Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Η ΗΘΙΚΗ ΔΕΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΥ

Αυτό ακριβώς είναι το αρνητικό στοιχείο, η επικίνδυνη όψη του φαινομένου. Από τη φύση του ιδεοπλάστης και ιδεολάτρης ο άνθρωπος, γίνεται από πνευματικήν αδράνεια και ηθική δειλία ιδεοληπτικός, αιχμάλωτος των ιδεών, δούλος των διανοητικών προϊόντων του. Τέτοιος είναι ο μισαλλόδοξος και ο δογματικός. Εκείνος, που με πείσμα και ακαμψία κλείνεται μέσα στις ιδέες του αρνούμενος και το παραμικρό άνοιγμα στους τοίχους της φυλακής του. Επειδή δεν θέλει να δει, δεν μπορεί πλέον να δει τίποτα πέρα από τον στενό πνευματικό του ορίζοντα...

Ας θυμηθούμε την περίφημη πλατωνική αλληγορία: τους δεσμώτες του σπηλαίου. Από τη μακρά εγκάθειρξή τους στη σκοτεινή φυλακή έχασαν όχι μόνο τη δύναμη της όρασης, αλλά και τη θέληση να βγουν στο φως και ν’ αντικρίσουν τα ίδια τα πράγματα. Είναι τόσο καλά βολεμένοι, ήσυχοι και μακάριοι, στον ίσκιο των ειδώλων τους, ώστε εάν κανείς επιχειρήσει να τους τραβήξει έξω, διαμαρτύρονται, εξοργίζονται και είναι ικανοί να διαμελίσουν τον απερίσκεπτο ελευθερωτή τους…

Τίποτα δεν ενοχλεί τον δογματικό όσο ο έλεγχος, η κριτική των άρθρων της πίστης του. Φοβάται μήπως αναγκαστεί να μετακινηθεί από τις θέσεις του και αμυνόμενος επιτίθεται εναντίον εκείνων που και διακριτικά ακόμη δοκιμάζουν να κλονίσουν την τυφλή βεβαιότητά του. Τους υποπτεύεται, αμφισβητεί τις καλές προθέσεις του, δεν σκέπτεται καν να τους ακούσει. «Υπάρχουν» λέει «αρχές, κανόνες, έννοιες που βρίσκονται πέρα από κάθε αμφιβολία και είναι καθαρή μωρία να κατεβάζει κανείς από τα βάθρα τους αυτές τις σεβάσμιες ιδέες και να τις παραδίνει στον έλεγχο του τυχόντος».

– Αν έμενε με την αντίληψη αυτή ο άνθρωπος, δεν θα είχε απομακρυνθεί πολύ από τα άλλα δίποδα ζώα. Ευτυχώς για τον πολιτισμό μας αποφάσισε νωρίς ν’ απαρνηθεί τις πνευματικές ανέσεις του και να ριψοκινδυνέψει στο πέλαγος της ελεγχόμενης γνώσης. Η ιστορία της επιστήμης (στα πρώτα αποφασιστικά βήματά της την έλεγαν: φυσιολογία και φιλοσοφία) είναι μια μακρά σειρά από τολμηρές πρωτοβουλίες για την απελευθέρωση του σκεπτόμενου ανθρώπου από την ιδεοληψία και τον δογματισμό, με το επαναστατικό σύνθημα του «λόγον διδόναι». Παρά την ανευλάβεια που κατηγορείται ότι δείχνει απέναντι στον παραδοσιακό κώδικα των «αναμφισβήτητων αληθειών», ο επιστήμονας απαιτεί από κάθε ιδέα, οποιαδήποτε και αν έχει σημαία, να δεχτεί τον έλεγχο και να επιδείξει τους τίτλους της.

Την αυστηρότερη διατύπωση σ’ αυτή την απαίτηση την έχουν δώσει οι χρόνοι μας με το στόμα των κορυφαίων μιας φιλοσοφικής σχολής που δεσπόζει στον αγγλοσαξονικό κόσμο: του «λογικού θετικισμού». Το τεκμήριο της αλήθειας, λέγουν, είναι η εμπειρική απόδειξη, το διαπιστωμένο γεγονός. Για να διεκδικήσει μια πρόταση το επιστημονικό κύρος (που μόνο αυτό εγγυάται τη βεβαιότητα) πρέπει πρώτα να μπορεί να διαψευστεί και έπειτα να μην έχει διαψευστεί από τα πράγματα – έως τώρα τουλάχιστο, γιατί δεν ξέρει κανείς τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον˙ όλοι οι νόμοι της Φυσικής λ.χ. είναι συμπεράσματα διαλογισμών του τύπου που η Λογική τον ονομάζει «ατελή επαγωγή». Ο πρώτος από τους δύο όρους έχει το προβάδισμα: εάν ένα διανοητικό πλάσμα, μια «ιδέα», από τη φύση του περιεχομένου της δεν είναι δυνατόν να διαψευστεί από εμπειρικά γεγονότα, τότε βρίσκεται έξω από το χώρο που προσδιορίζεται από την αντίθεση του «αληθούς» και του «ψευδούς» και επομένως ούτε με το ένα επίθετο μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε με το άλλο. Αυτή είναι η περίφημη θεωρία της «διαψευσιμότητας» (Karl Popper) που εκφράζει καθαρότερα από κάθε άλλη το πνεύμα του λογικού θετικισμού.

Παραδείγματα. Η πρόταση «Ο κόρακας είναι μαύρο πουλί» αληθεύει όχι επειδή όσα κοράκια είδαμε ωστώρα, σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη της Γης, ήσαν μαύρα, αλλά γιατί είναι από τις προτάσεις που μπορούν να διαψευστούν από ένα γεγονός εμπειρικά διαπιστωμένο και αυτό το γεγονός (η ύπαρξη ενός κόρακα με άλλο χρώμα εκτός από το μαύρο) δεν έχει ωστώρα παρατηρηθεί. Αντίθετα οι προτάσεις: «Το φυσικό σύμπαν έχει αρχή και τέλος μέσα στο χώρο και το χρόνο», «Ο θάνατος δεν διαλύει την ατομική υπόσταση ενός έμψυχου όντος, αλλά τη μεταφέρει σε άλλο υπαρξιακό επίπεδο», «Κορυφαία αρετή είναι η δικαιοσύνη», επειδή το ίδιο το περιεχόμενο τους δεν υπόκειται στην εμπειρική βάσανο και επομένως δεν είναι δυνατόν να διαψευστούν από τα πράγματα, οσοδήποτε και αν με τα μέσα και τις μεθόδους της παρατήρησης διευρυνθεί ο ορίζων της εμπειρίας μας, δεν μπορούν να διεκδικήσουν τον τίτλο της επιστημονικής αλήθειας. Τούτο δεν σημαίνει ότι στερούνται από κάθε αξία. Αξία υπάρχει σε κάθε πνευματικό προϊόν που γίνεται παραδεκτό από μιαν ανθρώπινη συνείδηση. Αλλά η αξία τους δεν είναι γνωσιολογική˙ είναι μεταφυσική, θρησκευτική, ηθική κτλ.

Με τη θεωρία αυτή γίνεται φανερό ότι το πρώτο και αποφασιστικό βήμα του κριτικού στοχασμού είναι ο περιορισμός, η χάραξη των ορίων του χώρου της έγκυρης γνώσης. Το δεύτερο ο καθορισμός του κριτηρίου της, η αναγνώριση του μέτρου με το οποίο θα εξακριβώνεται το βάρος, η γνησιότητά της. Έως που το έδαφος είναι στερεό για την πορεία της διανοίας μας, και πως αυτή θα βεβαιώνεται ότι πατάει γερά. Και τις δύο παραδοχές αποδοκιμάζει ανυποχώρητα ο ιδεοληπτικός, ο δογματικός τύπος ανθρώπου. Αυτός έχει τις «ιδέες» του, τις δικές του ιδέες, και είναι τόσο καλά βολεμένος μέσα στο κλουβί τους, που δεν εννοεί με κανένα τρόπο να βγει έξω για νέες περιπέτειες. Φοβάται να δοκιμάσει πάλι τα φτερά του, γιατί υποπτεύεται (ορθά) ότι έχουν αδυνατίσει από την αδράνεια και δεν θα τον βοηθήσουν να πετάξει. Κατά βάθος τρέμει την ελευθερία, σαν το πουλί το γεννημένο στη σκλαβιά που όταν το λευτερώσεις, εκείνο φτεροκοπάει απάνω στα σύρματα της φυλακής του και ψάχνει να βρει καμιά πορτούλα να ξαναμπεί μέσα – στη «σιγουριά». Ή σαν εκείνους τους σκλάβους της μαύρης ηπείρου που όταν ο νόμος τους λευτέρωσε, ικέτευαν τα αφεντικά τους να τους περάσουν πάλι το χαλκά – για «σιγουριά». Θέλει τόλμην η ελευθερία … Υπάρχει τρόπος να γλυτώσει κανείς από την ιδεοληψία και τον δογματισμό;

Υπάρχει, νομίζω. Είναι εκείνη η … ενοχλητική και επικίνδυνη μύγα, με την οποία παρομοίαζε το διαλεκτικό του δαιμόνιο ο αρχαίος Σωκράτης. Ένα βαρύ και νωθρό άλογο – έλεγε – για να κουνηθεί, χρειάζεται να το τσιμπήσει αυτή η μύγα. Έτσι και ο ευτυχής στη δουλεία του δογματικός που αρνιέται πεισματικά να μετακινηθεί και κλείνει τ’ αυτιά του στον έλεγχο («ου με πείσης καν με πείσης»), θέλει γερό δάγκωμα από κανένα ακαταμάχητο φιλοσοφικό ζωύφιο, για να αναγκαστεί να κάνει χρήση της μουδιασμένης του διάνοιας. Και να ξαναβρεί την πνευματική ελευθερία. Αλλά δε φτάνει τούτο μόνο. Πρέπει και να μπορεί να σηκώσει την αλήθεια. Το βάρος της δεν είναι για όλους τους ώμους, ενώ το ψεύδος (οι αβασάνιστες, οι αυθαίρετες ιδέες) είναι ελαφρό και πάει σε πολλούς, παραπολλούς, όπως το έτοιμο φόρεμα. «Η αξία ενός ανθρώπου» έγραψε ο Nietzsche «μετριέται με το πόσην αλήθεια μπορεί να σηκώσει».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου