Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ: ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ

Η αθηναϊκή δημοκρατία αναπτύχθηκε σ’ έδαφος οικονομίας που χρησιμοποιούσε εντατικά, αλλά όχι αποκλειστικά, την εργασία δούλων. Για τούτο οι δημοκρατικοί δεν στράφηκαν εναντίον τού λογικώς αντιδημοκρατικού δουλοκτητικού συστήματος, αλλά το συντήρησαν. Βέβαια, επί δημοκρατίας σημειώθηκαν κάποιες βελτιώσεις στο επίπεδο των περιορισμών που επιβάλλονταν στους δούλους. Αλλά, όπως θα δούμε, μερικές από αυτές, δημόσιες, οφείλονταν σε σκοπιμότητες που εξυπηρετούσαν την ασφάλεια του κράτους, ενώ άλλες, ιδιωτικές, αποτελούσαν προνόμιο λίγων δούλων: εκείνων στους οποίους οι κύριοι ανέθεταν εργασίες που χρειάζονταν αυτονομία ή και πρωτοβουλία. Οι αντικειμενικές συνθήκες δεν ήσαν ώριμες ώστε ένα δημοκρατικό καθεστώς να σκεφθεί καν να καταργήσει τη δουλεία μέσα στην επικράτειά του.
 
Και στη δημοκρατική Αθήνα, κάθε δούλος[1] ήταν κτήμα κάποιου ελεύθερου. Ήταν περιουσιακό στοιχείο, μεταβιβάσιμο εμπόρευμα: ο δούλος αγοραζόταν και πουλιόταν, δωριζόταν, κληρονομιόταν επίσης μπορούσε να κατασχεθεί. Δεν ήταν ελεύθερος: δεν διέθετε τον εαυτό του, δεν είχε δικαιώματα επί της ζωής του. Ωστόσο του αναγνωριζόταν ότι ήταν ανθρώπινο ον.
 
Ένας δούλος αποκτούσε την ελευθερία του όταν το ήθελε ο κύριός του. Ο κύριος εξέφραζε τη βούλησή του και τους όρους που έθετε άτυπα, αλλά με κάποιο τρόπο που να αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο, όπως μια δήλωση γραπτή ή προφορική ενώπιον μαρτύρων ή, ενδεχομένως, η διαθήκη του. Ελάχιστοι ήσαν οι δούλοι που θα μπορούσαν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους: οι χωρίς οἰκοῦντες, κατηγορία δούλων που εμφανίζεται τον 4ον αιώνα π.Χ.. Από το δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα μαρτυρείται ύπαρξη ενός ἐράνου που συγκέντρωνε συνεισφορές από δούλους και ελευθέρους, και διέθετε ποσά για την εξαγορά δούλων.
 
Από τη στέρηση της ελευθερίας απέρρεαν άλλες στερήσεις καθώς και διάφορες διακρίσεις. Στη δημοκρατική Αθήνα μερικές από αυτές (I) εφαρμόζονταν απόλυτα και καθολικά, ενώ οι υπόλοιπες (II) υπέστησαν κάποιες απαλύνσεις ή εξαιρέσεις προς την κατεύθυνση της αντιλήψεως ότι και ο δούλος είναι ανθρώπινο ον.
 
(I)  Οι δούλοι δεν είχαν νομική προσωπικότητα ούτε δικαιοπρακτική ικανότητα. Γάμος και οικογένεια δούλων δεν είχαν νόμιμη υπόσταση. Έτσι ο κύριος μπορούσε να χωρίσει ζευγάρια δούλων, καθώς και παιδιά από γονείς. Σωματικές ποινές δούλων ήσαν συνηθισμένες και νόμιμες (τό σώμα των ἀδικημάτων ἁπάντων ὑπεύθυνόν ἐστιν). Οι δούλοι που καλούνταν ως μάρτυρες σε δικαστήριο εξετάζονταν οπωσδήποτε κατόπιν βασάνου, επειδή υπήρχε η πρόληψη ότι ένας δούλος δεν θα έλεγε την αλήθεια, αν δεν εκβιαζόταν με τον πόνο. Παλαίστρες και γυμναστήρια ήσαν τόποι απαγορευμένοι για δούλους.
 
(II) Η δικαιοπρακτική ανικανότητα των δούλων ατόνησε σ’ ορισμένους τομείς. Νωρίς δόθηκε στους δούλους το δικαίωμα να καταγγέλλουν πράξεις προδοσίας ή ιεροσυλίας ή καταχρήσεως δημοσίου χρήματος. Αν αποδεικνύονταν τα καταγγελλόμενα, ο δούλος κέρδιζε την ελευθερία του. Αν όχι, καταδικαζόταν σε θάνατο. Όταν ένας δούλος εμφανιζόταν ως μάρτυρας σε δίκες προδοσίας ή ιεροσυλίας ή κλοπής δημοσίου χρήματος, η μαρτυρία του λαμβανόταν πολύ σοβαρά υπ’ όψη από το δικαστήριο. Αργότερα, τον 4ον αιώνα π.Χ., ορισμένοι κύριοι άφηναν σε δούλους τους την πρωτοβουλία να προβαίνουν σε συναλλαγές ή εμπορικές πράξεις και να εμπλέκονται σε δικαστικές εκκαθαρίσεις συναφών διαφορών. Επίσης η άρνηση στους δούλους του δικαιώματος να έχουν περιουσία υπέστη εξαιρέσεις. Οι δημόσιοι και οι χωρίς οἰκοῦντες το απέκτησαν σιωπηλώς. Αναφέρεται ένας δημόσιος όχι μόνον πλούσιος, αλλά και ιδιοκτήτης οικίας. Οι χωρίς οἰκοῦντες καρπώνονταν τα κέρδη που τους έμεναν, αφού πλήρωναν στους κυρίους έναν ή δύο οβολούς την ημέρα. Μερικοί συγκέντρωναν το ποσό που χρειαζόταν για να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. Ο δούλος που κακοπαθούσε από τη σκληρότητα του κυρίου του μπορούσε, καταφεύγοντας είτε στο Θησείον είτε στο βωμό των Ευμενιδών, όχι να αποκτήσει την ελευθερία του, αλλά να απολαύσει ασυλία και να απευθύνει παράκληση να αγορασθεί από άλλον κύριο. Το κράτος περιόρισε την άσκηση του δικαιώματος που είχε ο κύριος να τιμωρεί ένα δούλο του με ξυλοδαρμό. Από τη μία μεριά, όρισε ένα ανώτατο όριο επιτρεπομένων ραβδισμών, που δεν ήσαν βέβαια λίγοι: πενήντα. Από την άλλη μεριά ποινικοποίησε ορισμένες σωματικές βλάβες δούλων και μάλιστα τις εξίσωσε με σωματικές βλάβες ελευθέρων. Ο καθένας μπορούσε να καταγγείλει τον ελεύθερο που γινόταν ένοχος σωματικών βλαβών σε δούλους με γραφήν ὕβρεως.Υποτίθεται ότι έτσι διώκονταν τα υπέρμετρα κτυπήματα, οι τραυματισμοί, και μάλιστα οι ακρωτηριασμοί· μάλιστα μαρτυρείται μια θανατική ποινή Αθηναίου για κακοποίηση δούλου. Κατά μείζονα λόγο διωκόταν ο φόνος δούλου υπό έννοια που προϋποθέτει ότι αναγνωριζόταν στο δούλο το δικαίωμα στη ζωή. Πράγματι, ο φόνος δούλου έδινε λαβή όχι μόνον σε δίκην βλάβης, αλλά και σε δίκην φόνου. Η δίκη βλάβης αφορούσε την υλική ζημία που υπέστη ο κύριος του δούλου, ο οποίος ήταν και ο κατήγορος με κατηγορούμενο το φονέα. Η δίκη φόνου ήταν υπέρ του θύματος και στρεφόταν εναντίον του όποιου ενόχου, που μπορούσε να είναι και ο κύριος του δούλου. Διεξαγόταν ενώπιον του δικαστηρίου των Ἐφετῶν που συνεδρίαζε στο Παλλάδιον, ανεξάρτητα από το αν η εγκληματική πράξη ήταν προμελετημένη ή απρομελέτητη. Η ποινή γι’ αυτήν ήταν εξορία, όχι θάνατος, όπως στην περίπτωση που το θύμα ήταν ελεύθερος. Το ίδιο δικαστήριο δίκαζε επίσης όλους τους τύπους ανθρωποκτονίας μετοίκων ή ξένων παρεπιδημούντων, αλλά μόνον τους άνευ προμελέτης φόνους πολιτών.
 
Σ’ ορισμένους τομείς οι δούλοι δεν διακρίνονταν από τους ελευθέρους. Οι δούλοι μπορούσαν να τελούν λατρείες του τόπου της καταγωγής τους, να μετέχουν των οικιακών λατρειών, να μυούνται στα Ελευσίνια Μυστήρια και να συχνάζουν σ’ ορισμένα ιερά. Η υποχρέωση των δούλων να φορούν ειδικά ρούχα που αποκάλυπταν την ιδιότητά τους ατόνησε.
 
Οι Αθηναίοι δεν εμπιστεύονταν στους δούλους υπηρεσίες συνδεόμενες με την άμυνα. Κατ’ εξαίρεση προσέλαβαν δούλους ως κωπηλάτες του στόλου κατά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, πιεζόμενοι από ανάγκη. Πάλι σε μεγάλη ανάγκη στρατιωτικού προσωπικού βρέθηκαν οι Αθηναίοι μετά τη μάχη στη Χαιρώνεια, το 338 π.Χ. Τότε ψήφισαν να απελευθερώσουν τους δούλους που θα κατατάσσονταν στον αθηναϊκό στρατό. Αυτή η απόφαση ανακλήθηκε πριν αρχίσει η εφαρμογή της, επειδή ο Φίλιππος έκαμε αμέσως μετριοπαθείς προτάσεις ειρήνης στους Αθηναίους.
 
Ο δουλικός πληθυσμός της αθηναϊκής κοινωνίας κατά τους δύο κλασσικούς αιώνες εμφάνιζε εσωτερικές διαφοροποιήσεις σε πέντε επίπεδα. (1) Υπήρχαν δούλοι ιδιωτών και δούλοι του κράτους, οι λεγόμενοι δημόσιοι, που υπηρετούσαν ως γραφείς, κλητήρες, όργανα της τάξεως,[2] υπηρέτες, εργάτες.[3] Οι δημόσιοι δούλοι είχαν απαλλαγεί από ορισμένους περιορισμούς που βάραιναν τη θέση των ιδιωτικών δούλων, οι γραφείς μάλιστα θα διαβίωναν όπως οι ελεύθεροι δημόσιοι υπάλληλοι. (2) Ένας ιδιοκτήτης λίγων δούλων[4] γνώριζε προσωπικά και εξατομίκευε κάθε δούλο του. Ένας πολύ μεγάλος δουλοκτήτης γνώριζε και εξατομίκευε τους δούλους που τον υπηρετούσαν στο σπίτι ή τους είχε ως εργοδηγούς στις επιχειρήσεις του. Οι υπόλοιποι δούλοι του παρέμεναν γι’ αυτόν αδιαφοροποίητοι μέσα στο πλήθος τους. (3) Μεταξύ των δουλοκτητών και των δούλων τους δημιουργούνταν ποικίλες σχέσεις σε διάφορα επίπεδα. Οι συνθήκες της εκμεταλλεύσεως και της διαβιώσεως διαφόρων κατηγοριών δούλων τροποποιούνταν από αυτές τις σχέσεις άλλοτε προς το καλύτερο και άλλοτε προς το χειρότερο σε σύγκριση με τους όρους των νομικών ρυθμίσεων. Ανέκαθεν είχαν καλύτερη θέση από τους άλλους δούλους οι παραμάνες, οι παιδαγωγοί, καθώς και εκείνοι που υπηρετούσαν ως οικογενειακοί γιατροί. Τον 4ον αιώνα π.Χ. διαμορφώθηκε μια κατηγορία δούλων που εργάζονταν και κατοικούσαν χωριστά: οι χωρίς οἰκοῦντες. Οι κύριοι απαιτούσαν από αυτούς όχι το σύνολο των κερδών που αποκόμιζαν από την εργασία τους, αλλά ένα πάγιο χρηματικό ποσό. Ακόμη περισσότερο διαφοροποιήθηκαν από τους κοινούς δούλους, επίσης τον 4ον αιώνα π.Χ., εκείνοι που είχαν μόρφωση και χρησιμοποιούνταν κατάλληλα από τους κυρίους τους, σ’ εμπιστευτικές θέσεις, π. χ. ως υπάλληλοι τραπεζιτών. Η χειρότερη τύχη επιφυλασσόταν στους δούλους που εργάζονταν σε λατομεία και σε μεταλλεία. Αυτοί οι δούλοι τις πιο πολλές φορές δεν ανήκαν στους δικαιούχους των εκχωρήσεων, αλλά σ’ άλλους επιχειρηματίες που είχαν δούλους για εκμίσθωση. Η εκμετάλλευση του Λαυρείου απασχόλησε σημαντικό δουλικό δυναμικό από την αρχή του 5ου αιώνα π.Χ. ώς την κατάληψη της Δεκέλειας από τους Σπαρτιάτες, το 413, η οποία προκάλεσε την ομαδική διαφυγή χιλιάδων δούλων, και πάλι σε μια νέα περίοδο εκμεταλλεύσεως από το 367 έως το 338 π.Χ..
 
Με την εξαίρεση των αποδράσεων των δούλων από το Λαύρειο κατά το διάστημα από το 413 ώς το 404 π.Χ., υπό ανώμαλες συνθήκες η Αθήνα δεν γνώρισε προβλήματα με τους δούλους, έστω και ελάσσονα. Οι μελετητές της δουλείας στην Αθήνα διαβλέπουν ότι δεν αναπτυσσόταν αλληλεγγύη ούτε μεταξύ των δούλων που εργάζονταν υπό την ίδια στέγη_ και εξηγούν αυτό το φαινόμενο με την υπόθεση ότι κάθε δούλος προσπαθούσε να καλοπιάσει τον κύριό του για να βελτιώσει τη ζωή του ή, στο τέλος, να επιτύχει την απελευθέρωσή του.
---------------------------
[2] Άρχοντες επιφορτισμένοι με την τήρηση της τάξεως και ησυχίας σε χώρους εκκλησίας του Δήμου και άλλων δημοσίων συγκεντρώσεων ή σε πλατείες και οδούς χρησιμοποιούσαν άνδρες μιας αστυνομικής μονάδας 300 Σκυθών τοξοτών. Άλλοι δούλοι υπηρετούσαν υπό τους Ένδεκα (βλ. σελ. 202-203) ως δεσμοφύλακες και δήμιοι. 
[3] Δούλοι του κράτους εργάζονταν στο νομισματοκοπείο, σε δημόσια οικοδομικά έργα, σ έργα οδοποιίας, στην καθαριότητα των οδών και πλατειών.
[4] Πολλοί πτωχοί Αθηναίοι δεν είχαν καθόλου δούλους, άλλοι είχαν ελάχιστους οικιακούς δούλους. Σε κωμωδίες του Αριστοφάνη φέρονται μεσαίοι πολίτες ως κάτοχοι λίγων οικιακών δούλων. Λίγοι ήσαν οι Αθηναίοι που είχαν περισσότερους από δέκα οικιακούς δούλους. Εργαστήρια που είχαν περί τους είκοσι εργάτες, δούλους και ελευθέρους, θεωρούνταν σημαντικά. Ελάχιστα εργαστήρια με εργατικό δυναμικό 80-120 δούλων αναφέρονται.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου