Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

ΤΙ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΝ ΑΡΑΓΕ ΟΙ ΘΕΑΤΕΣ ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ;

Τι ακριβώς «καταλαβαίνουν» από την ποιητική ουσία του αρχαίου δράματος οι θαυμαστές του; Καταλαβαίνω ένα έργο Τέχνης σημαίνει ότι το συσχετίζω με τις εμπειρίες και τις σκέψεις μου, τους καημούς και τις λαχτάρες μου και, επειδή ανακαλύπτω μέσα στα σύμβολα του μια δική μου «οικειότητα» μαζί του, αισθάνομαι ικανοποίηση που επικοινωνώ με το νόημά του και μπορώ να διατυπώσω με την τέλεια «γλώσσα» του ό,τι δεν είχα κατορθώσει ως τώρα να εκφράσω με τα ψελλίσματά μου – έναν οραματισμό και μιαν ελπίδα, ένα πρόβλημα που πάει να διαβρώσει την ψυχή μου ή μια λύση που αρχίζει να σχηματίζεται μέσα στο σκοτάδι και να φωτίζει τη ζωή μου. Φέρνουν άραγε τόσο κοντά τους οι άνθρωποι της εποχής μας την αρχαία τραγωδία, ή πηγαίνουν τόσο κοντά της, ώστε να μπορεί να ειπωθεί για όσους λέγουν ότι την «αγαπούν» (ή δραματικότερα, ότι τη «χρειάζονται») πως πραγματικά την καταλαβαίνουν;...

Ας θέσουμε πιο συγκεκριμένα την απορία μας: τι άραγε μπορούν να καταλάβουν από την περιώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, τις Βάκχες, όσοι χειροκροτούν μ’ ενθουσιασμό την παράστασή της.

Συνοψίζω την «υπόθεση» του δράματος: Η οργιαστική λατρεία του Διονύσου έχει από τις ασιατικές χώρες και τη Θράκη εισβάλει στην Θήβα, όπου οι θεοπαρμένες γυναίκες, με πρώτες και καλύτερες του ιερού θιάσου τη μητέρα του βασιλιά, Αγαύη, και τις αδερφές της, άρπαξαν τον «θύρσον» και βγήκαν έξαλλες στον Κιθαιρώνα, για να παραδοθούν (μακριά από τα μάτια των αντρών) στις μυστικές τελετές τους. Ο βασιλιάς Πενθέας που έχει εξαφθεί από το θυμό του γι’ αυτή την ομαδική μανία των Θηβαίων γυναικών και υποψιάζεται ότι η βακχεία τους εκδηλώνεται με άλλου είδους ασχημίες, αποφασίζει (παρακινημένος από τον ίδιο το θεό Διόνυσο που θέλει να τον τιμωρήσει για την ασέβειά του) να μεταμφιεστεί σε γυναίκα, ν’ ανεβεί στο βουνό και κρυμμένος στο δάσος να παρακολουθήσει τα βακχικά όργια. Εκεί όμως γίνεται αντιληπτός από τις μαινάδες και αυτές με κορυφαία την Αγαύη ορμούν καταπάνω του και τον κατασπαράζουν. Η δύστυχη μάνα (που ο θεός είχε θολώσει το νου της) εμφανίζεται στη σκηνή κρατώντας τον θύρσο και απάνω του κρεμασμένο το ματωμένο κεφάλι του γιου της. Το επιδείχνει πιστεύοντας ότι έχει σκοτώσει ένα ωραίο τριχωτό λιονταράκι … Έως ότου συνέρχεται, βλέπει τη «μαύρη αλήθεια» και θρηνολογεί σπαραχτικά. Ο Διόνυσος έχει εκδικηθεί την οικογένεια του Κάδμου που συκοφάντησε τη μητέρα του Σεμέλη ότι δεν τον είχε γεννήσει με το Δία, αλλά τον έφερε στον κόσμο μ’ έναν άνομο έρωτα της.

Αυτό το μύθο επεξεργάστηκε και δραματοποίησε στις Βάκχες ο ογδοντάχρονος Ευριπίδης (επηρεασμένος – λέγουν οι ερμηνευτές – από τη λατρεία του Διονύσου στην πρωτόγονη Μακεδονία, όπου καλεσμένος του βασιλιά Αρχέλαου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του) με θαυμαστή, ανυπέρβλητη δύναμη και δεξιοτεχνία. Το πλέξιμο των δραματικών στοιχείων, η κρουστή στιχομυθία, ο λυρισμός των χορικών, η έξαρση του πάθους τη στιγμή που κορυφώνεται τραγωδία, σε καμιάν άλλη Ευριπίδεια σύνθεση δεν έχουν φτάσει σε παρόμοιο βαθμό τελειότητας. Αυτές άραγε οι αρετές του δράματος (που σπάνια γίνονται φανερές και στις καλύτερες ακόμα μεταφράσεις) εντυπωσιάζουν το ακροατήριο στις παραστάσεις του; Θα ήταν πολύ τολμηρό να κάνουμε μια τέτοια υπόθεση. Όσο και αν η «μορφή» του έργου με την τεχνική της εδραιώνει και αναδείχνει την αξία του – το θεατρικό Κοινό δεν αποτελείται από φιλόλογους και κριτικούς που προσέχουν και λεπτολογούν αυτές τις ιδιότητες. Κάτι άλλο λοιπόν θα καταλαβαίνει και συγκινείται. Αλλά τι; Ένα έργο εμπνευσμένο από το μυθολογικό θησαυρό και τη θρησκευτική τελετουργία ενός κόσμου τόσο μακρινού και τόσο διαφωτιστικού από τον σημερινό, έργο που, όπως παρατηρήθηκε από μερικούς ερμηνευτές του, ακόμα και με τον ορθολογισμό και τη ρεαλιστική προοπτική του ίδιου του Ευριπίδη δύσκολα συμβιβάζεται, πως μπορεί να «μιλήσει» σ’ έναν Ευρωπαίο του εικοστού αιώνα;

Θα ριψοκινδυνέψω μιαν απάντηση.
Από το μύθο των Βακχών αναδύεται δραματικά σαρκωμένη μια ιδέα που μπορεί και ένα σύγχρονο θεατρικό Κοινό να το συγκινήσει. Η ιδέα ότι ένα «δαιμονικό», παράφορο και σκοτεινό στοιχείο που εμφανίζεται άλλοτε καλόγνωμο και ειρηνικό, άλλοτε πάλι φοβερό και αβυσσαλέο (και με τα δύο πρόσωπα δρουν ο Διόνυσος και οι εμφορούμενες από τη δύναμη του θεού Βάκχες της τραγωδίας) δεσπόζει κυρίαρχο τόσο μέσα στην άψυχη Φύση όσο και στην ψυχή του ανθρώπου. Και είναι ακαταγώνιστο. Κάθε απόπειρά μας να του αντιταχθούμε με τη λεγόμενη φρόνηση, δηλαδή με τον κριτικό έλεγχο ή τους κοινωνικούς θεσμούς, και να το ζέψουμε με τη βία ή το δόλο στο ζυγό της λογικής και του νόμου, τελικά στρέφεται εναντίον μας. Όποιος το επιχειρεί απερίσκεπτα προσβάλλει μια πανίσχυρη θεότητα που κρατεί μακριά από των βέβηλων τα μάτια τα μυστικά της και τιμωρεί χωρίς έλεος όσους τολμούν να τα παραβιάσουν. Αν υπάρχει κάποια λύση, αυτή είναι να αναγνωρίσουμε το κράτος του «παραλόγου» και να μην υπερβαίνουμε τα όρια που μας έχουν ταχθεί.

Αυτή την ιδέα που τόσο υποβλητικά την ερμηνεύει η Ευριπίδεια τραγωδία με τη φρικιαστική σκηνή του διαμελισμού του βλάσφημου Πενθέα από το θεοκίνητο χέρι της ίδιας της μητέρας του, την «καταλαβαίνει» – αλίμονο! – πολύ, πάρα-πολύ καλά ο σύγχρονος άνθρωπος, ο χειμαζόμενος μέσα στα φοβερά προβλήματα που δημιούργησε η πλεονεξία και η αλαζονεία του. Χτυπάει κάθε στιγμή την άφρονα κεφαλή του απάνω στον τοίχο του Ανυπέρβλητου που τον περιστοιχίζει, για να ανοίξει ρήγματα και να διαλύσει το «μυστήριο». Και δεν συνετίζεται από τις θανάσιμες πληγές που δέχεται για το θράσος του. Είναι περίεργο αυτό που μας συμβαίνει. Από το ένα μέρος, εκτός από τη δική μας καμιά άλλη εποχή δεν υποχρεώθηκε να παραδεχτεί τόσο κατηγορηματικά το άλογο στοιχείο που υπάρχει στη σύσταση του κόσμου και στην κίνηση της ζωής. Από το άλλο μέρος πάλι, εκτός από τη δική μας καμιά άλλη εποχή δεν επιχείρησε με τόση απερισκεψία να σπάσει το φράγμα τούτο και να κάνει με τις επίνοιές της δυνατά τα αδύνατα.

Ο δέκατος ένατος απέναντί της υπήρξε ένας πολύ απλοϊκός αιώνας. Πίστευε στη λογική τάξη του φυσικού και του ιστορικού σύμπαντος και χειροκροτούσε με παιδιάστικη αφέλεια κάθε φορά που με τα σύνεργα της ανύποπτης επιστήμης του ανακάλυπτε κανένα από τα κλειδιά των πυλώνων αυτού του άπαρτου κάστρου. Ήταν λοιπόν πολύ φυσικό να νομίζει ότι ο λογικός άνθρωπος είναι προορισμένος κάποτε να το κατακτήσει και να το υποτάξει στους σκοπούς του. Του δικού μας όμως αιώνα η οπτική γωνία είναι εντελώς διαφορετική. Ξέσπασαν στο μεταξύ οι επιστημονικές, ηθικές και πολιτικές θύελλες που λέγονται «φυσική του μικρόκοσμου», «ψυχανάλυση», θεωρία και πράξη της «ερυθράς και της λευκής βίας», και μας ανάγκασαν θέλοντας και μη να κατεβάσουμε τα απλοϊκά είδωλα του δέκατου ένατου αιώνα, τα χαμογελαστά και καλοσυγυρισμένα, και να κάνουμε θέση στο εικονοστάσι μας για νέους, αινιγματικούς και δύσμορφους, παράταιρους και αντιφατικούς, «παράλογους» θεούς. Και όμως (άραγε από κεκτημένη ταχύτητα ή από κουφότητα αθεράπευτη;) εξακολουθούμε να ενεργούμε σαν αυθέντες του κόσμου τούτου και προσπαθούμε να δαμάσουμε το άλογο στοιχείο που έχει στα χέρια του τη Φύση και την ψυχή μας, πολιορκώντας το με μηχανές – όπως τα ευρήματα της τεχνολογίας και οι οικονομικοπολιτικοί σχεδιασμοί μας – που άρχισαν ήδη να στρέφονται εναντίον μας και υπάρχει φόβος να εξολοθρέψουν το ανθρώπινο γένος στο σύνολό του. Γιατί με την άφρονα παρέμβασή μας εξαπολύουμε δυνάμεις (όπως ο Πενθέας την έξαλλη οργή των Βακχών) που δεν μπορούμε να τις κυβερνήσουμε.

Την ώρα τούτη της μεγάλης αγωνίας ακούει ο άνθρωπος του καιρού μας το λόγο του μεγάλου Τραγικού από το βάθος της ιστορίας. Γίνεται να μη το προσέξει και να μη συγκινηθεί; Το «άλογο» στοιχείο του κόσμου τιμωρεί σκληρά τον άνθρωπο της «λογικής», λέγει με τις Βάκχες του ο Ευριπίδης. Πως θα εξευμενίσετε αυτόν τον δαίμονα για να σωθείτε, είναι δικός σας λογαριασμός. Ένας τρόπος είναι να αναγνωρίσετε τα όριά σας και να σταθείτε με ευλάβεια μπροστά στο Αδύνατο. Ένας άλλος, να σκύψετε με ταπεινοσύνη το κεφάλι και να πείτε μαζί με τον μάντη Τειρεσία της τραγωδίας:

«Ναι, με τους θεούς δεν κάνουμε εξυπνάδες.
Όσα παλιά, πατροπαράδοτα όσα
βρήκαμε, αυτά κανείς δε θα τα ρίξει
λογισμός λεπτεπίλεπτης σοφίας».


Δεν ισχυρίζομαι ότι έτσι πραγματικά αισθάνονται ή έτσι πρέπει να αισθάνονται τις Βάκχες του Ευριπίδη όσοι γοητεύονται από τη σκηνική τους παράσταση. Το μόνο που υποστηρίζω είναι ότι έχει και στον σύγχρονο άνθρωπο να δώσει ένα «μήνυμα» ο αρχαίος Τραγικός με το έργο του. Και το μήνυμα τούτο είναι περίπου αυτό που προσπάθησα να αναλύσω. Αυτή να ήταν άραγε και η πρόθεση του ίδιου του ποιητή; Τέτοιο νόημα έδινε και ο ίδιος στην τραγωδία του; Εδώ αρχίζει ένα άλλο κεφάλαιο, που ανήκει όμως στους χώρους της φιλολογικής ερμηνείας. Οι σχολιαστές του Ευριπίδη, και οι παλαιότεροι και οι νεώτεροι, ούτε συμφώνησαν ούτε – φοβούμαι – πρόκειται να συμφωνήσουν για να εξηγήσουν πως αυτός ο ορθολογιστής, ο «σοφιστής» του θεάτρου, αλλάζει τροχιά στα ύστερα χρόνια της ζωής του και συνθηκολογεί με το Ιερό και το Απαραβίαστο. Του δοκιμίου μου σκοπός είναι όχι να προτείνει λύση σ’ ένα φιλολογικό πρόβλημα, αλλά να δείξει ότι μπορούμε και μεις οι άνθρωποι του εικοστού αιώνα να καταλάβουμε και ν’ αγαπήσουμε ακόμα κι ένα δράμα τόσο ιδιόρρυθμο και ριζωμένο μέσα σε πολύ παρωχημένο κοινωνικό και ψυχολογικό κλίμα σαν τις Βάκχες. Άλλωστε για το αίσθημα του δέκτη ενός καλλιτεχνικού έργου πολύ μικρό ρόλο παίζει η πρόθεση του δημιουργού. Ισχύει πάντα αυτό που είπε ο Paul Valery: ότι από τη στιγμή που έφυγε από τα χέρια του ποιητή το ποίημα, έχει το νόημα που του δίνει ο αναγνώστης. Ιδίως όταν το έργο είναι αυθεντικά «κλασικό». Γιατί κλασικά είναι, και αξίζουν να ονομάζονται, μόνο εκείνα τα έργα που υπερβαίνουν τα σύνορα του κοινωνικού χώρου και του ιστορικού χρόνου και «μιλούν» ακόμα και σε ανθρώπους πολύ μακρινών τόπων και εποχών. 

      

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου