Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

Xρειάζεται να κάνουμε καλές πράξεις, ως προϋπόθεση για να ευτυχίσουμε;

Αποτέλεσμα εικόνας για χρειάζεται να κάνουμε καλές πράξεις, ως προϋπόθεση για να ευτυχίσουμε;Αν το κάνετε με την προϋπόθεση να είστε ευτυχισμένοι, τότε δεν πρόκειται πια για καλές πράξεις, με την ηθική έννοια του όρου (η οποία προϋποθέτει, αντιθέτως, ανιδιοτέλεια). Αν πράττετε το καλό για να είστε ευτυχισμένοι, η πράξη σας είναι εγωιστική. Δεν έχει καμία ηθική αξία.
  
Ο χριστιανός, για παράδειγμα, που κάνει καλές πράξεις μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει τη σωτηρία του στην ουσία δεν πράττει το καλό (εφόσον λειτουργεί με εγωιστικό τρόπο) κι έτσι δεν λυτρώνεται. Αν δώσετε ένα ευρώ σ’ έναν άστεγο με τη λογική ότι έτσι θα γλιτώσετε το καθαρτήριο, η πράξη σας είναι και πάλι εγωιστική· σίγουρα δεν είναι εκείνη η πράξη που θα γλιτώσει όσους πιστεύουν απ’ την κατάβαση στο καθαρτήριο…

Αποτέλεσμα: ο μόνος τρόπος για να θεωρηθεί κάποιος ενάρετος είναι να κάνει καλές πράξεις χωρίς να ελπίζει σε αντάλλαγμα. Από τη σκοπιά αυτή, η ηθική απαλλάσσεται από την ελπίδα. Αν κάνετε μια «καλή πράξη» ελπίζοντας σε οφέλη, η πράξη σας δεν είναι ηθικά καλή αλλά ιδιοτελής, άρα εγωιστική. Ηθική πράξη σημαίνει ότι κάνεις το καθήκον σου «χωρίς να ελπίζεις σε κάτι», όπως λέει ο Καντ. Η ηθική κατ’ αρχήν δεν χρειάζεται την ελπίδα. Κι αυτό της επιτρέπει (διαφορετικά θα υπήρχε κύκλος) να τη δικαιολογεί. Η ελπίδα για ευτυχία δεν είναι εκείνη που καθορίζει την ηθική” αλλά η ηθική είναι αυτή που δικαιολογεί την ελπίδα.

Μια ευτυχία για τους κακούς;

Δεν θα έπρεπε μολαταύτα να ελπίζω ότι υπάρχει Θεός που θα με ανταμείψει επειδή έκανα το καθήκον μου;

Και φυσικά να το ελπίζεις! Αλλά με την προϋπόθεση ότι δεν ενεργείς μ’ αυτόν το σκοπό! Η ηθική έχει ως αρχή την ανιδιοτέλεια: πρέπει να κάνουμε το καθήκον μας επειδή είναι καθήκον μας, χωρίς κάποιον άλλο στόχο πέρα από το ίδιο το καθήκον. Απ’ την άλλη, η θρησκεία μας αφήνει να ελπίζουμε ότι θα ανταμειφθoύμε…

Είναι γνωστό ότι ο Καντ συνοψίζει τη σφαίρα της φιλοσοφίας σε τρία κύρια ερωτήματα: «Τι μπορώ να γνωρίζω;» «Τι πρέπει να κάνω;» «Σε τι επιτρέπεται να ελπίζω;».

Η πρώτη, «Τι μπορώ να γνωρίζω;», είναι το θεωρητικό ερώτημα που σχετίζεται με τα όρια και τους όρους της γνώσης: ο Καντ αφιερώνει σε τούτο το ερώτημα την Κριτική του καθαρού λόγου.

Το δεύτερο, «Τι πρέπει να κάνω;», είναι το ηθικό ερώτημα: ο Καντ αφιερώνει σ’ αυτό την Κριτική του πρακτικού λόγου.

Το τρίτο, «Σε τι επιτρέπεται να ελπίζω;», είναι το θρησκευτικό ερώτημα. Θα περιμέναμε να θίξει το ερώτημα αυτό στο τρίτο μεγάλο του έργο, την Κριτική της κριτικής δύναμης. Στην ουσία το θίγει και στα τρία του έργα! Με τον τρόπο αυτό δείχνει πόση σημασία αποδίδει στο εν λόγω ζήτημα.

Αυτά τα τρία ερωτήματα δεν διαφέρουν και πολύ μεταξύ τους. Η θρησκεία δεν προτείνει ούτε γνώση ούτε ηθική (ο Καντ, πνεύμα ελεύθερο και προοδευτικό, είχε καταλάβει καλά ότι η πίστη στο Θεό δεν ήταν αναγκαία για να μελετήσει κανείς τις επιστήμες ή για να πράξει ηθικά) αλλά μια ελπίδα.

Οφείλουμε λοιπόν να δώσουμε στην ηθική ό,τι απαιτεί, δηλαδή να εκτελούμε το καθήκον μας χωρίς να ελπίζουμε τίποτα, επιτρέποντας ταυτόχρονα στη θρησκεία να μας κάνει να ελπίζουμε ότι με τις πράξεις μας κάποια στιγμή θα αξιωθούμε να ευτυχήσουμε μετά θάνατον. Αλλά δεν είναι καν αυτή η ελπίδα που υποκινεί την ενάρετη δράση. Η επανάσταση που επιφέρει ο Καντ δεν συνίσταται στην υποταγή της ηθικής στη θρησκεία, όπως γινόταν συνήθως, αλλά αντιθέτως στην υποταγή της θρησκείας στην ηθική.

Η πίστη στον Θεό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι κάποιος πράττει το καλό· οι καλές πράξεις είναι εκείνες που μπορούν να μας κάνουν να ελπίζουμε σε μια ευτυχισμένη μεταθανάτια ζωή. Αυτή είναι μάλλον η αληθινή επανάσταση της φιλοσοφίας του Καντ: η θρησκεία δεν θεμελιώνει πλέον την ηθική, αλλά η ηθική είναι εκείνη που θεμελιώνει τη θρησκεία.

Μα και για τους αρχαίους Έλληνες η αρετή συνόδευε πάντοτε την ευτυχία, ενώ μια συνετή ή ενάρετη ζωή τούς έκανε πολύ περισσότερο ευτυχισμένους από τον αχαλίνωτο χωρίς ίχνος αρετής βίο…

Ισχύει ακόμα και τον 17ο αιώνα, με τον Σπινόζα για παράδειγμα: ο σοφός που γνωρίζει και αγαπά την αλήθεια είναι πιο ευτυχισμένος από τον αδαή που ενδίδει στα πάθη του…

Εντούτοις, η ηθικότητα, με τη σύγχρονη έννοια του όρου, δεν ορίζεται τόσο σύμφωνα με τούτη τη γνώση της αλήθειας αλλά με τη θέση που αποδίδουμε στον άλλον: για τους σύγχρονους ηθικός άνθρωπος θεωρείται όποιος δεν είναι εγωιστής, ή είναι λιγότερο από τους άλλους, ενώ ο κακός είναι απάνθρωπος εγωιστής, έτοιμος να κάνει τους άλλους να υποφέρουν με σκοπό την προσωπική του απόλαυση.

Από τούτη τη σκοπιά λοιπόν η ηθικότητα δεν αρκεί για την ευτυχία: πολύ συχνά είμαστε δυστυχισμένοι ακριβώς γιατί νοιαζόμαστε τους άλλους! Ο πόνος των αγαπημένων μας ανθρώπων στέκεται εμπόδιο στην ευτυχία μας· η δυστυχία της ανθρωπότητας μάς εμποδίζει να είμαστε εντελώς ευτυχισμένοι, με αποτέλεσμα να μη διαθέτουμε πλέον τα εφόδια για την ωραία αρχαιοελληνική εμπιστοσύνη, ή για την ωραία αισιοδοξία των κλασικών.

Η σύγχρονη εποχή μάς έχει διδάξει πως η ευτυχία και η αρετή δεν συμβαδίζουν απαραιτήτως, ενίοτε μάλιστα αντιπαρατίθενται κιόλας. Μήπως τελικά ανήκουμε περισσότερο στην εβραϊκή παρά στην αρχαία ελληνική παράδοση; Θα γνωρίζετε βέβαια την ωραία φράση του Εκκλησιαστή: «Όσο πιο πολλή σοφία, τόσο πιο πολλή οδύνη· όσο περισσότερη γνώση, τόσο μεγαλύτερος πόνος».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου