Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

Η ΠΡΩΙΜΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Η φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη στη Δύση, εκπηγάζουν από την ίδια παρόρμηση. Αρχικά, τα δύο είδη σκέ­ψης ταυτίζονταν. Η ώρα και των δύο έφτασε γύρω στην αλλαγή του έβδομου προς τον έκτο προχριστιανικό αιώνα, όταν το πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων, «εκείνων των αληθινά υγιών» κατά τον Νίτσε, άρχισε να υπερβαίνει τις ως τότε πεποιθήσεις και να κοι­τά γύρω του τόσο με κατάπληξη όσο και με διάθεση για έρευνα.

Τα πρώτα ερωτήματα που έθεσε δεν αφορούσαν το νόημα του ανθρώπινου μοναχικού ή κοινωνικού βίου. Αφορούσαν τις ιδιότη­τες και τις απαρχές του εξωτερικού Κόσμου, αφορούσαν τη Φύση ως το σύνολο όσων αντιλαμβάνονται οι ανθρώπινες αισθήσεις.

Όμως, το Ελληνικό πνεύμα συνέλαβε ή, πολύ περισσότερο, διείδε τη Φύση, οργανική ή ανόργανη, ως έμβιον Όλον, ως κινούμενο αρθρωτό Όλον, ως Σύμπαν. Και τούτο το συμπαντικό Όλον, με τη σειρά του, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε την προηγούμενη περίοδο, θεωρήθηκε ως «φυσική» ενότητα, δηλαδή δεν ήταν πια αντιληπτό ως κάτι το «υπερφυσικό», μόλο που η εξέλιξη του ερμηνευόταν ακό­μη ως «κοσμικός κύκλος» υπό τη μυθική έννοια και η νομοτέλεια του ως «ειμαρμένη» υπό τη θεολογική έννοια. Εν πάση περιπτώσει, ο σκεπτόμενος λόγος δεν είχε ακόμη ελευθερωθεί από τη δύναμη της φαντασίας και επί δύο σχεδόν αιώνες, δηλαδή μέχρι την εμφάνιση του Σωκράτη, εικόνα και ιδέα, αριθμός και πράγμα, αντίληψη και προαίσθηση παρέμεναν σχεδόν αδιαχώριστα, όπως αντιστοίχως η εικοτολογία και η παρατήρηση βρίσκονταν συχνά εγγύτατα, χωρίς τη διαμεσολάβηση τρίτου.

Γι’ αυτό και η γλώσσα της προσωκρατικής Φιλοσοφίας δεν είναι πια εύκολα προσιτή από τη διανόηση των νεοτέρων χρόνων. Απλώς και μόνο στους «Ρομαντικούς» στοχαστές, για παράδειγμα, στους φυσικούς φιλοσόφους του ύστερου Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, ή ακόμη σε φαινόμενα όπως του Hamann ή του Novalis, εμφα­νίζεται για μια ακόμη φορά κάτι από την πολυσημαντότητα της προσωκρατικής Φιλοσοφίας (την οποία ο Martin Heidegger υπέβαλε τελευταία σε μια, θα μπορούσαμε να πούμε, υπερορθολογική ανάλυση). Η πρώιμη αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία, η οποία μας παραδό­θηκε μόνο μέσω περικοπών και αποσπασμάτων, ήταν επομένως ουσιαστικά μια εικοτολογική θεώρηση της Φύσης, ένα ιδιόμορφο μόρφωμα, προϊόν ανάμιξης αποφθεγμάτων και λυρικής ποίησης (καθώς η τελευταία συχνά επέλεγε την εξωτερική μορφή του «διδακτικού ποιήματος»).

Δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύμπτωση το γεγονός ότι η θεώρηση αυτή δεν αναπτύχθηκε στο εσωτερικό της Ελληνικής χώρας, αλλά σε αποικιακό έδαφος: στις πλούσιες, εμπορικές πόλεις της Μικράς Ασίας και της Ελληνικής Κάτω Ιταλίας. Αυτά τα εμπο­ρικά κέντρα αποτελούσαν συγχρόνως σημεία ανταλλαγής και διά­δοσης ιδεών κατά την «κορύφωση του Πολιτισμού». Ακόμη πρόσφε­ραν στους ελεύθερους πολίτες τους τον ελεύθερο χρόνο που είναι απαραίτητος για την ανάπτυξη κάθε γνήσιας φιλοσοφικής σκέψης.

Παρότι στις μικρασιατικές ακτές, η γνωριμία με τη βαβυλωνια­κή Αστρολογία και την αιγυπτιακή Τοπογραφία μπορεί να γονιμο­ποίησε τόσο τη γνώση όσο και την αντίληψη των πρώιμων θεωρητι­κών της Φύσης, ωστόσο οι βαθύτερες απόψεις τους δεν επηρεάστη­καν τόσο πολύ από τις ανατολικές διαδρομές του πνεύματος —χαραγμένες ad hoc κατά την αποκρυφιστική ή την πραγματιστική έν­νοια— όσο αντιπαρατέθηκαν σε αυτές. Μετά βίας υπάρχει ένας από αυτούς τους Έλληνες φιλοσόφους που να έμεινε στη σκιά. Αναφορι­κά με την προσωπική ζωή του ζήτημα αν υπήρχε κάποιος που να μην ήταν ειδικός σε κάποιον «πρακτικό» τομέα —Πολιτική, Εμπό­ριο ή Τεχνολογία— και συγχρόνως ερασιτέχνης στοχαστής, με τη γονιμότερη έννοια του όρου. Η φιλοσοφία δεν είχε γίνει ακόμη, όπως αργότερα στους Σοφιστές, σχολική σοφία ή ακόμη επάγγελμα προς βιοπορισμό.

Ως πατέρας της Ελληνικής αλλά και ολόκληρης της ύστερης Δυτικής Φιλοσοφίας θεωρείται ο Θαλής, ο οποίος άκμασε περί το 600 π.Χ. στη Μίλητο. Ένας από τους «Επτά Σοφούς», υπήρξε ο πρώ­τος που έθεσε το ερώτημα περί των απαρχών ή του πρώτου αιτίου κάθε ύπαρξης.

Πρώτη αρχή όλων των πραγμάτων ήταν γι’ αυτόν το νερό, κατανοούμενο όχι βέβαια υπό τη σημερινή έννοια ως χημική ένωση, αλλά ως κοσμικό στοιχείο που παράγει, γονιμοποιεί, τρέφει, συντηρεί και φέρει. Αντίθετα, για τον κάπως νεότερο Αναξίμανδρο, πρώτο αί­τιο ήταν το απροσδιόριστο, το μη προσδιορίσιμο, το απεριόριστο από το οποίο ξεχώρισαν για πρώτη φορά αργότερα, «αδίκως» χειρα­φετήθηκαν, οι ποιότητες της ύλης, δηλαδή η —σε πολωμένες αντιθέ­σεις— διαρθρούμενη ύπαρξη.

Ο Αναξιμένης, (που πέθανε το 586 π.Χ.), έδωσε στην πρωταρχική ύλη και πάλι το όνομα ενός στοιχείου, αυτό του αέρα σε αιθέρια μορφή, ο οποίος για τον Αναξιμένη σήμαινε συγχρόνως «πνοή ζωής» και ως παράσταση παρέμενε, κατά κάποιον τρόπο, αιωρούμενος με­ταξύ έννοιας και συμβόλου.

Έτσι, η μυθική θεογονία είχε πια αποσυνδεθεί από μια «συμπαντική» κοσμογονία, η σκέψη μιας δημιουργίας ή πολύ περισσότερο ενός σχηματισμού του σύμπαντος, είχε αποχωριστεί από εκείνην μιας γέννησης και εξέλιξης του.

Όμως, ενώ η Ιωνική Φιλοσοφία κατάφερνε να αντιπαρατάξει στην πρώιμη Ελληνική θρησκεία μια τελείως δική της ερμηνεία του Παντός, χωρίς να έρχεται άμεσα σε σύγκρουση μαζί της (αντιθέτως, o Werner Jäger την χαρακτηρίζει ως «Ενότητα της πνευματικής θεώρησης του Θεού και της σκεπτόμενης αποκάλυψης του Όντος»), οι Ιταλοί φιλόσοφοι του 5ου αιώνα έπρεπε να αντιμετωπίσουν ένα νέο θρησκευτικό κίνημα, τον Ορφισμό. Ο τελευταίος είχε συντεθεί κατά έναν ασυνήθιστο τρόπο από πρωτόγονα-οργιαστικά και ανατολικά-πνευματικά στοιχεία (αντιλήψεις περί μετεμψύχωσης και απολύτρωσης). Η Φιλοσοφία, αφομοιώνοντας ή απορρίπτοντας εκείνο το κίνημα, διαιρέθηκε σε δύο ακραίες κατηγορίες, οι οποίες πάλι συνήψαν μεταξύ τους τις πιο παράδοξες ενώσεις: ενώθηκαν σε ένα είδος κάποιου μυστηριακά προετοιμαζόμενου πνευματισμού και σε έναν υλισμό πραγματιστικής κατεύθυνσης.

Εκπρόσωπος της πρώτης τάσης υπήρξε η αινιγματική μορφή του Πυθαγόρα (περί το 500 π.Χ.), που είχε γεννηθεί στη Σάμο, είχε γίνει ο ιδρυτής μιας αποκρυφιστικής αίρεσης στην Ιταλία, και είχε προ­σπαθήσει να συζεύξει την πιο ασύλληπτη από όλες τις πνευματικές εμπειρίες, δηλαδή τη θρησκευτική, με την πιο αυστηρή από όλες τις επιστήμες, δηλαδή τα Μαθηματικά: υπό το σύμβολο του τόσο μονο­σήμαντου όσο και μυστηριώδους αριθμού, ο Πυθαγόρας αντικατέ­στησε την πρωταρχική ουσία με την πρωταρχική σχέση μεταξύ πραγμάτων και σφαιρών ύπαρξης.

Εντούτοις, για τον κάπως νεότερο Ηράκλειτο από τη μικρασια­τική Έφεσο, ίσως τον πλέον οξυδερκή όλων των Προσωκρατικών, εκείνη η πρωταρχική σχέση παρουσιαζόταν ως πρωταρχική έντα­ση, ως «πόλεμος», και η εικόνα με την οποία αναζητούσε να αντί κα­θρεφτίσει μια πραγματικότητα που είχε συλλάβει σε ακατάπαυστη μεταβολή, ήταν εκείνη της διαρκώς αυτοαναλισκόμενης και πάλι αναζωπυρούμενης φωτιάς. Συγχρόνως, όμως, πίσω από τον λαμπρό παροδικό κόσμο των φαινομένων ο Ηράκλειτος αντιλαμβανόταν και το Αμετάβλητο, το Διαρκές, το Διαφεύγον κάθε Γήινης έντασης, στο οποίο έδωσε το όνομα «Λόγος».

Απέναντι σ’ αυτά, ο σύγχρονος του και πνευματικός του αντίπαλος, ο Παρμενίδης, που δρούσε στην ιταλική πόλη Ελέα, δεχόταν μία και μοναδική, σταθερή, δίχως αρχή, διαρκή πραγματικότητα του Είναι, της οποίας το σύμβολο ήταν γι’ αυτόν η τέλεια σφαίρα. Όμως, αυτή ακριβώς η αμετάβλητη πραγματικότητα αποκαλύφθη­κε και εκπληρώθηκε στον Παρμενίδη μέσα από το παιχνίδι των εναλλαγών των εφήμερων στοιχείων, παιχνίδι που περιέγραψε αργότερα ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος (περί το 450 π.Χ.), μια ιδιόμορφη παρουσία όμοια του Παράκελσου, ως διεργασία «μίξης» και «διάλλαξης», «σύνθεσης» και «αποσύνθεσης», αλλά παράλληλα αποδιδό­ταν στην επίδραση ανωτέρων συμπαντικών δυνάμεων, δυνάμεων έλξης και άπωσης, αγάπης και μίσους.

Όμως, μπορούσε άραγε μια τέτοια διεργασία, κατά την οποία το χάος μετατρεπόταν τελικά στο σύμπαν, να είναι μια διεργασία, τυφλή, διεπόμενη από την τύχη;

Ο Αναξαγόρας, σύγχρονος του Εμπεδοκλή, θεωρούσε τη διεργασία αυτή σχεδιασμένη και κατευθυνόμενη από μια ανώτερη πνευματική δύναμη, που την ονόμαζε Νου, παγκόσμιο νου, και η οποία γι’ αυτόν, αντίθετα προς τον οιονεί αιωρούμενο Λόγο του Ηράκλειτου, παρενέβαινε στην πραγματικότητα και μάλιστα ήταν μέρος αυτής ως η πλέον ανώτερη και πλέον ευκίνητη από κάθε ύλη, χωρίς ωστόσο να «αφομοιώνεται» από αυτήν την πραγματικότητα.

Στον Δημόκριτο τον Αβδηρίτη —ο οποίος γεννήθηκε περί το 450 π.Χ.— αποσυνδέθηκε τελικά αυτή η αντίληψη περί ενός «ad hoc δρώντος Νου» από εκείνη μιας τυφλής-μηχανικής «νομοτέλειας της Φύσης», της κινητήριας δύναμης οιονεί αναρίθμητων, διαφορετικών κατά μέγεθος, θέση και σχήμα, περιφερόμενων στον κενό χώρο ατό­μων, τα οποία αποτελούσαν γι’ αυτόν τα τελευταία άφθαρτα και αναλλοίωτα βασικά συστατικά κάθε ύπαρξης.

Έτσι, όμως, η θεώρηση της Φύσης από τους Έλληνες της προ­σωκρατικής εποχής, είχε φτάσει στο σταυροδρόμι δύο κατευθύνσε­ων, από τις οποίες η μία φαινόταν να οδηγεί προς μια νέα αυλή θρη­σκευτικότητα, ενώ η άλλη προς τον κοσμοθεωρητικό υλισμό. Πα­ράλληλα, ξεχώρισε βεβαίως η Φιλοσοφία από την Επιστήμη υπό την αυστηρότερη έννοια, και κατά τα τέλη του 5ου αιώνα στράφηκε με τους Σοφιστές, τους «διαφωτιστές» εκείνης της εποχής, στα προβλή­ματα της ύπαρξης των πολιτών της Γης, ενώ η πολυσήμαντα εναλ­λασσόμενη γλώσσα έκφρασης των Προσωκρατικών ξεδιαλύνθηκε ή ακόμη ισοπεδώθηκε προς μια γλώσσα λογικών εννοιών. Όπως είπε ο ορθολογιστής Bertrand Russell, «το σημείο στο οποίο ίσως προβάλει κάποιος αντιρρήσεις ακόμη και στους καλύτερους των φιλοσόφων μετά από τον Δημόκριτο, είναι η μονόπλευρη θεώρηση της εμφάνι­σης του ανθρώπου σε βάρος του σύμπαντος».

Αναμφίβολα, τα μεγάλα ζητήματα της προσωκρατικής Φιλοσοφίας βρέθηκαν αργότερα στο επίκεντρο της Δυτικής σκέψης. Το ίδιο αναμφίβολα, οι επιστημονικοί σπόροι της προσωκρατικής Φιλοσοφίας άνθησαν αργότερα οδηγώντας σε αδιαφιλονίκητα πορίσματα και γνώσεις.

Είναι, όμως, η προσωκρατική Φιλοσοφία, γι’ αυτούς τους λό­γους, Φιλοσοφία ή Επιστήμη, με τη σημερινή σημασία του όρου; Μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διχογνωμίας αν η προσωκρατική Φιλοσοφία ακολούθησε μετά από μια μυθική φάση ή, αντιθέτως προηγήθηκε μιας ορθολογικής φάσης στην ιστορία της ανθρώπινης ερμηνείας του σύμπαντος. Ακόμη, ίσως τεθεί το ερώτημα: το χάσμα που χωρίζει την προσωκρατική Φιλοσοφία από τη Σωκρατική Δια­λεκτική είναι ευρύτερο από εκείνο μεταξύ του Σωκράτη και των στοχαστών των νεοτέρων χρόνων; Εν πάση περιπτώσει, είναι γεγο­νός ότι η προσωκρατική Φιλοσοφία αγνοήθηκε επί αιώνες από τους αρμόδιους φιλοσόφους.

Από τον Χέγκελ κατά πρώτον —και στη σκιά του από τον Ε. Zeller — η προσωκρατική Φιλοσοφία ενσωματώθηκε σε εκείνη την κίνηση των τριών ρυθμών, στην οποία ολοκληρώθηκε η αυτοανάπτυξη του πνεύματος. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η προσωκρατική Φιλοσοφία έγινε, κατά το παράδειγμα του Αριστοτέλη παλαιότερα, συναινετική ή κριτική. Η αποτίμηση αυτή επιτεύχθηκε στη βάση ενός αυστηρά εννοιολογικού μέτρου και η προσωκρατική Φιλοσο­φία χαρακτηρίστηκε είτε από τους Gomperz και Burnet ως προθάλα­μος της επιστημονικής σκέψης είτε, αντιστρόφως από τον Joelλίγο αργότερα, ως μυστηριακή απόκλιση από αυτήν. Μόλις τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας αναγνωρίστηκε στην προσωκρατική Φιλο­σοφία —κάτω από την ακόμη επενεργούσα επιρροή του Νίτσε και την αίσθηση μιας ολοένα διευρυνόμενης και εμβαθύνουσας ιστορι­κής έρευνας— ένα είδος ιδιαίτερου χαρακτήρα και μιας ιστορικής «αυτοτέλειας». Η προσωκρατική Φιλοσοφία τοποθετήθηκε σ’ ένα γόνιμο κεντρικό σημείο μεταξύ των προεννοιολογικών —θρη­σκευτικών και μεταμυθικών— ορθολογικών αντιλήψεων.

Ο Erwin Schrödinger φαίνεται να επιδοκιμάζει αυτήν τη νέα αξιολόγηση της Ελληνικής Φιλοσοφίας της Φύσης. Ωστόσο, όταν την προσεγγίζει κυρίως από την άποψη της επιστημονικής σκέψης —τοποθετούμενος κατ’ αυτόν τον τρόπο για μια ακόμη φορά πίσω από τη μεταφυσική ερμηνεία του Heidegger— ίσως ο αναγνώστης αισθάνεται λίγο απογοητευμένος. Εντούτοις, καμία μεμονωμένη ερ­μηνεία δεν μπορεί να εξαντλήσει την πληθώρα των τρόπων έκφρα­σης της Αρχαιότητας, ούτε κάποια αντίθετη ερμηνεία μπορεί να την «ανασκευάσει» πλήρως. Π’ αυτό ακριβώς υπάρχει η ελπίδα ότι ο Schrödinger θα κατορθώσει, ακόμη και για τους νηφάλιους και σκε­πτικιστές ανάμεσα στους σύγχρονους συναδέλφους του, να διανοί­ξει μια δίοδο σε έναν κόσμο, κατά κανόνα ξένο στους ανθρώπους αυτούς. Έναν κόσμο ο οποίος τελικά προσφέρει πολύ περισσότερα και διαφορετικά απ’ όσα απλώς υπόσχεται η καινούρια ανακάλυψη του. Μήπως δεν αντικαθρεφτίζεται, εμμέσως στην ερμηνεία του Schrödinger και κάτι από τη σημερινή διαμάχη για έναν στενότερο και αυστηρότερο, έναν ισχυρότερο στη δράση και πιο επικίνδυνο τρόπο θεώρησης της Φύσης; Αραγε, μήπως επιχειρούμε —όχι απο­λύτως βέβαιοι για τα μέτρα και τους σκοπούς που έχουμε θέσει στη θεώρηση της Φύσης— να ιδιοποιηθούμε για μια ακόμη φορά, κάτι από τη μαγεία και την αυτοπεποίθηση της πρώιμης νεότητας της;

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου