Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Ο διαφωτισμός και η εποχή του

Σημαντικό πανευρωπαϊκό πνευματικό κίνημα του συναρπαστικού 18ου αιώνα (τον οποίο οι εκ Γαλλίας «διαφωτιστές» απεκάλεσαν «Siècle des Lumières», «Αιώνα των Φώτων»), που κήρυξε την εμπιστοσύνη στον Ορθό Λόγο και την επαγωγική μέθοδο, τον ανθρωπισμό και την έννοια της «προόδου», και για πρώτη φορά στην μεταχριστιανική ανθρωπότητα απαίτησε την εναρμόνιση της αίσθησης με τον λόγο και του «δέοντος» με το «είναι», καθώς επίσης και την έμπρακτη εφαρμογή των φιλοσοφικών, ηθικών και κοινωνικοπολιτικών ιδεών του στην πραγματική ζωή των πραγματικών ανθρώπων.

Αντίθετα από τα μεταγενέστερα κινήματα όμως, ο «Διαφωτισμός» δεν εμφάνισε ομοιογένεια στις ιδέες και τους τρόπους του. Ο Πήτερ Γκαίη περιγράφει τον «Διαφωτισμό» ως «έναν χαλαρό, πληροφοριακό και εντελώς ανοργάνωτο συνασπισμό αμφισβητιών της κυρίαρχης κουλτούρας, σκεπτικιστών απέναντι στα θρησκευτικά ζητήματα και πολιτικών μεταρρυθμιστών… που ενώθηκαν κάτω από ένα πρόγραμμα κοσμικότητας, ανθρωπισμού, κοσμοπολιτισμού και κυρίως ελευθερίας, μίας ελευθερίας που την ήθελαν να απλώνεται σε όλες τις μορφές της ως πολιτική ελευθερία, ελευθερία του λόγου, ελευθερία του εμπορίου, ελευθερία του να συνειδητοποιεί και να καλλιεργεί κανείς τις δυνατότητές του, ελευθερία αντίδρασης απέναντι στην α ή β αισθητική, κοντολογίς ελευθερία του ηθικού ανθρώπου να καθορίζει τον δικό του δρόμο μέσα στον κόσμο».

Ο δε Καντ (Immanuel Kant, 1724 – 1804, που παρότρυνε στην ελευθερία με το περίφημο «sapere aude!», «τόλμησε να γνωρίσεις!») έδωσε στο δοκίμιό του «Τι είναι ο Διαφωτισμός;» («Was ist Aufklärung?», 1784) τον δικό του ορισμό του «Διαφωτισμού» που επικεντρώνεται στην αυτονομία της σκέψης: «Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του, για την οποία είναι υπεύθυνος αυτός ο ίδιος» και εν συνεχεία εξήγησε την ανωριμότητα ως αδυναμία μεταχείρισης του νου δίχως την καθοδήγηση κάποιων άλλων.

Αφετηρίες

Ως αφετηρία του «Διαφωτισμού» ορίζεται η Αγγλία και η προεπαναστατική Γαλλία της δεύτερης δεκαετίας του 18ου αιώνα, από τις οποίες στην συνέχεια το κίνημα απλώθηκε στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Ωστόσο ιστορικά οι ρίζες του κινήματος προχωρούν πολύ βαθύτερα, στην εποχή που οι Αρχαίοι Έλληνες στράφηκαν προς τον Άνθρωπο ως μία αυταξία, στην εποχή που οι Ρωμαίοι εστίασαν στην «humanitas», στην εποχή της λεγόμενης «Αναγέννησης» και, τέλος, στην εισήγηση του εμπειρισμού από τον Τζων Λοκ (John Locke) στα τέλη του 17ου αιώνα και την ταυτόχρονη «κρίση της ευρωπαϊκής συνείδησης» την οποία ο φιλόλογος Πωλ Χαζάρ (Paul Gustave Marie Camille Hazard (1878 – 1944) τοποθετεί χρονικά στο διάστημα 1685 – 1715.

Πίστη στην πρόοδο και τον ορθό λόγο

Πρεσβεύοντας την ομοιογένεια της ανθρώπινης φύσης (ότι δηλαδή τα βασικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων είναι ίδια, τόσο διατοπικά όσο και διαχρονικά), τον Ορθολογισμό και την πίστη στην έννοια της «προόδου» (ότι δηλαδή μπορεί να αυξάνεται διαρκώς τόσο η ευτυχία όσο και η ευημερία των ανθρώπων, όσο εφαρμόζεται στις κοινωνίες τους η Λογική και η Επιστήμη), απλώνοντας σε καθολικότητα τις απόψεις τους, θεωρώντας δηλαδή ότι ο Λόγος και η Επιστήμη μπορούν να εφαρμοστούν σε οικουμενικό επίπεδο, αλλά και γεμάτοι από μία άκρατη αισιοδοξία, οι «διαφωτιστές» αξίωσαν αλλαγές προς όφελος του ανθρώπου, σε όλες σχεδόν τις πτυχές της ανθρώπινης δράσης, με έμφαση στους πολιτικοκοινωνικούς θεσμούς, την θρησκεία, την οικονομία και την εκπαίδευση, αγκάλιασαν τον εμπειρισμό και επίσης ξαναδιάβασαν την Ιστορία με διαφορετικά, ουσιαστικά κριτήρια, εστιάζοντας στην ουσία των γεγονότων και όχι στις ανούσιες λεπτομέρειές τους. Βασικός φορέας των ιδεών τους ήταν η ανερχόμενη αστική τάξη, η οποία μέχρι εκείνη την εποχή παρέμενε πολιτικά και κοινωνικά αποκλεισμένη, λόγω του συστήματος της μοναρχο-θεοκρατικής απολυταρχίας. Ως εκ τούτου οι «διαφωτιστές» τάχθηκαν υπέρ των πολιτικών ελευθεριών και εναντιώθηκαν στην τυραννική διακυβέρνηση και την καταπίεση που ασκούσαν από κοινού έως τότε οι «ελέω Θεού» μοναρχίες και η Εκκλησία.

Ανάμεσα στους σημαντικούς εκφραστές του «Διαφωτισμού» ξεχωρίζουν οι δύο Γάλλοι Ντενί Ντιντερό (Denis Diderot, 1713 – 1784) και Ζαν ντ’ Αλαμπέρ (Jean le Rond d’Alembert, 1717 – 1783), οι οποίοι συγκρότησαν το ιδεολογικό υπόβαθρο του όλου κινήματος στην περίφημη «Εγκυκλοπαίδεια» («Encyclopedie, ou dictionnaire raisonne des sciences, des arts et des metiers»), καθώς επίσης και οι ομοεθνείς τους Βολταίρος, Μοντεσκιέ και Ζαν – Ζακ Ρουσσώ (Jean – Jacques Rousseau, 1712 – 1778). Ο τελευταίος διατύπωσε την θεωρία του «Κοινωνικού Συμβολαίου», με την οποία προέτρεπε σε πόρευση προς μια νέα Ευρώπη, η οποία θα υποστήριζε τα δικαιώματα του ανθρώπου.

 Περιγραφόμενοι από την ίδια την «Εγκυκλοπαίδεια» ως «τίμιοι άνθρωποι που χειρίζοναι τα πάντα με την λογική», οι «διαφωτιστές» εκμεταλλεύθηκαν άριστα την εποχή τους, κατά την οποία υποχωρούσε ο αναλφαβητισμός και ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι γίνονταν πλέον ικανοί να συμμετάσχουν στην διασπορά της γνώσης: ο άνθρωπος όφειλε πλέον να αξιολογείται όχι υπό τον ασαφή ηθικό δυϊσμό του χριστιανισμού («καλός» ή «αμαρτωλός»), αλλά υπό το φως των προσωπικών ποιοτήτων και κοινωνικών δικαιωμάτων, πρώτο των οποίων οριζόταν η ίση δυνατότητα πρόσβασης στην γνώση. Όργανα διασποράς των νέων ιδεών του «Διαφωτισμού» υπήρξαν τα καφενεία, κυρίως εκείνα του Παρισιού, που απετέλεσαν στέκια νεαρών ποιητών και διανοουμένων, τα διάφορα κοσμικά σαλόνια, καθώς και οι διάφορες ολοένα και πιο συχνά ιδρυόμενες, κατά κανόνα από δωρεές καλλιεργημένων εύπορων ανθρώπων, βιβλιοθήκες ή αίθουσες μελέτης και συζητήσεων.

Η «Εγκυκλοπαίδεια»

Σχετικά με τις δυσκολίες που συνάντησε η ολοκλήρωση της «Εγκυκλοπαίδειας», του κολοσσιαίου έργου του «φίλου του παντός» Ντιντερό, στο οποίο κυριολεκτικά αφιέρωσε την ζωή του, ο Γιώργος Δαδαμόγιας σημειώνει σε ένα κείμενό του: «η προσπάθειά του δεν ήταν εύκολη. Χρειάστηκαν 15 χρόνια (1751 – 1766) για να εκδοθούν οι 28 τόμοι, ενώ το 1752 οι Ιησουίτες κατήγγειλαν ότι το έργο του υπέσκαπτε τα θεμέλια του Κράτους και της Θρησκείας. Το Συμβούλιο του Βασιλέως επιχείρησε να διακόψει την έκδοση και το 1759 η Βουλή των Παρισίων καταδίκασε το έργο του. Το 1761 η Καθολική Εκκλησία χαρακτήρισε την «Εγκυκλοπαίδεια», «δημιούργημα του Σατανά». Ενώ ο Ντ’ Αλαμπέρ έχασε το θάρρος του και αποχώρησε, ο Ντιντερό προχώρησε αταλάντευτος και το 1776 ολοκλήρωσε επιτέλους την μεγάλη έκδοση» («Ευρωπαϊκός και Νεοελληνικός Διαφωτισμός», περιοδικό «Διιπετές», τ. 62, Αθήνα, 2006).

Οι κυριότερες «σχολές» για την γνώση

Οι κυριότερες «σχολές» του «Διαφωτισμού» αναφορικά με το ζήτημα της γνώσης ήσαν οι ακόλουθες:

Ο Ορθολογισμός (που υποστηρίζει ότι τη λογική σκέψη είναι η μοναδική πηγή των γνώσεών μας, όπου αυτή ως «ratio», «raison», αποτελεί την δεδομένη ανθρώπινη ικανότητα διάκρισης της αλήθειας από το ψέμα, και την μόνη οδό απόκτησης της ορθής γνώσεως που λέγεται «Επιστήμη»), με σημαντικότερους εκπροσώπους τους Καρτέσιο – Ρενέ Ντεκάρτ (René Descartes, 1596 – 1650), Βαρούχ Σπινόζα (Baruch Spinoza, 1632 – 1677), Γκότφριντ Βίλχελμ Λάϊμπνιτς (Gottfried Wilhelm Leibnitz, 1646 – 1716) και βαρώνο Κρίστιαν Βολφ (Christian Wolff, 1679 – 1754)

Ο Εμπειρισμός ή Εμπειριοκρατία (που υποστηρίζει ότι η αισθησιακή πείρα είναι η μοναδική πηγή των γνώσεών μας), με σημαντικότερο εκπρόσωπό της τον «προ-διαφωτιστή» Τζων Λοκ (John Locke, 1632 – 1704)

Η Φυσιοκρατία (που υποστηρίζει ότι η Φύση αποτελεί την μόνη δημιουργική αρχή), με σημαντικότερους εκπροσώπους τους παιδαγωγούς Ζαν – Ζακ Ρουσσώ (Jean – Jacques Rousseau, 1712 – 1778) και Γιόχαν Χάϊνριχ Πεσταλότσι (Johann Heinrich Pestalozzi, 1746 – 1827, που υποστήριζε ότι τα παιδιά πρέπει να διαπαιδαγωγούνται όχι με βάση τις κοινωνικές σκοπιμότητες, αλλά σύμφωνα με τη φύση και τις κλίσεις τους)

Ο Θετικισμός (που υποστηρίζει ότι μία πρόταση ή ένας φυσικός νόμος είναι αληθής μόνο όταν είναι λογικά επαληθεύσιμος), με σημαντικότερο εκπρόσωπο τον μαθηματικό Ζαν ντ’ Αλαμπέρ (Jean le Rond d’Alembert, 1717 – 1783)

Ο Υλισμός (που υποστηρίζει ότι η ύλη αποτελεί την μόνη πραγματικότητα), με σημαντικότερους εκπροσώπους τους Λαμετρί (Julien Offray de La Mettrie, 1709 – 1751) και βαρώνο Χόλμπαχ (Paul – Henri Thiry, Baron d’ Holbach, 1723 – 1789)

Η Αισθησιοκρατία («ακραίος» Εμπειρισμός, που υποστηρίζει ότι κάθε γνώση προέρχεται αποκλειστικά από τις αισθήσεις) με σημαντικότερους εκπροσώπους τους Ντιντερό (Denis Diderot, 1713 – 1784), Ελβέτιο (Claude Adrien Helvétius, 1715 – 1771) και Ετιέν Μπονό ντε Κοντιγιάκ (Etienne Bonot de Condillac, 1715 – 1780)

Ο Σκεπτικισμός (που πρεσβεύει την αμφιβολία για το κύρος της γνώσης και επιτίθεται σε κάθε δογματισμό και βεβαιότητα), με σημαντικότερο εκπρόσωπο τον σκώτο διανοητή Νταίηβιντ Χιουμ (David Hume, 1711 – 1776)

Πολιτικοί νεωτερισμοί

Ως πολιτικοί νεωτερισμοί του «Διαφωτισμού» μπορούν να θεωρηθούν, από την μία οι ιδέες περί «κοινωνικού συμβολαίου», «γενικού καλού» και «φυσικής αγαθότητας» που αποτέλεσαν τη βάση των πολιτικών αιτημάτων ελευθερίας, ισότητας και αδελφότητας κατά τη Γαλλική Επανάσταση, τις οποίες εισηγήθηκε το 1762 ο Ρουσσώ στο έργο του «Du contrat social ou principes du droit politique» και από την άλλη ο τολμηρός για την εποχή του τριμερής διαχωρισμός των πολιτικών εξουσιών (σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία), τον οποίο εισηγήθηκε πρώτος το 1748 ο βαρώνος Μοντεσκιέ (Charles – Louis de Secondat Montesquieu Baron de la Brede, 1689 – 1755), στο έργο του «De L’ Esprit des Lois», όπου επίσης τονιζόταν ότι οι νόμοι, ο καθένας από τους οποίους έχει την δική του αιτία ύπαρξης, οφείλουν να διαμορφώνονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες των κοινωνιών και τις επικρατούσες συνθήκες της ζωής των ανθρώπων.

Οι πολιτικοί αυτοί νεωτερισμοί έθεσαν την τάξη των ανθρώπων ενάντια στην έως τότε κυρίαρχη τάξη του Θεού και την κοινωνική συναίνεση ενάντια στην ωμή επιβολή, ανοίγοντας τον δρόμο για τα πολιτικά γεγονότα που συγκλόνισαν τον κόσμο την τελευταία δεκαετία του 18ουαιώνα. Στα παραπάνω ήλθε το 1835 να προσθέσει την δική του θεωρητική συνεισφορά ο επίγονος του «Διαφωτισμού» Αλέξις ντε Τοκβίλ (Alexis de Tocqueville, 1805 – 1859), ο οποίος στο βιβλίο του «Για την Δημοκρατία στην Αμερική» («De la démocratie en Amérique») όρισε ως βασικότερη αξία της ανθρωπότητας την πολιτική Ελευθερία.

Αυτοπαγίδευση

Όμως, η πίστη των «διαφωτιστών» στην υποτιθέμενη παντοδυναμία του ανθρώπινου λόγου και στην δυνατότητα ανάλυσης, κατανόησης και αξιολόγησης των πάντων με μόνα εργαλεία την Λογική, τον νου και την εμπειρία, δημιούργησε (και τους εγκλώβισε μέσα σε αυτό) ένα κλίμα υπερβολικής αισιοδοξίας, όπου δήθεν μόλις περιορίζονταν η άγνοια, η δεισιδαιμονία και η μισαλλοδοξία θα εξέλειπαν αυτομάτως οι αντιδραστικοί κάθε είδους, οι φθονεροί και οι δολοπλόκοι, οι φανατικοί και οι σκοταδιστές, οι εθελόδουλοι και οι τύραννοι. Φυσικά αυτό αποδείχθηκε στην πράξη ότι δεν ίσχυε.

Η σύγκρουση των «διαφωτιστών» με τον Χριστιανισμό ήλθε μοιραία, όταν ήγειραν το αίτημα της «ανεξιθρησκίας», που εν περιλήψει ζητούσε την αποδοχή της αρχής ότι οι διάφορες θρησκευτικές ή ηθικές πεποιθήσεις των ανθρώπων δεν αποτελούν αξιολογικό κριτήριο και, επίσης, ότι οι θρησκείες των άλλων πολιτισμών δεν είναι «κατώτερες» του ευρωπαϊκού Χριστιανισμού.

Ενώ όμως οι «διαφωτιστές» στηρίχθηκαν στην αρχαία σκέψη για να πολεμήσουν την χριστιανική θεοκρατία και μισαλλοδοξία, δεν συμμερίστηκαν και τον τρόπο θέασης των πραγμάτων από τους αρχαίους, πόσο μάλλον την ιδιαίτερη κοσμοθέασή τους. Αντιμετώπισαν το ζήτημα της θρησκευτικότητας αποκλειστικά μέσα στα πλαίσια του Ιουδαιοχριστιανισμού και όμοια με τους περισσότερους από τους μετέπειτα άθεους, έπεσαν στην παγίδα να αναγνώσουν το έμφυτο στον άνθρωπο (το μόνο ον που γνωρίζει ότι θα πεθάνει) θρησκευτικό φαινόμενο αποκλειστικά μέσα από την μονοθεϊστική του διαστροφή.

Ως αποτέλεσμα αυτής της αυτοπαγίδευσης, κατέληξαν από την μία σε μια αποϊεροποίηση των πάντων και από την άλλη σε μία ιδιότυπη δικτατορία του «Λόγου». Προσπαθώντας να κτυπήσουν την δεισιδαιμονία και την θρησκοληψία που επί αιώνες ανέθρεψαν το άγριο σκοτάδι και τον εξίσου άγριο τρόμο της χριστιανικής κυριαρχίας, οι «διαφωτιστές» μάς χάρισαν έναν φωτεινότερο κόσμο, που όμως είναι άδειος από κάθε ιερότητα. Η απάντηση στην αρρωστημένη θρησκευτικότητα δεν είναι να ξεριζώσουμε από τους ανθρώπους την θρησκευτικότητα, όπως ακριβώς και η απάντηση στην αρρωστημένη σεξουαλικότητα δεν είναι να ξεριζώσουμε την σεξουαλικότητα. Και οι δύο είναι για τον άνθρωπο έμφυτες, φυσικές καταστάσεις, που εάν τυχόν έχουν διαστραφεί, το μόνο που χρειάζεται είναι να ξαναγυρίσουν στην υγιή μορφή τους. Ο «Διαφωτισμός» όμως έσπειρε για την θρησκευτικότητα τον αθεϊσμό (παρά την δική του «ντεϊστική» θέση), με την ίδια επιθετικότητα που ο αυθεντικός Χριστιανισμός έσπειρε για την σεξουαλικότητα την αποχή, ή ακόμα και τον αυτο-ευνουχισμό.

ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ο «Διαφωτισμός» ολοκλήρωσε τον δικό του κύκλο και κατέθεσε την δική του ακραία ορθολογική πρόταση, όμως ελάχιστα θα είχε βοηθήσει από μόνος του την ανθρωπότητα, εάν δεν είχε ακολουθήσει η απόπειρα μαζικής πολιτικής εφαρμογής των προταγμάτων του, η οποία κορυφώθηκε με την Γαλλική Επανάσταση και κυρίως με τους Ιακωβίνους.

Το 1765, μόλις 24 χρόνια πριν την μεγάλη εκείνη ανατροπή, ο Χιούμ, του οποίου η «Φυσική Ιστορία» είχε προκαλέσει τις υστερικές αντιδράσεις των χριστιανών ομοεθνών του όταν κυκλοφόρησε, εξέφραζε σε επιστολή του προς τον Χιού Μπλαιρ και άλλους την απελπισία του για το γεγονός ότι πέρα από τον λόγο των «διαφωτιστών», δεν υπήρχε τότε παρά μία αχανής έρημος σκοταδισμού, αναλφαβητισμού, επίμονης αδιαφορίας και δεισιδαιμονίας, μία απέραντη επικράτεια «Ηλιθιότητας, Χριστιανισμού και Άγνοιας» με τα δικά του λόγια.

Την προηγούμενη χρονιά (1764) είχε εκδοθεί στην Γενεύη το «Φιλοσοφικό Λεξικό» του Βολταίρου. Δύο χρόνια αργότερα, αλλά και έναν χρόνο μετά την απαισιόδοξη επιστολή του Χιούμ, οι χριστιανοί θεοκράτες καταδίκαζαν στο Παρίσι τον νεαρό Σεβαλιέ Λα Μπάρ σε κόψιμο της γλώσσας και του δεξιού χεριού του και εν συνεχεία κάψιμό του στην πυρά, με τις κατηγορίες ότι τραγουδούσε αντιχριστιανικά άσματα, κορόιδευε την «Παρθένο Μαρία» και δεν είχε… βγάλει το καπέλο του όταν αντάμωσε με μία λιτανεία. Σημειωτέον ότι μαζί με τον δυστυχή εκείνον άνθρωπο οι θεοκράτες έκριναν σκόπιμο να κάψουν και ένα αντίτυπο του «Λεξικού» του Βολταίρου.

Σε μία από τις πολλές στιγμές απογοήτευσης των Διαφωτιστών, ο Ντιντερό έγραψε επίσης σε μία επιστολή του προς τον Χιούμ με ημερομηνία 17 Μαρτίου 769: «Αγαπητέ μου φιλόσοφε, ας θρηνήσουμε τώρα επάνω από το κουφάρι της Φιλοσοφίας. Κηρύσσουμε την σοφία στους κουφούς και γνωρίζουμε πολύ καλά ότι είμαστε ακόμα πολύ μακριά από την εποχή της Λογικής» (επιστ. 9. 40).

Ο «Αντι-διαφωτισμός»

Ο πανικός του ευρωπαϊκού μοναρχο-θεοκρατικού κατεστημένου από την επικράτηση των δημοκρατών στην Γαλλία στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 18ου αιώνα, δημιούργησε με την σειρά του σε λίγο ένα κίνημα σχετικισμού, εθνοκεντρισμού, ρομαντισμού και αντι-ορθολογισμού, ενάντια στην αυτοπεποίθηση και τα αιτήματα του «Διαφωτισμού», κυρίως δε ενάντια στον οικουμενικό ανθρωπισμό και τον ορθολογισμό. Προσποιούμενοι οι οπαδοί του εν λόγω κινήματος ότι ένοιωθαν αποτροπιασμό για την αναγκαία βία που ασκήθηκε κατά την Γαλλική Επανάσταση (παραβλέποντας το γεγονός ότι το ανατραπέν σύστημα ασκούσε επί αιώνες πολύ μεγαλύτερη βία, καθώς επίσης και ότι μεγαλύτερη και αγριότερη βία χρησιμοποίησε η αντεπανάσταση μετά την 9η Θερμιδώρ), έσυραν στο εδώλιο του κατηγορουμένου τον «Διαφωτισμό» ως πηγή του απολύτου κακού: «οι παράφρονες φιλόσοφοι είναι ένοχοι της σατανικής αμαρτίας της υπερηφάνειας, η οποία επιχείρησε να θέσει τον άνθρωπο στην θέση του Θεού και να μετατρέψει την υποτιθέμενη ανθρώπινη σοφία σε οδηγό του σύμπαντος», αποφαινόταν μόλις το 1796 (στο «Considerations sur la France») ο υπερασπιστής της «χριστιανικής παράδοσης» και του φυλετισμού κόμης Ζοζέφ ντε Μαιστρ (Joseph de Maistre, 1753 – 1821), για τον οποίο η Τρομοκρατία δεν ήταν παρά η «δίκαιη τιμωρία» της Γαλλίας από τον Θεό για τις «αιρετικές ιδέες» που είχε υιοθετήσει μέσω του «Διαφωτισμού».

Στην άλλη πλευρά της Μάγχης, ο βρετανός συντηρητικός πολιτικός o Έντμουντ Μπερκ (Edmund Burke, 1729 – 1797) για να πλήξει τον «Διαφωτισμό» επιστράτευε την ίδια εποχή στο βιβλίο του «Reflections on the Revolution in France» όχι το θεϊκό φόβητρο, αλλά την απροκάλυπτη συνομωσιολογία. Κατ’ αυτόν, ο «Διαφωτισμός» αποτελούσε πνευματικο-φιλοσοφική συνωμοσία υποτιθεμένων αναρχικών και αντι-χριστιανικών μυστικών «αδελφοτήτων», ανάλογων με τους «Πεφωτισμένους» («Illuminati») της Βαυαρίας, που την δεκαετία του 1780, χρησιμοποιώντας τις οργανωτικές δομές των Τεκτόνων, είχαν ανεπιτυχώς προσπαθήσει να ανατρέψουν την κυβέρνηση και τις εκκλησιαστικές αρχές του εν λόγω γερμανικού κρατιδίου! Η θεωρία του Μπερκ αποδείχθηκε έκτοτε εξαιρετικά αγαπητή σε όλους τους αντιδραστικούς και τους παντοειδείς υπερασπιστές του ιουδαιοχριστιανικού καθεστώτος, οι οποίοι την υιοθέτησαν, την εμπλούτισαν και την αναπαρήγαγαν, άλλοτε απλώς υστερικά και άλλοτε πολύ καλά συντονισμένα.

Ο Νίτσε πάντως εφηύρε το 1877 και καθιέρωσε τον όρο «Αντι-διαφωτισμός» («Gegen-Aufklarung») γι’ αυτό το κίνημα, το οποίο δυστυχώς συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, παρ’ όλο που τον 20ο αιώνα ήταν αυτό ακριβώς που μας άφησε κληρονομιά τα φασιστικά καθεστώτα, τις εθνοκαθάρσεις και την θρησκοληψία των μεγάλων μαζών, φυσικά προϊόντα της παλινόρθωσης των αυθαίρετων ιστορικών καταναγκασμών και της φρίκης της μη επαληθεύσιμης πεποίθησης, η οποία είναι ικανή για κάθε είδους αδιανόητο. Οι οπαδοί του «Αντι-διαφωτισμού» (γαλλιστί: «Les anti-Lumieres»), που σήμερα στελεχώνουν είτε αυτό που λέμε «αντιδραστικό μοντερνισμό», είτε αυτό που λέμε «συντηρητική επανάσταση», κατηγορούν επίμονα και μονότονα τον Ορθολογισμό σχεδόν για όλα τα κακά των συγχρόνων κοινωνιών και στρέφονται ανενδοίαστα εναντίον όχι μόνο της καθολικότητας των φυσικών δικαιωμάτων, αλλά και κάθε ριζοσπαστικού αιτήματος κοινωνικής αλλαγής.

Χαρακτηριστικά δείγματα Αντι-διαφωτισμού στην Ελλάδα είναι τα συχνά παραληρήματα ορθόδοξων θεοκρατών και προσκείμενων «διανοουμένων», που καταγγέλλουν τον Ευρωπαϊκό «Διαφωτισμό» σχεδόν για το σύνολο των κακών της ανθρωπότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου