Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017

Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ Ή ΑΤΤΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

Αλλά ο πιο σημαντικός θεσμός, για τον οποίο θα πω λίγα λόγια πριν παραχωρήσω τη θέση στη συζήτηση, είναι η τραγωδία. Νομίζω ότι σας έχω ήδη επισημάνει ότι παρά τα όσα ακούγονται. δεν υπάρχει ελληνική αλλά αθηναϊκή ή αττική τραγωδία και αυτό δεν είναι τυχαίο. Είναι αλήθεια ότι, σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, είχαν υπάρξει στη Σικυόνα, πόλη της Πελοποννήσου κοντά στην Κόρινθο, τραγικοί χοροί πριν εμφανιστεί η τραγωδία στην Αττική. Οι χοροί όμως είναι πολύ σύνηθες φαινόμενο στις ελληνικές πόλεις. Η «αναπαράσταση» σημαντικότατου τμήματος της πανταχού παρούσας στην Ελλάδα ποιητικής παραγωγής στηρίζεται σε αυτούς. Η τραγωδία είναι κάτι άλλο. Οι πρώτες τραγωδίες δημιουργήθηκαν στην Αθήνα περί το έτος 500· στη συνέχεια η τραγωδία εξαπλώνεται, και από τα μέσα του 4ου αιώνα παίζονται έργα έξω από την Αττική, και στα υπόλοιπα μέρη της Ελλάδας. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο ορόσημα μεσολαβεί ενάμισης αιώνας σπουδαίας δημιουργίας - και αυτή πραγματοποιείται στην Αττική. Θα επανέλθουμε επ' αυτού. Αναφέρομαι σήμερα στο θέμα επειδή θέλω να συνδέσω την τραγωδία με τα ζητήματα του αυτοπεριορισμού και της δημιουργίας.
 
Έχουμε εδώ ένα εμβληματικό παράδειγμα. Οι Αθηναίοι κληρονομούν, από τη Σικυόνα ή από αλλού, ένα χορό που τραγουδά, ορχείται και απαγγέλλει, αλλά δεν είναι χορός της τραγωδίας. Ξεκινώντας από ένα μικρό συστατικό, δημιουργείται ένα νέο είδος, με την πλήρη έννοια του όρου. Διότι η τραγωδία είναι ένα ον που υπάρχει όσο ένας γαλαξίας και ακόμη περισσότερο, είναι ενότητα μορφής και ύλης, είναι οργάνωση που φέρει σημασίες. Όμως μια δημιουργία είναι κάτι εντοπίσιμο, μπορούμε δε να χρονολογήσουμε την ανάδυση, την εμφάνισή της. Από πού αναδύεται; Κατά μία έννοια από το τίποτα. Δεν αρκεί ότι στη Σικυόνα αντικαταστάθηκε ένας ραψωδός από μια ομάδα προσώπων που απαγγέλλουν. Σας θυμίζω ότι αυτή την εποχή δεν υπάρχει, στους Έλληνες, καθαρή «απαγγελία», διότι η ποίηση τραγουδιέται και επίσης, σε πολλές περιπτώσεις χορεύεται. Μπορούμε να φανταστούμε, αν θέλετε, σαν ένα μπαλέτο με τραγούδι. Η τραγωδία, από την άλλη, είναι ιδιαίτερα πλούσιο και πολύπλοκο αντικείμενο, μια δημιουργία με πολλές διαστρωματώσεις. Τι μας επιτρέπει να μιλάμε γι’ αυτή; Καταρχάς τα κείμενα. Από τα εκατό περίπου έργα που συνέθεσε καθένας από τους τρεις μεγάλους τραγικούς, έχουμε, τολμώ να πω, την τύχη ότι διασώθηκαν μόνον επτά του Αισχύλου, επτά του Σοφοκλή και δεκαπέντε περίπου του Ευριπίδη. Η λίστα αυτή είχε αναχθεί σε «κανόνα», παγιωμένο ήδη κατά την Αρχαιότητα, έγκυρη, δηλαδή, αναφορά στα έργα που θεωρούνται ως τα πιο ωραία ή τα πιο σημαντικά. Όμως, ακόμη και με αυτές τις τριάντα τραγωδίες, μας είναι σχεδόν αδύνατο να εξερευνήσουμε πραγματικά όλη τους τη σημασία - μπορούμε λοιπόν κατά μία έννοια να θεωρούμαστε ευτυχείς που δεν διασώθηκαν και οι τριακόσιες... Ο φίλος μου φιλόλογος Olof Gigon λέει ότι μερικές φορές φοβάται μήπως οι ανασκαφές που διεξάγονται στο Herculanum φέρουν στο φως καμιά δεκαπενταριά ακόμη τραγωδίες του Ευριπίδη, πράγμα που θα ήταν καταστροφικό για τους συναδέλφους του.
 
Όπως και να έχει το πράγμα, το υπάρχον σύνολο τραγωδιών μας αποκαλύπτει μια εξαιρετικά μεγάλη ποσότητα δεδομένων. Αν και δεν τίθεται θέμα υποβιβασμού της τραγωδίας σε πολιτική λειτουργία, όποια ευρύτητα κι αν δίνουμε στον όρο πολιτική, είναι αναμφίβολο ότι η τραγωδία έχει επίσης πολιτική διάσταση, ακόμη κι αν αυτή δεν πρέπει να αναζητηθεί κατά πρώτο λόγο, όπως συμβαίνει εν γένει, στις πολιτικές θέσεις των ποιητών, πράγμα που καταλήγει να μεταμορφώσει τις τραγωδίες σε στρατευμένα έργα Ούτε και αρκεί να επικαλεστούμε την Ορέστεια του Αισχύλου ως εγκώμιο της μετάβασης από την αυτοδικία στη δημόσια δικαιοσύνη παρά το γεγονός ότι αυτό ισχύει απόλυτα. Η πραγματική πολιτική διάσταση της τραγωδίας πρέπει να αναζητηθεί κατά πρώτο λόγο στα οντολογικά της θεμέλια και κατά δεύτερο στο ρόλο που παίζει στο πλαίσιο των θεσμών αυτοπεριορισμού της δημοκρατίας. Οι δύο αυτές πλευρές είναι εξάλλου στενά συνδεδεμένες, ή ακόμη αποτελούν τις δύο όψεις της ίδιας πραγματικότητας. Τα οντολογικά θεμέλια είναι αυτά που σας ανέφερα στην αρχή της χρονιάς μιλώντας για την ελληνική φαντασιακή σύλληψη του κόσμου. Η τραγωδία επιβεβαιώνει διαρκώς, όχι μέσω του λόγου και της λογικής, αλλά μέσω της παράστασης των πραγμάτων, ότι το ον είναι το χάος και επιτρέπει σε όλους να το δουν. Καθώς το πεδίο της τραγωδίας ταυτίζεται προφανώς με το πεδίο της ανθρώπινης δράσης και όχι της κοσμολογίας η της «φυσιολογίας», το χάος παίρνει εδώ τη μορφή της κατάφωρης έλλειψης κάθε θετικής αντιστοιχίας μεταξύ των προθέσεων των ανθρώπινων πράξεων από τη μία, και των αποτελεσμάτων τους από την άλλη. Η τραγωδία μάς δείχνει, κάθε φορά, ένα πρόταγμα (projet) δράσης: στους Πέρσες ο Ξέρξης εκστρατεύει για να καταλάβει την Ελλάδα. Στην Ορέστεια η Κλυταιμνήστρα και ο Αίγισθος συνωμοτούν για να σκοτώσουν τον Αγαμέμνονα, στη συνέχεια ο Ορέστης αποφασίζει να εκδικηθεί τον πατέρα του σκοτώνοντας τη μητέρα του. Στους Επτά επί Θήβας (και στις Φοίνισσες) ο Πολυνείκης βαδίζει εναντίον των Θηβών για να ανακτήσει τη βασιλεία. Στην Αντιγόνη, ο Κρέων εννοεί να παγιώσει την τάξη στην πόλη απαγορεύοντας να ταφεί ο Πολυνείκης σύμφωνα με τα έθιμα... Αυτό το πρόταγμα δράσης μπορεί φυσικά να φαίνεται ως προβολή των επιθυμιών ή των παθών ενός ατόμου. Μπορεί όμως να πρόκειται και για επαναφορά τάξης στον κόσμο, όπως στην περίπτωση του Κρέοντα στην Αντιγόνη και του Οιδίποδα στο Οιδίπους Τύραννος (απομακρύνοντας το λοιμό που μάστιζε την πόλη). Υπάρχει επομένως ένα πρό­ταγμα που τείνει προς την τάξη, και που, από μια στιγμή και μετά, θα μετασχηματισθεί - κι εδώ βρίσκεται το μεγαλείο του έργου. Μόνο από τη μέση του έργου, ίσως και μετά, στον Οιδίποδα Τύραννο το πρόταγμα του ήρωα μετασχηματίζεται σε κατάφωρη επιθυμία αυτογνωσίας, αναζήτησης της ίδιας του της ταυτότητας, καθώς η ομίχλη που σκέπαζε το παρελθόν του αρχίζει τότε να διαλύεται. Επομένως αυτό το πρό­ταγμα δράσης αποτυγχάνει, αλλά όχι με την κοινότοπη έννοια διότι αυτό που δείχνει η τραγωδία δεν είναι ότι οι προθέσεις και οι δυνάμεις του ανθρώπινου όντος είναι μηδαμινές σε σύγκριση με την τάξη των πραγμάτων, και ως εκ τούτου θα ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία· δεν δείχνει απλώς ότι δεν ελέγχουμε τις συνέπειες των πράξεών μας. Αυτό που δείχνει επίσης και κυρίως είναι ότι δεν είμαστε κύριοι της σημασίας των πράξεών μας. Φυσικά, οι δύο απόψεις δεν μπορούν να αποσυνδεθούν, δεδομένου ότι η σημασία των πρά­ξεών μας δεν μπορεί να περιοριστεί στις προθέσεις που τις διέπουν, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι οι προθέσεις ανήκουν στη σημασία (δεν θα μιλήσουμε γι’ αυτό σήμερα). Η τραγω­δία δείχνει ότι δεν είμαστε κύριοι του νοήματος των πρά­ξεών μας.
 
Πώς ακριβώς λειτουργεί η τραγωδία; Σας θυμίζω αυτό που είπαμε στην αρχή του χρόνου για το ζεύγος χάος/κόσμος και τη σχέση της ύβρεως με το χάος του κόσμου: κατά μία έννοια, το χάος και η ύβρις, η παραβίαση των ορίων, ενυπάρχουν στο ίδιο το ανθρώπινο ον. Και βεβαίως η τραγωδία πραγματεύεται διαρκώς την ύβριν με τα διάφορα πρόσωπά της. Νομίζω ότι σας παρέθεσα το απόσπασμα της Hannah Arendt όπου λέει, και απολύτως δικαίως, ότι η αμεροληψία έρχεται στον κόσμο με τους Έλληνες. Αναφερθήκαμε σε αυτό συζητώντας για την Ιλιάδα και τα ομηρικά έπη, αλλά το ίδιο ισχύει και στην τραγωδία. Στους Πέρσες του Αισχύλου, παραδείγματος χάρη, δεν θα βρείτε σε όλο το έργο ούτε μία λέξη μίσους ή περιφρόνησης για τους Πέρσες που είχαν κατακτήσει την Ελλάδα και ιδιαίτερα την Αττική, την πατρίδα του ποιητή, για τους Πέρσες που είχε ο ίδιος πολεμήσει στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα, που είχαν κάψει τους ναούς των θεών του... Όχι μόνο δεν λέγεται τίποτα εναντίον τους, αλλά το μόνο πραγματικά ανθρώπινο πρόσωπο του έργου είναι η Άτοσσα, η μητέρα του Ξέρξη, μια μεγαλοπρεπής, σοφή και αξιοσέβαστη γυναίκα. Πώς λοιπόν εξηγεί ο Αισχύλος αυτή την καταστροφή; Την αποδίδει στην ὕβριν του Ξέρξη. Δεν τίθεται θέμα να τη δει ως απόρροια της υποτιθέμενης «βαρβαρότητας» των Περσών. Ωστόσο η τραγωδία γράφτηκε και παίχτηκε στην Αθήνα το 472, δηλαδή επτά χρόνια μετά τη μάχη των Πλαταιών, και πήρε το πρώτο βραβείο, ενώ ο πόλεμος συνεχιζόταν στη Μικρά Ασία, στην Κύπρο, στις Φοινικικές ακτές... Εξήντα χρόνια αργότερα, το 415, ο Ευριπίδης στις Τρωάδες δείχνει την ὕβριν των Ελλήνων, οι οποίοι μετά την πτώση της Τροίας επιδίδονται σε ένα όργιο ωμότητας και κτηνωδίας, σκοτώνοντας, βιάζοντας πάνω στους βωμούς των θεών, κατακρημνίζοντας τα παιδιά από τα τείχη. Λέει στους Έλληνες και ιδιαίτερα στους Αθηναίους: ιδού τα τέρατα που είστε, που είμαστε. Και αυτό έχει ακόμη μεγαλύτερο αντίκτυπο δεδομένου ότι το έργο παίζεται ένα χρόνο μετά τη σφαγή των Μηλιών, μιας από τις μεγαλύτερες τερατωδίες που διέπραξαν οι Αθηναίοι κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Θα επανέλθουμε σε αυτό το περιστατικό, που περιγράφεται από τον Θουκυδίδη στα πλαίσια μιας πολύς σημαντικής συζήτησης για το δίκαιο και την βία. Εν ολίγοις, οι κάτοικοι της Μήλου αρνήθηκαν να προσχωρήσουν στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Μετά από σειρά διαπραγματεύσεων, οι Αθηναίοι τους πολιορκούν, τους νικούν, σκοτώνουν όλους τους ενήλικες άνδρες και υποδουλώνουν τις γυναίκες και τα παιδιά. Απίστευτη ὕβρις, που ο Ευριπίδης σκηνοθετεί, καθόσον η Τροία είναι εδώ απλώς οφθαλμοφανές ψευδώνυμο της Μήλου.
 
            Ωστόσο, η τραγωδία με το μεγαλύτερο βάθος από άποψη πολιτικής διάστασης είναι ίσως Αντιγόνη του Σοφοκλή. Στη συζήτηση αυτή θεωρώ δεδομένο ότι γνωρίζετε όλοι το έργο. Από πολύ καιρό έχει γίνει αντικείμενο πολυάριθμων ερμηνειών, ιδιαίτερα από τους Γερμανούς της μεγάλης περιόδου, δηλαδή γύρω στο 1800, μεταξύ των οποίων φυσικά και ο Hegel κ.λπ. Υπάρχει ένα θέμα που επανέρχεται διαρκώς σε αυτές τις ερμηνείες, πρόκειται για την αντίθεση μεταξύ ανθρώπινου και θείου νόμου. Συχνά οι διάφοροι ερμηνευτές επιχείρησαν να διαβάσουν την Αντιγόνη σαν λίβελλο εναντίον του ανθρώπινου νόμου υπέρ του θείου ή, εν πάση περιπτώσει, σαν απεικόνιση της διαμάχης τους. Ασφαλώς η διαμάχη αυτή είναι παρούσα στο κείμενο, και μάλιστα επανέρχεται συνεχώς. Η Αντιγόνη επιχειρηματολογεί και λέει στον Κρέοντα: γνωρίζω ότι υπάρχει κάτι άλλο από τους νόμους σου, υπάρχουν οι νόμοι που έρχονται από τον Δία, που μας διατάσσουν να τιμούμε τους νεκρούς και να τους θάβουμε κατά τα ειωθότα. Ο Κρέων λέει και επαναλαμβάνει ότι καμία πόλη δεν μπορεί να υπάρξει αν οι νόμοι της δεν γίνονται σεβαστοί, ότι ο νόμος του εναντίον του Πολυνείκη, προδότη της πατρίδας του, πρέπει να εφαρμοστεί και ότι όποιος θέλει να σεβαστεί τα καθήκοντά του απέναντι στο ίδιο του το αίμα οφείλει κατά μείζονα λόγο να σεβαστεί τις υποχρεώσεις του απέναντι στην πόλη. Αυτός είναι, μπορώ να πω, ο εμφανής λόγος. Και πράγματι, συνήθως, οι ακροατές, οι αναγνώστες δεν μπορούν παρά να ταυτιστούν με την αδύναμη, την αγνή, την ηρωική, την απελπισμένη Αντιγόνη και να στραφούν εναντίον του Κρέοντα, του στενοκέφαλου, του υπερφίαλου, του αυταρχικού, του φιλύποπτου. Η υπόθεση φαίνεται σαφής.
 
Αυτό θα σήμαινε ότι για ακόμη μία φορά θα μας διέφευγε η σημαντικότερη σημασία. Δεν θα σας παρουσιάσω σήμερα μια πλήρη θεμελίωση της ερμηνείας που προτείνω, θα έπρεπε στην περίπτωση αυτή να πάρουμε το κείμενο και να το επεξεργαστούμε - θα επανέλθουμε αναμφίβολα, εξάλλου. Ας παρατηρήσουμε ότι αυτή η αντίθεση μεταξύ ανθρώπινου και θείου νόμου αγνοεί ένα πράγμα: η ταφή των νεκρών υπήρξε ανέκαθεν, στους Έλληνες όπως και παντού, ανθρώπινος αλλά και θείος νόμος. Η δε υπεράσπιση της πατρίδας αποτελεί για τους Έλληνες όχι μόνο ανθρώπινο, αλλά και θείο νόμο - ο Κρέων αναφέρεται εξάλλου ρητά σε αυτό. Υπάρχουν, όπως ξέρετε, ιερές ονομασίες για το έδαφος της πόλης, ιδιαίτερα στην Αθήνα αλλά και αλλού. Αυτό αρχίζει με τον Όμηρο, που μιλά για ἱερόν πτολίεθρον («ιερή πόλη»), συνεχίζει με τον Πίνδαρο και άλλους μεταγενέστερους. Όσο για το χορό, παρατηρούμε ότι σε όλη τη διάρκεια του έργου αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις δύο αυτές θέσεις, τις οποίες τοποθετεί πάντα στο ίδιο επίπεδο, χωρίς να ευνοεί καμία. Το περίφημο χορικό των στίχων 332 ως 375, στο οποίο θα επανέλθουμε λεπτομερώς, εξυμνεί τη δόξα του ανθρώπου και αρχίζει με αυτή τη φράση, τόσο πασίγνωστη όσο και δύσκολη να μεταφραστεί, που λέει περίπου: «Υπάρχουν πολλά τρομερά πράγματα, αλλά τίποτα δεν είναι πιο τρομερό από τον άνθρωπο». Πολλά τά δεινά κοὐδέν ἀνθρώπον δεινότερον πέλει«Τρομερό», δεινόν, όχι μόνο με την έννοια «αυτού που προ- καλεί φόβο», παρόλο που η λέξη έχει και αυτή τη σημασία. Το επίθετο δεινός υποδεικνύει κάποιον που έχει εξαιρετικές, i πιθανώς και τρομακτικές, ικανότητες. Οφείλω να σας πω ότι, στην πράξη, η πλειονότητα των ερμηνευτών της αρχαίας Ελλάδας δεν βλέπει τη φιλοσοφική σημασία αυτού του στάσιμου. Βεβαίως η σημασία αυτή δεν εκφράζεται με τρέχοντα λόγο, αλλά ποιητικά: πρόκειται στην ουσία για μια θεώρηση του ανθρώπου ως δημιουργού και της ιστορίας ως ανθρώπινης δημιουργίας. Το πράγμα είναι απολύτως σαφές και χρειάζονται όλες οι σύγχρονες παρωπίδες για να επιμένουν να σχολιάζουν την Αντιγόνη επί σειρά σελίδων χωρίς να το λαμβάνουν υπόψη, λέγοντας, παραδείγματος χάριν, ότι οι Έλληνες είχαν μια κυκλική αντίληψη για την ιστορία. Κι όμως, αυτό που μας παρουσιάζει ο χορός είναι ο άνθρωπος που εφευρίσκει τη γλώσσα, τις τέχνες, τους νόμους, που χτίζει πόλεις, που δημιουργεί θεσμούς. Ο Σοφοκλής δεν είχε διαβάσει τη Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας και δεν χρησιμοποιεί τους παραπάνω όρους, αλλά γι’ αυτό ακριβώς μιλά. Και το στάσιμο τελειώνει με το εγκώμιο του ανθρώπου που είναι ικα­νός να «συνυφάνει» τους νόμους της πόλης και τη θεία δικαιοσύνη. Αυτό είναι το συμπέρασμά του και σε αυτό έγκειται το όλο πρόβλημα.
 
Σας θυμίζω κάπως πιο λεπτομερειακά τι λέει ο χορός, αυτό το πάντα εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο από την άποψη των σημασιών της τραγωδίας. Ο άνθρωπος διαθέτει εξαιρετική γνώση και τέχνας ικανές για ανέλπιστα επιτεύγματα. Κατευθύνεται πότε προς το καλό, πότε προς το κακό, και ο ανώτερος των ανθρώπων, ο καλύτερος για την πόλη (ὑψίπολις), είναι επομένως αυτός που συνυφαίνει (περσινών) τους νόμους της γης, ή τους νόμους της γης του (νόμους χθόνιους) και τη δικαιοσύνη των θεών, με την οποία είναι δεμένος με όρκο (θεῶν ἔνορκον δίκαν). Άλλη τοποθέτηση του χορού, πιο κάτω στο έργο: είναι στη σκηνή της διαφωνίας του Κρέοντα με το γιο του Αίμονα (στ. 626-765), στροφή ουσιαστική της τραγωδίας που και αυτή έχει επίσης υπερβολικά αγνοηθεί. Σημειώστε ότι ο ίδιος ο Αίμων δεν παίρνει καθόλου το μέρος του θείου απέναντι στο ανθρώπινο δίκαιο. Ο χορός, σχολιάζοντας τους αντιτιθέμενους λόγους γιου και πατέρα, δηλώνει (στ. 725): εὖ γάρ εἴρηται διπλῇ, και οι δύο λόγοι σωστά εκφράστηκαν. Οι αντίθετοι λόγοι ισορροπούν. Από την άλλη, η ιδέα ότι η Αντιγόνη εκφράζει αποκλειστικά τον θείο νόμο διάψευδε- ται, εν μέρει τουλάχιστον, από ένα παράδοξο επιχείρημα, που ο Σοφοκλής έχει ίσως δανειστεί από τον Ηρόδοτο, ο οποίος το αναφέρει σε σχέση με ένα επεισόδιο στην Περσία. Η Αντιγόνη εξηγεί πράγματι, στο τέλος του έργου (στ. 908-915), ότι αν έκανε όλα αυτά, ήταν επειδή επρόκειτο για τον αδελφό της, διότι, λέει, αν είχε πεθάνει ο σύζυγός της, θα μπορούσε να παντρευτεί κάποιον άλλο, και αν ήταν ένα από τα παιδιά της, θα μπορούσε να κάνει άλλα. Αλλά όταν η μητέρα και ο πατέρας έχουν πεθάνει, δεν είναι δυνατό να υπάρξει άλλος αδελφός. Ο Πολυνείκης ήταν λοιπόν μοναδικός, αναντικατάστατος και του όφειλε τα πάντα. Αυτό το παράδοξο επιχείρημα μπορεί να φανεί σαν σοφιστεία, εν πάση περιπτώσει όμως δεν έχει καμία σχέση με τον θείο νόμο. Ο θείος νόμος δεν όρισε ποτέ ότι πρέπει να θάβουμε τους αναντικατάστατους αδελφούς και όχι τους αδελφούς που θα ήταν δυνατό να αντικατασταθούν όταν η μητέρα είναι ακόμη σε ηλικία που μπορεί να τεκνοποιήσει ούτε ότι μπορούμε να παραλείψουμε την ταφή του συζύγου, επειδή μπορεί να βρεθεί αφθονία συζύγων, και ούτω καθεξής. Ορίζει απλώς ότι πρέπει να θάβουμε τους νεκρούς. Όμως η Αντιγόνη λέει: εγώ όφειλα να θάψω τον αδελφό μου, που ήταν αναντικατάστατος. Πίσω από αυτό το επιχείρημα κάτι άλλο βεβαίως διαγράφεται - και νομίζω ότι δεν είναι υπερβολικά παρακινδυνευμένο να προβάλλουμε. Διότι τα πρόσωπα της τραγωδίας είναι προφανώς πολυδιάστατα, δεν μπορούμε να τα υποβιβάσουμε σε φορείς αφηρημένων αρχών. Αλλιώς δεν θα μιλούσαμε για τραγωδία, αλλά για σοσιαλιστικό ρεαλισμό ή έργο-διακήρυξη. Τι κρύβεται πίσω από αυτή τη φράση της Αντιγόνης; Το πάθος της για τον αδελφό της βεβαίως. Θεωρήστε το αν θέλετε αιμομικτικό ή όχι. Εν πάση περιπτώσει ό, τι διακρίνει κανείς σε αυτές τις λέξεις· είναι μια αγάπη για τον Πολυνείκη που εκλογικεύεται- αποδεικνύοντας ότι το αντικείμενό της είναι αναντικατάστατο. Έτσι και ο Κρέων, όταν λέει ότι δεν μπορεί να υπάρξει πόλη χωρίς σεβασμό των νόμων, δεν μιλά προφανώς ούτε σαν πολιτικός φιλόσοφος ούτε σαν καθηγητής δικαίου. Η θέση που προβάλλει είναι υπερκαθορισμένη από πολύ ξεκάθαρα μέσα στο έργο εμπαθή κίνητρα: την επιθυμία εξουσίας που τον κυριαρχεί και τον ωθεί διαρκώς να υποπτεύεται ότι είναι αργυρώνητοι όσοι του αντιλέγουν. Έχουμε εδώ μια άλλη διάσταση: τα ψυχικά κίνητρα των προσώπων - αγάπη για τον αδελφό, αγάπη για την εξουσία— και όλο το ψυχολογικό σύμπλεγμα που τα συνοδεύει, η έπαρση και η καχυποψία του Κρέοντα κ.λπ. Έτσι οι αφηρημένες αρχές, πραγματικά παρούσες και συζητούμενες, ενσαρκώνονται μέσα στα πάθη των προσώπων. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε το αντίστροφο, δηλαδή ότι και στις δύο περιπτώσεις, τα πάθη εκλογικεύονται σε αφηρημένες αρχές.
 
Φυσικά, αν έσφαλε μόνον ο Κρέων, δεν θα είχαμε πλέον τραγωδία, αλλά θα βρισκόμασταν σε έναν κόσμο θετικών και αρνητικών ηρώων, δηλαδή στη σύγχρονη ανοησία. Ο Κρέων δεν έχει εντελώς άδικο, και ο χορός το υπογραμμίζει διαρκώς. Η μεγάλη στροφή, από τη διαλεκτική άποψη του έργου, είναι ο λόγος του Αίμονα (στ. 683-723). Στην αρχή της σκηνής, επεμβαίνει προκειμένου να αλλάξει ο Κρέων την ετυμηγορία εναντίον της Αντιγόνης. Ο Κρέων απαγγέλλει τότε έναν μακροσκελή λόγο (στ. 639-680) στον οποίο υποστηρίζει τη νομιμότητα - δεν υπάρχει πόλη δίχως νόμο. Αλλά σας υπενθυμίζω ότι, σε αντίθεση με την ερμηνεία «θείος νόμος εναντίον ανθρώπινου νόμου», δεν υπάρχει ουσιαστικά στους Έλληνες λατρεία των θεών έξω από την πόλη, και ότι οι κύριες θρησκευτικές τελετές είναι πολιτειακές: οι θεοί λατρεύονται μέσα στην πόλη και δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν θεοί χωρίς πόλη, όχι με την οντολογική έννοια, αλλά σε ό,τι σχετίζεται με τη λατρεία, τις θυσίες κ.λπ. Ο Αίμων απαντώντας σε όσα εξέθεσε ο Κρέων δεν προσπαθεί καθόλου να τα ανασκευάσει τοποθετούμενος στο ίδιο πεδίο. Και εδώ ακριβώς όλη η τραγωδία αλλάζει χρώμα, αλλάζει σημασία. Ο Αίμων λέει στον πατέρα του (στ. 683-684): ο νους ή η κρίση (φρένες) είναι το πιο σημαντικό πράγμα που μπορούν να δώσουν οι θεοί στους ανθρώπους. Σε ό, τι με αφορά, ούτε θα μπορούσα (οὔτ’ ἄν δυναίμην) ούτε θα ήξερα (μήτ’ ἐπισταίμην) να πω ότι τα λόγια σου δεν είναι σωστά. Δεν θα μπορούσα - ένας γιος δεν λέει στον πατέρα του ότι κάνει λάθος - ο λόγος σου δεν είναι ανασκευάσιμος. Ο Αίμων λοιπόν, για να κάνει τον πατέρα του ν’ αλλάξει γνώμη, καταφεύγει σε ένα επιχείρημα άλλης φύσεως, το οποίο επανέρχεται και το οποίο αποτελεί για μένα προφανώς το πολιτικό δίδαγμα του έργου. Το γεγονός ότι πρέπει ο καθένας να ακούει την άποψη του άλλου και ότι κανείς δεν έχει ποτέ δίκιο μόνος του (φρονεῖν μόνος, στ. 707). Ακόμη κι αν έχει κάποιος δίκιο, αν ακούει μόνο το δίκιο του, έχει άδικο. Για αυτό μιλά η Αντιγόνη και όχι για την υπεροχή του θείου νόμου απέναντι στον ανθρώπινο. Φυσικά ο πείσμων Κρέων δεν ακούει την προειδοποίηση.
 
Το επαναλαμβάνω και πάλι - αν λάβουμε υπόψη όλα όσα έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία -, θα βρεθούν ίσως κάποιοι αρκετά επιπόλαιοι για να ισχυριστούν ότι υποστηρίζω τον Κρέοντα και την τυραννία, αλλά αυτό δεν έχει και πολλή σημασία. Αν ο Κρέων ήταν απλώς ένα τέρας, η Αντιγόνη δεν θα ήταν τραγωδία, αλλά έργο τρόμου και φρίκης. Η απόφασή του είναι πολιτική, βασίζεται σε εξαιρετικά στέρεους πολιτικούς λόγους. Αυτό που λέει ο Σοφοκλής στους Αθηναίους είναι ότι πολύ καλοί πολιτικοί λόγοι μπορούν να γίνουν πολύ κακοί αν είναι μόνο πολιτικοί, με τη στενή έννοια του όρου. Με άλλα λόγια: ο χώρος που ανάγεται στην πολιτική είναι δυνάμει οικουμενικός, περιλαμβάνει, παραδείγματος χάρη, ερωτήματα, όπως αν πρέπει ή όχι να θάψουμε κάποιον νεκρό, να σκοτώσουμε ή να χαρίσουμε τη ζωή σε κάποιον άνθρωπο - μην ξεχνάτε ότι κάθε κοινότητα έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στα μέλη της, ακόμη κι αν απαγορεύει στον εαυτό της να το εφαρμόζει, απόφαση την οποία μπορεί πάντα να αναθεωρήσει. Και λόγω ακριβώς της οικουμενικότητας, για να είναι δίκαιη, μια πολιτική απόφαση πρέπει να λάβει υπόψη όλους τους παράγοντες, ακόμη και τους μη πολιτικούς. Κατά δεύτερο λόγο, ακόμη κι όταν πιστεύει κανείς, εμπιστευόμενος τις βαθιές του γνώσεις και τη σωστή του κρίση, ότι έχει πάρει μια καλή απόφαση, η απόφαση αυτή μπορεί να αποδειχτεί κακή, ακόμη και καταστροφική. Όσο και να έχει σκεφτεί κανείς εκ των προτέρων μια πράξη δεν θα έχει ποτέ την απόλυτη εγγύηση της μελλοντικής σημασίας της πράξης αυτής, η οποία προφανώς συμπεριλαμβάνει τις συνέπειές της.
 
Δύο θέματα πριν τελειώσω: Κατά πρώτον, αυτή η σημασία του έργου εκφράζεται και πάλι στις τελευταίες φράσεις του χορού, στο τέλος (στ. 1346 κ. εξ.), όταν λέει ότι το φρονεῖν προηγείται κατά πολύ της ευτυχίας (το φρονεῖν, δηλαδή η ικανότητα να σκεφτεί κανείς σωστά λαμβάνοντας υπόψη όσα δεν γνωρίζει ο χορός. Οι Λατίνοι μεταφράζουν τη λέξη ως prudentia, που δεν αποδίδει - ούτε κατά προσέγγιση- το νόημά της). Προσθέτει ακόμη ότι δεν πρέπει να είναι κανείς ασεβής απέναντι στους θεούς και ότι στα βαρύγδουπα λόγια των υπερφίαλων απαντούν τα βαριά χτυπήματα της μοίρας που τους διδάσκει το φρονεῖν μόνο αφού έχουν πλέον γεράσει. Η τραγωδία κλείνει λοιπόν με μια φράση που καταδικάζει όποιον επιμένει να έχει μόνος του δίκιο, μόνος φρονεῖν. Θυμηθείτε τον Ηράκλειτο: ξυνόν ἐστί πᾶσι τό φρονεῖν, Υπάρχει ένα επιπλέον σημείο που στηρίζει την ερμηνεία μου στο τέλος των Επτά επί Θήβας του Αισχύλου, έτσι όπως η τραγωδία μάς παραδόθηκε. Το έργο γράφτηκε περί το 470. Πάνω από εβδομήντα χρόνια μετά, με αφορμή μια νέα παράσταση, κάποιος (για τον οποίο είμαστε βέβαιοι ότι δεν είναι ο Αισχύλος - εξάλλου η ίδια η γλώσσα του κειμένου είναι διαφορετική) πρόσθεσε ένα τελευταίο απόσπασμα. Την εποχή εκείνη η Αντιγόνη του Σοφοκλή είχε ήδη παιχτεί με τεράστια επιτυχία και ο άγνωστος συγγραφέας της προσθήκης στο τέλος των Επτά θέλησε πιθανώς να το εκμεταλλευτεί αυτό, διότι το κείμενό του αφήνει την αίσθηση ότι, μετά το τέλος του έργου, θα υπήρχε μια συνέχεια που θα επανερχόταν περίπου στη δράση της Αντιγόνης. Το μακροσκελές αυτό απόσπασμα τελειώνει με ένα χορικό, όπου ο χορός διαιρείται σε δύο μέρη, κάθε δε μέρος τραγουδά για λογαριασμό του. Το πρώτο λέει (στ. 1072-1077): θα υποστηρίζω πάντοτε αυτούς που είναι αλληλέγγυοι με τη γενεά τους, δηλαδή με το αίμα τους (όπως η Αντιγόνη με τον αδελφό της), διότι αυτό που η πόλη θεωρεί ως σωστό αλλάζει με το χρόνο, ενώ ο νόμος του αίματος είναι μόνιμος. Το άλλο τμήμα λέει (στ. 1078-1083): θα υποστηρίζω πάντοτε την πόλιν και το δίκαιον έτσι όπως το καθορίζει η πόλις. Έχουμε εδώ μια καθόλου αμελητέα μαρτυρία για τον τρόπο με τον οποίο οι Αθηναίοι του τέλους του 5ου αιώνα έβλεπαν το ζήτημα· αντιμετώπιζαν ακριβώς τις δύο αντίθετες θέσεις χωρίς να σκέφτονται ότι έπρεπε να τα­χθούν ριζικά υπέρ της μίας ή της άλλης. Συνοψίζω για να κλείσω. Μία από τις σημασίες της Αντιγόνης είναι το πρόβλημα της δημοκρατίας, δηλαδή της πολιτικής δράσης, παρόλο που στο έργο το υποκείμενο της δράσης είναι βασιλιάς. Η τραγωδία μάς επιτρέπει να δούμε την αβεβαιότητα που υπερισχύει στο πεδίο αυτό, τον μονίμως εύθραυστο και ανολοκλήρωτο χαρακτήρα των αιτιών και των κινήτρων πάνω στα οποία μπορούμε να βασίζουμε τις αποφάσεις μας. Σκιαγραφεί μάλιστα, όπως σας είπα, την ιδέα ότι αυτά τα κίνητρα δεν είναι αναγκαστικά αγνά. Αυτό που έχουμε εδώ κατά βάθος είναι μια επίμονη προειδοποίηση εναντίον της ύβρεως, ακόμη και όταν αυτή κρύβεται πίσω από ανώτερα κίνητρα και μιλά μια εντελώς λογική και εκλογικευμένη γλώσσα. Για να το πω και πάλι: ακόμη και όταν πιστεύετε ότι η δράση σας και η απόφασή σας βασίζονται στα καλύτερα κίνητρα του κόσμου, είναι πιθανό να παίρνετε τερατώδεις αποφάσεις ή αποφάσεις τα αποτελέσματα των οποίων θα είναι τερατώδη. Ιδού τι λένε στον αθηναϊκό δῆμον στα μέσα του 5ου αιώνα οι ποιητές του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου