Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ - Πανηγυρικός (100-109)

Αποτέλεσμα εικόνας για μουσείο ακρόπολησ εκθέματα[100] Μέχρι μὲν οὖν τούτων οἶδ᾽ ὅτι πάντες ἂν ὁμολογήσειαν πλείστων ἀγαθῶν τὴν πόλιν τὴν ἡμετέραν αἰτίαν γεγενῆσθαι καὶ δικαίως ἂν αὐτῆς τὴν ἡγεμονίαν εἶναι μετὰ δὲ ταῦτ᾽ ἤδη τινὲς ἡμῶν κατηγοροῦσιν ὡς, ἐπειδὴ τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης παρελάβομεν, πολλῶν κακῶν αἴτιοι τοῖς Ἕλλησιν κατέστημεν, καὶ τόν τε Μηλίων ἀνδραποδισμὸν καὶ τὸν Σκιωναίων ὄλεθρον ἐν τούτοις τοῖς λόγοις ἡμῖν προφέρουσιν.

[101] ἐγὼ δ᾽ ἡγοῦμαι πρῶτον μὲν οὐδὲν εἶναι τοῦτο σημεῖον ὡς κακῶς ἤρχομεν, εἴ τινες τῶν πολεμησάντων ἡμῖν σφόδρα φαίνονται κολασθέντες, ἀλλὰ πολὺ τόδε μεῖζον τεκμήριον ὡς καλῶς διῳκοῦμεν τὰ τῶν συμμάχων, ὅτι τῶν πόλεων τῶν ὑφ᾽ ἡμῖν οὐσῶν οὐδεμία ταύταις ταῖς συμφοραῖς περιέπεσεν.

[102] ἔπειτ᾽ εἰ μὲν ἄλλοι τινὲς τῶν αὐτῶν πραγμάτων πραότερον ἐπεμελήθησαν, εἰκότως ἂν ἡμῖν ἐπιτιμῷεν· εἰ δὲ μήτε τοῦτο γέγονεν μήθ᾽ οἷόν τ᾽ ἐστὶν τοσούτων πόλεων τὸ πλῆθος κρατεῖν, ἢν μή τις κολάζῃ τοὺς ἐξαμαρτάνοντας, πῶς οὐκ ἤδη δίκαιόν ἐστιν ἡμᾶς ἐπαινεῖν, οἵτινες ἐλαχίστοις χαλεπήναντες πλεῖστον χρόνον τὴν ἀρχὴν κατασχεῖν ἠδυνήθημεν;

[103] οἶμαι δὲ πᾶσιν δοκεῖν τούτους κρατίστους προστάτας γενήσεσθαι τῶν Ἑλλήνων, ἐφ᾽ ὧν οἱ πειθαρχήσαντες ἄριστα τυγχάνουσι πράξαντες. ἐπὶ τοίνυν τῆς ἡμετέρας ἡγεμονίας εὑρήσομεν καὶ τοὺς οἴκους τοὺς ἰδίους πρὸς εὐδαιμονίαν πλεῖστον ἐπιδόντας καὶ τὰς πόλεις μεγίστας γενομένας.

[104] οὐ γὰρ ἐφθονοῦμεν ταῖς αὐξανομέναις αὐτῶν, οὐδὲ ταραχὰς ἐνεποιοῦμεν πολιτείας ἐναντίας παρακαθιστάντες ἵν᾽ ἀλλήλοις μὲν στασιάζοιεν, ἡμᾶς δ᾽ ἀμφότεροι θεραπεύοιεν, ἀλλὰ τὴν τῶν συμμάχων ὁμόνοιαν κοινὴν ὠφέλειαν νομίζοντες τοῖς αὐτοῖς νόμοις ἁπάσας τὰς πόλεις διῳκοῦμεν, συμμαχικῶς, ἀλλ᾽ οὐ δεσποτικῶς βουλευόμενοι περὶ αὐτῶν, ὅλων μὲν τῶν πραγμάτων ἐπιστατοῦντες, ἰδίᾳ δ᾽ ἑκάστους ἐλευθέρους ἐῶντες εἶναι,

[105] καὶ τῷ μὲν πλήθει βοηθοῦντες, ταῖς δὲ δυναστείαις πολεμοῦντες, δεινὸν οἰόμενοι τοὺς πολλοὺς ὑπὸ τοῖς ὀλίγοις εἶναι καὶ τοὺς ταῖς οὐσίαις ἐνδεεστέρους, τὰ δ᾽ ἄλλα μηδὲν χείρους ὄντας, ἀπελαύνεσθαι τῶν ἀρχῶν, ἔτι δὲ κοινῆς τῆς πατρίδος οὔσης τοὺς μὲν τυραννεῖν, τοὺς δὲ μετοικεῖν καὶ φύσει πολίτας ὄντας νόμῳ τῆς πολιτείας ἀποστερεῖσθαι.

[106] τοιαῦτ᾽ ἔχοντες ταῖς ὀλιγαρχίαις ἐπιτιμᾶν καὶ πλείω τούτων τὴν αὐτὴν πολιτείαν ἥνπερ παρ᾽ ἡμῖν αὐτοῖς καὶ παρὰ τοῖς ἄλλοις κατεστήσαμεν, ἣν οὐκ οἶδ᾽ ὅ τι δεῖ διὰ μακροτέρων ἐπαινεῖν, ἄλλως τε καὶ συντόμως ἔχοντα δηλῶσαι περὶ αὐτῆς. μετὰ γὰρ ταύτης οἰκοῦντες ἑβδομήκοντ᾽ ἔτη διετελέσαμεν ἄπειροι μὲν τυραννίδων, ἐλεύθεροι δὲ πρὸς τοὺς βαρβάρους, ἀστασίαστοι δὲ πρὸς σφᾶς αὐτούς, εἰρήνην δ᾽ ἄγοντες πρὸς πάντας ἀνθρώπους.

[107] ὑπὲρ ὧν προσήκει τοὺς εὖ φρονοῦντας μεγάλην χάριν ἔχειν πολὺ μᾶλλον ἢ τὰς κληρουχίας ἡμῖν ὀνειδίζειν, ἃς ἡμεῖς εἰς τὰς ἐρημουμένας τῶν πόλεων φυλακῆς ἕνεκα τῶν χωρίων, ἀλλ᾽ οὐ διὰ πλεονεξίαν ἐξεπέμπομεν. σημεῖον δὲ τούτων· ἔχοντες γὰρ χώραν μὲν ὡς πρὸς τὸ πλῆθος τῶν πολιτῶν ἐλαχίστην, ἀρχὴν δὲ μεγίστην, καὶ κεκτημένοι τριήρεις διπλασίας μὲν ἢ σύμπαντες,

[108] δυναμένας δὲ πρὸς δὶς τοσαύτας κινδυνεύειν, ὑποκειμένης τῆς Εὐβοίας ὑπὸ τὴν Ἀττικὴν, ἣ καὶ πρὸς τὴν ἀρχὴν τὴν τῆς θαλάττης εὐφυῶς εἶχεν καὶ τὴν ἄλλην ἀρετὴν ἁπασῶν τῶν νήσων διέφερεν, κρατοῦντες αὐτῆς μᾶλλον ἢ τῆς ἡμετέρας αὐτῶν, καὶ πρὸς τούτοις εἰδότες καὶ τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν βαρβάρων τούτους μάλιστ᾽ εὐδοκιμοῦντας ὅσοι τοὺς ὁμόρους ἀναστάτους ποιήσαντες ἄφθονον καὶ ῥᾴθυμον αὑτοῖς κατεστήσαντο τὸν βίον, ὅμως οὐδὲν τούτων ἡμᾶς ἐπῆρεν περὶ τοὺς ἔχοντας τὴν νῆσον ἐξαμαρτεῖν,

[109] ἀλλὰ μόνοι δὴ τῶν μεγάλην δύναμιν λαβόντων περιείδομεν ἡμᾶς αὐτοὺς ἀπορωτέρως ζῶντας τῶν δουλεύειν αἰτίαν ἐχόντων. καίτοι βουλόμενοι πλεονεκτεῖν οὐκ ἂν δή που τῆς μὲν Σκιωναίων γῆς ἐπεθυμήσαμεν, ἣν Πλαταιέων τοῖς ὡς ἡμᾶς καταφυγοῦσι φαινόμεθα παραδόντες, τοσαύτην δὲ χώραν παρελίπομεν ἣ πάντας ἂν ἡμᾶς εὐπορωτέρους ἐποίησεν.

***
Δικαίωση της αθηναϊκής ηγεμονίας.
[100] Ώς τη στιγμή εκείνη, το ξέρω, όλοι θα παραδέχονταν ότι είχε προσφέρει η πόλη μας πάρα πολλές ευεργεσίες στην Ελλάδα και δικαιωματικά θα της ανήκε η ηγεμονία. Για την αμέσως κιόλας κατοπινή περίοδο μας κατακρίνουν μερικοί πως τάχα, αφότου παραλάβαμε την αρχηγία στη θάλασσα, άφθονες συμφορές προξενήσαμε στους Έλληνες. Με τα λόγια τους αυτά μας καταλογίζουν φυσικά την υποδούλωση των κατοίκων της Μήλου και τη σφαγή των Σκιωναίων.

[101] Προσωπικά όμως νομίζω ότι, αν μερικοί από όσους μας πολέμησαν αποδείχτηκε πως τιμωρήθηκαν σκληρά, αυτό δε μπορεί να θεωρηθεί απόδειξη πως διοικήσαμε με τρόπο ανάρμοστο. Αντίθετα, πολύ πιο ισχυρή απόδειξη, πως ορθά διαχειριστήκαμε τις υποθέσεις των συμμάχων, αποτελεί το γεγονός ότι από τις πόλεις τις συμμαχικές, που έμειναν πιστές στη δικιά μας εξουσία, καμιά δεν έπεσε σ᾽ αυτές τις συμφορές.

[102] Έπειτα, αν υπάρχουν άνθρωποι που διαχειρίστηκαν τις ίδιες υποθέσεις με τρόπο μαλακότερο, δικαιολογημένα θα τα έβαζαν μαζί μας. Αφού όμως ούτε αυτό έχει συμβεί, ούτε και είναι δυνατό να επιβάλεις εξουσία σε τόσο πλήθος πόλεων χωρίς να τιμωρείς αυτούς που παρεκτρέπονται, πώς δεν αξίζουμε τον έπαινο εμείς, τη στιγμή που κατορθώσαμε να διατηρήσουμε τόσον καιρό την εξουσία, χωρίς να δυσαρεστήσουμε παρά ελάχιστους;

[103] Νομίζω μάλιστα πως όλοι συμφωνούν ότι άξιοι προστάτες των Ελλήνων θα σταθούν εκείνοι που στα δικά τους χρόνια, όσοι πειθάρχησαν, απόχτησαν μεγάλη ευτυχία. Στα χρόνια λοιπόν της ηγεμονίας της δικιάς μας θα βρούμε και των ιδιωτών τα σπίτια σε μεγάλη προκοπή και ευδαιμονία και όλες τις πόλεις σε μια ξεχωριστή ανάπτυξη και ευημερία.

[104] Είναι που δε ζηλεύαμε τις πόλεις που προόδευαν· δε δημιουργούσαμε αναταραχή επιβάλλοντας πολιτεύματα αντίθετα, έτσι που μεταξύ τους να φαγώνονται και εμάς να μας υπηρετούν δουλικά. Των συμμάχων την ομόνοια τη θεωρούσαμε κοινή ωφέλεια για όλους και κυβερνούσαμε όλες τις πολιτείες με τους ίδιους νόμους σαν σύμμαχοι πραγματικοί και όχι σαν αφέντες. Μόνο τη γενική πολιτική τους κατευθύναμε, χωρίς να επεμβαίνουμε σε θέματα προσωπικής ελευθερίας, που ήταν απαραβίαστη.

[105] Βοηθούσαμε το λαό και πολεμούσαμε την τυραννία, γιατί είχαμε τη γνώμη πως είναι απαράδεχτο οι λίγοι να καταδυναστεύουν τους πολλούς, να αποκλείονται από τα δημόσια αξιώματα οι άποροι, που ωστόσο σε τίποτα δεν υστερούσαν μπρος στους άλλους: Πιστεύαμε ότι δεν επιτρέπεται σε μια πατρίδα, που είναι κοινή για όλους, άλλοι να είναι τύραννοι και άλλοι μέτοικοι, και αυτοί που είναι από τη φύση πολίτες, να χάνουν τα πολιτικά τους δικαιώματα από το νόμο.

[106] Τέτοιες κατηγορίες έχοντας για τις ολιγαρχίες και ακόμα σοβαρότερες εφαρμόσαμε στις άλλες συμμαχικές πόλεις το ίδιο ακριβώς πολίτευμα που είχαμε και εμείς, και δεν ξέρω γιατί πρέπει να κάνω μακρολογώντας έπαινο γι᾽ αυτό, τη στιγμή μάλιστα που είναι δυνατό να είμαι και σύντομος.
Αρκεί να πω ότι με το πολίτευμα αυτό ζήσαμε ήσυχοι εβδομήντα χρόνια συνεχώς, χωρίς τυράννους, χωρίς σκλαβιά από τους βαρβάρους, μονιασμένοι και αδερφωμένοι μεταξύ μας, σε γαλήνη και ειρήνη με τον κόσμο όλο.

[107] Για όλα αυτά πρέπει οι άνθρωποι που λογικεύονται να μας χρωστούν ευγνωμοσύνη, και όχι να μας κακολογούν για τους κληρούχους, αφού τους στέλναμε στις πόλεις που ερημώνονταν όχι από πλεονεξία, μα για να τις φυλάν και να τις προστατεύουν. Θέλετε τώρα και απόδειξη γι᾽ αυτό; Είχαμε βέβαια χώρα πολύ μικρή, σε σύγκριση με το μεγάλο αριθμό των πολιτών, μα δύναμη μεγάλη· είχαμε πλοία δυο φορές τόσα όσα οι άλλοι Έλληνες μαζί, πλοία που ήταν σε θέση να αναμετρηθούν κάθε στιγμή με τα διπλάσια σε αριθμό·

[108] πλάι στην Αττική ήταν η Εύβοια, που είχε θέση εξαίρετη για την κυριαρχία μας στη θάλασσα και πολλά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τα άλλα νησιά, και αυτήν την είχαμε στο χέρι πιο σίγουρα και από τη δική μας πόλη· ξέραμε ακόμα ότι και από τους Έλληνες και από τους βαρβάρους ευημερούσαν περισσότερο όσοι ξεσπίτωναν και αναστάτωναν τους γείτονες, για να εξασφαλίσουν για λογαριασμό τους πλούσια ζωή και ξένοιαστη. Όμως τίποτα από αυτά δε μας ξεσήκωσε το νου, για να φερθούμε άδικα στους ανθρώπους του νησιού αυτού.

[109] Αντίθετα, μονάχα εμείς από τους λαούς που απόχτησαν ποτέ μεγάλη δύναμη δεχτήκαμε να ζήσουμε πιο φτωχικά από όσους έχουν το όνομα ότι είναι δούλοι. Και οπωσδήποτε, αν θέλαμε να δούμε το συμφέρον μας μονάχα, σίγουρα δε θα επιθυμούσαμε των Σκιωναίων τη χώρα —είναι γνωστό άλλωστε ότι την παραδώσαμε στους Πλαταιείς τους πρόσφυγες, που κατέφυγαν σ᾽ εμάς για προστασία— αφήνοντας ανενόχλητη μια τέτοια χώρα, που θα μπορούσε όλους μας να μας κάνει πλούσιους.

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός και ο πελοποννησιακός πόλεμος

Την επαύριο των νικών επί των Περσών, οι Έλληνες της Ασίας είχαν εμπιστευθεί στους Αθηναίους τη διοίκηση των ναυτικών δυνάμεων των περισσοτέρων πόλεων του Αιγαίου. Σχηματίστηκε μια συμμαχία με στόχο την απελευθέρωση των Ελλήνων που ήταν ακόμα υπόδουλοι στην Περσία και την υπεράσπιση των ιωνικών και νησιωτικών πόλεων από κάθε νέα επιχείρηση του Μεγάλου Βασιλέα. Η Δήλος, το ιερό νησί ανάμεσα σε όλα τα άλλα στα μάτια των Ιώνων, υιοθετήθηκε ως θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο της συμμαχίας. Αρχικά η Αθήνα δεν είχε παρά τη διεύθυνση (ηγεμονία)· ανεπαισθήτως. η ηγεμονία μετετράπη σε διοίκηση {αρχή) και η Συμμαχία της Δήλου μεταβλήθηκε σε αθηναϊκή κυριαρχία. Με το πρόσχημα ότι η Δήλος κινδύνευε από μια επίθεση των Περσών, ο ομοσπονδιακός θησαυρός μεταφέρθηκε στην Αθήνα και η διαχείριση του κοινού ταμείου ξέφυγε από τον έλεγχο των συμμάχων· οι τελευταίοι όφειλαν όρκο πίστης στην ηγεμονική πόλη’ στρατιωτικές επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκαν εναντίον κάθε συμμάχου που προσπαθούσε να εγκαταλείψει τη συμμαχία: της Νάξου το 470, της Θάσου το 465, της Σάμου το 441. Υποχρεωμένοι να καταβάλουν φόρο κάθε τέσσερα χρόνια στους Αθηναίους, οι σύμμαχοι μεταβλήθηκαν σε υπηκόους: η ηγεμονία είχε γίνει «τυραννία», κατά την έκφραση του Περικλή. Η ηγεμονία μας μοιάζει με τυραννία, έλεγε στους συμπολίτες του, την οποία «να προσλάβη τις θεωρείται άδικον, να την αφήση δε επικίνδυνον[1]». Οι Αθηναίοι είχαν πλήρη συνείδηση αυτού και οι πρεσβευτές τους στη Σπάρτη το αι­τιολογούσαν δια μακρών.
 
«Οι σύμμαχοί μας, συνηθισμένοι να φέρωνται προς ημάς ως ίσοι, αν παρά την πεποίθησίν των ότι έχουν δίκαιον ζημιωθούν, έστω και ελάχιστα,... στενοχωρούνται δια το ολίγον (...) Και, καθώς φαίνεται, τους ανθρώπους τους εξοργίζει περισσότερον η αδικία παρά ο ζυγός της βίας, διότι το μεν πρώτον το θεωρούν πλεονεξίαν προερχομένην από τον ίσον, το οε δεύτερον ανά­γκην επιβαλλομένην από τον ισχυρότερον. Ενώ δηλαδή από τον Μήδον υφίσταντο χειρότερα και τα υπέμενον, η ιδική μας εξουσία τους φαίνεται ανυπόφορος· και τούτο δεν είναι καθόλου παράδοξον, διότι η παρούσα ε­ξουσία είναι πάντοτε δυσβάστακτος εις τους υπηκόους[2]». «Αλλά το να μισούνται και το να δυσαρεστούν προσωρινώς συνέβη εις όλους όσοι είχον την αξίωσιν να υποτάξουν άλλους εις την εξουσίαν των. Και βεβαίως, όποιος προκαλεί το μίσος το,ιν άλλων δια τα ζητήματα που έχουν την μεγίστην αξίαν, ορθώς σκέπτεται. Διότι το μίσος δεν διαρκεί πολύ, ενώ η λαμπρότης του παρόντος και η δόξα του μέλλοντος αφήνουν μνήμην αθάνατον[3]».
 
Μέχρι την εποχή των Μηδικών πολέμων, στην Ελλάδα αναγνώριζαν γενικά την πρωτοκαθεδρία της Σπάρτης στις στρατιωτικές υποθέσεις καθώς και το δικαίωμά της σε μια κάποια ηθική ηγεμονία που της εξασφάλιζε ο θαυμασμός όλων για το πολίτευμα του Λυκούργου και τη σταθερότητα των λακεδαιμονικών θεσμών. Μετά τη μάχη της Σαλαμίνας, ωρίμασε η ιδέα πως η ηγεμονία έπρεπε να περιέλθει στην κατ’ εξοχήν ναυτική δύναμη, την Αθήνα. Οι Αθηναίοι πρεσβευτές δεν παρέλειψαν να το υπενθυμίσουν στους Σπαρτιάτες:
 
«Εις τούτο λοιπόν το τόσον σημαντικόν γεγονός, το οποίον έδειξε σαφώς ότι η τύχη των Ελλήνων εξηρτήθη από τα πλοία, ημείς παρέσχομεν τα τρία ωφελιμώτερα στοιχεία, δηλαδή αριθμόν πλοίων μέγιστον, στρατηγόν συνετώτατον και προθυμίαν εξαιρετικώς ακάματον... Ημείς όμως βοηθούντες από πόλιν μη υπάρχουσαν πλέον και κινδυνεύοντες διά πράγμα στηριζόμενον εις αμυδράν ελπίδα, συνετελέσαμεν κατά δύναμιν εις την ιδικήν σας και την ιδικήν μας σωτηρίαν. Εάν δε ημείς είχομεν υποταχθή προηγουμένως εις τον Μήδον, φοβηθέντες όπως οι άλλοι δια την χώραν μας, ή εάν δεν είχομεν τολμήσει να εισέλθωμεν εις τα πλοία, ως κατεστραμμένοι, δεν θα ήτο πλέον καθόλου ανάγκη να ναυμαχήσετε σεις, αφού δεν είχετε αρκετά πλοία, αλλά αι υποθέσεις του Μήδου θα ετακτοποιούντο ησύχως και όπως αυτός ήθελε[4]».
 
Μια σιδερένια αναγκαιότητα είχε οδηγήσει στη συγκρότηση και επέκταση της αθηναϊκής ηγεμονίας.
 
«...Απεκτήσαμεν αυτήν (την ηγεμονίαν) όχι δια της βίας, αλλ’ ότε σεις δεν ηθελήσατε να εξακολουθήσετε τον αγώνα εναντίον των διαφόρων υπολοίπων του βαρβάρου και προσήλθον εις ημάς οι σύμμαχοι και μόνοι των μας παρεκάλεσαν να γίνωμεν ηγεμόνες των. Ηναγκάσθημεν δε κατ’ αρχάς εξ αυτής της φύσεως του πράγματος, να προωθήσιομεν αυτήν εις την σημερινήν μορφήν της, προ πάντων μεν υπό του φόβον, κατόπιν υπό της τιμής, και τέλος υπό του συμφέροντος. (Και) δεν μας εφαίνετο πλέον ασφαλές να χαλαρώσωμεν τα ηνία και να κινδυνεύωμεν, αφού εις τους πολλούς είχομεν γίνει μισητοί και μερικούς αποστατήσαντας τους είχομεν υποδουλώσει, και αφού σείς δεν είσθε πλέον φίλοι μας, αλλ’ ύποπτοι και εχθροί μας· διότι τότε θα απεστάτουν προς το μέρος σας... Τοιουτοτρόπως και ημείς δεν εκάμαμεν τίποτε παράδοξον ούτε ξένον προς τον ανθρώπινον χαρακτήρα, αν εδέχθημεν εξουσίαν προσφερομένην και δεν την χαλαρώνωμεν, διότι υπεκύψαμεν εις τα πανίσχυρα αυτά τρία, την τιμήν, τον φόβον και το συμφέ­ρον. Ούτε πρώτοι ημείς εδώσαμε το παράδειγμα, αλλά συνηθίζεται ανέκα­θεν να υποτάσσεται ο ασθενέστερος εις τον ισχυρότερον... Αλλά κανείς μέχρι σήμερον δεν απέφυγε την πλεονεξίαν προτιμήσας το δίκαιον, οσάκις του εδόθη η ευκαιρία ν’ αποκτήση κάτι δια της δυνάμεώς του. Άξιοι επαί­νου είναι εκείνοι, οι οποίοι ακολουθήσαντες τους φυσικούς νόμους των αν­θρώπων και γενόμενοι ηγεμόνες άλλων, εδείχθησαν δικαιότεροι από όσον επιτρέπει η δύναμίς των. Ημείς τουλάχιστον νομίζομεν ότι αν ελάμβανον άλλοι την ιδική μας εξουσίαν, θα απεδείκνυον λαμπρότατα ότι είμεθα ε­πιεικείς...[5]».
 
Φόβος, τιμή και συμφέρον: όπως το 1914, αυτά τα τρία άρκεσαν για να πυροδοτήσουν τη «δύναμη των πραγμάτων» και τον αμείλικτο ωρολογια­κό της μηχανισμό. «Επειδή οι Αθηναίοι εγίνοντο μεγάλοι και ενέπνεον φόβον εις τους Λακεδαιμονίους, τους ηνάγκασαν να αρχίσουν πόλεμον», λέει ο Θουκυδίδης (Α, 23). Πόλεμος που ξετυλίχτηκε με μια αυστηρότητα τραγωδίας και ανέφλεξε ολόκληρη την Ελλάδα βυθίζοντάς την σε μια τριακονταετή σύγκρουση (431-404) χωρίς προηγούμενο από κάθε άπο­ψη: τον αριθμό των συμμετεχόντων. τη διάρκειά της, την έκταση του θεά­τρου των επιχειρήσεων που κατέλαβε όλο τον ελληνικό χώρο, από τη Μι­κρά Ασία έως τη Σικελία, και τις τραγικές της συνέπειες.
 
Οι ρήτορες και οι προπαγανδιστές δεν παρέλειψαν να επικαλεστούν την (άγνωστη στο παρελθόν) αντίθεση ανάμεσα σε Ίωνες και Δωριείς. Όπως απέδειξε η Ζακλίν ντε Ρομιγύ (Jacqueline de Romilly), το «φυλετικό» επιχείρημα δεν ήταν παρά προπαγανδιστικό πυροτέχνημα· κανένας δεν πί­στευε πραγματικά σ’ αυτό.
 
«Κανείς να μη φαντάζεται, ότι όσοι από ημάς (τους Σικελούς) είναι Δωριείς, είναι εχθροί των Αθηναίων, ενώ αι αποικίαι της Χαλκίδος, επειδή είναι της αυτής καταγωγής με τους Ίωνας, είναι εξησφαλισμένες», έλεγε ο Ερμοκράτης στους Σικελούς (Θουκυδίδης Δ, 61). «Εκείνοι, θέλω να είπα! επέρχονται εις την χώραν μας. όχι από έχθραν προς την μίαν των φυλών, εις τα οποία είναι από φύσεως διχασμένη η Σικελία, αλλά διότι εποφθαλ- μιούν τα αγαθά της νήσου, τα οποία είναι ιδικόν μας κτήμα κοινόν». «Ευρέθησαν συναγωνισταί (υπέρ ή εναντίον της Σικελίας), λέει ο Θουκυδίδης (Ζ, 57), όχι τόσον από υποχρέωσιν δικαίου ή συγγενείας, αλλά διά λόγους συμφέροντος ή κατ’ ανάγκην, ο καθένας αναλόγως των περιστάσεων που του έτυχαν».
 
ΙΙέρα από τις περιπέτειες των μαχών και τα ιδεολογικά επιχειρήματα τω| αντιπάλων, ο Θουκυδίδης βλέπει να εκδηλώνεται μια αναπόδραστη αλληλουχία χωρίς επιστροφή. Ωθούμενη από τον φόβο, την τιμή και το συμφέρον, η Αθήνα πρέπει μοιραία να προχωρήσει στην κλιμάκωση. Και αυτό συμπεραίνουν οι Κορίνθιοι στη συνέλευση των συμμάχων της Σπάρτης, ήδη από τις πρώτες μέρες της σύγκρουσης: «(Οι Αθηναίοι) ευρέθησαν εις τον κόσμον δια να μην ησυχάζουν οι ίδιοι μήτε τους άλλους ν’ αφήνουν να ησυχάσουν» (Α, 70). Το ίδιο έλεγε και ο Περικλής: «Διότι η ησυχία δεν διατηρείται, αν δεν συνοδεύεται με δραστηριότητα, ούτε συμ­φέρει εις πόλιν ηγεμονεύουσαν, αλλ’ εις υπήκοον δια να αποφεύγη τους κινδύνους παραμένουσα υπόδουλος» (Β, 63). Ακόμα ο Περικλής είχε προειδοποιήσει τους συμπολίτες του εναντίον κάθε είδους τυχοδιωκτισμού: «Μη θελήσετε να επεκτείνετε την κυριαρχίαν σας, κατά την διάρκειαν του πολέμου, έλεγε (Α,144)· και μην αναλάβετε με το θέλημά σας προσθέτους κινδύνους». Λίγα χρόνια αργότερα, ο Αλκιβιάδης θα παρασύρει τους Αθηναίους στην καταστροφή της Σικελίας διακηρύσσοντας:
 
«Ούτε είναι δυνατόν να χρησιμοποιούμεν τας δυνάμεις μας με οικονομίαν, εφ’ όσον θέλομεν να διατηρούμεν την ηγεμονίαν, αλλά είναι ανάγκη, αφού ευρισκόμεθα εις αυτήν την θέσιν, άλλους να επιβουλεύωμεθα και άλλους να παρενοχλούμεν, διότι διατρέχομεν τον κίνδυνον να περιέλθωμεν εις την ηγεμονίαν άλλων μόλις παύσωμεν να έχωμεν άλλους εις την ιδικήν μας... Μία πόλις πολυπράγμων θα κατεστρέφετο τάχιστα αν μετεβάλλετο εις φι­λήσυχον...» (ΣΤ. 18).
 
Η Σπάρτη, που δέχτηκε να αναλάβει την ηγεμονία στην Πελοπόννησο, οφείλει να κάνει το ίδιο· η σταυροφορία της για την ελευθερία θα εκφυλιστεί επίσης σε τυραννία και η ισχύς της θα δώσει λαβή σε μίση και μνησικακίες ανάλογες με εκείνες που προκάλεσε η ισχύς των Αθηνών.
 
Έτσι ο πόλεμος υπήρξε χωρίς προηγούμενο. Ενώ. λέει ο Θουκυδίδης, ο πόλεμος κατά των Περσών «ταχέως εκρίθη με δύο ναυμαχίας και δύο πεζομαχίας» (Α, 23), ο πελοποννησιακός πόλεμος παρουσιάζεται ως μια αδιάκοπη συνέχεια μαχών και εμφυλίων πολέμων.
 
 Ο Θουκυδίδης είχε προβλέψει εξαρχής ότι «θα είναι μέγας και αξιολογώτερος πάντων των προηγουμένων... Οι δύο αντίπαλοι ερρίπτοντο εις αυτόν εντελώς παρεσκευασμένοι καθ’ όλα... και οι άλλοι Έλληνες ή συνετάσσοντο αμέσως με μίαν από τας δύο μερίδας ή εσκόπευον να το πράξουν» (A, 1). Πράγμα­τι, «ούτε τόσαι πόλεις εκυριεύθησαν και ηρημώθησαν, άλλαι από βαρβά­ρους και άλλαι από τους ιδίους τους Έλληνας πολεμούντας μεταξύ των (μερικαί μάλιστα ήλλαξαν και κατοίκους μετά την άλωσίν των), ούτε τόσαι εξορίαι και θανατώσεις ανθριόπων, άλλαι εξ αιτίας του πολέμου και άλλαι εξ αιτίας των στάσεων» (Α, 23). Δεν είναι μόνο η ιστορία του τέλους του 5ου αιώνα που διαβάζουμε στον Θουκυδίδη, αλλά ο ίδιος ο λόγος του πολέμου, η οντολογία, θα λέγαμε, του απόλυτου πολέμου, εκεί­νου που ανάγει το ανθρώπινο ον στην πρωτόγονη φύση του. «Εν καιρώ ειρήνης και ευημερίας, αι πόλεις και οι ιδιώται έχουν ευγενέστερα φρονήματα, επειδή δεν περιπίπτουν εξ ανάγκης εις ανεπιθυμήτους κακοτυχίας. Αλλά ο πόλεμος αφαιρεί βαθμηδόν την άνεσιν του καθημερινού βίου και διδάσκει την βιαιότητα και εξομοιώνει τα φρονήματα του πλήθους προς την παρούσαν (πολεμικήν) κατάστασιν» (Ε, 82). Τότε βγαίνουν στην επιφάνεια οι παλιοί δαίμονες της ύβρεως και της παραφροσύνης που ο πολιτισμός καλύπτει με ένα λεπτό υμένα: «...τοιουτοτρόπως συνέβησαν πολλά και δεινά τα οποία βεβαίως γίνονται και θα γίνωνται πάντοτε εφ’ όσον η φύσις των ανθρώπων παραμένει η αυτή» (Γ, 82).
 
Με το τέλος του πολέμου, το 404. τέλειωσε και η κλασική Ελλάδα. Όλες οι αξίες είχαν καταρρεύσει:
 
«Ακόμη δε μετέβαλον αυθαίρετος και την καθιερωμένην σημασίαν των λέξεων, λέει ο Θουκυδίδης (Γ, 82). Η μεν παράλογος τόλμη ενομίσθη ως φιλέταιρος ανδρεία, η δε βραδυπορούσα προνοητικότης εύσχημος δειλία, η σωφροσύνη προκάλυμμα της δειλίας και η τα πάντα εξετάζουσα σύνεσις τελεία αδράνεια. Η παράφορος ορμητικότης εθεωρήθη ως απαραίτητον στοι- χείον του ανδρισμού, η προς ασφάλειαν περίσκεψις εύσχημος πρόφασις αποφυγής. Και ο μεν οξύθυμος ενομίσθη πάντοτε άξιος εμπιστοσύνης, ο δε αντιλέγων εις αυτόν ύποπτος. Ο σχεδιάσας επιβουλήν τινα και επιτυχών εθεωρείτο συνετός, ο δε αντιληφθείς επιβουλήν συνετώτερος... Γενικώς δε επηνείτο ο προλαβών τον μέλλοντα να πράξη κάτι κακόν και ο παρακινήσας τον μη σκεπτόμενον τοιούτον τι. Οι πολιτικοί φίλοι εθεωρήθησαν πε­ρισσότερον οικείοι από τους συγγενείς, λόγω της μεγαλυτέρας προθυμίας τους να τολμούν απροφασίσταις, διότι οι τοιούτοι πολιτικοί σύνδεσμοι δεν έγιναν προς ωφέλειαν των μελών συμφώνως με τους κειμένους νόμους, αλ­λά προς πλεονεξίαν παρά τους υφισταμένους. Η δε αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών εστερεώνετο όχι δια της τηρήσεως του θείου νόμου αλλά δια της κοινής παρανομίας... Περισσότερον δε ετιμάτο το ν’ ανταποδώση κανείς την βλάβην παρά το να προνοήση να μη βλαφθή. Οι όρκοι περί συμφιλιώσεως, αν τυχόν εγίνοντο, εδίδοντο προσωρινώς λόγω της ανάγκης των αντιπάλων... εις πρώτην ευκαιρίαν όμως, όποιος έπαιρνε θάρρος πρω­τύτερα, αν τυχόν έβλεπε τον αντίπαλον απροφύλακτον τον εξεδικείτο με περισσοτέραν ευχαρίστησιν λόγιο της εμπιστοσύνης παρά εάν ήτο φανερός εχθρός, διότι υπελόγιζε και την ασφάλειαν και ότι ελάμβανε βραβείον συνέσεως ως υπερισχύσας δια της απάτης... Αίτιον δε όλων τούτων ήτο η επιθυμία της αρχής από πλεονεξίαν και φιλοδοξίαν, εκ των οποίων εξεπήγαζε και η σπουδή προς επικράτησιν διά παντός μέσου εν περιπτώσει δια­μάχης. Διότι οι αρχηγοί των κομμάτων εις τας πόλεις δίδοντες εις τα κόμ­ματά των ευπρεπείς ονομασίας, οι μεν από την προτίμησιν της ισονομίας του πλήθους, οι δε από την προτίμησιν της σώφρονος αριστοκρατίας, έλε- γον μεν ότι εφρόντιζον δια τα κοινά, έβλεπον όμως αυτά ως έπαθλα προσω­πικών αγώνων. Αγωνιζόμενοι δε να υπερισχύσουν αλλήλων με κάθε τρόπον ετόλμησαν να πράξουν τα χείριστα και επεδίωκον να καταστήσουν τας (επιβαλλομένας εις τους αντιπάλους των) τιμωρίας ακόμα μεγαλυτέρας, διότι επέβαλλον αυτάς όχι κατά την απαίτησιν του δικαίου και του συμ­φέροντος της πόλεως, αλλά θέτοντες ως όριον την τυχόν παρεχομένην εκ της τιμωρίας ευχαρίστησιν εις το κόμμα· ως εκ τούτου οσάκις κατελάμβανον την αρχήν, ήσαν έτοιμοι να χορτάσουν την κατέχουσαν αυτούς επιθυ­μίαν της επικρατήσεως ή δια καταδικαστικών αποφάσειον αδίκως ή δι’ αυ­τοδικίας. Ώστε εις την ευσέβειαν δεν έδιδε σημασίαν ούτε η μία μερίς ούτε η άλλη, εκρίνοντο δε ως άξιοι μεγαλυτέρου επαίνου όσοι με λόγους ευπρε­πείς συνέβαινε να κατορθώσουν κάτι που εκινούσε τον φθόνον. Οι πολίται οι μη παρασυρόμενοι εις τας υπερβολάς εξοντώνωντο και από τας δύο μερί­δας, ή διότι δεν ήσαν συναγωνισταί ή διότι τους εφθόνούν ως μη κινδυνεύ­οντας.
 
«Τοιουτοτρόπως λοιπόν εξ αιτίας των στάσεων παρουσιάσθη εις τους Έλ­ληνας παν είδος κακοηθείας, και η χρηστότης, με την οποίαν συνδέεται αναποσπάστως η ευγένεια, κατεγελάσθη και εξηφανίσθη, επεκράτησε δε σχεδόν γενικώς η πλήρης δυσπιστίας καχυποψία Διότι την δυσπιστίαν αυ­τήν δεν ηδύνατο να διαλύση ούτε εγγύησις δια λόγου ούτε όρκος προκαλών τον φόβον· και επειδή πάντες ενδομύχως επίστευον περισσότερον εις το ανέλπιστον παρά εις το ασφαλές, δεν ηδύναντο να έχουν εμπιστοσύνην, αλλά ελάμβανον προκαταβολικώς τα μέτρα των δια να μην πάθουν το κακόν. Ως επί το πολύ δε υπερίσχυον οι αφρονέστεροι· διότι φοβούμενοι την ανεπάρκειάν των και την φρόνησιν των αντιθέτων, μήπως νικηθούν εις τους λόγους και μήπως τους προλάβουν οι αντίπαλοι δια της πνευματικής των ευστροφίας εις την επιβουλήν, επροχώρουν τολμηρώς εις τα έργα. Οι δε συνετώτεροι, επειδή περιφρονούντες τους αντιπάλους επίστευον ότι ήθελον αντιληφθή εκ των προτέρων τας επιβουλάς των και ότι δεν πρέπει να επιτυγχάνουν δια των έργων όσα είναι δυνατόν να επιτύχουν δια του νου, έμενον περισσότερον απροφύλακτοι και κατεστρέφοντο.»
 
Όλοι οι δαίμονες που είχε εξορκίσει η τραγωδία ξύπνησαν. Πρέπει να διαβάσει κανείς στον Θουκυδίδη τον διάλογο των Μηλιών με τους Αθηναίους για να συνειδητοποιήσει σε ποιο βαθμό μηδενισμού είχε φτάσει η δίψα των Αθηναίων για εξουσία. Οι κάτοικοι αυτού του μικροσκοπικού νησιού, που είχε αποικισθεί από τους Λακεδαιμονίους, κράτησαν ουδέτε­ρη στάση· στη συνέχεια, πιεσμένοι από τις λεηλασίες που διέπραξαν οι Αθηναίοι στη γη τους, υποχρεώθηκαν να έρθουν σε ανοιχτό πόλεμο μ’ αυτούς. Αθηναίοι πρέσβεις απαίτησαν από τους άρχοντες του νησιού να υποταχθούν στο νόμο των Αθηνών· ο διάλογος που ακολούθησε αποτελεί την τελευταία αισχύλεια τραγωδία που μας κληροδότησε η κλασική εποχή·
 
Η συμβουλή του στυγνού ρεαλισμού που δίνουν οι Αθηναίοι κήρυκες στους πολίτες της Μήλου αποτελεί ήδη το προανάκρουσμα της ανατροπής των κλασικών αξιών: «...Λοιπόν εσείς, που είσθε αδύνατοι και εξαρτάσθε από μίαν και μόνην ροπήν, μη θελήσετε να το πάθετε αυτό, μήτε να γίνετε όμοιοι με τους πολλούς, οι οποίοι, ενώ ημπορούν ακόμη να σβη­θούν με τα ανθρώπινα μέσα, όταν πιεζόμενοι χάσουν όλας τας φανεράς ελπίδας, στρέφονται προς τας αφανείς, δηλαδή τας μαντείας και τους χρη­σμούς και όσα άλλα παρόμοια καταστρέφουν τους ανθρώπους με τας ελ­πίδας που γεννούν» (Ε, 103). Οι Μήλιοι δεν έχουν καμιά αυταπάτη ως προς αυτό: «Το τέλος αυτής (της συνομιλίας), κατά πάσαν πιθανότητα θα μας φέρη, αν μεν υπερισχύσωμεν (εις την συζήτησιν) με την βοήθειαν του δικαίου μας και ως εκ τούτου δεν παραδεχθώμεν τα επιχειρήματά σας, πόλεμον· αν πάλι τα παραδεχθώμεν, δουλείαν » (Ε, 86). Έτσι οι Αθηναίοι δεν μιλούν τη γλωσσα της δικαιοσύνης και παραμερίζουν με περιφρόνη­ση «τους μακρούς λόγους που δεν γίνονται πιστευτοί» (Ε, 89):
 
«Λοιπόν ημείς δεν θα σας παρουσιάσωμεν λόγους μακρούς που δεν γίνο­νται πιστευτοί, ούτε θα μεταχειρισθώμεν ευλογοφανείς δικαιολογίας, ότι π. χ. δικαίως κατέχομεν την αρχήν, αφού ενικήσαμεν τους Πέρσας ή ότι τώρα ζητούμεν να τιμωρήσωμεν τους εχθρούς μας, αφού υπέστημεν άδικον επιθεσιν. Απαιτούμεν όμως και από σας να μη νομίζετε ότι θα μας πείσετε λέγοντες ότι δεν επολεμήσατε εναντίον μας, μολονότι είσθε άποικοι των Λακεδαιμονίων, ή ότι δεν μας αδικήσατε εις τίποτε. Θέλωμεν να εκθέσω- μεν και ημείς και σείς όσα έχομεν πραγματικώς εις τον νουν μας, και να παραδεχθώμεν τα δυνατά. Γνωρίζομεν δε και ημείς και σεις ότι κατά την ανθρωπίνην κρίσιν τα μεν δίκαια ισχύουν μεταξύ εκείνων που διαθέτουν ίσας δυνάμεις, τα δε δυνατά τα εκτελούν οι ισχυροί και τα παραδέχονται οι αδύνατοι» (Ε, 89).
 
Οι Μήλιοι έκαναν το σφάλμα να επικαλεσθούν τη δικαιοσύνη: «Μά­θετε καλά ότι και ημείς θεωρούμεν δύσκολον τον αγώνα εναντίον της δυνάμεώς σας και της τύχης, αν δεν φανή δικαία. Εν τούτοις έχομεν εμπι­στοσύνην εις την τύχην, διότι οι θεοί δεν θα μας αφήσουν να νικηθώμεν αφού αγωνιζόμεθα δίκαιοι προς αδίκους» (Ε, 104). Με την απάντηση των Αθηναίων καταρρέει όλος ο κόσμος του Σόλωνα και του Αισχύλου:
 
«Όσον αφορά την ευμένειαν των θεών, νομίζομεν ότι δεν θα λείψη ούτε από μας. Διότι καμμία απαίτησις και καμμία πράξις μας δεν είναι αντίθε­τος ούτε εις εκείνα που πιστεύουν οι άνθρωποι δια τους θεούς, ούτε εις εκείνα που επιθυμούν δια τους εαυτούς των. Διότι νομίζομεν ότι και οι θεοί, κατά την γνώμην των ανθρώπων (δόξα), και οι άνθρωποι χωρίς καμμίαν αμφισβήτησιν, αναγκάζονται πάντοτε από φυσικήν ορμήν να επιβάλλουν την εξουσία των εις εκείνους τους οποίους νικούν. Αυτό τον νόμον ούτε τον ενομοθετήσαμεν, ούτε τον εχρησιμοποιήσαμεν πρώτοι· τον παρελάβομεν υπάρχοντα, τον χρησιμοποιούμεν, και όταν τον αφήσωμεν, θα εξακολουθήση να υπάρχη δια παντός' γνωρίζομεν δε ότι και σεις και οποιοσδήποτε άλλος ήθελε αποκτήσει την δύναμίν μας, το αυτό θα έπραττε. Δι’ αυτό λοιπόν και ημείς έχομεν λόγους να μη φοβούμεθα ότι οι θεοί θα μας δεί­ξουν ολιγωτέραν ευμένειαν...» (Ε, 105).
 
Οι Μήλιοι αρνήθηκαν να υποκύψουν και οι Αθηναίοι, αφού κατέλαβαν εξ εφόδου την πόλη, «εφόνευσαν όλους τους Μηλίους άνδρας όσους συνέλαβον, τας δε γυναίκας και τα παιδιά έκαμαν δούλους» (Ε, 116).
 
Αυτός ο θρίαμβος της ύβρεως έλαβε χώρα το 416-415, δέκατο έκτο χρόνο του Μεγάλου Πολέμου. Η τιμωρία θα έλθει με την αμείλικτη σκληρότητα του τιμωρού πεπρωμένου.
 
Λίγο μετά τη σφαγή των Μηλίων, ήρθαν πρέσβεις από την Έγεστα, ζητώντας τη βοήθεια των Αθηναίων εναντίον των κατοίκων του Σελινούντα. Ο νεαρός Αλκιβιάδης, αριστοκρατικής καταγωγής που όμως έγινε δημοκρατικός από υπολογισμό και φιλοδοξία, μαθητής του Σωκράτη αλλά χωρίς κανένα ηθικό φραγμό, δεν θα δυσκολευτεί καθόλου να πείσει τους Αθηναίους να αποφασίσουν την καταστροφική εκστρατεία της Σικε­λίας.
 
«Και τότε, λέει ο Θουκυδίδης, κατελήφθησαν όλοι αδιακρίτως από σφο- δράν επιθυμίαν να εκστρατεύσουν· οι μεν πλέον ηλικιωμένοι, με τη σκέψιν ότι θα υποτάξουν την χώραν εις την οποίαν επήγαιναν, ή τουλάχιστον ότι ένα τόσον μεγάλο στράτευμα δεν έχει φόβον να πάθη τίποτε· οι δε ευρισκό­μενοι εις την κατάλληλον ηλικίαν, με τον πόθον να ιδούν και να γνωρίσουν μίαν μακρινήν χώρα και με την πεποίθησιν ότι θα σωθούν· τέλος, οι άνθρω­ποι του λαού που θα εστρατεύοντο, με την ιδέαν ότι και χρήματα θα εκέρδιζαν επί του παρόντος και την δύναμιν της πόλεως θα εμεγάλωναν, ώστε να έχουν από αυτήν παντοτεινήν μισθοδοσίαν.» (ΣΤ. 24).
 
Η εκστρατεία ξεκίνησε στα τέλη της άνοιξης του 415. Δυο χρόνια αργότερα ήρθε η καταστροφή. Μετά από μια σοβαρή ήττα του στόλου στα ανοιχτά των Συρακουσών, και δεχόμενοι επιθέσεις από τους Συρακούσιους, οι Αθηναίοι, λέει ο Θουκυδίδης, «έφευγαν, αφού έχασαν όλα τα πλοία των και όχι πλέον με μεγάλην ελπίδα, αλλά με κίνδυνον και δια τον εαυτόν τους και δια την πόλιν» (Ζ,75). Όταν διατάχθηκε υποχώρηση,
 
«η στιγμή της εγκαταλείψεως του στρατοπέδου προκαλούσε εις τα όμματα και την ψυχή εκάστου πολλάς άλλας αλγεινάς εντυπώσεις. Οι νεκροί έμε­ναν άταφοι και, οσάκις κανείς έβλεπε πεσμένον κάποιον ιδικόν του, κατελαμβάνετο από λύπην και φόβον. Μεγαλυτέραν όμως λύπην και από τους νεκρούς προξενούσαν εις τους ζώντας οι εγκαταλειπόμενοι τραυματίαι και ασθενείς, που τους συγκινούσαν περισσότερον και από τους αποθαμένους. Διότι άρχιζαν τας παρακλήσεις και τους οδυρμούς και έφερναν τους αναχωρούντας εις αμηχανίαν· οσάκις κανείς έβλεπε κάποιον φίλον ή συγγενή του, τον εκαλούσε μεγαλοφώνως με το όνομά του και εζητούσε επιμόνους να τον πάρη μαζί του· άλλοι εκρεμώντο από τους αναχωρούντας συσκήνους των και τους ακολουθούσαν όσο μπορούσαν, όταν όμως έχαναν τας δυνά­μεις των, εγκατελείποντο και τότε άρχιζαν τους εξορκισμούς και τους οδυρ­μούς.»
 
Η υποχώρηση έληξε με τη σφαγή κοντά στον ποταμό Ασσίναρο. Οι επιζώντες θα καταλήξουν έγκλειστοι στα λατομεία των Συρακουσών.
 
«Τους είχαν συσσωρεύσει εις ένα χώρον κοίλον και στενόν, ενώ ήσαν πολλοί, όπου τους εβασάνιζαν πρώτα ο ήλιος και ο πνιγηρός καύσων.. αφού το μέρος δεν εστεγάζετο, κατόπιν δε αι ψυχραί νύκτες του φθινοπώρου, αι οποίαι με την απότομον μεταβολήν τους έφερναν ασθενείας...Τα σώματα εκείνων που απέθνησκον από τα τραύματα, από την μεταβολήν του καιρού και άλλας αιτίας, ήσαν εκεί συσσωρευμένα όλα μαζί. το ένα επάνω εις το άλλο, και εσκορπούσαν οσμήν ανυπόφορον. Εκτός τούτων εβασανίζοντο και από την πείναν και την δίψαν» (Ζ.87).
 
Η Αθήνα βρήκε τη δύναμη να συνεχίσει τον πόλεμο και μάλιστα να απορρίψει την πρόταση ειρήνης των Λακεδαιμονίων. Η αποφασιστική μάχη διεξάχθηκε τελικά στους Αιγός Ποταμούς, στον Ελλήσποντο, το 405. Ο αθηναϊκός στόλος καταστράφηκε ολοσχερώς. «Θρήνος σύρθηκε από τον Πειραιά, διηγείται ο Ξενοφών {Ελληνικά. Β. 2, 3), στα Μακρά Τείχη και στην πόλη καθώς το μήνυμα περνούσε από στόμα σε στόμα, έτσι που κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα - δεν έκλαιγαν μονάχα τους νεκρούς τους αλλά πιο πολύ τη δική τους μοίρα, πιστεύοντας ότι θα πάθαιναν τα ίδια που είχαν κάνει κι αυτοί στους Μηλίους (...), στους Ιστιαιείς, στους Σκιωναίους, στους Τορωναίους, στους Αιγινήτες και σε πολλούς άλλους Έλληνες». Από τον Νοέμβριο του 405, ο Πειραιάς αποκλείστηκε. Πολιορκημένοι από τους Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι αντιστάθηκαν για τέσσε­ρεις μήνες και παραδόθηκαν τον Απρίλιο του 404. «Μετά απ’ αυτά ο Λύσανδρος αγκυροβόλησε στον Πειραιά, οι εξόριστοι γύρισαν, και βάλθηκαν με πολλήν όρεξη να γκρεμίζουν τα Τείχη, στους ήχους αυλού που έπαιζαν κορίτσια - νομίζοντας ότι από κείνη τη μέρα ελευθερωνόταν η Ελλάδα» (Ξενοφών, στο ίδιο, Β, 2).
 
Έτσι τελείωσε ένας πόλεμος που είχε διαρκέσει πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα και από τον οποίο η Ελλάδα έβγαινε ερειπωμένη και αναστατωμένη. Μέχρι την κατάκτηση της Ελλάδας από τις μακεδονικές φάλαγγες (το 336), η ιστορία των πόλεων δεν θα είναι παρά ένας επίλογος στα περασμένα μεγαλεία. Αυτή τη θρυμματισμένη αρμονία θα μας αποκαλύψει η μετακλασική τέχνη του 4ου αιώνα.
 --------------------- 
[1] Θουκυδίδης, Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, Β, 63
[2] Στο ίδιο, Α, 77.
[3] Στο ίδιο, Β. 64.
[4] Θουκυδίδης, Α, 74.
[5] Θουκυδίδης, Α, 75-77.

Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΚΑΙ Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για μουσείο ακρόπολησ εκθέματαΘεωρώ ότι η Ιστορία του Θουκυδίδη είναι ένα από τα πιο τρο­μακτικά αναγνώσματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο αναγνώστης τρομάζει πρώτα απ’ όλα με την αγριότητα των γεγονότων που περιγράφονται. Μπροστά στον Πελο­ποννησιακό πόλεμο, που είναι στην ουσία ένας μεγάλος εμ­φύλιος πόλεμος, με πολλούς μικρότερους εμφυλίους πολέ­μους στο εσωτερικό του, οι μεταγενέστεροι εμφύλιοι πόλε­μοι (και ο πρόσφατος δικός μας) είναι πολεμικά παιδικά παιχνίδια. Τι να σας θυμίσω; Ότι από τα 180 καράβια και τους 70000 στρατιώτες των Αθηναίων και των συμμάχων τους δεν γυρίζει πίσω ούτε ένας; Ότι σώζονται την τελευ­ταία στιγμή, πριν από τους Μηλίους που δεν σώθηκαν, οι Μυτιληνιοί, γιατί οι Αθηναίοι αλλάζουν την τελευταία στιγ­μή γνώμη, οπότε σκοτώνουν μόνο 1000 πρωταίτιους πολί­τες; Ότι οι τιμημένες από τους Περσικούς πολέμους Πλα­ταιές σβήνουν από τον χάρτη σ’ αυτόν τον πόλεμο, και ότι οι Αιγινήτες εξοντώνονται περίπου όλοι; Ότι οι μισοί Κερ­κυραίοι εναλλάξ αφανίζουν τους άλλους μισούς, στην πιο άγρια εμφύλια σύρραξη που έχει ποτέ περιγραφεί σε κεί­μενο;

Πιο τρομακτικός και από τα ίδια τα γεγονότα είναι ο τρόπος που ο Θουκυδίδης επιλέγει για να τα εξιστορήσει. Το μέγεθος των απωλειών, αναφέρεται μεν σχολαστικά, προσπερνιέται δε κατά κανόνα χωρίς σχόλια. Η περιγραφή μιας μνημειώδους καταστροφής είναι εξονυχιστική, γίνεται όμως με τον τρόπο ενός ψυχρού ουδέτερου παρατηρητή (ο λιμός στην Αθήνα ή το τέλος των Αθηναίων στη Σικελία εί­ναι τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα). Τον Θουκυδίδη τον ενδιαφέρουν οι αιτίες μιας καταστροφής, και γι’ αυτό προβάλλει τις εναλλακτικές λύσεις που προσφέρονται στους πρωταγωνιστές των γεγονότων μέσα από τις περίφημες δη-μηγορίες του – πολλές φορές σε ένα εξωπραγματικό σκηνι­κό όπου μελλοθάνατοι χωρίς την παραμικρή αγωνία συζη­τούν με τους εκτελεστές τους σε έναν αγώνα λόγων με ε­ντυπωσιακά εκατέρωθεν επιχειρήματα. Ποτέ μια οιμωγή για την ανθρώπινη μοίρα, ποτέ μια ρητή καταδίκη του πο­λέμου, σπάνιος ο έπαινος της επιείκειας. Η καταστροφή μοιάζει να είναι το φυσικό επακόλουθο της ίδιας της αν­θρώπινης φύσης, που σχοινοβατεί ανάμεσα στην επιδίωξη της ισχύος, της τιμής και του συμφέροντος και στο «αντί-παλον δέος», στον φόβο δηλαδή που προκαλεί ο αντίπαλος.

Πώς μπορούμε λοιπόν να μην τρομάζουμε όταν διαβά­ζουμε τον Θουκυδίδη;

Νομίζω ότι ακόμη και ο Πλάτων, δηλαδή ο πιο ικανός, γοητευτικός, πολυμήχανος και ραδιούργος αρχαίος στοχα­στής, τρομάζει διαβάζοντας τον Θουκυδίδη. Λέγεται συνή­θως ότι ο Πλάτων προτείνει την «υπόθεση» των Ιδεών, την ύπαρξη δηλαδή αναλλοίωτων ηθικών αξιών ως απάντηση στον ηθικό σχετικισμό των Σοφιστών. Η ανθρώπινη συμπε­ριφορά πρέπει να κατευθύνεται από σταθερές αρχές, που δεν αλλάζουν με τον χρόνο, τις συγκυρίες και τις πλειοψη­φίες. Αντί λοιπόν για το μέτρον άνθρωπος του Πρωταγόρα, ο Πλάτων υποτίθεται ότι προτείνει ότι οι Ιδέες είναι το πραγματικό μέτρον. Οι Σοφιστές όμως είναι στην ουσία μια πλατωνική κατασκευή. Και το πρωταγόρειο μέτρον άνθρω­πος είναι μεγάλη πρόοδος μπροστά στην θουκυδίδεια πα­ντελή απουσία μέτρου. Σε ένα πανέμορφο κείμενο είναι ο ίδιος ο Πλάτων που βάζει στο στόμα του αρχηγέτη των Σο­φιστών Πρωταγόρα τη θέση ότι όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρω­ποι έχουν εκ φύσεως, έμφυτες δηλαδή, την αιδώ και την δί-κην, τα σωτήρια δώρα του Δία προς όλους τους ανθρώπους (Πλάτων, Πρωταγόρας 322d). Ποια όμως αιδώ και ποια δί-κην έχει ο άνθρωπος του Θουκυδίδη; Ο Θουκυδίδης μάλλον θα γελούσε με την αφέλεια του μύθου του Πρωταγόρα, α­φού η δική του «φύσις των ανθρώπων» δεν είναι ούτε καν η ηρακλείτεια δίκη-έρις, ούτε καν η αναξιμάνδρεια ανταπό­δοση της αδικίας κατά το χρεών και κατά του χρόνου τάξιν. Είναι σκέτος αγών, σκέτη έρις, σκέτο συμφέρον, σκέτη επι­κράτηση. Σήμερα λοιπόν σκέφτομαι ότι οι πλατωνικές Ιδέες θα μπορούσαν να αποτελούν απάντηση του Πλάτωνα στον Θουκυδίδη και όχι στους Σοφιστές.

Μάταια προσπαθεί ο αναγνώστης να βρει μια δίοδο δια­φυγής από το θουκυδίδειο ψυχρό σύμπαν. Μήπως στο τέ­λος η αρετή επιβραβεύεται; Αστεία πράγματα. Η ίδια η α­ρετή, ακόμη και ως λέξη σπανίζει στο κείμενο του Θουκυδί­δη. Η μόνη παραχώρηση που κάνει ο Θουκυδίδης είναι να πει ότι το τέλος του Νικία δεν ήταν αντάξιο ενός ανθρώπου που έκανε κανόνα της ζωής του το καθήκον προς την πόλη (θ.86)- άρα υποθέτουμε ότι μάλλον τον θεωρεί ενάρετο. Ποιος από τους πρωταγωνιστές του Πελοποννησιακού πο­λέμου περιγράφεται θετικά από τον Θουκυδίδη (θέτω το ερώτημα, μήπως και από αυτό μπορεί κανείς να βγάλει συ­μπεράσματα για τις αξίες του Θουκυδίδη); Η απάντηση εί­ναι: Καλός είναι μόνο ο νικητής. Καλά λόγια, με το σταγο­νόμετρο κι αυτά, λέει ο Θουκυδίδης για τον Βρασίδα (μια σπάνια περίπτωση όπου η επιείκεια δικαιώνεται από το αποτέλεσμά της), εμμέσως για τον Περικλή, αφού του γρά­φει αυτόν τον εκπληκτικό Επιτάφιο, για τον σκοτεινό Αντιφώντα, που εκτός από καταπληκτικός ρήτορας (και το λέει αυτό ο μέγιστος των ρητόρων), είναι ο κρυφός υποκινητής της ολιγαρχικής εκτροπής του 411 π.Χ., για τον Ερμοκράτη, τον δήμιο των Αθηναίων στη Σικελία, και για ένα δύο άλ­λους. Ο Αλκιβιάδης δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός, αλλά είναι σίγουρα «θαυμαστός» με την αρχαιοελληνική σημασί­α. Και ο Κλέων είναι σίγουρα κακός, αλλά αυτό δεν εμπο­δίζει τον Θουκυδίδη να βάζει στο στόμα του μια εντυπωσι­ακή δημηγορία για το ζήτημα της Μυτιλήνης. Άρα δεν υ­πάρχουν καλοί και κακοί στον Θουκυδίδη, αλλά μόνο νικη­τές και ηττημένοι.

Και φθάνουμε στα πολιτεύματα, και ειδικότερα στη στά­ση του Θουκυδίδη απέναντι στη δημοκρατία.

Αν δεν ξέραμε τίποτε από άλλες πηγές, το κείμενο του Θουκυδίδη δεν μας δίνει το δικαίωμα να πούμε με ασφά­λεια αν είναι φιλοολιγαρχικός ή φιλοδημοκρατικός. Εντυ­πωσιακό επίτευγμα (μια πλευρά της περίφημης θουκυδί-δειας αμεροληψίας), αν σκεφτεί κανείς ότι οι λέξεις δημο­κρατία και ολιγαρχία διατρέχουν όλη την Ιστορία, εφόσον, κατά τον Θουκυδίδη, ο Πελοποννησιακός πόλεμος χωρίζει τους εμπολέμους σε δύο στρατόπεδα: από τη μια πλευρά Δωριείς ολιγαρχικοί, από την άλλη πλευρά Ίωνες δημοκρα­τικοί. Ο κανόνας αυτός έχει και τις εξαιρέσεις του, αλλά εί­ναι εντυπωσιακά λίγες αν σκεφτεί κανείς το πλήθος των εμπόλεμων πόλεων. Η Κέρκυρα λ.χ. είναι δωρική αποικία, αλλά τελικά επικρατούν οι δημοκρατικοί μετά από μια σκληρή εμφύλια διαμάχη. Μία από τις εξαιρέσεις είναι ση­μαίνουσα και θα επανέλθουμε σ’ αυτήν: Οι Συρακούσες εί­ναι δωρική πόλη αλλά μένει ως το τέλος του πολέμου δη­μοκρατική.

Αυτή η ομοιογένεια εξηγείται χωρίς να χρειάζεται να κα­ταφύγουμε σε φυλετικούς λόγους. Μετά τους Περσικούς πολέμους και μέχρι τον Πελοποννησιακό, οι ελληνικές πό­λεις εξαναγκάσθηκαν από την πίεση των γεγονότων να πά­ρουν θέση: θα ήσουν ή με τους Σπαρτιάτες ή με τους Αθη­ναίους. Οι Σπαρτιάτες, μας λέει ο Θουκυδίδης, άσκησαν μια χαλαρή κυριαρχία στους συμμάχους τους, χωρίς να τους απομυζούν, αφού ωστόσο φρόντισαν κατά κανόνα να επι­βάλουν στις πόλεις του δικού τους στρατοπέδου ολιγαρχικό πολίτευμα (Α.18). Οι Αθηναίοι από την άλλη ουσιαστικά υποδούλωσαν τους συμμάχους τους, οπότε δεν ήταν φυσικά ανεκτικοί και στο θέμα του πολιτεύματος.

Ως προς τα αίτια του πολέμου ο Θουκυδίδης είναι σαφής. Κατά τη γνώμη του, οι βασικοί υπαίτιοι είναι οι Αθηναίοι: «Η πραγματική αιτία και η πιο ανομολόγητη είναι κατά τη γνώμη μου ότι οι Αθηναίοι καθώς η δύναμή τους είχε αυξη­θεί και ενέπνεαν φόβο στους Λακεδαιμόνιους, εξανάγκασαν τους τελευταίους να πάρουν τα όπλα» (Α.23).

Με ποια πλευρά είναι λοιπόν ο Θουκυδίδης; Πώς αντιμε­τωπίζει την αθηναϊκή δημοκρατία; Μία μόνο φορά εκφέρει προσωπική κρίση, όταν περιγράφει το ολιγαρχικό πραξικό­πημα του 411 π.Χ. στην ηττημένη μετά τα Σικελικά Αθήνα. Δεν δείχνει να συμπαθεί τους πραξικοπηματίες, εκτός του Αντιφώντα, όταν όμως ανατρέπονται οι 400 από εσωτερι­κές έριδες και εγκαθίσταται για λίγο το πολίτευμα των 5000 πολιτών, ο Θουκυδίδης επιδοκιμάζει τη μείξη ολιγαρ­χίας και δημοκρατίας που προς στιγμή επιβλήθηκε («και φαίνεται ότι ο πρώτος καιρός ήταν μια περίοδος που τα πράγματα της Αθήνας αντιμετωπίστηκαν με τον καλύτερο τρόπο, επί των ημερών μου τουλάχιστον [επι γε εμού]. Διότι έγινε τότε ένας συγκερασμός ολιγαρχίας και δημοκρατίας [ες τους ολίγους και τους πολλούς σύγκρασις] με τον οποίο ορθώθηκε η πόλη από την άθλια κατάσταση που είχε περι­πέσει», θ.97). Την ίδια στιγμή προβαίνει ωστόσο στην οξυ­δερκή παρατήρηση ότι οι ολιγαρχικοί της Αθήνας είναι τόσο μολυσμένοι από το πανίσχυρο μικρόβιο της Δημοκρατίας, που και να επικρατήσουν προς στιγμή, αργά η γρήγορα θα καταρρεύσουν από τις εσωτερικές τους αναπόφευκτες έρι­δες.

«Και αυτό συνήθως φέρνει την καταστροφή σε μια ολι­γαρχία προερχόμενη από δημοκρατικό πολίτευμα· διότι από την πρώτη μέρα οι πρωτεργάτες αξιώνουν όχι να είναι ίσοι αλλά ο καθένας τους πρώτος από όλους, ενώ στη δημοκρα­τία αποδέχεται κανείς ευκολότερα τις δια ψήφου αποφά­σεις διότι δεν θεωρεί ότι υφίσταται μείωση από ομοίους του» (Θ.89).

Εκπληκτική παρατήρηση! Είναι η μόνη εύλογη εξήγηση που έχω διαβάσει, σε αρχαίους και συγχρόνους, για την αν­θεκτικότητα της αθηναϊκής δημοκρατίας επί δύο ολόκλη­ρους αιώνες χωρίς ουσιαστική διακοπή.

Μέση στάση λοιπόν; Ίσως, αν συνυπολογίσουμε ότι αφε­νός μιλάει με μεγαλύτερη συμπάθεια για τους Σπαρτιάτες στρατηγούς (κυρίως τον Αρχίδαμο και τον Βρασίδα) ή ότι θεωρεί τις αποστασίες των συμμάχων από την αθηναϊκή κυριαρχία κινήματα απελευθέρωσης, και αφετέρου είναι αυτός που γράφει και βάζει στο στόμα του Περικλή τον περίφημο Επιτάφιο, το μοναδικό εγκώμιο της αθηναϊκής δημοκρατίας που μας έχει διασωθεί από την κλασσική Ελ­λάδα.

Κατά τη γνώμη μου, δεν έχει τόση σημασία η προσωπική προτίμηση του Θουκυδίδη προς κάποιο είδος πολιτεύματος όσο το πώς παρουσιάζει τη δημοκρατική Αθήνα – τι χαρα­κτηριστικά γνωρίσματα της αποδίδει, πώς εξηγεί τις κινή­σεις και τις βλέψεις της.

Θα μείνω σε μια δημηγορία, που θεωρώ εντυπωσιακή, στο 1ο βιβλίο της Ιστορίας του Θουκυδίδη. Μιλούν οι Κορίν­θιοι στους Σπαρτιάτες προσπαθώντας να τους πείσουν να μπουν στον πόλεμο κατά τον Αθηναίων, και μας δίνουν μια εικόνα για το τι πιστεύουν οι Έλληνες του 431 π.Χ. για την Αθήνα του Περικλή. Παρόμοια συμπεράσματα θα έβγαιναν ίσως και από πιο γνωστές δημηγορίες, όπως ο διάλογος των Μηλίων ή οι λόγοι Κλέωνος και Διοδότου για τα γεγονότα στη Μυτιλήνη ή ακόμη και ο ίδιος ο Επιτάφιος.

Οι Κορίνθιοι δεν διστάζουν να κατακρίνουν, και μάλιστα κατά πρόσωπον, τους Σπαρτιάτες για την εσωστρέφειά τους και τη δυσπιστία προς τους ξένους, που τους οδηγεί σε αναποφασιστικότητα και σε αδράνεια (Α.69). Έτσι δεν έχουν συνειδητοποιήσει «τι λογής άνθρωποι είναι αυτοί οι Αθηναίοι, και πόσο διαφορετικοί ή μάλλον εντελώς διαφο­ρετικοί είναι από εσάς. Εκείνοι είναι «νεωτεροποιοί» [ο Θουκυδίδης πλάθει για την περίσταση την εκπληκτική αυτή λέξη, που είναι πρακτικά αμετάφραστη, ίσως «επαναστά­τες»], ικανοί να συλλάβουν γρήγορα ένα σχέδιο και να ε­κτελέσουν αμέσως ό,τι αποφάσισαν· εσείς κλίνετε προς τη διατήρηση των υπαρχόντων, δεν επινοείτε τίποτε καινούρ­γιο, δεν διεκπεραιώνετε ούτε τα απαραίτητα. Κι ακόμη α­ποτολμούν πράγματα πάνω από τις δυνάμεις τους, ριψο­κινδυνεύουν παρά τις υπαγορεύσεις της φρόνησης και δεν χάνουν στις δύσκολες καταστάσεις την ελπίδα (παρά δύ-μαμιν τολμηταί, και παρά γνώμην κινδυνευταί και εν τοις δεινοίς ευέλπιδες)… Και ακόμη είναι γεμάτοι αποφασιστι­κότητα σε σύγκριση μ’ εσάς τους διστακτικούς, έτοιμοι να πάνε σε ξένους τόπους ενώ εσείς μένετε πάντα στον δικό σας· γιατί αυτοί νομίζουν ότι κάτι μπορεί να κερδίσουν φεύγοντας, ενώ εσείς πιστεύετε ότι εάν βγείτε πιο έξω μπορεί να διακινδυνεύσετε κι αυτά που έχετε. Όταν νικούν τους εχθρούς προχωρούν όσο το δυνατόν περισσότερο, κι όταν νικηθούν ελάχιστα επηρεάζεται το ηθικό τους. Κι ακό­μη θυσιάζουν τα σώματά τους για την πόλη τους σαν να τους ήταν εντελώς ξένα και αφιερώνουν τη σκέψη τους α­ποκλειστικά σε αυτήν. Κι άμα δεν φέρουν σε πέρας όσα σκέφτηκαν, πιστεύουν ότι έχασαν κάτι από αυτά που είχαν, ενώ άμα αποκτήσουν ό,τι επιδίωξαν το θεωρούν ότι ήταν απλώς η αρχή. Αν πάλι δοκιμάσουν και αποτύχουν σε κάτι, αναπληρώνουν την έλλειψη ελπίζοντας σε κάτι άλλο· γιατί μόνο σ’ αυτούς η ελπίδα της απόκτησης των επιδιωκομένων εξομοιώνεται με την απόκτησή τους, επειδή εκτελούν γρή­γορα ό,τι αποφασίσουν. Και όλα αυτά τα επιδιώκουν με αδιάλειπτο μόχθο και κινδύνους σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους απολαμβάνοντας ελάχιστα τα αγαθά που έχουν, αφού διαρκώς απαιτούν καινούργια κι ούτε θεωρούν γιορτή άλλο τίποτε από το να κάνουν ό,τι πρέπει, ενώ την ξενοια­σιά της απραξίας τη θεωρούν συμφορά όχι μικρότερη από μια επίπονη δραστηριότητα. Έτσι, εάν με δυό λόγια τους χαρακτήριζε κανείς ανθρώπους από τη φύση τους καμωμέ­νους να μην έχουν ούτε οι ίδιοι ησυχία ούτε τους άλλους να τους αφήνουν να βρουν, θα είχε δίκιο» (Α.70).

Η περιγραφή αυτή των Αθηναίων, στην αρχή μάλιστα της Ιστορίας του Πελοποννησιακού πολέμου, είναι απρόσμενη και εντυπωσιακή. Δικαιώνει, νομίζω, όσους βλέπουν την αφήγηση του Θουκυδίδη όχι μόνο ως ιστορία αλλά και ως λογοτεχνική δημιουργία -ως την εκδίπλωση της περιπετείας της Αθήνας, η οποία αποτελεί και τον πραγματικό ήρωα του θουκυδίδειου δράματος. Απαριθμώ τα χαρακτηριστικά που αποδίδει η δημηγορία στους Αθηναίους, ακολουθώντας την εξέλιξη του κειμένου: νεωτεριστές, ρηξικέλευθοι, απο­φασιστικοί, παράτολμοι, αισιόδοξοι, εξωστρεφείς, άπληστοι, πατριώτες, επίμονοι, ακούραστοι, ανατροπείς. Είναι χαρα­κτηριστικό ότι οι ηθικές κρίσεις απουσιάζουν πλήρως από την περιγραφή των Κορινθίων, ενώ καμία αναφορά δεν γί­νεται για το ποιος έχει δίκιο ή άδικο στον επικείμενο πόλε­μο. Ο συνδυασμός αυτών των ιδιοτήτων των Αθηναίων υπο­βάλλει στον αναγνώστη έναν βαρύτερο χαρακτηρισμό, που, εδώ τουλάχιστον, δεν διατυπώνεται: οι Αθηναίοι είναι αλα­ζόνες, δεν σέβονται κανένα όριο. Παραδόξως η αλαζονεία θα προστεθεί, εμμέσως πλην σαφώς, στον ίδιο τον Επιτάφι­ο, στον ύμνο της Αθήνας που βάζει στο στόμα του Περικλή ο Θουκυδίδης: «Έχοντας δώσει τρανά δείγματα και αψευ-δείς μαρτυρίες για τη δύναμή μας, θα μας θαυμάσουν οι σύγχρονοι και οι μεταγενέστεροι, δίχως καθόλου να χρεια­ζόμαστε κανέναν Όμηρο για να μας επαινέσει.» (Β.41). Ο ισχυρισμός ότι η δόξα της πόλης σου είναι τόσο μεγάλη ώ­στε δεν χρειάζεται ένας Όμηρος για να την υμνήσει, είναι ύψιστη εκδήλωση αλαζονείας και αγγίζει για τους Έλληνες τα όρια της ύβρεως, αφού ο Όμηρος είναι ακριβώς το κοινό παρελθόν τους, η κοινή τους παιδεία.

Για τους Κορινθίους -αλλά και τον Θουκυδίδη-, δεν υ­πάρχει αμφιβολία ότι στη ζωή και στον πόλεμο, «όπως και στις τέχνες», πάντοτε η καινοτομία (τα επιγενόμενα) επι­κρατεί επί των αρχαιοτρόπων επιτηδευμάτων (Α.71). Το ότι η γνώμη των Κορινθίων αποτυπώνει το πώς ο Θουκυδίδης βλέπει τους Αθηναίους και την αθηναϊκή δημοκρατία φαίνε­ται αργότερα στην Ιστορία, όταν υιοθετεί την ίδια κατ’ ου-σίαν επιχειρηματολογία για να δείξει τη διαφορά Αθηναίων και Λακεδαιμονίων. «Αλλά δεν ήταν η μόνη περίπτωση ό­που οι Λακεδαιμόνιοι αποδείχθηκαν οι πιο βολικοί εχθροί για τους Αθηναίους – υπήρξαν και άλλες πολλές. Διότι η πολύ μεγάλη διαφορά των δύο ως προς την ιδιοσυγκρασία, οι μεν γρήγοροι οι άλλοι αργοί, αποφασιστικοί οι πρώτοι άτολμοι οι δεύτεροι, αποτελούσε πολύ μεγάλο πλεονέκτημα για τους Αθηναίους, ιδίως επειδή ήταν ναυτική δύναμη. Αυ­τό άλλωστε απέδειξαν και οι Συρακούσιοι: επειδή τους έ­μοιαζαν πάρα πολύ, τους πολέμησαν και πάρα πολύ απο­τελεσματικά». (θ.96)

Σε τι όμως έμοιαζαν οι Συρακουσίοι, που ήταν άποικοι και Δωριείς, με τους αυτόχθονες Αθηναίους; Η απάντηση είναι προφανής: ήταν όμοιοι ως προς το δημοκρατικό τους πολίτευμα, που τους έκανε κι αυτούς εξίσου κινητικούς, ρι­ψοκίνδυνους και αδίστακτους, δηλαδή εξίσου αποτελεσμα­τικούς με τους Αθηναίους. Οι Αθηναίοι έχασαν τελικά τον πόλεμο όχι από τους Σπαρτιάτες, τους αντίθετούς τους ως προς το πολίτευμα και την ιδιοσυγκρασία, αλλά από τους ομοίους τους Συρακούσιους. Για τον Θουκυδίδη η αθηναϊκή δημοκρατία μόνο από μια άλλη δημοκρατία μπορούσε να ηττηθεί.

Από τα λεγόμενα του Θουκυδίδη προκύπτει ότι το μεγά­λο πλεονέκτημα της δημοκρατίας σε καιρό ανταγωνισμού, στη φυσιολογική δηλαδή κατά τη γνώμη του ανθρώπινη κα­τάσταση, είναι ότι το γεγονός ότι είναι γρήγορη, επιθετική και αποτελεσματική, ακριβώς γιατί είναι απολύτως ψυχρή. Η δημοκρατία, κατά τον Θουκυδίδη, είναι μια ιδανική πο­λεμική μηχανή – το εντελώς αντίθετο δηλαδή από ό,τι πι­στεύουμε σήμερα για τις σύγχρονες δημοκρατίες.

Τα 10 καλύτερα ιαματικά λουτρά στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα υπάρχουν πάνω από 200 ιαματικές πηγές. Σε λειτουργία βρίσκονται περίπου 70. Οι πιο φημισμένες από αυτές για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες είναι οι ιαματικές πηγές των Καμμένων Βούρλων, της Αιδηψού και της Ικαρίας, λόγω της ραδιενεργού σύνθεσης των νερών τους. Στη Λέσβο συναντάται, επίσης, η θερμότερη πηγή στον κόσμο (92,5 °C). Πολλές ιαματικές πηγές στην Ελλάδα παραμένουν αναξιοποίητες ή γίνεται προσπάθεια αξιοποίησής τους, όπως οι Ιαματικές Πηγές Ξάνθης. Πάμε να δούμε, μερικές από τις καλύτερες πηγές στην Ελλάδα.

Πηγές Πόζαρ - Λουτράκι Αριδαίας
Τα Λουτρά Πόζαρ απλώνονται στους πρόποδες του όρους Καϊμάκτσαλαν, λίγα χλμ. από τα Ελληνοσκοπιανά σύνορα. Τα ιαματικά, θερμά νερά, με σταθερή θερμοκρασία 37οC, αναβλύζουν εδώ και χιλιάδες χρόνια από τα βουνό, όπου δημιουργούν ένα εντυπωσιακό τοπίο βουνού και δάσους. Επισκέπτες καταφθάνουν στα Λουτρά από κάθε γωνιά της Ελλάδας είτε για να δεχθούν τις ευεργετικές ιδιότητες των ιαματικών νερών, είτε για να αποδράσουν στα πανέμορφα βουνά με τις σπηλιές.



Καμμένα Βούρλα
Στην περιοχή αναβλύζει ιαματικό νερό σε διάφορες πηγές, με παραλλαγές στη χημική του σύσταση. Η θερμοκρασία του νερού κυμαίνεται από 30-42°C.  Οι παθήσεις για τις οποίες ενδείκνυται η υδροθεραπεία στα Καμμένα Βούρλα είναι οι χρόνιοι ρευματισμοί, οι αρθρίτιδες, οι γυναικολογικές παθήσεις κλπ.



Λουτρά Αιδηψού - Εύβοια
Τα Λουτρά Αιδηψού είναι κωμόπολη του νομού Ευβοίας, του Δήμου Ιστιαίας – Αιδηψού. Ο οικισμός είναι η μεγαλύτερη λουτρόπολη της Ελλάδας, λόγω της ύπαρξης θερμών ιαματικών πηγών, που είναι κατάλληλες για τη θεραπεία πολλών παθήσεων.



Λουτρά Μεθάνων - Αττική
Στη χερσόνησο της Τροιζηνίας βρίσκεται η λουτρόπολη των Μεθάνων, στους πρόποδες ενός ηφαιστειογενούς όρους. Σύμφωνα με τον Παυσανία, οι ιαματικές πηγές στην περιοχή εμφανίστηκαν ξαφνικά, στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. Το 1912 κατασκευάστηκε το πρώτο υδροθεραπευτήριο και το 1917 το μεγάλο υδροθεραπευτήριο που βλέπουμε και σήμερα.



Λουτρά Ικαρίας
Η Ικαρία είναι φημισμένη από την αρχαιότητα για τα ιαματικά της λουτρά, τα οποία είναι ως επί το πλείστον ραδιούχα.



Λουτρά Απολλωνίας - Λίμνη Βόλβη 
Τα ιαματικά λουτρά της Νέας Απολλωνίας βρίσκονται κοντά στην εθνική οδό Θεσσαλονίκης – Καβάλας σε απόσταση 50 χιλιομέτρων ανατολικά της Θεσσαλονίκης.



Λουτρά Λαγκαδά 
Η λουτρόπολη βρίσκεται δυτικά της λίμνης Κορώνειας και μόλις 2χλμ έξω από την πόλη του Λαγκαδά.



Πηγές Λουτρακίου - Κορινθία
Σε πολύ κοντινή απόσταση από την Αθήνα, 80 χιλ. περίπου, εκτείνεται το κοσμοπολίτικο Λουτράκι στην πλευρά του Κορινθιακού κόλπου, στους πρόποδες των Γερανείων.



Λουτρά Καιάφα - Ζαχάρω
Οι επισκέπτες του Καϊάφα απολαμβάνουν τις υδροθεραπείες τους, σε ένα πανέμορφο τοπίο, με πεύκα και ευκαλύπτους και πραγματοποιούν διακοπές ηρεμίας και χαλάρωσης μακριά από το άγχος της πόλης.



Λουτρά Κυλλήνης
Η Κυλλήνη είναι χωριό και λιμάνι της Ηλείας. Τα ιαματικά λουτρά της Κυλλήνης απέχουν 9 χιλιόμετρα από την κωμόπολη και βρίσκονται μέσα σε φυσικό δάσος.


Αποτέλεσμα εικόνας για Λουτρά ΚυλλήνηςΑποτέλεσμα εικόνας για Λουτρά Κυλλήνης

ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ΑΡΗΣ ΚΑΙ ΗΦΑΙΣΤΟΣ

Σχετική εικόναΥπήρχαν διηγήσεις που λέγαν, πως η Αφροδίτη διάλεξε το θεό του πολέμου για άντρα. Άλλες πληροφορίες την παρουσίαζαν ως σύζυγο του Ηφαίστου. Τελικά, από τον Όμηρο διαδόθηκε μια ιστορία, όπου μαθαίνουμε ότι η θεά του Έρωτος απατούσε τον άντρα της Ήφαιστο με τον Άρη. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των Θηβαίων, από τη σχέση της Αφροδίτης με το θεό του πολέμου γεννήθηκε η ωραία Αρμονία, μια δεύτερη Αφροδίτη. Σύζυγός της ήταν ο Κάδμος, ο φονιάς του δράκου και θεμελιωτής των Θηβαίων. Το όνομά του θ’ αναφερθεί σε σχέση με την ιστορία τής Ευρώπης. Παιδιά τού Άρεως και της Αφροδίτης, εκτός από την Αρμονία, θεωρούνταν από τη μια μεριά ο Φόβος και ο Δείμος και από την άλλη ο Έρως και ο Αντέρως. Αλλ’ αυτό δεν είναι πια μυθολογία, παρά μόνο γενεαλογία. Σύμφωνα με μιαν άλλη γενεαλογία ο Ήφαιστος ήταν πατέρας του Έρωτος.

Θ’ ακούσουμε πολλά για τον Ήφαιστο. Από τώρα δηλώνουμε πως ήταν, όπως τον παρουσιάζουν οι περισσότερες διηγήσεις, ένας επιδέξιος και δυνατός τεχνίτης. Στην πραγματικότητα όμως ήταν μόνο ένας πολύτεχνος και χωλός νάνος. Έφτειαχνε νεαρές παρθένες από χρυσό,που κινούνταν, σκέπτονταν, μιλούσαν και εργάζονταν σαν ζωντανοί άνθρωποι. Αυτός κατασκεύασε την πρώτη γυναίκα, την Πανδώρα. Η Πανδώρα δεν είχε άντρα της τον Ήφαιστο, αλλά άλλους που του μοιάζανε. Γυναίκα του Ηφαίστου εθεωρείτο από τον Όμηρο στην Ιλιάδα και από τον Ησίοδο επίσης μια από τις Χάριτες. Ο Ησίοδος, μάλιστα δίνει το όνομά της: είναι η νεώτερη Χάρις, Αγλαΐα.


Εννοούσαν μ’ αυτό οι πιο παλιές διηγήσεις, που τις ξέρανε κι οι πιο πάνω συγγραφείς, ότι  ήταν ένα ζωντανό έργο τέχνης ή θέλανε να δώσουν για γυναίκα στον σιδηρουργό – θεό, αντί τη μεγάλη, μια μικρότερη Αφροδίτη; Η Θεά του Έρωτος θα μπορούσε στη γλώσσα μας να ονομάζεται επίσης Χάρις. Στην Οδύσσεια η σύντροφος του Ηφαίστου, ονομάζεται Αφροδίτη και ο  Άρης είναι ο εραστής της.

Ένας τραγουδιστής τραγουδούσε στο λαό των Φαιάκων, που ήταν πιο κοντά στους θεούς από μας, πως η Αφροδίτη και ο θεός του πολέμου ερωτευτήκανε ο ένας τον άλλον για πρώτη φορά. Αυτό συνέβη στο παλάτι του συζύγου. Δεν ήξερε κανείς γι αυτό. Ο Άρης έβαλε τα δυνατά του για να πετύχει την προσβολή του γάμου και του κρεβατιού του Ηφαίστου. Ο ήλιος είδε και τους δυο τους πάνω στην ερωτική πράξη και τ’ ανάγγειλε αμέσως στον φημισμένο μάστορα. Ο  Ήφαιστος λυπήθηκε για το γεγονός. Βιαστικά πήγε στο σιδηρουργείο του και συλλογίστηκε πονηρά. Τακτοποίησε το μεγάλο αμόνι και κατασκεύασε αλυσίδες, που ούτε σπάζανε ούτε λύνονταν. Ήταν επίσης αόρατες και απαλές όπως ο ιστός της αράχνης. Τις κρέμασε πάνω στους στύλους του κρεβατιού κι έφυγε δήθεν για τη Λήμνο, το αγαπημένο του νησί με την καλοχτισμένη πόλη. Αυτό ακριβώς περίμενε ο Άρης. Αμέσως εμφανίζεται στο παλάτι του αρχισιδηρουργού γεμάτος πόθο για την Αφροδίτη. Μόλις είχε επιστρέψει από τον πατέρα της Δία και καθόταν μέσα στο παλάτι. Ο Άρης μπήκε, την έπιασε από το χέρι και τής είπε: «Έλα, αγαπημένη, να ξαπλώσουμε και να χαρούμε τον Έρωτά μας! Ο  Ήφαιστος είναι μακριά, έφυγε για τη Λήμνο, πήγε στους ξενόγλωσσους ανθρώπους της, τους Σίντιες!» Κι αυτή ποθούσε να κοιμηθεί μαζί του.  Έτσι πήδηξαν κι οι δυο στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκαν. Οι γερές αλυσίδες του Ηφαίστου τους τύλιξαν και δεν μπορούσαν πια να σαλέψουν. Κατάλαβαν ότι ήσαν παγιδευμένοι.

Τότε ήρθε ο δυνατός αρχισιδηρουργός, γιατί ο ήλιος, που κατασκόπευε πάντοτε, πρόδωσε τούς ερωτευμένους. Ο σύζυγος στάθηκε στην πόρτα εξαγριωμένος και φώναξε πολύ δυνατά σ’ όλους τους θεούς: «Πατέρα Ζευ και σεις οι άλλοι, μακάριοι και αιώνιοι θεοί! Ελάτε και ιδέστε τι εδώ συμβαίνει για γέλια και για κλάματα! Πως μ’ ατιμάζει πάντα η κόρη του Διός Αφροδίτη, γιατί είμαι χωλός. Αγαπά τον διεφθαρμένο  Άρη, γιατί είναι πραγματικά ωραίος κι έχει τα πόδια του γερά, ενώ εγώ κουτσαίνω. Κανείς άλλος δε φταίει, από τούς γονείς μου˙ δεν έπρεπε να με γεννήσουν έτσι! Για κοιτάξτε πως κοιμούνται εκεί, αποκαμωμένοι από τον έρωτα, στο ίδιο μου το κρεβάτι! Με θλίβει το θέαμα. Θα μείνουν, νομίζω, έτσι ξαπλωμένοι πολύ ακόμα, αφού αγαπιούνται τόσο πολύ˙ κι αν ακόμα θελήσουν να μη μένουν έτσι, οι αλυσίδες μου τους κρατάνε γερά, μέχρι που ο Πατέρας να ξυπνήση και μου δώση πίσω τα δώρα που του έδωσα για το ξεδιάντροπο κορίτσι! Ωραία είναι ή κόρη του, αλλά όχι τίμια!»

Αυτά είπε ο Ήφαιστος. Οι θεοί συγκεντρώθηκαν στο παλάτι του, στο σπίτι με το χάλκινο κατώφλι. Ήρθαν ο Ποσειδών, ο Ερμής, ο Απόλλων. Από ντροπή οι θεές μείνανε στο σπίτι τους. Οι θεοί στέκονταν στην πόρτα κι ασταμάτητο αντηχούσε το γέλιο των Μακάρων, καθώς κοίταζαν το τέχνασμα του πονηρού Ηφαίστου. Ο ένας έλεγε στον άλλο: «Δεν βγάζει ποτέ σε καλό μια κακή πράξη. Όποιος πάει αργά, κερδίζει τον βιαστικό. Όποιος πιάστηκε φανερά μοιχός, πρέπει να μετανοήση!» Ο Απόλλων ρώτησε τον Ερμή: «Θα ‘θελες να ήσουν ξαπλωμένος με τη χρυσή Αφροδίτη και μ’ αυτές τις αλυσίδες γύρω σου;» Κι εκείνος απάντησε: «Ε, αν κάτι τέτοιο μπορούσε να γίνη, ας ήταν οι αλυσίδες τρεις φορές πιο γερές! Κι όλοι εσείς, θεοί και θεές, θα μπορούσατε να με βλέπατε, πόσο ευχαρίστως θα πλάγιαζα κοντά στη χρυσή Αφροδίτη!» Οι αθάνατοι ξαναγέλασαν, όχι όμως και ο Ποσειδών. Παρακάλεσε τον αρχισιδηρουργό να λύση τον Άρη και ανέλαβε την εγγύηση στο όνομά όλων των θεών, πως θα πληρωθεί στο σύζυγο το ανάλογο χρέος. Δύσκολα δέχτηκε ο Ήφαιστος να τους ελευθερώση. Οι αλυσοδεμένοι πηδήξανε πάνω: ο Άρης τράβηξε για τη Θράκη και η Αφροδίτη για την Κύπρο, στο ιερό της, στην Πάφο. Οι Χάριτες την υποδέχτηκαν εδώ μ’ ένα λουτρό. Αλλείψανε τη θεά μ’ αθάνατο λάδι, που η μυρωδιά του ανήκει στους θεούς, και την ξαναντύσανε με τα υπέροχα, χαριτωμένα φορέματά της.
 

 

Δεν το ξέρω… το νιώθω!

Μύρισε Ανοιξη!
Πήγα μια βόλτα στη λατρεμένη μου θάλασσα και κάθισα στην αμμουδιά. Βύθισα τα πόδια μου στη δροσερή άμμο και ανάσανα βαθιά να νιώσω το άρωμα της θάλασσας. Αρχισα να πετάω πετραδάκια στην αγκαλιά της, απολαμβάνοντας το απαλό αεράκι να μου χαϊδεύει το πρόσωπο και τα μαλλιά. Ατένιζα την απεραντοσύνη της, εκεί όπου γινόταν ένα με τον ουρανό και μύριζα, σχεδόν γευόμουν την αλμύρα της.

Δύο κοχυλάκια δίπλα μου, το ένα κοντά στο άλλο, λαμπύριζαν κάτω από τον ήλιο. Ενα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη μου όταν δυο μικρά ψαράκια αναπήδησαν μπροστά μου μέσα στο νερό. Δύο γλάροι παίζανε μεταξύ τους, χαιρόσουν να τους βλέπεις. Μια βάρκα παραδίπλα, περίμενε τον βαρκάρη της να την ταξιδέψει. Γέμισε το βλέμμα μου γαλάζιο και η ψυχή μου αγαλλίαση.

Εκατσα αρκετή ώρα εκεί, δεν ξέρω πόση. Ξάφνου, έβαλε ψύχρα και γύρεψα να ρίξω στους ώμους μου το ζακετάκι που ‘χα φέρει. Το βλέμμα μου έπεσε δεξιά και είδα κάποιον να κάθεται κι εκείνος στην αμμουδιά και να φτιάχνει κάστρα. Εκείνος με είχε δει ώρα που ήμουν εκεί, το ένιωσα, ήταν τόσο απορροφημένος από αυτό που έκανε… Συνέχισε να κάνει αυτό που κάνει κι εγώ συνέχισα να κοιτάω τη θάλασσα. Ηταν λίγο μακρυά μου για να ακούσω τα λόγια του, ο αέρας όμως μου έφερε τη φωνή του…

– Πως σε λένε; με ρώτησε.
– Υπομονή… με λένε! Εσένα;
– Εμένα με λένε Στόχο!
– Και που στοχεύεις;
– Στο όραμα…! Εσύ γιατί κοιτάς τη θάλασσα;
– H θάλασσα είναι το συναίσθημα. Αυτό κοιτάω. Το ξέρεις ότι είμαι σημαντική για σένα;
– Το ξέρω, γι΄αυτό απολαμβάνω την παρουσία σου. Με βοηθάς να φτάσω πιό γρήγορα στο στόχο μου. Να ολοκληρώσω το κάστρο μου.
– Ετοιμάζεσαι για πόλεμο και φτιάχνεις κάστρο;
– Ναι, γι’ αυτό πρέπει να το θωρακίσω όσο πιο καλά γίνεται και να το οπλίσω με τα καλύτερα όπλα.
– Είσαι πολεμιστής;
– Είμαι, αλλά δεν θα σκοτώσω κανέναν, θα βγω να δώσω τη μάχη μου!
– Είμαι σίγουρη ότι θα νικήσεις!
– Το πιστεύω! Εχω εσένα σύμμαχο, ναι, θα νικήσω!
– Μόνος σου θα μείνεις στο κάστρο όταν το τελειώσεις;
– Οχι, θα σε πάρω μαζί μου!
– Μα… εγώ είμαι ήδη μαζί σου!
– Το ξέρω! Εσύ το ξέρεις ότι κι εγώ είμαι σημαντικός για σένα;
– Ναι, με βοήθησες να αποκτήσω την αρετή της υπομονής. Το είχα βάλει στόχο!
– Μόλις τελειώσω, θα έρθω!
– Σε περιμένω!… Μην αργήσεις να έρθεις… έβαλε ψύχρα…
– Δεν θα αργήσω… μα… είμαι ήδη μαζί σου, δεν το ξέρεις;
– Δεν το ξέρω… το νιώθω όμως!

Ο αέρας κόπασε τότε γιατί δεν χρειαζόταν πια, να μεταφέρει άλλα λόγια…
Σύντομα ο Στόχος τελείωσε το κάστρο του με επιτυχία και πήγε και βρήκε και έκλεισε στην αγκαλιά του την Υπομονή. Κι εκείνη, αφέθηκε μέσα στην αγκαλιά του, πάνω στην αμμουδιά να απολαμβάνουν μαζί τη θάλασσα και είπε μέσα της… “Τώρα δεν το νιώθω μόνο, το ξέρω κιόλας”!

Ο τοκετός δεν είναι μια ακόμα ιατρική πράξη, είναι μια ιερή στιγμή

Πώς γίνεται μια αρχέγονη δύναμη, μια στιγμή γεμάτη μεγαλείο και μαγεία να έχει γίνει μια ακόμα ιατρική πράξη; Μια επέμβαση ρουτίνας; Πώς είναι δυνατόν από ιερό μυστήριο, ο τοκετός να έγινε μια προγραμματισμένη κατάσταση, ένα ραντεβού όπου με συνοπτικές διαδικασίες ένας άνθρωπος έρχεται στη ζωή;

Καταλαβαίνω, βέβαια, πως υπάρχουν περιπτώσεις όπου χρειάζεται ιατρική παρέμβαση αλλά ας μη γελιόμαστε. Ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν είναι αναγκαία η ιατρική παρέμβαση, ο τοκετός μοιάζει περισσότερο με διαδικασία παρά με τελετουργία. Γιατί ανέκαθεν ο τοκετός ήταν και θα έπρεπε να είναι μια τελετουργία. Μια ιερή στιγμή όπου το βρέφος αφήνει την ασφάλεια της μήτρας και εισέρχεται σ’ έναν κόσμο άγνωστο και τρομακτικό. Σε αυτήν ακριβώς τη στιγμή έγκειται η ιερότητα της γέννησης. Αυτή είναι η στιγμή που το βρέφος θα βιώσει είτε ως τραυματική και επώδυνη είτε ως ένα ζεστό και γαλήνιο καλωσόρισμα, μια νέα εμπειρία γεμάτη τρυφερότητα, ηρεμία και αγάπη.

Η επικριτική φωνή μέσα μας

Κοιτάζουμε όλο χαρά τις φωτογραφίες από τη γέννηση των φίλων μας, γνωστών ή άγνωστων γυναικών και γεμίζουμε συγκίνηση. Άραγε, πίσω από τα likes, τα μπαλόνια και τα αρκουδάκια σταθήκαμε ποτέ να παρατηρήσουμε το παραμορφωμένο από την ταλαιπωρία και το φόβο πρόσωπο των νεογέννητων; Με την γέννησή του, το βρέφος κατακλύζεται από πολύ έντονα και καινούργια συναισθήματα. Η γέννηση είναι ένα αναπόφευκτο τραύμα και αυτό ακριβώς είναι που κάνει τόσο επιτακτική την ανάγκη να είναι αυτή η στιγμή όσο πιο ανώδυνη και τρυφερή γίνεται ώστε να συνδράμει στη σωστή ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.

Σ’ αυτήν την τελετουργία, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη γέννηση, η μητέρα θα πρέπει να είναι το σημαίνον πρόσωπο. Η μητέρα είναι αυτή που δίνει ζωή στο βρέφος και μαζί του μεταφέρει όλα τα συναισθήματά της. Η μητέρα πρέπει να αντιμετωπίζεται με σεβασμό και ευγένεια. Να έχει όλη τη βοήθεια και υποστήριξη που χρειάζεται και να αισθάνεται όμορφα και άνετα. Επειδή αν κατά τη διάρκεια του τοκετού, η μητέρα δεν νιώθει σαν θεά, τότε κάτι γίνεται εντελώς λάθος.

Μα εγώ για το παιδί μου κάνω τα πάντα!

Αν θέλουμε έναν κόσμο πιο όμορφο, πιο αγνό, πιο ταπεινό και απλό, ας αφήσουμε τη φύση να μας δείξει τον τρόπο, ας δείξουμε σεβασμό στη φύση και στην ιερή στιγμή του τοκετού, ας επιτρέψουμε σ’ αυτές τις νέες ζωές να έρθουν στον κόσμο με την αξιοπρέπεια και την ηρεμία που δικαιούνται. Ας μην παρεμβαίνουμε σε ό,τι μαγικό η φύση δημιούργησε.

«Η μόνη και η πιο τρανή απ’ τις επαναστάσεις που μπορούν να γίνουν στη σκοτεινή ιστορία των ανθρώπων δεν είναι αυτή που γίνεται απ’ τις τυφλές τους κυβερνήσεις αλλά απ’ τον τρόπο που αυτοί οι δυστυχισμένοι μπήκαν κι άρχισαν μες στη μάνα τους να ζουν κι από το πώς τους υποδέχθηκαν μετά σα γεννήθηκαν» – Φρεντερίκ Λεμπουαγιέ

Μπορούμε να αλλάξουμε την προσωπική μας ιστορία;

Αποτέλεσμα εικόνας για Μπορούμε να αλλάξουμε την προσωπική μας ιστορία;Το λαϊκό ρητό μας λέει ότι «ο άνθρωπος γεννιέται, δεν γίνεται». Τι σημαίνει όμως αυτό; Είναι τα γονίδιά μας που θα καθορίσουν την πορεία μας και θα γράψουν την προσωπική μας ιστορία, όπως ισχυρίζονται οι βιολόγοι ή μήπως είναι το περιβάλλον εκείνο που παίζει τον καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας και εντέλει στη ζωή μας, όπως ισχυρίζονται οι κοινωνιολόγοι; Πολλά πειράματα έχουν διεξαχθεί σε τρωκτικά που καταδεικνύουν ότι η ανατροφή μπορεί να ενεργοποιήσει ή να απενεργοποιήσει συγκεκριμένα γονίδια.

Στην πολύχρονη διαμάχη μεταξύ βιολόγων και κοινωνιολόγων, ποια είναι η θέση μας ως άνθρωποι; Είμαστε θύματα ενός «κακού» DNA ή μιας οικογένειας μέσα στην οποία «έτυχε» να γεννηθούμε, είμαστε δηλαδή παθητικά όντα χωρίς καμία δυνατότητα αντίδρασης σε αυτά που προοριζόμαστε να γίνουμε;

Ο μόνος θάνατος είναι η αδράνεια

Δεν μπορεί να δεχτούμε κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί να είμαστε απλά, άβουλα πλάσματα, που περιμένουμε να δούμε ένα μέλλον που σχεδιάστηκε για εμάς και για το οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να το διαμορφώσουμε ή να το αλλάξουμε. Κάθε άνθρωπος έχει τη δική του μοναδική προσωπικότητα και οι ατομικές του επιλογές είναι εκείνες που θα διαμορφώσουν σε μεγάλο βαθμό το μέλλον του.

Έρευνα σε ποντίκια απέδειξε εξάλλου ότι, οι επιλογές μας μπορεί να εξελίξουν διαφορετικά τον εγκέφαλό μας ακόμη και αν τα άτομα ζουν στο ίδιο περιβάλλον και μοιράζονται το ίδιο DNA. Είμαστε οι κατασκευαστές του εαυτού και της ζωής μας και αν κάτι δεν μας αρέσει στην προσωπική μας ιστορία, τότε, μπορούμε να επιλέξουμε να το αλλάξουμε.

Αμαρτία είναι…

Ελένη Κεπελιάν: Αμαρτία είναι...Αμαρτία είναι η αίσθηση αναξιότητας που κατακλύζει κάθε τόσο την ύπαρξή σου…

Είναι η αίσθηση ότι είσαι λίγη ή λίγος μπροστά στα όμορφα και παράτολμα της Ζωής…

Το να συντάσσεσαι σιωπηλά και να παραδίνεσαι στις γνώμες των Άλλων, γιατί εκείνοι ξέρουν καλύτερα από εσένα, γιατί κατά βάθος, διστάζεις να αναλάβεις την ευθύνη του εαυτού σου…

Αμαρτία είναι να φοβάσαι την Ελευθερία, και μαζί με αυτή, το δικαίωμα στο Λάθος και την Αποτυχία…

Το να διστάζεις να αγγίξεις την Ευτυχία, γιατί κατά βάθος σε έχουν πείσει ότι η Δυστυχία είναι η μόνη εφικτή κατάσταση για σένα…

Αμαρτία είναι να απαρνιέσαι τον εαυτό σου για την Ύλη και ύστερα να κατηγορείς εκείνη για τις αγιάτρευτες ανασφάλειές σου…

Αμαρτία είναι να Υποκρίνεσαι, αντί να Είσαι, πέφτοντας στη μαύρη τρύπα του Παρελθόντος ή του Μέλλοντος…

Αμαρτία είναι να Δειλιάζεις και να Διστάζεις, να σε κατατρώει η Αμφιβολία, μπροστά σε αυτό που θες και διάλεξες…

Αμαρτία είναι το να τα δίνεις ΟΛΑ στους άλλους και ΤΙΠΟΤΕ σε σένα…

Αμαρτία είναι να μην αποδέχεσαι την αιμορραγία των πληγών σου, όταν κάτι φέρνει τα τραύματά σου στην επιφάνεια, να μην συμφιλιώνεσαι με το πέρασμα μέσα απ΄τον Πόνο, το Φόβο, την Αμφιβολία, αφού το Φως έρχεται μόνο μέσα απ’το βαθύ Σκοτάδι…

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΕΩΣ ΤΟ 1821

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ

Η Φύση και τα Ιδιαίτερα Χαρακτηριστικά της Πειρατείας στη Θάλασσα του Αιγαίου

Η πειρατεία στο Αιγαίο αποτέλεσε συνεχές ιστορικό φαινόμενο μέσα στους αιώνες που εξετάζουμε, με μεταβαλλόμενη ένταση και διαφορετική φύση κατά περιόδους. Η αναφορά, κατά συνέπεια, στο ιστορικό φαινόμενο της πειρατείας από το 13ο αιώνα ως περίπου και τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη, αλλά πρέπει να υπολογίζονται όλες οι εκφάνσεις του φαινομένου.

Πιο συγκεκριμένα, η επαρκής ανάλυση προϋποθέτει τη διάκριση της πειρατείας από το κούρσος, δηλαδή τη με συγκεκριμένους στόχους, ελεγχόμενη από μία κρατική εξουσία, κατευθυνόμενη πειρατεία. Επίσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάκριση ανάμεσα στην πειρατεία με καθαρά κερδοσκοπικά κίνητρα από εκείνη που γινόταν μέσα στο πλαίσιο ναυτικού διακρατικού ή ιερού πολέμου...
 
Ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, η μεταπήδηση από τη μία μορφή πειρατείας στην άλλη ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένη, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την έρευνα του φαινομένου. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που απλοί πειρατές μετατρέπονταν σε κουρσάρους μέσα στο πλαίσιο του ιερού πολέμου και στην υπηρεσία μιας κρατικής εξουσίας, όπως συνέβη, για παράδειγμα, με το Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Από την άλλη πλευρά, μορφές πειρατείας που γίνονταν στο όνομα της θρησκείας και του ιερού πολέμου εκτρέπονταν πολύ συχνά σε ληστρικές επιδρομές, ανεξάρτητα από τη θρησκεία των θυμάτων, όπως συνέβαινε στην περίπτωση των Ιωαννιτών ιπποτών.

Πρέπει ακόμη να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην πειρατεία που προερχόταν από δυνάμεις που βρίσκονταν εκτός Αιγαίου (κυρίως από ευρωπαϊκά και βορειοαφρικανικά Μουσουλμανικά κράτη), και από αυτή, μικρότερης κλίμακας, που προερχόταν από τους ντόπιους νησιωτικούς πληθυσμούς. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι οι δύο αυτές μορφές πειρατείας δεν αλληλοδιαπλέκονταν. Δεν ήταν λίγες οι φορές, ιδιαίτερα από το 17ο αιώνα και μετά, που ντόπιοι ναυτικοί υπηρετούσαν σε ευρωπαϊκούς πειρατικούς στόλους ή ακόμη λειτουργούσαν ως κουρσάροι ξένων ναυτικών δυνάμεων.

Επιπλέον διάκριση πρέπει να γίνεται και στις μορφές της πειρατείας, όσον αφορά τους στόχους της. Αν δηλαδή οι πειρατές ή κουρσάροι κούρσευαν μόνο πλοία ή λεηλατούσαν και παραθαλάσσιες περιοχές. Αν είχαν στόχο κυρίως την πώληση αιχμαλώτων ως δούλων ή αποκλειστικά εμπορεύσιμα αγαθά.


Δεν μπορούμε, τέλος, να παραβλέψουμε τις διαφορετικές οπτικές των ανθρώπων της εποχής. Σίγουρα οι απόψεις των πειρατών για τις ενέργειές τους ήταν διαφορετικές από αυτές των θυμάτων τους ή του κράτους το οποίο ζημίωναν. Αν ο Μοροζίνι για τους Βενετούς ήταν ήρωας, για τους Οθωμανούς δεν ήταν παρά ένας πειρατής, ενώ το αντίστροφο ίσχυε για τον Μπαρμπαρόσα. Ακόμη, διαφορετικές θα ήταν οι αντιλήψεις για την πειρατική δράση των κοινοτήτων που έπεφταν θύματα των πειρατών από τις αντιλήψεις των κοινοτήτων που είτε ασκούσαν πειρατεία είτε ωφελούνταν οικονομικά από αυτή.

Οι παραπάνω παράμετροι, καθώς και αρκετές άλλες, με την πολυπλοκότητα και την αλληλοεπικάλυψή τους, διαμορφώνουν το διαχρονικό φαινόμενο της πειρατείας στο Αρχιπέλαγος, με τις διάφορες εκφάνσεις του κατά περιόδους.

Το Γεωγραφικό - Πολιτικό και Οικονομικό Υπόβαθρο της Πειρατείας στο Αιγαίο

Πέρα από τις διάφορες μορφές του φαινομένου της πειρατείας, πρέπει να αναφερθούμε και σε κάποιους συγκεκριμένους παράγοντες οι οποίοι αποτέλεσαν είτε το υπόβαθρο που ευνόησε την εκδήλωση της πειρατικής δράσης είτε τα ίδια τα αίτια που οδήγησαν σε αυτή. Ένας πρώτος παράγοντας είναι η γεωγραφική θέση του Αιγαίου μέσα στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου, όπως επίσης και η ιδιαίτερη γεωμορφολογία του Αρχιπελάγους.

Πιο συγκεκριμένα, το Αιγαίο σε όλη αυτή τη χρονική περίοδο βρισκόταν πάνω στους τρεις βασικούς εμπορικούς άξονες που ένωναν τη Δύση με την Ανατολή και, κατ’ επέκταση, με τους δρόμους του μεταξιού και των μπαχαρικών. Έτσι, το Αιγαίο αποτελούσε μέρος του άξονα από τα λιμάνια της Δύσης προς την Κωνσταντινούπολη και από εκεί στη διαδρομή του μεταξιού προς την Κίνα.


Επιπλέον, το νότιο Αιγαίο ήταν πάνω στον άξονα από την Ευρώπη προς τη Συρία και τους Αγίους Τόπους, όπου βρισκόταν η εναλλακτική αφετηρία του δρόμου του μεταξιού. Τέλος, το νοτιοανατολικό Αιγαίο, και συγκεκριμένα τα Δωδεκάνησα, αποτελούσαν τον κόμβο που συνέδεε την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με το λιμάνι της Αλεξάνδρειας, σταθμό του εμπορίου των μπαχαρικών, ίσως του πιο επικερδούς εμπορίου για μεγάλες χρονικές περιόδους.

Αυτοί οι εμπορικοί άξονες, καθ’ όλη την περίοδο που εξετάζουμε, δεν έχασαν ουσιαστικά την αξία τους παρά την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου και των εναλλακτικών διαδρομών προς τις Ινδίες, στα τέλη του 15ου αιώνα. Ήταν λοιπόν επόμενο το Αιγαίο να αποτελεί, ως μέρος της Ανατολικής Μεσογείου, πεδίο σύγκρουσης των μεγάλων ναυτικών και εμπορικών δυνάμεων. Ακριβώς αυτή η πολεμική σύγκρουση, κυρίως της οθωμανικής εξουσίας με τα δυτικά κράτη για τον έλεγχο των εμπορικών αξόνων, η οποία ήταν σχεδόν ακατάπαυστη, ευνόησε την εκδήλωση της πειρατείας με διάφορες μορφές.

Αυτή η σύγκρουση όμως δε σημαίνει ότι αποκλειόταν το εμπόριο της Δύσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι εμπορικές συμφωνίες, γνωστές ως διομολογήσεις, που ξεκίνησαν από το 16ο αιώνα, με πρώτη αυτή με τη Γαλλία, φανέρωναν τη διάθεση των Οθωμανών για την ανάπτυξη του εμπορίου. Οι Οθωμανοί φρόντιζαν να συνάπτουν εμπορικές συμφωνίες ακόμη και με τη μεγαλύτερη αντίπαλό τους, τη Βενετία, έπειτα από κάθε πολεμική σύγκρουση μαζί της.

Και η ιδιαίτερη μορφολογία του Αιγαίου όμως, σε συνδυασμό με τους τρόπους ναυσιπλοΐας της εποχής, ευνόησε τη δράση πειρατών και κουρσάρων, ντόπιων και ξένων. Χάρη στην πληθώρα μικρών φυσικών λιμανιών και ορμίσκων, οι πειρατές είχαν τη δυνατότητα πρόσβασης σε κρησφύγετα, εναλλακτικά αραξοβόλια και παζάρια, μακριά από οποιαδήποτε κρατική εποπτεία. Παράλληλα, η ναυτική τεχνολογία της εποχής, σε συνδυασμό με τα πολλά νησιά, τις βραχονησίδες και τα ρεύματα στη θάλασσα του Αιγαίου, δημιουργούσε αναπόφευκτες ναυτικές διαδρομές μέσα από τα νησιά, καθιστώντας τα εμπορικά πλοία ευάλωτα σε πειρατικές επιδρομές, ακόμη και από τη στεριά, όπως συνέβαινε με την περίπτωση της Μάνης.


Παράλληλα με το γεωγραφικό υπόβαθρο, το πλαίσιο λειτουργίας της πειρατείας διαμορφώθηκε και από τις οικονομικές συνθήκες της εποχής. Ήδη από το 16ο αιώνα η άνοδος του εμπορικού καπιταλισμού στην Ευρώπη δε θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατά συνέπεια το Αρχιπέλαγος του Αιγαίου.

Η συνεχής ανάπτυξη του ναυτικού εμπορίου στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά τις όποιες διακυμάνσεις λόγω των ιστορικών συγκυριών, διαμόρφωσε μια ακατάπαυστη ναυτική εμπορική κίνηση στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο. Η λειτουργία του εμπορίου όμως ήταν άμεσα συνυφασμένη με την πειρατεία και το κούρσος ως προέκταση της οικονομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με τον F. Braudel, η πειρατεία, κατά τη νοοτροπία της εποχής, λειτουργούσε ως μια καταναγκαστική μορφή ανταλλαγής.

Από την άλλη πλευρά, πρέπει να σημειωθεί ότι η ναυτιλία –και ιδίως η πειρατεία– αποτελούσε κυρίως για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μια οικονομική δραστηριότητα που δε συναντούσε σημαντικούς οικονομικούς και κοινωνικούς περιορισμούς, όπως συνέβαινε με άλλες οικονομικές δραστηριότητες, μέσα στο πλαίσιο του Οθωμανικού κράτους. Με αυτό τον τρόπο η πειρατεία και το κούρσος, ή έστω η έμμεση εμπλοκή με την πειρατεία, αποτελούσαν τη μοναδική –πιθανόν– διέξοδο για τα φτωχά σε υλικούς πόρους Αιγαιοπελαγίτικα νησιά.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί και η πολιτική παράμετρος, με την ευρύτερη έννοια του όρου, που διαμόρφωσε και προκάλεσε σε μεγάλο βαθμό την εκδήλωση των διάφορων πειρατικών δραστηριοτήτων. Και αυτή η παράμετρος είναι κυρίως η έλλειψη ικανής κρατικής εποπτείας της θάλασσας του Αιγαίου. Μία βασική αιτία ήταν, όπως προαναφέρθηκε, το πολεμικό κλίμα, το οποίο επικρατούσε για μεγάλο διάστημα στο Αιγαίο. Οι ναυτικοί πόλεμοι, και κυρίως οι επαναλαμβανόμενοι για δύο περίπου αιώνες Βενετο-Οθωμανικοί, οδήγησαν τις αντιμαχόμενες πλευρές στη χρήση πειρατών και κουρσάρων ως μια εναλλακτική και ανεπίσημη μορφή πολέμου.


Η Οθωμανική κυριαρχία επεκτάθηκε και σταθεροποιήθηκε στο Αιγαίο ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα. Ο κρατικός έλεγχος ωστόσο ήταν ελλιπής, είτε εξαιτίας της ανεπάρκειας της Πύλης είτε λόγω της έλλειψης κρατικής βούλησης για έναν τέτοιο έλεγχο. Η οθωμανική εξουσία λειτουργώντας αποκεντρωτικά –πολιτική που αποτελούσε και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της– προτιμούσε να οχυρώνει μόνο τις πιο σημαντικές θέσεις στο Αιγαίο και να δίνει μεγάλα περιθώρια αυτονομίας στις ντόπιες κοινότητες. Αρκούνταν στην ετήσια συλλογή φόρων και στην περιστασιακή καταδίωξη πειρατικών στολίσκων.

Αυτή η τακτική είχε αποτέλεσμα, ακόμη και ύστερα από την κατάληψη των περισσότερων προγεφυρωμάτων των Δυτικών στο Αρχιπέλαγος, να παρέχεται η δυνατότητα εύκολης πρόσβασης στο Αιγαίο στους πειρατές και τους κουρσάρους από τη Δύση, ενώ ταυτόχρονα ευνοήθηκε η ντόπια πειρατεία. Με αυτό τον τρόπο, παράλληλα με το δίκτυο της οθωμανικής εξουσίας και το επίσημο εμπόριο, λειτουργούσε και το πειρατικό δίκτυο, αναπτύσσοντας ιδιαίτερες σχέσεις με κάποιες τοπικές κοινότητες, οι οποίες ουσιαστικά στήριζαν την επιβίωσή τους στην άμεση ή έμμεση εμπλοκή τους με την πειρατεία.

Το Φαινόμενο της Πειρατείας μέσα στο Ιστορικό του Πλαίσιο

Από τις αρχές του 13ου αιώνα ξεκινά η κατάληψη νησιών και παραθαλάσσιων περιοχών του Αιγαίου πελάγους από τους Δυτικούς και κυρίως τους Βενετούς. Το 15ο αιώνα το σύνολο σχεδόν των Κυκλάδων ανήκει στη Βενετία, αποτελώντας το επονομαζόμενο Δουκάτο της Νάξου. Τα νησιά Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Λήμνος, Χίος, Σάμος, Ικαρία ζουν κάτω από το ιδιόμορφο καθεστώς των Γενοβέζικων εμπορικών εταιρειών. Το μεγαλύτερο μέρος των Δωδεκανήσων ανήκει στους Ιωαννίτες ιππότες με έδρα τη Ρόδο.

Από εκεί εξαπολύουν πειρατικές επιδρομές εναντίον των μουσουλμάνων, ως συνέχεια των Σταυροφοριών. Παρ’ όλα αυτά, την εποχή αυτή η πειρατεία ασκείται κυρίως από Μουσουλμάνους πειρατές, που συνδέονται με τους πασάδες της Μικράς Ασίας. Σε αντίθεση με τους Βυζαντινούς, οι Λατίνοι προσανατολίζουν τη ζωή των νησιών προς τη θάλασσα. Οι οικισμοί εγκαταλείπουν τις παλιές ορεινές τους θέσεις και συνδέονται με το θαλάσσιο δίκτυο. Οι νέοι κυρίαρχοι οχυρώνουν και προστατεύουν τα λιμάνια και τις σκάλες, κυρίως αυτές που βρίσκονται πάνω στους βασικούς άξονες των εμπορικών διαδρομών.


Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 οι Οθωμανοί περνούν στην επίθεση στο Αιγαίο. Από τις αρχές του 16ου αιώνα και ως το 1537, το Αιγαίο υποφέρει από τις λεηλασίες του Μπαρμπαρόσα, Βορειοαφρικανού Μουσουλμάνου πειρατή Ελληνικής καταγωγής, που είχε μπει στην υπηρεσία του Σουλτάνου. Λεηλατεί περίπου 80 παραθαλάσσιες πόλεις και μεταφέρει στα σκλαβοπάζαρα γύρω στους 30.000 ανθρώπους.

Νησιά όπως η Αίγινα, τα Ψαρά, η Κύθνος, η Ικαρία και η Σάμος δέχονται τεράστια δημογραφικά πλήγματα. Μετά το 1537, όταν δηλαδή καταλαμβάνεται και το Δουκάτο της Νάξου, αρχίζουν οι προσπάθειες επανεποικισμού από την Πύλη. Με αυτή τη νίκη το Αιγαίο γίνεται Τουρκική λίμνη και, ως τη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, η πειρατεία είναι σαφώς ηπιότερη και πιο ελεγχόμενη.

Με την ήττα του Τουρκικού στόλου από τους συνασπισμένους χριστιανικούς πληθυσμούς το 1571 αλλάζει πάλι το σκηνικό στο Αιγαίο. Ο Οθωμανικός στόλος για προληπτικούς λόγους αποσύρεται στα Δαρδανέλια, ενώ χριστιανοί πειρατές κάνουν την εμφάνισή τους στην περιοχή, ασκώντας πειρατεία παράλληλα με μουσουλμάνους, Βορειοαφρικανούς και Οθωμανούς πειρατές. Οι χριστιανοί πειρατές βρίσκονται συνήθως στην υπηρεσία του Πάπα, των Ισπανών και των Μεδίκων. Παρά την έντονη πειρατική δράση στα 30 χρόνια που ακολουθούν ως τις αρχές του 17ου, ξεκινούν πιο συστηματικά ο επανεποικισμός, με πρωτοβουλία κατά κύριο λόγο της Πύλης, από χριστιανικούς πληθυσμούς, Ελληνικούς και Αλβανικούς, καθώς και η οικιστική ανοικοδόμηση στο Αιγαίο.

Ο 17ος αιώνας χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη Βενετοοθωμανική σύγκρουση, με επίκεντρο πλέον το νησί της Κρήτης. Στο πλαίσιο των Βενετοοθωμανικών πολέμων, πολλοί πειρατές, ανάμεσά τους και ντόπιοι νησιώτες, χρησιμοποιούνται εκατέρωθεν ως ένας διαφορετικός τρόπος ναυτικού πολέμου. Στον αιώνα αυτό τρεις κυριαρχίες λειτουργούν παράλληλα και ανταγωνιστικά στο Αιγαίο: των Οθωμανών, των Βενετών και των πειρατών. Αυτή η ρευστή κατάσταση διαμορφώνει ένα πλαίσιο αυτονομίας για τα νησιά του Αιγαίου. Αναπτύσσεται ένα διανησιωτικό πλέγμα επικοινωνίας και εμπορικής κίνησης, που συνυφαίνεται με την πειρατεία.


Με την οριστική λήξη των Βενετοοθωμανικών πολέμων το 1699 με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, αρχίζει και η οικονομική και οικιστική ανάπτυξη του Αιγαίου. Η πειρατεία εξακολουθεί να υφίσταται, φαίνεται όμως να έχει ενταχθεί σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική και κοινωνική πρακτική και νοοτροπία των Αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων. Οι κοινότητες των νησιών και των παραθαλάσσιων περιοχών, αν δεν ασκούν οι ίδιες πειρατεία, συνεργάζονται με πειρατές, λειτουργούν ως πειρατικά καταφύγια ή ως διαμετακομιστικά κέντρα για τους πειρατές και τους κουρσάρους.

Το 18ο αιώνα αντικείμενο πειρατείας των χριστιανικών δυνάμεων, με πρωτοστάτη την Αγγλία, δεν είναι πλέον οι μουσουλμάνοι, αλλά τα Γαλλικά εμπορικά πλοία, τα οποία κυριαρχούν στο εμπόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για αυτό το σκοπό χρησιμοποιούνται και ντόπιοι νησιώτες ως κουρσάροι. Παράλληλα, και η ίδια η φύση της πειρατείας αλλάζει στις αρχές του 18ου αιώνα. Στόχος πλέον είναι κατά κύριο λόγο τα πλοία εν κινήσει και τα εμπορεύματά τους και όχι οι άνθρωποι με προορισμό την υποδούλωση. Βασικό ρόλο σε αυτό φαίνεται να έπαιξε η διάδοση του ιστιοφόρου, γεγονός που ανέκοψε τη ζήτηση για κωπηλάτες στις γαλέρες.

Από τις αρχές του 18ου αιώνα αναπτύσσεται στις νέες αυτές συνθήκες μια νέα εμπορική και ναυτική τάξη στις Αιγαιοπελαγίτικες κοινότητες, η οποία αναλαμβάνει και τον πολιτικό έλεγχο των κοινοτήτων μέσα στο πλαίσιο της αυτοδιοίκησης. Η εμπορική αυτή τάξη λειτουργεί στα όρια μεταξύ του εμπορίου και της πειρατείας. Εκμεταλλεύεται τις Ρωσοοθωμανικές και Αγγλογαλλικές συγκρούσεις στα τέλη του 18ου αιώνα και με την εμπορική και πειρατική της ιδιότητα μονοπωλεί σχεδόν την εμπορική κίνηση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου ως το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων το 1815.


Συνέπειες της Πειρατικής Δραστηριότητας στη Διαμόρφωση της Ζωής των Κοινοτήτων του Αιγαίου

Η δράση των πειρατών και των κουρσάρων στο Αρχιπέλαγος δεν μπορεί να ιδωθεί μόνο ως αποτέλεσμα των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν σε όλη τη διάρκεια που εξετάζουμε, αλλά και ως μια σημαντική δυναμική που διαμόρφωσε την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική ταυτότητα των Αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων.

Μια συνηθισμένη οπτική για την πειρατεία είναι αυτή της λεηλασίας, του εξανδραποδισμού και της ερήμωσης των οικισμών του Αιγαίου, ακόμη και ολόκληρων νησιών. Αυτή η αντίληψη μπορεί ως ένα βαθμό να θεωρηθεί σωστή, είναι όμως σίγουρα ανεπαρκής και μπορεί να λειτουργήσει παραπλανητικά. Πράγματι κατά καιρούς, όπως στην περίπτωση του Βορειοαφρικανού πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, ολόκληρες πόλεις και νησιά λεηλατήθηκαν και ερημώθηκαν.

Από την άλλη όμως θα ήταν υπερβολικό να θεωρήσουμε ότι αυτή η κατάσταση επικρατούσε σε ολόκληρο το Αιγαίο με την ίδια ένταση σε όλη την εξεταζόμενη χρονική περίοδο. Μια τέτοια καταστροφική τακτική θα ήταν αδύνατο να εφαρμόζεται συνεχώς λόγω των περιορισμένων πόρων και των μικρών σχετικά πληθυσμών των περισσότερων νησιωτικών περιοχών. Επίσης, είναι αμφισβητήσιμο το κατά πόσο νησιά με μεγάλη ενδοχώρα θα μπορούσαν να ερημωθούν ολοκληρωτικά, όπως υποστηρίζουν διάφορες πηγές.


Η πραγματικότητα είναι πολυδιάστατη. Οι κοινότητες του Αιγαίου, μετά τον επαναπροσανατολισμό τους κατά το 14ο αιώνα προς τη θάλασσα, δε φαίνεται, παρά τις πειρατικές επιδρομές, να απομακρύνονται από αυτή. Σε μακροϊστορικό επίπεδο, παρά τις όποιες ερημώσεις, τουλάχιστον οι σημαντικές οχυρές θέσεις στο Αιγαίο που έλεγχαν τα περάσματα παρέμεναν στραμμένες προς τη ναυτική δραστηριότητα. Αυτή φαίνεται να είναι και η γενικότερη τάση όσων οικισμών επανεποικίζονταν, σύμφωνα με την πολιτική της Πύλης.

Σε οικονομικό επίπεδο, πολλά νησιά και παραθαλάσσιες περιοχές φαίνεται ότι στήριξαν την επιβίωσή τους στην πειρατεία ή στην ειδική σχέση που είχαν με αυτή. Νησιά όπως η Μήλος, η Κίμωλος και η Μύκονος λειτουργούσαν ως αραξοβόλια πειρατών και ως εμπορικοί σταθμοί της λείας τους. Μακροπρόθεσμα η πειρατεία και το κούρσος εντάχθηκαν ως εξωοικονομικός παράγοντας στη ναυτιλιακή δραστηριότητα των νησιών. Λειτούργησαν ως ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους συσσώρευσης κεφαλαίου, το οποίο επενδυόταν στις παράλληλες εμπορικές δραστηριότητες.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της εξέλιξης ήταν η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά. Έτσι παρατηρούμε, ήδη από το 17ο αιώνα, τη διαμόρφωση ενός εκτεταμένου διανησιωτικού εμπορικού δικτύου, το οποίο από τις αρχές του 18ου αιώνα επεκτεινόταν και εκτός Αιγαίου. Το αποτέλεσμα ήταν η εμπορική αστική τάξη των Αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων να ελέγχει τα ¾ της εμπορικής κίνησης στην Ανατολική Μεσόγειο μετά τις ρωσοοθωμανικές συνθήκες του β΄ μισού του 18ου αιώνα και ως το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων.

Αυτή η οικονομική ελίτ θα αναλάβει και την πολιτική διοίκηση των κοινοτήτων μέσα στο πλαίσιο της εκτεταμένης αυτοδιοίκησης και της χαλαρής κρατικής εποπτείας. Το πειρατικό δίκτυο, ιδιαίτερα από το 18οαιώνα, αναπτύσσεται παράλληλα με τα εμπορικά δίκτυα των ευρωπαϊκών στόλων και το διοικητικό δίκτυο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή η πραγματικότητα όμως ενισχύει την οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ενότητα του χώρου του Αιγαίου, η οποία λειτουργεί σε παραλληλία ή σε αντίθεση με τις κρατικές κυριαρχίες. Η ενότητα αυτή γίνεται αντιληπτή και από τις ίδιες τις κοινότητες και ιδιαίτερα από τις ιθύνουσες εμπορικές τάξεις.


Συνοψίζοντας λοιπόν, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, παρά τις καταστροφές που υπέφεραν οι κοινότητες του Αιγαίου εξαιτίας της πειρατείας, μακροπρόθεσμα το φαινόμενο αυτό, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας αυτόνομης και ισχυρής ταυτότητας, εξασφάλισε ένα πραγματικό επίπεδο ευημερίας.

Επηρέασε όλες τις πτυχές της ιστορικής πορείας των αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων, από την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτική διοίκηση ως την αρχιτεκτονική και τα πολιτισμικά πρότυπα. Οι οικονομικές και κοινωνικές ελίτ που θα αναδυθούν μέσα από τις κοινότητες αυτές θα παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821, χάρη στη συσσώρευση πλούτου και στην απόκτηση πολεμικής εμπειρίας.

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΑΠΟ ΤΑ ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ΩΣ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Στα Βυζαντινά χρόνια οι πειρατικές επιδρομές απασχολούν συχνά τον Αυτοκρατορικό Στόλο. Ιδιαίτερα τον 9ο αι. το φαινόμενο έχει αναπτυχθεί σε βαθμό ανησυχητικό. Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα η Κρήτη αποτελεί ορμητήριο πειρατών ακολουθούν η Σικελία και η Συρία. Η Πελοπόννησος και τα νησιά δεινοπαθούν. Αρκετά νησιά υποχρεώνονται να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στους πειρατές.

Η κατάσταση οξύνεται στα τέλη του 9ου αι. και στις αρχές του 10ου. Το 904 μ.Χ. ο Λέων ο Τριπολίτης, χριστιανός εξωμότης, με ισχυρό πειρατικό στόλο επιχειρεί να διεισδύσει στον Ελλήσποντο. Τελικά στρέφεται προς τη Θεσσαλονίκη και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς την καταλαμβάνει. Ο Ιωάννης Καμενιάτης, αυτόπτης μάρτυρας, αφηγείται με πολύ ενάργεια τις σφαγές, τις λεηλασίες και τις αιχμαλωσίες που ακολούθησαν.


Οι αιχμάλωτοι ανέρχονταν σε 22.000 και ήταν στην πλειοψηφία τους νέοι. Η Αυτοκρατορία προσπαθούσε να αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση όχι μόνο με στρατιωτικές επιχειρήσεις αλλά και με διαπραγματεύσεις. Ο Λέων ο Χοιροσφάκτης, εκπρόσωπος του Αυτοκράτορα, καυχιέται ότι κατόρθωσε να εξαγοράσει από τους Άραβες 120.000 αιχμαλώτους. Η πληροφορία αυτή δείχνει το μέγεθος των καταστροφών που υφίστατο το Βυζάντιο την εποχή αυτή από τους πειρατές.

Ο 11ος αι. είναι για την Αυτοκρατορία περίοδος κρίσης. Η αγροτική κοινότητα καταστρέφεται, οι δυνατοί ενισχύονται υπέρμετρα, οι διαμάχες ανάμεσα στις μερίδες της αριστοκρατίας εντείνονται, ενώ οι Δυτικοί, οργανώνοντας τις Σταυροφορίες, λυμαίνονται τα εδάφη του Βυζαντίου. Η Βενετία —θα ακολουθήσουν αργότερα και άλλες ιταλικές πόλεις— αποκτά οικονομικά προνόμια στη βυζαντινή επικράτεια. Οι εξωτερικοί εχθροί πολλαπλασιάζονται και οι Σελτζούκοι Τούρκοι εγκαθίστανται οριστικά στη Μ. Ασία.

Τον 12ο αι. το Αιγαίο δεν παρέχει καμία ασφάλεια στους ταξιδιώτες. Η οικονομική διείσδυση των ιταλικών πόλεων στην Ανατολή και τελικά ο έλεγχος του εμπορίου από τη Δύση καθόρισε και την πορεία της αυτοκρατορίας ως ναυτικής δύναμης. Οι μεταρρυθμίσεις εξάλλου των Κομνηνών που αφορούσαν την χρηματοδότηση του στρατού και του στόλου επιτάχυναν την εξασθένιση των θεμάτων και συνεπώς τη θαλάσσια άμυνα του κράτους. Ουσιαστικά η αυτοκρατορία αδυνατεί να διασφαλίσει τους θαλάσσιους δρόμους, εφόσον δε διαθέτει ισχυρό ναυτικό, πράγμα που επιτρέπει στους πειρατές να δρουν σχεδόν ανενόχλητοι.

Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), ο διαμελισμός των εδαφών της Αυτοκρατορίας και η δημιουργία λατινικών κρατών στην Ανατολή είναι γεγονότα που ευνοούν ακόμη περισσότερο την πειρατική δράση, που συνεχίζεται στην ίδια περίπου έκταση και ένταση ως την Άλωση. Από τον 15ο αι. και μετά οι ελληνικές θάλασσες συχνά μεταβάλλονται σε πεδίο πολεμικών αναμετρήσεων Χριστιανών και Οθωμανών. Η επεκτατική πολιτική των Τούρκων προκάλεσε μόνο με τους Βενετούς επτά πολέμους σε διάστημα τριών αιώνων, που όλοι τους βέβαια είχαν ως στόχο τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Η κατά τόπους έκρυθμη κατάσταση που δημιουργούνταν διαιώνιζε και την πειρατική δραστηριότητα.


Εξάλλου από τον 17ο αι. ο οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ Άγγλων και Γάλλων στην Ανατολική Μεσόγειο αποτελεί έναν επιπρόσθετο αρνητικό παράγοντα, με αποτέλεσμα να έχει διαμορφωθεί στις θάλασσες μία κατάσταση σχεδόν ανεξέλεγκτη. Τούρκοι, Φράγκοι και πειρατές επιβάλλουν στους πληθυσμούς του Αιγαίου τον 16ο και 17ο αι. ένα καθεστώς στυγνής τυραννίας και εκμετάλλευσης. Η τούρκικη αρμάδα με τον Kαπουδάν-πασά εμφανίζεται στα νησιά μία φορά το χρόνο για να εισπράξει το χαράτσι. Το υπόλοιπο χρονικό διάστημα οι κάτοικοι είναι εκτεθειμένοι στην αρπακτικότητα των πειρατών.

Οι αρχικουρσάροι σε πολλά νησιά ασκούν εξουσία και εισπράττουν φόρους. Οποιοσδήποτε τολμήσει να αντισταθεί εξοντώνεται. Η ανάγκη για επιβίωση εξωθεί ολόκληρα νησιά σε συνθηκολόγηση με τους πειρατές. Κι αυτή τους η στάση όμως δεν τους λυτρώνει από τα δεινά, γιατί οι Τούρκοι με τη σειρά τους τους κατηγορούν ότι υποθάλπουν την πειρατεία. Οι Κυκλαδίτες αρκετές φορές, διακινδυνεύοντας τη ζωή τους προσπάθησαν να προστατέψουν τις τουρκικές αρχές αναλογιζόμενοι το μένος του Kαπουδάν-πασσά, όταν θα ερχόταν στα νησιά και θα μάθαινε πως αδιαφόρησαν για την τύχη κάποιου εκπροσώπου της εξουσίας στη διάρκεια της πειρατικής επιδρομής.

Έτσι συνέβαινε συχνά —αν και οξύμωρο— να προστατεύουν τους ίδιους τους δυνάστες τους. Ο μοναχός Urbano de Parigi αναφερόμενος στη Σύρο (17ος αι.) δίνει την πληροφορία πως οι κάτοικοι, μόλις αντικρίσουν κάποιο πλοίο, τρέχουν να κρυφτούν στο εσωτερικό του νησιού. Οι Τούρκοι χλευαστικά τους αποκαλούν λαγούς. Επίσης ο περιηγητής Paul Lucas, εκπρόσωπος του βασιλιά της Γαλλίας, κατά την επίσκεψη του στην Ίμβρο διαπιστώνει ότι οι κάτοικοι έχουν εγκαταλείψει τα παράλια και ζουν σε πύργους στα μεσόγεια.

Ο φόβος τους μάλιστα είναι τόσο μεγάλος, ώστε και οι πόρτες των σπιτιών απέχουν πολύ από το έδαφος και ανεβαίνουν με ξύλινες σκάλες που τις νύχτες τις σηκώνουν, για να προστατευθούν από κάποια αιφνιδιαστική επίθεση. Η εγκατάλειψη των παραλιακών περιοχών και η εγκατάσταση σε ασφαλέστερα μέρη είναι φαινόμενο που παρατηρείται συχνά στα χρόνια της σκλαβιάς και ιδιαίτερα σε περιόδους που η πειρατεία ανθεί.


Κατά τον ίδιο τρόπο εγκαταλείφθηκαν σταδιακά οι παραλιακοί συνοικισμοί της Θάσου —σύμφωνα με την άποψη του Απ. Βακαλόπουλου— και οι κάτοικοι μετακινήθηκαν προς το εσωτερικό του νησιού, ενώ άλλοι οικισμοί καταστράφηκαν από τους πειρατές. Ο Θεολόγος και η Παναγία —μεγάλα χωριά— χτίστηκαν σε τοποθεσίες που παρέχουν στους κατοίκους μια σχετική ασφάλεια. Συχνά όμως οι πειρατές—και δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στη Θάσο— δε δίσταζαν να προχωρούν στα μεσόγεια και να ληστεύουν απομακρυσμένους από τη θάλασσα οικισμούς.

Τον 16ο αι. αλλά ιδιαίτερα τον 17ο αι. η πειρατεία φαίνεται πως αποτελεί κανόνα της καθημερινής ζωής. Από τον Θερμαϊκό ως τη Μάνη και το Λιβυκό πέλαγος τα πειρατικά καράβια παραμονεύουν, για να δράσουν την κατάλληλη στιγμή. Οι Ελληνικές ακτές με τους βράχους, τις σπηλιές, τα δάση και τους αθέατους όρμους αναδεικνύονται σε ιδανικά κρησφύγετα. Ο περιηγητής Deshayes συμβουλεύει τους ταξιδιώτες για Κωνσταντινούπολη να αποφεύγουν το ταξίδι με πλοίο, μολονότι στοιχίζει φθηνότερα, γιατί οι πειρατές καραδοκούν ανάμεσα στην Κρήτη και την Πελοπόννησο.

Τα πληρώματα των καραβιών, όταν έπλεαν σε Ελληνικές θάλασσες, ήταν σε συνεχή ετοιμότητα• οποιοδήποτε πλοίο εντόπιζαν στον ορίζοντα επιχειρούσαν να το αποφύγουν, ακόμη κι αν είχε φιλική σημαία. Άλλωστε ήταν γνωστό το τέχνασμα των πειρατών να υψώνουν παραπλανητικά τη σημαία κάποιας γνωστής ναυτικής χώρας.

Πάντως τα πειρατικά πλοία συχνά υπερείχαν από τα άλλα σε δύναμη και σε πλήρωμα. Οι πειρατές χρησιμοποιούσαν μικρά σχετικά σκάφη, με μέσο όρο σαράντα κανόνια αλλά με πλήρωμα πολυάριθμο. Οι «φούστες», μικρά και ευκίνητα πλοία, που εξορμούσαν από τη Β. Αφρική, χαρακτηρίζονται από τον Κ. Σάθα στον πρόλογο του στο Χρονικό του Γαλαζειδίον ως «πλοία του Σατανά».


Σ’ όλα τα νησιά και στις παράκτιες περιοχές υπήρχαν παρατηρητήρια, «βιγλαριά», απ’ όπου οι «βιγλάτορες» παρακολουθούσαν τα καράβια που πλησίαζαν στη στεριά, Μόλις διέκριναν κάποιο πλοίο, την ημέρα ειδοποιούσαν τον πληθυσμό υψώνοντας, συνήθως, κάποια σημαία και τη νύχτα έριχναν αναμμένους δαυλούς. Βέβαια κάτι ανάλογο έκαναν και οι πειρατές στα δικά τους μέρη, αλλά, κατά κανόνα, όχι για να προφυλαχτούν από κάποιον εχθρό παρά για να ληστέψουν κάποιο ανυποψίαστο καράβι.

Είναι γεγονός ότι κατά την περίοδο της τουρκικής κατάκτησης επιδίδονται στην πειρατεία, στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, άνθρωποι κάθε εθνικότητας και θρησκεύματος’ ανάμεσα τους και οι Έλληνες, Οι πιο φημισμένοι ήταν οι Μανιάτες. Τη Μάνη την ονόμαζαν Μεγάλο Αλγέρι. Τον 18ο αι. η Μάνη αποκλειστικά ζει από τις πειρατικές επιδρομές. Αν και τα πλοία τους κάποιοι σύγχρονοι τους τα χαρακτηρίζουν «σαπιοκάραβα», η δράση τους είναι γνωστή ήδη από τον προηγούμενο αιώνα.

Όταν δεν ταξιδεύουν με τα καράβια τους, ενεδρεύουν κρυμμένοι στους βράχους των ακτών της Μάνης περιμένοντας να παρασυρθεί κάποιο καράβι στην ακτή από την κακοκαιρία. Λέγεται ότι ακόμη και οι Μανιάτες κληρικοί έπαιρναν μέρος σ’ αυτές τις επιχειρήσεις. Στα τέλη μάλιστα του 18ου αι. οργάνωσαν επιδρομή ενάντια στην Αμοργό και την κατέλαβαν.

Μέσα στο 18ο αι. οι Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι και οι εξεγέρσεις των Ελλήνων, απόρροια των πολέμων, ώθησαν κι άλλους Έλληνες στην πειρατεία. Μετά τα Ορλωφικά και λίγο αργότερα, όταν ο Λάμπρος Κατσώνης μ’ ένα στολίσκο πειρατικό γίνεται ο εφιάλτης των Τούρκων, πολλά πειρατικά πλοία στο Αιγαίο είναι Ελληνικά.


Όπως φαίνεται, την περίοδο της Τουρκικής κατάκτησης, η πειρατεία στις Ελληνικές θάλασσες είναι μία κατάσταση μόνιμη. Για όσα όμως υπέφεραν οι Ελληνικοί πληθυσμοί ευθύνη έχουν και οι Χριστιανικές δυνάμεις της Ευρώπης. Η στάση που κράτησαν, ως ένα βαθμό, νομιμοποιούσε τη δραστηριότητα των πειρατών, αφού κατά καιρούς είχαν συναλλαγές με τους πειρατές. Η Βενετία φερ’ειπείν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Ηρακλείου από τους Τούρκους είχε στρατολογήσει πειρατές για να αμυνθεί.

Οι Ρώσοι, όταν κατέβηκαν στο Αιγαίο (18ος αι.), είχαν επανδρώσει τα πλοία τους και με πειρατές από τη Μάνη, την Πρέβεζα και άλλες περιοχές. Ευρωπαίοι διπλωμάτες φανερά συναλλάσσονταν με ομοεθνείς τους, συνήθως, πειρατές. Ο Π. Ζερλέντης υποστηρίζει ότι Ιησουΐτες και Καπουτσίνοι εμπλέκονταν στην πειρατεία. Καθολικοί ιερείς δέχονται ως προσφορές για τις εκκλησίες πειρατικές λείες και ομόθρησκους τους πειρατές τους ενταφιάζουν στους περιβόλους των ναών.

Σημαντική πτυχή του φαινομένου, που αιτιολογεί εν μέρει και την έκταση που πήρε η πειρατεία στα χρόνια της Τουρκικής κατάκτησης, είναι οι συναλλαγές πειρατών και εμπόρων, ντόπιων και μη. Η εκποίηση της λείας απέφερε τεράστια κέρδη στους εμπόρους, αλλά διατηρούσε σε υψηλά επίπεδα και τις πειρατικές επιδρομές, εφ” όσον υπήρχαν αγοραστές. Η Κίμωλος και η Μήλος ήταν νησιά όπου πραγματοποιούνταν τέτοιου είδους συναλλαγές. Το ίδιο όμως γινόταν και αλλού. Το Αλγέρι τον 16ο αι. είχε πληθυσμό 100.000 που ζούσε αποκλειστικά από την πειρατεία. Ακόμη ήταν μονίμως εγκαταστημένοι εκεί έμποροι από διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες.

Ο Ανταγωνισμός Μεταξύ Βενετίας και Γένοβας

Η δράση της Γένοβας στο χώρο του Αιγαίου πελάγους υπήρξε μακρά και συνδέεται με την προσπάθεια της Ιταλικής ναυτικής πόλης να αποκτήσει βάσεις για την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου της και τον έλεγχο των μεγάλων θαλάσσιων διαδρομών αφενός μεν προς την Κωνσταντινούπολη και τον Εύξεινο Πόντο αφετέρου δε προς την Κύπρο και τη Συροπαλαιστίνη.


Η παρουσία της Γένοβας στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εδραιώνεται κυρίως στο Β΄ μισό του 12ου αιώνα, όταν ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143-1180) της παραχώρησε σημαντικά εμπορικά προνόμια, προσπαθώντας να περιορίσει τη δύναμη της ανταγωνίστριας δύναμής της, της Βενετίας.

Λίγα χρόνια πριν από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, ένας μεγάλος αριθμός Γενουατών εμπόρων είχε επιδοθεί στην πειρατεία και είχε καταλάβει διάφορες βάσεις στο Αιγαίο. Όταν ο Βενετός στρατιωτικός Μάρκος Σανούδος έσπευσε να καταλάβει με τη συγκατάθεση του Λατίνου αυτοκράτορα και της Βενετίας τα νησιά των Κυκλάδων μεταξύ των ετών 1204 και 1207, αποβιβάστηκε στη Νάξο και επιτέθηκε εναντίον των Γενουατών πειρατών που είχαν οχυρωθεί στο ισχυρό κάστρο του Απαλίρου.

Η Κρήτη επίσης χρησιμοποιούνταν πιθανότατα ως βάση Γενουατών πειρατών πριν από το 1204, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1206, ένα σημαντικό τμήμα της καταλήφθηκε από τον Ερρίκο Πεσκατόρε (Pescatore), Γενουάτη κόμη της Μάλτας.

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204 είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την εδραίωση της Βενετίας στον Ελλαδικό χώρο. Η Γένοβα, που είχε επίσης σημαντικά εμπορικά συμφέροντα στον Ελλαδικό χώρο, δεν αποδέχθηκε την κυρίαρχη θέση της Βενετίας και για αρκετά χρόνια επιδόθηκε σε πολεμικές συγκρούσεις μαζί της. Το 1205 συμμάχησε με την επίσης αξιόλογη ναυτική ιταλική πόλη Πίζα και ενεπλάκη σε πόλεμο με τη Βενετία, με την οποία υπέγραψε τελικά συνθήκη ειρήνης το καλοκαίρι του 1206.


Την ίδια περίοδο, ωστόσο, η Βενετία στην προσπάθειά της να επιβάλει τα κυριαρχικά της δικαιώματα στην Κρήτη, που της είχε παραχωρηθεί από τον ηγέτη της Δ΄ σταυροφορίας Βονιφάτιο Μομφερατικό, έστειλε τον στόλο της εναντίον του Γενουάτη Πεσκατόρε, που είχε καταλάβει σημαντικό τμήμα του νησιού. Ο τελευταίος ζήτησε τη βοήθεια της Γένοβας, με αποτέλεσμα να προκληθούν νέες πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο ιταλικές πόλεις, μέχρι την τελική επικράτηση της Βενετίας το 1211.

Οι σχέσεις της Γένοβας και της Βενετίας εξακολούθησαν να είναι εχθρικές μέχρι το 1218, οπότε η τελευταία επικύρωσε τα προνόμια που είχαν παραχωρήσει στη Γένοβα κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες και της επέτρεψε να εμπορεύεται στα εδάφη της Λατινικής Αυτοκρατορίας. Την εποχή αυτή αξιόλογη παρουσία Γενουατών εμπόρων σημειώνεται στη Θεσσαλονίκη και στο δουκάτο των Αθηνών.

Ο εμπορικός ανταγωνισμός ωστόσο ανάμεσα στις δύο Ιταλικές πόλεις δε σταμάτησε σχεδόν ποτέ και απέκτησε ιδιαίτερα οξεία μορφή το 1256, οπότε ξέσπασε ο πρώτος μεγάλος Βενετο-Γενουατικός πόλεμος του 13ου αιώνα στις παράλιες πόλεις της Συροπαλαιστίνης. Ο πόλεμος αυτός που έληξε μόλις το 1270 με ήττα της Γένοβας σήμανε την απομάκρυνση της τελευταίας από το επικερδές εμπόριο της Συροπαλαιστίνης και την επικέντρωση του ενδιαφέροντός της στο χώρο του Αιγαίου και του Εύξεινου Πόντου.

Τρεις ακόμη σκληρές αναμετρήσεις ακολούθησαν ανάμεσα στη Βενετία και τη Γένοβα κατά τη διάρκεια του 13ου και 14ου αιώνα (1294-1299, 1350-1351 και 1375-1381), επισφραγίζοντας το σφοδρό ανταγωνισμό των δύο αντιμαχόμενων ιταλικών πόλεων.


Κτήσεις των Γενουατών στο Βορειοανατολικό Αιγαίο

Η διείσδυση της Γένοβας στον Ελλαδικό χώρο θα προχωρήσει με πολύ γρήγορο ρυθμό κυρίως μετά την υπογραφή της συνθήκης του Νυμφαίου στις 10 Ιουλίου του 1261 με τον Αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1259-1282), ο οποίος της παραχώρησε σημαντικά εμπορικά προνόμια ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που θα του παρείχε στην προσπάθειά του να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Μετά την ανακατάληψη της Βυζαντινής πρωτεύουσας στις 25 Ιουλίου του ίδιου έτους, οι Γενουάτες εγκαταστάθηκαν στο Γαλατά, στην ανατολική ακτή του Κεράτιου κόλπου, ο οποίος λόγω της προνομιακής του θέσης εξελίχθηκε γρήγορα στο σπουδαιότερο εμπορικό κέντρο της Γένοβας στην Ανατολή.

Σημαντικές εμπορικές εγκαταστάσεις απέκτησε επίσης η Γένοβα στον Εύξεινο Πόντο, με σημαντικότερη εκείνη του Καφφά (Θεοδοσία) στην Κριμαία, που ιδρύθηκε το 1266. Οι Γενουάτες επωφελούμενοι από τη συνθήκη του Νυμφαίου εμφανίζονται στα τέλη του 13ου αιώνα σε πολυάριθμα λιμάνια του Αιγαίου: Ραιδεστό, Θεσσαλονίκη, Λήμνο, Χίο, Φώκαια, Σμύρνη, Αδραμύττιο, Ρόδο κ.ά.

Ο Μιχαήλ Η΄ προκειμένου να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δε δίστασε να προχωρήσει στη σύναψη συμμαχιών όχι μόνο με ισχυρά κράτη, αλλά και με μεμονωμένα άτομα, τα οποία ήταν ικανά να του παρέχουν τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες. Γενουάτης ήταν ο πειρατής Ιωάννης ντε λο Κάβο (de lo Cavo), στον οποίο παραχωρήθηκαν περίπου το 1278 η Ανάφη και η Ρόδος λόγω των στρατιωτικών του επιτυχιών εναντίον των αντιπάλων της αυτοκρατορίας. Μετά τον Ιωάννη ντε λο Κάβο η Ρόδος παραχωρήθηκε το 1282/1283 στον επίσης Γενουάτη πειρατή Αντρέα Μορέσκο (Andrea Moresco) μέχρι την κατάκτηση του νησιού από το τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών μεταξύ των ετών 1306 και 1309.

Το 1267 ή το 1275 ο Μιχαήλ Η΄ παραχώρησε σε δύο ακόμη Γενουάτες, τα αδέλφια Βενέδικτο και Μανουήλ Ζακαρία (Zaccaria), τη Φώκαια της Μικράς Ασίας, με την προϋπόθεση να τον υπηρετούν ως έμπιστοι απεσταλμένοι του σε κράτη της Δύσης. Οι αδελφοί Ζακαρία έχτισαν μεταξύ των ετών 1286 και 1296 τη Νέα Φώκαια στα βόρεια της παλιάς πόλης (που πήρε το όνομα Παλαιά Φώκαια), ενώ στις αρχές του 14ου αιώνα επιδίωξαν να επεκτείνουν τις κτήσεις τους στο γειτονικό νησί της Χίου. Το 1304 ο Βενέδικτος Ζακαρία βρήκε την ευκαιρία και κατέλαβε τη Χίο υπό περιστάσεις που δεν είναι γνωστές με σαφήνεια, αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία του βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328), ο οποίος του παραχώρησε το νησί με συνθήκη για δέκα χρόνια.


Οι Ζακαρία απέκτησαν επιπλέον ερείσματα στα απέναντι Μικρασιατικά παράλια, καθώς, εκτός από τη Φώκαια, φαίνεται πως το 1326 κατείχαν και το λιμάνι της Σμύρνης. Παράλληλα, κατείχαν για ορισμένο χρονικό διάστημα τα νησιά Σάμο και Ικαρία, καθώς επίσης την Κω. Η ενίσχυση της θέσης τους στο βορειοανατολικό Αιγαίο είχε ως αποτέλεσμα η επικυριαρχία του αυτοκράτορα να καταλήξει τελείως τυπική.

Το 1329 ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος (1328-1341) έδιωξε μετά από μια σύντομη ναυτική εκστρατεία τους Γενουάτες Ζακαρία από τη Χίο και τη Φώκαια αποκαθιστώντας τη βυζαντινή κυριαρχία, η οποία όμως δεν έμελλε να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το 1346 ο Γενουάτης Σιμόνε Βινιόσο (Simone Vignoso), επωφελούμενος από τη συγκεχυμένη κατάσταση που είχε επικρατήσει στο Αιγαίο με τη σταυροφορία των συνασπισμένων δυτικών δυνάμεων για την κατάληψη της Σμύρνης το 1344, στην οποία συμμετείχε και η Γένοβα, κατέλαβε μετά από τρίμηνη πολιορκία τη Χίο, ενώ λίγο αργότερα τη γειτονική Φώκαια.

Το 1347 τη διοίκηση της Χίου και της Φώκαιας ανέλαβε ένας Γενουατικός οικονομικός οργανισμός εφοπλιστών που ονομαζόταν Μaona ή Mahona. Η Γένοβα αρκέστηκε στην επικυριαρχία της Χίου και της Φώκαιας, η οποία εκδηλωνόταν κυρίως με τον διορισμό του ποτεστάτου, του ανώτερου δηλαδή διοικητή. H Μaona, τα μέλη της οποίας ανήκαν στην οικογένεια των Ιουστινιάνι (Giustiniani), εκμεταλλευόταν τις προσόδους και το εμπόριο των δύο αυτών περιοχών και ήταν υπεύθυνη για την άμυνά τους μέχρι το 1566, οπότε η Χίος καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς (η Φώκαια είχε κατακτηθεί ήδη το 1455).

Η Χίος κατά το διάστημα της κυριαρχίας των Γενουατών (1347-1566) εξελίχθηκε σε ανθηρό εμπορικό κέντρο, καθώς το λιμάνι της βρισκόταν στο σταυροδρόμι της θαλάσσιας οδού από τη Γένοβα προς την Κωνσταντινούπολη και τον Εύξεινο Πόντο, καθώς επίσης των άλλων μικρότερων οδών που συνέδεαν τα λιμάνια του Βόρειου Αιγαίου με τη Μικρά Ασία.


Η πόλη της Χίου με τη μνημειώδη αρχιτεκτονική, ανάλογη με εκείνη της Γένοβας, το επιβλητικό της κάστρο, τα εντυπωσιακά παλάτια και τις μεγαλόπρεπες εκκλησίες της προκαλούσε το θαυμασμό των πολυάριθμων περιηγητών που επισκέπτονταν το νησί. Στην οικονομική ανάπτυξη της Χίου συνέβαλε κυρίως η εκμετάλλευση της μαστίχας, που είχε μεγάλη ζήτηση στη Δύση.

Εκτός από τη Χίο και τις απέναντι μικρασιατικές ακτές, η παρουσία Γενουατών σημειώνεται από τα μέσα του 14ου αιώνα σε ακόμη ένα σημαντικό νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, εκείνο της Λέσβου. Ο ευγενής έμπορος και πειρατής από τη Γένοβα Φραγκίσκος Α΄ Γατελούζος (Francesco Gattelusio, 1355-1384), σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια που παρείχε στον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο (1341-1391) να ανακτήσει το θρόνο του Βυζαντίου, παντρεύτηκε την αδελφή του αυτοκράτορα Μαρία Παλαιολογίνα και πήρε ως προίκα και ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του το νησί της Λέσβου.

Οι Γατελούζοι παρέμειναν στη Λέσβο μέχρι την οριστική κατάληψή της από τους Οθωμανούς το 1462. Κατά τη διάρκεια της παρουσίας τους στο νησί κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τους πειρατές που λυμαίνονταν το Αιγαίο και να αποκρούσουν τις συνεχείς τουρκικές επιθέσεις. Παράλληλα, απέκτησαν από τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες, είτε ως δωρεές είτε με αγορά, τη Θρακική πόλη της Αίνου, καθώς επίσης τα νησιά Θάσο, Σαμοθράκη, Ίμβρο και Λήμνο.

Οι κτήσεις αυτές παρέμειναν υπό τη διοίκηση των Γατελούζων μέχρι την οριστική κατάληψή τους από τους Οθωμανούς λίγα χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Η δράση της Γένοβας στο Αιγαίο καθορίστηκε κυρίως από δύο παράγοντες: το διαρκή ανταγωνισμό της με τη Βενετία και την έντονη δραστηριότητα μεμονωμένων Γενουατών στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου και στα απέναντι Μικρασιατικά παράλια.


Η προσπάθεια της Γένοβας να διατηρήσει τον έλεγχο του βορειοανατολικού Αιγαίου δικαιολογείται από τη σημασία που είχαν για την Ιταλική ναυτική πόλη ο Γαλατάς και οι κτήσεις της στον Εύξεινο Πόντο, καθώς επίσης από το γεγονός ότι σημαντικό τμήμα του κεντρικού και νότιου Αιγαίου βρισκόταν υπό τον έλεγχο της ανταγωνίστριας ναυτικής δύναμης, της Βενετίας.

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Από γενιά σε γενιά οι Κρητικοί πάλεψαν με Ρωμαίους, Άραβες, Βενετούς και Τούρκους για να κρατήσουν το νησί τους ελεύθερο. Στο πέρασμα των αιώνων οι Κρητικοί σφυριλατήθηκαν στο αμόνι του αγώνα και τη φωτιά του πολέμου. Η κάθε εποχή άφησε τη σφραγίδα της στην ιστορία της Κρήτης. Μέσα στη χιλιόχρονη ροή του χρόνου διαδραματίσθηκαν γεγονότα και καθημερινές ιστορίες ανθρώπων και τόπων σχεδόν άγνωστες μέχρι σήμερα.

Μια από τις πιο πολύπαθες περιόδους της Κρητικής Ιστορίας είναι η Αραβοκρατία που διήρκεσε εκατόν σαράντα χρόνια. Από το 824 έως το 961. Η Κρήτη είχε μεταμορφωθεί σ ένα απέραντο σκλαβοπάζαρο θρήνου και μαρτυρίων. Ήταν το φοβερό ορμητήριο των Αράβων πειρατών σε όλη τη Μεσόγειο. Οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι της εποχής αποκαλούσαν την Κρήτη ΄΄θεόλετον και βαρβαροτρόφον΄΄ .

Το χρονικό της συμφοράς άρχισε στην Ανδαλουσία της Ισπανίας όταν μια εσωτερική κρίση στις σχέσεις των μουσουλμανικών στοιχείων της περιοχής, ανάγκασε τον αρχηγό της Gordoba Αμπού Χαψ Ομάρ να πάρει το λαό του και να αναζητήσει άλλο τόπο εγκατάστασης. Πήγε αρχικά στην Αίγυπτο το 813 και το 818 κατέλαβε την Αλεξάνδρεια , αλλά οι Αιγύπτιοι κατόρθωσαν να στρέψουν το ενδιαφέρον των πειρατών προς την Κρήτη, για να απαλλαχθούν από τους ανεπιθύμητους επισκέπτες.


Οι Ανδαλουσιανοί πειρατές της Gordoba εισέβαλλαν το 824 στην Κρήτη, που ήταν τότε επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και την κατέλαβαν. Το Βυζάντιο ύστερα από επανειλημμένες εκστρατείες ανακατέλαβε την Κρήτη στις 7 Μαρτίου 961 με τον Νικηφόρο Φωκά τον μετέπειτα Αυτοκράτορα. Οι πειρατικές επιδρομές στα παράλια της Κρήτης ήταν διαρκείς και στους επόμενους αιώνες ,ακόμη και τότε που κατείχε την Κρήτη η θαλασσοκράτειρα Βενετία.

Μουσουλμάνοι πειρατές των Αφρικανικών παραλίων εξαπέλυαν αιφνιδιαστικές επιδρομές σπέρνοντας την φρίκη και τον όλεθρο στο πέρασμά τους. Χιλιάδες αθώοι άνθρωποι οδηγήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και πολλά χωριά και μοναστήρια της Κρήτης μεταφέρθηκαν στην ενδοχώρα του νησιού σε πιο ασφαλείς ορεινές τοποθεσίες. Κατά τον 14ο αιώνα οι επιδρομές των μουσουλμάνων πειρατών αναγκάζουν τον Βενετό Δούκα της Κρήτης Nicola Gianni να ζητήσει από την Δημοκρατία της Βενετίας την συνεχή επαγρύπνηση του Βενετικού στόλου.

Το 1317 Αλγερινοί πειρατές έχουν κάνει ορμητήριό τους το Γαϊδουρονήσι και λυμαίνονται ολόκληρη την περιοχή. Η Βενετία παραχώρησε τότε το νησί στον Andrea Dandolo με την υποχρέωση να εκδιώξει τους πειρατές και να οικοδομήσει πύργο για την προστασία του νησιού. Παράλληλα οι Βενετικές αρχές πήραν μέτρα για την προστασία των ακτών. Χτίστηκαν παρατηρητήρια που έδιναν σινιάλα με καπνό όταν έβλεπαν τα πειρατικά καράβια να πλησιάζουν τις ακτές. Ο τότε Δούκας της Κρήτης Vlassio Zenno επέβαλλε και έκτακτη φορολογία για τον εξοπλισμό δύο γαλερών που θα επιτηρούσαν συνεχώς τα παράλια της Κρήτης.

Οι επιδρομές των πειρατών συνεχίσθηκαν παρά τα μέτρα που έλαβαν οι Βενετοί. Ολόκληρο τον 14ο αιώνα και μέχρι τα μέσα του 15 ουαποτέλεσαν φοβερή μάστιγα. Από την πλευρά του ο Σουλτάνος ενθάρρυνε την πειρατική δραστηριότητα προκειμένου να πλήξει την Βενετία που στηριζόταν στο θαλάσσιο εμπόριο. Οι πειρατικές επιδρομές έγιναν συχνότερες και αγριότερες . Τότε εμφανίστηκαν και οι φοβεροί πειρατές της Μπαρμπαριάς που οδήγησαν χιλιάδες σκλάβους στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.


Ένα δημοτικό τραγούδι εκείνης της εποχής εκφράζει τη φριχτή πραγματικότητα.

«Ήλιε που βγαίνεις το πρωί σ όλο τον κόσμο δούδεις
Σ όλο τον κόσμο ανάτειλε σ όλη την οικουμένη
Στων Μπαρμπαρέσων τις αυλές ήλιε μην ανατείλεις
Κι αν ανατείλεις ήλιε μου να γοργοβασιλέψεις
Γιατί έχουν σκλάβους όμορφους πολλά παραπονιάρους
Και θα γραθού οι γιαχτίδες σου πο των σκλαβώ τα δάκρυα…»

Το δουλεμπόριο εκείνη την εποχή είχε πάρει τέτοια έκταση ώστε ακόμη και στα λιμάνια της Κρήτης με την ανοχή των Βενετών γίνονταν αγοραπωλησίες ανθρώπων. Το 1522 οι πειρατές λεηλατούν τα παράλια της Ιεράπετρας και δύο χρόνια αργότερα οι πειρατές εφορμούν στο λιμάνι των Χανίων και αρπάζουν δύο καράβια που ήταν αγκυροβολημένα εκεί.

Τον Ιούνιο του 1538 εμφανίζεται στο Αιγαίο Πέλαγος ο πιο αιμοβόρος και άγριος πειρατής όλων των εποχών, ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα μ ένα στόλο ογδόντα πλοίων. Εξαπέλυσε πρωτοφανείς σε αγριότητα επιθέσεις στα νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο και στη συνέχεια στράφηκε προς την Κρήτη. Επιτέθηκε στα Χανιά ,το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο και κυρίευσε το φρούριο της Σητείας που δεν είχε ισχυρή άμυνα. Λεηλάτησε και έκαψε τα χωριά της περιοχής και οδήγησε χιλιάδες Κρητικούς στα σκλαβοπάζαρα της Συρίας και της Αλγερίας.

Οι πειρατές είχαν αντιληφθεί ότι οι Βενετία δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις τους και αποθρασύνονται. Το 1562 εμφανίζεται ο διάδοχος του Μπαρμπαρόσα , Dragut Reiss ο οποίος λεηλάτησε τα χωριά του Ρεθύμνου και της επαρχίας Αποκορώνου των Χανίων, για να ακολουθήσει τον Ιούνιο του 1571 και η επιδρομή του Αλγερινού Ulouts Ali που αφού έκαψε τα χωριά της επαρχίας Μυλοποτάμου, εισέβαλλε στην πόλη του Ρεθύμνου και την ισοπέδωσε.


Από το 1600 η πειρατεία εξαπλώθηκε στη Μεσόγειο. Εκτός από τους μουσουλμάνους Τούρκους και Άραβες πειρατές, τα εμπορικά πλοία και οι ακτές δέχονταν επιθέσεις και από Μαλτέζους, Ισπανούς ακόμη και Έλληνες πειρατές, όπως έναν Έλληνα από την Πάτμο, ο οποίος αφού ασπάσθηκε το κοράνι άρχισε την πειρατεία μαζί με τον γιο του στα νερά της Ρόδου, όπως αναφέρει σε έκθεσή του ο Βενετός Francesco Morozini.

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

Η πειρατεία πρωτοεμφανίστηκε στο Αιγαίο από την εποχή που οι άραβες κατέκτησαν την Κρήτη. Το νησί αυτό έκαναν ορμητήριό τους οι Σαρακηνοί πειρατές, που για πολλά χρόνια αλώνιζαν ανενόχλητοι το πέλαγος. Η παρουσία των πειρατών αυτών στο Αιγαίο ήταν ταραχώδης και καθοριστική σε πολλούς τομείς, άφησαν δε τα ίχνη τους ακόμη και στα γλωσσικά ιδιώματα των διαφόρων λαών.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από τον επικεφαλής των Σαρακηνών πειρατών προέκυψε η λέξη αμηράς (μεσαιωνική κυρίως λέξη) και από αυτήν ο όρος admiral που σημαίνει στις δυτικές γλώσσες Ναύαρχος. Από την ίδια ρίζα προέρχεται η λέξη arsenal (πυριτιδαποθήκη) που πέρασε σε μας σαν «ταρσανάς» δηλαδή αποθήκη ή αποβάθρα του μοναστηριού.

Επιγραμματικά απλώς αναφέρουμε ότι κατά την περίοδο της Αρχαιότητας, η Ρόδος ήταν πρότυπο αγοράς στην οικονομία της Μεσογείου, και αυτό οφειλόταν στην έμφυτη νομιμοφροσύνη και τιμιότητα των κατοίκων της αλλά κυρίως, στην αναμφίβολη ναυτική υπεροχή της. Με τον ισχυρό στόλο μάλιστα που διέθεταν την εποχή εκείνη οι Ρόδιοι, καταπολέμησαν συστηματικά τους πειρατές της μείζονος περιοχής και αποτελούσαν την σταθερή εγγύηση των θαλάσσιων μεταφορών για όλους τους ναυτικούς.


Παρατηρούμε πχ ότι σε κάποιες περιόδους, η πειρατεία που είναι σαφέστατα μια παράνομη και αποτρόπαια συμπεριφορά, έχει σχεδόν ημιεπίσημο χαρακτήρα, αφού τελούσε υπό την κρατική (Οθωμανική) ανοχή. Σε κάποια περίοδο μάλιστα, το ίδιο το Οθωμανικό Κράτος ανέθεσε σε σκληρούς πειρατές την αρχηγία του στόλου του, που στην συνέχεια εξελίχθηκαν σε πραγματικούς δυνάστες του Αιγαίου. Για να ήμαστε όμως αντικειμενικοί, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι δεν ήταν βέβαια όλοι οι πειρατές μόνο Οθωμανοί, αφού συγχρόνως με αυτούς «διέπρεψαν» και πολλοί Χριστιανοί, όπως οι Καταλανοί, οι Σικελοί, Γενουάτες κλπ.

Σε άλλες περιπτώσεις πάλι, μεγάλες ναυτικές δυνάμεις της εποχής, ανέθεταν σε καιρό πολέμου σε ικανούς πειρατές την πειρατεία εμπορικών πλοίων των αντιπάλων τους. Στην περίπτωση αυτή όμως, που υπήρχε δηλαδή κάποια «κάλυψη», η πειρατεία γινόταν με ορισμένους κανόνες, όπως πχ δεν επιτρεπόταν να κυριεύονται αγκυροβολημένα στο λιμάνι πλοία, αλλά μόνο ανοικτά στο πέλαγος κλπ.

Μάλιστα στις περιπτώσεις αυτές, οι κουρσάροι ήταν εφοδιασμένοι από την Αρχή που τους προστάτευε και με έγγραφη άδεια καταδρομής, για να μην κινδυνεύουν στις νηοψίες από τα πλοία των συμμαχικών κρατών! Οι επιλεγμένοι αυτοί πειρατές εκαλούντο κουρσάροι ( σε αντιδιαστολή με τους πειρατές) και δρούσαν στις καταδρομές τους με υψωμένη την σημαία του κράτους που τους προστάτευε.

Επί πλέον, υπήρχαν επίσης και πειρατές που ήταν ήρωες για τους λαούς τους, ανάλογα βέβαια από την οπτική γωνία που έβλεπε κανείς τα γεγονότα. ΄Ετσι πχ ο Μοροζίνης που «αλώνιζε» στο Αιγαίο, ήταν ήρωας για τους Βενετούς, που θεωρούσαν τον Οθωμανό «συνάδελφό» του Μπαρμπαρόσα, φρικτό πειρατή. Οι Οθωμανοί πάλι θεωρούσαν με την σειρά τους τον Μοροζίνη βάρβαρο πειρατή, και ήρωα τους τον Μπαρμπαρόσα!!


Τέλος, σε κάποιες περιόδους, η πειρατεία έπαιρνε και τον χαρακτήρα της Ιερής Αποστολής ( Ιερού Πολέμου) όπως πχ των Χριστιανών κατά των Μωαμεθανών και αντίστροφα.

Με την λέξη πάντως πειρατεία, εννοούμε σύμφωνα με ένα παλιό ορισμός της, κυρίως «την κατά θάλασσαν ληστείαν». Εφόσον επομένως στον ορισμό αυτό περιλαμβάνεται η λέξη ληστεία, εξυπακούεται ότι πρόκειται για την απόκτηση (αρπαγή) παράνομου πλούτου με την χρήση βίας μάλιστα. Στην πραγματικότητα όμως η πειρατεία πολλές φορές ξέφευγε από τον στενό αυτό ορισμό της, αφού η ληστεία δεν περιοριζόταν μόνο στα πλοία και τα εμπορεύματά τους « κατά θάλασσαν», όπως αναφέρει ο ορισμός της, αλλά και σε παράλιες πόλεις και νησιά.

 Αυτό συνέβαινε γιατί οι πειρατές κατέπλεαν στα νησιά και λεηλατούσαν ότι έβρισκαν μπροστά τους (περιουσίες, ζώα, καρπούς κλπ), και το χειρότερο από όλα, έπαιρναν και τους κατοίκους των νησιών και των παραλίων για να τους πουλήσουν σαν δούλους στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Ήταν ομολογουμένως πραγματική μάστιγα για τους κατοίκους των νησιών, που έβλεπαν την περιουσία τους και τους κόπους τους να λεηλατούνται από τα στίφη των βαρβάρων και το χειρότερο να οδηγούνται οι ίδιοι ή τα δικά τους πρόσωπα δούλοι σε ξένα μέρη.

Όπως είναι ιστορικά βεβαιωμένο, το πέλαγος στην περιοχή των Δωδεκανήσων και ιδίως της Ρόδου, ήταν ο σπουδαιότερος θαλάσσιος κόμβος που ένωνε μεταξύ τους τις σημαντικότερες πλουτοπαραγωγικές περιοχές, και επομένως από την αιτία αυτή είχε αυξημένη εμπορική θαλάσσια κίνηση. Όπως είναι λογικό, τα εμπορικά πλοία με τον πλούτο και τα αγαθά που μετέφεραν, ήταν ο καλύτερος στόχος για τους πειρατές. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος της ανάπτυξης της πειρατείας στο νοτιοανατολικό Αιγαίο.


Η πειρατεία στη περιοχή αυτή γινόταν κατά κύριο λόγο από τους Οθωμανούς πειρατές, γιατί η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν σε θέση να προστατεύσει το σύνολο των κατακτήσεών της και άφηνε πολλά περιθώρια σε διάφορους τυχοδιώκτες για παράνομες δράσεις.

Η εμπλοκή του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη στην πειρατεία στο Αρχιπέλαγος, είχε αρχικά μια κάποια δικαιολογία, μια ιδεολογική βάση θα λέγαμε, αφού έγινε – όπως λέγεται-, σαν αντίβαρο στους άπιστους Οθωμανούς πειρατές… Εκτός όμως από το ιδεολογικό αυτό υπόβαθρο (ιερός πόλεμος), που ωραιοποιεί κάπως την άσκηση πειρατείας εκ μέρους τους, υπήρχε και ένας ρεαλιστικός και ουσιαστικός λόγος που οι Ιππότες έγιναν πειρατές, και αυτός ήταν η ανάγκη να περιφρουρήσουν την βάση τους, την Ρόδο δηλαδή, από τους άρπαγες Οθωμανούς.

Το Τάγμα αυτό δηλαδή, εκτιμώντας την όλη θλιβερή κατάσταση που είχαν δημιουργήσει οι Οθωμανοί πειρατές στο Αιγαίο, αποφάσισαν να μην μείνουν αδρανείς, αλλά αντίθετα αποφάσισαν να στραφούν εναντίον τους αντεπιτιθέμενοι. Μάλιστα, ο Μέγας Μάγιστρος της Ρόδου D΄ Aubusson με ένα δραματικό πράγματι μήνυμά του, κάλεσε όλα τα χριστιανικά πλοία να παρουσιαστούν στην Ρόδο, για να ξεκινήσουν ιερό πόλεμο κατά των απίστων.

Στο κάλεσμα αυτό για Ιερή συμμαχία κατά των Τούρκων, υπήρξε σημαντική ανταπόκριση από τους ξένους (πχ τέσσερις μεγάλες Γαλλικές γαλέρες έφτασαν μετά από λίγο στην Ρόδο και ανέλαβαν αμέσως δράση), ο δε Πάπας όρισε σαν αρχιστράτηγο της συμμαχίας τον Μέγα Μάγιστρο της Ρόδου D΄ Aubusson. Στον συμμαχικό αυτό στόλο, το ροδιακό Τάγμα συμμετείχε με τέσσερα μεγάλα πλοία και τέσσερις γαλέρες. Θα πρέπει πάντως στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι μετά την πρόσκληση αυτή του Μ.Μάγιστρου, είχαν μαζευτεί στα Δωδεκάνησα, εκτός των άλλων και πολλοί τυχοδιώκτες.


Οι περιπέτειες αυτών και του στόλου τους γενικότερα ήταν πολλές και αποφασιστικές, που όπως είναι φυσικό, δεν θα μας απασχολήσουν στο πρόχειρο αυτό σημείωμα. Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε την αγωνιώδη προσπάθεια των Ιπποτών και ιδίως του Μεγάλου Μάγιστρου D΄ Aubusson, που κατάλαβε έγκαιρα τον θανάσιμο κίνδυνο που εγκυμονούσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία για την Ρόδο.

Με την δραματική πρόσκλησή του- που αναφέραμε πιο πάνω-, προς όλους τους διασκορπισμένους Ιππότες όπου και εάν ευρίσκοντο, τους καλούσε να φτάσουν άμεσα στην Ρόδο, για να την υπερασπιστούν και εξέφραζε την μεγάλη αγωνία του για την διάσωση του νησιού. Αξίζει τον κόπο να αναφέρουμε κατά λέξη την έγγραφη αυτή έκκληση του μεγάλου πράγματι αυτού Μάγιστρου, για να καταλάβουμε το πνεύμα της εποχής αλλά και την κρισιμότητα της κατάστασης της Ρόδου. Έγραφε μεταξύ των άλλων ο Μάγιστρος:

«Βρισκόμαστε μέσα στην πυρκαγιά και αν δεν σωθούμε γρήγορα, τα πάντα χάνονται τελειωτικά. Αν δεν θέλουμε να χαθούμε, ας αλληλοβοηθηθούμε , και αντί να στηρίξουμε τις ελπίδες μας στους ξένους, ας ζητήσουμε να βοηθήσει ο Θεός την δική μας αξία. Ελάτε χωρίς αναβολή στο κράτος μας (Ρόδος), ή μάλλον στο δικό σας κράτος. Ελάτε να βοηθήσετε το τάγμα που σας έθρεψε και σας ανέπτυξε σαν παιδιά του. Ελάτε να υπερασπιστείτε τους λαούς που ο Θεός τους έχει θέσει υπό την προστασία σας και οι οποίοι θα παραδοθούν στις αλυσίδες των άπιστων αν δεν υπερασπιστούμε την ελευθερία τους. Πρόκειται για την σωτηρίαν και την τιμήν ημών των ιδίων»
(Κ.Σαθά: Ιστορία της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας).

Επισημαίνεται με την ευκαιρία αυτή και το γεγονός ότι, προ του κοινού κινδύνου των Οθωμανών, είχε δημιουργηθεί την περίοδο εκείνη μια ιδιόμορφη μορφή ανεξιθρησκείας, αφού διαπιστώνεται ότι παρά τις θρησκευτικές αντιθέσεις που υπήρχαν μεταξύ των ιπποτών και του ντόπιου πληθυσμού, αφού το μεν Τάγμα των ιπποτών ήταν εξαρτημένο απευθείας από τον Πάπα, οι δε Ρόδιοι ήσαν Ορθόδοξοι, παρόλα αυτά ζούσαν αρμονικά σαν κοινωνία και προσεύχονταν στις ίδιες εκκλησίες κλπ. Το μέγεθος του επιτεύγματος αυτού θα εκτιμηθεί ανάλογα, εάν αναλογιστούμε τις θρησκευτικές διαμάχες και το μίσος μεταξύ ανατολικής και δυτικής εκκλησίας που επικρατούσε τότε (και που οδήγησε και αυτή μεταξύ των άλλων, στην πτώση της Πόλης άλλωστε).


Ο στόλος αυτός της «ιερής συμμαχίας», είχε πολλές εμπλοκές με τους Οθωμανούς (και όχι μόνο) πειρατές με πολλές και σπουδαίες επιτυχίες. Άλλοτε επιτιθέμενος και άλλοτε αμυνόμενος, επέφερε σημαντικές βλάβες στους Οθωμανούς, αλλά ενίοτε και σε μερικούς.. Χριστιανούς! Το σημαντικότερο μάλιστα πειρατικό κατόρθωμα των Χριστιανών της Ρόδου, ήταν η σύλληψη στα ανατολικά της Κρήτης του μεγάλου εμπορικού πλοίου των Μαμελούκων Morgabina (είχε επτά πατώματα) που όπως λέγεται, μετέφερε από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη πολύτιμο φορτίο, όπως μεταξωτά, αποικιακά προϊόντα κλπ. Λέγεται ότι αυτό ήταν το πιο μεγάλο κατόρθωμα του Ροδιακού (πειρατικού) στόλου.

Στην προσπάθειά τους αυτή να εξαφανίσουν τους Οθωμανούς άπιστους, και επειδή ο στόλος τους ήταν μικρός, δεν δίσταζαν οι Ιωαννίτες ιππότες να χρησιμοποιούν και «ανεξάρτητους» πειρατές διαφόρων εθνικοτήτων ( Έλληνες και ξένους), που ασκούσαν μάλιστα πειρατεία με τα εμβλήματα του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου. Ο στολίσκος όμως των Ιωαννιτών, μπορεί μεν να ήταν ποσοτικά μικρός, εθεωρείτο όμως ιδιαίτερα επιθετικός και αποτελεσματικός στις καταδρομικές επιχειρήσεις του.

Οι συνεχείς δε επιτυχίες του Ροδιακού πειρατικού στόλου, κατέστησαν τους Ιππότες αλαζόνες, με αποτέλεσμα να δημιουργούν σοβαρότατα προβλήματα και σε χριστιανικά ακόμη πλοία. Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή εάν θα λέγαμε ότι ο πειρατικός στόλος των Ιωαννιτών της Ρόδου, ήταν ο κυρίαρχος στόλος του Αρχιπελάγους και μάλιστα με σημαντικές ..«επιτυχίες».

Όπως ήταν φυσικό, η κυριαρχία του στόλου του Τάγματος, ενόχλησε σοβαρά τους πασάδες της Πύλης, που άρχισαν να προτρέπουν τον νέο Σουλτάνο Σουλεϊμάν, να τους επιτεθεί και να καταλάβει την Ρόδο, γεγονός που δυστυχώς δεν άργησε να γίνει. Η πολιορκίες της Ρόδου και η ηρωική αντίσταση των Ιπποτών και των κατοίκων της κατά των Τούρκων, όπως και η περιπετειώδης περιπλάνηση του Τάγματος μετά την ήττα τους και την ταπεινωτική αναχώρηση τους από την Ρόδο μέχρι να καταλήξουν στην Μάλτα.

 
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ

Στα τέλη του 16ου αιώνα χριστιανοί πειρατές έκαναν την εμφάνισή τους στην ανατολική Μεσόγειο, ασκώντας πειρατεία παράλληλα με μουσουλμάνους, Βέρβερους και Οθωμανούς. Οι χριστιανοί κουρσάροι βρίσκο­νταν συνήθως στην υπηρεσία του πάπα, των Ισπανών αντιβασιλέων της Νάπολης και της Σικελίας, καθώς και των Μεδίκων της Φλω­ρεντίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Μέδικοι της Φλωρεντίας χρηματοδότησαν πάρα πολλές κουρσάρικες επιδρομές ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κινητήρια δύναμη σε αυτές τις επιδρομές υπήρξε το Τάγμα του Αγίου Στεφάνου, που ιδρύθηκε το 1561 στην Πίζα και το χρημα­τοδοτούσε με προσωπικά του κεφάλαια ο εκάστοτε Δούκας της Φλωρεντίας.

Το 1608 τα λάφυρα μόνο των οκτώ ιστιοφόρων της Φλωρεντίας ανέρχονταν στο α­στρονομικό ποσό του ενός εκα­τομμυρίου δουκάτων. Αξιοσημεί­ωτο είναι το γεγονός ότι η Μεγάλη Δούκισσα Χριστίνα, πριγκίπισσα της Λορένης, χρησιμοποίησε όλα τα χρήματα της προίκας της για την κατασκευή ιστιοφόρων, που θα ταξίδευαν και θα κούρσευαν με τα προσωπικά της εμβλήματα. Η πειρατεία αποτελούσε εκείνη την εποχή εξαιρετικά κερδοφόρα επένδυση.

Την ίδια τακτική ακολούθησαν και οι Ισπανοί αντιβασιλείς της Νάπολης και της Σικελίας. Κύριος εκφραστής αυτής της πολιτικής υπήρξε ο Δον Πέδρο Τελέζ Γκιρόν, ο Δούκας της Οσούνας. Κατά τη δεκαετή θητεία του ως αντιβασι-λέας της Νάπολης δημιούργησε ίσως τον μεγαλύτερο χριστιανικό κουρσάρικο στόλο της εποχής και τον χρηματοδοτούσε ο ίδιος. Στη Νάπολη είχε συγκεντρωθεί η αφρόκρεμα των χριστιανών κουρ­σάρων.

Οι επιδρομές του στο αρ­χιπέλαγος δεν είχαν στόχο μόνο το κέρδος, αλλά και την πρόκλη­ση όσο το δυνατόν περισσότερων ζημιών στην Οθωμανική Αυτο­κρατορία, με την παράλυση του εμπορίου της και την αύξηση του κύρους της Ισπανίας σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Ο Δον Πέδρο Τελέζ Γκιρόν είχε αποκτήσει τόσο με­γάλη δύναμη, που προσπάθησε ακόμα και να καταλάβει την ίδια τη Βενετία· την τελευταία στιγμή όμως τα σχέδιά του αποκαλύφθη­καν. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε και την αιτία της πτώσης του.


Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο ο Δούκας της Τοσκάνης όσο και ο αντιβασιλέας της Νάπολης είχαν στενές σχέσεις με το Ελληνικό στοιχείο. Οι εντολές που έδιναν στους καπετάνιους των πλοίων τους ήταν σαφείς: να μην επιτί­θενται σε Ελληνικά πλοία ούτε να πλήττουν τα χωριά και τις περιου­σίες των Ελλήνων. Αντίθετα μάλι­στα, τους παρότρυναν να παρέ­χουν στους Έλληνες κάθε δυνατή βοήθεια και να καλλιεργούν το επαναστατικό πνεύμα τους ενάντια στους Τούρκους.

Δεν είναι λίγες οι καταγραφές που αναφέρουν ότι ισπανικές γαλέρες αλλά και γαλιόνια της Φλωρεντίας εφοδία­σαν τους κατοίκους της Μάνης με μπαρούτι, αρκεβούζια και άλλα πο­λεμοφόδια. Η πολεμική ενίσχυση που πρόσφεραν όμως στη Μάνη έ­κρυβε ένα κρυφό σχέδιο: είχαν την ελπίδα ότι οι Μανιάτες τελικά θα απογοητεύονταν από τις συνεχείς συγκρούσεις και θα μετανάστευαν στην Τοσκάνη και στη Νάπολη.

Στις εν λόγω περιοχές υπήρχε μεγάλη ανάγκη για εργατικά χέρια, προκει­μένου να καλλιεργηθούν τα χωρά­φια και να αρχίσουν να αποδίδουν. Το σχέδιό τους όμως δεν πραγμα­τοποιήθηκε. Εξάλλου, η πολιτική της Βενετίας ήταν αντίθετη, καθώς επιδίωκε την παραμονή των Μα­νιατών στην πατρίδα τους, επειδή οι Βενετοί χρησιμοποιούσαν τα λιμάνια τους για ανεφοδιασμό και ως καταφύγιο. Επίσης, συχνά πυκνά κατέφευγαν στη Μάνη για να επανδρώσουν τις γαλέρες τους.

Παρά την έντονη πειρατική δράση στα επόμενα τριάντα χρόνια μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα, ξεκίνησε πιο συστηματικά ο επανεποικισμός των νησιών από χριστιανι­κούς, Ελληνικούς και Αλβανικούς πληθυσμούς, με πρωτοβουλία κατά κύριο λόγο της Πύλης, καθώς και η οικιστική ανοικοδόμη­ση στο Αιγαίο. Εκείνη την περίοδο οι κάτοικοι των νησιών άρχισαν να παίρνουν κάποια μέτρα προστασίας για να μπορούν να προφυλάσ­σονται από τις πειρατικές επιδρομές.


Απομακρύνθηκαν από τα παράλια και μετοίκησαν στα βουνά, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να διακρίνουν καλύτερα την έλευση πειρατικών πλοίων. Επίσης, για την καλύτερη προστασία τους άρχισαν να χτίζουν κάστρα. Συνήθως ήταν μικρά και μπορούσαν να φιλοξενήσουν περιορισμένο αριθμό κατοίκων. Με την πάροδο του χρόνου όμως έγιναν μεγαλύτερα και μπορούσαν να συντηρήσουν σχεδόν όλους τους κατοίκους του εκάστοτε νησιού για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.

Λόγω του περιορισμένου χώρου των κάστρων, οι κάτοικοι έχτιζαν ψηλές κατοικίες και οι δρόμοι ήταν στενοί για οικονομία χώρου. Ένα άλλο μέτρο που λάμβαναν οι νησιώτες ήταν ότι έχτιζαν τα χωριά τους με μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, ώστε οι εξωτερικοί τοίχοι των σπιτιών να σχηματίζουν οχυρωμένα τείχη. Μέσα στον οικισμό υπήρχαν πολλά στενά και δαιδαλώδη δρομάκια, τα οποία οι κάτοικοι γνώριζαν καλά, όχι όμως και οι επιδρομείς. Επίσης, οι κάτοικοι έσκαβαν κρύπτες στα σπίτια τους και έκρυβαν εκεί τα πολύτιμα αγαθά τους ή κρύβονταν και οι ίδιοι για να μη συλληφθούν από τους πειρατές.

Πολλά νησιά του Αιγαίου γνώ­ρισαν πρωτοφανή άνθηση, διότι αναδείχθηκαν ως σταθμοί μετα­πρατικού εμπορίου, καθώς και ορμητήρια για τους πειρατές και τους κουρσάρους που δρούσαν στο αρχιπέλαγος. Οι κοινότητες των νησιών και των παραθαλάσ­σιων περιοχών, αν δεν ασκούσαν οι ίδιες πειρατεία, συνεργάζονταν με τους πειρατές προσφέροντας ασφαλές καταφύγιο, φτηνή δια­σκέδαση και αγορά για τα προϊό­ντα της πειρατείας. Η Μήλος απο­τελεί χαρακτηριστικό παράδειγ­μα.

Ήταν το σημαντικότερο λιμάνι στο Αιγαίο, ένα από τα κυριότερα κέντρα πειρατικού εμπορίου, και χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από χριστιανούς κουρσάρους και πειρατές. Η Μήλος αποτελούσε ταυτόχρονα και ένα από τα βασικότερα πειρατικά ορμητήρια των Κυκλάδων. Η δύναμη που απέκτησε ήταν τέτοια, ώστε όταν το 1670 ο οθωμανικός στόλος προσπάθησε να αποκαταστήσει την τάξη στο νησί, εκδιώχθηκε από τους ίδιους τους πειρατές.


Δεν είναι τυχαίο ότι η Μήλος κατάφερε να ανακηρυχθεί το μοναδικό πειρατικό κράτος στον κόσμο, υπό την εξουσία του διαβόητου Ιωάννη Καψή. Στις αρχές του 17ου αιώνα έμποροι, μικροτραπεζίτες αλλά και μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις της Ευρώπης έστελναν εκεί αντιπροσώπους για να διαπραγματευτούν την αγορά των προϊόντων της πειρατείας σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές.

Τα κυριότερα λάφυρα της πειρατείας ήταν οι άνθρωποι γιατί μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως κωπηλάτες στις γαλέρες, να πουληθούν ως σκλάβοι ή να εξαγο­ραστούν από τους συγγενείς τους, ειδικά εάν ήταν εύπορα πρόσωπα. Πρέπει να τονιστεί ότι η εξαγορά των αιχμαλώτων ήταν μία από τις πιο επικερδείς επιχειρήσεις εκείνη την εποχή. Αυτή ήταν και η αιτία που συγκροτήθηκαν ειδικά ταμεία από τους Έλληνες, για να μπορούν να προσφέρουν το αντίστοιχο χρηματικό ποσό («σκλαβιάτικα») για την εξαγορά των αιχμαλώτων.

Στη δυτική Ευρώπη είχαν δημιουργη­θεί εταιρείες για την εξαγορά αιχμαλώτων από τους πειρατές. Όταν ένας σκλάβος κατάφερνε να πληρώσει τα λύτρα που του ζητούσαν, τότε απελευθερωνόταν και του χορηγούσαν ένα πιστοποιητικό («τεσκερές»), με το οποίο ο ιδιοκτήτης του σκλάβου βεβαίωνε ότι είχε λάβει τα λύτρα.

Σημαντικά λάφυρα επίσης ήταν τα ζώα και οι σοδειές, γιατί μπορούσαν να εκποιηθούν άμεσα και ταυτόχρονα να θρέψουν το πλήρωμα του εκάστοτε πειρατικού πλοίου. Άλλη αξιόλογη λεία ήταν τα εμπορεύματα, ιδιαίτερα τα πολύτιμα, που μετέφεραν τα εμπορικά πλοία. Βέβαια, οι πειρατές που τα άρπαζαν δεν μπορούσαν να αποκομίσουν κέρδος ανάλογο με την αξία τους. Ο κυριότερος λόγος ήταν ότι επιθυμούσαν να βγάλουν το κέρδος της λείας τους γρήγορα, με αποτέλεσμα να εκποιούν τα εμπορεύματα σε πολύ μικρότερη τιμή από την πραγματική τους αξία.


Ο 17ος αιώνας χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη Βενετοτουρκική σύγκρουση, με επίκεντρο πλέον την Κρήτη, που βρισκόταν υπό βενετική κατοχή και αποτελούσε την τελευταία μεγάλη κτήση της Βενετίας. Η Κρήτη κατακτήθηκε γρήγορα από τους Οθωμανούς, αλλά η τελευταία ελεύθερη πόλη της, ο περίφημος Χάνδακας, πολι­ορκήθηκε για είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια, μέχρι ο Μοροζίνι να συν­θηκολογήσει και να τον παραδώσει στους Οθωμανούς.

Η πολιορκία του Χάνδακα έγινε για την Ευρώπη σύμβολο της αντίστασης κατά του οθωμανικού επεκτατισμού, ενώ αποτελεί και τη μακροβιότερη πολιορκία στην ιστορία. Στο πλαίσιο των Βενετοτουρκικών πολέμων πολλοί πειρατές και κουρσάροι, ανάμεσά τους και Έλληνες νησιώτες, επετίθεντο και στις δύο αντι­μαχόμενες δυνάμεις, ανάλογα με τα συμφέροντά τους, γεγονός που αποτέλεσε ένα νέο είδος ναυτικού πολέμου στο Αιγαίο.

Το 17ο αιώνα τρεις κυρίαρχες δυνάμεις λειτουργούσαν παράλληλα και ανταγωνιστικά, προσπαθώντας να κερδίσουν το έπαθλο που λεγό­ταν αρχιπέλαγος: οι Οθωμανοί, οι Βενετοί και οι πειρατές. Αυτή η ρευστή κατάσταση διαμόρφωσε ένα πλαίσιο αυτονομίας για τα νησιά του Αιγαίου· αναπτύχθηκε ένα διανησιωτικό πλέγμα επικοινωνίας και εμπορικής κίνησης, που συνυπήρχαν με την πειρατεία. Με την οριστική λήξη των Βενετοτουρκικών πολέμων το 1699 με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, άρχισε και η οικονομική και οικιστική ανάπτυξη του Αιγαίου. Η πειρατεία εξακο­λουθούσε να υφίσταται, φαίνεται όμως ότι είχε ενταχθεί σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική και κοινω­νική πρακτική και νοοτροπία των αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων.

Τον 18ο αιώνα στόχος των χρι­στιανών κουρσάρων, με πρωτο­στάτη την Αγγλία, δεν ήταν πλέον οι μουσουλμάνοι αλλά τα γαλλικά εμπορικά πλοία, τα οποία συνερ­γάζονταν στο εμπόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κυριαρ­χούσαν. Ταυτόχρονα, η Ρωσία προ­ωθούσε τα επεκτατικά σχέδιά της προς τον Νότο, εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γι’ αυ­τόν τον σκοπό χρησιμοποιούνταν και Έλληνες νησιώτες ως κουρσά­ροι. Η Γαλλία βρισκόταν στο μάτι του κυκλώνα, καθώς τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη δημιουργούσαν συμμαχίες προσπαθώντας να δια­κόψουν τη συνεχώς εντεινόμενη επεκτατική πολιτική των Γάλλων.


Παράλληλα, και η ίδια η φύση της πειρατείας άλλαξε· στόχος πλέον ήταν κατά κύριο λόγο τα πλοία εν κινήσει και τα εμπορεύματά τους και όχι οι άνθρωποι με προορισμό την υποδούλωση. Καταλυτικό ρό­λο σε αυτό έπαιξε η διάδοση του ιστιοφόρου, γεγονός που ανέκο­ψε τη ζήτηση για κωπηλάτες στις γαλέρες. Από τις αρχές του 18ου αιώνα, υπό αυτές τις νέες συνθήκες, ανα­πτύχθηκε μια νέα εμπορική και ναυ­τική τάξη που λειτουργούσε στα ό­ρια μεταξύ εμπορίου και πειρατείας στις Αιγαιοπελαγίτικες κοινότητες.

Αυτή ανέλαβε και τον πολιτικό έ­λεγχο των κοινοτήτων στο πλαίσιο της αυτοδιοίκησης. Στα τέλη του 18ου αιώνα εκμεταλλεύτηκε τις Ρωσοτουρκικές και Αγγλογαλλικές συγκρούσεις, και με την εμπορική και πειρατική της ιδιότητα σχεδόν μονοπωλούσε την εμπορική κίνη­ση στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο μέχρι το τέλος των Να­πολεόντειων Πολέμων. Οι Έλληνες μέσα από την πειρατεία κατόρθωσαν να αποκτήσουν τα απαραίτητα κεφάλαια για να μπορέσουν να κατασκευάσουν μεγάλα ιστιοφόρα, κάτι που δεν τους επέτρεπε η Πύλη.

Αυτά τα πλοία τα χρησιμοποίησαν κυρίως για εμπόριο, δημιουργώντας έναν από τους μεγαλύτερους εμπορι­κούς στόλους της Μεσογείου. Ως έμποροι, ρίσκαραν συνεχώς ανα­λαμβάνοντας μεταφορές που οι ξένοι ανταγωνιστές τους δεν τολ­μούσαν να πραγματοποιήσουν. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι έσπαγαν τον αγγλικό αποκλεισμό των γαλλικών και των ισπανικών α­κτών συνεχώς και τους εφοδίαζαν με τρόφιμα, αποκομίζοντας τερά­στια κέρδη.

Πρέπει να τονιστεί ότι η πειρα­τεία πρόσφερε στους Έλληνες την πολεμική πείρα και τα απαραίτητα κεφάλαια, ώστε να είναι άκρως ε­τοιμοπόλεμοι για την Επανάσταση του 1821. Μέσα από την πειρατεία προέκυψαν η ελληνική ναυτιλία και το ελληνικό εμπόριο. Η σχεδόν μυθιστορηματική πολλές φορές δράση τους δεν παύει να ασκεί μια έντονη γοητεία. Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453, οι Έλληνες έπρεπε να αντισταθούν στους Οθωμανούς κατακτητές για να διασφαλίσουν την ύπαρξή τους, και μια μορφή αντίστασης που επέλεξαν ήταν η πειρατεία.


ΟΙ ΚΟΥΡΣΑΡΟΙ

Στις θάλασσες της Μεσογείου εκτός από τους πειρατές δρούσαν και οι κουρσάροι εκδικητές, που έπαιρναν εκδίκηση για τα όσα δεινά προκαλούσαν οι πειρατές.

Ένας από αυτούς ήταν ο Ιωάννης Γιάοντης από την Κάρπαθο. που όργωνε τις θάλασσες καταδιώκοντας τα πειρατικά καράβια. Όταν αιχμαλώτιζε πειρατές, τους άρπαζε από τα μαλλιά και καθώς ήταν μεγαλόσωμος και χειροδύναμος, τους σήκωνε στον αέρα πάνω από τη θάλασσα και έλεγε: «Γιαόντι έκαμες στους χριστιανούς παίρνω την κεφαλή σου». Έτσι του έμεινε το παρατσούκλι «Καπετάν Γιάοντης». Ένα δημοτικό τραγούδι της Καρπάθου μέχρι σήμερα υπενθυμίζει:

"Ο Καπετάν ο Γιάοντης το βουϊνό τουλούμι
Εφώνιαζε τ΄Αγαρηνού σάλευγε βρέ ουρούνι"

Η πειρατεία είχε δημιουργήσει εκείνα τα χρόνια ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα που ήταν η εξαγορά των σκλάβων. Στα νησιά του Αιγαίου οι Βενετοί είχαν επιβάλλει ειδική φορολογία για την εξαγορά των σκλάβων ,το περίφημο τέλος των Τούρκων (τουρκοτέλι), ενώ στα νησιά του Ιονίου πελάγους είχαν συσταθεί ειδικά ταμεία με την φροντίδα των ενοριών.


Στην Κρήτη για την εξαγορά των σκλάβων βοηθούσαν οι συντεχνίες, όπως η Αδελφότητα των Ναυτικών και πολλοί πλούσιοι Κρητικοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο άρχοντας Μάρκος Παπαδόπουλος που πέθανε το 1603. Στη διαθήκη του δέσμευε τους κληρονόμους του να εξαγοράζουν κάθε χρόνο δυο χριστιανούς σκλάβους.

ΓΝΩΣΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

• Το 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα η πειρατεία οργίαζε κυριολεκτικά. Εδώ θα παρακολουθήσουμε τη σχετική καταστρεπτική δράση της στο Αιγαίο.

• Η Νάξος, ως το μεγαλύτερο Κυκλαδονήσι και σχετικά πλουσιότερο, κυρίως στην κτηνοτροφία, δοκίμασε τις συχνότερες επιθέσεις τους.

• Στην Αστυπάλαια παίχθηκε μια από τις πιο δραματικές σκηνές της ιστορίας της πειρατείας στο Αιγαίο. Σε επιδρομή του Εξωμότη πρώην χριστιανού πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, από την Μυτιλίνη, Ολόκληρος ο πληθυσμός του νησιού, για δεύτερη φορά στην ιστορία του, ολοκληρωτικά αφανίζεται.


• 1724, 24 Οκτωβρίου: «Ερχόμενος ο καραβοκύρης ο Παναγιώτης της Περέτας με την σακολέβαν εις την Αξίαν, έτυχε από ριζικόν ανάμεσα την Μύκονον και την Αξίαν και τους έπιασε και τους σκλάβωσε ο Καπετάν Τζουανίνος με το καράβιν του και καπετάν Αντώνης με μιαν ταρτάνα και τους επήρεν ό,τι κι αν είχαν άσπρα, πράμα και τα ρούχα τους και τους άφησαν το καΐκι με τους ανθρώπους γυμνούς και ήλθαν εδώ εις την Αξίαν καθώς όλοι τους είδασιν».

• 1808, 15 Δεκεμβρίου: «Νύχτα επιτεθήκανε οι σπαντίδοι σ’ ένα άλλο καΐκι του Μιχελή Ρεΐζη, λίγο έξω από την Τήνο, ενώ αρμένιζε για την Αξία. Οι κουρσάροι σέρνοντας κατόπιν το πλεούμενο, φτάσανε στην Αντίπαρο. Εκεί ληστέψανε όλους τους επιβάτες του και δεν τους άφησαν παρά μόνον την ψυχήν και τα παλαιόρουχα που φορούσαν».

• Ναξία, 1816, 2 Απριλίου: «Ένα άλλο κουρσάρικο με Μανιάτες πειρατές σε επιδρομή του στη Σκινούσα αιχμαλωτίζει μια βάρκα με το πλήρωμά της και την οικογένεια του Γιωργάκη Μπαρδάκα, σούδιτου Ρώσου, σαν ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για τη Νάξο. Ξεγυμνώνουν τον Μπαρδάκα με τη συντροφιά που έρχεται στη Χώρα της Νάξου» (Bislut, «Archipelagus turbatus», Istanbul 1982).

• Από ανέκδοτο ημερολόγιο του αγγλικού προξενείου στη Νάξο στα 1811 μαθαίνουμε για το Γάλλο κουρσάρο Τζουστινιάνι και τη δράση του στη Νάξο. Ο κουρσάρος Tζουστινιάνι, σύμφωνα με επιστολή τής 30ής Ιουλίου του 1812 κάποιου Αξιώτη, «τρεις μήνες εδώ κατακαθητός με τα αρμαμέντα του και πιάνει και ψηλαφά τα γράμματα -σαν να ήταν κύριος πλέον του τόπου, καθώς θέλετε πληροφορηθεί εις πλάτος από τα γράμματα όπου σας στέλνω με τον κουρσαμένον πραγματευτήν ονόματι Εμμανουήλ Σεργόπουλον και εκ στόματος του Mr Cardrigt, πραγματευτού Εγγλέζου, όπου εκουρσάθη ωσαύτως απ’ έξω από την Μήλον από ένα άλλον κουρσάρικον με παντιέρα Ιτάλικα…».


• 1734, Πάρος. Υπήρξαν περιπτώσεις κουρσάρων και πειρατών που βαριεστημένοι από την πειρατική ζωή, αποφάσιζαν, αφού παντρεύονταν στα νησιά, να ζήσουν την υπόλοιπη ζωή τους ήσυχα και ειρηνικά. Για να νομιμοποιήσουν όμως αυτόν τον αποχρωματισμό τους, ιδιαίτερα οι πειρατές, έπρεπε να εφοδιαστούν με κατάλληλο έγγραφο από τη νοταρία του τόπου τους. Τέτοια έγγραφα έχουμε αρκετά των ετών 1734, 1741, 1744 κ.ά.

• Σύρος, 1720. Στα 1720 «οι επιδραμόντες κουρσάροι επέτυχον να συλλάβουν τον παρεπιδημούντα τότε επί της νήσου καδήν και η Κοινότης ηναγκάσθη τους μεν κουρσάρους να ταΐσει και να περιποιηθεί, να εξαγοράσει δε τα ενδύματα του καδή χωρίς όμως να εξαγοράσει και τον ίδιον».

• Στα 1723 οι Συριανοί πιάνουν αιχμαλώτους δύο κακότροπους σπαντίδες (πειρατές) και τους στέλνουν στους Τούρκους, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαν. Δεν έστειλαν όμως μαζί και τα όπλα τους και οι Τούρκοι τους απείλησαν να τα στείλουν αμέσως. Πολλές φορές οι Συριανοί βοηθούσαν τους Φράγκους κουρσάρους σε βάρος των Τούρκων κι αυτό φυσικά οι Τούρκοι δεν τ’ άφηναν ατιμώρητο.

• Από έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 1723, μαθαίνουμε ότι ο καραβοκύρης Κωνσταντίνος Βουτζίνος «όπου επήγαινε στο ταξίδι στην Αξιά επιάστηκε από τους αναθεματισμένους τους κουρσάρους και τους έγδυσαν και τους τραβούσαν έως τις Δήλες».

• Σε άλλο έγγραφο αναφέρονται τα ακόλουθα: «Όμως με το να ευρεθούνε οι καταραμένοι οι κουρσάροι στο δρόμο τσ’ επιάσανε και τις εγδύσανε και χαθήκανε και τ’ άσπρα. Παρεκτός είχεν του γράψει η λεγομένη Νικολέττα να μην κακοκαρδίζεται πως εχαθήκανε τ’ άσπρα εωσότις η ζημία είναι δική της. Πολλάκις δε οι συλλαμβανόμενοι εδουλώνοντο και διά την εξαγοράν των εχρεούντο οι οικείοι των μεγάλα ποσά ή παρέμενον σκλάβοι επί έτη. Οι κάτοικοι της πτωχής νήσου μας καθ’ όλην την διάρκειαν της Τουρκοκρατίας εβίωσαν υπό την διαρκήν απειλήν πειρατών, κουρσάρων και πάσης φύσεως κλεπτών, κακοποιών και επιδρομέων καθιστώντας την διαβίωσίν των πολύ περισσότερον δραματικήν παρ’ όσον αυτή αύτη η Τουρκική δεσποτεία».


• Στους πρώτους μήνες του Ρωσοτουρκικού πολέμου παρατηρήθηκε έντονη πειρατική δράση στο Αιγαίο. Οι κυριότεροι πειρατές ήταν την εποχή αυτή οι Σφακιώτες και οι Αλβανοί, που μαζί επιτέθηκαν στα 1770 στη Σύρο. Την επιδρομή αυτή περιγράφει ο ιστορικός της Σύρου, πατέρας Δελλαρόκας.

• Στα 1771 ο τρομερός πειρατής, η φοβερή μάστιγα της εποχής, ο λήσταρχος Μητρομάρας, ο ατρόμητος, με 32 Αλβανούς προέβη σε επιδρομή κατά της Σύρου για να τη λεηλατήσει. Πληγώθηκε όμως από το νέο Αντ. Ρώσση και υποχρεώθηκε να φύγει.

• Το 1772 ο Ρωσικός στόλος καταδίωξε συστηματικά τους πειρατές, που για ένα διάστημα φάνηκε να έχουν εξαφανιστεί…

• Πολλά έγγραφα αναφέρονται σε διάφορες πειρατικές επιδρομές σε απόμερους κάβους. αλλά και μες στο ίδιο το λιμάνι της Σύρου. Διάφοροι πειρατές και κουρσάροι άρπαζαν πλοία με το φορτίο τους και τα μεταπουλούσαν κατόπιν στους κατοίκους του νησιού ή σε διάφορους καραβοκύρηδες, συνελλάμβαναν αιχμαλώτους Τούρκους για να πάρουν κατόπιν λύτρα για την εξαγορά τους και γενικότερα λεηλατούσαν το νησί ανάλογα με τα γούστα τους.

• Με έγγραφο της 28ης Ιουλίου 1781 οι επίτροποι της Σύρου παρακαλούν τον Δημητράκη Μαυρογένη, βοεβόδα της Μυκόνου, να πληροφορήσει τον Καπουδάν Πασά, πως στις 28 Ιουλίου του 1781 Μαλτέζοι πειρατές απήγαγαν από το λιμάνι της Σύρας ένα σαμπίκο Κρητικό, φορτωμένο σαπούνι και λάδι, σε συνεννόηση και με τις πλάτες των Τούρκων.


• Στις 19 Νοεμβρίου 1787, η Σύρος διατρέχει νέο κίνδυνο λεηλασίας και καταστροφής της από Καρυστινούς και άλλους πειρατές. Γι’ αυτό οι κάτοικοί της στέλνουν εσπευσμένα επιστολή προς τους Τούρκους ζητώντας την προστασία του νησιού τους από τους πειρατές.

• Στις 23 Φεβρουαρίου του 1795, ωστόσο, ο Τούρκος καπετάνιος Αλής συγκρούστηκε με Μαλτέζους πειρατές, πάλι μες στο λιμάνι της Σύρου, με αρκετές απώλειες κι από τα δύο μέρη.

• Οι επιδρομές των κουρσάρων στη Σύρο, καθώς και στα γύρω ξερονήσια, ήταν συχνές και καταστροφικές. Άρπαζαν και λεηλατούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, κυρίως ζώα, πλεούμενα, έγδυναν σπίτια, σκότωναν ανθρώπους. Από έγγραφο της 31ης Μαρτίου 1811 μαθαίνουμε πώς «ο Συριανός έμπορος Λινάρδος Βαμβακάρης αγόρασε σε πλειστηριασμό από έναν κουρσάρο στο λιμάνι της Σύρου μια μπομπάρδα φορτωμένη κρασί και πώς στη συνέχεια ένα Εγγλέζικο μπρίκι μπαίνοντας στο λιμάνι της Σύρου και βρίσκοντας την κουρσεμένη μπομπάρδα, την κατέλαβε και τη ρυμούλκησε στη Σμύρνη, όπου παρέπεμψε και το διαμαρτυρόμενο αγοραστή να πάει για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του».

• Ο Καπουδάν Πασάς συχνά έκανε την εμφάνισή του στο Αιγαίο για καταδίωξη των πειρατών. Όμως αυτό σήμαινε φορολογία των νησιωτών γι’ αυτό το σκοπό ή και καταστροφές από τους Τούρκους του πασά.

• Πολλές παραδόσεις μιλούν γι’ αυτές τις επιθέσεις και άλλες στη Σύρο. Λένε ακόμη ότι ο Αϊ-Γιώργης ήταν προστάτης της Σύρου, όπως αναφέρεται και σε σχετικό δημοτικό τους τραγούδι.

«Αϊ μου Γιώργη φύλακα, απάντα το νησί μας
έβγα με την κοντάρα σου γιούργιαρε τσι εχθροί μας.
Γύρω τριγύρω στο νησί πλανάρου οι γαλιώτες κι αφνήδια μας προβαίνουσι και μας πατούν οι κλέφτες.
Και μπένου μέσ’ τις μάντρες μας, αρνιά δεν μας αφήνουν,
τα πιο καλά μας πράματα τα τρώσι και τα πίνουν.
Οι Τουρκοκλέφτες είν’ αυτοί που μας εβασανίζουν
και τη ζωή μας πολλωνώ μας τήνε υστερίζουν.
Λυπήσου Αϊ-Γιώργη μας εμάς και τα παιδιά μας
Και γλύτωσέ μας γρήγορα από τα βάσανά μας.
Αϊ-Γιώργη Καππαδόκε αδικοσκοτωμένε
και διά την πίστι του Χριστού σκληρά βασανισμένε.
Λυπήσου ναι και μας που βλέπεις τι τραβάμε
διαφέντεψέ μας Άγιε μας να σε δοξολογάμε».
 

• Η δραματική αυτή επίκληση της βοήθειας του προστάτη της Σύρου Αγίου Γεωργίου για τη σωτηρία των δεινοπαθούντων από τις πειρατικές επιδρομές άτυχων Συριανών δίνει μια καθαρή εικόνα του δράματος, των βασάνων, των μαρτυρίων που υφίσταντο τότε οι γεωργοί της Σύρου.

Η πειρατεία στη Σύρο, όπως και στις άλλες Κυκλάδες, σταμάτησε, όπως προαναφέραμε, στα χρόνια του Καποδίστρια με τη δραστηριότητα εναντίον τους του ναυάρχου Μιαούλη. Το στήσιμο του αγάλματός του στην ομώνυμη πλατεία της Ερμούπολης, μπροστά από το δημαρχείο, ασφαλώς δεν είναι άσχετο και με την προσφορά αυτή του Μιαούλη στη Σύρο.

• Πειρατείες υφίστατο και η Αμοργός, καθώς και τα γύρω νησάκια. Είδαμε έγγραφο της 2ας Απριλίου του 1816, σύμφωνα με το οποίο ένα κουρσάρικο με Μανιάτες πειρατές, σε επιδρομή τους στη Σχοινούσσα, αιχμαλωτίζει μια ναξιώτικη βάρκα του Γιωργάκη Μπαρδάκα.

Διάφορα έγγραφα και παραδόσεις δείχνουν πόσο υπέφερε παλιότερα το νησί της Αμοργού και τα γύρω νησάκια από τους ποικιλώνυμους πειρατές και τις ληστρικές επιδρομές τους. Η ζωή των Αμοργιανών, η τιμή και η περιουσία τους βρίσκονταν, την οποιαδήποτε ώρα, εκτεθειμένες στις άγριες διαθέσεις των ληστρικών κουρσάρων. Μια ζωή μαρτυρική, που σήμερα έμεινε πια στη μνήμη μας σαν θρύλος μακρινός και παραμύθι.

• Η Φολέγανδρος στα 1715, η Κίμωλος, η Μήλος και οι άλλες Κυκλάδες υπέστησαν τα πάνδεινα από μέρους των άπληστων πειρατών και κουρσάρων, των γνωστών την εποχή αυτή ως «κλεφτοσφουγγαράδων».

• «Η ετήσια επίσκεψις του ναυάρχου Καπουδάν Πασά εις τας Κυκλάδας -λέει ο Χ. Μουστάκας- και αι αιφνίδιαι πειρατών τινών αποβάσεις, διετήρουν τα πνεύματα εις ταραχήν τούτου δ’ ένεκεν νύκτα και ημέραν φρουροί εφ’ υψηλών σημείων της νήσου ιστάμενοι εφύλαττον τους κατοίκους, ειδοποιούντες τούτους περί της παρουσίας πειρατικού πλοίου, οπότε οι κάτοικοι έσπευδον να κλεισθώσιν εντός του Κάστρου μετά των ζώων αυτών, κλείοντες και τας πύλας».


• Η Μήλος, εξαιτίας της επίκαιρης θέσης της -πέρασμα για Σμύρνη και Πόλη- αλλά και σαν καλό αραξοβόλι κι ορμητήριο για λεηλασίες, έγινε φωλιά πειρατών τόσο ντόπιων όσο και ξένων, σ’ όλο το διάστημα του 18ου ως το 19ο αιώνα. Στο τέλος του 18ου τόσο η Μήλος όσο και η Κίμωλος είχαν μεταβληθεί σε άντρο των πειρατών οι οποίοι διέτριβον στην Κίμωλο «ως και εν Μήλω καθ’ όλον τον χειμώνα διάγοντες εν ποτοίς και ευωχίαις και πάση άλλη ασωτία και κραιπάλη».

Ο πρόξενος της Ολλανδίας στη Μήλο Ταταράκης σε επιστολές του προς τον πρεσβευτή του στην Πόλη στα 1748, 1751, 1754, 1761, 1787, 1815 διεκτραγωδεί τα βάσανα που υφίστανται οι κάτοικοι της Μήλου και ο ίδιος από τους αδίστακτους πειρατές και κουρσάρους.

Τελικά και στη Μήλο το τελικό κτύπημα εναντίον των πειρατών δόθηκε επί Καποδίστρια από το ναύαρχο Μιαούλη.

Αν στην Τουρκοκρατία η πειρατεία βρισκόταν στο απόγειο της, με την έναρξη της Επανάστασης εξαφανίζεται —τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια— όπως μας πληροφορεί ο Σπ. Τρικούπης. Η πειρατεία στα χρόνια του Αγώνα παρουσιάζει έξαρση την περίοδο κατά την οποία ο αιγυπτιακός στρατός και στόλος συμπράττει με τους Τούρκους, για να καταπνίξουν την Επανάσταση.

Ο αριθμός των Ελληνικών πλοίων που επιδίδονται σε πειρατικές επιδρομές αυξάνεται σταθερά εξαιτίας της δυσμενούς τροπής που παίρνει ο Αγώνας. Στις αρχές του 1828 περισσότερα από 1.000 πλοία ασχολούνται συστηματικά με την πειρατεία και λυμαίνονται το Αιγαίο. Από τον Ελλήσποντο ως τη Ρόδο και τα ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου οι πειρατές προκαλούν με τη δράση τους πάμπολλα προβλήματα.

Αυτός τελικά που κατόρθωσε να ελέγξει την κατάσταση ήταν ο Καποδίστριας, όταν ήρθε τον Ιανουάριο του 1828 στην Ελλάδα, για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Η καταστολή της πειρατείας υπήρξε άμεση και εντυπωσιακή. Οι Δυνάμεις βέβαια πίεζαν τον Καποδίστρια σ' αυτό το θέμα, γιατί βλαπτόταν σοβαρά το εμπόριο τους. Ο κυβερνήτης οργάνωσε δύο ναυτικές μοίρες με τον Κ. Κανάρη και τον Ανδρέα Μιαούλη και με την παράλληλη δράση των ξένων στόλων κατέστρεψε τα ορμητήρια του Αιγαίου.


Η δολοφονία του Καποδίστρια (1831) και η αναρχία που ακολούθησε αναζωπύρωσε τη δραστηριότητα των πειρατών, μολονότι η Ελλάδα από το 1930 ήδη άρχισε τον ελεύθερο πολιτικό της βίο, που δεν της εξασφαλίζει όμως και την ανάλογη ευνομία. Ολοκληρώνοντας θα λέγαμε ότι, καθώς προχωρούμε μέσα στον 19ο αι., τα κρούσματα πειρατικών επιδρομών γίνονται σπανιότερα και είναι βέβαια ηπιότερης μορφής απ’ ό,τι σε προγενέστερες εποχές, γεγονός που σχετίζεται με την αρτιότερη κρατική οργάνωση αλλά και με τον εκσυγχρονισμό της ναυτιλίας.

ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΤΕΙΑΣ

Η πόλη της Ύδρας μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Οι Υδραίοι πλούτισαν σπάζοντας τον αποκλεισμό της Μασσαλίας, λίγα χρόνια νωρίτερα, μεταφέροντας στάρι από τη Μαύρη Θάλασσα. Άλλοτε πειρατές, άλλοτε λαθρέμποροι, εμποροκαπετάνιοι συνεταίροι με το τσούρμο τους. Κάποιοι από αυτούς προύχοντες, δραγουμάνοι. Οι άλλοι, ναύτες με θητεία του Οθωμανικού στόλου, ναύτες χωρίς θητεία Ελληνικών ή άλλων κουρσάρικων.

Ξεγλιστρούσαν από τους ελέγχους με σημαίες ευκαιρίας και εικονικές ιδιοκτησίες των πλοίων. Τα πλοία τους, στο γύρισμα του αιώνα, μετέφεραν τα πάντα. Πορτοκάλια από τη Μάλτα, αρώματα και καφέδες από την Αραβία, ρύζι από την Αίγυπτο, σταφίδα από το Τζάντε, λάδι από την Ιταλία και την Προβηγκία, χουρμάδες από τη Μικρά Ασία, βιομηχανικά προϊόντα από τη Γαλλία και καθρέφτες και κομψοτεχνήματα από τη Βενετία. Οι περισσότεροι μετά από δύο δεκαετίες ήσαν ναυμάχοι του πολέμου της Ανεξαρτησίας.


Όταν άνθισε η οικονομία του νησιού, άρχισε να συγκεντρώνονται τα κέρδη, έκτισαν τα αρχοντικά τους επάνω στα βράχια της ακτής. Εγκατέλειψαν τα ψηλώματα της Κιάφφας, εκεί που οι κυνηγημένοι Αρβανίτες προπαππούδες τους είχαν στήσει το πρώτο χωριό με τις καλύβες, τρεις αιώνες νωρίτερα. Πριν την επανάσταση, στα 1813 ο πληθυσμός της Ύδρας ανέβηκε στους 22.000 κατοίκους. Πρωτόγνωρο μέγεθος για νησιώτικη πόλη. Τότε φούνταραν τα πλοία τους, λίγα μέτρα από τα παράθυρα των σπιτιών τους. Ο εμπορικός στόλος της Ύδρας εκείνη τη χρονιά διέθετε 120 πλοία με 1.800 ναύτες. Πόλη ανοχύρωτη, ατίθαση. Μετά διεκδίκησε τη μερίδα του λέοντος στην επανάσταση. Έδωσε τα πάντα και έχασε τα πάντα.

Ο ίδιος ο Ανδρέας Μιαούλης, ναύαρχος πλέον του κράτους, κυνηγούσε τους τελευταίους πειρατές του Αιγαίου, στα στενά της Σάμου το 1928 κατ’ εντολή του Καποδίστρια. Οι θαλασσινοί άρχοντες της Ύδρας δεν μπόρεσαν να συμβιβαστούν. Ο βραχότοπος δεν τους χωρούσε πια. Πολλοί εγκατέλειψαν τον τόπο. Έστησαν τον νέο συνοικισμό στον Πειραιά, τα Υδραίικα. Η Ελληνική πειρατεία συμβάδισε με την άνθηση της ναυτιλίας και την μεγέθυνση των παράκτιων νησιωτικών πόλεων. Και τα τρία υπήρξαν φαινόμενα, κυρίως του 18ου αιώνα.

Κατά τον αιώνα αυτόν, αντίθετα με τους προηγούμενους, οι νησιώτες κυριάρχησαν στις θαλάσσιες μεταφορές αλλά και στα «εκτός νόμου» ναυτικά περιστατικά του Αιγαίου. Παρότι, Μαλτέζοι, Αλγερίνοι, Άγγλοι συνέχιζαν να κουρσεύουν τα πλοία στο αρχιπέλαγος, δίπλα τους εμφανίστηκαν οι νησιώτες με κάθε λογής πλοία. Από βάρκες μέχρι μεγάλα τρικάταρτα οπλισμένα ιστιοφόρα, τα οποία επέδραμαν σε εμπορικά, χωρίς τις περισσότερες φορές να ξεχωρίζουν σημαίες, θρησκείες ή φορτίο.

Από το 1703 έως το 1792 σε 277 καταγεγραμμένες επιθέσεις εναντίον Γαλλικών πλοίων, στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο, οι 102 πραγματοποιήθηκαν από Έλληνες. Οι πειρατικές επιθέσεις κατά τη διάρκεια εκείνου του αιώνα πρέπει να ήσαν χιλιάδες. Οι μαρτυρίες βρίσκονται στα προξενικά έγγραφα, στα ναυτικά αρχεία των ευρωπαϊκών λιμανιών, στις διηγήσεις των περιηγητών, στα νησιωτικά κοινοτικά και μοναστηριακά αρχεία. Και πιθανόν στα άγνωστα ακόμα αρχεία της Οθωμανικής Πύλης.


Τα πλοία του 18ου αιώνα, ακολουθούσαν κυρίως τη διαγώνιο του αρχιπελάγους. Ο ναυτικός δρόμος συνέδεε τα Δαρδανέλια με το Τσιρίγο, τη Μαύρη Θάλασσα και την Κωνσταντινούπολη, με τη δυτική Μεσόγειο. Ο άλλος μεγάλος ναυτικός δρόμος διέσχιζε τα στενά που χωρίζουν τη μικρασιατική ακτή με τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα. Από τη Ρόδο και την Κάρπαθο κατευθυνόταν προς την Αλεξάνδρεια και τα λιμάνια της Μέσης Ανατολής. Τους κύριους δρόμους συμπλήρωναν δεκάδες παραλλαγές, όπως και το πυκνό πλέγμα των διανησιωτικών συνδέσεωνv.

Η τεχνολογία των πανιών είχε απελευθερώσει τη ναυτιλία από την σχεδόν υποχρεωτική παράκτια πλεύση του Μεσαίωνα. Τα πλοία απέκτησαν αυτονομία καθώς δεν ήσαν αναγκασμένα κάθε νύχτα να προσορμιστούν σε κάποια ακτή, η καθώς μπορούσαν να ταξιδέψουν με όλους τους ανέμους.

Τα φοβερά σημεία ενέδρας κατά μήκος των ναυτικών δρόμων του αρχιπελάγους, συνέχισαν να σημειώνονται στους Ευρωπαϊκούς πορτολάνους και να αποτελούν τόπους αυξημένης επιφυλακής και κινδύνου για όσους τα διέσχιζαν.

Η νοτιοδυτική πύλη με το Κάβο Ταίναρο και το Πόρτο Κάγιο, τον Κάβο Μαληά, το Τσιρίγο και το Τσιριγότο. Το φουρτουνιασμένο Κάβο Ντόρο, με το Μακρονήσι, το λιμανάκι κάτω από τις Κάβο Κολώνες και το Βουρκάρι της Τζιάς απέναντι. Τα στενά του Τσικνιά, της Μυκόνου και της Δήλου, το στενό της Πάρου με τη Νάξο, της Μήλου με την Κίμωλο. Το Νταρ Μπογκάζ της Σάμου και τα στενά των Φούρνων. Τα στενά της Χίου με τις Οινούσες. Και άλλα πολλά.

Οι ναυτικές κοινότητες των νησιών είναι δημιούργημα εκείνης της εποχής. Εκτός από την Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά, τα Χανιά, η Μύκονος, η Σκόπελος και η Σκύρος διέθεταν κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, πολυάριθμους εμπορικούς στόλους. Οι αναφορές του 1813 μιλούν για 615 πλοία, οπλισμένα με 8.878 πυροβόλα, χωρητικότητας 153.580 τόννων, και 37.562 ναύτεςvi.
Κατά μήκος των θαλασσίων δρόμων, ένα μεγάλο δίκτυο οικισμών αναπτύχθηκε και άνθισε, εμπλεκόμενο με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στο ιδιότυπο παραεμπόριο της πειρατείας και του κοντραμπάντου.


Παλιοί Βενετσιάνικοι οικισμοί ξεπέρασαν τα τείχη τους και απλώθηκαν στις ακτές, άλλοι μετακινήθηκαν από τα υψώματα στα κοντινά τους αγκυροβόλια, νέοι γεννήθηκαν εκ του μηδενός. Λιμάνια, μουράγια, αποθήκες και αγορές, καρνάγια, ανεμόμυλοι και κυρίως οικιστικές συγκροτήσεις ισόγειων και διώροφων σπιτιών με δώματα, σπανιότερα με στέγες. Στενοί δρόμοι, μικρές πλατείες, μέτωπα στις ακτές. Σε εκείνα τα μέτωπα, της Ύδρας, των Σπετσών, της Μυκόνου, της Πάτμου, οι νεόπλουτοι πλοίαρχοι έκτισαν τα αρχοντικά τους. Πιο μέσα οι γειτονιές των ναυτών. Αυτή είναι η εικόνα της πλειοψηφίας των οικισμών του Αιγαίου, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα.

ΧΑΪΡΕΝΤΙΝ ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ

Ο Χαΐρ αντ Ντιν (Khair ad Din) (περ. 1475–4 Ιουλίου 1546) ήταν ναύαρχος Ελληνικής καταγωγής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κουρσάρος των ακτών της Μπαρμπαριάς (σημερινής Αλγερίας). Ήταν γενικώς γνωστός ως Μπαρμπαρόσα ("Κοκκινογένης") για τους Ευρωπαίους, και Μπάρμπαρος Χαϊρεντίν (الدين خير) Πασάς ανάμεσα στους Τούρκους. Το όνομά του στην Τουρκική γλώσσα ήταν Χιζίρ Μπιν Γιακούπ από το Αραβικό Χιντρ 'ιμπν Για'κουμπ.


Βιογραφία

Ο Χαϊρεντίν γεννήθηκε στον Παλαιόκηπο Γέρας στη Λέσβο. Ο πατέρας του ήταν σπαχής ονόματι Γιακούπ και η μητέρα του Ελληνίδα χριστιανή από τη Λέσβο, ονόματι Κατερίνα. Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν πιθανό ότι και ο πατέρας του ήταν Έλληνας Γενίτσαρος και καταγόταν από τα Γιαννιτσά.

Ο Μπαρμπαρόσα θεωρείται ο κατεξοχήν οργανωτής του Οθωμανικού στόλου, στον οποίο κατείχε τον βαθμό του ναυάρχου. Αργότερα έγινε σουλτάνος του Αλγερίου και τελικά Μπεϊλέρ Μπέης (Αρχιμπέης) του Αιγαίου, ένα από τα μεγαλύτερα Οθωμανικά αξιώματα.

Κατά τη διάρκεια των κατακτητικών και αρπακτικών επιδρομών του ο Μπαρμπαρόσα έστειλε τους Τούρκους και Αλγερινούς πειρατές του ενάντια πολλών νησιών του Αιγαίου, ειδικά στις Κυκλάδες καθώς και στα Κύθηρα, στην περιοχή του Τσιρίγου. Αυτό που επακολούθησε ήταν η ερήμωση του νησιού. Λέγεται ότι σκοτώθηκαν 7.000 άμαχοι και οι υπόλοιποι πουλήθηκαν ως σκλάβοι, ενώ εκείνοι που κατόρθωσαν να διαφύγουν, κρύφτηκαν στα βουνά ή πέρασαν στην Πελοπόννησο. Ακόμα και σήμερα στην πρωτεύουσα του νησιού τον Άγιο Δημήτριο, γνωστή έως Παλαιοχώρα είναι διακριτά τα ίχνη της ερήμωσης από εκείνη την πειρατική λαίλαπα.


Άνοδος και Πτώση της Πειρατείας (1400-1830)

Η διάλυση της Αυτοκρατορίας των Αλμοχάντ δημιούργησε κενό εξουσίας, το οποίο προκάλεσε την άνοδο της πειρατείας στην περιοχή που έγινε αργότερα γνωστής ως Ακτή της Μπαρμπαριάς, εξελληνισμένο όνομα εκ των Μπέρμπερς, Βερβέρων. Οι παράκτιες πόλεις μίσθωναν κουρσάρους να λεηλατούν εμπορικά πλοία, εν όψει του έντονου εμπορικού ανταγωνισμού των θαλασσών.

Η βορειοαφρικανική πειρατεία ώθησε τους Ισπανούς να καταλάβουν και να αποκλείσουν πολλά λιμάνια-ορμητήρια των πειρατών, συμπεριλαμβανόμενου του Αλγερίου, που υποχρεώθηκε να πληρώνει φόρους. Τούτη η χριστιανική κατοχή των βορειοαφρικανικών λιμανιών ώθησε τους Μουσουλμάνους να ζητήσουν βοήθεια από τον Οθωμανό χαλίφη. Ανταποκρινόμενος ο χαλίφης έστειλε στόλο που εκδίωξε τους Ισπανούς από τα περισσότερα λιμάνια των αφρικανικών ακτών.

Το 1518 ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα έγινε επίσημος αντιπρόσωπος του Οθωμανού σουλτάνου στην Αλγερία και οι Αλγερινοί κουρσάροι κυριάρχησαν στη Μεσόγειο υπό την Οθωμανική δικαιοδοσία, επί μακρό χρονικό διάστημα. Μόνο στα τέλη του 18ου αιώνα κατόρθωσαν να αντιπαρατεθούν οι Ευρωπαίοι στους πειρατές της Μπαρμπαριάς με ανώτερη ναυτική δύναμη και πυροβολικό. Το 1815 μια ναυτική μοίρα από τις Η.Π.Α. υπό τον πλοίαρχο Στίβεν Ντικάτουρ επιτέθηκε στο Αλγέρι και εξανάγκασε τον κυβερνήτη του να υπογράψει συνθήκη, σύμφωνα με την οποία τα πλοία των Η.Π.Α. εξαιρούνταν των πειρατικών επιθέσεων.


Οι διαρκείς επιδρομές σε Ευρωπαϊκά πλοία ώθησαν τους Βρετανούς και Ολλανδούς να ενώσουν τις δυνάμεις τους ενάντια στους Αλγερινούς και σχεδόν να καταστρέψουν ολοκληρωτικά το στόλο τους το 1816. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους. Το 1830 ο Γαλλικός στρατός εισέβαλε στο Αλγέρι και η Γαλλική κατοχή της Αλγερίας συνεχίστηκε για τα επόμενα 123 χρόνια.

Οι Αδελφοί Μπαρμπαρόσα

Από τους δύο αδελφούς Μπαρμπαρόσα ο μεγαλύτερος, ο Αρούτζ, ήταν ο ο πρώτος που ακολούθησε τον δρόμο της πειρατείας, υπογράφοντας σε μια κουρσάρικη γαλέρα που είχε ως βάση του το νησί, κρησφύγετο για τους Έλληνες και Μουσουλμάνους πειρατές. Αιχμαλωτίστηκε από τους Ιππότες της Ρόδου και υποχρεώθηκε να υπηρετεί ως σκλάβος, μέχρις ότου τον αγόρασε ένας Αιγύπτιος εμίρης. Τα αδέλφια ξανάσμιξαν στην Αλεξάνδρεια και με τη βοήθεια του εμίρη αποδείχθηκαν επιτυχημένοι επιδρομείς.

Οι δύο μετέφεραν τις επιχειρήσεις τους στη δυτική Μεσόγειο το 1505 και επανεγκατεστάθηκαν στην νήσο Ντζέμπρα, στην Τυνησία. Από εκεί ασκούσαν πειρατεία ενάντια στα Χριστιανικά έθνη, συλλαμβάνοντας Παπικές γαλέρες, Ισπανικά πολεμικά πλοία και εμπορικά. Κατόπιν, εξαιτίας μιας διαφωνίας τους με τον Μπέη της Τυνησίας, αναγκάστηκαν να αλλάξουν ορμητήριο, τραβώντας για το Ντζιντζελί, κοντά στο Αλγέρι το 1511.

Το 1512 ο Αρούτζ έχασε το ένα του χέρι σε μια προσπάθεια να καταλάβει ένα Ισπανικό οχυρό στη βορειοαφρικανική ακτή ενώ νικήθηκε πάλι μετά από δύο χρόνια. Από τότε σημειώθηκε αλλαγή στη δραστηριότητα των δύο αδελφών. Οι επιθέσεις τους εστιάζονταν όλο και περισσότερο στον Ισπανικό στόλο και τις παράκτιες εγκαταστάσεις του. Όταν ο σουλτάνος του Αλγερίου απέτυχε να ανταποκριθεί κατάλληλα στην ισπανική απειλή το 1516, ο Αρούτζ του επιτέθηκε με μια κουρσαρική δύναμη και αφού τον σκότωσε, αυτοανακηρύχθηκε σουλτάνος.


Το 1518 οι μάχες με τους Ισπανούς εντάθηκαν. Σε μια επίθεση εναντίον των Ισπανικών εγκαταστάσεων στο Οράν, ο Αρούτζ δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση και αναγκάστηκε να κλειστεί στην πόλη Τλεμτσέν. Προσπαθώντας να σπάσει τον κλοιό σκοτώθηκε.

Ο Χαΐρεντίν, το Δώρο του Θεού, συμμάχησε με τους Οθωμανούς και ονομάστηκε επίσημα σουλτάνος του Αλγερίου. Συνέχισε της επιθέσεις του ενάντια στα Ισπανικά εμπορικά. Το 1535 έχασε την Τυνησία αλλά κατέλαβε τη Μαγιόρκα και τη Νίκαια, νικώντας παράλληλα τον χριστιανικό στόλο που απειλούσε την ανατολική Μεσόγειο. Πέθανε το 1547, εμφανώς ευνοούμενος της Υψηλής Πύλης και επιτυχημένος ναύαρχος, αφού ονομάστηκε Μπεϊλέρ Μπέης, δηλαδή γενικός διοικητής των Οθωμανικών ναυτικών δυνάμεων.

Χαρακτηρισμός

Η περιγραφή των προσωπικών του Μπαρμπαρόσα μας έρχεται από τον καπετάνιο Μουχλίς Εργκίν του Τουρκικού Ναυτικού Μουσείου (Άγκυρα, Δεκέμβριος 1998). Ο Μπαρμπαρόσα ήταν έξυπνο, φωτεινό μυαλό με τάσεις παρωδίας και είχε εντυπωσιακό τρόπο ομιλίας. Ήταν ευέλικτο μυαλό στη ναυτική δράση και αγαπούσε τους υφισταμένους του, φρόντιζε δε να τους εκπαιδεύει καλά. Κάποτε είχε πει για το μαθητή του Τουργκούτ ότι «ο Turgut είναι καλύτερος από μένα». Πολλοί από τους μαθητές του έγιναν Διοικητές ναυτικών μονάδων αργότερα.

Είχε το χάρισμα να λέει ανέκδοτα. Σωματικά, ο Μπαρμπαρόσα είχε σκούρα όψη, μέσο ύψος και ήταν ευτραφής. Τα μαλλιά, γένια, φρυδιών και των βλεφαρίδων ήταν πλούσια, αρκετά κόκκινα και τα φρύδια του ενωμένα. Η κόρη του καπετάνιου Τουργκούτ Ρέις ήταν παντρεμένη με τον γιο του. Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές μπορούμε να υποθέσουμε πως ήταν παντρεμένος, αλλά δεν υπάρχει καμία πηγή αναφέροντας τα πραγματικά στοιχεία. Μιλούσε πέντε κύριες γλώσσες της Μεσογείου, την ελληνική, την αραβική, την ισπανική, την ιταλική και τη γαλλική. Αγαπούσε τη μουσική.


Έγινε διάσημος στην ιστορία χάρις στη νίκη του στη Ναυμαχία της Πρέβεζας το 1538, όπου νίκησε τη Χριστιανική εξαεθνική αρμάδα υπό τον Γενοβέζο Αντρέα Ντορία. Το μαυσωλείο του βρίσκεται στο Ναυτικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης, όπως και άγαλμα και πίνακας ζωγραφικής από τη Ναυμαχία. Επίσης πορτρέτο του 16ου αιώνα βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.