Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

ΟΙ ΤΥΡΑΝΝΟΙ

Δέν εἶναι εὔκολο νά γράψει κάνεις τήν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς τυραννίδας τῶν ἀρχαϊκῶν χρόνων, ἀφοῦ οἱ πηγές πού διαθέτει εἶναι πολύ μεταγενέστερες ἀπό τά γεγονότα στά ὁποῖα ἀναφέρονται, πράγμα πού θέτει στόν ἱστορικό ἕνα πρόβλημα σχεδόν ἄλυτο: πρέπει ἄραγε νά δώσουμε πίστη σ’ αὐτές τίς πηγές καί νά προσπαθήσουμε νά ἄρουμε τίς ἀντιφάσεις πού συχνά παρουσιάζουν, ἡ, ἀντίθετα, νά τίς θεωρήσουμε φανταστικές καί νά δοκιμάσουμε νά τίς ἀποκρυπτογραφήσουμε; Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ Ἕλληνες ἔπλασαν μιά εἰκόνα τοῦ τυράννου πού εἶναι ἕνα κράμα ἀπό παραδόσεις, ἀπό πράξεις σχεδόν ἀπάνθρωπες πού μαρτυροῦν τήν ἀνατροπή τῶν ἀξιῶν τῆς πόλης, καί ἀπό πεπρωμένα πού θυμίζουν τή μοίρα τῶν τραγικῶν ἡρώων. Ἀλλά συγχρόνως εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ τυραννίδα καλύπτει μιά περίοδο τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας τῶν ἀρχαϊκῶν χρόνων. Ὁ Θουκυδίδης, μιλώντας γιά τό παρελθόν τῆς Ἑλλάδας στήν ἀρχή τῆς ἱστορίας τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου εἶναι σαφέστατος ὡς πρός αὐτό. Ἀφοῦ ἀναφέρει τό μεγάλο ἀποικιακό ρεῦμα μετά τό τέλος τῆς περιόδου τῶν μεταναστεύσεων, προσθέτει: «Καθώς ἡ Ἑλλάδα γινόταν ἰσχυρότερη καί ἀποκτοῦσε ὁλο καί περισσότερα πλούτη, στίς περισσότερες πόλεις ἐπικρατοῦσαν τυραννικά καθεστῶτα» (Α’ 13, 1). Ὁ ἱστορικός καθορίζει ἔπειτα τί ἐννοεῖ λέγοντας «γινόταν ἰσχυρότερη» καί «ἀποκτοῦσε πλούτη», θεωρεῖ ὅτι καί τά δυό αὐτά γεγονότα συνδέονται μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς ναυτιλίας, καί ἀναφέρει ὡς ἀποδείξεις τά παραδείγματα τῆς Κορίνθου, τῆς Σάμου καί τῶν σικελικῶν πόλεων. Ὡστόσο, πάντα σύμφωνα μέ ὅσα ἀναφέρει ὁ ἀθηναῖος ἱστορικός, αὐτή ἡ ἀνάπτυξη θά διακοπεῖ γιά ἕνα διάστημα στήν Ἰωνία λόγω τῆς περσικῆς ἀπειλῆς, καθώς καί στήν ἠπειρωτική Ἑλλάδα, ἐπειδή «ὅσοι τύραννοι ὑπῆρχαν στίς ἑλληνικές πόλεις δέν σκέπτονταν παρά μόνο τόν ἑαυτό τους καί τήν αὔξηση τῆς περιουσίας τους, κι ἔτσι κυβερνοῦσαν τίς πόλεις ὅσο τό δυνατόν πιό συντηρητικά, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν κάνουν τίποτε τό ἀξιόλογο στή διάρκεια τῆς διακυβέρνησής τους παρά μόνο πολέμους ἐναντίον τῶν γειτόνων τους» (Α’ 17). Αὐτό τό χωρίο θεωρήθηκε συχνά ἀπόδειξη ὅτι ἡ ἐμφάνιση τῆς τυραννίδας συνδέεται μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐμπορικῆς ναυτιλίας, πού εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τή δημιουργία τῆς τάξης τῶν ἐμπόρων, τήν ὁποία ἐκπροσωποῦσαν οἱ τύραννοι. Ἔχουμε ἡδη μιλήσει γι’ αὐτό τό θέμα, ὅταν ἀναφερθήκαμε στήν ἀφύπνιση τῶν ναυτικῶν συναλλαγῶν κατά τήν ἀρχαϊκή ἐποχή. Εἶναι φανερό ὅτι στό χωρίο αὐτό ὁ Θουκυδίδης δέν ἐννοεῖ τήν ἐμπορική ναυτιλία ἀλλά τή ναυτική δύναμη, δηλαδή κάτι πολύ διαφορετικό. Καί ἐπικρίνει τούς τυράννους, γιατί τούς ἀπασχολοῦσαν ὑπερβολικά τά προσωπικά τους συμφέροντα, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀδιαφοροῦν γιά τή συνένωση τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν πού τούς ἀπειλοῦσαν εἴτε ἀπό τήν Ἀνατολή εἴτε ἀπό τή Δύση. Γι’ αὐτό ἄλλωστε θεωρεῖ τήν ἀνατροπή τῶν τυράννων ἀπό τους Σπαρτιάτες ἔναρξη τῆς πραγματικῆς ἰσχύος τῶν δύο κυριότερων ἑλληνικῶν πόλεων τῆς ἐποχῆς του, τῆς Σπάρτης καί τῆς Ἀθήνας.

Εἶναι ὅμως θεμιτό νά βασιζόμαστε τόσο στήν κρίση τοῦ ἀθηναίου ἱστορικοῦ; Καί βέβαια ὄχι. Πρέπει πάντως νά τή λαμβάνουμε ὑπόψη, γιατί ὁ Θουκυδίδης ὑπογραμμίζει ἕνα γεγονός πολύ σημαντικό: ὅτι οἱ τύραννοι ἐμφανίστηκαν ἀρχικά σέ πλούσιες πόλεις μέ ἰσχυρό στόλο, κάτι πού δέν θά ἔπρεπε νά τό ἀγνοήσουμε.
 
Ἀνάμεσα στίς πόλεις αὐτές ὁ Θουκυδίδης ἀναφέρει πρώτη τήν Κόρινθο, ὅπου κατασκευάστηκαν, ὅπως λέει, οἱ πρῶτες τριήρεις, τήν αὐγή τοῦ 7ου αἰώνα. Μνημονεύει ἐπίσης τόν περίφημο Ἀμεινοκλῆ, πού ἡ φήμη του ἔφτασε ὡς τή Σάμο, ὅπου τόν κάλεσαν νά κατασκευάσει τέσσερις τριήρεις. Γιά τήν Κόρινθο ὁ Θουκυδίδης ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι ἦταν ἐμπορικό κέντρο (ἐμπόριον) καί λόγω τῆς γεωγραφικῆς της θέσης καί λόγω τῆς ναυτικῆς της ἰσχύος: «Καθώς ἡ πόλη τους βρισκόταν πάνω στόν ἰσθμό, οἱ Κορίνθιοι τήν ἐκμεταλλεύονταν πάντα ὡς ἐμπορικό κέντρο, ἐπειδή ἀνέκαθεν οἱ Ἕλληνες, εἴτε ἔμεναν στήν Πελοπόννησο εἴτε ἔξω ἀπό αὐτήν, ἐπικοινωνοῦσαν μεταξύ τους περισσότερο ἀπό τή στεριά παρά ἀπό τή θάλασσα καί περνοῦσαν ἀναγκαστικά ἀπό τή χώρα τους· ἔτσι εἶχαν ἀποκτήσει πολλά χρήματα, ὅπως μαρτυροῦν καί οἱ ἀρχαῖοι ποιητές, πού ὀνόμαζαν τήν Κόρινθο ἀφνειόν [πλούσια]. Καί ὅταν ἀναπτύχθηκε ἡ ναυσιπλοία στήν Ἑλλάδα, καθώς οἱ Κορίνθιοι εἶχαν ἰσχυρό στόλο, καταπολεμοῦσαν τούς πειρατές, καί ἔτσι ἡ Κόρινθος, ὄντας κέντρο ἐμπορικό σέ θάλασσα καί στεριά, εἶχε γίνει μιά πόλη ἰσχυρή χάρη στίς χρηματικές προσόδους» (Α’ 13, 5).
 
Ὁ Θουκυδίδης, ἕνας Ἀθηναῖος τοῦ τέλους τοῦ 5ου αἰώνα, μιλᾶ γιά τούς Κορινθίους σάν νά ἐπρόκειτο γιά ἕνα ὁμοιογενές σύνολο πού ἀπολάμβανε τόν πλοῦτο τῆς ἀφνειοῦ Κορίνθου. Ὁ Ἡρόδοτος, στόν ὁποῖο ὀφείλουμε τά σημαντικότερα στοιχεῖα ἀπό ὅσα διαθέτουμε σχετικά,μέ τήν ἐμφάνιση τῆς κορινθιακῆς τυραννίδας, εἶναι ὡς πρός αὐτό πιό ἀκριβής. Μιλώντας γιά τήν τυραννίδα τῶν Κυψελιδῶν ἀναφέρει ἀρχικά ὅτι τότε τήν πόλη τήν κυβερνοῦσε ἡ ἰσχυρή οἰκογένεια τῶν Βακχιαδῶν, πού ἐφάρμοζε τήν ἐνδογαμία. Πρόκειται γιά τούς ὑποτιθέμενους ἀπογόνους του μυθικοῦ βασιλιᾶ Βάκχι, τοῦ πρώτου δωριέα βασιλιᾶ τῆς Κορίνθου, δηλαδή γιά μιά κληρονομική ἀριστοκρατία πού κυβερνοῦσε τήν πόλη καί ἡ ὁποία εἶχε λάβει ἐνεργό μέρος στόν ἀποικισμό τῆς Δύσης. Ὁ Ἀρχίας, ὁ ἱδρυτής τῶν Συρακουσῶν, ἦταν Βακχιάδης, ὅπως καί ὁ Χερσι-κράτης, πού πῆρε τήν Κέρκυρα ἀπό τους Ἐρετριεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ πρῶτοι. Μερικοί σύγχρονοι ἐπιστήμονες, μέ ἀφορμή τίς μαρτυρίες τοῦ Θουκυδίδη καί τίς πληροφορίες τοῦ Ἡροδότου καί ὁρισμένων ἄλλων μεταγενέστερων συγγραφέων, ὑποστήριξαν ὅτι οἱ Βακχιάδες ἦταν κάτι σάν «πρίγκιπες ἔμποροι» πού ἔλεγχαν τό ἐμπόριο τῆς δυτικῆς Μεσογείου. Στήν πραγματικότητα ὁ Θουκυδίδης μᾶλλον ἐννοεῖ ὅτι ἡ Κόρινθος, καί κατά συνέπεια ἡ ἀριστοκρατία πού τήν κυβερνοῦσε, ὄφειλε τά πλούτη της στή γεωγραφική θέση της καί στά λιμάνια της. Ἡ ἀφύπνιση τῶν ἐμπορικῶν ἀνταλλαγῶν στή Μεσόγειο ἔκανε τή θέση της ἀκόμα πιό προνομιακή, μιά καί τά ἐμπορεύματα πού μεταφέρονταν ἀπό τήν Ἀνατολή στή Δύση, γιά νά μήν κάνουν τό γύρο τῆς Πελοποννήσου, ἔπρεπε ἀναγκαστικά νά περάσουν ἀπό τόν Ἰσθμό. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση ὑπῆρχε ὁ δίολκος, χάρη στόν ὁποῖο γλιστροῦσαν τά πλοῖα ἀπό τίς Κεγχρεές τοῦ Σαρωνικοῦ κόλπου στό Λέχαιο τοῦ Κορινθιακοῦ. Οἱ ἀρχαιολόγοι ἀνακάλυψαν τά ἴχνη του, δέν ἔχει ὅμως χρονολογηθεῖ ἐπακριβῶς, ἐνῶ ὑπάρχει σήμερα ἡ τάση νά ἀποδίδεται ἡ κατασκευή του στόν Περιανδρο. Τά πλούτη λοιπόν πού ἀποκόμιζαν οἱ Βακχιάδες ἀπό τό ἐμπόριο δέν ἦταν ἀποτέλεσμα ἐπαγγελματικῆς ἐμπορικῆς δραστηριότητας, ἀλλά μᾶλλον ὀφείλονταν στή φορολογία τῶν πλοίων πού χρησιμοποιοῦσαν τά κορινθιακά λιμάνια.
 
Ἡ Κόρινθος ὅμως ἦταν, ὅπως προαναφέραμε, καί ἕνα ἀπό τά μεγάλα κέντρα παραγωγῆς κεραμικῶν εἰδῶν καί, μολονότι τά χρονολογικά προβλήματα εἶναι ἰδιαίτερα περίπλοκα, ἡ κορινθιακή ἀγγειοπλαστική φαίνεται ὅτι ἔφτασε στό ἀπόγειό της τήν ἐποχή τῶν Βακχιάδων. Ὡς ποιό βαθμό ὅμως οἱ Βακχιάδες ἔλεγχαν τήν παραγωγή τῶν κορινθιακῶν ἀγγείων πού ἀνταλλάσσονταν σέ ὁλόκληρη τή λεκάνη τῆς Μεσογείου μέ δημητριακά καί μέταλλα; Καί ὡς ποιό βαθμό ἡ ἀνάπτυξη αὐτῆς τῆς παραγωγῆς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά δημιουργηθεῖ μιά τάξη χειροτεχνῶν πού ἐντάχθηκαν στήν κοινότητα τῶν πολιτῶν; Αὐτά τά ἐρωτήματα παραμένουν ἀναπάντητα. Πάντως ἄς σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ἀμεινοκλῆς, ὁ κατασκευαστής τῶν τριήρων, ἐξακολουθοῦσε τήν αὐγή τοῦ 7ου αἰώνα νά βρίσκεται, ὅπως καί ὅλοι οἱ ἄλλοι χειροτέχνες, οἱ δημιουργοί, κάπως στό περιθώριο μίας κοινωνίας πού οὐσιαστικά παρέμενε ἀγροτική.
 
Ἄς ἔρθουμε ὅμως στό κείμενο τοῦ Ἡροδότου. Στήν ἀρχή ἀναφέρεται ἡ γέννηση τῆς Λάβδας, τῆς χωλῆς κόρης ἑνός Βακχιάδη, τοῦ Ἀμφίωνα. Αὐτή, μή βρίσκοντας γιά σύζυγο κάποιον ἀριστοκράτη Βακχιάδη, παντρεύτηκε ἕναν ἄνθρωπο τῆς περιοχῆς, κάποιον Ἠετίωνα, πού ὁ ἱστορικός τόν θεωρεῖ ἀπόγονο του Καινέα, ἑνός ἀπό τους ἀρχηγούς τῶν Λαπιθῶν, τῶν μυθικῶν ἡρώων πού πολέμησαν τούς Κενταύρους καί πιστεύεται ὅτι νικήθηκαν ἀπό τόν Ἡρακλῆ. Οἱ σύγχρονοι ἐπιστήμονες, στηριγμένοι σέ αὐτά τά στοιχεῖα, δέν δίστασαν νά προχωρήσουν καί νά θεωρήσουν τόν «Λαπίθη» Ἠετίωνα ἀπόγονο πρωτόγονων πληθυσμῶν πού κατοικοῦσαν στόν Ἰσθμό πρίν ἀπό τήν κάθοδο τῶν Δωριέων. Ἔχουμε ὅμως καί πιό πάνω ἀμφισβητήσει παρόμοιους ὑποθετικούς ἀνταγωνισμούς ἀνάμεσα σέ ἔθνη, οἱ ὁποῖοι ἐπιβίωσαν παρά τήν πάροδο αἰώνων συνύπαρξης. Ἔστω, λοιπόν, καί ἄν σέ ἔσχατη ἀνάγκη δεχτοῦμε ὅτι ἡ δυναστεία τῶν Κυψελίδων προῆλθε ἀπό τή μή ἐνδογαμική ἕνωση μίας Βακχιάδας μέ ἕναν ἄνθρωπο τῆς περιοχῆς, αὐτό δέν σημαίνει κατανάγκην ὅτι ὁ Ἠετίων, πού ὁ ἴδιος καυχιόταν ὅτι κατάγεται ἀπό ἔνδοξο γένος, ἦταν χωρικός, πού ἀνῆκε μάλιστα σέ κάποια φυλή αὐτοχθόνων μή Δωριέων, σχεδόν ὑπόδουλων. Ἡ συνέχεια τῆς διήγησης τοῦ Ἡροδότου ἐντάσσεται στίς παραδόσεις τίς σχετικές μέ τή γέννηση παιδιῶν πού ἔχουν κάποιον ὕψηλο προορισμό, τίς ὁποῖες βρίσκουμε σέ πολλούς πολιτισμούς. Ὁ Ἠετίων, ἐπειδή δέν ἔκανε παιδιά, συμβουλεύτηκε τό μαντεῖο τῶν Δελφῶν, καί ἔμαθε ἀπό τό στόμα τῆς Πυθίας ὅτι ἡ γυναίκα του θά γεννήσει «μιά κυλιόμενη πέτρα, πού θά πέσει στούς μονάρχες καί θά τιμωρήσει τήν Κόρινθο» (Ε’ 92). Οἱ Βακχιάδες, πού τό πληροφορήθηκαν, προσπάθησαν νά ἁρπάξουν τό νεογέννητο καί νά τό σκοτώσουν. Τήν πρώτη φορά οἱ ἄνθρωποί τους λύγισαν μπροστά στά χαμόγελα τοῦ μικροῦ παιδιοῦ. Ὅταν ἐπανῆλθαν γιά νά πραγματοποιήσουν τό σχέδιό τους, ἡ μητέρα, πού κρυφάκουσε ὅσα ἔλεγαν, ἔκρυψε τό παίδι μέσα σ’ ἕνα ἀγγεῖο (κυψέλη —ἀπ’ ὅπου καί τό ὄνομά του: Κύψελος) πετυχαίνοντας μ’ αὐτό τόν τρόπο νά τό σώσει ἀπό τους φονιάδες. Ἔτσι ἐκ-πληρώθηκε ὁ χρησμός: ὅταν ἀνδρώθηκε ὁ Κύψελος ἔγινε κύριος της Κορίνθου.
 
Αὐτή ἡ χαριτωμένη ἱστορία πού ἀφηγεῖται ἐκτενῶς ὁ Ἡρόδοτος δέν εἶναι δυνατόν νά δώσει ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα πού ἀπασχολοῦν τόν ἱστορικό. Γιατί, μολονότι κατανοοῦμε πλήρως πῶς κατέλυσε τήν ἐξουσία τῶν Βακχιαδῶν κάποιος πού ἦταν συγγενής τους ἀπό τή μεριά τῆς μητέρας του καί ταυτοχρόνως νόθος[1], δέν γνωρίζουμε οὔτε μέ ποιές συνθῆκες ἀκριβῶς συνέβη αὐτή ἡ κατάλυση τῆς ἐξουσίας οὔτε σέ ποιόν στηρίχτηκε ὁ Κύψελος γιά νά ἐξουδετερώσει τούς ἀντίπαλούς του.
 
Πρέπει λοιπόν νά ἀνατρέξουμε σέ αλλες πηγές ἄν θέλουμε νά λύσουμε τίς ἀπορίες μας. Σύμφωνα μέ ἀρκετές παραδόσεις, τό πρῶτο μισό του 7ου αἰώνα ἦταν γιά τήν Κόρινθο μιά δύσκολη περίοδος. Ἔπρεπε κυρίως νά ἀντιμετωπίσει τήν ἐπανάσταση πού ξέσπασε στήν κορινθιακή ἀποικία Κέρκυρα, στή διάρκεια τῆς ὁποίας ἔγινε, κατά τόν Θουκυδίδη, «ἡ ἀρχαιότερη ναυμαχία πού μᾶς εἶναι γνωστή», ἡ ὁποία καί κατέληξε σέ νίκη τῶν Κερκυραίων (γύρω στό 664). Ἐπίσης, λίγο πρωτύτερα (τό 669) οἱ Ἀργεῖοι εἶχαν νικήσει τούς Σπαρτιάτες στή μάχη τῶν Ὑσιῶν, ἐνισχύοντας ἔτσι τή δύναμή τους στή βορειοανατολική Πελοπόννησο, καί ἀποτελοῦσαν πιά ἄμεση ἀπειλή γιά τόν Ἰσθμό. Μήπως αὐτές οἱ ἧττες καί οἱ ἀπειλές εἶχαν ἀρχίσει νά ὑποσκάπτουν τή δύναμη τῶν Βακχιαδῶν; Γιά νά κατανοήσουμε τίς συνθῆκες πού ἐπέτρεψαν στόν Κύψελο νά γίνει κυρίαρχος τῆς πόλης, πρέπει νά λάβουμε ὑπόψη καί ὁρισμένα ἄλλα στοιχεῖα: μερικοί ὑποστηρίζουν ὅτι τήν ἐπιρροή πού ἀσκοῦσε στό δῆμο τήν ὄφειλε στίς δικαστικές του ἁρμοδιότητες. Ἀντίθετα, σύμφωνα μέ τόν Ἔφορο, ἱστορικό του 4ου αἰώνα, ὁ Κύψελος, ὅταν κατέλαβε τήν ἐξουσία, εἶχε τό ἀξίωμα τοῦ πολεμάρχου, χάρη στό ὁποῖο κέρδισε τήν εὔνοια τοῦ λαοῦ ἱκανοποιώντας τίς ἀπαιτήσεις του. Αὐτή ἡ ἑρμηνεία εἶναι πιό ἀληθοφανής, ἀφοῦ ὁ πολέμαρχος μποροῦσε νά ἀσκήσει τέτοια ἐπιρροή, κυρίως στίς τάξεις τοῦ στρατοῦ. Αὐτό ὅμως προϋποθέτει, ὅπως καταλαβαίνουμε, καί τά ἑξῆς: Πρῶτον, ὅτι δέν ὑπῆρχε σαφής διάκριση μεταξύ τῶν ὁπλιτῶν καί τοῦ δήμου, πού ὁ Κύψελος τόν πῆρε μέ τό μέρος του: στήν Κόρινθο, ὅπως καί στή Σπάρτη, ἡ ἀπειλή καί τό παράδειγμα τῶν Ἁργείων θά εἶχαν ὁδηγήσει στήν υἱοθέτηση τῆς φάλαγγας. Δεύτερον, ὅτι ὁ Κύψελος, μολονότι ἦταν Βακχιάδης μόνο ἀπό τή μητέρα του, εἶχε κατορθώσει νά ἀναρριχηθεῖ σέ ἀξίωμα πού τό κατεῖχαν μέλη τῆς ἀριστοκρατίας.
 
Ἑπομένως, ἡ κατάληψη τῆς ἐξουσίας ἀπό τόν Κύψελο συνδέεται μᾶλλον μέ τήν «ὁπλιτική ἐπανάσταση» καί μέ τήν ἐπιθυμία ὅσων ὑπηρετοῦσαν στή φάλαγγα στό πλευρό τῶν ἀριστοκρατῶν νά ἀποκτήσουν, ὅπως λέει ὁ Ἔφορος, «τό μερίδιο πού τούς ἀναλογοῦσε». Τό μερίδιο ὅμως ἀπό τί πράγμα; Στό κείμενο τοῦ Ἐφόρου γίνεται λόγος γιά πρόστιμα καί ἐγγυήσεις, πράγματα δηλαδή ἀσυμβίβαστα μέ τήν κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε στήν Κόρινθο τό πρῶτο μισό του 7ου αἰώνα. Μήπως πρόκειται κι ἐδῶ γιά κάποια πρωτόγονη μορφή χρέωσης τῶν ἀγροτῶν, ὅπως ἐκείνη πού ἐμφανίστηκε στήν Ἀθήνα μισόν αἰώνα ἀργότερα, ἡ ὁποία μᾶς ἀπασχόλησε πιό πάνω; Ὅπως καί ἄν ἔχουν τά πράγματα, ὁ Κύψελος φαίνεται ὅτι δέν κοπίασε πολύ γιά νά καταλάβει τήν ἀρχή. Τό γεγονός ὅτι ἄσκησε τήν ἐξουσία χωρίς νά βασίζεται σέ κάποια προσωπική φρουρά, ὅπως ὑπογραμμίζουν οἱ πηγές, ἐνισχύει τήν ἄποψη ὅτι ἐνεργοῦσε ὡς ἀρχηγός τῶν ὁπλιτῶν.
 
Τίς λιγοστές πληροφορίες πού διαθέτουμε σχετικά μέ τή διακυβέρνηση τοῦ Κυψέλου τίς ὀφείλουμε καί πάλι στόν Ἔφορο. Μόλις ἔγινε κύριος της Κορίνθου πῆρε τόν τίτλο τοῦ βασιλιᾶ καί ἔδιωξε τόν τελευταῖο Βακχιάδη. Οἱ περιουσίες τῶν ἀριστοκρατῶν δημεύτηκαν, δέν γνωρίζουμε ὅμως ἄν ὁ Κύψελος προχώρησε σέ ἀναδασμό τῆς γής, ὥστε νά ἀποδώσει στόν καθένα «τό μερίδιο πού τοῦ ἀναλογοῦσε», ἤ ἄν ἀρκέστηκε στό νά ἀνταμείψει τούς ὀπαδούς του ἐπαναστάτες. Σέ κάποιο σημεῖο ἑνός πολύ γνωστοῦ κειμένου τοῦ 4ου αἰώνα, τοῦ Οἰκονομικοῦ, πού ἀποδίδεται στόν Ἀριστοτέλη, ἀναφέρεται καί κάποιο ἄλλο μέτρο πού πῆρε ὁ Κύψελος: «Ἀφοῦ ὑποσχέθηκε στόν Δία νά τοῦ ἀφιερώσει ὅλα τά ἀγαθά τῶν Κορινθίων, ἄν γίνει κύριος της πόλης, ὁ Κύψελος τῆς Κορίνθου διέταξε τούς ὑπηκόους του νά δηλώσουν ἐπίσημα τήν περιουσία τους. Κατόπιν πῆρε ἀπό τόν καθένα τό ἕνα δέκατο τῆς περιουσίας του καί τούς παρακίνησε νά ἀξιοποιήσουν τό ὑπόλοιπο. Σέ ἕνα χρόνο ἐπανέλαβε τό ἴδιο: ἔτσι, σέ δέκα χρόνια συγκέντρωσε ὅλα τά ἀγαθά πού εἶχε ὑποσχεθεῖ στόν Δία, ἐνῶ οἱ Κορίνθιοι εἶχαν ἀποκτήσει ἄλλα» (Οἰκονομικός, II, 1).
 
Αὐτό τό μέτρο θεωρήθηκε γενικά φόρος δέκα τοῖς ἕκατο ἐπί τῶν ἐσόδων καί ὄχι κατακράτηση τοῦ ἑνός δεκάτου τῆς περιουσίας κάθε Κορινθίου. Σύμφωνα μέ τήν ἄποψη τοῦ ψευδο-Ἀριστοτέλη, αὐτή ἡ δεκάτη ἐπιβλήθηκε γιά νά πραγματοποιηθεῖ ἡ ὑπόσχεση στό θεό, συγχρόνως ὅμως ὑποθέτουμε ὅτι ἐπαύξησε τήν περιουσία τοῦ τυράννου καί ἴσως τοῦ ἐπέτρεψε νά ἐπιχειρήσει τόν ἀναδασμό πού ἀπαιτοῦσε ὁ δῆμος, χωρίς νά θίξει τήν ἰδιοκτησία. Ἴσως μάλιστα γιά τό σκοπό αὐτό νά ἔκοψε ὁ Κύψελος τά πρῶτα κορινθιακά νομίσματα. Ἡ ὑπό-θέση μπορεῖ νά ἀληθεύει ἄν δεχτοῦμε τή χαμηλή χρονολογία γιά τή δυναστεία τῶν Κυψελιδῶν, δηλαδή τήν ἄνοδο τοῦ Κυψέλου στήν ἐξουσία γύρω στό 620 καί τίς πρῶτες κοπές νομισμάτων γύρω στό 600.
 
Ἐπιπλέον, χάρη στήν ἔκδοση τῶν πρώτων νομισμάτων, ὁ Κύψελος ἀκολούθησε «ἀποικιακή» πολιτική ἐπέκτασης πρός τήν Ἀδριατική μέ τήν ἵδρυση τῆς Λευκάδας, τοῦ Ἀνακτορίου καί τῆς Ἀμβρακίας, πού τίς ἐμπιστεύτηκε στούς τρεῖς νόθους γιούς του. Δέν πρόκειται δηλαδή γιά τήν ἵδρυση αὐτόνομων πόλεων ἀλλά γιά τήν ἐπέκταση τῆς μητρόπολης, μέ σκοπό ἀφενός τή διανομή γαιῶν σέ ὅσους τό ἀπαιτοῦσαν καί ἀφετέρου τή διασφάλιση τοῦ πλοῦ τῶν κορινθιακῶν καραβιῶν στήν περιοχή τῆς Ἀδριατικῆς καί τήν εὐκολότερη προσέγγιση στά ἰλλυρικά κοιτάσματα ἀργύρου.
 
Εἶναι δύσκολο, ὅσον ἀφορᾶ τή δυναστεία τῶν Κυψελιδῶν, νά προχωρήσουμε πέρα ἀπό τίς λίγες αὐτές παρατηρήσεις, πού ἀποτελοῦν κατά μέγα μέρος ὑπόθεσεις. Ὁπωσδήποτε, τόν Κύψελο, πού ἔμεινε στήν ἐξουσία μέχρι τό θάνατό του, τόν διαδέχτηκε ὁ γιός του Περίανδρος, γιά τόν ὁποῖο ὑπάρχουν πολυάριθμες, ἄν καί συχνά ἀντικρουόμενες παραδόσεις. Ὁ Ἡρόδοτος εἶναι ἰδιαίτερα σαφής, τονίζοντας ἀπό τήν ἀρχή ὅτι ὁ Περίανδρος «στάθηκε ἀκόμα πιό σκληρός ἀπό τόν Κύψελο» καί ὅτι «συμπλήρωσε ὅσους φόνους ἤ διωγμούς δέν εἶχε προλάβει νά κάνει ὁ πατέρας του». Ἡ τυραννίδα λοιπόν τοῦ Περιάνδρου ἦταν σκληρότερη: ἡ στάση του ἀπέναντι στήν ἀριστοκρατία ἦταν πολύ πιό βάναυση καί ἡ ἀπολυταρχία του πολύ πιό ριζική. Ὁ Ἡρόδοτος ἀποδίδει αὐτές τίς τάσεις στίς βλαβερές συμβουλές τοῦ μιλήσιου τυράννου Θρασυβούλου. Πράγματι, ὁ Θρασύβουλος δέχτηκε ὡς ἑξῆς ἕναν ἀπεσταλμένο τοῦ Περιάνδρου, πού ἤθελε νά μάθει πῶς θά στερεώσει καλύτερα τή δύναμή του: τόν ὁδήγησε σ’ ἕναν ἀγρό σπαρμένο καί, κουβεντιάζοντας μαζί του, ἔκοβε ταυτόχρονα κάθε στάχυ πού ἔβλεπε νά ξεπερνᾶ τά ἄλλα. Γυρίζοντας στήν Κόρινθο ὁ ἀπεσταλμένος διηγήθηκε στόν κύριό του αὐτή τήν κατά τή γνώμη του παράλογη πράξη. Ἀλλά, προσθέτει ὁ Ἡρόδοτος, «ὁ Περίανδρος ἔπιασε τό νόημα τῆς πράξης αὐτῆς: κατάλαβε ὅτι ὁ Θρασύβουλος τόν συμβούλευε νά σκοτώνει τούς πολίτες πού ξεπερνοῦσαν τούς ἄλλους». Σύμφωνα μέ μιά ἄλλη ἐκδοχή τοῦ ἴδιου γεγονότος ὁ Περίανδρος ἦταν ἐκεῖνος πού συμβούλευε τόν Θρασύβουλο. Λίγο ὅμως μᾶς ἐνδιαφέρει, μιά καί τό νόημα αὐτῆς της παράδοσης εἶναι σαφές: ἔργο τοῦ τυράννου εἶναι ἡ ἀπάλειψη τῶν ἀνισοτήτων… μέ τό φόνο ὅσων ξεχωρίζουν ἀπό τους ἄλλους. Δέν πρόκειται λοιπόν μόνο γιά σφετερισμό τῆς ἐξουσίας μέ τήν ἀποπομπή τῶν νόμιμων δικαιούχων της, δηλαδή τῶν βασιλέων ἤ τῶν ἀρχόντων, ἀλλά γιά τόν περιορισμό μέ τή βία κάθε ἀντίδρασης. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Περίανδρος, ἀντίθετα ἀπό τόν Κύψελο, στήριξε τήν ἐξουσία του σέ μιά φρουρά τριακοσίων δορυφόρων. Μέ τέτοια δύναμη λοιπόν, ὡς ἀπόλυτος ἐξουσιαστής, ἀκολούθησε μιά πολιτική ἐντελῶς ἀντιαριστοκρατική, ὄχι μόνο σκοτώνοντας ἤ ἐξορίζοντας τούς ἀντιπάλους του, ἀλλά παίρνοντας καί μέτρα περιορισμοῦ τῆς πολυτελοῦς ζωῆς τῶν ἰσχυρῶν. Γι’ αύτό τό λόγο ἄλλωστε, μέ πρόσχημα τόν ἐξευμενισμό τοῦ φαντάσματος τῆς νεκρῆς συζύγου του Μέλισσας, ἀπογύμνωσε ὅλες τίς Κορίνθιες ἀπό τά ὡραιότερα ροῦχα καί κοσμήματά τους καί τῆς τά ἀφιέρωσε. Ἐπίσης, ἀπαγόρευσε στούς Κορινθίους νά ἔχουν δούλους, μέτρο πού δέν θα ‘πρεπε νά μᾶς παρασύρει στό νά ἀποδώσουμε στόν τύραννο κάποιο εὐρύ οἰκονομικό πρόγραμμα, ἀλλά ἐξηγεῖται ἄν θεωρηθεῖ προσπάθεια περιορισμοῦ τῶν δαπανῶν. Μέ τήν εὐκαιρία ἄς σημειωθεῖ ὅτι αὐτά τά μέτρα, πού οἱ συγγραφεῖς τοῦ 4ου αἰώνα τά παρουσιάζουν ὡς καταπιεστικά, ἴσως συνέτειναν στό νά τοποθετηθεῖ ὁ Περίανδρος ἀνάμεσα στούς ἑπτά σοφούς της ἀρχαιότητας, δίπλα στόν Σόλωνα, τοῦ ὁποίου οἱ διατάξεις κατά τῆς ἀργίας, ἔστω καί ἄν εἶχαν θετικό χαρακτήρα, ἐντάσσονται στό ἴδιο πλαίσιο. Ἀφοῦ ὅμως ἦταν αὐτονόητο ὅτι ὁ Περίανδρος συμπεριλαμβανόταν στούς «κακούς», ἔπρεπε νά τοῦ ἀποδοθοῦν καί διάφορες διαστροφές, καί εἰδικά τό ὅτι «ἔσμιξε μέ τή Μέλισσα ἐνῶ ἦταν νεκρή».
 
Μέ τή βοήθεια ὁρισμένων ἄλλων ἐνδείξεων πού μᾶς προσφέρουν οἱ πηγές μποροῦμε νά διακρίνουμε κάποιες ἄλλες πιό σημαντικές πλευρές τῆς πολιτικῆς τοῦ τυράννου. Προώθησε τήν κατασκευή τριήρων, γιά νά μπορεῖ νά ἐλέγχει τίς θάλασσες καταδιώκοντας τούς πειρατές, καί ἀκολούθησε μεγαλεπήβολη πολιτική στό χῶρο τοῦ Αἰγαίου, ἀναπτύσσοντας σχέσεις μέ τό βασίλειο τῆς Λυδίας καί τήν Αἴγυπτο. Τήν ὕπαρξη σχέσεων ἀνάμεσα στούς Κυψελίδες τῆς Κορίνθου καί τούς λυδούς βασιλεῖς Ἀλυάττη καί Κροῖσο μαρτυροῦν εὔγλωττα τά λυδικά ἀφιερώματα τοῦ θησαυροῦ τῶν Κορινθίων στούς Δελφούς. Οἱ σχέσεις μέ τήν Αἴγυπτο εἶναι πιό ἀμφίβολες, ἀφοῦ οἱ μόνες ἀποδείξεις πού διαθέτουμε εἶναι τό ὄνομα Ψαμμήτιχος πού ἔφερε κάποιος ἀνιψιός τοῦ τυράννου καί ἕνας σημαντικός ἀριθμός κορινθιακῶν ἀγγείων πού βρέθηκαν στή Ναύκρατι. Μιά ἄλλη ἐκδήλωση τῆς αἰγαιικῆς πολιτικῆς τοῦ τυράννου εἶναι ἡ μεσολάβησή του ὡς διαιτητῆ στή διαφορά μεταξύ Ἀθηναίων καί Μυτιληναίων, οἱ ὁποῖοι πολεμοῦσαν γιά τήν κυριότητα τοῦ Σιγείου. Ὅλα αὐτά βέβαια μαρτυροῦν τήν ἰσχύ πού εἶχε ἀποκτήσει ὁ τύραννος τῆς Κορίνθου, ὄχι μόνο στό πλαίσιο τῆς πόλης ἀλλά καί σέ ὁλόκληρο τόν Ἑλληνικό κόσμο.
 
Πῶς ὅμως ἐξηγεῖται ὅτι αὐτή ἡ ἰσχύς ἔπαψε νά ὑπάρχει μετά τό θάνατο τοῦ τυράννου; Πράγματι, ἐπειδή κατά τό θάνατο τοῦ Περιάνδρου δέν ζοῦσε κανείς ἀπό τους γιούς του, τόν διαδέχτηκε ὁ ἀνιψιός του Ψαμμήτιχος. Σέ λιγότερο ἀπό τρία χρόνια ὁ Ψαμμήτιχος ἀνατράπηκε, καί οἱ Κορίνθιοι προσπάθησαν νά σβήσουν κάθε ἴχνος τῶν Κυψελιδῶν μέ τόν πιό ἀτιμωτικό τρόπο: καταστρέφοντας τούς τάφους τῶν τυράννων καί διασκορπίζοντας ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπ’ αὐτούς. Τή θέση τους κατέλαβε ἕνα ὀλιγαρχικό καθεστώς, πού ἐλεγχόταν ἀπό τους πλουσίους, ἔπαψε ὅμως νά ἀποτελεῖ κριτήριο γιά τήν ἀπόκτηση τῶν ἀξιωμάτων ἡ καταγωγή ἤ ἡ συγγένεια μέ κάποιο γένος, δηλαδή μέ κάποια μεγάλη οἰκογένεια.
 
Ἄν παραμερίσουμε τά ἀνεκδοτολογικά στοιχεῖα, τίς παραδόσεις καί τήν ἀνατροπή τῶν ἀξιῶν πού συνδέονται μέ τήν πολιτική καί τή ζωή τῶν τυράννων, αὐτή ἡ σύντομη ἐξέταση τῆς κορινθιακῆς τυραννίδας μᾶς ἐπιτρέπει νά διακρίνουμε τή θέση πού κατέχει στήν ἱστορία τῶν ἑλληνικῶν πόλεων κατά τήν ἀρχαϊκή ἐποχή. Γεννιέται ἀπό τήν κρίση πού μαστίζει τήν ἀριστοκρατική κοινωνία καί συμβάλλει, μέ τό σφετερισμό τῆς ἐξουσίας καί μέ τή βία, στήν κατάργηση τῶν προνομίων τῶν ἀριστοκρατῶν καί, μέ τήν κατάσχεση τοῦ πλούτου τῆς πόλης πού μαρτυρεῖ ἡ δεκάτη τοῦ Κυψέλου, στήν ἐξομάλυνση κατά κάποιον τρόπο τῶν κοινωνικῶν ἀνισοτήτων.
 
Μήπως λοιπόν πρέπει νά ἐπεκταθοῦμε καί νά ἀποδώσουμε στούς τυράννους μιά μεγαλεπήβολη ναυτιλιακή καί ἐμπορική πολιτική; Ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει, τό ἐμπόριο δέν συνδεόταν ἀναγκαστικά μέ τή ναυσιπλοία. Ἡ κυριαρχία στίς θάλασσες, μέ τήν κατοχή ἕνος ἰσχυροῦ στόλου, εἶχε βέβαια ὡς ἀποτέλεσμα τήν καταπολέμηση τῆς πειρατείας, καί συνεπῶς τήν προστασία τοῦ ἐμπορίου, δέν σήμαινε ὅμως ὑποχρεωτικά καί ἄμεση συμμετοχή στήν ἐμπορική δραστηριότητα. Ὅπως εἴπαμε καί πιό πάνω, τήν ἐποχή τῶν Βακχιαδῶν τά περισσότερα ἔσοδα τῆς πόλης προέρχονταν ἀπό τίς εἰσφορές πού πλήρωναν ὅσα πλοῖα ἄραζαν στά κορινθιακά λιμάνια καί ἴσως χρησιμοποιοῦσαν ἡδη τόν δίολκο. Σέ κάποιο ἀπόσπασμα ἑνός μεταγενέστερου συγγραφέα ἀναφέρεται ὅτι ὁ Περίανδρος, σέ μιά ἐκδήλωση μετριοπάθειας, δέν δέχτηκε νά ἐπιβάλει φόρους καί συνέχισε νά εἰσπράττει τά συνηθισμένα ἔσοδα, δηλαδή προφανῶς αὐτές τίς εἰσφορές. Ἑπομένως δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀποδίδουμε στούς τυράννους κάποια «ἐμπορική» πολιτική. Πρέπει ἐξάλλου νά ἀναφέρουμε ὅτι ἡ ἐποχή τῆς τυραννίδας συμπίπτει μέ τήν ἔναρξη τῆς περιόδου κατά τήν ὁποία ἡ κορινθιακή κεραμική παρακμάζει. Μεγάλη διάδοση σέ ὅλη σχεδόν τή λεκάνη τῆς Μεσογείου, καί ἰδιαίτερα στή Δύση, γνωρίζουν τώρα τά ἀττικά κεραμικά. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ὁ ἰσχυρός στόλος ἐξασφάλιζε αὔξηση τῶν ἐσόδων τῆς πόλης καί ἔδινε στόν Περιανδρο τά μέσα νά τή στολίζει μέ ναούς καί μνημεῖα. Ἡ σχέση αὐτή εἶναι φανερή, ἄν δεχτοῦμε ὅτι ὁ δίολκος χρονολογεῖται ἀπό τίς ἀρχές του 6ου αἰώνα. Παρά τά σκοτεινά σημεῖα πού ὑπάρχουν, θά προσπαθήσουμε τώρα νά διαπιστώσουμε ἄν τά χαρακτηριστικά πού παρουσιάζει ἡ τυραννίδα τῶν Κυψελιδῶν παρατηροῦνται καί σέ ἄλλες πόλεις ὅπου τήν ἴδια ἐποχή συμβαίνουν ἀνάλογα γεγονότα. Στό κείμενο τοῦ Θουκυδίδη πού ἀναφέραμε στήν ἀρχή αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου, ἐκτός ἀπό τήν Κόρινθο, γίνεται λόγος γιά τή Σάμο καί τίς σικελικές πόλεις. Τυραννίδα ὅμως γνώρισε γιά ἕνα μεγάλο διάστημα καί κάποια ἄλλη πόλη τοῦ Ἰσθμοῦ, ἡ Σικυώνα, πού δέν εἶχε τήν αἴγλη τῆς Κορίνθου ἤ τῶν Συρακουσῶν. Ἀνάμεσα στίς ἐλάχιστες πληροφορίες πού διαθέτουμε γιά τήν τυραννίδα στή Σικυώνα, δύο ἐπεισόδια σχετικά μέ τόν τύραννο Κλεισθένη φωτίζουν ὁρισμένες ἐνδιαφέρουσες πλευρές τῆς ἑλληνικῆς τυραννίδας τῶν ἀρχαϊκῶν χρόνων: τό πρῶτο ἀφορᾶ τήν πολιτική τοῦ τυράννου κατά τοῦ Ἄργους καί τό δεύτερο τίς γιορτές πού ὀργάνωσε γιά τούς γάμους τῆς κόρης του Ἀγαρίστης γύρω στό 570.
 
Τό πρῶτο ἐπεισόδιο τό ἀφηγεῖται ὁ Ἡρόδοτος, πού εἶναι ἡ κύρια πηγή τῶν πληροφοριῶν μας, ἀφοῦ ἔχει ἤδη ἐκθέσει τά κύρια σημεῖα τῶν μεταρρυθμίσεων πού πρότεινε ὁ Κλεισθένης σχετικά μέ τό σύστημα διαχωρισμοῦ τῶν Ἀθηναίων σέ φυλές μετά τήν πτώση τῶν Πεισιστρατιδῶν: «Μοῦ φαίνεται ὅτι ἐνεργώντας μέ αὐτό τόν τρόπο ὁ Κλεισθένης μιμοῦνταν τόν προγονό του ἀπό τήν πλευρά τῆς μητέρας του, τόν Κλεισθένη τόν Σικυώνιο: ἐπειδή δέν ἤθελε οἱ δωρικές φυλές νά εἶναι ἴδιες στούς Σικυωνίους καί στούς Ἀργείους, τίς μετονόμασε. Καί μέ αὐτό τόν τρόπο γελοιοποίησε τούς Σικυωνίους, δίνοντας στίς φυλές ὀνόματα ἀπό τό χοῖρο καί τό γαίδαρο, μέ τίς ἀνάλογες καταλήξεις, μέ ἐξαίρεση τή δική του φυλή, πού τό ὄνομά της θύμιζε τό ἀξίωμά του. Αὐτοί δηλαδή [τῆς δικῆς του φυλῆς] ὀνομάστηκαν Ἀρχέλαοι, ἐνῶ οἱ ἄλλοι Ὑᾶται, Ὀνεᾶται καί Χοιρεᾶται» (Ἱστορία, Ε’ 68).
 
Ὁ Κλεισθένης δέν εἶναι ὁ ἱδρυτής τῆς τυραννίδας στή Σικυώνα. Ἡ δυναστεία ὀφείλει τό ὀνομά της στόν Ὀρθαγόρα, πού κυβέρνησε πιθανόν γύρω στό 630, μολονότι κι ἐδῶ τά χρονολογικά προβλήματα εἶναι σχεδόν ἄλυτα. Ὁ Κλεισθένης πῆρε τήν ἐξουσία στήν ἀρχή τοῦ 6ου αἰώνα, ἀφοῦ ἐδίωξε, ὅπως φαίνεται, τόν ἐξάδελφο του Μύρωνα Β΄ Ἀπό ὅλους τούς τυράννους Ὀρθαγορίδες πού κυβέρνησαν τή Σικυώνα γιά ἕναν αἰώνα, εἶναι ὁπωσδήποτε ὁ πιό φημισμένος, ὁ περισσότερο γνωστός, ἐπειδή ἦταν ὁ παππούς τοῦ ἱδρυτῆ τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας. Ἡ μετονομασία τῶν δωρικῶν φυλῶν, πού τοῦ ἀποδίδει ὁ Ἡρόδοτος, ἔγινε ἀντικείμενο πολυάριθμων μελετῶν καί σχολιάστηκε εὐρύτατα. Οἱ περισσότεροι θεώρησαν τό μέτρο αὐτό ἀντίδραση τῶν μή δωριέων Σικυωνίων, στούς ὁποίους ἀνῆκε καί ἡ οἰκογένεια τοῦ τυράννου, ἐναντίον τοῦ κυρίαρχου δωρικοῦ στοιχείου. Κατά τήν παράδοση ἡ Σικυώνα ὑπετάγη ἀπό τους Δωριεῖς, ὅταν αὐτοί ἐγκαταστάθηκαν στήν Πελοπόννησο. Πρόκειται κι ἐδῶ γιά τό γνωστό πρόβλημα τῶν συνεπειῶν τῆς «καθόδου τῶν Δωριέων». Ὡστόσο στήν περίπτωση τῆς Σικυώνας, ὅπως καί τῆς Κορίνθου, ἡ ὕπαρξη μίας τέταρτης φυλῆς πλάι στίς τρεῖς δωρικές, τούς Ὑλλεῖς, τούς Παμφύλους καί τούς Δυμανάτες, μαρτυρεῖ ὅτι Δωριεῖς καί μή ἀποτελοῦσαν ἕνα ἑνιαῖο ἔθνος, ἀφοῦ κάθε διαφορά εἶχε πλέον ὑποχωρήσει μετά ἀπό τέσσερις αἰῶνες συνύπαρξης. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἄν δεχτοῦμε ὅτι ἡ τυραννίδα ἀντιπροσώπευε τήν ἐναντίωση τοῦ μή δωρικοῦ στό δωρικό στοιχεῖο, ἡ μετονομασία θά ἔπρεπε νά ἔχει ἤδη γίνει ἀπό τους ἱδρυτές τῆς δυναστείας. Στήν πραγματικότητα, σύμφωνα μέ τήν ἄποψη τοῦ ἱστορικοῦ Ε. Will, ὁ ἐξευτελισμός τῶν τριῶν δωρικῶν φυλῶν ἐντάσσεται στό πλαίσιο τῆς πολιτικῆς τοῦ Κλεισθένη ἐναντίον τοῦ Ἄργους. Μπορεῖ ἐπίσης νά εἶχε σκοπό —σύμφωνα μέ ὅσα ὑπαινίσσεται ὁ Ἡρόδοτος συγκρίνοντας τό μέτρο αὐτό μέ τίς μεταρρυθμίσεις τοῦ ἐγγονοῦ τοῦ τυράννου στήν Ἀθήνα— νά ὑπονομεύσει τήν ἡθική καί θρησκευτική ἐπιρροή τῆς ἀριστοκρατίας μειώνοντας τή σημασία τοῦ συστήματος τῶν φυλῶν ἀπ’ ὅπου ἀπέρρεε ἡ δύναμή της.
 
Τό δεύτερο ἐπεισόδιο ἀπό τή ζωή τοῦ Κλεισθένη ἀφορᾶ τήν κόρη του. Ὁ Ἡρόδοτος ἀναφέρει ὅτι, θέλοντας νά τήν παντρέψει, κάλεσε στήν αὐλή του νέους εὐγενεῖς ἀπό ὅλη τήν Ἑλλάδα γιά νά διαγωνιστοῦν. Οἱ ἀγῶνες κράτησαν ἕνα χρόνο, καί στή διάρκειά τους οἱ μνηστῆρες φιλοξενήθηκαν σύμφωνα μέ τήν ὁμηρική παράδοση. Ὁ Κλεισθένης διάλεξε τελικά τόν Ἀθηναῖο Μεγακλῆ, πού ἀνῆκε στήν ἀριστοκρατική οἰκογένεια τῶν Ἀλκμεωνιδῶν, δηλαδή ἕναν ἄντρα πού προερχόταν ἀπό μιά πόλη πού εἶχε ἐφοδιαστεῖ ἀπό τόν Σόλωνα μέ μιά ἰσχυρή νομοθεσία μέ ἄφθονες διατάξεις γιά τό γάμο. Ἄρα, ὁ Ἡρόδοτος σωστά προσδιορίζει ὅτι ὁ γάμος ἔγινε «σύμφωνα μέ τούς ἀθηναϊκούς νόμους». Αὐτό τό κράμα ἀπό συνήθειες πού ἀνάγονται σέ ἐποχές πρίν ἀπό τή δημιουργία τῆς πόλης καί ἀπό ἀστικά ἔθιμα ἀποκαλύπτει μέ τρόπο ἰδιαίτερα εὔγλωττο τόν διφορούμενο χαρακτήρα τῆς ἑλληνικῆς τυραννίδας. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Louis Gernet μιλώντας γι’ αὐτούς τούς «γάμους τῶν τυράννων»: «Ἡ τυραννίδα διατηρεῖ ἤ ἐπαναφέρει ἀντιλήψεις καί συνήθειες πού μέσα στό πλαίσιο τῆς πόλης εἶχαν χάσει τό νόημά τους». Συγχρόνως ὅμως καταστρέφει τίς κοινωνικές δομές πού ἔκφρασή τους ἦταν αὐτές οἱ συνήθειες.
 
Αὐτό ἰσχύει πολύ περισσότερο γιά τήν ἀθηναϊκή δυναστεία τῶν Πεισιστρατιδῶν, γιά τήν ὁποία διαθέτουμε πολύ πιό πλούσιες καί ἀκριβεῖς πληροφορίες, πού ὡστόσο δέν βοηθοῦν στή λύση τῶν πολυάριθμων προβλημάτων. Ἄς ἀνατρέξουμε καί πάλι στόν Ἡρόδοτο. Καί σ’ αὐτή τήν περίπτωση ἀναφέ-ρεται κάποιος μύθος γιά μιά ἐπίφοβη γέννηση πού ἕνας οἰωνός φανέρωσε σέ κάποιον Ἱπποκράτη. Αὐτός δέν ἔδωσε σημασία καί ἀπέκτησε γιό, τόν Πεισίστρατο, πού ἔγινε, ὅπως ὅριζε ἡ μοίρα του, τύραννος τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ σύγκριση ὅμως μέ ἄλλες προηγούμενες περιπτώσεις σταματᾶ ἐδῶ. Στή συνέχεια ὁ ἱστορικός ἀναλύει τήν κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε στήν Ἀττική, ὅπου συγκρούονταν δύο παρατάξεις: οἱ παράλιοι, μέ ἀρχηγό τόν Ἀλκμεωνίδη Μεγακλῆ, καί οἱ πεδιακοί, μέ ἀρχηγό τόν Λυκοῦργο, τό γιό τοῦ Ἀριστολαΐδη. Ὁ Πεισίστρατος ἐπενέβη στή σύγκρουση ὡς ἐπικεφαλῆς τῶν ὀρεινῶν καί, γιά νά καταλάβει τήν ἐξουσία, «μηχανεύτηκε τά ἑξῆς: αὐτοτραυματίστηκε, τραυμάτισε καί τά μουλάρια του καί ὅρμησε στήν ἄγορα μέ τήν ἅμαξά του, σάν νά ξέφυγε ἀπό τους ἔχθρούς του, πού ἡθελαν δῆθεν νά τόν ξεκάνουν καθώς τραβοῦσε γιά τά χωράφια του, καί ζήτησε ἀπό τό δῆμο νά τοῦ δώσει σωματοφυλακή, θυμίζοντας στούς Ἀθηναίους ὅτι εἶχε ἀνδραγαθήσει ὡς στρατηγός στή μεγαρική ἐκστρατεία, ὅπου εἶχε κυριεύσει τή Νίσαια καί εἶχε κάνει καί ἄλλα κατορθώματα. Ὁ δῆμος τῶν Ἀθηναίων ξεγελάστηκε καί διάλεξε καί τοῦ ἔδωσε κάμποσους πολίτες, οἱ ὁποῖοι δέν ἔγιναν δορυφόροι ἀλλά ροπαλοφόροι του, γιατί τόν ἀκολουθοῦσαν μέ ξύλινα ρόπαλα. Αὐτοί μαζί μέ τόν Πεισίστρατο ἐπαναστάτησαν καί κατέλαβαν τήν Ἀκρόπολη» (Ἱστορία, Α΄ 59).
 
Εἴδαμε καί πιό πάνω ὅτι οἱ μεταρρυθμίσεις τοῦ Σόλωνα δέν ἱκανοποίησαν οὔτε τούς ἰσχυρούς, πού θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τους ἀδικημένο ἀπό τή σεισάχθεια, οὔτε τό δῆμο, ἐπειδή δέν πραγματοποιήθηκε ὁ ἀναδασμός πού εἶχε ἀπαιτήσει. Στήν Ἀθηναίων Πολιτεία ὁ Ἀριστοτέλης ἀναφέρει τίς ταραχές πού σημάδεψαν τότε τήν ἱστορία τῆς πόλης: ἀφοῦ δύο χρονιές ἡ πόλη ἔμεινε χωρίς ἄρχοντα, ὁ Δαμασίας διατηρήθηκε παράνομα στό ἀξίωμα τοῦ ἄρχοντα γιά δύο χρόνια καί δύο μῆνες. Ὕστερα ἀπό τίς ταραχές αὐτές βρέθηκε μιά συμβιβαστική λύση: μετά τήν ἐκδίωξη τοῦ Δαμασία ὁρίστηκαν δέκα ἄρχοντες, δηλαδή πέντε εὐπατρίδες, τρεῖς ἀγρότες καί δύο τεχνίτες, γιά νά ἀποκαταστήσουν τήν κοινωνική γαλήνη (580 π.Χ.). Ὁρισμένοι σύγχρονοι ἐπιστήμονες ἀμφισβητοῦν αὐτό τό γεγονός, πού δέν ἀναφέρεται παρά μόνο ἀπό τόν Ἀριστοτέλη καί φαίνεται νά συμπίπτει μέ ὁρισμένες φιλοσοφικές θεωρίες τοῦ 4ου αἰώνα. Εἶναι δύσκολο νά ἀποφανθοῦμε. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἐκεῖνο πού ἐντυπωσιάζει εἶναι ὅτι, ὅταν εἴκοσι χρόνια ἀργότερα οἱ ταραχές ξαναρχίζουν, οἱ ἀντίπαλες παρατάξεις φέρουν ὀνόματα πού δηλώνουν τή γεωγραφική τους προέλευση (τήν πεδιάδα, τά παράλια, τό βουνό) καί ὄχι τήν κοινωνική τους τάξη. Ἤδη ὁ Ἀριστοτέλης, πού γράφει πάνω ἀπό ἕναν αἰώνα μετά τόν Ἡρόδοτο, αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ἑρμηνεύσει αὐτές τίς ὀνομασίες, ταυτίζοντας τούς ἀνθρώπους τῆς πεδιάδας μέ τούς ὀλιγαρχικούς, τούς παράλιους μέ τούς μετριοπαθεῖς καί τούς ὀρεινούς μέ τούς δημοκρατικούς. Εἶναι βέβαια φυσικό νά σκεφτοῦμε ὅτι πεδιακοί ἦταν οἱ μεγάλοι γαιοκτήμονες, παράλιοι ὅσοι εἶχαν σχέση μέ τή θάλασσα καί διάκριοι οἱ φτωχοί χωρικοί πού κατοικοῦσαν στά ὑψώματα. Ἴσως ὅμως οἱ γεωγραφικές αὐτές ὀνομασίες νά συνδέονται μέ τούς ἐπικεφαλῆς τῶν τριῶν παρατάξεων, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀριστοκράτες καί οἱ περιουσίες τους, καθώς καί οἱ ἄνθρωποί τους, βρίσκονταν στίς περιοχές πού δήλωναν οἱ ὀνομασίες τους. Πράγματι, ἄν ἐξετάσουμε μέ προσοχή τό κείμενο τοῦ Ἡροδότου, θά παρατηρήσουμε ὅτι ἀρχικά φαίνεται πώς ὑπῆρχαν ὄχι τρεῖς ἀλλά δύο ἀριστοκρατικές παρατάξεις, πού στηρίζονταν στούς δικούς της ἀνθρώπους ἡ καθεμιά, μέ ἀρχηγούς τόν Λυκοῦργο καί τόν Μεγακλῆ, καί ὅτι ὁ Πεισίστρατος, ἐπωφελούμενος ἀπό τή σύγκρουση γιά νά ἁρπάξει τήν ἐξουσία, τέθηκε ἐπικεφαλῆς του δήμου κι ἔτσι σχημάτισε μιά τρίτη ὁμάδα, δίνοντας καί σ’ αὐτήν κοροϊδευτικά ἕνα γεωγραφικό ὄνομα. Ὁ δῆμος φυσικά ἀποτελοῦνταν ἀπό χωρικούς πού ὑπηρετοῦσαν στή φάλαγγα καί ἔλπιζαν ὅτι ἕνας ἔνδοξος στρατηγός ὅπως ὁ Πεισίστρατος θά ἱκανοποιοῦσε τίς ἀπαιτήσεις τους πού εἶχε ἀπορρίψει ὁ Σόλων.
 
Παρ’ ὅλα αὐτά ὁ Πεισίστρατος δέν θά ἔμενε γιά πολύ στήν ἐξουσία πού κέρδισε μέ δόλο, μολονότι σεβάστηκε τούς ὑπάρχοντες θεσμούς καί κυβέρνησε πολιτικῶς μᾶλλον ἤ τυραννικῶς, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἀριστοτέλης. Οἱ ἀντίπαλοί του, Λυκοῦργος καί Μεγακλῆς, ἀφοῦ ἐξουδετέρωσαν ὅσους ἀντιδροῦσαν, στράφηκαν ἐναντίον του. Ὁ Πεισίστρατος πρέπει λοιπόν νά ἔμεινε στήν ἐξουσία πέντε χρόνια, ἄν δεχτοῦμε τή χρονολόγηση τῆς Ἀθηναίων Πολιτείας, πού κατά τά ἄλλα δέν εἶναι καί τόσο σαφής. Οἱ συγκρούσεις ὅμως ἀνάμεσα στίς ἀριστοκρατικές φρατρίες δέν ἄργησαν νά ἀναζωπυρωθοῦν, καί, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἡρόδοτος, ὁ Μεγακλῆς «μήνυσε στόν Πεισίστρατο ὅτι θά τόν ὑποστήριζε νά γίνει καί πάλι τύραννος, ἄν δεχόταν νά παντρευτεῖ τήν κόρη του». Πρέπει νά παραθέσουμε ἐδῶ ὁλόκληρο τό χωρίο ἀπό τόν Ἡρόδοτο, ἐπειδή ἀποκαλύπτει καθαρά τόν βαθιά προσωπικό χαρακτήρα τῶν σχέσεων ἀνάμεσα στίς ἀριστοκρατικές οἰκογένειες καί τόν ἀσήμαντο ρόλο πού ἔπαιζαν οἱ πολιτικοί θεσμοί στήν ὀργάνωση τῆς ἐξουσίας. Νά λοιπόν τί σοφίστηκαν οἱ δύο σύμμαχοι, γιά νά πείσουν τούς Ἀθηναίους νά δεχτοῦν τήν ἐπιστροφή τοῦ Πεισιστράτου: «Γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ Πεισιστράτου ἀπό τήν ἐξορία μεταχειρίστηκαν ἕνα ἀφελέστατο κατά τή γνώμη μου τέχνασμα. Ζοῦσε λοιπόν στό δῆμο τῆς Παιανίας μιά γυναίκα πού τήν ἔλεγαν Φύη, ψηλή κάπου τέσσερις πῆχες παρά τρία δάχτυλα, καί πολύ ὄμορφη κατά τά ἄλλα. Αὐτή τή γυναίκα τήν ἕντυσαν μέ πανοπλία, τήν κάθισαν σ’ ἕνα ἅρμα, τῆς ἔδειξαν πῶς νά στέκεται γιά νά φαίνεται μεγαλοπρεπής, καί κατόπιν τήν ὁδήγησαν μέ τό ἅρμα στήν πόλη, ὅπου εἶχαν ἀπό πρίν στείλει προδρόμους κήρυκες, οἱ ὁποῖοι φώναζαν, ὅπως τούς εἶχαν διατάξει: «Ἀθηναῖοι, ὑποδεχτεῖτε τόν Πεισίστρατο μέ καλή καρδιά, αὐτόν πού ἡ ἴδια ἡ Ἀθηνᾶ τόν τίμησε ὅσο κανέναν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ στήν ἀκρόπολή της». Αὐτά φώναζαν οἱ κήρυκες, καί εὐθύς διαδόθηκε στούς δήμους ἡ φήμη ὅτι ἡ Ἀθηνᾶ φέρνει πίσω τόν Πεισίστρατο, καί οἱ κάτοικοι τῆς πόλης πείστηκαν πώς ἡ γυναίκα ἐκείνη ἦταν ἡ θεά, τήν προσκύνησαν καί ὑποδέχτηκαν τόν Πεισίστρατο» (Ἱστορία, Α΄ 60).
 
Τά πράγματα ὅμως δέν ἄργησαν νά στραφοῦν καί πάλι ἐναντίον τοῦ Πεισιστράτου. Ἔχουμε κι ἐδῶ ἕνα οἰκογενειακό δράμα: «Ἀφοῦ ἀνέκτησε, λοιπόν, τήν ἐξουσία ὁ Πεισίστρατος, ἐξετέλεσε τή συμφωνία μέ τόν Μεγακλῆ καί πῆρε τήν κόρη του. Ἐπειδή ὅμως ὁ Πεισίστρατος εἶχε κιόλας μεγάλα παιδιά, καί οἱ Ἀλκμεωνίδες θεωροῦνταν καταραμένοι,[2] δέν ἐπιθυμοῦσε νά ἀποκτήσει παιδιά μέ τή νέα γυναίκα του, καί ἔσμιγε μαζί της παρά φύση μόνο. Ἡ γυναίκα στήν ἀρχή τό ἔκρυβε ἄλλα ἀργότερα, εἴτε γιατί τή ρώτησαν, εἴτε ἀπό δική της πρωτοβουλία, τό ἐξομολογήθηκε στή μητέρα της κι ἐκείνη τό εἶπε στόν ἄντρα της. Ἀγανακτισμένος αὐτός ἀπό τήν προσβολή πού τοῦ ἔκανε ὁ Πεισίστρατος, ξέχασε τήν ἔχθρα καί συμφιλιώθηκε μέ τή φρατρία του. Ὁ Πεισίστρατος, μόλις πληροφορήθηκε αὐτά πού τεκταίνονταν ἐναντίον του, ἐγκατέλειψε τήν Ἀττική» (Ἡρόδοτος, Ἱστορία, Α΄ 61). Αὐτή ἡ ἄποψη δέν συμφωνεῖ φυσικά διόλου μέ τίς ἑρμηνεῖες τῶν σύγχρονων μελετητῶν, οἱ ὁποῖες βασίζονται στό παιχνίδι τῶν κοινωνικῶν καί τῶν πολιτικῶν ἀνταγωνισμῶν. Πρέπει ὅμως νά τή δεχτοῦμε, ἔστω καί ἄν δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ Πεισίστρατος μπόρεσε νά ἐπικαλεστεῖ τήν κατάρα τῶν Ἀλκμεωνιδῶν γιά λόγους ἄλλους καί ὄχι θρησκευτικούς.
 
Ἡ δεύτερη αὐτή ἐξορία τοῦ τυράννου θά τελείωνε πολύ διαφορετικά ἀπό τήν πρώτη καί θά ἐπηρέαζε τήν τελευταία τυραννίδα τοῦ Πεισιστράτου στήν Ἀθήνα. Κατέφυγε στην Ἐρέτρια τῆς Εὔβοιας ὅπου ἄρχισε «νά μαζεύει δῶρα» (οἰκονομική δηλαδή βοήθεια), ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἡρόδοτος, μέ σκοπό νά σχηματίσει στρατό γιά νά ἀνακτήσει τήν Ἀθήνα. Ὁ Ἀριστοτέλης στήν Ἀθηναίων Πολιτεία ἀναφέρει μιά ἄλλη παράδοση: ὁ Πεισίστρατος, μέ λίγους ὀπαδούς, ἵδρυσε πρῶτα μιά ἀποικία στή βόρεια Ἑλλάδα, στήν περιοχή πού ὀνομαζόταν Ραίκηλος. Ἀπό ἐκεῖ πέρασε στήν περιοχή τοῦ Παγγαίου, στά σύνορα Μακεδονίας καί Θράκης, «ὅπου συνέλεξε χρήματα καί στρατό». Καί τότε μόνο πῆγε στήν Ἐρέτρια, ὅπου μάζεψε καί πάλι ἄνδρες, καί χρήματα γιά νά τούς πληρώνει (XV, 2). Οἱ διαφορές ἀνάμεσα στίς δύο παραδόσεις λίγο μας ἐνδιαφέρουν. Σημασία ἔχει ἡ ἐπιθυμία του νά ἀνακτήσει τήν ἐξουσία, ἡ συνδρομή τῶν Ἐρετριέων, ἡ παρουσία ἀργείων μισθοφόρων, καθώς καί ἡ βοήθεια τοῦ Νάξιου Λύγδαμη, χάρη στά ὁποῖα πραγματοποίησε τό σχέδιό του. Ἔτσι, ἀποβιβάστηκε στόν Μαραθώνα ἐπικεφαλῆς ἕνος σημαντικοῦ στρατεύματος: «Στρατοπέδευσαν σ’ αὐτό τό χῶρο, καί ἐκεῖ κατέφθασαν οἱ ὀπαδοί τους ἀπό τήν πόλη καί ἄλλοι ἀπό τους γύρω δήμους, ὅσοι προτιμοῦσαν τήν τυραννίδα ἀπό τήν ἐλευθερία. Ὁταν ὅμως οἱ Ἀθηναῖοι της πόλης ἔμαθαν ὅτι ὁ Πεισίστρατος βαδίζει ἀπό τόν Μαραθώνα πρός τήν πόλη, ἀποφάσισαν νά τοῦ ἐπιτεθοῦν. Καί ἐνῶ ξεκίνησαν πανστρατιά κατά τῶν ἐξόριστων πού ἐπέστρεφαν, ὁ στρατός τοῦ Πεισιστράτου ἔφυγε ἀπό τόν Μαραθώνα καί προχωροῦσε πρός τήν πόλη. Συναντήθηκαν στό ναό τῆς Ἀθηνᾶς στήν Παλλήνη καί παρατάχθηκαν γιά μάχη» (Ἡρόδοτος, Ἱστορία, Α΄ 62). Τά στρατεύματα τοῦ Πεισιστράτου ἐπιτέθηκαν αἰφνιδιαστικά στους Ἀθηναίους καί τούς νίκησαν, μέ ἀποτέλεσμα ὁ Πεισίστρατος νά ἐπιστρέψει στήν Ἀθήνα. Λίγο ἀργότερα, μέ ἀφορμή κάποια στρατιωτική ἐπιθεώρηση στό θησεῖο, ἀφόπλισε τό λαό, κι ἔπειτα τούς εἶπε «νά ἐπιστρέψουν στά σπίτια τους καί νά ἀσχολοῦνται μέ τίς δουλειές τους, ἐνῶ ἐκεῖνος θά φροντίζει γιά ὅλα τά κοινά» (Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων Πολιτεία, XV, 4-5).
 
Αὐτή τή φορά ἡ τυραννίδα εἶχε γερές βάσεις. Εἶναι δύσκολο νά καθορίσουμε πόσα χρόνια εἶχαν περάσει ἀπό τήν ἀρχική κατάληψη τῆς ἐξουσίας, γιατί δέν διαθέτουμε ἀκριβεῖς πληροφορίες. Ἐξάλλου οἱ συνθῆκες κατά τήν πρώτη ἄνοδο τοῦ Πεισιστράτου στήν ἐξουσία ἦταν διαφορετικές ἀπό ὅ,τι στό τέλος τῆς δεύτερης ἐξορίας του. Τότε ὁ Πεισίστρατος, ἐπωφελούμενος ἀπό τίς διαμάχες τῶν ἀριστοκρατικῶν φρατριῶν, κατέλαβε τήν Ἀκρόπολη ἀφοῦ ἐκμεταλλεύτηκε τό κύρος πού εἶχε ἀποκτήσει στήν ἐπαφή του μέ τό δῆμο, ὁ ὁποῖος ὅμως δέν συμμετεῖχε διόλου στό ἐγχείρημα. Ἐνῶ τώρα, ἕντεκα χρόνια ἀργότερα, καθώς προχωρεῖ ἐνάντιον τῶν Ἀθηνῶν ἐπικεφαλῆς μισθοφορικοῦ στρατοῦ, δέχεται βοήθεια ἀπό τους χωρικούς καί συγκρούεται μέ τούς κατοίκους τῆς πόλης, πού στό σύνολο τούς εἶναι ἐναντίον του. Αὐτή τή φορά λοιπόν δέν πρόκειται γιά ἀνταγωνισμό τῶν ἀριστοκρατικῶν, ἀλλά τῶν κοινωνικῶν ὁμάδων: ἀπό τή μιά, οἱ ἄνθρωποι τῶν δήμων, δηλαδή οἱ χωρικοί, ὁ δῆμος τῶν χωριῶν, καί ἀπό τήν ἄλλη οἱ ἀριστοκράτες πού ζοῦν στήν πόλη, ἔστω καί ἄν οἱ περιουσίες τους εἶναι οὐσιαστικά κτηματικές. Κύριος πιά τῆς ἐξουσίας ὁ Πεισίστρατος συνιστᾶ καί στίς δύο παρατάξεις νά ἐπιστρέψουν «στίς δουλειές τους», στηρίζοντας τήν ἐξουσία του στά στρατεύματα πού εἶχε φέρει μαζί του καί ἀπολαμβάνοντας σημαντικές προσόδους πού, κατά τά λεγόμενα τοῦ Ἡροδότου, προέρχονταν τόσο ἀπό τήν Ἀττική ὅσο καί ἀπό τόν Στρυμόνα. Πιθανόν νά δήμευσε τίς περιουσίες τῶν ἀντιπάλων του πού εἶχαν πάρει τό δρόμο τῆς ἐξορίας. Ὁ Ἀριστοτέλης στήν Ἀθηναίων Πολιτεία ἀναφέρει ὅτι ἐπιβλήθηκε ἐπίσης καί μιά εἰσφορά ὕψους δέκα τοῖς ἑκατό ἐπί τῶν ἐσόδων τῆς γῆς. Αὐτοί οἱ σημαντικοί πόροι ἐπέτρεψαν στόν Πεισίστρατο νά βοηθήσει τούς φτωχούς χωρικούς. Πρόκειται ἴσως κι ἐδῶ γιά κάτι ἀνάλογο μέ ὅσα ἀναφέραμε μιλώντας γιά τόν Κύψελο, δηλαδή γιά ἕναν τρόπο νά ἐπιτευχθεῖ κάποια ἰσότητα ἀνάμεσα στά μέλη τῆς κοινότητας χωρίς νά πληγεῖ ἡ ἰδιοκτησία καί νά γίνει ἴση κατανομή τῆς γῆς.
 
Σέ αὐτή τήν εὐνοιά του πρός τό λαό ὀφείλεται ἀναμφίβολα ἡ εἰκόνα τοῦ φιλάνθρωπου, λαοφιλοῦς καί νομοταγοῦς τυράννου πού μᾶς κληροδότησε ἡ παράδοση. Φαίνεται ἄλλωστε ὅτι ἀκόμα καί οἱ ἀντίπαλοί του δέν ὑπέφεραν τόσο ἀπό τό τυραννικό καθεστώς του, ἀφοῦ καί ὅσοι ἀρχικά εἶχαν προτιμήσει τό δρόμο τῆς ἐξορίας, ὅπως οἱ Ἀλκμεωνίδες, δέν ἄργησαν νά ἐπιστρέψουν.
 
Οἱ πηγές μας δέν παρέχουν περισσότερες ἀκριβεῖς πληροφορίες σχετικά μέ τήν τυραννίδα τοῦ Πεισιστράτου. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἡ περίοδος τῆς διακυβέρνησής του, καθώς καί τῶν διαδόχων του μετά τό θάνατό του, τό 527, χαρακτηρίζεται ἀπό ἀξιόλογη ἀνάπτυξη, ἰδιαίτερα τοῦ κέντρου τῆς πόλης τῶν Ἀθηνῶν: χτίζεται ὁ πρῶτος μεγάλος ναός τῆς Ἀθηνᾶς στήν Ἀκρόπολη καί ἀρχίζει ἡ κατασκευή τοῦ Ὀλυμπιείου. Ἕνας βωμός τῶν Δώδεκα θεῶν ἀνεγείρεται στήν ἀγορά, καθώς καί ἄλλα ἱερά, ὅπως τό ἱερό του Διός Ἐλευθερίου στά νοτιοανατολικά της Ἀκρόπολης. Τήν περίοδο ἄλλωστε τῆς τυραννίδας κατασκευάζεται καί ἡ περίφημη Ἐννεάκρουνος, πού τροφοδοτοῦσε μέ νερό τήν πόλη.
 
Μεταξύ 560 καί 510 ἐπίσης φτάνει στό ἀπόγειό της ἡ ἀττική κεραμική, μέ τά μελανόμορφα ἀγγεῖα πρῶτα καί ἔπειτα μέ τά ἐρυθρόμορφα, ἐνῶ μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς λατρείας τοῦ Διονύσου κάνουν τήν ἐμφάνισή τους οἱ πρῶτοι θεατρικοί διαγωνισμοί. Ὁ Πεισίστρατος, κι ἀκόμα περισσότερο οἱ γιοί του, συνέβαλαν στό νά γίνει ἡ Ἀθήνα λαμπρό κέντρο πνευματικῆς καί καλλιτεχνικῆς ζωῆς κατά τόν 5ο αἰώνα. Ἀρκεῖ μόνο νά θυμηθοῦμε ὅτι τότε συγκεντρώθηκαν τά ὀρφικά ποιήματα καί ἐκδόθηκαν τά ὁμηρικά ἔπη.
 
Ὁ Πεισίστρατος καί οἱ διάδοχοί του ἤθελαν βέβαια πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά δοξάσουν τούς ἑαυτούς τους καί τήν οἰκογένειά τους, γι’ αὐτό καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι λατρεύτηκαν ἰδιαίτερα οἱ ἥρωες πού θεωροῦνταν πρόγονοι τῆς δυναστείας. Δίνοντας ὅμως ἰδιαίτερη λάμψη στίς θρησκευτικές γιορτές πρός τιμήν τῶν πολιούχων θεῶν, καί κυρίως τῆς Ἀθηνᾶς, οἱ τύραννοι ἐνίσχυαν τή δύναμή τους καί συγχρόνως ἔδιναν στήν πόλη μιά συνοχή πού ποτέ ὡς τότε δέν εἶχε γνωρίσει, λόγω τῶν τοπικῶν συμφερόντων, πού τώρα μετριάζονταν ἐξαιτίας τῆς παρακμῆς ἤ τῆς ἐξορίας τῶν μεγάλων οἰκογενειῶν. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ἐξωτερική πολιτική τῶν τυράννων. Οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς ὑπογραμμίζουν τόν «εἰρηνικό» της χαρακτήρα, καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἐκείνη τήν ἐποχή ἡ Ἀθήνα ἐνίσχυσε τίς θέσεις της στό Αἰγαῖο καί στήν περιοχή τοῦ Ἑλλησπόντου. Ὁ ἔλεγχος τῶν ὀρυχείων τοῦ Παγγαίου ἀλλά καί ἡ ἐντατικότερη ἐκμετάλλευση τῶν κοιτασμάτων ἀργύρου στό Λαύριο ἐπέτρεψαν στόν Πεισίστρατο νά ἐκδώσει τίς «γλαῦκες», τά πρῶτα ἀργυρά νομίσματα πού ἔφεραν στή μιά τους πλευρά τό ἱερό πουλί τῆς Ἀθηνᾶς, οἱ ὁποῖες ἔμελλε νά ἀποτελέσουν ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα ὄπλα τῆς μελλοντικῆς ἀθηναϊκῆς ἰσχύος.
 
Ὡστόσο, καί στήν Ἀθήνα ὅπως καί ἀλλοῦ ἡ τυραννίδα ὑπῆρξε ἕνα ἐπεισόδιο χωρίς συνέχεια. Σέ τί ὅμως ὀφείλεται αὐτό; Μήπως στή σκλήρυνση τῆς πολιτικῆς τῶν γιῶν τοῦ Πεισιστράτου, πού ἀνῆλθαν στήν ἐξουσία μετά τό 527; Ἤ μήπως στήν πρόθεση τῶν παραγκωνισμένων ἀριστοκρατῶν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τους διαδόχους πού δέν εἶχαν τό κύρος τοῦ πατέρα τους; Ἄν πιστέψουμε τή μαρτυρία τοῦ Θουκυδίδη, ἡ ἐνίσχυση τοῦ τυραννικοῦ πολιτεύματος προέκυψε κυρίως ἀπό μιά ἰδιωτική ὑπόθεση, τή δολοφονία τοῦ Ἵππαρχου, τοῦ ἕνος ἀπό τούς γιούς τοῦ Πεισιστράτου, ἀπό δύο Ἀθηναίους πού ἀνῆκαν ἴσως στήν ἀριστοκρατία, μετά ἀπό ἕνα γεγονός πού ὁ ἱστορικός τό ὀνομάζει ἐρωτικήν λύπην: ὁ Ἵππαρχος προσβλήθηκε ὅταν ὁ Ἁρμόδιος, ὁ ἕνας ἀπό τους δύο ἄντρες, ἀπέκρουσε τίς προτάσεις του, καί τόν ἐκδικήθηκε ταπεινώνοντας τήν ἀδελφή του, γι’ αὐτό καί ὁ Ἁρμόδιος καί ὁ «ἐραστής» του Ἀριστογείτων σχεδίασαν τή δολοφονία τοῦ νεαροῦ διαδόχου. Τότε ὁ Ἰππίας, πού ἦταν, πάντα κατά τόν Θουκυδίδη, ὁ κάτοχός της ἐξουσίας καί ὁ πραγματικός διάδοχός του πατέρα του, καί εἶχε μέχρι τότε κυβερνήσει μέ μετριοπάθεια, πῆρε σκληρά μέτρα ἐναντίον τῶν ὑπόπτων γιά συμμετοχή στή συνωμοσία, ἄλλους ἐξορίζοντας, καί ἄλλους ἐκτελώντας, ἐνισχύοντας ἔτσι τήν ἐξουσία του. Οἱ Ἀλκμεωνίδες καί τά μέλη ἄλλων ἀριστοκρατικῶν οἰκογενειῶν ἔπρεπε καί πάλι νά ἐκπατριστοῦν. Ἄλλωστε ἡ ἐπίθεση ἐναντίον τῶν τυράννων θά ξεκινοῦσε ἀπό αὐτούς ἀκριβῶς τούς ἐξόριστους ἀριστοκράτες. Ὕστερα ἀπό πολλές ἀποτυχημένες ἀπόπειρες στράφηκαν πρός τή Σπάρτη, καί τό ἐγχείρημα πέτυχε: ὁ σπαρτιάτης βασιλιάς Κλεομένης ἐξεστράτευσε ἐνάντιόν της Ἀθήνας καί ἀνάγκασε τόν Ἰππία, μετά ἀπό σύντομη ἀντίσταση, νά ἐγκαταλείψει τήν Ἀκρόπολη καί νά πάρει κι αὐτός μέ τή σειρά του τό δρόμο τῆς ἐξορίας.
 
Τήν κλασική ἐποχή, ἡ μνήμη τῶν τυραννοκτόνων, τοῦ Ἁρμοδίου καί τοῦ Ἀριστογείτονα, ἦταν ἀκόμα σεβαστή, καί θεωροῦσαν ὅτι μέ τήν πτώση τῶν τυράννων γεννήθηκε ἡ δημοκρατία. Τούς Πεισιστρατίδες ὅμως δέν τούς ἀνέτρεψε ὁ ἀθηναϊκός δῆμος ἄλλα ἕνας συνασπισμός ἀριστοκρατῶν μέ τή συνδρομή τοῦ σπαρτιατικοῦ στρατοῦ. Ὡστόσο, παρ’ ὅλες τίς προσπάθειες μερικῶν, δέν ἐπρόκειτο γιά μιά ἐπιστροφή στό παρελθόν ἀλλά γιά μιά κανονική ἐπανάσταση, μέ πρωτεργάτη τόν Ἀλκμεωνίδη Κλεισθένη, τόν ἐγγονό τοῦ τυράννου τῆς Σικυώνας. Ἡ ἐπανάσταση αὐτή ἀποτελεῖ τόν τελευταῖο σταθμό στήν ἱστορία τῆς γέννησης τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, καί ἡ ἰδιαιτερότητά της καθόρισε τά χαρακτηριστικά της ἱστορίας τῆς κλασικῆς Ἑλλάδας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ μισός αιώνας πού προηγήθηκε συνέβαλε στήν πραγμάτωσή της, καί ὅτι ὁ ρόλος τῶν ἀθηναίων τυράννων, τῶν Πεισιστρατιδῶν, ἦταν πολύ σημαντικός γιά τήν ἱστορία τῆς πόλης πού ἐπρόκειτο σύντομα νά κυριαρχήσει σέ ὁλόκληρο τόν ἑλληνικό κόσμο.
 
Τα ἄλλα τυραννικά καθεστῶτα τῆς ἀρχαϊκῆς ἐποχῆς δέν προσφέρουν ἀρκετό ὑλικό γιά μελέτη. Ἡ τυραννίδα τοῦ Πολυκράτη στή Σάμο ἐντάσσεται στό σχῆμα πού διαγράφει ὁ Θουκυδίδης, ὅπου ἡ ἐξουσία τοῦ τυράννου συνδέεται μέ μιά ναυτική ἡγεμονία πού τή στηρίζει ἕνας σημαντικός στόλος. Ἡ ναυτική ἰσχύς τῶν Σαμίων, προγενέστερη τῆς τυραννίδας, ὀφειλόταν σέ μιά τοπική ἀριστοκρατία γαιοκτημόνων, τούς γεωμόρους, πού δέν δίσταζαν νά ταξιδεύουν μέ σκοπό τό ἐμπόριο καί τήν πειρατεία. Ὁ Ἡρόδοτος, πού παραμένει ἡ κύρια πηγή τῶν πληροφοριῶν μας, ἀναφέρει τήν περιπέτεια τοῦ Σάμιου Κωλαίου ὁ ὁποῖος, ἐνῶ ἔπλεε πρός τήν Αἴγυπτο, ἀναγκάστηκε ἐξαιτίας μιᾶς καταιγίδας νά ἀλλάξει κατεύθυνση καί νά φτάσει στήν Ταρτησσό, ὅπου ἔγινε φίλος μέ τό βασιλιά Ἀργανθώνιο. Μολονότι δέν εἶναι πολύ πειστική αὐτή ἡ ἐκτροπή καί ἡ περιπλάνηση ὡς τίς ἀκτές της Ἀνδαλουσίας, γεγονός παραμένει ὅτι ἡ ναυτική δραστηριότητα χρονολογεῖται ἀπό πολύ παλιά. Στό Ἡραῖον τῆς Σάμου, τόν μεγάλο ναό τῆς θεᾶς προστάτιδας τοῦ νησιοῦ, βρέθηκε ἡ ἀφιέρωση κάποιου Αἰάκη, ὁ ὁποῖος προσφέρει στή θεά τό ἕνα δέκατο τῶν λαφύρων ἀπό κάποια θαλασσινή ἐξόρμηση. Ἀλλά ὁ Αἰάκης δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν πατέρα τοῦ Πολυκράτη, πράγμα πού, ἐκτός ἀπό τήν καταγωγή τοῦ τυράννου, μαρτυρεῖ καί τούς δεσμούς του μέ αὐτή τήν παράτολμη ἀριστοκρατία. Ἀπό δῶ καί πέρα μποροῦμε νά ἐρευνήσουμε πῶς ἐκδηλώθηκε καί ἐπιβλήθηκε τό τυραννικό καθεστώς στή Σάμο. Σύμφωνα μέ τίς λιγοστές πληροφορίες πού μᾶς παρέχουν οἱ πηγές, φαίνεται ὅτι ἡ Σάμος στίς ἀρχές του 6ου αἰώνα γνώρισε σοβαρές ταραχές, οἱ ὁποῖες ὅπωσδήποτε ἐκφράζουν τούς μετασχηματισμούς πού εἶχαν ἐπηρεάσει ὁλόκληρο τόν ἑλληνικό κόσμο στή διάρκεια τοῦ προηγούμενου αἰώνα. Στήν ἀρχή ἔγινε μᾶλλον μιά πρώτη ἀποτυχημένη ἀπόπειρα τυραννίδας κατά τῶν γεωμόρων (ἄρα εἶχε σχέση μέ τό ἀγροτικό πρόβλημα) καί κατόπιν μιά προσπάθεια νά ἐπιβληθεῖ δημοκρατία μέ ἐπανάσταση. Ἔπειτα ὅμως — δέν εἶναι εὔκολο νά καθορίσουμε πότε ἄκριβως — ὁ Πολυκράτης ἐναντιώθηκε στό δῆμο καί ἐπέβαλε τήν τυραννίδα (ὑποθέτουμε μεταξύ 544 καί 533). Ἐδῶ λοιπόν δέν πρόκειται γιά τόν τύραννο «δημαγωγό» πού συναντήσαμε ὡς τώρα, δηλαδή γιά τόν ὑπερασπιστή τοῦ δήμου τῶν ὁπλιτῶν. Ὁ Πολυκράτης, βέβαια, κατέλαβε τήν ἐξουσία μέ τή βία καί, ἄν πιστέψουμε τόν Ἡρόδοτο, ἀκολούθησε πολιτική ἐχθρική ἀπέναντι σέ μιά μερίδα τῆς σαμιακῆς ἀριστοκρατίας, πού ζήτησε τή βοήθεια τῆς Σπάρτης γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόν τύραννο. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἐδῶ πρόκειται μᾶλλον γιά ἀνταγωνισμούς ἀνάμεσα σέ ἀριστοκρατικές φατρίες παρά γιά κοινωνικές συγκρούσεις. Φαίνεται ἐπίσης ὅτι παρεμβάλλεται ἐδῶ κι ἕνα ἄλλο στοιχεῖο, πού θά τό συναντήσουμε καί στίς σικελικές τυραννίδες: ἡ ἐξωτερική ἀπειλή —στήν περίπτωση τῆς Σάμου ὁ περσικός κίνδυνος. Ἄλλωστε τόν Πολυκράτη τόν σκότωσε ὁ πέρσης ἡγεμόνας τῆς Λυδίας Ὀροίτης. Προτοῦ ὅμως ἡ Σάμος ὑποταχθεΐ στούς Πέρσες, συνέβη ἕνα ἐνδιαφέρον ἐπεισόδιο, ἔστω καί ἄν δέν εἶχε συνέχεια. Πρίν φύγει ὁ Πολυκράτης γιά νά ἐπισκεφθεῖ τόν Ὀροίτη, ὅρισε διάδοχό του τό γραμματέα του, κάποιον Μαιάνδριο. Αὐτός, ὅταν ἔμαθε τό θάνατο τοῦ τυράννου στήν Ἀσία, «ἵδρυσε βωμό τοῦ Ἐλευθέριου Δία καί γύρω του ὅρισε τέμενος, πού ὑπάρχει μέχρι σήμερα. Μετά συγκάλεσε ὅλους τους πολίτες καί τούς εἶπε τά ἑξῆς: «Σ’ ἐμένα, ὅπως ὅλοι γνωρίζετε, ἐμπιστεύθηκε τό σκῆπτρο καί τήν ἐξουσία του ὁ Πολυκράτης, καί αὐτό μοῦ δίνει τό δικαίωμα τώρα νά γίνω ἡγεμόνας σας. Ἐγώ ὅμως θά προσπαθήσω νά μήν κάνω ὅσα κατηγορῶ στούς ἄλλους. Ὄχι μόνο δέν ἐνέκρινα ποτέ τή δεσποτεία πού ἀσκοῦσε ὁ Πολυκράτης σέ ἀνθρώπους ὁμοίους του, ἀλλά καί δέν ἐγκρίνω γενικά τήν τυραννίδα. Τώρα λοιπόν πού ὁ Πολυκράτης πέθανε, καταθέτω τήν ἐξουσία καί ἀνακηρύσσω ἰσονομία»» (Ἱστορία, Γ΄ 142). Στή συνέχεια ὅμως ζήτησε κάποια ὑλικά προνόμια, προκαλώντας ἀντιδράσεις πού κατέληξαν σέ ἀνοιχτή σύγκρουση. Ἔτσι, διατήρησε τήν τυραννίδα γιά ἕνα μικρό διάστημα πού κύλησε μέσα σέ ταραχές, ὡσότου τό νησί ἔπεσε στά χέρια τοῦ Δαρείου. Τό ἐπεισόδιο αὐτό εἶναι ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον, γιατί δείχνει ὅτι ἀκόμα καί μιά τυραννίδα πού δέν εἶχε ἀρχικά χαρακτήρα ἀντιαριστοκρατικό δημιούργησε τίς συνθῆκες γιά τήν ἄρση τῶν ἀνισοτήτων καί τό θρίαμβο τῆς ἰσονομίας. Ἡ τυραννίδα τοῦ Πολυκράτη δέν θυμίζει μόνο ὡς πρός αὐτό τήν τυραννίδα τῶν Πεισιστρατιδῶν, οὔτε μόνο ὡς πρός τό ὅτι ἡ Σάμος ἔγινε στή διάρκεια τῆς τυραννίδας του μιά μεγάλη αἰγαιϊκή δύναμη, ἀλλά κυρίως ἐπειδή ἡ παράδοση συνέδεσε τό ὄνομά του, ὅπως καί τῶν Πεισιστρατιδῶν, μέ μιά πολιτική σπουδαίων κοινωφελῶν ἔργων καί μιά μεγαλοπρεπῆ αὐλή.
 
Τήν ἴδια πολιτική τῆς δύναμης καί τοῦ μεγαλείου τήν ξαναβρίσκουμε στούς τυράννους του ἑλληνικοῦ κόσμου τῆς Δύσης, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη περίπτωση μέσα στόν κόσμο τῶν ἑλληνικῶν πόλεων. Δημιουργεῖται μέ τόν ἀποικισμό τοῦ 8ου καί 7ου αἰώνα καί, παρά τίς διαφορές πού παρουσιάζουν οἱ ἀποικίες μεταξύ τους, οἱ ὁποῖες ὀφείλονται τόσο στίς διαφορετικές συνθῆκες ἐγκατάστασης ὅσο καί στή διαφορετική καταγωγή τῶν ἀποίκων, ἔχει τά ἑξῆς κοινά χαρακτηριστικά: ἀπό τή μιά, τήν παρουσία ἰθαγενοῦς πληθυσμοῦ στά σύνορα ἤ καί μέσα στήν περιοχή τῆς πόλης, καί ἀπό τήν ἄλλη, ἕναν τρόπο κατανομῆς τῶν γαιῶν πού δίνει ἕναν ἰδιάζοντα χαρακτήρα στά ἀγροτικά προβλήματα. Οἱ Ἕλληνες, ὅπως εἴδαμε, μετακινήθηκαν πρός τή δυτική λεκάνη τῆς Μεσογείου ἀναζητώντας ἐδάφη γιά νά ἐγκατασταθοῦν. Γιά νά καταλάβουν αὐτά τά ἐδάφη χρειάστηκε εἴτε νά ἐκδιώξουν εἴτε νά ὑποδουλώσουν τούς τοπικούς πληθυσμούς. Τά κριτήρια σύμφωνα μέ τά ὁποῖα τελικά συμπεραίνουμε ὅτι ἔγινε ἡ κατανομή τῶν κατακτημένων γαιῶν προυπέθεταν μεταξύ τῶν ἀποίκων, πού εἶχαν ἐξοριστεῖ γιά διάφορους λόγους, σχέσεις διαφορετικές ἀπό ἐκεῖνες πού ἴσχυαν στή μητρόπολη. Ἡ ἄφιξη βέβαια νέων ἀποίκων, πού ἔρχονταν νά ἐνισχύσουν τούς πρώτους, πρέπει νά περιέπλεκε τά πράγματα, δημιουργώντας ἀνάμεσα στούς ἀπογόνους τῶν οἰκιστῶν καί τούς νεοφερμένους διχασμούς κάθε εἴδους. Ἀλλά ὅσο κι ἄν ὁ οἰκιστής ἦταν συχνά ὁ γενάρχης τῆς δυναστείας, ὅσο κι ἄν ἡ λατρεία τοῦ ἔδινε προνόμια σέ ὅσους ἰσχυρίζονταν ὅτι ἦταν ἀπόγονοί του, ὅπωσδήποτε σέ σύγκριση μέ τόν παλιό ἑλληνικό κόσμο, ὅπου οἱ οἰκογενειακές δομές παρέμεναν ἰσχυρές, ὁ «νέος κόσμος» στή Δύση ἦταν λιγότερο κλεισμένος στά στενά πλαίσια τῆς ἀριστοκρατικῆς κοινωνίας. Δέν πρέπει λοιπόν νά μᾶς ἐκπλήσσει τό γεγονός ὅτι ἡ τυραννίδα ἐκεῖ παρουσιάζει διαφορετικό χαρακτήρα ἀπ’ ὅ,τι στήν κυρίως Ἑλλάδα. Δυστυχῶς πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι οἱ γνώσεις μας γι’ αὐτήν εἶναι πολύ περιορισμένες καί ὅτι πολλά ἀπό τά ὀνόματα πού μεταφέρουν οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς δέν ἀντιπροσωπεύουν γιά μᾶς τίποτε ἀπολύτως. Ἔστω καί ἄν μερικές φορές συνοδεύονται ἀπό διάφορα ἀνέκδοτα, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Φάλαρι τοῦ Ἀκραγαντίνου, δέν μᾶς ἀποκαλύπτουν τίποτε γιά τή φύση αὐτῆς της τυραννίδας.
 
Ἄν παρ’ ὅλα αὐτά προσπαθήσουμε νά κατανοήσουμε ὁρισμένες πλευρές τῶν δυτικῶν τυραννίδων, θά παρατηρήσουμε ὅτι, μέ ἐξαίρεση τόν Ἀριστόδημο τόν Κυμαῖο, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι ἔλαβε μέτρα ὑπέρ του λαοῦ, ἴσως καί ὑπέρ τῶν αὐτόχθονων πληθυσμῶν, οἱ ἄλλες δυτικές τυραννίδες δέν ἔχουν τόν ἀντιαριστοκρατικό χαρακτήρα τῶν περισσότερων τυραννίδων τῆς κυρίως ἤ τῆς ἀσιατικῆς Ἑλλάδας. Ἴσως θά ἔπρεπε ἐπίσης νά ἑξαιρέσουμε τόν τύραννο τοῦ Ρηγίου Ἀναξίλα, ὁ ὁποῖος ἐναντιώθηκε στούς ἀπογόνους τῶν πρώτων χαλκιδέων ἀποίκων, πιθανόν νά στηρίχτηκε στούς Μεσσηνίους πού ἦρθαν ἀργότερα καί, ὅταν ἔγινε κύριος της Ζάγκλης στή σικελική ἀκτή τῶν Στενῶν, τή μετονόμασε σέ Μεσσήνη. Σέ ὅλα ὅμως τά ἄλλα μέρη οἱ τύραννοι, ἀπ’ ὅ,τι διακρίνουμε, ἀνέρχονται στήν ἐξουσία ἀφοῦ ἔχει προηγηθεῖ κάποια σύγκρουση ἀνάμεσα στίς ἀρχοντικές οἰκογένειες τῆς πόλης πού διεκδικοῦν τήν ἐξουσία, χωρίς νά εἶναι εὔκολο νά καθορίσουμε ποιά παράταξη ὑποστήριζε τόν τύραννο. Ὑποθέτουμε ὅτι ὁ κύριος λόγος τῆς ἐγκαθίδρυσης παρόμοιων αὐταρχικῶν καθεστώτων ἦταν ἡ ἐξασφάλιση ἰσορροπίας δυνάμεων στή δυτική Μεσόγειο, ἡ ἀνάγκη δηλαδή νά ἀντιταχθεῖ μιά ἰσχυρή στρατιωτική δύναμη στίς βλέψεις τῶν ἰσχυρῶν γειτόνων, Ἐτρούσκων καί Καρχηδονίων, καί στήν ἐγχώρια ἀπειλή, κυρίως τούς Ἕλληνες γείτονες πού ἦταν πιό δυνατοί καί πιό ριψοκίνδυνοι.
 
Δέν θά ἀναφερθοῦμε παρά μόνο στό παράδειγμα τῶν τυράννων της Γέλας στή Σικελία, πού εἶναι οἱ ἱδρυτές τῆς τυραννίδας στίς Συρακοῦσες, τῆς πιό ἰσχυρῆς καί πιό γνωστῆς ἀπό ὅλες τίς δυτικές τυραννίδες. Ἡ Γέλα γνώρισε στό τέλος τοῦ 6ου αἰώνα τό τυραννικό καθεστώς τοῦ Κλεάνδρου καί τοῦ ἄδελφού του Ἱπποκράτη, πού τόν διαδέχτηκε γύρω στό 498, ἄλλα γι’ αὐτή τήν τυραννίδα δέν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Ὅταν ὁ Ἱπποκράτης πέθανε γύρω στό 488, ἐπειδή οἱ γιοί του ἦταν πολύ νέοι γιά νά τόν διαδεχτοῦν, ἡ ἐξουσία πέρασε στόν ἀρχηγό του ἱππικοῦ του Ἱπποκράτη, τόν Γέλωνα, γιό τοῦ Δεινομένη. Ὁ Γέλων, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τό ἀξίωμά του, ἀνῆκε στήν ἀριστοκρατία τῆς Γέλας, στούς ἀπογόνους δηλαδή τῶν πρώτων ἀποίκων, πού κατεῖχαν τήν ἐξουσία καί τόν πλοῦτο. Ὅταν ὕστερα ἀπό λίγο κατέλαβε τίς Συρακοῦσες, ἐμφανίστηκε ὡς ὑπερασπιστής τῶν συρακούσιων γαμόρων, πού εἶχαν ἐκδιωχθεῖ πρίν λίγο ἀπό μιά δημοκρατική ἐπανάσταση, ὅταν ὁ δῆμος τῶν Συρακουσῶν ξεσηκώθηκε μέ τή βοήθεια τῶν αὐτοχθόνων κυλλυρίων πού δούλευαν στά κτήματα τῶν πλουσίων. Ἐδῶ λοιπόν συμβαίνει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ἀπ’ ὅ,τι ἀναφέραμε ὡς τώρα: ὁ τύραννος στηρίζεται στούς μεγάλους γαιοκτήμονες καί εὐνοεῖ τήν ἐπιστροφή τους στήν πόλη, στερώντας ἀπό τό δῆμο τήν ἐξουσία πού εἶχε κατακτήσει.
 
Ὁ Γέλων καί ὁ ἀδελφός του Ἱέρων, πού τόν διαδέχτηκε τό 478, δέν ἔκαναν μόνο τίς Συρακοῦσες μιά ἰσχυρή πόλη, ἀλλά προστατεύοντας τούς «Ἕλληνες ἀπό τήν ἀπειλή τῶν Καρχηδονίων (νίκη στήν Ἱμέρα τό 480) καί τῶν Ἐτρούσκων (νίκη στήν Κύμη τό 474) σταθεροποίησαν τήν κυριαρχία τῶν Συρακουσῶν σέ ὁλόκληρη τήν ἑλληνική Σικελία καί σέ ἕνα τμῆμα τῆς Νότιας Ἰταλίας. Μέ τό ὄνομα τῶν δύο τυράννων, ἐκτός ἀπό τίς στρατιωτικές νίκες, εἶναι συνυφασμένη καί ἡ αἴγλη πού γνώρισε τότε ἡ αὐλή τῶν Συρακουσῶν, ὅπου συνέρρεαν οἱ πιό ἀξιόλογοι ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, ὅπως ὁ ποιητής Σιμωνίδης, πού ὁ Ξενοφῶν στόν περίφημο διάλογό του τόν παρουσιάζει νά συζητᾶ μέ τόν Ἱέρωνα γιά τούς κινδύνους πού ἐπιφυλάσσει ἡ τυραννίδα στόν τύραννο καί στούς ὑπηκόους του, ἤ ὁ Πίνδαρος, πού ὑμνεῖ στίς ὠδές του τόν Ἱέρωνα, ἤ τέλος ὁ Ἀθηναῖος Αἰσχύλος, πού παρουσίασε στίς Συρακοῦσες τούς Πέρσες καί συνέθεσε κατά παραγγελία τοῦ Ἱέρωνα τήν τραγωδία Αἰτναῖαι, μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἵδρυσης τῆς πόλης Αἴτνας.
 
Μέ τή δυναστεία τῶν Δεινομενιδῶν καί τῆς αὐλῆς τους εἰσερχόμαστε ἤδη στόν κόσμο τῆς κλασικῆς πόλης, πού ἡ γέννησή της εἶναι σύγχρονη μέ τό ἔργο τοῦ Αἰσχύλου. Γιά νά γεννηθεῖ ὅμως ἡ πόλη, ἔπρεπε πρῶτα νά ἐξαφανιστεῖ ὁριστικά ὁ παλιός ἀριστοκρατικός κόσμος μέ μιά ἐπανάσταση πού τέλεια ἔκφρασή της θά ἦταν ἡ ἴδια ἡ πόλη. Τήν ἐπανάσταση αὐτή τήν ἔκανε ὁ Ἀθηναῖος Κλεισθένης.
-------------------
[1] Νόθος σύμφωνα μέ τίς ἐνδογαμικές συνήθειες τῶν Βακχιαδῶν.
[2] Αὐτή ἡ κατάρα βάραινε τούς Ἀλκμεωνίδες ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Κυλώνειου ἄγους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου