Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ - Ὕμνος εἰς Ἄρτεμιν (3.183-3.224)

Αποτέλεσμα εικόνας για αρτεμις θεα του ολυμπουτίς δέ νύ τοι νήσων, ποῖον δ᾽ ὄρος εὔαδε πλεῖστον,
τίς δὲ λιμήν, ποίη δὲ πόλις; τίνα δ᾽ ἔξοχα νυμφέων
185 φίλαο, καὶ ποίας ἡρωίδας ἔσχες ἑταίρας;
εἰπέ, θεή, σὺ μὲν ἄμμιν, ἐγὼ δ᾽ ἑτέροισιν ἀείσω.
νήσων μὲν Δολίχη, πολίων δέ τοι εὔαδε Πέργη,
Τηΰγετον δ᾽ ὀρέων, λιμένες γε μὲν Εὐρίποιο.
ἔξοχα δ᾽ ἀλλάων Γορτυνίδα φίλαο νύμφην,
190 ἐλλοφόνον Βριτόμαρτιν ἐύσκοπον· ἧς ποτε Μίνως
πτοιηθεὶς ὑπ᾽ ἔρωτι κατέδραμεν οὔρεα Κρήτης.
ἡ δ᾽ ὁτὲ μὲν λασίῃσιν ὑπὸ δρυσὶ κρύπτετο νύμφη,
ἄλλοτε δ᾽ εἱαμενῇσιν· ὁ δ᾽ ἐννέα μῆνας ἐφοίτα
παίπαλά τε κρημνούς τε, καὶ οὐκ ἀνέπαυσε διωκτύν,
195 μέσφ᾽ ὅτε μαρπτομένη καὶ δὴ σχεδὸν ἥλατο πόντον
πρηόνος ἐξ ὑπάτοιο, καὶ ἔνθορεν εἰς ἁλιήων
δίκτυα, τά σφ᾽ ἐσάωσαν· ὅθεν μετέπειτα Κύδωνες
νύμφην μὲν Δίκτυναν, ὄρος δ᾽ ὅθεν ἥλατο νύμφη
Δικταῖον καλέουσιν, ἀνεστήσαντο δὲ βωμούς
200 ἱερά τε ῥέζουσι· τὸ δὲ στέφος ἤματι κείνῳ
ἢ πίτυς ἢ σχῖνος· μύρτοιο δὲ χεῖρες ἄθικτοι·
δὴ τότε γὰρ πέπλοισιν ἐνέσχετο μύρσινος ὄζος
τῆς κούρης, ὅτ᾽ ἔφευγεν· ὅθεν μέγα χώσατο μύρτῳ.
Οὖπι ἄνασσ᾽ εὐῶπι φαεσφόρε, καὶ δέ σε κείνης
205 Κρηταέες καλέουσιν ἐπωνυμίην ἀπὸ νύμφης.
καὶ μὴν Κυρήνην ἑταρίσσαο, τῇ ποτ᾽ ἔδωκας
αὐτὴ θηρητῆρε δύω κύνε, τοῖς ἔνι κούρη
Ὑψηὶς παρὰ τύμβον Ἰώλκιον ἔμμορ᾽ ἀέθλου.
καὶ Κεφάλου ξανθὴν ἄλοχον Δηιονίδαο,
210 πότνια, σὴν ὁμόθηρον ἐθήκαο· καὶ δέ σε φασί
καλὴν Ἀντίκλειαν ἴσον φαέεσσι φιλῆσαι·
αἱ πρῶται θοὰ τόξα καὶ ἀμφ᾽ ὤμοισι φαρέτρας
ἰοδόκους ἐφόρησαν· †ἀσύλλωτοι δέ φιν ὦμοι
δεξιτεροί, καὶ γυμνὸς ἀεὶ παρεφαίνετο μαζός.
215 ᾔνησας δ᾽ ἔτι πάγχυ ποδορρώρην Ἀταλάντην,
κούρην Ἰασίοιο συοκτόνον Ἀρκασίδαο,
καί ἑ κυνηλασίην τε καὶ εὐστοχίην ἐδίδαξας.
οὔ μιν ἐπίκλητοι Καλυδωνίου ἀγρευτῆρες
μέμφονται κάπροιο· τὰ γὰρ σημήια νίκης
220 Ἀρκαδίην εἰσῆλθεν, ἔχει δ᾽ ἔτι θηρὸς ὀδόντας.
οὐδὲ μὲν Ὑλαῖόν τε καὶ ἄφρονα Ῥοῖκον ἔολπα
οὐδέ περ ἐχθαίροντας ἐν Ἄιδι μωμήσασθαι
τοξότιν· οὐ γάρ σφιν λαγόνες συνεπιψεύσονται,
τάων Μαιναλίη νᾶεν φόνῳ ἀκρώρεια.

***
Απ᾽ τα νησιά ποιό σου αρέσει περισσότερο; ποιό όρος;ποιό λιμάνι, ποιά πόλη, κι από τις νύμφες ποιάν αγάπησες περσότερο,185ποιές ηρωίδες είχες για συντρόφισσές σου;Πες τα θεά σ᾽ εμένανε κι εγώ στους άλλους θα τα τραγουδήσω.Απ᾽ τα νησιά η Δολίχη, η Πέργη από τις πόλεις,ο Ταΰγετος από τα όρη, κι από τα λιμάνια ο Εύριπος.Και πιο πολύ αγάπησες από τις άλλες, τη Γορτύνια νύμφη,190την ελαφοκτόνα Βριτόμαρτη την καλοτοξεύτρα, για την οποία κάποτε ο Μίνωας,ερωτοβαρεμένος τα βουνά της Κρήτης πήρε σβάρνα.Και η νύμφη πότε κρύβονταν κάτω από δρυς πυκνούς,πότε στα χόρτα τα ψηλά. Κι εκείνος εννιά μήνες τριγυρνούσεβράχια και γκρέμνα, το κυνηγητό χωρίς να παύει.195Ώσπου, πάνω που θα την έπιανε, αυτή στον πόντο πήδηξεαπό του βράχου την κορφή και μέσα σε ψαράδωντα δίχτυα βρέθηκε και που την έσωσαν. Για τούτο οι Κύδωνες μετάείπαν τη νύμφη Δίκτυννα και το βουνό απ᾽ όπου πήδηξεΔικταίο το αποκάλεσαν. Κι αφού της έχτισαν βωμούς,200εκεί της θυσιάζουν. Και το στεφάνι που φορούν τη μέρα της γιορτής τηςείναι από πεύκο ή σκίνο. Όμως στα χέρια τους δεν πιάνουνε μυρτιά,γιατί τη μέρα εκείνη σε μυρτιάς κλωνάρι πιάστηκε το πέπλοτης κόρης καθώς έφευγε. Για τούτο με το μύρτο κάκιωσε τόσο πολύ.Ούπη άνασσα ομορφομάτα που το φως φέρνεις, από εκείνη205τη νύμφη οι Κρήτες ονομάτισαν κι εσένα.Και βέβαια την Κυρήνη διάλεξες για σύντροφο και κάποτε της έδωσεςδυο κυνηγόσκυλα, όπου μ᾽ εκείνα η κόρητου Υψέα εβραβεύτηκε στης Ιωλκού τον τύμβο.Και την ξανθή σύζυγο του Δηιονίδη Κέφαλου210τη σεβαστή, συγκυνηγό σου έκανες. Και λένεπως την ωραία Αντίκλεια αγάπησες ωσάν τα μάτια σου.Αυτές οι νύμφες ήτανε οι πρώτες που γοργά τόξα και φαρέτρες στους ώμουςφόρεσαν με βέλη· κι ήτανε δίχως πόρπη ο ώμοςο δεξιός, και πάντοτε γυμνός φαινόταν ο μαστός τους.215Ακόμα και την Αταλάντη αγάπησες την ταχυπόδαρητην κόρη του Ιάσιου του Αρκασίδη, την καπροσκοτώστρα,που εσύ τη δίδαξες να κυνηγάει με σκύλους κι εύστοχα να τοξεύει.Οι ονομαστοί συγκυνηγοί του Καλυδώνιου κάπρουδεν την μέμφονται, και τα σημάδια από τη νίκη της εκείνη220η Αρκαδία τα δέχτηκε, κι ακόμα έχει του θεριού τα δόντια.Κι ούτε ο Υλαίος, ούτε ο άφρονας ο Ροίκοςπου την εχθρεύονται, στον Άδη θα συκοφαντήσουντην τοξότρια. Γιατί μαζί μ᾽ αυτούς δεν θα ψευστούντου Μαίναλου οι κορφές, βαμμένες απ᾽ το αίμα των λαγόνων τους.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΗΘΙΚΗ

Ο Θουκυδίδης στέκει κατά κάποιον τρόπο εκτός του κύριου ρεύματος των πνευματικών συγγενειών που μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε τις επιδράσεις από τον έναν στον άλλο στοχαστή. Ωστόσο, οι ιδέες που εκφράστηκαν κατά τον 4ο αιώνα που ακολούθησε, δεν είναι ολότελα άσχετες με τις δικές του. Φθάνοντας, λοιπόν, στο τέλος της μελέτης μας, μένει να προσδιορίσουμε τη φύση αυτής της σχέσης, μέσα στο πλαίσιο του τελικού απολογισμού των ιδεών του Θουκυδίδη.
 
Αυτές καθαυτές οι αναλύσεις του Θουκυδίδη που αναφέρονται στον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό, δεν είναι απαλλαγμένες ούτε από πάθος ούτε από πίστη. Εντούτοις, τα βαθύτερα και οικουμενικότερα στοιχεία που οι αναλύσεις τείνουν να αναδείξουν, οδηγούν σε συμπεράσματα απαισιόδοξα· τέτοια είναι η φύση του διδάγματος που τελικά προκύπτει από την Ιστορία του. Ο ίδιος μάλιστα παρουσιάζει το αντικείμενο του θαυμασμού και της πίστης του ως εξαίρεση, ενώ ταυτόχρονα δείχνει την ύπαρξη ενός σχεδόν αναπόφευκτου κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο θριαμβεύουν εκείνες οι ανθρώπινες τάσεις που αντιμάχονται τη δικαιοσύνη και σύντομα φέρνουν κατόπιν την εξαφάνιση της σοφίας. Έτσι, παρ’ όλο το μέγεθος του επιτεύγματος που θαυμάζει ο Θουκυδίδης στον Περικλή και στον ιμπεριαλισμό της εποχής του, το έργο του τεκμηριώνει πρώτ’ απ’ όλα μια αποτυχία, που τη βλέπει ως μια αποτυχία του ανθρώπου.
 
Επιπλέον, δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτα πέρα από την αποτυχία αυτή, εκτός από την ελπίδα να ξαναγίνουν όλα από την αρχή, όπως η Αθήνα το προσπάθησε αργότερα και, αν είναι δυνατόν, να γίνουν με καλύτερο τρόπο. Πουθενά δεν υπαινίσσεται ότι υπάρχουν άλλες πιθανές λύσεις, και δεν κοιτάζει πέρα από τα σύνορα της πόλης αυτής, που τόσο δραματικά προσπαθεί να φτάσει στην αυτοπραγμάτωση της. Κατά τούτο ο Θουκυδίδης παραμένει αναμφίβολα άνθρωπος του 5ου αιώνα. Σε μια εποχή που για τους Αθηναίους το κράτος, ή καλύτερα η πόλη τους, αποτελούσε το ουσιώδες αντικείμενο και πλαίσιο της σκέψης τους, ο Θουκυδίδης έφθανε στην πνευματική σύλληψη μιας θεωρίας για τη φύση της πράξης. Ωστόσο, η θεωρία αυτή αποβλέπει στην εξήγηση μόνο των γεγονότων στα οποία βρέθηκε αναμεμιγμένος και σχεδόν καθόλου στην αναμόρφωσή τους στη διάσταση του μέλλοντος. Αντιμετωπίζει δηλαδή τα προβλήματα μόνο μέσα από την πόλη και ποτέ δεν φθάνει σε συμπεράσματα που θα έθεταν σε αμφισβήτηση την ύπαρξή της. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το κλειδί της απαισιοδοξίας του, γιατί είναι το πρόβλημα της πόλης, με τον τρόπο που το έθετε ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός, που οδηγεί στην απαισιόδοξη κατάληξή της τη σκέψη του Θουκυδίδη. Η εξήγηση της γενικής αποτυχίας που καταγράφεται στην Ιστορία του βρίσκεται στην πόλη ως πόλη, με όσα δηλαδή η ύπαρξή της συνεπαγόταν, και μπορούμε να πούμε ότι ακριβώς η ήττα της πόλης ως πόλη, είναι αυτό που, συνειδητά ή μη, καταγράφει ο Θουκυδίδης.
 
Οπότε η μοναδική διέξοδος από αυτό το κλίμα της απαισιοδοξίας θα έπρεπε να βρεθεί προς την κατεύθυνση μιας κίνησης που θα υπερέβαινε το στενό και συγκεκριμένο πλαίσιο της πόλης. Οι στοχαστές του 4ου αιώνα κινήθηκαν πράγματι προς αυτή την κατεύθυνση. Και έτσι εξηγείται το είδος των δύο λύσεων που ανέλαβαν τότε να προτείνουν.
 
Η πρώτη ήταν καθαρά πολιτική και δεν είχε καμιά σχέση με τον Θουκυδίδη. Υπήρχε ήδη όσο εκείνος ζούσε και είχε επιλέξει να την αγνοήσει: είναι η πανελληνική λύση. Στον 4ο αιώνα οι περιστάσεις ενίσχυσαν τη σημασία της, πρώτα με την ανάπτυξη ενός διεθνούς πολιτισμού και ύστερα με τα προβλήματα που έθεσε στους Έλληνες η εμφάνιση του Φιλίππου της Μακεδονίας, προβλήματα που τους αφορούσαν πλέον όλους. Οι πανελληνικές ιδέες των σοφιστών συνδέονται με το πρώτο σκέλος των περιστάσεων, την ανάπτυξη ενός διεθνούς πολιτισμού, που εμπνέει το σύνολο των πανηγυρικών λόγων από τον Γοργία ως τον Λυσία και τον Ισοκράτη. Οι πολιτικές πεποιθήσεις του τελευταίου μπορούν, ίσως, να ερμηνευθούν μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, γιατί, αν η γνώμη του σταθερά μεταβάλλεται ως προς τη μορφή που θα έπρεπε να λάβει η ένωση όλων των Ελλήνων, ή ως προς τον αρχηγό που θα έπρεπε να την κατευθύνει, η ιδέα της ένωσης αυτή καθαυτήν δεν έφυγε ποτέ από τον ορίζοντά του. Ο Φίλιππος δεν ήταν παρά ένας από τους πιθανούς ενσαρκωτές της. Όταν εμφανίστηκε ο Ισοκράτης, επιζήτησε να πραγματοποιήσει κάτω από την αρχηγία του την ένωση, την οποία ο Δημοσθένης επιζήτησε να δημιουργήσει για να τον καταπολεμήσει. Όπως και να έχει το ζήτημα, κατά τον 4ο αιώνα τα πολιτικά θέματα της Αθήνας δεν μπορούν πια να εξεταστούν αποσπασμένα από το σύνολο των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων, και εδώ ακριβώς ο Ισοκράτης και ο Ξενοφών, ο Δημοσθένης και ο Αισχίνης διαφέρουν από τον Θουκυδίδη. Μπορεί όλοι να έχουν δανειστεί κάτι από αυτόν ο Ισοκράτης μπορεί να δανείστηκε ορισμένα σημεία της κριτικής του απέναντι στον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό[1], ο Δημοσθένης ορισμένα θέματά του σχετικά με την αθηναϊκή παράδοση[2], όμως και οι δύο συγγραφείς χρησιμοποιούν τα στοιχεία αυτά για να προβάλλουν ιδέες που διόλου δεν μνημονεύονται στο έργο του Θουκυδίδη και που χρωστούν τη διάδοσή τους αποκλειστικά σε περιστάσεις ξένες προς αυτό.
 
Από την άλλη πλευρά, η ηθική λύση που προτάθηκε, φαίνεται σχεδόν σαν κατευθείαν απάντηση στον Θουκυδίδη. Εκείνος ήταν που είχε δώσει έμφαση στο γεγονός ότι τόσο το μεγαλείο όσο και η ευτυχία της πόλης εμποδίζονταν από δυσκολίες που δημιουργούσε η ίδια η φύση του ανθρώπου και οι οποίες, σε τελευταία ανάλυση, ανήκαν στον τομέα της ηθικής. Για να διορθωθούν, λοιπόν, τα πράγματα, οι άνθρωποι όφειλαν να αποστρέψουν το βλέμμα από την υπαρκτή πόλη και να ξεκινήσουν από την επιβολή μιας ηθικής αναμόρφωσης. Αυτό ανέλαβαν να κάνουν οι θεωρητικοί του 4ου αιώνα. Σε αντίθεση προς την υπαρκτή πόλη και τις αδιάκοπες αναταραχές της, έθεσαν την ανάγκη μιας σε βάθος μετατροπής. Η ισορροπία ανάμεσα στο πνεύμα και το κράτος, χαρακτηριστική της σκέψης του Θουκυδίδη, διαταράχθηκε προς όφελος του πνεύματος[3]. Οι στοχαστές αποσύρθηκαν από τη δημόσια ζωή για να γίνουν φιλόσοφοι. Δεν ήταν πια εκείνοι οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα, που συζητούσαν αδιάκοπα στις οδούς της πόλης εκείνα τα προβλήματα που ενδιέφεραν τους πάντες· η καθολική επικαιρότητα αυτών των προβλημάτων υπογραμμίζεται άλλωστε από την ομόφωνη γνώμη του Θουκυδίδη και των σύγχρονών του συγγραφέων. Αντίθετα, αυτοί οι σκεπτόμενοι τώρα απέφευγαν να ασχοληθούν με τα άμεσα προβλήματα της πολιτικής πρακτικής και υποστήριζαν ότι, πρώτ’ απ’ όλα, έπρεπε να αλλάξουν τις ίδιες τις αρχές στις οποίες θεμελιωνόταν η πολιτική πράξη. Οι θεωρητικοί αυτοί ήταν, λοιπόν, εξίσου, ή και πιο πολύ, ηθικοί φιλόσοφοι παρά πολιτικοί. Βέβαια, η εξέλιξη αυτή μπορεί να μην προέρχεται ως αποτέλεσμα της επίδρασης του Θουκυδίδη. Εντούτοις, η ανάγνωση του έργου του οδηγούσε κατά λογική ακολουθία σε μια τέτοια στάση. Και μπορούμε να βρούμε μια τέλεια επιβεβαίωση για την εγκυρότητα της ανάλυσής του, στο ότι τα γεγονότα από μόνα τους είχαν την ίδια επίδραση στις σκέψεις των ανθρώπων με την επίδραση που θα μπορούσαν να έχουν σύμφωνα με την ερμηνεία που τους έδινε εκείνος.
 
Ωστόσο, θα πρέπει να διακρίνουμε δύο διαφορετικούς βηματισμούς στην κίνηση αυτή της ηθικής μεταρρύθμισης. Ορισμένοι στοχαστές ζητούσαν μόνο μια επιμέρους μεταρρύθμιση και προσπαθούσαν απλά να απομακρύνουν τις συνέπειες που θα προκαλούσε η ύβρις. Άλλοι επιδίωξαν ριζικότερες μετατροπές και καταπιάστηκαν άμεσα με τη λύση του προβλήματος της δικαιοσύνης και της δύναμης. Πάντως, και οι δύο αυτές ομάδες των διανοητών έδιναν μια απάντηση στον Θουκυδίδη, σε διαφορετικά όμως επίπεδα.
 
Στην πρώτη κατηγορία μπορούμε να συμπεριλάβουμε όλους σχεδόν τους ρήτορες και τους θεωρητικούς[4], εφόσον κατά τον 4ο αιώνα οι ιδέες για την πολιτική και για την ηθική βρίσκονταν σε στενή ανάμειξη στις σκέψεις όλων. Ωστόσο, το καλύτερο δυνατό παράδειγμα θα το βρούμε στον Ισοκράτη.
 
Ο Ισοκράτης συνέλαβε με τον πιο έντονο τρόπο την αναγκαιότητα μιας αγωγής βασισμένης στην ηθική. Οι πολιτικές θεωρίες του περιέχουν, μεταξύ άλλων, πλήθος σχετικών μαρτυριών. Όπως γράφει ο Mathieu (Les Idees politiques d' Isocrate, σελ. 129): “Αυτό που πρώτ’ απ’ όλα εντυπωσιάζει στις ιδέες του Ισοκράτη για την οργάνωση της πόλης, είναι η σημασία που αποδίδει στα ζητήματα της ηθικής: χαρακτηριστικό ενδεικτικό της μέριμνάς του για την αγωγή. Τα ηθικά καθήκοντα του κράτους δεν διαφέρουν από εκείνα του ατόμου· και στις δύο περιπτώσεις δεν υπάρχει αρετή υψηλότερη από τον σεβασμό των γενικών κανόνων (σωφροσύνη), ούτε έγκλημα χειρότερο από την έλλειψη μέτρου (ὕβρις)”.
 
Η περίληψη αυτή δείχνει καθαρά την οφειλή της σκέψης του Ισοκράτη στον Θουκυδίδη, ή τουλάχιστον τα ακριβή σημεία σύνδεσης που την καθιστούν φυσικό συμπλήρωμα της σκέψης του Θουκυδίδη. Η μόνη διαφορά τους είναι ότι ο Ισοκράτης σκέπτεται περισσότερο αισιόδοξα από τον Θουκυδίδη, και προσπαθεί να συντάξει συνταγές που θα θεραπεύσουν από τα δαιμόνια που περιγράφει ο ιστορικός. Εντούτοις, τα συμπτώματα που τον απασχολούν, είναι τα ίδια, και οι θεραπείες που προτείνει, μοιάζουν σαν να βγαίνουν απευθείας από τις αναλύσεις του Θουκυδίδη. Στον Περί Ειρήνης (133 - 135) καθορίζει με μεγάλη φροντίδα τα είδη των απαιτούμενων φαρμάκων: το πρώτο βασικό είναι ότι η πόλη πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιλέγει σωστά τους συμβούλους της -μια παρατήρηση που επαναλαμβάνει απλώς το μήνυμα του Β΄. 65 και αντιστοιχεί στη θουκυδίδεια αντίληψη για τους όρους της πολιτικής σοφίας- το δεύτερο και το τρίτο αναφέρονται περισσότερο άμεσα στην εξωτερική πολιτική, αλλά πραγματεύονται μόνο τις γενικές αρχές που τη διέπουν πράγματι, το δεύτερο συνιστά στην κυρίαρχη πόλη να ενεργεί σαν φίλος και όχι σαν εξουσιαστής των συμμάχων της, ενώ το τρίτο ορίζει ότι θα πρέπει πάντα να προσπαθεί να τιμά τους θεούς και να είναι άξια της εκτίμησης όλων των Ελλήνων: δηλαδή όλα όσα η Αθήνα δεν έκανε και όλα όσα ο Θουκυδίδης καταλόγιζε στην Αθήνα ως παραλείψεις - χωρίς ωστόσο να νομίζει ότι τέτοια λάθη είναι εύκολο να αποφευχθούν -, όλα όσα υπογραμμίζει σε κείμενα όπως η συζήτηση για τη Μυτιλήνη και, πάνω απ’ όλα, ο διάλογος των Μηλίων. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Ισοκράτης στο κείμενο αυτό[5], θα μπορούσε, λοιπόν, να βγαίνει κατευθείαν από το έργο του Θουκυδίδη και, καθώς φαίνεται, ο Ισοκράτης χρωστάει στην Ιστορία τουλάχιστον τις ενδείξεις[6].
 
Εντούτοις, ο Ισοκράτης δεν κάνει πλήρη χρήση της ανάλυσης του Θουκυδίδη. Δεν γνωρίζει παρά μόνο τον ψυχολογικό νόμο που οδηγεί τον ιμπεριαλισμό στην καταστροφή του, και επιδιώκει μονάχα να αποφύγει τα λάθη και τις πλάνες· για να το κατορθώσει, προσπαθεί να αναστυλώσει τη σοφία και να αποτρέψει την ανηθικότητα. Ο σκοπός του, ωστόσο, δεν είναι ιδιαίτερα επαναστατικός, και ο ίδιος νομίζει ότι μπορεί κάλλιστα να πραγματοποιηθεί με μια προσφυγή στο παρελθόν. Έτσι, όπως και ο Θουκυδίδης, παραμένει τελικά ενταγμένος στο πλαίσιο της πόλης και αποφασισμένος να την ανορθώσει. Η αισιοδοξία του ισχύει για την κοντινή πραγματικότητα, για το έτος, για τον μήνα: φτάνει μόνο να τον ακούσουν, και όλα θα πάνε καλά- ένας λόγος μπορεί να πείσει τον υπεύθυνο άνθρωπο, και η αρετή μπορεί να γίνει πραγματικότητα· μια επιμέρους μεταρρύθμιση μπορεί να επιτευχθεί, και τα θεμέλια είναι γερά.
 
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο Ισοκράτης δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδέες που ο Θουκυδίδης διατυπώνει σ' αυτό που ονομάσαμε φιλοσοφικό νόμο, ιδέες που, ωστόσο, πραγματεύονται το θεμελιώδες ηθικό πρόβλημα που προκύπτει: στο σημείο αυτό είναι κατώτερος από τον Θουκυδίδη, επειδή δεν αντιλαμβάνεται τη φύση αυτού του προβλήματος· και θα μπορούσε κανείς να προχωρήσει ακόμα λίγο, λέγοντας ότι δεν αντιλαμβάνεται καν την ύπαρξή του. Άλλοτε δηλώνει ότι είναι καλύτερο να νικηθεί κανείς πολεμώντας για το δίκαιο, παρά να κερδίσει μια άνομη νίκη (Παναθηναϊκός, 185)· αντίθετα, άλλοτε, ακόμα και μέσα στον ίδιο λόγο, λέει ότι είναι καλύτερο να πράξει κάποιος το κακό, παρά να το υποστεί (αυτόθι, 117). Βέβαια, εδώ μιλάει για εξωτερική πολιτική, κάτι που κάνει μια διαφορά· όμως, ακόμα και ο τρόπος της διαπραγμάτευσης του θέματος δείχνει ότι δεν έχει κατορθώσει να συλλάβει την καθαρά ηθική πλευρά του προβλήματος και ότι δεν έχει κατορθώσει να εννοήσει την πραγματική σημασία της Σωκρατικής θεματικής· χαρακτηρίζει εκείνους που θα επέλεγαν να υποστούν το κακό ως “προσποιούμενους τους σοφούς”[7]. Συνολικά, εμφανίζει πλήρη έλλειψη συνέπειας ως προς αυτό το θέμα σε όλα του τα έργα και οι φιλοσοφικές και ηθικές σκέψεις του κυριαρχούνται από τις πολιτικές του απόψεις: όταν υπερασπίζεται την αυτοκρατορία, μιλάει στο όνομα της πραγματικότητας· όταν όμως οι περιστάσεις τού επιβάλλουν να την καταδικάσει και επιχειρεί να πείσει τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν την ιμπεριαλιστική πολιτική, τότε αρχίζει να κάνει λόγο και πάλι για δικαιοσύνη, όπως για παράδειγμα στον λόγο Περί Ειρήνης (69): οὐ δίκαιόν ἐστι τούς κρείττους τῶν ἡττόνων ἄρχειν[8].
 
Αν ο Ισοκράτης είχε συλλάβει καθαρότερα ποια ήταν η βασική εναλλακτική λύση που προσφερόταν σ' αυτόν, θα εγκατέλειπε την προσπάθεια να θεμελιώσει τα επιχειρήματά του στη δικαιοσύνη και θα έπραττε όπως έπραξαν οι Αθηναίοι του Θουκυδίδη- ή, πάλι, θα εγκατέλειπε την ιδέα να ασκήσει άμεση επίδραση στην πόλη των ημερών του και θα έκανε ό, τι και ο Πλάτων.
 
Από τη δική του πλευρά, ο Πλάτων κατάλαβε το πρόβλημα που δημιουργούσε ο τρίτος νόμος και το έλυσε στον μόνο χώρο όπου μπορούσε να βρεθεί μια απάντηση: στον χώρο της καθαρής σκέψης. Δεν πίστεψε στις επιμέρους μεταρρυθμίσεις[9]. Απομακρύνθηκε, όπως και ο ίδιος ο Θουκυδίδης[10], από την άμεση δράση, για να πορευτεί και εκείνος προς ένα κτῆμα ἐς ἀεί[11]. Από αυτή την άποψη, γυρνάει με τη σειρά του αποφασιστικά την πλάτη σε ανθρώπους όπως ο Ισοκράτης και δεν ανέχεται εκείνες τις συμβιβαστικές τακτικές ανάμεσα στη φιλοσοφία και την πολιτική[12]. Η αφετηρία του βρίσκεται αναμφίβολα στον τρίτο νόμο του Θουκυδίδη- και, σαν να λειτουργεί ανάμεσά τους μια ζωντανή και συλλογιστική αλυσίδα, διαπραγματεύεται το ηθικό πρόβλημα που βρισκόταν στην κατάληξη του έργου του Θουκυδίδη. Έτσι, μέσα από τα μονοπάτια της καθαρής σκέψης, πλησιάζει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στον Θουκυδίδη, ο οποίος, ως ιστορικός, είναι αναγκαστικά στραμμένος προς τα συγκεκριμένα στοιχεία της πραγματικότητας.
 
Έστω και αν, στη συνέχεια, οι ιδέες του βρίσκονται σε αντίθεση με αυτές του Θουκυδίδη, ακόμα και έτσι επιβεβαιώνει την εγκυρότητα της ανάλυσης του ιστορικού, γιατί η ίδια η αντίθεση επισημαίνει ακριβώς ότι ο προσανατολισμός ολόκληρου του συστήματος εξαρτά- ται, πράγματι, από τη λύση που θα δοθεί στο θεμελιώδες ηθικό πρόβλημα από τον καθένα στοχαστή. Είναι φανερό ότι η λύση του Θουκυδίδη, ο οποίος εξετάζει την πραγματικότητα, δεν μπορεί να είναι η ίδια με εκείνη του Πλάτωνα, ο οποίος την αναπλάθει σύμφωνα με τα ιδανικά του.
 
Ενώ στον Θουκυδίδη το ηθικό πρόβλημα βρίσκεται στο κορυφαίο σημείο της ανάλυσης, στον Πλάτωνα γίνεται η βάση για τη στήριξη όλων των πολιτικών απόψεων του. Ο Πλάτων απορρίπτει οποιαδήποτε άλλη πρόταση ευθύς εξαρχής και αρνείται να λάβει υπό- ψη του τη συγκεκριμένη πολιτεία, τον μηχανισμό της οποίας είχε αναλύσει ο Θουκυδίδης. Δεν ανοικοδομεί απλά την ιδανική πολιτεία, αλλά αρχίζει την εργασία από τα ίδια τα θεμέλια[13]. Στην Πολιτεία ρετάρει πρώτα: τι είναι ένας καλός άνθρωπος; και μετά: τι είναι μια καλή πολιτεία; Το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ δικαιοσύνης και δύναμης καθορίζει όλα τα άλλα[14]. Η σειρά αυτή είναι πράγματι μια από τις θεμελιώδεις αρχές της Σωκρατικής μεθόδου. Πόσο συχνά δεν βλέπουμε τον Σωκράτη να συγκρατεί εκείνους τους νέους ανθρώπους που, σαν τον Αλκιβιάδη, είναι έτοιμοι να βουτήξουν μέσα στην πολιτική ζωή, ρωτώντας τους: “Μήπως καν ξέρεις ποιο είναι το καλύτερο;”
 
Και αν το καλύτερο είναι η δικαιοσύνη και όχι η δύναμη, τότε όλα όσα οι Αθηναίοι, ακόμα και ο Περικλής, επιζήτησαν, και για τα οποία ξόδεψαν τη ζωή τους, χάνουν αυτόματα το νόημά τους. Η πόλη πρέπει να κοιτάξει προς τα μέσα της, όχι προς τα έξω[15]. Από αυτή την άποψη, ο Γοργίας δείχνει πόσο απέχει ο στόχος τον Πλάτωνα από εκείνον στον οποίο παραμένει προσκολλημένος ο Θουκυδίδης: ο στόχος ενός ανθρώπου που συμμετέχει στα πολιτικά θα έπρεπε να είναι η βελτίωση της ηθικής ποιότητας των πολιτών (Γοργίας, 515 a· πβ. Πο­λιτικός, 293 d). Βέβαια, αν ο πολιτικός επιθυμεί να πράξει κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα πρέπει να ακολουθήσει τη συμβουλή του Θουκυδίδη και να εναντιωθεί στην πόλη αντιστεκόμενος στις επιθυμίες της (Γοργίας, 517b: μεταβιβάζειν τάς ἐπιθυμίας καί μή ἐπιτρέπειν)[16], όμως η πράξη του θα πρέπει να αποβλέπει αποκλειστικά στη βελτίωση της πόλης. Ο Περικλής, ο Κίμων, ο Μιλτιάδης, ο Θεμιστοκλής, αυτοί οι αναμφισβήτητοι αρχηγοί που ο Θουκυδίδης θαυμάζει με όλη τη δύναμη του πνεύματός του, δεν πέτυχαν περισσότερο από άλλους στην πραγμάτωση του στόχου αυτού. Ένας άνθρωπος σαν τον Περικλή δεν βελτίωσε τους πολίτες της Αθήνας, εφόσον κάτω από την καθοδήγησή του έγιναν τόσο αχρείοι, ώστε να τον δικάσουν και να τον καταδικάσουν (515 e - 516 b). Η αιτία είναι ότι ο Περικλής, όπως και οι άλλοι αρχηγοί, δεν κατόρθωσε να αναγνωρίσει τον αληθινό σκοπό της πολιτικής πράξης: “Εγκωμιάζεις τους άνδρες που πρόσφεραν γλέντια στους Αθηναίους πολίτες και ικανοποίησαν τις επιθυμίες τους, και ο κόσμος λέει ότι έκαναν την πόλη μεγάλη, μη βλέποντας ότι το μεγαλείο αυτό δεν είναι παρά ένα κακοφορμισμένο πρήξιμο[17]. Εκείνοι οι μεγάλοι αλλοτινοί άνδρες μας, δίχως να ενδιαφέρονται για τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη, παραγέμισαν την πόλη με λιμάνια και νεώρια και τείχη και προσόδους και άλλες τέτοιες βλακείες” (518 e). Λιμάνια, νεώρια, τείχη, πρόσοδοι - είναι όντως αυτά που ο Θουκυδίδης θαυμάζει· οι μεγάλοι άνδρες των προηγούμενοι ημερών είναι αυτοί που τους θεωρεί, μαζί, με τον Ισοκράτη, αξιοθαύμαστα υποδείγματα για μίμηση· η αύξηση της δύναμης της πόλης (φασί μεγάλην τήν πόλιν πεποιηκέναι αυτούς) είναι ακριβώς το επίτευγμα για το οποίο εξυμνεί τον Περικλή. Ίσως όχι χωρίς τρόμο, αλλά παραμένοντας - κατά τρόπο σπάνιο - ακλόνητος στις πεποιθήσεις του, ο Θουκυδίδης φέρνει στο φως τα κίνητρα και τους στόχους που καθορίζουν την πράξη εντός της πόλης, όμως, αντίθετα από τον Πλάτωνα, δεν μπορεί να αποκηρύξει εξ ολοκλήρου την πόλη, γιατί δεν μπορεί να αποκηρύξει την πράξη.
 
Καθώς, λοιπόν, η πραγματικότητα είναι η μόνιμη ενασχόλησή του, ο Θουκυδίδης θεωρεί τη σοφία εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Αντίθετα, για τον Πλάτωνα, που ο σκοπός του είναι ουσιαστικά απλώς και ανήκει στον κόσμο των ιδεών, η σοφία είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο της γνώσης. Διότι υπάρχει μία επιστήμη του αγαθού, και ολόκληρο το έργο του Πλάτωνα είναι αφιερωμένο στην ανακάλυψή της. Η επιστήμη αυτή θα πρέπει να στηρίζεται σε ορισμένες αρχές και, κατά συνέπεια, θα μπορεί να μεταδοθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο· η μοίρα των πόλεων παύει έτσι να εξαρτάται από την τύχη και από το αν θα βρεθεί ή όχι ο κατάλληλος άνθρωπος, που θα διευθετήσει κάθε φορά την κρίση. Περνάμε από τη μαγειρική τέχνη στην τέχνη του γιατρού, η οποία “και τη φύση έχει εξετάσει του ασθενή που θεραπεύει και την αιτία για την οποία ενεργεί έτσι όπως ενεργεί, και μπορεί να δώσει λόγο για τα μέτρα που λαμβάνει σε κάθε περίπτωση· ενώ η άλλη, η μαγειρική, που όλη της η φροντίδα αποβλέπει στην απόλαυση, πηγαίνει ίσια προς τον στόχο άτεχνα, χωρίς ποτέ να εξετάζει τη φύση ή την αιτία της απόλαυσης, παραδομένη, θα λέγαμε, εντελώς στην τύχη, μην έχοντας υπολογίσει τίποτα, και μόνο από τριβή και πείρα κρατάει απλά τη μνήμη τού τι συνηθίζεται να γίνεται, και με αυτά τα ίδια μέσα επιζητεί να παρέχει τις απολαύσεις”[18]. Η Πολιτεία και οι Νόμοι ανήκουν στην τέχνη της κιτρικής, όμως η σοφία του Θουκυδίδη, που περιορίζεται στο πλαίσιο της πόλης, είναι, συγκριτικά με αυτά τα έργα, μια συνταγή μαγειρικής[19].
 
Ξεκινώντας από αντίθετες κατευθύνσεις, επιδιώκοντας αντίθετους στόχους, διαμορφώνοντας διδασκαλίες που διαφέρουν, ο Πλάτων και ο Θουκυδίδης συνδέονται μεταξύ τους εξαιτίας ενός ουσιαστικού προβλήματος. Η πορεία των ιδεών τους θα μπορούσε σχηματικά να παρομοιαστεί με δύο αντίθετες κλίσεις, που ενώνονται μόνο στην κορυφή τους, έτσι ώστε εκεί όπου η μία τερματίζει την άνοδό της, η άλλη αρχίζει να κατεβαίνει. Όμως, αυτή η κάθοδος ξεκινάει ευθύς μόλις τελειώσει η άνοδος, και το σημείο της συνάντησης ανήκει ακριβώς και στις δύο. Για να το θέσουμε με διαφορετικούς όρους και σε διαφορετικά επίπεδα, η αντίθεση ανάμεσα στη δικαιοσύνη και τη δύναμη, που αποτελεί το κορυφαίο σημείο του έργου του Θουκυδίδη, είναι αυτή η ίδια που παρέχει ένα εφαλτήριο σημείο στη σκέψη του Πλάτωνα.
 
Ο Θουκυδίδης, που εργάζεται ως ιστορικός, εξετάζει αναγκαστικά την ανθρώπινη συμπεριφορά και θεμελιώνει τα συμπεράσματά του σε δεδομένα που αντλεί από τις διεθνείς σχέσεις· ο Πλάτων, ως φιλόσοφος, μελετάει την ίδια τη φύση της δικαιοσύνης και της δύναμης και χρησιμοποιεί τα απλούστερα δυνατά παραδείγματα, που τα επιλέγει ειδικά για τον σκοπό του από τον χοίρο της ιδιωτικής και ατομικής δραστηριότητας. Εντούτοις, τα επιχειρήματα που και οι δύο προβάλλουν είναι τελικά τα ίδια: ο Θρασύμαχος και ο Καλλικλής μιλούν ακριβώς σαν τους Αθηναίους, ενώ και ο Σωκράτης θα μπορούσε ορισμένες φορές να ακούγεται σαν Μήλιος.
 
Η συζήτηση είναι μία και η αυτή, η οποία στον έναν παρουσιάζεται με μία μορφή που εντάσσεται στο πλαίσιο μίας πολιτικής σκέψης και στον άλλο με μία μορφή που εντάσσεται στο πλαίσιο μίας φιλοσοφικής αναζήτησης.
 
Η στενή αυτή συνάντηση είναι ακόμα πιο εκπληκτική, δεδομένου ότι ο Πλάτων ασφαλώς δεν ξεκινάει από τον Θουκυδίδη, όπως θα έπρεπε λογικά να συμβαίνει. Έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες για να αποδειχθεί ότι ο φιλόσοφος γνώριζε το έργο του Θουκυδίδη[20], όμως βασίστηκαν σε αποσπάσματα όπως εκείνο στο οποίο ο Πλάτων, καθώς και ο Θουκυδίδης, αναλύει τον ηθικό αποπροσανατολισμό που συνοδεύει τις πολιτικές κρίσεις. Αν αυτή είναι η μόνη απόδειξη που προσφέρεται, ο παραλληλισμός δεν μοιάζει πάντως περισσότερο εντυπωσιακός από αυτό το είδος “συνέχειας” που λειτουργεί ανάμεσα στις ιδέες των δύο συγγραφέων, και δεν χρειάζεται παρά να ενταχθεί απλά στο ίδιο πλαίσιο. Μια τόσο βαθιά ομοιότητα στον τρόπο της πνευματικής προσέγγισης -ορατή ακόμα και εκεί όπου τα δύο κείμενα εκθέτουν επιχειρήματα αντιθετικά- είναι επαρκής εξήγηση για ένα πλήθος από τέτοιους παραλληλισμούς και τους στερεί κάθε αποδεικτική αξία. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει ούτε λέξη στο έργο του Πλάτωνα που να δείχνει ότι αυτός γνώριζε τις αναλύσεις του Θουκυδίδη, και αυτό μετράει πολύ περισσότερο, αν σκεφτούμε ότι αυτή η ανάλυση των πολιτικών γεγονότων από τον Θουκυδίδη βρίσκεται πολύ κοντά στις ιδέες του Πλάτωνα και ότι τείνει να επιβεβαιώσει τις γενικότερες θέσεις που προβάλλονται στους διαλόγους, παρ’ όλο που ταυτόχρονα οι απόψεις του Θουκυδίδη απομακρύνονται από το πνεύμα των διαλόγων. Πέρα από την απουσία κάποιας συγκεκριμένης παραπομπής[21], δεν υπάρχει πουθενά καμιά ένδειξη, ούτε νύξη, ούτε απόηχος. Ο Θουκυδίδης μοιάζει να είναι άγνωστος στον Πλάτωνα, όπως άλλωστε και στους υπόλοιπους συγχρόνους του, με την εξαίρεση του Ισοκράτη και του Δημοσθένη.
 
Το θέμα είναι ότι η αφετηρία του Πλάτωνα δεν βρίσκεται ούτε στις αναλύσεις της Ιστορίας ούτε στις ιδέες που προωθούν οι πολιτικοί στοχαστές στα συγγράμματά τους εναντίον του ιμπεριαλισμού[22], αλλά στις συζητήσεις του 5ου αιώνα, στις οποίες, όπως κιόλας είδαμε, για πρώτη φορά προβλήθηκε η θεωρία του δικαίου του ισχυροτέρου, κατά μεγάλο μέρος εξαιτίας των πολιτικών γεγονότων η θεωρία αυτή διαδόθηκε στους “μοντέρνους” κύκλους από ορισμένους σοφιστές και εκπροσωπείται τόσο από τους Αθηναίους του Μηλίου διαλόγου του Θουκυδίδη όσο και από τον Καλλικλή του Γοργία και τον Θρασύμαχο της Πολιτείας. Και η απάντηση του Πλάτωνα, κατά πάσα πιθανότητα, δεν είναι άλλη από αυτή που ο 5ος αιώνας απλά δεν ήθελε να ακούσει: ήταν η απάντηση του Σωκράτη.
 
Ακριβώς όπως ο Πλάτων αγνοεί το έργο του Θουκυδίδη, έτσι και ο Θουκυδίδης δεν έχει ιδέα για την ύπαρξη του Σωκράτη[23]. Μπορούμε να καταλάβουμε αυτή τη συγκυρία, αν λάβουμε υπόψη τον προσανατολισμό της σκέψης του.
 
Ως άνθρωπος του 5ου αιώνα, ο Θουκυδίδης δεν ήταν ακόμα έτοιμος να κατανοήσει το μήνυμα του Σωκράτη. Στο σημείο αυτό δεν διέφερε από τον Αριστοφάνη που έγραψε τις Νεφέλες, ή από τους δικαστές που καταδίκασαν τον Σωκράτη, ή από τους πολίτες που παρακολουθούσαν και χειροκροτούσαν τις Νεφέλες και επέτρεψαν να καταδικαστεί ο φιλόσοφος σε θάνατο. Ο Σωκράτης ήταν ένας καλός πολίτης που σεβόταν τους νόμους· αλλά, κατά έναν τρόπο που δεν μπορούσαν να αντιληφθούν εκείνοι που είχαν άλλα προβλήματα στο μυαλό τους, δεν ήταν πλέον άνθρωπος της πόλης. Έτσι, δεν μπόρεσαν να διαγνώσουν το μεγαλείο του. Ο κόσμος τον έβλεπε να συζητάει νέες ιδέες με νέους ανθρώπους, αλλά γενικά δεν ήξεραν τι δίδασκε αυτός ο έξυπνος συζητητής, ούτε πόσο διαφορετικός ήταν από τους συναδέλφους του: για τον απλό πολίτη, δεν ήταν παρά ένας σοφιστής σαν τους άλλους.
 
Όταν η κρίση του 404, που σημάδεψε την κατάρρευση του ιμπεριαλισμού και την ήττα της πόλης, έστρεψε τον νου των ανθρώπων προς την κατεύθυνση της καθαρής σκέψης, ελευθερώνοντας τους από τον παθιασμένο ρεαλισμό των προηγούμενων ημερών, τότε, στον 4ο αιώνα, τον αιώνα των φιλοσόφων, η μορφή του Σωκράτη, μέσα στην αντίστροφη φορά, πήρε τεράστιες διαστάσεις. Εμφανίστηκε ο Σωκράτης του Πλάτωνα, ο Σωκράτης του Ξενοφώντα και η σχολή των Σωκρατικών φιλοσόφων. Η στρατιωτική ήττα έθεσε κατά κάποιον τρόπο τα θεμέλια για την ανάπτυξη της ηθικής φιλοσοφίας, και ο Σωκράτης, ο σοφιστής που δεν είχε ποτέ ενδιαφερθεί για το κέρδος, απόκτησε την τιμητική θέση στο πρυτανείο του πνεύματος: η πολιτική καταστροφή είχε κάνει εφικτή, ακόμα και λογική, την ακτινοβολία του. Και η πόλη, καταδικάζοντάς τον σε θάνατο, κατέστρεψε τελικά το όποιο κύρος της απέμενε στα μάτια των φιλοσοφίαν. Έτσι, μεταξύ των πολλών μαθητών του που σκόπευαν να αφιερωθούν στην άσκηση της πολιτικής, ο Αλκιβιάδης δεν αποτράπηκε εξαιτίας του, όμως αποτράπηκε ο μεταγενέστερος Πλάτων.
 
Ο Θουκυδίδης ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία από τους νέους αυτούς. Μπορεί κάποια μέρα να είχε μιλήσει με τον Σωκράτη. Αλλά δεν υπήρχε μέσα του θέση για να δεχτεί όσα μπορούσε να του προσφέρει ο Σωκράτης. Σύμφωνα με την άποψη του Thibaudet, ο Θουκυδίδης, ως προς την ηθική, είχε τις ιδέες ενός “μοντερνιστή”. “Οι ιδέες του Αριστείδη και των παλαιών Διακρίων”, γράφει, “για τις οποίες ο Σωκράτης έζησε και πέθανε, έχουν αποκαθιερωθεί. Ο Θουκυδίδης, με τον ρεαλισμό και το στεγνό διαπραγματευτικό του ύφος, εμφανίζεται ξεκάθαρα στα μάτια μας σαν γνήσιο τέκνο της Αθηναϊκής θαλασσοκρατορίας”. Όμως, εδώ βρίσκουμε μία πολύ εύκολη ανάμειξη τιον ιδεών “του Αριστείδη και των παλαιών Διακρίων” αφενός και του Σωκράτη αφετέρου. Στο διάστημα που τους χωρίζει, επήλθε μία ολοκληρωτική ανανέωση του ηθικού προβλήματος, η ανακάλυψη αυτού του ακρότατου ρεαλισμού που απαιτούσε μία εξίσου ακραία άρνηση. Ο Θουκυδίδης βρίσκει μπροστά του αυτόν τον ρεαλισμό και δεν έχει πού να στηριχτεί για να τον αποδιώξει, επειδή παραμένει απορροφημένος από την πραγματικότητα και δεν έχει ακόμη αντιληφθεί τις δυνατότητες που κρύβει η μαιευτική, ο τρόπος διερεύνησης του Σωκράτη. Καθώς και οι δύο μιλούσαν στους δρόμους της Αθήνας, την ίδια περίπου εποχή, θα διασταυρώνονταν οπωσδήποτε με τις ίδιες ιδέες, όμως για τον Θουκυδίδη οι ιδέες αυτές καταγράφονταν στον χώρο της πράξης και της πολιτικής, ενώ ο Σωκράτης τις έβλεπε ενταγμένες στο ακόμη αραιοκατοικημένο πεδίο των πρώτων φιλοσοφικών αρχών.
 
Θα μπορούσαμε επομένως, πλάι στο ζεύγος του Σωκράτη και του Αλκιβιάδη, που θα εκπροσωπεί για πάντα τη σύγκρουση ανάμεσα στη σκέψη και την πράξη, να τοποθετήσουμε ένα δεύτερο ζεύγος, του Σωκράτη και του Θουκυδίδη· αυτοί οι δύο θα παραμένουν ενωμένοι μεταξύ τους ως Αθηναίοι και ως συνηλικιώτες, αλλά μέσα στην αδελφοσύνη τους ο καθένας θα κοιτάξει σε αντίθετη κατεύθυνση, όπως τα δύο κεφάλια του Ιανού.
---------------------
[1] Mathieu, “Isocrate et Thucydide”. Είδαμε (σελ. 354) ότι ο Ισοκράτης δανείζεται επίσης από τον Θουκυδίδη θέματα σχετικά με τη δόξα της Αθήνας.
[2] Δανείζεται από αυτόν ό, τι αποτελεί το αθηναϊκό ιδεώδες μιας πολιτικής ενεργητικής και αφιλόκερδης, κίνητρο της οποίας είναι η ιδέα της δόξας, όπως εκφράζεται στον “Επιτάφιο”. Παραθέτει επίσης ιδέες παραπλήσιες για τους όρους της πολιτικής συζήτησης και για τις υποχρεώσεις του ρήτορα. Ως προς ό, τι αφορά στον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό, δεν του δίνεται η ευκαιρία να επανέλθει στο θέμα. Χρησιμοποιεί όμως καμιά φορά, κάνοντας λόγο για τον Φίλιππο, εκφράσεις του Θουκυδίδη που αναφέρονται στον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό (πβ., για παράδειγμα, Περί του Στεφάνου, 66). Αλλά, αν συνολικά φαίνεται να υπάρχει σε ορισμένες περιπτώσεις μία συγκεκριμένη ανάμνηση από τον Θουκυδίδη, είναι αδύνατον να προσδιοριστεί σε ποιες από αυτές πρέπει να μιλάμε για επίδραση και σε ποιες άλλες για συνάντηση.
[3] W. Jaeger, “Staat und Kultur”, DieAntike, VIII, 1932, σελ. 81. 
[4] Ιδιαίτερα ο Ξενοφών.
[5] Το ίδιο και στον Αρεοπαγιτικό, όπου αναδεικνύει την ηθική ανωτερότητα των ανθρώπων τον παρελθόντος. 
[6] Γνώριζε άραγε ο Ισοκράτης το έργο του Θουκυδίδη; Ο Blass διατηρεί τις επιφυλάξεις του. Ο Wilamowitz είναι αρνητικός (A.und AI, 99). Θεωρούμε, συμφωνώντας με τον G. Mathieu (Isocrate et Thucydide) και με τον L. Bodin (Isocrate et Thucydide) ότι εμπνέεται από εκείνον σε πολλές περιπτώσεις.
[7] 118: τῶν προσποιούμενων εἶναι σοφῶν.
[8] Με όποια πλευρά και αν τάσσεται, ο Ισοκράτης επιβεβαιώνει, λοιπόν, την ανάλυση του Θουκυδίδη, από το γεγονός και μόνο ότι είναι υποχρεωμένος, παρά τη θέλησή του, να πάρει θέση στο θέμα αυτό του δικαίου και της δύναμης. 
[9] Πβ. Πολιτεία, 425 και Mathieu, These, σελ. 178.
[10] Για τον Θουκυδίδη η απομάκρυνση αυτή μπορεί να συνδέεται με τις συγκυρίες και να είναι συνέπεια της εξορίας του, αλλά η κατ’ εξοχήν αφηρημένη και αναλυτική σύσταση του νου του, φαίνεται σαν να τον είχε προετοιμάσει και η Ιστορία του θα μπορούσε κάλλιστα να είχε εμπνευστεί από πολιτικές προτεραιότητες, αν τέτοια ήταν η φύση του και αν δεν την έβλεπε παρά ως ένα περιστασιακό υποκατάστατο της πράξης.
[11] Αυτό δεν αποκλείει, βέβαια, τις πασίγνωστες - πλην μάταιες - προσπάθειες να δημιουργήσει εντός της πραγματικότητας, με τη βοήθεια μιας ευρύτατης μεταρρύθμισης, κάτι που θα έμοιαζε, όσο το περισσότερο δυνατόν, στην ιδανική πολιτεία.
[12] Οι σχέσεις ανάμεσα στους δύο άνδρες επιβεβαιώνουν αυτές τις σχέσεις ανάμεσα στις ιδέες. Στην αρχή ο ένας αγνοεί τον άλλον, επειδή ο Ισοκράτης μένει ενταγμένος στην πράξη. Ο Mathieu γράφει για αυτή την περίοδο (“Les premiers conflits entre Platon et Isocrate et la date de LEuthydeme”, Melanges Glotz, II, σελ. 558: “Ο Ισοκράτης άλλωστε διατεινόταν ότι ήταν άνθρωπος της πράξης, οπότε ήταν φυσικό να συγκεντρώνει την προσοχή (και την κριτική του) στους πρακτικούς ηθικολόγους και στους επαγγελματίες της δικανικής συζήτησης, παρά στους αμιγείς θεωρητικούς, όπως θα του φαινόταν, για παράδειγμα, ο Πλάτων. Οι διαφορές στη φύση και στη δραστηριότητα των δύο ανδρών ήταν τό­σο ριζικές, ώστε δεν θα έπρεπε να είχαν συγκρουστεί”. Αλλά σύντομα, η ημι-φιλοσοφία, της οποίας το μέτρο δίνει ο Πανηγυρικός, προκαλεί την αυστηρή κρίση το\ι Πλάτωνα, που εκδηλώνεται με έναν υπαινιγμό στον Ευθύδημο (304 d - 306 d) εναντίον αυτού που είναι “το ενδιάμεσο μεταξύ του φιλοσόφου και του πολιτικού”. (Πβ. Mathieu, μνημ. άρθρο).
[13] Κατά τούτο, το οικοδόμημά τον διαφέρει όχι μόνο από έργα εμπειρικά, όπως η Αθηναίων Πολιτεία που μας έδωσε ο Ψευδο-Ξενοφών, αλλά και από τις ιδεώδεις πολιτείες, το πρότυπο των οποίων παρουσίαζαν οι φιλόσοφοι της εποχής. Γνωρίζουμε την απόπειρα του Ιππόδαμου του Μιλήσιου και, διά μέσου του Αριστοτέλη, τις άλλες, του Χαλκηδόνιου Φαλέα και του Μιλήσιου Τηλεκλή: τα έργα αυτά φαίνεται ότι έρρεπαν προς μία καθαρά πολιτική αναδιοργάνωση. Η Κύρου Παιδεία του Ξενοφώντα, κάτω από τη μορφή της ιστορίας, συναντά μία ανάλογη προσπάθεια, όπου όμως οι ιδέες της ηθικής έχουν τη θέση τους: δεν πρόκειται, πάντως, για ένα σύστημα τόσο πλήρες και τόσο ριζικά επαγωγικό όσο του Πλάτωνα· και ως προς τις ιδέες του, ο Ξενοφών βρίσκεται πιο κοντά στον Ισοκράτη παρά στον Πλάτωνα. 
[14] Αυτό επιβεβαιώνεται από τις θέσεις στις οποίες συναντούμε το ζήτημα αυτό μέσα στο έργο: στο κεντρικό σημείο του Γοργία (όπου συζητείται εάν η πολιτική αρετή μπορεί να διδαχθεί) και στην αρχή της Πολιτείας (όπου οικοδομείται η ιδανική πολιτεία): δηλαδή στα δύο σημεία όπου θέτει τα θεμέλια κάθε πολιτικής θεωρίας, ορίζοντας τον ίδιο τον σκοπό προς τον οποίο οφείλει να προσβλέπει η πολιτική πρακτική.
[15] Νόμοι, 630 d κ.ε.
[16] Άλλωστε, πρόκειται εδώ για μια ιδέα του Πλάτωνα στην οποία επανέρχεται σε πολλές περιπτώσεις: στον ίδιο τον Γοργία, τα χωρία 502 e - 505 c, που εισάγουν τη συζήτηση για τα καθήκοντα του πολιτικού, παίρνοντας ως αφετηρία τη διάκριση ανάμεσα σε δύο είδη ευγλωττίας: το ένα είναι σαν “κολακεία και αισχρή δημηγορία· μόνο το άλλο είναι ωραίο, αυτό που κάνει να βελτιώνονται οι ψυχές των πολιτών και πάντα αγωνίζεται να λέει για το καλύτερο, είτε είναι αυτό το πιο ευχάριστο είτε το πιο δυσάρεστο για τους ακροατές”.
[17] Ο Πλάτων δεν έτρεφε ούτε στο ελάχιστο αυτό που ονομάσαμε “ιμπεριαλιστικό αίσθημα”. Θεωρεί ότι όποιος παραδίνεται σ’ αυτό, ακολουθεί έναν σκοπό μάταιο, αξιοκαταφρόνητο, που δεν μπορεί να. του δώσει την ευτυχία. Η ευχαρίστηση από την απόκτηση περισσότερης δύναμης δεν μπορεί να γίνεται αυτοσκοπός, σαν την ευχαρίστηση που νιώθει όταν ξύνεται ο ψωριάρης: “Πες μου πρώτα, λοιπόν” ρωτάει ο Σωκράτης (Γοργίας, 494 c) “μήπως και ο ψωριάρης που όλο θέλει να ξυστεί, και ξύνεται απεριόριστα, περνάει ευτυχισμένος με το ξύσιμο τη ζωή του;” 
[18] Γοργίας, 501 a.
[19] Ο Πολιτικός (300 a) διακρίνει δύο βαθμίδες του κακού: στην πρώτη, ο πολιτικός δεν πράττει κατά τέχνην· στη δεύτερη, που είναι φυσικά πολύ χειρότερη, δεν λαμβάνει υπόψη τους κανόνες και παραδίδεται στη διαφθορά ή στην ευνοιοκρατία. Ο Ισοκράτης και ο Θουκυδίδης είχαν ως στόχο να γιατρέψουν μόνο το δεύτερο κακό: η ιδανική πολιτεία, τους, σε σύγκριση με εκείνη του Πλάτωνα. είναι ό, τι το Πουργκατόριο σε σχέση με τον Παράδεισο. 
 [20] Πβ. Pohlenz, Aus Platos Werdezeit, σελ. 240 κ.ε. και Barker, σελ. 250 σημ. 2. Για την αντίθετη άποψη, Schwartz, σελ. 152 - 153· Wilamowitz, Hermes, XII, σελ. 328.
[21] Γνωρίζουμε ότι οι Έλληνες δεν παραθέτουν εύκολα τις πηγές τους.
[22] Ο Ed. Meyer (Forsch., II, 393) λέει ότι οι ιδέες των θεωρητικών αντιιμπεριαλιστών θριαμβεύουν στον Πλάτωνα και βρίσκονται στο κέντρο των ιδεών του Αριστοτέλη, που ως εκ τούτου αντιτίθεται στον Θουκυδίδη. Στην πραγματικότητα, εάν ο Πλάτων καταδικάζει, πολύ περισσότερο από τον Θουκυδίδη, τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό, ως αρχή αυτή καθαυτήν, είναι επειδή τοποθετείται σε ένα επίπεδο όπου μπορούσε να φτάσει με οδηγό τον Θουκυδίδη, αλλά όχι με κάποιον από τους αποκαλούμενους θεωρητικούς του αντιιμπεριαλισμού.
[23] Είναι ολότελα μάταιο να αναζητούμε, μαζί με τον Ullrich (Beitrage, σελ. 137), στις λέξεις του Η΄. 68. 2 τις αναφερόμενες στην απολογία του Αντιφώντα, κάποιον υπαινιγμό για τη δίκη του Σωκράτη.

Ο Ξενοφώντας, ο Αγησίλαος και οι σφοδρότατες συγκρούσεις στην Ελλάδα

Αποτέλεσμα εικόνας για  ο Αγησίλαος Ο Αγησίλαος, όταν πήρε τα χρήματα από τον Τιθραύστη και πέρασε στη Φρυγία του Φαρναβάζου, έδειξε τις διαθέσεις του από την αρχή: «βάλθηκε να καίει και να λεηλατεί τη χώρα και να υποτάσσει τις πόλεις, άλλες με το καλό κι άλλες με τη βία». (4,1,1). Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ο Σπιθριδάτης του υποσχέθηκε ότι αν πάνε στην Παφλαγονία θα έπειθε τον εκεί βασιλιά να πάει με το μέρος τους: «Ο Αγησίλαος ξεκίνησε πρόθυμα, γιατί από καιρό φιλοδοξούσε ν’ αποσπάσει κάποιαν εθνότητα από τον Βασιλέα». (4,1,2).

Τα πράγματα λέγονται πλέον με το όνομά τους. Ο Αγησίλαος ασκεί ξεκάθαρο επεκτατισμό στην περσική χώρα και τα προσχήματα που θέλουν να ενδιαφέρεται μόνο για τις ελληνικές πόλεις είναι αδύνατο να διατηρηθούν. Ο βασιλιάς των Παφλαγόνων, Ότυς, όχι μόνο έγινε σύμμαχος του Αγησιλάου, αλλά πρόσφερε αμέσως χίλιους ιππείς και δυο χιλιάδες πελταστές. Ο Αγησίλαος πρότεινε να παντρευτεί ο Ότυς την κόρη του Σπιθριδάτη, πράγμα που έγινε αμέσως αποδεκτό και από τις δύο πλευρές.

Απολύτως ευχαριστημένος αναχώρησε για το Δασκύλειο, όπου ήταν τα ανάκτορα του Φαρναβάζου. Ξεχειμώνιαζε πλιατσικολογώντας την περιοχή, χωρίς να γίνει κάποια ουσιαστική σύγκρουση. Όταν ο Φαρνάβαζος επιτέθηκε με δρεπανηφόρα άρματα και ιππικό τους στρατιώτες του Αγησιλάου, που πλέον «έβγαιναν γι’ ανεφοδιασμό δίχως προφυλάξεις» (4,1,17), σκοτώνοντας περίπου εκατό, προκάλεσε τέτοια οργή, που, όταν τέσσερις μέρες αργότερα εντοπίστηκε στρατοπεδευμένος στην Καυή, ο Ηριππίδας ανταπέδωσε το χτύπημα κυριεύοντας το στρατόπεδο και παίρνοντας λάφυρα μεγάλης αξίας.

Γι’ αυτά τα λάφυρα, όμως, έγινε η παρεξήγηση με το Σπιθριδάτη και τους Παφλαγόνες: «Καθώς όμως οι Παφλαγόνες κι ο Σπιθριδάτης έπαιρναν τα λάφυρα, ο Ηριππίδας έβαλε ταξιάρχους και λοχαγούς να τους σταματήσουν και τα συγκέντρωσε όλα κι από το Σπιθριδάτη κι από τους Παφλαγόνες, για να ‘χει περισσότερα να πάει στους λαφυροπώλες. Εκείνοι ωστόσο δεν ανέχτηκαν αυτή τη μεταχείριση· κρίνοντας ότι τους αδίκησαν και τους πρόσβαλαν, μάζεψαν τα πράγματά τους και σηκώθηκαν νύχτα να πάνε στις Σάρδεις, στον Αριαίο». (4,1,26-27). Η απώλεια των Παφλαγόνων και του Σπιθριδάτη «στάθηκε το βαρύτερο πλήγμα που δοκίμασε ο Αγησίλαος κατά τη διάρκεια της εκστρατείας». (4,1,28).

Αμέσως μετά «κάποιος Κυζικηκός, ο Απολλοφάνης» μεσολάβησε για να συναντηθεί ο Αγησίλαος με το Φαρνάβαζο. Στη συνάντηση αυτή ο Φαρνάβαζος είπε: «Τον καιρό που πολεμούσατε τους Αθηναίους στάθηκα φίλος και σύμμαχός σας. Σας έδωσα χρήματα για να φτιάξετε δυνατό ναυτικό, και στη στεριά πολέμησα ο ίδιος καβάλα στο πλευρό σας, κυνηγώντας τον εχθρό ως μέσα στη θάλασσα. Ούτε και μπορείτε να με κατηγορήσετε ότι σας έπαιξα ποτέ διπλό παιχνίδι, με λόγια ή με έργα, όπως ο Τισσαφέρνης. Ενώ όμως έτσι φέρθηκα μαζί σας, τώρα βρίσκομαι εξαιτίας σας σε τέτοια κατάντια, που μήτε να φάω έχω μέσα στον ίδιο μου τον τόπο, εκτός αν μαζέψω τ’ απομεινάρια σας όπως κάνουν τ’ άγρια ζώα. Κι όλα όσα μου άφησε ο πατέρας μου – ωραία σπίτια, κήπους γεμάτους δέντρα και ζώα, που ήταν η χαρά μου – όλ’ αυτά τα βλέπω ρημαγμένα με τη φωτιά και με το σίδερο. Αν τώρα εγώ είμαι που δεν καταλαβαίνω τι είναι τίμιο και τι είναι δίκαιο, εξηγήστε μου σεις πώς συμβιβάζεται η διαγωγή σας με την έννοια της ευγνωμοσύνης». (4,1,32—33).

Ότι ο Φαρνάβαζος λέει την αλήθεια δεν υπάρχει αμφιβολία. Ο Ξενοφώντας αναφέρει: «Οι τριάντα Σπαρτιάτες τον ντράπηκαν όλοι κι έμειναν αμίλητοι». (4,1,34). Ο Αγησίλαος σκέφτηκε καλά την απάντησή του: «Κι όμως Φαρνάβαζε, το ξέρεις, φαντάζομαι, ότι και στις ελληνικές πόλεις συνδέονται μεταξύ τους οι άνθρωποι με δεσμούς φιλοξενίας. Όταν ωστόσο γίνεται πόλεμος ανάμεσα στις πόλεις, πολεμάει ο καθένας για την πατρίδα του ακόμη κι εναντίον των φίλων του, και συμβαίνει και να σκοτώσει ο ένας τον άλλον. Έτσι κι εμείς τώρα που πολεμάμε τον Βασιλέα είμαστε αναγκασμένοι να θεωρήσουμε καθετί δικό του σαν εχθρικό. Μολοντούτο τίποτε δεν θα μας ευχαριστούσε περισσότερο από το να γίνουμε φίλοι. Δεν είμαι εγώ βέβαια που θα σε συμβούλευα ν’ αλλάξεις αφέντη, κι αντί το Βασιλέα να έχεις εμάς· αν έρθεις όμως τώρα με το μέρος μας δεν θα ‘χεις ανάγκη να προσκυνάς κανέναν, μήτε αφέντη να ‘χεις, παρά θα ζεις από το βιός σου». (4,1, 34-35).

Ο Αγησίλαος ομολογεί ότι η Σπάρτη βρίσκεται σε ανοιχτό πόλεμο με το βασιλιά, όμως δεν ξεκαθαρίζει τους λόγους που γίνεται αυτό. Αρχικά, υπήρχε η δικαιολογία της απελευθέρωσης των ελληνικών πόλεων. Τώρα προτείνει ανοιχτά στο Φαρνάβαζο να πάει με το μέρος της Σπάρτης λέγοντάς του ότι θα απελευθερωθεί κι αυτός. Ο Φαρνάβαζος βρίσκεται ανάμεσα στις συμπληγάδες των ισχυρών και πρέπει να επιλέξει. Και πάλι θα μιλήσει με εντιμότητα: «Λοιπόν, αν ο Βασιλεύς στείλει άλλον στρατηγό και τεθώ υπό τις προσταγές του, θα δεχτώ να γίνω και φίλος και σύμμαχός σας. Αν όμως μου αναθέσει την αρχιστρατηγία – τέτοια καθώς φαίνεται είναι η δύναμη της φιλοδοξίας – να το ξέρετε καλά ότι θα σας πολεμήσω μ’ όλες μου τις δυνάμεις». (4,1,37).

Η ιδιοτέλεια κινεί το μεγάλο παζάρι της ιστορίας κι ο Φαρνάβαζος δεν έχει κανένα λόγο να το κρύψει. Γι’ αυτό είναι αφοπλιστικός. Ο Αγησίλαος φαίνεται να κατανοεί πολύ καλά αυτή τη γλώσσα. Γι’ αυτό και δείχνει απόλυτο σεβασμό: «Μακάρι, αγαπητέ μου, τέτοιος που είσαι να γίνεις φίλος μας! Πάντως ένα να ξέρεις: ότι τώρα θα φύγω από τον τόπο σου όσο μπορώ πιο γρήγορα, κι από δω και μπρος, όσο έχουμε άλλον να πολεμήσουμε, δεν θα πειράξουμε εσένα και τους δικούς σου». (4,1,38).

Ο Αγησίλαος, όταν πήρε τα λεφτά από τον Τιθραύστη δε δίστασε καθόλου να στραφεί εναντίον του Φαρναβάζου. Τώρα υπόσχεται ανακωχή για «όσο έχουμε άλλον να πολεμήσουμε». Προφανώς, αν ξεμείνει από εχθρούς, θα επιστρέψει. Ό,τι κι αν γίνει, ο πόλεμος δε θα λείψει.

Όταν έφτασαν τα νέα από την Ελλάδα και ανακοινώθηκε ότι η Σπάρτη παραγγέλλει τη γρηγορότερη επιστροφή στην Πελοπόννησο προς αποφυγή των χειρότερων «ο Αγησίλαος σκέφτηκε πόσες δόξες κι ελπίδες θα ‘χανε, και του βαρυφάνηκε». (4,2,3).

Δεν είναι εύκολο να χάνει κανείς την μπουκιά μες απ’ το στόμα. Εξάλλου, το πράγμα ειπώθηκε καθαρά: «τέτοια καθώς φαίνεται είναι η δύναμη της φιλοδοξίας». Όμως δεν υπήρχε και άλλη επιλογή. Η τελευταία υπόσχεση που έδωσε στους συμμάχους είναι βέβαιο ότι καθρέφτιζε τη δική του επιθυμία: «Αν όλα πάνε καλά να είστε βέβαιοι, σύμμαχοί μας, ότι δεν θα σας ξεχάσω, κι ότι θα ‘ρθω ξανά πίσω να υπερασπίσω τα συμφέροντά σας». (4,2,3).

Σχετικά με τις δυνάμεις των Αθηναίων και των άλλων ελληνικών πόλεων που είχε στη διάθεσή του ο Αγησίλαος, ο Ξενοφώντας δεν κάνει καμία αναφορά. Το σίγουρο είναι ότι ο Αγησίλαος δεν είχε καμία πρόθεση να αφήσει την Ασία στην τύχη της για όσο θα έλλειπε: «… όρισε αρμοστή στην Ασία τον Εύξενο, αφήνοντάς του όχι λιγότερους από τέσσερις χιλιάδες άνδρες για να μπορέσει να διαφεντέψει τις πόλεις». (4,2,5).

Οι σύμμαχοι της Ασίας, αν και αρχικά φάνηκαν συγκινημένοι κι αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον Αγησίλαο στην Ελλάδα με τη σκέψη να τον ξαναφέρουν στην Ασία, αφού τακτοποιήσουν όλες τις εκεί υποθέσεις, στη συνέχεια δεν ήταν τόσο πρόθυμοι γι’ αυτό. Ο Αγησίλαος για να εξασφαλίσει στρατό ακολούθησε την προσφιλή μέθοδο των βραβείων για την πόλη που θα πρόσφερε το πιο αξιόμαχο εκστρατευτικό σώμα και για τον ίππαρχο που θα παρουσίαζε το καλύτερο ιππικό. Αφού εξασφάλισε στράτευμα πολύ μεγαλύτερο σε αξία από τα τέσσερα τάλαντα που ξόδεψε για τα βραβεία, επέστρεψε στην Πελοπόννησο κάνοντας την ίδια διαδρομή, που είχε κάνει ο Ξέρξης, όταν εκστράτευσε εναντίον των Ελλήνων.

Στο μεταξύ, στην Πελοπόννησο οι συγκρούσεις είχαν ήδη αρχίσει. Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν κάποιες απώλειες, όταν, αφού στρατοπέδευσαν στη Σικυώνα, εισέβαλαν κοντά στην Επιείκεια. Αμέσως, όμως, άλλαξαν πορεία, και αφού κατέβηκαν στη θάλασσα, προχώρησαν παράλληλα μ’ αυτήν καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά τους.

Ο Ξενοφώντας απαριθμεί αναλυτικά τις δυνάμεις και των δύο στρατοπέδων καθιστώντας σαφές το μέγεθος της σύγκρουσης που επικρεμόταν: «Είχαν συγκεντρωθεί κάπου έξι χιλιάδες οπλίτες των Λακεδαιμονίων, σχεδόν τρεις χιλιάδες οπλίτες των Ηλείων, των Τριφυλίων, των Ακρωρείων και των Λασιωνίων και χίλιοι πεντακόσιοι των Σικυωνίων· άλλες τρεις χιλιάδες τουλάχιστον συγκεντρώθηκαν από τους Επιδαυρίους, τους Τροιζηνίους, τους Ερμιονείς και τους Αλιείς. Χώρια απ’ αυτούς υπήρχαν κάπου εξακόσιοι ιππείς των Λακεδαιμονίων, καθώς και περίπου τριακόσιοι Κρητικοί τοξότες και τουλάχιστον τετρακόσιοι σφενδονοφόροι από τους Μαργανείς, τους Λετρίνους και τους Αμφιδόλους… Όσο για τη δύναμη των αντιπάλων τους, είχαν συγκεντρωθεί κάπου έξι χιλιάδες οπλίτες των Αθηναίων, περίπου εφτά χιλιάδες – όπως φαίνεται – των Αργείων, κάπου πέντε χιλιάδες των Βοιωτών, περίπου τρεις χιλιάδες των Κορινθίων, και τουλάχιστον άλλες τρεις χιλιάδες απ’ ολόκληρη την Εύβοια… Από ιππικό είχαν κάπου οχτακόσιους Βοιωτούς, περίπου εξακόσιους Αθηναίους, μια εκατοστή Χαλκιδείς από την Εύβοια κι ως πενήντα Οπουντίους Λοκρούς. Και σ’ ελαφρύ πεζικό υπερτερούσε η παράταξη των Κορινθίων, επειδή είχαν μαζί τους τους Οζόλες Λοκρούς, τους Μηλιείς και τους Ακαρνάνες». (4,2,16-17).

Σχεδόν όλος ο ελληνικός κόσμος βρίσκεται παραταγμένος στην Πελοπόννησο, που για μια ακόμη φορά γίνεται το κέντρο όλων των επιχειρήσεων: «Όταν άρχισε η συμπλοκή, όλοι οι άλλοι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων νικήθηκαν από τους αντικρινούς τους· μόνο οι Πελληνείς, που είχαν απέναντί τους τους Θεσπιείς, εξακολουθούσαν να πολεμούν και σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δυο μεριές». (4,2,20).

Από τη στιγμή που σχεδόν αμέσως όλοι οι σύμμαχοι των Σπαρτιατών ηττήθηκαν – οι Πελληνείς κρίνονται μεμονωμένη περίπτωση – είναι φανερό ότι η σύγκρουση αφορά τη Σπάρτη με όλο τον υπόλοιπο αρχαιοελληνικό κόσμο: «Οι Λακεδαιμόνιοι νίκησαν όσους Αθηναίους είχαν μπρος τους, και κυκλώνοντάς τους με το περισσευούμενο δεξιό κέρας σκότωσαν πολλούς. Έπειτα, καθώς οι ίδιοι ήταν ανέπαφοι, προχώρησαν συντεταγμένοι και προσπέρασαν τις τέσσερις άλλες φυλές των Αθηναίων προτού γυρίσουν από την καταδίωξη· έτσι, αυτοί δεν είχαν άλλες απώλειες παρά εκείνες που μπορεί να τους προξένησαν κατά τη σύγκρουση οι Τεγεάτες. Τους Αργείους όμως τους πρόλαβαν οι Λακεδαιμόνιοι την ώρα που επέστρεφαν· λένε ότι ενώ ο επικεφαλής πολέμαρχος ετοιμαζόταν να τους επιτεθεί κατά μέτωπο, κάποιος φώναξε ν’ αφήσουν να περάσουν οι πρώτοι. Αμέσως μετά οι Λακεδαιμόνιοι όρμησαν κατά πάνω τους και, χτυπώντας τους από την αφύλαχτη πλευρά, καθώς εκείνοι περνούσαν τρέχοντας μπροστά τους, σκότωσαν πολλούς. Επιτέθηκαν και στους Κορινθίους την ώρα που γύριζαν. Τέλος οι Λακεδαιμόνιοι πέτυχαν και μερικούς Θηβαίους στην επιστροφή τους από την καταδίωξη, και σκότωσαν κι απ’ αυτούς πολλούς… γύρισαν πίσω στο σημείο που είχε πρωτοαρχίσει η μάχη κι έστησαν τρόπαιο». (4,2,21-22-23).

Την είδηση της νίκης ο Αγησίλαος την έμαθε στην Αμφίπολη από το Δερκυλίδα. Αμέσως τον έστειλε στην Ασία, για να ανακοινώσει τα νέα σε όλες τις πόλεις που έδωσαν στρατό. Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν απώλειες μόνο οχτώ ανδρών. Οι αντίπαλοι μετρούσαν πάρα πολλούς. Το κακό ήταν ότι οι σύμμαχοι είχαν επίσης πολλές απώλειες.

Ο Αγησίλαος προσπαθούσε να φτάσει το γρηγορότερο δυνατό στην Πελοπόννησο. Πέρασε τη Μακεδονία χωρίς καμία αντίσταση. Στη Θεσσαλία όμως τον ακολουθούσαν και με κλεφτοπόλεμο του προκαλούσαν φθορές οι Λαρισινοί, οι Κραννώνιοι, οι Σκοτουσσαίοι κι Φαρσάλιοι (όλοι σύμμαχοι των Βοιωτών), τους οποίους κατάφερε να συντρίψει με μια ξαφνική επέλαση. Η επιτυχία αυτή τον γέμισε ενθουσιασμό: «είχε νικήσει, με το ιππικό που είχε οργανώσει ο ίδιος, τον λαό που καμάρωνε περισσότερο απ’ όλους για την ιππευτική του τέχνη». (4,3,8-9).

Μετά από μια μέρα βρισκόταν ήδη στα σύνορα της Βοιωτίας. Εκεί έμαθε τη δυσάρεστη είδηση της συντριβής του σπαρτιατικού στόλου στην Κνίδο και το θάνατο του Πείσανδρου από τις δυνάμεις των Φοινικικών και ελληνικών πλοίων, που ηγούνταν ο Φαρνάβαζος και ο Κόνων αντίστοιχα, ο οποίος είχε περάσει στην υπηρεσία των Περσών. (Ο Ρόδης Ρούφος σημειώνει ότι τα πλοία λέγονταν «ελληνικά» όχι γιατί εξυπηρετούσαν ελληνικά συμφέροντα, αλλά γιατί ήταν επανδρωμένα με πληρώματα Ελλήνων μισθοφόρων).

Ο Αγησίλαος προτίμησε να μην μαθευτεί αυτό το νέο, για να κρατήσει ακμαίο το ηθικό των στρατιωτών. Διέδωσε ότι πράγματι ο Πείσανδρος είχε σκοτωθεί, αλλά ότι ο στόλος των Λακεδαιμονίων είχε επικρατήσει: «Το αποτέλεσμα ήταν ότι σε μιαν αψιμαχία με τον εχθρό οι άνδρες του Αγησιλάου νίκησαν, νομίζοντας ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν κερδίσει τη ναυμαχία». (4,3,14).

Τώρα πια ήταν η ώρα του Αγησιλάου να συγκρουστεί με τους αντιπάλους. Η μάχη έγινε στην πεδιάδα της Κορωνείας, καθώς ο Αγησίλαος ερχόταν από τον Κηφισό και οι Θηβαίοι με τους συμμάχους από τον Ελικώνα: «Απέναντι στον Αγησίλαο βρίσκονταν τώρα παραταγμένοι οι Βοιωτοί, οι Αθηναίοι, οι Αργείοι, οι Κορίνθιοι, οι Αινιάνες, οι Ευβοείς κι οι Λοκροί και των δύο Λοκρίδων. Μαζί του είχε ο Αγησίλαος ένα τάγμα Λακεδαιμονίων που είχε περάσει αντίκρυ από την Κόρινθο, το μισό από το τάγμα που στάθμευε στον Ορχομενό, καθώς και τους Λακεδαιμονίους νεοδαμώδεις που είχαν εκστρατεύσει μαζί του· είχε ακόμα τους μισθοφόρους που διοικούσε ο Ηριππίδας, καθώς και τις μονάδες από τις ελληνικές πόλεις της Ασίας κι όσες είχε παραλάβει στο πέρασμά του από πόλεις στο ευρωπαϊκό έδαφος· τέλος του ήρθε επιτόπια ενίσχυση από οπλίτες Ορχομενίους και Φωκείς. Πελταστές είχε πολύ περισσότερους ο Αγησίλαος, ενώ το ιππικό των δύο παρατάξεων ήταν πάνω κάτω ισάριθμο». (4,3,15).

Κι ενώ αρχικά τα πράγματα φαίνονταν εύκολα για τους Λακεδαιμονίους, καθώς τόσο οι Θηβαίοι, όσο και οι Αργείοι το έβαλαν στα πόδια κατευθυνόμενοι στον Ελικώνα, πάνω που ήταν έτοιμοι να στεφανώσουν τον Αγησίλαο έφτασε η είδηση ότι «οι Θηβαίοι διέσπασαν τους Ορχομενίους κι είχαν προχωρήσει ως το στρατόπεδο με τις αποσκευές». (4,3,18).

Φυσικά, ο Αγησίλαος έσπευσε με όλες του τις δυνάμεις εναντίον τους. Οι Θηβαίοι βλέποντας ότι όλοι οι σύμμαχοι έφευγαν προς τον Ελικώνα προχώρησαν με πυκνή σύνταξη έχοντας στόχο να ενωθούν μαζί τους. Για τον Αγησίλαο υπήρχαν δύο επιλογές: ή να τους αφήσει να φύγουν και να τους προκαλέσει μεγάλες φθορές κυνηγώντας τους ή να τους χτυπήσει κατά μέτωπο. Επέλεξε το δεύτερο κι έγινε σκληρή σύγκρουση σώμα με σώμα.

Ο ίδιος ο Αγησίλαος πληγώθηκε – ο Ξενοφώντας αναφέρει ότι υπέφερε από πολλές πληγές: «Τελικά μερικοί Θηβαίοι κατόρθωσαν να φτάσουν στον Ελικώνα, πολλοί όμως σκοτώθηκαν στην υποχώρηση». (4,3,19). Τους ογδόντα αντιπάλους οπλίτες που κατέφυγαν στο ναό ως ικέτες ο Αγησίλαος έδωσε εντολή να τους αφήσουν ελεύθερους να φύγουν χωρίς να τους πειράξουν.

Η ανακωχή που ακολούθησε είχε να κάνει μόνο με την περισυλλογή των νεκρών. (Ο Αγησίλαος εκμεταλλεύτηκε αυτό το χρόνο για να πάει στους Δελφούς και να αφιερώσει στο θεό το ένα δέκατο από τα λάφυρα). Όσο για την επίθεση που έκανε ο πολέμαρχος Γύλις στη Λοκρίδα, έληξε άδοξα με αρκετές απώλειες των Λακεδαιμονίων και το θάνατο του ίδιου. Καμία ένδειξη για ηρεμία. Αντιθέτως, όλα δείχνουν ότι το πράγμα κλιμακώνεται.

Ξενοφώντος: «Ελληνικά»

Ξεχωριστά και μαζί

Αποτέλεσμα εικόνας για ηλιος και φεγγαρι μαζιΔεν προσπαθείς μια σχέση. Το μόνο που προσπαθείς είναι να μάθεις λίγα περισσότερο για τον Εαυτό σου μέσα από αυτήν.

Η σχέση όμως που έρχεται εφόσον έχεις συλλέξει τα κομμάτια σου, έχεις απαγκιστρωθεί από τα δεδομένα σου και έχεις απαλλαγεί από τις επίπλαστες ανάγκες σου, δεν μπορεί να προγραμματιστεί, να πιεστεί, να ελεγχθεί.Έχει δική της ζωή, δική της πορεία.

Σε ξεσηκώνει, σε οδηγεί, σε αναγεννά και σε απελευθερώνει. Δεν την καθορίζεις γιατί τα πάντα αλλάζουν και δεν είσαι ο ίδιος αλλά γίνεσαι κάτι άλλο μαζί της.

Σε μια κοινωνία που όλα έχουν στηθεί ανάποδα και βλέπουμε τον κόσμο μέσα από την παραμόρφωση που αγνοούμε, δεν βιώνουμε τέτοιες σχέσεις. Τις βιώνουμε μόνο εφόσον επιστρέψουμε στην πρωταρχική σχέση με τον Εαυτό μας, που είναι η βάση όλων των υπολοίπων.

Εκπαιδευμένοι από νωρίς, συνήθως μένουμε στο να προσπαθούμε, να έχουμε εμμονές, να απαιτούμε, να απογοητευόμαστε. Κάνουμε συμβόλαια ψεύτικα που δεν διαρκούν, ακόμα και προτού τα υπογράψουμε. Πολύ γρήγορα αντικαθιστά ο "έρωτας" που θεωρούμε πως υπάρχει από ανία, ρουτίνα, συνήθεια, απομάκρυνση και νέες αναζητήσεις ή παραίτηση. Μέσα μας, μένουμε ακάλυπτοι.

Δεν είναι καμία σχέση "κακή" ή "λάθος" αφού όλες μας οδηγούν πιο κοντά στον Εαυτό μας, πιο κοντά στην αλήθεια μας, πιο κοντά στην ουσία μας. Όχι αυτόματα όμως! Όχι τόσο απλά....

Κοιτάζοντας γύρω μας, το σύνηθες που ονομάζουμε "φυσιολογικό", οι περισσότεροι παραμένουν στον συμβιβασμό, στην απογοήτευση, στην αναζήτηση ή την αντικατάσταση συντρόφου ή άλλου υποκατάστατος, που έρχεται υπό μορφή ενδιαφέροντος, σκοπού, κοινωνικού έργου ή κάποιας καλλιτεχνικής έκφρασης, εξάρτησης.... οποιασδήποτε μορφής ανακύκλωσης του πόνου και της ευχαρίστησης και της φυγής.

Γιατί είναι αδύνατον να μάθουμε από τις σχέσεις μας, να πάρουμε όλα όσα αυτές έχουν να μάς δώσουν, να προχωρήσουμε, απελευθερώνοντας το παρελθόν και τους ανθρώπους της ζωής μας, αν δεν αρχίσουμε κάποια στιγμή, παράλληλα και πρωτίστως, το δικό μας εσωτερικό ταξίδι προς τον Εαυτό μας. Διαφορετικά, οι σχέσεις μας, μάς αφήνουν μια γλυκόπικρη γεύση, ενώ το εσωτερικό κενό δεν γεμίζει ποτέ και η μοναξιά παραμένει. Συνεχίζουμε να αγνοούμε τον Έρωτα, ενώ τον ψάχνουμε και (κρυφά ή φανερά) τον αναζητούμε.

Η μια και μοναδική σχέση όμως, που φτιάχνεται με μαγεία, έμπνευση, σύνδεση σε όλα τα επίπεδα και μάς δίνει φτερά, υπάρχει! Είναι εφικτή! Δεν χρειάζεται τα γήινα συμβόλαια, δεν ταξιδεύει στο φόβο και με εξαρτήσεις. Δεν χρειάζεται καμιά προσπάθεια, δεν απειλείται από τίποτα.

Έρχεται εκεί που δεν την περιμένεις, όταν έχεις ήδη εγκαταστήσει τα δικά σου θεμέλια στον Εαυτό σου και σε απογειώνει, ακόμα ψηλότερα. Ζει ελεύθερη και μοναδική, πέρα από οτιδήποτε συνηθισμένο και προηγούμενο που έχουμε ποτέ αισθανθεί.  Συνεχίζουμε να υπάρχουμε ξεχωριστά και μαζί, όπου πλέον δεν υπάρχει διαχωρισμός, διαίρεση ή αφαίρεση.

Είναι η "χώρα των θαυμάτων" και είναι τώρα. Το αιώνιο παρόν, που συνθέτει τα πάντα όλα!

Δε μπορείς να κάνεις τους ανθρώπους να σε αγαπήσουν, μπορείς όμως, να γίνεις αγαπήσιμος

Αποτέλεσμα εικόνας για Δε μπορείς να κάνεις τους ανθρώπους να σε αγαπήσουν, μπορείς όμως, να γίνεις αγαπήσιμοςΔε μπορείς να κάνεις ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται για σένα, να σε αγαπήσουν. Και ούτε πρέπει. Και ούτε χρειάζεται.

Κανείς δε νοιάστηκε με το ζόρι. Και ακόμα κι αν προσπαθήσεις πολύ να το πετύχεις, θα διαπιστώσεις πως πρόκειται για μια ματαιοπονία, να προσπαθείς να αλλάξεις τις προτιμήσεις κάποιου σε τόσο προσωπικά θέματα. Εσύ μπορεί να θεωρείς ότι έχεις όλα τα καλά του κόσμου και πώς γίνεται κάποιος να μη σε θέλει στη ζωή του. Όμως, παραλείπεις κάτι πολύ σημαντικό: ο καθένας μας έχει πολύ διαφορετικά βιώματα, που τον έχουν διαμορφώσει με ένα συγκεκριμένο τρόπο, εκείνον και τις ανάγκες του και τα θέλω του. Οπότε, μπορεί απλά να μην ταιριάζετε.

Μπορείς, όμως, να γίνεις αγαπήσιμος…

Αγαπήσιμος είσαι μόνο όταν έχεις αποδεχθεί εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου και τον έχεις αγαπήσει. Για όλους υπάρχουν άτομα, με τα οποία θα μπορούσαν να ταιριάξουν, όμως, για να προσελκύσεις τους ανθρώπους που θέλεις να έχεις στη ζωή σου, πρέπει καταρχάς εσύ να εκφράσεις ξεκάθαρα ποιος θέλεις να είσαι.

Αγαπήσιμος είσαι όταν είσαι αυθεντικός και έχεις μια ιδιαίτερη ταυτότητα που ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος (για να είσαι αναντικατάστατος πρέπει να είσαι μοναδικός.)

…όταν μπορείς να ανοιχτείς… για να σε αγαπήσουν οι άλλοι πρέπει να τους αφήσεις να το κάνουν, γι’ αυτό κατέβασε τις πανοπλίες που τόσο καλά σε προστατεύουν, γιατί παράλληλα σου στερούν την ουσιαστική επικοινωνία και την αληθινή ανθρώπινη επαφή. Άλλωστε, όταν εφάπτονται ανθρώπινοι κύκλοι, είναι μαγεία.

…όταν δεν υποκρίνεσαι τον τέλειο αλλά εμφανίζεσαι στους άλλους με τα ελαττώματα και τις αδυναμίες σου. Αυτά τα τρωτά σημεία και η συνακόλουθη ευαισθησία σε κάνουν μοναδικό. Μην τα θεωρείς ανεπιθύμητα και προσπαθείς να τα κρύψεις… γιατί κάποιοι θα σε αγαπήσουν γι’ αυτά, αρκεί να τους αφήσεις.

Αγαπήσιμος είσαι όταν δεν αυτοαπορρίπτεσαι, δε μισείς τον εαυτό σου, δεν αυτομαστιγώνεσαι, δε νιώθεις ανεπαρκής και χωρίς αξία. Κάποιοι έχουν ξεχωρίσει κάτι ιδιαίτερο σε σένα. Δε μπορεί να έχουν άδικο. Αυτούς μην τους διώχνεις, να τους φέρνεις πιο κοντά στη ζωή σου.

…όταν βγάζεις προς τα έξω το χαμόγελο και γενικά την καλύτερη πλευρά του εαυτού σου καθημερινά και όχι μόνο σε «ιδιαίτερες περιστάσεις»… μέρα χωρίς χαμόγελο είναι χαμένη μέρα.

Αγαπήσιμος είσαι όταν σκέφτεσαι και τους άλλους, νοιάζεσαι και για τις δικές τους ανάγκες, όχι μόνο για σένα.

…όταν δίνεις ευκαιρίες στους άλλους, πιστεύοντας στο καλό που κρύβουν μέσα τους, όταν τους δίνεις χώρο και χρόνο από τη ζωή σου, όταν τους αντιμετωπίζεις σαν κάτι ξεχωριστό…έτσι θα σου φερθούν και εκείνοι.

Kρίσεις πανικού, κατάθλιψη

«Ταράσσει τους ανθρώπους ου τα πράγματα, αλλά τα περί των πραγμάτων δόγματα». Επίκτητος
 
Περίπου 2.500 χρόνια μετά τους Στωικούς Φιλοσόφους και τον Επίκτητο αναδύθηκε η γνωσιακή θεωρία, κεντρική θέση της οποίας είναι ότι «δεν ευθύνονται τα γεγονότα για ό,τι μας συμβαίνει αλλά οι απόψεις μας για αυτά». Η γνωσιακή προσέγγιση, που θεμελιώθηκε κατά τη δεκαετία του 1960 από τον Αμερικανό ψυχίατρο Aaron Beck, αποδέχεται τόσο την επιρροή του περιβάλλοντος όσο και την αυτονομία του ανθρώπου.

Με λίγα λόγια η γνωσιακή θεωρία πρεσβεύει πως όταν ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ένα ερέθισμα το αξιολογεί, δηλαδή κάποιες σκέψεις του περνούν από το μυαλό, και ανάλογα αντιδρά: βιώνει ένα συναίσθημα, νιώθει ένα σωματικό σύμπτωμα ή εκδηλώνει κάποια συμπεριφορά.

Για παράδειγμα: ένας φοβικός άνθρωπος βλέπει ένα σκύλο. Αυτόματα σκέφτεται πως ο σκύλος είναι επικίνδυνος και θα τον δαγκώσει. Κατά συνέπεια αγχώνεται, νιώθει ταχυκαρδία και μπαίνει στο κοντινότερο κτίριο για να προφυλαχθεί. Με το παράδειγμα αυτό γίνεται αντιληπτό πως δεν ευθύνεται ο σκύλος για τις συνέπειες (συναισθήματα-σωματικά συμπτώματα-συμπεριφορές) αλλά ο τρόπος που ο συγκεκριμένος άνθρωπος αξιολόγησε το σκύλο: σκέφτηκε πως είναι επικίνδυνος! Ως εκ τούτου εάν ο άνθρωπος επιθυμεί να απαλλαχθεί από το άγχος που νιώθει σε κάθε επαφή με σκύλο χρειάζεται να αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεται για τους σκύλους. Αφού ο τρόπος σκέψης μας «ευθύνεται» για τη συμπεριφορά μας αν αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης θα αλλάξουμε και τη συμπεριφορά. Αν αλλάξουμε το δυσλειτουργικό τρόπο σκέψης θα αλλάξουμε και την ανεπιθύμητη συμπεριφορά.

Στον παρακάτω πίνακα βλέπουμε τις σκέψεις και τις αντιδράσεις μιας γυναίκας με κατάθλιψη:

Γεγονός/ ΚατάστασηΣκέψειςΣυναισθήματα / ΣωματικάΣυμπτώματαΣυμπεριφορές
Βρήκα μια φωτογραφία του γάμου μουΔεν έπρεπε να χωρίσουμε.
Συνέχεια κάνω λάθη.

Είμαι αβοήθητη.
Θλίψη
Θυμός


Ανημπόρια
Πονοκέφαλος
Πόνος στο στομάχι
Κλάμα
Έμεινα στο κρεβάτι για το υπόλοιπο απόγευμα

Στο παραπάνω παράδειγμα φαίνεται πως δεν ήταν η φωτογραφία αυτή που προκάλεσε την αλυσιδωτή αντίδραση αλλά οι σκέψεις που γεννήθηκαν όταν η γυναίκα βρήκε τη φωτογραφία. Η σκέψη πχ ότι είναι αβοήθητη δημιούργησε συναισθήματα ανημπόριας, προκλήθηκε πόνος στο στομάχι και η καταθλιπτική γυναίκα κατέληξε να περάσει το απόγευμά της κλινήρης. Η παραμονή στο κρεβάτι με τη σειρά της οδήγησε σε νέες σκέψεις κ.ο.κ.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Εφόσον η γνωσιακή θεωρία θέτει στο επίκεντρο τη σκέψη, η γνωσιακή θεραπεία θα μπορούσε να θεωρηθεί «η θεραπεία των σκέψεων». Η γνωσιακή θεραπεία επικεντρώνεται στο παρόν, είναι δομημένη, τόσο στα πλαίσια της συνεδρίας όσο και σε βάθος χρόνου, και στοχεύει στην επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων. Κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας εκμαιεύονται οι σκέψεις του θεραπευόμενου, καταγράφονται, αξιολογούνται και τροποποιούνται κατάλληλα. Η κλινική μας εμπειρία δείχνει πως απαιτούνται περίπου 20 συνεδρίες γνωσιακής ψυχοθεραπείας προκειμένου να απαλλαχθεί ένας άνθρωπος από προβλήματα άγχους ή κατάθλιψης.

Μέσω της γνωσιακής θεραπείας οι ασθενείς μαθαίνουν να εντοπίζουν τις δυσλειτουργικές τους σκέψεις, να ελέγχουν κατά πόσο ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και να τις τροποποιούν προς μια περισσότερο ρεαλιστική κατεύθυνση. Ο Beck διαπίστωσε ότι τα συμπτώματα της κατάθλιψης μειώνονται όταν οι καταθλιπτικοί ασθενείς μαθαίνουν να εντοπίζουν τις διαστρεβλωμένες αυτόματες σκέψεις και να τις αντικαθιστούν με νέες, πιο ρεαλιστικές σκέψεις. Όταν οι ασθενείς αυτοί αποκτούν εμπειρία στην αντικατάσταση των διαστρεβλωμένων σκέψεων μειώνεται και η πιθανότητα να εμφανίσουν καταθλιπτικά επεισόδια στο μέλλον.

Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της θεραπευτικής σχέσης στη Γνωσιακή Ψυχοθεραπεία είναι ο συνεργατικός εμπειρισμός. Θεραπευτής και θεραπευόμενος συνεργάζονται ισότιμα προκειμένου να φτάσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Η συνεργασία κρίνεται αναγκαία καθότι ο μεν θεραπευτής προσφέρει στην κοινή προσπάθεια τις τεχνικές, ο δε θεραπευόμενος τις εμπειρίες του. Η γνωσιακή θεραπεία συνιστά, θα μπορούσαμε να πούμε, μια εκπαιδευτική διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας ο θεραπευτής-δάσκαλος μαθαίνει το θεραπευόμενο-μαθητή να χρησιμοποιεί συγκεκριμένα «θεραπευτικά εργαλεία», τις τεχνικές. Έτσι, ο θεραπευτής τείνει όχι απλώς να εφαρμόσει αλλά να μεταδώσει τη γνώση στο θεραπευόμενο ώστε να τη χρησιμοποιήσει ο ίδιος και να γίνει θεραπευτής του εαυτού του. Τον εκπαιδευτικό χαρακτήρα της γνωσιακής ψυχοθεραπείας επιβεβαιώνει και υπογραμμίζει η δουλειά που αναλαμβάνει ο θεραπευόμενος για το σπίτι, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της θεραπείας.

Το στοιχείο αυτό επηρεάζει σημαντικά τη θεραπευτική σχέση και προάγει την ισοτιμία και τη συνεργασία μεταξύ των δύο μερών. Ο θεραπευτής χάνει σταδιακά το «θρόνο» του ειδήμονα (στον οποίο τον τοποθετεί σχεδόν αναπόφευκτα κάθε πελάτης εκ των προτέρων) αφού καθιστά το θεραπευόμενο κοινωνό των επιστημονικών του γνώσεων. Θα μπορούσαμε, κατά συνέπεια, να ισχυριστούμε ότι η θεραπευτική σχέση γίνεται στη γνωσιακή θεραπεία πιο ισότιμη από ποτέ στην ιστορία της ψυχοθεραπείας. Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε ότι οι συνεδρίες διαδραματίζονται πάντα εντός ενός ισχυρού και οριοθετημένου θεραπευτικού πλαισίου το οποίο και οι δύο πλευρές οφείλουν να σέβονται.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο για την Υγεία και την Κλινική Υπεροχή της Μεγάλης Βρετανίας η γνωσιακή θεραπεία αποτελεί θεραπεία πρώτης επιλογής για τις εξής διαταραχές: διαταραχή πανικού με ή χωρίς αγοραφοβία, δυσθυμία, κατάθλιψη, γενικευμένη αγχώδη διαταραχή, διαταραχή μετατραυματικού στρες, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, σωματοδυσμορφική διαταραχή, ψυχογενή βουλιμία. Παράλληλα προτείνεται ως συμπληρωματική θεραπεία για ένα πλήθος διαταραχών συμπεριλαμβανομένης της σχιζοφρένειας. Σήμερα διεξάγονται έρευνες για την αποτελεσματικότητα της γνωσιακής παρέμβασης σε διαταραχές πέραν των αγχωδών και της κατάθλιψης.

Ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός μελετών έχει αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα της γνωσιακής θεραπείας, η οποία έχει κατ’ επανάληψη βρεθεί να είναι εξίσου ή και περισσότερο αποτελεσματική από τη φαρμακοθεραπεία. Τα φάρμακα πλεονεκτούν ως προς την ταχύτητα με την οποία βελτιώνονται οι ασθενείς όμως η γνωσιακή θεραπεία υπερτερεί στην πρόληψη υποτροπών, καθώς εκπαιδεύει τους ασθενείς σε τεχνικές αυτοβοήθειας τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιήσουν ανά πάσα στιγμή στη ζωή τους. Η γνωσιακή θεραπεία αποτελεί σήμερα την πιο καλά τεκμηριωμένη και ευρέως χρησιμοποιούμενη θεραπεία ψυχολογικού τύπου.

Πως φαινόμαστε και πως Νομίζουμε Ότι Μας Βλέπουν οι Άλλοι;

Αποτέλεσμα εικόνας για Πως φαινόμαστε και πως Νομίζουμε Ότι Μας Βλέπουν οι Άλλοι;Ο εαυτός (το Εγώ) διαμορφώνεται μέσα από τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους, κυρίως με τα μέλη της οικογένειας κατά την περίοδο της ανατροφής.

Μέσα από αυτές τις σχέσεις διαμορφώνεται η αυτοεικόνα και οι πεποιθήσεις γύρω από την αξία του εαυτού, που επηρεάζουν το κατά πόσο αισθάνεται κανείς αποδεκτός από τους άλλους. Η αποδοχή από τους άλλους, με τη σειρά της, επηρεάζει το αίσθημα του ανήκειν και την κοινωνικότητα.

Οι Σκέψεις Καθορίζουν την Μορφή των Αλληλεπιδράσεων

Το ερώτημα “πώς νομίζω (ή πως πιστεύω, πώς υποθέτω, πώς σκέφτομαι) ότι με βλέπουν οι άλλοι”, έχει έναν ιδιαίτερα αποκαλυπτικό και, εν δυνάμει, θεραπευτικό χαρακτήρα. Σε όλη μας τη ζωή ερχόμαστε σε επαφή με άλλους ανθρώπους. Για να εργαστούμε κάπου, για να δημιουργήσουμε φιλικές ή συντροφικές σχέσεις και γενικά για να οργανώσουμε τη ζωή μας, πρέπει ναι συναναστραφούμε με άλλους.

Αν κάθε φορά που ερχόμαστε με επαφή με άλλους, ο νους μας αναπαράγει αρνητικές σκέψεις γύρω από τον εαυτό, τότε θα εμφανίζονται τα αντίστοιχα συμπτώματα του φόβου, του άγχους, της ντροπής ή της ενοχής, κάτι που θα δυσχεραίνει πολύ την κοινωνικοποίησή μας σε όλα τα επίπεδα. Αν ένας νους έχει προγραμματιστεί να πιστεύει ότι στην αλληλεπίδραση με άλλους, αυτό που βλέπουν οι άλλοι είναι η εικόνα ενός κατώτερου, ανεπαρκούς, κακού η προβληματικού ατόμου, τότε αναπτύσσει διάφορους μηχανισμούς προσαρμογής ή αποφυγής, για να αποφύγει να αποκαλύψει κάποιες πτυχές του εαυτού που έχει κρίνει προηγουμένως ως μειονεκτικές.

Στην αντίθετη περίπτωση, αν ένας νους δεν δημιουργεί αρνητικές σκέψεις γύρω από τον εαυτό, τότε οι αλληλεπιδράσεις με τους άλλους θα είναι εύκολες και δεν θα εμπεριέχουν αμυντικούς ή άλλους μηχανισμούς.

Ο Μηχανισμός της Προβολής
Το πώς νομίζουμε ότι μας βλέπουν οι άλλοι, αποκαλύπτει το περιεχόμενο του μηχανισμού της προβολής. Η προβολή είναι ουσιαστικά οι σκέψεις που προβάλλει ένας νους προς τα έξω (στους άλλους), χρωματίζοντας τον κόσμο με τα χρώματα της ψυχής. Αν ο εαυτός βάλλεται από σκέψεις αυτοαμφισβήτησης, αναξιότητας, αυτοαπόρριψης, κατωτερότητας και άλλες παρόμοιες, διαμορφώνεται η εντύπωση ότι και οι άλλοι μας βλέπουν έτσι.

Είναι όμως αυτό αλήθεια; Πως ξέρουμε τι βλέπουν οι άλλοι σε εμάς;

Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι πολύ απλή. Οι άλλοι βλέπουν ένα σώμα. Το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι πιο κρίσιμο: εμείς τι βλέπουμε στους άλλους; Βλέπουμε μόνο σώματα, ή βλέπουμε τις προβολές του νου μας, δηλαδή, κριτικές, ταυτότητες, χαρακτηρισμούς, ρόλους και επίθετα; Όταν βλέπουμε άλλους ανθρώπους, βλέπουμε σώματα ή πιστεύουμε ότι ξέρουμε τι “τύπος” είναι ο άλλος, κρίνοντας από τα ρούχα που φοράει, τη στάση του σώματος, τον τρόπο που μιλάει, κι άλλα χαρακτηριστικά;

Η Κριτική Δημιουργεί Προβλήματα
Οι άνθρωποι που υποφέρουν περισσότερο από το φόβο της κριτικής, είναι αυτοί που κρίνουν τους άλλους. Κάποιος που δεν ασχολείται με το να κρίνει και να κατατάσσει τους ανθρώπους σε κατηγορίες (“αυτός είναι έτσι, ο άλλος είναι αλλιώς”), δεν τον απασχολεί και πολύ για το πώς μπορεί να τον βλέπουν οι άλλοι.

Αυτή είναι και η πραγματική σημασία της ρήσης “μην κρίνεις για να μην κριθείς”. Δεν είναι ότι θα κριθείς από τον άλλον, αλλά θα κριθείς από τον ίδιο σου τον νου που θα σε κρίνει όπως κρίνει και τους άλλους. Είναι σαν να στρέφεται το όπλο σου εναντίον σου. Για να απελευθερωθεί κανείς από τις σκέψεις γύρω από τον εαυτό και πώς αυτός γίνεται αντιληπτός από τους άλλους, πρέπει να κατανοήσει ότι μπορεί να αλληλεπιδρά με τους άλλους χωρίς να “οπλοφορεί”. Μόνο όταν κάποιος απαλλαχθεί από την πεποίθηση που λέει ότι για να είσαι εντάξει πρέπει να προσέχεις και να αμύνεσαι, τότε θα αρχίσει να κινείται ελεύθερα μέσα στον κόσμο, χωρίς να τον απασχολούν σκέψεις γύρω από τον εαυτό του.

Η Λύση Είναι η Επίγνωση
Εάν λοιπόν εμφανίζονται δυσκολίες στην αλληλεπίδρασή μας με τους άλλους, ας αναρωτηθούμε και ας απαντήσουμε ειλικρινά στο ερώτημα: πώς νομίζω ότι με βλέπουν οι άλλοι; Τι νομίζω ότι σκέφτονται όταν με βλέπουν (είτε για πρώτη φορά –οι άγνωστοι- είτε για πολλοστή οι -γνωστοί-). Και, επίσης, πώς βλέπω εγώ τους άλλους; Τους “στολίζω” με ονόματα, χαρακτηρισμούς και ταυτότητες, ή βλέπω σώματα που λειτουργούν; Όποιες κι αν είναι οι απαντήσεις, πρέπει να τις αναγνωρίσουμε ως τα προϊόντα του προγραμματισμένου νου και όχι ως αντικειμενικές ή απαράλλαχτες αλήθειες.

Το μέσο που θα μας επιτρέψει να παρατηρήσουμε τον νου μας καθώς αυτός θα δραστηριοποιείται την ώρα της αλληλεπίδρασής μας με τους άλλους, είναι η επίγνωση.

Οι γυναίκες λένε ψέματα

Αποτέλεσμα εικόνας για Οι γυναίκες λένε ψέματαΣύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Journal of Sex Research οι γυναίκες λένε ψέματα. Ψυχολόγοι πραγματοποίησαν μελέτη για να μπορέσουν να λύσουν ένα φυλετικό παράδοξο: πώς είναι δυνατόν οι άνδρες να αναφέρουν περισσότερους ερωτικούς συντρόφους από τις γυναίκες, ενώ οι αριθμοί θα έπρεπε στατιστικά να είναι ίσοι;

Η έρευνα έδειξε ότι οι άνδρες δεν έχουν την τάση να αυξάνουν τον αριθμό των κατακτήσεών τους, όπως πιστευαν μέχρι σήμερα οι επιστήμονες. Αντίθετα, οι γυναίκες τείνουν να αναφέρουν λιγότερους συντρόφους από ό,τι είχαν στην πραγματικότητα.

Ο Τέρι Φίσερ του Πανεπιστημίου του Οχάιο και η Μισέλ Αλεξάντερ του Πανεπιστημίου του Μέιν υπέβαλαν στο πείραμα 200 ανύπανδρους, ετεροφυλόφιλους φοιτητές και των δύο φύλων. Κατά τη διάρκεια του πειράματος, ο αριθμός σεξουαλικών συντρόφων που ανέφεραν οι γυναίκες σχεδόν διπλασιάστηκε, όταν οι ερευνητές τις συνέδεσαν σε έναν (ψεύτικο) ανιχνευτή ψεύδους!

Σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού New Scientist, μια ομάδα φοιτητών συμπλήρωσε ανώνυμα ένα ερωτηματολόγιο που αφορούσε στους σεξουαλικούς συντρόφους, χωρίς την παρουσία επιτηρητών.

Οι φοιτητές της δεύτερης ομάδας συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο αφότου οι ερευνητές τους ενημέρωσαν ότι θα ήλεγχαν τις απαντήσεις.

Και οι υπόλοιποι φοιτητές κλήθηκαν να δηλώσουν με πόσους συντρόφους είχαν επαφές, ενώ ήταν συνδεδεμένοι με ηλεκτρόδια σε έναν ψεύτικο ανιχνευτή ψεύδους.

Οι γυναίκες που έδωσαν ανώνυμες απαντήσεις ανέφεραν 2,6 συντρόφους κατά μέσο όρο. Οι γυναίκες που γνώριζαν ότι οι ερευνητές θα ήλεγχαν τις απαντήσεις ανέφεραν 3,4 συντρόφους κατά μέσο όρο, ενώ οι γυναίκες που θεωρούσαν ότι τυχόν ψέμματα θα γίνονταν αντιληπτά ανέφεραν 4,4 συντρόφους κατά μέσο όρο!

Οι απαντήσεις των ανδρών, από την άλλη, δεν παρουσίασαν μεγάλες διακυμάνσεις. Η ομάδα του ανιχνευτή ψεύδους ανέφερε κατά μέσο όρο 4 συντρόφους, ενώ η δεύτερη ομάδα 3,7 συντρόφους.

Οι ερευνητές πιστεύουν ότι το φαινόμενο αυτό οφείλεται σε κοινωνικά αίτια. Οι γυναίκες διστάζουν να παραδεχθούν τη σεξουαλική τους συμπεριφορά, φοβούμενες, ίσως, ότι θα χαρακτηριστούν ανήθικες.

Γηρυόνης, ο τρισώματος γίγαντας

Αποτέλεσμα εικόνας για Γηρυόνης, ο τρισώματος γίγανταςΣτην Ελληνική Μυθολογία ο Γηρυόνης (από το ρήμα γηρύω = φωνάζω, σκούζω) ήταν ένας τρισώματος ή τρικέφαλος γίγαντας, γιός τού Χρυσάορα ή τού θεού Ποσειδώνα και της Καλλιρρόης, κόρης του Ωκεανού. Και στις δύο εκδοχές, είναι εγγονός τής Μέδουσας Γοργώς. Είναι επίσης γνωστός με τα ονόματα Γηρυονέας, Γηρυονεύς και Γηρυών.

Ο Γηρυόνης κατοικούσε στη νήσο Ερύθεια, στην ομιχλώδη Δύση, στα πέρατα τού Ωκεανού. Είχε πλούσια κοπάδια βοδιών, που τα έβοσκε ο Ευρυτίων και ο δικέφαλος σκύλος Όρθος ή Όρθρος, κοντά στο μέρος όπου ο Μενοίτιος έβοσκε τα κοπάδια του Άδη. Με διαταγή του Ευρυσθέα ο Ηρακλής ήρθε στην Ερύθεια για να πάρει τα βόδια του Γηρυόνη στον ομώνυμο άθλο του, τον δέκατο κατά σειρά.

 Ο Ηρακλής σκότωσε τελικά τότε και τον Γηρυόνη, κοντά στον ποταμό Ανθεμούντα, όπου συναντήθηκαν και αναμετρήθηκαν.

Οι αρχαίοι προσπάθησαν να ερμηνεύσουν ποικιλότροπα τον μύθο του τρισώματου Γηρυόνη, λέγοντας ότι στην πραγματικότητα ήταν οι τρεις γιοί τού Χρυσάορα, που εξεστράτευσαν κατά του Ηρακλή, είτε ότι ο Γηρυόνης εκφράζει τις τρεις χρονικές κατηγορίες (παρελθόν - παρόν - μέλλον).

Επιστημονικότερος, ο Θουκυδίδης ερμηνεύει τον μύθο ως ανάμνηση της παλαιότερης εποχής, οπότε οι ληστείες ήταν συχνές, αλλά δεν θεωρούνταν επίμεμπτη πράξη.