Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Κατὰ Φιλίππου α΄ (4) (23-30)

Αποτέλεσμα εικόνας για φιλιππος μακεδονια[23] Τοσαύτην μέν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, διὰ ταῦτα, ὅτι οὐκ ἔνι νῦν ἡμῖν πορίσασθαι δύναμιν τὴν ἐκείνῳ παραταξομένην, ἀλλὰ λῃστεύειν ἀνάγκη καὶ τούτῳ τῷ τρόπῳ τοῦ πολέμου χρῆσθαι τὴν πρώτην· οὐ τοίνυν ὑπέρογκον αὐτήν (οὐ γὰρ ἔστι μισθὸς οὐδὲ τροφή), οὐδὲ παντελῶς ταπεινὴν εἶναι δεῖ.

[24] πολίτας δὲ παρεῖναι καὶ συμπλεῖν διὰ ταῦτα κελεύω, ὅτι καὶ πρότερόν ποτ᾽ ἀκούω ξενικὸν τρέφειν ἐν Κορίνθῳ τὴν πόλιν, οὗ Πολύστρατος ἡγεῖτο καὶ Ἰφικράτης καὶ Χαβρίας καὶ ἄλλοι τινές, καὶ αὐτοὺς ὑμᾶς συστρατεύεσθαι· καὶ οἶδ᾽ ἀκούων ὅτι Λακεδαιμονίους παραταττόμενοι μεθ᾽ ὑμῶν ἐνίκων οὗτοι οἱ ξένοι καὶ ὑμεῖς μετ᾽ ἐκείνων. ἐξ οὗ δ᾽ αὐτὰ καθ᾽ αὑτὰ τὰ ξενικὰ ὑμῖν στρατεύεται, τοὺς φίλους νικᾷ καὶ τοὺς συμμάχους, οἱ δ᾽ ἐχθροὶ μείζους τοῦ δέοντος γεγόνασιν. καὶ παρακύψαντ᾽ ἐπὶ τὸν τῆς πόλεως πόλεμον, πρὸς Ἀρτάβαζον καὶ πανταχοῖ μᾶλλον οἴχεται πλέοντα, ὁ δὲ στρατηγὸς ἀκολουθεῖ, εἰκότως· οὐ γὰρ ἔστιν ἄρχειν μὴ διδόντα μισθόν.

[25] τί οὖν κελεύω; τὰς προφάσεις ἀφελεῖν καὶ τοῦ στρατηγοῦ καὶ τῶν στρατιωτῶν, μισθὸν πορίσαντας καὶ στρατιώτας οἰκείους ὥσπερ ἐπόπτας τῶν στρατηγουμένων παρακαταστήσαντας· ἐπεὶ νῦν γε γέλως ἔσθ᾽ ὡς χρώμεθα τοῖς πράγμασιν. εἰ γὰρ ἔροιτό τις ὑμᾶς, «εἰρήνην ἄγετ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι;» «μὰ Δί᾽ οὐχ ἡμεῖς γ᾽,» εἴποιτ᾽ ἄν, «ἀλλὰ Φιλίππῳ πολεμοῦμεν.»

[26] οὐκ ἐχειροτονεῖτε δ᾽ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν δέκα ταξιάρχους καὶ στρατηγοὺς καὶ φυλάρχους καὶ ἱππάρχους δύο; τί οὖν οὗτοι ποιοῦσιν; πλὴν ἑνὸς ἀνδρός, ὃν ἂν ἐκπέμψητ᾽ ἐπὶ τὸν πόλεμον, οἱ λοιποὶ τὰς πομπὰς πέμπουσιν ὑμῖν μετὰ τῶν ἱεροποιῶν· ὥσπερ γὰρ οἱ πλάττοντες τοὺς πηλίνους, εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον.

[27] οὐ γὰρ ἐχρῆν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ταξιάρχους παρ᾽ ὑμῶν, ἵππαρχον παρ᾽ ὑμῶν, ἄρχοντας οἰκείους εἶναι, ἵν᾽ ἦν ὡς ἀληθῶς τῆς πόλεως ἡ δύναμις; ἀλλ᾽ εἰς μὲν Λῆμνον τὸν παρ᾽ ὑμῶν ἵππαρχον δεῖ πλεῖν, τῶν δ᾽ ὑπὲρ τῶν τῆς πόλεως κτημάτων ἀγωνιζομένων Μενέλαον ἱππαρχεῖν. καὶ οὐ τὸν ἄνδρα μεμφόμενος ταῦτα λέγω, ἀλλ᾽ ὑφ᾽ ὑμῶν ἔδει κεχειροτονημένον εἶναι τοῦτον, ὅστις ἂν ᾖ.

[28] Ἴσως δὲ ταῦτα μὲν ὀρθῶς ἡγεῖσθε λέγεσθαι, τὸ δὲ τῶν χρημάτων, πόσα καὶ πόθεν ἔσται, μάλιστα ποθεῖτ᾽ ἀκοῦσαι. τοῦτο δὴ καὶ περαίνω. χρήματα τοίνυν· ἔστι μὲν ἡ τροφή, σιτηρέσιον μόνον, τῇ δυνάμει ταύτῃ τάλαντ᾽ ἐνενήκοντα καὶ μικρόν τι πρός, δέκα μὲν ναυσὶ ταχείαις τετταράκοντα τάλαντα, εἴκοσιν εἰς τὴν ναῦν μναῖ τοῦ μηνὸς ἑκάστου, στρατιώταις δὲ δισχιλίοις τοσαῦθ᾽ ἕτερα, ἵνα δέκα τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σιτηρέσιον λαμβάνῃ, τοῖς δ᾽ ἱππεῦσι διακοσίοις οὖσιν, ἐὰν τριάκοντα δραχμὰς ἕκαστος λαμβάνῃ τοῦ μηνός, δώδεκα τάλαντα.

[29] εἰ δέ τις οἴεται μικρὰν ἀφορμὴν εἶναι, σιτηρέσιον τοῖς στρατευομένοις ὑπάρχειν, οὐκ ὀρθῶς ἔγνωκεν· ἐγὼ γὰρ οἶδα σαφῶς ὅτι, τοῦτ᾽ ἂν γένηται, προσποριεῖ τὰ λοιπὰ αὐτὸ τὸ στράτευμ᾽ ἀπὸ τοῦ πολέμου, οὐδένα τῶν Ἑλλήνων ἀδικοῦν οὐδὲ τῶν συμμάχων, ὥστ᾽ ἔχειν μισθὸν ἐντελῆ. ἐγὼ συμπλέων ἐθελοντὴς πάσχειν ὁτιοῦν ἕτοιμος, ἐὰν μὴ ταῦθ᾽ οὕτως ἔχῃ. πόθεν οὖν ὁ πόρος τῶν χρημάτων, ἃ παρ᾽ ὑμῶν κελεύω γενέσθαι; τοῦτ᾽ ἤδη λέξω.

ΠΟΡΟΥ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ.
[30] Ἃ μὲν ἡμεῖς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, δεδυνήμεθ᾽ εὑρεῖν ταῦτ᾽ ἐστίν· ἐπειδὰν δ᾽ ἐπιχειροτονῆτε τὰς γνώμας, ἂν ὑμῖν ἀρέσκῃ, χειροτονήσετε, ἵνα μὴ μόνον ἐν τοῖς ψηφίσμασι καὶ ταῖς ἐπιστολαῖς πολεμῆτε Φιλίππῳ, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἔργοις.

***
[23] Ο λόγος για τον οποίο νομίζω ότι είναι αρκετή μια τόσο μικρή δύναμη είναι ο εξής: ότι σήμερα δεν είμαστε σε θέση να εξασφαλίσουμε τους πόρους για μια δύναμη που να μπορεί να αντιμετωπίσει εκείνον σε κατά παράταξη μάχη, αλλά θα αναγκαστούμε να κάνουμε κλεφτοπόλεμο και στην αρχή να υιοθετήσουμε αυτήν την τακτική του πολέμου. Γι᾽ αυτόν λοιπόν τον λόγο η στρατιωτική δύναμη δεν πρέπει να είναι υπέρογκη (γιατί δεν μπορούμε να καλύψουμε τα έξοδα μισθοδοσίας και συντήρησης) αλλά ούτε και εντελώς ασήμαντη.

[24] Συνιστώ την παρουσία πολιτών και τη συμμετοχή τους στην εκστρατεία για τους εξής λόγους: γιατί ακούω ότι και στο παρελθόν κάποτε συντηρούσε η πόλη μισθοφορικό στράτευμα στην Κόρινθο υπό τις διαταγές του Πολύστρατου, του Ιφικράτη, του Χαβρία και κάποιων άλλων, και ότι μαζί με τους μισθοφόρους υπηρετούσατε και εσείς προσωπικά. Και από πληροφορίες γνωρίζω ότι, όταν παρατάχθηκαν εκείνοι στο πλευρό σας και εσείς στο πλευρό εκείνων, νικούσατε τους Λακεδαιμονίους. Από τότε όμως που πολεμούν για λογαριασμό σας αποκλειστικά μισθοφόροι, νικούν τους φίλους και τους συμμάχους σας, ενώ οι εχθροί σας έχουν γίνει πιο ισχυροί απ᾽ όσο πρέπει. Αδιαφορώντας για τον πόλεμο της πόλης φεύγουν με τον στόλο μάλλον προς τον Αρτάβαζο ή για οπουδήποτε αλλού, και ο στρατηγός φυσικά τους ακολουθεί, γιατί δεν είναι δυνατόν να ασκεί εξουσία, αν δεν τους δίνει μισθό.

[25] Τι προτείνω λοιπόν; Να στερήσετε τους στρατηγούς και τους στρατιώτες από τις δικαιολογίες, παρέχοντάς τους μισθό και τοποθετώντας δίπλα τους δικούς σας στρατιώτες ως επόπτες των ενεργειών των στρατηγών· γιατί τώρα, έτσι όπως αντιμετωπίζουμε τα πράγματα, είναι τουλάχιστον κοροϊδία. Γιατί, αν σας ρωτήσει κάποιος «έχετε ειρήνη, Αθηναίοι;» θα απαντήσετε «Μα τον Δία, όχι βέβαια· είμαστε σε πόλεμο με τον Φίλιππο».

[26] Μα από σας τους ίδιους δεν έχετε εκλέξει δέκα ταξιάρχους, δέκα στρατηγούς, δέκα φυλάρχους και δύο ιππάρχους; Τι κάνουν λοιπόν αυτοί; Με εξαίρεση έναν, όποιον στείλετε επικεφαλής του πολέμου, οι υπόλοιποι οδηγούν τις πομπές βοηθώντας τους ιεροποιούς. Γιατί, όπως οι πλάστες των πήλινων ειδωλίων, εκλέγετε τους ταξιάρχους και τους φυλάρχους σας για την αγορά, όχι για τον πόλεμο.

[27] Δεν έπρεπε, Αθηναίοι, οι ταξίαρχοι να προέρχονται από σας, ο ίππαρχος από σας, δικοί σας να είναι οι βαθμοφόροι, για να ήταν η στρατιωτική δύναμη πραγματική δύναμη της πόλης; Αλλά στη Λήμνο πρέπει να πλεύσει ο δικός σας ίππαρχος, ενώ επικεφαλής των ιππέων που αγωνίζονται για τις κτήσεις της πόλης πρέπει να είναι ο Μενέλαος. Και δεν λέω αυτά κατακρίνοντας τον άνθρωπο, αλλά αυτός, όποιος και αν είναι, έπρεπε να είχε εκλεγεί από σας.

[28] Ίσως νομίζετε ότι σωστά λέγονται αυτά, αλλά αυτό που προπάντων αγωνιάτε να ακούσετε είναι το ζήτημα των χρημάτων, πόσα θα είναι και από πού θα εξασφαλιστούν. Αυτό λοιπόν και τελειώνω. Ως προς το ποσό των χρημάτων λοιπόν, το κόστος της συντήρησης για μια τέτοια δύναμη, και αναφέρομαι μόνο στην προμήθεια τροφίμων, ανέρχεται σε ενενήντα τάλαντα και κάτι παραπάνω: σαράντα τάλαντα για τα δέκα ταχύπλοα σκάφη, είκοσι δηλαδή μνες το μήνα για κάθε σκάφος· άλλα τόσα τάλαντα για τους δύο χιλιάδες στρατιώτες, για να παίρνει κάθε στρατιώτης δέκα δραχμές το μήνα ως έξοδα συσσιτίου· δώδεκα τάλαντα τέλος για τους διακόσιους ιππείς, αν ο καθένας τους παίρνει τριάντα δραχμές το μήνα.

[29] Αν όμως κάποιος νομίζει ότι τα ποσά αυτά είναι ένα μικρό ξεκίνημα, ώστε να εξασφαλιστούν τα έξοδα συσσιτίου των στρατιωτών, δεν έχει υπολογίσει σωστά. Γιατί είμαι σίγουρος πως, αν γίνει αυτό, τα υπόλοιπα θα τα εξασφαλίσει για τον εαυτό του το ίδιο το στράτευμα από τον πόλεμο, ώστε να έχει έναν πλήρη μισθό, χωρίς να βλάψει κανέναν από τους Έλληνες ή τους συμμάχους. Εγώ είμαι πρόθυμος να πλεύσω μαζί τους ως εθελοντής και να πάθω οτιδήποτε, αν τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα λέω. Από πού λοιπόν θα προέλθουν τα χρήματα αυτά που προτείνω να διαθέσετε; Αυτό θα πω τώρα.

ΥΠΟΔΕΙΞΗ ΠΗΓΗΣ ΧΡΗΜΑΤΩΝ
[30] Αυτοί, Αθηναίοι, είναι οι πόροι χρημάτων που έχουμε κατορθώσει να βρούμε· και όταν βάλετε σε ψηφοφορία τις προτάσεις, αν τις εγκρίνετε, ψηφίστε τες, για να πολεμάτε τον Φίλιππο όχι μόνο με τα γνωστά ψηφίσματα και τις επιστολές αλλά και με τα έργα.

Η σπουδαιότητα του Ομήρου

Αποτέλεσμα εικόνας για ομηροσ Η σπουδαιότητα του Ομήρου
 
Ένας από τους πρώτους Έλληνες φιλοσόφους, ο Ξενοφάνης (580-480 π.Χ.), εξηγεί ότι επικρίνει τον Όμηρο επειδή «στην αρχή όλοι μαθαίνουν απ' τον Όμηρο»[2]. Ο Ξενοφάνης έχει δί­κιο να θεωρεί τον Όμηρο μοναδική αυθεντία. Κι αυτό, διότι οι Έλληνες δεν είχαν Γραφές ανάλογες με τη Βίβλο ή το Κοράνι· είχαν, όμως, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, τα δύο μεγάλα έπη που αποδόθηκαν στον Όμηρο[3]. Τα έπη αυτά δεν ήταν κείμενα αυθεντίας, προστατευμένα από την κριτική ή ερμηνευμένα από εντεταλμένους ερμηνευτές- και σίγουρα δεν αποτελούσαν τυπικό δογματικό πρότυπο για κανένα θρησκευτικό σύστημα.
 
Παρόλα αυτά, τα Ομηρικά Έπη ήταν αντίστοιχα της Βίβλου στο βαθμό που πολλοί εγγράμματοι Έλληνες τα διδάσκονταν, ενώ οι Αθηναίοι τα άκουγαν να απαγγέλλονται δημοσίως. Περισσότερα από χίλια χρόνια μετά την εποχή του Ομήρου, μάλιστα, ο Αυγουστίνος διδασκόταν ακόμη τα έπη. Ένας ρήτορας, προσφεύγοντας στην ομηρική αυθεντία, σημειώνει:
 
Οὔτω γάρ ὑπελαβον ὑμῶν οἱ πατέρες σπουδαῖον εἶναι ποιητήν ὥστε νόμον ἔθεντο καθ' ἑκάστην πεντετηρίδα τῶν Παναθηναίων μόνου τῶν ἄλλων ποιητῶν ραψωδεῖσθαι τά ἔπη.
 
Οι πατέρες σας τον θεωρούσαν τόσο έξοχο ως ποιητή που πέρασαν έναν νόμο ο οποίος όριζε πως κάθε πέντε χρόνια εκείνου μόνο, απ’ όλους τους ποιητές, τα έργα θα απαγγέλλονταν από ραψωδούς στη γιορτή των Παναθηναίων[4].
 
 
Πολλοί Έλληνες αντλούσαν από τον Όμηρο - συνειδητά ή μη συνειδητά - κεντρικά και σημαίνοντα στοιχεία για την αντίληψη που είχαν για τους θεούς και για τη σχέση των θεών με τους ανθρώπους, ενώ παράλληλα σχημάτιζαν και μία ηθική άποψη και ένα ηθικό ιδανικό που παρέμεναν σημαντικά ακόμη και μετά την ενδελεχή κριτική που τους ασκήθηκε.
 
Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι οι μεταγενέστεροι φιλόσοφοι συχνά μνημονεύουν τον Όμηρο και παραπέμπουν στα ομηρικά έπη[5]. Ο Όμηρος, όμως, δε θεωρείται πάντα αυθεντία, αφού πράγματι γίνεται αρκετές φορές στόχος κριτικής από σκεπτόμενους Έλληνες, οι οποίοι επικρίνουν και προκαλούν τις απόψεις του σχετικά με την ηθικότητα και τη θρησκεία[6]. Για να δούμε τι θεωρούσαν ότι έπρεπε να αντιπαλέψουν στον Όμηρο, θα πρέπει κι εμείς ν’ αρχίσουμε από το ίδιο σημείο.
 
Ο Όμηρος έζησε μάλλον στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., 150 χρόνια περίπου πριν την αρχή της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης. Έζησε μάλλον στην Ιωνία, όπου γεννήθηκε η ελληνική φιλοσοφία, σε μια από τις ελληνικές αποικίες στη δυτική Ασία[7]. Ο Όμηρος παρουσιάζει τις απόψεις του (ή τις απόψεις που εκφράζονται στα έπη του) με αφηγηματικό στίχο και όχι με φιλοσοφική επιχειρηματολογία- παρόλα αυτά, οι απόψεις του δεν είναι ούτε πρωτόγονες ούτε παράλογες. Αν δούμε γιατί απευθύνονται στην κοινή λογική και εμπειρία, θα δούμε και γιατί οι πρώτοι φιλόσοφοι έκριναν ότι ήταν αναγκαίο να αμφισβητήσουν την κοινή λογική και εμπειρία ως πηγές κοινών πεποιθήσεων.
 
Ο ιδανικός άνθρωπος και η ιδανική ζωή
 
Η ομηρική ηθική θεώρηση μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητή από τη σύλληψη του ιδανικού ανθρώπου. Οι πρωταγωνιστές της Ιλιάδας είναι ήρωες περασμένων εποχών η αγαθότητά τους, η υπεροχή τους ή η αξία τους (που είναι τρεις τρόποι απόδοσης της ελληνικής αρετής) ήταν αξεπέραστες στην εποχή του Ομήρου. Αυτό όμως που εννοεί εκείνος με τον όρο αρετή διαφέρει απ’ ό, τι εννοούμε εμείς.
 
Ένα μέρος της αγαθότητας του ανθρώπου είναι πέραν του ελέγχου του. Ένας αγαθός άνθρωπος έχει γεννηθεί από καλή οικογένεια και πρέπει να είναι ο ίδιος πλούσιος και ισχυρός· ο Όμηρος υπονοεί ότι ένας άνθρωπος χάνει κατά το ήμισυ την αγαθότητά του αφ’ ης στιγμής γίνεται δούλος. Μολονότι ο Όμηρος δεν ασχολείται με όσους κερδίζουν πλούτη χωρίς να προέρχονται από ευγενική γενιά, εκείνοι που μοιράζονται την ίδια άποψη αρνούνται να αναγνωρίσουν σε τέτοιους ανθρώπους αυθεντική αγαθότητα. Τα κληρονομικά, κοινωνικά και υλικά συστατικά της αγαθότητας ενός ανθρώπου είναι τόσο σημαντικά ώστε, αν τα διαθέτεις, παραμένεις καλός ακόμη και αν συμπεριφέρεσαι άσχημα. Ο φυγόπονος Πάρις δεν κατορθώνει να φέρει σε πέρας τις πράξεις ενός αγαθού ανθρώπου, αλλά παραμένει παρά ταύτα καλός διότι διαθέτει τις άλλες προϋποθέσεις της καλοσύνης. Σ’ αυτό το βαθμό, η αγαθότητα κάποιου δεν είναι στον έλεγχό του[8].
 
Ωστόσο, κάποιες πτυχές παραμένουν υπό τον έλεγχό του και έτσι αναμένεται να καταδείξει την υπεροχή του στις πράξεις του, κατά κύριο λόγο και ιδεωδώς στις πράξεις του πολεμιστή και του ηγέτη. Ο αγαθός άνθρωπος υπερέχει στη μάχη και οι χαρακτηριστικές αρετές του είναι η δύναμη, η δεξιότητα και η ανδρεία. Γεννιέται σε ηγετική θέση μέσα στην κοινωνία, με μεγάλο μερίδιο πόρων και διαθέτει τις απαιτούμενες αρετές για την υπεράσπιση της θέσης του έναντι επιθέσεων. Έτσι είναι αναμενόμενο να θριαμβεύσει. Ο πατέρας του Αχιλλέα, τον έστειλε στην Τροία «πρώτος να θέλει να ‘ναι πάντα του, να ξεπερνά τους άλλους»· και, όπως και οι άλλοι κεντρικοί ήρωες, ο Αχιλλέας προσπαθεί να επιτύχει στις ιδιότητες και τις πράξεις που συνιστούν την υπεροχή του ατόμου. Ο Αχιλλέας είναι ο «πρώτος των Αχαιών», είναι πάνω απ’ όλους διότι υπερέχει σ’ αυτές τις αρετές· κι αυτές οι αρετές είναι ακριβώς εκείνες που ο πατέρας του εννοούσε όταν του ζητούσε να «ξεπερνά τους άλλους». Η αυτοάμυνα απαιτεί επίσης ευφυΐα για την κατάστρωση σχεδίων, καθώς και δεξιότητα να πείθει τους άλλους να συνεργαστούν για την επίτευξή τους. Αυτές όμως οι αρετές παραμένουν δευτερεύουσες σε σχέση προς τις αρετές του πολεμιστή.
 
Οι στόχοι του ήρωα διασαφηνίζουν ακόμη περισσότερο το χαρακτήρα του. Ο Αχιλλέας και ο Αγαμέμνων φιλονικούν, στο επεισόδιο που ξεκινάει την κεντρική δράση της Ιλιάδας, διότι c Αγαμέμνων παίρνει τη Βρισηίδα, που είναι λάφυρο του Αχιλλέα, κι έτσι αψηφά την τιμή του Αχιλλέα. Η τιμή, σύμφωνο με τον Όμηρο, περιλαμβάνει, πρωτίστως, την καλή γνώμη των άλλων και δευτερευόντως τις υλικές και κοινωνικές «τιμές», οι οποίες είναι ταυτόχρονα αιτίες και συνέπειες αυτής της καλής γνώμης. Ο ήρωας είναι ατομικιστής, στο βαθμό που ενδιαφέρεται κυρίως για τη δική του επιτυχία και φήμη· πρωταρχικός του στόχος δεν είναι κάποια συλλογική επιδίωξη που περιλαμβάνει το καλό των άλλων ή ολόκληρης της κοινωνίας. Από την άλλη, είναι επίσης στραμμένος προς τους άλλους, στο βαθμό που οφείλει να ανταποκρίνεται στην καλή γνώμη που έχουν εκείνοι που κατέχουν τα αγαθά στα οποία σκοπεύει. Επιπλέον, όπως σημειώνει ο Αριστοτέλης, ο ήρωας οφείλει να σέβεται και όχι μόνο να κατευθύνει την γνώμη τους, εφόσον αυτή καθορίζει τις αξίες που κάνουν τους στόχους του άξιους λόγου[9].
 
Εαυτός και άλλοι
 
Στην εποχή μας, η ομηρική αντίληψη περί του αγαθού ανθρώπου προκαλεί μάλλον έκπληξη. Όταν θεωρούμε ότι ένας άνθρωπος είναι καλύτερος από κάποιον άλλον ή όταν θέλουμε να γίνουμε καλύτεροι απ’ ό, τι είμαστε, οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε κατά νου τις ομηρικές αρετές. Σκεφτόμαστε συχνά ότι ο αγαθός άνθρωπος είναι αυτός που φέρεται καλά στους άλλους. Στην ομηρική ηθική, ομοίως, ο ήρωας αναμένεται να δείχνει κάποιο ενδιαφέρουν για τα συμφέροντα των άλλων η φύση όμως και τα όρια αυτού του ενδιαφέροντος διαφέραν από τα σημερινά.
 
Σίγουρα ο ήρωας δεν αδιαφορεί για τους άλλους. Ένα μεγάλο μέρος δράσης στην Ιλιάδα είναι πράγματι αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος που δείχνουν κάποιοι για τα συμφέροντα των άλλων. Η Θέτις ενδιαφέρεται για το γιο της Αχιλλέα. Ο Έκτορας για τη γυναίκα του Ανδρομάχη και το γιο του Αστυάνακτα, ενώ ο Αχιλλέας για το φίλο του Πάτροκλο. Εξάλλου, το ενδιαφέρον στο ομηρικό έργο δεν περιορίζεται στα άτομα. Ορισμένες φορές οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για την ευημερία της ομάδας στην οποία ανήκουν και στο πλαίσιο της οποίας συνεργάζονται για την επίτευξη κάποιου κοινού στόχου. Για τους Έλληνες αρχηγούς, η ομάδα αυτή είναι το ελληνικό στράτευμα. Η συλλογική άποψη του στρατεύματος είναι ότι ο Αχιλλέας και ο Αγαμέμνων είναι εξίσου ένοχοι, διότι παραμέλησαν την ευημερία του στρατεύματος για χάρη της προσωπικής τους φιλονικίας γύρω από την ατομική τους τιμή. Παρομοίως, ο Οδυσσέας προσφεύγει στο κοινό συμφέρον της ομάδας κατά την προσπάθειά του να πείσει τον Αχιλλέα να εγκαταλείψει την φιλονικία. Για τους Τρώες το κοινό καλό είναι το καλό της πόλης τους. Ο Έκτορας τους παροτρύνει να ενδιαφέρονται γι’ αυτή και ο ίδιος δείχνει καθαρά αυτό το ενδιαφέρον.[10]
 
Ένας ήρωας απαράμιλλης δύναμης και ισχύος διαθέτει υφισταμένους που εξαρτώνται από αυτόν και περιμένουν να τους υπερασπιστεί: περιμένουν τη βοήθειά του ως φυσιολογικό και νόμιμο επακόλουθο. Ένας καλός βασιλιάς, όπως ο Οδυσσέας, ενδιαφέρεται για την ευημερία του λαού του· ένας καλός σύζυγος, όπως ο Έκτορας, ενδιαφέρεται για το καλό της γυναίκας του. Ο Αχιλλέας κάνει ό, τι αναμένεται από έναν ήρωα και δείχνει ενδιαφέρον για το φίλο και προστατευόμενό του Πάτροκλο.
 
Πέρα από αυτές τις συγκεκριμένες προσδοκίες ορισμένων ανθρώπων προς τον ήρωα, ο λαός γενικά περιμένει από αυτόν να εμφορείται από κοινά ανθρώπινα συναισθήματα. Ο Πάτροκλος κατηγορεί τον Αχιλλέα για την αδιαφορία του απέναντι στα δεινά των Ελλήνων, όχι μόνο επειδή είναι μέλος της εκστρατείας, αλλά και επειδή το στράτευμα υποφέρει εξαιτίας των πράξεών του. Ο Αχιλλέας επιδεικνύει την ίδια σκληρή αδιαφορία όταν σκοτώνει το Λυκάονα και όταν ατιμάζει το πτώμα του Έκτορα. Ξεπερνάει όμως εν τέλει αυτή τη συμπεριφορά όταν συναντά τον Πρίαμο: σκεφτόμενος τον πατέρα του, καταλαβαίνει τα συναισθήματα του Πριάμου και συγκινείται. Ένα μέρος της εθιμικής πρακτικής της ικεσίας εξαρτάται από αυτά τα αισθήματα συμπάθειας που ο ήρωας τρέφει γι’ αυτούς που έχουν ανάγκη βοήθειας. Όποιος δεν έχει τέτοια συναισθήματα για άλλους ανθρώπους, όπως ο Κύκλωπας, συμπεριφέρεται μάλλον σαν άγριο ζώο παρά σαν άνθρωπος - ακόμη όμως και ο Κύκλωπας έχει ανάλογα συναισθήματα για το κοπάδι του[11].
 
Τα συμφέροντα των άλλων, λοιπόν, είναι σημαντικά για τον ήρωα, ο οποίος επικρίνεται όταν παρουσιάζεται τόσο αδιάφορος απέναντί τους όσο ο Αχιλλέας. Η στάση του όμως απέναντι σ’ αυτά τα συμφέροντα δεν αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο της καλοσύνης του. Ο Αχιλλέας δε χάνει κανένα από τα ηρωικά χαρακτηριστικά του εξαιτίας της εγωιστικής του αδιαφορίας για τους άλλους, αλλά αντίθετα παραμένει ο πρώτος των Αχαιών και κανείς δε φτάνει μέχρι το σημείο να θεωρήσει ότι αυτή η εγωιστική του αδιαφορία θα βλάψει τη φήμη του. Από την άλλη, αν είχε αιχμαλωτιστεί από πειρατές και είχε πουληθεί ως σκλάβος, θα είχε χάσει τη μισή αρετή του. Η κριτική έναντι αυτής του της αδιαφορίας παραμένει μάλλον ήπια, διότι η εγωιστική αδιαφορία είναι ήσσονος σημασίας μπροστά στα κεντρικά στοιχεία της καλοσύνης ενός ανθρώπου.
 
Προτεραιότητες
 
Στην Ιλιάδα γίνεται εμφανές από διαφορετικές πλευρές το γεγονός ότι τα συμφέροντα των άλλων είναι δευτερεύουσας σημασίας. Πρώτον, κάποιες από τις έγνοιες του ήρωα που αφορούν τους άλλους είναι καθαρά εργαλειακές για τους ιδιαίτερους στόχους του. Η επιτυχία ενός πολεμιστή εξαρτάται συχνά από τη συνεργασία του με άλλους πολεμιστές στο πεδίο της μάχης. Η δύναμη και η ισχύς ενός ήρωα καταδεικνύεται αποτελεσματικά όταν μπορεί να υπερασπιστεί τους προστατευόμενούς του όσο και τον εαυτό του. Εφόσον η έγνοια του για τους άλλους είναι καθαρά εργαλειακή για την διατήρηση της δικής του τιμής, ο ήρωας δεν έχει λόγο να ενδιαφέρεται για τα συμφέροντα των άλλων αν συγκρούονται με τις απαιτήσεις της τιμής του.
 
Παρόλα ταύτα, φαίνεται πως δεν είναι όλες οι έγνοιες του ήρωα που αφορούν τους άλλους εντελώς εργαλειακές. Μπορούμε, δηλαδή, με ευκολία να δούμε με ποιο τρόπο η συνεργασία με τους συμπολεμιστές και η υπεράσπιση των προστατευόμενων του ήρωα προωθούν τους προσωπικούς του στόχους. Δεν είναι, όμως, τόσο εύκολο να εξηγήσουμε ή να αιτιολογήσουμε τις στάσεις που στηρίζονται στα κοινά ανθρώπινα συναισθήματα απλώς και μόνο βάσει της εργαλειακής τους αξίας. Ακόμη όμως και αν δεν είναι εντελώς εργαλειακές, είναι εντούτοις αυστηρά δευτερεύουσες. Είναι αναμενόμενο ο ήρωας να παρουσιάζει έγνοιες που αφορούν τους άλλους, αλλά ποτέ δεν πρέπει να θυσιάζει τη δύναμη ή τη θέση του για εκείνους. Κανείς, επομένως, δεν κατακρίνει τον Αχιλλέα για την αρχική του απόσυρση από τη μάχη· πράγματι, οι περισσότεροι από τους ηγέτες των Ελλήνων θεωρούν ότι θα πρέπει να του προσφέρουν ικανοποίηση. Ο Αχιλλέας κατακρίνεται σίγουρα για την άρνησή του να δεχτεί την προσφορά που του κάνουν οι αντιπρόσωποι των Ελλήνων αρχηγών (στη ραψωδία I)· κανείς όμως δεν υποστηρίζει ότι είναι λιγότερο καλός ή ότι αξίζει λιγότερο την τιμή που είχε πριν από το περιστατικό. Όταν επιστρέφει στη μάχη, δεν είναι επειδή ενδιαφέρεται για τους υπόλοιπους Έλληνες, αλλά επειδή σκοτώθηκε ο Πάτροκλος. Και μάλιστα, δεν ενδιαφέρεται καν για τον ίδιο τον Πάτροκλο που σκοτώθηκε, αλλά αντίθετα μετανιώνει για το γεγονός ότι φάνηκε αδύναμος αποτυγχάνοντας να υπερασπιστεί τον ίδιο του τον προστατευόμενο.
 
Ο Έκτορας είναι ο ομηρικός ήρωας που ενδιαφέρεται περισσότερο για τα αιτήματα των άλλων, κυρίως για τα αιτήματα της οικογένειας και της πόλης του- μολαταύτα, τα πρωταρχικά του κίνητρα είναι απολύτως ίδια μ’ εκείνα του Αχιλλέα. Σε δύο περιπτώσεις ο Έκτορας επιλέγει να αποφύγει τη ντροπή και την ατίμωση του εαυτού του, ακόμη και αν οι πρά­ξεις του βλάπτουν την οικογένειά του ή την πόλη του. Παραδέχεται ότι η Τροία θα ωφεληθεί αν υποχωρήσει, αλλά θεωρεί δεδομένο - και κανείς δεν του φέρνει αντίρρηση - ότι η τιμή και η αιδώς απαιτούν από αυτόν να μείνει στη θέση του, να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα και να πεθάνει. Όταν πρέπει να λάβει τις πιο κρίσιμες αποφάσεις, ο Έκτορας φαίνεται ότι εμφορείται από τα πρωταρχικά ομηρικά κίνητρα και αρετές[12]. Με δυσκολία θα λέγαμε ίσως ότι είναι εγωιστής, αν σκεφτόμαστε ότι οι εγωιστές προσπαθούν να προστατέψουν τον εαυτό τους σε βάρος των άλλων παρόλα αυτά είναι εντυπωσιακά αδιάφορος για τα συμφέροντα των άλλων.
 
Για τον ομηρικό ήρωα, λοιπόν, τα συμφέροντα των άλλων είναι συγνά σημαντικά, αλλά πάντοτε αυστηρά δευτερεύοντα. Έχουν πολύ μικρότερη βαρύτητα από τις πρωταρχικές αρετές οι οποίες είναι οι μόνες που καθορίζουν την αγαθότητα ή την αχρειότητα ενός ανθρώπου (και σε καμία περίπτωση το ενδιαφέρον του για τους άλλους δε συγκαταλέγεται σ’ αυτές).
 
Προβλήματα της ομηρικής ηθικής
 
Η ομηρική σκοπιά δημιουργεί συγκρούσεις σε όσους την αποδέχονται. Κάποιες από αυτές προκύπτουν για το ίδιο το άτομο. Είναι υποχρεωμένο να προσαρμόζει την αντίληψη που έχει γιο τους στόχους και τα συμφέροντά του στις απαιτήσεις εκείνων που τον τιμούν ή τον ατιμάζουν. Η σύγκρουση αυτή ενδέχεται να μην προκύψει αν οι στόχοι του γίνονται αποδεκτοί και από άλλους. Οι διαφορετικοί, όμως, στόχοι που έχουν διαφορετικοί άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν σύγκρουση ανάμεσα στους στόχους ενός ατόμου και στις πράξεις που επιδοκιμάζουν οι άλλοι. Σε μια τέτοια σύγκρουση το άτομο δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι ακολουθεί τις προσωπικές του αξίες ενάντια στις προσδοκίες των άλλων διότι οι αξίες του δίνουν τη μέγιστη σημασία στις προσδοκίες των άλλων και έτσι αν δεν κατάφερνε να καθοδηγείται από τις απόψεις των άλλων, παραβιάζει τι ίδιες του τις αξίες.
 
Μια τέτοια σύγκρουση ανάμεσα στην υπεροψία και την υποταγή στις απαιτήσεις των άλλων φαίνεται καθαρά στο παράδειγμα του Αχιλλέα. Φιλονικεί για την τιμή του με τον Αγαμέμνονα, ο οποίος κερδίζει τον πρώτο γύρο παίρνοντας τη Βρισηίδα. Ο Αχιλλέας όμως θα μπορούσε να κερδίσει το δεύτερο γύρο αν είχε αποδεχτεί την προσφορά του Αγαμέμνονα για επανόρθωση. Σ' αυτό το σημείο, ο Αχιλλέας μοιάζει να ελευθερώνεται από τη συνηθισμένη εξάρτηση του ομηρικού ήρωα από τις γνώμες των άλλων. Υποστηρίζει ότι προτιμά την προοπτική μιας άσημης ζωής χωρίς τιμή, αφού η τελευταία είναι ασταθής και προσωρινή, και σε κάθε περίπτωση δεν έχει και μεγάλη σημασία για κάποιον που έχει πεθάνει. Τελικά, όμως, καταφαίνεται ότι ο Αχιλλέας δεν είναι όσο ανεξάρτητος και αυτόβουλος όσο υποστηρίζει. Η ντροπή του για την ατίμωση που δέχεται από το θάνατο του Πάτροκλου, τον αναγκάζει να γυρίσει στη μάχη, μολονότι γνωρίζει ότι αυτή του η πράξη θα τον οδηγήσει στο θάνατο[13].
 
Η ομηρική ηθική δημιουργεί τέτοιου είδους συγκρούσεις στο άτομο, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί και συγκρούσεις μέσα στην κοινωνία. Κι αυτό, διότι δίνει στον καθένα έναν λόγο για να πράξει με τρόπο επιβλαβή για ολόκληρη την κοινωνία. Εφόσον κάθε ήρωας επιθυμεί την δική του τιμή και βλέπει μια εύλογη ευκαιρία να την κατακτήσει, ανταγωνιζόμενος τους άλλους, είναι απρόθυμος ν’ αφήσει κατά μέρους τον ανταγωνισμό· όταν όμως όλοι ανέχονται αυτό το σύστημα, μπορεί να αποβεί κακό για όλους.
 
Αν η ηρωική ηθικότητα αποδεικνύεται βλαβερή ακόμη και για τους ίδιους τους ήρωες, οι οποίοι έχουν να κερδίσουν και τα περισσότερα από αυτή, τότε είναι ακόμη χειρότερη για τους κατώτερους τους. Οι τελευταίοι μπορούν να περιμένουν προστασία από τον ήρωα, μέσα στα όρια που επιβάλλει η προσπάθεια του ήρωα να κατακτήσει την τιμή του- όμως τα όρια αυτά καθιστούν τον ήρωα έναν μάλλον αναξιόπιστο προστάτη. Αν είμαι ένας ήρωας που δικάζει μια νομική υπόθεση που αφορά ένα φτωχό προστατευόμενό μου κι έναν πλούσιο άνδρα της δικής μου θέσης και τιμής, μάλλον δε θα βρω κανένα νόημα στο να αποφανθώ υπέρ του πρώτου, στην περίπτωση που μια συμμαχία με τον πλούσιο θα ωφελήσει περισσότερο την τιμή μου και τη θέση μου στην κοινωνία. Θα είμαι λοιπόν αναξιόπιστος προστάτης, όπως ακριβώς ήταν ο Αχιλλέας για τον Πάτροκλο και ο Έκτορας για την οικογένεια του και την κοινότητα- διότι δεν είναι δύσκολο να σκεφτούμε περιστάσεις στις οποίες το καθήκοντα του προστάτη πρέπει να υποσκελιστούν από τις ανώτερες απαιτήσεις της τιμής. Η υπερηφάνεια και η αυτοεκτίμηση του ήρωα απαιτούν την επιδίωξη των ηρωικών αρετών, ενώ από την άλλη του προκαλούν ντροπή όταν αποτυγχάνει να τις κατακτήσει.
 
Ο Όμηρος δεν παρουσιάζει αυτές τις επιπτώσεις της ομηρικής ηθικής στην Ιλιάδα. Αντίθετα, μπορούμε να τις δούμε στη συμπεριφορά των μνηστήρων της Πηνελόπης, στην Οδύσσεια Η εγωιστική και παρασιτική συμπεριφορά τους είναι βλαβερή για όλη την κοινότητα, όμως, από άλλη άποψη, είναι εξόχως ηρωική, εφόσον υπόσχεται σημαντικές ανταμοιβές τιμής κα κοινωνικής θέσης για τον τυχερό που θα παντρευτεί τη> Πηνελόπη. Ο Ησίοδος, σύγχρονος του Ομήρου, αποκαλύπτει τις αντικοινωνικές πλευρές της ομηρικής ηθικότητας. Όπως και ο Όμηρος, ο Ησίοδος αναγνωρίζει μια ηρωική εποχή στο παρελθόν. Στην εποχή του, όμως, βλέπει «φιλάργυρους βασιλιάδες» που κλέβουν νομίμως τους φτωχούς. Η απόσταση ανάμεσα στους ομηρικούς ήρωες και τους «φιλάργυρους βασιλιάδες» του Ησιόδου δεν είναι μεγάλη· ακόμη και αν ο Όμηρος δεν υπερασπίζεται τη διεφθαρμένη συμπεριφορά που κατακρίνει ο Ησίοδος, εντούτοις η δική του ηθική σκοπιά φαίνεται να την δικαιολογεί[14].
 
Σε γενικές γραμμές, ο Όμηρος αγνοεί τις επιπτώσεις που έχει η ομηρική ηθικότητα στις μη-ηρωικές τάξεις, οι οποίες είναι τα θύματά της. Ασχολείται μαζί τους μόνο σε ένα επεισόδιο της Ιλιάδας. Ο Θερσίτης - ένας απερίσκεπτος, άσχημος και θορυβώδης δημαγωγός, που ανταποκρίνεται στις προκαταλήψεις κάποιων για τους συνδικαλιστές ηγέτες - παρουσιάζει ένα καλό επιχείρημα ενάντια στους βασιλιάδες και την σκοπιά τους, καταγγέλλοντάς τους ως εγωιστικά παράσιτα που κατασπαταλούν τον πλούτο της κοινότητας. Ο ικανός ρήτορας Οδυσσέας αναλαμβάνει να του απαντήσει, όμως αυτή τη φορά δε στηρίζεται στις ρητορικές του δεξιότητες, αλλά στην βίαιη καταστολή. Ο Όμηρος δεν είναι βέβαια ο τελευταί­ος συντηρητικός που αποδέχεται αυτόν τον τρόπο αντιμετώπισης ανατρεπτικών επιχειρημάτων που ξεστομίζουν αγενείς άνθρωποι που δε γνωρίζουν τη θέση τους. Ούτε είναι και ο τελευταίος που αναπαριστά τις κατώτερες τάξεις να συμφωνούν μ’ αυτήν την μεταχείριση εκείνων που παραπονιούνται για τους ανώτερούς τους.
 
Προς υπεράσπιση της ομηρικής ηθικότητας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, παρά τις άσχημες επιπτώσεις που έχει για κάποιους ανθρώπους, είναι γενικά καλύτερη για μια ασταθή κοινωνία, εκτεθειμένη σε εξωτερικές επιθέσεις· ως πολεμιστής και προστάτης, ο ομηρικός ήρωας φαίνεται ότι προσφέρει υπηρεσία στην κοινότητά του. Όμως αυτή είναι μια αδύναμη υπεράσπιση· η αδυναμία της εκθέτει το γενικότερο λάθος να εξηγούνται και να υπερασπίζονται οι κοινωνικοί θεσμοί στη βάση της θετικής λειτουργίας τους μέσα στην κοινωνία. Ακόμη και αν είναι αναγκαίο να τους υπερασπιστούμε, γιατί θα πρέπει ο ομηρικός ήρωας να είναι το μόνο (ή το προτιμότερο) μέσο υπεράσπισης; Και εξάλλου, θα ήταν οι υπηρεσίες του τόσο αναγκαίες αν δεν ήμασταν τόσο αφοσιωμένοι σε φιλονικίες και πολέμους; Οι ίδιες οι αξίες του ήρωα δημιουργούν τις κοινωνικές συνθήκες, για τις οποίες αυτές οι αξίες μοιάζουν ιδανικές[15].
 
Θεοί και κόσμος
 
Στα Ομηρικά έπη σπάνια αναφέρονται οι πιο εντυπωσιακές πλευρές των μύθων της Δυτικής Ασίας - και της Ελλάδας - της εποχής. Στους μύθους αυτούς, οι θεοί αντιστοιχούν πολύ στενά στις φυσικές δυνάμεις και ορισμένες φορές ταυτίζονται με αυτές· οι θεοί είναι μισοί άνθρωποι και μισοί ζώα (συχνά μάλιστα τερατώδεις) και εξευμενίζονται με θυσίες και μαγικά. Στον Ησίοδο μπορούμε να δούμε πτυχές αυτής της άποψης (αν και σε πολύ εκλεπτυσμένη μορφή), αλλά στον Όμηρο η παρουσία της είναι ελάχιστη. Ακόμη και οι γίγαντες, οι μάγισσες και τα άλλα όντα των μύθων και των παραμυθιών είναι, στην Οδύσσεια, μάλλον ανθρώπινα και οικεία[16].
 
Ο Όμηρος παρουσιάζει τους θεούς ανθρώπινους επειδή θέλει να τους καταστήσει κατανοητούς και έτσι να κάνει και τα γεγονότα κατανοητά. Αν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα τέρας που είναι μισός άνθρωπος και μισό ζώο, δύσκολα θα ξέρουμε τι να περιμένουμε από αυτό ή πώς θα αντιδράσει σε διαφορετικές συμπεριφορές μας. Οι άνθρωποι είναι, σε γενικές γραμμές, πιο κατανοητοί. Αν γνωρίζουμε ότι κάποιος είναι γενναίος, ζηλωτής της τιμής, αφοσιωμένος στην οικογένειά του και ούτω καθεξής, περιμένουμε ότι, υπό φυσιολογικές συνθήκες, η συμπεριφορά του θα είναι λίγο ή πολύ αντίστοιχη προς αυτές τις ιδιότητες σ’ αυτήν την κατάσταση. Έλλογοι δρώντες που διαθέτουν σχετικά σταθερούς στόχους είναι προβλέψιμοι και αξιόπιστοι.
 
Κάπως έτσι συλλαμβάνει ο Όμηρος τους θεούς. Δεν είναι μηχανισμοί που μπορούμε να τους χειριστούμε με μαγικά ή με θυσίες. Μολονότι ενδιαφέρονται για θυσίες, δεν μπορούμε να τους ελέγξουμε μηχανικά ή αυστηρά με αυτές. Όταν σκοπός της Αθηνάς είναι σταθερά η καταστροφή της Τροίας, αυτό δε σημαίνει ότι επηρεάζεται από τις θυσίες, όπως θα γινόταν αν οι θυσίες είχαν κάποια αυτόματη και μηχανική επίπτωση πάνω της. Ο Δίας αποφασίζει ποιες από τις προσευχές του Αχιλλέα θα ικανοποιήσει. Η Ήρα, η Αφροδίτη, ο Ποσειδώνας και η Αθηνά, όπως εμφανίζονται και στα δύο έπη, έχουν σταθερούς και κατανοητούς σκοπούς. Οι φυσικές δυνάμεις, επομένως, δεν εμφανίζονται τυχαία, αλλά είναι αποτέλεσμα των συγκροτημένων σκοπών και προθέσεων των θεών. Αναζητώντας κανονικότητα, νόμους και τάξη στις φυσικές διαδικασίες, ο Όμηρος ξεκινάει μια αναζήτηση που κυριαρχεί στην ε λληνική - και oyi μόνο - φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη[17].
 
Ωστόσο, είναι εξίσου σημαντικό να παρατηρήσουμε τα όρια της τάξης και της κανονικότητας στην ομηρική σύλληψη του κόσμου. Παρόλο που οι θεοί είναι αρκετά σταθεροί στις επιδιώξεις τους, εντούτοις είναι εξίσου ευμετάβλητοι και άστατοι με τους ήρωες και μάλιστα για τους ίδιους λόγους. Επιπλέον, c έλεγχός τους επί της φυσικής τάξης δεν είναι πλήρης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο Όμηρος φλερτάρει με την ιδέα να ταυτίσει τους θεούς με τις φυσικές δυνάμεις που (κατά τη συνήθη άποψή του) έχουν υπό τον έλεγχό τους. Ποτέ όμως δεν υπαινίσσεται ότι κάθε σεισμός ή κάθε καταιγίδα, για παράδειγμα, αντανακλούν κάποια σταθερή και εύληπτη μακροπρόθεσμη επιδίωξη το Ποσειδώνα, ο οποίος ενίοτε λέγεται ότι είναι υπεύθυνος γι’ αυτές. Ο εβραίος προφήτης Άμως βλέπει το χέρι του θεού σε κάθε φυσική καταστροφή: «Αν η καταστροφή πλήξει μια πόλη, δε ήταν έργο του Κυρίου;». Όμως ο Όμηρος δεν προχωράει σε μι τόσο γενική παραδοχή. Στο ομηρικό σύμπαν, κάποια πράγματι συμβαίνουν κατά τύχη, νωρίς ιδιαίτερο λόγο[18].
 
Θεοί και ηθικά ιδανικά
 
Για όποιον αποδέχεται την ομηρική ηθική, οι θεοί αποτελούν ένα ορισμένο και ελκυστικό ιδανικό. Είναι μάλιστα τόσο ελκυστικό που ο άνθρωπος δεν μπορεί να το κατακτήσει παρά μόνο αν είναι αρκετά τυχερός για να γίνει και ο ίδιος θεός, όπως ο Ηρακλής. Μπορεί, όμως, να το αναγνωρίσει ως ιδανικό και στοχεύσει σε αυτό με όλες του τις δυνάμεις[19].
 
Οι θεοί διαθέτουν αναγνωρισμένη τιμή και υπόληψη και η κατοχή αυτών είναι εξασφαλισμένη· και παρόλο που απογοητεύονται κάποιες φορές, ο χαρακτήρας της ζωής τους δεν επηρεάζεται. Οι θεοί που οργίζονται συνήθως λαμβάνουν ικανοποίηση και κανείς θεός στην ομηρική αφήγηση δεν είναι τόσο αποθαρρυμένος και ανικανοποίητος που να βρίσκει τη ζωή του γενικά δυστυχισμένη. Συχνά γιορτάζουν και γελούν και σε γενικές γραμμές απολαμβάνουν την αθάνατη ζωή τους. Γι’ αυτό συχνά ονομάζονται «ευδαίμονες» ή «μακάριοι»[20].
 
Για τους ανθρώπους, αυτή η θεϊκή ύπαρξη, η βυθισμένη στην επιτυχία και την απόλαυση, σε συνδυασμό με την ασφαλή κατοχή της τιμής και της δύναμης, είναι το ιδανικό που πρέπει να κατακτηθεί. Ο ήρωας που το επιδιώκει στοχεύει στην προσωπική τιμή και δύναμη, αλλά ανακαλύπτει ότι αυτές είναι επισφαλείς και σε κάθε περίπτωση πρόσκαιρες. Ο Αχιλλέας φαίνεται για λίγο ότι προτιμά την ασφάλεια της θεϊκής ζωής, μολονότι πρέπει να θυσιάσει τιμή και ισχύ για να την αποκτήσει· εν τέλει, όμως, επιλέγει τα άλλα στοιχεία της θεϊκής ζωής σε βάρος της ασφάλειας και ο Όμηρος δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ότι αυτή αναγνωρίζεται ως η σωστή επιλογή για τον ήρωα[21].
 
Όπως και οι άλλες πλευρές της ομηρικής ηθικής, έτσι και το ιδανικό της θεϊκής ευδαιμονίας επιβάλλει μια σύγκρουση στο άτομο. Πρέπει να θυσιάσει την ασφάλειά του για την ριψοκίνδυνη επιδίωξη μιας αβέβαιης τιμής, ή πρέπει να διαλέξει την ασφάλεια με την βεβαιότητα ότι θα αποτύχει στους άλλους, ακόμη πιο σημαντικούς σκοπούς του. Όταν αντιμετωπίζουμε μια τέτοια σύγκρουση στους στόχους μας, είναι εύλογο να αναρωτηθούμε αν κάναμε καλά που επιδιώκαμε όλους αυτούς τους στόχους ταυτόχρονα. Μπροστά σ’ αυτήν τη σύγκρουση, δεν έμειναν όλοι οι Έλληνες ικανοποιημένοι από το ιδανικό που προσφέρουν οι ομηρικοί θεοί.
 
Δίας και κοσμική τάξη
 
Ο Δίας κατέχει ιδιαίτερη θέση μεταξύ των ομηρικών θεών και εντός της ομηρικής αντίληψης για το σύμπαν, αντανακλώντας κάποιες αντιθέσεις και δυνάμει συγκρούσεις που ποτέ δεν έγιναν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στα ομηρικά έπη.
 
Μ’ έναν τρόπο πρόκειται απλώς για έναν θεό ανάμεσα σε πολλούς, αν και είναι ο πιο ισχυρός απ’ όλους. Μοιράστηκε την εξουσία με τον Ποσειδώνα και τον Άδη, τους άλλους γιους του Κρόνου, μετά την βίαιη ανατροπή του πατέρα τους (οι ωμές λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας βρίσκονται στον Ησίοδο και όχι στον Όμηρο). Οι άλλοι θεοί τον αποπαίρνουν και τον καλοπιάνουν, ενώ η σύζυγός του Ήρα τον αποπλανά για μια ολόκληρη ραψωδία (Ξ). Φαίνεται ότι μόνο από τύχη ο Δίας αναλαμβάνει τα ηνία ξανά προτού είναι πολύ αργά και ναυαγήσουν τα σχέδια του.
 
Όμως αυτή δεν είναι όλη η αλήθεια για το Δία. Είναι δυνατότερος απ’ όλους τους άλλους θεούς μαζί. Η θέλησή του πραγματοποιείται στον Τρωικό Πόλεμο με την καταστροφή της Τροίας. Ο Όμηρος επιμένει σε αυτό στην αρχή του έπους και αναφέρεται, αν και όχι συχνά ούτε καταφανώς, στη βούληση του Δία στις εναλλαγές που ακολουθούν. Η αρχή της Οδύσσειας υπαινίσσεται ότι η κυριαρχία του Δία εξαρτάται από τη συναίνεση των άλλων θεών, όμως παρόλα αυτά πραγματοποιείται το δικό του σχέδιο[22].
 
Κι όμως, δεν είναι πάντα ξεκάθαρο ότι η βούληση του Δία πραγματοποιείται. Συνδέεται μάλλον συγκεχυμένα με τις Μοίρες ( «μέρη» ή «μερίδια»). Η μοίρα ή το μερίδιο ενός ανθρώπου καθορίζει τη στιγμή του θανάτου του- και όταν μάχονται δυο ήρωες, ο Δίας ζυγίζει τις μοίρες τους για να δει. ποιος από τους δυο θα πεθάνει. Ορισμένες φορές, ο Δίας αναρωτιέται αν πρέπει να σώσει κάποιον ήρωα από τη μοίρα του- όμως ποτέ δεν παραβαίνει πραγματικά τις μοίρες. Δεν είναι αναγκασμένος να τις ακολουθεί ενάντια στην μελετημένη απόφασή του, η οποία, όμως, πάντα καταλήγει να συμπλέει με τις μοίρες[23].
 
Οι μοίρες δε συναπαρτίζουν ένα μοναδικό πεπρωμένο, μια αναγκαία τάξη πραγμάτων που καθορίζει κάθε συμβάν στο σύμπαν. Οι μοίρες του Ομήρου αντανακλούν μόνο την αόριστη πεποίθηση ότι κάποια γεγονότα, ιδιαίτερα η στιγμή του θανάτου ενός ατόμου, καθορίζονται αναπόφευκτα από προηγούμενα γεγονότα που είναι πέραν του ελέγχου μας, ίσως και πέρα από τον έλεγχο οποιουδήποτε έλλογου δρώντα, ανθρώπου ή θεού. Εφόσον η τάξη και η κανονικότητα στο ομηρικό σύμπαν χαρακτηρίζονται από μερικότητα, οι μοίρες ορίζουν μόνο κάποια από τα γεγονότα που συμβαίνουν μέσα σε αυτό[24].
   
Παρόλα ταύτα, ο Όμηρος υπαινίσσεται ότι η βούληση του Δία κυριαρχεί, πράγμα που φαίνεται περισσότερο στην Οδύσσεια παρά στην Ιλιάδα (όπου την αποδέχεται εξίσου ολοκληρωτικά). Φαίνεται επιπλέον ότι ο Δίας, εν αντιθέσει προς τους άλλους θεούς, ενδιαφέρεται για ευρύτερα ζητήματα και όχι μόνο για την προσωπική του τιμή και επιτυχία. Ενδιαφέρεται επίσης για την δικαιοσύνη στις ανθρώπινες κοινωνίες. Τελικά, τιμωρεί τους Τριοες διότι συγχωρούν τον Πάρη για το ότι παραβίασε τις αρμόζουσες σχέσεις μεταξύ οικοδεσπότη και φιλοξενούμενου. Οργίζεται για την παραβίαση της δικαιοσύνης στην οποία εύκολα ολισθαίνουν οι ομηρικοί ήρωες στον τρόπο που φέρονται στους κατώτερούς τους. Φαίνεται μάλιστα έτοιμος να ενισχύσει τις ηθικές απαιτήσεις που αφορούν τους άλλους, οι οποίες έμοιαζαν δευτερεύουσας σημασίας για την ομηρική ηθική σκοπιά[25].
 
Ο Δίας και οι μοίρες παρουσιάζουν δύο τάσεις της ομηρικής σκέψης που είναι δυνητικά αντιθετικές μεταξύ τους και αντίκεινται στην πρωταρχική ομηρική ηθική σκοπιά. Η τελευταία αναγνωρίζει ένα μερικώς κανονισμένο σύμπαν οι ομηρικοί θεοί δρουν σαν άνθρωποι και ενδιαφέρονται για κάποιο από τα πράγματα που συμβαίνουν, ενώ άλλα πράγματα συμβαίνουν χωρίς λόγο και χωρίς καθορισμένη τάξη. Ο Δίας και οι μοίρες, ωστόσο, αναφέρονται σε δύο διαφορετικά είδη τάξης. Οι μοίρες υπονοούν μια απρόσωπη, μη ηθική τάξη, ανεξάρτητη από τις επιλογές των θεών ή των ανθρώπων. Ο Δίας από την άλλη, αντιπροσωπεύει μια ηθική τάξη, η οποία περιλαμβάνει μια λογική και μια βούληση που υπερβαίνει τις κανονικές ηρωικές αξίες, αλλά συνεχίζει να ανήκει ξεκάθαρα σ’ έναν έλλογο ηθικό δρώντα. Υπό αυτούς τους τρεις όρους ο Όμηρος υποδεικνύει πιθανές γραμμές σκέψης για να υπερβεί τ« όρια της ίδιας του της οπτικής.
 
Οι βασικές δυσκολίες στον Όμηρο
 
Βλέπουμε καθαρά ότι τα ομηρικά έπη βασίζονται στο συναίσθημα και τη φαντασία. Είναι ίσως λιγότερο εμφανές το γεγονός ότι η ομηρική οπτική βασίζεται επίσης και στην κοινή λογική και την παρατήρηση· αυτό, όμως, το σημείο αξίζει να τονιστεί, αφού, κάποιες από τις πλευρές που βασίζονται ιδιαιτέρως στην κοινή λογική είναι εκείνες που οι μεταγενέστεροι Έλληνες βρήκαν ότι είναι πιο ανοικτές στην κριτική.
 
Η ομηρική ηθική απευθύνεται στην κοινή λογική διότι ο ομηρικός ήρωας σκοπεύει ρεαλιστικά σε ξεκάθαρα επιθυμητούς στόχους. Η επιτυχία, η κοινωνική θέση, η ισχύς, ο πλούτος και η τιμή είναι κατανοητοί στόχοι, για τους οποίος ο ήρωας δε χρειάζεται να απολογηθεί. Δεν τρέφει αυταπάτες για τους κινδύνους που καλείται να αντιμετωπίσει, αλλά οι κίνδυνοι της ζωής του δεν τον οδηγούν στην απελπισία. Επιδιώκει με σθένος τα συμφέροντά του και δεν παίρνει τα καθήκοντά του τόσο σοβαρά ώστε να επηρεάζουν την ικανοποίηση των δικών του συμφερόντων.
 
Οι ομηρικοί θεοί απευθύνονται επίσης στην κοινή λογική και την παρατήρηση διότι αποφεύγουν την υπερβολή και τη φαντασιοπληξία. Δεν είναι τέρατα ούτε και αφάνταστα υπεράνθρωποι. Εφόσον είναι σαν εμάς, προσφέρουν εξηγήσεις για κάποιες πλευρές του σύμπαντος υπό εύκολα κατανοητούς όρους. Ο Όμηρος, όμως, με σοφία δεν προσφεύγει στους θεούς για να εξηγήσουν πλήρως το σύμπαν ένα μέρος του παραμένει τυχαίο και ανεξέλεγκτο. Η ομηρική αντίληψη για το σύμπαν δεν περιλαμβάνει φυσικούς ή θεϊκούς νόμους που ευνοούν συγκεκριμένες προβλέψεις γύρω από το τι θα συμβεί σε συγκεκριμένες συνθήκες (αν, π.χ.,. συμβεί μια φυσική καταστροφή, κάποιος θεός τιμωρεί τους ανθρώπους)· είναι πραγματικά δύσκολο να σκεφτούμε κάποια κοσμική διαταραχή ή καταστροφή που δε θα μπορούσε να συμπεριλάβει η ομηρική θεολογία. Η πίστη στους ομηρικούς θεούς είναι από αυτήν την άποψη μάλλον εύκολη· τίποτε απ’ ό, τι συμβαίνει δε θα μπορούσε να μας παράσχει βάσιμα θεμέλια αμφισβήτησής τους.
 
Οι κριτικές που δέχτηκε ο Όμηρος επικεντρώνονται κυρίως στην παρουσία της διαταραχής και της σύγκρουσης. Η ομηρική ηθική παρέχει στον καθένα ένα συμφέρον για τη διατήρηση ενός συστήματος, οι επιπτώσεις του οποίου είναι βλαβερές για όλους. Είναι αρκούντως επιζήμια για εκείνους που επωφελούνται από το σύστημα, αφού οι επιδιώξεις κάθε ήρωα προκαλούν επιβλαβείς συγκρούσεις με άλλους ήρωες· και είναι ακόμη πιο απαιτητική, με πολύ λιγότερα ανταποδοτικά οφέλη, για τα μη-ηρωικά πρόσωπα, τα οποία δε θα κερδίσουν ποτέ στον ανταγωνισμό για την τιμή.
 
Κριτική στη βάση της ηθικής μπορεί να προκύψει από το στοχασμό επί των συγκρούσεων εντός ενός κυρίαρχου ηθικού συστήματος ή από τη συνειδητοποίηση των συγκρούσεων του με τις απαιτήσεις της ανθρώπινης κοινωνίας - και η Ομηρική ηθική είναι ανοικτή και στα δύο είδη κριτικής. Η ατομική επιδίωξη της τιμής συγκρούεται με τα νόμιμα αιτήματα των άλλων - σ’ αυτήν την περίπτωση, με τα αιτήματα των συντρόφων του Αχιλλέα και των συντρόφων του Έκτορα. Η αχαλίνωτη ηρωική ηθική τείνει να απειλήσει τις σχέσεις συνεργασίας σ’ οποιαδήποτε ανεκτή κοινωνική μορφή, εφόσον οι μη-ήρωες δεν μπορούν να εμπιστευτούν τους ήρωες και οι ήρωες δεν μπορούν να εμπιστευτούν ο ένας τον άλλον.
 
Η ομηρική ηθική προκάλεσε την κριτική σ’ αυτήν την προοπτική από τους μεταγενέστερους Έλληνες στοχαστές - μεταξύ άλλων. Αποδείχθηκε όμως και πολύ ανθεκτική και παρέμεινε σημαντική στην πράξη ακόμη και όταν αντιμετώπισε θεωρητικές επικρίσεις. Η επιβίωσή της εξηγείται από την καθαρότητά της, την κατανοησιμότητά της και την απεύθυνσή της στην κοινή λογική.
 
Η ομηρική κοσμολογία από την άλλη, δεν περιλαμβάνει λιγότερες συγκρούσεις. Η ομηρική εικόνα για τον κόσμο παρουσιάζει μια πληθώρα πραγματικών ή δυνητικών συγκρουσιακών δυνάμεων και οι διαφορετικές δυνάμεις εμπεριέχουν αντικρουόμενες προσπάθειες κατανόησης του κόσμου. Η πληθώρα εξάλλου των θεών και των φυσικών δυνάμεων υποδεικνύει ότι μόνο ένα μέρος του κόσμου είναι προβλέψιμο και μόνο ένα μέρος βρίσκεται υπό λογικό έλεγχο. Η πρωτοκαθεδρία του Δία υπαινίσσεται ότι ο κόσμος βρίσκεται πλήρως υπό τον έλεγχο της λογικής. Ο ρόλος των μοιρών υπονοεί ότι υπάρχει επίσης πλήρης ντετερμινισμός, αλλά μάλλον χωρίς έλλογο έλεγχο. Για την αποκάλυψη των δυνητικών συγκρούσεων στον Όμηρο, ο κριτικός μπορεί απλώς να τονίσει κάποια από τα ερωτήματα που θέτει και ο ίδιος ο Όμηρος. Μέχρι ποιο σημείο μπορούν οι άλλοι θεοί να διαταράξουν τη βούληση του Δία ή τις μοίρες; Αν η θάλασσα αφηνόταν στην τύχη της, θα μπορούσε να διαταράξει τη βούληση των θεών ή να παραβιάσει τις μοίρες; Θα μπορούσε ο Δίας να παραβεί τις μοίρες αν το ήθελε;
 
Η έλλογη κοσμολογία ξεκινάει μ’ αυτά τα ερωτήματα γύρω από τον Όμηρο- ο τελευταίος μοιράζεται σε μεγάλο βαθμό τα ίδια ενδιαφέροντα με τους ορθολογιστές κοσμολόγους και έτσι θέτει κάποια από τα σωστά ζητήματα. Ο Όμηρος θέλει να ξεχωρίσει ένα κανονικό, προβλέψιμο μοτίβο στις λειτουργίες του σύμπαντος. Προσπαθώντας, όμως, να περιγράψει αυτό το μοτίβο αποκαλύπτει και κάποιες από τις δυσκολίες του· ο ρόλος των θεών, των μοιρών και κάποιων τυχαίων φυσικών δυνάμεων παραμένει συγκεχυμένος. Ο κριτικός αναγνώστης εύλογα θα μείνει ανικανοποίητος με την περιγραφή του Ομήρου.
 
Τα ερωτήματα αυτά αναφορικά με τον Όμηρο αποτελούν και το σημείο εκκίνησης της ελληνικής επιστημονικής και φιλοσοφικής σκέψης.
---------------------------
[2] Ξενοφάνης Β 10 [για τη μέθοδο των παραπομπών, βλ. σημ, 34, κεφάλαιο 3]. Βλ. και κεφ 3 § vii.
[3] Οι ραψωδίες της Ιλιάδας αναφέρονται με κεφαλαία γράμματα και της Οδύσσειας με πεζά.
[4] Για τον Αυγουστίνο: Εξομολογήσεις ί. 14. Για τη δημόσια απαγγελία του Ομήρου: Λυκούργος, κατά Λεωκράτους 102. Βλ. επίσης [Πλάτων], Ίππαρχος 228b, Κικέρων, De Oratore ii. 34, Πλούταρχος, Περικλής 13.11.
[5] Βλ. Πλάτων, Απολογία 29b-d, Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1116a21- b30, Λουκρήτιος, iii. 18-24 (π ρβλ. Οδ. ζ 41-4). Ο Ζήνων ο στωικός έγραψε μια εκτεταμένη υπεράσπιση της συνέπειας του Ομήρου, SVF ί. 274. Ο Χρύσιππος ο στωικός «γέμισε ένα ολόκληρο βιβλίο» με παραθέματα και διαπραγμάτευση του Ομήρου και άλλων ποιητών, SVF ίί. 907. Ο Οράτιος λέει ότι ο Όμηρος δίνει μια πιο ξεκάθαρη και καλύτερη περιγραφή από τους φιλοσόφους για το τι είναι ηθικώς αγαθό και τι χρήσιμο. Epistles i. 2. 1-4.
[6] Βλ. Ηρόδοτος ίί. 53· Ξενοφάνης Β 10-15· Ηράκλειτος Β 40, 42, 56-7, 106" Πολ. 606e-607a.
[7] Η εκτίμηση του Ηροδότου: ii. 53. Μια πιθανή αναφορά στον Όμηρο: Ομηρικός Ύμνος στον Απόλλωνα 165-72, Θουκυδίδης Γ. 104.
[8] Ήρωες: Ε 392-4, Μ 443-9, Υ 285-7. Καλοσύνη: ρ 220-3 (πρβλ. ν 45-6, σ 131-40)· Υ 240-3. Για τον όρο «αγαθός» όταν αναφέρεται στις ανώτερες τάξεις, βλ. A 80, ο 324. Για την κληρονομικότητα της αρετής, βλ. Ξ 113, Φ 106-8 (πρβλ. Η 107-14), δ 611-14, σ 275-80, φ 335. Βλ. επίσης Θεόγνης 183- 96, 315-18, 429-38, 699-718, 865-9· Πλάτων, Μένων 95e- Adkins [1960], 77.  Για τον Πάρη: Ζ 325-68, 518-29. Για διαφορετικές απόψεις γύρω από τη’ Ομηρική ηθική, βλ. Adkins [1960], κεφ. 3, Long [1970], Adkins [1971]. 
[9] Αχιλλέας: Λ 783-4. Αρετές Β 364-7, Η 107-14, Ν 235-7, Ο 641-4. Αχιλλέας: A 412. Σχεδιασμός: Σ 105-6. Ο Αριστοτέλης αναφορικά με την γνώμη των άλλων: Ηθικά Νικομάχεια 1095b22-30, 1159a22-4.
[10] Αχιλλέας: A 254-8, 1 104-13, 247-59. Έκτορας: Ζ 440-81, Μ 241-3, X 220-32. 
[11] Αχιλλέας: Π 21-35, Φ 74-113, Ω 39-54, 486-512. Ικεσία: Ω 477-9, A 488- 527, Θ 371, ι 266-71. Griffin [1980], 24 κ. εξ. Κύκλωπας: ι 172-6, 187-92, 287-95,447-55. 
[12] Αχιλλέας: Τ 203-14. Έκτορας: Ζ 4531-9, 459-63, X 99-110. 
[13] Τιμή: I 315-22, 408-16, Σ 95-126.
[14] Μνηστήρες: φ 32-35. Αντιπαράβαλλε: Adkins [1960], 39. Ησίοδος: Έργα και Ημέραι 156-69, 294. 
[15] Θερσίτης: Β 211-77. Ο ήρωας: Μ 31-28, Adkins [1960], 34-6.
[16] Για τους Ομηρικούς θεούς (και την αρχαιοελληνική θρησκεία γενικά) 
[17] Οι στόχοι των θεών: Ω 33-76, Ζ 297-311, Φ 210-52, A 8-52. 
[18] Φυσικές διαδικασίες: Φ 211-513· Άμως 3: 6· Vlastos [1975], 10-13.
[19] Κριτική των Ομηρικών θεών: κεφ. 3 § xi. Πλάτων, Πολ., 379b-387c, κεφ. 6 § xviii. Διαφορετικές πτυχές του Ηρακλή: Ω 115-19, λ 601-26, Guthrie [1950], 235-41.
[20] Θεϊκή ευδαιμονία: A 584-600, ζ 41-6.
[21] Αχιλλέας: I 412-16. 
[22] Η άνοδος του Δία στην εξουσία: Ξ 200-4, Ο 185-99, Ησίοδος, Θεογονία 453-731. Η ιοχΰςτου Δία: Θ 1-29, A 5. Η θέληση του Δία: Μ 230-43, Ν 620- 39, A 76-9.
[23] Μοίρες: Ξ 431-61, X 167-85, Π 458-61, Ψ 115-19.
[24] Μοίρα: κεφ. 9 § ν.
[25] Δικαιοσύνη: Π 384-93.

Όλη η ζωή μας ένα καρναβάλι

Κάθε έθιμο σίγουρα έχει την αξία του, καθώς περνάμε από την εμπειρία της ζωής μας. Όμως όταν αρχίσει να γίνεται συνήθεια που ακολουθούμε μηχανικά, επειδή απλά «είναι καθιερωμένη», τότε αρχίζει, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε να λειτουργεί εναντίον μας. Όχι εναντίον της εικόνας μας, της κοινωνικής μας προσωπικότητας, μα εναντίον της συνειδητότητας, που έχουμε ξεχάσει πως είμαστε.

Κάθε χρόνο τα ίδια…

Μάσκες, στολές, πάρτι, παρελάσεις, ρύπανση, ψευδαισθήσεις, όμως εμείς συνεχίζουμε. Έχουμε ο καθένας μας τη δική του λογικο-συναισθηματική δικαιολογία που ενισχύουμε τις πρόσκαιρες κοινωνικές απολαύσεις μας.

Τα παιδιά δεν τα διδάσκουμε, τα μαθαίνουμε απλά να μιμούνται, να ακολουθούν το πλήθος, όπως άλλωστε κι εμείς. Όσο κι αν πιστεύουμε πως ψαχνόμαστε, πως ωριμάζουμε, πως γνωρίζουμε. Στολές, έξοδα, προετοιμασίες, για μερικές στιγμές φτιαχτής ευτυχίας. Έπειτα, επιστρέφουν κι αυτά στη βαρεμάρα, στη ρουτίνα και στη ρηχή ζωή που περνά, περιμένοντας το αύριο. Σοκαρίστηκα τις προάλλες όταν είδα ένα βρέφος περίπου 2 μηνών, κοιμισμένο κουνελάκι! Για την ικανοποίηση των γονιών του; Για τις φωτογραφίες που μαρτυρούν την πλαστή ευτυχία των γύρω του;

Όχι, δεν είμαι εναντίον του καρναβαλιού. Άλλωστε, η αντιμαχία φέρνει τα ακριβώς ίδια αποτελέσματα. Είμαι υπέρ της συνειδητής συμμετοχής οτιδήποτε αποφασίζουμε να κάνουμε, γνωρίζοντας τον πραγματικό λόγο που δίνουμε όχι μόνο τη συναίνεση και τη συγκατάθεσή μας μα και την ενέργεια της συμμετοχής ή της μη συμμετοχής μας.

Η διαφορά της συνειδητής και μη συνειδητής επιλογής της δράσης μας ούτε συγκρίνεται ούτε έχει καμία ομοιότητα στην ενέργεια που εκπέμπει και στις συνέπειες που προκαλεί. Για να φτάσουμε όμως σε μια ειλικρινή, απόλυτα συνειδητή δράση, όποια κι αν είναι, θα πρέπει να έχουμε περάσει από πολλά στάδια αμφισβήτησης, ουσιαστικής αναθεώρησης των συνηθειών μας και του κατεστημένου, μέχρι να αρχίσουμε να συνθέτουμε τα κομμάτια μας, που οι περισσότεροι χαρίζουμε απλόχερα σε κάθε είδους εξουσία, η οποία ορίζει την πραγματικότητά μας, με τη δική μας συγκατάθεση πάντα.

Όλα επιτρέπονται και όλα έχουν να προσφέρουν. Τίποτα όμως, ό,τι κι αν είναι αυτό, δεν προσφέρει ενόσω εξακολουθούμε να πορευόμαστε ασυνείδητα στη ζωή μας, αγνοώντας όλα όσα κρύβουμε μέσα μας, φορώντας μάσκες που πλέον καν δεν αναγνωρίζουμε γιατί αντικατέστησαν τον εαυτό μας.

Το καρναβάλι, όμως και κάθε γιορτή, επέτειος, έθιμο, παραμένουν ουδέτερα και ακίνδυνα. Αυτό που τους δίνει ισχύ, χρώμα και σημασία είναι η δική μας πρόθεση, οι βαθύτερες ανάγκες μας, που φανερώνουν ποιοι πραγματικά θέλουμε και είμαστε... πέρα από τα λόγια μας, το φαίνεσθαι και τις όποιες επιφανειακές εκφράσεις μας. Στις λεπτομέρειες, στα απλά καθημερινά, σε όσα κάνουμε αμήχανα, συγκαταβατικά, βρίσκονται τα κλειδιά της ουσίας μας.

ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ

Οι ιδέες που διατύπωσε ο Παρμενίδης αποτελούν σημείο καμπής για την ελληνική φιλοσοφία. Επηρεασμένος από τη λογική, επιστημονική σκέψη του Πυθαγόρα, ο Παρμενίδης επιχειρεί να αποκαλύψει την πραγματική φύση του κόσμου χρησιμοποιώντας παραγωγική συλλογιστική. Οι έρευνές του τον κάνουν να υιοθετήσει αντίθετη άποψη από αυτή του Ηράκλειτου.

Ξεκινώντας από την υπόθεση ότι κάτι υπάρχει («είναι»), ο Παρμενίδης συμπεραίνει ότι δεν μπορεί ταυτοχρόνως να μην υπάρχει (να «μην είναι»), καθώς αυτό θα ήταν λογική αντίφαση. Άρα, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ποτέ κατάσταση ανυπαρξίας – δεν μπορεί να υπάρξει κενό. Εφόσον κάτι δεν μπορεί να προέλθει από το τίποτα, αυτό το κάτι πρέπει πάντα να υπήρχε σε κάποια μορφή. Αυτή η αιώνια μορφή δεν μπορεί να αλλάξει, επειδή κάτι που είναι αιώνιο δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε κάτι άλλο χωρίς να πάψει να είναι αιώνιο. Επομένως, η ουσιαστική αλλαγή είναι κάτι το αδύνατο.

Με αυτή τη σειρά συλλογισμών, ο Παρμενίδης συμπεραίνει πως οτιδήποτε είναι αληθινό πρέπει να είναι αιώνιο και αμετάβλητο, και να έχει μια αδιαίρετη ενότητα –«τα πάντα είναι ένα». Αλλά το σημαντικότερο για τους μεταγενέστερους φιλόσοφους ήταν πως, με αυτή τη συλλογιστική διαδικασία, ο Παρμενίδης δείχνει ότι η αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο είναι λανθασμένη και γεμάτη αντιφάσεις. Παρόλο που φαίνεται να βιώνουμε την αλλαγή, η λογική μάς λέει ότι η αλλαγή είναι κάτι το αδύνατο. Το μοναδικό ασφαλές συμπέρασμα στο οποίο μπορούμε να καταλήξουμε είναι ότι δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στη βιωματική γνώση την οποία προσλαμβάνουμε μέσω των αισθήσεών μας.

Η κατανόηση του σύμπαντος είναι μία από τις αρχαιότερες φιλοσοφικές αναζητήσεις. Κατά τον 20ο αιώνα προέκυψαν στοιχεία στην κβαντική φυσική που υποστηρίζουν τις ιδέες του Παρμενίδη – ιδέες στις οποίες κατέληξε χρησιμοποιώντας αποκλειστικά λογική σκέψη.

ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ (~ 515-445 π.Χ.)

Η έννοια της κουλτούρας

Σχετική εικόναΣτα ρωμαϊκά χρόνια ο ύπατος Κικέρων (Marcus Tullius Cicero, 106 π.Χ.-43 π.Χ.) εισήγαγε για πρώτη φορά στο λατινικό λεξιλόγιο τη λέξη cultura, από το ρήμα colere, που σημαίνει καλλιεργώ. Σημαίνει δηλαδή στην κυριολεξία καλλιέργεια και είναι το αντίστοιχο της ελληνικής λέξης παιδεία. Μετά την Αναγέννηση η έννοια της κουλτούρας παραφράστηκε ως πολιτισμός, ενώ στην ουσία η κουλτούρα είναι υποσύνολο του πολιτισμού.

Εμβαθύνοντας παρατηρούμε πως η έννοια της κουλτούρας είναι ευμετάβλητη εξαιτίας διαφόρων παραγόντων για κάθε χώρα (π.χ. θρησκεία, μόδα, παράδοση, μορφωτικό επίπεδο, πολιτικές παρεμβάσεις, στρατηγική επιβίωσης της πολιτικής κοινωνίας κ.α.). Αντίθετα η έννοια του πολιτισμού περικλείει κάθε φυσικό ή τεχνητό πολιτιστικό δημιούργημα μιας χώρας το οποίο είναι υλικό και υπαρκτό (π.χ. Παρθενώνας, Πυραμίδες, πίνακες του Πικάσο, οι καταρράχτες του Νιαγάρα κ.α.) , ορίζοντας έτσι τον πολιτισμό ως έννοια σταθερή.

Η κουλτούρα ως έννοια είναι υποσύνολο του πολιτισμού αλλά κάθε παγκόσμια αναγνωρισμένο τεχνητό πολιτιστικό δημιούργημα προήλθε από το ερέθισμα της κουλτούρας εκείνης που παρακίνησε κάποιους ανθρώπους να ενώσουν τις προσδοκίες των υπολοίπων για αυτοπραγμάτωση. Διαφορετικά μπορούμε να πούμε πως κουλτούρα είναι η ανάγκη για αυτοπραγμάτωση μιας πλειοψηφίας ανθρώπων οι οποίοι επέλεξαν ή συνένωσαν στοιχεία των φιλοσοφικών σχολών για την ευδαιμονία του συνόλου της πολιτικής κοινωνίας που έχουν δημιουργήσει.

Ο κοινωνιολόγος Ζοφρ Ντυμαζντιέ μιλά για τη «ζωντανή κουλτούρα», ορίζοντας την ως την κουλτούρα που «βλέπεται και ακούγεται στην πόλη», η οποία δεν ταυτίζεται με την ανθρωπιστική ή την συνήθη κουλτούρα.
Οι δύο εννοιολογικοί άξονες για τον ορισμό της κουλτούρας

Οι θεωρητικοί εν γένει κινήθηκαν σε δύο σημασιολογικούς άξονες για να ορίσουν την έννοια κουλτούρα. Σύμφωνα με τον πρώτο, η λέξη κουλτούρα αναφέρεται στον σύνολο των φιλοσοφικών, μουσικών, λογοτεχνικών ή καλλιτεχνικών δημιουργιών και αναφερόμαστε στην καλλιεργημένη ή σοφή ή ανθρωπιστική κουλτούρα, η οποία εντοπίζεται σε υψηλά επεξεργασμένα προϊόντα της γνώσης και της τέχνης.

Ο δεύτερος άξονας είναι αυτός που αναφέρεται στο σύνολο των πρακτικών και των γνώσεων, διανοητικών και υλικών, και είναι πιο κοντά στην προσέγγιση των ανθρωπολόγων. Σε αυτό το επίπεδο περιλαμβάνονται οι τρόποι που κάποιος αισθάνεται, σκέφτεται και πράττει (π.χ. τροφή, ενδυμασία, τρόποι συμπεριφοράς, κώδικες επικοινωνίας κ.τ.λ.).

Πώς να απαλλαγείτε από το χρόνιο θυμό και την πικρία

Πώς να απαλλαγείτε από το χρόνιο θυμό και την πικρίαΟ θυμός είναι ένα βασικό ανθρώπινο συναίσθημα το οποίο κατά καιρούς βιώνεται από όλους μας. Συνήθως θυμώνουμε όταν νομίζουμε ότι κάποιος μας πλήγωσε, μας φέρθηκε άσχημα, μας εκμεταλλεύτηκε ή αντιτάχθηκε στις απόψεις μας ή όταν αντιμετωπίζουμε εμπόδια που μας αποτρέπουν να φτάσουμε τους στόχους μας.

Όπως και όλα τα συναισθήματα, ο θυμός δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός. Γεννιόμαστε με αυτόν όπως γεννιόμαστε με τη δυνατότητα να βιώνουμε χαρά, λύπη ή φόβο. Άρα ο θυμός σαν συναίσθημα είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης μας.

Ο χρόνιος όμως, έντονος θυμός δεν προσφέρει κάτι θετικό στη ζωή μας και μάλιστα έχει βρεθεί ότι είναι εξαιρετικά ανθυγιεινός. Οι μελέτες δείχνουν ότι όχι μόνο μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην επαγγελματική και προσωπική ζωή αλλά και στην υγεία. Υψηλά επίπεδα θυμού σχετίζονται με καρδιαγγειακά προβλήματα, εγκεφαλικά και πρώιμο θάνατο.

«Εκείνος που σε θυμώνει, σε κατακτά» Elisabeth Kenny

Πώς εκφράζουμε το θυμό;

Ένας απλός διαχωρισμός της έκφραση του θυμού είναι ο παθητικός θυμός και ο επιθετικός θυμός.

Ο παθητικός θυμός μπορεί να εκδηλώνεται με:

• Μυστικότητα και επιφύλαξη. Αποφυγή οπτικής επαφής, διάδοση κακεντρεχών σχολίων, κουτσομπολιό, ανειλικρίνεια, κλοπές.

• Αυταπάρνηση. Το να είναι κανείς υπερβολικά «καλός» και εμμέσως να υπονομεύει τον εαυτό του, το να αρνείται βοήθεια από τους άλλους αλλά να νιώθει διαρκή απογοήτευση από αυτούς.

• Ψυχολογική χειραγώγηση. Χρήση ψυχολογικών εκβιασμών, ψεύτικα δάκρυα, σεξουαλικούς υπαινιγμούς, υπονόμευση προσώπων που είναι ανώτεροι ιεραρχικά.

• Ψυχαναγκαστική συμπεριφορά. Τελειομανία, επιθυμία να είναι όλα καθαρά και σε τάξη, υπερέλεγχος.

• Συναισθηματική απάθεια. Το να επιδεικνύει κανείς αδιαφορία και απάθεια, το να μην ανταποκρίνεται στο θυμό του άλλου και να προσπαθεί να δραπετεύσει από τα συναισθήματα που νιώθει μέσω εθισμών στο αλκόολ, τα ναρκωτικά, τη δουλειά ή άλλες ενασχολήσεις.

Ο επιθετικός θυμός εκδηλώνεται με

• Σκληρότητα, λόγια που πληγώνουν, έλλειψη ευαισθησίας στα συναισθήματα του άλλου.

• Κατηγορίες και σκληρή κριτική

• Προσποίηση, εγωκεντρισμό και αλαζονεία. Για παράδειγμα, το είναι κανείς σνόμπ, να δείχνει δυσπιστία στους άλλους και να μην αποδέχεται ήττες.

• Εκδικητικότητα, αδυναμία συγχώρεσης και πικρία. Δηλαδή όταν κάποιος κρατάει «κακία» και αρνείται να συγχωρέσει ή να ξεχάσει και πράττει με σκοπό να ανταποδώσει τη βλάβη στον άλλο.

• Ευερεθιστότητα, παρορμητικότητα, αναξιοπιστία, επικινδυνότητα. Για παράδειγμα, το να αντιδρά κανείς με τρόπο μη αναλογικό των γεγονότων, το να επιτίθεται άμεσα χωρίς διακρίσεις.

• Μανία, υπερκινητικότητα, νευρικότητα.Για παράδειγμα, το να μιλάει κανείς πολύ γρήγορα, να τρέχει με υπερβολική ταχύτητα, το να κάνει τα πράγματα πολύ γρήγορα.

Το να κρατάς το θυμό μέσα σου είναι σαν να αρπάζεις ένα καυτό κάρβουνο με την πρόθεση να πετάξεις σε κάποιον άλλο. Αλλά τελικά εσύ είσαι αυτός που καίγεται. Βούδας
Πώς γίνεται να απαλλαγούμε από το θυμό;

• Πρώτα απ’ όλα ανακαλύψτε, εάν δεν το γνωρίζετε ήδη, για ποιό λόγο είστε θυμωμένοι. Ποιά είναι η πραγματική αιτία πέρα απ’ όλες τις αφορμές που προκαλεί το θυμό σας; Ποιές ανάγκες σας δεν καλύπτονται; Ποιός είναι υπεύθυνος γι’ αυτό;

• Σκεφτείτε ποιές είναι οι συνέπειες του θυμού σας. Κάντε μια λίστα με τα πράγματα τα οποία θεωρείτε ότι κερδίζετε με το να παραμένετε θυμωμένοι. Ποιά από αυτά, συμβάλλουν στο να έχετε μια αίσθηση ψυχικής ισορροπίας;

• Συγχωρήστε. Η πράξη της συγχώρεσης είναι εξαιρετικά δύσκολη για όσους νιώθουν το συναίσθημα του θυμού να τους κατακλύζει. Ο θυμός συνήθως συνδυάζεται με την ανάγκη της εκδίκησης ή τουλάχιστον την ανάγκη να βρούμε το δίκιο μας, να αποδειχθούμε «σωστοί» και να αποδείξουμε στους άλλους ότι έκαναν λάθος που μας αδίκησαν. Είναι δύσκολο να νικήσουμε το εγωιστικό αυτό κομμάτι μας και να συγχωρήσουμε. Όμως, η συγχώρεση είναι στην πραγματικότητα ένα σίγουρο μονοπάτι προς την απελευθέρωση μας από το θυμό.

• Προσπαθείστε να βρείτε μια λύση για το θέμα που σας θυμώνει, όταν αυτό είναι δυνατό. Προσπαθείστε να προσεγγίσετε το συνομιλητή σας χωρίς την πρόθεση «να βγείτε από πάνω» ή να αποδείξετε πόσο δίκιο έχετε. Αποφύγετε τις κατηγορίες και την κριτική γιατί συχνά εκλαμβάνονται από τον άλλο σαν επίθεση παρατείνοντας το επικοινωνιακό πρόβλημα που μπορεί να υπάρχει.

• Δοκιμάστε να κρατήσετε ένα ημερολόγιο ευγνωμοσύνης. Κάθε βράδυ, πριν πάτε για ύπνο, σημειώστε τρία πράγματα που πήγαv καλά ή σας έκαναν να νιώσετε θετικά κατά τη διάρκεια της μέρας σας. Όσο αρνητικά κι αν μοιάζουν τα πράγματα στη ζωή καμιά φορά, πάντα θα υπάρχει κάτι για το οποίο να μπορούμε να πούμε ευχαριστώ. Πώς η ευγνωμοσύνη μπορεί να σας βοηθήσει να ξεπεράσετε το θυμό; Απλά μετακινώντας την προσοχή σας από όλα αυτά τα οποία σας ενοχλούν σε ό,τι θετικό συμβαίνει, υπενθυμίζετε στον εαυτό σας ότι δεν είστε μόνο «αδικημένοι» αλλά και δικαιωμένοι.

• Όσον αφορά την άμεση αντιμετώπιση ενός ξεσπάσματος θυμού, όταν αντιληφθείτε ότι είστε θυμωμένοι, προσπαθήστε κατ’ αρχάς να χαλαρώσετε το σώμα σας, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στους μύες εκείνους του σώματος σας που είναι πιο τεταμένοι. Δοκιμάστε να αναπνεύσετε αργά από το διάφραγμα. Χαλαρώστε και εισπνεύστε από τη μύτη γεμίζοντας με αέρα την κοιλιά σας σα μπαλόνι. Κρατήστε για λίγο την αναπνοή σας και εκπνεύστε αργά από το στόμα. Επαναλάβετε για 5-10 λεπτά. Η διαφραγματική αναπνοή έχει χαλαρωτική επίδραση στο σώμα και μπορεί να σας βοηθήσει να απαλύνετε τα σωματικά συμπτώματα του θυμού.

Η ζήλια είναι στην ουσία φόβος εγκατάλειψης

Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο απ’ το ξεκίνημα μιας ερωτικής σχέσης. Τo ζευγάρι βιώνει στιγμές ονειρεμένης ευτυχίας. Τα πάντα φαίνονται να είναι ρόδινα στην αρχή. Κυριαρχεί η επιθυμία να γνωριστείς καλύτερά με τον άνθρωπό σου, να βρεις κοινά γνωρίσματα και να μοιραστείς μια σχέση απόλυτου έρωτα και πάθους. Μέχρι εδώ όλα καλά.

Όσο περνάει ο καιρός ωστόσο, είναι σχεδόν σίγουρο πως θα υπάρξουν φορές που κάποιες προσδοκίες ίσως διαψευσθούν. Τότε, θα αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της η ζήλια.

Αν κι οι δυο έχουν χτίσει δυνατούς χαρακτήρες δε θα υπάρξει πρόβλημα αφού έχουν τον τρόπο να την κάνουν να λειτουργήσει ευεργετικά γι’ αυτούς, αποτελώντας κίνητρο ώστε να γίνουν καλύτεροι. Δε θα θεωρήσουν τους εαυτούς τους δεδομένους. Θα διεκδικήσουν ερωτικά ο ένας τον άλλον φροντίζοντας ταυτόχρονα να εξελίσσονται και να επιδιώκουν το καλύτερο δυνατό.

Αντιλαμβάνονται τη ζήλια ως ένα σημάδι για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την κάθε δυσάρεστη κατάσταση που θα παρουσιαστεί. Έχουν την κοινή πεποίθηση ότι το κάθε πρόβλημα μπορεί να λυθεί. Δύσκολα θα επιτρέψουν στη ρουτίνα να πάρει το πάνω χέρι. Μ΄αυτόν τον τρόπο θεωρούν ότι κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον της σχέσης χωρίς να πιέζουν καταστάσεις και να πιέζονται οι ίδιοι.

Τι γίνεται όμως στη περίπτωση ενός ζευγαριού όπου η γυναίκα ή ο άντρας ζηλεύει υπερβολικά; Αρχίζουν τα ζόρια. Οι ανασφάλειες δημιουργούν τους καβγάδες. Αυτός που ζηλεύει υπερβολικά έχει συνεχώς άγχος, εκνευρίζεται με το παραμικρό κι αμφισβητεί το καθετί. Φοβάται ότι γίνεται θύμα, ότι ξεγελιέται κι ακούει ψέματα. Δε στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα, πλάθει μύθους. Αρχίζει να ερμηνεύει την πραγματικότητα λανθασμένα.

«Πνίγει» τον άνθρωπό του καθώς απαιτεί να ελέγχει το κάθε βήμα του. Πολλές φορές ξεφεύγει με αποτέλεσμα να κάνει ακραία πράγματα προκειμένου να ξεσκεπάσει υποτιθέμενες ύποπτες συμπεριφορές με κινήσεις απόγνωσης. Χάνεται η εμπιστοσύνη μεταξύ τους κι η ελευθερία να ζήσουν μια ευτυχισμένη ζωή. Η σχέση γίνεται προβληματική. Ο έρωτας μεταβάλλεται σε βάσανο. Ό,τι κι αν κάνεις για να αποδείξεις την αφοσίωσή σου το παρεξηγεί. Φέρεσαι γλυκά, τρυφερά και πιστεύει ότι το κάνεις για να ρίξεις στάχτη στα μάτια. Αντιδράς με αδιαφορία τότε αμέσως το χρησιμοποιεί σαν απόδειξή μιας υποθετικής απιστίας.

Ο φόβος της εγκατάλειψης τρελαίνει το μυαλό, αδυνατεί να το διαχειριστεί. Αποσυντονίζονται κι οι δυο με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δημιουργηθεί μια σταθερή κι ουσιαστική σχέση.

Κι όμως μπορείς να ανατρέψεις μια τέτοια κατάσταση. Χρειάζεται απλά να τον πείσεις να ασχοληθεί με άλλα πράγματα που αγαπάει. Να του δείξεις πως παραμένεις εκεί, δε φεύγεις. Να φτάσει στο σημείο εκείνο που θα βρεθεί απέναντι στα συναισθήματα, στις αβεβαιότητες, στις ανησυχίες και στους φόβους. Να ξεφύγει απ’ την εμμονή να σκέφτεται συνέχεια με ποιους μπορεί να είσαι, να ελέγχει τα άτομα που κάνεις φίλους στο Facebook, πού κάνεις Like, να κοιτάει ποιοι σε καλούν στο κινητό σου ή με ποιους ανταλλάσσεις μηνύματα.

Φέρνοντάς τον λίγο στη θέση σου για να αισθανθεί πώς νιώθεις εσύ όταν σε θεωρεί ανάξιο εμπιστοσύνης, ίσως καταλάβει ότι χρειάζεστε κι οι δύο λίγη ελευθερία. Η εμπιστοσύνη κερδίζεται, δεν είναι δεδομένη. Μέσα από έναν ήρεμο διάλογο μπορείς να αναγνωρίσεις από πού προέρχονται όλες αυτές οι ανασφάλειες, πείθοντάς τον ότι δεν ταλαιπωρείσαι μόνο εσύ απ’ όλο αυτό. Να τον καθησυχάσεις δείχνοντας όσο πιο πολύ γίνεται ότι είναι το ιδανικό για σένα.

Σκέψου ότι τα κάνει αυτά ίσως επειδή φοβάται μη σε χάσει. Αν τελικά είναι αυτός ο λόγος μπορεί να διορθωθεί με υπομονή, επιμονή και καλή θέληση. Αν όχι, τότε δεν είναι καταστροφικό το ενδεχόμενο ενός χωρισμού.

Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα είμαστε μ’ έναν άνθρωπο για όλη μας τη ζωή μαζί. Αυτό κατακτιέται σε βάθος χρόνου, όσο επίπονο κι αν είναι. Η «κακή» ζήλια είναι χειρότερη ακόμα κι απ’ τη μοναξιά.

Αγαπάμε τον άνθρωπο ή τον έρωτα;

Αγαπάμε τελικά τα πρόσωπα ή μόνο τον έρωτα αγαπάμε; Αγαπάμε αυτό που μας δίνουν ή αυτό που περιμένουμε να μας δώσουν; Τη μορφή τους πόσο αγαπάμε και πόσο τη μεταμόρφωση που σχολαστικά τους επεξεργαζόμαστε;
 
Να ένας πολύ καλός προβληματισμός. Τί αγαπάμε τελικά;
Τις περισσότερες φορές αγαπάμε για αυτό που νομίζουμε πως είναι ο άλλος, για αυτό που μας δίνει, για αυτό που βλέπουμε με τα δικά μας ερωτευμένα μάτια. Σπάνια αγαπάμε αυτό που πραγματικά είναι ο άλλος. Ίσως για αυτό να έχουμε συνεχώς την ανάγκη να ερωτευόμαστε συνέχεια, για αυτό να προσπαθούμε να βρούμε “το κάτι άλλο”. Κάποια στιγμή που “ξεμεθάμε” από την επήρεια του έρωτα θυμώνουμε. Αρχίζουν να μας φταίνε όλα στον άλλον και λέμε πως τελικά δεν ήταν αυτό που νομίζαμε, ανακαλύπτουμε ένα σωρό διαφορές μόνο και μόνο επειδή δεν προσαρμόστηκε στα δικά μας θέλω, στα δικά μας όνειρα.
 
Το να αγαπάς τον άλλον για αυτό που στα αλήθεια είναι και όχι για αυτό που φαντάζεσαι θέλει αυτογνωσία. Να έχεις αγαπήσει πρώτα τον εαυτό σου, να τα ‘χεις βρει μαζί του. Μόνο έτσι μπορείς να δεις την αλήθεια του άλλου. Μόνο έτσι τον αγαπάς για αυτό που στα αλήθεια είναι. Συνήθως αγαπάμε ένα σύνολο του άλλου, έτσι γενικευμένα. Σπάνια ξέρουμε τί ακριβώς αγαπάμε πάνω σε έναν άνθρωπο. Τί στα αλήθεια μας τράβηξε κοντά του. Η αγάπη, ο έρωτας, αν και είναι δυο διαφορετικά συναισθήματα δεν παύουν να είναι το ίδιο δυνατά και τα δύο!! Αγαπάμε και ερωτευόμαστε όμως τόσο εγωιστικά, τόσο μίζερα, που χάνουμε την ουσία του πιο όμορφου συναισθήματος που μπορεί να μας συμβεί. Με τι θράσος έχουμε απαίτηση ο έρωτας να καλύψει τις ανασφάλειές μας; Τα συναισθηματικά μας κενά; Δυστυχώς ζούμε στην εποχή του ανικανοποίητου και “ζητιανεύουμε” για έρωτα και αγάπη.
 
Ο έρωτας όμως και η αγάπη μπορούν να παραμείνουν εν ζωή μόνο μέσα από την δοτικότητα και την ανιδιοτέλεια. Γεμίζουμε μόνο από την αγάπη που εμείς δίνουμε. Είναι ίσως σπάνιο να συμβούν όλα αυτά γιατί “είμαστε ερωτευμένοι με αυτό που μας λείπει”…. “άβυσσος που καλεί άβυσσο”.
 
Την αγάπη την κάναμε σκάρτη μόνοι μας…δεν ήταν και ούτε ποτέ θα είναι!

Οι τρόποι που τα παιδιά μας βοηθούν να μεγαλώσουμε

Αποτέλεσμα εικόνας για τρόποι που τα παιδιά μας βοηθούν να μεγαλώσουμεΠοιος γονιός είναι εκ των προτέρων προετοιμασμένος για αυτό που θα ζήσει και, κυρίως, ποιος διαθέτει τις σωστές δόσεις ωριμότητας, ώστε να μπορέσει να μεγαλώσει εξίσου ώριμους ανθρώπους; Κι όμως, με την έλευση ενός παιδιού ανακαλύπτουμε εκατοντάδες συναισθήματα ή ιδιότητες που ίσως δεν ξέραμε ότι έχουμε.    
 
1. Το αίσθημα της ευθύνης 
     Μέχρι και τη γέννηση του μωρού ήμασταν ελεύθεροι, ανάλαφροι και αεράτοι σαν την πρώτη μέρα της άνοιξης. Δεν δίναμε λογαριασμό σε κανέναν για το πότε θα φεύγαμε και πότε θα επιστρέφαμε. Και ξαφνικά, ένα μωρό μας υποχρεώνει να μπούμε σε πρόγραμμα. Όταν κλάψει, το ταΐζουμε, μετά το κοιμίζουμε, το παίζουμε, το πλένουμε, το αλλάζουμε. Όταν μεγαλώσει, θα πρέπει και πάλι να το ταΐσουμε, να το συνοδεύσουμε στο σχολείο, να το διαβάσουμε, να το συμβουλεύσουμε, να του αφιερώσουμε το χρόνο που θέλει. Για μερικά χρόνια δεν θα φλυαρήσουμε ξανά στον καφέ με τους φίλους μας όση ώρα θέλουμε, δεν θα προλάβουμε να πάμε γυμναστήριο, δεν θα καθίσουμε στο μπαρ όπως παλιά. Μια νέα πραγματικότητα ανοίγεται μπροστά μας. Αυτή του «πάντα όρθιοι, ποτέ πια καθιστοί». Τώρα τα «πρέπει» μας αλλάζουν και αφορούν κυρίως εκείνο. Πόσο έτοιμοι είμαστε άραγε να αλλάξουμε πίστα, και το «εγώ» μας να υποκύψει στο «εσύ»; Μάλλον καθόλου, αλλά και πάλι βάζουμε τον αυτόματο πιλότο. Αυτό που πρέπει να γίνει, θα γίνει. Ξαφνικά η έννοια της αυτογνωσίας αποκτάει σημασία και η στροφή από τα ασήμαντα στα σημαντικά έρχεται μόνη της. Και η υπευθυνότητα από εφιάλτης γίνεται μέσο αυτοεξέλιξης.
 
2. Η δυνατότητα να επενδύουμε στο μέλλον 
«Αύριο», «ίσως», «βλέπουμε», «σήμερα εδώ, αύριο εκεί» είναι έννοιες που χρησιμοποιούν κυρίως οι ελεύθεροι. Με την άφιξη του μωρού κάθε σχέδιο ανατρέπεται. Τώρα πια μετρούν άλλα. «Μήπως πρέπει να επενδύσω σε ένα σπίτι;», «Είναι ασφαλές για τοπ παιδί μου;» Όλα πλέον εξαρτώνται από το παιδί. Αν το προάστιο όπου μένετε είναι επικίνδυνο, αν έχει καλό σχολείο, πράσινο, γήπεδο μπάσκετ, αν θα πάρετε σκύλο ή γάτα. Ακόμη κι εκείνο το κάμπριο αυτοκίνητο που πάντα ονειρευόσασταν έχει μεταμορφωθεί σε station wagon, για να χωράνε κουβαδάκια, παιδικά καθισματάκια και παρκοκρέβατα. Ξαφνικά από ξένοιαστος τζίτζικας γίνατε σοφός μέρμηγκας; Ναι, αλλά αυτή τη φορά επενδύετε σε κάτι αληθινό, χειροπιαστό και καθόλου εφήμερο. Σε μια καινούργια ζωή. Όπως άλλωστε έλεγε ένας διάσημος χρηματιστής: «Έχεις πολλά χρήματα ή καθόλου χρήματα; Επένδυσε στο Χρηματιστήριο. Έχεις κανονικά χρήματα; Επένδυσε στα παιδιά σου».
 
3. Ένας νέος τρόπος να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας 
Το πνεύμα των παιδιών είναι αγνό, η σκέψη τους αυθόρμητη, γι’ αυτό και πολλές φορές γίνονται οι πιο σκληροί κριτές. «Αυτός ο φίλος σας δεν μου αρέσει», «αυτή η κυρία στο περίπτερο δεν αγαπάει τα παιδιά», «το παπούτσι βρομάει», «ο παππούς βαριέται και δεν με παίζει». Πολλές φορές οι αυθόρμητες προτάσεις τους γίνονται για εμάς κίνητρο για να σκεφτούμε γεγονότα, να επαναπροσδιορίσουμε καταστάσεις και να βαδίσουμε σε νέους δρόμους αυτογνωσίας. Να αναγνωρίσουμε στους άλλους ανθρώπους και σε εμάς ιδιότητες που ούτε είχαμε προσέξει παλαιότερα. Βλέπουμε δηλαδή ξανά τον κόσμο μέσα από τα μάτια των παιδιών μας. Μαθαίνουμε και πάλι πως το να σκέφτεται κανείς είναι και πάλι παιχνίδι. Γιατί η αυθόρμητη σκέψη τους είναι που αγγίζει την ουσία. Και κάποιες φορές αυτή ακριβώς η ουσία είναι που μας γεμίζει ενοχές, αλλά μας οπλίζει και με κατανόηση. Κάποιες φορές μένουμε άναυδοι από την ανιδιοτελή τους αγάπη, τη στοργή που δεν έχει όρια, το αυθόρμητο χάδι. Τότε είναι που σκεφτόμαστε «γιατί άραγε με αγαπάει τόσο;». Μα γιατί είστε μοναδικοί. Όπως άλλωστε κι εκείνο.
 
4. Η δυνατότητα να ενηλικιωθούμε 
Για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τα παιδιά μας ή να επιβληθούμε σε αυτά, θα πρέπει πρώτα να επιβληθούμε στον ίδιο μας τον εαυτό. Ο αυτοέλεγχος είναι από τα πρώτα συν που αποκτάμε – ή που οφείλουμε να αποκτήσουμε – με τη γέννηση του παιδιού μας. Μετράμε πλέον τι λέμε, πώς και πότε το λέμε, εξασκούμε την υπομονή και την επιμονή μας, δεν αφηνόμαστε πλέον σε αυτοκαταστροφικές συνήθειες, μαθαίνουμε να λέμε όχι, να βάζουμε όρια σε εμάς και στους άλλους. Και κυρίως, μαθαίνουμε να ακούμε. Να αφουγκραζόμαστε και να σεβόμαστε τις επιθυμίες των άλλων. Με τη βαθύτερη συνειδητοποίηση του ρόλου του γονιού μπορούμε να κατευθύνουμε την επιρροή μας προς τα παιδιά (αλλά και προς τους άλλους) με ένα τρόπο εποικοδομητικό και πάντα με τη διάθεση να σταθούμε στις ευθύνες μας και να αναθεωρήσουμε όπου αυτό κριθεί απαραίτητο.
 
5. Η ευκαιρία να ξεπεράσουμε το παρελθόν 
«Μήπως ήμουν κι εγώ ένα γκρινιάρικο μωρό, ένα απαιτητικό παιδί, ένας ανυπόφορος έφηβος;», αναρωτιέστε όταν βλέπετε το παιδί να στυλώνει τα πόδια στο σούπερ μάρκετ, να φωνάζει, να αρνείται να φάει, να είναι αγενές προς τους ξένους. Και ξαφνικά, βλέπετε και πάλι ένα παιδί που «κανείς δεν το καταλαβαίνει», «κανείς δεν το αγαπάει» και «όλοι το παρεξηγούν». Και αυτό το παιδί είστε εσείς. Και δεν θέλετε πια να λέτε ούτε να ακούτε πως οι άλλοι φταίνε γι’ αυτό που νιώθετε. Ούτε από εσάς, αλλά κυρίως από το παιδί σας. Γιατί τελικά το όραμά μας είναι σαφώς ισχυρότερο από τα προσωπικά μας τραύματα. Και τώρα μας δίνεται η ευκαιρία να διορθώσουμε όσα αντιπαθούσαμε πάνω μας ή νιώθαμε πως μας άφηναν πίσω. Και αυτή τη φορά μέσω του παιδιού μας.
 
6. Η δυνατότητα να ανακαλύψουμε το παιδί μέσα μας
Και αφού το ανακαλύψουμε να το καταλάβουμε, να ακούσουμε τις ανάγκες, τους θυμούς και τους φόβους του και τελικά να το συγχωρήσουμε και να το αποδεχτούμε. Αυτό το κρυμμένο, το πληγωμένο, το μοναχικό, το φοβισμένο, το θυμωμένο ή και το χαρούμενο παιδί με τη γέννηση του δικού του παιδιού έχει την ευκαιρία να βιώσει ξανά γεγονότα και συναισθήματα που έζησε στην παιδική ηλικία. Αυτό το παιδί παρέα με τον ενήλικο πλέον εαυτό του έχει μια δεύτερη ευκαιρία να αυτοπροστατευτεί και να στηρίξει και το ίδιο αλλά και το παιδί του σαν καινούριος στοργικός γονιός.
 
7. Η ευκαιρία να καταλάβουμε τους γονείς μας 
«Μην αργήσεις το βράδυ, μην ανεβαίνεις στα κάγκελα, στην εξέδρα, στη ρόδα του λούνα παρκ, στο μηχανάκι του φίλου σου, στο αμάξι του πατέρα σου» … Όλες αυτές οι απεγνωσμένες γονεϊκές κραυγές έφτασαν μετά τη γέννηση του παιδιού και πάλι στα αυτιά σας σαν απόηχος μιας παιδικής ηλικίας γεμάτης απαγορεύσεις. Κι όμως, τώρα είναι η πρώτη φορά που μπορούμε να νιώσουμε την αγωνία τους. Δεν υπάρχει πιο αληθινό κλισέ από αυτό που πάντα μας επαναλάμβανε η μαμά μας: «Όταν θα γίνεις κι εσύ γονιός, θα με καταλάβεις». Τώρα ήρθε η ώρα να κατανοήσουμε και τους δικούς μας γονείς. Και ίσως κάποτε τολμήσουμε να τους πούμε όλα αυτά που δεν μπορούσαμε σαν παιδιά γιατί δεν μας άφηναν. Όπως αφήνουμε εμείς τα δικά μας παιδιά. Κάποτε αναρωτιόμασταν αν υπήρξαμε το παιδί που ονειρεύτηκαν οι δικοί μας, αν εκπληρώσαμε τα όνειρα, τα σχέδια και τις προσδοκίες τους. Όταν κάνουμε παιδί, δεν το ξανασκεφτόμαστε ποτέ, μια που τότε συνειδητοποιούμε για πρώτη φορά τη μοναδικότητα κάθε προσωπικότητας. Και αυτό αποτελεί το πρώτο βήμα συμφιλίωσης με τον εαυτό μας, αλλά και τους γονείς μας. Όταν συνειδητοποιήσουμε πως δεν έχουμε να απολογηθούμε για τίποτα και αποδεχόμαστε με γαλήνη το «εγώ» μας, τότε έχουμε κάνει ένα δεύτερο σημαντικό βήμα. Να αποδεχτούμε και τα παιδιά μας γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που θα θέλαμε να είναι.