώθηκε δημιουργήθηκε ένας βάλτος από αίμα και σπέρμα, που μετατράπηκε μέσα στους αιώνες σε έναν βόρβορο που κόχλαζε και κινούνταν. Βάλτοι απλώθηκαν γύρω του με δηλητηριώδες υγρό –κανένας δεν τολμούσε να πλησιάσει.

Μακριά, πέρα από τους βάλτους, ο Κρόνος έγινε Βασιλιάς των Θεών και παντρεύτηκε την αδελφή του. Φοβόταν όμως πως, όπως και ο πατέρας του, αν έκανε ποτέ παιδί θα εύρισκε θάνατο ίδιο με αυτόν που βρήκε τον Ουρανό. Όταν λοιπόν η αδελφή του γεννούσε αυτός κατάπινε το βρέφος, μέχρι που η αδελφή του τον κορόιδεψε και του έδωσε έναν βράχο να καταπιεί στη θέση του Δία και έκρυψε τον γιο της σε σπηλιά για να τον μεγαλώσει εκεί. Όταν μεγάλωσε, άλλαξε το κρασί που συνήθιζε να πίνει ο Κρόνος με ελιξίριο που τον έκανε να ξεράσει πρώτα τον βράχο και μετά τα αδέλφια του, με τη βοήθεια των οποίων εξόρισε τον Κρόνο στο βαθύ σκοτάδι. Τώρα Βασιλιάς έγινε ο Δίας, παντρεύτηκε την αδελφή του Ήρα, και μετέφερε το βασίλειο στον Όλυμπο.

Αιώνες περνούσαν ειρηνικά, και όποτε ήθελε ο Δίας επισκεπτόταν τη Γη για να ζευγαρώσει με όποια θνητή επιθυμούσε. Μία από αυτές ήταν η Αλκμήνη, που θα του χάριζε έναν γιο, τον πιο δυνατό θνητό, τον Ηρακλή. Η Ήρα όμως ζήλευε τον Δία και θέλησε να πάρει εκδίκηση στέλνοντας φίδια να σκοτώσουν τον Ηρακλή όταν ήταν ήδη βρέφος. Ο Ηρακλής διέλυσε τα φίδια με τα γυμνά του χέρια. Ολόκληρο το Άργος, η γενέτειρά του, θαύμαζε το θάρρος και τη δύναμή του που όλο και μεγάλωνε όσο μεγάλωνε κι αυτός, και τον έκανε βασιλιά. Η ζηλιάρα Ήρα τού έστειλε το πέπλο της τρέλας· χωρίς τότε να καταλαβαίνει τι έκανε, ο Ηρακλής σκότωσε τα παιδιά του και τη γυναίκα του. Όταν συνειδητοποίησε την πράξη του θέλησε να πεθάνει και μόνο παρά λίγο οι φίλοι του κατάφεραν να τον σταματήσουν. Αυτός επισκέφτηκε ένα μαντείο για να μάθει πώς μπορεί να λυτρωθεί από την πράξη του. Η εξιλέωσή του απαιτούσε να παύσει να είναι ο βασιλιάς του Άργους και να περιφέρεται στον κόσμο σκοτώνοντας τέρατα. Υπάκουσε και έφυγε από την πόλη του παίρνοντας μόνο ένα σπαθί, ένα ρόπαλο και το τόξο με τα βέλη του.

Εν τω μεταξύ, κάτι σχηματιζόταν στους βάλτους μέσα από το σπέρμα και τα αίματα. Κάτι που επιθυμούσε να γευτεί ανθρώπινη σάρκα.

Αρχικά, άρχισαν να εξαφανίζονται πρόβατα και άλογα. Σύντομα, άνθρωποι έβρισκαν την ίδια μοίρα, μέχρι που ένας έμπορος, κατά την επιστροφή του στο χωριό του, το βρήκε ολόκληρο έρημο. Αντί για πτώματα βρήκε κηλίδες γλίτσας, ενώ τα ίχνη που το τέρας είχε αφήσει πίσω του περιβάλλονταν από νεκρά φυτά. Άρωμα δηλητήριου πλανιόταν από όπου είχε περάσει. Τα ίχνη κατέληγαν στον φοβερό βάλτο όπου κανένας δεν πλησίαζε.

Ακόμα ένα χωριό είχε την ίδια τύχη και οι κάτοικοι των περιχώρων του Άργους άρχισαν να μαζεύονται στην πόλη, που άρχισε να ασφυκτιά. Κανένας δεν τολμούσε να αντιμετωπίσει το τέρας, και ο Ηρακλής είχε φύγει να βρει τέρατα μακρινά, χωρίς να ξέρει ότι ένα απ’ αυτά τρομοκρατούσε την δικιά του πόλη. Ο νέος βασιλιάς έστειλε αγγελιοφόρους να τον βρουν και επιτέλους ήρθε.

Φορούσε το τομάρι ενός λιονταριού. Ήταν το έπαθλό του όταν σκότωσε το λιοντάρι της Νεμέας. Είχε πάει να το βρει στη σπηλιά του, μαθαίνοντας ότι κυνηγούσε ανθρώπους της περιοχής και τους έτρωγε. Όταν το γιγαντιαίο λιοντάρι τού επιτέθηκε, τα βέλη εξοστρακίζονταν και το σπαθί του έσπασε στο σκληρό δέρμα του ζώου. Όταν το χτύπησε με το ρόπαλο στο κεφάλι, το όπλο του θρυμματίστηκε ενώ το ζώο δεν λαβώθηκε καθόλου. Το έπιασε τότε από το λαιμό και το έσφιγγε για ώρα ενώ κατρακυλούσαν από το βουνό και το λιοντάρι τιναζόταν δεξιά και αριστερά. Άκαμπτος ο Ηρακλής και γραπωμένος πάνω του κατάφερε να σφίγγει το λαιμό του, μέχρι που το ζώο άφησε την τελευταία του πνοή.

Βλέποντας πως το τομάρι του θα έκανε την καλύτερη πανοπλία γι’ αυτόν, αποφάσισε να το πάρει. Κατάφερε να το αφαιρέσει από το ζώο μόνο όταν χρησιμοποίησε τα νύχια τού ίδιου του λιονταριού –τίποτα άλλο δεν μπορούσε να το λαβώσει. Οι κάτοικοι του Άργους ανακουφίστηκαν ακούγοντας την ιστορία του Ηρακλή, και τον παρακάλεσαν να ξεφορτωθεί το τέρας του βάλτου. Ο ήρωας ξεκίνησε, και μόνο ο Ιόλαος τον ακολούθησε.

Έφτασαν στον βάλτο και μπήκαν σε μια βάρκα. Τα νερά ήταν γεμάτα με πτώματα που έλιωναν μέσα τους, και πυκνή ομίχλη κάλυπτε τα πάντα γύρω τους. Έξαφνα, το τέρας σήκωσε από τα νερά το κεφάλι του, με κοφτερά δόντια και εφιαλτικά μάτια. Έφτυνε δηλητήριο που έκαιγε ό,τι ακουμπούσε, και ο Ιόλαος έκανε κουπί σαν μανιακός για να το αποφύγει. Ο Ηρακλής έριξε ένα βέλος κατευθείαν μέσα στο στόμα του τέρατος, κι αυτό έπεσε μέσα στο νερό σφυρίζοντας από τον πόνο. Ο Ιόλαος πανηγύρισε νομίζοντας πως η αποστολή τους είχε κιόλας τελειώσει, καινούργια κεφάλια όμως άρχισαν να ξεπηδούν στην επιφάνεια του βάλτου. «Μια Ύδρα. Μια Ύδρα με εκατό κεφάλια» αναφώνησε ο Ηρακλής.

Έριχνε βέλη σαν βροχή και ο Ιόλαος κωπηλατούσε μέχρι που άραξε τη βάρκα σε ένα κομμάτι χώμα μέσα στον βάλτο. Το τέρας τώρα φανερώθηκε ολόκληρο στα ρηχά νερά δίπλα στο νησάκι και ο Ηρακλής έβγαλε το σπαθί του. Τα κεφάλια έπεφταν γρήγορα και ο Ιόλαος πίστεψε ακόμα μια φορά πως η δοκιμασία τους θα τελείωνε σύντομα. Καθώς όμως μετρούσε πόσα κεφάλια είχαν απομείνει, συνειδητοποίησε ότι όλο και πλήθαιναν αντί να ελαττώνονται. Οι δυο τους βρήκαν μια ευκαιρία και πήδηξαν στη βάρκα και ξαναβγήκαν σε ξερή στεριά. Ο Ηρακλής έδωσε εντολή στον Ιόλαο να μαζέψει ξύλα και ν’ ανάψει φωτιά.

Όταν ξαναεπιτέθηκε η Ύδρα, ο Ηρακλής κρατούσε με το ένα χέρι το σπαθί και με το άλλο έναν κορμό δέντρου που μόνο αυτός θα μπορούσε να σηκώσει. Η μια άκρη του κορμού είχε γίνει κάρβουνο από τη φωτιά. Τώρα, κάθε φορά που έκοβε ένα κεφάλι, το καψάλιζε με τον κορμό και δεν ξανάβγαινε άλλο στη θέση του. Πρώτη φορά η Ύδρα ένιωσε φόβο, καθώς πρώτη φορά βρέθηκε κάποιος να την απειλήσει. Βάλθηκε να φύγει μακριά από τον Ηρακλή, αλλά αυτός την ακολούθησε μπαίνοντας ξανά μέσα στο βάλτο, μέχρι που της έκοψε όλα τα κεφάλια. Η καρδιά της όμως χτυπούσε ακόμα.

Ο Ιόλαος μάζεψε όλα τα βέλη που είχε ρίξει ο Ηρακλής. Αυτός, έσκισε την καρδιά του τέρατος με το σπαθί του και από εκεί βγήκε μαύρο αίμα. Έμπηξε μέσα του τα βέλη. «Ένα θανάσιμο όπλο» είπε ο Ιόλαος.

Έτσι τελείωσαν οι μέρες της Λερναίας Ύδρας, αλλά ο Ηρακλής δεν εξιλεώθηκε ακόμα. Έπρεπε να συνεχίσει να πολεμάει τέρατα μέχρι να μην υπάρχει ούτε ένα. Πάλεψε με τεράστια πουλιά που είχαν μπρούτζινα ράμφη και νύχια, με ταύρους που έριχναν φωτιά από το στόμα, με το τρικέφαλο σκυλί που φυλούσε τις πύλες του Άδη. Κάθε φορά που επέστρεφε στο Άργος τον φιλοξενούσε ο Ιόλαος. Ο Ηρακλής ερωτεύτηκε την μικρή αδερφή του φίλου του και την παντρεύτηκε. Τη λέγανε Δηιάνειρα.

Ένα χρόνο μετά, ο Ηρακλής έφυγε να πολεμήσει κάποιο ακόμα τέρας, κι έκανε άλλον έναν χρόνο να γυρίσει. Δεν ήταν η τελευταία φορά που έλειψε από το σπίτι του. Η Δηιάνειρα παραπονέθηκε που δεν έμενε περισσότερο ο Ηρακλής μαζί της, και αναγκάστηκε να της πει το λόγο. Της αφηγήθηκε πώς σκότωσε την προηγούμενη οικογένειά του και ποια ήταν η μόνη λύση ώστε να εξιλεωθεί για την τρομερή πράξη του. Η Δηιάνειρα κατάλαβε πως ποτέ δεν θα σταματήσει να φεύγει από κοντά της και αποφάσισε να τον ακολουθήσει στο επόμενο ταξίδι του. Αυτός αρνήθηκε και έφυγε για τη Θεσσαλία, μια άγρια χώρα γεμάτη παράξενα τέρατα. Τον ακολούθησε στα κρυφά. Ο Ηρακλής ήταν έξαλλος όταν βρέθηκαν, και σύντομα φανερώθηκε γιατί. Η περιοχή ήταν όντως επικίνδυνη. Ο κένταυρος με την ονομασία Νέσσος εμφανίστηκε και έκλεψε τη γυναίκα του Ηρακλή. Πάνω από το άλογό του τους ακολουθούσε μανιασμένος και έστειλε ένα βέλος που έριξε τον Νέσσο στο χώμα τραυματίζοντάς τον θανάσιμα. Δεν ήταν όμως ακόμα νεκρός κι ο Ηρακλής ήταν ακόμα μακριά. Λέγοντας πως θέλει να συγχωρεθεί για την απαγωγή της Δηιάνειρας, της πρόσφερε το αίμα του, που θα ήταν, της είπε, ερωτικό φίλτρο, για την περίπτωση που αυτή θα αισθανόταν ότι ο άντρας της τη βαρέθηκε. «Θα σε αγαπήσει ξανά», είπε και πέθανε. Η Δηιάνειρα έκοψε μια φλέβα του Νέσσου και γέμισε ένα μπουκαλάκι για νερό που είχε μαζί της. Δεν είπε τίποτα στον Ηρακλή όταν κατέφτασε και την κράτησε στην αγκαλιά του.

Οι δυο τους κάνανε πολλά παιδιά και ζούσανε μαζί, αλλά ο Ηρακλής συνέχισε να την αφήνει όταν μάθαινε για κάποιο τέρας που τρομοκρατούσε κατοίκους μακρινών πόλεων –μια φορά έλειψε για πέντε χρόνια. Η Δηιάνειρα έβλεπε πλέον στον καθρέφτη τα χρόνια που είχαν περάσει να της έχουν αφήσει γραμμές στο πρόσωπο. Έβγαλε λοιπόν το μπουκαλάκι με το αίμα του κενταύρου, και το έριξε σε ένα καινούργιο πανωφόρι του άντρα της –όπως της είχε πει ο Νέσσος να κάνει.

Όταν ο Ηρακλής το φόρεσε, άρχισε να ουρλιάζει. Του έκαιγε το δέρμα, και καθώς προσπαθούσε να το βγάλει από πάνω του, έβγαιναν κομμάτια από το δέρμα του και, μετά, τα σωθικά του. «Τι έκανες; Με σκότωσες» είπε στη γυναίκα του και άρχισε να τρέχει προς το χιονισμένο βουνό για να κυλιστεί στο χιόνι μήπως και ανακουφιστεί ο πόνος του δηλητήριου. Μάταια. Ήξερε όμως πως δεν ήταν απλός θνητός. Αν πέθαινε στις φλόγες, θα πήγαινε να ζήσει με τους θεούς στον Όλυμπο. Μέσα στη μανία του, μάζεψε ξύλα και ανέβηκε επάνω. Πολλοί μαζεύτηκαν και κοιτούσαν άπραγοι, ανήμποροι να βοηθήσουν τον ήρωά τους. Τους πρόσταξε να ανάψουν τη φωτιά, αλλά κανείς δεν τολμούσε. Περνούσε τότε ένα αγόρι που βοσκούσε γίδες και ο Ηρακλής του έκανε μια συμφωνία. Αν του άναβε τη φωτιά, θα του χάριζε το τόξο και τα δηλητηριώδη βέλη του. Το αγόρι δέχτηκε. Το όνομά του ήταν Φιλοκτήτης, και ήθελε να γίνει ήρωας. Οι φλόγες γέμισαν τον αέρα με καπνούς που σχημάτισαν ένα άρμα, που πήρε την ψυχή του Ηρακλή στον Όλυμπο.

Ο Φιλοκτήτης συνέχισε το έργο του Ηρακλή σκοτώνοντας τέρατα, και έφτασε να γίνει βασιλιάς. Τον επισκέφτηκε ο βασιλιάς της Σπάρτης και του γνώρισε την κόρη του, την Ελένη. Ήταν πολύ όμορφη και δεν κατάφερνε να της μιλήσει –ήταν ντροπαλός. Ο βασιλιάς όμως είχε φέρει μαζί του και την ξαδέρφη της Ελένης, την Πηνελόπη, που ήταν πανέμορφη, αλλά όχι όσο η Ελένη. Με αυτήν μπορούσε να μιλήσει και την ερωτεύτηκε. Όταν γύρισε στην Σπάρτη, του έλειπε.

Μερικούς μήνες μετά, έμαθε πως πολλοί πρίγκιπες από όλη την Ελλάδα κατέφταναν στην Σπάρτη για το χέρι της Ελένης. Σκέφτηκε να πάει κι αυτός εκεί, αλλά για την ξαδέρφη της. Την ίδια ιδέα όμως είχε κι ο Οδυσσέας της Ιθάκης. Καθώς το βασίλειο εκείνο ήταν φτωχικό, ο Φιλοκτήτης δεν πίστευε πως ο Οδυσσέας αποτελούσε απειλή γι’ αυτόν. Ο Οδυσσέας όμως αποδείχτηκε άξιος ανταγωνιστής για το χέρι της Πηνελόπης.

Ο βασιλιάς της Σπάρτης βρέθηκε σε δύσκολη θέση με τόσους πολλούς μνηστήρες αφού, όποιον και να διάλεγε για σύζυγο της Ελένης, οι υπόλοιποι μπορεί να δημιουργούσαν μπελάδες για το βασίλειο. Ο Οδυσσέας πρότεινε μια λύση για το πρόβλημα με αντάλλαγμα το χέρι της Πηνελόπης. Η λύση του ήταν να αναγκάσει ο βασιλιάς της Σπάρτης τους μνηστήρες να ορκιστούν πως θα δεχτούν όποιον και να διαλέξει η Ελένη, και πως θα κάνουν πόλεμο σε όποιον τυχόν παραβεί τη συμφωνία και την κλέψει. Μια προσβολή κατά της Σπάρτης θα ήταν προσβολή για όλη την Ελλάδα. Μετά, θα έπρεπε να δέσει τα μάτια της Ελένης με μαντήλι ώστε να μην βλέπει, και απλώνοντας τα χέρια προς αυτούς, ο πρώτος που θα ακουμπήσει να γίνει και ο σύζυγός της. Έτσι, η επιλογή δεν θα είναι του βασιλιά, αλλά των θεών, και κανένας δεν θα έχει λόγο να παραπονεθεί. Τα πράγματα έγιναν όπως τα ήθελε ο Οδυσσέας, η Ελένη κατέληξε με τον Μενέλαο και η Πηνελόπη με αυτόν. Η καρδιά του Φιλοκτήτη γέμισε με δηλητήριο όπως αυτό που είχε λούσει τα βέλη του.

Ο Πάρης, ακούγοντας την ιστορία της Οινώνης μέχρι εδώ, κατάλαβε τώρα ότι ο ίδιος ήταν που έφερε τον Φιλοκτήτη στην Τροία όταν έκλεψε την Ελένη, και δημιούργησε έτσι τις συνθήκες που οδήγησαν στον τραυματισμό του.

Ξεκίνησαν, λοιπόν, τα πλοία προς την Τροία, και σταμάτησαν σε ένα νησί για να γεμίσουν τα βαρέλια τους με νερό, και κάποιοι ανέβηκαν στο βουνό του για να κυνηγήσουν. Καλύτερος κυνηγός από τον Φιλοκτήτη δεν υπήρχε, και σύντομα έφερε στο στρατόπεδο πολλά κυνήγια. Οι στρατιώτες του Οδυσσέα δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη μυρουδιά του φαγητού και κάθισαν να φάνε με τους άντρες του Φιλοκτήτη. Ο Οδυσσέας, έξαλλος όταν το έμαθε, ανέβηκε κι αυτός να κυνηγήσει για να μη φανεί πως υστερούσε του ανταγωνιστή του. Τώρα ήταν η σειρά του Φιλοκτήτη να προσβληθεί, και ξανανέβηκε στο βουνό. Ενώ κυνηγούσε όμως, τον δάγκωσε ένα φίδι. Η πληγή τον έκανε σχεδόν κουτσό και μύριζε άσχημα –τόσο που κανένας δεν ήθελε να τον πλησιάσει όταν έφτασε με το ζόρι στο στρατόπεδο. Ο Οδυσσέας πρότεινε στον Μενέλαο να τον αφήσουν πίσω όταν θα έφευγαν για την Τροία –εξάλλου, δεν θα μπορούσε να πολεμήσει και το νησί είχε νερό και ζώα για να μην πεθάνει της πείνας. Έτσι κι έγινε.

Ο Φιλοκτήτης έμεινε μόνος του για καιρό, και έβλεπε πλοία να περνούν αλλά ποτέ δε σταματούσαν γι’ αυτόν. Ζούσε σε μια σπηλιά κι έχασε την αίσθηση του χρόνου. Χρόνια μετά, είδε φωτιά στην παραλία και πλησίασε τους τρεις άντρες που κάθονταν γύρω της. Του πρότειναν ψωμί και κρασί. Το κρασί όμως τον κοίμισε, και όταν ξύπνησε ήταν δεμένος πισθάγκωνα. Όταν καθάρισε το βλέμμα του, είδε μπροστά του τον τελευταίο άνθρωπο που ήθελε να δει. Τον Οδυσσέα.

Ο Οδυσσέας του είπε, πιάνοντας στα χέρια του το τόξο του Ηρακλή, πως είχαν περάσει δέκα χρόνια και πως ήταν λάθος των Αχαιών που άφησαν πίσω τους τον Φιλοκτήτη. Αφού η μάχη των δύο στρατευμάτων δεν είχε αποτέλεσμα, είχε αποφασίσει ο ίδιος να ντυθεί ζητιάνος και να μπει μόνος του στην πόλη. Απήγαγε τον αρχιερέα και έμαθε απ’ αυτόν πως η Τροία δεν θα έπεφτε αν δεν έπεφτε ο Πάρης, και ο Φιλοκτήτης ήταν ο κατάλληλος για τη δουλειά χάρη στην ικανότητά του στην τοξοβολία. Ο Φιλοκτήτης γέλασε, «Και γιατί να σε βοηθήσω;»

«Γιατί ξέρω κάτι που δεν ξέρεις».

Ο Οδυσσέας ήξερε πώς να γιατρέψει την πληγή του Φιλοκτήτη, και του είπε πως δεν θα χρειαζόταν να σκοτώσει τον Πάρη για χάρη των Αχαιών μέχρι να γιατρευτεί. Συμφώνησε.

Η Οινώνη σταμάτησε λίγο την αφήγηση, για να καταλάβει ο Πάρης τι είχε συμβεί –είχε τώρα αρχίσει ο πυρετός και βογκούσε απ’ τους πόνους. Ο Φιλοκτήτης λοιπόν είχε δηλητηριάσει τον Πάρη με το αίμα της Ύδρας. Η Οινώνη ήταν, βεβαίως, αυτή που γιάτρεψε τον Φιλοκτήτη και μάλιστα γνωρίζοντας τους σκοπούς του. Ο Πάρης κατάλαβε –η Οινώνη θα τον άφηνε να πεθάνει.

«Εγώ είμαι που σε σκότωσα, Πάρη. Σαν να ήταν το δικό μου χέρι που έστειλε το βέλος από το τόξο του Ηρακλή.»

«Γιατί;»

«Γιατί; Επειδή εσύ με σκότωσες πρώτος, Πάρη.»

Ο Πάρης ούρλιαξε στους υπηρέτες τους να τον πάρουν από κει και η Οινώνη έμεινε μόνη. Σήκωσε τα χέρια της πανηγυρικά και γέλασε. Μετά, την περικύκλωσε η ησυχία. Αισθάνθηκε ότι η σιωπή θα την κατάπινε.

Ελπίζοντας να μην είναι αργά, έτρεξε να προλάβει τον Πάρη, αλλά ήταν ήδη νεκρός. Οι υπηρέτες είχαν κιόλας μαζέψει ξύλα για την ταφική πυρά. Η Οινώνη ανέβηκε δίπλα στο πτώμα του Πάρη, αλλά καμιά φωτιά δεν μπορούσε να την σκοτώσει. Όταν όλα τελείωσαν, σηκώθηκε από τις στάχτες και γύρισε στη μοναξιά του βουνού. Ποτέ δεν θ’ αγαπούσε ξανά έναν θνητό.