Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

ΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΤΕΙΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ

Το είναι και το γίγνεσθαι τα γνωρί­ζουμε ως εννοιολογικό ζεύγος χα­ρακτηριζόμενο κατά κύριο λόγο α­πό αντιθετικότητα. Η σύλληψη αυτής της αντιθετικότητας συμπυκνώνει τον αγώνα της φιλοσοφίας να κατακτήσει γνωστικά τον κόσμο, να περικλείσει μέσα στα ό­ρια των εννοιών μια πραγματικότητα η οποία από καιρού εις καιρόν δεν παύει να μας δείχνει εύγλωττα σημεία της απειρότητάς της.
 
        Μία χαρακτηριστική γεύση του προ­βλήματος παίρνουμε ανατρέχοντας στην κλασσική αντίθεση ανάμεσα στον Παρ­μενίδη και τον Ηράκλειτο, μια αντίθεση που μπορούμε να την ανασυνθέσουμε ως σύγκρουση δύο προτάσεων κατάκτησης μιας περιπόθητης διάρκειας μέσα στο λόγο, εννοημένο σε όλη την αρχαία πο­λυσημία του. Ο Παρμενίδης οδηγήθηκε από τη θεά του ποιήματος του στην οδό της αλήθειας που τον έφερε μακριά από τον κόσμο της απατηλής και σφαλερής υ­ποκειμενικότητας των κοινών θνητών και αντιπαρέθεσε στην πλάνη των πολ­λών όντων το ένα αγέννητο και άφθαρτο ον του στοχασμού του. Αλλά και ο ευρι­σκόμενος σε ανταγωνισμό μαζί του Ηράκλειτος δεν διέφερε και πολύ σ’ αυ­τό το σημείο σε τελευταία ανάλυση. Σύμφωνα με τον Εφέσιο οι κοινοί θνητοί σφάλλουν προς την αντίθετη κατεύθυν­ση, νομίζοντας πως υπάρχει σταθερότη­τα εκεί που υπάρχει αδιάκοπη μεταβο­λή. Κι εκείνος όμως βρέθηκε αναγκαστι­κά στη θέση να περικλείσει τη μεταβλη­τότητα του κόσμου μέσα σε μορφώματα του λόγου, δηλαδή έννοιες. Τούτες οι έν­νοιες, π.χ. «παλίντροπος αρμονία», εκ­φράζοντας την κινητικότητα του κόσμου, στέκονται ταυτόχρονα και επιβιώνουν πέρα και πάνω από αυτήν, διεκδικούν τη θέση τους μέσα στη διάρκεια του αν­θρώπινου λόγου.

        Ο Πλάτων, ο οποίος αναφερόταν στον Παρμενίδη ως δάσκαλο, επιχείρη­σε να ξεπεράσει τις αδυναμίες της συ­μπαγούς ολότητας και αδιάλλακτης μο­ναδικότητας του παρμενίδειου όντος με τη δική του θεωρία των ιδεών. Τις αδυ­ναμίες της δικής του σύνθεσης πιθανότα­τα να τις διείδε, σίγουρα πάντως προέ­βλεψε τις ενδεχόμενες αντιρρήσεις και γι’ αυτό εν πολλοίς προκατέλαβε την α­ριστοτελική κριτική (βλ. Παρμενίδης 1303 – 135ο). Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ ο Πλάτων όρισε τη φιλοσοφία σε συμφωνία με τον Παρμενίδη ως γνώση του αναλλοίωτου όντος και απέκλεισε ρητά από αυτήν την εμπειρικά προφανή διά­σταση της μεταβολής, δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να αποκλείσει τη μετα­βολή από το εσωτερικό της γένεσης και της εκδίπλωσης της φιλοσοφικής σκέ­ψης, κάνοντας λόγο πολύ πιο πριν από τον Χέγκελ για «κίνηση της έννοιας» (Πολιτεία VII 7, 524ο). Η αριστοτελική θεωρία της κίνησης των όντων επιχείρη­σε από την άλλη να καταδείξει τα συγκε­κριμένα όρια τόσο της κίνησης όσο και της ακινησίας, επηρεάζοντας εις βάθος για πολλούς αιώνες την αντίληψη της φύσης.
 
        Μια σημαντική παρατήρηση του Αρι­στοτέλη, η οποία πλαισιώνει την κριτική του στον Πλάτωνα και στους άλλους πα­λιότερους φιλοσόφους, επιχειρεί να δώ­σει μια εξήγηση της εμφάνισης της θεω­ρίας των ιδεών: «συνέβη δ’ ή περί των ιδεών δόξα τοις ειπονσι δια το πει-σθήναι περί της αληθείας τοις Ήρα-κλειτείοις λόγοις ως πάντων των αισθητών αεί ρεόντων, ώστ’ είπερ επιστήμη τινός εσται χαί φρόνησις, ετέρας δεϊν τινάς φύσεις είναι παρά τάς αισθητός μένουσας» ου γαρ είναι των ρεόντων έπιστήμην» (Μετά τα Φυ­σικά, Μ 4, 1078&12-17). Αυτή η παρατή­ρηση πρέπει πρωτίστως να εκτιμηθεί στη συγκεκριμένη διάσταση της ιστορίας της φιλοσοφίας. Οι πλατωνικές ιδέες αξιο­λογούνται από τον επικριτή τους ως εγ­χείρημα κατασκευής μιας αξιόπιστης γνωσιολογικής βάσης με δεδομένη την ατέρμονη ρευστότητα των αισθητών πραγμάτων που είχε διαπιστώσει ο Ηρά­κλειτος και την επίσης σιωπηρή προκεί­μενη πως δεν μπορεί να υπάρξει σταθε­ρή, δηλαδή αξιόπιστη, γνώση όταν το α­ντικείμενο της είναι αδιάκοπα ασταθές.
 
        Όμως σε ό, τι αφορά τη θεμελιωδώς κριτική λειτουργία της σκέψης η αριστο­τελική παρατήρηση επιδέχεται μια διε­ρεύνηση. Όχι μόνο ο Πλάτων, αλλά και πρωτύτερα οι Εμπεδοκλής, Αναξαγόρας και Δημόκριτος και βεβαίως ο ίδιος ο Παρμενίδης, διαμόρφωσαν τον φιλοσοφικό τους προσανατολισμό παρωθημένοι από την ηρακλείτεια πρόκληση της έμφασης στο γίγνεσθαι στα όρια της απολυτοποίησης. Σε τελευταία ανάλυση όλοι οι παραπάνω φιλόσοφοι, με το δικό του τρόπο ο καθένας, επιχείρησαν να ο­ρίσουν μια διάσταση της σταθερότητας του όντος, χωρίς από την άλλη, με την ε­ξαίρεση του Παρμενίδη βέβαια και της σχολής του, να ολισθήσουν στην αδιέξο­δη και μονομερή άρνηση κάθε κίνησης. Η μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία ότι στα χρόνια του Σωκράτη και του Πλάτωνος ξεχώριζε μια σχολή ηρακλείτειας φυσι­κής φιλοσοφίας (με εκφραστή τον Κρα­τύλο, πρβλ. Μετά τα Φυσικά, Γ 5, 1010Ε10-15), η οποία είχε τραβήξει στα όρια του κωμικού τις ηρακλείτειες θέ­σεις, δεν μπορεί να σκιάσει τη μεγάλη σημασία που είχε στην ιστορία της σκέ­ψης η γενναία αναμέτρηση του Εφεσίου με το γίγνεσθαι στην πληρότητα του. θα μπορούσαμε εξάλλου να απαριθμήσου­με ουκ ολίγα άλλα ονόματα φιλοσόφων που δε δημιούργησαν σχολή με την έν­νοια της συνεπούς υπεράσπισης της αυ­θεντικής διδασκαλίας του. Ούτε από την άλλη η υστερότερη βέβαιη επίδραση της ηρακλείτειας φυσικής στους στωικούς, έχει αναδρομικά κρινόμενη ιδιαίτερη σημασία μπροστά στην εν πολλοίς έμμε­ση και ουσιαστικά ανεκτίμητη συνεισφο­ρά του «σκοτεινού» Ηράκλειτου, η ο­ποία στο βάθος συνίσταται στο σκάνδαλο που προκάλεσε. Επειδή τούτο τοποθετεί ριζοσπαστικά το πρόβλημα της σχέσης της σκέψης με τον κόσμο, έμελλε να εί­ναι σκάνδαλο διαρκές. Στη νεότερη επο­χή η φιλοσοφία του Χέγκελ μας προσφέ­ρει μια μεγαλοπρεπή σύνθεση της πλα­τωνικής κίνησης της έννοιας με την ηρα­κλείτεια αντιθετική κινητικότητα του ό­ντος ή, σύμφωνα με επικρατήσασα ορο­λογία, της πλατωνικής και της ηρακλείετειας διαλεκτικής.
 
        Η δική μας εντρύφηση στις σημαντι­κές μορφές της παρελθούσας σκέψης υ­παγορεύεται από το γεγονός ότι η απο­κρυπτογράφηση της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζούμε έχει ούτως ή άλ­λως ζωτική σημασία για το ευ ζην μας: αυτό που μας διδάσκει εν προκειμένω η καθημερινή εμπειρία, το αναπτύσσει και το επισφραγίζει η φιλοσοφία. Η αναμέ­τρηση μας με τις συνεπαγόμενες δυσκο­λίες οξύνει το στοχασμό και χαλυβδώνει τη δύναμη για ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου