Τρίτη 29 Αυγούστου 2017

Ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΑΙ Η ΑΘΗΝΑ

     Με μια λέξη, τολμώ να το πω, η Αθήνα είναι ο δάσκαλος των Ελλήνων και νομίζω πως ο κάθε μας πολίτης θα μπορούσε, με την μεγαλύτερη ευκολία και χάρη, πολλά και άξια έργα να κάνη σε πολλές εκδηλώσεις της ζωής. Ότι αυτό που λέω δεν είναι ρητορικός κομπασμός, αλλά η αλήθεια η πραγματική, το δείχνει η δύναμη της πολιτείας που, μόνη απ’ όλες τις άλλες πόλεις, είναι ανώτερη από την φήμη της στην ώρα της δοκιμασίας, η μόνη που οι εχθροί της, όταν τους νικήσωμε, δεν αγανακτούν επειδή κατατροπώθηκαν από αναξίους, η μόνη που οι σύμμαχοί της δεν μπορούν να πουν ότι έχουν ανάξιο αρχηγό. Την δύναμή μας δεν την αποκτήσαμε με άσημες, αλλά με λαμπρές πράξεις και γι’ αυτό μας θαυμάζουν και θα μας θαυμάζουν πάντα, χωρίς να έχωμε ανάγκη από έναν Όμηρο για να τραγουδήση τις πράξεις μας ούτε από κανέναν άλλο ποιητή που θα μάγευε προσωρινά με τα ωραία του λόγια, αλλά θαρχό- ταν αργότερα η γνώση της αλήθειας να μας ζημιώση. Η τόλμη μας ανάγκασε την πάσα γη και θάλασσα να μας ανοίξουνε το διάβα και πα­ντού εστήσαμε μνημεία αθάνατα για τα καλά ή τα κακά που μας έτυχαν.
Επιτάφιος του Περικλέους, 431/-430 π.χ., Θουκυδίδου Ιστορία, Β’ 41
 
ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΤ 450 ΜΕΧΡΙ ΤΟ 429 π.χ. Ο ΕΠΙΦΑΝΕΣΤΕΡΟΣ Αθηναίος πολιτικός υπήρξε ο Περικλής, σε βαθμό μάλιστα ώστε η Αθήνα της εποχής αυτής να είναι σήμερα γνωστή ως η «Αθήνα του Περικλή». Ο αυτοκράτορας Αδριανός γνώριζε πολύ καλά το παράδειγμα του Περικλή. Στο πλαίσιο της ευνοϊκής του πολιτικής για την Αθήνα, ο Αδριανός βάσισε κατά πάσα πιθανότητα τον «Πανελλήνιο» ρόλο που επεφύλασσε στην πόλη σε ένα πρόγραμμα το οποίο οι βιογράφοι απέδωσαν στον ίδιο τον Περικλή. Ο Περικλής συνέχισε να εμπνέει τον σύγχρονο κόσμο. Το 1915, στη διάρκεια του πολέμου με τη Γερμανία, στα λεωφορεία του Λονδίνου διάβαζε κανείς αφισοκολλημένα τα λαμπρά λόγια για την ελευθερία από τον Επιτάφιο τον Περικλεούς.

Ο Περικλής ως ιστορικό πρόσωπο παραμένει μάλλον αινιγματικός. Γεννήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 490 π.Χ. από ευγενή πατέρα, τον Ξάνθιππο, και μητέρα από το αριστοκρατικό αλλά αμφιλεγόμενο γένος των Αλκμεωνίδων. Ως νέος, σημαδεύτηκε από δύο σημαντικές αλλαγές: τη νέα Αθηναϊκή Ηγεμονία, που κέρδισαν οι συμπατριώτες του χάρη στον αποφασιστικό τους ρόλο στον αγώνα κατά των Περσών εισβολέων, και τον ενισχυμένο χαρακτήρα της αθηναϊκής δημοκρατίας μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη το 508 π.Χ. Οι Αθηναίοι, όπως διαπίστωσε ο Περικλής, ήταν ιδιαίτεροι, καθώς άλλωστε παραδέχονταν και οι υπόλοιποι Έλληνες – έστω και απρόθυμα κάποιες φορές. Η δημοκρατία ήταν τώρα το καλά θεμελιωμένο σκηνικό για τη σταδιοδρομία του πολιτικού και η πεποίθηση ότι μπορούσε να εκλείψει δεν ήταν παρά ευσεβής πόθος των «αρίστων». Στα νεανικά χρόνια του Περικλή, τη δεκαετία του 480 π.Χ., η πολιτική δραστηριότητα του λαού είχε ενταθεί και μια σειρά οστρακισμών αποδείκνυε ότι ο αθηναϊκός λαός ήταν σε θέση πλέον να ψηφίζει για την αποπομπή από τις συνελεύσεις του και των πιο επιφανών εκπροσώπων της αριστοκρατίας. Το 489 π.Χ. ο πατέρας του Περικλή είχε ήδη εκμεταλλευτεί την κοινή γνώμη παραπέμποντας σε δίκη, ενώπιον λαϊκού δικαστηρίου, έναν ήρωα σαν τον Μιλτιάδη, τον μέγα νικητή του Μαραθώνα. Ο απόλυτος κριτής των εξελίξεων, σύμφωνα με τις προθέσεις του Κλεισθένη, ήταν πλέον η λαϊκή πλειοψηφία στην Εκκλησία του Δήμου. Κάποιος, λοιπόν, που μπορούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού θα κατόρθωνε πολύ περισσότερα πράγματα από έναν παλιομοδίτη αριστοκράτη, όσο γενναίος πολεμιστής ή λαμπρός αθλητής και αν ήταν ο τελευταίος, και όσο καλές διασυνδέσεις και αν είχε στον ευρύτερο ελληνικό κόσμο.
 
Την εμπιστοσύνη αυτή μόνο ο πολιτικός λόγος είχε τη δυνατότητα να την εξασφαλίσει, υποβάλλοντας πολιτικές προτάσεις στην Εκκλησία του Δήμου με στόχο να κερδίσει την εύνοιά του για να τις εγκρίνει. Οι πολιτικές επιτυχίες δεν εξαρτιόνταν κατ’ αρχάς από τον γραπτό λόγο και τη διάδοσή του. Είναι αλήθεια ότι τα ψηφίσματα που επικυρώνονταν από την Εκκλησία επιδεικνύονταν σε περίοπτη θέση στην αγορά πάνω σε λευκές στήλες, έτσι ώστε να τα συμβουλεύεται «όποιος επιθυμούσε». Κατά τη γνώμη μου, οι περισσότεροι Αθηναίοι γνώριζαν ανάγνωση και, σε μικρότερο ποσοστό, γραφή, αλλά πιθανότατα η πλειοψηφία της Εκκλησίας δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να διαβάσει κάποιο λογοτεχνικό κείμενο. Για τους αναλφάβητους βρισκόταν πάντα κάποιος που μπορούσε να διαβάσει φωναχτά το κείμενο ενός ψηφίσματος, όμως αν ο Περικλής βάσιζε την πολιτική του εκστρατεία σε γραπτά μανιφέστα, θα είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος από τους ψηφοφόρους του: στην Αθήνα, τα πολιτικά γραπτά αφήνονταν στους θεωρητικούς και τους θιασώτες της ολιγαρχίας που δεν βρίσκονταν στο προσκήνιο. Η κυκλοφορία βιβλίων σε μορφή παπύρου, οι σκηνές ανάγνωσης και γραφής στα αθηναϊκά αγγεία, τα κείμενα των αριστουργημάτων της δραματουργίας που διαβάζουμε και θαυμάζουμε σήμερα είναι μαρτυρίες οι οποίες αφορούν τις λόγιες συνήθειες μιας μικρής καλλιεργημένης μειοψηφίας. Ο πολιτικός πολιτισμός ήταν προφορικός.
 
Τα δύο μαθήματα που διδάχτηκε ο Περικλής στα νεανικά του χρόνια, η ανωτερότητα της Αθήνας και ο δημόσιος ρόλος κάθε Αθηναίου πολίτη, έμελλε να διαμορφώσουν το πολιτικό του όραμα. Η σημαντικότερη απόδειξη για τους λόγους και τα έργα του βρίσκονται στις Ιστορίες του νεότερού του και θαυμαστή του Θουκυδίδη (γεννήθηκε περί το 460-455 π.Χ.). Ο Θουκυδίδης τιμούσε τη ρητορική ικανότητα του Περικλή, τη νηφάλια και πρακτική του διάνοια, τις ηθικές αντιστάσεις του έναντι του χρηματισμού και της διαφθοράς, καθώς και την ικανότητά του (σύμφωνα με τον Θουκυδίδη) να ελέγχει και να καθοδηγεί τον ευμετάβολο λαό, εις τρόπον ώστε η «πολιτεία φαινομενικά ήταν δημοκρατία, ενώ πραγματικά την κυβερνούσε ο πρώτος της πολίτης». Στην άποψη του Θουκυδίδη για τον Περικλή συνέτεινε και το γεγονός ότι ο τελευταίος ήταν ένας «ημέτερος», ένας γενναίος αριστοκράτης και ικανός στρατηγός. Αλλά η θέση του Θουκυδίδη δεν παρέμεινε χωρίς αντίλογο και οι απόψεις του Πλάτωνα αποδείχτηκαν πιο ισχυρές, παρότι γράφτηκαν μια γενιά μετά τον θάνατο του Περικλή.
 
Πολέμιος της δημοκρατίας ο Πλάτων υποστήριξε ότι ο Περικλής ήταν ένας ακραιφνής «δημαγωγός» που είχε παραπλανήσει τους Αθηναίους και τους είχε διαφθείρει. Δεν ήταν δυνατόν να αποσείσει τις ευθύνες του για την ήττα των Αθηναίων από τους Σπαρτιάτες στον Πελοποννησιακό Πόλεμο που ακολούθησε. Μεταγενέστεροι συγγραφείς επιχείρησαν να γεφυρώσουν τις αντιμαχόμενες αυτές απόψεις ισχυριζόμενοι ότι ο Περικλής ξεκίνησε ως «δημαγωγός», όπως τον καταγγέλλει και ο Πλάτων, αλλά στη συνέχεια κατέκτησε την ολύμπια ανωτερότητα που θαύμαζε τόσο ο νεαρός Θουκυδίδης. Το πιο χαρακτηριστικό βιογραφικό σημείωμα για την προσωπικότητα του Περικλή διασώζεται από έναν σύγχρονό του που δεν ήταν Αθηναίος, τον προσηνή Ίωνα από τη Χίο. Στη συνάντησή του με τον Περικλή, οΊωνας χαρακτήρισε τον Αθηναίο πολιτικό «θρασύ και υπέρ το δέον αλαζόνα, με εξόφθαλμα περιφρονητική και απορριπτική συμπεριφορά». Και άλλοι διάσημοι Αθηναίοι, όπως ο Σοφοκλής, είχαν την ίδια εντύπωση με τον Ίωνα.
 
Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Περικλής γνώριζε πως ήταν προικισμένος με εξαιρετικές φιλοδοξίες και αίσθημα ευθύνης. Λέγεται ότι ήταν ένας μονόχνοτος πολιτικός και δεν ήξερε τίποτε άλλο από τον δρόμο που οδηγούσε από το σπίτι του στο κέντρο της αθηναϊκής πολιτικής σκηνής. Λέγεται επίσης ότι απέφευγε, στο μέτρο του δυνατού, τις κοινωνικές εκδηλώσεις: το να είναι κανείς δημοφιλής πολιτικός ήταν μια σοβαρή και χρονοβόρα αποστολή. Στους στενούς του φίλους συγκαταλέγονταν διανοούμενοι από άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως ο Δάμων, ο θεωρητικός της μουσικής, και ο Αναξαγόρας, ο οποίος εξόργιζε τους απλούς ανθρώπους ισχυριζόμενος ότι ο «θεϊκός» ήλιος δεν ήταν παρά μια φλεγόμενη σφαίρα. Οι ώρες που χαλάρωνε ο Περικλής δεν ήταν με τη γυναίκα του, από την οποία χώρισε με συναινετικό τρόπο, αλλά με τη διάσημη ερωμένη του, την Ασπασία, που καταγόταν από την εκλεπτυσμένη ελληνική Μίλητο της Ανατολής. Φημολογείται πως η Ασπασία ήταν πραγματική αυθεντία όσον αφορά τις παγίδες που κρύβουν τα προξενιά ή τα μυστικά που κάνουν μια καλή «σύζυγο». Οι κωμικοί ποιητές στην Αθήνα έκαναν πάταγο, υποστηρίζοντας ότι κατάφερε να μπλέξει τον Περικλή σε διάφορους πολέμους εκτός αττικών συνόρων, ότι τον δίδαξε τη ρητορική τέχνη και τη φιλοσοφία, ότι του προμήθευε κορίτσια και ότι επιπλέον διηύθυνε οίκο ανοχής, ενώ, παρωδώντας τη δίκη της επί σκηνής, την έκριναν ένοχη για «ασέβεια» απέναντι στους θεούς. Οι μεταγενέστεροι αρέσκονταν να φαντάζονται ότι δεξιωνόταν έναν κύκλο ανθρώπων με υψηλή αισθητική και πνευματώδη λόγο, αλλά στην ουσία δεν γνωρίζουμε τίποτε γι’ αυτήν. Με απολαυστική μοχθηρία, ο Πλάτων της απέδωσε αργότερα έναν ευφραδή «Επιτάφιο λόγο» με τον οποίο εγκωμίαζε την Αθήνα. Με περισσή κακοήθεια διακωμωδούσε τους αυθεντικούς επιτάφιους λόγους του Περικλή, ένας εκ των οποίων απαθανατίστηκε στις Ιστορίες του Θουκυδίδη. Το ελάχιστο που μπορούμε να πούμε είναι ότι ο Περικλής όντως την αγαπούσε τη γυναίκα. Ήταν ο πρώτος άνδρας της Ιστορίας που φέρεται να δίνει πάντα ένα παθιασμένο φιλί στην αγαπημένη του το πρωί όταν ξεκινά για τις καθημερινές του δραστηριότητες και άλλο ένα όταν επιστρέφει στο σπίτι κάθε βράδυ. Καμία ιστορική πηγή δεν τον συνδέει με την παιδεραστία.
 
Οι γιοι του Περικλή δεν διακρίνονταν για την ευφυΐα τους και οι χαρακτήρες τους ήταν ασήμαντοι – η οικογενειακή ζωή του έμοιαζε πολύ συνηθισμένη. Ποιο ήταν λοιπόν το «περίκλειο» στοιχείο που έκανε την Αθήνα της εποχής του να ξεχωρίζει; Ο Περικλής εξελέγη στρατηγός και στη δεκαετία του 430 π.Χ. επανεκλεγόταν κάθε χρόνο στο ίδιο αξίωμα: ήταν, ωστόσο, απλώς ένας από το δεκαμελές επιτελείο. Δεν κατείχε καμία ξεχωριστή θέση και τα επιτεύγματά του στην πολιτική εξαρτιόνταν υποχρεωτικά από τη ρητορική του δεινότητα στις μεγάλες δημόσιες συνελεύσεις. Είναι σαφές ότι ο ίδιος υπήρξε μονάχα μια φωνή μέσα σε μια ευρύτερη ομάδα σημαντικών ηγετών, μερικοί από τους οποίους έπαιζαν συμβουλευτικό ρόλο στη χάραξη της πολιτικής του γραμμής. Δεν μπορούσε ποτέ να αποφασί­σει κάτι και να το επιβάλει, όπως θα έκανε ένας σύγχρονος πρωθυπουργός στο υπουργικό του συμβούλιο. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ένα διακριτό νήμα που συνδέει όσα γνωρίζουμε για τους Αθηναίους από τα τέλη της δεκαετίας του 450 έως περίπου το 430 π.Χ. Ο Περικλής είναι αυτός ο οποίος, αναμφισβήτητα, εξέφρασε με λόγια και βοήθησε τον λαό να επιλέξει όσα συγκεχυμένα επιθυμούσε αλλά δεν ήταν σε θέση να διατυπώσει με σαφήνεια.
 
Στην εξωτερική πολιτική οι Αθηναίοι δεν ακολούθησαν πιστά τη γραμμή του Περικλή. Όπως και ο ίδιος, έτσι και οι συμπολίτες του παρέμειναν αφοσιωμένοι στην πολιτική κληρονομιά του Θεμιστοκλή. Το 450/449 π.Χ. συνήψαν ειρήνη με τον Πέρση βασιλιά, κάτι που θα είχε εγκρίνει ο πρεσβύτερος Θεμιστοκλής· με το ίδιο πνεύμα αντιμετώπισαν ευνοϊκά όσους Έλληνες από τη Δύση τούς προσέγγισαν με προτάσεις συμμαχίας στη δεκαετία του 430 και του 420 π.Χ., κάποιος Αθηναίος στρατηγός, μάλιστα, ανέπτυξε για λίγο στρατιωτική δράση στη Νεάπολη: υπάρχουν ενδείξεις, τίποτε παραπάνω, ότι και ο Θεμιστοκλής ενδιαφερόταν για την Ελλάδα της Δύσης. Στον ελλαδικό χώρο, ο Περικλής μνημονευόταν για μια πραγματικά θεμιστόκλεια φράση: «Βλέπω τον πόλεμο να έρχεται από την Πελοπόννησο». Εννοούσε ότι ο εχθρός ήταν οι Σπαρτιάτες. Μια τέτοια παρατήρηση πρέπει να διατυπώθηκε πολύ πριν από τον μοιραίο πόλεμο, που άρχισε το 431 π.Χ., αλλιώς δεν θα είχε νόημα. Αν η αθηναϊκή εξάπλωση ανησυχούσε τους συμμάχους της Σπάρτης στη βόρεια Πελοπόννησο, τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς. Όπως απέδειξε και το παράδειγμα του Θεμιστοκλή, υπήρχε πρόσφορο έδαφος για τους Αθηναίους προκειμένου να ανατρέψουν τα φιλοσπαρτιατικά καθεστώτα και να προσεταιριστούν τις πόλεις αυτές. Ο Περικλής είχε ζήσει τον βραδυφλεγή πόλεμο στην Ελλάδα εναντίον της Σπάρτης και των συμμάχων της στο διάστημα μεταξύ 460 και 446 π.Χ. Είχε πειστεί και ο ίδιος πως το καλύτερο για τους Αθηναίους ήταν να οχυρωθούν πίσω από τα Μακρά Τείχη, το θεμιστόκλειο αυτό έργο, και να αντιμετωπίσουν τις διά ξηράς επιδρομές των Σπαρτιατών. Έτσι είχαν τη δυνατότητα να αντέξουν χάρη στη ναυτική υπεροχή τους, κληροδότημα του Θεμιστοκλή, και με τα πλοία τους να εξασφαλίζουν πάντα επάρκεια τροφίμων. Αν συμμαχούσαν με τη φίλη γείτονα πόλη των Μεγάρων, θα απέτρεπαν σε κάθε περίπτωση την εύκολη πρόσβαση των Σπαρτιατών στην αθηναϊκή επικράτεια: μπορούσαν να «νικήσουν στο τέλος», χωρίς να χρειαστεί να διακινδυνεύσουν τα πάντα σε μια μάχη. Αν οι Σπαρτιάτες επιχειρούσαν εντέλει να λεηλατήσουν την Αθήνα, οι Αθηναίοι θα έστρεφαν εναντίον τους το ιππικό και θα τους έτρεπαν σε φυγή. Στα χρόνια του Περικλή το ιππικό εξαπλασιάστηκε και εισήχθη το νέο πρόγραμμα «ασφαλιστικής» αποζημίωσης για τα άλογα των ιππέων. Ο Περικλής δεν ήταν ο τύπος του φανατισμένου φιλολαϊκού πολιτικού.
 
Η σθεναρή, νουνεχής επιμονή του Περικλή σε αυτή την πολιτική συνδυαζόταν με κάτι νέο και πολύ βαθύτερο από τον οπορτουνισμό του Θεμιστοκλή στη διεθνή σκηνή. Όταν ένας ευγενής Αθηναίος, ο ομοϊδεάτης Καλλίας, πραξικοπηματικά συνομολόγησε ειρήνη με την Περσία το 449 π.Χ., ο Περικλής απάντησε συγκαλώντας ένα πανελλήνιο συνέδριο στην Αθήνα, το οποίο θα εξέταζε την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων ναών της πόλης, την τέλεση νέων θυσιών στους θεούς και την απρόσκοπτη και ειρηνική χρήση των θαλασσών. Αποτέλεσμα θα ήταν να συνεχίσουν οι σύμμαχοι των Αθηναίων να πληρώνουν εισφορά για τους σκοπούς αυτούς, σε μια ελληνική συμμαχία διαρκείας στο επίκεντρο της οποίας βρισκόταν η Αθήνα. Όπως αναμενόταν, η Σπάρτη αρνήθηκε να παρευρεθεί, αλλά το 449 π.Χ. άρχισαν να οικοδομούνται οι καινούργιοι ναοί στην Ακρόπολη χάρη στις συνεχιζόμενες συμμαχικές εισφορές. Η ειρήνη με την Περσία παρουσιάστηκε ως «νίκη» και έτσι ο προηγούμενος όρκος των Αθηναίων, που δεν επέτρεπε ποτέ πια την ανοικοδόμηση των ερειπωμένων ιερών, καταστρατηγήθηκε από ένα νέο οικοδομικό πρόγραμμα. Για τον Περικλή, η Αθήνα ήταν το μέγα κέντρο του ελεύθερου ελληνικού κόσμου, ο πανάξιος ηγέτης των πολυάριθμων Ελλήνων συμμάχων. Το πείσμα του να διατηρήσει την Αθηναϊκή Συμμαχία, ή «Αυτοκρατορία», ήταν εντυπωσιακό. Όλες οι απόπειρες εξέγερσης καταπνίγηκαν: ακόμη και οι σύμμαχοί της, όπως ο ίδιος αναφέρει σε όσα έχει καταγράψει ο Θουκυδίδης, ήταν αδύνατον να πουν «ότι έχουν ανάξιο αρχηγό». Οι Αθηναίοι όφειλαν να «αγαπούν» την πόλη τους και τη δύναμή της. Η Αθήνα ήταν αξιοθαύμαστη για το νέο κάλλος της, για τον χαρακτήρα των κατοίκων της και για την εξαιρετική τους χάρη, την ικανότητα και τη διαλλακτικότητά τους (οι δούλοι, στο κάτω κάτω, ήταν απλά αντικείμενα). Με διαφορετικές πιθανότητες επιτυχίας, μπορούμε να αποδώσουμε στον Περικλή μια σειρά από προτάσεις για το καλό των συμπολιτών του. Περίπου από το 448 π.Χ. και μετά Αθηναίοι πολίτες ίδρυσαν νέες αποικίες ή εποίκισαν αθηναϊκές κτήσεις σε συμμαχικά εδάφη: η πολιτική αυτή υπαγορεύτηκε πιθανότατα από τον Περικλή. Οι περισσότεροι από τους αποίκους προέρχονταν από τις κατώτερες τάξεις και κατάφεραν να καλυτερέψουν τη ζωή τους αξιοποιώντας τη νέα γη εκτός συνόρων. Από τις αρχές .του 450 π.Χ. οι Αθηναίοι που συμμετείχαν στα δικαστήρια λάμβαναν μία μικρή ημερήσια αποζημίωση: αυτή η κρατική αμοιβή ψηφίστηκε ύστερα από πρόταση του Περικλή. Συν τω χρόνω όλοι οι Αθηναίοι έφτασαν να επιδοτούνται με το απαραίτητο χρηματικό ποσό προκειμένου να προμηθεύονται τα «εισιτήριά» τους για τους δραματικούς αγώνες και για τα υπόλοιπα δρώμενα στις μεγάλες αθηναϊκές εορτές: μία ακόμη παραχώρηση προς τον αθηναϊκό λαό που, αν και από πολλούς αμφισβητείται ο εμπνευστής της, νομίζω πως πρέπει να αποδώσουμε με βεβαιότητα στον Περικλή.
 
Με δική του προτροπή επίσης θεσπίστηκαν αυστηρότερες προϋποθέσεις για τον προσδιορισμό του γνήσιου Αθηναίου πολίτη. Ο Περικλής πέτυχε να ψηφιστεί νόμος ο οποίος αναγνώριζε ως γνήσιους πολίτες μόνον όσους είχαν και τους δύο γονείς τους Αθηναίους πολίτες. Ο νόμος αυτός δεν είχε αναδρομική ισχύ και αφορούσε τα παιδιά που είχαν γεννηθεί από το 451 π.Χ. και μετά, έτσι ήταν αρκετά δημοφιλής ώστε να ψηφιστεί από τους Αθηναίους πολίτες. Με τον συγκεκριμένο νόμο ο Περικλής επιδίωκε πιθανότατα να προτρέψει τους άνδρες της Αθήνας να νυμφεύονται Αθηναίες, και το θέμα αυτό είχε αποκτήσει επείγοντα χαρακτήρα από τη στιγμή που πολλοί Αθηναίοι λάμβαναν, όπως είδαμε, νέους κλήρους εκτός συνόρων, τους οποίους μίσθωναν ή καλλιεργούσαν οι ίδιοι. Ο Περικλής είχε αντιληφθεί ότι οι αθηναϊκές οικογένειες δεν ήθελαν να έχουν ανύπαντρες κόρες και οι γιοι να παίρνουν γυναίκες από την αλλοδαπή: ο αυστηρότερος προσδιορισμός του γνήσιου Αθηναίου πολίτη συμβάδιζε επίσης με το αθηναϊκό αίσθημα της κοινής ταυτότητας.
 
Όλοι αυτοί οι νεωτερισμοί διαπνέονταν από τη σταθερή πεποίθηση ότι οι πολίτες της Αθήνας ήταν ξεχωριστοί, ότι κάθε άρρην ενήλικας ήταν ικανός να επωμιστεί πολιτικά καθήκοντα, ότι οι πολίτες έπρεπε να ανταμείβονται για τον ρόλο τους και ότι οι τέχνες τιμού­σαν τους θεούς και εκπολίτιζαν τους αποδέκτες τους. Ο ίδιος ο Περικλής προήδρευε στην επιτροπή που επιθεωρούσε τα λαμπρά νέα κτήρια στην Ακρόπολη. Ήταν στενός φίλος του μεγάλου γλύπτη Φειδία και η συμβολή του ταυτίστηκε με την επιτυχή έκβαση του οικοδομικού προγράμματος. Υπό την καθοδήγησή του, το πέπλο που ύφαναν οι κόρες των Αθηναίων για τη θεά Αθηνά μεταφέρθηκε στη νέα της «κατοικία», τον Παρθενώνα, όπου αναρτήθηκε ως επιβλητικό φόντο πίσω από το τεράστιο καινούργιο άγαλμα της θεάς το οποίο φιλοτέχνησε ο Φειδίας. Ο Περικλής πρότεινε επίσης την ανέγερση ενός ιδιαίτερου περίστυλου Ωδείου ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη. Έγινε τόπος διεξαγωγής μουσικών αγώνων στις μεγάλες εορτές, αν και οι κωμικοί ποιητές το χαρακτήρισαν αλαζονικό κατασκεύασμα που είχε ως πρότυπο τη λαφυραγωγημένη σκηνή του Πέρση βασιλιά Ξέρξη.
 
Μεταξύ του 560 και 510 π.Χ. οι Αθηναίοι τύραννοι οραματίστηκαν μια μεγαλοπρεπή Αθήνα τώρα, για πρώτη φορά συναντάμε ένα όραμα για τους Αθηναίους πολίτες. Κανένας προηγούμενος πολιτικός, ούτε καν ο Κλεισθένης, δεν σχετιζόταν, από όσο ξέρουμε, με φιλόσοφους και διανοούμενους. Σε αντίθεση με παλαιότερους αριστοκράτες, ο Περικλής δεν απαίτησε να γραφτούν ποιήματα και άλλα κείμενα προς τιμήν του: δεν προσπάθησε καν να χαράξει το όνομά του σε αυτά που θεωρήθηκαν κτήρια όλων των Αθηναίων πολιτών. Συνέλαβε την ιδέα μιας νέας κοινότητας, με επαυξημένη δύναμη και με την ισότιμη συμμετοχή των ανδρών της Αθήνας. Οι επαφές του με τους ανθρώπους του πνεύματος έφταναν ως τον Πρωταγόρα, τον φιλόσοφο ο οποίος προσκλήθηκε, σύμφωνα με τους μεταγενέστερους, προκειμένου να συντάξει, υπό την καθοδήγηση του Περικλή, τους νόμους για τη νέα αποικία των Θούριων στη Νότια Ιταλία. Στη μουσική, στην πολιτική θεωρία, στη χρήση της ρητορικής τέχνης και του καθαρού λόγου ο Περικλής επέδειξε πρωτοφανή διαύγεια πνεύματος. Ήταν το απόσταγμα της νέας αθηναϊκής υπεροχής στη διάρκεια της ζωής του, η οποία προσέλκυσε προικισμένους και ευφυείς ειδήμονες στην πόλη του, που δελεάστηκαν από τις παροχές και το μεγαλείο της πόλης. Αυτός και οι φίλοι του δεν πίστευαν σε εκείνο το παλαιό αρχαϊκό φόβητρο των θεών που δεν δίσταζαν να τους τιμωρήσουν για τα ατοπήματα ενός μακρινού προγόνου. Διέθεταν τη διαύγεια της νέας κλασικής διάνοιας.
 
Στη συντροφιά αυτή, ο τυχαίος «θυμός» των θεών δεν αποτελούσε πειστική «εξήγηση της κακοτυχίας»: οι απόγονοι δεν θεωρούνταν υπεύθυνοι για τα προγονικά αμαρτήματα. Η σαφέστερη αυτή κατανόηση της έννοιας της ευθύνης αποτελεί για μας ένα ορόσημο για τη μετάβαση από την αρχαϊκή στην κλασική εποχή. Στην Αθήνα, ο Περικλής και οι φίλοι του αντιλαμβάνονταν τα πράγματα κατ’ αυτόν τον τρόπο, και το σημαντικό σε αυτή την αίσθηση αλλαγής που αποκομίζουμε είναι ότι λίγοι συμμερίζονταν αυτή την αντίληψη· οι περισσότεροι άνθρωποι στην «κλασική Ελλάδα» συνέχιζαν να βαυκαλίζονται με τις παλαιότερες ιδέες της Αρχαϊκής περιόδου. Στις αποικίες της Δύσης, και συγκεκριμένα στον Σελινούντα, οι πολίτες έτρεμαν ακόμη τα «εκδικητικά πνεύματα» που κυκλοφορούσαν ανάμεσά τους· στην Κυρήνη, πίστευαν έναν μύθο για την «οργή» του Απόλλωνα που είχε να κάνει με την ίδρυση της πόλης και ταλαιπωρούνταν με τελετές οι οποίες κατεύναζαν τον φόβο των μιασμάτων. Στους Λοκρούς, οι πολίτες έστελναν κάθε χρόνο μια χορεία παρθένων στην Τροία προκειμένου να εξιλεωθούν για κάποιο «κακό» που έκαναν οι πρόγονοί τους στη μυθική εποχή των ηρώων. Ο αιών του Περικλέους δεν ταυτίζεται με έναν Πανελλήνιο διαφωτισμό, ήταν όμως μια εποχή όπου οι άνθρωποι του πνεύματος και η πεφωτισμένη τους σκέψη άνθισαν για πρώτη φορά γύρω από έναν φιλομαθή πολιτικό ηγέτη.
 
Κάποια στοιχεία απηχούν στον Επιτάφιο που εκφώνησε ο Περικλής το 430 π.Χ., τον οποίο ο Θουκυδίδης αποδίδει με δικά του λόγια διεκδικώντας την πιστή απόδοση της ουσίας του. Πίσω από τα λαμπρά περίκλεια επιχειρήματα, διακρίνουμε μιαν απάντηση στους επικριτές της εποχής του. «Φιλοκαλοῦμεν γάρ μετ’ εὐτελείας καί φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας». Στη δημοκρατία μας, κάθε άνθρωπος μπορεί να συνεισφέρει, ανεξαρτήτως της καταγωγής του, όμως οι Αθηναίοι σέβονταν την ιδιωτική ζωή των συμπολιτών τους και δεν τους κάκιζαν αν ενεργούσαν για προσωπική ευχαρίστηση. Η ελευθερία διαποτίζει τόσο την πολιτική όσο και την ιδιωτική ζωή, αλλά είναι μια ελευθερία που υπακούει στον νόμο. Η αθηναϊκή ελευθερία δεν είναι «ασυδοσία». Ωστόσο λογίζεται «άχρηστος εκείνος που δεν ενδιαφέρεται για τα πολιτικά». Όσον αφορά τις γυναίκες, δεν προβλέπεται πα­ρόμοια συμμετοχή. Ο λόγος του τελειώνει με μία σύντομη αναφορά στη «γυναικεία αρετή» για όσες ήταν τώρα χήρες. Τις προτρέπει να «φροντίσουν ώστε να γίνεται όσο το δυνατόν λιγότερος λόγος γι’ αυτές μεταξύ των ανδρών» και να περνούν απαρατήρητες. Εκφράζει την άποψη πως θα αποτελεί μεγάλη δόξα γι’ αυτές «να μη φανούν κατώτερες του προορισμού τους». Υπαινίσσεται, λοιπόν, ότι η φύση τους ούτως ή άλλως δεν είναι και η καλύτερη. Δίνει «μία αμιγώς αρνητική εντολή να μην παραβιάσουν τους περιορισμούς που θέτει η ίδια τους η φύση». Εδώ, όπως και αλλού, ο Περικλής διατυπώνει αυ­τό που ήταν αποδεκτό από το ακροατήριό του – και το οποίο θα απέρριπταν πολλοί από τους σύγχρονους αναγνώστες του. Για τους άνδρες, το ιδανικό δεν είναι «δημόσια λάμψη, ιδιωτική μιζέρια». Η φτώχεια δεν είναι ντροπή. Ντροπή είναι να μην προσπαθεί κανείς να απαλλαγεί από αυτήν. Σε όλη τη δεκαετία του 430 π.Χ., οι κωμικοί ποιητές της Αθήνας και οι πολιτικοί αντίπαλοι του Περικλή προσπάθησαν να σατιρίσουν, ακόμη και να παραπέμψουν σε δίκη τον Περικλή, την Ασπασία και τους ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης που ανήκαν στον κύκλο τους. Ο «ολύμπιος» Περικλής, ισχυρίζονταν οι κωμωδιογράφοι, κατευθυνόταν από την ερωμένη του: ξεκίνησε τον πόλεμο με τη Σπάρτη – γιατί όχι; – για να αποφύγει το σκάνδαλο. Οι κωμικοί ποιητές τον αποκαλούσαν «σχινοκέφαλον». Στην αρχαία ελληνική χλωρίδα σχίνος ήταν η διαφορετική ονομασία του φυτού σκίλλα που είχε στρογγυλό, απαλό βολβό, και τον προσφωνούσαν έτσι εννοώντας πως το κεφάλι του ήταν στρογγυλό και είχε πρόωρη φαλάκρα. Λέγεται ότι συχνότατα φορούσε στρατιωτική περικεφαλαία στις δημόσιες εμφανίσεις του, πιθανόν για να κρύψει τη φαλάκρα του, καθώς και για να θυμίζει τη διάρκεια της θητείας του ως στρατηγού. Η κωμική σάτιρα και οι απόπειρες να προσαχθεί σε δίκη αποτελούν απόδειξη της ελευθερίας την οποία εκθείασε ο Περικλής. Το κοινό απολάμβανε το «κίτρινο» χιούμορ των ποιητών, αλλά το όραμα του Περικλή ήταν τελικά αυτό που επέζησε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου