Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ - Πανηγυρικός (115-128)

Αποτέλεσμα εικόνας για μουσείο ακρόπολησ εκθέματα[115] Καὶ μὴν οὐδὲ τὴν παροῦσαν εἰρήνην, οὐδὲ τὴν αὐτονομίαν τὴν ἐν ταῖς πολιτείαις μὲν οὐκ ἐνοῦσαν, ἐν δὲ ταῖς συνθήκαις ἀναγεγραμμένην, ἄξιον ἑλέσθαι μᾶλλον ἢ τὴν ἀρχὴν τὴν ἡμετέραν. τίς γὰρ ἂν τοιαύτης καταστάσεως ἐπιθυμήσειεν, ἐν ᾗ καταποντισταὶ μὲν τὴν θάλατταν κατέχουσιν, πελτασταὶ δὲ τὰς πόλεις καταλαμβάνουσιν,

[116] ἀντὶ δὲ τοῦ πρὸς ἑτέρους περὶ τῆς χώρας πολεμεῖν ἐντὸς τείχους οἱ πολῖται πρὸς ἀλλήλους μάχονται, πλείους δὲ πόλεις αἰχμάλωτοι γεγόνασιν ἢ πρὶν τὴν εἰρήνην ἡμᾶς ποιήσασθαι, διὰ δὲ τὴν πυκνότητα τῶν μεταβολῶν ἀθυμοτέρως διάγουσιν οἱ τὰς πόλεις οἰκοῦντες τῶν ταῖς φυγαῖς ἐζημιωμένων· οἱ μὲν γὰρ τὸ μέλλον δεδίασιν, οἱ δ᾽ ἀεὶ κατιέναι προσδοκῶσιν.

[117] τοσοῦτον δ᾽ ἀπέχουσιν τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς αὐτονομίας, ὥσθ᾽ αἱ μὲν ὑπὸ τυράννοις εἰσίν, τὰς δ᾽ ἁρμοσταὶ κατέχουσιν, ἔνιαι δ᾽ ἀνάστατοι γεγόνασιν, τῶν δ᾽ οἱ βάρβαροι δεσπόται καθεστήκασιν· οὓς ἡμεῖς διαβῆναι τολμήσαντας εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ μεῖζον ἢ προσῆκεν αὐτοῖς φρονήσαντας

[118] οὕτω διέθεμεν ὥστε μὴ μόνον παύσασθαι στρατείας ἐφ᾽ ἡμᾶς ποιουμένους, ἀλλὰ καὶ τὴν αὑτῶν χώραν ἀνέχεσθαι πορθουμένην, καὶ διακοσίαις καὶ χιλίαις ναυσὶν περιπλέοντας εἰς τοσαύτην ταπεινότητα κατεστήσαμεν ὥστε μακρὸν πλοῖον ἐπὶ τάδε Φασήλιδος μὴ καθέλκειν, ἀλλ᾽ ἡσυχίαν ἄγειν, καὶ τοὺς καιροὺς περιμένειν, ἀλλὰ μὴ τῇ παρούσῃ δυνάμει πιστεύειν.

[119] καὶ ταῦθ᾽ ὅτι διὰ τὴν τῶν προγόνων τῶν ἡμετέρων ἀρετὴν οὕτως εἶχεν, αἱ τῆς πόλεως συμφοραὶ σαφῶς ἐπέδειξαν· ἅμα γὰρ ἡμεῖς τε τῆς ἀρχῆς ἀπεστερούμεθα καὶ τοῖς Ἕλλησιν ἀρχὴ τῶν κακῶν ἐγίγνετο. μετὰ γὰρ τὴν ἐν Ἑλλησπόντῳ γενομένην ἀτυχίαν ἑτέρων ἡγεμόνων καταστάντων ἐνίκησαν μὲν οἱ βάρβαροι ναυμαχοῦντες, ἦρξαν δὲ τῆς θαλάττης, κατέσχον δὲ τὰς πλείστας τῶν νήσων, ἀπέβησαν δ᾽ εἰς τὴν Λακωνικήν, Κύθηρα δὲ κατὰ κράτος εἷλον, ἅπασαν δὲ τὴν Πελοπόννησον κακῶς ποιοῦντες περιέπλευσαν.

[120] μάλιστα δ᾽ ἄν τις συνίδοι τὸ μέγεθος τῆς μεταβολῆς εἰ παραναγνοίη τὰς συνθήκας τάς τ᾽ ἐφ᾽ ἡμῶν γενομένας καὶ τὰς νῦν ἀναγεγραμμένας. τότε μὲν γὰρ ἡμεῖς φανησόμεθα τὴν ἀρχὴν τὴν βασιλέως ὁρίζοντες καὶ τῶν φόρων ἐνίους τάττοντες καὶ κωλύοντες αὐτὸν τῇ θαλάττῃ χρῆσθαι· νῦν δ᾽ ἐκεῖνός ἐστιν ὁ διοικῶν τὰ τῶν Ἑλλήνων καὶ προστάττων ἃ χρὴ ποιεῖν ἑκάστους καὶ μόνον οὐκ ἐπιστάθμους ἐν ταῖς πόλεσιν καθιστάς.

[121] πλὴν γὰρ τούτου τί τῶν ἄλλων ὑπόλοιπόν ἐστιν; οὐ καὶ τοῦ πολέμου κύριος ἐγένετο καὶ τὴν εἰρήνην ἐπρυτάνευσεν καὶ τῶν παρόντων πραγμάτων ἐπιστάτης καθέστηκεν; οὐχ ὡς ἐκεῖνον πλέομεν ὥσπερ πρὸς δεσπότην ἀλλήλων κατηγορήσοντες; οὐ βασιλέα τὸν μέγαν αὐτὸν προσαγορεύομεν ὥσπερ αἰχμάλωτοι γεγονότες; οὐκ ἐν τοῖς πολέμοις τοῖς πρὸς ἀλλήλους ἐν ἐκείνῳ τὰς ἐλπίδας ἔχομεν τῆς σωτηρίας, ὃς ἀμφοτέρους ἡμᾶς ἡδέως ἂν ἀπολέσειεν;

[122] Ὧν ἄξιον ἐνθυμηθέντας ἀγανακτῆσαι μὲν ἐπὶ τοῖς παροῦσιν, ποθέσαι δὲ τὴν ἡγεμονίαν τὴν ἡμετέραν, μέμψασθαι δὲ Λακεδαιμονίους ὅτι τὴν μὲν ἀρχὴν εἰς τὸν πόλεμον κατέστησαν ὡς ἐλευθερώσοντες τοὺς Ἕλληνας, ἐπὶ δὲ τελευτῆς οὕτω πολλοὺς αὐτῶν ἐκδότους [τοῖς βαρβάροις] ἐποίησαν, καὶ τῆς μὲν ἡμετέρας πόλεως τοὺς Ἴωνας ἀπέστησαν ἐξ ἧς ἀπῴκησαν καὶ δι᾽ ἣν πολλάκις ἐσώθησαν, τοῖς δὲ βαρβάροις αὐτοὺς ἐξέδοσαν ὧν ἀκόντων τὴν χώραν ἔχουσιν καὶ πρὸς οὓς οὐδὲ πώποτ᾽ ἐπαύσαντο πολεμοῦντες.

[123] καὶ τότε μὲν ἠγανάκτουν, ὅθ᾽ ἡμεῖς νομίμως ἐπάρχειν τινῶν ἠξιοῦμεν· νῦν δ᾽ εἰς τοιαύτην δουλείαν καθεστώτων οὐδὲν φροντίζουσιν αὐτῶν, οἷς οὐκ ἐξαρκεῖ δασμολογεῖσθαι καὶ τὰς ἀκροπόλεις ὁρᾶν ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν κατεχομένας, ἀλλὰ πρὸς ταῖς κοιναῖς συμφοραῖς καὶ τοῖς σώμασιν δεινότερα πάσχουσιν τῶν παρ᾽ ἡμῖν ἀργυρωνήτων· οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν οὕτως αἰκίζεται τοὺς οἰκέτας ὡς ἐκεῖνοι τοὺς ἐλευθέρους κολάζουσιν.

[124] μέγιστον δὲ τῶν κακῶν, ὅταν ὑπὲρ αὐτῆς τῆς δουλείας ἀναγκάζωνται συστρατεύεσθαι, καὶ πολεμεῖν τοῖς ἐλευθέροις ἀξιοῦσιν εἶναι, καὶ τοιούτους κινδύνους ὑπομένειν ἐν οἷς ἡττηθέντες μὲν παραχρῆμα διαφθαρήσονται, κατορθώσαντες δὲ μᾶλλον εἰς τὸν λοιπὸν χρόνον δουλεύσουσιν.

[125] ὧν τίνας ἄλλους αἰτίους χρὴ νομίζειν ἢ Λακεδαιμονίους, οἳ τοσαύτην ἰσχὺν ἔχοντες περιορῶσι τοὺς μὲν αὑτῶν συμμάχους γενομένους οὕτω δεινὰ πάσχοντας, τὸν δὲ βάρβαρον τῇ τῶν Ἑλλήνων ῥώμῃ τὴν ἀρχὴν τὴν αὑτοῦ κατασκευαζόμενον; καὶ πρότερον μὲν τοὺς ‹μὲν› τυράννους ἐξέβαλλον, τῷ δὲ πλήθει τὰς βοηθείας ἐποιοῦντο, νῦν δὲ [εἰς] τοσοῦτον μεταβεβλήκασιν ὥστε ταῖς μὲν πολιτείαις πολεμοῦσιν, τὰς δὲ μοναρχίας συγκαθιστᾶσιν.

[126] τὴν μέν γε Μαντινέων πόλιν εἰρήνης ἤδη γεγενημένης ἀνάστατον ἐποίησαν, καὶ τὴν Θηβαίων Καδμείαν κατέλαβον, καὶ νῦν Ὀλυνθίους καὶ Φλειασίους πολιορκοῦσιν, Ἀμύντᾳ δὲ τῷ Μακεδόνων βασιλεῖ καὶ Διονυσίῳ τῷ Σικελίας τυράννῳ καὶ τῷ βαρβάρῳ τῷ τῆς Ἀσίας κρατοῦντι συμπράττουσιν, ὅπως ὡς μεγίστην ἀρχὴν ἕξουσιν.

[127] καίτοι πῶς οὐκ ἄτοπον τοὺς προεστῶτας τῶν Ἑλλήνων ἕνα μὲν ἄνδρα τοσούτων ἀνθρώπων καθιστάναι δεσπότην ὧν οὐδὲ τὸν ἀριθμὸν ἐξευρεῖν ῥᾴδιόν ἐστιν, τὰς δὲ μεγίστας τῶν πόλεων μηδ᾽ αὐτὰς αὑτῶν ἐᾶν εἶναι κυρίας, ἀλλ᾽ ἀναγκάζειν δουλεύειν ἢ ταῖς μεγίσταις συμφοραῖς περιβάλλειν;

[128] ὃ δὲ πάντων δεινότατον, ὅταν τις ἴδῃ τοὺς τὴν ἡγεμονίαν ἔχειν ἀξιοῦντας ἐπὶ μὲν τοὺς Ἕλληνας καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν στρατευομένους, πρὸς δὲ τοὺς βαρβάρους εἰς ἅπαντα τὸν χρόνον συμμαχίαν πεποιημένους.

***
Καταδίκη της Ειρήνης του Ανταλκίδα — Η ευθύνη των Σπαρτιατών.
[115] Αλλά ούτε η ειρήνη, που έχομε τώρα, ούτε η δήθεν αυτονομία, που είναι γραμμένη βέβαια στις συνθήκες, μα δεν υπάρχει πραγματικά στις πολιτείες, αξίζει να προτιμηθούν μπροστά στη δικιά μας ηγεμονία. Και πράγματι ποιός θα ήταν δυνατό να επιθυμήσει μια τέτοια θλιβερή κατάσταση,

[116] όπου οι πειρατές κατέχουν τις θάλασσες, οι πελταστές κυριεύουν τις πόλεις, και οι πολίτες, αντί να μάχονται με τους εχθρούς, για να υπερασπίσουν τις πόλεις τους, τρώγονται μεταξύ τους μες στα τείχη, όπου μετά την ειρήνη υποδουλώθηκαν με βία πόλεις ακόμα περισσότερες από όσες πριν από αυτή, όπου από τις συχνές πολιτικές αναστατώσεις πιο τρομαγμένοι είναι οι κάτοικοι στις πόλεις από αυτούς που βρίσκονται διωγμένοι σε εξορίες; Τρέμουν, βλέπετε, τί θα τους ξημερώσει, ενώ οι άλλοι έχουν τουλάχιστον ελπίδα πως θα γυρίσουν κάποτε στον τόπο τους.

[117] Και τόσο μακριά βρίσκονται από την ελευθερία και την αυτονομία, ώστε άλλες είναι στα χέρια των τυράννων, αλλού λύνουν και δένουν οι αρμοστές, πολλές έχουν καταστραφεί εντελώς και άλλες έχουν το βάρβαρο για αφέντη. Αυτόν που, όταν τόλμησε κάποτε να περάσει στην Ευρώπη και να το πάρει απάνω του πιότερο από όσο το άξιζε, τον καταντήσαμε σε τέτοια κατάσταση εμείς,

[118] ώστε όχι μόνο να σταματήσει οριστικά τις εκστρατείες εναντίον μας, αλλά να ανέχεται να καταστρέφεται και η χώρα του. Και μόλο που έπλευσε για εδώ με χίλια διακόσια πλοία, σε τέτοια ταπείνωση τον ρίξαμε, ώστε πολεμικό καράβι να μην τολμάει να κατεβάσει πια εδώθε από την Φασήλιδα, μόνο να κάθεται ήσυχα, να περιμένει ίσως ευνοϊκή περίσταση, μα να μην έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις που διέθετε.

[119] Και ότι τα πράγματα βάδισαν όπως βάδισαν μόνο με την ανδρεία των προγόνων μας, το έδειξαν ολοκάθαρα οι συμφορές της πόλης μας. Αμέσως, μόλις χάσαμε την ηγεμονία εμείς, άρχισαν και των Ελλήνων τα δεινά. Ύστερα δηλαδή από την καταστροφή μας στον Ελλήσποντο και αφού άλλοι ανάλαβαν πια την ηγεσία, οι βάρβαροι νίκησαν σε ναυμαχία, πήραν την εξουσία στη θάλασσα, κατέλαβαν τα περισσότερα νησιά, αποβιβάστηκαν στη Λακωνική, κυρίεψαν τα Κύθηρα με βία και έκαναν το γύρο της Πελοποννήσου λεηλατώντας και ρημάζοντας.

[120] Ο καλύτερος τρόπος μάλιστα για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της μεταβολής που μεσολάβησε είναι να παραβάλει τα κείμενα των συνθηκών που έγιναν στις μέρες μας με αυτές που υπογράφτηκαν τώρα τελευταία. Από τη σύγκριση αυτή θα αποδειχτεί πως τότε εμείς βάζαμε περιορισμούς στην εξουσία του βασιλιά, ορίζαμε τους φόρους σε ορισμένες περιπτώσεις και του απαγορεύαμε να βγαίνει ελεύθερα στη θάλασσα· τώρα όμως εκείνος είναι που ρυθμίζει των Ελλήνων τα ζητήματα, τους δίνει εντολές πάνω στο τί πρέπει να κάμουν, και μόνο που δε βάζει Πέρσες σατράπες τοποτηρητές στις πόλεις μας.

[121] Γιατί τί άλλο πια απομένει έξω από αυτό; Μήπως δεν έκανε ό,τι ήθελε στον πόλεμο; Δεν υπαγόρευσε αυτός τους όρους της ειρήνης και δε ρυθμίζει σήμερα όπως θέλει τη γενική πολιτική κατάσταση; Δεν τρέχουμε σ᾽ εκείνον, σαν να είναι αφεντικό μας, όταν είναι να κατηγορήσουμε η μια πόλη την άλλη; Δεν τον αποκαλούμε Μεγάλο Βασιλέα, σαν να είμαστε στα χέρια του αιχμάλωτοι; Και όταν πολεμούμε μεταξύ μας, ελπίδες σωτηρίας δε στηρίζουμε σ᾽ εκείνον, που με μεγάλη του χαρά όλους θα μας εξόντωνε;

[122] Όλα αυτά θα πρέπει να τα αναλογιστούμε και, αφού νιώσουμε αγανάκτηση για τη σημερινή κατάντια μας, να επιζητήσουμε φιλότιμα την ανασύσταση της ηγεμονίας μας. Ακόμα να αποδώσουμε μομφή στους Σπαρτιάτες, γιατί άρχισαν τον πόλεμο δήθεν για να ελευθερώσουν τους Έλληνες και, καταλήγοντας, τόσο πολλούς παράδωσαν στα χέρια των βαρβάρων, γιατί απόσπασαν τους Ίωνες από τη δικιά μας πόλη, που ήταν η μητρόπολή τους και που τους έσωσε τόσες φορές, για να τους παραδώσουν στους βαρβάρους, που κατέχουν τη χώρα τους παρά τη θέλησή τους και ούτε στιγμή δεν έπαψαν να πολεμούν μαζί τους.

[123] Και τότε βέβαια τους έπιανε η αγανάκτηση, όταν εμείς είχαμε τη δίκαιη αξίωση να διοικούμε μερικούς από τους Έλληνες με τρόπο νόμιμο· τώρα όμως, που έπεσαν σε μια τέτοια σκλαβιά οι ίδιοι αυτοί Έλληνες, καθόλου δε νοιάζονται γι᾽ αυτούς, που δεν τους φτάνει μόνο να ρημάζονται στους φόρους, να βλέπουν τις ακροπόλεις τους να τις κατέχουν οι εχθροί, αλλά, εξόν από την κοινή τους συμφορά, δέχονται και μαρτύρια σωματικά ακόμα φοβερότερα απ᾽ όσα οι σκλάβοι που αγοράζουμε με χρήμα. Κανένας από μας δεν τυραννάει το δούλο του με τόση απανθρωπιά, όπως εκείνοι εκεί πέρα βασανίζουν τους ελεύθερους.

[124] Μα το πιο τραγικό μαρτύριο είναι γι᾽ αυτούς όταν τους αναγκάζουν να εκστρατεύουν μαζί τους, για να εξασφαλίσουν την ίδια τη σκλαβιά τους, να πολεμούν με εκείνους που έχουν την απαίτηση να μείνουν ελεύθεροι και να αντιμετωπίζουν τους πιο σκληρούς αγώνες, όπου, αν νικηθούν, την ίδια τη στιγμή θα αφανιστούν, αν πάλι κατορθώσουν και νικήσουν, θα σιγουρέψουν τη σκλαβιά τους ακόμα περισσότερο.

[125] Και για όλα αυτά ποιούς άλλους πρέπει να θεωρήσουμε υπεύθυνους, αν όχι τους Σπαρτιάτες, που με τέτοια δύναμη στα χέρια τους αφήνουν τους συμμάχους να υποφέρουν βάσανα φριχτά, και τους βαρβάρους να απλώνουν τη δύναμη και την κυριαρχία τους με των Ελλήνων την παλικαριά και τη βοήθεια; Αυτοί που πρώτα διώχναν τους τυράννους και βοηθούσαν το λαό, τόσο πολύ άλλαξαν πολιτική, που πολεμούν τα πολιτεύματα τα δημοκρατικά και εγκαθιστούν παντού τις μοναρχίες.

[126] Άλλωστε κατάστρεψαν από τα θεμέλια τη Μαντίνεια, και μάλιστα μετά τη σύναψη ειρήνης, υπόταξαν με βία την ακρόπολη Καδμεία των Θηβαίων και τώρα δα πολιορκούν την Όλυνθο και το Φλιούντα. Ακόμα βοηθούν το βασιλιά των Μακεδόνων Αμύντα, τον τύραννο της Σικελίας Διονύσιο, ώς και το βάρβαρο που εξουσιάζει την Ασία, για να αποκτήσουν οι ίδιοι όσο γίνεται πιο μεγάλη δύναμη και επιβολή.

[127] Και όμως τουλάχιστο παράλογο δεν είναι οι ίδιοι οι προστάτες των Ελλήνων από τη μια μεριά να ορίζουν κυρίαρχο και αφέντη ένα μονάχα πρόσωπο σε τόσο πλήθος από ανθρώπους, που και τον αριθμό τους δεν μπορείς να υπολογίσεις, και από την άλλη να μην αφήνουν ούτε τις πιο μεγάλες πόλεις να κανονίζουν μόνες τα ζητήματά τους, μα ή να τις αναγκάζουν να είναι σκλάβες ή να τις ρίχνουν σε συμφορές αβάσταχτες;

[128] Και το φριχτότερο από όλα, να βλέπεις αυτούς που έχουν την αξίωση να είναι στην Ελλάδα ηγεμόνες να κάνουν κάθε μέρα εκστρατείες ενάντια στους Έλληνες, με τους βαρβάρους όμως να έχουν πάντοτε φιλία και συμμαχία αδιατάραχτη.

ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν τέλεια συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ ἐγκαθίδρυση τῆς δημοκρατίας σὲ μία πόλη τόσο πολυάνθρωπη ὄσο ἡ δική τοὺς ἦταν μεγάλος νεωτερισμός. Ἦταν ὑπερήφανοι για τὸ σύνταγμά τούς. Ἀπὸ τὰ τρία καθεστῶτα πού χαρακτήριζαν τοὺς Ἕλληνες ἕνα μόνο φαινόταν νὰ ἁρμόζει στήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια: αὐτό πού ἀντέτασσε τὴν ἀρχὴ τῆς ἰσότητας στήν ἀρχή τῆς ὀλιγαρχίας καὶ ὑπεράσπιζε τὸ δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν τυραννία. Ἐλευθερία, Ἰσότητα, ἦταν κυριολεκτικὰ τὸ ἔμβλημα τῶν Ἀθηναίων· πρόσθεσαν τὴν ἀδερφοσύνη, κάτω ἀπὸ τή λέξη φιλανθρωπία. Mέ αἴσθημα ὑπερηφάνειας σύγκριναν τὴν πόλη τούς μὲ ὅλες τὶς ἄλλες, καὶ εἰδικὰ μὲ τή Σπάρτη, πρὸς τὴν ὁποία στρέφονταν μὲ νοσταλγία ὅλοι οἱ ἀντίπαλοι τῶν ἰδεῶν πού ἦταν ἀγαπητὲς σ’ αὐτούς. Πιθανότατα οἱ δημόσιοι ἄνδρες καί οἱ Ἀθηναῖοι ποιητὲς ὑπερέβαλλαν σὲ ἐπαίνους, ὅταν μιλοῦσαν για τὸ πολίτευμά τούς· ἀλλὰ κι αὐτὸς ὁ λυρισμὸς ἔχει ἱστόρικὴ ἀξία: τέτοιες διαχύσεις αἲσθἡμάτων μᾶς ἀποκαλύπτουν τὴν ψυχή ἑνὸς λαοῦ· ὑπάρχουν ἐνθουσιασμοὶ πού μαρτυροῦν ἕνα ἰδεῶδες.
 
Τὸ ἀθηναϊκο ἰδεῶδες κανένας ἄλλος δὲν τὸ παρουσίασε μὲ εὐγλωττία πιὸ μεγαλειώδη καί πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὸν Θουκυδίδη. Ὁ ἱστόρικὸς προσέχει καλὰ νὰ μὴ μιλήσει γιά λογαριασμὸ του· δὲν θὰ ἦταν εἰλικρινής, ἀφοῦ δὲν αἰσθανόταν καμιὰ τρυφερότητα γιὰ τὴν πολιτικὴ τῆς χώρας του. Ἔτσι, αὐτό τὸ θαυμάσιο σχόλιο, τοῦ ὁποίου ἡ κάθε λέξη εἶναι σὰν ἕνα χρυσὸ μεταλλιο μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἀθηνᾶς Πολιάδας, τὸ ἀποδίδει στόν φίλο τοῦ Ἀναξαγόρα, τὸν ἐμψυχωτή τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας, τὸν «Ὀλύμπιο» πού ὑπέταξε, ἐπὶ τριάντα χρόνια, τὶς καθημερινὲς μικρότητες τῆς ἀγορᾶς: στόν Περικλη.
 
Ἐπιφορτίςμένος νὰ ἐκφωνήσει τὸν ἐπιτάφιο τῶν πολεμιστῶν πού πέθαναν γιὰ τὴν πατρίδα, ὁ ρήτορας δηλώνει ὅτι, χωρὶς να χρονοτριβήσει στὸν ἔπαινο ὅλων ἐκείνων πού, στό παρελθὸν ἤ στὸ παρόν, συνέβαλαν στὸ μεγαλεῖο τῆς Ἀθηνᾶς, θὰ ἐξετάσει τούς θεσμοὺς καὶ τὰ ἤθη πού συνιστοῦν τή βασική αἰτία τῆς δὺναμης καὶ τῆς εὐημερίας της.
 
«Τὸ πολίτευμά μας, βεβαιώνει ἀρχίζοντας, δὲν ἔχει τίποτε νὰ ζηλέψει ἀπὸ τοὺς νόμους τῶν γειτόνων· γεγονὸς εἶναι ὅτι ἀποτελοῦμε παράδειγμα γιὰ μερικούς, παρὰ ὅτι ἔχουμε μιμηθεῖ ἄλλους. Τὸ ὄνομὰ του εἶναι δημοκρατία, γιατὶ σκοπεύει στὸ συμφέρον ὄχι μιᾶς μειοψηφίας, ἀλλὰ τοῦ πιὸ μεγάλου ἀριθμοῦ.» Πρώτη του ἀρχὴ ἔχει τὴν ἰσότητα. Στήν ἰδιωτικὴ ζωὴ ὁ νόμος δὲν κάνει καμία διάκριση ἀνάμεσα στοὺς πολίτες. Στή δημόσια ζωὴ ἡ ὑπόληψη δὲν συνδέεται οὔτε μὲ τὴν καταγωγὴ οὔτε μὲ τὴν περιουσία, ἀλλά μόνο μὲ τὴν ἀξία, καί δὲν εἶναι οἱ κοινωνικὲς διακρίσεις, ἀλλὰ ἡ ἀρμοδιότητα καὶ ἡ ἰδιοφυία πού ἀνοίγουν τὸ δρόμο στίς τιμές. Μία τέτοια ἀντίληψη γιὰ τὴν ἰσότητα, πού ἀφήνει τὸ πεδίο ἀνοιχτὸ στήν προσωπικὴ ἀξία, δὲν βλάπτει καθόλου τὴν ἐλευθερία. Καθένας εἶναι ἐλεύθερος στίς πράξεις του, χωρὶς νὰ φοβάται οὔτε φιλύποπτη περιέργεια οὔτε ἀποδοκιμαστικὰ βλέμματα. Ἀλλὰ ἡ ἐλευθερία τῶν ἀτόμων ἔχει ὡς ὅρια τὰ δικαιώματα τοῦ κράτους, τὴν ὑποχρέωση τῶν πολιτῶν νὰ πειθαρχοῦν. Ἡ δημόσια τάξη ἐπιβάλλει τὴν ὑποταγὴ στίς καθιερωμένες ἐξουσίες, τὴν ὑπακοὴ στοὺς νόμους, κυρίως στούς νόμους τῆς ἀδερφοσύνης, πού ἑξασφαλίζουν τὴν προστασία τῶν ἀδυνάτων, καί στούς ἄγραφους νόμους πού πηγάζουν ἀπὸ τὴν καθολικὴ συνείδηση.
 
Ἕνα τέτοιο πολίτευμα δαψιλεύει σὲ ὅλους ἀναρίθμητες εὐεργεσίες. Ἡ ζωὴ ἔχει περισσοτέρη γοητεία στήν Ἀθήνα παρὰ ὁπούδήποτε ἀλλοῦ: οἱ περιοδικὲς ἐορτὲς ξεκουράζουν τὸ μυαλό, καὶ τὸ θαλάσσιο ἐμπόριο κάνει νὰ συρρέουν προϊόντα ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο. Αὐτό δὲν ἐμποδίζει τή μαθητεία στα πολεμικά. Ἀλλὰ ὅλα γίνονται σὲ ἄπλετο φῶς, χωρὶς μυστήριο καὶ χωρὶς καταναγκασμό. Δὲν ὑπάρχουν νόμοι πού νὰ ἀποκλείουν τοὺς ξένους ἀπὸ τὴν πόλη· δὲν ὑπάρχουν ἐπίπονες ἀσκήσεις πού νὰ καθιστοῦν τὴν ἀνδρεία ἀρετὴ πού διδάσκεται· τὸ φυσικὸ θάρρος εἶναι ἀρκετό στούς Ἀθηναίους γιὰ νὰ φανοῦν, σὲ ὦρες δοκιμασίας, ἐφάμιλλοι τῶν ἐχθρῶν, τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ εἶναι μιὰ ἀτέρμονη καταπόνηση.
 
Καί νὰ ἄλλοι τίτλοι δόξας: Φιλοκαλλοῦν χωρίς ὑπερβολικὲς δαπάνες· καλλιεργοῦν τὴν ἐπιστήμη χωρὶς νὰ χάνουν τίποτε ἀπό τή δραστηριότητά τους. Γι’ αὐτοὺς ὁ πλοῦτος δὲν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο μεγαλαυχίας, ἀλλὰ ὄργανο ἐργασίας, καὶ ἡ φτώχεια δὲν εἶναι ντροπὴ παρὰ ὅταν δὲν κάνουν τίποτε γιὰ νὰ ἁπαλλαγοῦν ἀπὸ αὐτήν. Πῶς τέτοιοι ἄνθρωποι δὲν θὰ ἦταν ἄξιοι να φροντίζουν συγχρόνως τὰ συμφέροντά τους καί τὰ συμφέροντα τῆς πόλης τους; Στήν Ἀθήνα οἱ ἄνθρωποί πού ἐργάζονται καταλαβαίνουν ἀπὸ πολιτική, καὶ ὅποιος μένει ἔξω ἀπὸ τὰ δημόσια πράγματα θεωρεῖται ἄχρηστος. Ἑνωμένοι σὲ ἕνα σῶμα, οἱ πολίτες ξέρουν νὰ κρίνουν σωστὰ καί νὰ παίρνουν τίς ἀποφάσεις πού πρέπει, γιατὶ δὲν νομίζουν ὅτι ὁ λόγος εἶναι βλαβερὸς στήν πράξη, καὶ θέλουν, ἀντίθετα, νὰ χυθεῖ φῶς μὲ τή συζητηση. Ἐνῶ ἀλλοῦ ἡ τόλμη εἶναι ἀποτέλεσμα ἀγνοίας καί ἡ σκέψη αἰτία ἀναποφασιστικότητας, ἡ Ἀθήνα ἑξασκεῖται στήν τόλμη μὲ τή σκέψη.
 
Ἕνα τελευταῖο χαρακτηριστικὸ πού τὴν ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ ἄλλα ἔθνη εἶναι ἡ γενναιοδωρία της. Προσφέρει τίς ὑπηρεσίες της χωρὶς ὑπολογισμό, χωρὶς ὑστεροβουλία, καὶ μὲ τὴν ἐμμονὴ της στὸ νὰ ἐξυπηρετεῖ προλαμβάνει τή χαλάρωση τῆς εὐγνωμοσύνης. «Μὲ λίγα λόγια, συμπεραίνει ὁ Περικλῆς, ἡ Ἀθήνα ἀποτελεῖ τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν» (τὸ σχολεῖο τῆς Ἑλλάδας).
 
Μόλο πού αὐτές οἱ ἀντιλήψεις εἶναι πολὺ ὡραῖες καὶ πολὺ συστηματοποιημένες, γιὰ νὰ δώσουν μιά πιστὴ καί πλήρη εἰκόνα τῆς πραγματικότητας, ὅμως ρίχνουν ἕνα κολακευτικὸ φῶς πάνω της, χωρὶς νὰ τὴν παραμορφώνουν. Αὐτό πού ἐντυπωσιάζει περισσότερο σ’ αὐτὰ τὰ κεφάλαια τοῦ Θουκυδίδη δὲν εἶναι οἱ σκὲψεις πάνω στή δημοκρατικὴ ἰσότητα, γιατὶ εἶναι συνηθισμένες καὶ θυμίζουν τοὺς κοινοὺς τόπούς πάνω στήν ἰσονομία, γιὰ τοὺς ὁποίους καμαρώνουν ὁ Ἡρόδοτος καί ὁ Εὐριπίδης. Αὐτὸ πού ἀξίζει νὰ ἐπισύρει τὴν προσοχὴ εἶναι οἱ ἰδέες γιά τίς σχέσεις κράτούς καί ἀτόμου. Σ’ αὐτές βρίσκει κανεὶς ἀξιώματα πού θὰ ἔλεγε ὅτι ἐνέπνευσαν τή Διακηρύξη τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου. Ἡ πολιτικὴ ἐλευθερία δὲν εἶναι παρὰ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐλευθερίας πού ἀπολαμβάνουν ὅλοι οἱ πολίτες στήν ἰδιωτικὴ τους ζωή. Ποῦ εἶναι λοιπὸν αὐτή ἡ καταπίεση πού τοὺς ἔκανε νὰ νιώθουν, σύμφωνα μὲ μιὰ διαδομένη προκατάληψη, ἡ παντοδυναμία τῆς πόλης; Συνηθισμένοι νὰ ζοῦν ὅπως τοὺς ἀρέσει, ἐπεμβαίνουν χωρὶς δυσκολία, ἐὰν θέλουν, στίς συζητήσεις πού διαφωτίζουν τίς κοινὲς ἀποφάσεις. Αὐτό ἐννοοῦσε καὶ ὁ Εὐριπίδης, ὅταν ἔβαζε τὸν Θησέα, τὸν ἥρωα τῆς δημοκρατίας, να λέει: «ἡ ἐλευθερία εἶναι τοῦτο: Ὅποιος θέλει νὰ δώσει μία καλή γνώμη στήν πόλη, ἂς βγει μπροστὰ καὶ ἂς μιλησει. Καθένας μπορεῖ, κατὰ τή διαθεσή του, νὰ προβληθεῖ ἐκφράζοντας μία γνώμη ἤ νὰ σιωπήσει. Ὑπάρχει ὡραιότερη ἰσότητα γιὰ τοὺς πολίτες;»· Τέλος, μὲ ὄλες αὐτές τίς ἀρχές, ἡ ἀθηναϊκή δημοκρατία τοῦ 5ου αἰώνα τείνει νὰ κρατήσει μία σωστὴ ἰσορροπία ἀνάμεσα στή νόμιμη ἐξουσία τοῦ κράτους καί στὰ φυσικὰ δικαιώματα τοῦ ἀτόμου.
 
Ἀλλὰ σ’ αὐτὸν τὸ λαμπρὸ πίνακα ἀντιπαρατίθεται ἕνας ἄλλος μὲ ζοφερὰ χρώματα. Οἱ ἴδιοι οἱ συγγραφεῖς πού πλέκουν ἐγκώμια, παρουσιάζουν καί αὐστηρές κριτικές. Στόν Ἡρόδοτο, ἀφοῦ ὁ Ὀτάνης μίλησε ὑπὲρ τῆς δημοκρατίας, ὁ Μεγάβυζος τοῦ ἀπαντᾶ μὲ σφοδρότητα; «Ὁ λαὸς δέν ἔχει καθόλου πρακτικὸ αἴσθημα· εἶναι πιὸ κουτὸς καί ὑπερβολικὸς ἀπ’ ὁτιδήποτε ἄλλο στόν κόσμο... Ὁ τύραννος, τουλάχιστον, ξέρει τι κάνει· ὁ λαὸς δεν ξέρει. Καί πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ξέρει, ἀφοῦ δὲν ἔχει οὔτε μόρφωση οὔτε φυσικὴ κρίση γιὰ τὸ ὡραῖο καί τὸ καλό; Ὁρμᾶ σὲ ἐγχειρήματα καὶ τὰ προωθεῖ χωρὶς σκέψη, ὅπως ἕνας χείμαρρος τὸ χειμώνα». Στήν τραγωδία τοῦ Εὐριπίδη, ὁ ξένος, στὸν ὀποῖο ἀπαντᾶ ὁ Θησέας, κατηγορεῖ «τοὺς ρήτορες πού ἐξάπτουν τὰ πλήθη καὶ τὰ παρασύρουν πρὸς ὄλες τίς κατευθύνσεις γιὰ τὸ προσωπικὸ τους συμφέρον, σήμερα γεμάτοι γοητεία καί τέρποντάς τους, αὔριο βλαβεροί, ἀργότερα συγκαλύπτοντας τὰ λάθη τους μέ τίς συκοφαντίες γιὰ να ἀποφύγουν τὴν τιμωρία». Ἀκόμη καὶ χωρίς τή δημαγωγία, ἡ δημοκρατία τοῦ φαίνεται ἀδικαιολόγητη· γιατὶ «πῶς ὁ λαός, ἀνίκανος γιὰ ἕνα σωστὸ συλλογισμό, θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει τὴν πόλη στὸ σωστὸ δρόμο;» Ὅσο γιὰ τὸν Θουκυδίδη, δίνει ἀντίστοιχα στὸ πορτρέτο τοῦ Περικλῆ τὸ πορτρέτο τοῦ Κλέωνα, καὶ κάνει τὸν Ἀλκιβιάδη να λέει: «Οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι ξέρουν τί ἀξίζει ἡ δημοκρατία(...): δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ καινούριο νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ μιὰ ἀναγνωρισμένη ἀνοησία».· Οἱ ἀποφασισμένοι ὅμως νὰ δοῦν τὰ ὑπὲρ καὶ τὰ κατὰ πού ἔδωσαν στήν ἀθηναϊκή δημοκρατία τὰ πιὸ σκληρὰ χτυπήματα δὲν εἶναι οἱ ἱστόρικοὶ καί οἱ ποιητές, ἀλλὰ ἕνας πολιτικός, ἕνας δηλωμένος ἀντίπαλος, ὁ ἀνώνυμος συγγραφέας μιᾶς Ἀθηναϊκής πολιτείας πού γιὰ καιρὸ θεωρήθηκε ἔργο τοῦ Ξενοφώντα. Ὁ λίβελος αὐτός, γραμμένος πιθανότατα τὸ 424, εἶναι ἔργο ἑνὸς ἀγέρωχου ἀριστοκράτη, ἑνὸς ψυχροῦ θεωρητικοῦ πού μιλάει σὲ μιὰ ἀριστοκρατικὴ ἑταιρεία. Ἀναπτύσσει τὶς σκέψεις του μὲ μία λογικὴ ἀτάραχη, ἀρκετὰ ἥρεμος ὥστε νὰ κάνει μιὰ διεισδυτική ἀνάλυση τοῦ πολιτεύματος πού ἀπεχθάνεται χωρὶς νὰ ἀφήνει τὸ μίσος νὰ θολώνει τὴν κρίση του, τόσο ὅμως μνησίκακος καὶ τόσο φανατικός, πού δὲν τὰ βάζει μὲ τοὺς δημοκρατικούς, ἐχθροὺς μὲ τοὺς ὁποίους δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ συνεννοηθεῖ λογικά, ἀλλὰ περιορίζεται ἁπλῶς στὸ νὰ διαλύσει τίς αὐταπάτες τῶν μετριοπαθῶν ὀλιγαρχικῶν. Τὶ τρέλα νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι ἡ δημοκρατία μπορεῖ νὰ βελτιωθεῖ! Εἶναι ἀπαίσια γιατὶ ἀκολουθεῖ τή φύση της, καὶ μένει πιστὴ στίς ἀρχὲς της γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ κάμει διαφορετικά. Ἡ δημοκρατικὴ ἰσότητα, ἡ ὑπεροχὴ τοῦ ἀριθμοῦ ἔχει ἀναπόφευκτη συνέπεια τὴν ἀδυναμία τῶν καλῶν καὶ τὴν κυριαρχία τῶν κακῶν. Δὲν ὑπάρχει μεταρρύθμιση πού μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει τὸ πλῆθος νὰ ζεῖ στήν ἀμάθεια, στήν ἀπειθαρχία, στήν ἀτιμία, «γιατὶ ἡ φτώχεια ὠθεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ ταπεινὲς πράξεις, ἀπὸ ἔλλειψη ἀγωγῆς καί μόρφωσης, ὀφειλόμενη στήν ἀχρηματία». Ἡ δημοκρατικὴ κυβέρνηση ἀναδείχνει τὰ χειρότερα στοιχεῖα τῆς πολιτείας: νὰ τὸ πρωταρχικὸ καὶ ἀναγκαῖο γεγονός
 
«Δὲν θὰ ἔπρεπε, θὰ πεῖ κανείς, νὰ ἐπιτρέπεται σὲ ὅλους ἀδιακρίτως νὰ παίρνουν τὰ λόγο στήν ἐκκλησία τοῦ δήμου καὶ να ἐκλέγονται βουλευτές, ἀλλὰ μόνο σὲ ἐκείνους πού ἔχουν τή μεγαλύτερη εὐθυκρισία καὶ τὸ μεγαλύτερο τάλαντο. Ὡστόσο εἶναι μιὰ ἀξιοθαύμαστα σωστὴ ἰδέα τὸ νὰ ἀφήνει κανεὶς νὰ μιλᾶ ὁ ὄχλος. Ἂν μόνο οἱ εὐυπόληπτοι εἶχαν δικαίωμα νὰ μιλοῦν καὶ νὰ γίνονται βουλευτές, αὐτό θὰ ἦταν καλὸ γιὰ τούς ὁμοίους τους καὶ ὄχι γιὰ τὸ λαό. Ἀντίθετα, ὅταν ὁ πρῶτος τυχών μπορεῖ να σηκωθεῖ καὶ νὰ πάρει τὸ λόγο, βρίσκεται πάντοτε ἕνας κακομοίρης πού θὰ ἀνακαλύψει τι εἶναι καλὸ γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ὁμοίους του. Ἀλλά, θὰ ἀντιτάξει κανείς, πῶς ἕνα τέτοιο ἄτομο μπορεῖ νὰ εἶναι κριτὴς τοῦ συμφέροντός του καὶ τοῦ συμφέροντος τοῦ λαοῦ; Πάντως, οἱ ἄνθρωποι αὐτοῦ τοῦ εἴδους καταλαβαίνουν καλὰ ὅτι ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀτιμία ἑνὸς ἀνθρώπου πού ἀνήκει στήν ἴδια παράταξη μὲ αὐτοὺς εἶναι πιὸ ὠφέλιμη γι’ αὐτοὺς ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τή φρόνηση τοῦ τιμίου ἀνθρώπου, πού ὅμως δὲν αἰσθάνεται γι’ αὐτοὺς παρὰ μόνο ἀντιπάθεια. Ἄ! τὰ ἰδεώδη τῆς πόλης δὲν πραγματοποιοῦνται μὲ τέτοια ἤθη· ὡστόσο δεν ὑπάρχει καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ διατηρηθεῖ ἡ δημοκρατία. Τὸ λαὸ δὲν τὸν ἐνδιαφέρει νά ἔχει ἡ πόλη καλοὺς νόμους, ἐὰν πρέπει νὰ ὑποταχτεῖ σ’ αὐτούς: θέλει νὰ εἶναι ἐλεύθερος καὶ νὰ κυβερνᾶ· μετὰ ἀπ’ αὐτό, τὸ νὰ εἶναι κακοὶ οἱ νόμοι εἶναι τὸ τελευταῖο πού τὸν νοιάζει.» Αὐτὸς ὁ μονόλογος εἶναι κυνικός. Ὅταν ὁ λιβελογράφος ὑποστηρίζει ὅτι τὸ πλῆθος προκαλεῖ τὸ κακό, ὄχι ἀπὸ παραφορά ἤ ἀπὸ λάθος, ἀλλὰ ἀπὸ μοιραία ὑπακοὴ στὸ νόμο τοῦ πολιτεύματος, καὶ ἁπλούστατα γιατὶ τὸ κακὸ εἶναι αὐτό πού τὸ ὠφελεῖ, δὲν ἔχει πρόθεση νὰ προκαλέσει τὸ γέλιο μὲ μιὰ δηκτικὴ εἰρωνεία, ἀλλὰ νὰ πείσει μὲ μιὰ ὀξεία παρατήρηση. Θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του ἀμερόληπτο. Καὶ πράγματι εἶναι ἀμερόληπτος κάθε φορὰ πού δὲν φοβάται ὅτι ἡ ἀλήθεια θὰ βλάψει τὴν ἐπιχειρηματολογία του. Ἂν καὶ χλευάζει τίς ὑπερβάσεις τῆς ἀθηναϊκης δικαιοσύνης, ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ μεγάλος ἀριθμὸς τῶν δικαστῶν πού ἀποτελοῦν κάθε δικαστήριο ἐμποδίζει τὶς ραδιουργίες καὶ τή δωροδοκία, καὶ παραδέχεται ὅτι μὲ ἕνα ἄλλο σύστημα θὰ εἶχαν λιγότερο δίκαιες ἀποφάσεις. Λυπάται ἄλλωστε - ὑπάρχει μεγαλύτερος ἔπαινος ἀπὸ μιὰ τέτοια λύπη; - πού ἡ ἀθηναϊκή δημοκρατία διαπράττει τόσο λίγες ἀδικίες, ὥστε δὲν αὐξάνει τή στρατιά τῶν δυσαρεστημένων.
 
Αὐτή ἡ θεωρία ταίριαζε ὡς πρὸς τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ της σὲ φιλοσόφους πού δὲν ἀναγνώριζαν νόμιμα πρωτεῖα παρὰ μόνο στήν εὐφυία.
 
Ὁ ὀρθολογισμὸς τοῦ Σωκράτη ἔβρισκε πολλοὺς στόχους για τὴν κριτικὴ του στή δημοκρατία τῆς ἐποχῆς του. Δὲν αἰσθανόταν ἴχνος σεβασμοῦ γιὰ μιὰ συνέλευση τὴν ὁποία «ἀποτελοῦσαν γναφεῖς, ὑποδηματοποιοί, χτίστες, τεχνίτες τοῦ μετάλλου, γεωργοί, μεταπράτες, πλανόδιοι ἔμποροι, παλαιοπῶλες». Ὄχι γιατὶ περιφρονοῦσε τίς χειρωνακτικὲς ἐργασίες, αὐτός, γιὸς βιοτέχνη, πού δὲν ἀγαποῦσε τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ ξυπνάει τὰ μυαλὰ μέσα στὰ μαγαζιὰ καὶ στήν ἀγορὰ· ἀλλὰ ἦταν πεπεισμένος πώς δὲν ὑπάρχει ἀξία καὶ ἀρετή· παρὰ μόνο στή γνώση, καὶ τρόμαζε νὰ βλέπει τὴν πόλη νὰ κυβερνᾶται ἀπὸ τὴν ἄγνοια. Ἡ κλήρωση τῶν ἀρχόντων τοῦ φαινόταν καθαρὸς παραλογισμός. Καταλαβαίνει λοιπὸν κανεὶς ἀρκετὰ καλὰ πώς ὁ Σωκράτης κατηγορηθηκε ἀπὸ κάποιον Ἄνυτο ὅτι περιφρονεῖ τοὺς νόμους. Ὡστόσο διαμαρτυρόταν ὅτι δὲν εἶχε ποτε σκεφτεῖ νὰ ἀνατρέψει τοὺς θεσμοὺς τῆς πόλης μὲ τή βία. Καὶ πραγματικά, ἔτρεφε κάποια ἀδυναμία πρὸς τὴν ἀθηναϊκη δημοκρατία· ὁμολογοῦσε μὲ χαριτωμένη ἀθωότητα ὅτι δὲν εἶχε καμιὰ διάθεση νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πατρίδα του, γιὰ νὰ προσαρμόσει τή συμπεριφορά του στή θεωρία του. Μάταια ἐπαινοῦσε διαρκῶς τὰ πολιτεύματα τῆς Λακεδαίμονας καὶ τῆς Κρήτης· δὲν ἐνιωσε τὴν παραμικρὴ ἐπιθυμία νὰ πάει νὰ τὰ δεῖ ἀπὸ κοντά. Συνεπής μὲ τὸν ἑαυτό του, ἀναγνώριζε ὅτι μὲ τὸ νὰ ἐπιμένει κανεὶς νὰ ἀνήκει σὲ μιὰ κοινότητα, ὅταν εἶναι ἐλεύθερος νὰ φύγει, εἶναι σὰν σιωπηρὴ δέσμευση νὰ σέβεται τοὺς νόμους αὐτῆς τῆς κοινότητας καί, ἄλλωστε, «πῶς θὰ ἄρεσε μιὰ πόλη σὲ κάποιον πού δεν ἀγαποῦσε τοὺς νόμους της;» Δὲν ἐννοοῦσε ἐξάλλου νὰ συμπεριφέρεται σὰν ἀπόδημος τοῦ ἐσωτερικοῦ. Στὸ πρόσωπο τοῦ Περικλη θαύμάζε τὸν ἰδεώδη ρήτορα· ἀλλὰ καὶ ἐπιθυμοϋσε ὁ κάθε πολίτης νὰ συμβάλει ὥστε νὰ διατηρηθεῖ ὑψηλὰ τὸ ὄνομα τῆς Ἀθήνας στὸ ἐξωτερικό. Θεωροῦσε καθῆκον του νὰ μετέχει στήν πολιτικὴ ζωή: ἔγινε βουλευτὴς καὶ ἔδωσε, ὡς πρύτανης, ἕνα λαμπρὸ παράδειγμα πολιτικοῦ θάρρους, ἀντιτάσσοντας τὸ μεγαλεῖο τῶν νόμων σὲ μιὰ συνέλευση πού παραληροῦσε.
 
Ὁ ἀληθινὸς Σωκράτης φαίνεται νὰ ἦταν αὐτὸς τὸν ὁποῖο παρουσιάζει ὁ Ξενοφῶν στὰ Ἀπομνημονεύματα: δὲν παραδέχεται ὅτι ὁ ἔμπειρος Χαρμίδης μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τίς ὑπηρεσίες του στήν πατρίδα· κατηγορεῖ τή δειλία τοῦ πολίτη πού θέλει νὰ συμβουλεύει περιστασιακὰ τοὺς ἄρχοντες καὶ νὰ παρουσιάζεται ὡς ὁ καλὸς ὁμιλητὴς στίς ἀριστοκρατικές λέσχες ἀλλὰ νιώθει τρομαγμένος μπροστὰ στίς λαϊκὲς μάζες. Ὄχι αὐτός, ἀλλὰ ἕνας μαθητὴς πού πρόδωσε τή σκέψη του δήλωσε ὅτι ἡ περίπτωση τῆς Ἀθήνας εἶναι ἀπελπιστική, καὶ κάθε ἐπέμβαση θὰ εἶχε μοναδικὸ ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγήσει στὸ θάνατο ὅποιον τὴν ἐπιχειροῦσε, καὶ ὅτι ἡ θέση ἑνὸς ἀνθρώπού ἀποφασισμένου νὰ πολεμήσει τὴν ἀδικία χωρὶς νὰ θυσιαστεῖ ἄδικα εἶναι στήν ἰδιωτικὴ καὶ ὄχι στη δημόσια ζωή. Ό Πλάτωνας, πραγματικά, ἀπαγγέλλει κατὰ τῆς δημοκρατίας γενικὰ μιὰ καταδίκη χωρὶς ἐπιφυλάξεις. Παίρνει τὸν ἀντίποδα στή θεωρία πού διατύπωσε ὁ Περικλῆς τοῦ Θουκυδίδη. Ἡ ἐλευθερία ἕνα καλό; ἀκριβῶς αὐτή εἶναι ἡ αἰτία κάθε κακοῦ. Ἡ ἀθηναϊκή πολιτεία ἕνα πρότυπο; ὄχι· οἱ νομοθεσίες τῆς Σπάρτης καὶ τῆς Κρήτης εἶναι αὐτές πού πλησιάζουν περισσότερο τὸ στόχο ὅπου πρέπει νὰ ἀποβλέπει κανείς. Πρέπει νὰ βασιλεύει ἡ τάξη στίς πόλεις, ὅπως καὶ στίς ψυχὲς· πρέπει νὰ ἑξαφανιστοῦν οἱ ἀτομικές διαφοροποιήσεις, νὰ προγραφοῦν οἱ ἰδιοτυπίες, να γίνει δυνατὸ νὰ σκέφτονται ὅλοι κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο γιὰ ὅλα τὰ πράγματα. Καὶ αὐτό θὰ ἐπιτευχθεῖ μόνο ὅταν ἡ κάστα τῶν φιλοσόφων - μὲ τή βοήθεια τῶν πολεμιστῶν καὶ ἐλευθερωμένη ἀπὸ κάθε ἐγωισμό, μέσο τῆς κοινοκτημοσύνης τῶν ἀγαθῶν, τῶν γυναικὼν καὶ τῶν παιδιών - κυριαρχήσει στήν ἀπαίδευτη μάζα τῶν ἐργατῶν. Ἡ δημοκρατία εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀντιθετο ἀπ’ αὐτό τὸ ἰδεῶδες. Εἶναι τὸ καθεστὼς τοῦ ἀτομικισμοῦ, ὅπου καθένας κάνει ὅ,τι θέλει. Ὑπόκειται σὲ μιὰ ποικιλία πού σὲ κάνει νὰ τὰ χάνεις, σὲ μιὰ διαρκή ἀστάθεια. ἡ ἐλευθερία τὴν ὁποία ἐγκαθιδρύει καὶ ἡ ὁποία κάνει τή ζωὴ νὰ φαίνεται τόσο γλυκιά καὶ τόσο ἀκτινοβόλα εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀπούσία κάθε κανόνα, ἕνα χάος, ὅπου ἀκόμη καὶ οἱ ἀναλαμπὲς τοῦ ταλάντου καὶ τῆς ἰδιοφυίας δὲν εἶναι παρὰ φαντασμαγορία καὶ ἀδυναμία. Ἡ ἰσοτητα γιὰ τὴν ὁποία ὑπερηφανεύεται, βάζοντας στήν ἴδια σειρὰ ἄνισους ἀνθρώπούς, εἶναι μιὰ κραυγαλέα ἀνισότητα. Ἀναγνωρίζοντας σὲ ὄλες τίς ἐπιθυμίες τὴν ἴδια νομιμότητα, σὲ ὄλες τίς ἐπιδιώξεις τὰ ἴδια δικαιώματα, δημιουργεῖ τὴν ἀταξία καὶ τὴν ἀνηθικότητα, κάνει νὰ φαίνεται ἡ μετριοπάθεια ἀδυναμία καὶ οἱ δισταγμοὶ ἀφέλεια. Καὶ ὅταν μιὰ πόλη φτάσει σὲ ἕνα τετοιο σημεῖο, τὸ σύνταγμά της δὲν εἶναι παρὰ ἕνα πανωφόρι μὲ παράταιρα χρώματα. Εἶναι μάλιστα λάθος νὰ μιλᾶ κανεὶς για ἕνα σύνταγμα, γιατὶ αὐτό ἀλλάζει διαρκῶς ἀνάλογα μὲ τὰ πάθη, καὶ ὑπάρχουν τόσα συντάγματα ὅσα ζητοῦνται στήν ἀγορά. Κοντολογὶς ἡ δημοκρατία καταλήγει μοιραῖα στήν ὀχλοχρατία, καὶ ἡ κυριαρχία αὐτοῦ τοῦ τερατώδους ζώου, τοῦ πλήθους (θρέμμα μέγα καὶ ἰσχυρόν), δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ ξύπνημα τῶν πανάρχαιων γιγάντων (παλαιὰ γιγαντικη φύσις). Ὁ Ἀριστοτέλης φτάνει μὲ μιὰ διεισδυτική ἀνάλυση σὲ μία κρίση σχεδὸν τὸ ἴδιο αὐστηρὴ. Ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ οἱ τρεῖς καθαρὲς μορφὲς διακυβέρνησης: ἡ βασιλεία, ἡ ἀριστοκρατία καὶ τὸ δημοκρατικὸ πολίτευμα ἡ πολιτεία, εἶναι τὸ ἴδιο ἐπιδεκτικὲς διαφθορᾶς. Ἐνῶ ἡ βασιλεία ἐκφυλίζεται σὲ τυραννία, ἡ ἀριστόκρατία σὲ ὀλιγαρχία, τὸ δημοκρατικὸ πολίτευμα καταλήγει σὲ δημαγωγία. Ἂς παρακολουθησουμε αὐτή τὴν ἐξέλιξη.
 
Καὶ πρῶτα, πῶς νὰ ἀναγνωρίσουμε τή δημοκρατία; Εἶναι κοινὸ λάθος τὸ νὰ τή βασίζουμε ἀποκλειστικὰ στὸ δικαίωμα τῆς πλειοψηφίας νὰ κυριαρχεῖ. Καὶ στήν ὀλιγαρχία ἡ πλειοψηφία εἶναι κυρίαρχη. Δημοκρατία ὑπάρχει ὅπου ἡ κυριαρχία ἀνήκει σὲ ὅλους τοὺς ἐλευθέρους ἀνθρώπούς, χωρὶς περιουσιακή διάκριση. Ἑπομένως δὲν ὑπάρχει δημοκρατία ἐκεῖ ὅπου μιὰ μειοψηφία ἐλευθέρων ἀνθρώπων κυβερνᾶ μιὰ πλειοψηφία ἀνθρώπων πού δὲν εἶναι ἐλεύθεροι· δὲν ὑπάρχει, περισσότερο, ἔκεῖ ὅπου ἡ ἐξουσία ἀνήκει στούς πλουσίους, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτοὶ πλειοψηφοῦν. Μὲ δυὸ λόγια, «δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ δημοκρατία παρὰ ἐκεῖ ὅπου ἐλεύθεροι ἄνθρωποι, ἀλλὰ φτωχοί, σχηματίζουν τὴν πλειοψηφία καὶ εἶναι κυρίαρχοι».
 
Μὲ τὸν ὁρισμὸ αὐτό, ἡ δημοκρατία παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία μορφῶν. Καὶ τοῦτο ὀφείλεται σὲ πολλοὺς λόγους. Αὐτό πού κάνει ἀμέσως ἐντύπωση εἶναι τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρωπίνων στοιχείων πού ἀποτελοῦν τὴν πόλη. Ὅλοι οἱ συνδυασμοὶ τῶν τάξεων συναντῶνται στίς δημοκρατίες, μὲ τοὺς γεωργούς, τοὺς τεχνίτες, τοὺς ἐμπόρους, τοὺς ναυτικοὺς καὶ τοὺς χειρώνακτες, πού εἶναι ὅλοι πολίτες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ δημοκρατική ἀρχὴ δίνει βέβαια τὴν κυριαρχία γενικὰ στὸ λαό, ἀλλὰ ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι γιὰ νὰ γίνεται περισσότερο ἤ λιγότερο ἐφικτὴ ἡ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ στήν ἐκκλησία τοῦ δήμου πού ἀσκεῖ αὐτή τὴν κυριαρχία. Ἐπίσης, ἐπειδὴ ἡ κυριαρχία ἐξυπακούει τὸ δικαίωμα ἀπόφασης γιὰ εἰρήνη καὶ πόλεμο, γιὰ σύναψη καὶ διάλυση συμμαχιῶν, γιὰ νομοθεσία, γιὰ ἐκδίκαση ὑποθέσεων πού ἀφοροῦν τὸ κράτος καὶ τὸ πολίτευμα, γιὰ ἔλεγχο τῶν πεπραγμένων καὶ τῶν λογαριασμὼν τῶν διαφόρων ἀρχόντων, ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι κατανομῆς τῶν ἀρμοδιοτήτων στὸ λαό, στούς βουλευτὲς του καὶ στούς ἄρχοντες. Πρέπει λοιπὸν νὰ καθοριστοῦν καὶ ἐδῶ, ὅπως καὶ στή φυσικὴ ἱστορία, τὰ τυπικὰ ὄργανα κάθε εἴδους, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ διακριθοῦν οἱ πολίτες.
 
Τὸ πρῶτο εἶδος δημοκρατίας - τὸ παλαιότερο καί τὸ καλύτερο - χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἰσότητα πού βασίζεται στὸ νόμο: οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ πλούσιοι ἔχουν κυριαρχικὰ δικαιώματα στὸν ἴδιο βαθμό. Εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν δημοκρατία, γιατὶ δίνει σὲ ὅλους τὸ ἰδιο μερίδιο πολιτικῶν δικαιωμάτων. Συναντᾶται στις γεωργικὲς καὶ κτηνοτροφικὲς χῶρες, ὅπου οἱ περιουσίες εἶναι μέτριες καί ὅλος ὁ κόσμος δουλεύει γιὰ νὰ κερδίσει τὸ ψωμὶ του. Ἐκεῖ, ἀπὸ ἔλλειψη ἐλευθέρου χρόνου, δὲν συνέρχονται σὲ ἐκκλησία τοῦ δήμου παρὰ μόνο στίς πιὸ ἀπαραίτητες περιπτώσεις, γιὰ νὰ ἐκλέξουν τοὺς ἄρχοντες ἤ ἕναν ἀριθμὸ ἐκλεκτόρων, καὶ νὰ ἀκούσουν τίς λογοδοσίες· γιὰ τὰ ὑπόλοιπα ἀφήνουν τή φροντίδα τῆς διακυβέρνησης στούς λίγους πολίτες πού ἔχουν τὰ μέσα νὰ ζήσουν, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν πολιτική. Ὁ Ἀριστοτέλης βρίσκει σ’ αὐτό τὸ πολίτευμα ἔναν καλὸ τύπο τοῦ συντάγματος πού τοῦ εἶναι ἀγαπητό, αὐτό πού εὐνοεῖ τή μεσαία τάξη.
 
Δύο ἄλλα εἴδη δημοκρατίας παραδέχονται καὶ αὐτὰ τὴν ὑπεροχὴ τοῦ νόμου, ἀλλὰ διαφέρουν κατὰ τὴν ἐκλογιμοτητα στίς ἐξουσίες καὶ τὴν ἀποστολὴ πού διεκδικεῖ ἡ ἐκκλησία τοῦ δήμου. Τὸ δεύτερο εἶδος, ἀρκετὰ διαδομένο, ἐξαρτᾶ τὴν ἐκλογιμότητα στὰ διάφορα ἀξιώματα ἀπὸ ἕνα μέτριο τίμημα ἤ θέτει περιορισμοὺς γιὰ τή συμμετοχὴ στήν ἐκκλησία τοῦ δήμου. Καθὼς αὐτό τὸ σύστημα ἐπιτρέπει νὰ γίνονται καλὲς ἐκλογές χωρὶς να προκαλοῦν καὶ ζηλοτυπίες, ἀφήνει γενικὰ μεγάλη ἐλευθερία δράσης στούς ἄρχοντες, ἔτσι ὥστε ὁ λαὸς ἀρκεῖται στὸ νὰ τοὺς ἐκλέγει καὶ νὰ τοὺς ζητᾶ ἀπολογισμὸ τῆς δράσης τους. Ὁ Ἀριστοτέλης ἐπιδοκιμάζει καὶ αὐτὸν τὸ συνδυασμό, γιατὶ δίνει τὴν ἐξουσία στούς ἐκλεκτούς, καὶ τοὺς ὑποχρεώνει νὰ κυβερνοῦν μὲ δικαιοσύνη, καθιστώντας τους ὑπεύθυνους ἀπέναντι σὲ μιὰ ἄλλη τάξη.
 
Στὸ τρίτο εἶδος ὅλοι οἱ πολίτες παίρνουν ἐξουσίες χωρὶς καμία διάκριση· ἀλλὰ ἡ σύνθεση καί τὰ δικαιώματα τῆς ἐκκλησίας ποικίλλουν. Ἀλλοῦ οἱ πολίτες καλοῦνται στήν ἐκκλησία κατὰ τμήματα, σύμφωνα μὲ ὁρισμένη σειρά. Ἀλλοῦ εἰσέρχονται ἐπίσης κατὰ τμήματα καὶ μὲ ὁρισμενη σειρὰ στὰ ὁμαδικὰ ὄργανα, τὰ ὁποῖα συνέρχονται σὲ περιορισμένη συνέλευση γιὰ να συζητήσουν τὶς τρέχουσες ὑποθέσεις, καὶ σὲ πλήρη συνέλευση μόνο γιὰ νὰ ἐπικυρώσουν τοὺς νόμους, νὰ ρυθμίσουν τὰ συνταγματικὰ προβλήματα, καί νὰ ἀκούσουν τίς ἀναφορὲς τῶν ἀρχόντων. Ἀλλοῦ συγκεντρώνονται γιὰ τίς ἐκλογές, γιὰ νὰ ψηφίσουν νόμους, γιὰ νὰ ἐγκρίνουν ἀπολογισμοὺς γιὰ θέματα εἰρήνης καὶ πολέμου, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα ζητήματα ἀνήκουν στήν ἀρμοδιότητα τῶν ἀρχόντων.
 
Στὸ τέλος ἔρχεται - τελευταία κατὰ σειρὰ ἀξίας, ὅπως καὶ κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ - ἡ ἀπολύτη δημοκρατία, ὅπου τὸ πλῆθος δὲν ἀναγνωρίζει τὴν κυριαρχία τοῦ νόμου, ἀλλὰ γίνεται τὸ ἴδιο κυρίαρχο καὶ κυβερνᾶ μὲ ψηφίσματα. Ἕνα τέτοιο καθεστὼς μόνο στίς μεγάλες πόλεις μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, γιατὶ ἐκεῖ ἐπικρατεῖ μιά τάξη πού δὲν ὑπολογίζεται στὰ ἀγροτικὰ καὶ κτηνοτροφικὰ κράτη: ἡ τάξη τῶν τεχνιτῶν καί τῶν ἐμπόρων. Αὐτή ἡ μάζα, τῆς ὁποίας ὁ τρόπος διαβίωσης ἔχει ὑποβιβαστεῖ καὶ τὰ ἔργα της δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὴν ἀρετή, περιδινεῖται ἀδιάκοπα στήν ἀγορὰ καὶ στούς δρόμους· εἶναι ἕτοιμη νὰ τρέξει στή συνέλευση, ἐνῶ οἱ χωρικοί, σκορπισμένοι καθὼς εἴναι, δεν νιώθουν τὴν ἀνάγκη νὰ συγκεντρωθούν. Ἡ ἀπόλυτη δημοκρατία εἶναι ἕνας μονάρχης μὲ χίλια κεφάλια, πού ἀρνεῖται νὰ ὑποταγεῖ στὸ νόμο καὶ ὑψώνεται ὡς δεσπότης. Αὐτή ἡ δημοκρατία εἶναι στὸ εἶδος της ὅ,τι ἡ τυραννία σὲ σχέση μὲ τή βασιλεία. Ἀντὶ νὰ δώσει τὴν πρωτοκαθεδρία στούς καλύτερους πολίτες, τοὺς καταπιέζει καὶ τιμᾶ τοὺς κόλακες. Μιὰ σπορά, πού δὲν ἐμφανίζεται ὄσο ὁ νόμος εἶναι κυρίαρχος, ἀναδύεται ἀναπόφευκτα ἐκεῖ ὅπου ἀπουσιάζει ὁ νόμος· πρόκειται γιὰ τοὺς δημαγωγούς. Αὐτοὶ ἔχουν δύο τρόπους δράσης. Ἀφενός κατασκευάζουν ψηφίσματα καταχρηστικὰ πού δίνουν τὰ πάντα στὸ λαό: ἡ δύναμή τους δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ βγεῖ κερδισμένη ὅταν μεγαλώνει ἡ κυριαρχία τοῦ λαοῦ, τοῦ ὁποίου εἶναι οἱ κύριοι. Ἀφετέρου ἐκμηδενίζουν τοὺς ἄρχοντες μὲ συνεχεῖς κατηγορίες πού τοὺς ὁδηγοῦν στὰ λαϊκὰ δικαστήρια. Καί ὁ τελευταῖος βαθμὸς δημοκρατίας εἶναι αὐτὸς ὅπου ὁ λαὸς ἐρωτᾶται ἄμεσα γιὰ ὄλες τίς ὑποθέσεις, καὶ ὅπου κανένας ἄρχων δέν μπορεῖ νὰ πάρει ἀπόφαση χωρὶς νὰ τή φέρει στή συνέλευση. Ὅταν μιὰ δημοκρατία φτάνει σ’ αὐτό τὸ σημεῖο, νὰ κυβερνᾶ τὰ πάντα μὲ ψηφίσματα, τότε δὲν ὑπάρχει πολιτεία, καθεστὼς ἀληθινὰ συνταγματικό. Πραγματικά, γιὰ νὰ ὑπάρξει ἕνα τέτοιο καθεστώς, πρέπει ὁ νόμος νὰ ἔχει τὴν ἀνώτατη ἐξουσία, νὰ καθορίζει τίς ἀποφάσεις γενικοῦ περιεχομένου, καὶ οἱ ἄρχοντες νὰ κανονίζουν τίς εἰδικὲς ὑποθέσεις σύμφωνα μέ τίς ἀρχές πού ἔχει θέσει ὁ νόμος. Κατὰ βάθος, τὸ κράτος ὅπου ὅλα γίνονται μὲ ψηφίσματα δὲν εἶναι ἀληθινὴ δημοκρατία.
 
Στὶς πόλεις τίς ὁποίες ὁ Ἀριστοτέλης ἀντιμετωπίζει μὲ τόση αὐστηρότητα προσφέρει τουλάχιστόν μιὰ παρηγοριά. Καθὼς τὸ χειρότερο καθεστὼς εἶναι ἡ διαφθορὰ τοῦ καλύτερου, ἡ δημοκρατία, τῆς ὁποίας τὸ ἰδεῶδες δὲν ἀξίζει ὅσο τὸ ἰδεῶδες τῆς ἀριστοκρατίας, καὶ ἀκόμη λιγότερο ὄσο τὸ ἰδεῶδες τῆς βασιλείας, ἔχει καλὴ θέση στή σειρὰ τῆς διαβάθμισης: εἶναι τὸ πλέον ὑποφερτὸ ἀπὸ τὰ διεφθαρμένα καθεστῶτα. Θά μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ἔτσι ὅτι εἶναι τὸ χειρότερο ἀπὸ τὰ καλὰ καθεστῶτα, καὶ τὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ κακά.
 
Θὰ ἦταν μεγάλη ἀφέλεια νὰ ἐκπλαγοῦμε πού βρίσκουμε τόσο διαφορετικὲς κρίσεις γιὰ τὴν ἀθηναϊκή δημοκρατία. Σὲ ἐποχὴ ὅπου ζοῦσαν δίπλα δίπλα δημοκρατικὲς καὶ ὀλιγαρχικὲς πόλεις, τὸ κόμμα πού βρισκόταν στήν ἀρχή σὲ καθεμιὰ ἀπὸ αὐτές εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει μιὰ ἀντιπολίτευση βίαιη, πού ἐμπνεόταν ἀπὸ διαφορετικὲς ἀρχές γιὰ καθετί. Ὁ Θουκυδίδης μας γνωρίζει τὸ ἰδεῶδες γιὰ τὸ ὁποῖο οἱ Ἀθηναῖοι μπλέχτηκαν στὸν πελοποννησιακὸ πόλεμο· ὁ Ψευδο-Ξενοφῶν μας ἐκθέτει τίς ἰδέες πού ἀπασχολοῦσαν τίς «ἐταιρεῖες» πρὶν νὰ ἀποφασίσουν τὴν ἐπαναστάση τῶν Τετρακοσίων. Καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος ἀνήκουν ἀκόμη σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου ὁ ἀπελευθερωνόμενος ἀτομικισμος δὲν τολμᾶ νὰ κάμει τίποτε ἐναντίον τῆς δημόσιας δύναμης, καί ὅπου οἱ ἀγῶνες μέσα στίς πόλεις ἔχουν περισσότερο πολιτικὸ παρὰ οἰκονομικὸ καὶ κοινωνικὸ χαρακτήρα. Ἀλλὰ θὰ ἔρθουν γενεὲς Ἀθηναίων πού δὲν θὰ ἀκούσουν πιὰ νὰ γίνεται λόγος γιὰ ὀλιγαρχία, καὶ πού θὰ μπορέσουν νὰ σπρώξουν τή δημοκρατικὴ ἀρχή ὥς τίς ἀκρότατες συνέπειές της, πού θὰ κυριαρχοῦνται ἀπὸ ἐγωιστικά καὶ καθαρὰ ὑλιστικὰ συμφέροντα· καταλαβαίνει κανεὶς αὐτό πού σκέφτηκαν τότε γιὰ τή δημοκρατία οἱ φιλόσοφοι. Ἀποτραβηγμένοι ἀπὸ τή δημόσια ζωή, δὲν ἔβλεπαν παρὰ μόνο τίς ἄσχημες πλευρὲς της, καὶ ἦταν τόσο περισσότερο ἕτοιμοι νὰ διογκώσουν τὸ κακό, ὄσο ἡ πολιτικὴ φιλοσοφία συνδεόταν μέσο ὅλων τῶν παραδόσεών της μὲ τὰ συμπόσια τῶν ἀριστόκρατικῶν «ἑταιρειῶν».
 
Τὴν πόλη, ὅπως τὴν ἔβλεπαν ὁ Πλάτων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης, θὰ τὴν ξαναβροῦμε πιὸ κάτω. Προηγούμενα θὰ σταθοῦμε στήν πόλη πού δίκαια ἔκαμε τὸν Περικλῆ νὰ νιώθει ὑπερήφανος.

ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ

Αποτέλεσμα εικόνας για αρχαια σπαρτηΑ΄ ΜΕΡΟΣ
 
 1. ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΙΕΡΑ  (1050 - 700 π.Χ.) 
  
    Για την πρώιμη ιστορία  της Σπάρτης ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε. Τα αρχαιολογικά δεδομένα είναι λίγα και αποσπασματικά, ενώ οι φιλολογικές πηγές είναι μεταγενέστερες και η αξία τους για την ανασύστα­ση της ιστορίας αυτής της εποχής περιορισμένη. Κατ' ανάγκη, οι υποθέσεις των ιστορικών για την πρώιμη ιστορία της Σπάρτης συνιστούν προσπάθει­ες συνδυασμού αρχαιολογικών, φιλολογικών, γλωσσολογικών και μυθολογικών δεδομένων, που περισσότερο ως προτάσεις μελλοντικής έρευνας παρά ως ολοκληρωμένες θεωρίες μπορεί να θεω­ρηθούν. Κι αυτό για μια εποχή και μια περιοχή που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς σχετίζονται τόσο με το πολυσυζητημένο ζήτημα της «καθόδου των Δωριέων» όσο και με τη συγκρότη­ση της σπαρτιατικής πόλης-κράτους.
 
    Στο άρθρο αυτό θα περιοριστούμε στα αρχαιολο­γικά δεδομένα, καθώς αυτά αποτελούν μια απτή όαση για τη μελλοντική έρευνα, αλλά και για την ενδεχόμενη επαλήθευση ήδη διατυπωμένων ή μελλοντικών υποθέσεων.
 
    Μετά το τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού (γύρω στο 1050 π.Χ.) ακολουθεί στην περιοχή της Σπάρ­της (αλλά και σε ολόκληρη τη Λακωνία) ένας αι­ώνας περίπου πλήρους απουσίας αρχαιολογικών ευρημάτων, γεγονός που από ορισμένους ερευνητές έχει θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί σε σημαντική μείωση του πληθυσμού, αν όχι ερήμωση. Από το 950 π.Χ. εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα της λεγόμενης πρωτογεωμετρικής λακωνικής κεραμικής, που πι­στοποιούν την κατοίκηση της περιοχής στην οποία αναπτύχθηκε αργότερα η πόλη της Σπάρτης. Πρό­κειται για όστρακα και λίγα σχεδόν ακέραια αγ­γεία που έχουν βρεθεί στον περίβολο του μεταγενέστερου ναού της Αθηνάς Χαλκιοίκου στην Ακρόπολη της Σπάρτης, στο λεγόμενο Ηρώο στη δυτική όχθη του Ευρώτα, νότια της σύγχρονης γέ­φυρας, στο ιερό της Αρτέμιδος Ορθίας λίγο νοτιό­τερα, καθώς και στο λόφο του ιερού του Απόλλω­να σας Αμυκλές, πέντε χιλιόμετρα περίπου νότια της Σπάρτης, και προέρχονται από αγγεία ποικί­λων σχημάτων, κυρίως σκύφων και κυπέλλων δια­φόρων μεγεθών. Η μελέτη των οστράκων αυτών έ­δειξε ότι παρουσιάζουν ορισμένα κοινά χαρακτηρι­στικά, όπως είναι η διευθέτηση των διακοσμητικών θεμάτων σε μετόπες, η διάκριση μεταξύ των διακο­σμητικών ζωνών με εγχαράξεις, η προτίμηση για δικτυωτή διακόσμηση, η έναρξη της διακόσμησης αμέσως κάτω από το χείλος, καθώς και ο περιορι­σμός της διακόσμησης στο άνω τμήμα του αγγείου. Αυτός ο ενιαίος χαρακτήρας της κεραμικής όμως, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα όστρακα προέρ­χονται από μη καθαρά αρχαιολογικά στρώματα, εμποδίζει την ακριβέστερη χρονολόγηση τους σε διάστημα μικρότερο των δύο αιώνων. Η πρωτογεωμετρική κεραμική της Σπάρτης (και της Λακωνίας ευρύτερα) χρονολογείται δηλαδή στο διάστημα 950-750 π.Χ. και δεν διευκολύνει έτσι την παρακολού­θηση εξελίξεων, τα αποτελέσματα των οποίων μό­λις διαφαίνονται στο τέλος του 8ου π.Χ. αιώνα.
 
    Όσον αφορά τους τόπους εύρεσης της κεραμικής, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι τα όστρακα προέρ­χονται από τους χώρους των σημαντικότερων ιερών της Σπάρτης. Με εξαίρεση την περίπτωση του ιε­ρού της Αρτέμιδος Ορθίας, το γεγονός αυτό δεν έ­χει θεωρηθεί ότι σημαίνει κατ' ανάγκη την ίδρυση λατρείας σε μια τόσο πρώιμη εποχή. Οπωσδήποτε όμως δείχνει, όπως αναφέραμε, ότι η περιοχή της Σπάρτης ήταν ήδη κατοικημένη. Το ίδιο πιστοποι­ούν και εφτά τάφοι που ήλθαν στο φως τα τελευ­ταία χρόνια και συμπληρώνουν την ένδειξη ενός που είχε βρεθεί παλαιότερα, στη δεξιά όχθη του Ευρώτα. Πρόκειται για τέσσερις πρωτογεωμετρι­κούς τάφους, τρεις από τους οποίους μπορεί να α­νήκαν σε μία οικογένεια και οι οποίοι βρέθηκαν στην περιοχή των Λιμνών στα νοτιοανατολικά της Ακρόπολης, κοντά στο ιερό της Αρτέμιδος Ορθίας.
 
    Από τα μέσα του 8ου π.Χ. έως τα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα, στο διάστημα δηλαδή της μεσογεωμετρικής και της υστερογεωμετρικής κε­ραμικής φάσης της Λακωνίας, παρατηρείται μια αλλαγή, φανερή τόσο στο πλήθος και στην ποικιλία των ευρημάτων των ιερών (Αμυκλαίο, ιερό Αρτέμιδος Ορθίας) όσο κατ στα πρώτα κατάλοιπα οικοδομικής δραστηριότητας σε αυτά (ιερό Αρτέμιδος Ορθίας, Μενελάειο). Η έρευνα του Ταούντα στο ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα το 19ο αιώνα και οι διαδοχικές ανασκαφές των Γερμανών αρχαιολόγων μέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα έφεραν στο φως λιγοστά αντικείμενα - κεραμική, χάλκινους σφικωτήρες, μία χάλκινη περόνη - που μπο­ρούν με σχετική βεβαιότητα να χρονολογηθούν πριν από τα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα. Στη συνέχεια, η εικόνα αλλάζει και τα χάλκινα κυρίως αναθήματα παρουσιάζουν ποικιλία και πλούτο. Σε αυτά περιλαμβάνονται τμή­ματα από μεγάλους τρίποδες, γνωστούς από όλα τα μεγάλα ιερά αυτήν την περίοδο, ζωόμορφα ειδώ­λια, ιδιαίτερα αλόγων, ταύρων και βοοειδών, πόρ­πες, περόνες, σφικωτήρες, δαχτυλίδια, καθώς κατ μικροσκοπικοί διπλοί πελέκεις.
 
    Οι αρχαιότερες κατασκευές στο χώρο του ιε­ρού της Αρτέμιδος Ορθίας, που ανασκά­φτηκε από την αγγλική αρχαιολογική αποστολή στις αρχές του αιώνα, χρονολογούνται πλέον γύρω στο 700 π.Χ. Πρόκειται για ένα λιθόστρωτο, καθώς και ίχνη του παλαιότερου βωμού του ιερού, που βρέθηκαν κάτω από ένα στρώ­μα άμμου. Στα λοιπά ευρήματα που χρονολογούνται την ίδια εποχή και μέχρι τα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα περιλαμβά­νονται κεραμική και διάφορα αναθήματα, όπως οστέϊνες πόρπες, πλακίδια από ελε­φαντόδοντο με παραστάσεις φανταστικών ζώων και θρησκευτικού περιεχομένου, μικροσκοπικές μορφές ανθρώπων και ζώων, έν­θετες σε άλλα αντικείμενα από ελεφαντόδοντο και μόλυβδο, χάλκινες περόνες και ειδώλια ζώων από χαλ­κό, πήλινες πλάκες με παραστάσεις ανθρώπων και ζώων, σφραγίδες σε σχήμα σκαραβαίου και χάντρες.
 
    Στο λόφο που υψώνεται πάνω από την αριστερή όχθη του Ευρώτα, στις νότιες παρυφές της σημερινής πόλης, που ονομάζεται από τους ντόπιους «Μενελάτα», η αγγλική αρχαιολογική αποστολή στις αρχές του αιώνα και στη δεκαετία του ’70 ερεύνησε και ανέσκαψε ιερό αφιερω­μένο στον Μενέλαο και στην Ελένη, το επονομαζόμενο Μενελάειο. Η αρχαιότερη φάση του ιερού τοποθετείται στα τέλη του 8ου έως τις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Σε αυτήν ανήκουν αναθήματα από πηλό, χαλκό και μόλυβδο, αλλά η σύνδεση με αυτή τη φάση πώρινων δόμων που είχαν βρεθεί στις παλαιότερες ανασκαφές αμφισβητείται. Είναι πιθανόν να υ­πήρχε αρχικά εδώ ένας απλός βωμός, πολύ κοντά ή πάνω στο έξαρμα γης που αποτέλεσε τον πυρήνα του ιερού στη συνέχεια.
 
    Η ανασκόπηση των αρχαιότερων φάσεων των σημαντικότερων σπαρτιατικών ιερών και των ευρημάτων τους δείχνει ότι από τα μέσα του 8ου αιώνα υπήρξε μια σημαντική αλλαγή στην κοινωνική και οικονομική οργάνωση της περιοχής της Σπάρτης, η οποία έχει συνδεθεί από όλους τους ερευνητές με την εγκαθίδρυση της σπαρτιατικής κυριαρχίας στην περιοχή αλλά και ευρύτερα, με τις απαρχές δηλαδή της ιστορίας της Σπάρτης ως εύρω­στης και κυρίαρχης πόλης-κράτους. Πιο συγκεκριμένα, έχει θεωρηθεί ότι η οικοδομική δραστηριότητα στο ιερό της Αρτέμιδος Ορθίας προϋποθέτει ένα συγκροτημένο κοινωνικό σώμα για την ανάληψη κοινής προσπάθειας αναδιοργάνωσης και προβολής μιας παλαιότερης σημαντικότατης κοινής λατρείας, ενώ η αναβάθμιση του ιερού του Αμυκλαίου Απόλ­λωνα προϋποθέτει την ενσωμάτωση των Αμυκλών ως πέμπτης κώμης της σπαρτιατικής πόλης. Η ίδρυση του Μενελαείου, εξάλλου, εντάσσεται σε μια συνή­θη, αυτή την εποχή, προσπάθεια των αναδυομένων πόλεων-κρατών να συνδεθούν με το ηρωϊκό παρελ­θόν τους μέσω της ηρωολατρίας.
 
    Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η πρώιμη ιστο­ρία της Σπάρτης είναι προς το παρόν γνωστή σχε­δόν αποκλειστικά μέσω των πρώιμων φάσεων των ιερών της, τα περισσότερα στοιχεία για τα οποία προέρχονται μάλιστα από τα τελευταία χρόνια της περιόδου που εξετάσαμε σε αυτό το άρθρο. Σημα­ντικά ζητήματα που συνδέονται με την εμφάνιση και την πρώιμη εξέλιξη των δωρικών φύλων στην περιοχή, τη σχέση τους με τον υπόλοιπο πληθυ­σμό, την αρχική συγκρότηση της σπαρτιατικής κοι­νωνίας και τις προϋποθέσεις της σπαρτιατικής επι­βολής στην υπόλοιπη Λακωνία, αλλά και πέραν αυτής, μένουν προς αρχαιολογική και ιστορική διερεύνηση. Θα ήταν ευχής έργο, η μελλοντική αρχαιολογική έρευνα να στραφεί προς αυτή την κατεύθυνση, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που δη­μιουργεί η σύγχρονη οικοδομική δραστηριότητα.
 
2. ΜΥΘΟΙ - ΛΑΤΡΕΙΕΣ
  
    Σε κάθε προσπάθεια ανασύνθεσης του σπαρτιατικού θρησκευτικού συναισθήματος συνήθως δίνεται έμφα­ση στς ιδιαιτερότητες τις οποίες παρουσιάζουν οι θρησκευτικές αντιλήψεις και πρακτικές και στο βαθμό που οι θεϊκές μορφές και οι λατρείες τους προσδιορίζονται μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικών θεσμών και της ιδεολογίας της Σπάρτης, αλλά και εντάσσονται στο πανελλήνιο θρησκευτικό σύστημα. Η σύγκριση με τη θρησκεία άλλων ελληνικών πόλεων, και κυρίως με εκείνην της Αθήνας, είναι αναπόφευκτη.
 
    Ο Όμηρος είχε ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον για τη Σπάρτη, αφού ήταν η απαγωγή της βασίλισσας της Ελένης η οποία οδήγησε στη σύγκρουση Αχαιών και Τρώων και αποτέλεσε τη βασική αιτία του Τρω­ικού πολέμου στην Ιλιάδα και των περιπλανήσεων του Οδυσσέα στην Οδύσσεια. Η λατρεία της Ελέ­νης μαρτυρείται στον ίδιο ακρι­βώς χώρο, εκεί όπου την τοπο­θέτησαν τα ομηρικά έπη, στη Σπάρτη. Στο Μενελάειο, στη θέση της αρχαίας Θεράπνης, υπήρχε κοινή λατρεία της Ελένης και του Μενέλαου (Παυσανίας, 3,19, 9). Σε αυτό το χώρο, στο λόφο του Μενε-λάειου, στράφηκε ο Ερρίκος Σλίμαν μετά τις μεγάλες α­νακαλύψεις στην Τροία, τις Μυκήνες και την Τίρυνθα, αναζητώντας το ιερό όπου λατρεύονταν οι δύο επικοί ήρωες, αλλά και το μυκηναϊκό-ομηρικό ανάκτορο. Οι συστηματικές ανασκα­φές οι οποίες έγιναν από τους διαδόχους του Σλίμαν έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα μαζί με αναθηματικές επι­γραφές στον Μενέλαο και στην Ελένη: Δεινι[ς] τάδ’ ανέθεκε χάρι[.] Fελέναι ΜενελάFο (β΄ τέταρτο ή μέσα του 7ου αι.), Ται Fελέναι (6ος αι.), Ευθυκρενές ανέθεκε τοι Μενέλαι (5ος αι.), το]ι Μενέλαι (6ος αι.).
 
    Η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τις ηρωικές λατρείες αποδόθηκε ως ένα Βαθμό στην επίδραση της μετάδοσης των ομηρικών επών στον 8ο αιώνα, οπότε και καθιερώνονται οι περισσότερες από αυ­τές. Η περίπτωση, ωστόσο, της Ελένης και ίου Με­νέλαου φαίνεται να διαφέρει ως προς το ότι τους α­ποδίδονταν θεϊκές τιμές (Ισοκράτης, 10,63), πράγμα ασυνήθιστο για τοπικούς ήρωες. Είναι πολύ πιθανό ότι το Μενελάειο εχρησιμοποιείτο ως χώρος λατρεί­ας ήδη από τη μυκηναϊκή περίοδο. Φαίνεται ότι η ίδια θεότητα, μία τοπική θεά η οποία προϋπήρχε του Μενέλαου, εξακολούθησε να λατρεύεται εκεί και στην αρχαϊκή περίοδο και αργότερα ταυτίστηκε με την ηρωική μορφή της Ελένης. Κοινές ιδιότητες καθώς και ο μύθος της απαγωγής ήταν ίσως οι κυ­ρτοί παράγοντες που έφεραν κοντά τις δύο μορφές, οι οποίες κατέληγαν στη συγχωνευμένη θεϊκή προ­σωπικότητα που έγινε το επίκεντρο μιας σημαντι­κής λατρείας στη Σπάρτη γύρω στο τέλος του 8ου αι.
 
Σημαντικό χαρακτηριστικό της λατρείας της Ελέ­νης στην αρχαία Θεράπνη ήταν η ικανότητα να α­ποδίδει ομορφιά στις νέες της Σπάρτης. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η διήγηση του Ηρόδοτου (6,61, 2-5; πβ. Παυσανίας, 3,7,7) σύμφωνα με την οποία η θεά Ελένη μεταμόρφωσε τη μετέπειτα σύζυγο του βασιλιά Αρίστωνα από ένα άσχημο κοριτσάκι σε μια πανέμορφη νέα, έπειτα από επανει­λημμένες επισκέψεις στο ιερό της μαζί με την τροφό της. Τα Ελένεια, τα Ελενηφόρια, τα θεραπν(αι)ί-δια ήταν γιορτές αφιερω­μένες στην Ελένη. Χαρα­κτηριστικά της θεϊκής της λατρείας στη Σπάρτη επι­σημαίνουμε στο 18ο ει­δύλλιο του Θεόκριτου (Ελένης επιθαλάμιος). Σε αθηναϊκές πηγές (Αριστοφάνης, Λυσιστράτη, 1314-15, Ευριπί­δης, Ελένη 1465 κ.ε.), η Ελένη είναι η «χοραγός» σε τελετουργικούς χορούς Λακεδαιμονίων παρθένων. Η λατρεία της Ελένης αποτελεί μια ιδι­αιτερότητα για τη Σπάρτη επειδή, όπως παρατηρεί και ο ελληνιστής Μ. Ουεστ (M. West), «εάν στην Ελλάδα γενικά αυτή ανήκε στο χώρο της μυθολο­γίας ως μία από τις πρώτες βασίλισσες της Σπάρτης, στην ίδια τη Σπάρτη η Ελένη ανήκε στο χώρο της θρησκείας».
 
    Άλλη σημαντική λατρεία ήταν εκείνη της Αθη­νάς Χαλκιοίκου στο ναό της στη σπαρτιακή ακρό­πολη. Η παράδοση αποδίδει στο Σπαρτιάτη ποιητή και καλλιτέχνη Γιτιάδα την κατασκευή του περί­φημου χάλκινου αγάλματος της θεάς (Παυσανίας, 3, 17, 2) καθώς και τη διακόσμηση με μυθολογικές σκηνές των τοίχων του ναού, που όπως φαίνεται εί­χαν χάλκινη επένδυση. Πομπή νέων πολεμιστών κατευθυνόταν κάθε χρόνο σ’ αυτό το ναό στο πλαί­σιο μιας γιορτής που ονομάζονταν Αθήναια, αντί­στοιχης ίσως προς τα αθηναϊκά Παναθήναια. Λα­τρεία της Αθηνάς Εργάνης υπήρχε στη σπαρτιατι­κή ακρόπολη, όπως και στην αθηναϊκή, αποδει­κνύοντας έτσι ότι και στη Σπάρτη η θεά προστάτευε τις ειρηνικές δραστηριότητες, τις τέχνες και τους τε­χνίτες. Το ιερό της Αθηνάς Χαλκιοίκου ήταν ένα από τα κεντρικά ιερά της Σπάρτης, προσιτό σε όλους τους οικισμούς της, η δε λατρεία της εμφανίζεται κι εδώ ως πανελλήνια μάλλον παρά ως ιδιαίτερα σπαρτιατική. Η θεϊκή προσωπικότητα της ορίζονταν μέσα στο πλαίσιο της πόλης της Σπάρτης και του συστήματος της με το οποίο ταίριαζε η σοβαρό­τητα της λατρείας της. Η σπαρτιατική Αθηνά ήταν κυρίως η θεά με το «χάλκινο οίκο», δηλαδή το «χάλκινο ναό», αλλά και η θεά του πολέμου. Ωστό­σο, ο πολεμικός χαρακτήρας της Αθηνάς ήταν κι ε­δώ αναπόσπαστα συνδεδεμένος με τον πολιτικό και κοινωνικό της χαρακτήρα, με την κατ' εξοχήν ιδιό­τητα της ως «θεάς της πόλης και της ακρόπολης».
 
    Η λατρεία της Ορθίας-Αρτέμιδος θεωρείται ως μία από τις πιο περίεργες και πολυσυζητημένες λατρείες του αρχαίου ελληνικού κόσμου, κυρίως εξ αιτίας του εθίμου της διαμαστίγωσης των Σπαρτιατών εφήβων στο βωμό της θεάς. Φαίνεται ότι η Ορθία ήταν αρχικά ανεξάρτητη τοπική θεά που αργότερα συνδέθηκε με την Ολύμπια Άρτεμη. Στις πρώιμες απεικονίσεις της στη σπαρτιατική τέχνη και στη λατρευτική πρακτική η Ορθία-Άρτεμις διατήρησε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά με τα ο­ποία είναι γνωστή στην πανελλήνια λατρεία της.
 
    Είναι η «πότνια θηρών», n θεά των ζώων και της άγριας φύσης. Στη Σπάρτη είναι επίσης η κουροτρόφος θεά η οποία προστατεύει τη γέννηση και την ανάπτυξη, καθώς και η θεά της βλάστησης και της γονιμότητας (βλ. τα επίθετα της Κορυθαλία, Καρυάτις, Λυγόδεσμα). Η λατρεία της Ορθίας-Αρτέμιδος περισσότερο από κάθε άλλη τοπική λα­τρεία συνδέθηκε με το κοινωνικό σύστημα της πό­λης και ιδιαίτερα με την αγωγή των αγοριών, ο δε ρόλος του ιερού της ήταν κυρίως μυητικός. Τελε­τουργικοί χοροί παρθένων αποτελούσαν μέρος της λατρείας της, η δε πρώτη απαγωγή της Ελένης από τον Θησέα και τον Πειρίθοα έγινε την ώρα που αυ­τή χόρευε προς τιμήν της Αρτέμιδος Ορθίας (Πλούταρχος, θησεύς 31).
 
    Η λατρεία του Αμυκλαίου Απόλλωνα ήταν επί­σης μία από τις σημαντικότερες λατρείες. Στο ιερό του, το Αμυκλαίο, υπήρχε κοινή λατρεία Υάκινθου και Απόλλωνα. Ο ιδιόμορφος σύνδεσμος των δύο θεών αποτυπώνεται στη λατρεία με ξεχωριστές ιε­ρουργίες: τελετουργικός θρήνος και πένθος για τον Υάκινθο, μουσική, χορός και ύμνοι για τόν Απόλ­λωνα (Αθηναίος, 4,139d). Η γιορτή των Υακινθίων ήταν πολύ σημαντική για τη θρησκευτική ζωή των αρχαίων Σπαρτιατών. Σ’ αυτή συμμετείχαν όλες οι κοινωνικές ομάδες: γυναίκες, νέοι και νέες, ακόμη και δούλοι. Κανένας δεν απουσίαζε σύμφωνα με τις πήγες: ουδείς δ’  απολείπει την θυσίαν, αλλά κε­νουσθαι συμβαίνει την πόλιν προς την θέαν (Αθή­ναιος,  4. 139f). H ιδιότυπη σχέση των δύο θεών, Υάκινθου και Απόλλωνα, και τα έθιμα της λατρείας τους εισηγούνται μία διαφορετική από την παραδοσιακή ερμηνεία του μύθου, σύμφωνα με τον ο­ποίο ο Απόλλωνας σκότωσε κατά λάθος τον Υάκιν­θο με το δίσκο του. Ο θάνατος του Υάκινθου και ο θρήνος γι’ αυτόν, καθώς και η σκηνή της αποθέω­σης του στη βάση του αγάλματος του Απόλλωνα στις Αμυκλές, όπως περιγράφεται από τον Παυσα­νία (3,19. 4), υπαινίσσονται στοιχεία ενός μυητικού εθίμου. Στην ίδια συμβολική διαδικασία μύησης, θανάτου και αποθέωσης, υποβάλλονται και οι νέοι κατά τη μετάβαση τους με την ενηλικίωση στην ώ­ριμη κοινωνική ομάδα.
 
    Τα Κάρνεια ή Κάρνεα, η σπουδαιότερη ίσως γιορτή των Δωριέων, ήταν επίσης αφιερωμένη στον Απόλλωνα Κάρνειο. Οι Γυμνοπαιδιαί συνδέθη­καν επίσης με τον Απόλλωνα, αν και δεν μπορούν να ενταχθούν στις γιορτές με την αυστηρή έννοια του όρου. Επρόκειτο για μια σειρά αγωνισμάτων που διαρκούσαν για πολλές μέρες.
 
    Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό της σπαρ­τιατικής θρησκευτικής ζωής είναι ότι δεν υπήρχαν αγροτικές γιορτές στο σπαρτιατικό εορτολόγιο, α­ντίθετα με ό,τι συνέβαινε στην Αθήνα. Γύρω στον 5ο αιώνα λατρευτικά έθιμα προς τιμήν της Δήμη­τρας και του Διονύσου κατείχαν ένα μεγάλο μέρος του αθηναϊκού και γενικότερα του αττικού εορτο­λογίου. Και οι δύο θεοί λατρεύονταν στη Σπάρτη, μόνο που η λατρεία τους δεν είχε την ίδια μορφή και σημασία όπως στην Αθήνα. Μερικά χαρακτη­ριστικά στη λατρεία του Διονύσου, όπως η τελε­τουργική δημόσια οινοποσία, δεν ταίριαζαν με την αυστηρότητα και τους περιορισμούς του σπαρτιατι­κού κοινωνικού συστήματος. Όσον αφορά τη Δή­μητρα, η σχέση της με τη γεωργία και την καλ­λιέργεια των αγρών δεν ήταν από τα στοιχεία που ενδιέφεραν τους Σπαρτιάτες. Συγκεκριμένα, ωστόσο, τελετουργικά έθιμα προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης τελούνταν αποκλειστικά από τις γυ­ναίκες όπως ακριβώς και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
 
    Η θρησκεία ήταν κυρίαρχη ιδεολογική μορφή στη Σπάρτη, όπως άλλωστε σε ό­λες τις αρχαίες κοινωνίες. Χαρακτηριστι­κή ήταν η μεγάλη σημασία που έδιναν οι Σπαρτιάτες στη λατρεία των ηρώων, η συ­χνότητα στην τέλεση θυσιών, η έκταση της συμμε­τοχής τους σε θρησκευτικές εκδηλώσεις. Κι όμως, όλα αυτά αποτελούσαν χαρακτηριστικά της θρη­σκευτικής ζωής και άλλων πόλεων, μόνο που ήταν μοναδικά ως προς τον τρόπο που επικρατούσαν στη σπαρτιατική πολιτεία, δηλαδή σε ένα συνεχές και συστηματικό επίπεδο που διαπερνούσε όλες τις ό­ψεις της καθημερινής Ζωής. Γενικά η σπαρτιατική θρησκεία δεν διέφερε από τη θρησκεία άλλων ελ­ληνικών πόλεων, γιατί οι σημαντικότερες πανελ­λήνιες θεότητες λατρεύονταν κι εκεί, συχνά με πα­ρόμοιες τελετές. Ωστόσο, υπήρχαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στις θρησκευτικές εκδηλώσεις, στη συμμετοχή των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, στην επικοινωνία του θείου με το ανθρώπινο στοι­χείο, τα οποία ήταν κατ’ εξοχήν σπαρτιατικά.
 
3. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ
 
     Οι μεγάλες κατευθύνσεις των πολιτικών θεσμών της Σπάρτης είναι σχετικά ελάχιστα γνωστές, αλλά η λειτουργία τους και η φύση της πολιτείας έδωσαν α­φορμή, από την αρχαιότητα κιόλας, για πλήθος αμ­φισβητήσεων, συνδυαζόμενες μάλιστα με το σπαρ­τιατικό μύθο. Αφού υπενθυμίσουμε κάποια σημεία λίγο-πολύ γνωστά, θα εξετάσουμε ορισμένες από τις προτεινόμενες γενικές ερμηνείες και θα προχωρή­σουμε σε μερικές υποθέσεις.
 
    Η Συνέλευση, που ονομάστηκε Απέλλα στη Με­γάλη Ρήτρα την αρχαϊκή εποχή και Εκκλησία (ό­πως και στην Αθήνα) στα κείμενα της κλασικής ε­ποχής, περιλαμβάνει αυτοδικαίως όλους τους πολί­τες, τους Σπαρτιάτες ή Ίσους, στους οποίους απαγο­ρευόταν κάθε οικονομική δραστηριότητα και οι ο­ποίοι αφιέρωναν όλο το χρόνο τους στον πόλεμο, τη στρατιωτική εκπαίδευση και την πολιτική. Σύντομα ο αριθμός αυτών των Ομοίων γνώρισε ταχύτατη μεί­ωση, από 8.000 περίπου το 479 σε λιγότερο από 1.500 oto 371. Η Συνέλευση συνεδρίαζε τακτικά, πι­θανόν κάθε μήνα. Δεν φαίνεται όλοι οι Σπαρτιάτες να χαίρουν του δικαιώματος λόγου ίσου για όλους (ισηγορία), που έκανε τόσο υπερήφανους τους Αθη­ναίους: εκτός από τους βασιλείς, τη Γερουσία και τους εφόρους, δεν ελάμβαναν το λόγο παρά μόνο αυτοί που ο προεδρεύων έφορος επέλεγε. Η ψήφος δεν γινόταν με την ανάταση των χειρών ούτε με μυ­στικά ψηφοδέλτια, όπως στην Αθηναϊκή Δημοκρα­τία, αλλά συνηθέστερα σύμφωνα με την δια βοής αρχαϊκή και υποτυπώδη διαδικασία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο πρόεδρος της συνεδρίασης μπορού­σε να ζητήσει από τους πολίτες να εκφράσουν τη γνώμη τους μετακινούμενοι προς τη μία ή την άλ­λη πλευρά της συνέλευσης: αυτό έκανε ο Σθένελος το 432. Η μέθοδος αυτή επέτρεπε τόσο την άρση των αμφισβητήσεων όσο και τον εκφοβισμό.
 
    Η Γερουσία ή Συμβούλιο των Γερόντων περιε­λάμβανε τους δυο βασιλείς και είκοσι οκτώ) γέροντες πάνω από εξήντα ετών. Αυτοί οι παλαιοί έ­δρευαν δια βίου. Η εκλογή τους γινόταν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστοτέλη, κατά τρόπο «παιδαριώδη»: ο κάθε υποψήφιος παρουσιαζόταν μπρο­στά στη Συνέλευση και οι πάρεδροι, κλεισμένοι σε ένα γειτονικό οίκημα, εκτιμούσαν την ένταση των επιδοκιμασιών. Κατά τον Ξενοφώντα η είσοδος στη Γερουσία ήταν η ανταμοιβή μιας ενάρετης ζωής, αλλά σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ήταν αποτέλεσμα σκληρού ανταγωνισμού στο στενό πλαίσιο μιας ο­μάδας ανδρών και επιβράβευε περισσότερο τη φι­λοδοξία παρά την αξία. Το να εμπιστευτούν σημα­ντικές εξουσίες σε άνδρες τόσο ηλικιωμένους απο­τελούσε για το φιλόσοφο σφάλμα, επειδή «υπάρχει το γήρας του πνεύματος όπως υπάρχει το γήρας του σώματος»· επιπλέον, μην έχοντας να λογοδοτήσουν, οτ γέροντες ήταν επιρρεπείς στη διαφθορά.
 
    Η Γερουσία ασκεί σημαντικές νομικές εξουσίες: ιδιαίτερα εκδικάζει, μαζί με τους εφόρους, τις κο­ρυφαίες υποθέσεις. Το Συμβούλιο έχει επίσης την ευθύνη της προετοιμασίας ίων αποφάσε­ων της Συνέλευοης και οφείλει να υποβάλλει τα νομοσχέδια στο λαό. Αυτή η λειτουρ­γία, ανάλογη της Βου­λής πολλών ελληνι­κών πόλεων, πιστο­ποιείται στη Σπάρτη ήδη από τη Με­γάλη Ρήτρα, που πιθανόν χρονολο­γείται το αργότερο κατά το ήμισυ του 7ου αιώνα. Αυτό έ­κανε τον Άντονι Άντριους (Athony Andrewes) να υπο­δείξει την προβούλευση, τόσο σπουδαία στην ελληνική πολιτική Ζωή, σαν σπαρτιατική ε­πινόηση.
 
    Η βασιλεία ίων πρώτων αρχαϊκών χρόνων επέζησε στη Σπάρτη με τη μορφή δυαρχίας. Οι δυο δυ­ναστείες των Αιγειάδων και των Ευρυπωντιδών - και οι δύο των Ηρακλείδων - βασιλεύουν από κοι­νού επί πέντε αιώνες, από τον 8ο έως τον 3ο αιώνα π.Χ. Η απαρχή αυτής της δυαρχίας προκάλεσε σει­ρά συζητήσεων στους σύγχρονους ιστορικούς- οι ί­διοι οι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι οι δυο δυναστείες κατάγονταν από διδύμους (στο ερώτημα ποιο από τα δύο αδέρφια έπρεπε να βασιλεύει, ο χρησμός των Δελφών είχε απαντήσει ορίζοντας την εκχώρηση της βασιλείας και στους δύο) και υπάρχει ένας πο­λύ ισχυρός δεσμός, που αναφέρει ο Ηρόδοτος (5, 75), μεταξύ της δυαδικής βασιλείας και της προ­στασίας που ασκούν στη Σπάρτη οι δίδυμοι θεοί Διόσκουροι. Στους κόλπους των δύο βασιλικών οι­κογενειών, η διαδοχή είναι αυστηρά κληρονομική, χωρίς ο κανόνας της διαδοχής να είναι η πρωτοτοκία: σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 3), ο γιος που γεννήθηκε έπειτα από την άνοδο του πατερά του στο βασιλικό αξίωμα έχει περισσότερα δικαιώματα από τον πρωτότοκο που γεννήθηκε από έναν πατέρα που ήταν τότε απλός ιδιώτης.
 
    Τα προνόμια των βασιλέων είναι γνωστά χάρη στους δύο καταλόγους που μας napéöojoav o Ηρό­δοτος (6, 56-58) και ο Ξενοφών (Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 130 και 115). Οι σύγχρονοι ιστορικοί, α­ναλύοντας τις δικαιοδοσίες των βασιλέων της Σπάρ-της, τείνουν να εξετάζουν διαδοχικά τις «εξουσίες», τις «τιμές» και τα «υλικά προνόμια» τους. Παρόμοι­ες διακρίσεις είναι τεχνητές. Οι όροι που χρησιμο­ποιούνται από τον Ηρόδοτο (γέρεα) και τον Ξενοφώντα (τιμαί) συνδυάζουν αυτές τις έννοιες. Η δια­τύπωση δε του Ηροδότου είναι ιδιαίτερα αξιοσημεί­ωτη, καθότι προσεγγίζει τους βασιλείς της Σπάρτης με τους ομηρικούς βασιλείς: Γέρεα δη τάδε τοισι βασιλευσι Σπαρτιηται δεδώκασι, «να τα προνόμια που οι Σπαρτιάτες έχουν προσφέρει στους βασιλείς τους» (ο Παρακείμενος υπογραμμίζει τον οριστικό χαρακτήρα αυτής της προσφοράς). Αυτά τα γέρεα συνδυάζουν αντιλήψεις περί τιμής και εξουσίας και εμφανίζονται σαν «πατρώοι νόμοι» - αξιοσέβαστοι -και κατατάσσονται από τον Ηρόδοτο σε τρεις κατη­γορίες: τις δικαιοδοσίες σε περίοδο πολέμου, τις α­ντίστοιχες σε περίοδο ειρήνης, τις αποδιδόμενες τιμες στους βασιλείς μετά θάνατον. Ο Ξενοφών ακο­λουθεί την ίδια τάξη. Οι δυο συγγραφείς σημειώ­νουν τη διπλή αντίθεση μεταξύ της σπουδαιότητας του βασιλιά ευρισκομένου σε εκστρατεία και της με­τριοπάθειας των εξουσιών του στη Σπάρτη, μεταξύ της υποταγής του εν ζωή βασιλιά στους νόμους και τη μετά θάνατον ηρωοποίησή του.
 
    Η Μεγάλη Ρήτρα δεν μνημονεύει τους ε­φόρους, κάτι που μπορεί να σημαίνει πως η ανάδυση τους στο πρώτο επίπεδο του πολιτικού σπαρτιατικού βίου είναι μετα­γενέστερη. Από πολλές πλευρές η Εφο­ρεία αποτελεί ένα αξίωμα κλασικού τύπου, όπως οι αρχαί πλήθους άλλων πόλεων: οι πέντε έφοροι ε­κλέγονται για ένα έτος από και μέσα από το λαό. Η εξουσία που ασκούν -συγκρίθηκε με την τυραν­νία (Ξενοφών. Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 8, 4)- και οι σχέσεις των κυβερνώντων με τους κυβερνώμε­νους αναδεικνύουν την Εφορεία σε εντελώς ιδιαί­τερη περίπτωση.
 
    Η διπλωματία και ο πόλεμος αποτελούν το ευρύ­τερα γνωστό πεδίο της σπαρτιατικής ζωής, χάρη στο πλήθος των ενδείξεων, υπαινικτικών και άλ­λοτε λεπτομερειακών των αρχαίων ιστορικών. Με­ρικά μείζονα γεγονότα ξεχωρίζουν. Στην κλασική περίοδο η Συνέλευση είναι αυτή που αποφασίζει περί ειρήνης ή πολέμου· είναι αυτή που επιλέγει το βασιλιά ή το στρατηγό που θα αναλάβει την αρχιστρατηγία. Οι έφοροι κηρύσσουν την επιστράτευση ή καθορίζουν τον αριθμό των κλάσεων που πρέπει να αναχωρήσουν σε εκστρατεία και συνεπώς το μέ­γεθος της αποστολής· οι ίδιοι επίσης διεξάγουν τις επίσημες διαπραγματεύσεις, τόσο εν καιρώ ειρή­νης όσο και εν καιρώ πολέμου.
 
    Επειδή οι εκστρατείες από ξηράς δέσμευαν τον τακτικό στρατό της πόλης, η φρουρά επανδρωμένη με πολίτες και περιοίκους λογικά διοικείται από τον έτερο βασιλιά. Ως τα τέλη του 6ου αιώνα οι δυο βασιλείς διοικούσαν από κοινού το στρατό, όμως κατά την εισβολή το 506 στην Αττική, ο Κλεομένης Α΄ και ο Δημάρατος δίνουν αντικρουόμενες διατα­γές, με αποτέλεσμα τη διάλυση του στρατεύματος. Από τότε ένας νέος νομός ορίζει ότι ένας μόνο από τους βασιλείς θα αναχωρεί σε εκστρατεία, ενώ ο άλλος θα παραμένει στη Σπάρτη. Βεβαίως εδώ υπάρ­χει ένας παράγοντας ανισότητας μεταξύ των βασι­λέων: ο ένας αναλαμβάνει μεν εντολή που εμπε­ριέχει πολλούς κινδύνους, μα που μπορεί να του προσφέρει δόξα και επιρροή, ενώ ο άλλος αδημο­νεί στη Σπάρτη. Ένας βασιλιάς με κύρος που απο­λαμβάνει της εμπιστοσύνης του «δόμου» και που έχει το απαραίτητο πολιτικό βάρος να επιβάλλει την εκλογή των φίλων του στο αξίωμα του εφόρου, κατορθώνει μερικές φορές να εμπνεύσει και να δι­ευθύνει άμεσα ή έμμεσα όλη την εξωτερική πολι­τική της πόλης: είναι η περίπτωση για πολλά χρόνια του Κλεομένη Α΄ και του Αγησίλαου και, για μικρότερη χρονική περίοδο, του Αρχίδαμου Β΄, του Πλειστοάνακτα και του Παυσανία. Παραφράζοντας τον Θουκυδίδη, θα μπορούσαμε να χαρα­κτηρίσουμε συχνά τη σπαρτιατική κυβέρνηση «αρχή υπό τον πρώτον βασιλέως».
 
    Αντίθετα, σπάνια οι ιστορικοί μνημονεύουν τη Γερουσία όσον αφορά την εξωτερική πολιτική· προφανώς αυτό δεν σημαίνει πως δεν προϋπήρχε η απόφαση των γερό-. ντων, απλά για τους εξωτερικούς παρατη­ρητές η συζήτηση στη Συνέλευση και η ψήφος του δάμον ήταν καθοριστικοί παράγοντες. Παραμένει το γεγονός ότι η Γερουσία, που εκδικάζει πολλές κατηγορίες προδοσίας εναντίον των βασιλέων και των στρατιωτικών αρχηγών, διαθέτει αξιοσημείωτη ισχύ πίεσης. Κάποιοι γέροντες συμπράττουν ή συμ­μαχούν με τη μια ή την άλλη βασιλική οικογένεια και σχηματίζουν φατρίες προσκείμενες άνευ όρων σε ένα βασιλιά· σ’ αυτές έρχονται να προστεθούν και άλλοι γέροντες για λόγους προσωπικούς ή πο­λιτικούς. Ένας βασιλιάς που θέλει να αποφύγει τη θανατική καταδίκη του ή κάποιου από τους συγγε­νείς του, οφείλει είτε να κερδίσει την υποστήριξη των ανεξάρτητων από τις φατρίες γερόντων είτε να έρθει σε συνεννόηση με τον άλλο βασιλιά και τους φίλους του (οι δυο βασιλικές φατρίες ενωμένες φαίνεται να διαθέτουν την πλειοψηφία). Αν πιστέ­ψουμε την με έντονα χρώματα αφήγηση του Ξενο­φώντα (Ελληνικά 5, 4, 24-33), ο Σφοδρίας, φίλος του βασιλέα Κλεόμβροτου, απαλλάχθηκε μετά την άτυχη εκστρατεία του κατά του Πειραιά, επειδή ο γιος του ήταν ο ερωμένος του Αρχίδαμου, γιου του Αγησίλαου.
 
    Η Εκκλησία λαμβάνει τις κύριες αποφάσεις σε θέματα εξωτερικής πολιτικής· οι εντολές κατ η ε­πιρροή προέρχονται στην πλειονότητα τους από την εμπιστοσύνη του λαού. Στα δύο αυτά σημεία, το σπαρτιατικό σύστημα δεν είναι στις βασικές του δο­μές διαφορετικό από αυτό της Αθήνας. Ωστόσο όταν ο Αριστοτέλης κάνει μνεία στα «δημοκρατικά» στοιχεία της Λακεδαιμόνιας Πολιτείας, επιμένει σχετικά με τη συμμετοχή των ανδρών του λαού στην Εφορεία, την κοινή εκπαίδευση για όλους και τα συσσίτια, αλλά δεν αναφέρει τίποτα για τη Συνέλευση. Ακόμη περισσότερο, βεβαιώνει ότι στη Σπάρτη, όπως επίσης στην Κρήτη, ο λαός δεν έχει το δικαίωμα παρά να επικυρώνει με την ψήφο του [συνεπηψηφίσα, Πολιτικά 2,1271b] τις αποφάσεις των γερόντων και υπογραμμίζει ότι, αντίθετα από τους Καρχηδόνιους, οι Σπαρτιάτες πολίτες δεν έ­χουν το δικαίωμα να συζητούν τις προτάσεις που τους διαβιβάζονταν. Οι παρατηρήσεις του Αριστοτέλη μοιάζουν να απηχούν την περίφημη προσθή­κη της Μεγάλης Ρήτρας που αποδίδεται στους βασιλείς Πολύδωρο ή Θεόπομπο: αι δέ σκολιάν ο δάμος εροιτο, τους πρεσβυγενέας και αρχαγέτας αποστατήρας ημεν, αν ο λαός διατυπώνει στρεβλό αίτημα, οι γέροντες και οι βασιλείς λύουν τη συνε­δρίαση (Πλούταρχος, Λυκούργος 6, 8).
 
    Αυτές οι μαρτυρίες μας ωθούν στη μη γενίκευση των παρατηρήσεων που δημιουργεί η μελέτη της σπαρτιατικής εσωτερικής πολιτικής: σε άλλους το­μείς, που αφορούν τη διανομή γης, την παιδεία και γενικά την εσωτερική τάξη της πόλης, πιθανά οι α­ποφάσεις λαμβάνονταν από μικρές ομάδες και ε­νίοτε εν κρύπτω.
 
    Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις σχετικά με τον τρόπο καταστολής ίων συνωμοσιών ή υποτιθέμενων συνωμοσιών. Το 397, ο Αγησίλαος παρατηρεί κατά τη διάρκεια μιας θυσίας κάποια ανησυχητικά ση­μεία - πέντε μέρες αργότερα, έρχονται να καταγγεί­λουν στους εφόρους τη συνωμοσία του Κινάδωνα. Οι έφοροι δεν καλούν καν τη «μικρή συνέλευση», παρά αρκούνται στο να συμβουλευτούν ατομικά κά­ποιους γέροντες, συλλαμβάνουν και ανακρίνουν με άκρα μυστικότητα τον Κινάδωνα. Η υπόθεση παίρ­νει δημοσία διάσταση όταν πια ο Κινάδων και οι συνένοχοι του σιδηροδέσμιοι περιφέρονται στους δρόμους της πόλης πριν εκτελεστούν (Ξενοφών, Ελληνικά. 3.3). Το 369, κατά την εισβολή των Θη­βαίων, ο Αγησίλαος υποψιάζεται τα επαναστατικά σχέδια μιας ομάδας Σπαρτιατών πολιτών που συγκεντρώνονταν συχνά σε ένα σπίτι. Έπειτα από μια σύσκεψη με τους εφόρους, δίνει εντολή να θανα­τώσουν τους συνωμότες ή υποτιθέμενους συνωμότες.   (Πλούταρ­χος, Αγησίλαος 32, 10-11). Σίγουρα επρόκειτο για εξαιρετικό μέτρο καθώς φαίνεται, μα κανένας δεν μέμφθηκε τον Αγησίλαο για κατάχρηση εξουσίας.
 
    Όταν η σπαρτιατική τάξη απειλείται, υπάρχει σειρά διαδικασιών που επιτρέπουν στις «αρχές» (οι εν τέλει, ο όρος είναι ευρύς κατά Βούληση) να δρουν γρήγορα και διακριτικά: σύγκληση της μικράς εκκλησίας, συγκέντρωση της Γερουσίας, συμβουλή κάποιων γερόντων ή μονό των εφόρων. Πάντως υπάρχει συνεννόηση, αλλά μερικές φορές σε πολύ κλειστό κύκλο· ελάχιστοι κανόνες θεσμο­θετημένοι περιορίζουν τη δράση των «αρχών».
 
    Η εξαιρετική πολιτική σταθερότητα της Σπάρτης, η οποία δεν γνώρισε ούτε τυραννία ούτε εμφύ­λιο πόλεμο (τουλάχιστον προς τον 3ο αιώνα), δεν ερμηνεύεται μόνο μέσα από την έννοια της πειθαρχίας που τους εμπέδωσε η σπαρ­τιατική παιδεία, αλλά οφείλεται, όπως υπογράμ­μισαν ο Πλάτων και ο Αριστο­τέλης, εν μέρει στο μικτό χαρακτή­ρα ίου συντάγματος (áv0pojnoi του λαού, ευ­γενείς και βασιλείς είναι εξ ίσου αφοσιωμένοι σε έ­να καθεστώς στο οποίο συμμετέχουν), εν μέρει δε και ίσως ακόμη περισοοιερο στη διαρκή επαγρύ­πνηση «αρχών» που τους ακολουθεί ο φόβος των ε­ξεγέρσεων.
 
    Υπήρχαν στη Σπάριη θέματα για διαρκή συζήτηση - η ομορφιά των νεαρών αγοριών, η αξία του τάδε ή του δείνα- υπήρχαν ερωτήματα που υποβάλλονταν σε δημόσια ψη-     φοφορία, όπως οι αποφάσεις σχετικά με την ειρήνη ή τον πόλεμο, υπήρχε το τεράστιο θέμα της εσωτερικής ασφάλειας της πόλης - οι είλωτες, οι υπομείονες (τα κατώτερα στρώματα), τα φατριαστικά σχεδία κάποιων - το οποίο μονό με μισόλογα ανέ­φεραν αφήνοντας το στη διακριτική ευχέρεια των αρχών. Τέλος, υπήρχε η διατήρηση των οικονομι­κών και πολιτικών προνομίων μιας κρυφής ολι­γαρχίας, διατήρηση που απασχολούσε ορισμένους χωρίς ποτέ να μιλούν γι’ αυτή, τουλάχιστον μέχρι nou ξέσπασαν οι επαναστάσεις του 3ου αιώνα.
 
    Δεν γίνονταν όλα κρυφά στη Σπάρτη, αλλά ο Θουκυδίδης έχει πολλούς λόγους για να επισημά­νει το κρυπτόν της πολιτείας.
 
4. Ο ΚΑΙΑΔΑΣ
 
         Από τα μέσα του 17ου αιώνα μέχρι σήμερα, με ελά­χιστες εξαιρέσεις ή αποκλίσεις, η έκθεση των δύσμορφων βρεφών στη Σπάρτη χαρακτηρίζεται ως βάρβαρη και απάνθρωπη πράξη, η οποία υπαγο­ρεύεται από την αρχή της ευγονίας και της χρησι­μότητας στο κράτος (τροφοδοτείται έτσι η αντίληψη περί σπαρτιατικής επιλεκτικότητας και στρατοκρα­τούμενης πόλης) και από την αρχή πως κάθε Σπαρτιάρτης ανήκει αποκλειστικά και μόνο στην πόλη.
 
    Η άποψη αυτή ταυτίστηκε με μια σειρά στερεοτύ­πων που ακολουθούν συνήθως τους χαρακτηρι­σμούς της σπαρτιατικής κοινωνίας και συνδέθηκε με μια συγκεκριμένη εικόνα-παράσταση για τη σπαρ­τιατική πολιτεία. Απομονώνει επίσης τη σπαρτιατι­κή πρακτική από το ευρύτερα διαδεδομένο φαινό­μενο της έκθεσης των βρεφών στην αρχαιότητα, α­ποδίδοντας της ιδιαίτερο σημασιολογικό φορτίο.
 
    Παραδόξως, καμιά από αυτές τις αντιλήψεις-απόψεις περί σπαρτιατικής ιδιαιτερότητας ή «αγριό­τητας» δεν καταγράφονται στις μαρτυρίες των αρ­χαίων. Οι αιτίες που οδηγούσαν κάποια οικογένεια στην έκθεση ενός αρτιμελούς παιδιού ήταν συνή­θως κοινωνικές και οικονομικές, και υπάρχουν δια­φορές από πόλη σε πόλη και από εποχή σε εποχή ως προς τις διαστάσεις και τον τρόπο εφαρμογής της. Αντίθετα, η έκθεση των παιδιών με κάποια γε­νετική δυσπλασία ή δυσμορφία αποτελούσε κοινή πρακτική και δεν παρατηρούνται διακρίσεις ή πο­λυνομία από πόλη σε πόλη και από εποχή σε επο­χή. Το τερατόμορφο βρέφος θεωρούνταν ανεπιθύ­μητο και προκαλούσε το φόβο της κοινότητας.
 
    Η μελέτη της μοναδικής φιλολογικής μαρτυρίας που διαθέτουμε (Πλούτ., Λυκ., 16, 1-3) εμφανίζει μεγάλη συνάφεια και πνευματική συγγένεια με τις απόψεις του Πλάτωνα, οι οποίες όμως δεν αναφέ­ρονται στη σπαρτιατική πρακτική. Ο Πλάτωνας, ό­πως συχνά κάνει και σε άλλα Ζητήματα, καινοτομεί και στο σημείο αυτό. θεωρητικοποιεί την ευγονία, τη συνδέει με την έκθεση και εισάγει στη διαδικα­σία της έκθεσης μια ειδική επιτροπή «αξιολόγησης» των νεογέννητων. Παράλληλα, αποκλείει την έκθεση των υγιών παιδιών και επικεντρώνει την προσοχή και το ενδιαφέρον του στα δύσμορφα. Τη λογική αυτή κατάταξη του θέματος, καθώς και τον τρόπο περιγραφής της διαδικασίας της έκθεσης από τον Πλάτωνα, τη συναντάμε στον Πλούταρχο για την περίπτωση της Σπάρτης.
 
    Το χωρίο του Πλουτάρχου εγείρει πέντε ουσια­στικά προβλήματα: την εξέταση, την ευγονία, την απονομή κλήρου στο υγιές παιδί, τη ρίψη του δύσμορφου στον Καιάδα, και το ρόλο των φυλετών που συνδυάζεται με το βαθμό εξουσίας του πατέρα πάνω στο παιδί του.
 
    Σε μια κλειστή κοινωνία, όπως αυτή των Ομοίων στη Σπάρτη, όπου επικρατούσαν ενδογαμικές σχέ­σεις, το φαινόμενο ως προς τη διαμαρτία περί της διάπλασης των παιδιών δεν πρέπει να ήταν σπάνιο και ίσως για το λόγο αυτό μέτρα προστασίας να κρί­θηκαν από την κοινότητα απαραίτητα και αναγκαία. Εκεί, ίσως, να βρίσκεται και η αιτία της ιατρικής ε­ξέτασης του παιδιού από τους γεροντότερους.
 
    Η ορθολογική ερμηνεία της ευγονίας, πολιτικά μεταφράζεται στη διάθεση των Σπαρτιατών να απο­μακρύνουν μόνο τα τερατόμορφα, βασιζόμενοι στην αρχή πως κάθε υγιές παιδί είναι συγχρόνως και έ­νας μελλοντικός πολίτης.
 
    Με την ευκαιρία της διαδικασίας εξέτασης του παιδιού από τους φυλέτες, συνδυάζονταν και η α­πονομή του κλήρου από τον πατέρα. Ο χαράκτηρας, η σημασία όμως αυτής της απονομής ήταν δια­φορετική πριν και μετά το νόμο του Επιταδέα. Πριν από το νόμο του Επιταδέα, η απονομή κλή­ρου ίσως είχε συμβολικό χαρακτήρα, μια και το παιδί αποκτούσε αυτοδίκαια την πατρική περιου­σία. Μετά το νομό του Επιταδέα, η απονομή γης στο νεογέννητο πρέπει να αποκτά ουσιαστικό χα­ρακτήρα για το μελλοντικό πολίτη. Η δημοσιοποί­ηση της απονομής κλήρου αποτελούσε ίσως μια δεσμευτική υπόσχεση του πατέρα, παρουσία των μελών της φυλής, ότι 8α αφήσει τον κλήρο στο παι­δί που αναγνωρίζει και αναλαμβάνει να αναθρέψει και όχι σε κάποιον άλλον.
 
    Στη νεότερη και σύγχρονη ιστοριογραφία επι­κρατεί η άποψη που ταυτίζει τους Αποθέτες με τον Καιάδα. Ο Πλούταρχος, όπως και καμιά άλλη μαρ­τυρία, δεν συσχετίζει τους Αποθέτες με τον Καιά­δα. Αν μεταξύ Καιάδα και Αποθετών - δυο ονοματολογικοι προσδιορισμοί που δηλώνουν βαραθρώδη τόπο - επήλθε εννοιολογική ταύτιση, οφείλεται στο συνειρμικό συλλογισμό που απορρέει από τη διαμορφωμένη αντίληψη περί σπαρτιατικής σκλη­ρότητας. Η θρυλική ρίψη στον Καιάδα αφορά τους καταδικασμένους σε θάνατο ή τα πτώματα τους και όχι τα εκ γενετής δύσμορφα παιδιά. Η ταύτιση του με τους Αποθέτες ανταποκρίνεται περισσότερο στην παράσταση-εικόνα της πόλης αυτής έτσι όπως κατασκευάστηκε στη σύγχρονη εποχή και λιγότε­ρο στην ιστορική της πραγματικότητα.
 
    Και μόνο το γεγονός πως ο Σπαρτιάτης, με την ι­διότητα του πατέρα, παρουσιάζει το παιδί στους φυλέτες, προϋποθέτει ένα προηγούμενο στάδιο ανα­γνώρισης του βρέφους εκ μέρους του (κάτι αντί­στοιχο με τη γιορτή των Αμφιδρομίων στην Αθή­να). Ο πατέρας δηλαδή έφερνε στη λέσχη μόνο ό­σα παιδιά επιθυμούσε να αναθρέψει. Το γιατί στη Σπάρτη η έκθεση των αρτιμελών παιδιών δεν εκφραζόταν με την κλασική μορφή της εγκατάλει­ψης τους, όπως συνέβαινε στην Αθήνα, ίσως να ο­φειλόταν στη διαφορετική δομή που είχε η κοινω­νική διαστρωμάτωση των πολιτών. Στο γεγονός, δη­λαδή, πως στην τάξη των Σπαρτιατών υπήρχαν θε­σμοθετημένα κοινωνικά στρώματα, που μπορούσαν να «υποδεχθούν» το εκτιθέμενο παιδί, κάτι που δεν συναντάμε στην Αθήνα.
 
    Η παρουσία των φυλετών δεν αφορά τη διαδικα­σία αναγνώρισης του παιδιού από τον πατέρα, που ή­ταν καθαρά οικογενειακή υπόθεση. Αφορά τη δια­δικασία εισόδου και εγγραφής του παιδιού στη φυ­λή, η οποία δεν ανήκει στη δικαιοδοσία της οικο­γένειας. Ετσι ερμηνεύεται ο αναβαθμισμένος ρόλος των φυλετών, ανεξάρτητα από το βαθμό εξουσίας του πατέρα (κάτι αντίστοιχο με τη γιορτή των Απατουρίων στην Αθήνα). Τη γενικότερη χαλάρωση των παραδοσιακών θεσμών της Σπάρτης στη μακρόχρο­νη περίοδο, από την αρχαϊκή έως τη ρωμαϊκή επο­χή, ακολούθησε κατ η ισχύς των φυλετών.
 
Η σπαρτιατική συνήθεια της έκθεσης εντάσσεται στη γενικότερα διαδεδομένη συνήθεια της έκθε­σης των ανεπιθύμητων παιδιών στον αρχαίο κόσμο. Καμιά «σπαρτιατική ανωμαλία», τίποτα το ιδιαίτε­ρο ή το αξιοπερίεργο δεν σημειώνεται στην αρχαία ελληνική γραμματεία για την εφαρμογή αυτής της πρακτικής στη Σπάρτη. Η μοναδική ιδιαιτερότητα που εμφανίζεται στην περίπτωση της Σπάρτης εί­ναι ότι η έκθεση περιορίζεται και επικεντρώνεται μόνο στα τερατόμορφα παιδιά και δεν επεκτείνεται και στα αρτιγενή, όπως ευρύτατα εφαρμοζόταν στις άλλες πόλεις.
 
Η μαρτυρία του «ηθικολόγου» Πλούταρχου μέσα από το σπαρτιατικό πρότυπο λειτουργεί παράλληλα και ως παρότρυνση και προτροπή για τον περιορι­σμό των διαστάσεων της έκθεσης των υγιών βρεφών, που την εποχή του παρουσίαζε τρομακτική έξαρση, επικεντρώνοντας τη μόνο σε μια συγκεκριμένη πε­ρίπτωση, αυτή των δύσμορφων εκ γενετής παιδιών. Τα συμπεράσματα περί ευγονίας των Σπαρτιατών, στο πλαίσιο μιας στρατοκρατούμενης κοινωνίας, ο υπερβάλλων ρόλος των φυλετών στις οικογενειακές και ατομικές υποθέσεις, στο πλαίσιο του κοινοβιακού χαρακτήρα της σπαρτιατικής κοινωνίας, προέρ­χονται και αποτελούν αναπόσπαστα μέρη του σπαρ­τιατικού μύθου, του οποίου ένας από τους σημαντι­κότερους αρχιτέκτονες ήταν και ο Πλούταρχος.
 
5. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ
 
    Σπάρτη, η πόλη των «ίσων». Έτσι παρουσιάζεται αιώ­νες τώρα η ελληνική πόλη που προκάλεσε ταυτόχρονα το μεγαλύτερο ενθουσιασμό σε ορισμένους και τις περισσότερες ίσως επιφυλάξεων στους άλ­λους. Απέδιδαν δε αυτή την «ισότητα» σε άξιο έρ­γο του νομοθέτη Λυκούργου, ο οποίος, με σκοπό να αποσοβήσει μία σοβαρή κρίση που απειλούσε την ενότητα της πόλης, μοίρασε το έδαφος της Λα­κωνίας σε ίσους κλήρους και επέβαλε στους Σπαρτιάτες μια εκπαίδευση και έναν τρόπο ζωής που ε­νίσχυαν αυτή την ισότητα.
 
    Ωστόσο, από την αρχαιότητα υπήρχαν ερωτήματα για την ιστορική αλήθεια σχετικά με τόν Λυκούργο. Ο Πλούταρχος, συγγραφέας μιας Βιογραφίας του Σπαρτιάτη νομοθέτη, στην οποία οφείλουμε ένα με­γάλο μέρος από την πληροφόρηση μας, αναγνώριζε το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα την περίοδο που έζησε και παραδεχόταν πως οποιαδήποτε αναφορά σε αυτόν είναι ασαφής. Τόσο σύνθετο πρόβλημα αποτελεί η σπαρτιατική ισότητα και δεν είναι πανιά εύκολο να ξεχωρίσουμε την πλευ­ρά που αντιστοιχεί στο «μύθο» από αυτή που εκφράζει μια κάποια πραγματικότητα. Πέραν τούτου η δυσκολία συνδέεται με τη σπανιότητα των πηγών σπαρτιατικής προέλευσης. Πιο συχνά μέσα από τα μάτια των άλλων και ιδιαίτερα των Αθηναίων, πρέ­πει να αποτολμήσει κανείς να αντιληφθεί τη φύση του σπαρτιατικού βίου. Και τη μοναδικότητα της στον αρχαϊκό και κλασικό ελληνικό κόσμο.
 
    Σε πείσμα της παράδοσης που κρατούσε το ρόλο του νομοθέτη, το σπαρτιατικό καθεστώς φαίνεται να εγκαθιδρύεται κατά το ήμισυ του 7ου αιώνα ή το τέ­λος του 6ου αιώνα. Τον 7ο αιώνα διεξήχθησαν οι Μεσσηνιακοί πόλεμοι που θα επέτρεπαν στους Σπαρτιάτες να επεκταθούν σε αυτήν την πλούσια γη. Είναι τότε επίσης που θα εκδηλωθεί στις γραμ­μές των οπλιτών, αυτών των βαριά οπλισμένων στρατιωτών, η αναφερόμενη από τον ποιητή Τυρταίο διεκδίκηση μιας ισότιμης διανομής, όχι βέ­βαια της γης της Λακωνίας, αλλά της κατακτημέ­νης γης στη Μεσσήνη. Η ίση μοιρασιά της λείας των οπλιτών συνδεόταν με την ίδια τη φύση της φά­λαγγας των οπλιτών και αυτό ακριβώς αποτελεί πα­ράδοση, η οποία θα διατηρηθεί για πολύ καιρό. Άλλωστε, η αμοιβή μέσω του κλήρου γης της στρατιωτικής υπηρεσίας αποτελεί εξίσου μια πρα­κτική που συναντάται μέχρι την ελληνιστική πε­ρίοδο, σε βασίλεια που ίδρυσαν Μακεδόνες άρχοντες. Μπορούμε λοιπόν να δεχτούμε πως με την κατάκτηση της Μεσσηνίας και τη μετατροπή ίων κατοίκων της σε είλωτες, το μεσσηνιακό έδαφος κατανεμήθηκε σε κλήρους ίσους. Αργότερα, η α­νάμνηση αυτής της ισομοιρίας θα τροφοδοτήσει το μύθο ενός συστήματος ισότιμης διανομής της πα­τρώας γης που νομοθετήθηκε από τον Λυκούργο, έ­να μοίρασμα σε κλήρους που θα εξασφάλιζαν σε κάθε Σπαρτιάτη τη δυνατότητα συμμετοχής στα συν­δεόμενα με την ιδιότητα ίου Σπαρτιάτη πολίτη συσ­σίτια.
 
    Μια τέτοια ερμηνεία της ίσης μοιρασιάς, που α­φορούσε μόνο το μεσσηνιακό έδαφος. αποδίδει κα­λύτερα την εικόνα μιας κοινωνικής ανισότητας την οποία άλλωστε αποκαλύπτουν τα ευρήματα σε τά­φους πολύτιμων αντικείμενων και όπλων που μαρ­τυρούν την ύπαρξη μιας αριστοκρατικής τάξης στους κόλπους της σπαρτιατικής κοινωνίας. Ωστόσο αυτές οι μαρτυρίες σπανίζουν από τα μέσα του 6ου αιώνα. Πιθανώς τότε μια μεταρρύθμιση, που η πα­ράδοση συνέδεε με τον έφορο Χίλωνα, να επέβα­λε στο σύνολο των Σπαρτιατών ένα τρόπο διαβίωσης και μια κοινή αγωγή που αποσκοπούσαν στην κα­τασκευή «ομοίων», ενώ απαγορεύεται η κυκλοφο­ρία χρυσών και αργυρών νομισμάτων. Αυτή η με­ταρρύθμιση είχε για αντικείμενο, όπως ενίοτε υπο­θέτουμε, τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της μάζας των εξαρτημένων, των ειλώτων της Λακωνίας και κυρίως της Μεσσηνίας, με αντιστάθμισμα το μετα­σχηματισμό της κοινότητας ίων Σπαρτιατών σε στρατό και μάλιστα διαρκή. Δύσκολο να πάρει κα­νείς θέση. Παραμένει το γεγονός πως αυτή η «ισό­τητα» μεταξύ των Σπαρτκπών όχι μονό εξασφάλισε την ισχύ της πόλης σχεδόν επί δύο αιώνες, αλλά α­ποτέλεσε πρότυπο στα μάτια ορισμένων Ελλήνων και στην Αθήνα ιδιαίτερα του Σωκράτη και των μα­θητών του.
 
    Κι όμως, αυτή η δύναμη που οδήγησε τη Σπάρτη σε νίκη κατά της Αθήνας και γκρέμισε την ηγε­μονία της στο Αιγαίο, επρόκειτο επίσης να φέρει την κρίση του συστήματος των ίσων. Οι επιδοτηθείς από τον Πέρση Βασιλιά και τους σατράπες του. χά­ρη στις οποίες η Σπάρτη μπόρεσε να αντιπαραθέ­σει στην Αθήνα ένα ισοδύναμο στόλο, επέφερε αυ­τό που οι σύγχρονοι καταγγέλλουν σαν «φιλοχρη­ματία». Η αναφορά του Πλούταρχου στο στρατηγό Γύλιππο, που μετέφερε κρυμμένες στις αποσκευές του αθηναϊκές «κουκουβάγιες», νομίσματα αργυρά ιδιαίτερης αξίας σε όλο τον ελληνικό κόσμο, είναι ως προς αυτό χαρακτηριστική. Παρ’ ότι, σύμφωνα επίσης με τον Πλούταρχο, εκείνη την περίοδο ο Λύσανδρος είχε επιβάλει ένα νόμισμα από σίδερο και είχε απαγορέψει εκ νέου την κυκλοφορία πο­λύτιμων μετάλλων, παραμένει το γεγονός της εισα­γωγής του νομίσματος στη Σπάρτη.
 
    Κάτι ακόμα, επίσης από την αφήγηση του Πλούταρχου: ο νόμος του Επιταδέα που ε­πιτρέπει την κατά βούληση διάθεση του κλήρου, αντί της μεταβίβασης του στους  άμεσους κληρονόμους, επιτάχυνε την τά­ση της συγκέντρωσης γης, τάση που με τη σειρά της ενέτεινε η δυνατότητα που η Σπάρτη παρείχε στην επίκληρο θυγατέρα, μοναδική κληρονόμο ε­νός και μόνο περιουσιακού στοιχείου, να νυμφευ­θεί εκτός της πατρικής γενιάς. Σε κάθε περίπτωση αυτό βεβαιώνει ο Αριστοτέλης στο έργο του Πολι­τικά περιγράφοντας ένα ιδιαίτερα άνισο σπαρτιατι­κό σύστημα με συνέπεια την αριθμητική μείωση των Σπαρτιατών.
 
    Για να εξηγήσουμε αυτή τη μείωση πρέπει επί­σης να ληφθεί υπόψη η οριστική απώλεια της Μεσσηνίας μετά τη νίκη του Θηβαίου Επαμει­νώνδα, κάτι που ερμηνεύθηκε με τον αποκλεισμό στην πράξη ίων πλέον πτωχών από το σώμα των πολιτών που δεν είχαν να συνεισφέρουν στα συσσίτια παρά μονό τον κλήρο τούς.
 
    Η πραγματικότητα αυτών των κοινωνικών ανισοτήτων δεν επιδέχεται αμφισβήτηοη. Εξηγούν δε τις απόπειρες των μεταρρυθμιστών βασιλέων του 3ου αιώνα. Άγη και Κλεομένη, οι οποίοι θα θέσουν υ­πό τη νομοθετική κηδεμονία του μυθικού νομοθέτη της Σπάρτης το σχέδιο μιας κοινής χρήσης των αγαθών, προάγγελο μιας ίσης κατανομής που παρουσιάστηκε σαν επιστροφή στους «νόμους του Λυ­κούργου». Αυτή η εμβάθυνση των ανισοτήτων δεν μπορούσε να μην αντανακλά σε πολιτικό επίπεδο. Ο Αριστοτέλης άλλωστε αυτό αφήνει να εννοηθεί στο ίδιο σημείο του 2ου βιβλίου στα Πολιτικά. Όμως το πρόβλημα της πολιτικής ισότητας τίθεται με όρους πολύ πιο σύνθετους. Είναι γεγονός πως η Σπάρτη θεωρούνταν στην κλασική εποχή η κατ’ ε­ξοχήν ολιγαρχική πόλη-κράτος. Πράγματι, η πολιτική ισότητα ήταν για πολλούς θεωρητικούς ίδιον της δημοκρατίας, θεμελιωμένη πάνω στην ισονο­μία και την ισηγορία, δηλαδή μια πολιτική ισότη­τα που να μην είναι ασυμβίβαστη με τις κοινωνικές ανισότητες κατ που όμως να εκφράζεται μεσω του δικαιώματος λόγου που εκχωρούσε σε όλους στη διάρκεια μιας Συνέλευσης. της οποίας οι αποφάσεις ήταν κυρίαρχες.
 
    Η πολιτική οργάνωση της Σπάρτης ήταν σύμφω­να με την παράδοση δομημένη από τη Μεγάλη Ρήτρα, το χρησμό που είχε λάβει ο Λυκούργος από τους Δελφούς. Πολύ αργότερα κατεγράφη κατ αυτή ακριβώς η καταγραφή αναφέρεται από τον Πλού­ταρχο στο Βίο του Λυκούργου. Υποδήλωνε πως ο λαός κατανεμημένος σε φυλές κατ οβάς θα συγκεντρώνεται κάποιες περιόδους κατόπιν καλέσματος ενός Συμβουλίου, αποτελουμένου από τριάντα μελη, εκ των οποίων δύο «αρχηγέτες», δηλαδή τους δυο βασιλείς. Αργότερα θα δημιουργούσαν το σώμα των πέντε αξιωματούχων, τους εφόρους, οι οποίοι ε­κλέγονταν κάθε χρόνο. Το σύνταγμα των Λακεδαι­μονίων παρουσίαζε λοιπόν καθαρά ολιγαρχικό χα­ρακτήρα, αφού οι κάτοχοι της αρχής, βασιλείς. Γε­ρουσία και έφοροι, αποτελούσαν μια μικρή μειο­νότητα. Οι δυο βασιλείς, γόνοι των δυο βασιλικών οικογενειών των Αιγειάδων και των Ευρυπωντιδών εναλλάσσονταν στην εξουσία κληρονομικά. Οι γέ­ροντες, ηλικίας εξήντα και πλέον ετών, ήταν ε­κλεγμένοι δια βίου. Μόνο οι έφοροι εκλέγονταν κάθε χρόνο και επιλέγονταν μέσα από το σύνολο των Σπαρτιατών, γεγονός που δικαιολογεί ορισμένους να βλέπουν στο πρόσωπο τους το «δημοκρατι­κό» στοιχείο του λακεδαιμονικού συντάγματος. Εί­ναι προφανές πως απέχετ πάρα πολύ από ιόν τύπο της ισότιμης στελέχωσης, δηλαδή της ετήσιας κλή­ρωσης, των μελών της Βουλής και ίου μεγάλου α­ριθμού αξιωματούχων στην Αθήνα. Μα τι ακριβούς ήταν η σπαρτιατική Συνέλευση; Στο κείμενο της Μεγάλης Ρήτρας που αναφέρει ο Πλούταρχος, εμφανίζεται σαν κυρίαρχη Συνέλευση, κυρίαρχη του κράτους. Ωστόσο ο ίδιος ο Πλούταρχος παραθέτει στη συνέχεια μία τροπολογία την οποία προσέθε­σαν οι βασιλείς Πολύδωρος και Θεόπομπος. Σύμφωνα με αυτή, αν ο λαός εκφραζόταν «λανθασμέ­να», οι βασιλείς και η Γερουσία δεν θα επικύρω­ναν την πρόταση και θα διέλυαν τη Συνέλευση. Ο Πλούταρχος ερμηνεύει την τροπολογία σαν περι­στολή των εξουσιών της Συνέλευσης. Και το μεγα­λύτερο μέρος των σχολιασμών ευθυγραμμίστηκαν με την ερμηνεία του. Πρόσφατα ωστόσο αμφισβη­τήθηκε από τη Φ. Pizé (F. Ruzé) (Διαβούλευση και Εξουσία στην ελληνική πολιτεία από τον Νέστορα ως τον Σωκράτη, Παρίσι 1997), που δια­φορετικά αντιλαμβάνεται την προσθήκη, βλέπο­ντας σε αυτή μία απλή ανασύνταξη της Γερουσίας που είχε αφήσει την τελική απόφαση στη Συνέλευση και μόνο.
 
    Πράγματι, όπως η Φ. Pizé αποδεικνύει δανειζόμενη πλείστα παραδείγματα ιδι­αίτερα από τους ιστορικούς, τον Ηρόδο­το, τον Θουκυδίδη, τον Ξενοφώντα, η Συνέλευση μοιάζει να είναι κυρίαρχη ό­ταν πρόκειται να συζητηθούν θέματα ειρήνης και πολέμου, και κατά συνεπεία μπορεί κανείς να πα­ραδεχτεί πως αυτή η κυριαρχία επεκτεινόταν και σε άλλα επίπεδα. Η ύπαρξη μάλιστα της μικρής εκκλησίας που επικαλείται ο Ξενοφών αναφορικά με m συνωμοσία του Κινάδωνα, δεν αντιτίθεται σε αυτή την ανεξαρτησία της Συνέλευσης: η μικρή εκ­κλησία μπορεί να αναλάβει μία επείγουσα κατά­σταση.
 
    Άρα. σε πείσμα του ολιγαρχικού χαρακτήρα του συμβουλίου και της κληρονομικής εξουσίας των βασιλέων της, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι στη Σπάρτη υπήρχε μια πραγματική πολιτική ισότητα μεταξύ των πολιτών. Η Φ. Pizé πάει ακόμα παρα­πέρα. Υποδεικνύει, χωρίς να είναι απόλυτη, ότι αυτή η Συνέλευση μπορεί επίσης να ήταν ανοικτή στους περίοικους, τους ελεύθερους κατοίκους της Λακωνίας που τελούσαν κάτω από την εξάρτηση των Σπαρτιατών, αλλά απολάμβαναν μια σχετική αυτονομία, καθώς και στις άλλες κατηγορίες «ε­λεύθερων κατώτερων στρωμάτων». Πράγματι, ο ό­ρος Λακεδαιμόνιοι περιελάμβανε κατά την κλασι­κή εποχή όχι μόνο τους όμοιους, τους αποκαλούμενούς απλά Σπαρτιάτες, μα εξίσου τους περίοι­κους. Αυτό είναι βεβαιωμένο για τον 4ο αιώνα και πιθανά ο λόγος για τον οποίο ο Αθηναίος ρήτορας Ισοκράτης συγκρίνει τους περίοικους με τον αθη­ναϊκό δήμο, ένα δήμο που δεν είχε ένα Σόλωνα για να του αποδώσει την πλήρη ιδιότητα του πολί­τη.
 
Πρόκειται για ένα πρόσφατο στοιχείο, που σχετίζεται με τη μείωση του αριθμού των γνήσιων Σπαρτιατών ή ανάθετα για μια αρχαία παράδοση; Όπως συμβαίνει πάντα, δεδομένου της φύσης των πηγών, είναι δύσκολο να τοποθετηθεί κανείς κατη­γορηματικά. Το συμπέρασμα που προτείνεται από τη Φ. Ριζέ είναι ότι «οι Σπαρτιάτες στηρίζονταν ταυ­τόχρονα στην κυβέρνηση των αρίστων, μικρή ομά­δα εξ, ορισμού, και την εξουσία ενός δήμου που α­ποτελούνταν τόσο από Ίσους, που ποτέ κανείς δεν διανοήθηκε να αποκλείσει από τις αποφάσεις, όσο και από πολίτες δεύτερης ζώνης, στους οποίους θα ήταν επικίνδυνο να αρνηθούν μια κάποια συμμε­τοχή: το πνίξιμο της φωνής μέσα στη συνέλευση α-ντιπροσώπευε μικρότερο κίνδυνο» (σελ. 239). Αν υποτεθεί πως οι περίοικοι και οι διάφορες κατηγο­ρίες κατώτερων στρωμάτων, «υπομείονες», είχαν το δικαίωμα να μετέχουν στη Συνέλευση, στην πλειο­νότητα τους σπάνια είχαν αυτή τη δυνατότητα. Από την άλλη, η στενή εποπτεία ασκούμενη από τη Γε­ρουσία και τους εφόρους περιόριζε στην πράξη αυ­τή τη φαινομενική ισότητα, όχι μόνο μεταξύ «ο­μοίων», αλλά κατά μείζονα λόγο ανάμεσα στην κα­τηγορία των με πλήρη δικαιώματα πολιτών κατ των άλλων Λακεδαιμονίων.
 
    Η σπαρτιατική ισότητα ήταν λοιπόν εντελώς σχετική. Οικονομικά και κοινωνικά επιζούσε χάρη σε αυτές τις κοινές πρακτικές, που ωστόσο η «φιλοχρηματία» υλικών αγαθών έκανε όλο κατ περισσότερο τεχνητές. Πολιτικά. αφορούσε μόνο τους γνήσιους πολίτες, όλο και περισσότερο μειοψηφία στους κόλπους των Λακεδαιμονίων. Ο «μύθος» ε­ξακολουθούσε να λειτουργεί όταν οι μεταρρυθμι­στές βασιλείς του 3ου αιώνα θα προσπαθούσαν να τον αναβιώσουν.
 
5. ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟ
 
Μία αγροτική οικονομία
 
    Είναι γεγονός ότι ο χαρακτήρας της σπαρτιατικής οικονομίας ήταν κατ’ εξοχήν αγροτικός. Ακρογωνι­αίος λίθος της οικονομίας της ήταν το μέγεθος και η ποιότητα των αγροτικών γαιών. Μεταξύ του 9ου και του 7ου αιώνα π.Χ. οι Σπαρτιάτες κέρδισαν τον έλεγχο του συνόλου του εδάφους όχι μόνον της Λα­κωνίας, αλλά και της γειτονικής Μεσσηνίας. Τη γονιμότητα της Μεσσηνίας εξήραν οι αρχαίοι συγ­γραφείς. Ο Τυρταίος κάνει λόγο για τη «Μεσσηνία, καλή για όργωμα και για σπορά». Ο Ευριπίδης πε­ριγράφοντας την περιοχή λέει ότι «παράγει πλου­σιοπάροχα, υδρεύεται από αμέτρητα ρεύματα και στολίζεται από πλούσιους βοσκότοπους για αγελά­δες και πρόβατα». Το μεγαλύτερο τμήμα της αχα­νούς αυτής έκτασης ήταν ιδιωτικό και ανήκε στους πολίτες της Σπάρτης, τους «Σπαρτιάτες». Πηγές στην Αθήνα της κλασικής εποχής αντιμετώπιζαν την ιδιοκτησία των Σπαρτιατών με φθόνο. Σύμφωνα με τον ψευδό-πλατωνικό διάλογο, Αλκιβιάδης Ι, «ούτε ένα από τα κτήματα μας δεν μπορούσε να συ­γκριθεί με τα δικά τους σε έκταση και υπεροχή ού­τε σε αριθμό δούλων, που προέρχονταν κυρίως από την τάξη των ειλώτων, ούτε σε άλογα ούτε σε οποιο­δήποτε άλλο ζώο που βόσκει στη Μεσσηνία».
 
    Οι Σπαρτιάτες ήταν εισοδηματίες γαιοκτήμονες και όλοι τους ζούσαν μέσα στη Σπάρτη, συχνά σε σημαντική απόσταση από τα κτήματα τους. Η ζωή τους όλη ήταν αφιερωμένη στις πολιτικές και στρα­τιωτικές υποθέσεις και δεν χρειάζονταν να ασχο­ληθούν με χειρωνακτικές ή αγροτικές εργασίες. Τα κτήματα τους καλλιεργούσε κυρίως ο γηγενής πληθυσμός των δούλων, οι είλωτες. Τα δικαιώματα κάθε Σπαρτιάτη επί των ειλώτων που εργάζονταν στα κτήματα του περιστέλλονταν από τη σημαντική περί κολεκτίβας πρόνοια του καθεστώτος υποτέ­λειας των ειλώτων. Οι οικογένειες των ειλώτων ή­ταν κατά πάσα πιθανότητα δεμένες με συγκεκριμέ­να κομμάτια γης, τα οποία συνέχιζαν να καλλιερ­γούν ακόμη κι όταν τα χωράφια αυτά άλλαζαν χέ­ρια και πέρναγαν από ένα Σπαρτιάτη σε άλλον. Έτσι, δεν υφίστατο εμπόριο ειλώτων και πιθανόν μόνον περιορισμένος αριθμός δούλων ovopazótav έξω από τη σπαρτιατική κοινωνία.
 
    Η έτερη μεγάλη ομάδα της σπαρτιατικής επι­κράτειας ήταν ο ελεύθερος πληθυσμός, που ήταν γνωστός με το όνομα περίοικοι και κατοικούσε στις πιο ορεινές κατ οτις παράκτιες περιοχές. Παλαιότε­ρες περιγραφές ανέφεραν ότι οι οικονομικές δρα­στηριότητες των περιοίκων περιστρέφονταν κυρίως γύρω από τη Βιοτεχνία και το εμπόριο. Είναι αλή­θεια ότι οι περίοικοι εκμεταλλεύονταν τέτοιες θε­σούλες, μια και οι Σπαρτιάτες ήταν κατ' εξοχήν πο­λεμιστές και οι είλωτες ασχολούνταν με τις αγροτι­κές εργασίες- ωστόσο, πρόσφατη ερευνά έδειξε ότι ο πληθυσμός των περιοίκων ήταν άκρως διαφορο­ποιημένος. Οι περισσότεροι από τους περίοικους, κυρίως όσοι κατοικούσαν σε μεσόγεια χωριά, ζούσαν από τη γεωργία είτε ως εργαζόμενοι αγρότες εί­τε ως αργόσχολοι κτηματίες. Μόνο σε μεγάλες κοι­νότητες περιοίκων ή σε εκείνες που βρίσκονταν κοντά σε σημαντικά λιμάνια, μεγάλη μερίδα πληθυ­σμού είχε ευκαιρίες να ασχοληθεί με τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Οι γενικώς περιορισμένες ευκαι­ρίες για τέτοιες δραστηριότητες ήταν αποτέλεσμα του μεγάλου βαθμού οικονομικής αυτάρκειας της περιοχής: σε εργατικά χέρια δούλων, σε αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και σε σιδηρομετάλλευμα.
 
Δημόσια οικονομικά
 
    Και η δημοσιονομική πολιτική στη Σπάρτη ήταν σχετικά μη αναπτυγμένη. Στις περισσότερες ελλη­νικές πόλεις, τα επίπεδα των δημόσιων δαπανών ή­ταν συνάρτηση του βαθμού σύνθεσης του κράτους, των στρατιωτικών υποχρεώσεων του και του εύρους των δημόσιων υπηρεσιών. Κατά το μεγαλύτερο διάστημα της αρχαϊκής και της κλασικής περιόδου, οι δημόσιες δαπάνες της Σπάρτης στους τομείς της άμυνας, της εσωτερικής διοίκησης και της αγοράς τροφίμων ήταν σχετικά χαμηλές. Με ναυτικές επιχειρήσεις περιστασιακές και μικρής κλίμακας, ένα στρατό ξηράς που λειτουργούσε μέσω επιτάξεων και προσωπικής θητείας και δίχως ειδικές αστυνο­μικές δυνάμεις ή οχυρά που να απαιτούν συντήρη­ση, οι οικονομικές απαιτήσεις των ένοπλων δυνά­μεων της Σπάρτης την εποχή πριν από τον Πελο­ποννησιακό πόλεμο ήταν μικρές. Μόνο με την έ­λευση του διαρκούς και μακρόχρονου πολέμου με­τά το 431 π.Χ., που απαιτούσε σημαντικό αριθμό μι­σθοφόρων και έντονη ναυτική εκστρατεία, αυξή­θηκε ουσιαστικά το στρατιωτικό κόστος. Σε ό,τι α­φορά την εσωτερική διοίκηση, η περιορισμένη έ­κταση των δημόσιων κτιρίων και το γεγονός ότι δεν προβλεπόταν μισθός για τους κρατικούς αξιωμα­τούχους, συγκράτησε γενικά το κόστος σε χαμηλά επίπεδα. Εν τέλει, σε ένα κράτος με πλούσιες α­γροτικές γαίες δεν χρειαζόταν να γίνουν δαπάνες για εισαγωγή τροφίμων.
 
    Αντίθετα, η δυνατότητα της Σπάρτης να εξασφα­λίσει προσόδους ήταν περιορισμένη. Κατά πάσα πι­θανότητα οι Σπαρτιάτες εφήρμοζαν σύστημα έμμε­σης φορολογίας στο εμπόριο, αλλά και τελωνεια­κών δασμών, όπως εξάλλου και άλλες πόλεις. Ωστόσο, θα πρέπει να ήταν χαμηλός ο όγκος ίων ε­σόδων που προέρχονταν από την πώληση μη πολύτιμων αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων. Δεδομένης της αυτάρκειας της περιφερειακής οικονομίας είναι μάλλον απίθανο να έμπαιναν στα ταμεία σημαντικά ποσά από φόρους επί των εισαγωγών και των εξαγωγών. Επιπλέον, σε αντίθεση με τις περισσότερες κοσμοπολίτικες πόλεις, η Σπάρτη δεν ήταν τόπος διαμονής αξιοσημείωτου α­ριθμόν ξένων στους οποίους θα εφαρμοζόταν σύ­στημα άμεσης φορολογίας. Οι περίοικοι ήταν φό­ρου υποτελείς αλλά τα λεφτά τους πήγαιναν στους βασιλείς και όχι στο δημόσιο ταμείο.
 
    Σε αντίθεση με την Αθήνα του 5ου αιώνα, που εισέπραττε φόρο υποτέλειας από τους από τους συμμάχους της, οι εταίροι της Σπάρτης στην Πελοποννησιακή Συμμαχία συνεισέφεραν με ανθρώπινο δυναμικό και όχι με χρήμα­τα. Όταν η Σπάρτη είχε αυτοκρατορικές κτήσεις κα­τά τα τέλη του 5ου και τις αρχές του 4ου αιώνα, η πόλη επιχείρησε να επιβάλει έκτακτους στρατιωτι­κούς φόρους (εισφορές) στους πολίτες της. Όπως ό­μως σημειώνει στα Πολιτικά του ο Αριστοτέλης, μεγάλο ήταν το ποσοστό εκείνων που δεν πλήρω­ναν. Ως εκ τούτου, το δημόσιο ταμείο έπασχε από χρόνια έλλειψη πόρων. Για τις υπερπόντιες επι­χειρήσεις της, η Σπάρτη ήταν υποχρεωμένη να βα­σιστεί στις ξένες πήγες χρηματοδότησης, όπως οι περσικές επιχορηγήσεις που της επέτρεψαν να κερδίσει τον Πελοποννησιακό πόλεμο.
 
Νομισματοκοπία και νόμισμα
 
    Η εικόνα της μη αναπτυγμένης οικονομίας, που έχουμε σχηματίσει ως τώρα. ενισχύεται από το γε­γονός ότι σε αντίθεση με πολλές άλλες ελληνικές πόλεις, η Σπάρτη δεν είχε προχωρήσει σε κοπή α­σημένιου νομίσματος μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με ορισμένους αρχαίους συγγραφείς, η Σπάρ­τη των κλασικών χρόνων συνειδητά διατήρησε ένα δύσχρηστο σιδερένιο νόμισμα μεγάλου βάρους κατ μικρής αξίας, ώστε να μείνει έξω από τη σφαίρα των εμπορικών συναλλαγών με ξένους. Πράγματι, πολλές μεταγενέστερες πήγες αναφέρουν ότι ως το 404 π.Χ. απαγορεύονταν τελείως στη Σπάρτη τα χρυσά και ασημένια νομίσματα. Εκείνη τη χρονιά, ο Λύσανδρος έστειλε πίσω στη Σπάρτη τα αμέτρη­τα λάφυρα που είχε αποκομίσει μετά τη νίκη του στη μάχη στους Αιγός ποταμούς, μεταξύ των οποί­ων περιλαμβανόταν και τεράστια ποσότητα αθηναϊ­κών νομισμάτων. Ελήφθη τότε η απόφαση να γίνει για πρώτη φορά αποδεκτό αυτό το νόμισμα για δη­μόσια χρήση στη Σπάρτη. να απαγορευτεί όμως η κατοχή του από ιδιώτες. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος στο Βίο Λυσάνδρου, από τη στιγμή που το νόμισμα επιτράπηκε στην πόλη, πέρασε εύ­κολα στα χέρια ιδιωτών, με αποτέλεσμα να υπάρ­ξουν κρούσματα απληστίας και διαφθοράς. Μια ε­ξέλιξη που υπονόμευσε την εξουσία της Σπάρτης.
 
    Τούτα τα στοιχεία όμως και οι συνέπειες ιούς α­παιτούν ενδελεχή μελέτη. Η μη χρήση νομίσματος στη Σπάρτη δεν ήταν ασυνήθιστη πρακτική. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 50° ο του συνόλου των ελ­ληνικών πόλεων δεν είχαν ποτέ κόψει νομίσματα. Πολλές άλλες δε, ακόμη και μετά την εισαγωγή του τον 6ο αιώνα, καθυστέρησαν για μεγάλο διά­στημα να κόψουν νόμισμα. Μεταξύ αυτών και ση­μαντικές πόλεις όπως το Βυζάντιο. που δραστηριο­ποιούνταν έντονα στο διεθνές εμπόριο εξαιτίας της στρατηγικής θέσης του στη θαλασσιά οδό μεταξύ Αιγαίου και Μαύρης θάλασσας. Εν πάση περιπτώσει, οι πόλεις που έκοβαν νομίσματα ήταν πάντα μειονότητα. Πρόσφατη έρευνα διαπιστώνει ότι η πόλη χρειαζόταν πολύ σοβαρούς λόγους για να κό­ψει νόμισμα. Έτσι, η αποχή της Σπάρτης από την κοπή νομίσματος δεν σημαίνει απαραίτητα ότι συ­νειδητά ακολουθούσε πολιτική οικονομικού απο­μονωτισμού .
 
    Ένας λόγος για ιόν οποίο ορισμένες άλλες πό­λεις δεν έκοψαν νομίσματα, ήταν ότι υπήρχαν δια­θέσιμα νομίσματα από γειτονικές πόλεις που γίνο­νταν ευρέως δεκτά. Και εδώ θα πρέπει να σημειώ­σουμε ότι το νόμισμα της Αίγινας κυκλοφορούσε σε μεγάλη κλίμακα α την Πελοπόννησο. Παρομοί­ως, δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητεί κανείς ότι στη Σπάρτη εφαρμοζόταν ένα σύστημα κυκλοφορίας σιδερένιων νομισμάτων. Ωστόσο, τα στοιχεία για την ύπαρξη ενός αποδεκτού συστήματος ανταλλα­γής των σιδερένιων νομισμάτων της Σπάρτης με ξένα ασημένια νομίσματα που χρησιμοποιούνταν με βάση τα μέτρα της Αίγινας, καταδεικνύουν ότι η χρήση των σιδερένιων νομισμάτων δεν συνεπα­γόταν αποκλεισμό των ξένων νομισμάτων από τη Σπάρτη. Πράγματι, η χαμηλή αξία του σιδερένιου νομίσματος συνεπάγεται ότι είχε επικρατήσει σύ­στημα παράλληλης χρήσης, μια και οι συναλλα­γές πάνω από κάποια αξία απαιτούσαν τη χρήση πολυτιμότερων μετάλλων.
 
    Αρκετά είναι τα στοιχεία που συγκλίνουν στην ε­κτίμηση ότι γινόταν χρήση ξένων νομισμάτων και ασημένιων ράβδων πριν από το 404 π.Χ. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, για πα­ράδειγμα, η πόλη χρησιμοποιούσε ασημένια νομί­σματα για την πληρωμή των μισθοφόρων στρατιω­τών και των ερετών του στόλου. Μέσα στη Σπάρτη, η πόλη επέβαλε χρηματικά πρόστιμα στους πολίτες της και τα υποχρεωτικά μηνιαία κοινά συσσίτια κόστιζαν 10 οβολούς της Αίγινας. Χρυσά νομίσματα αλλά και ακατέργαστος χρυσός και ασημί διανε­μήθηκαν στους Σπαρτιάτες στρατιώτες από τα περ­σικά λάφυρα μετά τη μάχη των Πλαταιών, το 479. Κατά συνέπεια, όταν το 404 π.Χ αποφασίστηκε να επιτραπεί η χρήση ασημένιων νομισμάτων αλλά ό­χι και η κατοχή τους, το μέτρο ήρθε όχι ως χαλάρωση, αλλά ως περιορισμός της προηγούμενης πρακτικής. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι Σπαρτιάτες πολίτες πολύ σύντομα ξεγλίστρησαν από τον ε­πιχειρούμενο περιορισμό. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του Πλουτάρχου, ότι αυτό ακριβώς προκάλεσε τη διάβρωση των ηθικών αξιών, είναι υπερβολικός α­πό τη στιγμή που η ατομική ιδιοκτησία ασημένιων νομισμάτων δεν ήταν κάτι καινούργιο.
  
Δώρα, εμπορικές συναλλαγές και αγορά
 
    Εκ πρώτης όψεως, η αρχέτυπη μορφή των συ­ναλλαγών στη Σπάρτη ήταν η προσφορά δώρων. Η προσφορά δώρων, που δεν περιελάμβανε νόμισματα και ήταν ενταγμένη σε ένα πλαίσιο κοινωνικό­τητας, είναι εμφανής σε διάφορους τομείς της σπαρ­τιατικής ζωής. Στα συσσίτια οι πολίτες δεν ξόδευαν χρήματα για τους συνδαιτυμόνες τους. Αντίθετα, οι πλούσιοι προσέφεραν σταρένιο ψωμί και οι κυνη­γοί τα θηράματα τους. Οι βασιλείς τιμούσαν άλλους Σπαρτιάτες, μοιραζόμενοι τη δεύτερη μερίδα τους. Κατά κανόνα, ο βασιλιάς Αγησίλαος δώριζε ένα βόδι και ένα μανδύα στα νεοεκλεγμένα μέλη της Γερουσίας. Την ατμόσφαιρα αυτής της πρόθυμης γενναιοδωρίας μεταφέρει ο Ξενοφών, όταν χαρακτηρίζει τον Αγησίλαο ως «κάποιον που χαίρεται να προσφέρει τα δικά του για το καλό των άλλων». Σε ορισμένους τομείς της κοινωνικής Ζωής άλλων πόλεων γινόταν χρήση νομισμάτων, σε αντίθεση με τη Σπάρτη. Χρηματικά έπαθλα και υλικά βραβεία δίνονταν στους νικητές αθλητικών αγώνων σε διά­φορες πόλεις, όχι όμως και στη Σπάρτη, όπου η μό­νη επιβράβευση για τους Ολυμπιονίκες ήταν η τι­μή να αγωνιστούν με την προσωπική φρουρά του βασιλιά. Σ την Αθήνα η προίκα δινόταν σε μετρητά, ενώ στη Σπάρτη σε γη.
 
    Η κυριαρχία της προσφοράς δώρων και των συναλλαγών δίχως τη χρήση νομίσματος είναι, ωστόσο, μόνον μέρος της ιστορίας. Παρά το γεγονός ότι η εσωτερική οικονο­μία της Σπάρτης δεν χρησιμοποιούσε τό­σο τα νομίσματα όσο η Αθήνα, οι εμπορικές συ­ναλλαγές δεν ήταν επ’ ουδενί απούσες από τη ζωή της Σπάρτης. Υπάρχουν στοιχεία για τακτική ενα­σχόληση των πολιτών με εμπορικές συναλλαγές.Με την εντατική εκμετάλλευση των γαιών που τους ανήκαν, οι πλούσιοι Σπαρτιάτες συσσώρευαν σημαντικά πλεονάσματα σε αγροτικά προϊόντα. Η υποχρέωση των πολιτών να προμηθεύουν με τρόφιμα τα συσσίτια καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, κατά πασά πιθανότητα δημιουργούσε συνεχή ζήτη­ση για τα πλεονάσματα αυτά. Τέτοιες συναλλαγές δεν επικροτούνταν μόνον από την πόλη. Η αναφο­ρά του Θουκυδίδη, ότι η στέρηση των δικαιωμάτων ενός πολίτη (ατιμία) σήμαινε πως «δεν θα μπορού­σε να κατέχει δημόσιο αξίωμα ούτε να έχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης», δείχνει ότι το δικαίωμα στην αγοραπωλησία ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ιδιότητας του πολίτη της Σπάρτης, ισάξιο με την κα­τοχή δημοσίου αξιώματος.
 
    Η Σπάρτη δεν διαχώριζε πολιτικές κατ οικονομι­κές δραστηριότητες, σε αντίθεση με τη θεσσαλική «ελεύθερη αγορά», από την οποία οι τεχνίτες και οι αγρότες ήταν αυστηρά αποκλεισμένοι. Το εμπόριο και οι δημόσιες υποθέσεις διεξάγονταν στη σπαρ­τιατική αγορά. Ο Ξενοφών περιγράφει μια σκηνή στη σπαρτιατική αγορά, όπου οι δικαστές διηύθυναν τις πολιτικές υποθέσεις κοντά 40 Σπαρτιατών και άνω των 4.000 μη Σπαρτιατών που ασχο­λούνταν με εμπορικές συναλλαγές. Η περιγραφή του Ξε­νοφώντα δείχνει ότι η σπαρτιατική αγορά ή­ταν μια ζωηρή, περιφερειακή αγορά. Κατά συνε­πεία, όταν ο βασιλιάς των Περσών Κύρος εξακόντισε την κριτική του κατά των δραστηριοτήτων της ελληνικής α­γοράς και είπε σε αγγελιαφόρο από τη Σπάρτη: «ποτέ μέχρι τώρα δεν έχω φοβηθεί τους ανθρώ­πους που έχουν ένα σταθερό ση­μείο στο κέντρο της πόλης τους. όπου συναθροίζονται για να α­νταλλάξουν βρισιές και να κο­ροϊδέψουν ο ένας τον άλλον». ο σαρκασμός του δεν ήταν άστο­χος αλλά απευθυνόταν σε μια πόλη, για τους πολίτες της ο­ποίας οι εμπορικές συναλλα­γές ήταν μέρος της Ζωής τους.
 
6. ΤΟ ΣΙΔΕΡΕΝΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΤΩΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
 
    Συναντάμε στον Ξενοφώντα (Λακεδαιμονίων Πολι­τεία 7, 5 -άηχος 380;) ένα θέμα που θα διευρύνουμε και θα διευκρινί­σουμε στη συνέχεια. Κατά τη γνώμη του το λακεδαιμονικό νόμισμα εί­ναι από σίδηρο, βαρύ και άβολο. Κι ο Πλούταρχος εμπλουτίζει τη θε­ματολογία μας διευκρινίζοντας πως αυτό που αποκαλούμε σιδερένιο νόμισμα έχει ένα τετράχαλκο που ζυγίζει μία μνα αιγινήτικη (Πλού­ταρχος, Λακ. 226,3), ωστόσο ο ίδιος (Λύσανδρος, 17,4-5) μιλά επίσης για τους οβολούς, ία γνωστά σιδερένια σουβλιά που άλλωστε σαν προσφορές ανασκάφτηκαν σε ναούς αρχαϊκής περιόδου. Ελάχιστα γνωρίζουμε σχετικά με αυτό που οι Λακεδαιμόνιοι ονόμαζαν παρα­δοσιακό νόμισμα τον πρώιμο 4ο αιώνα.
 
    Πράγματι ο συγκεκριμένος τύπος εμφανίζεται στην αρχή του 4ου αιώνα. Μέχρι τότε η Σπάρτη δεν έχει νομίσματα, χωρίς να αποτελεί μοναδική περίπτωση. Οι πόλεις της Κρήτης άρχισαν να συναλλάσσο­νται πολύ αργότερα με το νόμισμα όπως το αντιλαμβάνονται τέτοιο οι Αθηναίοι και οι πόλεις όπου η νομισματοποίηοη του συστήματος τους είχε ήδη γίνει.
 
    Ωστόσο δεν έχουμε την εντύπωση κατά τον 5ο αιώνα ότι οι Σπαρτιάτες κρατούν κάποια ιδιαίτερη στάση νομοθετικής αντίθεσης απέναντι στα πολύτιμα μέταλλα και το νόμισμα. Μάλιστα οι Βασιλείς τους κα­τηγορούνται για διαφθορά. Ο Παυσανίας είναι οικονομικά εύρωστος χάρη στις προσφορές των Περσών. Δεν υπάρχει σχετική απαγόρευση. Απλά το οικονομικό τους σύστημα λειτουργεί Βάσει της ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών στο εσωτερικό της χώρας, πολεμικών λεηλα­σιών κατά τους πολέμους και ανταλλαγή σε περιπτώσεις ανάγκης που η κοινότητα τους δεν μπορεί να ικανοποιήσει. Εξάλλου τι τους λείπει πέρα από τα ευγενή μέταλλα; Παράγουν σιτάρι, λάδι, κρασί, σύκα για τη διατροφή τους. Μαλλί και δέρμα από τα Ζώα τους για τα ρούχα τους, ξυλεία από τα δάση τους στα Βουνά και το σίδηρο από τα ορυχεία (στο Ακρωτήριο Μαλέας) για τα εργαλεία τους· έχουν και λίγο χαλκό (κοντά στο ναό του Απόλλωνα Υπερτελεάτη και του Απόλλωνα Τυρίτη), καθώς και μόλυβδο. Ο κόλπος της Λακωνίας προμηθεύει τα πορ­φυρά χρώματα για τις στολές.
 
    Το ζήτημα τίθεται όταν χρειάστηκε να κατασκευάσουν ένα στόλο· σε αυτή την περίπτωση πρέπει να βρεθούν η κατάλληλη ξυλεία, η πίσσα, να προσληφθούν πλοηγοί και έμπειροι ναυτικοί που θα πληρωθούν. Ο πόλεμος στη Μικρά Ασία τροφοδοτήθηκε κατά το μάλλον ή ήττον από περσικό χρήμα που αλλοτρίωσε τους Λακεδαιμονίους που υπηρέτησαν ε­κεί. Στο εξής το μη νομισματικό σύστημα φαντάζει απαρχαιωμένο.
 
    Όταν ο Λύσανδρος συντρίβει την Αθήνα, μαζεύει σχολαστικότατα ό­σα νομίσματα μπορεί να βρεθούν στην αυτοκρατορία και τα στέλνει με την ίδια φροντίδα τοποθετημένα μέσα σε τσουβάλια στη Σπάρτη - είναι φανερό ότι γνωρίζει την κυκλοφορία του χρήματος, αφού έχει συνη­θίσει τη χρήση του νομίσματος, όπως επίσης και ο άλλος μεγάλος Σπαρτιάτης στρατηγός, ο Γύλιππος, που έζησε κάποια στιγμή στις Συρακούσες. Οι δυο άνδρες ξέρουν πως στο εξής η Σπάρτη δεν μπορεί να κυριαρχήσει στον κόσμο που ανοίγεται μπροστά της, τόσο προς τα ανατολικά όσο και προς τα δυτικά, χωρίς να εισέλθει στον κόσμο της νομισματοποιημένης οικονομίας.
 
    Είναι περισσότερα από αυτά που ήλπιζαν οι πολιτικοί μηχανισμοί της Σπάρτης. Πράγματι, οι στρατιωτικοί αρχηγοί στους οποίους οφεί­λεται η νίκη δεν είναι παρά στρατηγοί, όχι πολιτικοί ηγέτες του κρά­τους. Αυτοί οι τελευταίοι, οι βασιλείς, η Γερουσία, οι μεγάλοι ιδιοκτή­τες γης, ακολουθούν μια σταδιοδρομία περισσότερο πολιτική παρά στρατιωτική και δεν επιθυμούν διόλου παρόμοια περιπέτεια. Διαχει-ρίζονται ήδη ένα μεγάλο κράτος για το ελληνικό σύστημα, που σαν α­πό θαύμα επέζησε στις κακοτυχίες των πολέμων και θέλουν να εξα­σφαλίσουν την επιβίωση τους.
 
    Τα ιστορικά γεγονότα της Σπάρτης μας έγιναν γνωστά από τον Διό­δωρο (13b) και ιδιαίτερα τον Πλούταρχο (Λύσανδρος, 16, 17, 1-3). Ο Πλούταρχος αποκαλύπτει τις πηγές του, τον Έφορο και τον Θεόπομπο· ωστόσο αυτοί από πού ompizouv την αφήγηση τους; Σε κάθε περίπτω­ση έχουμε μία ιστορική απόδοση της γέννησης ενός μύθου. Η Συνέλευση της Σπάρτης απορρίπτει πράγματι τις προτάσεις του Λύσανδρου (προτάσεις άγνωστες σε μας) και αποφασίζει πως το σπαρτιατικό κράτος θα εξακολουθήσει το μη εμπλουτισμό του με δικό του νόμισμα. Παρά ταύτα, το κράτος διατηρεί αυτά που ο Λύσανδρος έφερε στη Σπάρτη για τα εξωτερικά του έξοδα, αλλά απαγορεύει την ιδιωτική κατοχή νομί­σματος. Αρχίζει το κυνήγι των δυστροπούντων που έφεραν από τις εκ­στρατείες τους (και μάλιστα κράτησαν τα λάφυρα τους) ποσά λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά. Ο Γύλιππος εξορίστηκε. Φίλοι του Λύσανδρου θανατώθηκαν. Παρά ταύτα, πολλοί άνθρωποι εξοικειώθηκαν με τη χρή­ση του νομίσματος και το παλαιό σύστημα αλλοιώθηκε. Επιχειρείται τό­τε να βρεθεί ένα υποκατάστατο. Εμφανίστηκαν στοιχεία από μέταλλο (οβολοί;) που προϋπήρχαν σε ορισμένους τύπους ανταλλαγών. Στοιχεία που θεωρήθηκαν ικανά να προσεγγίσουν την ιδέα που συνιστά ένα νό­μισμα: άφθαρτο, μετρήσιμο, συμβολικό. Έτσι γεννήθηκε το σπαρτιατι­κό νόμισμα από σίδηρο. Το αστείο είναι ότι σε μερικές πόλεις της Πε­λοποννήσου, συνδεδεμένες με τη Σπάρτη και που έκοβαν νόμισμα, φαίνεται ότι ήδη το είχαν κατασκευάσει για μικρή χρονική περίοδο.
 
    Ούτως ή άλλως η κοπή νομίσματος από τη Σπάρτη αποτελεί στο εξής απαγορευμένο καρπό για όλη τη διάρκεια του 4ου αιώνα, τροφοδοτώντας το θαυμασμό των ηθικολόγων. Ο πρώτος θησαυρός θα βρεθεί κατά τη βασιλεία του Ατρέα. Και αυτός καθώς φαίνεται έκοψε νόμισμα μόνο για τις ανάγκες του πολέμου των Χρεμονιδών και όχι στη Σπάρτη. Ο μύθος θα γνωρίσει εξάλλου το απόγειο της δημοτικότητας του τη στιγμή που η πραγματικότητα αλλάζει όψη. Εκείνος που θα εισαγάγει την κοπή νο­μίσματος στη Λακεδαίμονα, είναι ο βασιλιάς που ο Πλούταρχος (Φύλαρχος) μας παρουσιάζει σαν τον αναμορφωτή του παλαιού προτύπου. Τα νομίσματα της Σπάρτης θα ανθίσουν την εποχή του Κλεομένη Γ.
 
ΤΟ ΟΔΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
 
    Οι αρχαίοι Έλληνες ανέπτυξαν και δημιούργησαν πυ­κνότατο οδικό δίκτυο, τελείως ιδιότυπο και πρωτο­ποριακό, εξασφαλίζοντας την απρόσκοπτη αμαξήλατη επικοινωνία σε όλο σχεδόν τον ελλαδικό χώ­ρο. Οι οδοποιοί χάραζαν στα βραχώδη μέρη αυλά­κια με σταθερό μετατρόχιο 1,40 μ., μέσα στα οποία κυλούσαν οι τροχοί της δίτροχης ή τετράτροχης ά­μαξας. Οι αρχαίοι ονόμαζαν αυτά τα αυλάκια αρματροχιές ή αμαξοτροχιές. Η άμαξα δηλαδή είχε προκαθορισμένη διαδρομή και κινιόταν με τους τροχούς μέσα στις αρματροχιές, χωρίς να μπορεί να λοξοδρομήσει. Αυτό ήταν και το μείζον επίτευγμα των Ελλήνων οδοποιών.
 
    Προφανώς εκτός από τους ειδικά κατασκευασμέ­νους δρόμους για τις άμαξες, υπήρχαν - όπως και σήμερα - και οι ατραποί, τα πολυπατημένα δηλαδή μονοπάτια, που προορίζονταν μόνο για τους πεζοπόρους και τα υποζύγια.
 
    Το αμαξήλατο οδικό σύστημα των αρχαίων Ελλήνων χρονολογείται τουλάχιστον από τον 7ο π.Χ. αι. Το πιο πυκνό δίκτυο βρίσκεται στην Πε­λοπόννησο (Λακωνία, Αρκαδία, Αργολιδοκορινθία) και πρέπει να υπήρξε έργο μιας ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας, απολύτως αναγκαίας και ι­κανής για το σχεδιασμό, την πραγμάτωση και τη διαρκή συντήρηση του. Αυτή η εξουσία δεν μπορεί να είναι άλλη από την Πελοποννησιακή Συμμαχία με κινητήρια δύναμη τη Σπάρτη. Δεν είναι άλλω­στε τυχαίο ότι η ίδια η Σπάρτη διέθετε οδικό δί­κτυο εκπληκτικής πυκνότητας, το πολυσχιδέστερο μάλιστα στον ελλαδικό χώρο.
 
    Η Σπάρτη είναι γνωστό ότι αποκτά την εικόνα συ­γκροτημένου κράτους σε κάθε τομέα της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής μετά τα μέσα του 7ου αι. και τη νικηφόρα γι' αυτήν έκβαση του δεύτερου Μεσ­σηνιακού πολέμου, που της απέφερε τη Μεσσηνία. Η υπαγωγή μάλιστα της Μεσσηνίας στις περιοικίδες περιοχές της Σπάρτης εξασφάλισε έκτοτε στην τελευταία το οικονομικό υπόβαθρο για τη συγκρό­τηση σε κράτος- επιπλέον συνέβαλε καθοριστικά στην έξοδό της στον υπόλοιπο κόσμο με αξιοζήλευτες διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις με χώρους όπως λ.χ. η Ιωνία και με συνακόλουθη την πολιτιστική έκρηξη της Λακωνίας τα χρόνια που α­κολουθούν. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν δημι­ουργήθηκε το θαυμαστό οδικό δίκτυο της Σπάρτης. Ο «στρατιωτικός» χαρακτήρας του αμαξήλατου οδικού δικτύου είναι πασιφανής. Επιγραμματικώς θα έλεγα ότι προηγήθηκαν οι στρατιώτες και ακο­λούθησαν οι έμποροι. Δεν υπήρχε άλλωστε η δυ­νατότητα να αναλάβει η ιδιωτική πρωτοβουλία τέ­τοιας κλίμακας έργα· ήταν όμως πάντοτε έτοιμη να τα εκμεταλλευθεί, προσπορίζοντας ίδια κέρδη. Σημασία λοιπόν για τη δημιουργία του οδικού δι­κτύου είχε η ύπαρξη ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας, όπως ήταν η Σπάρτη. Η Περσία και η Ρώ­μη αποτελούν τα ακριβή παράλληλα παραδείγματα με τη Σπάρτη. Και οι δύο εξουσίες διέθεταν α­ξιοθαύμαστο, οε πυκνότητα και ποιότητα παρεχό­μενων υπηρεσιών, οδικό δίκτυο, που κάλυπτε όχι μόνον την εκάστοτε επικράτεια τους, αλλά εξυπη­ρετούσε έναν πολύ ευρύτερο όμορο χώρο. Και οι δύο ισχυρές συγκεντρωτικές εξουσίες δημιούργη­σαν πρωτίστως το οδικό δίκτυο τους για την ευχερή και απρόσκοπτη κίνηση των στρατιών τους, όπως άλλωστε και η Σπάρτη. Η τελευταία μάλιστα έχει να επιδείξει και μία ειδοποιό διαφορά επιπλέον α­πό την Περσία και τη Ρώμη, αφού είχε ορίσει ως υ­πεύθυνη για τις οδούς της την ανωτάτη πολιτειακή αρχή της, τους δύο βασιλείς (Ηροδ. VI 57, 4). Αυ­τοί δηλαδή που ηγούνταν μιας εκστρατείας ήταν ταυτοχρόνως και οι υπεύθυνοι άρχοντες για το οδικό δίκτυο, μέσω του οποίου επιτυγχανόταν η διεκ­περαίωση της όποιας στρατιωτικής επιχειρήσεως.
 
    Σήμερα λοιπόν κατανοούμε ότι όταν εξαίρεται η δυνατότητα της Σπάρτης να μεταφέρει τάχιστα το στρατό της, όπου υπήρχε ανάγκη, και να εκπλήσ­σει η αξιοθαύμαστη ευχέρεια στρατιωτικών κινή­σεων, αυτό οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος στο αμαξήλατο οδικό της δίκτυο και όχι μόνον στην πει­θαρχία και στην ευψυχία των ανδρών της. Είναι μία παράμετρος που έως σήμερα δεν έχει εκτιμηθεί δεόντως, όταν σπουδάζουμε τα της ιστορίας της Σπάρτης. Υποθέτουμε μάλιστα παράλληλα με το σκευοφορικόν (Ξεν., Λακ. Πολ. 13, 4), και την ύ­παρξη αντιστοίχου σώματος της οδοποιίας, κάτι α­νάλογο με το σημερινό «μηχανικό», επιφορτισμένο κατ υπεύθυνο για τα οδικά έργα.
 
    Στην αδήριτη επομένως ανάγκη για επέκταση και συνεχή προάσπιση της εξουσίας μιας υπερδυνάμεως, όπως η Σπάρτη, πρέπει να αποδώσουμε πρωτί­στως τη δημιουργία του οδικού δικτύου με το σαφή κατ αδιαμφισβήτητο στρατιωτικό χαρακτήρα του.
 
    Σήμερα, έπειτα από πολύχρονη έρευνα στην ύπαιθρο γνωρίζουμε, με βάση τις χαρτογραφημένες αρματροχιές που εντοπίσαμε κατά τόπους, ότι το δί­κτυο της Σπάρτης, τουλάχιστον στην επικράτειά της, διέθετε περίπου εκατό (100) αμαξηλάτους οδούς. Για να εννοήσουμε την πυκνότητα του, αρκεί να α­ναφέρουμε ότι ενώ σήμερα η επικοινωνία της Σπάρ­της με το Βορρά εξασφαλίζεται με έναν άξονα, οι αρχαίοι διέθεταν τέσσερις: έναν όπως η σημερινή λεωφόρος Σπάρτη - Τρίπολη, και τρεις δυτικότερα, διά μέσου της αρχαίας Σκιρίτιδος (σήμερα περιοχή Κολλινών-Βλαχοκερασιάς), κατά μήκος του Ευρώ­τα ως τη Μεγαλοπολιτική, που ήταν και η κύρια στρατιωτική οδός (Πελλάνα - Ανεμοδούρι - Ασέα..), και τον δυτικότατο, που διέτρεχε την κορυφογραμμή του βόρειου Ταύγετου οε υψόμετρο 1.600 μ.
 
8. ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΑΜΟΣ
  
    Τα αγγλικά επίθετα «σπαρτιατικός» και «λακωνικός» έ­χουν τις ρίζες τους στην ασυνήθιστη κοινότητα που εγκαταστάθηκε σης όχθες του Ευρώτα, στη Νότια Πελοπόννησο, γύρω στο 1000 π.Χ. Κάπου πεντακό­σια χρόνια αργότερα, το 480 π.Χ., 300 πολεμιστές της Σπάρτης έγραψαν το όνομα τους ανεξίτηλα στο Βιβλίο της Ιστορίας. Η μάχη των Θερμοπυλών ση­ματοδότησε μια ελληνική ήττα στον πόλεμο κατά των Περσών εισβολέων. Ήταν όμως η ενδοξότερη ήττα που μπορεί κάποιος να φανταστεί και το πλέον ακλόνητο θεμέλιο στην - κατά τα άλλα - μεταβαλλό­μενη και με αναλαμπές χίμαιρα, μύθο ή θρύλο της αρχαίας Σπάρτης που φθάνει μέχρι τις μέρες μας. Πίσω από αυτούς τους 300 άνδρες - κατά περισσό­τερες της μίας έννοιες - βρίσκονται; οι σπουδαίες γυναίκες της Σπάρτης. Στους λάτρεις του Ομή­ρου δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι πριν η Ελένη γίνει Ελένη της Τροίας ήταν η Ελένη της Σπάρτης, σύζυγος του καλού βασιλιά Μενέλαου και νύφη του Αγαμέ­μνονα. Χάρη στο μοναδικό κάλλος της, έ­νας δελφικός χρησμός μπορούσε με ασφά­λεια να προβλέψει ότι απ’ όλη την Ελλάδα οι γυναίκες της Σπάρτης ήταν οι πιο όμορφες -εικόνα που δεν ευτελίζεται διόλου από τα βα­σανιστικά άσματα των κοριτσιών (παρθένεια) που γράφτηκαν στη Σπάρτη από τον Αλκμάνα για να τραγουδιούνται από το χορό των νεαρών παρθένων λίγο πριν περάσουν το κατώφλι του γάμου.
 
    Ο γάμος ήταν για μια Σπαρτιάτισσα ό,τι ο πόλεμος για ένα Σπαρτιάτη: α­ντιπροσώπευε το στόχο της ενηλικίω­σης και την ευκαιρία να πραγματώ­σουν το ρόλο για τον οποίον τους προόριζε η κοινότητα. Ωστόσο, για τον έξω κόσμο, τους άλλους Ελληνες, οι Σπαρτιάτισσες κοπέ­λες και γυναίκες ήταν το ίδιο πε­ρίεργες και ακατανόητες όσο και οι Σπαρτιάτες που έδωσαν μάχη μέχρι θανάτου στις Θερ­μοπύλες. Βάλτε στο μυαλό σας το χαρακτήρα της Λαμπιδούς (ένα όνομα όμορφο και βασιλικό στην πραγματικότητα, που συνηθίζουν οι Σπαρτιάτες), της Σπαρτιάτισσας συζύγου που ο Αριστοφάνης ανεβάζει στην κωμική σκηνή των Αθηνών αμέσως μετά την πρεμιέρα της Λυσιστράτης το 411. Η Λαμπιδώ είναι ο ορισμός του καλοσχηματισμένου θη­λυκού σώματος και αξιοθαύμαστη όχι μόνον για τα στητά στήθη της, αλλά και για το σύνολο της σωματικής της διάπλασης. Με άλλα λόγια εκφράζει - φυσικά με κάποια κωμική υπερβολή - την πραγ­ματικότητα στη Σπάρτη, που ήθελε τα κορίτσια να γυμνάζονται και σε καμία περίπτωση να είναι πε­ριορισμένα σε αμιγώς οικιακές και στατικές εργα­σίες. Για παράδειγμα, ήταν εκπληκτικές αθλήτριες. Μια σειρά θαυμαστών ορειχάλκινων αγαλματιδίων του 6ου αιώνα π.Χ. παριστάνουν γυμνές ή ημίγυ­μνες Σπαρτιάτισσες, κορίτσια και κοπέλες, να τρέ­χουν, ακριβώς όπως έκαναν και στην πραγματικό­τητα, όχι μόνο στη Σπάρτη αλλά και στην Ολυμπία (βεβαίως όχι στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αφού αυ­τοί ήταν αποκλειστικά για άνδρες).
 
    Σκοπός της κοπιαστικής φυσικής άσκησης, όπως μαθαίνουμε από αρχαίους συγγραφείς που θα πρέ­πει να ήταν γνώστες - όπως ο Ξενοφών - ήταν ο ευγονισμός. Με άλλα λογία, αποσκοπούσε στην ανατρο­φή γυναικών που θα γίνονταν ρωμαλέες μάνες για ία παιδιά ίσος - ιδανικά μάλιστα αρσενικά παιδιά -για την επόμενη γενιά ενήλικων πολεμιστών της Σπάρτης που θα μάχονταν για λογαριασμό της τους ε­ξωτερικούς εχθρούς, αλλά και τους εσωτερικούς: τον πληθυσμό των σκλάβων, τους είλωτες. Ορισμένες ε­πιτύμβιες επιγραφές, που διασώζονται, αναγράφουν το όνομα κάποιας Σπαρτιάτισσας και πλάι «πέθανε στη γέννα» - επισήμανση τιμής, δόξα για τη νεκρή γυναίκα, όπως για τον άνδρα Σπαρτιάτη ήταν τιμή να αναγράφεται «πέθανε στον πόλεμο» αν έχανε τη ζωή του στα πεδία των μαχών. Οι Σπαρτιάτες ανεπιφύλα­κτα απέδιδαν δημόσιες τιμές και εξέφραζαν δημο­σίως επαίνους σης γυναίκες, σε κραυγαλέα αντίθεση με την Αθήνα, επί παραδείγματι, όπου ο Περικλής λέει - δίχως φόβο να διαψευστεί - ότι οι πιότερο αξιοσέβαστες Αθηναίες ήταν εκείνες για τις οποίες δεν είχε ακουστεί δημόσια έπαινος ή ψόγος.
 
    Ούτε και οι ίδιες οι Σπαρτιάτισσες δείλιαζαν να μιλήσουν. Αναπτύχθηκε παράδοση που ανιχνεύε­ται στην εποχή του Ηρόδοτου ακόμη, η οποία αποδίδει σης γυναίκες της Σπάρτης εξαιρετικά οξυδερκείς ή πνευματώδεις παρατηρήσεις. Πολλές α­πό αυτές συγκεντρώθηκαν σε ένα έργο με τίτλο «Αποφθέγματα Λακωνικά» που αποδίδεται στον Πλουταρχο. Όταν μια ξένη γυναίκα ρώτησε τη Γοργώ, θυγατέρα του βασιλιά Κλεομένη του Α΄ και σύζυγο του βασιλιά Λεωνίδα (του σπουδαίου ήρωα των Θερμοπυλών), γιατί οι Σπαρτιάτισσες ή­ταν οι μόνες που εξουσίαζαν τους άντρες τους, εκείνη απάντησε «γιατί είμαστε οι μόνες γυναίκες που γεννάμε (πραγματικούς) άντρες». Όταν ένα α­γόρι γύριζε από τη μάχη μόνο, δίχως τ’ αδέλφια του, η μητέρα, αντί να τον καλωσορίσει με τρυφεράδα, τον σφυροκοπούσε με προσβολές: «Σε μεγά­λωσα για να γίνεις εσύ ο μόνος δειλός από τα παι­διά μου;». Η λακωνική φράση «ή ταν ή επί τας» λέγεται ότι εκστομιζόταν από την τυπική Σπαρτιάτισσα μητέρα ή τη σύζυγο και απευθυνόταν στο γιο ή τον άντρα της όταν εκείνος έφευγε για τον πόλε­μο. Σήμαινε: «γύρνα πίσω με την ασπίδα σου, ζω­ντανός και νικητής φέροντας την ασπίδα σου, ή γύρνα νεκρός, να σε κουβαλούν πάνω στην ασπίδα οι νικηφόροι συμπολεμιστές σου».
 
    Σαν ερχόταν η ώρα μιας Σπαρτιάτισσας να πα­ντρευτεί, σε ηλικία 18 ετών (πολύ μετά την ήβη και αργότερα από ό,τι σε άλλα μέρη της Ελλάδας), το τελετουργικό και οι εκδηλώσεις ήταν διαφορετικές από εκείνες της υπόλοιπης Ελλάδας. Το δίχως άλ­λο οι πηγές μας είχαν μια τάση εντυπωσιασμού, φαίνεται όμως ότι πράγματι τελούνταν μια μορφή γάμου ύστερα από αρπαγή. Ακόμη κι αν ο πατέρας ή ο άντρας κηδεμόνας ενός κοριτσιού την είχε αρραβωνιάσει με κάποιον, ένας άλλος άντρας μπο­ρούσε να την αρπάξει και να την κάνει om συνέ­χεια γυναίκα του δια της βίας. Αν ο αρρα­βώνας ακολουθούνταν -κατά τα συ­νήθη- από το γάμο, η τελετή ήταν μια περίεργα άχαρη υπόθεση, σε αντίθεση με τη χαρούμενη ατμό­σφαιρα από τα τραγούδια των παρθένων που προηγούνταν. Τα μαλλιά της νύφης ξυρίζονταν σχεδόν και έπειτα την έκλειναν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με μόνη φορεσιά ένα μακρύ ανδρικό χιτώνα και μια ζώνη. Μετά θα ερ­χόταν ο άντρας, θα έλυνε τη ζώνη, θα της έβγαζε το χιτώνα και θα τη διακόρευε.
 
    Ο έγγαμος βίος δεν ήταν ιδιαίτερα θερμός για το ζευγάρι. Μέχρι την ηλικία των 30 ετών ο σύζυγος θα περνούσε κάθε βράδυ στη συσκηνία μαζί με τους συντρόφους του και οι συζυγικές σεξουαλικές συνευρέσεις θα γίνονταν λαθραία και μυστικά. Ακόμη και μετά τη συμπλήρωση των τριάντα χρο­νών του συζύγου και αφού το ζεύγος είχε με επιτυχία φέρει στον κόσμο νόμιμα και υγιή παιδιά, η σε­ξουαλική εμπειρία μιας Σπαρτιάτισσας ήταν πολύ διαφορετική από εκείνην μιας μέσης Ελληνίδας. Με ή δίχως τη συναίνεση της, ο σύζυγος μπορούσε να τη δανείσει σε έναν άλλο άντρα με τον οποίο και για τον οποίο θα γεννήσει, νομίμως, γνήσια τέκνα. Σε οποιοδήποτε άλλο ελληνικό κράτος κάτι τέτοιο θα συνιστούσε μοιχεία, η οποία επέσυρε αυστηρό­τατη τιμωρία - στην Αθήνα ακόμη και το θάνατο.
 
    Σε άλλες περιπτώσεις, κάποιος γηραιότερος Σπαρτιάτης που είχε μείνει χήρος, αλλά δεν ήθελε να ξαναπαντρευτεί και να κάνει νέα οικογένεια, μπορούσε να πάρει στο σπίτι του ως οικονόμο και σύντροφο τη σύζυγο κάποιου άλλου. Λέγεται ότι η γυναίκα που συμμετείχε σ’ αυτό το τρίγωνο ήταν ευ­τυχής με τη ρύθμιση αυτή, αφού της δινόταν η δυ­νατότητα να έχει υπό τον έλεγχο της περισσότερα του ενός νοικοκυριά.
 
    Ο Ευριπίδης και ο Αριστοτέλης δεν ήταν σε κα­μία περίπτωση οι μόνοι μη Σπαρτιάτες Έλληνες που θεωρούσαν την κατάσταση των Σπαρτιατισσών σκανδαλιστική, ο λόγος τους όμως εκφράζει όλους. Ο Ευριπίδης στην «Ανδρομάχη» του βάζει τον Πελέα να ισχυρίζεται ότι οι Σπαρτιάτισσες δεν μπο­ρούν ποτέ να είναι αγνές. Ο Αριστοτέλης, στα «Πολιτικά» του, στο δεύτερο βιβλίο, αποδύεται σε ακόμη σφο­δρότερη κριτική της α­πείθαρχης ακολασίας του γυ­ναικείου μισού της σπαρτιατικής πολι­τείας. Φθάνει μάλιστα σε σημείο να επιρρίψει στις γυναίκες την ευθύνη για την ύστατη παρακμή της Σπάρτης ως μεγάλης δύναμης τον 4ο αιώνα π.Χ. Για παράδειγμα, όταν οι Θηβαίοι εισέβαλαν στη Λακωνία το 370, στην πρώτη τέτοια εχθρική εισβο­λή σε σπαρτιατικό έδαφος από την εποχή της ίδρυ­σης της, οι Σπαρτιάτισσες - κατά τον Αριοτοτέλη - προξένησαν πολύ μεγαλύτερη σύγχυση απ’ ότι οι εισβολείς!
 
    Ένα άλλο πράγμα που ο Αριστοτέλης απε­χθανόταν αναφορικά με τις Σπαρτιάτισσες, ήταν το γεγονός ότι κατείχαν και μπορούσαν να διαθέσουν γαίες, θα προτιμούσε να ί­σχυε το νομικό καθεστώς που επικρατούσε για τις γυναίκες στην Αθήνα, όπου τους δινόταν δι­καίωμα σε μια μικρή περιουσία, ήταν όμως υποχρε­ωμένες να υποτάσσονται στη βούληση του άρρενα κηδεμόνα τους (κυρτού) για κάθε νόμιμη συναλλα­γή. Αντίθετα στη Σπάρτη, οι γυναίκες, καθώς φαίνεται, είχαν καταφέρει μέχρι την εποχή του Αριστο­τέλη να κατέχουν κατ να ελέγχουν το ένα τρίτο των ιδιωτικών γαιών. Ο Αριστοτέλης υπαινίσσεται, δε, ότι οι Σπαρτιάτισσες δεν δίσταζαν να εκμεταλλευ­τούν τη δύναμη που τους έδινε η ιδιοκτησία για να ασκήσουν επιρ­ροή  στη  σφαίρα των δημόσιων πολιτικών πραγμάτων - σφαίρα που είχε αποκλειστικά εκχω­ρηθεί στους άνδρες. «Πολλά πράγ­ματα», λέει με μυστήριο, «ελέγχονταν από τις γυναίκες κατά την εποχή της αυτοκρατορίας (αρ­χής) των Σπαρτιατών» (το 371).
 
    Είχε άραγε δίκιο ο Αριστοτέλης; Ήταν η Σπάρτη γυναικοκρατούμενη, μια πόλη όπου οι γυναίκες εξουσίαζαν τους άνδρες; Μάλλον απίθανο. Η πε­μπτουσία ίων δημόσιων αξιών ήταν ανδροκρατού­μενη και μάλιστα με σοβινισμό. Οι γυναίκες εν­θαρρύνονταν να μοιάσουν όσο το δυνατόν περισσό­τερο στους άντρες και όχι το αντίστροφο. Ήταν ο σύζυγος που δάνειζε τη γυναίκα του σε άλλον ά­ντρα με σκοπό την αναπαραγωγή και έπειτα από συμφωνία, και όχι η γυναίκα που ελεύθερα αναζητούσε σεξουαλικούς συντρόφους όπως, όταν, και όποτε το επιθυμούσε. Οι «κατώτεροι» Σπαρτιάτες που αποκαλούνταν υπομείονες ήταν οι γιοι ενός πολίτη της Σπάρτης και μιας ανελεύθερης που προ­ερχόταν από είλωτες - τυπικά προϊόντα μιας κοινωνίας σκλάβων. Είναι άκρως αποκαλυπτική η ιστο­ρία της Σπαρτιάτισσας πριγκίπισσας Κυνίσκας, α­δελφής του βασιλιά Αγησίλαου ίου Β΄, όπως τη διηγείται στη βιογραφία του ο Ξενοφών.
 
    Σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι η νίκη σε έ­ναν αγώνα με τέθριππο στην Ολυμπία δεν συνδέε­ται με την ικανότητα ενός άνδρα αλλά με τον πλού­το του, ο Αγησίλαος έδωσε οδηγίες στην Κυνίσκα να μεγαλώσει και να προετοιμάσει για αγώνες ένα κοπάδι άλογα. Το 396 και το 392 εκείνη, καθώς και τα άλογα και οι ηνίοχοι της. κέρδισαν το δάφνινο στεφάνι. Ήταν πραγματικό κατόρθωμα. Στην Ολυμπία ανεγέρθηκε μνημείο προς τι­μήν της Κυνίσκας με μια επιγραφή που πληροφορεί όποιον θέλει ή μπορεί να το διαβάσει ότι εκείνη ήταν η πρώτη γυναίκα σε ολό­κληρη την Ελλάδα που κέρδισε το βραβείο και μάλιστα δύο φορές διαδοχικά. Στη Σπάρτη την τίμησαν ως npojiöa. της αφιέρωσαν μάλιστα ιερό βωμό. Οι παγερές κουβέντες του Αγησίλαου όμως δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Γι’ αυτόν, η πραγ­ματική αρετή του άνδρα θα μπορούσε να επιδειχτεί μόνον στο πεδίο της μάχης -με τα πολεμικά άλογα που εκτρέφει και όχι με τα άλογα επίδειξης της Κυνίοκας.
 
    Από την άλλη, όμως. δεν μπορούμε να υποβαθ­μίσουμε το ξεχωριστό καθεστώς που είχε παραχω­ρηθεί στις Σπαρτιάτισσες. Οι Σπαρτιάτες σοφά έκριναν ότι, εάν ήθελαν η πόλη τους να διατηρήσει το στρατιωτικό τρόπο Ζωής, δεν μπορούσαν να αγνοή­σουν η να βάλουν στο περιθώριο, πόσο μάλλον να καταπιέζουν. τις γυναίκες. Έτσι εξηγείται το γεγο­νός ότι τα κορίτσια της Σπάρτης είχαν πρόσβαση σε ένα είδος δημόσιας εκπαίδευσης, που περιελάμβα­νε σκληρή - και στα μάτια των περισσότερων Ελλήνων αταίριαστη στη γυναικεία φύση- άθλη­ση. Έτσι εξηγείται επίσης ότι οι Σπαρτιάτισσες εί­χαν δικαίωμα σε περιουσιακά στοιχεία, που περιε­λάμβαναν γη. Σε αντάλλαγμα, οι Σπαρτιάτισσες - γιαγιάδες, μάνες, σύζυγοι, αδελφές, θείες και α­νιψιές- με αίσθηση καθήκοντος προσέφεραν στους άντρες τους την αδιαμφισβήτητη αφοσίωση τους, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι αυτοί οι ά­ντρες πραγμάτωναν τα ρωμαλέα φιλοπόλεμα ιδεώ­δη που οι ίδιοι είχαν καθορίσει. «Ή ταν ή επί τας» - αυτή ήταν πράγματι η ημερησία διάταξη.
   
9. ΜΝΗΜΕΙΑΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
 
    Πληροφορίες για τη μνημειακή τοπογραφία της αρ­χαίας Σπάρτης παρέχουν οι αρχαίοι συγγραφείς, κυρίως ο περιηγητής Παυσανίας, που την επισκέ­φθηκε περίπου το 160 μ.Χ. και αφιέρωσε στη λε­πτομερή περιγραφή της εφτά κεφάλαια του τρίτου βιβλίου του.
 
    Η Σπάρτη, στο μέσον της Κοίλης Λακεδαίμονος και στη δεξιά όχθη του ποταμού Ευρώτα, εκτεινό­ταν σε πεδινή έκταση με ενδιάμεσους λοφίσκους, σαφώς οριοθετημένη από τον Ευρώτα και τα Ρέμα­τα της Μαγουλίτσας και της Μούσγας. Δεν υπάρ­χουν κατάλοιπα προδωρικού οικισμού στη θέση ό­που αναπτύχθηκε η πόλη ίων ιστορικών χρόνων. Την τελευταία συγκροτούσαν πέντε κώμες: οι πλησιόχωρες Πιτάνη, Λίμνες, Μεσόα, Κυνό(σ)ουρα και οι Αμυκλές νοτιότερα. Η Σπάρτη παρέμει­νε προσηλωμένη σε αυτό το οικιστικό σχήμα έως τα ύστερα ελληνιστικά χρόνια.
 
    Η πόλη παρέμεινε ατείχιστη έως το δεύτερο μι­σό του 3ου αι. π.Χ., οπότε απέκτησε τείχος, στο πλαίσιο αμυντικού προγράμματος ίου Κλεομένη Γ'. Το τείχος επισκευάστηκε και επεκτάθηκε αρκε­τές φορές. Στα τέλη του 3ου ή 4ου αι. μ.Χ. ο ερχο­μός των Ερούλων και του Αλάριχου έκαναν ανα­γκαίο τον ιδιαίτερο τειχισμό δύο κεντρικών λόφων της Σπάρτης, της Ακροπόλεως και του Παλατοκάστρου. Το ελληνιστικό τείχος ήταν κατασκευασμέ­νο από λίθινη κρηπίδα και πλίνθινη ανωδομή, προφυλαγμένη από τη βροχή με το καταστέγασμα, του οποίου οι κεραμίδες ήταν ενσφράγιστες. Παρ’ ότι ελάχιστα είναι τα ορατά σήμερα τμήματα του ελληνιστικού τείχους, με περίμετρο 48 στάδια (±9 χλμ.), η διαδρομή του είναι γνωστή χάρη στις ανα­σκαφές και στις κεραμίδες του. Στο τείχος υπήρχαν έξι πύλες με κυριότερες τη Β πύλη (βόρεια από την Ακρόπολη), τη ΒΑ πύλη (κοντά στη σημερινή γέφυρα του Ευρώτα) και τη Ν πύλη, όπου κατέλη­γε η Αφεταΐς οδός (στα νότια της Σπάρτης, κοντά στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου). Στις παραπάνω περιοχές υπήρχαν κατ γέφυρες για τη Ζεύξη του ποταμού και των δύο ρεμάτων.
 
    Παρά τον εντυπωσιακό αριθμό των μνημείων της πόλεως, που περιγράφει ο Παυσανίας, λίγα είναι ε­κείνα που ταυτίζονται σήμερα με βεβαιότητα.
 
    Από τα κτίρια και ιερά στην Ακρόπολη της Σπάρτης, το σημαντικότερο ήταν το ιερό της πολι­ούχου Αθηνάς Χαλκιοίκου, που ιδρύθηκε πιθανό­τατα non από το 10 αι. π.Χ. Στη νότια πλαγιά του λόφου της Ακροπόλεως βρίσκεται το θέατρο, που κατασκευάστηκε τον 10ο αι. π.Χ. Η αρχική σκηνή του δεν ήταν μόνιμη κατασκευή, αλλά κινητή με τροχούς ξυλοκατασκευή· σία τέλη του 1ου αι. μ.Χ. αντικαταστάθηκε με μνημειακή μαρμάρινη σκηνή.
 
    Η Αγορά της πόλεως βρισκόταν στο πλάτωμα του Παλαιόκασιρου - Α από την Ακρόπολη - και την κοσμούσαν πλήθος λαμπρών μνημείων. Φημισμέ­νη ήταν η ιδρυμένη από τα λάφυρα των Μηδικών πολέμων Περσική Στοά, που οριοθετούσε την Αγο­ρά από τα Δ. Το εντυπωσιακό «κυκλικό οικοδό­μημα», που καταλαμβάνει τη ΝΔ γωνία της Αγο­ράς, είναι ο Χορός, είδος εξέδρας, όπου κατά την ε­ορτή των Γυμνοπαιδιών οι έφηβοι χόρευαν γύρω από τα αγάλματα του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και της Λητούς. Η μεγάλη ρωμαϊκή στοά βρισκόταν στη Ν πλευρά της Αγοράς. Στην ίδια πλευρά βρι­σκόταν η αφετηρία της παλαιότερης οδού της Σπάρ­της, της Αφεταΐδος, η οποία κατέληγε στη Ν πύλη· κατά μήκος της υπήρχαν σημαντικά ιερά, όπως του Ταιναρίου Ποσειδώνος, που ταυτίζεται βόρεια από τη Δημοτική Αγορά της σύγχρονης πόλεως (γωνία οδών Γκορτσολόγου και Διοσκούρων).
 
    Το ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος βρίσκεται στην περιοχή των Λιμνών, κοντά στον Ευ      ρώτα. Ιδρύθηκε το 10ο αϊ π.Χ. Ο πρώτος ναός και βωμός οικοδομήθηκαν τον 3ο αϊ μ.Χ. Ξαναχτίστηκαν στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., ενώ η τρίτη οικοδόμηση ίου ναού χρονολο­γείται στο 2ο αι. π.Χ. Τον 3ο αι. μ.Χ. κατασκευά­στηκε το μνημειώδες αμφιθέατρο, που περιέβαλλε τον αύλειο χώρο του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε o ναός είχε θέση προσκηνίου για τα λατρευτικά δρώμενα. Στις Λίμνες, κοντά στη ΒΑ έξοδο της Σπάρτης. ση­μερινή γέφυρα, βρισκόταν το τέμενος της Αθήνας Αλέας· το μεγάλο ναόσχημο οικοδόμημα, στην ί­δια περιοχή, νότια από τη γέφυρα του Ευρώτα, γνω­στό ως «μεγάλος βωμός» ή «βωμός του Λυκούργου» παραμένει ανερμήνευτο.
 
    Στη ΝΑ περιοχή, εκτός των τειχών, βρισκόταν το σημαντικό ιερό Φοιβαίον, που σχετιζόταν με την εκπαίδευση των εφήβων ταυτίζεται με το μνημει­ακό βωμό νότια από το σημερινό νεκροταφείο.
 
    Πολλά μνημεία της Σπάρτης παραμένουν προ­βληματικά ως προς την ταύτιση τους. Παράδειγμα είναι ο λεγόμενος «τάφος του Λεωνίδα», το επι­βλητικό ερείπιο νότια από την Ακρόπολη, nou n τοπική παράδοση συνδέει με το βασιλέα της Σπάρ­της Λεωνίδα, και σύμφωνα με τις ενδείξεις ταυτίζεται με το ναό του Καρνείου Απόλλωνα.    
 
Β΄ ΜΕΡΟΣ
 
1. Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
 
    Το κράτος των Λακεδαιμονίων είναι το μεγαλύτερο από τα μικρά ελληνικά κράτη της κλασικής εποχής, νότια της Μακεδονίας. Καλύπτει τα δύο πέμπτα της Πελοποννήσου, δηλαδή 8.400 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Σε αυτήν την έκταση είναι αρκετά φυσιολογικό να συναντήσει κανείς μια γεωγραφική και κοινωνική δομή σύνθετη. Η διατήρηση παρόμοιου εδαφικού συνόλου έχει επίσης επιφέρει τη διατήρηση ενός ξεχωριστού πολιτικού συστήματος.
 
    Ο συνταγματικός μύθος των Λακεδαιμονίων τους θέλει αργοπορημένους επισκέπτες της Πελοποννήσου, αφού θεωρούνταν απόγονοι του Δώρου, ερχό­μενοι από το Νότο μετά την πτώση των μυκηναϊ­κών βασιλείων οι κάτοικοι της νότιας Πελοποννή­σου, την πρώτη χιλιετία, θεωρούνταν συνεπώς όλοι τους Μεσσήνιοι, Λακεδαιμόνιοι και Αργείοι, όπως επίσης και οι Δωριείς.
 
Παρά ταύτα, οι μύθοι που γνωρίζουμε αναφέρο­νται σε μινωικούς πληθυσμούς, που εγκαταστάθηκαν στον Ταΰγετο (ακρωτήριο Ταίναρο) και στη συ­νέχεια εκδιώχθηκαν (ίδρυση της θήρας και της Μήλου).
 
    Συνολικώς λοιπόν πρόκειται για κατοίκηση ενός έθνους ομογενούς. Αν και οι Λακεδαιμόνιοι είχαν μια κοινωνική δομή έντονα διαφοροποιημένη και απόλυτα άνιση.
 
Α. Πρώτα δεδομένα
 
    Μέσα από το μύθο διακρίνουμε την πορεία mr διαφοροποίησης. Πράγματι οι Δωριείς της Λακω­νίας, την ίδια στιγμή που οι άλλες ελληνικές πό­λεις ανακάλυπταν ένα καινούργιο επεκτατικό δρό­μο με μία κίνηση που ονομάσουμε αποίκηση, ε­φορμούν στη γειτονική Μεσσήνη και οίον κάμπο της Στενυκλάρου και του Αυλώνα- η Κάτω Μεσση­νία δεν φαίνεται να ανήκε ποτέ στο Βασίλειο του Κρεσφόντη και χωρίς αμφιβολία είχε στραφεί προς τους Ηρακλειδείς της Σπάρτης - αντίθετα η κα­τάσταση στην περιοχή της Πύλου δεν είχε ξεκαθα­ρίσει. Η διαιρεμένη Μεσσηνία ήταν εύκολο θήραμα και οι Λακεδαιμόνιοι δεν έχασαν την ευκαιρία. Σ’ αυτή τη χρονική περίοδο τοποθετείται η πο­ρεία διαφοροποίησης των κοινωνικών δομών με τη μορφή που τις γνωρίζουμε. Από τη μία πλευρά οι ηττημένοι Μεσσήνιοι γίνονται Είλωτες, προορι­σμένοι να καλλιεργούν τη γη και να υπηρετούν μια πολιτικοστρατιωτική τάξη, τους Σπαρτιάτες, Οι τελευταίοι, δε, προσδιορίστηκαν μέσα από ένα σύ­στημα που αντανακλά­ται   στο   μύθο της   ίδρυσης του Τάραντα.
 
    Ο Τάραντας ιδρύθηκε στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. από εξόριστους Λακεδαιμονίους, τούς αποκα­λούμενους Παρθενίες. Πράγματι, στο τέλος του πολέμου έπρεπε να μοιραστούν τους καρπούς της νί­κης και να οριστούν οι κατηγορίες εκείνες που μπορούσαν να απαιτήσουν έναν κλήρο. Εγκρίθη­καν μονό οι γόνοι μιας ορισμένου τύπου οικογένει­ας. Στη συνέχεια η συγκεκριμένη κατηγορία θα α­ναγνωρίσει σαν νόμιμα τέκνα μόνο ία παιδιά που προέρχονται από το γάμο ενός Σπαρτιάτη και μιας θυγατέρας Σπαρτιάτη.
 
    Το κριτήριο που επελέγη για να καθοριστεί η προνομιούχος κατηγορία, κριτήριο που δεν γνωρίζουμε, είχε συνεπεία ένας αριθ­μός υποψηφίων να μην αναγνωριστούν ως νόμιμα παιδιά νόμιμου γάμου και άρα ικα­νοί να εισέλθουν στο σύστημα ιδιοκτησίας που δη­μιουργούσαν. Οι Παρθενίες από το να υποστούν αυτό το μειωτικό καθεστώς προτίμησαν να φύγουν και να ιδρύσουν τον Τάραντα. Στα τέλη λοιπόν του 8ου π.Χ. αιώνα έχουμε κιόλας τρεις μεγάλες κατηγορίες: Τους Σπαρτιάτες, μια πολύ κλειστή κάστα, ενδογαμική, κυρίαρχη της πολιτικής, σχηματισμένη από ιδιοκτήτες tgjv πλουσιότερων γαιών κατ εξαρτημένων στρωμάτων. Τους περίοικους, ελευθέρους πληθυσμούς, που ζούσαν σε κοινότητες γύροι από τη Σπάρτη, ιδιαίτερα στα βουνά και ία ακρωτήρια. Η κατοίκηση του ακρωτηρίου Ακρίτας διαφυλάχθηκε με την ε­κεί εγκατάσταση των κατοίκων της Ασίνης που εκδιώχθηκαν από την Αργολίδα και μετά από ιούς κατοίκους του Ναυπλίου που εγκαταστάθη­καν στη Μεθώνη. Τους Είλωτες, που αν και η θε­σμική τους θέση προϋπήρχε, στο εξής εξελίσσο­νται στο σημαντικότερο αριθμητικά πληθυσμό του συστήματος, κατ δύσκολα κατατάσσονται σε κατη­γορία, ευρισκόμενοι μεταξύ ελευθερίας κατ σκλα­βιάς.
 
Β. Η σπαρτιατική κοινωνία υπό το φως των Μηδικών πολέμων. Οι Είλωτες
 
    Οι Είλωτες πολύ συχνά εμφανίζονται να περιστοιχίζουν τους Σπαρτιάτες κυρίους τους. Λογικά, δεν μάχονταν. Παρά ταύτα είναι αναμφισβήτητο ότι ο Ηρόδοτος (9, 28) ρητά τους καταμετρά σαν μα­χητές στις Πλαταιές και ότι είχαν το μνήμα τους (Ηρόδοτος. 9, 85)· συνεπώς μπορεί να υποτεθεί πως ο' αυτή την περίπτωση οι Σπαρτιάτες προχώρησαν σε μαζική στρατολόγηση. Οι Είλωτες είναι μεν μη ελεύθεροι, από την άλλη όμως είναι το ίδιο Λακε­δαιμόνιοι ή Μεσσήνιοι όσο και οι Σπαρτιάτες ή οι Περίοικοι. Δεν πρόκειται για υποτελείς, αλλά για άτομα με κατώτερη κοινωνική θέση. Συνεπώς μπο­ρεί να κληθούν να υπερασπιστούν, ενάντια σε κά­θε ξένο εισβολέα. τους θεούς τους, την περιουσία τους, τις οικογένειες τους. Ωστόσο, τους βλέπουμε να παρατάσσονται όχι ως οπλίτες αλλά ως ελαφρά τμήματα. Το κράτος των Λακεδαιμονίων κατορθώ­νει, χωρίς να χρησιμοποιηθούν Είλωτες, να επι­στρατεύει ικανό αριθμό ελεύθερων ανδρών για το σχηματισμό της ισχυρότερης φάλαγγας οε όλη την Ελλάδα. Οι Αθηναίοι παρέταξαν πράγματι 8.000 ο­πλίτες στις Πλαταιές, οι Λακεδαιμόνιοι 10.000. Επιπλέον ο οπλισμός των οπλιτών απαιτεί ένα ο­ρισμένο επίπεδο ικανότητας και ενάσκησης.
 
Οι Περίοικοι
 
    Οι Περίοικοι είναι ελεύθεροι άνθρωποι εγκατε­στημένοι σε ορεινές περιοχές που περιβάλλουν τις πεδιάδες πλην ίσως της Μεσσηνίας, όπου μεγάλες περιοικίδες περιοχές καταλαμβάνουν τη Μακαριά (κάτω πεδιάδα του Πάμισου). Το μεγαλύτερο μέρος της γης είναι ελάχιστα ευνοϊκό σε μεγάλες καλλιέργειες δημητριακών κατ ιδιαίτερα στην εκμε­τάλλευση των ελαιόδενδρων. Οι Περίοικοι έχουν Είλωτες σε μικρό και γενικά ανεπαρκή αριθμό, τό­σους όσους χρειάζεται ο ιδιοκτήτης ώστε να απασχολείται μονός του. Οι ρίζες τους ποι­κίλλουν στο λακεδαιμονιακό κράτος του 5ου αιώνα π.Χ. Στο σύνολό τους θεωρούνται Δωριείς στη Λακωνία και στη Μεσσηνία· ωστόσο ορισμένοι είναι Αρκάδες ό­πως οι Σκιρίτες, άλλοι θέλουν να θυμούνται ότι υ­πήρξαν φιλοξενούμενοι των Σπαρτιατών, όπως οι Περίοικοι του ακρωτηρίου Ακρίτας. Οι Σπαρτιάτες θα υποδεχθούν παρομοίως στη Θυρεατίδα. νοτίως του Αργούς, το 431 π.Χ., τους Αιγινήτες (τουλάχι­στον όσους αποδέχθηκαν την υποταγή τους στο σύ­στημα) τους διωγμένους από τον τόπο τους. την Αί­γινα, από τους Αθηναίους. Ο Ηρόδοτος βλέπει στους Ορειάδες (κοντά στην πόλη Πρασιαί) Ίωνες «που έγιναν Δωριείς» από τους Αργείους. Ούτως η άλλως παντού εφαρμόζονται οι ίδιοι νομοί. Οι Πε­ρίοικοι είχαν στενούς δεσμούς με τους βασιλείς στους οποίους όφειλαν το βασιλικό φόρο υποτέλει­ας, εκτάσεις γης στις παλιές πόλεις τους και επι­κήδειες τιμές. Προφανώς ήταν υπόλογοι σε αυτούς, παρ’ ότι στην κλασική εποχή οι Έφοροι είναι υ­πεύθυνοι για την αστυνόμευση σε όλη την επικρά­τεια των Λακεδαιμονίων.
 
Οι Σπαρτιάτες
 
    Πρόκειται για μία ομάδα σκληρά επιλεγμένη α­πό τη γέννηση τους, που η εκπαίδευση τους προετοιμάζει για πόλεμο (εφηύραν τη δημόσια εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένων των κοριτσιών), για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Έχουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή αυτά της συμμετοχής στη συνέλευση και την ψηφοφορία, καθώς επίσης της υποψηφιότητας στα αξιώματα. Έχουν κατοικία σε ένα από τα πέντε χωριά που αποτελούν τη Σπάρτη και γαιοκτησίες στις πεδιάδες της Λακωνίας και της Μεσσηνίας. Κυριαρχούν στην κοινωνία, αφού οι πλουσιότερες εκτάσεις γης είναι στα χεριά τους. καλλιεργημένες γι’ αυτούς από τους Είλωτες. Ωστόσο, ορισμένοι είναι σημαντικότεροι από ιούς άλλους και είναι γνωστό ότι υπήρχαν ανάμεσα τους ομάδες όπως οι Ηρακλειδείς, ιδιαίτερου κύρους.
 
    Στη μάχη των Πλαταιών, ο Ηρόδοτος τους απαριθμεί ξεχωριστά. Στο στρατό εκείνη την ήμερα σχημάτιζαν ένα σώμα οπλιτών από 5.000 άνδρες, σε απόσταση από τους Περίοικους και θεωρούμενο α­νώτερης αξίας. Παράλληλα, χωρίς να εκτελούν χρέη κωπηλατών παρά μόνο αυτά των στρατευμέ­νων ναυτικών κατ αξιωματικών, ένας ορισμένος α­ριθμός από αυτούς συνόδευε τον Λεωτυχίδη στη θάλασσα. Αν κρατήσουμε τον αριθμό των 8.000 στρατιωτών που έδωσε ο Δημάρατος, πρέπει να πα­ραδεχθούμε ότι εκτός από τους αξιωματούχους και τους γηραιότερους οπλίτες που φυλάνε τόν τόπο τους, βρίσκονται όλοι στη μάχη του 479 π.Χ. Ο Ηρόδοτος μας επισημαίνει κάποια χαρακτηριστικά τους. Παρ’ όλη τη στρατιωτική ομοιογένεια τους. έ­να από αυτά τα χαρακτηριστικά αφορά την άμιλλα.
 
Οι ένδοξοι
 
    Έτσι αναφέρεται ο Ηρόδοτος κατ’ επανάληψη για τους επονομαζόμενους άλλοτε Τριακόσιους και άλλοτε Ιππείς. Στο στρατό οι Τριακόσιοι αποτελούν μια επίλεκτη ομάδα που μάχεται σε ιδιαίτερα δύ­σκολες περιστάσεις. Τους βλέπουμε επί το έργον στις Θερμοπύλες γύρω από τον Λεωνίδα. Οι Ιππείς, που τους γνωρίζουμε χάρη στον Ξενοφώντα (Λακ. Πολ. 4, 3), εμφανίζονται σε ένα άλλο πλαί­σιο από αυτό των μαχών.
 
    Πρόκειται για μια ομάδα επιλεγμένων Σπαρτιατών που υπόκεινται στους Εφόρους, οι οποίοι με τη σειρά τους διορίζουν τους ιππαγρέτες που τους δι­οικούν και τους στρατολογούν. Στο κείμενο του Ηρόδοτου, οι δυο σχηματισμοί φαίνεται να έχουν διαφορετικές λειτουργίες. Οι Σπαρτιάτες γνώριζαν συνεπώς δύο τύπους ομάδων Τριακοσίων, έναν πο­λιτικό (με παρουσία ενίοτε στο πεδίο της μάχης, ό­πως στη Μαντινεία το 418 π.Χ.) και επίλεκτα τμή­ματα για ειδικές αποστολές.
 
    Ο πόλεμος επιφυλάσσει μια άλλη διάκριση. Μπορεί κανείς να γνωρίσει τη δόξα εν Ζωή, μα ακόμη περισσότερη στο θάνα­το. Στις Πλαταιές οι Λακεδαιμόνιοι θά­βουν τους νεκρούς τους σε τρεις τάφους (Ηρόδοτος, 9, 33). Ο τρίτος από αυτούς φιλοξενεί τις σορούς των Ειλώτων και το γεγονός αυτό αποδει­κνύει ότι πράγματι πολέμησαν. Το υπόλοιπο κεί­μενο θέτει πρόβλημα. Ο πρώτος τάφος υποδέχεται τα λείψανα των Σπαρτιατών, αφού ο Ηρόδοτος ονομάζει τέσσερις από αυτούς, ενώ στο δεύτερο φαίνε­ται ότι είναι ενταφιασμένοι άλλοι Σπαρτιάτες. Το πλέον λογικό θα ήταν να υπήρχε ένας τάφος για τους Σπαρτιάτες, ένας για τους Περίοικους και ένας για τους Είλωτες, ωστόσο το κείμενο δεν αναφέρε­ται στους Περίοικους, σαν να μην είχαν λάβει μέρος στις μάχες (ακολουθούσαν σε δεύτερη διάτα­ξη;). Σε κάθε περίπτωση στον πρώτο τάφο βρίσκο­νται άνθρωποι άξιοι μιας ιδιαίτερης τιμής, είτε για­τί πρόκειται για άτομα ιερατικού αξιώματος είτε γιατί η θέση τους, για κάποιο άλλο λόγο, ήταν ή­δη ανώτερη από άλλους και ο θάνατος τους αγγίζει την ηρωοποίηση.
 
Οι δειλοί
 
    Η απόδοση τιμών είχε την αντίθετη όψη, που έ­πληττε όσους είχαν ατιμαστεί. Αυτοί υπέκειντο σε κάθε είδους μειώσεις πολιτικές και προσωπικές. Τόσο ο Ηρόδοτος όσο ο Θουκυδίδης και ο Ξενο­φών μιλούν για το φαινόμενο αυτό, έκφραση σκληρότητας μιας κοινωνίας που τιμωρεί αυστηρά τις παραλείψεις σχετικά με τους κανόνες που διέ­πουν τα προνόμια της τάξης τους. Αλίμονο σ’ αυτόν που αποκαλείται τρεμουλιάρης. Αν κάποιος θεω­ρηθεί ότι φοβήθηκε ίο θάνατο, ακόμη και αν είχε τους καλύτερους λόγους αποφυγής ενός άδικου θα­νάτου, παραδίδεται στην περιφρόνηση της καλής κοινωνίας. Η φαντασία ίων Σπαρτιατών μοιάζει δη­μιουργική τόσο σε πειράγματα σκωπτικά, με τα οποία τούς σφυροκοπούσαν, όσο και σε συμπεριφο­ρές περιφρόνησης. Σ’ αυτά ας προσθέσουμε την απώλεια των πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων. Ο Θουκυδίδης (5, 34, 2) σημειώνει ότι οι διασωθέντες της Σφακτηρίας, μετά τη διάσωσή τους, βλήθηκαν από αυτό το είδος κοινωνικής καταδίκης. Παρά ταύτα, δεν αποκλείονται από το σώμα των Σπαρτιατών και έπειτα από μία ανδρεία συμπεριφορά μπορούν να αποκαταστήσουν τη χαμένη τιμή τους και τα πλήρη δικαιώματα της θέσης τους. Δεν είναι ατιμία με την έννοια που προσδίδουν στη λέξη οι Αθη­ναίοι (γι’ αυτό το λόγο ο Θουκυδίδης αναγκάζεται να διευκρινίσει τον όρο), αφού δεν απώλεσαν την ιθαγένεια τους. Οι οπλίτες της Σφακτηρίας ενσωματώθηκαν και πάλι. Παρατηρούμε στο κείμενο του Ξενοφώντα (Λακ. Πολ. 9) ότι συνεχίζουν να συμμετέχουν στην καθημερινή ζωή (συμπόσια, α­γώνες με μπάλα, χορωδία), αλλά η συμμετοχή τους απαιτεί σκληρές δοκιμασίες.
 
Οι βασιλείς
 
    Οι Λακεδαιμόνιοι έχουν επικεφαλής του κράτους και ιδιαίτερα του στρατού δύο διαδόχους βασιλείς, απογόνους του Ηρακλή. Είναι επίσης κατά κάποι­ον τρόπο οι κληρονόμοι του φαινομένου των δίδυ­μων που οι Διόσκουροι αντιπροσωπεύουν. Εξάλ­λου, έχουν θρησκευτική εξουσία και είναι οι πρώ­τοι ιερείς-θυσιαστές της χώρας. Ο Περίοικος μερι­μνά προσφέροντας για φόρο ένα χοιρίδιον σε κάθε κύηση ζώου. Θυσιάζουν λοιπόν υπέρ της ευημερίας του συνόλου. Ο Π. Καρλιέρ (P. Carlier) βλέ­πει στο πρόσωπο τους τους μοναδικούς ιερείς της πόλης. Οι ειδωλολατρικές θρησκείες και οι ιεροί χώροι είχαν τους δικούς τους, ωστόσο τις πολιτεια­κές λατρείες ασκούσε ο βασιλιάς. Σε αυτή την πε­ρίπτωση διαφωτίζεται το γεγονός που ήθελε έναν μόνο από τους βασιλείς να μπορεί να εκστρατεύει όταν οι εκστρατείες έχουν μια διάρκεια.
 
    Πράγματι κατέχουν σημαντική στρατιωτική ισχύ. Ένας βασιλιάς οδηγεί το στρατό στην εκστρατεία όπου όλοι του οφείλουν υποταγή. Δεν είναι αυτός που κηρύσσει πόλεμο η ειρήνη, αλλά κατευθύνει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και, όντως, οι Αρχίδα­μος, Άγης και Αγησίλαος αποτελούν μεγάλες προ­σωπικότητες. Επιπλέον, οι βασιλείς, όταν η διαδο­χή εξελίσσεται ομαλά, έχουν λάβει ειδική αγωγή, ικανή να τους προετοιμάσει στη διοίκηση.
 
    Οι πολιτικές εξουσίες τους είναι λιγότερο προ­φανείς και φαίνεται να εξαρτώνται από την προσωπικότητα και την ικανότητα των προσώπων. Ο θάνατος τους συνεπάγεται εξαιρετική κηδεία, που τους κατατάσσει στην τάξη των ηραίων. Έχουν δι­καίωμα σε τελετή ταφής και μνήμα.
 
Γ. Τέλος και αρχή του 5ου αιώνα π.Χ.
 
    Η κοινωνία χαρακτηρίζεται από μια παράλληλη κίνηση, από τη μια διαρκείας στις δομές της και α­πό την άλλη βαθιών κοινωνικών αλλαγών.
 
    Στη Μαντινεία το 418 π.Χ. ο στρατός των Λακεδαιμονίων, όπου Περίοικοι και Σπαρτιάτες ενώθηκαν (εκτός της ιδιάζουσας περίπτωσης των Σκιριτών), ενισχύθηκε από οπαδούς του Βρασίδα και α­πό Νεοδαμώδεις. Ξέρουμε ότι, προηγουμένως, οι οπαδοί του Βρασίδα μαζί με τους Νεοδαμώδεις εί­χαν εγκατασταθεί στο Λέπρεον, και το σώμα που α­παιτήθηκε από τους Ελατούς αποδεικνύει ότι ήταν μία χιλιάδα (ένας λόχος από οπαδούς του Βρασί­δα κατ ένας από Νεοδαμώδεις).
 
    Οι Βρασίδειοι (Είλωτες οπλισμένοι σαν οπλίτες για να ακολουθήσουν τον Βρασίδα στη Θράκη) ή­ταν 700 στην αρχή (δηλαδή ένας λόχος ενισχυμέ­νος). Χωρίς αμφιβολία δεν επέστρεψαν όλοι και αντικαταστάθηκαν από στρατευμένους άλλης κα­τηγορίας. Δεν είναι γνωστός ο αριθμός των Νεοδαμωδών παρόντων στη Μαντινεία: εύλογο είναι ότι πρόκειται για αυτούς στο Λέπρεον, άρα περί­που 500. Στα πρώτα χρόνια του 4ου αιώνα π.Χ. θα δούμε τον Αγησίλαο να αναχωρεί για την Ασία με 2.000 Νεοδαμώδεις. Μπόρεσαν συνεπώς να στρα­τολογήσουν ένα σώμα σημαντικό.
 
Ποιοι είναι οι Νεοδαμώδεις;
 
    Η γενικότερη απάντηση είναι ότι πρόκειται για απελεύθερους Είλωτες. Η απάντηση αυτή φαίνεται να επανεξετάστηκε. Στη διάρκεια αυτής της περιό­δου έχουμε να κάνουμε δύο φορές με περιπτώσεις απελευθερωμένων Ειλώτων. Την πρώτη φορά, πριν να πολεμήσουν, αυτοαναγορεύονται ελεύθεροι και με τίμημα τη ζωή τους. Τη δεύτερη φορά πολε­μούν σαν οπλίτες και απελευθερώνονται και γίνο­νται... οπαδοί του Βρασίδα. Επιπλέον, κατά την ει­σβολή στη Λακωνία το 370/369 π.Χ. (Ξενοφών, Ελληνικά 3.1, 4) αναγγέλλεται στους Είλωτες που θα δεχθούν να ενσωματωθούν οίον τακτικό στρατό ότι θα είναι ελεύθεροι... και από εκείνη τη στιγμή δεν βλέπουμε να εμφανίζεται πια ο όρος Νεοδαμώδης. Με άλλα λόγια, οίο εξής κάθε φορά που περιμένουμε λογικά να δημιουργούνται Νεοδαμώδεις, διαψευδόμαστε.
 
    Άρα είναι φανερό πως μπορούμε να αμφισβητή­σουμε την άποψη ότι οι Νεοδαμώδεις είναι Είλω­τες προσφάτως ελευθερωμένοι, χωρίς προηγουμέ­νως να έχουν προσφέρει κάποιες υπηρεσίες. Κλί­νω λοιπόν προς την υπόθεση ότι οι Νεοδαμώδεις είναι Σπαρτιάτες ουσιαστικά, που κάποια στιγμή ε­γκατέλειψαν ένα δάμο (το συγκεκριμένο πολιτικό σώμα) και ίδρυσαν ένα νέο δάμο χωρίς πολιτικά δικαιώματα.
 
    Ποιο γεγονός μπορεί να οδήγησε σε αυτό το φαι­νόμενο: Ο πόλεμος της Μεσσηνίας αναμφίβολα. Πράγματι, έπειτα από αυτόν μειώνεται το σώμα των Σπαρτιατών. Το κλειδί ιοοις να βρίσκεται στον Αρι­στοτέλη, που επισημαίνει ότι τα συσσίτια στην Κρήτη πληρώνονται από τα εισοδήματα των δημο­σίων κτημάτων και από τους καταβαλλόμενους φό­ρους υποτέλειας από ιούς Περίοικους που τους εξο­μοιώνει με τους Λάκωνες Είλωτες (Πολιτικά: 1272 ά.). ενώ στη Λακεδαίμονα, οι Σπαρτιάτες οφείλουν να καταβάλλουν τη συνδρομή τους από το καθαρά δικό τους εισόδημα, αλλιώς εκπίπτουν των πολιτι­κών δικαιωμάτων τους. Ο Ηρόδοτος τοποθετεί τα συσσίτια μέσα στους θεσμούς που οι Λακεδαιμόνιοι μέσω του Λυκούργου δανείστηκαν από την Κρήτη στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Αν παραδεχθούμε ότι ο τρίτος Μεσσηνιακός πόλεμος δεν είχε μοναδική συνέπεια την αναχώρηση των εξεγερμένων, αλλά και την οικονομική ελάφρυνση για όσους παρέμει­ναν, τότε μπορούμε να έχουμε την εξήγηση του φαι­νομένου, αφού οι ελαφρύνσεις αφορούσαν όχι τις ο­φειλόμενες εισφορές προς το γαιοκτήμονα, αλλά αυτές προς το κράτος για τα συσσίτια. Εξ αυτού, πο­λύ γρήγορα, κάποιοι Σπαρτιάτες αποκλείστηκαν α­πό το πολιτικό σώμα που αποτελούνταν έως τότε α­πό πλούσιους και φτωχούς (το δάμος) και έγιναν Νεοδαμώδεις, δηλαδή μέλη μιας νέας κατηγορίας δάμου. Αυτό επιφέρει και άλλες κοινωνικές ιδιαι­τερότητες, όπως για παράδειγμα τον περιορισμό του αριθμού των κληρονόμων στην κυρίαρχη κάστα και τον πολλαπλασιασμό των «νόθων». Επίσης αυτές οι ελαφρύνσεις δικαιολογούν τον αριθμό νέων ανάμε­σα στους Είλωτες (Θουκυδίδης 5, 80, 3). λιγότερο οικονομικά συνθλιμμένων από πριν.
 
    Οι Νεοδαμώδεις, φτωχά μέλη της κυρίαρχης ο­μάδας, σταδιακά βρέθηκαν στο περιθώριο, μετά τον τρίτο Μεσσηνιακό πόλεμο, Ομοίοι, από αδυναμία να κρατήσουν τη θέση τους, και ανασυντάχθηκαν σε νέα κατηγορία παραμένοντας ωστόσο κατά κά­ποιο τρόπο «παθητικοί πολίτες». Και είναι λογικό να καλούν αυτούς να υπηρετήσουν στρατιωτικά σε περιπτώσεις ανάγκης παρά μια άλλη κατηγορία. Η τάξη τους αυξάνεται προοδευτικά όσο οι Ομοίοι λιγοστεύουν.
 
    Οι Νόθοι σχηματίζουν στα τέλη του 5ου, αρχή του 4ου αιώνα π.Χ., μία απειροελάχιστη αριθμητικά ομάδα, όμως εξίσου απείρως σκανδαλώδη, αν κρίνουμε από τις εξηγήσεις που ο Ξενοφώντας αι­σθάνεται υποχρεωμένος να δώσει. Οι κίνδυνοι έκ­πτωσης σε ένα σύστημα που εκ των πραγμάτων κα­τέληξε φοροεισπρακτικό, υποχρεώνουν τις οικο­γένειες να έχουν απόλυτη ανάγκη από την προίκα της συζύγου έτσι ώστε να εξασφαλίσουν την ταξι­κή θέση των παιδιών· το διαζύγιο έγινε λοιπόν πολύ δύσκολο· άλλωστε χρειάζονται παιδιά για να μπορέσουν οι πρώτοι να διατηρήσουν τη θέση τους. Από εκεί πηγάζουν οι σκανδαλώδεις συμπε­ριφορές από ορισμένα μέλη αυτής της σπαρτιατι­κής αριστοκρατίας. Οι γυναίκες σύζυγοι παίρνουν επισήμως έναν εραστή της ίδιας κοινωνικής τάξης χωρίς να διαζευχθούν και τα μεταγενέστερα παιδιά δηλώνονται νόθα. Μπορούμε να υποθέσουμε πως αυτά τα παιδιά, γόνοι ενός Σπαρτιάτη και μιας Σπαρτιάτισσας, σε περίπτωση θανάτου των νόμι­μων τέκνων, καλούνται να τα αντικαταστήσουν.
 
    Μετά το 369 π.Χ. υπήρξαν νεότερες προσαρμο­γές· χωρίς να αλλάξει το σύστημα, έγινε ανασύν­θεση των κοινωνικών στρωμάτων. Η Κρυπτεία, ό­πως μας την παρουσιάζει ο Αριστοτέλης, αποτελεί χωρίς αμφιβολία μία από αυτές τις προσαρμογές. Ωστόσο είμαστε τόσο λίγο ενήμεροι στο θέμα αυτό, που είναι αδύνατον να αντιληφθούμε την προσαρ­μογή των κοινωνικών δομών στο διηνεκές των οι­κονομικών και πολιτικών δομών. Αυτές οι τελευ­ταίες είναι τόσο ανθεκτικές που θα χρειαστεί να προκληθούν τόσο ο Λεωνίδας Β΄ όσο και ο Κλεο­μένης από το όραμα του ελληνιστικού βασιλείου με ένα μονάρχη για να αλλάξει το σύστημα κατ να οδεύσει προς την εξαφάνιση του.
 
2.  ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ
 
    Στη σύγχρονη δυτική αντίληψη η λέξη «Σπάρτη» δημιουργεί την εντύπωση μιας αυστηρής, στρατιωτι­κής κοινωνίας, με πολίτες που αποστρέφονταν τα υ­λικά αγαθά. Μετά την εκ νέου ανακάλυψη της κλα­σικής αρχαιότητας στη διάρκεια της Αναγέννησης, επιφανείς διανοητές της Δυτικής Ευρώπης θεωρού­σαν την αρχαία Σπάρτη προσωποποίηση της οικονο­μικής ισότητας και του κοινωνικού ελέγχου. Αυτή η εικόνα επηρέασε σημαντικά τη νεότερη κοινωνιολογική και πολιτική σκέψη. Στα χρόνια της αγγλικής επανάστασης το 17ο αιώνα, ο ριζοσπάστης συγγρα­φέας Τζέιμς Χάρινγκτον στη μονογραφία του «The Commonwealth of Oceana» παρακινούσε τον Κρόμγουελ να ακολουθήσει το παράδειγμα του Σπαρτιάτη νομοθέτη Λυκούργου και να μοιράσει τα κτήματα σε ίσα μερίδια. Αυτή η θέση προκάλεσε έ­ντονες πολιτικές συζητήσεις σχετικά με την αξία του σπαρτιατικού ιδιοκτησιακού συστήματος. Στη Γαλ­λία του 18ου αιώνα, οι κοινωνιολόγοι στην κριτική που ασκούσαν εναντίον της χλιδής και της πολυτέ­λειας του καιρού τους συχνά επικαλούνταν το λιτό τρόπο Ζωής και την απαγόρευση της χρήσης πολύτι­μων μετάλλων στην αρχαία Σπάρτη.
 
    Στη ναζιστική Γερμανία, ο υπουργός Γεωργίας Βάλτερ Νιαρέ διαμόρφωσε ένα νόμο για το κληρο­νομικό δίκαιο («Reichserbhofgesetz»), θέτοντας τα αγροκτήματα των χωρικών υπό κρατικό έλεγχο, α­ντλώντας την ιδέα από mv κοινωνική κατάσταση των πολιτών στη Σπάρτη, οι οποίοι ήταν ισόβιοι κα­ταναλωτές των κοινών, δημόσιων αγαθών.
 
    Οι έννοιες που συνάγονται από το σπαρτιατικό ι­διοκτησιακό σύστημα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στους σύγχρονους διανοητές. Ένας λόγος γι’ αυτό ή­ταν η επίδραση που άσκησε ο αρχαίος συγγραφέας Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς. Στο έργο του «Η Ζωή του Λυκούργου» ισχυρίζεται ότι ο θρυλικός Σπαρτιάτης νομοθέτης αναδιένειμε τη γη. αντικατέστησε τα χρυ­σά και αργυρά νομίσματα με σιδερένια και απέβαλε τις περιττές τέχνες. Λέγεται ακόμη πως ο Λυκούργος εγκαινίασε τα συσσίτια και μια σειρά αυστηρών μέ­τρων, όπως απλότητα στους αρχιτεκτονικούς ρυθ­μούς και την εσωτερική διακόσμηση, σεμνές επι­κήδειες τελετές και λιτότητα στις θυσίες. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, στη σπαρτιατική κοινωνία ο πλούτος δεν αποτελούσε αντικείμενο επιθυμίας και ήταν άνευ σημασίας.
 
    Στην πραγματικότητα τα πράγματα ήταν μάλλον διαφορετικά. Αν και μερικές από τις ιδέες του Πλούταρχου απηχούν με ακρίβεια τα γνωρίσματα της κλασικής σπαρτιατικής κοινωνίας, σε πολλές άλλες ο συγγραφέας εμφανίζεται προκατειλημμέ­νος από το διαβόητο «σπαρτιατικό μύθο»: εν μέρει παραμορφωμένο, εν μέρει αποκύημα της φαντασίας κάποιων ξένων, οι οποίοι, όντας λάτρεις της Σπάρτης, επιχειρούσαν την εξιδανίκευση της κοινωνίας της. Ο σπαρτιατικός μύθος όμως αποτελεί και επι­νόηση της ίδιας της παράδοσης των Σπαρτιατών. Για παράδειγμα, η ιδέα της ίσης κατανομής της γης ήταν πιθανότατα πολύ μεταγενέστερη και επικράτησε τον 3ο αιώνα π.Χ., όταν οι βασιλείς Αγης Δ΄ και Κλεομένης Γ΄ θέλησαν να αναδιανείμουν τα κτήματα και απέδωσαν στον Λυκούργο ανάλογα μετρά, στην προ­σπάθεια τους να υποστηρίξουν την επαναστατική τους μεταρρύθμιση.
 
Άνισα κατανεμημένη ατομική ιδιοκτησία
 
    Τα θέματα της ιδιοκτησίας και του πλούτου ήταν ουσιώδη στην πολιτική οργάνωση της Σπάρτης κατά την κλασική περίοδο. Η κατοχή της ιδιοκτησίας του πο­λίτη εξαρτιόταν από τη συμμετοχή του στα συσσίτια και αυτή η συμμετοχή εξαρτιόταν με τη σειρά της α­πό μια ορισμένη μηνιαία συνεισφορά σε τρόφιμα. Η εξασφάλιση των συνεισφορών για τα συσσίτια βασιζόταν στην κατοχή από τους πολίτες της απαραίτητης έγγειας περιουσίας για να καλλιεργηθεί η απαιτου­μένη ποσότητα προϊόντων. Ούτως ή άλλως η κατοχή ενός αξιόλογου κομματιού γης ήταν απαραίτητη προ­ϋπόθεση ώστε ο κάθε Σπαρτιάτης να είναι σε θέση να ζήσει μια ανέμελη ζωή, απαλλαγμένη από χειρω­νακτική εργασία, αφιερωμένη σε πολιτικές και πο­λεμικές ενασχολήσεις. Αυτό το οικονομικό σύστημα είχε ως υποδομή την κατοχή από τη Σπάρτη ενός ερ­γατικού δυναμικού από δούλους, τους Είλωτες, οι ο­ποίοι προέρχονταν από τους υποταγμένους πληθυ­σμούς της ίδιας της περιοχής οπού βρισκόταν η Σπάρτη, της Λακωνίας, καθώς και της γειτονικής Μεσσηνίας. Τέλος, οι απαιτήσεις της σπαρτιατικής κοινής, δημόσιας ζωής σχετίζονταν στενά με το θέμα του βιοπορισμού και επέβαλλαν ένα βαθμό ομοιογε­νείας ανάμεσα στους πλούσιους και στους φτωχούς. Κατά συνέπεια, τα θέματα του πλούτου και της ιδιοκτησίας παρεισεφρεαν σχεδόν σε κάθε πτυχή της σπαρτιατικής ζωής.
 
    Σε αντίθεση με τη μεταγενέστερη εικόνα της ισό­τητας, η ιδιοκτησία πάντα διανεμόταν άνισα στην αρ­χαϊκή και κλασική Σπάρτη. Ο αρχαϊκός ποιητής Αλκαίος αναφέρεται σε ένα ρητό, σπαρτιατικής προέλευσης: «ο άνθρωπος είναι ο,τι κατέχει, δεν υ­πάρχει φτωχός άνθρωπος που να είναι καλός και έ­ντιμος». Ακόμη, οι Σπαρτιάτες ποιητές Τυρταίος και Αλκμάν αναφέρουν και αυτοί σημαντικές διαφορές στην κατοχή του πλούτου. Στους 5ο και 4ο αιώνες ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης και ο Ξενοφών αναφέ­ρουν «εύπορους ανθρώπους», «ανθρώπους με μεγά­λη περιουσία, «πλουσίους» και «πολύ πλουσίους». Το σύστημα της ιδιοκτησίας είχε κυρίως ατομικό χα­ρακτήρα».
 
    Στα Πολιτικά του Αριστοτέλη βρίσκουμε σαφείς α­ναφορές σύμφωνα με τις οποίες τη γη την κατείχαν ι­διώτες και κληροδοτούνταν από γενιά σε γενιά σύμφωνα με το σύνηθες αρχαιοελληνικό σύστημα διανο­μής της κληρονομιάς. Επιπλέον οι γαιοκτήμονες εί­χαν την ευχέρεια να διαθέσουν τα κτήματα τους σε ό­ποιον επιθυμούσαν μέσω ισόβιων δωρεών ή να τα κληροδοτήσουν συντάσσοντας διαθήκες. Και οι γυ­ναίκες στη Σπάρτη δικαιούνταν να κατέχουν κτήμα­τα. Ο Αριστοτέλης σχολιάζει το γεγονός ότι οι γυναί­κες κατείχαν σχεδόν τα δύο πέμπτα της ακίνητης πε­ριουσίας. Ένας λόγος γι’ αυτό ήταν οι γυναίκες κλη­ρονόμοι, θυγατέρες δίχως αρσενικά αδέλφια μπο­ρούσαν να κληρονομήσουν το σύνολο της γονικής κτηματικής περιουσίας. Ένας άλλος λόγος ήταν η ύ­παρξη μεγάλων προικοδοτήσεων. Οι σύγχρονοι ε­ρευνητές διαφωνούν για το αν αυτή η προίκα ήταν α­πλώς δώρο που δινόταν κατά βούληση από τους γο­νείς της νύφης ή αν αντιπροσώπευε κληρονομικά δικαιώματα των κοριτσιών. Υπάρχει μία θεωρία σύμφω­να με την οποία το κληρονομικό σύστημα της Σπάρτης ήταν παρόμοιο με αυτό της Γόρτυνος στην Κρήτη, οπού τα κορίτσια κληρονομούσαν από την πατρική περιουσία ίο μισό της κληρονομιάς που έπαιρναν τ’ αγόρια.
 
    Η ανισότητα στην ιδιοκτησία της γης επέφερε και άνιση πρόσβαση και εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης των Ειλώτων. Οι πιο πλούσιοι Σπαρτιάτες με μεγαλύτερα κτήματα και περισσότερους Είλωτες στην υπηρεσία τους καλλιεργούσαν μεγαλύτερη ποικιλία αγροτικών προϊόντων και διατηρούσαν με­γαλύτερα κοπάδια Ζώων. Ένα αμφιλεγόμενο Ζήτημα είναι ο ακριβής τρόπος που οι σοδειές μοιράζονταν μεταξύ των Σπαρτιατών γαιοκτημόνων και των Ει­λώτων που τις καλλιεργούσαν. Σύμφωνα πάντως με τον Τυρταίο, το πιθανότερο ήταν ότι η σοδειά μοιραζόταν 50/50. Ο σημαντικός αριθμός των Ειλώτων σή­μαινε ότι με την εργασία τους δημιουργούσαν ένα μεγάλο πλεόνασμα προϊόντων για τους κυρίους τους. Αυτό το πλεόνασμα μπορούσε να μετατραπεί σε μόνιμο περιουσιακό στοιχείο. Οι Σπαρτιάτες μπο­ρούσαν να κατέχουν μια μεγάλη ποικιλία κινητής περιουσίας, που συμπεριελάμβανε τιμαλφή, ρά­βδους πολύτιμων μετάλλων και ξένα νομίσματα.
 
Περιορισμοί στη χρήση του πλούτου
 
    Ο ιδιωτικός χαρακτήρας της ατομικής περιουσίας μετριαζόταν από την ύπαρξη συγκεκριμένων συλ­λογικών δικαιωμάτων που περιέστελλαν την ατο­μική ιδιοκτησία. Έγιναν προσπάθειες να επιβλη­θεί άμεση φορολογία με τη μορφή των «εισφορών» (περιστασιακοί φόροι εισοδήματος για την εξασφάλιση στρατιωτικών πόρων). Η συνεισφορά στα συσσίτια περιλάμβανε και μια σημαντική φορολόγη­ση του μεριδίου των πολιτών από την αγροτική πα­ραγωγή των κτημάτων τους. Οι πιο φτωχοί Σπαρ-τιάτες είχαν το δικαίωμα να δανείζονται άλογα και κυνηγετικούς σκύλους από τους πλουσιότερους συ­μπολίτες τους. Πάντως κανένα από αυτά τα δικαιώ­ματα δεν επέφερε αξιοσημείωτη αναδιανομή της ι­διοκτησίας.
 
    Αντί της αναδιανομής της ατομικής ιδιοκτησίας. η πόλη της Σπάρτης επιχείρησε να επιβάλει πε­ριορισμούς στη χρήση του πλούτου. Με αυτό τον τρόπο η ανισότητα της ιδιοκτησίας εξισορροπούνταν με την ιδεολογία μιας κοινότητας ομοίων. Το κράτος ασκούσε μονοπωλιακά την παροχή δημό­σιων υπηρεσιών. Συνεπώς, αντίθετα με ιούς Αθη­ναίους ομολόγους τους, οι πλούσιοι Σπαρτιάτες δεν είχαν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε ευεργεσίες προς τους συμπολίτες τους ούτε να χρηματοδοτούν επίσημες τελετές. Ακόμη η πόλη επέβαλλε έναν κοινό, δημόσιο τρόπο Ζωής σε κάθε πολίτη, όπως ουσιαστική ομοιογένεια στην εκπαίδευση και λιτό­τητα στη διατροφή και την ένδυση. Σύμφωνα με ό­σα αναφέρει ο Θουκυδίδης, «πρώτοι οι Λακεδαιμό­νιοι άρχισαν να ντύνονται απλά και σύμφωνα με το σύγχρονο γούστο, κατ γενικότερα όσοι κατείχαν μεγάλη περιουσία υιοθετούσαν έναν τρόπο ζωής ό­σο το δυνατόν όμοιο με εκείνο των πολλών». Κατά τον Αριστοτέλη, «οι γιοι των πλουσίων και των φτωχών ανατρέφονταν με τον ίδιο τρόπο και η εκ­παίδευση τους ήταν κοινή...το ίδιο εξακολουθούσε να συμβαίνει και μετά την ενηλικίωση τους. αφού δεν υπήρχε καμιά διάκριση ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους. Η διατροφή στα συσσίτια ήταν η ίδια για όλους κατ η ενδυμασία ομοιόμορ­φη». Το ίδιο κατ τα κορίτσια στη Σπάρτη, τα οποία υποβάλλονταν σε κοινή, δημόσια φυσική άσκηση. Οι ενήλικες γυναίκες, ανεξαρτήτως της οικονομι­κής τους κατάστασης, δεν επιτρεπόταν να φορούν κοσμήματα ή να στολίζονται με χρυσαφικά.
 
    Ανάλογες με την ομοιομορφία της σπαρτιατικής ζωής ήταν και οι επικήδειες και ταφικές τελετές. Λι­τές και αυστηρές. Στις σπαρτιατικές κηδείες δεν ε­πιτρέπονταν κτερίσματα. Απαγορευόταν στις οικογέ­νειες οι επιτύμβιες επιγραφές στη μνήμη των νεκρών τους. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσε η περίπτωση όσων έχαναν τη ζωή τους στο πεδίο της μά­χης. Ορισμένα τέτοια μνημεία εκτίθενται στο Αρχαι­ολογικό Μουσείο της Σπάρτης: είναι πολύ απέριττα και φέρουν μία απλή επιγραφή ότι ο νεκρός σκοτώ­θηκε στη μάχη. Μόνο για τους νεκρούς βασιλείς προβλεπόταν μεγαλοπρεπής επικήδεια τελετή.
 
Έξοδα των πλουσίων
 
    Παρ’ όλους τους περιορισμούς, αρκετοί ήταν οι ε­ναπομείναντες τομείς όπου οι πλούσιοι μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την οικονομική τους επιφάνεια. Μπρούντζινα αρχαιολογικά ευρήματα στα ιερά φα­νερώνουν πως οι Σπαρτιάτες και οι Σπαρτιάτισσες ξόδευαν σημαντικά ποσά σε θρησκευτικά αναθέμα­τα στους θεούς: τρίποδες και άλλα αγγεία, κοσμή­ματα, αγαλματίδια κ.λπ. Οι πιο εύποροι κατέφευ­γαν σε παρόμοιες επιδεικτικές δαπάνες κατ σε ξέ­να ιερά, όπως για παράδειγμα στην Ολυμπία, στους Δελφούς, στη Δωδώνη και στη Σάμο.
 
    Οι πιο πλούσιοι πολίτες εξέτρεφαν και διατηρούσαν άλογα, κυρίους για τη συμμετο­χή τους σε αρματοδρομίες. Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα δαπανηρή δραστηριότητα, που απαιτούσε μεγάλη έγγεια περιουσία και σημαντικά έξοδα. Στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 4ου αιώνα, οι Σπαρτιάτες ιδιοκτήτες αρμάτων κέρδισαν τουλάχιστον 12 φορές στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι νικηφόροι ιδιοκτήτες γιόρταζαν την ε­πιτυχία τους με την ανέγερση ακριβών μνημείων, αν και πριν από τον 4ο αιώνα τέτοια μνημεία περιορίζονταν στο χώρο της Ολυμπίας και δεν επιτρέπονταν στη Σπάρτη. Οι επιτυχίες στις αρματο­δρομίες προσέδιδαν στους νικητές έναν αέρα υπε­ροχής που τους βοηθούσε να προωθηθούν σε ση­μαντικά πολιτικά αξιώματα. Μετά το 400 π.Χ. υ­πήρξαν και αρκετές γυναίκες που σημείωσαν ιππικές νίκες, πρωτοστατούσης της Κυνίσκας, αδελ­φής του βασιλιά Αγησίλαου Β΄.
 
    Τέλος, οι πλούσιοι Σπαρτιάτες μπορούσαν να χρη­σιμοποιήσουν τα χρήματα τους για να συνάψουν προσωπικές σχέσεις και να πατρονάρουν διάφορες ομάδες, όπως χειρώνακτες υποτελείς, ξένους επι­σκέπτες, ακόμη και συμπολίτες τους. Αυτοί οι δε­σμοί επέτρεπαν στους πλούσιους πολίτες και ιδιαί­τερα στους βασιλείς να επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική της Σπάρτης κατ να ελέγχουν τη λήψη πο­λιτικών αποφάσεων. Ανακεφαλαιώνοντας, η χρήση του ιδιωτικού πλούτου δημιουργούσε ένα σημαντικό χάσμα ανάμεσα στους εύπορους Σπαρτιάτες και τους φτωχότερους συμπολίτες τους.
 
Η συσσώρευση της ιδιοκτησίας και η μείωση του αριθμού των πολιτών
 
    Η σημαντική σε μέγεθος επικράτεια υπό την η­γεμονία της Σπάρτης σήμαινε πως ακόμη κατ οι συνηθισμένες αστικές οικογένειες δεν θα μπορού­σαν να χαρακτηριστούν φτωχές, συγκρινόμενες με αντίστοιχες οικογένειες άλλων πόλεων. Κατά τον 6ο αιώνα και στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. τα περισσότερα αστικά νοικοκυριά κατείχαν επαρκή έγγεια περιουσία ώστε να αντεπεξέρχονται στις βιοποριστικές ανάγκες τους και την υποχρεωτική συνεισφορά στα συσσίτια. Αυτό το εύρωστο σύστημα ι­διοκτησίας, όμως, προοδευτικά άρχισε να υπονομεύεται από τη συσσώρευση της γης στα χέρια των ολίγων. Στην αύξηση των ανισοτήτων συνέτεινε και η φιλοδοξία ίων πλουσίων Σπαρτιατών, κυρίως στη διάρκεια της υπερπόντιας ηγεμονίας της Σπάρτης στα τέλη του 5ου και στην αρχή rou 4ου αιώνα π.Χ., όταν οι προεξάρχοντες πολίτες ανταγωνίζονταν για τον προσπορισμό πολιτικού κύρους και αξιωμάτων στην εξωτερική διοίκηση. Συνέπεια ήταν να φτωχύνουν πολλά νοικοκυριά πολιτών. Καθώς οι φτω­χότεροι Σπαρτιάτες αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις εισφορές για τα συσσίτια, αποκλείονταν από το σώμα ίων πολιτών. Ο αριθμός των Σπαρτιατών πολιτών σημείωσε κατακόρυφη πτώση από 8.000 το 480 π.Χ. σε λιγότερους από χίλιους σία μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Ήδη κατά τον 4ο και στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. η κοινότητα των Ομοίων είχε αντι­κατασταθεί από μια πλουτοκρατική κοινωνία, στην οποία κυριαρχούσαν οι πλούσιοι άντρες κατ οι πλούσιες γυναίκες. Αυτές οι εξελίξεις υπονόμευ­σαν την ενότητα κατ την ταυτότητα των στόχων των Σπαρτιατών πολιτών και διάβρωσαν τα θεμέλια της εσωτερικής επιρροής και ισχύος της Σπάρτης. Με τόσο περιορισμένο κοινωνικό ιστό, η Σπάρτη δεν κατάφερε να ορθοποδήσει μετά την ήττα της από τη Θήβα στη μάχη στα Λεύκτρα το 371 π.Χ. Η εχθρι­κή εισβολή στα εδάφη που έλεγχε η Σπάρτη οδή­γησε στην απελευθέρωση των Μεσσηνίων Ειλώ­των. Το αποτέλεσμα ήταν η δραματική παρακμή της Σπάρτης και η απώλεια της δύναμης της στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο.
 
3. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ
 
    Παρά τόν εξαιρετικά ελλειμματικό χαρακτήρα των γνώσεων μας σχετικά με τη Σπάρτη, κατέχουμε κά­ποιο αριθμό συγκεκριμένων πληροφοριών για το θεσμικό σύστημα και τις δικαστικές πρακτικές της μεγάλης πολιτείας των Λακεδαιμονίων της κλασι­κής εποχής. Φαίνεται πως οι εξουσίες της Δικαιο­σύνης κατανέμονταν στη Σπάρτη μεταξύ των δικαστικών αρχών, οι οποίες γενικά έχουν και πολιτικές αρμοδιότητες.
 
Οι δικαστικές αρχές και οι αρμοδιότητες τους
 
    Η Συνέλευση, η Εκκλησία (που κατά μια επίμο­νη παράδοση καλύτερα να μην αποκαλείται Απέλλα), αποτελείται από πολίτες με πλήρη δικαιώμα­τα, και μπορεί μάλιστα να γνωρίσει περιπτώσεις έ­κτακτες κατά τις οποίες καταλογίζονται ευθύνες για κατάχρηση θέσης σε στρατιωτικούς ηγέτες. Αυ­τοί οι αρχηγοί μπορεί να είναι βασιλείς, όπως ο Κλεομένης Α΄ το 494 π.Χ., ο Άγης Β΄ το 418 π.Χ.: και στις δύο αυτές περιπτώσεις, ένας βασιλιάς κα­τηγορείται ότι δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί μία ευνοϊκή, όπως θεωρήθηκε, στρατιωτική συγκυρία ενάντια στους Αργείους. Ο Ηρόδοτος μας αναφέρει (6,82) ότι ο Κλεομένης αθωώθηκε [η δίκη του όμως ώθησε τους Σπαρτιάτες να καθιερώσουν έλεγχο otn χρησιμοποίηση, από ένα βασιλιά, ενός στρατού πο­λιτών: Έφοροι εμφανίζονται στις Πλαταιές, ίο 479 π.Χ., πλαισιώνοντας τον αντιβασιλέα Παυσανία, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (9, 76), ενώ ο Ξενοφών βεβαιώνει (Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 13, 5), ότι δύο Έφοροι συνοδεύουν ένα βασιλιά κατά την εκ­στρατεία]. Σχετικά με τον Άγη, ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί (5, 63) ότι οι Λακεδαιμόνιοι σκέφθη­καν να γκρεμίσουν το σπίτι του και να του επιβά­λουν ένα πρόστιμο εκατό χιλιάδων δραχμών τελι­κά, του επιβλήθηκε η παρουσία μιας επιτροπής δέκα συμβούλων, εντεταλμένων να επιβλέπουν την καλή χρήση του στρατού των πολιτών.
 
    Η Συνέλευση δικάζει και άλλους στρατιωτικούς αρχηγούς πέρα από τους βασιλείς, όπως - πιθανό­τατα - τον Σφοδρία, ο οποίος το 378 π.Χ. επιχείρη­σε να οργανώσει αποστολή βοηθείας στον Πειραιά. Το επεισόδιο έγινε γνωστό από τον Ξενοφώντα (Ελληνικά, 5, 4, 24-33) και αποδεικνύει ότι έπειτα από πολιτικές διεργασίες ίου Αγησίλαου, ο Σφοδρίας, αν και φυγόδικος, αθωώθηκε από ιούς συ­μπολίτες του. Η Συνέλευση, εξάλλου, αποφασίζει για τα προβλήματα της διαδοχής [για παράδειγμα, περί το 400-398 π.Χ., ο Αγησίλαος προτιμήθηκε από τον Λεωτυχίδη, εικαζόμενο γιο του Άγη (Ξενο­φών, 3, 3, 1-4)].
 
    Αξιοσημείωτο είναι ότι η Συνέλευση των Λακε­δαιμονίων μπορεί να επιλέγει m μη τιμωρία κά­ποιου ύποπτου προσώπου αλλά και να αυξάνει την επίβλεψη της οποίας ίσως αποτελεί αντικείμενο: ε­κτός της περίπτωσης της εποπτείας του Άγη το 418 π.Χ., μπορούμε να αναφέρουμε τον τρόπο, με τον ο­ποίο το χειμώνα ίου 412-411 π.Χ. ο ναύαρχος Αστύοχος τιμωρήθηκε, κατά την άσκηση των κα­θηκόντων του, με την τοποθέτηση στο πλευρό του μιας ενδεκαμελούς επιτροπής (σύμβουλοι): αυτοί οι τελευταίοι μπορούσαν να καθαιρέσουν τον Αστύοχο και να τον αντικαταστήσουν με τον Αντι­σθένη, αν to έκριναν σωστό (Θουκυδίδης, 8, 39, 3). Αυτός ο τρόπος δράσης είναι χαρακτηριστικός της σύνδεσης των Λακεδαιμονίων, κάτι που επισημαί­νουν ο Θουκυδίδης (1, 132, 5) και ο Πλούταρχος (Ηθικά, 217 Α-B), και που τους οδηγεί σε μεγάλη περίσκεψη πριν λάβουν σοβαρά μέτρα.
 
    Σε ορισμένες περιπτώσεις, που δεν σχετίζονται με τη διαθεσιμότητα του στρατού στην εκστρατία αλλά είναι πολιτικής φύσης, ένας βασιλιάς δύναται να δι­καστεί από ένα ειδικό δικαστήριο, αποιεΛουμενο α­πό τους είκοσι οκτώ Γέροντες, ίο σνμβαοιλεα και τους πέντε Εφόρους (Παυσανίας, Περιήγηση, 3, 5, 2). Συνολικά γνωρίζουμε όη κπτήδηκαν οκτώ δικα­στικές αγωγές εναντίον βασιλέων και ενός αντιβασιλέα στη Σπάρτη, από το 494 ως to 394 π.Χ. Όταν οι βασιλείς βρίσκονται κοντά στην καταδίκη τους, επι­λέγουν, γενικά, τον αυτοεξοριομό τους, όπως ο Παυ­σανίας το 394 π.Χ.
 
    Σε άλλες περιπτώσεις, πέρα από τις δίκες βασιλέ­ων, είναι ξεκάθαρο πως οι Γέροντες (στους οποίους προσετίθεντο οι δύο βασιλείς) και οι Έφοροι συ­μπράττουν στην άσκηση της Δικαιοσύνης. Αυτό το συμπέρασμα πηγάζει από ένα έγγραφο που μας πληροφορεί ρητά για τις συνθήκες που διέπουν τις θανατικές ποινές στη Σπάρτη: πρόκειται για ένα παλίμψηστο του Βατικανού (Βατ. Ελληνικά. 2306) το οποίο έχει πολλές φορές εκδοθεί και η σχέση του με τις δικονομικές διαδικασίες των Λακεδαιμονίων βε­βαιώθηκε από τον Tz. Tz. Κένι (J.J. Keaney) Théophrastus on Greek Judicial Procedure», TAPHA, 104,1974, σελ. 179-194). Ο Κένι σημειώνει, σελ. 187, κάποια κοινά σημεία μεταξύ αυτής της πε­ρικοπής και μιας ανάπτυξης του Πλάτωνα, Νόμοι, 6,766 d-e: o Πλάτων επηρέασε το συγγραφέα της πε­ρικοπής. Τα δύο μέρη του χειρογράφου έχουν ξεχω­ριστά αντικείμενα: το πρώτο πραγματεύεται τη σπου­δαιότητα της ακρόασης των διαδίκων, έτσι ώστε με ακρίβεια να γίνουν κατανοητά τα γεγονότα. Και το δεύτερο αφορά τους τρόπους που 8α διασφάλιζαν την τιμωρία του ενόχου. Ο Κένι θεωρεί ότι και τα δύο σημεία αφορούν θανατικές ποινές, μολονότι δεν φαί­νεται να είναι σαφές. Μελετώντας τη δεύτερη περικοπή, ο Κένι επισημαίνει ότι στη Σπάρτη η ακρόα­ση ενός προσώπου μπορεί να διαρκέσει ημέρες και ότι, από την άλλη, παραμένει υπό δικαστική κρίση για τις ίδιες πράξεις για τις οποίες ίσως αθωώθηκε προγενέστερα. Οι δύο αυτοί κανόνες επιβεβαιώνο­νται από τον Πλούταρχο (Ηθικά, 217 Α-B)· σχετικά με το παλίμψηστο του Βατικανού, επίσης δες Ν. Ρισέρ (Ν. Richer), Οι Έφοροι, Παρίσι 14, σ. 432-441, και σχετικά με τη δυνατότητα μιας δικαστικής αγω­γής για ήδη δεδικασμένες πράξεις, σελ. 444-445. Σφαιρικά, υστέρα από τη μελέτη αυτών των κειμένων, μπορεί κανείς να κρατήσει ότι σε περιπτώσεις δικών που επισύρουν το θάνατο, χωρίς η κατηγορία να α­φορά τον τρόπο που ο στρατιωτικός αρχηγός χρησι­μοποίησε τις στρατιωτικές δυνάμεις της Σπάρτης, εί­ναι οι Έφοροι που ανακρίνουν και κατόπιν οι Έφοροι και οι Γέροντες δικάζουν. Σε άλλες δικονομίες φαί­νεται ότι Γερουσία και Έφοροι διαθέτουν ευδιάκριτα διαχωρισμένες δικαιοδοσίες.
 
    Διαθέτουμε, πράγματι, πολλές ενδείξεις στο επί­πεδο της Πολιτικής Δικαιοσύνης που καθώς φαίνε­ται ασκείται από τους Εφόρους. Σύμφωνα με τον Ξε­νοφώντα (Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 8, 4) κατά το πρώτο τέταρτο του 4ου αιώνα Π.Χ., «οι Έφοροι έχουν τη δύναμη να επιβάλλουν σε όποιον θέλουν τιμω­ρία και έχουν την εξουσία αμέσως να την εκτελούν και άρχοντες πριν το τέλος της υπηρεσίας τους να παύουν και να τους φυλακίζουν μάλιστα και να τους δικάζουν περί ζωής ή θανάτου».
 
Αν αυτή η περικοπή του Ξενοφώντα παρουσιάζει το εύρος του πεδίου των αρμοδιοτήτων των Εφόρων, αστικής και πολιτι­κής φύσης, ένα κείμενο του Αριστοτέλη του 330 π.Χ. (Πολιτικά,1275 b,9-11) σημειώνει ότι «στη Λακε­δαίμονα οι Έφοροι εκδικάζουν ο καθένας τους δια­φορετικές υποθέσεις συμ­βολαίων, ενώ η Γερουσία δικάζει τις υποθέσεις για φόνους, ίσως δε κάποια άλ­λη αρχή άλλες υποθέ­σεις». Ο Ντ. Μακντάουελ (D.  MacDowell) εκτιμά (Spartan Law, Εδιμβούργο, 1986, σελ. 127) ότι η δικαιοδοσία της Γερουσίας περιοριζόταν σε περιπτώσεις για τις οποίες η ποινή μπορούσε να είναι ο θάνατος, η εξορία ή η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Δέχεται ότι πιθανόν οι Έφοροι αποφάσιζαν ποιες υποθέσεις θα παρέπεμπαν στη Γερουσία, ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους.
 
    Άλλωστε, αν η διάκριση μεταξύ θεμάτων που αξιούν τη διαβούλευση του συνόλου του σώματος των Εφόρου ή την κρίση ενός μονό Εφόρου δεν είναι ορατή σε μας, πρέπει να ήταν για τούς Σπαρτιάτες. Πιθανώς το Σώμα εξέταζε το σύνολο των υποθέσε­ων για να προσδιορίσει το είδος της οικονομίας που αντιστοιχεί στην καθεμία ξεχωριστά.
 
    Τέλος, ο υπαινιγμός του Αριστοτέλη ότι υπάρχουν θέματα που υπόκεινται σε κάποια άλλη αρχή πλην των Εφόρων ή της Γερουσίας ίσως είναι ένας υπαι­νιγμός στις κατά τόν Ηρόδοτο (6. 57) δικαιοδοσίες των βασιλέων: «Οι βασιλείς δικάζουν τις εξής μόνον δίκες: περί παρθένου, που είναι μονή κληρονόμος πατρικής περιουσίας, με ποιον πρέπει να παντρευτεί, αν δεν προφθάσει ο πατέρας της να την αρραβωνιά­σει - και για τους δημόσιους δρόμους - και αν κανείς θέλει να υιοθετήσει ένα παιδί, να το κάνει μπροστά στους βασιλείς». Οπωσδήποτε και ο βασιλιάς, στρα­τηγός ων, μπορεί να ασκήσει δικαστική εξουσία: ο Αριστοτέλης, προσεγγίζοντας τη σπαρτιατική βασι­λεία με τη βασιλεία του Αγαμέμνονα, κάνει μνεία στον δια «χειρός νόμον» (Πολιτικά. 1285 α. 8-10). που επιτρέπει στο βασιλιά να τιμωρεί με θάνατο το στρατιώτη που επέδειξε δειλία στη διάρκεια κάποιας στρατιωτικής επιχείρησης. Αλλά σε συνήθεις συν­θήκες, μέσα στη Σπάρτη. η ποινή του θανάτου δεν ε­πιβάλλεται με τη θέληση ενός βασιλιά.
 
Απόδοση ευθυνών
 
    Συνολικά, τα γνωστά σε μας γεγονότα δείχνουν ότι συχνό χαρακτηριστικό των δικαστικών αγωγών που εκδικάζονται σιη Σπάρτη είναι η πολιτική τους φύση. Αυτό εξηγείται από το είδος των πηγών μας που ευνοούν αυτό το χώρο, σε αντίθεση με m δραστηριότητα της αστικής Δικαιοσύνης. Η σχετική σπουδαιότητα αυτού του χώρου στα μάτια των ί­διων των Σπαρτιατών επιβεβαιώνεται από την ύ­παρξη της δικονομίας της απόδοσης ευθυνών που εμπεριέχεται τόσο στο προαναφερόμενο κείμενο του Ξενοφώντα (ΛακεδαιμονίωνΠολιτεία. 8. 4) ό­σο και στον Αριστοτέλη.
 
    Είναι γεγονός ότι ο Αριστοτέλης, θεωρώντας ότι εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Γερουσίας, που την ονομάζει αρχή, κρίνει ότι «είναι καλύτερα να είναι υπεύθυνοι - ενώ τώρα δεν είναι». Επίσης, ο Αριστοτέλης δηλώνει (Πολιτικά, 1271 α 6-8: «Και ίσως θα ενομίζετο ότι οι Έφοροι ζητούν ευθύνες από όλες τις αρχές. Αλλά αυτό θα ήταν μεγάλη δικαιοδοσία για τους Εφόρους και δεν υποδεικνύουμε αυτόν τον τρόπο για την απόδοση ευθυνών . Η κριτική του Αριστοτέλη αναφέρεται στο γεγονός ότι στη Σπάρτη υπάρχουν άτομα ήδη επιφορτισμένα να με τις πλέον δημοσιές σημαντικές λειτουργίες που δεν εξετάζουν την απόδοση ευθυνών, ενώ στην περίπτωση της Αθήνας υπάρχει εναλλαγή των ομάδων των πρυτάνεων και η μηνιαία κλήρωση. Αυτή η κριτική από τον Αριστο­τέλη, χωρίς αμφιβολία, θέλει να πει ότι ο έλεγχος της Γερουσίας είναι πράγματι ανεπαρκής (επειδή δεν μπορούν να παυθούν, δεν μπορούν και να τιμωρηθούν, πρέπει να ερμηνεύσουμε). Το πιθανότε­ρο είναι ότι ο Αριστοτέλης, έχοντας κατά νου την α­θηναϊκή εμπειρία, κρίνει την, μάλλον ετησία στη Σπάρτη. περιοδικότητα στην απόδοση των ευθυνών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του φιλοσόφου (Ρητορική, 1419 α. 31-35) οι Έφοροι επίσης μπορούν να λογοδοτήσουν στα μέλη του Σώματος που τους διαδέχθηκε και αυτό σύμφωνα με τον ορισμό του Πλάτωνα (Πρω­ταγόρας, 326 ε) περί απόδοσης ευθυνών, αφού στη Σπάρτη αυτή η απόδοση ευθυνών μπορεί να αφορά την κατά περίπτωση χρησιμότητα των προτεινόμε­νων από τούς Εφόρους μέτρων κατά τη διάρκεια της άσκησης της υπηρεσίας τους. Η έννοια αυτή της χρησιμότητας, της καταλληλότητας των μετρούν σε σχέση με τις περιστάσεις, απαντάται επίσης στη φύ­ση ορισμένων συγκυριακών μέτρων.
 
 Περιστασιακά κριτήρια κρίσης
 
    Είτε πρόκειται για βασιλείς είτε για άλλους υπόδικους, συχνά τα εφαρμοζόμενα κριτήρια παρουσιάζουν ιδιαίτερο καιροσκοπικό χαρακτήρα. Έτσι, μετά την άλωση της Καδμείας το 382 π.Χ., ο βασι­λιάς Αγησίλαος προτείνει, στη δίκη του Φοιδίδα, να εξεταστούν τα ευνοϊκά σημεία της κατάστασης, με το επιχείρημα ότι είναι μια παλαιά αρχή το να παίρνει κανείς θετικές πρωτοβουλίες (Ξενοφών, Ελληνικά 5. 2. 32). Και συλλογιζόμενοι τη δίκη του Σφοδρία το 372 π.Χ., σημειώνουμε ότι ο Ξενο­φών προσπαθεί (Ελληνικά 5. 4, 32) να αποδείξει ότι η παρέμβαση του Αγησίλαου σε αυτή την υπό­θεση δεν υποκινείται ύστερα από το αίτημα του γι­ου του Αρχίδαμου, αλλά από την αντίληψη του πε­ρί εθνικού συμφέροντος: η Σπάρτη δεν μπορεί να επιτρέψει το χαμό στρατιωτών της δικής του αξίας.
 
    Κατά γενικό τρόπο, παρόμοια μέριμνα προσαρμογής των ποινών στις εφήμερες συν­θήκες περιβάλλεται με χαρακτήρα σχεδόν θεσμικό και σε κάθε περίπτωση συστηματικό: «Κατά τον Αριστοτέλη πράγ­ματι (Πολιτικά 1270 b, 28-31), οι Έφοροι λαμβά­νουν καιροσκοπικές αποφάσεις, χωρίς αναφορά σε κανόνες που να τους αναγκάζουν σ’ αυτό. Ενώ από τους Εφόρους εξαρτώνται σοβαρές αποφάσεις, δεν είναι διαπρεπείς πολίτες, και γι’ αυτό θα ήταν προ­τιμότερο να κρίνουν βασιζόμενοι σε γραπτούς κα­νόνες και ορισμένους νόμους, και όχι αυθαίρετα».
 
    Το εύρος των δικαστικών εξουσιών των Εφόρων και η ελευθερία δράσης που διαθέτουν σχετικά με ι ην άρση των ποινών τους δίνουν περίοπτη θέση στην πόλη της Σπάρτης. Ωστόσο, υπάρχει ένα όριο στη δικαστική τους εξουσία: το γεγονός ότι δεν εί­ναι μόνον αυτοί που δικάζουν όλα τα πρόσωπα ε­νάντια στα οποία επιχειρείται η αγωγή, αφού σε ο­ρισμένες περιπτώσεις συνεργάζονται με τη Γερου­σία και άλλοτε με τη Συνέλευση των πολιτών που αποφασίζει. Σε κάθε περίπτωση, είναι αλήθεια ότι κάθε δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν τις εκτιμήσεις περί συγκυριών πριν εκδώσει την απόφαση του.
 
Συμπέρασμα
 
    Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ολοφάνερα ότι το δικο­νομικό σύστημα της Σπάρτης είναι σχετικά γνωστό, παρ’ ότι οι πληροφορίες που διαθέτουμε είναι α­ριθμητικά λιγότερες από το αντίστοιχο αθηναϊκό σύστημα. Η δυνατότητα για κάθε πολίτη να δικα­στεί δύο φορές για την ίδια υπόθεση αποτελεί ένα μεγάλο κίνητρο αποτροπής, έτσι ώστε ποτέ κανείς να μην απομακρυνθεί από τους κανόνες συμπερι­φοράς που θέσπισαν οι Σπαρτιάτες. Κάθε άτομο που μία μέρα υπέπεσε σε, σφάλμα μπορεί ανά πάσα στιγμή να τιμωρηθεί. Αυτό αποδεικνύεται φανερά από κείμενα που μας ενημερώνουν για m Σπάρτη και όπως στην Αθήνα (ιδιαίτερα στον 4ο αιώνα π.Χ., στο πλαίσιο της εισαγγελικής διαδικασίας) η κοινότητα των πολιτών είναι πλαισιωμένη από θε­σμούς που επιτρέπουν την άσκηση ελέγχου σε κά­θε μέλος της.
 
    Η συχνότητα των επιχειρούμενων προσφυγών στη Δικαιοσύνη ενάντια σε στρατιωτικούς αρχηγούς (και μάλιστα βασιλείς) τείνει να επιβεβαιώσει το δημοκρατικό χαρακτήρα των θεσμών της Σπάρτης, επειδή, όπως υπογράμμισε ο Μ. Χ. Χάνσεν [Μ.Η. Hansen («H αθηναϊκή δημοκρατία την εποχή του Δημοσθένη», Οξφόρδη, 1991, μετάφρ. Γαλλ. 1993, σελ. 294)]: «Η δημοκρατία στην αρχαιότητα ήταν τρόπος διακυβέρνησης που τον χαρακτήριζε η συ­χνότητα των πολιτικών διώξεων, ενώ οι ολιγαρχίες υπέφεραν από το αντίθετο μειονέκτημα- ήταν πολύ δύσκολο να οδηγήσει κανείς τους διοικούντες σε α­πολογισμό των πράξεών τους. Κι όμως, στη Σπάρτη η απόδοση ευθυνών είναι πραγματικότητα».
 
    Φυσικά, αν η φύση του πολιτικού καθεστώτος της Σπάρτης μπορεί από πολλές απόψεις να θεωρηθεί δημοκρατική - είναι ευνόητο ότι πρόκειται για μια δημοκρατία ολιγάριθμων πολιτών σε σχέση με τον αριθμό των Περιοίκων και των Ειλώτων-, η κτηθείσα εξουσία της κοινότητας πάνω στα άτομα δεν εκφράζεται με τον ίδιο τρόπο στη Σπάρτη και στην Αθήνα: η σύνεση των Λακεδαιμονίων κατά τις οικο­νομικές διαδικασίες απέναντι σε κάποιον συμπα­τριώτη τους απαντά πράγματι σε ανάγκη εκφρασμέ­νη από τον Δημοσθένη στον Πρώτο Φιλιππικό (4), όταν ο Αθηναίος ρήτορας υπογραμμίζει, το 351 π.Χ., τη συχνότητα των κατηγοριών που επισύρουν ενά­ντια σε στρατηγούς την ποινή του θανάτου.
 
4.  ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
 
    Με τον όρο σπαρτιατική αγωγή εννοούμε ένα δημόσιο-κρατικό σύστημα εκπαίδευσης που έχει στό­χο του την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων.
 
    Έχει γίνει πολύ μεγάλη συζήτηση για το ρόλο, το χαρακτήρα και τους σκοπούς της σπαρτιατικής εκπαίδευσης. Το σημαντικό ωστόσο είναι πως η συμμετοχή και η επιτυχία στην αγωγή δεν ήταν μό­νο ένας τρόπος κοινωνικοποίησης των νέων, αλλά ένα πολιτικό κριτήριο στην προσπάθεια κάποιου να γίνει Ομοίος. Η άρνηση να συμμετέχει κάποιος ή η αποτυχία σήμαινε τον οριστικό αποκλεισμό του α­πό την τάξη των πολιτών. Στη Σπάρτη δηλαδή δεν γεννιέται κάποιος Σπαρτιάτης αλλά γίνεται. Το να λάβει ο νέος την αγωγή συνιστά απαραίτητη προϋ­πόθεση για να γίνει πολίτης με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή Ομοίος. Η Σπάρτη επομένως ήταν η μοναδική ελληνική πόλη-κράτος που κα­θιέρωσε συνειδητά μια αμοιβαία αλληλεξάρτηση μεταξύ του εκπαιδευτικού συστήματος και της πο­λιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πό­λης. Στο σημείο αυτό στηρίζεται όλη η διάσταση κατ όλη η πολιτική σημασία της σπαρτιατικής εκ­παίδευσης: ένας κοινωνικός θεσμός του ελληνικού κόσμου, όπως ήταν η παιδεία των νέων, γίνεται προϋπόθεση / κριτήριο, και η πρώτη και αναγκαία συνθήκη για την άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων.
 
    Η παιδεία είναι υποχρεωτική, ομοιογενής και ο­μοιόμορφη για όλους, ανεξαρτήτως της καταγωγής τους, και αφορά αγόρια και κορίτσια. Η πόλη, με τη συμμετοχή της οικογένειας, φροντίζει για την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα της εκπαί­δευσης των παιδιών. Εδώ θα πρέπει να επισημά­νουμε ότι ο νέος δεν αποκοβόταν από την οικογέ­νεια του. Αντίθετα, η επιτυχία του στην αγωγή ήταν μια οικογενειακή υπόθεση ιδιαίτερα σημαντική, α­φού από αυτή εξαρτιόταν η εκπροσώπηση της οι­κογένειας με ένα επιπλέον μέλος στην τάξη των Ομοίων και εξασφαλιζόταν η συνεχεία και η παρα­μονή της στην τάξη αυτή.
 
    Η αγωγή διαρκούσε περίπου από την ηλικία των 7 ετών μέχρι 18 ετών. Τα παιδιά Ζούσαν τον περισσότε­ρο χρόνο μια ομαδική Ζωή (κυρίως μετά το 12ο έτος της ηλικίας τους), χωρισμένα βασικά σε τρεις «σχο­λικούς» κύκλους και διακρίνονταν αντίστοιχα, σύμ­φωνα με τη φυσική τους ηλικία, σε παίδες, μειράκια και έφηβους. Σε κάθε κύκλο αντιστοιχούσαν συγκε­κριμένες δοκιμασίες και διαφορετικό πρόγραμμα.
 
    Το πρόγραμμα περιελάμβανε σωματική και πνευματική άσκηση. Η γραφή, η ανάγνωση, η μουσική, η ποίηση, ο χορός, οι ασκήσεις, ο ομα­δικός τρόπος ζωής, οι δοκιμασίες (η κλοπή, η κρυπτεία), τα αγωνίσματα, η παιδεραστία, το λακωνίζειν, οι εορτές αποτελούν διάφορα πεδία έκ­φρασης, απόκτησης και εφαρμογής της κεκτημέ­νης γνώσης, καθώς και μέσα που χρησιμοποιού­νται για την κοινωνικοποίηση των νέων.
 
    Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε δεν συνηγο­ρούν με την άποψη πως το σύστημα «κατέ­στρεφε» την ατομικότητα ή την προσωπι­κότητα του νέου. Αντίθετα, τονίζουν την προσπάθεια να μάθει ο νέος να ζει αρμο­νικά με τους άλλους, ως μέρος ενός συνό­λου, μιας κοινωνίας. Προβάλλοντας ακα­τάπαυστα στο «Εγώ» του νέου το «Εμείς», το παιδί μαθαίνει να διευρύνει το «εγώ» του και να ορίζει την ταυτότητα του πάντα σε σχέση με το σύνολο και όχι σε σχέση με την ατομικότητα του. Η πρόθεση αυτή είναι σύμφωνη με το πνεύμα και τις αρχές της ε­ποχής των 6ου και 5ου π.Χ. αιώνων. Τότε. σε κάθε ελληνική πόλη-κράτος, το άτομο-πολίτης ορίζεται και βιώνει την ύπαρξη του σε συνάρτη­ση με την πόλη του. Αναπαράγει την εικόνα της κοινωνίας του, υπάρχει και δρα στο πλαίσιο της πόλης του, έξω από την οποία η ύπαρξη του δεν νοείται. Τέλος, παρά την κοινοτική διάρθρωση του τρόπου ζωής των παιδιών, η επιτυχία στα δια­φορά στάδια της αγωγής είναι προσωπική υπό­θεση του κάθε παιδιού και ο επίδοξος τίτλος του πολίτη της Σπάρτης, με το τέλος της αγωγής, α­πονέμεται ατομικά.
 
    Οι στόχοι συνεπώς της αγωγής συμβαδίζουν με το πρότυπο της πό­λης και με το πνεύμα της εποχής μέ­σα στην οποία δημιουργήθηκε, αντιστοιχούν φυσικά στις κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες που καλούνταν να ικανοποιήσει.
 
     Αυτή η μορφή παιδείας που περιγράψαμε, επι­νοήθηκε και λειτούργησε μια συγκεκριμένη εποχή προκειμένου να ανταποκριθεί σε καθορισμένες ανάγκες της σπαρτιατικής κοινωνίας. Η κλασική δη­λαδή παιδεία της Σπάρτης (στην οποία συνήθως α­ναφέρονται οι φιλολογικές πηγές) επινοήθηκε την περίοδο που εμφανίζεται η φάλαγγα των οπλιτών (περίοδος Β΄ Μεσσηνιακού πολέμου), διήρκεσε μέ­χρι τα μέσα με τέλη του 5ου αι. κατ ενσάρκωνε το πρότυπο κατ το ιδεώδες του πολίτη-οπλίτη.
 
     Η εποχή του Β΄ Μεσσηνιακού πολέμου είναι η περίοδος που θεσπίζονται τα κριτήρια που καθόριζαν ποιος θα γινόταν και πως πολίτης-Ομοίος, κα­θώς και η περίοδος διεύρυνσης και αναδιοργάνωσης του πολιτικού σώματος που προήλθε με τη συμμετοχή σε αυτό ενός μεγάλου μέρους αγροτών, οι οποίοι είχαν επιφορτιστεί τα βάρη του μακρό­χρονου πολέμου και που μέχρι τότε ήταν εκτοπισμένοι από την πολιτική ζωή. Για να αντιμετωπίσουν οι Σπαρτιάτες αυτή την κοινωνική και πολιτι-κή μεταρρύθμιση, που απαιτούσε κοινωνική και πολιτική ομοιογένεια, υιοθέτησαν ένα σύστημα παιδείας ως κριτήριο ταυτόχρονα έντασης στο νέο πολιτικό σώμα, αλλά και διάκρισης όσων το αποτε­λούσαν. Παράλληλα συνέβαλε στην κοινωνική συ­νοχή του νέου σώματος των πολιτών και συγχρόνως έδινε στο δήμο τη νέα ταυτότητα που επιζητούσε.
 
     Ο στόχος της σπαρτιατικής αγωγής εκφράζει συνεπώς την ιστορική πραγματικότητα που σημαδοτείται από το τέλος της κοινωνίας των «αρίστων» μέχρι και την αρχή της κοινωνίας των «πολιτών». Αντανακλά δηλαδή τη μεταβατική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας αναφερόμαστε στην κοινωνία των «οπλιτών». Ο οπλίτης υπαγορεύει τους κανό­νες, τις αρχές και τούς τρόπους μιας αγωγής που έ­χει στόχο την κατάληξη στην κατάσταση του πολί­τη. Το ιστορικό πλάισιο που διαμορφώνεται με την εμφάνιση της φάλαγγας των οπλιτών, ως χρονική αφετηρία του συστήματος εκπαίδευσης της Σπάρτης, ερμηνεύει και αιτιολογεί το πνεύμα της αγωγής, τον πολιτικό και πολεμικό της χαρακτήρα, την αντινομία μεταξύ αριστοκρατικών και οπλιτικών αξιών που παρατηρούνται στο σύστημα, το συ­γκεκριμένο τύπο σχέσης μεταξύ ατόμου και κοινω­νίας που καλλιεργείται, καθώς και τη διάθεση πλαισίωσης του νέου από την πόλη.
 
    Σε μια εποχή που πολιτική και πολεμική ι­διότητα ταυτίζονται, η καινοτομία της σπαρτιατικής παιδείας είναι η σύνδεση της παιδείας με την κοινωνική και πολιτική ζωή της πόλης. Κοινωνική, όσον αφορά τον τρό­πο που αποτυπώνονται στο νέο οι κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς και της θέσης του και πολιτική όσον αφορά την απόκτηση του τίτλου του πολίτη και της ανάδειξής του στις αρχές της πόλης. Τέλος, μία επιπλέον καινοτομία αποτελεί το γεγο­νός ότι η πόλη αναλαμβάνει το ρόλο του παιδαγω­γού των πολιτών μέσα από ένα δημόσιο, κοινό και υποχρεωτικό σύστημα εκπαίδευσης, προσδιορίζοντας έτσι τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας του Σπαρτιάτη πολίτη.
 
    Ωστόσο η εκπαίδευση, ως προϋπόθεση για να α­ποκτήσει και να ασκήσει κάποιος τα πλήρη πολι­τικά του δικαιώματα, είναι ταυτόχρονα κριτήριο αριστοκρατικό και δημοκρατικό. Αριστοκρατικό, γιατί η παιδεία ως προϋπόθεση πολιτικών δικαιω­μάτων είναι κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της αρι­στοκρατικής κοινωνίας. Η ταύτιση επίσης της υπο­χρεωτικής συμμετοχής με την υποχρεωτική επιτυ­χία, καθιστά την τελευταία ρυθμιστικό παράγοντα, ώστε να διακρίνει και να απομακρύνει μερικά από τα μέλη της κοινωνίας τα οποία θα έπρεπε a priori να συγκαταλέγονται μεταξύ των πολιτών. Το γεγο­νός αυτό είχε αποτέλεσμα να προκαλέσει μια ευ­ρύτερη κοινωνική και πολιτική ιεραρχία, γιατί διαχωρίζει αφ’ ενός τους ίδιους τους Σπαρτιάτες με­ταξύ τους και αφ’ ετέρου τους Σπαρτιάτες με τις άλ­λες κοινωνικές ομάδες. Δημοκρατικό, γιατί η συμ­μετοχή στο ίδιο σύστημα εκπαίδευσης αφορά το σύνολο του πολιτικού σώματος ανεξαρτήτως κατα­γωγής και φύλου. Κάθε ένα από τα δυο αυτά κριτή­ρια εκφράζει δύο διαφορετικούς τύπους κοινωνιών. Η συνύπαρξη τους εξηγείται εν μέρει από τη μετα­βολή / αντικατάσταση της αριστοκρατικής κοινωνίας σε κοινωνία οπλιτών.
 
    Στο πλαίσιο αυτό η αρετή του νέου δεν είναι πλέ­ον συναφής με την εξ αίματος συγγένεια και ούτε κληρονομικά μεταβιβάσιμη, αλλά αγώνας για την κατάκτηση της. Το έπαθλο της αριστείας απευθυ­νόταν σε αυτόν που ήξερε να συνεισφέρει καλύτε­ρα στην επιτυχία της ομάδας. Σε αυτόν που ανάμε­σα στους άλλους γνώριζε πώς να επιτυγχάνει τη νί­κη παραμένοντας μαζί τους, αλληλέγγυος, Ομοίος τους. Για να συντελεστεί λοιπόν η αντικατάσταση της ατομικής αριστοκρατικής ανδρείας από τη συλ­λογική τάξη, και για να γίνει εφικτή η πλαισίωση της «δημοκρατικοποίησης» των αριστοκρατικών α­ξιών και αρχών, έπρεπε ο νέος τύπος του πολίτη να διαπαιδαγωγηθεί κατάλληλα ώστε να είναι σε θέ­ση να επιτελέσει τη διπλή του αποστολή: του πο­λίτη (πολιτικός ρόλος) και του οπλίτη (πολεμικός ρόλος). Στο εξής η πολεμική ιδιότητα έγινε το κα­θήκον όλων όσοι συμμετείχαν στο νέο σώμα των πολιτών, και ο πόλεμος έπαψε να είναι χαρακτηρι­στικό γνώρισμα μιας elite και εντάχθηκε στο νέο πλαίσιο της πόλης, το οποίο ενσωματώνει εξ ολο­κλήρου τον πόλεμο στην πολιτική και αφομοιώνει στη μορφή του πολίτη το πρόσωπο του πολεμιστή. Έτσι εάν για τους άριστους της αριστοκρατικής κοι­νωνίας ο πόλεμος ήταν μια ευκαιρία για «κλέος και λάφυρα», μετά τη «φάλαγγα των οπλιτών» ο πόλεμος είναι η εκπλήρωση ενός καθήκοντος.
 
 5.  Η ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΗ  ΣΥΜΜΑΧΙΑ
 
    Η Σπάρτη ήταν μία μεγάλη πόλη λόγω της έκτασης της επικράτειάς της, όχι όμως και από τον πληθυσμό των πολιτών της, ο οποίος άλλωστε μειωνόταν διαρκώς κατά την κλασική περίοδο. Οι Λακεδαι­μόνιοι στρατιώτες φημίζονταν ως oι καλύτεροι, ωστόσο ο αριθμός τους ήταν σχετικά μικρός και η Σπάρτη δεν θα μπορούσε να διαδραματίσει το ρόλο της στον τότε ελληνικό κόσμο, αν δεν είχε επιτύχει να οργανώσει προς όφελος της το μεγαλύτερο μέ­ρος της Πελοποννήσου. Με τις σύμμαχες πόλεις, σχημάτισε τον 5ο αιώνα π.Χ. αυτό που σήμερα α­ποκαλούμε Πελοποννησιακή Συμμαχία και που α­πλά οι Έλληνες ονόμαζαν «Οι Πελοποννήσιοι» ή «Οι Λακεδαιμόνιοι και οι Σύμμαχοί τους». Άλλωστε δεν επρόκειτο μόνο για αριθμητικό ζήτημα - οι σύμμαχοι συνεισέφεραν στους Σπαρτιάτες ένα σημαντικό στοιχείο ισχύος στον ελληνικό κόσμο, τη ναυτική δύναμη. Διαφορετικά πώς θα μπορούσε να συσταθεί αυτή η ισχυρή δομή;
 
    Η πρώτη φροντίδα των Σπαρτιατών ποτέ δεν ήταν το κτίσιμο μιας αυτοκρατορίας, αλλά η διαφύλαξη της ασφάλειας τους. Αυτό αποτελεί την πρώτη προ­τεραιότητα για κάθε ελληνική πόλη, όπου ο κάθε γείτονας είναι εν δυνάμει εχθρός. Και η Σπάρτη εί­χε στην Πελοπόννησο, από τον 8ο αιώνα π.Χ., μία ανταγωνιστική δύναμη, ένα αδελφό εχθρό, το Αργός. Όσο μακριά κι αν ανατρέξουμε στην Ιστορία (και ακόμη παραπέρα), οι σχέσεις μεταξύ των δύο πόλεων ήταν τεταμένες. Αρχικά πολεμούσαν για μια όμορη περιοχή, τη Θυρεάτιδα. Αυτού του εί­δους οι πόλεμοι παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτη­ριστικά. Διακυβεύουν για ένα πολύ μικρό έδαφος, που δεν αποτελεί τόπο-πέρασμα και μολονότι επί­πεδο, δεν προσφέρει πραγματικό οικονομικό εν­διαφέρον- είναι πόλεμοι που διέπονται από κανό­νες που σκοπό έχουν να περιορίσουν την εμβέλεια τους και τις συνέπειες τους, συνδέονται δε με μία κοινή λατρεία, αυτή του Πυθίου Απόλλωνα. Τελικά εμφανίζονται σαν διαμάχη με σειρά επεισοδίων. Αναφέρεται για παράδειγμα η ήττα των Σπαρτιατών στη μάχη των Υσιών το 669 π.Χ. Το γνωστότερο επεισόδιο (χάρη στον Ηρόδοτο, Ι, 82) συνέβη γύρω στο 545 π.Χ., ονομάζεται «η μάχη των πρωταθλη­τών», επειδή κατόπιν συμφωνίας οι δύο πόλεις «παραδόθηκαν» σε 300 πολεμιστές η κάθε μία και την τελική νίκη πήρε ένας υπέροχος πολεμιστής. Καταλαβαίνει κανείς ότι η αφήγηση αυτή βρίσκε­ται τουλάχιστον στα όρια του μύθου.
 
    Άλλοι πόλεμοι μεταξύ Σπάρτης και Αργούς α­ποτελούν περισσότερο συνηθισμένα πρότυπα. Στην αρχή του δεύτερου μισού του 8ου αιώνα π.Χ., οι Σπαρτιάτες, καθοδηγούμενοι από τον Νίκανδρο, εισέβαλαν στην Αργολίδα, με συνέπεια την κατα­στροφή της Ασίνης που τους είχε βοηθήσει· η ανα­σκαφή της Ασίνης έφερε στο φως την πραγματική έκταση αυτής της καταστροφής, που η κεραμική της τη χρονολογεί γύρω στο 720 π.Χ.· με τη σειρά τους οι Αργείοι βοήθησαν τους Μεσσήνιους να ε­ξεγερθούν στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. Η ένταση ανάμεσα στο Αργός και τη Σπάρτη φαίνεται να είναι η γραμμή του πυρός της Ιστορίας της Πε­λοποννήσου την αρχαϊκή εποχή.
 
    Τον 6ο αιώνα, η Σπάρτη απέκτησε άλλη μία ι­σχυρή αντίπαλο, την Τεγέα, τη βασικότερη και νο­τιότερη των αρκαδικών πόλεων. Ο Ηρόδοτος (Ι, 65-69) αφηγείται την παρακάτω ιστορία: σε πρώτη φά­ση, οι Σπαρτιάτες - η πρόθεση τους ήταν να κατα­κτήσουν την εύφορη κοιλάδα της Τεγέας - μειονε­κτούσαν («ο πόλεμος των Πεδών» το 550 π.Χ. περί­που). Στη συνέχεια, αφού κατόρθωσαν με δόλο να επανακτήσουν τα οστά του Ορέστη, ήταν οι νικητές. Στο μεταξύ είχαν αλλάξει σχέδια και αρκέσθηκαν να συνάψουν συμμαχία με την Τεγέα, που τους έ­δινε κάποια πλεονεκτήματα. Γιατί αυτή η αλλαγή στάσης; Χωρίς αμφιβολία η Σπάρτη κατάλαβε on δεν είχε τα μέσα να κατακτήσει πόλεις τόσο απο­μακρυσμένες και τόσο σημαντικές και ότι ήταν κα­λύτερα να τις κάνει συμμάχους.
 
    Η υπόλοιπη Αρκαδία, ιδιαίτερα ο Ορχομε­νός και η Μαντινεία, ακολούθησε το πα­ράδειγμα της Τεγέας· ύστερα ήρθε η σει­ρά της Φλειούς, που η πίστη της σε όλο το χρονικό ορίζοντα της Ιστορίας 8α παρα­μείνει παραδειγματική. Η Εληά αντιπροσωπεύει το μόνο προς τα βορειοδυτικά προπύργιο της Σπάρ­της. Ακολούθως θα πάρει ένα σημαντικό προβάδι­σμα έναντι του Αργούς, συνάπτοντας συμμαχίες με τις πόλεις Άκτιον, Tpoiznva, Ερμιόνη και Επίδαυ­ρο, που όντας φιλικές προς μία μεγάλη, μακρινή δύναμη, προστατεύονταν από τις επίβουλες της ε­πικίνδυνης γείτονας.
 
Διαπιστώνουμε ότι :ο 525 π.Χ. η Κόρινθος είχε ήδη προσχωρήσει στη Σπαρτιατική Συμμαχία, σε άγνωστο χρόνο και η Σικυώνα τη μιμήθηκε. Από δυσπιστία προς την Αθήνα και η Αίγινα προσχώρησε, όπως επίσης τα Μέγαρα. πι­θανόν κατά το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ.· πρόκειται για τις μοναδικές επεκτάσεις της Συμμαχίας εκτός της Πελοποννήσου. Σε μισό αιώνα, η Σπάρτη, αρπάζοντας κάθε ευκαιρία, είχε πραγματοποιήσει με αυτόν τον τρόπο τη συγκρότηση εκείνη που την κα­θιστούσε τη μεγαλύτερη δύναμη σε στεριά και θά­λασσα του ελληνικού κόσμου. Και αυτό χωρίς να δώσει ούτε μία μάχη, μέσα από σειρά συμμαχιών, συμφωνημένων η μία μετά την άλλη.
 
    Με το ξέσπασμα των Πελοποννησιακοί πολέ­μων, το συμμαχικό αυτό σύστημα πήρε την οριστι­κή μορφή του, μιας πραγματικής ομοσπονδίας, με αρκετά καλά σχεδιασμένους κεντρικούς θεσμούς. Η Σπάρτη αποτελεί την ηγέτιδα δύναμη, έχει την πρωτοβουλία κατ την ευθύνη της διοίκησης, χωρίς ωστόσο να ασκεί απόλυτη εξουσία. Η δομή είναι δι­κέφαλη. Από τη μία υπάρχει το Συμβούλιο των Συμμάχων, όπου κάθε πόλη-μέλος έχει έναν αντιπρόσωπο ( η Σπάρτη όπως οι άλλες) και αποφασίζει κατά πλειοψηφία. Έτσι η Σπάρτη είναι δυνατόν να μειοψηφήσει, η απόφαση όμως δεν μπορεί να της επιβληθεί. Πράγματι, η άλλη αρχή είναι η Συνέλευση των πολιτών της Σπάρτης, η οποία επίσης είναι κυρίαρχη. Γενικά, η Σπάρτη έχει την πρωτο­βουλία και αφού ψηφίσει, για παράδειγμα, πόλεμο ενάντια σε κάποιον, προτείνει αυτή την απόφαση της στο Συμβούλιο των Συμμάχων, το οποίο μπορεί να την αποδεχθεί η να την αρνηθεί. Το 431 π.Χ. συνέβη το ακριβώς αντίθετο: οι Σύμμαχοι πρότει­ναν στη Συνέλευση της Σπάρτης να αποφασίσει τον πόλεμο ενάντια στην Αθήνα· τότε η κατάσταση ήταν ιδιαίτερη καθώς οι Σύμμαχοι ήθελαν τον πόλεμο πολύ περισσότερο από τη Σπάρτη.
 
    Η Συμμαχία δεν λειτουργούσε κατ' αυτόν τον τρό­πο τον 6ο αιώνα π.Χ. Εκείνη την εποχή, η Σπάρτη αποφάσιζε μόνη: η συμμαχία με τον Κροίσο, οι δια­δοχικές εκστρατείες κατά της Αθήνας (του Αγχίμολου πιθανά το 512/1, του Κλεομένη το 511/10, το 508/7 κατ το 507/6) και ο πόλεμος εναντίον του Άργους (μάχης της Σηπείας) κατά τα τελευταία χρόνια του αιώνα, αποτελούσαν αποκλειστικά δική της πρωτοβουλία. Η μοναδική σύσκεψη των Συμμάχων πραγματοποιήθηκε στη Σπάρτη, σε άγνωστη χρο­νολογία (ίσως το 505-504) εν όψει μιας εκστρατείας κατά της Αθήνας, πρόταση που αρνήθηκαν. Αυτό διηγείται ο Ηρόδοτος (5, 90-93), αλλά το σπάνιο αυ­τό χαρακτηριστικό του επεισοδίου κάνει σήμερα πολλούς ιστορικούς να αμφιβάλλουν για το αν εί­ναι αληθινό: ο Ηρόδοτος φαίνεται να φαντάστηκε αυτή τη συνέλευση σαν μια ευκαιρία να φέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της τυραννίας, κάτι λιγότερο φανταστικό από το ζήτημα των Περσών ευγενών α­ναφορικά με τα πολιτικά καθεστώτα (3, 80-82). Πι­στεύουμε ότι μάλλον κατά τη διάρκεια του 5ου αιώ­να π.Χ., ίσως την επομένη των Μηδικών πολέμων, η Πελοποννησιακή Συμμαχία θέσπισε διαδικασίες που βλέπουμε στον Θουκυδίδη να εφαρμόζονται.
  
6.  Η ΥΠΕΡΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΙΑΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
 
    Ποια κοινότητα ήταν το σχολείο της κλασικής Ελλάδας;». Ο κάθε μορφωμένος άνθρωπος νομίζει ότι ξέρει: «Η Αθήνα, φυσικά». Αλλά, και προς τι­μήν τους, οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν ήταν τόσο σί­γουροι. Γνώριζαν κάποια άλλη ελληνική πόλη, πολύ μικρότερη, της οποίας η διάνοια επισκίαζε τα αθηναϊκά όνειρα.
 
    Ο Περικλής έκανε ό,τι μπορούσε για να εξυψώ­σει την Αθήνα και να υποβαθμίσει τη Σπάρτη. Ο Θουκυδίδης τον κατέγραψε να ισχυρίζεται, στον Επιτάφιο του το 431/30 π.Χ., ότι η Αθήνα παρείχε της Ελλάδος παίδευσιν. Ήταν σίγουρο ότι ο Περι­κλής εννοούσε ότι η Αθήνα με τους φιλοσόφους της και τους περίπλοκα ομιλούντες δημόσιους άν­δρες ήταν το σχολείο της Ελλάδας; Χωρίς αμφιβο­λία θα είχε ευχαρίστως ισχυριστεί αυτό, αν ήταν η αλήθεια. Αλλά δεν το κάνει. Η Αθήνα, σύμφωνα μ' αυτόν, παρείχε όχι το εκπαιδευτικό πρότυπο στην Ελλάδα, αλλά ένα εκπαιδευτικό πρότυπο (ό­χι την παίδευσιν αλλά απλά παίδευσιν). Ο λόγος της περιοριστικής διατύπωσης του Περικλή είναι ό­τι η Σπάρτη επίσης χρησίμευε ως πρότυπο, και πι­θανά πιο χαρισματικό.
 
    Οι παίδες της Σπάρτης, αντίθετα με εκείνους της Αθήνας, μορφώνονταν συστηματικά από την πολι­τεία. Ακόμη και ο Αριστοτέλης, που δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τη Σπάρτη, αργότερα παραδέ­χτηκε διστακτικά ότι τιμούσε τη Σπάρτη που δεν ε­μπιστευόταν την εκπαίδευση στη γονική επιλογή, δηλαδή στην τύχη. Οι άλλοι Έλληνες, κατά κάποιο τρόπο, διαισθάνονταν ότι η επιτυχία των αραιοκα­τοικημένων, ανοχύρωτων χωριών οφειλόταν οε ε­κείνη την εκπαίδευση. Όμως το πώς ακριβώς η εκπαίδευση επέτρεπε στη Σπάρτη να είναι η μοναδι­κή υπερδύναμη της Ελλάδας ήταν για τους σύγ­χρονους σκεπτικιστές αντικείμενο αμφισβήτησης και μυστηρίου. Ποιες ήταν αυτές, οι άξιες μίμησης, τεχνικές της Σπάρτης;
 
    Η Σπάρτη χαιρόταν που έμενε μυστήριο. Οι ικα­νότητες της θα παρέμεναν κρυφές. Δεν είχε καμιά επιθυμία να γίνει ο δάσκαλος της Ελλάδας, αν μπορούσε να το αποφύγει. Μαθαίνουμε για ένα Σπαρτιάτη Βασιλιά, τον Αγησίλαο, που επικρίνε­ται από ένα συμπολίτη του ou πολεμάει πολύ συ­χνά εναντίον των Θηβών και έτσι «δίδασκε τους Θηβαίους πώς να πολεμούν». Ακόμη και το γεγο­νός της σπαρτιατικής διάνοιας έπρεπε να μείνει κρυφό. Ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρχίδαμος καυ­χιόταν ότι ο λαός του εκπαιδευόταν να έχει έλλει­ψη κριτικής αντίληψης. Μέχρι πρόσφατα Ευρω­παίοι μελετητές αποδέχονταν αυτή τη σπαρτιατική προπαγάνδα. Ο Tζορτζ Φόρεστ (George Forrest), καθηγητής Ελληνικής Ιστορίας στην Οξφόρδη στο τέλος του 20ού αιώνα, έγραψε: «Ένας πολύ ευφυής Σπαρτιάτης; Υπήρχε τέτοιο πράγμα; Αν όχι...». Όμως νέα έρευνα, βασισμένη σε διορατικές αναφο­ρές των αρχαίων Ελλήνων, φέρνει στο φως τώρα τη σπαρτιατική διάνοια. Και τα ευρήματα μαρτυρούν ou, κατά αξιοσημείωτο τρόπο, η Σπάρτη προκατέλαβε τις σύγχρονες μεθόδους.
 
    Σε βαθμό μοναδικό στην Ελλάδα, οι Σπαρτιάτες χρησιμοποίησαν την εξειδίκευση. Ο Περικλής το διαισθάνθηκε αυτό. Περιέγραψε με λαμπρά χρώ­ματα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που έκαναν την Αθήνα διαφορετική από τη μεγάλη αντίπαλο της. Οι περιγραφές αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποκαλύψουν τη μορφή της σκιάς της Σπάρ-της. Εμείς οι Αθηναίοι, περηφανεύθηκε ο Περι­κλής, είμαστε ασυνήθιστα πολυτάλαντοι. Οι πολί­τες μας μπορούν να στρέψουν με επιτυχία τα χέρια τους σε τόσο πολλά διαφορετικά πράγματα. Με άλ­λα λόγια, οι Σπαρτιάτες ήταν περιορισμένοι ή, με τη δική μας, θετική φρασεολογία, εξειδικευμένοι. Οι Αθηναίοι ήξεραν πώς να αυτοσχεδιάσουν, είπε ο Περικλής, ενώ οι Σπαρτιάτες ήταν κοπιαστικά εκ­παιδευμένοι. Μ' άλλα λόγια, οι Σπαρτιάτες ήταν υ­ψηλά εκπαιδευμένοι. Σαν τους σημερινούς ειδι­κευμένους σ’ ένα αντικείμενο, οι Σπαρτιάτες μπορεί να ήταν υπερβολικά αδαείς όταν βρίσκονταν έξω από το αντικείμενο τους. Οι μη Σπαρτιάτες κατεδείκνυαν με ευθυμία τις συνέπειες. Οι γυναίκες της Σπάρτης, όταν ήρθαν αντιμέτωπες με μια ε­χθρική εισβολή το 370 π.Χ., δεν φάνηκαν χρήσι­μες, όπως θα έκαναν άλλες Ελληνίδες. Αντίθετα, είπε ο Αριστοτέλης, δημιούργησαν μεγαλύτερη σύγχυση από τον εχθρό. Αλλά οι γυναίκες της Σπάρτης δεν είχαν εκπαιδευτεί για να βοηθούν στη μάχη. Ήταν αθλητικά εκπαιδευμένες για να είναι δυνατές στην ανατροφή των παιδιών και για να εν­θαρρύνουν την πολεμική αρετή. Και σ’ αυτούς τους εξειδικευμένους ρόλους είχαν τη φήμη των καλύ­τερων γυναικών στην Ελλάδα.
 
    Η σύγχρονη ανάλυση εξειδικευμένων αθλητών εστιάζει στην επιλογή του κατάλληλου χρόνου (timing), δηλαδή σε ποια χρονική στιγμή της κούρσας δίνει ο αθλητής όλες τις δυνάμεις του. Πα­ρομοίως, ισχύει για τους εξειδικευμένους πολιτι­κούς και τη διαχείριση των μέσων ενημέρωσης: η επιλογή του σωστού χρόνου είναι το παν -έχουν μά­θει να δημοσιοποιούν τις άσχημες ειδήσεις όταν το κοινό είναι απορροφημένο από κάτι άλλο. Όπως για τους αθλητές του πολέμου και για τους πολιτι­κούς, η χρήση του «timing» από τη Σπάρτη ήταν πειθαρχημένη σε βαθμό αξεπέραστο ακόμη και σήμερα. Πρόσφατη ανάλυση έχει εξετάσει το «timing» όλων των περιπτώσεων κατά τον 5ο αιώ­να που η Σπάρτη άνοιξε ή σκόπευε ν' ανοίξει έναν επιθετικό πόλεμο κατά της Αθήνας. Το αποτέλεσμα δημιουργεί μια εντυπωσιακή αντίληψη της σπαρ­τιατικής στρατηγικής ικανότητας. Όταν η Αθήνα εί­χε κάποια δυσκολία, για παράδειγμα όταν τα στρα­τεύματα έπρεπε να καταπνίξουν μια εξέγερση στην αυτοκρατορία της, η Σπάρτη συστηματικά εκμεταλ­λευόταν την ευκαιρία.
 
    Το υπόδειγμα που ακολουθεί είναι κα­θαρό και εντυπωσιακό. Κάθε φορά που η Αθήνα εί­χε μια αδυναμία κατάλληλη για εκμετάλλευση σε εποχή ειρήνης, η Σπάρτη εκμεταλλευόταν την ευ­καιρία και προσπαθούσε ν’ ανοίξει πόλεμο. Η ε­χθρότητα της Σπάρτης κατά της Αθήνας με άλλα λόγια ήταν διαρκής. Αλλά, δεδομένης εκείνης της ε­χθρότητας, η αυτοπειθαρχία της Σπάρτης αποδει­κνύεται τώρα πέρα για πέρα αξιοσημείωτη. Οι Σπαρτιάτες ποτέ δεν επιτέθηκαν απλώς επειδή ή­ταν θυμωμένοι, αλλά ως εκπαιδευμένοι ειδικοί, πά­ντοτε περίμεναν συστηματικά την ευκαιρία. Η σπαρ­τιατική πολιτική είχε μια δική της κομψότητα.
 
    Στη Σπάρτη φαινομενικά δεν υπήρχε μέρος για βιβλία. Ακόμη και τα μεγάλα επιχειρήματα που παραδίδονταν προφορικά απορρίπτονταν λόγω αρ­χής. Μια ομιλία που έγινε από Σαμιώτες επικρί­θηκε περιφρονητικά σύμφωνα με τον Ηρόδοτο: «Έχουμε ξεχάσει την αρχή της και δεν καταλαβαί­νουμε το υπόλοιπο». Αλλά η άγνοια αυτή, που χω­ρίς αμφιβολία διογκωνόταν από τους Σπαρτιάτες, δεν προερχόταν από ηλιθιότητα. Ήταν, και αυτή, η αντίστροφη πλευρά μιας εξειδίκευσης. Μέτριοι στα μεγάλα επιχειρήματα, οι Σπαρτιάτες παραμένουν παγκοσμίως γνωστοί για τα μικρά επιχειρήματα: λακωνική σοφία. Σήμερα, με την τηλεόραση να έ­χει κάνει τον κόσμο μας λιγότερο μορφωμένο και περισσότερο οπτικό, ο σπαρτιατικός τρόπος ομιλίας έχετ έρθει στην επικαιρότητα με ένα καινούργιο ό­νομα, «ο ήχος που δαγκώνει». Αλλά παράλληλα με τα αποφθέγματα τους, οι Σπαρτιάτες είχαν έναν άλλο τύπο πειθούς, έναν τύπο εμφανώς πιο σύγ­χρονο: το οπτικό σχήμα λόγου.
 
    Ο στρατός της Σπάρτης ήταν σκηνοθετημένος με την επιδεξιότητα του Χόλιγουντ. Η εντυπωσιακή κόμη των στρατιωτών υπήρχε για να τρομοκρατεί, έλεγε ο Ξενοφών. Ο ευδιάκριτος κόκκινος μανδύας τραβούσε την προσοχή του εχθροί. Το μήνυμα του μανδύα ήταν ένα μήνυμα εκφοβισμού και αυτοπε­ποίθησης: «Αυτός δεν είναι απλά ο ενωμένος πελοποννησιακός στρατός, είναι ένας στρατός που ο­δηγείται από τους Σπαρτιάτες. Και οι Σπαρτιάτες δεν κρύβουν τη θέση τους. θέλουν να ξέρεις που ακριβώς είναι». Προχωρώντας προς τη μάχη υπό τον ήχο των αυλών, ο στρατός της Σπάρτης εντυπωσίαζε σαν αστραφτερή μηχανή. Ακόμη και πριν φύγουν για τη μάχη, οι Σπαρτιάτες δημιουργούσαν ένα οπτικό σκηνικό σχεδιασμένο για να εντυπωσιάζει. Ο Ξενοφών έγραψε γι’ αυτό το απόλυτο θέ­αμα: «Από αυτό που μπορούσες να δεις καθώς οι στρατιώτες της Σπάρτης γυμνάζονταν και προετοίμαζαν τις πανοπλίες, αληθινά πίστευες ότι η πόλη είναι ένα πολεμικό εργαστήρι».
 
    Αιώνες αργότερα, όταν η Σπάρτη είχε γίνει μια μικροσκοπική μονάδα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τα οπτικά μαθήματα συνεχίστηκαν. Τουρίστες έρχονταν, για να παρακολουθήσουν τα αγόρια της Σπάρτης να υποφέρουν σιωπηρά, πολλές φορές να πεθαίνουν από το μαστίγωμα στον ιερό χώρο της Ορθίας Αρτέμιδος. Το πλέον αξιομνημόνευτο ε­πιχείρημα των Σπαρτιατών παρέμενε το δικό τους σώμα, έντεχνα παρουσιαζόμενο.
 
Παράλληλα με την επιδέξια οπτική προπαγάνδα πήγαινε και μια άλλη πολύ γνωστή σε όλους σύγ­χρονη τεχνική. Το μεγάλο ψέμα: πιθανά όλες οι κοινωνίες παράγουν ψεύδη. Αλλά οι απάτες της Σπάρτης οργανώνονταν με ολοκληρωτική διάνοια. Σήμερα μελετώνται από τους λογίους σαν μια μορ­φή τέχνης. Δύο φορές πριν από τη μάχη Σπαρτιάτες αρχηγοί είχαν πάρει ειδήσεις για μια ήττα κάπου αλλού. Αλλά δεν έλεγαν την αλήθεια στους στρα­τιώτες. Αντίθετα. διέταζαν έναν «αγγελιαφόρο» να έρθει στεφανωμένος, για να φέρει τα νέα για μια «νίκη». Γίνονταν θυσίες για να ευχαριστήσουν τους θεούς. Πίστευαν ότι οι στρατιώτες ενθαρρυμένοι με ψεύτικα νέα θα πολεμούσαν καλύτερα. Ο Ξενοφών, ένας θαυμαστής της Σπάρτης, αρεσκόταν να πιστεύ­ει ότι τον καιρό της ειρήνης η Σπάρτη ήταν αυστη­ρά τίμια στη διπλωματία της. «Αλλά ένας Σπαρτιάτης βασιλιάς», έγραφε περήφανα ο Ξενοφών, «απ' τη στιγμή που κηρυσσόταν ο πόλεμος, και η εξα­πάτηση γινόταν αποδεκτή στη θρησκεία, υπερτε­ρούσε εξ ολοκλήρου του εχθρού του σε δόλο».
 
    Παραδοσιακά, η μελέτη της Σπάρτης έχει νο­σηρά διαχωριστεί μεταξύ αντιπάλων Ζηλωτών. Οι υποστηρικτές των δικτατοριών του 20ού αιώνα θαύμαζαν τη Σπάρτη για την ήπια κυριαρχία της, τη σύνθλιψη του ακατάλληλου ατόμου. Οι ερα­στές της ελευθερίας ένιωθαν φρίκη με τις μεθό­δους της. Καμία πλευρά δεν μπόρεσε να ερευνή­σει ήρεμα την ικανότητα της Σπάρτης να πετυχαί­νει τους σκοπούς της. Ιοως μόνο τώρα, σε μια καλ­λιεργημένη αλλά όλο πιο πολύ οπτική κοινωνία, να μπορέσουμε να κοιτάξουμε πιο βαθιά, με κα­τανόηση αλλά όχι πλήρη θαυμασμό, το σκοτεινό πλανήτη που επισκίασε τον αθηναϊκό ήλιο.
 
7.  ΟΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ  ΑΓΗ - ΚΛΕΟΜΕΝΗ
 
    Όταν ο Πλούταρχος, κατά τις δύο δεκαετίες πριν και μετά το 100 μ.Χ., κάθησε να γράψει το έργο του Βίοι Παράλληλοι με θέμα τους μεγάλους Έλληνες και Ρωμαίους, δύσκολα θα μπορούσε να παραβλέψει τη φήμη των αδελφών Γράκχων, Τιβέριου και Γάιου. Είχαν διατελέσει και οι δύο δήμαρχοι των πληβείων (το 133, και 123 και 122 αντίστοιχα). Κατ οι δύο είχαν δολοφονηθεί σε σφοδρές πολιτικές συγκρούσεις, τιμωρημένοι έτσι επειδή επιχείρησαν να εισαγάγουν αναγκαίες μεταρρυθμίσεις σ' ένα ρωμαϊκό δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης που κυριαρχούνταν από μια βαθιά συντηρητική και ευρύτατα συνεκτική Γερουσία. Με ποιους Έλληνες, που θεωρητικά αποτελούσαν ένα Ζευγάρι αδελφών ή τέλος πάντων ένα ζευγάρι κατά μία έν­νοια, θα μπορούσε ο Πλούταρχος να συγκρίνει τις συγκλονιστικές ζωές και πιο πολύ τους συγκλονι­στικούς θανάτους των Γράκχων; Η απάντηση του ή­ταν του Άγη και του Κλεομένη της Σπάρτης.
 
    Ο παραλληλισμός ήταν, στην καλύτερη περίπτω­ση, ανακριβής και κάθε άλλο παρά καθολικός. Ο Άγης και ο Κλεομένης δεν ήταν αδέλφια, παρ’ όλο που δημιουργήθηκε μια συγγένεια μεταθανάτια: ο Κλεομένης παντρεύτηκε τη χήρα του Άγη, την Αγιάτιδα. Ούτε ήταν ο Άγης και ο Κλεομένης επί­σημοι αντιπρόσωποι του λαού της Σπάρτης, όπως ή­ταν ο Τιβέριος και ο Γάτος Γράκχος εκλεγμένοι δήμαρχοι των Ρωμαίων πληβείων από μεταρρυθ­μιστικά ψηφοδέλτια. Ήταν κληρονομικοί βασιλείς που διαδέχθηκαν τους θρόνους των βασιλικών οί­κων των Ευρυπωντιδών και των Αγιαδών και κυ­βέρνησαν περίπου τα 244-241 και 236-222 π.Χ. α­ντίστοιχα. Όμως -και ο Πλούταρχος δεν ήταν βέ­βαια ο πρώτος που το είδε- δεν ήταν λίγα τα κοινά σημεία ανάμεσα στους δύο Σπαρτιάτες βασιλείς και τους δύο Ρωμαίους δημοκρατικούς δημάρχους. Και οι δύο Σπαρτιάτες είχαν επίσης σκοτωθεί σε σφο­δρές πολιτικές συγκρούσεις, και οι δύο είχαν ρητά ενστερνιστεί ένα ριζοσπαστικό, αν όχι επαναστατι­κό, κοινωνικό πρόγραμμα, το οποίο επιδίωκαν να εφαρμόσουν με την επιδέξια χρήση της δύναμης του αξιώματος τους - η μοναρχία στη Σπάρτη δεν ή­ταν με κανέναν τρόπο απόλυτη, αφού εκτός των άλ­λων ήταν διπλή (δύο βασιλείς) και θα μπορούσε φυσιολογικά να περιγραφεί ως ένα «αξίωμα» (αρ­χή), όπως για παράδειγμα ο θεσμός ιης αρχηγίας στην Αθήνα.
 
    Για ποιο λόγο, λοιπόν, ο Άγης Δ΄ και ο Κλεομέ­νης Γ Ζουν και πεθαίνουν όπως έζησαν και πέθα­ναν; Φυσικά, δεν είναι αρκετό απλώς να Βασιστεί κανείς στην από κοινού αντιμετώπιση που κάνει ο Πλούταρχος στους Βίους για πιθανές απαντήσεις σ' αυτό το σύνθετο ερώτημα. Κατ' αρχάς, πρέπει να διερευνήσουμε τη φύση και ειδικότερα την αξιοπι­στία των πηγών που ο Πλούταρχος επέλεξε να Βα­σιστεί. Η βασική πηγή του ήταν ο συγγραφέας-ιστορικός της ίδιας εποχής, του 3ου π.Χ. αιώνα, Φύλαρχος ο Αθηναίος. Αλλά πόσο αξιόπιστες ήταν οι εκτιμήσεις του; Αν πιστέψουμε τον Πολύβιο, το σφοδρότερο επικριτή του Φύλαρχου, θα πρέπει να πούμε: καθόλου. Το όνομα του Φύλαρχου επιλέχθη­κε από το μεγάλο Αρκάδα ιστορικό της ακμής της Ρώμης ως παράδειγμα του πώς να μη γράψει κανείς καλή Ιστορία. Αυτό που φαίνεται να εξοργίζει τον Πολύβιο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι το ύφος τον Φύλαρχου, το κατηγορικό σφάλμα του να συγχέει την αντικειμενική ιστοριογραφία με το μυ­θιστορηματικό, συγκινησιακό λογοτεχνικό είδος της τραγωδίας. Υπήρξε όμως και ένα ιδεολογικό Ζήτημα ανάμεσα τους. Ο Πολύβιος από τη Μεγαλό­πολη γεννήθηκε ανάμεσα στην αριστοκρατική ελίτ που εξουσίαζε την Αχαϊκή Συμπολιτεία κατά το τέ­λος του 3ου και αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα. Είχε επί­σης την άποψη ότι ο πατριωτισμός δικαιολογούσε την προκατάληψη κατά τη συγγραφή της ιστορίας της ίδιας της χώρας ή της πολιτείας του ιστορικού. Ο Κλεομένης Γ΄ της Σπάρτης ήταν ένας δηλωμένος ε­χθρός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, με αρκετές επι­τυχίες εις βάρος της για ένα μεγάλο χρονικό διά­στημα. Είχε μάλιστα λεηλατήσει και γενικά αντίμετωπίσει η Μεγαλόπολη του Πολύβιου με μεγάλη αγριότητα, μόλις μια γενιά πριν από τη γέννηση του ιστορικού. Γι’ αυτό ο Πολύβιος δεν μπορούσε να α­ποδεχθεί και πραγματικά αισθανόταν ou έπρεπε να ανατρέψει την πολύ ευνοϊκή εικόνα τον Κλεομένη που βρήκε στην εργασία του Φύλαρχου.
 
    Πού βρίσκεται η αλήθεια; Η επιλογή του Πλού­ταρχου να ακολουθήσει την καταγραφή των γεγο­νότων καθώς και την ερμηνεία που δίνει ο Φύλαρχος δεν είναι δυστυχώς κατηγορηματική. Αυτό που μπορούμε να ισχυριστούμε είναι ότι η δίκη μας σύγχρονη εκτίμηση δεν θα είναι ασύμφωνη του­λάχιστον με αυτά τα γεγονότα που ο Φύλαρχος. ο Πολύβιος και ο Πλούταρχος διασώζουν σχετικά μη εξωραϊσμένα, και ότι η δική μας ερμηνεία εκείνων των γεγονότων δημιουργεί τη σταθερή εντύπωση ε­νός από τα πιο δολοπλόκα και πιο σπουδαία επει­σόδια στην ιστορία της Σπάρτης.
 
    Ένας λόγος που αυτό το σχέδιο είναι τόσο δολοπλόκο είναι ότι αποτελεί ένα από εκείνα τα πολύ σπάνια επεισόδια σε όλη την αρχαία ελληνική (ή ρωμαϊκή) Ιστορία, όπου μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ο ρόλος των γυναικών δεν ήταν μόνο ασυνήθιστα εξέχων, αλλά πραγματικά καθοριστι­κός. Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά, έναν αιώνα νω­ρίτερα, είχε γράψει ότι «την εποχή της κυριαρχίας της Σπάρτης (404-371 π.Χ.) πολλά πράγματα ελέγ­χονταν από τις γυναίκες». Στα χρόνια μεταξύ 244 κατ 221 π.Χ. εκείνος ο αμφισβητούμενος ισχυρι­σμός αποδεικνύεται πραγματικά αληθινός. Εχω ή­δη αναφέρει ότι ο Κλεομένης Γ΄ παντρεύτηκε τη χήρα του Άγη Δ΄. Ο Πλούταρχος μας λέει επιπλέον ότι ήταν η Αγιάτιδα που δίψαγε για εκδίκηση για τη δολοφονία του άνδρα της και όχι λιγότερο έν­θερμη υποστηρίκτρια απ’ αυτόν του μεταρρυθμι­στικού του προγράμματος, για το οποίο άλλωστε εί­χε δολοφονηθεί, η οποία έκανε το δεύτερο σύζυγό της να αλλάξει στάση στην υπόθεση ίων μεταρ­ρυθμίσεων. Εκτός αυτής, υπήρχαν η μητέρα και η γιαγιά του Άγη, η Αγησιστράτη και η Αρχιδάμεια, τις οποίες ο Πλούταρχος με βεβαιότητα χαρακτήρι­σε «οι πιο πλούσιες απ’ όλους τους Σπαρτιάτες» (ά­ντρες και γυναίκες), και οι οποίες επιπλέον υπο­στήριξαν ξεκάθαρα τον Άγη. Και τελευταία αλλά όχι μικρότερης σημασίας, η τρομερή μητέρα του Κλεομένη η Κρατησίκλεια, η οποία προηγήθηκε τον γιου της στην εξορία ως όμηρος στην αυλή του Πτολεμαίου Γ΄ και επίσης δολοφονήθηκε εκεί σε ένα αιματηρό επεισόδιο σύγκρουσης φατριών.
 
    Η ελληνική λέξη για την πολιτική σύ­γκρουση, πάλη φατριών ή εμφύλιο πόλε­μο ήταν η λέξη στάσις. Ο Αριστοτέλης εί­χε κάνει την παρεμπόδιση ή την αποφυ­γή της στάσεως. η οποία θα μπορούσε μερικές φορές να απειλήσει την ίδια την ύπαρξη της ελληνικής πόλεως, κύριο θέμα του βιβλίου V των Πολιτικών του. Αλλά φάνηκε στην πορεία ότι, σχεδόν άσκοπα τις περισσότερες φορές, η στάσις συ­νέχισε να ταλανίζει την ελληνική κοινωνία όπως είχε κάνει τους 5ο και 4ο π.Χ. αιώνες. Μια προφα­νής καινοτομία παρ’ όλ’ αυτά ήταν ότι η Σπάρτη -η πόλη που κατά την προηγούμενη περίοδο ήταν φη­μισμένη για την πειθαρχημένη διακυβέρνηση, την ευνομία και τη σταθερότητα της- διαταρασσόταν τώρα από στάσεις όπως κάθε άλλη ελληνική πόλη. Η αιτία αυτής της κατάστασης εδώ όπως και οπουδή­ποτε αλλού ήταν η υπερβολική και όλο αυξανομέ­νη ανισότητα στη διανομή και κατοχή της γης.
 
    Η Σπάρτη κάποτε περηφανευόταν για το ακρι­βώς αντίθετο. Η περίφημη πολιτική ισότητα μετα­ξύ των Ομοίων υποτίθεται ότι βασιζόταν σε μια οι­κονομική ισότητα μεταξύ των πολιτών που αναγό­ταν αρχικά στην υποτιθέμενη νομοθεσία του Λυ­κούργου, η οποία περιελάμβανε την ισότιμη δια­νομή της γης στη Λακωνία και τη Μεσσηνία. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν καθόλου και ούτε ποτέ υπήρξε ισότιμα κατανεμημένη. Υπήρχαν πλούσιοι καθώς και φτωχοί Σπαρτιάτες, όπως στις άλλες ελ­ληνικές πόλεις. Η οξεία και όλο αυξανόμενη ευαί­σθητη διαφορά ήταν ότι αν ένας Σπαρτιάτης έπεφτε κάτω από το επίπεδο μιας συγκεκριμένης συνει­σφοράς φυσικού προϊόντος σε ένα κοινό συσσίτιο (συσκήνιον, συσσίτιον), έχανε τη θέση του ως Ομοίου και γινόταν ένα μέλος της κατώτερης τάξης των Υπομειώνων. Αυτό είχε αποτέλεσμα την εξα­σθένηση της μάχιμης στρατιωτικής δύναμης της Σπάρτης, η οποία στη μάχη των Λεύκτρων είχε ε­πιβεβαιώσει τη φήμη της ως μεγάλης δύναμης ε­ντός και εκτός Ελλάδος.
 
    Οποιοσδήποτε και να ήταν ο μηχανισμός συγκέ­ντρωσης γης (οι σύγχρονοι μελετητές είναι τόσο δι­χασμένοι επ’ αυτού όσο και οι αρχαίες πηγές), αυτή ήταν πιθανόν η κύρια αττία της ολιγανθρωπίας της Σπάρτης, του γεγονότος δηλαδή ότι μεταξύ 400 και 250 π.Χ. το σώμα των πολιτών μειώθηκε από 3.000 άτομα που ήταν σε 700 μόνο, από τα οποία μόλις τα 100 κρατούσαν ένα σημαντικό μερίδιο ιδιοκτησίας γης. Ήταν αυτή η κατάσταση που ο Άγης Δ΄ έθεσε στόχο να διορθώσει, χρησιμοποιώντας τα αναγεννη­μένα συνθήματα μιας καταπιεσμένης αγροτιάς: πα­ραγραφή των χρεών και αναδασμό της γης. Εκτός από μτα μειοψηφία πλούσιων συγγενών του ή άλ­λων ανθρώπων του περιβάλλοντος του, οι πλούσιοι συνενώθηκαν για να αντισταθούν σ’ αυτά τα μέτρα και στράφηκαν τυπικά στον άλλο βασιλέα, τον Λεωνίδα, για να υπεραμυνθούν της υπόθεσης τους. Ο Άγης ομως τους αντιμετώπισε αποτελεσματικά. Ο Λεωνίδας εξορίστηκε, τα χρέη παραγράφτηκαν κατ οι γραπτές υποθήκες, γνωστές ως κλήρια (από το κλήρος, που σημαίνει ένα κομμάτι γης), κάηκαν συμβολικά δημοσίως.
 
    Αλλά οι επιτυχίες του Άγη έφτασαν μέχρις εκεί. Πριν προλάβει να στραφεί σοβαρά στο σχεδιαζόμενο αναδασμό της γης, υπέστη μια ταπεινωτική ήτ­τα στον ισθμό της Κορίνθου, και κατά την επιστροφή του στη Σπάρτη δολοφονήθηκε από τους ε­χθρούς του, μαζί με τους άμεσους συγγενείς του. Η υπόθεση της μεταρρύθμισης, τόσο αναγκαία αντι­κειμενικά όσο και δικαιολογημένη ηθικά, έπρεπε να μείνει αδρανής για σχεδόν δεκαπέντε χρόνια. Ανέλπιστα καταπιάστηκε μ’ αυτήν ο γιος του Λεω­νίδα, Κλεομένης, που ανέβηκε στα θρόνο των Αγιαδών το 236 π.Χ. Αντίθετα με τον Άγη, ο Κλε­ομένης αντιλήφθηκε ότι η εξωτερική πολιτική εί­χε τόση σημασία όση και η εσωτερική κατ ετοίμα­σε το έδαφος για μια εσωτερική μεταρρύθμιση με μια σειρά αξιοσημείωτων επιτυχιών. Η πλέον περίβλεπτη ήταν αυτή κατά του Αράτου από τη Σικυώνα και της Αχαϊκής Συμπολιτείας της οποίας ηγείτο. Η λεηλασία της Μεγαλόπολης το 223 π.Χ. που αναφέρεται πιο πάνω, ήταν το αποκορύφωμα αυτής της επιτυχούς επιχείρησης, γεγονός που δη­μιούργησε την εντύπωση για ένα διάστημα πως ο Κλεομένης θα μπορούσε να επαναφέρει τη Σπάρτη στη θέση της διεθνούς επικυριαρχίας που απολάμ­βανε το 371 π.Χ.
 
    O Κλεομένης, όμως, δεν ήταν μονό ένας ι­κανός στρατιωτικός αρχηγός. Ήταν επίσης ένας πολύ αποτελεσματικός εσωτερικός μεταρρυθμιστής, και πιθανώς ένας κοινω­νικός επαναστάτης. Ο Άγης είχε κυρίως προτείνει ένα ριζοσπαστικό αναδασμό της γης. Ο αριθμός των 4.500 μεριδίων γης για τούς Σπαρτιάτες και 15.000 για τους Περίοικους (ελεύθεροι Λάκωνες, οι οποίοι δεν ήταν ελεύθεροι πολίτες της Σπάρ­της αλλά ζούσαν στις δικές τους ημιαυτόνομες κοι­νότητες μέσα στα σύνορα της πολιτείας της Σπάρτης) αναφέρεται ως ο τελικός στόχος του. Ο Κλεο­μένης όμως, που άρχισε το 227 π.Χ.. όντως πραγ­ματοποίησε έναν αναδασμό γης περίπου σ’ αυτήν την κλίμακα. Επιπλέον, δεν περιέλαβε μόνο τούς Περίοικους στο σχέδιο του. Απελευθέρωσε επίσης περίπου 6.000 από τούς εναπομείναντες Λάκωνες Είλωτες, τους δουλοπάροικους της Σπάρτης. κυρίως εργάτες στους αγρούς, με αντάλλαγμα ένα τέλος α­πελευθέρωσης που πληρωνόταν απ’ αυτούς μετρητοίς. Υπήρχε έτσι το ενδεχόμενο να γίνουν ιδιο­κτήτες της γης οπού πριν είχαν δουλέψει κατανα­γκαστικά. Στη σειρά ρυθμίσεων περιελήφθη αριθ­μός μισθοφόρων στρατιωτών του Κλεομένη - αυτοί αποτέλεσαν κλειδί για τις στρατιω­τικές μεταρρυθμίσεις του Κλεομένη, αφού μ’ αυτούς είχε προσπαθήσει να επαναφέρει τον παρακμασμένο και ξεπερασμένο σπαρτιατικό στρατό στα υψηλά ελληνιστικά πρότυπα που τέθηκαν από τούς Αντιγονίδες της Μακεδονίας ή τους Πτολεμαίους της Αιγύπτου.
 
    Για να είναι βέβαιος ότι οι πολιτικοί του εχθροί δεν θα μπορούσαν να εμποδίσουν ή να ανατρέψουν τις μεταρρυθμίσεις του, τους δολοφό­νησε και μετά έλεγξε προσω­πικά τούς πολιτικούς θεσμούς και τις δομές που θα μπορού­σαν να χρησιμοποιηθούν για να τον ανατρέψουν. Οι Έφοροι σκο­τώθηκαν, η διπλή μοναρχία ου­σιαστικά καταργήθηκε με την τοποθέτηση του αδελφού του Ευκλείδα στο θρόνο των Ευρυπωντιδών, η εξουσία της Γερου­σίας περιορίστηκε έξυπνα με τη δημιουργία του αξιώματος του ΙΙατρονόμου Οι μεταρρυθμίσεις του Κλεομένη δεν περιορίστηκαν μονό στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο. Ξεκίνησε επίσης μια ευρύτερη κοινωνική μεταρρύθμιση που στόχευε να αποκαταστήσει το υποτιθέμενο κοινωνικό σύστημα του Λυ­κούργου, της εκτεταμένης και ενιαίας δημοσίας εκ­παίδευσης για όλους τούς άρρενες πολίτες, της δη­μοσίας διαβίωσης με συσσίτια και της διαρκούς εκ­παίδευσης για τούς ενήλικους πολεμιστές. Μ’ αυτή την έννοια πρέπει να τεθεί το ερώτημα αν ο Κλεο­μένης δεν ήταν μόνο ένας μεταρρυθμιστής, αλλά ε­πίσης ένας κοινωνικός επαναστάτης, πιθανώς ένας ιδεολογικά η ακόμη και φιλοσοφικά πληροφορη­μένος και κινούμενος επαναστάτης.
 
    O Σφαίρος από το Βορυσθένη (Δνείπερος) στη Μαύρη θαλαοοα ήταν ένας διακεκριμένος Στωικός φιλόσοφος, με ένα ασυνήθιστα πρακτικό ενδιαφέρον να αλλάξει τον κόσμο και να δει τις ιδέες των Στωικών να εφαρμόζονται στην πράξη. Ο Σφαίρος αναφέρεται ότι είχε επισκεφθεί τη Σπάρτη όταν ο Κλεομένης ήταν στην εξουσία και πραγματοποίησε τις μεταρρυθμίσεις του. Ο Άντριου Έρσκιν (An­drew Erskine) είναι ο πλέον πεπεισμένος και θερ­μός πρόσφατος υποστηρικτής της άποψης ότι πίσω από το σύνολο της πρακτικής κοινωνικής μεταρρύθμισης του Κλεομένη βρίσκονται οι ιδέες και η έ­μπνευση του Στωικού Σφαίρου. Ίσως. θα ήταν βέβαια ενδεικτικό της μαζικής πολιτιστικής αλλαγής που είχε υποστεί η Σπάρτη από την ακμή της επο­χής του βασιλιά Αγησίλαου Β΄, για παράδειγμα (περ. 445-360 π.Χ.), εάν ο Κλεομένης πραγματικά υ­πήρξε τόσο φιλοσοφικά κινούμενος και εμπνευσμέ­νος. Αλλά αυτό δεν μπορεί δυστυχώς να αποδει­χθεί. Εν πάση περιπτώσει, οι μεταρρυθμίσεις είχαν σύντομη ζωή. Το 222 π.Χ. ο Κλεομένης ηττήθηκε ο­ριστικά στη Σελλασια από τον Αντίγονο Γ' τον Μα­κεδόνα. Οι μεταρρυθμίσεις ακυρώθηκαν και τρία χρόνια αργότερα ο Κλεομένης είχε ένα κάθε άλλο παρά ένδοξο θάνατο στην εξορία, στην πρωτεύουσα των Πτολεμαίων Αλεξάνδρεια. Το γεγονός αυτό έ­βαλε ένα τέλος σ’ ένα αξιοσημείωτο και ανεπανά­ληπτο πολιτικό και κοινωνικό πείραμα.
 
8.  ΑΡΧΑΙΑ  ΜΕΣΣΗΝΗ
 
    Στη ΒΔ Μεσσηνία, την Ιθώμη και τη γύρω περιοχή του στενυκληρικού πεδίου, είχαν αναπτυχθεί μι­κρές πόλεις πριν από τη σπαρτιατική κατάκτηση της χώρας στα τέλη του 8ου π.Χ. αι., η οποία κατά­κτηση διέκοψε την εξέλιξη τους προς πολυπλοκό-τερους αστικούς σχηματισμούς. Η σπαρτιατική κα­τοχή φαίνεται ότι δεν οδήγησε ταυτόχρονα και στην πλήρη απώλεια της ταυτότητας των κατοίκων των περιοικίδων αυτών πόλεων, δεν κατάφερε να α­φομοιώσει όλους τους Μεσσηνίους. Σημαντικό ρό­λο στην αντοχή και την αντίσταση των Μεσσηνίων ενάντια στον αφανισμό τους έπαιξαν η διατήρηση των τοπικών λατρειών και ιδιαίτερα των ηρώων, η μνήμη για τα κατορθώματα θρυλικών μορφών του παρελθόντος, όπως ο Αριστομένης, που σύμφωνα με την παράδοση έδρασε κατά το Β Μεσσηνιακό πόλεμο (640-620 π.Χ.), καθώς και ο διακαής πόθος των Μεσσηνίων της διασποράς για επιστροφή σε μια ελεύθερη πατρίδα.
 
    Μετά το 369 οι Μεσσήνιοι προσπάθησαν με τα­χείς ρυθμούς να κερδίσουν το χαμένο έδαφος και να γεφυρώσουν το χάσμα που είχε δημιουργήσει η πολύχρονη σπαρτιατική κατοχή. Εγκατέστησαν στη νέα πόλη λατρείες του απώτερου προδωρικού και δωρικού παρελθόντος τους, λατρείες που είχαν υι­οθετήσει ζώντας σε περιοχές εκτός Μεσσηνίας, κα­θώς και νέες λατρείες, οι οποίες σχετίζονταν με την πιο πρόσφατη Ιστορία τους. Σύμφωνα με την περι­γραφή του Παυσανία (4.27.6-7), κατά την προετοι­μασία οικοδόμησης της νέας πόλης, οι Μεσσήνιοι πρόσφεραν θυσία στον Ιθωμάτα Δία και τους Διόσκουρους, ενώ οι ιερείς τους στις Μεγάλες θεές Δήμητρα και Κόρη και τον Καύκωνα, μυθικό ιδρυ­τή των μυστηρίων της Ανδανίας, εγγονό του Φλύου από την Αττική. Επικαλέστηκαν σε συνέχεια από κοινού όλους τους ήρωες και τις ηρωίδες της χώρας και τους ζήτησαν να επανέλθουν και να κατοική­σουν μαζί τους στη νέα πόλη. Ιδιαίτερα κάλεσαν την πρώτη μυθική βασίλισσα της Μεσσηνίας Μεσ­σήνη, κόρη του βασιλέως του Αργούς Τριόπα και σύζυγο του Λάκωνα Πολυκάονα, τον Εύρυτο και τον Αφαρέα με τους γιους του Ίδα και Λυγκέα και από τους Ηρακλείδες τον Κρεσφόντη και το γιο του Αίπυτο, πάνω από όλους όμως ζήτησαν την ε­πιστροφή του θρυλικού ήρωα Αριστομένη.
 
    Στο Γυμνάσιο της Μεσσήνης είδε και περιέγρα­ψε ο Παυσανίας (4.32.3-6) το «μνήμα» του Αριστο­μένη, που περιείχε τα οστά του, τα μεταφερμένα α­πό τη Ρόδο.
 
    Πάνω στον τάφο του, κέντρο λατρείας του ήρωος, τελούνταν μαντικά δρώμενα με δεμένο σε κίονα ταύρο, ο οποίος προοριζόταν για τη θυσία. Η τέλε­ση των δρώμενων επιβεβαιώνεται και από κείμενο επιγραφής του 1ου αι. μ.Χ. (SEG 23.205.207). Ο Αριστομένης δεχόταν τιμές ήρωος μέχρι και τα χρόνια της επίσκεψης του Παυσανία, 155-160 μ.Χ., ορισμένοι μάλιστα υποστήριζαν ότι η μητέρα του Νικοτέλεια τον γέννησε αφού είχε συνευρεθεί προηγουμένως με δαίμονα ή θεό σε μορφή δράκο­ντα, επιχειρώντας έτσι να του αποδώσουν υπερανθρώπινη, θεϊκή καταγωγή (4.14.7-8). Σε μικρή α­πόσταση ΝΑ της σκηνής του θεάτρου ήλθε πρό­σφατα στο φως παλαιοχριστιανική βασιλική. Στα δύο πέρατα της αψίδας της κόγχης του ιερού έχουν τοποθετηθεί δύο ενεπίγραφα ασβεστολιθικά βάθρα χάλκινων ανδριάντων. Το ένα φέρει στο μέτωπο την επιγραφή [ΑΛ]έξανδρος, ενώ το δεύτερο την ε­πιγραφή Αριστομένης. Η τοποθέτηση των βάθρων Gin βάοη του τόξου δεν είναι τυχαία. Ποιος άλλος μπορούσε να προστατεύσει αποτελεσματικότερα το λαμπρό οικοδόμημα της νέας θρησκείας, εκτός α­πό τους δύο θρυλικούς στρατηγούς της αρχαιότητας; Η μορφολογική ομοιότητα των βάθρων και ο τύπος των γραμμάτων δείχνουν ότι είχαν ανιδρυθεί ταυ­τόχρονα στον ίδιο χώρο, είτε στο παρακείμενο θέα­τρο είτε στην αγορά της πόλης, και ότι η συσχέτιση των χαμένων ανδριάντων των δύο ηρώων είχε προηγηθεί της χρήσης των βάθρων τους από τους Πρώτους χριστιανούς. Είναι εμφανής η πρόθεση να εξομοιωθεί ο εθνικός ήρως των Μεσσηνίων με το μεγάλο Μακεδόνα στρατηλάτη. Στην επιχειρηθείσα εξομοίωση δεν έπαιξαν βέβαια ρόλο απλώς οι καλές σχέσεις που είχαν στο παρελθόν οι Μεσσήνιοι με τον ίδιο τον Αλέξανδρο και τον πατέρα του Φίλιππο, αλλά η τεράστια φήμη και η δόξα του Αλεξάνδρου και ο μετά θάνατον αφηρωισμός και θεοποίηση του. Από τις σχετικές με τον Αριστομέ­νη παραδόσεις, ιδιαίτερα την παράδοση της «επι­φάνειας» του στη μάχη των Λεύκτρων και της ανά­θεσης της ασπίδας του με επίσημα τον αετό στο μα­ντείο του Τροφωνίου στη Λιβαδειά, θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι ο χαμένος ανδριάς του τον παρίστανε ως ήρωα οπλίτη.
 
    Τα θρυλικά και παράτολμα ενίοτε κατορθώματα του Αριστομένη και οι νικηφόρες μάχες του ενά­ντια στους Σπαρτιάτες είχαν πάρει μυθικές διαστά­σεις, απαγγέλλονταν ως έπος, ως δημοτικό τρα­γούδι κυρίως από τις Μεσσήνιες γυναίκες, όταν ο ήρωας ήταν ακόμη ζωντανός, όπως μας πληροφο­ρεί ο Παυσανίας. Το έπος άδονταν στη Μεσσηνία για πολλούς αιώνες, απαλύνοντας τον πόνο των υ­ποδουλωμένων. Οι Μεσσήνιοι, άδοντας τα κατορ­θώματα του εθνικού τους ήρωα και συντηρώντας ταυτόχρονα τις λατρείες τοπικών ηρώων, ασκούσαν αντίσταση. Ήταν μια μορφή αντίστασης, που δεν α­ποτολμούσε την ανοιχτή αντιπαράθεση με τον κα­τακτητή, αποδείχθηκε ωστόσο ιδιαίτερα αποτελε­σματική, καθώς επενεργούσε διαβρωτικά ενάντια στο εξ,ουσιαστικό σπαρτιατικό καθεστώς και συνέ­βαλλε ταυτόχρονα στη διαμόρφωση μιας μεσση­νιακής εθνικής ταυτότητας. Ήταν μια μορφή «μα­κράς επανάστασης» (long revolution), όπως την α­ντιλαμβάνεται ο Pέϊμοντ Oυiλλαμς (Raymond Williams) στο ομώνυμο βιβλίο του (1989,75-76) ή μιας «πολιτισμικής αντίστασης», όπως την όρισε ο Μάρσαλ Σάλινς (Marshall Sahlins, Culture and Practical Reasons, Chicago, London 1976). Ο Παυσανίας (4.16.6-7) άκουσε να απαγγέλλουν α­κόμη στις μέρες του το επικό αυτό ποίημα και διέ­σωσε μάλιστα δύο στίχους του, έναν εξάμετρο και έναν πεντάμετρο. Μέσα από την «Αριστομενιάδα», κατά το παράδειγμα της «Αχιλληίδος» και άλλων παρόμοιων χαμένων επικών τραγουδιών, πρόβαλ­λε η μορφή του Μεσσήνιου ήρωα, επαινούνταν οι αρετές του, η μεγαλοφροσύνη και το απίστευτο θάρρος του. Θα πρέπει να περιγράφονταν ακόμη σε αυτό η θαυμαστή σωτηρία του από τον Καιάδα, που ισοδυναμούσε με επιστροφή από τον Άδη, η θυσία εκατομφονίων στον Ιθωμάτα Δία (Παυσανίας 4.18.4-19.3), η πτώση της Είρας και η προδοσία του Αριστοκράτη, η κατάχωση της «παρακαταθήκης» στην Ιθώμη, καθώς και άλλες περιπέτειές τουυ, ό­που γυναίκες έπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο. Η πιο εν­διαφέρουσα είναι η ιστορία με τη Σπαρτιάτισσα Αρχιδάμεια, ιέρεια της Δήμητρος στο ιερό της Αί­γιλας στη Λακωνική, η οποία τον ελευθέρωσε από την αιχμαλωσία όχι για χρήματα, αλλά γιατί ήταν ερωτευμένη από καιρό μαζί του (Παυσανίας4.17.1).
 
    Οι Μεσσήνιοι πίστευαν γενικά ότι ο Αριστομένης ήταν ο αγαθός τους δαίμων, αυτός που ανάμεσα στα άλλα συνέβαλε τα μέγιστα με την εμφάνισή του στο να κερδίσει ο Επαμεινώνδας την κρίσιμη μάχη στα Λεύκτρα το 371 π.Χ., μάχη καθοριστική για την ί­δρυση της Μεσσήνης δύο χρόνια αργότερα στην πλαγιά της Ιθώμης (Παυσανίας 4.32.4). Η θαυμαστή επιφάνειά του εκεί, όταν «δεν βρισκόταν πια ανά­μεσα στους ανθρώπους», αλλά ήταν προφανώς ήδη πάρεδρος και πρόπολος των θεών (Παυσανίας 4.32.5), σήμανε την επιστροφή της άυλης υπόστασής του για χάρη των Βοιωτών, την οποία ακολούθησε η επιστροφή των φυσικών του λειψάνων, των οστών του λίγα χρόνια αργότερα από τη Ρόδο (Παυσανίας 4.32.3). Το ίδιο ακριβώς είχε συμβεί και με τον Θη­σέα στη μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ. και την ε­πιστροφή των οστών του λίγο αργότερα, ω 475 π.Χ., από τη Σκύρο. Σύμφωνα με τον «μεσσήνιον λόγον», το μαντείο ωυ Τροφωνίου στη Λιβαδειά συμβού­λευσε τους Βοιωτούς να στήσουν τρόπαιο πριν από τη μάχη στα Λεύκτρα. αναρτώντας σε αυτό την α­σπίδα του Αριστομένη (Παυσανίας 4.32.5). Με ανά­λογο τρόπο, στη μάχη του Μαραθώνα είχε σηκωθεί από τη γη ο ίδιος ο Θησέας για να βοηθήσει το λαό του (Πλούταρχος 35.5).
 
    Οι πρόσφατες ανασκαφές στο Γυμνάσιο της Μεσ­σήνης έφεραν στο φως ιερό ήρωος. εγκαταστημένο σε επιφανέστατο τοπίο δίπλα στην είσοδο στο Γυμνάσιο, είχε τη μορφή περιβόλου, που όριζε το «ά­βατο», και περιέκλειε κτίσμα και τον τάφο του ή-ρωος. Ανάλογη με του Αριστομένη, αλλά και του Επαμεινώνδα περίπτωση είναι αυτή του μεγάλου στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Φιλοποίμενα του Μεγαλοπολίτη. ο οποίος δέχτηκε ισόθεες τιμές (Διόδωρος Σικελιώτης 29.18.1). Ένα ψήφισμα των Μεγαλοπολιτών (IG Υ 2. 432) αναφέρεται στην ανέγερση αγαλμάτων του, στην κατασκευή μνήμα­τος στην αγορά και τεμένους, στη θέσπιση γυμνι­κών και ιππικών αγώνων, στην απόδοση ισόθεων τιμών και στην αντίδρυση ενός βωμού από μάρμαρο λευκό, οπού να θυσιάζεται προς τιμήν του κάθε χρόνο, με την ευκαιρία της εορτής του Διός Σωτήρος, ταύρος, όπως για τον Αριστομένη. Ο Διόδω­ρος παραδίδει επί πλέον ότι «και ύμνους κατέδειξεν άδειν τους νέους», πράγμα που επιβεβαιώνει κατά τον καλύτερο τρόπο την ιδιαίτερη σχέση των ηρώων με τούς νέους και τούς αγώνες.
 
    Οι Μεσσήνιοι, αγωνιζόμενοι για την ίδια τους την ύπαρξη, δεν είχαν τη δυνατότη­τα να πάρουν μέρος στους Περσικούς πο­λέμους της περιόδου 490-479 π.Χ. και να μοιραστούν με τους άλλους Έλληνες τη μνήμη της ένδοξης απόκρουσης των βαρβάρων. Οι μάχες στο Μαραθώνα, τις Θερμοπύλες κατ τις Πλα­ταιές εξακολουθούσαν να ασκούν ιδιαίτερη αίγλη και να ξυπνούν πατριωτικά αισθήματα στους Έλληνες που ζούσαν κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρ­χία. Ειδικά οι αιώνιοι αντίπαλοι των Μεσσηνίων Σπαρτιάτες όχι μονό καυχιόνταν για τη συμβολή τους. σε βάρος μάλιστα των Αθηναίων, αλλά την πρόβαλλαν δεόντως με μνημεία, όπως η «Περσι­κή στοά» στην αγορά της Σπάρτης. με ειδικές εφη­βικές τελετές και κυρίως με τα ταφικά μνημεία των νεκρών στις Θερμοπύλες και των πρωταγωνιστών των Περσικών πολέμων, όπως του ναυάρχου Ευρυ­βιάδη και των ηρώων Λεωνίδα και Παυσανία (Παυσ. 3.14-16). Για τους Μεσσήνιους δεν απέμενε άλλη διέξοδος παρά να αναδείξουν τον Αριστομέ­νη σε εθνικό τους ήρωα. αυτόν που είχε επανει­λημμένα ταπεινώσει τους Σπαρτιάτες, υποβάλλο­ντας σε δοκιμασία την πολεμική τους αρετή, και εί­χε αμαυρώσει τη φήμη τους ως ανίκητων πολεμιστών. Η θέση του τάφου-ηρώου του Αριστομένη μέ­σα στο Γυμνάσιο και ο χάλκινος ανδριάντας του στο Στάδιο παραδειγμάτιζε τους εφήβους, θυμίζοντάς τους μεταξύ άλλων το ηρωικό μεσσηνιακό παρελ­θόν και τονίζοντας την αντίθεση προς τον αιώνιο α­ντίπαλο, τη Σπάρτη. Η θητεία των εφήβων της Μεσσήνης επί τρία χρονιά στο Γυμνάσιο εντασσό­ταν μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των διαβατηρίων εθίμων, που έπρεπε να τηρηθούν με ευλάβεια προ­κείμενου να περάσουν σταδιακά οι νέοι στην τάξη των ανδρών, να γίνουν δηλαδή πολίτες με πλήρη δικαιώματα. Η επαφή τους με τον κόσμο των ηρώ­ων και των νεκρών και με τις παραδόσεις και τις υ­ποχρεώσεις που αυτός συνεπάγεται αποτελούσε μέ­ρος των μυητικών διαδικασιών.