Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Τρῳάδες (1260-1292/3)

ΤΑ. αὐδῶ λοχαγοῖς, οἳ τέταχθ᾽ ἐμπιμπράναι
Πριάμου τόδ᾽ ἄστυ, μηκέτ᾽ ἀργοῦσαν φλόγα
ἐν χειρὶ σῴζειν, ἀλλὰ πῦρ ἐνιέναι,
ὡς ἂν κατασκάψαντες Ἰλίου πόλιν
στελλώμεθ᾽ οἴκαδ᾽ ἄσμενοι Τροίας ἄπο.
1265 ὑμεῖς δ᾽, ἵν᾽ αὑτὸς λόγος ἔχῃ μορφὰς δύο,
χωρεῖτε, Τρώων παῖδες, ὀρθίαν ὅταν
σάλπιγγος ἠχὼ δῶσιν ἀρχηγοὶ στρατοῦ,
πρὸς ναῦς Ἀχαιῶν, ὡς ἀποστέλλησθε γῆς.
σὺ δ᾽, ὦ γεραιά, δυστυχεστάτη γύναι,
1270 ἕπου. μεθήκουσίν σ᾽ Ὀδυσσέως πάρα
οἵδ᾽, ᾧ σε δούλην κλῆρος ἐκπέμπει πάτρας.
ΕΚ. οἲ ᾽γὼ τάλαινα· τοῦτο δὴ τὸ λοίσθιον
καὶ τέρμα πάντων τῶν ἐμῶν ἤδη κακῶν·
ἔξειμι πατρίδος, πόλις ὑφάπτεται πυρί.
1275 ἀλλ᾽, ὦ γεραιὲ πούς, ἐπίσπευσον μόλις,
ὡς ἀσπάσωμαι τὴν ταλαίπωρον πόλιν.
ὦ μεγάλα δή ποτ᾽ ἀμπνέουσ᾽ ἐν βαρβάροις
Τροία, τὸ κλεινὸν ὄνομ᾽ ἀφαιρήσῃ τάχα.
πιμπρᾶσί σ᾽, ἡμᾶς δ᾽ ἐξάγουσ᾽ ἤδη χθονὸς
1280 δούλας. ἰὼ θεοί. καὶ τί τοὺς θεοὺς καλῶ;
καὶ πρὶν γὰρ οὐκ ἤκουσαν ἀνακαλούμενοι.
φέρ᾽ ἐς πυρὰν δράμωμεν· ὡς κάλλιστά μοι
σὺν τῇδε πατρίδι κατθανεῖν πυρουμένῃ.
ΤΑ. ἐνθουσιᾷς, δύστηνε, τοῖς σαυτῆς κακοῖς.
1285 ἀλλ᾽ ἄγετε, μὴ φείδεσθ᾽· Ὀδυσσέως δὲ χρὴ
ἐς χεῖρα δοῦναι τήνδε καὶ πέμπειν γέρας.

ΕΚ. ὀττοτοτοτοτοῖ. [στρ. α]
Κρόνιε, πρύτανι Φρύγιε, γενέτα
πάτερ, ἀνάξια τῆς Δαρδάνου
1290 γονᾶς τάδ᾽ οἷα πάσχομεν δέδορκας;
ΧΟ. δέδορκεν, ἁ δὲ μεγαλόπολις
ἄπολις ὄλωλεν οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἔστι Τροία.

***
Έρχεται ο Ταλθύβιος και γυρίζοντας κατά το βάθος φωνάζει.
1260ΤΑΛ. Ε! Οι ομαδάρχες που εντολή έχουν λάβεινα κάψουνε την πόλη αυτή του Πριάμουτί καρτερούν με τους δαυλούς στα χέρια;Βάλτε φωτιά, που να μη μείνει λώθρα!Φωτιά! Και τότε πια ευχαριστημένοιθα φύγουμε να πάμε στην πατρίδα.

Στις γυναίκες.

Και, για να πω μεμιάς δυο προσταγές,Τρωαδίτισσες, να ᾽στε έτοιμες, και μόλιςτων αρχηγών η σάλπιγγα βαρέσει,να τρέξετε να μπείτε στα καράβια.Κι εσύ, κυρούλα, εσύ δυστυχισμένη,1270θα πας μαζί με τούτους· ο Οδυσσέας,που σκλάβα του κληρώθηκες να γίνεις,τους στέλνει τώρα εδώ, για να σε πάρουν.ΕΚΑ. Των συμφορών μου, νά, το τέρμα φτάνει,νά, φτάνει το κορύφωμα· αχ η μαύρη·η χώρα μες στις φλόγες, κι εγώ φεύγω.

Γυρίζει κατά το βάθος.

Όσο μπορείτε, γέρικά μου πόδια,συρθείτε, το έχε γεια να της αφήσω.Ω Τροία, ω χώρα κάποτε μεγάλημες στους βαρβάρους, τώρα πια θα χάσειςτο δοξασμένο σου όνομα. Σε καίνε,κι εμάς στην ξενιτειά μάς παίρνουν σκλάβες.1280Θεοί! Μα τί τους κράζω; Τόσες, τόσεςτους φώναξα φορές και δεν ακούσαν.Στις φλόγες! Πάμε! Ο πιο καλός για μέναθάνατος, να καώ με την πατρίδα.Τρέχει όσο μπορεί προς το βάθος.ΤΑΛ. Οι συμφορές σε τρέλαναν, καημένη.Στους ακολούθους του.Μην την ακούτε· πάρτε την· ανήκειστον Οδυσσέα, και χρέος μας να την πάμε.

Μερικοί στρατιώτες παίρνουν την Εκάβη και τη φέρνουν πίσω.
ΕΚΑ. Οχ οϊμένα, οϊμένα, οϊμέ!Απ᾽ το θρόνο σου εκεί πάνου,ω τρανέ του Κρόνου γιε,της Φρυγίας μεγάλε αφέντη,της γενιάς μας αρχηγέ,βλέπεις άραγε ή δε βλέπεις—συφορά!—πού κατάντησε η γενιά1290του Δαρδάνου;ΧΟΡ. Τη μεγάλη Τροίαβλέπει ρημαγμένη·χάθηκε, αχ·τίποτ᾽ απ᾽ τη χώρα μας δε μένει.

Προσωκρατικοί: Πως ο γαλαξίας των «πρώτων φιλοσόφων» αποκρυπτογραφεί τον κόσμο και ανοίγει τον δρόμο για το πέρασμα από το ζοφερό σύμπαν της δεισιδαιμονίας στη λογοκρατούμενη κοινωνία των πολιτών

Αποτέλεσμα εικόνας για 7 σοφοί τησ αρχαιότητασ«Πριν από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη δεν υπήρξε καμία σχολή
εφοδιασμένη με θεωρητική και οργανωτική δομή».

Μια εγκυκλοπαίδεια της φυλής

Η ελληνική κοινωνία του 6ου αιώνα π.Χ. (η οποία προκύπτει μετά από μακρά βασανιστική περίοδο κυοφορίας από τα ερείπια των μυκηναϊκών βασιλείων) ήταν ένα διαρθρωμένο πολύπλοκο μόρφωμα. Αποτελούνταν από ένα πλήθος πόλεων, οι οποίες καταλάμβαναν έναν χώρο που απλωνόταν από τα ιωνικά παράλιά του Αιγαίου ως τη Μεγάλη Ελλάδα και τη Σικελία. Τις πόλεις αυτές κυβερνούσαν αριστοκρατίες κατά βά­ση γαιοκτημόνων που επιδίδονταν και στο ναυτικό εμπόριο με τις συνακόλουθες πολε­μικές και πειρατικές δραστηριότητες. Ισορ­ροπίες λίγο ως πολύ πρόσκαιρες υπήρχαν ανάμεσα σε αυτές τις αριστοκρατίες και έναν δήμο ο οποίος δεν ήταν μόνο αγροτικός πλέ­ον αλλά και αστικός και αποτελούνταν από τεχνίτες, ναύτες και εμπόρους. Αυτές οι κοι­νωνίες δεν διέθεταν ενιαία κεντρική μορφή ­εξουσίας, ούτε σε πολιτικοστρατιωτικό ούτε σε διοικητικό ούτε σε θρησκευτικό επίπεδο. Σε ό,τι μας αφορά, εδώ, αυτό το κενό αντα­νακλάτο και σε πολιτισμικό και σε διανοη­τικό επίπεδο. Δεν υπήρχε ούτε αποκαλυπτό­μενη σοφία ούτε ένα σύμπλεγμα παραδο­σιακών αντιλήψεων το οποίο μπορούσε να επιβληθεί από μια ενιαία θρησκευτική κάστα πάνω στην κοινωνία με την υποστήριξη της κρατικής εξουσίας.

Υπήρχαν βεβαίως πα­νελλήνιες τελετές και λατρείες, καθώς και μεγάλα ιερά, όπως αυτό των Δελφών, το ιε­ρατείο των οποίων διέθετε ευρύ κύρος: αλλά ούτε τα μεν ουτε τα δε μπορούσαν να ανα­φέρονται σε ένα καθορισμένο corpus γνώ­σεων και θεωριών το οποίο θα λειτουργού­σε ως πλήρες και οριστικό πολιτιστικό ρεπερτόριο. Αυτό το καθήκον είχαν ως κάποιον βαθμό τά ομηρικά ποιήματα, τα οποία, μαζί με το θεολογικό συμπλήρωμα που πρόσφεραν τα ποιήματα του Ησιόδου, αποτε­λούσαν την «εγκυκλοπαίδεια της φυλής» των Ελλήνων (Havelock). Η ικανότητα όμως αυ­τού του corpus να ικανοποιήσει τις συλλογι­κές ανάγκες γνώσης και προσανατολισμού στο εσωτερικό του νέου σύνθετου κοινωνι­κού περιβάλλοντος των πόλεων φθειρόταν ταχύτατα.

Βλέπουμε συνεπώς ότι η κρίση πολιτικής κυριαρχίας της ελληνικής κοινωνίας αντι­ κατοπτριζόταν και σε μια κρίση πολιτισμι­κής και πνευματικής εξουσίας. Η φθορά της παράδοσης άνοιγε ένα κενό που ωθούσε προς τη δημιουργία νέων μορφών; νέων δια­νοητικών στυλ, ικανών να συνθέσουν τα κοι νωνικά αιτήματα που οι παραδόσεις των Ελ­λήνων δεν ήταν πλέον σε θέση να ικανοποι­ήσουν, και να προτείνει νέες απαντήσεις, με μια διανοητική τόλμη ατό ύψος της εξελι­κτικής ενέργειας που διέθετε το νέο κοινω­νικό μόρφωμα της πόλεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υπαγωγή αυτών των νέων μορφών...στη γέννηση της «φιλοσοφίας και των σχο­λών της, που προτείνεται από τον Aριστοτέ­λη, φαίνεται από πολλές πλευρές ανακριβής και αναχρονιστική. Ο ίδιος ο όρος «φιλο­σοφία», παρά το γεγονός ότι μια παράδοση ολόκληρη τον θέλει να κατάγεται από τους Πυθαγόρειους, στην πραγματικότητα δεν δια­πιστώνεται πριν από την εποχή του Πλάτω­να. To ρήμα «φιλοσοφώ», παρ’ ότι παλαιότερο, σηματοδοτούσε μια γενική γνωστική ενασχόληση (υπό αυτήν την έννοια ο Θου­κυδίδης μπορεί να βάζει τον Περικλή να λέ­ει, στον Eπιτάφιό του, ότι ολόκληρος ο αθη­ναϊκός λαός «φιλοσοφεί άνευ μαλακίας»).

Πολύ λιγότερο λοιπόν μπορούμε να μιλά­με για φιλοσοφικές «σχολές», παρ’ όλο που μια αναχρονιστική ιστοριογραφική παρά­δοση συνηθίζει να μιλάει για «σχολή της Μι­λήτου» ή «Ελεατική σχολή»: πριν από τον Πλά­τωνα και τον Αριστοτέλη δεν υπήρξε καμία σχολή εφοδιασμένη με θεωρητική και ορ­γανωτική δομή. Το περισσότερο που μας επι­τρέπεται να σκεφτούμε είναι ένα κοινό πο­λιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον, όπως, το ιωνικό, ή σε μερικές περιπτώσεις μια απευ­θείας σχέση ανάμεσα στο δάσκαλο και μα­θητή, όπως αυτή του Παρμενίδη με τον Ζήνωνα.

Yπό το βλέμμα των σαμάνων

         Εκείνο που έχει σημασία είναι να αντιληφθούμε ότι ανάμεσα στις νέες φυσιογνωμίες διανοητών, οι οποίες αργότερα θα ταξιvo­μηθούν ως «πρώτοι φιλόσοφοι» υπάρχει μια ριζική διαφοροποίηση προβληματικών απαντήσεων , στoxαστικού στυλ που τις καθιστά εντελώς ανυπότακτες, σε μια ομοιογενή και συνεχή γραμμή εξέλιξης. Τα μόνα πιθανά στοιχεία ομοιογένειας αυτών των φυσιογνωμιών πρέπει να αναζητηθούν στο κοινό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Στις παρυφές της αφετηρίας συναντάμε τις σαμανικές φυ­σιογνωμίες του αρχαϊκού πολιτισμού, ημί­θεους» με υπερφυσικές ικανότητες γνώσης και μαγικής ισχύος. Από αυτούς κατάγονται οι δάσκαλοι της αληθείας» , οι ποιητές και οι μάντεις πόυ - όπως υποστήριζε ακόμα και ο Εμπεδοκλής – διατηρούν ανάμεσα στους ανθρώπους ίχνη της συγγένειάς τους με το θείο. Αυτές τις φιγούρες σοφών οι «πρώτοι φιλόσοφοι» πρέπει να ανταγωνιστούν, επιχειρώντας να υπονομεύσουν την κοινωνική τους αξιοπιστία με σκοπό την αντικατάστασή της με μια νέα, πιο ισχυρή και πειστική ικανό­τητα σκέψης. Από τους ανταγωνιστές τους κληρονομούν μια βασική φιλοδοξία: την επιθυμία να τεθούν ως διαμεσολαβητές μεταξύ ανθρώπων και μιας αλήθειας ανώτερης τά­ξης - είτε κοσμικού είτε θεϊκού επιπέδου ­της οπoίας καθίστανται ερμηνευτές και «προ­φήτες» απέναντι στην κοινότητα στην οποία ανήκουν. Από αυτή τη φιλοδοξία κατάγεται επίσης ένα δομικό αμφίρροπo της σκέψης τους και του τρόπου έκφρασής της: από τη μία πλευρά εμφανίζονται να προφέρουν μια αλήθεια οριστική και πλήρη, στην οποία έχουν μυηθεί μέσα από ανεξερεύνητα μονοπάτια, ακριβώς όπως οι ποιητές και οι μάντεις, και από την άλλη αποσκοπούν στο να καταστήσουν τούτη την αλήθεια αποδεκτή και πειστική σε όλους, άρα τείνουν – αντίθετα απ’ ότι οι προκάτοχοι και ανταγωνιστές τους – να επιχειρηματολογούν υπέρ αυτής της αλήθειας με τους τρόπους που εξαπλώνονται μέσα στην πόλη διά μέσου του δημόσιου λόγου.

Πέρα όμως από το κοινό σημείο καταγωγής και τις κοινές προθέσεις, ο διανοητικός γαλαξίας των «πρώτων φιλοσόφων» διαφοροποιείται και με βάση την κοινωνική θέση τους, το κοινό στο οποίο απευθύνονται και τα αντικείμενα ενασχόλησης, αλλά ακόμη και με βάση τους τρόπους ζωής που υιοθετούν και κηρύττουν. Με αυτό λοιπόν το κριτήριο μπορούμε να μιλήσουμε για δύο μεγάλες διαφορετικές προσεγγίσεις.

Το περιβάλλον της Μιλήτου

            Στο περιβάλλον της Ιωνίας οι νέοι διανοητές, όπως ο Θαλής και στη συνέχεια οι Μιλήσιοι Αναξίμανδρος και Αναξιμένης, εμφανίζονται συνδεδεμένοι, από καταγωγή και σίγουρα λόγω του κοινού στο οποίο απευθύνονταν, με μια αριστοκρατία ναυτικών και εμπόρων. Οι απαιτήσεις αυτού του κοινού αφορούν τη γνώση του κόσμου: μια γνώση κατά μείζονα λόγο γεωγραφική και εθνολογική, έπειτα, γενικότερα, κοσμογονική, αστρονομική και φυσική. Οι νέοι σοφοί γίνονται κύριοι του υλικού που τους πρόσφερε τόσο η Ελληνική όσο και η ανατολική μυθική παράδοση, αλλά είναι σημαντική πνευματική χειρονομία με την οποία μεταλλάσσουν το κληροδότημα των προκατόχων τους: στα απλά αλλά ισχυρά κοσμολογικά τους συστήματα εξαφανίζεται κάθε αναφορά στους Θεούς, στη γενεαλογία τους και στην εξουσία τους.
 

Παρ’ όλο που το υλικό που χρησιμοποιούν και η φιλοδοξία που έχουν ανήκουν ακόμη στη μυθική παράδοση, μαζί τους γεννιέται μια εξόχως σφριγηλή διανοητική απόπειρα - αν και ακατέργαστη ακόμη και ευρέως παραδομένη σε μια φαντασία που γενικεύει - να σκεφτούν τη φύση και τον κόσμο δίχως να ανατρέξουν καθόλου στη θεϊκή κυριαρχία πάνω στον κόσμο και στο παιχνίδι υπερφυσικών βουλήσεων και δυνάμεων. Πρόκειται για μια μορφή σκέψης λοιπόν πλήρως ενταγμένης στην κοινωνική κρίση κυριαρχίας στο εσωτερικό της οποίας είχε γεννηθεί. Σημαντικός είναι επίσης και ο τρόπος με τον οποίο η σκέψη αυτή εκφράζεται: σύντομα γραπτά σε πεζό λόγο, τα οποία μπορούσαν να απομνημονευθούν εύκολα λόγω της υποβλητικής τους δύναμης μολονότι παραιτούνταν εκούσια και με πολεμική διάθεση από το ποιητικό μέτρο.

Το στοχαστικό ύφος

Κατά τον 6ο και στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. όμως υπάρχει και ένα άλλου είδους στοχαστικό στυλ που εκφράζεται από φυσιογνωμίες διανοητών διαφορετικής κοινωνικής καταγωγής και έμπνευσης από τους προηγούμενους. Με βεβαιότητα ο Ηράκλειτος και πιθανώς ο Παρμενίδης ανήκουν σε αριστοκρατικές ομάδες σχετιζόμενες με θρησκευτικά λειτουργήματα. Η οικογένεια του πρώτου είχε δικαίωμα στον παραδοσιακό τίτλο του βασιλέως, ο δεύτερος μας είναι γνωστός ως αρχηγός μιας θρησκευτικής αδελφότητας (φύλαρχος) αφιερωμένης στη λατρεία του Απόλλωνα. Όσο για τον Πυθαγόρα, έδρασε αναμφίβολα στη Μεγάλη Ελλάδα ως ιδρυτής μιας μυσταγωγικής σέχτας, με κλίση στην πολιτική εξουσία στο όνομα ενός προγράμματος ηθικής σωτηρίας και εξαγνισμού της ζωής. Όλες αυτές οι μορφές αντιδρούσαν, με διαφορετικούς τρόπους, σε μια θρησκευτική κρίση: η παλαιά ολύμπια θρησκεία των ποιητών, ολοένα και πιο δεσμευμένη στα πολιτικά πράγματα των νεότευκτων πόλεων, δεν φαινόταν ικανή να απαντήσει στα προβλήματα της ατομικής σωτηρίας, στη φοβία της συμφοράς, της μίανσης, του επέκεινα. Μπροστά σε αυτή την κρίση η απάντηση που έδωσε αυτό το φιλοσοφικό περιβάλλον κινείται σε δύο άξονες που θα έχουν ιστορική συνέχεια: τη σύλληψη της ψυχής, που για πρώτη φορά διατυπώνεται αυστηρά από τους Πυθαγόρειους, και την ισχυρότατη θεωρία του Είναι-Σκέψη, ως υποκατάστατου και κληρονόμου των αρχαίων θεοτήτων, την οποία προτείνει ο Παρμενίδης. Και αυτού του είδους το διανοητικό στυλ είναι εκείνο που θα επηρεάσει βαθιά τη σωκρατικοπλατωνική φιλοσοφία.

Η «ρήξη» και το «χάσμα», λοιπόν, ανάμεσα στους «προσωκρατικούς» και σε ό, τι επακολούθησε, ιδωμένα υπό το πρίσμα της πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας αυτής της περιόδου, φαίνεται να μην είναι τόσο βαθιά όσο θα ήθελε ο Αριστοτέλης. Αλλωστε είναι γνωστό ότι οι απαρχές της φιλοσοφίας, η κατάδειξη των πρωταγωνιστών της, οι βασικοί χαρακτήρες της και οι περίοδοι της εξέλιξής της οφείλονται σε μια κατασκευή του Αριστοτέλη. Στο πρώτο βιβλίο των Μεταφυσικών, ο Αριστοτέλης σκιαγραφεί την προϊστορία της φιλοσοφίας, όπου βέβαια «φιλοσοφία» είναι δική του: αποκόλληση από τη μυθολογική «θεολογία" των ποιητών ( όπως ο Ησίοδος και οι Ορφικοί), θέση του πρωταρχικού ερωτήματος επί της αρχής, επί της αρχής δηλαδή του φυσικού κόσμου και των νόμων που τον κυβερνούν, έρευνα των «αιτίων» ή των λόγων οι οποίοι εξηγούν τις μεταβολές που χαρακτηρίζουν αυτόν τον κόσμο. Τους θεμελιωτές και τους επιγόνους αυτής της προϊστορίας καταδεικνύει ο Αριστοτέλης, από τον Θαλή στους Ίωνες, από τους Πυθαγόρειους στους Ελεάτες, από τον Εμπεδοκλή στους Ατομιστές. Στο τέλος όμως της προϊστορίας αυτής, ο Αριστοτέλης σημειώνει μία ρήξη η οποία, ως ένα σημείο, αποτελεί και το τέλος της, μια ρήξη παρόμοια με εκείνη που έλαβε χώρα στις απαρχές της απέναντι στους «θεολόγους ποιητές». Η ρήξη του τέλους σηματοδοτείται από τον Σωκράτη, από τη μετακίνησή του, προκειμένου να κατανοήσει τον κόσμο, στο επίπεδο μιας θεωρίας περιορισμένης ακόμη στο πεδίο της ηθικής, όπου πρωταγωνιστούν οι έννοιες.

Η εξαιρετική δομική και απλουστευτική ισχύς της σκέψης του Αριστοτέλη -πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η ιστορική της εγκυρότητα -είναι εκείνη που εξασφάλισε την επιβίωση αυτής της εικόνας των απαρχών της φιλοσοφίας.

Αυτή η εικόνα της «προσωκρατικής φιλοσοφίας» παραδινόταν σε μια αιωνόβια διάρκεια διά μέσου της συστηματοποίησής της από τον Θεόφραστο, τον πρώτο μαθητή του Αριστοτέλη, μεταγγιζόταν στην αρχαία δοξογραφική παράδοση, μεγάλο μέρος της οποίας συλλέγεται στο βιογραφικό έργο του Διογένη του Λαέρτιου, και από εδώ περνάει στην αναγεννημένη ιστορικοφιλοσοφική συνειδητοποίηση της Δύσης. Δίχως μεγάλες αλλοιώσεις στην πραγματικότητα, η αριστοτελική εικόνα των αρχών τής προ Σωκράτη φιλοσοφίας μεταβάλλεται σε σύστημα από τον Χέγκελ, υπό τη μορφή της αρχής της ιστορίας του απόλυτου πνεύματος. Αυτό που πλέον είχε γίνει η αριστοτελικοχεγκελιανή κατασκευή της «προσωκρατικής φιλοσοφίας» θα αποκρυσταλλωνόταν , από τα μέσα του 19ου ως τις αρχές του 20ου αιώνα, σε δύο μεγάλα επιστημονικά μνημεία της φιλοσοφικής ιστοριογραφίας: στη Φιλοσοφία των Ελλήνων του Eduard Zeller και στη συλλογή μαρτυριών και αποσπασμάτων επιμελημένη από τον Η. Diels (στη συνέχεια βελτιωμένη από τον W. Kranz), γνωστής ακριβώς με τον τίτλο Vorsokratiker: από αυτό το σημείο και έπειτα, ακριβώς εκείνοι που ο Αριστοτέλης χρονολόγησε και ονομάτισε «προσωκρατικούς» γίνονται ένα corpus, όπως το πλατωνικό και το αριστοτελικό.

Με μια περίεργη εξέλιξη όμως: αν από τον Αριστοτέλη και τον Χέγκελ οι «προσωκρατικοί» θεωρήθηκαν θεμελιωτές της φιλοσοφίας, σε άλλα διανοητικά περιβάλλοντα - από τον Νίτσε ως τον Χάιντεγκερ - θεωρήθηκαν θεματοφύλακες μιας καταγωγικής σοφίας που προοριζόταν να απολεσθεί ακριβώς μετά από το σωκρατικό σχίσμα και την πλατωνικοαριστοτελική μεταφυσική. Επρόκειτο για μια εντελώς αντίρροπη αξιολόγηση, η οποία όμως δεν μετέβαλε ουσιωδώς ούτε τις επιλογές ούτε την απόδοση χαρακτηριστικών που έκανε ο Αριστοτέλης. Αυτή η απεικόνιση των απαρχών της φιλοσοφίας, αντιθέτως, τέθηκε υπό συζήτηση από τη φιλοσοφική ιστοριογραφία του 200ύ αιώνα, και μάλιστα τόσο πιο ριζοσπαστικά όσο περισσότερο η ιστοριογραφία αυτή αμφισβητώντας την ιδέα μιας γραμμικής και συνεχούς εξέλιξης της «πρώτης φιλοσοφίας» ή της «ιστορίας του πνεύματος» επικέντρωνε την προσοχή της στα γλωσσολογικά, ανθρωπολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της ιστορίας των πολιτισμών, τα οποία καθιστούσαν αναληθοφανή την εικόνα μιας ουσιαστικής συνέχειας της σκέψης από τον Θαλή ως τον Αριστοτέλη και τον Χέγκελ.

Την επινόηση των απαρχών της φιλοσοφίας ήρθαν τότε να αντικαταστήσουν ερωτήματα πιο αληθοφανή από ιστορική άποψη, τα οποία αμφισβητούσαν την ιδέα μιας ομοιογενούς και γραμμικής εξέλιξης της «πρώτης φιλοσοφίας».

Ο Ξενοφώντας, ο Θηραμένης και το παρακράτος

Η επικράτηση των παρακρατικών σηματοδοτεί την έσχατη τυραννία, που πλέον δε διατίθεται να κρυφτεί στο ελάχιστο.  Όταν ο Θηραμένης ολοκλήρωσε το λόγο του στη συνέλευση της Βουλής, ήταν ξεκάθαρο ότι η μεγαλύτερη μερίδα του σώματος ήταν με το μέρος του. Οι περισσότεροι μάλιστα τον επιδοκίμασαν φανερά. Ο Κριτίας έβλεπε ότι το σχέδιό του να ξεφορτωθεί το Θηραμένη με τη συγκατάθεση της συνέλευσης ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί.

Από κει και πέρα το λόγο είχαν οι άνθρωποι του καθεστώτος, που πρόσφεραν υπηρεσίες εκτός θεσμικού πλαισίου: «σίμωσε λοιπόν τους Τριάντα, μίλησε για λίγο μαζί τους και βγαίνοντας πρόσταξε τους μαχαιροφόρους να πάνε να σταθούν κοντά στο ξύλινο κιγκλίδωμα που χωρίζει το ακροατήριο από τους βουλευτές, έτσι που τούτοι να τους βλέπουν καθαρά». (2,3,50).

Η επικράτηση των παρακρατικών σηματοδοτεί την έσχατη τυραννία, που πλέον δε διατίθεται να κρυφτεί στο ελάχιστο.

Ο Κριτίας θα πάρει και πάλι το λόγο: «… σύμφωνα με την καινούργια νομοθεσία κανένας από τους Τρεις Χιλιάδες δεν μπορεί να θανατωθεί χωρίς τη δική σας ψήφο, ενώ οι Τριάντα έχουν δικαίωμα να θανατώνουν όσους δεν είναι γραμμένοι στον κατάλογο». (2,3,51).

Από τη στιγμή που η θανάτωση κάποιου που υπάρχει στον κατάλογο προϋποθέτει τη συγκατάθεση της πλειοψηφίας από το σώμα των τριών χιλιάδων – πράγμα ιδιαιτέρως επίφοβο στην περίπτωση του Θηραμένη – δε μένει παρά η δεύτερη λύση, όπου οι Τριάντα μπορούν να σκοτώσουν όποιον θέλουν εκτός καταλόγου: «”Εγώ, λοιπόν” είπε, “διαγράφω αυτόν εδώ το Θηραμένη από τον κατάλογο, με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και τον καταδικάζουμε εμείς” – πρόσθεσε – “σε θάνατο”». (2,3,51).

Επί της ουσίας, ο Κριτίας κοινοποιεί ότι ο μοναδικός νόμος είναι ο ίδιος. Ο Θηραμένης θα πηδήξει κοντά στο βωμό ικετεύοντας τη σωτηρία, όχι γιατί πιστεύει ότι υπάρχει έστω η ελάχιστη πιθανότητα να γλιτώσει, αλλά για να καταδείξει σε όλους ότι οι τύραννοι δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο, αφού τους εξαναγκάζει να τον αποσπάσουν με τη βία δείχνοντας την ύψιστη ασέβεια.

Όμως, αν και η τελευταία του καταφυγή απέβλεπε στο θρησκευτικό συναίσθημα των παρευρισκομένων, τα λόγια που κατάφερε να ξεστομίσει ήταν καθαρά πολιτικά: «”Απορώ όμως”, πρόσθεσε, “που εσείς, ευυπόληπτοι άνθρωποι, δεν σκέφτεστε να υπερασπίσετε τους εαυτούς σας – κι ας ξέρετε ότι τ’ όνομα του καθενός σας μπορεί να σβηστεί εξίσου εύκολα με το δικό μου!”». (2,3,53).

Το πόσο ευυπόληπτοι ήταν οι παρευρισκόμενοι είναι μάλλον συζητήσιμο μέγεθος. Το σίγουρο είναι ότι κανένα τυραννικό καθεστώς δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί επειδή το θέλει ο ένας τύραννος. Χρειάζονται – πέρα από τη συνήθη ξενοκίνητη δύναμη – και οι άνθρωποι που θα το στηρίζουν, όπως οι Τρεις Χιλιάδες που συμμετείχαν στη συνέλευση, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να αποδεχτούν όλους τους εκβιασμούς τρέφοντας την ελπίδα ότι στο τέλος θα βγουν κερδισμένοι.

Στο κάτω – κάτω και τι έγινε αν εκτελεστεί ο Θηραμένης; Οι ίδιοι θα συνεχίσουν τη δράση τους ανενόχλητοι. Οι περιουσίες τους θα αυξηθούν με ρυθμό που δε θα το πιστεύουν. Εξάλλου, αυτού του είδους τα καθεστώτα απαιτούν πειθαρχία. Αν γινόταν ανεκτές οι αντιρρήσεις και όλα ρυθμίζονταν με διάλογο και ψηφοφορίες δε θα μιλούσαμε γι’ αυτά. Ο Θηραμένης έπρεπε να το έχει αυτό υπόψη του προτού ξεκινήσει. Τώρα ας τα βγάλει πέρα μόνος του: «… ο κήρυκας των Τριάντα πρόσταξε τους Έντεκα να πιάσουν το Θηραμένη. Εκείνοι μπήκαν με τους βοηθούς τους κι επικεφαλής τον Σάτυρο, τον πιο θρασύ κι αδιάντροπο απ’ όλους». (2,3,54). ( Έντεκα: «Αξιωματούχοι, ένας από κάθε φυλή μαζί με τον γραμματέα, προϊστάμενοι του “δεσμωτηρίου”, αρμόδιοι για τις θανατικές εκτελέσεις»).

Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η βάση των τυραννικών καθεστώτων· στις στρατιές των μπράβων, που παριστάνουν ότι ευαισθητοποιούνται πολιτικά και είναι πρόθυμες ανά πάσα στιγμή να τρομοκρατήσουν τον κόσμο. Είναι οι αφανείς (πλην ξεκάθαροι) στυλοβάτες της απολυταρχίας, αφού προθυμοποιούνται να παίξουν όλους τους βρώμικους ρόλους: να βιαιοπραγήσουν, ώστε να κλειστούν όλοι σπίτι τους, να παραστήσουν τους ακραίους προς δικαιολόγηση επέμβασης των δυνάμεων καταστολής, να καταδώσουν, να προβούν σε πάσης φύσεως έγκλημα, να κάνουν όλες τις απεχθείς εξυπηρετήσεις.

Στην περίπτωση των Τριάντα τα πράγματα γίνονται απολύτως φανερά· απροκάλυπτα. Οι πιο εκσυγχρονισμένες τυραννίες έχουν αλλάξει τακτική. Προτιμούν αυτά τα στοιχεία να μην τα προβάλλουν επισήμως. Να τα αφήνουν να δρουν, ώστε να επιδεικνύεται η βία (προς τρομοκράτηση του κόσμου), αλλά να αρνούνται οποιαδήποτε σχέση μαζί τους. Να δουλεύουν αφανώς δίπλα στο κράτος· σαν ανομολόγητο δεύτερο κράτος. Ο στόχος είναι πάντα η διάλυση της κοινωνικής συνοχής προς όφελος αυτών που ασκούν τυραννία.

Φυσικά, αυτά τα στοιχεία δεν έχουν καμία σχέση με τις δημοκρατίες. Οι δημοκρατίες υπερασπίζονται τα συμφέροντα των πολλών κι όχι των λίγων και δεν έχουν ανάγκη ούτε από μηχανισμούς εκφοβισμού ούτε από μηχανισμούς χειραγώγησης. Οι δημοκρατίες οι οποίες εκτρέφουν παρακρατικούς, που λειτουργούν πλάι στις δυνάμεις καταστολής, προς εκφοβισμό των πολλών δεν είναι δημοκρατίες. Είναι στρεβλώσεις ξεκάθαρα ολιγαρχικού προσανατολισμού, που χρησιμοποιούν το δημοκρατικό προσωπείο για να πείθεται ο κόσμος ευκολότερα.

Η επικράτηση των παρακρατικών σηματοδοτεί την έσχατη τυραννία, που πλέον δε διατίθεται να κρυφτεί στο ελάχιστο. Οι τραμπούκοι είναι η αποχαλίνωση του θράσους, όταν πλέον δεν υπάρχει άλλη επιλογή χειραγώγησης· όταν δηλαδή τα συμφέροντα δεν έχουν άλλο τρόπο να επιβληθούν. Φυσικά, καλό είναι να μη φτάσουμε εκεί. Άνθρωποι σαν τον Κριτία κρίνονται τελείως αναξιόπιστοι. Κανείς δε θέλει να τους φέρει στο προσκήνιο. Καλό είναι όμως και να υπάρχουν. Να υπενθυμίζουν τα χειρότερα. Να καθιστούν τα διλήμματα περισσότερο σαφή. Όσο περισσότερο ατροφεί η δημοκρατία, τόσο πιο αισθητή γίνεται η παρουσία αυτών των στοιχείων. Στην περίπτωση της Αθήνας η δημοκρατία έχει επισήμως καταλυθεί. Ο Κριτίας δεν έχει αντίπαλο.

Όμως, όσο κραυγαλέα είναι η συμπεριφορά των ανθρώπων σαν τον Κριτία, άλλο τόσο κραυγαλέα είναι και τα παιχνίδια των Θηραμένηδων. Οι Θηραμένηδες χρησιμοποιούν όλα τα μέσα προκειμένου να αναρριχηθούν. Αν το φέρουν οι περιστάσεις συνεργάζονται και με τον Κριτία. Οι Κριτίες δεν έχουν άλλο τρόπο να φτάσουν στην εξουσία. Χρειάζονται πάντα ένα Θηραμένη να τους ανοίξει την πόρτα.

Οι άνθρωποι που φλερτάρουν με τέτοια στοιχεία προκειμένου να εκπληρώσουν τις πολιτικές τους φιλοδοξίες είναι εξίσου επικίνδυνοι. Εξάλλου, ο Κριτίας από την αρχή των αντιπαραθέσεων το είχε θέσει ωμά: «… αν φαντάζεσαι ότι επειδή είμαστε τριάντα κι όχι ένας η εξουσία μας δε χρειάζεται τόση φροντίδα όσο και μια προσωπική τυραννία, είσαι ανόητος». (2,3,16).

Με άλλα λόγια, όταν ανοίγουν οι ασκοί, επιστροφή δεν υπάρχει. Κι αυτό ο Θηραμένης όφειλε να τα γνωρίζει. Το ότι τη γλύτωσε το 411 δε σημαίνει ότι θα τη γλυτώνει πάντα. Τώρα, το μόνο που μένει, είναι η παράδοσή του στα χέρια των εκτελεστών: «Σας παραδίνουμε τούτον δω το Θηραμένη, που καταδικάστηκε σύμφωνα με το νόμο. Πιάστε τον, πάρτε τον εκεί που πρέπει και κάνετε τα υπόλοιπα». (2,3,54-55).

Όσο για τη συμπεριφορά των βουλευτών, τίποτε πιο αναμενόμενο: «Οι βουλευτές δεν κουνήθηκαν, βλέποντας ότι αυτοί που στέκονταν στο κιγκλίδωμα ήταν του ίδιου ποιού με το Σάτυρο και ξέροντας ότι ήταν οπλισμένοι μ’ εγχειρίδια· άλλωστε ο χώρος μπροστά στο βουλευτήριο ήταν γεμάτος φρουρούς». (2,3,55).

Η επιμονή του Κριτία στην επίκληση του νόμου, μέχρι και την τελευταία στιγμή, δεν είναι τυχαία. Κάθε τυραννία θέλει να εκπληρώνει τα προσχήματα. Θέλει να φαίνεται απελευθερωτική. Απελευθερώνει τον κόσμο απ’ τις ασυδοσίες των δημοκρατιών που προηγήθηκαν. Γι’ αυτό και αρέσκεται στη «νομιμότητα»· γιατί είναι οι άλλοι που την έχουν καταλύσει. Γι’ αυτό και στην αρχή εξοντώνει πάντα αυτούς που έχουν στοχοποιηθεί ως διεφθαρμένοι κι ατιμώρητοι· για να παραστήσει ότι αποκαθιστά τη δικαιοσύνη. Κι όσο πιο αυθαίρετα κινείται, τόσο περισσότερο επικαλείται το νόμο· και τόσο μεγαλύτερες αρμοδιότητες δίνει στο Σάτυρο. Μετά απ’ αυτά εκμηδενίζονται οι αντιρρήσεις.

Ο θάνατος του Θηραμένη υπήρξε ηρωικός. Διατήρησε ως το τέλος την ψυχραιμία του και δεν έχασε το χιούμορ του, ειρωνευόμενος τον Κριτία, μέχρι την τελευταία στιγμή: «Διηγούνται και τούτη την κουβέντα του Θηραμένη: όταν του είπε ο Σάτυρος ότι θα μετανιώσει αν δε σιωπήσει, ρώτησε: “Ώστε αν σωπάσω δε θα μετανιώσω;” Λένε ακόμα πως αφού τον ανάγκασαν να πιει το κώνειο για να τον θανατώσουν, έχυσε τις τελευταίες σταγόνες – όπως στον “κότταβο” – λέγοντας: “Στην υγειά του αγαπητού μου Κριτία!”» (2,3,56).

(κότταβος: «Ήταν νεανικό παιχνίδι στα συμπόσια· οι παίχτες σημάδευαν από μακριά μια λεκάνη και πετούσαν μέσα το κρασί που είχε απομείνει στο ποτήρι τους, προσπαθώντας να μη χυθούν οι σταγόνες έξω από τη λεκάνη και προφέροντας το όνομα αγαπημένου προσώπου. Αν δεν έπεφταν έξω από τη λεκάνη σταγόνες, ήταν καλό σημάδι για τις ερωτικές σχέσεις με το πρόσωπο, του οποίου το όνομα είχε αναφερθεί. Το χιούμορ του Θηραμένη αποκτά την πραγματική του διάσταση, αν συσχετιστεί με το γεγονός ότι ο Κριτίας είχε συνθέσει στίχους για τον Κότταβο. Με τα σημερινά δεδομένα η φράση του Θηραμένη και η τελευταία κίνησή του προτού πεθάνει, έχει το νόημα: “και στα δικά σου” (για τον Κριτία)».

Ο Θηραμένης έμεινε στην ιστορία ως ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Η άποψη του μετριοπαθή ολιγαρχικού, που στάθηκε ανάμεσα στις δημοκρατικές στρεβλώσεις και την τυραννική ασυδοσία είναι ίσως η επικρατέστερη. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξε καιροσκόπος και λαϊκιστής, βαθύτατα αντιδημοκρατικός κι όταν το έφερναν οι περιστάσεις αδίστακτος. Προφανώς οραματιζόταν ένα πολίτευμα όπως της Σπάρτης. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν είχε καμία αναστολή να παίξει το σπαρτιατικό παιχνίδι, όταν παρέμενε στο Λύσανδρο αφήνοντας τους Αθηναίους να λιμοκτονήσουν.

Θα έλεγε κανείς ότι η ήττα της πόλης του ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εφαρμόσει τις πολιτικές του. Όφειλε, όμως, να γνωρίζει ότι αυτό που επιθυμούσε δε θα το πετύχαινε με τον Κριτία. Η μετριοπάθειά του έγκειται περισσότερο στην επίγνωση των ορίων που μπορεί να έχει η λαϊκή καταπίεση παρά στην πολιτική του εντιμότητα· επίγνωση που ολοφάνερα δεν είχε ο Κριτίας.

Έπαιξε πολλές φορές στα άκρα και δεν επέδειξε ιδιαίτερο ήθος μπροστά σε ευκαιρίες εξόντωσης των αντιπάλων του. Θα μπορούσε να βρεθεί υπόδικος και να πληρώσει αρκετές φορές στο παρελθόν. Τελικά, την πλήρωσε από τον Κριτία. Ο συνολικός απολογισμός της πολιτικής του δράσης είναι ζημιογόνος για την Αθήνα. Την οδήγησε στα πρόθυρα του εμφυλίου υποστηρίζοντας το πραξικόπημα του 411, πρωταγωνίστησε σε μια δίκη που έκανε τους πολίτες να ντρέπονται, κι έφερε στο προσκήνιο ανθρώπους σαν τον Κριτία, τους οποίους πρέπει τώρα να απομακρύνουν οι Αθηναίοι. Αυτά τα παιχνίδια αυτού του είδους δε φανερώνουν σύνεση και συνήθως δεν έχουν καλό τέλος.

Το σίγουρο είναι ότι ο θάνατός του αποτέλεσε σταθμό για την ανάκαμψη των δημοκρατικών. Οι κραυγές του, όπως τον έσερναν μέσα από την αγορά, η επιλογή να καθίσει στο βωμό εξαναγκάζοντας τους αντιπάλους του να δείξουν ότι δεν έχουν κανένα φραγμό και κυρίως η ηρωική του στάση τη στιγμή που ήπιε το κώνειο τον έκαναν σύμβολο του δημοκρατικού αγώνα για την ανατροπή των Τριάντα. Η ιστορία παίζει τα πιο απίθανα παιχνίδια. Ο άνθρωπος που υπονόμευσε τη δημοκρατία όσο κανένας άλλος έγινε ο μάρτυρας που θα ξεσηκώσει την εξέγερση.

Όπως και να ‘χει, όμως, η ουσία δεν μπορεί να αλλάξει. Ήταν άνθρωπος του παρασκηνίου, της δολοπλοκίας, της εξαπάτησης και της συμφεροντολογίας. Οι υγιείς δημοκρατίες πρέπει να φυλάγονται καλά από τους Θηραμένηδες.
 
Ξενοφώντος: «Ελληνικά»

Ψέματα που βάζουν σε πειρασμό

Αποτέλεσμα εικόνας για you will keep him in perfect peaceΗ εξαπάτηση του ίδιου μας του εαυτού, η παραχάραξη και η διαστρέβλωση είναι, για ορισμένους, πολύ άνετες περιοχές, σίγουρες και φιλόξενες.
 
Πάντα μπορεί κανείς να πλάσει ένα ψέμα στα μέτρα του, μια «αλήθεια» ταιριαστή με τις ανάγκες του. Δεν κοστίζει πολύ.
 
Αποδεκτά ψέματα βρίσκεις παντού. Τα ψέματα είναι πάντοτε ικανά να προσαρμοστούν σε ό,τι αναζητάμε, ξέρουν να χαϊδεύουν τα ξένα αφτιά – ή ακόμα και τα δικά μας, αν εξασκηθούμε αρκετά σ’ αυτό. Είναι ευχάριστα, δεν απαιτούν τίποτα, δεν μας δεσμεύουν, δεν μας ζητούν κάποια προσαρμογή, κι αν δεν είμαστε χαζοί, πάντα θα βρίσκουμε ένα ψέμα στα μέτρα μας.
 
Με λίγα λόγια:
 
Τα ψέματα είναι έτοιμα να σε υπηρετήσουν, καθώς υποτάσσονται στα κέφια και στις ανάγκες σου.
 
Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο και για την αλήθεια, που δεν είναι πρόθυμη να υπηρετήσει κανέναν.
Μόνο όταν γίνεις εθελοντής υπηρέτης της αλήθειας και πάψεις να την κρίνεις συνεχώς, μόνο όταν αποδεχτείς ότι θα πρέπει να την αναζητήσεις εσύ, αντί να πιστεύεις ότι σου ανήκει κι ότι οφείλει να σε ακολουθεί εκείνη καταπόδας, μόνο τότε μπορείς να λέγεσαι γνώστης, δάσκαλος, διάνοια ή φωτισμένος. Μόνο τότε θα έχεις φτάσει στον προορισμό.
 
Η γνώση ενός δάσκαλου δεν ολοκληρώνεται όταν έχει τις απαντήσεις.
 
Χρειάζεται να τις κατανοήσει, να μπορεί να τις διατυπώσει με απλά λόγια και να έχει το θάρρος να τις λέει σε άλλους.
 
Όπως έχει ειπωθεί πολλές φορές: Ο μοναδικός όρος που μας θέτει η αλήθεια, είναι να μην της θέτουμε όρους.

Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 1940 - 1944 (Η ΤΡΙΠΛΗ ΚΑΤΟΧΗ - Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ - Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ)

ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΟ 1940

Την 28η Οκτωβρίου 1940, πριν από την αυγή, ο Πρέσβυς της Ιταλίας στην Αθήνα, Γκράτσι, ξύπνησε τον Μεταξά και, στενοχωρημένος, του επέδωσε ένα τελεσίγραφο. Η Ελλάς κατηγορείτο αδίκως ότι φιλοξενούσε στα χωρικά της ύδατα Βρετανικά πολεμικά πλοία και ότι προκαλούσε επεισόδια εις βάρος της Αλβανίας, που αποτελούσε πλέον τμήμα της Αυτοκρατορίας, του περίφημου «Ιμπέρο». Για τους λόγους αυτούς η Ιταλική Κυβέρνηση ζητούσε την έγκριση να καταλάβει τα νησιά της Κρήτης και της Κέρκυρας, το λιμάνι του Πειραιώς και την περιοχή που συνορεύει με τα Αλβανικά σύνορα, στην Ήπειρο...

Η έκταση των δύο τελευταίων περιοχών δεν καθοριζόταν σαφώς. Το εγχείρημα έπρεπε να αρχίσει εντός τριών ωρών: το τελεσίγραφο, δηλαδή, δεν άφηνε καν αρκετό χρόνο ώστε να μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους οι αρμόδιες αρχές και να είναι δυνατό να σταλούν εν συνεχεία οδηγίες σε τοπικές αρχές και συνοριακές φρουρές. Η συνομιλία των δύο ανδρών υπήρξε θλιβερή. Τα Απομνημονεύματα του Γκράτσι, τα οποία τιμούν την Ιταλική διπλωματία, αποδεικνύουν, βάσει επισήμων κειμένων, ότι επί αρκετούς μήνες ο Γκράτσι είχε προσπαθήσει να οδηγήσει τη Ρώμη στο δρόμο της αλήθειας και της λογικής.

Είχε εξηγήσει ότι οι κατηγορίες ήταν απολύτως ανακριβείς. Είχε επιμείνει επί της εντιμότητος των προθέσεων του Πρωθυπουργού Μεταξά, ο οποίος του ενέπνεε μεγάλο σεβασμό, και ο οποίος -έλεγε ο Γκράτσι- απέφευγε επιμελώς κάθε πρόκληση, και προσεποιείτο ότι δεν καταλάβαινε ορισμένες απειλές, για να αποφύγει τον πόλεμο. Και τώρα, ο Ιταλός πρεσβευτής βρισκόταν στο σπίτι του Έλληνα πρωθυπουργού, υποχρεωμένος να υποστηρίξει τα αντίθετα, με το τελεσίγραφο ανά χείρας. Ο Μεταξάς προσεπάθησε να αντικρούσει τα επιχειρήματα του τελεσιγράφου.

Αλλά ο συνομιλητής του δεν είχε κανένα περιθώριο συζητήσεως. ''Τότε έχομε πόλεμο'', του είπε λυπημένος αλλά σταθερός εκείνος που είχε κάμει το παν για να αποφύγει τον πόλεμο. Δεν γνώριζε τη στιγμή εκείνη ότι στην πραγματικότητα ο πόλεμος είχε ήδη αρχίσει: δύο ώρες νωρίτερα, οκτώ Ιταλικές μεραρχίες, η μία των οποίων ήταν εφοδιασμένη με ελαφρά και μέσα άρματα μάχης, είχαν παραβιάσει τα σύνορα και προχωρούσαν επί ελληνικού εδάφους. Από τη δική του σκοπιά, ο Μουσολίνι είχε λόγους να επιτεθεί κατά της Ελλάδος.

Ακολουθούσε από αρκετών ετών μια Βαλκανική πολιτική. Τον Απρίλιο του 1939 είχε καταλάβει και προσαρτήσει στο «Ιμπέρο» την Αλβανία. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ήδη διαρκέσει πέραν του έτους, ο συνεταίρος του του «Χαλύβδινου Άξονος» είχε πραγματοποιήσει θεαματικές επιτυχίες, και εκείνος είχε παίξει τον ρόλο ενός κομπάρσου, κομπάρσου άλλοτε μη ερωτώμενου και άλλοτε ούτε καν ενημερουμένου. Τον Σεπτέμβριο του 1940, Γερμανικά στρατεύματα είχαν στρατοπεδεύσει στη Ρουμανία, ο Βασιλεύς Κάρολος είχε παραιτηθεί, και γινόταν λόγος περί μελλοντικής Γερμανοβουλγαρικής στρατιωτικής συνεργασίας.

Ο ευτυχής συνεταίρος κυριαρχούσε επί όλης της Δυτικής Ευρώπης, της γεμάτης γοητεία και πλούτο, και φαινόταν να αμφισβητεί στον ατυχή συνεταίρο και αυτήν ακόμη την πτωχή γειτονιά του: τα Βαλκάνια. Αυτό ήταν απαράδεκτο για τον Ιταλό δικτάτορα, που ήταν λάτρης του μεγαλείου και πιστός του δόγματος του ζωτικού χώρου. Έπρεπε να έχει μια δική του επιτυχία, και αυτή έπρεπε να είναι κεραυνοβόλος. Η Ελλάς φαινόταν εύκολη λεία. Προφανώς στο Παλάτσο Βενέτσια υπελόγιζαν πολύ επί του ηθικού παράγοντος.

Όσοι Έλληνες αξιωματικοί είχαν αναμειχθεί στο Κίνημα του 1935 δεν είχαν επανέλθει στην ενέργεια και ήταν πολυάριθμοι και άξιοι. Άλλοι αξιωματικοί είχαν εν τω μεταξύ αποταχθεί ως μη εμπνέοντες εμπιστοσύνη στο καθεστώς. Τον Ιούλιο του 1938 είχε, εξάλλου, εκδηλωθεί στην Κρήτη μια ανταρσία κατά του Μεταξικού καθεστώτος. Από το άλλο μέρος, η Γαλλία και η Πολωνία, η Ολλανδία και το Βέλγιο, ασυγκρίτως καλύτερα εξοπλισμένες από την Ελλάδα, είχαν συντριβή μέσα σε λίγες εβδομάδες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ακόμη ουδέτερες και ήταν γνωστό ότι η κοινή γνώμη εκεί ήταν εναντίον κάθε συμμετοχής στον πόλεμο.

Τέλος, η Σοβιετική Ένωση, με την υπογραφή του Συμφώνου Ρίμπεντροπ - Μολότωφ, είχε δηλώσει ότι θα ήταν θεατής. Μόνο η Αγγλία πολεμούσε. Είχε όμως γνωρίσει μεγάλες αποτυχίες, και το φθινόπωρο του 1940 φαινόταν εξαντλημένη. Πέρα από όλα αυτά, ο Ελληνικός Στρατός ήταν πολύ αδύνατος. Η Χώρα ήταν ακόμη υπανάπτυκτη, τα εφόδιά της πολύ περιορισμένα, και οι προσπάθειες της πολιτικής ηγεσίας για την προικοδότηση του Στρατού με σύγχρονο πολεμικό υλικό είχαν αποδώσει μικρά πράγματα.

Δεν υπήρχαν ούτε άρματα μάχης, ούτε αντιαρματικό πυροβολικό, ούτε αξιόλογο αντιαεροπορικό πυροβολικό: για να προστατευθεί όλη η Χώρα, συμπεριλαμβανομένων λιμένων και στρατιωτικών εγκαταστάσεων, από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, υπήρχαν λιγότερα από 150 αντιαεροπορικά πυροβόλα. Ο τακτικός Στρατός απετελείτο από 70.000 άνδρες, εκ των οποίων 5.000 ήταν μόνιμοι αξιωματικοί. Αυτοί αποτελούσαν τα στελέχη δεκαέξι μεραρχιών, που ήταν έτοιμες να υποδεχθούν τους άνδρες που θα επιστρατεύονταν.

Το Ναυτικό περιελάμβανε ένα παλαιό θωρακισμένο καταδρομικό, ένα μικρό καταδρομικό, είκοσι τορπιλοβόλα και αντιτορπιλικά, έξι υποβρύχια και μερικά ναρκαλιευτικά. Η Αεροπορία διέθετε εκατόν πενήντα περίπου αεροπλάνα, τα περισσότερα των οποίων δεν μπορούσαν να παραβληθούν με τα Ιταλικά ούτε ως προς την ταχύτητα ούτε ως προς τη δύναμη πυρός. Τα χερσαία μεταφορικά μέσα ήταν πολύ φτωχά. Ο Στρατός είχε ελάχιστα φορτηγά αυτοκίνητα και σε περίπτωση πολέμου υπελόγιζε επί των ιδιωτικών αυτοκινήτων που θα επέτασσε. Το πεδινό πυροβολικό ήταν ιπποκίνητο.

Οι μεταφορές, πέρα από τα σημεία όπου έφθανε ο σιδηρόδρομος, γίνονταν ως επί το πλείστον με υποζύγια, ημιόνους και άλογα, που και αυτά, σε περίπτωση πολέμου, θα ήταν προπάντων επιτεταγμένα ζώα ιδιωτών. Με αυτές τις συνθήκες, η αντιμετώπιση πολέμου εναντίον των «οκτώ εκατομμυρίων λογχών», της «καλυτέρας αεροπορίας του κόσμου» και ενός στόλου που στη Μεσόγειο ισχυριζόταν ότι μπορούσε να μετρηθεί με τον Βρετανικό στόλο, ήταν αντίθετη προς κάθε λογική. Ο Μουσολίνι το γνώριζε καλά. Γι' αυτό, πριν αρχίσει τον πόλεμο, επεδόθει στον εκφοβισμό.


Τους τελευταίους μήνες έκαμε ό,τι μπορούσε για να τρομάξει τον μικρό αντίπαλό του. Το βιαιότερο όμως κτύπημά του υπήρξε μοιραίο γι' αυτόν. Το νησί της Τήνου, στις Κυκλάδες. Τη 15η Αυγούστου, εορτή της Παναγίας, προσκυνηταί από όλες τις γωνιές της Ελλάδος συρρέουν εκεί και συμμετέχουν σ” ένα προσκύνημα εντυπωσιακό, τόσο από της πλευράς του πλήθους που συγκεντρώνεται όσο και από της πλευράς του θρησκευτικού αισθήματος των προσκυνητών. Ένα πολεμικό πλοίο, αραγμένο στο λιμάνι, αποδίδει τις τιμές.

Το 1940, ίσως λόγω της διεθνούς εντάσεως, είχε σταλεί εκεί ένα καταδρομικό, το δεύτερο σε μέγεθος πλοίο του Ελληνικού στόλου. Κατά τη διάρκεια λοιπόν της μεγάλης θρησκευτικής εορτής, το καταδρομικό αυτό βυθίσθηκε, τορπιλισμένο από «υποβρύχιο αγνώστου εθνικότητος». Υπήρχαν νεκροί και τραυματίες. Περιττό να σημειωθεί ότι κανείς δεν επλανήθει ως προς την εθνικότητα του «άνανδρου και βέβηλου» υποβρυχίου. Αργότερα, άλλωστε, την ημέρα της κηρύξεως του πολέμου, η εθνικότης του απεκαλύφθει με πειστήρια που δεν επέτρεπαν καμιά αμφιβολία.

Αποφασίζοντας όμως αυτές τις πράξεις εκφοβισμού, ο Μουσολίνι είχε κάμει ένα χονδροειδές λάθος εκτιμήσεως. Είχε κρίνει βάσει της δικής του ψευδοκαισαρικής προσωπικότητος· αντί να τρομάξει, είχε προκαλέσει την αγανάκτηση ενός ολοκλήρου λαού, είχε χαλυβδώσει τη θέλησή του, και τον είχε συσπειρώσει γύρω από τους ηγέτες του, οι οποίοι, ως εκείνη την εποχή, δεν ήταν δημοφιλείς. Ο Ναπολέων έλεγε -και ίσως ήταν κατώτερο από την πραγματικότητα- ότι η αναλογία της αποτελεσματικότητος μεταξύ ηθικού και υλικού ενός στρατού ήταν ένα προς τρία.

Ο Μουσολίνι θέλησε να υπονομεύσει το ηθικό των Ελλήνων, αντί όμως αυτού το δυνάμωσε. Και έκαμε και κάτι άλλο: προειδοποίησε τον αντίπαλό του, και εκείνος προετοιμάσθηκε νωρίτερα. Ο Μεταξάς και ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, ο Στρατηγός Παπάγος, είχαν αρχίσει, μετά την κατάληψη της Αλβανίας, μια αξιόλογη αλλά κρυφή επιστράτευση. Χωρίς θόρυβο, «δια προσωπικών προσκλήσεων», είχαν καλέσει υπό τα όπλα έναν αριθμό εφέδρων, οι οποίοι είχαν επανδρώσει πληρέστερα τα τμήματα κοντά στα Αλβανικά σύνορα.

Όταν οι προκλήσεις πολλαπλασιάσθηκαν, αυτή η τακτική εφαρμόσθηκε τόσο, ώστε την ημέρα της κηρύξεως του πολέμου οι τρεις Ελληνικές μεραρχίες που εκάλυπταν τα Αλβανικά σύνορα δεν ήταν πλέον εφεδρικές μεραρχίες, αλλά ήταν πλήρεις, είχαν μελετήσει καλά το έδαφος, ήταν έτοιμες για πόλεμο. Αυτές οι τρεις μεραρχίες κατόρθωσαν να σταματήσουν την προέλαση των οκτώ Ιταλικών μεραρχιών και να επιτρέψουν την επιστράτευση και την ανάπτυξη των εν εφεδρεία μονάδων. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις Το Ιταλικό σχέδιο επιθέσεως ήταν άριστο στη σύλληψή του.

Ο Στρατηγός Βισκόντι Πράσκα ήταν ένας από τους μελετητάς του και ο κύριος εκτελεστής του. Το σχέδιο προέβλεπε δύο παραπλανητικές επιθέσεις, μια παράλληλα προς την Αδριατική ακτή, μια στο άλλο άκρο του μετώπου, προς τη Θεσσαλονίκη. Και οι δύο θα ήταν αρκετά ισχυρές (μια μεραρχία, η Σιένα, και δύο συντάγματα ιππικού προς την ακτή, τρεις μεραρχίες -η Βενέτσια, η Πάρμα, η Πιεμόντε- προς τη Θεσσαλονίκη), ώστε αφενός να δώσουν την εντύπωση κυρίων επιθέσεων, αφετέρου να μπορούν να αναπτυχθούν μόλις θα κατέρρεε το κέντρο, ο κύριος στόχος της πρώτης φάσεως.

Στο κέντρο προεβλέποντο δύο επιθέσεις, κάθε μια διαφορετικής μορφής. Η μια, βαριά, συμπαγής, πυκνή, είχε ανατεθεί σε δύο ισχυρές μεραρχίες, τη Φερράρα και τη μεραρχία των Κενταύρων, οι οποίες είχαν ενισχυθεί με άφθονο πυροβολικό, με πολλά μεταφορικά μέσα και με αρκετά άρματα μάχης. Οι μονάδες αυτές έπρεπε, σε απόσταση 35 περίπου χιλιομέτρων από τα σύνορα, να κτυπήσουν μετωπικά την ισχυρή θέση Καλπάκι (Καλιμπάκι, κατά τους Ιταλούς) και, αφού το πραγματοποιήσουν, να καταλάβουν την πρωτεύουσα της Ηπείρου, τα Ιωάννινα, που βρίσκονται 30 χιλιόμετρα νοτιότερα.

Η δεύτερη επίθεση, στο κέντρο και αυτή, ελαφριά, τολμηρή, απρόβλεπτη, θα γινόταν μέσω της ευρείας οροσειράς της Πίνδου, η οποία εστερείτο οδικών αρτηριών και επί της οποίας δεν υπήρχαν παρά ελεεινά μονοπάτια, και θα οδηγούσε στην ταχύτερη δυνατή κατάληψη της κωμοπόλεως του Μετσόβου, ώστε να κόψη τον μοναδικό αμαξιτό δρόμο που τους τελευταίους μήνες είχε συνδέσει την Ήπειρο με τις αξιόλογες στρατιωτικές βάσεις της Ανατολικής Ελλάδος. Για την επίθεση αυτή είχε διατεθεί η πιο φημισμένη Ιταλική μεραρχία Αλπινιστών, η «Τζούλια», ενισχυμένη και με άλλα τμήματα Αλπίνων.

Επρόκειτο περί 12.000 ανδρών, που τις μεταφορές τους τις εξασφάλιζαν 2.500 ημίονοι. Ο οπλισμός τους ήταν εξαίρετος και ισχυρός, γιατί διέθετε πολλές μονάδες όλμων και επτά πυροβολαρχίες ορειβατικού πυροβολικού. Αυτή η τολμηρότατη προώθηση φαινόταν η πιο εύκολη και η πιο καρποφόρος: εύκολη, γιατί μόνο δύο τάγματα, και ένα τρίτο που υπήρχε στα μετόπισθεν, φρουρούσαν τη μακριά οροσειρά που εθεωρείτο σχεδόν απόρθητη λόγω της διαμορφώσεως του εδάφους της.

Καρποφόρος, γιατί η κατάληψη των αυχένων του Μετσόβου, αφενός μεν απομόνωνε το στρατό της Ηπείρου από τις κυριότερες στρατιωτικές βάσεις της Ανατολικής Ελλάδος, αφετέρου δημιουργούσε τη δυνατότητα καθόδου προς τη Θεσσαλία, πίσω από τον Όλυμπο, δηλαδή πολύ νοτιότερα της Θεσσαλονίκης. Οι μονάδες αυτές του ιταλικού στρατού, συμπεριλαμβανομένης της «Τζούλια», είχαν μεταξύ των ταγμάτων τους και μερικά Αλβανικά τάγματα, προσφιλή μεν στον Αντιβασιλέα της Αλβανίας Τζιακομόνι, αλλά πολύ λίγο εκτιμώμενα από τον τακτικό Ιταλικό Στρατό.

 
Μια ισχυρή αεροπορία, που ξεκινούσε τόσο από το Μπρίντιζι όσο και από την Αλβανία, θα υπεστήριζε αυτές τις τέσσερεις επιθέσεις, προπάντων την κεντρική, και θα βομβάρδιζε πόλεις των μετόπισθεν. Θα ήταν δύσκολο να συλλάβει κανείς στρατηγικό σχέδιο περισσότερο προσαρμοσμένο στις συνθήκες του εδάφους: συνδύαζε τον αιφνιδιασμό, την πονηρή παραπλάνηση, και το πολύ ισχυρό κτύπημα. Το βάθος όπου βρίσκονταν οι αντικειμενικοί σκοποί ήταν μικρό, και αν αυτοί κατελαμβάνοντο γρήγορα, η άμυνα γινόταν εξαιρετικά δυσχερής.

Ο Αρχηγός του Ιταλικού Στρατού στην Αλβανία, ο Στρατηγός Βισκόντι Πράσκα, προέβλεπε ότι θα χρειάζονταν 5-10 ήμερες για να φθάσουν τα στρατεύματά του στα Ιωάννινα και το Μέτσοβο. Αλλά τόσες ακριβώς μέρες χρειάσθηκαν για να διαψευσθούν τα λαμπρά σχέδια και να οδηγήσουν στην ήττα. Οι πρώτες εκείνες λίγες ήμερες υπήρξαν πράγματι αποφασιστικές για την έκβαση του πολέμου. Από τις δύο περισπαστικές επιθέσεις, η πιο σημαντική, εκείνη προς τη Θεσσαλονίκη, αναπτυσσόμενη επί εδάφους διακεκομμένου, που φυλαγόταν καλά, προωθήθει ελάχιστα και, κατ' ουσίαν, υπήρξε απλώς μια βαριά απειλή.

Η άλλη, επί της ακτής, ανεπτύχθη πολύ περισσότερο από ό,τι το ήλπισε το Ιταλικό Στρατηγείο. Ανεπτύχθη πρακτικώς χωρίς δυσκολίες. Ανέτρεψε μικρές μονάδες προκαλύψεως και έπειτα δεν συνήντησε παρά μια σύντομη βολή πυροβολικού δύο Ελληνικών αντιτορπιλικών και τους πυροβολισμούς υποχωρούντων στρατιωτών, χωροφυλάκων και αγροφυλάκων, με τους οποίους από Ελληνικής πλευράς κατεβάλλετο προσπάθεια να δημιουργηθεί η εντύπωση κάποιας αντιστάσεως.

Είναι αλήθεια ότι μια Ελληνική ταξιαρχία απεστάλη δια θαλάσσης επί τόπου, αλλά αυτό έγινε όταν πλέον το Ιταλικό ιππικό βρισκόταν επί του Αχέροντος, δηλαδή, από απόψεως γεωγραφικού πλάτους, νοτίως των Ιωαννίνων. Αλλά η προέλαση αυτή, αν και ταχύτατη, γινόταν πολύ αργά για τους Ιταλούς, γιατί η μάχη κρινόταν αλλού. Στο αντίθετο στρατόπεδο, το Ελληνικό, τα πράγματα φαίνονταν ιδιαιτέρως δυσμενή τις εντελώς πρώτες ημέρες των επιχειρήσεων.

Ελάχιστοι το γνώριζαν την εποχή εκείνη, και σήμερα ακόμη σπανίως το μνημονεύουν, αλλά ο Μεταξάς και ο Παπάγος, εμπρός στη συντριπτική στρατιωτική υπεροχή της Ιταλίας και στις δυσχέρειες των μεταφορών του Στρατού, είχαν επιλέξει για την οριστική άμυνα άλλη γραμμή από εκείνη όπου διεξήγετο ο αγών. Η γραμμή αυτή εκάλυπτε τις πιο σημαντικές περιοχές της Χώρας, ήταν ισχυρή εκ της φύσεώς της, αλλά βρισκόταν δυτικά και πολύ νοτιότερα των Ιωαννίνων.

Τη δυνατότητα διαρκεστέρας αμύνης στο Καλπάκι, πολύ βορειότερα, μεταξύ Ιωαννίνων και συνόρων, οι δύο ηγέτες την είχαν απλώς λάβει υπόψιν, χωρίς όμως να είναι αποφασισμένοι να υπερασπίσουν το Καλπάκι «μέχρις εσχάτων». Πάντως, είχαν τοποθετήσει εκεί το μεγαλύτερο μέρος μιας μεραρχίας που πρακτικώς περιελάμβανε μόνο Ηπειρώτες, οι οποίοι έτσι κυριολεκτικώς θα πολεμούσαν «υπέρ βωμών και εστιών». Το έδαφος είχε προετοιμασθεί κατά τρόπο μάλλον πρωτόγονο, αλλά είχε μελετηθεί πάρα πολύ προσεκτικά.

Σε τέτοιο σημείο είχε μελετηθεί, ώστε κάθε πιθανή βολή πυροβολικού ήταν ρυθμισμένη εκ των προτέρων και με απόλυτη ακρίβεια. Η Μεραρχία Ηπείρου, με ένα έξοχο ηγέτη επί του πεδίου της μάχης, τον Στρατηγό Κατσιμήτρο, παρεχώρησε στον εχθρό, χωρίς πολλή αντίσταση, περί τα 30 χιλιόμετρα. Δέχθηκε τη μάχη στο Καλπάκι, και την κρισιμότερη ώρα της, εξουσιοδοτημένη από την Αθήνα να κρίνει η ίδια και να αποφασίσει, η Μεραρχία απεφάσισε να τη συνεχίσει «μέχρις εσχάτων». Από την αρχή διεφάνη ότι δεν επρόκειτο περί μάχης προκαλύψεως: οι συγκρούσεις υπήρξαν φοβερά σκληρές.

Η αντίσταση ήταν εξαιρετικά επίμονη, αλλά και οι επιθέσεις ήταν θυελλώδεις και επίμονες. Το Ελληνικό πυροβολικό έβαλλε με καταπληκτική ακρίβεια, αλλά το Ιταλικό ήταν πολλαπλάσιο και βαρύ. Οι επιθέσεις και οι αντεπιθέσεις διεδέχοντο η μια την άλλη συνεχώς, νύκτα και ημέρα. Το «κλειδί» της τοποθεσίας, ένας μεγάλος πετρώδης λόφος, ονομαζόμενος Κραμπάλα, κατελήφθη και ανεκατελήφθη τρεις φορές. Η άμυνα διευκολύνθηκε από τις καταρρακτώδεις βροχές που δυσχέραιναν την παρέμβαση της Ιταλικής αεροπορίας, αλλά η επίθεση είχε μεγάλη υπεροχή σε δύναμη πυρός, διέθετε άρματα μάχης, που έκαναν μεγάλη εντύπωση, και ήταν πολύ ορμητική.

Τις αιματηρές αυτές ημέρες η θέληση και η ανδρεία των μεν παρεβάλλοντο με τη θέληση και την ανδρεία των άλλων. Την δεκάτη ημέρα του πολέμου δεν ήταν εύκολο να πει κανείς ποια θα ήταν η έκβαση της μάχης αυτής, που αποτελούσε την κυρία προσπάθεια των Ιταλών. Θα μπορούσε να το πει, αν γνώριζε τι συνέβαινε αλλού: στα βαθιά φαράγγια και τις απόκρημνες πλαγιές της Πίνδου. Οι Αλπίνοι της «Τζούλια», συντρίβοντας τα ελαφρά τμήματα προκαλύψεως τα οποία συνήντησαν, έκαμαν μια θεαματική προέλαση. Ούτε τα απόκρημνα μέρη ούτε οι βροχές εμπόδισαν τον ταχύ βηματισμό τους.

Το πρωί της 3ης Νοεμβρίου, οι εμπροσθοφυλακές τους έφθασαν σ' ένα υψίπεδο, στο άλλο άκρο του οποίου, μετά από εύκολη πορεία τριών ωρών, θα συναντούσαν τον αντικειμενικό σκοπό τους: τον μοναδικό αμαξιτό δρόμο της Πίνδου. Η προέλασή τους ήταν τόσο γρήγορη, ώστε, κατά το μεσημέρι, Ιταλικά αεροπλάνα, βλέποντας στο υψίπεδο πεζικό, έριξαν δέματα που περιείχαν γλυκίσματα και μεταξωτά μαντίλια για να προσφερθούν στους κατοίκους της γειτονικής κωμοπόλεως του Μετσόβου. Δυστυχώς για την «Τζούλια», τα δώρα αυτά τα συνέλεξαν οι Έλληνες στρατιώτες.


Μια ισχυρή μονάς ιππικού είχε μόλις φθάσει εκεί, και οι άνδρες, αφού άφησαν τα άλογά τους στο δάσος, έσπευσαν πεζοί να καλύψουν την πολύτιμη οδική αρτηρία. Δεν επρόκειτο, εξάλλου, για τη μοναδική κάλυψή της. Ο Παπάγος και οι επιτελείς του αντελήφθησαν τον κίνδυνο, και ήδη από τη δεύτερη ημέρα του πολέμου είχαν προωθήσει προς τις ανατολικές υπώρειες της οροσειράς όλες τις μικρές εφεδρείες τους. Επρόκειτο περί ελαφρών τμημάτων που διέθεταν λίγο ορειβατικό πυροβολικό, άφθονα όπλα και οπλοπολυβόλα, πολλή ορμή και άριστες μεταφορές.

Με τα φορτία τους στους ώμους, οι γυναίκες και οι μη επιστρατευθέντες άνδρες των χωριών ολόκληρης της περιοχής ανεφοδίαζαν τις στρατιωτικές μονάδες ως τις θέσεις τις πιο προωθημένες και τις πιο απρόσιτες. Η ωραία Ιταλική μεραρχία, η «Τζούλια», βρέθηκε σύντομα κομμένη σε τμήματα χωρισμένα το ένα από το άλλο από άγρια όρη, όπου έβρεχε σχεδόν συνεχώς. Τα απομονωμένα αυτά τμήματα προσεβάλλοντο νύκτα και ημέρα από ένα εχθρό πανταχού παρόντα. Οι αλπίνοι διεξήγαγαν μερικές τολμηρές αντεπιθέσεις, που τους στοίχισαν πολύ ακριβά, αλλά δεν κατόρθωσαν να αλλάξουν την κατάσταση.

Το έδαφος ήταν πολύ δύσκολο. Τα εφόδια άρχισαν να λείπουν, γιατί οι βάσεις ανεφοδιασμού ήταν πολύ μακριά, η γραμμή είχε πολύ επιμηκυνθεί, τα υποζύγια ήταν ο αγαπητός στόχος των Ελλήνων σκοπευτών. Η άμυνα εναντίον των συνεχών επιθέσεων ή παρενοχλήσεων των Ελλήνων ήταν αδύνατη. Μέσα σε λίγες μέρες, περίπου έξι χιλιάδες άνδρες της «Τζούλια», κυκλωμένοι και κατάκοποι, παρεδόθησαν για να μην πεθάνουν. Αυτό υπήρξε, πιθανόν, το κρισιμότερο σημείο του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου: η «Τζούλια» έλαβε τη διαταγή να υποχωρήσει το ταχύτερο· έπρεπε να σωθεί ό,τι ήταν δυνατό να σωθεί.

Και έπρεπε να διασωθεί και κάτι άλλο: δεν ήταν γνωστό πόσα ήταν τα Ελληνικά στρατεύματα που βρίσκονταν επί της οροσειράς, και είχε διαπιστωθεί ότι αυτά είχαν μια εξαιρετική ευελιξία. Αν τυχόν λοιπόν τα Ελληνικά τμήματα ήταν πολυάριθμα, αν προχωρούσαν με σύντονες πορείες προς δυσμάς και κατευθύνονταν πίσω από το Καλπάκι, τότε οι ισχυρότερες μονάδες της Ιταλικής στρατιάς της Αλβανίας θα βρίσκονταν κυκλωμένες. Η Ρώμη, ανήσυχη, σχεδόν πανικόβλητη, προτίμησε μια πολύ προσεκτική τακτική: διέταξε τη γενική υποχώρηση. Ο Βισκόντι Πράσκα δεν θέλησε να αναγνωρίσει την ήττα του.

Τις κρίσιμες εκείνες ώρες συνέλαβε μάλιστα ένα σχέδιο πράγματι εξαίρετο. Τη 10η Νοεμβρίου τηλεγράφησε στη Ρώμη και πρότεινε τα τμήματά του, που βρίσκονταν στην ακτή, να κάμουν στροφή προς ανατολάς, να οδεύσουν προς τα Ιωάννινα, για να «ανοίξουν έτσι τις πύλες της πόλεως και να προκαλέσουν την κατάρρευση ολοκλήρου του αμυντικού συστήματος του εχθρού». Ο ελιγμός αυτός θα δημιουργούσε για το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο μια κατάσταση απρόβλεπτη και σοβαρή. Αλλά ο ευφυής και τολμηρός αυτός ελιγμός δεν έγινε.

Ο Στρατηγός Σοντού, Υφυπουργός των Στρατιωτικών και Ανώτατος Διοικητής των εν Αλβανία Δυνάμεων, απήντησε στον Πράσκα με τρόπο παγερό: ο Πράσκα έπρεπε να προσαρμοσθει στην πραγματικότητα και να εκτελέσει τη διαταγή. Δεν πρόλαβε να το κάμει. Απελύθη την επομένη και η υποχώρηση γενικεύθηκε. Ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος είχε κριθή. Η κινητήρια δύναμη κάθε ανθρωπινής προσπάθειας, το ηθικό, εξηφανίζετο από το ένα στρατόπεδο και δυνάμωνε τεραστίως στο άλλο.

Για τους Ιταλούς, που νόμιζαν ότι είχαν έναν από τους ισχυρότερους στρατούς της Ευρώπης, και οι οποίοι ανέμεναν ένα εύκολο θρίαμβο, η φυγή εμπρός σ' έναν από τους μικρότερους στρατούς της Ευρώπης γεννούσε κάτι παραπάνω από ντροπή: γεννούσε την αμφιβολία ως προς την ικανότητα των ηγετών τους, γεννούσε ένα αόριστο αίσθημα απελπισίας και προδοσίας. Για τους Έλληνες συνέβαινε κάτι εντελώς διαφορετικό. Είχαν αντιμετωπίσει τον πόλεμο ήρεμοι, αλλά αποφασισμένοι, γιατί επεβάλλετο να προστατεύσουν τις εστίες τους. Έπρεπε να κάμουν το καθήκον τους.

Έβλεπαν τώρα ότι ήταν οι πρώτοι που νικούσαν τον «Χαλύβδινο Άξονα». Έγραφαν μια από τις πολύ ωραίες σελίδες της τρισχιλιετούς ιστορίας τους, και είχαν αυτή τη συναίσθηση. Επρόκειτο περί μέθης. Το ηθικό ήταν τόσο αναπτερωμένο ώστε, αν ο Ελληνικός Στρατός είχε επαρκή μηχανικά μεταφορικά μέσα, η Ιταλική υποχώρηση θα είχε μετατραπεί σε άτακτη φυγή και η Αλβανία θα είχε καταληφθεί σε μεγάλο βάθος μέσα σε λίγες εβδομάδες. Αν όμως τα αποτελέσματα δεν ήταν τέτοια, δεν υπήρξαν και ασήμαντα. Στις 20 Νοεμβρίου, στην Ήπειρο, τα Ελληνικά στρατεύματα έφθαναν στα σύνορα μετά από σχετικώς μικρές μάχες.

Η μάχη υπήρξε πολύ σκληρή στο άλλο άκρο του μετώπου, το ανατολικό, εκεί όπου το σύμπλεγμα των βουνών του Ιβάν και του Μοράβα δημιουργεί ένα τεράστιο και περίπλοκο φυσικό φρούριο και όπου είχε αρχικά εκδηλωθεί η πολύ ισχυρή παραπλανητική επίθεση προς τη Θεσσαλονίκη. Εκεί οι Ιταλοί αμύνθηκαν με πείσμα. Αλλά την 14η Νοεμβρίου, οι τρεις Ιταλικές μεραρχίες υπέστησαν μια σφοδρά αντεπίθεση, οι σκοποί της οποίας φάνηκε αμέσως ότι ήταν πολύ φιλόδοξοι. Τρεις Ελληνικές μεραρχίες, κυρίως δυνάμεις πεζικού, επετέθησαν με πρόθεση να ανατρέψουν πλήρως τον εχθρό και να απειλήσουν ολόκληρη την ανατολική ζώνη της Αλβανίας.

Οι Ιταλοί, έπειτα από λυσσώδη άμυνα, ανεδιπλώθησαν στις αρχικές τους τοποθεσίες, που ήταν πολύ ισχυρότερες, και ενισχύθησαν επειγόντως από πολλά τμήματα, που η συνολική δύναμή τους ήταν ανώτερη από τη δύναμη μιας μεραρχίας. Αλλά η Ιταλική γραμμή υπέστη γρήγορα σοβαρά ρήγματα, και οι επιθέσεις των Ελλήνων τα εξεμεταλλεύοντο. Πολλές φάσεις της μάχης έπαιρναν τη μορφή αγώνος δια της λόγχης, και οι επί τόπου διοικηταί ανέφεραν στον Στρατηγό Σοντού, που είχε στο μεταξύ διαδεχθή τον Πράσκα, ότι δεν ήταν δυνατόν να συγκρατηθεί η κατάσταση.


Έπειτα από μερικούς δισταγμούς και από πολλή αιματοχυσία και από τα δύο μέρη (ιδίως τη 19η και την 20ή Νοεμβρίου), δόθηκε την 21η διαταγή γενικής υποχωρήσεως στο μέτωπο αυτό, σε βάθος 50 χιλιομέτρων: θα εγκατέλειπαν τη συνοριακή ορεινή γραμμή, θα εγκατέλειπαν την πεδιάδα πίσω από αυτήν και θα κατελάμβαναν, πέραν αυτής, άλλη πολύ ισχυρή οροσειρά. Την επομένη, οι Έλληνες κατελάμβαναν την πόλη της Κορυτσάς, σημαντική βάση του Ιταλικού μετώπου. Τεραστία για την εποχή εκείνη ποσότης λαφύρων, εν μέρει αχρηστευμένων, έπεφτε στα χέρια των Ελλήνων.

Αλλά η υπόθεση δεν σταματούσε εκεί. Τέσσερα επίλεκτα τμήματα, υποστηριζόμενα από άριστο ορειβατικό πυροβολικό, έπαιρναν την εντολή να καταδιώξουν ακατάπαυστα τον εχθρό στα βουνά που βρίσκονται κατά μήκος των Γιουγκοσλαβικών συνόρων. Το εγχείρημα ήταν πολύ τολμηρό, γιατί οι Ιταλοί ήταν εκεί πολυάριθμοι, αλλά οι Έλληνες, έκτος από το αναπτερωμένο ηθικό, είχαν και άλλο πλεονέκτημα: ο πληθυσμός της περιοχής ήταν κατά πλειοψηφίαν Ελληνικός, και ορεσίβιοι του τόπου οδήγησαν μερικούς λόχους από μονοπάτια κατάλληλα μόνο για αίγες.

Επιπλέον, είχε χιονίσει, ο ανεφοδιασμός των αμυνομένων ήταν δύσκολος, και συχνά ήταν δυνατός μόνον με αεροπλάνα. Οι υπερασπισταί απεθαρρύνοντο. Είχαν πολεμήσει, είχαν κάμει μακρές και κοπιαστικές πορείες για να καταλάβουν στα μετόπισθεν ασφαλείς θέσεις, και τώρα έβλεπαν τον εχθρό να διεισδύει και σ' αυτές. Παρ' όλα αυτά, μερικά Ιταλικά τμήματα, προπάντων της μεραρχίας Βενέτσια, πολέμησαν με μεγάλο πείσμα. Αναγκάσθηκαν όμως να σταματήσουν τον αγώνα και πολλά να παραδοθούν, έπειτα από φοβερά αιματηρούς αγώνες, οι οποίοι διεξήχθησαν μεταξύ της 23ης και της 26ης Νοεμβρίου.

Το απόρθητο Πόγραδετς, κοντά στη λίμνη Οχρίδα, κατελήφθη την 28η από τους επιτιθεμένους. Επρόκειτο περί σπουδαίας προωθήσεως προς βορρά, γιατί το Πόγραδετς -στο άλλο άκρο του Αλβανικού μετώπου, είναι αλήθεια- βρίσκεται πολύ ψηλότερα, από απόψεως γεωγραφικού πλάτους, από το μοναδικό καλό λιμάνι της χώρας, την Αυλώνα. Στο υπόλοιπο μέτωπο, μετά από μια σύντομη ανάπαυλα, ο Ελληνικός Στρατός ανελάμβανε και πάλι την επίθεση. Μερικές τοπικές μάχες αργοπόρησαν απλώς την προέλασή του.

Η κατάσταση γινόταν συνεχώς κρισιμότερη για την Ιταλική στρατιά της Αλβανίας, και στις 5 Δεκεμβρίου ο Σοντού τηλεφωνούσε στη Ρώμη ότι έπρεπε να αναζητηθεί πολιτική λύση. Η Ρώμη δεν ακολούθησε τη συμβουλή του, και ο Σοντού σύντομα γνώρισε ο ίδιος τι σήμαινε να πέσει κανείς σε δυσμένεια. Αλλά ούτε στους άλλους τομείς του μετώπου τα πράγματα παρουσίαζαν βελτίωση για τους Ιταλούς. Έτσι, την τελευταία εβδομάδα του 1940 ο Ελληνικός Στρατός είχε καταλάβει σε Αλβανικό έδαφος περιοχή βάθους 30-50 χιλιομέτρων, περιοχή που συμπεριελάμβανε την πόλη του Αργυροκάστρου και το μικρό λιμάνι των Αγίων Σαράντα.

Το λιμάνι όπου ο φασισμός, σε πείσμα του θρησκευτικού αισθήματος και προς δόξαν του Ντούτσε, είχε δώσει το όνομα της κόρης του, Έντα Τσιάνο. Πράγματι, στη Ρώμη αναγκάσθηκαν να αναγγείλουν την πτώση του «Πόρτο Έντα» και όχι του «Πόρτο Σάντι Κουαράντα». Μεγάλο πείραγμα της λεγομένης μικρής ιστορίας. Εν τω μεταξύ, στη Ρώμη ο Μουσολίνι ήταν έξω φρενών. Για λόγους πολιτικούς, ή καθαρά προσωπικούς, δεν είχε ενημερώσει για τα σχέδιά του τον σύντροφό του του «Χαλύβδινου Άξονος». Το έκαμε μόνο την 28η Οκτωβρίου, δηλαδή την ημέρα που έθετε τα σχέδιά του σε εφαρμογή.

Έγινε προς τούτο μια ειδική συνάντηση στη Φλωρεντία, και ο Ντούτσε βεβαίωσε τον Φύρερ ότι η επιχείρηση, άριστα προετοιμασμένη, θα κατέληγε στην κατάληψη ολόκληρης της Ελλάδος εντός ολίγων εβδομάδων. Και τώρα έβλεπε τον εαυτό του να διαψεύδεται, να ταπεινώνεται, να γελοιοποιήται, και ίσως μάλιστα να κινδυνεύει στο εσωτερικό μέτωπο. Από εικοσαετίας, ήταν η πρώτη ήττα του. Και επρόκειτο για ήττα συνταρακτική. Απέδωσε την ευθύνη στους συνεργάτες του και τους στρατηγούς του, αντικατέστησε μερικούς, και ησχολήθη προσωπικώς με την αποστολή ενισχύσεων και με ορισμένα από τα σχέδια επιχειρήσεων.

Κατόπιν διαταγής του, η μεραρχία Μπάρι, που είχε επιβιβασθεί επί των πλοίων με σκοπό να καταλάβει την Κέρκυρα, απεστάλη κατ” ευθείαν στην Αλβανία τις πρώτες ημέρες του πολέμου. Χρησιμοποιώντας δικά του αεροπλάνα, όπως και Γερμανικά Γιούγκερς, τα οποία του έστειλαν μόλις τα ζήτησε, δημιούργησε μια πραγματική αερογέφυρα πάνω από την Αδριατική. Ήδη κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου είχε κατορθώσει να αναπτύξει σημαντικά τη στρατιά της Αλβανίας, αλλά πολύ συχνά ηύξανε και τη σύγχυση που επικρατούσε στους κόλπους της.

Τα Ιταλικά συγγράμματα που μιλούν για τις προσωπικές αντιδράσεις του τις πρώτες εβδομάδες, περιγράφουν έναν άνθρωπο ο οποίος έχανε συχνά τον έλεγχο του εαυτού του. Ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο των διαθέσεων του -αλλά και του χαρακτήρος του- βρίσκεται σε μια ευφυά παραβολή που έκαμε ο Ιταλός δημοσιολόγος κ. Μάριο Τσέρβι στο βιβλίο του περί του Ιταλο-Ελληνικού πολέμου - το καλύτερο βιβλίο που γράφτηκε Ιταλικά επί του θέματος. Παρατηρεί ο Τσέρβι ότι ο Μεταξάς στα Απομνημονεύματά του, τα οποία τηρούσε πολύ τακτικά, μιλώντας για το κρύο που είχε ενσκήψει και για τα χιόνια που υπήρξαν εκείνο το έτος πρώιμα, γράφει:

«Ποιος ξέρει τι τραβούν οι καημένοι οι στρατιώται μας εις το μέτωπον». Αντιθέτως, ο Μουσολίνι, όταν επληροφορήθη ότι χιόνιζε πολύ στην Αλβανία, είπε στους συνομιλητάς του: «Εξαίρετο αυτό το χιόνι και αυτό το κρύο. Διευκολύνουν τη χρησιμοποίηση των όπλων μικρού βεληνεκούς και βελτιώνουν αυτή τη μέτρια Ιταλική φυλή».


Μιλώντας κατ' αυτόν τον τρόπο, ο Μουσολίνι φαινόταν βέβαια φτηνός ως άνθρωπος. Χωρίς να το αντιλαμβάνεται όμως, ήταν καλός στρατηγός. Γιατί το πρώιμο και παχύ στρώμα του χιονιού και ο βαρύς χειμώνας του 1940 τον έσωσαν, ή τουλάχιστον του προσέφεραν τη σανίδα σωτηρίας μιας ανάπαυλας. Πράγματι, η υποχρεωτική ανάπαυλα λόγω του χιονιού, αν προστεθεί σε άλλους παράγοντες, προεκάλεσε την ανάσχεση της ελληνικής προελάσεως. Ας σημειωθεί ότι ένα από τα θλιβερώτερα αποτελέσματα του βαρυτάτου εκείνου χειμώνα ήταν ότι συνολικώς, από τις δύο πλευρές, μερικές χιλιάδες ανδρών υπέστησαν κρυοπαγήματα και ότι πολλοί ακρωτηριάσθηκαν.

Έτσι, ο νέος Αρχιστράτηγος, ο Στρατηγός Καμπαλλέρο, άνθρωπος αμφιβόλου φήμης αλλά ευφυής και ικανός, μπόρεσε να συγκρατήσει το Ιταλικό μέτωπο της Αλβανίας, να το βάλει σε κάποια τάξη και να προετοιμασθεί για τους προσεχείς μήνες. Οι δύο πρώτοι μήνες του πολέμου υπήρξαν αποφασιστικοί και δημιούργησαν μιαν ατμόσφαιρα που επέζησε αρκετά χρόνια. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, και μολονότι εδώ γίνεται μια περιληπτική σκιαγράφηση του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου, τα κύρια χαρακτηριστικά της πρώτης φάσεώς του απεδόθησαν με μερικές λεπτομέρειες. Δεν είναι όμως δυνατό να αποδοθούν κατά τον ίδιο τρόπο όσα επηκολούθησαν.

Η Ελληνική αντεπίθεση επανελήφθη περί τα μέσα Ιανουαρίου του 1941. Η αντίσταση του αντιπάλου υπήρξε μεγαλύτερη, αλλά δεν εμπόδισε αξιόλογη προέλαση. Μέσα σε είκοσι ημέρες ο εχθρός είχε απωθηθεί τόσο, ώστε το Αλβανικό έδαφος το οποίο είχε καταληφθεί από τους Έλληνες να έχει διπλασιασθεί. Αυτό ήταν σημαντικό, όχι όμως και αποφασιστικό. Αφενός δεν είχε σταθεί δυνατό να αναπτυχθεί η τολμηρή επίθεση και προέλαση στην περιοχή του Πόγραδετς.

Και αφετέρου, στον κεντρικό τομέα, ο Ελληνικός Στρατός είχε σταματήσει εμπρός σ” ένα απότομο βραχώδες φράγμα. Είχε καταλάβει μερικά προπύργιά του, αλλά τo κύριο από αυτά, το Τεπελένι, η γενέτειρα του θλιβερώς γνωστού Αλή Πασά, δεν είχε πέσει. Ο Ελληνικός Στρατός της Ηπείρου είχε τώρα δύναμη 14 μεραρχιών, και για πρώτη φορά είχε κάποια αεροπορική κάλυψη, πέραν εκείνης που του προσέφερε η μικρή Ελληνική Αεροπορία. Σε ενίσχυση της τελευταίας, είχαν σπεύσει πέντε ομάδες αεροπλάνων Μπλενχάιμ και Γκλαντιέτορ της Βρετανικής Αεροπορίας.

Εξάλλου, το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό εξασφάλιζε στο Στρατό τις ναυτικές μεταφορές του και είχε καταβυθίσει και ορισμένα μεγάλα Ιταλικά μεταγωγικά. Έτσι, ο Παπάγος, αισθανόμενος ισχυρότερος παρά ποτέ, ήθελε τώρα να παραβίαση τις βραχώδεις πύλες που του έκλειναν το δρόμο, και να δοκιμάσει να καταλάβει τον Αυλώνα, ώστε να καταστήσει πράγματι δυσχερή τον ανεφοδιασμό του αντιπάλου. Δεν παρασυρόταν ούτε από τη δόξα ούτε από μεγαλειώδη σχέδια. Επρόκειτο περί μιας ανάγκης. Διάφορες ενδείξεις έπειθαν ότι οι Γερμανοί θα ανεμειγνύοντο στην υπόθεση.

Εξάλλου, ήταν γνωστό ότι ο Μουσολίνι ήθελε πάση θυσία να επιτύχει ένα αποτέλεσμα προ της Γερμανικής παρεμβάσεως και ότι ετοίμαζε σε μεγάλη κλίμακα την «Εαρινή Επίθεση». Χρήσιμο λοιπόν ήταν να ματαιωθούν οι προετοιμασίες του. Μετά από μια μικρή ανάπαυλα, η ελληνική επίθεση επανήρχισε στα μέσα Φεβρουαρίου. Πέτυχε «βελτίωση θέσεων», αλλά όχι το άνοιγμα των πυλών. Οι απώλειες από τα δύο μέρη υπήρξαν πολύ σοβαρές.

Για να δοθεί μια εικόνα αυτών, ας αναφερθεί το ακόλουθο παράδειγμα, που αντλούμε από την Ιταλική πλευρά: η μεραρχία «Τζούλια», που είχε εν τω μεταξύ πλήρως ανανεωθεί, μόνο κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου του 1941 είχε εκτός μάχης 3.700 υπαξιωματικούς και στρατιώτες και 120 αξιωματικούς, επί συνόλου 10.000 ανδρών και 350 αξιωματικών. Το παράδειγμα δίνει το μέτρο της αντιστάσεως που συνάντησε η επίθεση. Έπρεπε συνεπώς από Ελληνικής πλευράς να αναβληθεί η επίθεση για ευθετώτερο χρόνο, και εν τω μεταξύ να γίνει η δέουσα προετοιμασία για την απόκρουση της επερχόμενης Ιταλικής επιθέσεως. Αυτή είχε προαναγγελθεί φοβερή.

Ο Μουσολίνι ήθελε να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει. Τη 17η Νοεμβρίου, μετά τις πρώτες αποτυχίες, είχε πράγματι βεβαιώσει επισήμως ότι «θα σπάσουμε τα πλευρά των Ελλήνων». Τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου 1941 διέθετε στην Αλβανία 28 μεραρχίες, όλες πλήρως ετοιμοπόλεμες. Επρόκειτο να τις υποστηρίξουν τριακόσια αεροπλάνα διώξεως και βομβαρδισμού -αριθμός τεράστιος για την εποχή εκείνη. Για να τονώση το ηθικό των ανδρών του, ο Ντούτσε πήγε ο ίδιος στην Αλβανία αρκετές ημέρες προ της επιθέσεως και επιθεώρησε μέγαλο μέρος των εκεί τμημάτων του.

Γεγονός μάλλον περίεργο, ο ενθουσιασμός με τον οποίο έγινε δεκτός υπήρξε μεγάλος και εξέπληξε και τους πιο επιφυλακτικούς ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Την 9η Μαρτίου, η Ιταλική επίθεση εκδηλώθηκε επί όλου του μετώπου. Ο κύριος όμως αντικειμενικός σκοπός της ήταν να ανοίξει ευρύ ρήγμα στο κέντρο, και χάρη σ' αυτό να προχωρήσουν σε αρκετά μεγάλο βάθος αξιόλογα τμήματα στρατού: διάσπαση, υπερφαλάγγιση, μερική κύκλωση των Ελληνικών θέσεων. Στις έξι το πρωί της 9ης Μαρτίου, ο Μουσολίνι έφθασε σ' ένα παρατηρητήριο, που βρισκόταν σε υψόμετρο 800 μέτρων και είχε μπροστά του όλο το κρίσιμο τμήμα του μετώπου.

Άρχισε αμέσως μια προετοιμασία πυροβολικού, «κατά την οποία επί μιάμιση ώρα ερρίφθησαν 100.000 οβίδες». Με την επιμήκυνση της βολής του πυροβολικού, άρχισε η επίθεση του πεζικού, «ενώ συνεχή κύματα Γερμανικών Στούκας επεδίδοντο σε σφοδρούς βομβαρδισμούς». Όλη την ημέρα, Ιταλικά καταδιωκτικά εκάλυπταν τα Στούκας. Το Ιταλικό πεζικό, και προ παντός εκείνο που δρούσε υπό τα όμματα του Ντούτσε, επετέθη με σπάνια επιμονή και τόλμη. Παρ' όλα αυτά, η μεγάλη αυτή επίθεση απέτυχε. Διήρκεσε δέκα ημέρες. Ορισμένες ημέρες, π.χ. τη 13η Μαρτίου, υπήρξε ακόμη σφοδρότερη από την επίθεση της 9ης Μαρτίου.


Κατά τους Ιταλούς συγγραφείς, «τριακόσια κανόνια έβαλλαν επί μετώπου ενός χιλιομέτρου» και συνεχή κύματα αεροπλάνων «σε υποδειγματικούς σχηματισμούς» βομβάρδιζαν τους αμυνόμενους. Επρόκειτο περί της επιθέσεως εναντίον της αποφασιστικής θέσεως του κέντρου, του περίφημου βραχώδους υψώματος 731. Το πείσμα στην επίθεση ήταν όσο και το πείσμα στην άμυνα. Ανάλογο υπήρξε και το αίμα που χύθηκε από τη μια και από την άλλη πλευρά. «Στους πρόποδες του λόφου, σε ορισμένα σημεία, έβλεπε κανείς περισσότερα πτώματα Ιταλών παρά βράχους!» Από το άλλο μέρος, στα Ιωάννινα έφθαναν κάθε βράδυ 1.500 Έλληνες στρατιώτες τραυματίες.

Τα νοσοκομεία της πόλεως ήταν τόσο γεμάτα, ώστε οι τραυματίες, έως ότου μεταφερθούν σε άλλες πόλεις, ξάπλωναν στις αυλές ή και στους γειτονικούς δρόμους, παρουσιάζοντας έτσι μια φρικώδη εικόνα του διεξαγόμενου πολέμου. Η μάχη, μαινόμενη, διήρκεσε 13 ημέρες. Αυτές τις ημέρες σημειώθηκαν μικρές διακυμάνσεις υπέρ του ενός ή του άλλου, αλλά οι Ελληνικές γραμμές δεν διεσπάσθησαν πουθενά. Ο Μουσολίνι, συνεχώς κοντά στην πρώτη γραμμή, υπήρξε ο πρώτος που προέβλεψε ότι δεν θα διασπασθεί.

Νωρίς το απόγευμα της 9ης Μαρτίου, εν τω μέσω γενικής αισιοδοξίας, βρέθηκε μόνος με τον εξαίρετο Αρχηγό της Ιταλικής Αεροπορίας, τον Φραντζέσκο Πρίκολο, και του είπε: «Η επίθεση απέτυχε ήδη. Έχω πολεμήσει στα προχώματα και γνωρίζω αυτά τα πράγματα. Όταν μια επίθεση δεν επιτυγχάνει τις δύο ή τρεις πρώτες ώρες, δεν επιτυγχάνει πλέον ποτέ». Αποθαρρημένος. ανεχώρησε από την Αλβανία την 21η Μαρτίου και μίλησε για πρώτη φορά περί της ανάγκης να κάμει «μια λεπτομερή έκθεση επί της καταστάσεως για την A.M. τον Βασιλέα».

Η βοήθεια του Βασιλέως Βίκτωρος Εμμανουήλ, από τον οποίο είχε αφαιρέσει κάθε εξουσία αλλά ο οποίος είχε πολλές παλαιές ρίζες, φαινόταν τώρα απαραίτητη. Εφεξής όμως, μια άλλη βοήθεια, την οποία ακόμη λιγότερο επιθυμούσε, του ήταν επίσης απαραίτητη: η βοήθεια του Χίτλερ. Προετοιμαζόταν ήδη.

Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΟ 1941

Τον χειμώνα του 1940 και ενώ σχεδόν ολόκληρη η Ευρώπη έχει υ­ποταχθεί στις δυνάμεις του ναζισμού, η Ελλάδα καταφέρνει να α­ποκρούσει με επιτυχία την εισβολή της Ιταλίας στην επικράτειά της, αναπτερώνοντας το ηθικό όσων κρατών απέμεναν ακόμη να αντιστέκονται. Θορυβημένος από την ήττα του Μουσολίνι στην Ήπειρο, ο Χίτλερ αποφασίζει να παρέμβει.

Ο ήδη εξαντλημένος από τις πολύμηνες μάχες στην Πίνδο Ελληνικός στρατός δεν ήταν σε θέση να αντιπαρατεθεί με τις αριθμητικά πολλαπλάσιες δυνάμεις της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Βουλγαρίας, μο­λονότι 60.000 Βρετανοί, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί, Κύπριοι και Παλαιστίνιοι στρατιώτες προσέφεραν πολύτιμη βοήθεια. Πάντως, ο απελπισμένος αγώνας που δόθηκε μέχρι να σβήσει και η τελευταία εστία αντίστασης, στην Κρήτη, αποτέλεσε μια από τις συγκλονιστικότερες στιγμές του 20ού αιώ­να.

Από τους Έλληνες υπερασπιστές των οχυρών της γραμμής Μεταξά, που συνέχισαν να πολεμούν ακόμη και όταν όλα είχαν τελειώσει, μέχρι τους απαράμιλλης ανδρείας Νεοζηλανδούς, από τους οποίους ζητήθηκε να δώ­σουν και την τελευταία ρανίδα του αίματός τους, στον Πλαταμώνα, η μά­χη της Ελλάδας ανέδειξε τα όρια του ανθρώπινου θάρρους. Παρά τα λάθη, η Γερμανία χρειάστηκε περισσότερες ημέρες για να θέσει υπό τον έλεγχό της ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια, απ’ ό,τι χρειάστηκε για να καταλάβει τη Γαλλία.

Εντούτοις, απέδειξε –σε όσους ακόμη αμφέβαλλαν– ότι διαθέτει την αρτιότερη πολεμική μηχανή που είχε εμφανιστεί έως τότε στην ιστορία και θα χρειαζόταν χρόνια για να νικηθεί. Την πρώτη Μαρτίου, μεταξύ Γερμανίας και Βουλγαρίας υπεγράφη ένα Σύμφωνο που επέτρεπε στα Γερμανικά στρατεύματα να χρησιμοποιήσουν το Βουλγαρικό έδαφος. Η εφαρμογή της συμφωνίας άρχισε αμέσως. Δεν ήταν γνωστό τότε πόσα ακριβώς ήταν τα στρατεύματα τα οποία εισήλθαν στη Βουλγαρία.

Αλλά είναι γνωστό σήμερα ότι στις αρχές Απριλίου υπήρχαν επί των Ελληνοβουλγαρικών και των Σερβοβουλγαρικών συνόρων τέσσερεις Γερμανικές μεραρχίες αρμάτων μάχης και ένδεκα μηχανοκίνητες. Άλλες μεραρχίες απειλούσαν τη Γιουγκοσλαβία βορειότερα. Υπήρχαν, τέλος, μερικές μεγάλες μονάδες, που είτε κατέβαιναν προς νότον είτε έμεναν σε εφεδρεία. Τους τρεις πρώτους μήνες του πολέμου, η Ελλάς είχε αρνηθεί να δεχθεί επί του εδάφους της Βρετανικά στρατεύματα σε ενίσχυση των δικών της, για να μην προσφερθεί στον Χίτλερ η αφορμή την οποία πιθανόν να ζητούσε.

Άλλωστε, ήταν γνωστό ότι η Μεγάλη Βρετανία, σοβαρά απασχολημένη στη Βόρειο Αφρική, δεν μπορούσε να στείλει στην Ελλάδα αξιόλογη βοήθεια. Ο Τσώρτσιλ ήθελε να το κάμει, ήταν γι' αυτόν θέμα τιμής: να μην αφεθεί μόνος και αβοήθητος ο μικρός σύμμαχος που πολεμούσε ηρωικά με τόσο δυσμενείς συνθήκες. Για τον Μεταξά όμως και τον Παπάγο δεν ετίθετο ζήτημα τιμής, αλλά ζήτημα τακτικού λάθους, γιατί θα εξασθένιζε ένα μέτωπο σημαντικό και ήδη αναιμικό, το μέτωπο της Αφρικής, χωρίς να επανδρώνεται αρκετά το άλλο μέτωπο, της Ελλάδος.


Ο Μεταξάς πέθανε την 29η Ιανουαρίου. Ένας υπουργός του, ο Κορυζής, άνθρωπος έντιμος και τραπεζίτης με καλή φήμη, τον διεδέχθει. Εν τω μεταξύ, οι Γερμανικές προετοιμασίες έδειχναν σαφώς ότι ο Χίτλερ δεν αναζητούσε καν αφορμή για να παρέμβει και ότι είχε καταλήξει σε οριστικές αποφάσεις. Η αποστολή Βρετανικών στρατευμάτων έγινε αποδεκτή από την Ελληνική Κυβέρνηση. Ο Τσώρτσιλ έκαμε μια προσπάθεια ανώτερη μεν των δυνατοτήτων του, αλλά παρόλα αυτά ανεπαρκή. 

Στις αρχές Απριλίου υπήρχαν στην Ελλάδα λίγο περισσότεροι των 60.000 συμμάχων. Επρόκειτο για μια μεραρχία Βρετανών, δύο μεραρχίες Αυστραλών, μια μεραρχία Νεοζηλανδών, και μια ταξιαρχία ελευθέρων Πολωνών. Τα στρατεύματα αυτά, καλά εξοπλισμένα και βοηθούμενα από τρεις ασθενείς Ελληνικές μεραρχίες, έπρεπε να καλύψουν, προς ανατολάς της οροσειράς της Πίνδου, το μέτωπο προς τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία. Για την άμυνα της περιοχής εναντίον της Βουλγαρίας, υπήρχε επίσης η «Γραμμή Μεταξά», η οποία απετελείτο από μικρά φρουριακά συγκροτήματα που ήλεγχαν τις κυριότερες διαβάσεις.

Η Γερμανική εισβολή στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, στις 6 Απριλίου του 1941, σηματοδοτούσε την περιέλευση της Βαλκανικής υπό τον Γερμανικό έλεγχο. Η χερσόνησος δεν αποτελούσε στο σύνολό της πεδίο προτεραιότητας για το Βερολίνο. Καθοριστικός για τον Γερμανικό σχεδιασμό ήταν ο έλεγχος των πετρελαιοπηγών της Ρουμανίας. Το ενδιαφέρον της Γερμανίας για την Ελλάδα προέκυψε ως αποτέλεσμα της Ιταλικής επίθεσης τον Οκτώβριο του 1940.

Σε σχετική Ιταλική βολιδοσκό­πηση, το Βερολίνο είχε απαντήσει αρ­νητικά, επικαλούμενο την ανάγκη αποφυγής εγκατάστασης των Βρετα­νών στο νότιο άκρο της χερσονήσου με συνέπεια να απειληθεί η ανεμπόδιστη χρήση των Ρουμανικών πετρελαιοπη­γών, αφού η Ρουμανία θα βρισκόταν εντός του βεληνεκούς της Βρετανικής αεροπορίας. Μόλις όμως απεφασίσθη η αποστολή συμμαχικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, σημειώθηκαν σοβαρές διαφωνίες μεταξύ Ελλήνων και Βρετανών ως προς τα σχέδια αμύνης. Οι Βρετανοί ζητούσαν, ήδη από τα τέλη Φεβρουαρίου, την άμεση αποχώρηση μεγάλων Ελληνικών τμημάτων από το Αλβανικό μέτωπο. 

Επί μια εβδομάδα φαίνεται ότι οι Βρετανοί επίστευσαν ότι παρουσία του Βασιλέως Γεωργίου Β' και του κ. Άντονυ Ήντεν, τότε Υπουργού των Εξωτερικών, ο Παπάγος είχε συμφωνήσει να αποσυρθεί μέγα μέρος των στρατευμάτων του από εκεί. Το Αγγλικό Γενικό Επιτελείο της Μέσης Ανατολής ήθελε να οργανώσει την άμυνα σε μια γραμμή που θ' άρχιζε στο Αιγαίο και, δια του Ολύμπου, θα συνεχιζόταν επί των ορέων της Β.Δ Μακεδονίας. Επρόκειτο ασφαλώς περί οργανώσεως μιας ισχυράς γραμμής αμύνης. 

Τα πράγματα απέδειξαν εκ των υστέρων -τον Μάρτιο- ότι η ενδεχομένη αυτή αναδίπλωση των Ελληνικών δυνάμεων θα ήταν καταστρεπτική, γιατί θα γινόταν κατά τη διάρκεια της μεγάλης «Εαρινής Επιθέσεως» του Μουσολίνι. Το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο, με επικεφαλής τον Παπάγο, σκεπτόταν με διαφορετικό τρόπο: θα ήταν οπωσδήποτε πολύ δύσκολο να αντισταθεί κανείς εναντίον μιας βαρείας Γερμανικής επιθέσεως, τόσο μάλλον που οι Γερμανοί, κύριοι στον αέρα, θα συνέτριβαν τα μετόπισθεν. 

Δεύτερον, εάν εγκατελείπετο μέγα τμήμα της Ελλάδος, συμπεριλαμβανομένης μάλιστα και της Θεσσαλονίκης, θα κατεφέρετο βαρύ πλήγμα κατά του ηθικού των Ελλήνων. Τρίτον, το Αλβανικό μέτωπο, απογυμνωμένο, θα δημιουργούσε κρίσιμα προβλήματα επί της νέας γραμμής αμύνης, και προ παντός θα απεθάρρυνε τους Γιουγκοσλάβους, που τότε δεν είχαν ακόμη αποφασίσει να αντισταθούν. Τέλος, η Γιουγκοσλαβία, που διέθετε ένα σχετικώς καλά εξοπλισμένο στρατό, αποτελούμενο από καλούς μαχητάς, εάν απεφάσιζε να αντισταθεί, θα κρατούσε ορισμένες θέσεις για ένα διάστημα.

Η Ιταλική εμπλοκή και κυρίως η ήτ­τα των Ιταλικών δυνάμεων στην Αλβα­νία έθετε την Ελλάδα στο επίκεντρο του Γερμανικού στρατιωτικού σχεδιασμού. Τον Δεκέμβριο του 1940, ο Χίτλερ έδι­νε τη συγκατάθεσή του για το σχέδιο «Μαρίτα», που προέβλεπε την κατάληψη της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας προκειμένου να εξασφαλιστούν η νότια και ανατολική Γερμανική πλευρά εν ό­ψει της εκστρατείας κατά της Σοβιετικής Ένωσης που επρόκειτο να αναλη­φθεί εντός του 1941. Πριν προσφύγει, όμως, τελικά στη στρατιωτική λύση, το Βερολίνο θα αναλάμβανε διπλωματική προσπάθεια για ανακωχή μεταξύ της Ιταλία και της Ελλάδας.

Οι προσπάθειες αυτές που εξελίχθηκαν από τον Δε­κέμβριο του 1940 έως και τον Φεβρου­άριο του 1941 απέβησαν άκαρπες, καθώς η Αθήνα δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει τη συμμαχία της με τη Βρε­τανία, αλλά μόνο να εξασφαλίσει τη δια­κοπή των εχθροπραξιών με την Ιταλία. Αντίθετα, η προτεραιότητα για το Βερολίνο ήταν να εκδιώξει τους Βρετανούς από την Ελλάδα. Η τελευταία θα προ­σπαθούσε να τηρήσει ιδιαίτερα προ­σεκτική στάση, αποφεύγοντας να προκαλέσει τη Γερμανική πλευρά.

Ήδη, κα­τά τιςσυνομιλίες της με τους Βρετανούς, η Αθήνα είχε αρνηθεί να δεχθεί Βρετανικές δυνάμεις στο έδαφός της, αφού η Βρετανική ενίσχυση φαινόταν ανεπαρκής για την απώθηση Γερμανικής εισβολής αλλά επαρκής για να προκα­λέσει το Βερολίνο. Όταν τελικά, προς το τέλος Φεβρουαρίου, η Αθήνα θα δεχό­ταν τη Βρετανική ενίσχυση ήταν περί­που βέβαιο ότι οι Γερμανικές δυνάμεις θα επενέβαιναν υπέρ των Ιταλών. Η είσοδος του Γερμανικού στρατού στη Βουλγαρία ήταν η από μακρού αναμε­νόμενη επιβεβαίωση των Γερμανικών προθέσεων.


Στον Γερμανικό σχεδιασμό σημαντική θέση κατείχε και η Γιου­γκοσλαβία. Το Βελιγράδι αισθανόταν α­πό καιρό τη Γερμανική πίεση και η θέ­ση του δεν ήταν αναμφισβήτητη στο πλευρό των δυτικών δυνάμεων. Στις 25 Μαρτίου, υπό την επίδραση του αντιβασιλέως Παύλου, η Γιουγκοσλαβία επρόκειτο να προσχωρήσει στον Άξονα. Η εικόνα ανατράπηκε άρδην στις 27 Μαρτίου, όταν πραξικόπημα φιλοβρετανικών στοιχείων στον στρατό και στις υπηρεσίες ασφαλείας, με τη συνδρομή των Βρετανικών υπηρεσιών, ανέτρεψε τον αντιβασιλέα και την κυβέρνησή του.

Ο νεαρός βασιλέας που ανέλαβε την άσκηση των βασιλικών του καθηκό­ντων χωρίς αντιβασιλεία διόρισε μια νέα κυβέρνηση που δεν συμμεριζόταν τον προσανατολισμό της Γιουγκοσλαβικής πολιτικής προς τον Άξονα. Το πραξικόπημα στο Βελιγράδι θα αντιμετωπιζόταν από τη Γερμανική πλευ­ρά με την προσφυγή στη στρατιωτική επιλογή. Αυτή είχε γίνει υποχρεωτική και για την Ελλάδα από την οπτική του Βερολίνου ήδη από τα μέσα Μαρτίου, αφού η Εαρινή Επίθεση των Ιταλών στην Αλβανία είχε αποκρουστεί από τις Ελληνικές δυνάμεις και συνεπώς δεν δια­φαινόταν δυνατότητα ανατροπής της στρατιωτικής κατάστασης.

Στην πραγματικότητα, το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο φαίνεται ότι επιθυμούσε να εξαπολύσει περί την 10η Απριλίου, με το μέγιστο της μαχητικότητάς του, μια γενική επίθεση επί όλου του Αλβανικού μετώπου, ώστε να καταλάβει βορειότερα μια ισχυρή γραμμή κάπου πέραν του λιμένος του Αυλώνος. Αυτό θα απελευθέρωνε ικανό αριθμό μονάδων και θα επέτρεπε μιαν άμυνα κατά των Γερμανών πολύ περισσότερο αποτελεσματική. Η συνεννόηση δεν ήταν εύκολη και, έκτος από τις διαφωνίες, δημιουργήθηκαν και παρεξηγήσεις μεταξύ Ελλήνων και Βρετανών. Θα χρειαζόταν πολύς χώρος για να εκτεθούν λεπτομερώς τα διαδραματισθέντα. 

Το γεγονός είναι ότι, μετά την αιματηρή Εαρινή Επίθεση των Ιταλών, δεν υπήρξε χρόνος ούτε για να εκδηλωθεί η γενική επίθεση των Ελλήνων ούτε για να γίνει η αναδίπλωση επί της γραμμής την οποία είχαν επισημάνει οι Βρετανοί. Πράγματι, την 6η Απριλίου οι Γερμανοί παρέλυαν το Βελιγράδι με ένα τρομακτικό αεροπορικό βομβαρδισμό, και με ορμητήριο τη Βουλγαρία, εξορμούσαν με τις θωρακισμένες και μηχανοκίνητες μεραρχίες τους κατά της Ελλάδος και της Γιουγκοσλαβίας. 

Οι Γιουγκοσλάβοι, διεσπαρμένοι επί των πολύ εκτεταμένων συνόρων τους και συντριβόμενοι από τη Luftwaffe, δεν προέβαλαν πρακτικώς καμιά αντίσταση, τουλάχιστον στα νότια διαμερίσματα της χώρας τους, που ενδιέφεραν την άμυνα της Ελλάδος. Οι Γιουγκοσλάβοι υφίσταντο εκεί δύο κύριες επιθέσεις. Η μια είχε ως αντικειμενικό σκοπό τα Σκόπια, και απέβλεπε στο να διακόψει κάθε επικοινωνία των νοτίων περιοχών με τις βόρειες, που ήταν πλουσιότερες και καλύτερα οργανωμένες.

Η άλλη επίθεση, νοτιότερα, είχε ως αντικειμενικό σκοπό την Ελλάδα. Ισχυρά θωρακισμένα και μηχανοκίνητα τμήματα έπρεπε να διασχίσουν ταχύτατα το μεγαλύτερο μέρος της νοτίου Γιουγκοσλαβίας και να εισβάλουν στην Ελλάδα από ένα σημείο, το οποίο οι Σύμμαχοι θεωρούσαν ασφαλές: τη βορειοανατολική γωνία της Ελληνικής Μακεδονίας.

Από στρατιωτική άποψη, οι Γερμανικές δυνάμεις ήταν αναμφισβήτητα υπερέχουσες και η εξέλιξη των επι­χειρήσεων αποτελούσε μια Βαλκανι­κή εκδοχή του κεραυνοβόλου πολέ­μου που είχαν εφαρμόσει με επιτυχία οι Γερμανοί στη δυτική Ευρώπη τον Μάιο του 1940. Οι Έλληνες είχαν ισχυρές οχυρώσεις στην Ελληνοβουλγαρική μεθόριο αλλά όχι στην Ελληνογιουγκοσλαβική. Πέραν αυτού, ο Ελληνοβρετανικός σχεδιασμός έπα­σχε, καθώς δεν ήταν σαφές αν θα ε­πιδιωκόταν η άμυνα σε προωθημένη γραμμή ή η εκκένωση της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης ώστε να στηριχθεί αμυντικά μια γραμμή στον ποταμό Αλιάκμονα.

Η εξέλιξη των ε­πιχειρήσεων κατέστησε μάλλον ακαδημαϊκές τις σχετικές συζητήσεις. Τέσσερα άλλα συγκροτήματα Γερμανικών μονάδων εξορμούσαν από τη Βουλγαρία κατ' ευθείαν εναντίον της Ελλάδος. Δύο, σε σχήμα τανάλιας, προς τη Θεσσαλονίκη, δύο άλλα προς τα λιμάνια της Θράκης, επί του Αιγαίου Πελάγους. Ασθενή Ελληνικά τμήματα προσεπάθησαν να αμυνθούν, αλλά συνετρίβησαν από τα εχθρικά άρματα μάχης και σχεδόν διελύθησαν. Μόνο τα μικρά φρούρια της «Γραμμής Μεταξά» αντεστάθησαν, απομονωμένα, βαρύτατα βομβαρδιζόμενα, και υπό την πίεση πολλών εμπρηστικών βομβών και φλογοβόλων. 

Δεν παρεδόθησαν παρά όταν ολόκληρη η Θράκη είχε καταληφθεί. Οι πολιορκηταί της Wehrmacht παρουσίασαν όπλα καθώς εξήρχοντο από τα σφυροκοπημένα μικρά φρούρια οι λίγοι επιζήσαντες. Είχε σωθεί η τιμή. Κατά τα άλλα, επρόκειτο περί του Blitzkrieg, του κεραυνοβόλου πολέμου, με όλη την αδηφαγία του. Την 9η Απριλίου, δηλαδή την τετάρτη ημέρα της επιθέσεως, κατελήφθη η Θεσσαλονίκη, τη 10η τα λιμάνια της Θράκης. 

Εν τω μεταξύ, τα μηχανοκίνητα τμήματα που διεξήγαγαν τη δεύτερη επίθεση που προανεφέρθη, κατά της Γιουγκοσλαβίας, διέσχιζαν ανενόχλητα ολόκληρη τη νότιο Σερβία, και, δια των αυχένων της Φλωρίνης, εισέβαλαν στην Ελλάδα. Άφηναν αριστερά και την Ελληνοβρετανική γραμμή αμύνης του Ολύμπου, και διέβαιναν την οροσειρά της Πίνδου από ανατολών προς δυσμάς. Χρησιμοποιούσαν τη μόνη αμαξιτή οδό που τη διέσχιζε, το δρόμο του Μετσόβου, ο οποίος, επειδή βρισκόταν βαθιά στα μετόπισθεν, δεν επροστατεύετο. Με τα πλευρά της ακάλυπτα, και ισχυρά βομβαρδιζόμενη από τη Luftwaffe, η πόλη των Ιωαννίνων κατελήφθη το πρωί της 21ης Απριλίου. 


Επρόκειτο περί της κυρίας βάσεως ανεφοδιασμού του μαχόμενου στην Αλβανία Ελληνικού Στρατού, βάσεως η οποία βρισκόταν πλέον των εκατό χιλιομέτρων στα μετόπισθεν. Η νικηφόρος στρατιά, η ισχυρότερη που είχε ποτέ παρατάξει η Ελλάς, βρισκόταν έτσι κυκλωμένη και αποκομμένη από τις βάσεις της. Έπειτα από μερικές τοπικές μάχες, απειθαρχώντας στις διαταγές του Βασιλέως Γεωργίου Β' και του Παπάγου, μερικοί στρατηγοί της παρεδόθησαν την 22α Απριλίου. Βορείως του Ολύμπου, οι μάχες συνεχίσθηκαν, αλλά ήταν πλέον φανερό ότι κάθε σοβαρή αντίσταση ήταν αδύνατη.

Ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός, επί του οποίου είχαν στηριχθεί ορισμένες ελπίδες, παρεδόθη τη 17η Απριλίου. Η Luftwaffe, αφού αχρήστευσε κατά τις πρώτες ημέρες όλα τα Ελληνικά αεροδρόμια, ήταν κυρία του εναερίου χώρου. Στα μετόπισθεν, πόλεις και συγκοινωνιακοί κόμβοι εβομβαρδίζοντο συνεχώς. Το λιμάνι του Πειραιώς, λόγω τυχαίου βομβαρδισμού πλοίου που μετέφερε εκρηκτικές ύλες, είχε αχρηστευθή. Το Ελληνοσυμμαχικό μέτωπο είχε αποκοπή από τις βάσεις του. Δεν απέμενε άλλη λύση από την ταχεία αναδίπλωση. 

Έτσι, μπορεί να λεχθεί ότι, έκτος από μια σοβαρή σύγκρουση κατά την οποία συμμαχικές μεραρχίες προέβαλαν πεισματική αντίσταση σε στενό μέτωπο, δεν έγιναν πλέον παρά αψιμαχίες που εκάλυπταν την υποχώρηση. Την 21η Απριλίου, οι Γερμανοί υπερφαλάγγιζαν τον Όλυμπο, και την ίδια ημέρα το Βρετανικό Γενικό Επιτελείο έπαιρνε την απόφαση της εκκενώσεως της Ελλάδος. Χάρη στην παραδειγματική ψυχραιμία των τμημάτων, που κατόρθωσαν να αποφύγουν την κύκλωση, και χάρη στην τολμηρή δεξιοτεχνία του βρετανικού ναυτικού, 50.000 άνδρες επεβιβάσθησαν στα πλοία. 

Οι άλλοι, σχεδόν όλοι, απέφυγαν τη σύλληψη, χάρη στη βοήθεια του πληθυσμού, και σιγά-σιγά διέφυγαν στην Αίγυπτο. Την 27η, τα ναζιστικά στρατεύματα κατελάμβαναν την πρωτεύουσα της Χώρας. Στην Αθήνα, την ημέρα εκείνη, οι δρόμοι ήταν έρημοι, τα παραθυρόφυλλα κλειστά. Την επομένη, με αργοπορία έξι μηνών αλλά πολύ ειρηνικότερα από ό,τι είχε προβλέψει η Ρώμη, η Ιταλική μεραρχία Μπάρι κατελάμβανε την Κέρκυρα. Ήλθε εν συνεχεία η σειρά των άλλων νησιών και της Πελοποννήσου, που ήταν πλέον εύκολη λεία.

Οι Γερμανοί επιτέθηκαν ταυτόχρονα στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία στις 6 Απριλίου. Η υπεροχή τους σε τεθωρακισμένα και στον αέρα ήταν σαφής, ενώ αντίθετα, οι Βρετανικές, Νεοζηλανδικές και Αυστραλιανές δυ­νάμεις που είχαν εισέλθει στον Ελ­ληνικό χώρο τον Μάρτιο δεν διέθεταν τα μηχανοκίνητα μέσα και την αε­ροπορική κάλυψη σε επάρκεια. Από Ελληνικής πλευράς, ο κύριος όγκος των δυνάμεων ήταν δεσμευμένος στο μέτωπο της Αλβανίας.

Τα οχυρά στην Ελληνοβουλγαρική μεθόριο α­ποδείχθηκαν αξιόπιστα ως προς τη δυ­νατότητά τους να καθυστερήσουν την προέλαση του επιτιθέμενου, δεν είχαν όμως πρακτική αξία από τη στιγμή που οι Γερμανικές δυνάμεις έκαμψαν εύ­κολα τη Γιουγκοσλαβική αντίσταση και εισήλθαν ταχύτατα στο Ελληνικό έδαφος, μέσω της κοιλάδας του Αξι­ού και κατέλαβαν τελικά τη Θεσσα­λονίκη στις 9 Απριλίου. Οποιαδήπο­τε περαιτέρω αντίσταση στα οχυρά δεν είχε νόημα.

Η προέλαση ήταν τα­χεία και στη Γιουγκοσλαβία, το Βελι­γράδι καταλήφθηκε στις 17, ενώ η γραμμή των Θερμοπυλών ήταν προφανές τις ίδιες μέρες ότι δεν μπορούσε να αντέξει. Η ραγδαία Γερμανική προέλαση απέκοψε και τις Ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο μέτω­πο της Αλβανίας. Η συντριπτική Γερ­μανική υπεροχή άσκησε μεγάλη ψυ­χολογική και υλική πίεση στον Ελληνικό στρατιωτικό μηχανισμό και στην πολιτική ηγεσία.

Ο διάδοχος του Με­ταξά στην πρωθυπουργία, Αλέξανδρος Κορυζής, αυτοκτόνησε στις 18 Απρι­λίου, ενώ διοικητές των μονάδων της στρατιάς Ηπείρου με επικεφαλής τον στρατηγό Τσολάκογλου, ενώπιον του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκονταν, προχώρησαν σε συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς στις 20 Απριλίου, παρά τις αντίθετες διαταγές του βασιλιά Γεωργίου του Β’ και του αρχιστρα­τήγου Αλεξάνδρου Παπάγου, οι οποίοι κατανοούσαν την πολιτική, ψυχολο­γική σημασία, αλλά και τη στρατηγι­κή προοπτική της παραμονής τα Ελλάδας στο πλευρό των Βρετανών.

Η συνθηκολόγηση δεν επηρέασε πάντως την προσπάθεια εκκένωσης των συμμαχικών δυνάμεων από την ηπειρωτική Ελλάδα. Η επιχείρηση εξελίχθηκε με επιτυχία και μεγάλο μέρος των δυνάμεων αυτών μεταφέρ­θηκαν στην Κρήτη, όπως άλλωστε ο βασιλιάς, η κυβέρνηση και υπολείμ­ματα των Ελληνικών ενόπλων δυνά­μεων. Οι Γερμανικές δυνάμεις εισήλ­θαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου. Η Ελληνική επικράτεια, με εξαίρεση την Κρήτη, βρισκόταν πλέον υπό την τριπλή, Γερμανική, Βουλγαρική και Ιταλική κατοχή.

Τα κίνητρα του Τσολάκογλου και των στρατηγών θεωρήθηκαν δια­βλητά όταν αυτοί ανέλαβαν να σχηματίσουν μια κυβέρνηση συνεργασίας με τις δυνάμεις Κατοχής, ευθύς μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθή­να. Την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας ακολούθησε η κατάληψη της Κρήτης τον Μάιο του 1941. Ο Βασιλεύς Γεώργιος κατέφυγε εκεί. Ο Παπάγος έκρινε ότι όφειλε να μείνει επί του ηπειρωτικού εδάφους της Χώρας, μεταξύ των ανδρών που είχε διοικήσει. Είχε την παρηγοριά να ακούσει ότι ο Χίτλερ είχε δηλώσει στο Ράιχσταγκ ότι, για να τιμηθεί η ανδρεία, οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες δεν θα συνελαμβάνοντο αιχμάλωτοι.


Ωραία φράση, που δεν εμπόδισε αργότερα να συλληφθούν και να μεταφερθούν στην Ιταλία και τη Γερμανία πολλοί Έλληνες αξιωματικοί. Για τον ίδιο τον Παπάγο επεφυλάχθει η σκληρή τιμή του Γερμανικού στρατοπέδου συγκεντρώσεως του Ουράνιεμπουργκ. Στην Κρήτη, ο Βασιλεύς συνοδευόταν από μια νέα Κυβέρνηση. Ο Κορυζής, πατριώτης ευαίσθητος και υπερήφανος, είχε αυτοκτονήσει τη 18η Απριλίου. Ο Ανώτατος Άρχων επέλεξε για να τον διαδεχθή τον Τσουδερό, τραπεζίτη και αυτόν, γνωστό για τους δεσμούς του με πολιτικούς αντιθέτους προς το καθεστώς του Μεταξά. 

Χωρίς αμφιβολία, επρόκειτο περί ενδείξεως: ο Γεώργιος ο Β' αντιλαμβανόταν ότι ούτε μια από τις ωραιότερες σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας, που κατά πολύ οφειλόταν σ' αυτόν και τον Μεταξά, δεν εξουδετέρωνε το γεγονός ότι είχε στηρίξει μια δικτατορία. Και είχε να αντιμετωπίσει ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα. Γιατί ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει τον αγώνα. Για να το κάμει, του έμενε η Κρήτη. Δυστυχώς, η μεγαλόνησος, μήκους περίπου 250 χιλιομέτρων και πλάτους 30 ως 60, καθώς βρίσκεται στο κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου, ήταν ένα εξαίρετο ορμητήριο για τον Χαλύβδινο Άξονα.

Από το άλλο μέρος, η άμυνά της ήταν πολύ ασθενής. Οι άνδρες της, επιστρατευμένοι, βρίσκονταν στην ηπειρωτική Ελλάδα, και τα παλαιά όπλα που, κατά τις τοπικές παραδόσεις, κάθε οικογένεια διατηρούσε κρυμμένα, είχαν κατά το πλείστον κατασχεθεί από το καθεστώς. Δεν υπήρχαν στο νησί παρά μερικά μικρά Βρετανικά τμήματα, που είχαν αποβιβασθεί εκεί από τον Δεκέμβριο του 1940. Είναι αλήθεια ότι, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα, περισσότεροι των 40.000 ανδρών, προπάντων Νεοζηλανδοί και Αυστραλοί, μετεφέρθησαν στην Κρήτη. 

Οι περισσότεροι, όμως, από αυτούς δεν μετεφέρθησαν ως οργανωμένες μονάδες. Δεν είχαν παρά ελαφρά όπλα, συχνά δεν είχαν καθόλου όπλα ή είχαν ελάχιστα πολεμοφόδια. Και, προπάντων, ήταν κατάκοποι, ηττημένοι, ταλαιπωρημένοι από συνεχείς βομβαρδισμούς, που τους απεκάλυπταν τη συντριπτική υπεροχή της Γερμανικής αεροπορίας, Έφθαναν στη μεγαλόνησο με τη ζύμη της ήττας στην ψυχή. Οι Γερμανοί τα γνώριζαν όλα αυτά. Αν πίστευαν ότι η νήσος ήταν εξοπλισμένη, είναι αμφίβολο αν θα είχαν αναλάβει μια τόσο δύσκολη επιχείρηση. 

Πάντως, για να την αναλάβουν διέθεσαν μια δύναμη εξαιρετική, τόσο από απόψεως ποιότητος όσο και από απόψεως όγκου. Τα αεροπλάνα τους, δεδομένου ότι απεγειούντο από τα αεροδρόμια της Ελλάδος και της Δωδεκανήσου, τότε Ιταλικής, και δεδομένου του αριθμού τους, ήταν, κατά τους υπολογισμούς που μπορούν να γίνουν σήμερα, ως 40 προς 1 έναντι των Βρετανικών αεροπλάνων, τα οποία απεγειούντο από την Αίγυπτο και όφειλαν να καλύψουν ένα μέτωπο που άρχιζε στη Συρία και τελείωνε στην Κρήτη και τη Λιβύη. 

Πεντακόσια αεροπλάνα Γιούγκερς και πολλές δεκάδες συρομένων ανεμοπτέρων εξησφάλιζαν τις μεταφορές. Περισσότερα των 200 Μέσσερσμιτ, Στούκας και άλλα αεροπλάνα διώξεως και βομβαρδισμού, κάλυπταν τα μεταφορικά αεροπλάνα και θα υπεστήριζαν τις επιχειρήσεις. Ο αεροπορικός αυτός στόλος, τεράστιος για την εποχή εκείνη, είχε διοικητή αυτόν τον ίδιο τον περίφημο Ριχτχόφεν. Τα τμήματα τα οποία επρόκειτο να καταλάβουν την Κρήτη και τα οποία περιελάμβαναν συνολικά 22.000 άνδρες περίπου, ήταν όλα επίλεκτα. 

Περιελάμβαναν, όπως είναι γνωστό σήμερα, το άνθος του Γερμανικού Στρατού, τη μοναδική μεραρχία αλεξιπτωτιστών· περιελάμβαναν, ακόμη, και την πιο φημισμένη μονάδα της Βέρμαχτ, το «Πρώτο Σύνταγμα Επιθέσεως» (τέσσερα τάγματα), τα οποία απετελούντο από άνδρες πολύ νέους· οι νέοι αυτοί ήταν διαλεγμένοι με πολλή επιμέλεια, είχαν υποστεί έντονη εκπαίδευση πάσης φύσεως και μορφής· ακόμη και η ιδιωτική ζωή τους ήταν οργανωμένη κατά τρόπο ώστε το μαχητικό πνεύμα να βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο του. Οι άνδρες αυτοί θεωρούσαν τους εαυτούς των «αήττητους». Μέχρι τότε ήταν αήττητοι. 

Και τώρα πήγαιναν, κατά διαταγή του Φύρερ τους, να καταλάβουν την Κρήτη, για να χρησιμοποιηθεί ως αεροπορική βάση για όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Έφθαναν εκεί με τη ζύμη της νίκης στην ψυχή. Παρόλα αυτά, την πρώτη ημέρα της επιχειρήσεως η νίκη τους φάνηκε αμφίβολη. Είναι, μάλιστα, δυνατό να λεχθεί ότι, αν εκείνη την ημέρα και σ' αυτόν τον τόπο, όπου κυρίως κρίθηκε η τύχη της Κρήτης, δεν είχαν σημειωθεί ατυχήματα στη διοίκηση των Συμμάχων, η νήσος πιθανόν να μην είχε καταληφθεί.

Αν και η Γερμανική επίθεση δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί από τους Έλληνες και τους Συμμάχους, προκάλεσε απώλειες σε επίλεκτες Γερμανικές μονάδες και ενδεχομένως κάποια καθυστέρηση στην έναρξη της Γερμανικής επίθεσης κατά της Σοβιετικής Ένωσης, που τελικά πραγματοποιήθηκε στις 22 Ιουνίου. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν κρίθηκε στα Βαλκάνια, η κλίμακα των δυνά­μεων στη γωνία αυτή της Ευρώπης δεν ήταν συγκρίσιμη με αυτή των άλλων μετώπων.

Ούτε είναι βέβαιο ότι η Γερμανική προέλαση στο Σοβιετι­κό έδαφος καθυστέρησε καθοριστικά λόγω της Βαλκανικής εκστρατείας. Αυ­τό που ανέδειξε όμως ο πόλεμος και η Κατοχή στα Βαλκάνια, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ήταν ότι η κυ­ριαρχία της ναζιστικής Γερμανίας εί­χε πολύ λίγους υποστηρικτές, η Γερ­μανία έπρεπε να επέμβει στρατιωτι­κά και να υποστεί το κόστος σε έμ­ψυχο και άψυχο δυναμικό μιας μακροχρόνιας επιβολής δια της βίας, εγ­χείρημα το οποίο τελικά υπερέβαινε τις δυνατότητες της Γερμανίας.


Η ΤΡΙΠΛΗ ΚΑΤΟΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΩΝ 

Από τον Ιούλιο του 1940 οι Ιταλοί με μία σειρά προκλητικών ενεργειών επεδίωκαν πολεμική σύγκρουση με την Ελλάδα, με στόχο να υλοποιήσουν τα επεκτατικά τους σχέδια στην περιοχή. Στις 12 Ιουλίου 1940 βομβάρδισαν το Ελληνικό αντιτορπιλικό Ύδρα στα ανοιχτά της Γραμβούσας. Ακολούθησε τέσσερις μέρες μετά βομβαρδισμός Ελληνικών υποβρυχίων που βρίσκονταν στον κόλπο της Ιτέας και στα τέλη του Ιουλίου βομβαρδίστηκαν τα αντιτορπιλικά Βασιλεύς Γεώργιος και Βασίλισσα Όλγα.

Αποκορύφωμα των ιταλικών προκλητικών ενεργειών ήταν ο τορπιλισμός του καταδρομικού Έλλη, στις 15 Αυγούστου του 1940, κατά τον εορτασμό του Δεκαπενταύγουστου. Το πλοίο που βρισκόταν στο λιμάνι της Τήνου δέχτηκε τρεις τορπίλες από ιταλικό υποβρύχιο, από τις οποίες μία βρήκε στόχο προκαλώντας έκρηξη, που οδήγησε στη βύθιση του πλοίου. Από την επίθεση υπήρξαν 9 νεκροί και 29 τραυματίες. Αν και η ταυτότητα του υποβρυχίου έγινε γνωστή από τα θραύσματα των τορπιλών του, η κυβέρνηση Μεταξά απέκρυψε το γεγονός σε μία προσπάθεια να αποφύγει την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο, κάτι που όμως δεν άργησε να συμβεί.

Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου ο Ιταλός πρέσβης στην Ελλάδα, Εμμανουέλε Γκράτσι, παρέδωσε ένα τελεσίγραφο της ιταλικής κυβέρνησης στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά. Με το τελεσίγραφο η Ιταλία αξίωνε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία της Ελλάδας, για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του κατά τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Ο Μεταξάς απέρριψε το τελεσίγραφο και λίγες ώρες μετά Ιταλικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελλάδα από την Ιταλοκρατούμενη Αλβανία.

Μετά την αιφνιδιαστική Ιταλική επίθεση ο ελληνικός στρατός κατάφερε να αμυνθεί επιτυχώς αποδεικνύοντας πως αποτελεί υπολογίσιμο αντίπαλο. Οι Ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να εκμεταλλευτούν επιτυχώς το ορεινό έδαφος της Ηπείρου και στην συνέχεια κατάφεραν να εξαπολύσουν αντεπίθεση οδηγώντας τον Ιταλικό στρατό σε οπισθοχώρηση. Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου οι Έλληνες έλεγχαν σχεδόν το ¼ της Αλβανίας. Τον Μάρτιο του 1941 οι Ιταλοί με ενισχυμένες δυνάμεις πραγματοποίησαν νέα επίθεση στο Αλβανικό μέτωπο (Ιταλική Εαρινή Επίθεση), που απέτυχε ξανά.

Η Ελληνική νίκη απέναντι στις Ιταλικές δυνάμεις αποτέλεσε την πρώτη νίκη συμμαχικών δυνάμεων απέναντι σε δυνάμεις του άξονα από το ξέσπασμα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Τον Απρίλιο του 1941 πραγματοποίησε επίθεση η Ναζιστική Γερμανία. Από τις 13 Δεκεμβρίου 1940 η Γερμανία είχε καταρτίσει σχέδιο εισβολής στην Ελλάδα με την κωδική ονομασία ''Επιχείρηση Μαρίτα'', θεωρώντας πως ο έλεγχος της περιοχής ήταν βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα. Στις 27 Μαρτίου 1941, μία μέρα μετά το Βρετανικό πραξικόπημα στο Βελιγράδι, το σχέδιο τροποποιήθηκε ώστε να περιλαμβάνει και την κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας.

Τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου 1941, ο Γερμανός πρέσβης Βίκτορ Έρμπαχ επέδωσε στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Αλέξανδρο Κορυζή τελεσίγραφο για την επικείμενη Γερμανική επίθεση. Πριν ακόμα παραδοθεί το τελεσίγραφο, οι Γερμανικές δυνάμεις πραγματοποιούσαν επίθεση κατά μήκος της Γραμμής Μεταξά στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Παράλληλα η Γερμανική αεροπορία βομβάρδιζε θέσεις στο εσωτερικό της χώρας με πιο καταστροφικό τον βομβαρδισμό του Πειραιά στις 7 Απριλίου του 1941. Η Γερμανία ταυτόχρονα με την Ελλάδα εισέβαλε στη Γιουγκοσλαβία από τη Βουλγαρία.

Ενώ τα Ελληνικά οχυρά άντεχαν στις Γερμανικές επιθέσεις, η γρήγορη κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας έδωσε τη δυνατότητα στους Γερμανούς να τα παρακάμψουν και να εισέλθουν στο Ελληνικό έδαφος από τα Ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα μέσω της κοιλάδας του Αξιού. Στις 9 Απριλίου οι Γερμανοί εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη και λίγο μετά ακολούθησε συνθηκολόγηση του τμήματος στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας. Στη συνέχεια οι Γερμανοί προέλασαν στο εσωτερικό της χώρας. Εισήλθαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου και ολοκλήρωσαν την κατάληψη του συνόλου της Ελλάδας την 1η Ιουνίου 1941, μετά την κατάληψη της Κρήτης.

Ήδη από τις 20 Απριλίου 1941 είχε συνθηκολογήσει στο Μέτσοβο και το τμήμα της στρατιάς Ηπείρου. Η κατεχόμενη Ελλάδα διαιρέθηκε ανάμεσα σε Γερμανική, Ιταλική και Βουλγαρική ζώνη ελέγχου. Οι Γερμανικές δυνάμεις διατήρησαν στον έλεγχό τους τις σημαντικότερες στρατηγικά περιοχές, στις οποίες περιλαμβάνονταν η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Κεντρική Μακεδονία και ορισμένα νησιά του Αιγαίου, καθώς και η Κρήτη. Η Βουλγαρία προσάρτησε την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη με εξαίρεση το μεγαλύτερο τμήμα του Έβρου, που παρέμεινε υπό Γερμανικό έλεγχο.

Οι υπόλοιπες περιοχές, που αντιστοιχούν στα 2/3 των εδαφών της Ελλάδας, πέρασαν στον έλεγχο της Ιταλίας, ενώ τα Ιόνια νησιά προσαρτήθηκαν επίσημα στο Ιταλικό κράτος. Μετά την ανακωχή της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943, οι Ιταλοκρατούμενες περιοχές πέρασαν στον έλεγχο της Γερμανίας.


Η ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η Κατοχή της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1941 μετά την εισβολή των Ιταλών και Γερμανών στην Ελλάδα και διήρκεσε μέχρι την απόσυρση των Γερμανικών δυνάμεων από την ηπειρωτική χώρα τον Οκτώβριο του 1944, με εξαίρεση τη Κρήτη και άλλα νησιά όπου η Γερμανική φρουρά παρέμεινε μέχρι τον Ιούνιο του 1945. Η αρχική εισβολή των Ιταλών από την Αλβανία τον Οκτώβριο του 1940 (Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος) ήταν ανεπιτυχής κι έτσι οι Γερμανικές δυνάμεις με μια σύντομη εισβολή τον Απρίλιο του 1941, κατάφεραν σε λίγες μέρες να ελέγξουν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας.

Στις 27 Απριλίου παραδόθηκε η Αθήνα, ενώ τελευταία παραδόθηκε η Κρήτη, την 1η Ιουνίου. Έτσι, η Ελλάδα χωρίστηκε σε τρεις ζώνες κατοχής, τη Γερμανική (Αθήνα, Θεσαλλονίκη, Κεντρική Μακεδονία και κάποια νησία του Αιγαίου), την Ιταλική (Ήπειρος, Θεσσαλία, τα νησιά του Ιονίου και τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου) και τη Βουλγαρική (Ανατολική Μακεδονία και Θράκη), ενώ μια ελεγχόμενη από τον Άξονα κυβέρνηση ιδρύθηκε αμέσως μετά τη πτώση. Το Σεπτέμβριο του 1943 και μετά την αποχώρηση των Ιταλών από τον Άξονα, οι Γερμανοί απέκτησαν τον έλεγχο και της Ιταλικής ζώνης

Για σκοπούς πολιτικής διοίκησης πριν από την εισβολή, η Ελλάδα ήταν χωρισμένη σε 37 νομούς. Μετά την κατοχή, οι νομοί Δράμας, Καβάλας, Ροδόπης και Σερρών προσαρτήθηκαν στη Βουλγαρία και δεν ήταν πλέον υπό τον έλεγχο της Ελληνικής κυβέρνησης. Οι υπόλοιποι 33 νομοί είχαν ταυτόχρονα στρατιωτική διοίκηση από Ιταλικά ή Γερμανικά στρατεύματα. Οι Ιταλικής κατοχής Κυκλάδες και τα νησιά του Ιονίου ήταν ως επί το πλείστον αποκομμένα από την Ελληνική ηπειρωτική χώρα και τελούσαν υπό ιταλική διοίκηση εξ' ολοκλήρου, αν και διατηρήθηκαν μερικοί διοικητικοί δεσμοί με την κυβέρνηση της Αθήνας

Ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου -ο οποίος είχε υπογράψει τη συνθήκη παράδοσης στους Γερμανούς- διορίστηκε ως επικεφαλής μία νέας φιλο-ναζιστικής ψευδο-κυβέρνησης στην Αθήνα. Ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, τον διαδέχτηκαν δύο άλλοι Έλληνες φιλο-ναζί πολιτικοί: ο Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος πρώτα και Ιωάννης Ράλλης μετά. Ο τελευταίος ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας. Όπως και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, υπήρχαν Έλληνες πρόθυμοι να συνεργαστούν με την κατοχική δύναμη. Κάποιοι το έκαναν επειδή άνηκαν στην Εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία και άλλοι λόγω ακραίου αντι-κομμουνισμού.

Οι Γερμανοί ήταν επίσης πρόθυμοι να βρουν υποστήριξη από τους Έλληνες και βοήθησαν φασιστικές οργανώσεις όπως το ΕΕΕ (Εθνική Ένωσις Ελλάδος), το ΕΚΚ (Εθνικόν Κυρίαρχον Κράτος), το Ελληνικό Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και άλλες μικρές φιλοναζιστικές, φασιστικές ή αντισημιτικές οργανώσεις, όπως η ΕΣΠΟ (Ελληνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωση) και το Σιδηρά Ειρήνη Παράλληλα, σχηματίστηκε η Ελληνική Αντίσταση, ένα από τα πιο αποτελεσματικά κινήματα αντίστασης στην κατεχόμενη Ευρώπη.

Αυτές οι ομάδες ανταρτών ξεκίνησαν επιθέσεις εναντίον των δυνάμεων κατοχής, πολέμησαν εναντίον των Ταγμάτων Ασφαλείας και δημιούργησαν μεγάλα δίκτυα κατασκοπείας. Οι φιλοδοξίες τους όμως για τη μεταπολεμική τους κυριαρχία στη χώρα, τους έφεραν σε διένεξη και από τα τέλη του 1943 άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους. Η αύξηση των επιθέσεων στις δυνάμεις κατοχής από αντάρτες τα τελευταία χρόνια της κατοχής είχε συχνά ως αποτέλεσμα τις εκτελέσεις και μαζικές σφαγές αμάχων ως αντίποινα. Πηγές εκτιμούν, ότι συνολικά οι Γερμανοί εκτέλεσαν περίπου 21.000 Έλληνες, οι Βούλγαροι 40.000 και οι Ιταλοί 9.000

Γερμανική Ζώνη

Οι Έλληνες -όπως άλλωστε και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες υπό Γερμανική κατοχή- υπέφεραν πολύ κατά τη διάρκειά της. Η οικονομία της χώρας είχε ήδη καταρρεύσει από τον εξάμηνο πόλεμο και σ' αυτό προστέθηκε και η αδυσώπητη οικονομική εκμετάλλευση από τους Ναζί. Οι πρώτες ύλες και τα τρόφιμα είχαν επιταχθεί, η φιλο-Γερμανική κυβέρνηση δέχτηκε να πληρώνει το κόστος της κατοχής, προκλήθηκε άνοδος του πληθωρισμού και υποτίμηση της δραχμής.

Οι επιτάξεις των αγαθών, μαζί με τον αποκλεισμό της χώρας από τους Συμμάχους και την δεινή κατάσταση των υποδομών της χώρας, είχαν ως αποτέλεσμα τον Μεγάλο Λιμό κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1941 - 1942, όπου υπολογίζεται ότι 300.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, κυρίως στην Αθήνα. Παρά την βοήθεια από ουδέτερες χώρες όπως η Σουηδία και η Τουρκία, η συντριπτική πλειοψηφία των τροφίμων κατέληγαν στα χέρια των κυβερνητικών αξιωματούχων ή της μαύρης αγοράς.

Μετά την πίεση της εξόριστης Ελληνικής κυβέρνησης, οι Βρετανοί αναγκάστηκαν τελικά να άρουν μερικώς τον αποκλεισμό και από το καλοκαίρι του 1942, ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός ήταν σε θέση να διανέμει προμήθειες σε επαρκείς ποσότητες. Η μεταχείριση των Εβραίων από τους Γερμανούς, δεν διέφερε από αυτή στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Τα πιο ηχηρά παραδείγματα εγκλημάτων πολέμου στη Γερμανική ζώνη είναι η Σφαγή του Κομμένου στις 16 Αυγούστου 1943, όπου 317 κάτοικοι εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς.

Η Σφαγή της Βιάννου στις 14-16 Σεπτεμβρίου 1943, στην οποία πάνω από 500 πολίτες από διάφορα χωριά στην περιοχή της Βιάννου και Ιεράπετρας στην Κρήτη εκτελέστηκαν. Η Σφαγή των Καλαβρύτων στις 13 Δεκεμβρίου 1943, στην οποία οι Γερμανοί στρατιώτες προέβησαν στην εξόντωση του συνόλου του ανδρικού πληθυσμού και την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης.


Η Σφαγή του Δίστομου, στις 10 Ιουνίου 1944, όπου μια μονάδα της Αστυνομίας των ΕΣ ΕΣ λεηλάτησε και έκαψε το χωριό του Διστόμου της Βοιωτίας με αποτέλεσμα το θάνατο 218 αμάχων και τη Σφαγή του Αμαρίου στις 22 Αυγούστου 1944 στην Κρήτη, όπου 164 άμαχοι εκτελέστηκαν και εννέα χωριά κάηκαν αφού λεηλατήθηκαν. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της συντονισμένης εκστρατείας κατά των ανταρτών, εκατοντάδες χωριά κάηκαν συστηματικά και σχεδόν 1.000.000 Έλληνες είχαν μείνει άστεγοι

Δύο άλλες σημαντικές πράξεις βαρβαρότητας από τους Γερμανούς ήταν οι σφαγές των Ιταλικών στρατευμάτων στα νησιά της Κεφαλλονιάς και της Κω τον Σεπτέμβριο του 1943, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής ανακατάληψης των περιοχών της Ιταλικής κατοχής. Στη Σφαγή της Κεφαλλονιάς, οι 12.000 στρατιώτες της Ιταλικής Μεραρχίας Acqui δέχθηκαν επίθεση στις 13 Σεπτεμβρίου από Γερμανούς και αναγκάστηκαν να παραδοθούν λίγες μέρες μετά, έχοντας απώλειες περίπου 1.300 άνδρες. Την επόμενη μέρα, οι Γερμανοί άρχισαν την εκτέλεση των αιχμαλώτων και περίπου 4.500 Ιταλοί εκτελέστηκαν

Βουλγαρική Ζώνη

Σε όλη τη Βουλγαρική ζώνη, η Βουλγαρική πολιτική ήταν αυτή της εξόντωσης ή απέλασης, με στόχο την δια της βίας Βουλγαροποίησης όσο το δυνατόν περισσοτέρων Ελλήνων και η απομάκρυνση ή εξόντωση των υπολοίπων. Μια τεράστια εκστρατεία ξεκίνησε από την αρχή της κατοχής κατά την οποία όλοι οι έχοντες κρατική θέση Έλληνες (δήμαρχοι, δικαστές, δικηγόροι και χωροφύλακες) απελάθηκαν. Οι Βούλγαροι έκλεισαν τα Ελληνικά σχολεία και έδιωξαν τους εκπαιδευτικούς, αντικατέστησαν τους Έλληνες κληρικούς με ιερείς από τη Βουλγαρία και προσπάθησαν να καταστείλουν τη χρήση της Ελληνικής γλώσσας.

Μεγάλος αριθμών Ελλήνων απελάθηκαν και άλλοι στερήθηκαν του δικαιώματος στην εργασία από ένα σύστημα που απαγόρευε την επαγγελματική δραστηριότητα χωρίς άδεια. Η καταναγκαστική εργασία εμφανίστηκε και οι αρχές κατέσχεσαν τα Ελληνικά ακίνητα, δίνοντάς τα στους αποίκους της Βουλγαρίας. Μέχρι τα τέλη του 1941, περισσότεροι από 100.000 Έλληνες είχαν εκδιωχθεί από τη Βουλγαρική ζώνη κατοχής. Μετανάστες από τη Βουλγαρία είχαν ενθαρρυνθεί να εγκατασταθούν στη Μακεδονία από τις παροχές της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των σπιτιών και γης που είχαν κατασχεθεί από τους ντόπιους.

Κάτω από αυτή την κατάσταση, στις 28 Σεπτεμβρίου 1941 ξέσπασε εξέγερση. Ξεκίνησε από την πόλη της Δράμας και γρήγορα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη Μακεδονία. Στη Δράμα, Δοξάτο, Χωριστή και πολλές άλλες πόλεις και χωριά ξέσπασαν συγκρούσεις με τις δυνάμεις κατοχής. Στις 29 Σεπτεμβρίου, Βουλγαρικά στρατεύματα μεταφέρθηκαν στη Δράμα και άλλες επαναστατημένες πόλεις για να καταστείλουν την εξέγερση. Πάνω από τρεις χιλιάδες άνθρωποι εκτελέστηκαν μόνο στη Δράμα, ενώ εκτιμάται ότι περίπου 15.000 Έλληνες έχασαν τη ζωή τους από το Βουλγαρικό στρατό κατά τη διάρκεια της επιχείρησης τις επόμενες εβδομάδες.

Στην ύπαιθρο, ολόκληρα χωριά εκτελέστηκαν και λεηλατήθηκαν. Οι σφαγές οδήγησαν στη μαζική έξοδο των Ελλήνων από τη Βουλγαρική, στη Γερμανική ζώνη κατοχής. Η τρομοκρατία και η πείνα έγιναν τόσο έντονες ώστε η κυβέρνηση της Αθήνας σχεδίαζε την εκκένωση ολόκληρου του πληθυσμού στη Γερμανική ζώνη. Η επέκταση του λιμού του χειμώνα του 1941, που σκότωσε εκατοντάδες χιλιάδες στην κατεχόμενη χώρα ακύρωσε τα σχέδια αυτά, αφήνοντας τον πληθυσμό να υπομένει αυτούς τους όρους για άλλα τρία χρόνια.

Τον Μάιο του 1943, ξεκίνησε και η απέλαση των Εβραίων από τη Βουλγαρική ζώνη. Την ίδια χρονιά, ο Βουλγαρικός στρατός επέκτεινε τη ζώνη ελέγχου στην Κεντρική Μακεδονία υπό την εποπτεία των Γερμανών, αν και αυτή η περιοχή δεν ήταν επίσημα στη κατοχή ή την διαχείρηση της Βουλαγαρίας

Ιταλική Ζώνη

Σε σχέση με τις άλλες δύο ζώνες, το καθεστώς στην Ιταλική ζώνη ήταν σχετικά ήπιο. Σε αντίθεση με τους Γερμανούς, η Ιταλική στρατιωτική ηγεσία ποτέ δεν εφάρμοσε τακτικές μαζικών αντιποίνων και προστάτευε τους Εβραίους στη ζώνη της. Δεδομένου ότι έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής χώρας, οι Ιταλοί ήταν οι πρώτοι που αντιμετώπισαν το κίνημα αντίστασης μεταξύ 1942 και 1943, αλλά δεν κατάφεραν να το καταστείλουν. Μέχρι τα μέσα του 1943, η αντίσταση είχε καταφέρει να απομακρύνει τις Ιταλικές φρουρές από κάποιες ορεινές περιοχές, συμπεριλαμβανομένων πολλών πόλεων, δημιουργώντας απελευθερωμένες ζώνες.

Μετά την Ιταλική ανακωχή τον Σεπτέμβριο του 1943, η Ιταλική ζώνη καταλήφθηκε από τους Γερμανούς. Ως αποτέλεσμα, η Γερμανική αντι-αντισταστιακή και αντισημιτική πολιτική τους επεκτάθηκε και σ' αυτή τη ζώνη. Οι Γερμανικές δυνάμεις άρχισαν να αποσύρονται από την Ελληνική ηπειρωτική χώρα στα τέλη του 1944 καθώς οι Σοβιετικές δυνάμεις που κέρδιζαν συνεχώς έδαφος στη Νότιο-Ανατολική Ευρώπη απείλησαν να τις αποκόψουν. Κατά την απελευθέρωση της χώρας τον Οκτώβριο του 1944, η Ελλάδα ήταν σε κατάσταση ακραίας πολιτικής πόλωσης, η οποία σύντομα οδήγησε στο ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου.

Αυτός έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς συνεργάτες των Ναζί, όχι μόνο να ξεφύγουν από την τιμωρία, αλλά να γίνουν τελικά η άρχουσα τάξη της μεταπολεμικής Ελλάδας, μετά την κομμουνιστική ήττα. Τέλος, η Ελλάδα ήταν μία από τις ελάχιστες Ευρωπαϊκές χώρες που κέρδισε έδαφος κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τα πρώην Ιταλικά Δωδεκάνησα έγιναν μέρος της χώρας το 1947.


Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΛΟΙΜΟΣ 

Η Ελλάδα υπέφερε τα πάνδεινα κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η οικονομία της χώρας είχε ήδη υποστεί μεγάλη καταστροφή από τον εξάμηνο πόλεμο με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς. Η πλήρης καταστροφή της Ελληνικής οικονομίας ολοκληρώθηκε την περίοδο της κατοχής, κατά τη διάρκεια της οποίας οι πρώτες ύλες και τα τρόφιμα επιτάχθηκαν από τους κατακτητές, γεγονός που εκτίναξε την τιμή τους στο εσωτερικό της χώρας και υπήρξε εκρηκτική άνοδος του πληθωρισμού.

Περαιτέρω επιδείνωση της οικονομίας επήλθε με τη χορήγηση του κατοχικού δανείου στη Γερμανία το 1944. Η έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης είχε ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα του λιμού τον χειμώνα του 1941 - 1942, οπότε και υπολογίζεται πως 300.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Το γεγονός αυτό υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές τραγωδίες κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι αντίπαλοι συνασπισμοί αντιμετώπισαν την τραγωδία με αλληλοκατηγορίες.

Για τους Άγγλους υπαίτιοι ήταν οι Γερμανοί, που λεηλάτησαν τη χώρα, ενώ για τους Γερμανούς υπαίτιοι ήταν οι Άγγλοι, που εφάρμοσαν στρατηγική αποκλεισμού εμποδίζοντας την ανθρωπιστική βοήθεια να φτάσει στην Ελλάδα. Τον Μάρτιο του 1942, όταν η κρίση βρισκόταν στην αιχμή της, επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ των εμπόλεμων πλευρών για διανομή τροφίμων στην Ελλάδα, που πραγματοποιήθηκε με Σουηδικά πλοία υπό την αιγίδα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού.

Από το Φθινόπωρο του 1942 οι αντιμαχόμενες πλευρές συμφώνησαν στις λεπτομέρειες του σχεδίου επισιτισμού, οπότε ξεκίνησαν τα φορτία τροφίμων του Ερυθρού Σταυρού να εφοδιάζουν διάφορα μέρη της χώρας. Τα φορτία προέρχονταν αρχικά από τον Καναδά και μετά το 1943 και από τις ΗΠΑ. Η έλλειψη τροφίμων κατά τη διάρκεια της κατοχής οδήγησε σε άνθηση της μαύρης αγοράς με τους μαυραγορίτες εμπόρους συχνά να χρησιμοποιούν τις διασυνδέσεις τους με τις δυνάμεις κατοχής, ώστε να εξασφαλίζουν βασικά αγαθά, τα οποία στη συνέχεια πουλούσαν στον τοπικό πληθυσμό σε εξαιρετικά υψηλές τιμές.

Η Πείνα στην Ελλάδα της Κατοχής

Ο επισιτισμός της Ελλάδος αποτελούσε ανέκαθεν ένα από τα σημαντικότερα προβλήματά της. Η φύση του Ελληνικού εδάφους και οι κλιματολογικές συνθήκες ευνοούσαν την παραγωγή βιομηχανικών γεωργικών προϊόντων ή γεωργικών προϊόντων πολυτελούς επισιτισμού τα οποία ήταν και είναι εξαιρετικά ευπρόσβλητα στην περίπτωση διεθνών κρίσεων. Αυτά ανταλλάσσονταν με τρόφιμα πρώτης ανάγκης και ο όγκος των ανταλλαγών αυτών κατείχε σημαντική θέση στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Η Ελλάδα εξήγε καπνό, σταφίδα, κρασί, λάδι, σύκα, κ.ά. και εισήγε σιτηρά, κρέας και άλλα ζωοκομικά προϊόντα, ζάχαρη, ρύζι κ.ά.

Πριν από τον πόλεμο η Ελλάδα δεν είχε αυτάρκεια σε τρόφιμα και επομένως, για να διατηρηθεί το επίπεδο διατροφής του λαού, ήταν απαραίτητος ο συμπληρωματικός εφοδιασμός της από το εξωτερικό. Η Ελλάδα τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια έχει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, της Μικρασιατικής Καταστροφής, αλλά και να ξεπεράσει τις οικονομικές επιπτώσεις και να αφομοιώσει το ενάμισι περίπου εκατομμύριο προσφύγων που έρχονται στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία.

Οι προπολεμικές Ελληνικές κυβερνήσεις λαμβάνουν δραστήρια μέτρα και προχωρούν σε μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της γεωργικής παραγωγής. Παρ’ όλα αυτά, και η αυξανόμενη παραγωγή δεν ήταν αρκετή για να θρέψει ολόκληρο τον Ελληνικό πληθυσμό και να εξασφαλίζει την αυτάρκεια της χώρας σε τρόφιμα και οι εισαγωγές αγαθών εξακολουθούν να είναι αναγκαίες. Ο Ελληνικός αγροτικός πληθυσμός ζει με μεγάλη λιτότητα έχοντας ως κύριο διατροφικό μέσο το ψωμί.

Η κατανάλωση κρέατος, γάλακτος και ψαριών καθώς και των προϊόντων πολυτελείας (τσάι, καφές, κακάο κ.ά.) είναι εξαιρετικά χαμηλή. Καθώς πλησιάζει η έκρηξη του πολέμου η κατάσταση επιδεινώνεται. Οι τοπικές επιστρατεύσεις, οι στρατιωτικές προπαρασκευές και η εκτέλεση αμυντικών έργων απορροφούν ολοένα και περισσότερα αποθεματικά ποσά. Ταυτόχρονα ο κίνδυνος της σύρραξης προξένησε δικαιολογημένο πανικό στον λαό με αποτέλεσμα την πρωτοφανή αγοραστική κίνηση σε ολόκληρη τη χώρα που εξαφάνισε κάθε διαθέσιμο απόθεμα αγαθών.

Η έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939 προκάλεσε εξάλλου δυσχέρειες στο εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδος αλλά και στην υπερπόντια Ελληνική ναυτιλία, που επέφερε αναπόφευκτες συνέπειες στον απαραίτητο εφοδιασμό από το εξωτερικό και κατ’ επέκταση στον εντοπισμό του Ελληνικού πληθυσμού. Με την κήρυξη του πολέμου από τους Ιταλούς η Ελλάδα μετατρέπεται σε θέατρο επιχειρήσεων. Ο στρατός, που έχει προτεραιότητα στη διατροφή, απορροφά μεγάλο μέρος από τα αποθέματα τροφίμων και έτσι λιγοστεύουν συνεχώς οι ποσότητες που απομένουν για τον αστικό πληθυσμό.

Κάθε διαθέσιμο συνάλλαγμα φυλάσσεται για την αγορά πολεμοφοδίων. Η επιστράτευση στερεί τη γεωργία από τα απαραίτητα εργατικά χέρια, ενώ η επίταξη των μεταφορικών μέσων και των υποζυγίων αποδυναμώνει και δυσχεραίνει καταστροφικά την παραγωγή. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η παρατεταμένη ξηρασία που οδηγεί σε μεγάλη μείωση της φθινοπωρινής σποράς (μόνο το 1/10 της κανονικής) αλλά και η έλλειψη σπόρων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και καυσίμων εξαιτίας του πολέμου. Το 1941 η σοδειά έχει πέσει στο μισό τόσο εξαιτίας του πολέμου αλλά και εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών.


Το εθνικό εισόδημα, που φτάνει το 1939 τα 62,8 δισεκατομμύρια δραχμές, πέφτει το 1941 στα 23. Οι εισαγωγές παύουν εντελώς, ενώ πολλά εργοστάσια κλείνουν εξαιτίας της έλλειψης πρώτων υλών και καυσίμων. Η ναυτιλία, που αποτελούσε ζωτικό πόρο για τη χώρα, παραλύει, όπως και η αλιεία που απαγορεύεται για στρατιωτικούς λόγους. Οι μεταφορές, σιδηροδρομικές και οδικές, περιορίζονται στο ελάχιστο. Με τον Ελληνο-Ιταλικό Πόλεμο η χώρα υπέστη ολέθριο πλήγμα στην οικονομική υποδομή της που θα τη σημάδευε και θα την έφερνε πολλά χρόνια πίσω.

Για να μπορέσει να ανακάμψει, θα χρειάζονταν πολλά χρόνια, ακόμη κι αν μετά τον πόλεμο ακολουθούσε ειρηνική περίοδος ανοικοδόμησης. Το γεγονός ότι μετά τη σύρραξη ακολουθεί σκληρή και εξαντλητική Κατοχή, τόσο από πλευράς υλικών όσο και ανθρώπινων πόρων, αποδεικνύει το μέγεθος της καταστροφής, αλλά και την απελπιστική κατάσταση στην οποία θα περιέλθει το Ελληνικό στοιχείο.

Κατοχική Πολιτική και Λεηλασία

Τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Ελλάδα και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της. Συγχρόνως, οι Βούλγαροι, με την άδεια των Γερμανών, καλύπτουν σχεδόν ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Η χώρα διαιρείται σε τρεις ζώνες κατοχής: Τη Γερμανική (Θεσσαλονίκη, Λήμνος, Λέσβος, Χίος, το μεγαλύτερο μέρος της Κρήτης, Μήλος, Αίγινα, Σαλαμίνα, το αεροδρόμιο Τατοΐου και Ελληνικού, Κηφισιά, Χαλάνδρι, Εκάλη, Ελευσίνα, λιμάνι του Πειραιά και σιδηρόδρομος Αθήνας-Θεσσαλονίκης).

Την Ιταλική (Πελοπόννησος, Ήπειρος, Θεσσαλία, Κυκλάδες, Σποράδες, Σάμος, Ιόνια νησιά και ανατολική πλευρά της Κρήτης) και τη Βουλγαρική.Η Βουλγαρική περίπτωση εμπεριέχει ένα παράδοξο. Η Βουλγαρία κατέλαβε επαρχίες ενός κράτους προς το οποίο δεν είχε κηρύξει τον πόλεμο, ούτε ήρθε σε εχθροπραξίες μαζί του, ούτε απηύθυνε οποιαδήποτε προειδοποίηση ή τελεσίγραφο διατυπώνοντας κάποια αξίωση. Σιωπηρά, ακολουθώντας τα Γερμανικά στρατεύματα, ο Βουλγαρικός στρατός, με πλήθος διοικητικών αρχών, εγκαταστάθηκε μέχρι τον ποταμό Στρυμόνα.

Επίσης και η επίσημη Ελληνική κυβέρνηση, στην Αθήνα αρχικά, στο εξωτερικό έπειτα, τηρούσε τυπική σιωπή απέναντι στη Βουλγαρική εισβολή επί δυόμισι μήνες περίπου και μόνο στις αρχές Ιουλίου θα κηρύξει τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας. Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι η Βουλγαρική κατοχή του τμήματος αυτού της χώρας, η τρίτη και σκληρότερη στα τελευταία τριάντα χρόνια, υπήρξε πολύ βίαιη και συνοδευόταν από την καταστροφική οικονομική απομύζηση αλλά και συστηματικές ενέργειες εκβουλγαρισμού του Ελληνικού στοιχείου.

Στο πλαίσιο των ενεργειών αυτών εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας δεκάδες χιλιάδες Βούλγαροι έποικοι οι οποίοι, όπως και ο υπόλοιπος Βουλγαρικός στρατός, λυμαίνονταν τις Ελληνικές περιουσίες. Χαρακτηριστικό της εκμετάλλευσης αποτελεί το γεγονός ότι οι Έλληνες χωρικοί καλλιεργούσαν τα χωράφια τους τα οποία είχαν παραχωρηθεί στους Βουλγάρους και έτσι ήταν αναγκασμένοι να πληρώνουν δυσβάσταχτους φόρους και για τις περιουσίες τους και για το εισόδημά τους.

Επίσης, δεν υπήρχε καμία μέριμνα από τις Βουλγαρικές αρχές οι οποίες δεν έδειχναν το παραμικρό ενδιαφέρον για την τύχη του ελληνικού πληθυσμού. Συνέπεια όλων αυτών ήταν η εμφάνιση φοβερής πείνας που αποδεκάτιζε τον πληθυσμό. Δικαίωμα στην παραγωγή είχαν μόνο οι Βούλγαροι, ενώ όσες φορές μερικοί Έλληνες αποκτούσαν προμήθειες πέραν του καθορισμένου τιμωρούνταν με φυλάκιση ή ακόμη και με θάνατο. Οι λόγοι αυτοί ανάγκασαν χιλιάδες κατοίκους της περιοχής να καταφύγουν στη Γερμανική ζώνη της Θεσσαλονίκης. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής έφτασαν εκεί πάνω από 25.000 με την προσδοκία ότι θα αντιμετωπίσουν καλύτερη μεταχείριση.

Όσοι δεν τα κατάφερναν συλλαμβάνονταν και φονεύονταν από τις αρχές. Στην υπόλοιπη Ελλάδα υπήρχε ουσιαστικά Γερμανική διοίκηση αφού η Ιταλική υπάκουε στις εντολές των Γερμανών. Και οι δύο κατακτητές πάντως φέρθηκαν στους Έλληνες με την ίδια και μεγαλύτερη σκληρότητα από αυτήν των Βουλγάρων, αν και οι Ιταλοί πολλές φορές υπήρξαν πιο ανεκτικοί. Χαρακτηριστικό, πάντως, και των τριών ήταν η αλόγιστη και χωρίς όρια εκμετάλλευση του Ελληνικού πλούτου και η αδιαφορία για την απογύμνωση και την καταστροφή της Ελληνικής οικονομίας.

Στις υπόλοιπες κατακτημένες ή ουδέτερες χώρες οι Γερμανοί ακολούθησαν την πολιτική της «λογικής εκμετάλλευσης» των πλουτοπαραγωγικών πηγών, επειδή συνήθως αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στην Ολλανδία, στη Δανία και στη Νορβηγία οι Γερμανικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν το υπάρχον οικονομικό παραγωγικό δυναμικό καθώς και τον νομισματικό μηχανισμό και προέβαιναν σε ενέργειες για τη διατήρηση του πληθωρισμού. Όταν η τεχνική αυτή δεν απέδιδε παρά μόνο ασήμαντα ή δευτερεύοντα αποτελέσματα, τότε το Ράιχ κατέφευγε στην αρπαγή και στη λεηλασία.

Παράδειγμα τέτοιων χωρών αποτελούν η Ελλάδα και η Ουκρανία. Οι Γερμανοί είχαν δύο κύρια οικονομικά ενδιαφέροντα στην Ελλάδα: τις προμήθειες αγαθών και τα μεταλλεύματα. Υπήρχε μόνο ένα σημαντικό εργοστάσιο παραγωγής πυρομαχικών (Μποδοσάκη), αλλά αφού τα υλικά έπρεπε να εισαχθούν από τη Γερμανία, οι μηχανές του αποσυναρμολογήθηκαν και στάλθηκαν εκεί, ενώ τα κτίρια μετατράπηκαν σε χώρο επισκευών της Λουφτβάφε. Παρόμοια τύχη είχε και η υπόλοιπη Ελληνική οικονομία.


Σύμφωνα με τα κείμενα των σχεδίων της Χάγης του 1899 και των Βρυξελλών, αλλά και τον κανονισμό της Χάγης του 1907, όταν ένας στρατός καταλαμβάνει μια ξένη χώρα οφείλει να εξασφαλίσει τη συντήρησή του με τρόφιμα της πατρίδας του και να συμπληρώνει τις προμήθειές του, όταν αυτό χρειαστεί, από τους πόρους της κατεχόμενης χώρας υπό τον όρο να μην διαταράσσει δραματικά τη διατροφή του πληθυσμού. Οι δυνάμεις του Άξονα όχι μόνο δεν τήρησαν αυτό τον κανόνα, αλλά και ενήργησαν με τέτοιο τρόπο που έκαναν αδύνατη τη διατροφή των Ελλήνων με τα προϊόντα της χώρας τους.

Μεταξύ της 1ης Μαΐου του 1941 και 15ης Οκτωβρίου του 1942 το Ράιχ αφαίρεσε κάθε χρήσιμο παραγωγικό εργαλείο και δεν έδωσε τίποτα, ή πολύ λίγα, σε ανταπόδοση καθιστώντας έτσι αδύνατη την ανάκαμψη της οικονομίας. Ολόκληρη η σοδειά κατασχέθηκε ως λεία πολέμου ή αγοράστηκε σε πολύ χαμηλές τιμές και μεταφέρθηκε στη Γερμανία. Όλα τα πολύτιμα για τις εξαγωγές αποθέματα σε λάδι, σταφίδα, καπνό, σύκα και ελιές κατασχέθηκαν με σκοπό πολλά από αυτά να θρέψουν τον Γερμανικό στρατό της Βόρειας Αφρικής. Ακόμη και Ελληνικό νερό στάλθηκε σ’ αυτή την περιοχή.

Μέχρι και εργοστάσια τροφίμων ίδρυσαν οι Γερμανοί, για να κονσερβοποιούν τα Ελληνικά προϊόντα και να τα στέλνουν στην πατρίδα τους. Όσον αφορά τις επιτάξεις, χαρακτήριζαν την ύπαρξη και των ελάχιστων ιδιωτικών αποθεμάτων ως λαθρεμπόριο πολέμου και έτσι όλοι έσπευδαν τρομοκρατημένοι να παραδώσουν ό,τι είχαν στην κατοχή τους ακόμη και φάρμακα. Συχνά επιβάλλονταν ομαδικές ποινές των κατοίκων σε τρόφιμα, ενώ πολλές ήταν και οι επιτάξεις ζώων. Περίπου στο ίδιο διάστημα μεταφέρθηκαν στη Γερμανία αγαθά αξίας 45.700.000 μάρκων, ενώ μέχρι το τέλος του ίδιου χρόνου έφτασαν τα 150.000.000.

Όλες οι αγορές έγιναν σε τιμές Κατοχής σε αναλογία 1 μάρκο προς 50 δραχμές. Στον τομέα της βιομηχανίας η υφαντουργία, που απασχολούσε χιλιάδες εργαζομένους, υπολειτουργούσε δημιουργώντας έτσι πάρα πολλούς ανέργους, ενώ η εμπορική ναυτιλία, που προσπόριζε σημαντικά έσοδα στη χώρα έπαψε να το πράττει, και ο πόλεμος σταμάτησε τα πολύτιμα εμβάσματα των Ελλήνων από το εξωτερικό. Το Γερμανικό οικονομικό επιτελείο έβλεπε τα Ελληνικά μεταλλεύματα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Υλικά όπως το χρώμιο, ο βωξίτης, το μαγγάνιο, ο μόλυβδος και το νικέλιο ήταν ζωτικής σημασίας για τα κράματα των πυρομαχικών και οι Γερμανοί ήλπιζαν ότι με τα μεταλλεύματα αυτά θα κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος των αναγκών τους στον τομέα αυτό. Έτσι εξηγείται εξάλλου και η ενέργεια του Ράιχ να καταλάβει την πλούσια σε χρώμιο περιοχή της Θεσσαλονίκης, ενώ η υπόλοιπη Μακεδονία ήταν στα χέρια των Βουλγάρων. Πάντως, τα Γερμανικά σχέδια στον τομέα αυτόν δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, αφού η προσδοκώμενη παραγωγή δεν επιτεύχθηκε ποτέ και διότι πολλές ήταν οι διολιοφθορές και οι ανατινάξεις των ορυχείων από μέλη της Εθνικής Αντίστασης.

Εκτός των άλλων, οι Έλληνες ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν το κόστος κατοχής, δηλαδή την κάλυψη όλων των αναγκών των κατακτητών με το Ελληνικό προϊόν. Ο πόλεμος του 1940 - 1941 είχε ήδη δημιουργήσει ένα τεράστιο έλλειμμα της τάξεως των 4.563.000.000 δραχμών το 1940 και 7.516.000.000 δραχμών το 1941. Αυτή τη χρονιά το κόστος κατοχής είναι τετραπλάσιο από τα προβλεπόμενα έσοδα. Η πολιτική της κακοδιαχείρισης που είδαμε πριν επέσπευσε την επιδείνωση της οικονομίας η οποία δεν μπορεί να επωφεληθεί από τους φόρους και τα εισοδήματα που εισπράττονταν προπολεμικά.

Το 1941 το κόστος κατοχής φτάνει το 40% του εθνικού εισοδήματος, ενώ τον επόμενο χρόνο το 90%. Η διαδικασία αυτή συνετέλεσε στην ανοδική πορεία του πληθωρισμού που έφτασε σε απίθανα ύψη ως την Απελευθέρωση. Με την άνοδο του κόστους κατοχής η κυβέρνηση αναγκαζόταν να αυξήσει τις τιμές καθώς η κίνηση της δραχμής αυξανόταν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, νέα άνοδο του κόστους κατοχής και έτσι συνεχιζόταν ο φαύλος κύκλος. Ο πληθωρισμός δεν ήταν μόνο συνέπεια των συνθηκών αυτών. Ήταν συνάμα και το αποτέλεσμα εσκεμμένων ενεργειών των κατακτητών, που σκόπευαν σε τρεις βασικούς στόχους.
  • Πρώτον, με τον πληθωρισμό είχαν την ευχέρεια να αποκτούν ό,τι χρειάζονταν πληρώνοντας σε νόμισμα χωρίς εσωτερική αξία. 
  • Δεύτερον, υποχρέωναν τον Ελληνικό λαό, με τις άθλιες συνθήκες που δημιουργούσαν, να πουλήσει τα σπίτια του, τα κοσμήματά του και γενικά τα υπάρχοντά του και να στραφεί προς τον κατακτητή ζητώντας δουλειά στα εργοστάσια της Γερμανίας (τον Σεπτέμβριο του 1944 οι Έλληνες καταναγκαστικοί εργάτες στο «έδαφος του Ράιχ» φτάνουν τις 16.000). 
  • Τρίτον, με την πείνα και την εξαθλίωση προσπαθούσαν οι κατακτητές να αποδυναμώσουν την αντιστασιακή δράση.
Για τη διευκόλυνση των αγορών τους, οι δυνάμεις του Άξονα εξέδωσαν δικό τους νόμισμα τους πρώτους μήνες της Κατοχής. Οι Γερμανοί τα Μάρκα κατοχής, οι Ιταλοί τη Μεσογειακή δραχμή (στα νησιά του Ιονίου την Ιονική δραχμή) και οι Βούλγαροι το επίσημο Βουλγαρικό νόμισμα, το Λέβα. Τα νέα νομίσματα δεν έφεραν καμία υπογραφή παρά μόνο τα στοιχεία της σειράς και τον αύξοντα αριθμό και δεν είχαν αξία εκτός Ελλάδος. Αφού τα χρησιμοποίησε για την αγορά μεγάλης ποσότητας αγαθών το Ράιχ τα αποσύρει τον Αύγουστο του 1941 και τα αντικαθιστά με ισοτιμία 60 προς 1 για το μάρκο και 1 προς 1 για τη Μεσογειακή δραχμή.

Ακόμη όμως και έτσι η Τράπεζα της Ελλάδος εξακολούθησε να τυπώνει Ελληνικές δραχμές χωρίς αντίκρισμα, αφού τα αποθέματα χρυσού είχαν φυγαδευθεί, και τα έδινε στους κατακτητές είτε με τη μορφή αποζημίωσης είτε δανεισμού. Με τις ογκώδεις δεσμίδες δραχμών που έπαιρναν Γερμανοί και Ιταλοί, αγόραζαν σε χαμηλές τιμές τα προϊόντα της χώρας στους τόπους παραγωγής τους. Οι 763.000 χρυσές λίρες και τα 11.265 χρυσά φράγκα που διοχετεύθηκαν από την Τράπεζα του Ράιχ με ενέργειες του οικονομικού πληρεξουσίου Νόυμπαχερ δεν ήταν αρκετά για να αποτρέψουν το οικονομικό χάος.


Τον Ιούλιο του 1941 η ποσότητα των δραχμών σε κυκλοφορία έφτασε τα 24 δισεκατομμύρια δραχμές, τον Δεκέμβριο τα 49 δις, ένα χρόνο μετά τα 306 δις, τον Ιούνιο του 1943 τα 550 και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους τα 3,1 τρισεκατομμύρια. Τους τελευταίους μήνες της Κατοχής οι Γερμανικές απαιτήσεις ανέρχονταν σε 50 δισεκατομμύρια ημερησίως, ενώ η κυβέρνηση τύπωνε περίπου 500 δις σε ημερήσια βάση. Μετά το τέλος του πολέμου η νομισματική κυκλοφορία έχει φτάσει στο ασύλληπτο ποσό των 7.305.500.000.000.000 δραχμών σε αντίθεση με τα 11 δισεκατομμύρια του 1940.

Την περίοδο αυτή το μικρότερο τραπεζογραμμάτιο που κυκλοφορούσε ήταν αξίας 100 δισεκατομμυρίων δραχμών (είχε αγοραστική δύναμη μικρότερη της μιας προπολεμικής δραχμής ή σε είδος, την αξία ενός αβγού), ενώ το κόστος μιας εφημερίδας έφτανε τα 500 δισεκατομμύρια δραχμές. Μία οκά ψωμί, που το 1941 στοίχιζε 10 δραχμές, έφτασε τον Σεπτέμβριο του 1944 να πωλείται 153 εκατομμύρια. Αυτό σημαίνει ότι τα είδη πρώτης ανάγκης ανέβηκαν 50.000 φορές ενώ οι μισθοί μόνο 2.000 φορές.

Οι μισθοί (που μόλις επαρκούσαν για τρεις οκάδες λάδι ή έξι οκάδες ψωμί) ορίζονταν από επιτροπή, για να ανταποκρίνονται κατά το δυνατόν στις συνεχείς αυξήσεις των ειδών διατροφής. Το κόστος ζωής, με βάση το έτος 1940, διπλασιάσθηκε το πρώτο εξάμηνο της Κατοχής. Τον Οκτώβριο του 1943 ήταν 335 φορές μεγαλύτερο του προπολεμικού, τον Δεκέμβριο του 1943 828 φορές, και τον τελευταίο μήνα της Κατοχής, τον Οκτώβριο του 1944, είχε φτάσει σε ιλιγγιώδη επίπεδα. Η χρυσή λίρα, που έμενε στην αναλογία με τη δραχμή στο 1 προς 375 πριν τον πόλεμο, έφτασε στο 1 προς 600.000 για μεγάλο διάστημα του πολέμου.

Έχει υπολογισθεί ότι εξαιτίας του πληθωρισμού η συνολική ζημιά που υπέστη η χώρα ως την 1η Οκτωβρίου του 1944 έφτανε τις 27.452.262 χρυσές λίρες. Στις 10 Νοεμβρίου τέθηκε σε κυκλοφορία η νέα δραχμή. Η σχέση της με την παλαιά ορίσθηκε: 1 νέα δραχμή = 50 δισεκατομμύρια παλαιές δραχμές και η σχέση της με την Αγγλική χάρτινη λίρα ήταν 600 νέες δραχμές. Με τη στροφή του πολέμου προκύπτει μια αλλαγή της λειτουργίας της Ελλάδος στην όλη ναζιστική στρατηγική.

Λόγω της γρήγορης προέλασης των Βρετανικών μονάδων μετά τη μάχη του Ελ Αλαμέιν (από τις 23 Οκτωβρίου 1942), η Ελλάδα δεν είναι πια διαμετακομιστική χώρα για τα Γερμανο-Ιταλικά στρατεύματα Βόρειας Αφρικής, αφού αναμένεται Συμμαχική επίθεση κατά της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Έτσι η χώρα από βάση εφοδιασμού και εξόρμησης γίνεται οχυρό που πρέπει να προστατεύσει το πολιτικά και πολεμοοικονομικά σημαντικό νοτιοανατολικό τμήμα της ναζιστικής αυτοκρατορίας από επιθέσεις προς Νότον.

Επίσης, μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών και την αποχώρηση της 11ης Ιταλικής Στρατιάς, δυνάμεως 25.000 ανδρών, το ναζιστικό καθεστώς επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα πλην της Βουλγαρικής ζώνης. Όλα αυτά ενέτειναν την τρομοκρατία και κλιμάκωσαν την κατοχική εκμετάλλευση. Αυτή η εξαντλητική οικονομική πολιτική των Γερμανών αποσκοπούσε στην εξασφάλιση προμηθειών για τις δυνάμεις Κατοχής, στην αποστολή πρώτων υλών και εργατικού δυναμικού στη Γερμανία αλλά και στη διείσδυση και κυριαρχία του Γερμανικού κεφαλαίου στην Ελληνική οικονομία.

Η Γερμανική πολιτική απέβλεπε γενικότερα στην εφαρμογή ενός σχεδίου περιορισμένης εκβιομηχάνισης των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, με την ίδρυση εργοστασίων προσανατολισμένων στην ελαφρά βιομηχανία. Οι μονάδες αυτές θα λειτουργούσαν συμπληρωματικά ως προς τη βαριά Γερμανική βιομηχανία και θα βοηθούσαν στην αποδιάρθρωση των παλαιών οικονομικών δομών στις χώρες αυτές και στην αποδέσμευση πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού που θα μπορούσε να απορροφηθεί από τη Γερμανική βιομηχανία.

Εμφάνιση της Πείνας – Αιτίες

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι πρώτες ελλείψεις έχουν αρχίσει να εμφανίζονται πριν ακόμη την έλευση του κατακτητή. Μετά την αρχή της Κατοχής η πείνα κάνει αισθητή την παρουσία της, χωρίς να φτάσει όμως ακόμη στο σημείο που θα βρεθεί αργότερα. Στις αρχές φθινοπώρου του 1941 ήδη τα εισοδήματα, οι μισθοί και οι συντάξεις έχουν σχεδόν εκμηδενισθεί. Τα περισσότερα λαϊκά συσσίτια που ιδρύονται το καλοκαίρι διακόπτουν τη λειτουργία τους γιατί δεν διαθέτουν τα μέσα και δεν βρίσκουν τρόφιμα.

Επιπλέον η διαίρεση της χώρας σε τρεις ζώνες κατοχής κάνει πολύ πολύπλοκη τη διανομή τροφίμων. Εξάλλου, αν και η Βουλγαρική ζώνη περιελάμβανε μόνο το 11% του πληθυσμού και το 15% του εδάφους, διέθετε ωστόσο το 40% της παραγωγής σιταριού, το 60% της παραγωγής σίκαλης και αβγών, το 50% των οσπρίων και το 80% του βουτύρου, προϊόντα που πρωταγωνιστούσαν στην Ελληνική διατροφή. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής η Βουλγαρία δεν αποδέχθηκε να παραχωρήσει κανένα από αυτά τα αγαθά στις υπόλοιπες ζώνες, οι οποίες εξάλλου περιελάμβαναν και τα μεγάλα αστικά κέντρα.

Των τελευταίων μάλιστα ο αριθμός είχε αυξηθεί δραματικά μετά την αποχώρηση των στρατιωτών από τις εμπόλεμες ζώνες και τη μεταφορά τους εκεί, όπου περίμεναν ότι το Ελληνικό κράτος θα τους μετέφερε στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Η κυβέρνηση από την άλλη δεν κατορθώνει να συγκεντρώσει το σιτάρι και τα άλλα γεωργικά προϊόντα από τη Γερμανο-Ιταλική αγροτική ζώνη αφού οι χωρικοί κρύβουν τη σοδειά τους. Πολλοί, ιδιαίτερα οι εύποροι αγρότες, διατηρούν κρυφές αποθήκες, για να ανεβάζουν τις τιμές, ενώ αρκετές οικογένειες έχουν στη διάθεσή τους προμήθειες μέχρι την επόμενη σοδειά.


Συχνά μάλιστα γίνονται εκκλήσεις από διάφορες αντιστασιακές ομάδες που προτρέπουν τους παραγωγούς να μην παραδώσουν στις αρχές τα γεωργικά προϊόντα, ώστε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να σταλούν αυτά στη Γερμανία. Ουσιαστικά δηλαδή, στην Ελληνική υπηρεσία εφοδιασμού φτάνει μόνο το 4% της ήδη μειωμένης σοδειάς σιταριού και μόνο το 2% των υπολοίπων δημητριακών.Η επίθεση του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση ματαίωσε κάθε πιθανότητα εφοδιασμού με σιτάρι από την περιοχή αυτή.

Εξάλλου το αρχηγείο του Ράιχ διεμήνυε ότι, αφού άλλες χώρες όπως το Βέλγιο, η Νορβηγία και η Ολλανδία ήταν περισσότερο σημαντικές από την Ελλάδα, θα έρχονταν πρώτες στις αποστολές τροφίμων και έτσι η χώρα μας δεν είχε να περιμένει και να ελπίζει βοήθεια από τη Γερμανία. Εκτός των άλλων, ένας καθοριστικός παράγοντας στο ζήτημα της πείνας ήταν ο αποκλεισμός των Συμμάχων. Η Μεγάλη Βρετανία είχε σφυρηλατήσει ένα σιδερένιο κλοιό γύρω από την ηπειρωτική Ευρώπη και κανένα εμπόρευμα δεν επιτρεπόταν να περάσει σε καμιά κατεχόμενη χώρα ούτως ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα εφοδιασμού των κατακτημένων χωρών του Άξονα...

Η πολιτική αυτή, που είχε δοκιμασθεί και κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν απόλυτη και έπρεπε να διατηρηθεί με κάθε θυσία αφού θεωρούνταν αναγκαία για το νικηφόρο και σύντομο τέλος του πολέμου. Κάθε χαλάρωση του αποκλεισμού θα ευνοούσε τον εχθρό και έτσι ο πόλεμος θα παρατεινόταν. Μόνο η συμμαχική νίκη θα σήμαινε στην ουσία τροφή για την Ευρώπη. Οι ανάγκες του πολέμου θα μπορούσαμε να πούμε ότι δικαιολογούσαν ένα τέτοιο μέτρο, όμως, στην περίπτωση αυτή, η Ελλάδα θιγόταν περισσότερο λόγω της θέσης της αλλά και επειδή ούτως ή άλλως ήταν αναγκασμένη να καλύπτει το διατροφικό έλλειμμά της με εισαγωγές από το εξωτερικό.

Με τον αποκλεισμό, κάθε αποστολή βοήθειας από άλλες χώρες γινόταν αυτομάτως αδύνατη. Όπως και να είχε η κατάσταση, πάντως, η Ελλάδα ήταν μια συμμαχική χώρα που ο ηρωισμός της και η σθεναρή αντίστασή της εναντίον του κατακτητή είχαν αποσπάσει τον παγκόσμιο θαυμασμό (και ιδιαίτερα τον Βρετανικό) και είχε εμψυχώσει τον υπόλοιπο κόσμο να αντισταθεί στον Άξονα. Η χώρα αυτή τώρα είχε αφεθεί αβοήθητη στη μοίρα της. Πολλοί Έλληνες είδαν τον αποκλεισμό ως πράξη απαξίας από πλευράς των Συμμάχων. Η άρση του, από την άλλη, θα έσωζε χιλιάδες ζωές.

Ήδη από τον Μάιο του 1941 οι προβλέψεις για τον ερχόμενο χειμώνα είναι κάτι παραπάνω από ανησυχητικές. Ο Γερμανός πληρεξούσιος Άλτενμπουργκ ενημερώνει στις 7 Μαΐου τον υπουργό Εξωτερικών του Ράιχ και τη Γερμανική διοίκηση ότι η πείνα θα εξαπλωνόταν εάν το κενό των τροφίμων δεν έκλεινε. Στο Βερολίνο γίνονται συζητήσεις μεταξύ των αρμοδίων για το θέμα, αλλά η απάντηση είναι αρνητική, ενώ δίνεται η εντολή στον πληρεξούσιο να ξεχάσει κάθε απαίτηση από τη Γερμανία. Οποιαδήποτε προμήθεια από τη Ρωσία δεν είναι εφικτή, όπως επίσης και ο εφοδιασμός των ιταλικών ζωνών από τη Γερμανική καθώς η τελευταία ήταν η πολυπληθέστερη.

Τον Οκτώβριο μάλιστα ο Χίτλερ παραχωρεί την ευθύνη για τη διατροφή των Ελλήνων στους Ιταλούς οι οποίοι διά στόματος Μουσολίνι απαντούν ότι ο Χίτλερ «πήρε από τους Έλληνες ακόμη και τα κορδόνια των παπουτσιών τους και περιμένει τώρα από τους Ιταλούς να τους θρέψουν». Ο Άλτενμπουργκ, παρ’ όλα αυτά, έχοντας συναίσθηση της κατάστασης και προσπαθώντας να τη βελτιώσει ζητά 10.000 τόνους δημητριακών το καλοκαίρι, αλλά το Γερμανικό Υπουργείο Γεωργίας αρνείται και πάλι.

Μόνο όταν οι εκθέσεις του πληρεξουσίου έδειχναν καθαρά ότι η οικονομική κρίση και η επερχόμενη πείνα θα απειλούσαν τα Γερμανικά στρατιωτικά συμφέροντα αναγκάστηκαν οι αρμόδιοι του Ράιχ να δώσουν κάποια προσοχή. Ο Γερμανός πληρεξούσιος παρουσιάζει μια ανάλυση του οικονομικού προβλήματος και ζητά εκτός των άλλων μείωση του κόστους κατοχής, για να αποτραπεί η κατάρρευση της Ελληνικής οικονομίας. Στον επίλογό του τονίζει ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην απώλεια των προμηθειών λαδιού και μεταλλευμάτων που ήταν τόσο απαραίτητα για τη Γερμανία.

Τον Σεπτέμβριο φθάνουν στην Ελλάδα 10.000 τόνοι δημητριακών. Όμως ξεκαθαρίζεται ότι άλλη βοήθεια δεν πρόκειται να αποσταλεί. Την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου η πείνα, που είχε προβλεφθεί τον Μάιο, γίνεται τώρα πολύ έντονη. Τα αποθέματα δημητριακών έχουν εξαντληθεί. Οι Ιταλοί πιέζουν τους Βουλγάρους, που κατέχουν τις πιο παραγωγικές περιοχές, να στείλουν 100.000 τόνους δημητριακών αλλά αυτοί αρνούνται, ενώ και η πίεση από την πλευρά των Γερμανών αποτυγχάνει.

Μετά την άρνηση αυτή, οι Ιταλοί στέλνουν 800 τόνους δημητριακών, ενώ οι Γερμανοί φορτίο 10.000 τόνων. Δυστυχώς το πλοίο που εκτελούσε τη μεταφορά βυθίστηκε από τους Άγγλους έξω από τις Ελληνικές ακτές και ο Γερμανός πληρεξούσιος ζητά άλλο φορτίο το οποίο δεν φθάνει ποτέ στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί προσπάθησαν να λύσουν υπεύθυνα και μόνιμα το πρόβλημα της έλλειψης αγαθών μόλις το καλοκαίρι του 1942.

Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ (1941 - 1944)

Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ

Η Οργάνωση της Εθνικής Αντίστασης

Αμέσως μετά τη μάχη της Κρήτης, η νόμιμη Ελληνική κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού μεταβαίνει και λειτουργεί στο Κάιρο της Αιγύπτου. Από εκεί επιβλέπει τη συνέχιση της λειτουργίας των κέντρων – έμπεδων κατάταξης και εκπαίδευσης του Ελληνικού στρατού Μέσης Ανατολής και την εν συνεχεία συμμετοχή του στον αγώνα των συμμάχων στη Βόρεια Αφρική. Παράλληλα σχεδιάζει και συντονίζει επιχειρήσεις σε συνεργασία με τους συμμάχους στο εσωτερικό της χώρας εναντίον των κατοχικών στρατευμάτων.


Στο εσωτερικό της χώρας οργανώνεται η Εθνική Αντίσταση, στην οποία η συμμετοχή του λαού ήταν αθρόα, με κίνητρο την αντίδραση στις κατοχικές δυνάμεις. Άνδρες, γυναίκες ακόμα και παιδιά επιδίδονται σε ένα εθελοντικό αγώνα πολύμορφο, αποτελεσματικό και εκπληκτικό σε εκδηλώσεις ηρωισμού και αυτοθυσίας. Η δράση των αντιστασιακών οργανώσεων όμως είχε βαρύ τίμημα. Χιλιάδες αθώοι πολίτες σφαγιάσθηκαν, με τη μορφή αντιποίνων από τις δυνάμεις κατοχής. Συμβολικό χαρακτήρα απέκτησε η καταστροφή του χωριού Κάνδανος στην Κρήτη, το οποίο ισοπεδώθηκε στις 3 Ιουνίου 1941.

Με αυτή την εγκληματική διαταγή άνοιξαν οι πύλες για την αυθαιρεσία και ξεκίνησε η λεγόμενη πολιτική αντιποίνων των δυνάμεων Κατοχής στην Ελλάδα. Η Εθνική Αντίσταση άρχισε από τις πρώτες ημέρες της εχθρικής κατοχής. Αναπτύχθηκε βαθμιαία με τη δημιουργία αντιστασιακών οργανώσεων, οι οποίες αρχικά δρούσαν ως οργανώσεις πληροφοριών – δολιοφθορών, κυρίως στην περιοχή των Αθηνών. Μετέπειτα με τη δημιουργία ένοπλων ομάδων, εμφανίστηκε ο αντάρτικος στρατός με ευρύτερη παρουσία και δράση στην ύπαιθρο.

Οι μορφές αντίστασης υπήρξαν ποικίλες και υλοποιήθηκαν σε διάφορους τομείς. Σε μια προσπάθεια κατηγοριοποίησης τους θα μπορούσαν να αναφερθούν οι παρακάτω: Απεργίες φοιτητών, δημοσίων υπαλλήλων και άλλων εργαζομένων. Στις 12 Απριλίου 1942 ξέσπασε ταυτόχρονα στην Αθήνα τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη γενική απεργία των δημοσίων υπαλλήλων. Τεράστιες διαδηλώσεις στις πόλεις και ιδιαίτερα στην Αθήνα. Στις 5 Μαρτίου 1943 έγινε μεγάλη διαδήλωση στην Αθήνα. Παράνομοι εορτασμοί εθνικών επετείων και αναγραφή συνθημάτων στους τοίχους των πόλεων.

Χαρακτηριστική είναι η διαδήλωση στην Αθήνα στις 25 Μαρτίου 1943. Εκτύπωση και διανομή παράνομου τύπου και προκηρύξεων. Δολιοφθορές σε αυτοκίνητα πλοία και τρένα, με απότοκο γεγονός τη διακοπή των σιδηροδρομικών συγκοινωνιών σε κρίσιμες μάλιστα για τον εχθρό ημέρες.
Ανατινάξεις εργοστασίων, κτηρίων και ιδιαίτερα γεφυρών. Η πιο γνωστή περίπτωση ήταν η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Καταστροφές ορυχείων ιδιαίτερα βωξίτη και παρακώλυση της μεταφοράς γενικότερα πρώτων υλών για τη γερμανική πολεμική βιομηχανία.

Συγκέντρωση και διαβίβαση σημαντικών πληροφοριών στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής. Υποστήριξη και απόκρυψη συμμάχων καθώς και οργάνωση της διαφυγής τους. Ενέδρες, συμπλοκές και μάχες με τη μορφή ανταρτοπόλεμου ιδιαίτερα στην ύπαιθρο. Διεξαγωγή ευρύτερων στρατιωτικών επιχειρήσεων από το 1943 και μετά. Χαρακτηριστικά αναφέρονται η επιχείρηση «Άνιμαλς» και η επιχείρηση «Κιβωτός του Νώε». Οι κυριότερες Αντιστασιακές Οργανώσεις ήταν:
  • Ο ΕΔΕΣ (Ελληνικός Δημοκρατικός Εθνικός Στρατός) με τη στρατιωτική του οργάνωση ΕΟΕΑ (Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών),
  • Το ΕΑΜ (Ελληνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) με τη στρατιωτική του οργάνωση ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός),
  • Η ΕΚΚΑ (Εθνική Και Κοινωνική Απελευθέρωση) που συγκρότησε το 5/42 Σύνταγμα,
  • Ο ΕΣΕΑ (Ελληνικός Στρατός Εθνικής Απελευθέρωσης) με ένοπλα τμήματα και
  • Η ΠΑΟ (Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωση) επίσης με ένοπλα τμήματα.
Παράλληλα με αυτές τις Αντιστασιακές Οργανώσεις, οι οποίες είχαν οργανωμένες ένοπλες ομάδες, δρούσαν και οργανώσεις δολιοφθορών – πληροφοριών, όπως «Μπουμπουλίνα», «Όμηρος», «Ζευς», «Κόδρος», «Τρίαινα», «ΡΑΝ» «ΠΕΑΝ»και πολλές άλλες. Εκτός από τις Ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις είχαν συσταθεί στον Ελλαδικό χώρο και συμμαχικές οργανώσεις κατασκοπείας και δολιοφθορών. Χαρακτηριστικά αναφέρονται η «Φορς 133», «ο Μήδας» και άλλες.

Το 1942 στον Ελλαδικό χώρο συγκροτήθηκε η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή (ΒΣΑ). Σκοπός της ήταν η οργάνωση των αντιστασιακών ομάδων καθώς και η υποστήριξή τους σε θέματα εφοδιασμού. Από το 1943 και μετά μετονομάζεται σε Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή (ΣΣΑ), εφόσον πλέον συμμετέχουν και Αμερικανοί. Η επίδραση της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στα Ελληνικά πράγματα υπήρξε καθοριστική στα αρχικά στάδια και λιγότερο σημαντική με την πάροδο του χρόνου. Ουσιαστικά από το 1943 και μετά αρχίζει η σταδιακή πτώση της. Δηλωτική του κλίματος αυτού είναι η εναλλαγή στην αρχηγία.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί και η εθελοντική δράση των Ελλήνων της διασποράς. Το 1943 συγκροτήθηκε το 122 Ελληνοαμερικανικό Ανεξάρτητο Τάγμα Πεζικού με σκοπό να σταλεί και να πολεμήσει στην Ελλάδα. Από το Τάγμα αυτό συγκροτήθηκε το 2671 Ειδικό Τάγμα Αναγνωρίσεων (ΕΤΑ). Ο Γ΄ Ανεξάρτητος Λόχος του 2671 ΕΤΑ, έδρασε στην Ελλάδα με 174 άνδρες, από τις 23 Απριλίου έως τις 20 Νοεμβρίου 1944.

Το 1942 ήταν το έτος της δημιουργίας τμημάτων του Ελληνικού αντάρτικου στρατού, της ευρύτερης παρουσίας και δράσης του στην ύπαιθρο, αλλά και της ανάπτυξης των αντιστασιακών οργανώσεων και των λαϊκών αγώνων γενικά στις πόλεις. Το 1943 και 1944 η Εθνική Αντίσταση είχε πολύ μεγάλη ανάπτυξη τόσο στην ύπαιθρο όσο και στις πόλεις και έγινε ικανή να δημιουργήσει εκτεταμένες ελεύθερες περιοχές. Οι μέθοδοι του ανταρτοπόλεμου που χρησιμοποιούσαν οι αντιστασιακές ομάδες δημιουργούσαν ιδιαίτερα προβλήματα στις δυνάμεις κατοχής. Άλλωστε η εδαφική διαμόρφωση της Ελλάδας προσφέρεται για ανταρτοπόλεμο.


Η Ελληνική εθνική αντίσταση κατάφερε με την επιτυχή δράση της να καθηλώσει στην Ελλάδα 300.000 στρατιώτες του Άξονα. Παράλληλα όμως, δυστυχώς, είχαν αρχίσει να φαίνονται και τα προμηνύματα της εμφύλιας σύρραξης. Η εδραίωση των αντιστασιακών ομάδων καθώς και η επικείμενη αποχώρηση των κατακτητών δημιουργούσε ανταγωνισμό μεταξύ των κυριότερων αντιστασιακών οργανώσεων για την διαχείριση της εξουσίας μετά την απελευθέρωση.

Οι διαφορετικές πολιτικές στοχεύσεις της κάθε πλευράς και η απορρέουσα καχυποψία θα οδηγήσουν σε μικρές αρχικά εμφύλιες συγκρούσεις κυρίως μεταξύ ΕΔΕΣ και ΕΛΑΣ. Η εξάπλωση του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ σε ολόκληρη τη χώρα θα έχει σαν απότοκο γεγονός, τη γενίκευση των συγκρούσεων μεταξύ του ΕΛΑΣ και όλων των αντάρτικων ομάδων που δεν ανήκαν στον Εαμικό χώρο και τη δημιουργία μιας έντονης εσωτερικής πόλωσης, που θα καταλήξει στον εμφύλιο πόλεμο. 

Οι Πρώτες Ημέρες της Αντίστασης

Τον Απρίλιο του 1941, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάµεις έχοντας αποκρούσει την Ιταλική ''Εαρινή Επίθεση'' βρέθηκαν να κατέχουν τη γραµµή Χειµάρα - Κλεισούρα - Πόγραδετς, µέσα στο Αλβανικό έδαφος. Ενώ συνεχιζόταν νικηφόρα ο αγώνας εναντίον των Ιταλών, στις 6 Απριλίου 1941, οι Γερµανικές Τεθωρακισµένες δυνάµεις ενέργησαν επιθετικά κατά µήκος της κοιλάδας του Αξιού, παρέκαµψαν την Ελληνική αµυντική τοποθεσία των οχυρών στο Μπέλες και στις 08:00 της 9ης Απριλίου, οι εµπροσθοφυλακές τους, έφτασαν στη Θεσσαλονίκη. Ο διοικητής του Τµήµατος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας, αντιστράτηγος Κων/νος Μπακόπουλος, συνθηκολόγησε µε τους Γερµανούς.

Η 9η Απριλίου 1941, ήταν η πρώτη µέρα της κατοχής αλλά ταυτόχρονα και η πρώτη µέρα της Αντίστασης. Λιγοστοί περαστικοί παρακολούθησαν σκεπτικοί την παρέλαση των Γερµανών στους δρόµους της Θεσσαλονίκης, ενώ η µεγάλη πλειοψηφία, άρχισε να σκέπτεται τρόπους οργάνωσης και αντίστασης κατά του κατακτητή. Δεν είναι τυχαίο, ότι οι πρώτες προκηρύξεις έπεσαν στην πόλη αργά, την πρώτη εκείνη µέρα της κατοχής. Το γεγονός ήταν συµβολικό και ήθελε την Εθνική Αντίσταση να συνεχίζει τον πόλεµο από την πρώτη στιγµή χωρίς αναβολές κι ανάπαυλα.

Τη συνθηκολόγηση του Τµήµατος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας, ακολούθησε στις 20 Απριλίου η συνθηκολόγηση του Στρατού του Αλβανικού µετώπου. Στη συνέχεια, στις 27 Απριλίου, οι Γερµανοί κατέλαβαν την Αθήνα, στις 30 Απριλίου αποχώρησε από την Ελλάδα το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώµα, στις 5 Μαΐου οι Ιταλοί κατέλαβαν τα Επτάνησα, στις 10 Μαΐου ολοκληρώθηκε η κατάληψη των νησιών του Αιγαίου από Ιταλούς και Γερµανούς και στις 31 Μαΐου, µετά τη Μάχη και την κατάληψη της Κρήτης, ολοκληρώθηκε η κατοχή της χώρας.

Η ''Νέα Τάξη Πραγµάτων'' των Γερµανών άρχισε σιγά – σιγά να επεκτείνεται σε ολόκληρη την Ελλάδα. Η Ελληνική Κυβέρνηση του Εµµ. Τσουδερού και ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄, εγκαταστάθηκαν στις 23 Απριλίου στην Κρήτη και καθώς η Αγγλία δεν επέτρεψε τη µετάβασή τους στην Κύπρο, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Αίγυπτο στις 23 Μαΐου. Η δυσαρέσκεια που προκάλεσε η άφιξή τους, τους οδήγησε φιλοξενούµενους στη Νότιο Αφρική κι από εκεί το Σεπτέµβριο στο Λονδίνο, ενώ στο Κάιρο παρέµειναν µόνο οι Υπουργοί των Στρατιωτικών Υπουργείων.

Στις 29 Απριλίου, ανέλαβε στην Αθήνα η πρώτη Κατοχική Κυβέρνηση, µε Πρωθυπουργό τον Αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου, που µε το ''υπ’ αριθ. 1'' Νοµοθετικό Διάταγµα στις 30 / 4 / 1941 παραχώρησε στον εαυτό της το δικαίωµα έκδοσης διαταγµάτων συντακτικού και νοµοθετικού χαρακτήρα. H Γερµανική Διοίκηση γινόταν µέρα µε τη µέρα όλο και πιο σκληρή και περιοριστική. Καθιέρωσε επίσηµα το θεσµό της οµηρίας και την παραµονή της µεγάλης παρέλασης του Γερµανικού στρατού, στις 4 Μαΐου στην Αθήνα, µπροστά στο στρατάρχη Von List (Φον Λιστ).

Έκλεισαν στο δηµαρχείο δώδεκα επιφανείς Αθηναίους, µε την προειδοποίηση ότι θα εκτελεστούν, αν σηµειωθεί η παραµικρή επίθεση κατά της παρέλασης. Το φρόνηµα όµως του Ελληνικού λαού, παρέµεινε ακατάβλητο κι αδούλωτο. Οι Έλληνες περιφρόνησαν τον κατακτητή. Κατευόδωσαν τις φάλαγγες των συµµάχων, την ώρα της αποχώρησής τους από την Ελλάδα, µε επευφηµίες και ζητωκραυγές για να τους ευχαριστήσουν, και ύστερα, ''υποδέχτηκαν'' τον εχθρό στην Αθήνα µε κλειστά τα παράθυρα κι έρηµους τους δρόµους.

Κατά τη φράση του Παν. Κανελλόπουλου, ''στην αυτόµατη περιφρόνηση προς τον πανίσχυρο εχθρό που έδειξε ο Ελληνικός λαός, συνέβαλαν δύο ισχυρά αισθήµατα. Το ένα αίσθηµα ήταν η υπερηφάνεια που γέννησε στην ψυχή του το γεγονός, ότι κράτησε ολοµόναχος, παραπάνω από πέντε µήνες, το µοναδικό τότε, ηπειρωτικό Ευρωπαϊκό µέτωπο. Το δεύτερο, ήταν η οργή, που κυρίευσε την ψυχή του, όταν οι φοβερές δυνάµεις του Χίτλερ ήρθαν να κτυπήσουν κι αυτές το Δαυϊδ, για να σώσουν τον ηττηµένο Γολιάθ''.

Η Εθνική Αντίσταση ήταν έργο µαζικό και παλλαϊκό. Η πρωτοβουλία που ανέπτυξαν οι πρωτεργάτες του απελευθερωτικού αγώνα περιέλαβε στις εγερτικές φλόγες της όλους τους ΄Έλληνες και η επανάσταση διαδόθηκε µε εκπληκτική ταχύτητα σ΄ ολόκληρη την επικράτεια. Πρώτες αυθόρµητες ενέργειες ήταν η εκδήλωση συµπάθειας προς τους Άγγλους αιχµαλώτους από την Κρήτη, όταν στις 28 Μαΐου 1941 το πλήθος τους αποθέωσε µε ζητωκραυγές και τους έρανε µε λουλούδια στη λεωφόρο Πανεπιστηµίου.


Λίγες µέρες αργότερα, στην ίδια περιοχή της Πανεπιστηµίου, ο γηραιός αντιστράτηγος ε.α. Κοµνηνός Μηλιώτης, κτυπούσε µε το µαστίγιό του και αποκαλούσε ''γουρούνια'' τους Γερµανούς σκοπούς της Αθηναϊκής Λέσχης, για να πέσει στη συνέχεια νεκρός από τα δολοφονικά τους πυρά. Τη νύχτα της 30ης προς 31η Μαΐου, δύο νεαροί φοιτητές, ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας, υπέστειλαν και αφαίρεσαν τη Γερµανική σηµαία που κυµάτιζε στην Ακρόπολη, γεγονός που απέκτησε διεθνείς διαστάσεις µε την αναµετάδοσή του από το Β.Β.C. και προσέλαβε συµβολική αντιστασιακή σηµασία.

Στη Θεσσαλονίκη, ιδρύθηκε η οργάνωση ''Ελευθερία'', µε τη συµµετοχή αρχικά και του Συνταγµατάρχη Δηµητρίου Ψαρού ως στρατιωτικού αρχηγού. Αργότερα, οι αντιστασιακές δραστηριότητες και οι µυστικές οργανώσεις άρχισαν να πληθαίνουν και να εξαπλώνονται σε ολόκληρη τη χώρα. Το Σεπτέµβριο του 1941, τρεις µήνες µετά την πλήρη κατοχή της Ελλάδας, η Εθνική Αντίσταση εκδήλωσε τα πρώτα οργανωµένα βήµατά της.

Εµφανίστηκαν οι πρώτες οργανωµένες εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις, ο ΕΔΕΣ και το ΕΑΜ και µερικούς µήνες αργότερα, η ΕΚΚΑ του Συνταγµατάρχη Ψαρού. Παράλληλα, διάφορα τµήµατα δολιοφθοράς και οµάδες πληροφοριών που ιδρύθηκαν µε πρωτοβουλία αξιωµατικών ή ιδιωτών, άρχισαν να παρενοχλούν τον κατακτητή. Οι ΄Έλληνες δεν κατέθεσαν τα όπλα, αλλά συνέχισαν τον αγώνα µε άλλη µορφή. Εθνική Αντίσταση ήταν έργο ολόκληρου του Ελληνικού λαού, που αγωνιζόταν ενωµένος πάνω και πέρα από κάθε είδους διαχωρισµούς.

Όπως για τους Γερµανούς δεν υπήρχαν αντάρτες διάφορων ιδεολογιών στα βουνά και τις ερηµωµένες πόλεις, αλλά απλά αντιστεκόµενοι ΄Έλληνες προς εξόντωση, έτσι και τους Έλληνες τους συνέδεε το καθολικότερο αίτηµα των καιρών: να συντριβούν οι κατακτητές και από τα ερείπια του πολέµου να βγει µια Ελλάδα απαλλαγµένη από τα ξένα δεσµά, µε αληθινή ανεξαρτησία και προοπτικές οικονοµικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. Αυτό ήταν το βασικό σύνθηµα που επικρατούσε εκείνη την εποχή, σ΄ όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις.

Ο Καθηγητής Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, γράφει: ''Το 1941 εξωρίσθη από την Ελλάδα προς στιγµήν η Ελευθερία και ξαφνικά εψήλωσε, από την πείνα και τη σκλαβιά ο νους και το φρόνηµα των ηττηµένων νικητών''. Οφείλουµε να πούµε στην Ελλάδα και το λαό της την πραγµατική ιστορία της Εθνικής Αντίστασης, την αλήθεια, µακριά από κάθε σκοπιµότητα και στρέβλωση. Μετά τη µάχη της Κρήτης, ολοκληρώθηκε η κατοχή της χώρας. Οι κατακτητές φρόντισαν για τον αφανισµό του Ελληνικού Έθνους και έδωσαν στην κατοχή τριµερή πολυεθνική µορφή. 

Όπως ήδη έχει αναφερθεί παραπάνω, η Ιταλία προσάρτησε από την πρώτη στιγµή τα νησιά του Ιονίου Πελάγους ενώ η Βουλγαρία την Ανατολική Μακεδονία και το µεγαλύτερο µέρος της Δυτικής Θράκης. Με διαταγή του Χίτλερ στις 17 Μαΐου 1941, η Ελλάδα χωρίστηκε επίσηµα σε ζώνες κατοχής: η Γερµανία κράτησε τις σηµαντικότερες από στρατιωτική άποψη περιοχές και τις περιοχές απ΄ όπου περνούσαν οδικές-σιδηροδροµικές αρτηρίες, δηλαδή την Κεντρική Μακεδονία, το µεγαλύτερο µέρος του νοµού Έβρου, τα νησιά Λήµνο, Μυτιλήνη, Χίο, Σκιάθο, Σκόπελο.

Την περιοχή Αττικής και Μεγαρίδας, τη βόρεια Πελοποννησιακή ακτή, τα νησιά Σαλαµίνα, Αίγινα, Πόρο, Μήλο, Κρήτη, το λιµάνι του Πειραιά και τις βόρειες ακτές του Αιγαίου Πελάγους. Η Ιταλική Ζώνη κατοχής περιλάµβανε την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, την υπόλοιπη Στερεά Ελλάδα -εκτός από την Αττική και τις ακτές του Σαρωνικού- την Πελοπόννησο, την Εύβοια, τις Κυκλάδες -εκτός από τη Μήλο- την Ικαρία και τη Σάµο. Και η Βουλγαρική Ζώνη, τέλος, περιέλαβε στη Θράκη τους νοµούς Ροδόπης και Ξάνθης µε ένα µικρό τµήµα του νοµού Έβρου και στην Ανατ. Μακεδονία τους νοµούς Καβάλας, Δράµας και Σερρών.

Η Γερµανική Ζώνη χωρίστηκε σε τρεις στρατιωτικές διοικήσεις : της Βόρειας Ελλάδας (Θεσσαλονίκη) της Νότιας Ελλάδας (Αθήνα) και της Κρήτης. Οι διοικητές των διοικήσεων αυτών συγκέντρωναν στα χέρια τους την ανώτατη πολιτική και στρατιωτική εξουσία και λογοδοτούσαν απ’ ευθείας στο Φύρερ. Υπάγονταν, αρχικά, στο στρατιωτικό διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης που είχε την έδρα του στο Βελιγράδι, και συγκροτούσαν µια ''Οµάδα Στρατο''”, κάτι σαν τµήµα Στρατιάς, µε την ονοµασία ''Ε''.

Εκπρόσωπος της πολιτικής εξουσίας, ένα είδος πρεσβευτή, ήταν ο ''πληρεξούσιος διπλωµατικός εκπρόσωπος του Ράιχ στην Ελλάδα'', αλλά οι δικαιοδοσίες του ήταν περιορισµένες σε ρόλο συµβουλευτικό στη Γερµανική στρατιωτική διοίκηση. Την Τρίτη εξουσία, την αστυνοµική, αποτέλεσαν κυρίως οι υπηρεσίες της Γκεστάπο και των Ες - Eς, που εγκαταστάθηκαν µαζί µε το Στρατό κατοχής. Υπάγονταν απευθείας στο Hitler (Χίτλερ) και το Συνταγµατάρχη Heindrich (Χάιντριχ) και ήταν ανεξάρτητοι από τους στρατιωτικούς διοικητές.

Η τέταρτη εξουσία ήταν αυτόχθονη, αυτή των κατοχικών κυβερνήσεων, µε πρώτη την Κυβέρνηση του αντιστράτηγου Τσολάκογλου. Το οικονοµικό χάος, η πείνα και η προσπάθεια πνευµατικής και ψυχικής εξουθένωσης του λαού. Οι κατακτητές επιδίωξαν την εξόντωση του Ελληνικού λαού µε τη γενοκτονία, χρησιµοποιώντας την πείνα και τη βία, τα όπλα και το θάνατο. Ενεργούσαν επιστρατεύσεις για εργασία που δεν πλήρωναν, αρπαγές, καταστροφές, κατασχέσεις ζώων - µέσων µεταφοράς και κλοπές άλλων αγαθών, που χαρακτηρίζονταν λεία πολέµου.


Για να καµουφλάρουν την καταλήστευση του πλούτου της χώρας, οι Γερµανοί έθεσαν σε κυκλοφορία το ''Μάρκο Κατοχής'', νόµισµα χωρίς κανένα αντίκρισµα που τυπωνόταν σε απεριόριστο αριθµό. Με τον ίδιο τρόπο οι Ιταλοί κυκλοφόρησαν τη ''Μεσογειακή Δραχµή''. Τα δύο αυτά νοµίσµατα αποσύρθηκαν τον Αύγουστο του 1941, αφού ανταλλάχτηκαν µε Ελληνικές δραχµές, που από τότε κυκλοφορούσαν ως πληθωρικό χαρτονόµισµα.

Εκτός από τη ληστεία αυτή, οι κατακτητές υποχρέωσαν την κατοχική κυβέρνηση να πληρώσει δαπάνες κατοχής, εισπράττοντας το τεράστιο ποσό των 10 δισεκατοµµυρίων δραχµών για τα κατοχικά στρατεύµατα, όπως και άλλες ''πιστώσεις'', τις οποίες βέβαια ποτέ δεν επέστρεψαν. Πρόσθετα µέτρα, όπως ο έλεγχος και η καταλήστευση των βιοµηχανικών και εµπορικών επιχειρήσεων καθώς και η απαγόρευση των µεταφορών από τη µία Ζώνη Κατοχής στην άλλη, αποδιοργάνωσαν εντελώς την Ελληνική οικονοµία, µε αποτέλεσµα ο Ελληνικός λαός να αντιµετωπίζει πρόβληµα επιβίωσης.

Οι δρόµοι των Αθηνών και του Πειραιά καλύπτονταν καθηµερινά από άταφα πτώµατα, κυρίως κατά τον αποκαλούµενο ''Μαύρο Χειµώνα'' του 1941 - 1942. Συνολικά, πέθαναν από την πείνα πάνω από 360.000 ΄Έλληνες, ενώ αργότερα, το 1943 - 1944, οι θάνατοι περιορίστηκαν, µετά την επέµβαση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Την πείνα και την εξαθλίωση του λαού συνόδευε η συστηµατική προσπάθεια των κατακτητών να τον εξουθενώσουν πνευµατικά µε τη χρήση του ραδιοφώνου και άλλων µέσων προπαγάνδας.

Εκτός από τα παραπάνω, οι αρχές κατοχής συνέλαβαν και κράτησαν σε στρατόπεδα της χώρας, ή έστειλαν ως οµήρους στη Γερµανία χιλιάδες Έλληνες. Δεκάδες χιλιάδες εκτελέστηκαν οµαδικά µε αποφάσεις των στρατοδικείων του κατακτητή, σε χωριά και σε πόλεις. Ισοπέδωσαν µέχρι 2.500 χωριά, πυρπολώντας 400.000 σπίτια. Ο Δ. Γληνός γράφει για το Ελληνικό Έθνος ''που γνώρισε την πιο σκληρή, την πιο απάνθρωπη, την πιο αιµοβόρα, την πιο αποπνικτική σκλαβιά στα τρεις χιλιάδες χρόνια της τρικυµισµένης ιστορίας του''.

Στην έκθεση που υπέβαλε η Ελληνική Κυβέρνηση στις 6 Μαΐου 1946 στη Γραµµατεία της Διάσκεψης Ειρήνης στο Παρίσι, για τις καταστροφές που υπέστη η Ελλάδα σε µέσα και ψυχές, αναφέρονται και τα εξής :

''Καταστροφές: Στο οδικό δίκτυο 62%, στα τεχνικά έργα 90%, στα αυτοκίνητα 73%, στους σιδηροδρόµους 83%, στα πλοία 73%, στο τηλεγραφικό δίκτυο 100%, στις επικοινωνίες 74%, στους λιµένες 67%, στην Πολιτική Αεροπορία 100%. Καταστράφηκαν 401.306 οικοδοµές, ήτοι το 23% του οικοδοµικού συνόλου της χώρας. Κάηκαν 1.644 χωριά. Θάνατοι: 935.000 ψυχές, ήτοι το 13% του πληθυσµού, 8.000 άνδρες φονεύθηκαν από την Γερµανική πολεµική δραστηριότητα, ενώ ο αριθµός των εκτοπισθέντων βιαίως στη Γερµανία και σε άλλα εδάφη ίσως ποτέ δεν θα γίνει γνωστός''.

Τα ίδια τα µυστικά αρχεία της Βέρµαχτ στην Ελλάδα, όπως αποκαλύπτει στο βιβλίο του ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, αναφέρονται σε 20.650 φονευθέντες, 25.728 αιχµαλώτους και 4.795 ''εξιλαστήριες εκτελέσεις'', όπως τις ονόµασαν στο ''λογιστικό απολογισµό'' τους οι Γερµανοί. Βαθιά τα σηµάδια, πληγές που ποτέ δεν έκλεισαν, εγκλήµατα κατά της ανθρωπότητας και κατά της χώρας µας που δεν δέχονται κανένα συγχωροχάρτι και δεν ξεπληρώνονται µε καµιά πολεµική αποζηµίωση.

Συγκρότηση των Πρώτων Εθνικοαπελευθερωτικών Οργανώσεων

Η ίδρυση του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ Λίγες µέρες πριν από την είσοδο των Γερµανών στην Αθήνα πραγµατοποιήθηκε µεγάλη λαϊκή συγκέντρωση στο κέντρο της πρωτεύουσας, όπου αντήχησαν τα συνθήµατα ''Όπλα στο λαό'' κι ''Αντίσταση στους επιδροµείς''. Στις 15 Μαΐου του 1941, κυκλοφόρησε στην Αθήνα, η πρώτη έντυπη προκήρυξη της εθνικοαπελευθερωτικής οµάδας ''Δηµοκράτης'', που καλούσε το λαό να οργανωθεί και να παλέψει εναντίον των κατακτητών. Λίγο αργότερα, άρχισε να εκδίδεται έντυπο µε το όνοµα της οργάνωσης.

Στα µέσα Μαΐου 1941, µια οµάδα µόνιµων αξιωµατικών, συγκάλεσε σύσκεψη στην οποία τονίστηκε η ανάγκη, οι αξιωµατικοί να παραµείνουν στην υπόδουλη πατρίδα και να αγωνιστούν για την απελευθέρωση. ΄Ίδρυσαν το ''Γραφείο Εξυπηρετήσεως Εφέδρων'', που περιέθαλψε και τακτοποίησε χιλιάδες πρώην οπλίτες και αξιωµατικούς του στρατού που είχαν καταφύγει στην Αθήνα. Τον Μάιο του 1941, ιδρύθηκε στη Μακεδονία η εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση ''Ελευθερία'' από πατριώτες της Βόρειας Ελλάδας.

Ανάµεσά τους συγκαταλέγονταν ο Απόστολος Τζανής, µέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ και ο Συνταγµατάρχης Δηµήτριος Ψαρός, που έγινε για λίγο ο στρατιωτικός της αρχηγός. ΄Ήταν από τις πρώτες οργανώσεις που κυκλοφόρησαν προκηρύξεις και υποκινούσαν τον απελευθερωτικό αγώνα. Το φθινόπωρο του 1941, ο Συνταγµατάρχης Ψαρός αναχώρησε για την Αθήνα µε σκοπό να οργανώσει δικό του αντάρτικο κίνηµα. Στη Θεσσαλία δηµιουργήθηκαν απελευθερωτικές οµάδες µε την ονοµασία ''Οµάδες Εφόδου'' και στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη η οργάνωση ''Ιερός Λόχος''.

Στην Ήπειρο οι απελευθερωτικές κινήσεις ενισχύθηκαν µε εξόριστα στελέχη κοµµατικών οργανώσεων και τον Απρίλιο του 1941 µετά από ευρεία σύσκεψη, αποφασίσθηκε η δηµιουργία της απελευθερωτικής οργάνωσης ''Πατριωτικό Μέτωπο''. Στην Πελοπόννησο, µέχρι τον Ιούνιο 1941, δηµιουργήθηκαν το ''Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο'' και η ''Νέα Φιλική Εταιρεία''. Η τελευταία, στα πρώτα της βήµατα, ασχολήθηκε µε την απόκρυψη και συντήρηση στρατιωτών και αξιωµατικών του Αγγλικού Εκστρατευτικού Σώµατος.


Στην Κρήτη, άρχισε η οργάνωση απελευθερωτικών οµάδων από το δεύτερο δεκαήµερο του Ιουνίου 1941, µε πρωτοστάτες το Μανώλη Μπαντουβά και το Γεώργιο Πετρακογιώργη. Στη Σάµο συγκροτήθηκαν οι οµάδες του ''Μετώπου Εθνικής Ανεξαρτησίας -Ειρήνης''. Στην Αθήνα, ιδρύθηκε στις 28 Μαΐου 1941, η ''Εθνική Αλληλεγγύη''. Αρχική αποστολή της ήταν η περίθαλψη των θυµάτων πολέµου, των τραυµατιών και των χιλιάδων στρατιωτών που κατέφυγαν στην Αθήνα µετά την κατάρρευση του µετώπου, αλλά µε την πάροδο του χρόνου µετατράπηκε σε µαζική οργάνωση απελευθερωτικού κινήµατος.

Στις 27 Σεπτεµβρίου 1941, αντιπρόσωποι από το Κοµµουνιστικό Κόµµα (ΚΚΕ), το Σοσιαλιστικό (ΣΚΕ), το Αγροτικό (ΑΚΕ) και την Ένωση Λαϊκής Δηµοκρατίας (ΕΛΔ), συναποφάσισαν την ίδρυση του ''Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου'' (ΕΑΜ). Στο καταστατικό του ΕΑΜ αναφέρονταν οι σκοποί του: ''Η απελευθέρωση του Έθνους µας από το σηµερινό ξένο ζυγό και η απόκτηση της πλήρους ανεξαρτησίας της χώρας µας.

Ο σχηµατισµός προσωρινής κυβερνήσεως του ΕΑΜ αµέσως µετά την εκδίωξη των ξένων κατακτητών, µοναδικός σκοπός της οποίας θα είναι η προκήρυξη εκλογών για συντακτική εθνοσυνέλευση, µε βάση την αναλογική, ίνα ο λαός αποφανθεί κυριαρχικώς επί του τρόπου της διακυβερνήσεώς του. Και η κατοχύρωση του κυριαρχικού τούτου δικαιώµατος του λαού, από πασά αντιδραστική απόπειρα, ήτις θα τείνει να επιβάλει στο λαό λύσεις αντιθέτους προς τας επιθυµίας του, όπως και η εκµηδένιση δι’ όλων των µέσων του ΕΑΜ και των οργάνων του πάσης τοιαύτης αποπείρας''.

Το ΕΑΜ έβρισκε ένθερµους υποστηρικτές παντού, στις πόλεις και τα χωριά όλης της χώρας και οι Έλληνες πατριώτες υπέγραφαν ανεπιφύλακτα δήλωση προσχώρησης στην οργάνωσή του. Έτσι, µέσα σε λίγες µέρες το ΕΑΜ έγινε παντοδύναµο, µε τα πλοκάµιά του απλωµένα σ’ όλες τις πόλεις και την ύπαιθρο, µέχρι το τελευταίο ακριτικό χωριό. Οργανώθηκε µε Κεντρική Επιτροπή και Γραµµατεία και στις 10 Οκτωβρίου 1941, απηύθυνε διάγγελµα προς τον Ελληνικό λαό.

Λίγες µέρες µετά το διάγγελµα, έλαµψαν στον Υµηττό οι φωτεινές επιγραφές ''ΕΑΜ'', ''28 ΟΚΤΩΒΡΗ 1940'', προσκλητήριο σ’ όλους τους Έλληνες στον αγώνα για τη Λευτεριά. Στις 28 Οκτωβρίου 1941, ο λαός γιόρτασε µε διαδηλώσεις και πορείες στους δρόµους της Αθήνας την επέτειο και την απόφασή του να αγωνιστεί κατά του κατακτητή, όπως τη γιόρτασε µαζικά και τα υπόλοιπα χρόνια κατοχής µαζί µε την επέτειο της 25ης Μαρτίου, παρά την αντίδραση των Γερµανών.

Παράλληλα, ο Συνταγµατάρχης Ναπολέων Ζέρβας, σε συνεργασία µε το Συνταγµατάρχη Λεωνίδα Σπαή και το δικηγόρο Ηλία Σταµατόπουλο, ίδρυσε στις 9 Σεπτεµβρίου 1941, στην Αθήνα, οργάνωση µε την επωνυµία ''Εθνικός Δηµοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσµος'' (ΕΔΕΣ). Από το καταστατικό φαίνεται, ότι σκοπός της οργάνωσης ήταν, µεταξύ των άλλων: ''Να αγωνισθή δι’ όλων του των δυνάµεων και διά παντός τρόπου και µέσου και εντός και έξω της Ελλάδος προς ενίσχυσιν του διεξαγοµένου Συµµαχικού Αγώνος, συµβάλη δε όσον δυνηθή διά της δηµιουργίας Εθνικού Επαναστατικού Στρατού εις την ταχυτέραν επίτευξιν της Συµµαχικής Νίκης.

Να εργασθή και επιτύχη ώστε να εγκαθιδρυθή εις την Ελλάδα, µετά τον πόλεµον και την Νίκην της Συµµαχικής µας παρατάξεως, πολίτευµα Δηµοκρατικόν, Λαϊκού χαρακτήρος και Σοσιαλιστικής µορφής, κατόπιν ελευθέρου Δηµοψηφίσµατος. Να ζητήση από τας Συµµάχους χώρας Αγγλίαν, Αµερικήν και Ρωσίαν όπως µετά τον πόλεµον αφεθή ελεύθερος ο Ελληνικός Λαός να εκλέξη το πολίτευµα του, αποφευχθή δε η δι’ εξωτερικής δυνάµεως επιβολή του Βασιλικού θεσµού. Την απόφασιν του Ελληνικού Λαού, οιαδήποτε κι αν είναι, υποχρεωθούν και οι δύο παρατάξεις να αποδεχθούν ως τελειωτικήν και τερµατίζουσαν την Πολιτειακήν αντίθεσιν και πάλην.

Να αντιταχθεί δι΄όλων των δυνάµεων όπως εµποδίση την βιαίαν επάνοδον του Βασιλέως αν ήθελε επιχειρήση τοιαύτην προ της ελευθέρας εκδηλώσεως του Ελληνικού Λαού, το ανόθευτον δε της Λαϊκής θελήσεως να διαπιστωθή διά της παρουσίας αντιπροσώπων των τριών αγωνιζοµένων κατά του κατακτητού Κρατών και αντιπροσώπων του Βασιλέως. Να αντιπροσωπευθεί η Ελλάς εις το Συνέδριον ειρήνης από Έλληνας εκλεγησοµένους από την αγωνιζοµένην χώραν µας εντός και έξω της Ελλάδος''.

Αρχηγός της οργάνωσης αναφέρεται στο καταστατικό ο Στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, αλλά ο τελευταίος ούτε αποδέχτηκε το ''διορισµό'' αυτό, ούτε και υιοθέτησε τις αρχές του ΕΔΕΣ. ΕΑΜ και ΕΔΕΣ µε τους συνεχείς διαπληκτισµούς τους για το ποιος πήρε πρώτος το δρόµο της Αντίστασης επαληθεύουν τη ρήση του Αριστοτέλη από το 350 π.χ. ''Αιώνιον, αν εγένετο τό Ελληνικόν ει ωµονόει''. Γεγονός πάντως αναµφισβήτητο είναι, ότι η ιστορία κατέγραψε τις αξιόλογες πράξεις αντίστασης και των δύο, λαµπρή απόδειξη του ηρωισµού των Ελλήνων.

ΟΙ ΕΝΟΠΛΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ 

ΕΛΑΣ

Καθώς έληξε ο πρώτος χρόνος της Κατοχής, παρά την πείνα που µάστιζε τη χώρα, ο ένοπλος αγώνας ολοένα και περισσότερο αναδυόταν από τον αντιστασιακό παλλαϊκό οργασµό. Μέχρι τότε όµως, είχε ανοργάνωτη µορφή, ή τον αποτελούσαν σποραδικά ασύνδετα περιστατικά και γεγονότα. Η οργάνωση δεν άργησε τελικά να ωριµάσει. Στις 2 Φεβρουαρίου του 1942, συναντήθηκαν µε εντολή της ΚΕ του ΕΑΜ σε κάποιο σπίτι στους Αµπελοκήπους, ο Πολύδωρος Δανιηλίδης, ο Ανδρέας Τζήµας, ο Θανάσης Χατζής και ο Σπύρος Κωτσάκης.


Η σύσκεψη τους κατέληξε να είναι ιδρυτική για το Στρατό του ΕΑΜ, το ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Η ονοµασία είχε µαζική επίδραση στον λαό τα χρόνια της Αντίστασης, καθώς συνδυαζόταν µε τη λέξη ''ΕΛΛΑΣ'' και συνάρπαζε αντάρτες και µάζες. Ο Θανάσης Κλάρας, µε το ψευδώνυµο Άρης Βελουχιώτης, άρχισε πρώτος τη στρατολόγηση των ανταρτοοµάδων του ΕΛΑΣ από τη Ρούµελη, όπου βρισκόταν στις 26 Μαΐου, κι έδωσε τον όρκο µαζί µε τους άλλους πρωτοπόρους της Αντίστασης. Από το φθινόπωρο ξεκίνησε τον αγώνα κατά του κατακτητή.

Ο ΕΛΑΣ αποτελούσε εθελοντικό αντάρτικο στρατό με τριμελή διοίκηση (Καπετάνιος, Στρατιωτικός, Πολιτικός). Ο "καπετάνιος" ήταν ο αρχηγός των ανταρτών, ενώ αναλάμβανε επίσης τις επαφές με τον πληθυσμό, την επιμελητεία και τη στρατολογία. Ο "στρατιωτικός" ήταν ο αρμόδιος για το σχεδιασμό και τη διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ενώ ο "πολιτικός" ήταν ο αντιπρόσωπος του ΕΑΜ, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με τη τήρηση και τη διάδοση των σκοπών της οργάνωσης στους αντάρτες και στον πληθυσμό του χώρου δράσης.

Στις 9 Σεπτεµβρίου του 1942 έδωσε την πρώτη µάχη στα Ρυκά της Γκιώνας. Ακολούθησαν και άλλες νικηφόρες επιθετικές ενέργειες εναντίον των Ιταλών, όπως αυτή στο Κρίκελλο, που αποτέλεσε την απαρχή απελευθερωτικής έκρηξης στη Ρούµελη, µε αντίκτυπο σ΄ ολόκληρη την Ελλάδα. Στη Θεσσαλία, από το Μάιο του 1942 αναπτύσσει αξιόλογη δράση η ανταρτοοµάδα ΕΛΑΣ Αλµυρού, µε επικεφαλής το Νίκο Ξυνό, και στις 28 Ιουλίου εµφανίζεται στον Κίσσαβο η ανταρτοοµάδα του Γ. Μπλάνα. Οι οµάδες αυτές του ΕΛΑΣ, αποτέλεσαν τους πυρήνες ενός τεράστιου αντάρτικου που έµελλε να απλωθεί σ’ολόκληρη τη Θεσσαλία.

Ανάλογες οµάδες δηµιουργήθηκαν το 1942 στη Μακεδονία, την ΄Ηπειρο, την Πελοπόννησο και την Αττικοβοιωτία κι έτσι σχηµατίστηκε η εικόνα µιας αληθινής εξόρµησης του ΕΛΑΣ σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Το 1942, ήταν έτος στροφής και ανάκαµψης για τους συµµάχους, που είχαν αναχαιτίσει το µείζον της Γερµανικής επιθετικής ενέργειας και ετοιµάζονταν για επιθετική επιστροφή. Στα πλαίσια της στρατηγικής αυτής, το στρατηγείο Μέσης Ανατολής, οργάνωσε και απέστειλε στην Ελλάδα οµάδα δολιοφθορέων, µε επικεφαλής το Συνταγµατάρχη Μηχανικού Eddie Myers (Έντι Μάγιερς).

Και υπαρχηγό τον ''κατ’ απονοµή'' Ταγµατάρχη Chris Woodhouse (Κρις Γουντχάουζ) της Intelligence Service (Υπηρεσίας Πληροφοριών), για την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταµου. Η επιχείρηση έγινε µε απόλυτη επιτυχία τη νύχτα 25 προς 26 Νοεµβρίου από αντάρτικες οµάδες του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ µε επικεφαλής τους Ναπολέοντα Ζέρβα και Άρη Βελουχιώτη. Η έκρηξη που γκρέµισε τη γέφυρα κατάφερε καίριο πλήγµα στους κατακτητές και τράνταξε το πανελλήνιο. Ο ραδιοσταθµός του Λονδίνου µετέδωσε σ’ όλο τον κόσµο την είδηση, η Αντίσταση γαλβανίστηκε, και όλοι πίστεψαν ότι µε τη συνεργασία ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ τα πάντα ήταν εφικτά.

Στο µεταξύ ο Μάγιερς προήχθη σε ταξίαρχο και παρέµεινε στην Ελλάδα ως Αρχηγός της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής (ΒΣΑ) µε Υπαρχηγό τον Κρις Γουντχάουζ. Είχε προηγηθεί στις 2 Αυγούστου του 1942, η αποβίβαση του Ταγµατάρχη Ιωάννη Τσιγάντε στην ακτή Κότρωνα της Μάνης, που έφερε στην Ελλάδα περίπου 15.000 χρυσές λίρες Αγγλίας. Το 1943, χαρακτηρίζεται από τις µαζικές κινητοποιήσεις στις 24 Φεβρουαρίου και 5 Μαρτίου στην Αθήνα και τις άλλες µεγάλες πόλεις, που µετά από πραγµατικές συγκρούσεις στους δρόµους µε τον κατακτητή, απέτρεψαν την επιστράτευση του λαού για ανάγκες του µετώπου.

Παράλληλα, το ένοπλο κίνηµα αναπτύχθηκε ραγδαία σε Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία, Πελοπόννησο, Θράκη και νησιά. Με επιτυχία έγιναν οι µάχες στο Σχίνοβο στις 8 Φεβρουαρίου, στην Οξύνεια στις 12 Φεβρουαρίου, στο Φαρδύκαµπο από 4 έως 7 Μαρτίου και άλλες µικρότερες. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν έµελλαν να δώσουν στον ΕΛΑΣ µορφή οργανωµένου Στρατού. Στις 2 Μαΐου 1943, ιδρύθηκε στην Αθήνα το Γενικό Στρατηγείο ΕΛΑΣ µε το Συνταγµατάρχη Στέφανο Σαράφη ως Στρατιωτικό Αρχηγό.

Στις 10 Μαΐου, ο Σαράφης ξεκίνησε για το βουνό, συνοδευόµενος από τον Ανδρέα Τζήµα που πήρε το ψευδώνυµο Βασίλης Σαµαρινιώτης και τον Αντισυνταγµατάρχη Κ. Αναργύρου. Στις 16 Ιουνίου 1943 ο Σαράφης υπέγραψε κοινή δήλωση µε τον επικεφαλής της Βρετανικής Αποστολής Συνταγµατάρχη Μάγιερς, µε την οποία ο ΕΛΑΣ αναγνωριζόταν ως Συµµαχικός Στρατός που υπαγόταν στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής. Στη συνέχεια, ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ πήραν εντολή να εκτελέσουν ευρείας κλίµακας επιχειρήσεις δολιοφθοράς, για να παραπλανήσουν το Χιτλερικό επιτελείο ως προς το χώρο της αναµενόµενης συµµαχικής απόβασης.

Οι επιχειρήσεις άρχισαν από τις 20 Ιουνίου. Στις 18 Ιουλίου, για το συντονισµό της δράσης των αντάρτικων οργανώσεων, ιδρύθηκε Κοινό Γενικό Στρατηγείο Ανταρτών µε έδρα το Περτούλι Καλαµπάκας, στο οποίο συµµετείχαν ο ΕΛΑΣ, ο ΕΔΕΣ, η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή και αργότερα η ΕΚΚΑ. Τα αντάρτικα τµήµατα, προσέβαλαν αιφνιδιαστικά τις δυνάµεις κατοχής και προκάλεσαν καταστροφές σε γέφυρες, σιδηροδροµικές γραµµές, τεχνικά έργα, φάλαγγες οχηµάτων και σιδηροδροµικούς συρµούς, στη Ρούµελη, Θεσσαλία, ΄Ηπειρο και Μακεδονία.

Σε τόση έκταση και µε τέτοια επιτυχία, ώστε το Γερµανικό Επιτελείο να διατάξει την εσπευσµένη µεταφορά 2-3 Μεραρχιών από τη Νότια Ιταλία, γεγονός που συνέβαλε στην επιτυχία της απόβασης των Συµµάχων στη Σικελία. Οι Γερµανοί µετά την άφιξη των τριών Μεραρχιών από τη Ν. Ιταλία, άρχισαν από τον Οκτώβριο του 1943 ευρείας κλίµακας επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών, από τη Βόρεια Πελοπόννησο και την Αττικοβοιωτία µέχρι την Ήπειρο και τη Μακεδονία.


Στο µεταξύ, από τον Οκτώβριο, άρχισαν συρράξεις ανάµεσα στα ανταρτικά τµήµατα ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ που κράτησαν πάνω από τέσσερις µήνες. Τερµατίστηκαν στις 29 Φεβρουαρίου 1944, µε τη διάσκεψη Μυρόφυλλου - Πλάκας και την υπογραφή σχετικού πρωτοκόλλου. Στις 10 Μαρτίου 1944, συγκροτήθηκε στη Βίνιανη Ευρυτανίας η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) από εκπροσώπους του ΚΚΕ, του Σοσιαλιστικού Κόµµατος, των Αριστερών Φιλελευθέρων και άλλους πολιτικούς, που µε την υπαγωγή του ΕΛΑΣ στην αρµοδιότητά της εγκαινίασε µια νέα φάση στον απελευθερωτικό αγώνα.

Ο ΕΛΑΣ, όπως και ο ΕΔΕΣ, συνέχισαν τα πλήγµατά τους εναντίον του κατακτητή, που µάταια προσπαθούσε µε µεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, κυρίως στην Πελοπόννησο και στη Βόρεια Πίνδο, να εξαρθρώσει τις αντάρτικες οµάδες. Τέλος, στις αρχές Σεπτεµβρίου 1944, ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ πέρασαν σε γενική αντεπίθεση για την απελευθέρωση όλης της χώρας. Στις 12 Οκτωβρίου 1944 έφυγαν οι Γερµανοί από την Αθήνα και έληξε επίσηµα η κατοχή.

ΕΟΕΑ - ΕΔΕΣ

Στη διάρκεια της Κατοχής, από τα παλιά συντηρητικά πολιτικά κόµµατα, µόνο το ''Εθνικό Ενωτικό'' του Παν. Κανελλόπουλου σηµείωσε σοβαρή αντιστασιακή δράση. Ο Κανελλόπουλος αρνήθηκε να υπογράψει πρωτόκολλο υποστήριξης του Βασιλιά Γεωργίου που του παρουσίασαν οι άλλοι αρχηγοί, γιατί το θεωρούσε ''εκτός τόπου και χρόνου'' µπροστά στην κατοχική πραγµατικότητα και την προτεραιότητα της Αντίστασης. Επιχείρησε να αναπτύξει ενωτική νεολαία στο κόµµα του και είχε στενή συνεργασία µε το Βρετανικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής.

Ίδρυσε την οργάνωση ''Όµηρος'', την οποία ανέλαβαν οι Συνταγµατάρχες Στ. Κιτριλάκης και Κ. Δόβας, και ουσιαστικά κατεύθυνε την ''Επιτροπή των Συνταγµαταρχών'' µε επικεφαλής τους Συνταγµατάρχες Σπηλιωτόπουλο, Κιτριλάκη, Λιώση, Τσακαλώτο, Φιλιππίδη και Δόβα. Πολλές άλλες οργανώσεις µε τις ίδιες αρχές, είδαν το φως της δηµοσιότητας όπως τα ''Τρία ΄Έψιλον'', τα ''Τρία Άλφα'', οι ''Συνεχιστές της Κεφαλληνίας'', κ.α., και εκδήλωσαν τον αγωνιστικό πυρετό που διακατείχε το λαό και τους ηγέτες του.

Αλλά, µία µόνο οργάνωση, εκτός από το ΕΑΜ, έµελλε να αναπτύξει δράση αξιόλογη και εφάµιλλη µε αυτό. Η οργάνωση ''ΕΟΕΑ – ΕΔΕΣ'' του Συνταγµατάρχη Ναπ. Ζέρβα, µε υπαρχηγό τον Κοµνηνό Πυροµάγλου. Ο ΕΔΕΣ, κατόρθωσε να οργανώσει µαζικά στις τάξεις του µεγάλο µέρος του Ελληνικού λαού, που εξοπλίσθηκε και δηµιούργησε τις ''Εθνικές Οµάδες Ελλήνων Ανταρτών'' (ΕΟΕΑ). Μαζί µε τον ΕΛΑΣ αποτελούσαν τους πρωτοπόρους της Εθνικής Αντίστασης. Στις 9 Σεπτεµβρίου 1942, προσχώρησαν στον ΕΔΕΣ οι οµάδες των ανταρτών του Βάλτου, υπό το Στυλιανό Χούτα κι αργότερα, πολλές άλλες οργανώσεις.

Μέσω σύνδεσης με τον Προμηθέα 2 και ενίσχυσης 24.000 λιρών ο Ναπολέων Ζέρβας μαζί με 4 συντρόφους του, βγαίνει στον ένοπλο αγώνα στα βουνά της Δυτικής Ελλάδας στις 23 / 7 / 1942 αφού πρώτα απειλήθηκε με κατάδοση στη Γκεστάπο καθότι τον βάρυναν κατηγορίες υπεξαίρεσης χρημάτων. Η ένοπλη οργάνωση του ΕΔΕΣ μεγαλώνει και συνδέεται με τον υπαρχηγό της Βρετανικής Αποστολής στην Ελλάδα Chris Woodhouse, από τον οποίο καθοδηγείται η επιχείρηση στον Γοργοπόταμο με συμμετοχή και του ΕΛΑΣ. 

Προτάσεις του ΕΑΜ για ενσωμάτωση του ΕΔΕΣ στο ΕΑΜ ναυαγούν, ενώ μετά την βίαιη διάλυση του τμήματος Σαράφη - Κωστόπουλου από τον ΕΛΑΣ, ο Ζέρβας θα ζητήσει από τον αρχηγό της Βρετανικής Αποστολής την βίαιη διάλυση του ΕΛΑΣ κάτι που δεν έγινε δεκτό. Η Βρετανική κυβέρνηση θα ζητήσει στις 25 Μάρτιου 1943 δήλωση υποταγής στο βασιλιά και στην Βρετανική κυβέρνηση. Ο Ζέρβας έστειλε τηλεγράφημα, ενώ ο ΕΛΑΣ όχι, με την δημοσιοποιήση της επιστολής ο ΕΔΕΣ κατέστη ελκυστικός για τους βασιλόφρονες. 

Τελικά ο ΕΔΕΣ θα υπαχθεί στο Κοινό Γενικό Στρατηγείο Ανταρτών μαζί με τον ΕΛΑΣ και την ΕΚΚΑ τον Αύγουστο του 1943. Αυτήν την περίοδο ο ΕΔΕΣ συμμετείχε στην επιχείρηση Animals όπου έδωσε μια σειρά από μάχες με τους κατακτητές όπως μεταξύ άλλων η Μάχη του Μακρυνόρους. Οι σκληρές µάχες κατά των κατακτητών Ιταλών και Γερµανών στη Μενίνα, το Μακρυνόρος, το Τετράκωµο κ.α, όπως και η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταµου σε συνεργασία µε τον ΕΛΑΣ, κατέστησαν το όνοµα του Ζέρβα θρυλικό, µε αποτέλεσµα η οργάνωση να εξαπλωθεί σ’ ολόκληρη την Ελλάδα και να διεξάγει µαζί µε τον ΕΛΑΣ σθεναρή αντίσταση κατά του κατακτητή.


ΕΚΚΑ - 5/42 ΣΕ

Η οργάνωση ''ΕΚΚΑ'' (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωσις), συστήθηκε από το Συνταγµατάρχη Δηµήτριο Ψαρρό και οµάδες πολιτικών υπό το Γεώργιο Καρτάλη, τον Οκτώβριο του 1942. Ο Συνταγµατάρχης Ψαρρός υπήρξε ο στρατιωτικός της αρχηγός και η ψυχή της οργάνωσης. Το 5/42 ΣΕ (Σύνταγµα Ευζώνων), η κυρία ένοπλη δύναµη ανταρτών της οργάνωσης ΕΚΚΑ, συγκροτήθηκε στη Ρούµελη το καλοκαίρι του 1942, όπου και έδρασε µέχρι τη διαλύσή του από τον ΕΑΜ - ΕΛΑΣ (17 Απριλίου 1944).

Η ΕΚΚΑ ήταν αντιστασιακή οργάνωση σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων που ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1942 από τον δημοκρατικό-Βενιζελικό συνταγματάρχη Δημήτριο Ψαρρό σε συνεργασία με τους πολιτικούς Απόστολο Καψαλόπουλο και Γεώργιο Καρτάλη, φέρελπι νέο πολιτικό που προερχόταν από τον χώρο του Λαϊκού Κόμματος. Η επιλογή του ακρωνύμιου Ε.Κ.Κ.Α, που η σημασία του συνέπιπτε με μόνιμο σύνθημα του ΚΚΕ, «προσδιόριζε το διαρκές δίλημμα της οργάνωσης που εκ δεξιών ανθεματιζόταν ως ημικομμουνιστική. 

Ενώ η Αριστερά τους κατηγορούσε ως ψευδεπίγραφους καπήλους των θέσεών της εφόσον δεν υλοποιούσαν, προσχωρώντας στο Ε.Α.Μ, όσα κήρυτταν». Αλλά και στο εσωτερικό της οργάνωσης υπήρχε διχογνωμία αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο θα γινόταν η απελευθέρωση. Πέντε μήνες πέρασαν ώσπου να κυκλοφορήσει το καταστατικό με σύνθημα την εγκαθίδρυση ολοκληρωμένης Λαοκρατούμενης Δημοκρατίας, στην οποία τα βασικά οικονομικά και τεχνικά μέσα παραγωγής θα κοινωνικοποιούνταν. 

Δηλαδή θα ελέγχονταν από τον εργαζόμενο λαό τον οργανωμένο σε συνδικάτα. Χρέη και έμμεσοι φόροι διαγράφονταν ενώ για περιουσίες και ατομική πρωτοβουλία θα έμπαιναν ανώτατα όρια μέσα στο νέο σύστημα. Στρατιωτικό σκέλος της οργάνωσης ήταν το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, που συγκροτήθηκε στις 20 Απριλίου του 1943 στην Παρνασσίδα, και ονομάστηκε έτσι από το ομώνυμο θρυλικό ευζωνικό σύνταγμα. Η ΕΚΚΑ «είχε χάσει πολύτιμο έδαφος εξαιτίας της πολύμηνης κύησης και συνακόλουθης καθηστέρησης στον πολιτικό και κυρίως στον στρατιωτικό τομέα» 

Η οργάνωση έφτασε να έχει 1000 μαχητές και να εκπροσωπείται στο γενικό αρχηγείο των ανταρτικών οργανώσεων μαζι με τον ΕΔΕΣ και τον ΕΛΑΣ, με τους οποίους, μέχρις ενός σημείου, συνεργαζόταν. Δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή της Φωκίδας. Ο ΕΛΑΣ, με την αιτιολογία ότι μέλη της ΕΚΚΑ είχαν προβεί σε αντικομμουνιστική και κακοποιό δράση στην περιοχή αλλά, σύμφωνα με την αντίθετη άποψη, σε μια προσπάθειά του να μονοπωλήσει την αντίσταση και θεωρώντας το ΕΚΚΑ «αντιδραστικό», επιτέθηκε και αφόπλισε την ΕΚΚΑ δύο φορές, στις 13 Μαΐου του 1943 και στις 23 Ιουνίου του 1943.

Μετά από υποσχέσεις της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής και του ΕΑΜ οι Δημήτριος Ψαρρός και Γεώργιος Καρτάλης, συγκατατέθηκαν να ανασυγκροτήσουν τη μονάδα τους στο πλαίσιο του Συμφώνου Εθνικών Ομάδων. Εκπρόσωποι του 5/42 Συντάγματος έφθασαν στα τέλη Ιουλίου του 1943 στο Περτούλι, όπου ήταν το Κοινό Γενικό Στρατηγείο Ανταρτών. Εκπρόσωποι της ΕΚΚΑ θα συμμετάσχουν στις διαπραγματεύσεις των εκπροσώπων των οργανώσεων ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ και του Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, στο Μυρόφυλλο (15-22 Φεβρουαρίου) και έπειτα στην Πλάκα (27-29 Φλεβάρη) του 1944. 

Προεδρεύων ήταν ο Γεώργιος Καρτάλης, ο οποίος αθετώντας την συμφωνία με το ΕΑΜ, «κρυφίως απεργαζόταν με τους Πυρομάγλου και Γουντχάους στρατηγικές παρακώλυσης». Η τακτική του Γεώργιου Καρτάλη, « συνέτεινε στο να δημιουργηθεί το ψυχολογικό κλίμα, αλλά και το άλλοθι για την αιματηρή διάλυση του 5/42 Συντάγματος από τον ΕΛΑΣ». Το 5/42 ΣΕ συµµετείχε στο Κοινό Γενικό Στρατηγείο Ανταρτών και διεξήγαγε επιτυχείς αγώνες κατά των κατακτητών στην περιοχή της Ανατ. Στερεάς Ελλάδας.
Η οργάνωση ΕΑΜ-ΕΛΑΣ όµως, η οποία είχε αναπτύξει ισχυρές οµάδες ανταρτών στην περιοχή, επιτέθηκε πολλές φορές κατά του 5/42 ΣΕ και πέτυχε τελικά την οριστική διάλυσή του. Ο Συνταγµατάρχης Ψαρός, ηρωική φυσιογνωµία της Αντίστασης, εκτελέστηκε στο Κλήµα Δωρίδας από φανατικούς του ΕΛΑΣ, στις 17 Απριλίου 1944.


Αντάρτικες Οργανώσεις Μακεδονίας - Θράκης

Η οργάνωση ''Ελευθερία'', που ιδρύθηκε από το Συνταγµατάρχη Ψαρό, κατέβαλε προσπάθειες συγκρότησης οµάδων ανταρτών στην περιοχή Κεντρικής Μακεδονίας τον Ιούνιο του 1941, οι οποίες όµως διαλύθηκαν µέχρι το τέλος του ίδιου έτους από τους Γερµανούς. Στη Μακεδονία η οργάνωση ''ΥΒΕ'' (Υπερασπιστές Βορείου Ελλάδος), η οποία µετονοµάσθηκε αργότερα σε ''ΠΑΟ'' (Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωση), αν και συστήθηκε πολύ νωρίς, καθυστέρησε να συγκροτήσει στην ύπαιθρο αντάρτικες οµάδες. Η συµβολή τους όµως στην αντίσταση, υπήρξε αξιόλογη.

Στην Ανατ. Μακεδονία (περιοχή Παγγαίου - ορέων της Λεκάνης), οµάδες ανταρτών της οργάνωσης ''ΕΣΕΑ'' ('Ενωσις Συµπολεµιστών Εθνικής Απελευθέρωσης) από τον Φεβρουάριο 1943, υπό τον Αντώνιο Φωστερίδη (Τσαούς Αντών), υπήρξαν αποτελεσµατικότερες. Αντιµετώπισαν µε επιτυχία τις εναντίον τους εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Βουλγάρων και στη συνέχεια πέρασαν στην αντεπίθεση εναντίον του κατακτητή.

Ανταρτικές Οργανώσεις Πελοποννήσου

Σοβαρή προσπάθεια συγκροτήσεως οµάδων ανταρτών στην Πελοπόννησο έγινε από το Λοχαγό Γεώργιο Καραχάλιο. Οι πρώτες εθνικές οµάδες ανταρτών, µε την ονοµασία ''Ελληνικός Στρατός'', συγκροτήθηκαν το Μάιο του 1943, µετά από επαφή του Γ. Καραχάλιου µε το Κλιµάκιο της ΒΣΑ Πελοποννήσου, στη περιοχή Τριφυλίας Μεσσηνίας. Προσπάθειες σύστασης εθνικών οµάδων ανταρτών στην Πελοπόννησο, κατέβαλαν την ίδια περίοδο και οι µεγάλες οργανώσεις ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ και άλλες µικρότερες ή και µεµονωµένες προσωπικότητες.

Η οργάνωση ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, είναι η πρώτη που είχε αναπτύξει στην Πελοπόννησο ισχυρές αντάρτικες οµάδες από το 1941, ενώ οι εξόριστοι και φυλακισµένοι κοµµουνιστές που επιστρέψανε στα σπίτια τους, ίδρυσαν τη ''Νέα Φιλική Εταιρεία''. Τελικά, οι ιδεολογικές διαφορές µε τις οργανώσεις του ΕΔΕΣ, οδήγησαν τον ΕΛΑΣ σε γενική επίθεση στην Πελοπόννησο και στη διάλυση όλων των άλλων οργανώσεων, στις 6 Αυγούστου 1943.

Ανταρτικές Οργανώσεις Κρήτης

Η αντίσταση στην Κρήτη δεν σταµάτησε ούτε στιγµή και θεωρήθηκε από τους γενναίους κατοίκους της συνέχεια της µάχης της Κρήτης. Οι οµάδες ανταρτών που αναπτύχθηκαν, µε τη συνεχή δράση τους, απερίσπαστες από εµφύλιες έριδες, περιόρισαν τις δυνάµεις των κατακτητών στα µεγάλα αστικά κέντρα. Από τους περιφηµότερους αρχηγούς των αντάρτικων οµάδων, ήταν ο Εµµανουήλ Μπαντουβάς και ο Γεώργιος Πετρακογιώργης.

Στην αρχή του αγώνα, ιδρύθηκε η ''Ανωτάτη Επιτροπή Αγώνα Κρήτης'' (ΑΕΑΚ), που διαλύθηκε µετά τις αθρόες συλλήψεις µελών της από τις Γερµανικές Αρχές. Το δεύτερο δεκαήµερο του Ιουλίου 1943, τη διαδέχτηκε η ''Εθνική Οργάνωση Κρήτης'' (ΕΟΚ), που κατόρθωσε να συγκροτήσει τρία Τάγµατα Ανταρτών (Κυδωνιών - Αποκορώνου - Κισσάµου) και αργότερα το ανεξάρτητο Σύνταγµα ΕΟΚ (Συνταγµατάρχης Παπαδάκης Αντώνιος) και τη Διλοχία Σφακίων.

Ανταρτικές Οργανώσεις Εσωτερικού

Μυστικές οργανώσεις αντιστάσεως ή αντιστασιακές οργανώσεις εσωτερικού θεωρούνται οι οργανώσεις, οι οποίες ανέπτυξαν κάθε είδους δράση κατά των κατακτητών, εκτός από ανταρτοπόλεµο. Ορισµένες από τις οργανώσεις αυτές, εµφανίστηκαν και έδρασαν πριν συσταθούν ή αρχίσουν τη δράση τους οι µεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις. Οι περισσότερες παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια του 1943.

Το έργο τους, συλλογή πληροφοριών, δολιοφθορές και φυγάδευση ατόµων στη Μέση Ανατολή ή την ελεύθερη ορεινή Ελλάδα, υπήρξε πολύ δυσχερές και επικίνδυνο ενώ η κατάσταση επιδεινώθηκε από τότε που συγκροτήθηκαν τα Τάγµατα Ασφαλείας. Παρά τις δυσχέρειες και τις αντιξοότητες οι οργανώσεις συνέχισαν µέχρι την απελευθέρωση, τον αµείλικτο και αδυσώπητο µυστικό τους πόλεµο κατά του κατακτητή, ανώνυµα και από την αφάνεια. Σε εκατοντάδες, ανέρχεται ο αριθµός των οργανώσεων -µάλιστα µόνο όσων αναγνωρίστηκαν- κι έτσι θ΄ αναφερθούµε στη δράση ορισµένων από αυτές:

Η Οργάνωση ΠΕΑΝ (Πανελλήνιος Ένωση Αγωνιζοµένων Νέων)

Συστήθηκε το Φθινόπωρο του 1941 και τη διεύθυνσή της ανέλαβε επιτροπή υπό τον Κων. Περρίκο. Διέθετε τον περίφηµο ''Ουλαµό Καταστροφέων'', υπό τον Αντώνιο Μυτιληναίο, έργο του οποίου υπήρξαν µεγάλης έκτασης και σηµασίας δολιοφθορές, µε σηµαντικότερη την ανατίναξη στις 22 Σεπτεµβρίου του 1942, των γραφείων της ΕΣΠΟ (Εθνικο - Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωση).

Σκοπός της οργάνωσης, ήταν η σύσταση ''Λεγεώνας Ελλήνων Εθελοντών'', η οποία θα συµµετείχε στον πόλεµο στο πλευρό του άξονα. Από την ανατίναξη, φονεύθηκαν 48 Γερµανοί και 27 µέλη της ΕΣΠΟ. Με το σάλο που ακολούθησε, αποκαλύφθηκαν οι σκοποί της ΕΣΠΟ, η οποία και διαλύθηκε.


Η Οργάνωση ''ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΙΙ''

Οµάδα πληροφοριών και δολιοφθορών που οργανώθηκε κατά την αποχώρηση των Βρετανών και την αποτελούσαν αξιωµατικοί του Πολεµικού Ναυτικού. Με το σταθµό ασυρµάτου που διέθετε, διαβίβαζε χρήσιµες πληροφορίες σε βρετανικές υπηρεσίες για την κίνηση των Γερµανικών υποβρυχίων, στρατευµάτων, κ.α. Πέτυχε τη σύνδεση του Ζέρβα µε το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής και συντέλεσε στην επιτυχία πολλών δολιοφθορών. Όταν αποκαλύφθηκε ο σταθµός ασυρµάτου, τα περισσότερα µέλη της οργάνωσης συνελήφθηκαν και εκτελέσθηκαν (2 Φεβρουαρίου 1943).

H Oργάνωση ''ΜΙΔΑΣ 614''

Ο Ταγµατάρχης Ιωάννης Τσιγάντες αποβιβάστηκε επικεφαλής δωδεκαµελούς αποστολής σε όρµο της Λακωνίας στις 2 Αυγούστου 1942 από Βρετανικό υποβρύχιο και έφτασε στην Αθήνα στις 18 του ίδιου µήνα. Κυρία αποστολή του ''ΜΙΔΑ 614'' ήταν η συγκρότηση αντάρτικων οµάδων και η διεύθυνση του αντάρτικου κινήµατος, βάσει των κατευθύνσεων και οδηγιών της Ελληνικής Κυβέρνησης (εξωτερικού) και του Βρετανικού ΣΜΑ.

Διέθετε άφθονα µέσα (3 σταθµούς ασυρµάτου, 15 χιλιάδες χρυσές λίρες, υλικό δολιοφθορών κ.α.). Ο Ταγµατάρχης Τσιγάντες επέδειξε ζήλο κι αυτοθυσία στην εκτέλεση της αποστολής του. Στις 14 Ιανουαρίου 1943, µετά την αποκάλυψη του καταφυγίου του στην Αθήνα, φονεύθηκε.

Η Οργάνωση ''ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ''

Μυστική οργάνωση συλλογής πληροφοριών, δολιοφθορών, απόκρυψης και φυγάδευσης Βρετανών και Ελλήνων προς τη Μέση Ανατολή. Τη συνέστησε κι ανέλαβε τη διεύθυνσή της η ηρωίδα Λέλα Καραγιάννη, από την 1η Μαΐου 1941 µέχρι τις 11 Ιουλίου 1944 οπότε τη συνέλαβαν οι Γερµανοί. Η Λέλα Καραγιάννη, αφού εκποίησε τα κοσµήµατά της, νοίκιασε 30 δωµάτια σε διάφορες περιοχές των Αθηνών, όπου έκρυβε Βρετανούς, µέχρι τη φυγάδευσή τους µε ιστιοφόρο , το οποίο η ίδια αγόρασε.

Μέλη της οργάνωσης “ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ”, ήταν 38 άτοµα διαφόρων τάξεων και επαγγελµάτων, µεταξύ των οποίων Ιταλοί και Γερµανοί. Μετά από πληροφορίες της οργάνωσης βοµβαρδίστηκαν µε επιτυχία τα αεροδρόµια στο Τατόι και τον Άραξο, αποθήκες πυροµαχικών, όπως και ένα υποβρύχιο στο Ναύσταθµο. Η Λέλα Καραγιάννη συνελήφθηκε στις 11 Ιουλίου 1944, µετά από προδοσία και στις 8 Σεπτεµβρίου 1944 εκτελέσθηκε µε φρικτά βασανιστήρια.

ΟΙ ΚΑΤΟΧΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ 

Η ''Νέα Τάξη'' των Δυνάµεων Κατοχής είχε κληρονοµήσει από τη δικτατορία του Μεταξά δοµές στην κρατική µηχανή που της ενέπνεαν εµπιστοσύνη. Μέσα σ΄ αυτό το κλίµα, ήταν εύκολη η εγκατάσταση από τους Γερµανούς Κατοχικών Κυβερνήσεων από Έλληνες, µε πρώτη την Κυβέρνηση Τσολάκογλου. Ο Τσολάκογλου είχε διαπράξει την πιο επαίσχυντη και προδοτική για στρατιωτικό πράξη, µε την παράδοση του ιδίου και του στρατού του στον εχθρό και µάλιστα σε ανοικτό πεδίο µάχης.

Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του δήλωσε ότι σκοπός της Κυβερνήσεώς του ήταν: ''Να µη κρατηθεί κανείς ΄Ελλην αιχµάλωτος, να εξασφαλισθεί η κοινωνική πρόνοια και ο επισιτισµός του πληθυσµού, να δοθεί εργασία σε όλους και να ενισχυθεί η εθνική και ιδιωτική οικονοµία, να τηρηθεί η τάξη και ασφάλεια σε ολόκληρη τη χώρα''. Είναι όµως αυτονόητο, ότι προϋπόθεση για την διατήρηση από τον κατακτητή των κυβερνήσεων κατοχής, ήταν να εξυπηρετούν τα συµφέροντα του. Άσχετα λοιπόν από τις υποκειµενικές προθέσεις των µελών των κατοχικών κυβερνήσεων και των υποστηρικτών τους, το αποτέλεσµα ήταν εθνικά επιζήµιο.

Κάλυπταν την ξενική κατοχή, και δηµιουργούσαν σύγχυση και συµβιβαστικό πνεύµα στο λαό, τη στιγµή που η Εθνική Αντίσταση απαιτούσε εθνικό και επαναστατικό οίστρο. Αυτός ήταν και ο λόγος που µε την πάροδο του χρόνου, η ανυποληψία και η περιφρόνηση προς τις κυβερνήσεις αυτές, τόσο από τον Ελληνικό λαό, όσο και από τους ίδιους τους Γερµανούς που τους διόριζαν, έγινε πλήρης. Μετά την απελευθέρωση τα µέλη της καταδικάστηκαν ως δοσίλογοι.

Η τελευταία Κατοχική Κυβέρνηση διέπραξε το µεγάλο σφάλµα να συγκροτήσει ένοπλα τµήµατα, εξοπλισµένα µε όπλα των εχθρών-κατακτητών της πατρίδας, τα Τάγµατα Ασφαλείας. Οι Μονάδες αυτές χρησιµοποιήθηκαν έντεχνα από τον κατακτητή σαν µια απάντηση στη συνεχώς αυξανοµένη Αντίσταση του λαού, ιδίως στις πόλεις και για µια µελετηµένη πολιτική τροµοκρατίας. Στην ίδια την Αθήνα η τροµοκρατία πήρε µεγάλες διαστάσεις, ιδίως µε τις επιθέσεις των Ταγµάτων Ασφαλείας σε θυλάκους του ΕΑΜ στις συνοικίες Καισαριανή, Βύρωνα, Γούβα, που υποκινήθηκαν και από τις υπάρχουσες ιδεολογικοπολιτικές διαφορές.

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ 

Η αξία ενός αντιστασιακού κινήματος μπορεί να μετρηθεί με δύο διαφορετικά κριτήρια, το εσωτερικό και το εξωτερικό. Με το εσωτερικό κριτήριο αξιολογείται η επιτυχία στην διατήρηση της τιμής του υπό κατοχή Έθνους και την αποφασιστικότητα του να είναι ελεύθερο. Με το εξωτερικό κριτήριο αξιολογείται η επιτυχία του στο να συμβάλλει στην επιτυχή προσπάθεια της Συμμαχίας. Όσον αφορά στο εσωτερικό κριτήριο υπήρξε πληθώρα θετικών σχολίων εκ μέρους των Συμμάχων όπως οι απόψεις του Αρχηγού της Συμμαχικής Αποστολής στην Ελλάδα κατά την κατοχή Έντυ Μάγιερς καθώς και του αντικαταστάτη του Κρίς Γουντχάουζ.


Παράλληλα παρατίθεται και η άποψη του Γερμανού ιστορικού Χέιντζ Ρίχτερ: «Ο Ελληνικός Στρατός έδειξε στον κόσμο, σε μια εποχή που όλοι πίστευαν στο αήττητο των δικτατόρων, ότι ήταν δυνατή η επιτυχής αντίσταση ακόμα και για μια μικρή χώρα. Η Εθνική Αντίσταση κατά των κατακτητών, που επακολούθησε, απέδειξε πάλι πόσο ισχυρή ήταν η θέληση των Ελλήνων για την ελευθερία». Η αποτελεσματικότητα και η επιτυχία ενός αντιστασιακού κινήματος εξαρτάται κυρίως από το λαϊκό του έρεισμα. Την απήχηση δηλαδή που ο αγώνας του έχει στις πλατιές λαϊκές μάζες, αλλά και από την αξιοποίηση αυτού του έμψυχου υλικού.

Η Ελλάδα, χαλυβδωμένη με το θάρρος και τη γενναιότητα του λαού της αλλά και με την ακλόνητη πίστη στη νίκη, απέδειξε ότι ο Άξονας δεν ήταν αήττητος. Η αδιάπτωτη πεποίθηση για την ελευθερία, το μαχητικό πνεύμα και η επαναστατική ανάταση μέχρι την απελευθέρωση, μορφοποίησαν και ανέδειξαν την Ελληνική Εθνική Αντίσταση σε κορυφαία πράξη εθνικής αρετής και πατριωτικής δράσης. Όσον αφορά στο εξωτερικό κριτήριο υπήρχαν δύο τρόποι συμβολής των αντιστασιακών κινημάτων στη στρατηγική των Συμμάχων.

Ο ένας τρόπος ήταν να δεσμεύουν το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό εχθρικών στρατευμάτων και ο άλλος να φέρουν εις πέρας ειδικές επιχειρήσεις που ζητούσαν οι Σύμμαχοι, συντονισμένες και συγχρονισμένες με τα στρατηγικά τους σχέδια. Σχετικά με τη δέσμευση εχθρικών στρατευμάτων αξίζει να τονιστεί ότι αρχικά οι Γερμανοί υποεκτιμώντας τη δράση της Ελληνικής Εθνικής Αντίστασης εγκατέστησαν μόνο τη 12η Μεραρχία στον ελλαδικό χώρο. Από το 1943 όμως και μετά η 12η Μεραρχία αντικαταστάθηκε από την Ομάδα Στρατού Ε με επικεφαλής τον Πτέραρχο Λερ.

Ο συνολικός αριθμός των κατοχικών δυνάμεων στην Ελλάδα τόσο από συμμαχικές όσο και από γερμανικές πηγές υπολογίζεται σε τριακόσιες χιλιάδες άνδρες. Σχετικά με τις ειδικές επιχειρήσεις που ζητούσαν οι Σύμμαχοι, συντονισμένες και συγχρονισμένες με τα στρατηγικά τους σχέδια είναι χρήσιμο να αναφερθεί η άποψη του Βρετανού Κρίς Γουντχάουζ, αρχηγού της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση του Έντυ Μάγιερς.

Ο Κρις Γούντχαουζ σε ομιλία του που πραγματοποιήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1984 στην Ελλάδα για τον ιστορικό ρόλο της Εθνικής Αντίστασης εξετάζει τρεις μείζονες επιχειρήσεις, που αποδεικνύουν τη συμβολή της Εθνικής Αντίστασης στο συμμαχικό αγώνα. Η πρώτη ήταν η ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοποτάμου το Νοέμβριο του 1942, η οποία ήταν γνωστή στο Συμμαχικό Στρατηγείο του Καΐρου ως επιχείρηση Χάρλιγκ.

Η δεύτερη ήταν μία σειρά επιχειρήσεων το καλοκαίρι του 1943 για την υποστήριξη των συμμαχικών αποβάσεων στην Ιταλία και την παραπλάνηση των Γερμανών σχετικά με την τοποθεσία της συμμαχικής απόβασης, που ήταν γνωστή με την κωδική ονομασία «Άνιμαλς» (ζώα). Η τρίτη ήταν η επιχείρηση για την παρενόχληση της Γερμανικής οπισθοχώρησης από την Ελλάδα το Σεπτέμβριο του 1944, που ήταν γνωστή με την κωδική ονομασία «Κιβωτός του Νώε» ή «Κιβωτός».

Αναμφίβολα, πέραν των τριών αυτών μειζόνων επιχειρήσεων πραγματοποιήθηκαν πληθώρα άλλων μικρότερων επιχειρήσεων από τις αντιστασιακές οργανώσεις οι οποίες εξυπηρετούσαν έμμεσα ή άμεσα τον συμμαχικό αγώνα. Θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι εκτός από την δράση των ένοπλων ομάδων, ιδιαίτερα χρήσιμη στο Συμμαχικό Στρατηγείο ήταν και η δράση των οργανώσεων πληροφοριών. Οι πληροφορίες που συνέλλεγαν και διαβίβαζαν οι οργανώσεις πληροφοριών βοηθούσαν το επιτελείο του Συμμαχικού Στρατηγείου στο σχεδιασμό των επιχειρήσεων.

Η ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοποτάμου πραγματοποιήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1942 με κοινή δράση του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ σε συνεργασία με τη Βρετανική Αποστολή υπό το Σχη Έντυ Μάγιερς. Έλαβαν μέρος εκατόν είκοσι αντάρτες του ΕΛΑΣ υπό τον Άρη Βελουχιώτη και εξήντα πέντε αντάρτες του ΕΔΕΣ υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα. Ο σχεδιασμός της επιχείρησης αλλά και η υλοποίηση της έγιναν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Την νύκτα της 25ης Νοεμβρίου οι Έλληνες αντάρτες εξουδετέρωσαν την Ιταλική φρουρά, ύστερα από αιφνιδιαστική επίθεση και έδωσαν έτσι την δυνατότητα σε ειδικευμένους Βρετανούς δολιοφθορείς να ανατινάξουν την γέφυρα.

Οι δυνάμεις του άξονα εφάρμοσαν και σε αυτή την περίπτωση τη σκληρή πολιτική των αντίποινων. Δύο μέρες μετά την ανατίναξη της γέφυρας οι Ιταλοί μετέφεραν από τις φυλακές Λαμίας 19 Έλληνες κρατούμενους και τους εκτέλεσαν μπροστά στα γκρεμισμένα βάθρα της γέφυρας. Από στρατηγική άποψη, ως προς την εξέλιξη των επιχειρήσεων στο αφρικανικό μέτωπο, η ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοποτάμου που την κατέστησε μη αξιοποιήσιμη για έξι τουλάχιστον βδομάδες δε έπαιξε ίσως το σημαντικό ρόλο που προσδοκούσε το Συμμαχικό Στρατηγείο Καΐρου όταν σχεδίασε την επιχείρηση Χάρλιγκ, καθώς η μάχη του Ελ Αλαμέιν είχε ήδη λάβει χώρα.

Όμως αυτό δε σημαίνει ότι δεν ωφέλησε η ανατίναξη τις συμμαχικές επιχειρήσεις στην Αφρικανική ήπειρο, καθώς ο Ρόμμελ υποχωρώντας είχε τεράστιες ανάγκες εφοδίων και ενισχύσεων. Πέραν τούτου η επιτυχία της επιχειρήσεως Γοργοποτάμου έθετε σε τρομερή αμφισβήτηση την ουσιαστική κατοχή του Ελληνικού χώρου από τις δυνάμεις κατοχής. Ήταν το πρώτο σπουδαίο σαμποτάζ στον Ευρωπαϊκό χώρο, η γνωστοποίηση του οποίου τόνωσε ιδιαίτερα το ηθικό των συμμαχικών λαών.


Οι επιχειρήσεις τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1943, που εντάσσονταν στο σχέδιο «Άνιμαλς» είχαν σα σκοπό να παραπλανήσουν τους Γερμανούς, ώστε να πιστέψουν ότι η συμμαχική απόβαση θα γίνει στην Ελλάδα. Συνεπώς ο ρόλος της Ελληνικής Αντίστασης ήταν να επιτεθεί κατά του Γερμανικού συστήματος συγκοινωνιών σε ολόκληρη την Ελλάδα, ακριβώς σαν να επρόκειτο να γίνει συμμαχική απόβαση σε αυτή τη χώρα. Το σχετικό σχέδιο του Συμμαχικού Αρχηγείου Καΐρου απέβλεπε όχι μόνο στη μη απόσπαση Γερμανικών δυνάμεων, αλλά αντίθετα στην ενδυνάμωσή τους, πράγμα που θα απέφερε την αποδυνάμωση των Γερμανικών μεραρχιών στον Ιταλικό χώρο.

Η συγκεκριμένη επιχείρηση υπήρξε απολύτως επιτυχής. Επιτυχία η οποία αποδεικνύεται από τις επιτελικές εκθέσεις της Γερμανικής ομάδας στρατού ''Ε''. Στα συμπεράσματα των υπόψη εκθέσεων είναι έκδηλη η παραπλάνηση του Γερμανικού επιτελείου σχετικά με την τοποθεσία της συμμαχικής απόβασης. Η τρίτη σημαντική και τελευταία επιχείρηση το 1944 γνωστή ως Κιβωτός του Νώε είχε σα σκοπό την παρενόχληση της Γερμανικής οπισθοχώρησης από την Ελλάδα.

Σύμφωνα με τον Κρις Γούντχαουζ η Κιβωτός του Νώε ήταν μία ακόμα παραπλανητική επιχείρηση. Ήταν μέρος των σχεδίων για την παραπλάνηση των Γερμανών γύρω από την επικείμενη εισβολή στη Γαλλία τον Ιούνιο του 1944. Ειδικότερα γύρω από την εισβολή των συμμάχων στη νότιο Γαλλία από τον Ιταλικό χώρο που επρόκειτο να γίνει τον Αύγουστο, δύο μήνες μετά την εισβολή στη βόρειο Γαλλία. Οι Γερμανοί και πάλι εξαπατήθηκαν περιμένοντας μία μείζονα επίθεση στην Ελλάδα.

Ο Χίτλερ ακόμα και το Σεπτέμβριο του 1944 διέτασσε την αποστολή ενισχύσεων στη νότιο Ελλάδα, ενώ οι στρατηγοί του ήδη σχεδίαζαν την αποχώρηση τους από τη χώρα. Τον Αύγουστο του 1944, όταν οι σύμμαχοι είχαν ολοκληρωτικά εμπλακεί στη βόρειο και νότιο Γαλλία ήταν πια φανερό ότι δε θα γινόταν εισβολή ευρείας κλίμακας στην Ελλάδα. Οι οδηγίες πλέον του συμμαχικού αρχηγείου Μέσης Ανατολής προς τη Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή και τις αντιστασιακές οργανώσεις ήταν η παρενόχληση της αποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα.

Οδηγίες οι οποίες υλοποιήθηκαν από μέρους της Εθνικής Αντίστασης με ευρύτατες και πολλαπλές επιχειρήσεις εναντίον των γερμανικών στρατευμάτων με σκοπό την καταπόνηση και τη φθορά τους. Το σχέδιο «Κιβωτός» απέβλεπε στην μείωση της μαχητικής ικανότητας των Γερμανικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στον Ελλαδικό χώρο, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν άμεσα σε άλλους ζωτικούς τομείς.

Αναλυτικότερα προέβλεπε την παρεμπόδιση των Γερμανικών στρατευμάτων να πάρουν τον βαρύ οπλισμό τους και στην αποδιοργάνωσή τους, έτσι ώστε να έχουν ανάγκη ανασυγκρότησης πριν διατεθούν για επιχειρήσεις σε οποιοδήποτε άλλο μέτωπο. Με βάση αυτή την παράμετρο σχεδιάστηκαν μια σειρά επιχειρήσεων παρεμπόδισης και δολιοφθορών που καλούνταν να πραγματοποιήσουν οι Ελληνικές αντάρτικες δυνάμεις. Η επιχείρηση «Κιβωτός του Νώε» δεν στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία, καθώς ο όγκος των Γερμανικών δυνάμεων απαγκιστρώθηκε σχετικά εύκολα από την Ελλάδα.

Εδώ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο παράμετροι. Πρώτον ότι οι Έλληνες ήθελαν τη ταχύτερη δυνατή αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων από τη χώρα τους και δεύτερον ότι είχε ήδη αρχίσει ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ ΕΔΕΣ και ΕΛΑΣ. Εξετάζοντας λοιπόν τις τρεις προαναφερθείσες επιχειρήσεις αποδεικνύεται περίτρανα η συμβολή της ελληνικής εθνικής αντίστασης στη στρατηγική των συμμάχων. Εξάλλου, η Εθνική Αντίσταση ασκούσε και θετική επίδραση στο ηθικό των λαών των συμμάχων, με τις ειδήσεις που έφταναν σε αυτούς για τα κατορθώματα των αγωνιστών της.

Παράλληλα, η Εθνική Αντίσταση με τις δολιοφθορές των ανταρτών παρεμπόδισε την εξαγωγή στην Γερμανία νικελίου, χρωμίου, βωξίτη, μετάλλων πολύτιμων για την πολεμική γερμανική βιομηχανία. Επιπλέον, η σύσσωμη αντίδραση του Ελληνικού λαού συνέβαλε στην ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης και επέτυχε τελικώς τη μη αποστολή στη Γερμανία Ελλήνων εργατών. Αποστερώντας με τον τρόπο αυτά τα Γερμανικά εργοστάσια από χιλιάδες εργατικά χέρια.

ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ 

Φυσικά θα ήταν ιστορικό ατόπημα αν δεν γίνει αναφορά στις τρομακτικές ανθρώπινες απώλειες και στις βαρύτατες υλικές ζημιές που υπέστη η Ελλάδα, απόρροια της αντίστασης της στον Άξονα την περίοδο της Κατοχής. Οι αριθμοί ποικίλλουν ανάλογα με την πηγή που τους προβάλλει και κυμαίνονται από 390.000 έως 500.000 άτομα. Ποικιλία όμως υπάρχει και στην αιτία αυτών των απωλειών.

Κατά την διάρκεια της τριπλής κατοχής υπήρξαν απώλειες από την πείνα, από τις ωμότητες των Γερμανών των Ιταλών και των Βουλγάρων, από πολεμικές επιχειρήσεις, από την εφαρμογή της πολιτικής των αντιποίνων και από αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Στις απώλειες αυτές θα πρέπει να προστεθούν και οι όμηροι οι οποίοι οδηγήθηκαν στην Γερμανία στην Ιταλία και στην Βουλγαρία. Σε σύγκριση με τον πληθυσμό της Ελλάδας οι απώλειες αυτές θεωρούνται από τις υψηλότερες σε σχέση με τις αντίστοιχες απώλειες άλλων υπό κατάκτηση ευρωπαϊκών λαών. Οι Ελληνικές απώλειες άγγιξαν το 7% του συνολικού πληθυσμού.


Οι υλικές καταστροφές που έγιναν στην Ελλάδα σε κτήρια, σε τροχαίο υλικό, σε εμπορικά πλοία και σε λιμάνια, στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο υπολογίζονται σε 17.870.764.100 δολάρια. Στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνονται και τα έξοδα συντήρησης που πλήρωνε ο ελληνικός λαός για την συντήρηση των κατοχικών στρατευμάτων. Τρομακτικές επίσης ήταν οι ζημιές της γεωργικής παραγωγής, της κτηνοτροφικής παραγωγής και της εμπορικής ναυτιλίας. Με τον πληθωρισμό εξευτελίστηκε το εθνικό νόμισμα προκαλώντας μεγάλη οικονομική καταστροφή.

Το εθνικό εισόδημα από 62.867 δισεκατομμύρια δραχμές το 1939, έπεσε το 1941 στα 46 δισεκατομμύρια δραχμές και το 1942 στα 21 δισεκατομμύρια δραχμές. Όλες οι παραπάνω απώλειες τόσο σε ανθρώπινες ζωές όσο και σε υλικές ζημιές ήταν το τίμημα που πλήρωσαν οι Έλληνες προκειμένου να παραμείνουν πιστοί στο καθήκον τους και στο συμμαχικό αγώνα. Τα χρόνια της Κατοχής ήταν μια πραγματική κόλαση για τον Ελληνικό λαό και για τη χώρα γενικότερα. Ο Ελληνικός λαός όμως ποτέ δεν απώλεσε το ηθικό του και συνέχισε να αγωνίζεται στο πλευρό των συμμάχων μέχρι την τελική νίκη.

Από καθαρά στρατιωτική άποψη, η συμβολή της Ελληνικής Εθνικής Αντίστασης στο συμμαχικό μέτωπο της Μεσογείου ήταν ιδιαιτέρως σημαντική. Καθήλωσε μεγάλες στρατιωτικές μονάδες του Άξονα και παρενοχλούσε συστηματικά τις χερσαίες και θαλάσσιες μεταφορές του την κρίσιμη περίοδο της μάχης στην Βόρεια Αφρική. Ήταν τόσο έντονη η δράση των Ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων εναντίον των στρατευμάτων κατοχής, ώστε το Γερμανικό επιτελείο, τη θεώρησε αντιπερισπασμό και προοίμιο συμμαχικής απόβασης.

Τρεις Τεθωρακισμένες Γερμανικές Μεραρχίες κατευθύνθηκαν στην Ελλάδα αντί για τη Σικελία, όπου πραγματοποιήθηκε η απόβαση. Η Εθνική Αντίσταση συνέβαλε με τον τρόπο αυτό, μαζί με όλα τα κινήματα αντίστασης της Ευρώπης στην επιτάχυνση του τερματισμού του Πολέμου και τη νίκη των Συμμάχων. Σαν επίλογος µπορεί να λεχθεί ότι η Εθνική Αντίσταση της Ελλάδας, αποτελεί αναµφισβήτητα σηµαντικό ιστορικό επίτευγµα και στέκεται περήφανα δίπλα στα πρώτα κινήµατα Αντίστασης των λαών της Ευρώπης κατά της Χιτλερικής τυραννίας.

Με την Εθνική Αντίσταση, η προσφορά του Ελληνικού λαού στο συµµαχικό αγώνα ολοκληρώνεται. Η Ελλάδα, αφού απέκρουσε την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας και καθήλωσε επί έξι µήνες στα Αλβανικά βουνά τους επιδροµείς του Ντούτσε, αποδεκάτισε στην Κρήτη τους αλεξιπτωτιστές του Χίτλερ και τριάµισι χρόνια αντιπάλεψε σκληρά τους κατακτητές. Ματαίωσε την επιστράτευση που ετοίµαζαν οι Χιτλερικοί και δεν επέτρεψε να σταλεί ούτε ένας Έλληνας να πολεµήσει κατά των συµµάχων.

Δέσµευσε στην Ελλάδα κατά καιρούς 8 - 12 Μεραρχίες Ιταλικές, 10 Γερµανικές και 3 Βουλγαρικές και προξένησε απώλειες στον εχθρό µε περισσότερους από 22.000 νεκρούς και 6.500 αιχµαλώτους. Συνετέλεσε στην αποφασιστική νίκη των Συµµάχων στη Βόρεια Αφρική, µε την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταµου και τη διακοπή των µεταφορών διαµέσου της Ελλάδας για τέσσερις εβδοµάδες.

Όπως επίσης συνετέλεσε στην επιτυχή απόβαση των Συµµάχων στη Σικελία, µε την παραπλάνηση του εχθρού ως προς την περιοχή της αποβάσεως και τη µεταφορά απ΄ αυτόν άλλων τριών Μεραρχιών από την Ιταλία στην Ελλάδα. Η µεγάλη εκείνη εποχή της Αντίστασης κηλιδώθηκε από τη διαµάχη µεταξύ των αντάρτικων οργανώσεων και από τα Δεκεµβριανά και τον Εµφύλιο που επακολούθησε, µε φυσική συνέπεια τη φοβερή κρίση του Έθνους και το διχασµό της συνείδησης του Ελληνικού λαού.

Αποσιωπήθηκε έτσι το µεγαλειώδες έργο της Εθνικής Αντίστασης, τη στιγµή που άλλοι Ευρωπαϊκοί λαοί είναι υπερήφανοι για την Αντίστασή τους, και ο ίδιος ο ηττηµένος εχθρός αναζητεί την αντίσταση ορισµένων πολιτών του, για να αποκατασταθεί στην παγκόσµια κοινή γνώµη. Αλλά η Ελληνική Αντίσταση µάταια συκοφαντήθηκε και αποσιωπήθηκε τόσα χρόνια. Είναι καιρός να µπει στην Ιστορία.

ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ (1941 - 1944)

Οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα, στις 27 Απριλίου του 1941, ενώ τα πάντα στην Ελλάδα είχαν καταρρεύσει. Αξιωματικοί και φαντάροι, άφηναν το μέτωπο, έκρυβαν τα όπλα τους και προσπαθούσαν να φτάσουν σώοι στα σπίτια τους. Μέσα στο χάος που επικρατούσε, καθένας έψαχνε να βρει τους δικούς του, ελπίζοντας πως γλίτωσαν από το κακό. Η εισβολή των Γερμανών κι η κατοχή που μόλις άρχιζε, δεν άφηναν περιθώρια στην ελπίδα. Ακριβώς πέντε μήνες αργότερα, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941, ξεκινούσε τη δράση του το ΕΑΜ, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο.

Και, στις 21 Μαΐου του 1942, στην Σπερχειάδα όπου οργανώθηκε σύσκεψη, ακούστηκε για πρώτη φορά ο όρκος του ΕΛΑΣ, του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού που θ’ αποτελούσε το μαχόμενο τμήμα του ΕΑΜ. Η σύσκεψη είχε οργανωθεί από τον γεωπόνο Θανάση Κλάρα. Μόνο που πια ονομαζόταν Άρης Βελουχιώτης. Στις 25 Μαΐου, ο ΕΛΑΣ αριθμούσε δεκαπέντε μαχητές. Στα επόμενα δυο χρόνια, οι μαχητές του θα ήταν χιλιάδες και οι επιχειρήσεις του οδυνηρές για τους κατακτητές.


Στις τάξεις του υπηρετούσαν τρεις χιλιάδες αξιωματικού του «καταργημένου» από τους κατακτητές Ελληνικού στρατού. Η αντίσταση των λαών ενάντια στους Γερμανούς κατακτητές ξεκίνησε παντού με συμβολικές πράξεις: Στη Γαλλία, ένας Πολωνοεβραίος χαστούκισε δημόσια έναν Γερμανό αξιωματικό την ώρα που παρέλαυνε κι εκτελέστηκε επιτόπου. Στην Ουκρανία, οι Γερμανοί έβρισκαν κάθε πρωί γκρεμισμένες τις σημαίες τους.

Στην Ελλάδα, ο Μανόλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας κατέβασαν τη ναζιστική σημαία και ύψωσαν την ελληνική, στην Ακρόπολη (30 Μαΐου του 1941). Προκηρύξεις και συνθήματα στους τοίχους, αλλού. Το δεύτερο βήμα ήταν η παράνομη ακρόαση των ελεύθερων ραδιοσταθμών, κυρίως του Αγγλικού. Στην Ελλάδα, υπήρξαν και οι φυγαδεύσεις Βρετανών αποκλεισμένων, η οργάνωση αποδράσεων και οι κλοπές τροφίμων από τους περίφημους σαλταδόρους.

Έπειτα, ήρθαν οι αυθόρμητες πράξεις. Το καλοκαίρι του 1941, μια τελείως ανοργάνωτη εξέγερση ξέσπασε στη Βόρεια Ελλάδα. Καταπνίγηκε. Επακολούθησαν σκληρά αντίποινα. Οι μεμονωμένες αντιστασιακές πράξεις κορυφώθηκαν στις 20 Σεπτεμβρίου του 1942 με την ανατίναξη των γραφείων της προδοτικής οργάνωσης ΕΣΠΟ στην Πατησίων και Γλάδστωνος, σκοτώνοντας Έλληνες προδότες και Γερμανούς αξιωματικούς. Έγινε από μέλη της ΠΕΑΝ (Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιζομένων Νέων) και τον αεροπόρο Περρίκο που πιάστηκε και εκτελέστηκε.

Στην αντίπερα όχθη, ο τότε συνταγματάρχης Ναπολέοντας Ζέρβας (1891 - 1957) οργάνωνε (Οκτώβριος του 1941) τη δική του οργάνωση με το όνομα ΕΔΕΣ (Ελληνικός Δημοκρατικός Εθνικός Στρατός) και κέρδιζε την αναγνώριση, την υποστήριξη και τον εφοδιασμό από τους Βρετανούς. Η μόνη αλλά κορυφαία κοινή δράση ΕΛΑΣ - ΕΔΕΣ ήταν η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου: Την γκρέμισαν νύχτα προς ξημέρωμα 25 του Νοεμβρίου του 1942.

Από τις 18 ως τις 22 Φεβρουαρίου του 1943, οι δυνάμεις κατοχής αντιμετώπιζαν τα συλλαλητήρια κατά της αποστολής Ελλήνων στα στρατόπεδα εργασίας της Γερμανίας. Στα βαθιά του γεράματα (84 χρόνων), ο ποιητής Κωστής Παλαμάς πέθανε και η κηδεία του στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 μετατράπηκε σε μαχητική διαδήλωση χιλιάδων Αθηναίων. Ακολούθησαν οι διαδηλώσεις του Ιουνίου εναντίον των εκτελέσεων ομήρων για αντίποινα που έμοιαζαν με άσκηση γι’ αυτό που θα επακολουθούσε.

Το καλοκαίρι του 1943, η Γερμανία παραχώρησε στη Βουλγαρία την κατεχόμενη Βόρεια Ελλάδα ως τον Αξιό. Μαχητικές διαδηλώσεις ξέσπασαν στις πόλεις Κιλκίς, Λαγκαδά, Έδεσσα, Βέροια, Νάουσα, Γιαννιτσά, Αριδαία και Κοζάνη. Στις 22 Ιουλίου του 1943, στην κατεχόμενη πρωτεύουσα έγιναν αληθινές μάχες με διαδηλωτές που άφησαν εκατό νεκρούς στην άσφαλτο και στα πεζοδρόμια. Όμως, η παραχώρηση των εδαφών στη Βουλγαρία ματαιώθηκε. Από τον Μάρτιο του 1943, ένα νέο ανταρτικό σώμα είχε στον Παρνασσό.

Ήταν η οργάνωση ΕΚΚΑ του συνταγματάρχη Δημήτριου Ψαρού (1893 - 1944), η «Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση» που φιλοδοξούσε να καλύψει τον χώρο ανάμεσα στο αριστερό ΕΑΜ - ΕΛΑΣ και στον δεξιό ΕΔΕΣ. Στα μέσα του χρόνου, μέλη του ΕΔΕΣ αποχώρησαν από την οργάνωση και εντάχθηκαν στα προδοτικά Τάγματα Ασφαλείας, δίνοντας την ευκαιρία στο ΕΑΜ - ΕΛΑΣ να περιλαμβάνει στην προδοσία ολόκληρο τον ΕΔΕΣ. Και ο ΕΔΕΣ συρρικνωνόταν, ενώ το ΕΑΜ απλωνόταν όλο και πιο πολύ και χρέωνε ως αποκλειστικά δικές του επιτυχίες τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις της χρονιάς.

Ακόμα και η συνθηκολόγηση της Ιταλίας βγήκε προς όφελος του. Στο ΕΑΜ παρέδωσαν οι Ιταλοί τον οπλισμό τους εξασφαλίζοντας καταφύγια και φυγάδευση από το γερμανικό κυνηγητό. Όμως, τα πράγματα οξύνονταν και το ΕΑΜ εργαζόταν ήδη για τη μονοπώληση της κατάστασης. Τον Φεβρουάριο του 1944, άνδρες του ΕΛΑΣ αφόπλισαν και συνέλαβαν τον Ψαρό μαζί με άλλους 150 δικούς του. Τους εκτέλεσαν στις 17 του Απριλίου.

Με ενέργειες του ΕΑΜ, στις 10 Μαρτίου του 1944 συγκροτήθηκε σε συνέδριο στις Κορυσχάδες η ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης) που μεταβλήθηκε σε κυβέρνηση του βουνού. Με εκλογική διαδικασία στις απελευθερωμένες από τον ΕΛΑΣ περιοχές, η ΠΕΕΑ απέκτησε τη λαϊκή εντολή. Στο Κάιρο, την εκεί εξόριστη κυβέρνηση ανέλαβε ως πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπανδρέου (Απρίλιος του 1944) που συγκάλεσε σε σύσκεψη όλους τους παράγοντες της αντίστασης.

Οι αποφάσεις (Μάιος του 1944) περιλαμβάνονται στην αποκληθείσα «Χάρτα του Λιβάνου»: Θα σχηματιζόταν κυβέρνηση εθνικής ενότητας και ένα δημοψήφισμα θα αποφάσιζε για το μέλλον του στέμματος, γύρω από το οποίο περιστρέφονταν και οι κύριες διαφωνίες. Στο μεταξύ, το Ελληνικό αντάρτικο είχε για τα καλά ξεθαρρέψει. Τα σαμποτάζ πλήθαιναν, άρχισαν και μάχες. Οι Γερμανοί προχώρησαν σε αντίποινα. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1943, μια Γερμανική φάλαγγα απέκλεισε τα Καλάβρυτα.


Όλοι οι άνδρες κάτοικοι με ηλικία 15 - 65 χρόνων συγκεντρώθηκαν στην πλατεία, στήθηκαν στον τοίχο κι εκτελέστηκαν. Πριν να φύγουν, οι Γερμανοί πυρπόλησαν την ηρωική κωμόπολη. Το έγκλημα επαναλήφθηκε (10 Ιουνίου του 1944) στο Δίστομο, κοντά στη Λιβαδειά. Συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους στην πλατεία και ξεχώρισαν 114 άνδρες και 114 γυναίκες. Τους έστησαν στον τοίχο και τους εκτέλεσαν κατά ομάδες. Παρόμοιο έγκλημα συντελέστηκε και στον Χορτιάτη της Θεσσαλονίκης.

Η απάντηση των ανταρτών ήρθε σκληρή. Στις 15 Ιουνίου 1944, στο Βαλτέτσι, οι Γερμανοί χτυπήθηκαν και νικήθηκαν από τον ΕΛΑΣ σε τακτική μάχη. Στις 2 Ιουλίου, στον κάμπο της Στυμφαλίας, ένα γερμανικό τάγμα που πήγαινε να κάψει τη σοδειά, έπεσε σε σύνταγμα του ΕΛΑΣ: Διαλύθηκε αφήνοντας 450 νεκρούς και 56 αιχμαλώτους, ενώ σκοτώθηκαν και 15 ταγματασφαλίτες και πέντε πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Την ίδια μέρα σε άλλο σημείο, ομάδα είκοσι Γερμανών έπεσε σε ενέδρα: Νεκροί οι 15, αιχμάλωτοι οι υπόλοιποι.

Στις 9 Ιουλίου, αντάρτες έκαψαν τους σιδηροδρομικούς σταθμούς Αιγείρας και Ακράτας. Στις 12, τους σταθμούς Λυγιάς, Λυκοποριάς, Πιτσάς και Δερβενιού κι ανατίναξαν τη γέφυρα της Αιγείρας. Στις 13, άρχισε η μάχη της Αμφιλοχίας που κράτησε δυο μέρες και κατέληξε σε μεγάλη ήττα των Γερμανών. Από τότε, ο δρόμος για την Ήπειρο έκλεισε γι’ αυτούς. Για την επικοινωνία τους, στο εξής χρησιμοποιούσαν τη θάλασσα. Το φθινόπωρο, οι Γερμανοί έφευγαν από την Ελλάδα, αφήνοντας απροστάτευτο τον συνεργάτη τους διορισμένο πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη. Δικάστηκε σε ισόβια και πέθανε στη φυλακή το 1946. Ήταν από τους ελάχιστους που πλήρωσαν.

Η ΑΠΕΛΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟ 1944

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ 

Κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της κατοχής, η δράση αντιστασιακών οργανώσεων, κυρίως του ΕΑΜ, είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση σημαντικού τμήματος της Ελληνικής ενδοχώρας. Οι περιοχές που είχαν κατορθώσει να ελέγξουν οι αντάρτες μέχρι τις αρχές του 1944, κάλυπταν ένα μεγάλο τμήμα της ορεινής Ελλάδας μεταξύ των Ελληνοαλβανικών συνόρων και της Αττικοβοιωτίας. Για τη διοίκηση των απελευθερωμένων περιοχών ιδρύθηκε στις 10 Μαρτίου 1944, με πρωτοβουλία του ΕΑΜ, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), που αναφερόταν συχνότερα ως «κυβέρνηση του βουνού».

Για την επικύρωση της εξουσίας της ΠΕΕΑ διεξήχθησαν μυστικές εκλογές το τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου του 1944. Σ’ αυτές συμμετείχαν περισσότεροι από 1.000.000 πολίτες (για πρώτη φορά στην Ελλάδα και γυναίκες) και εξέλεξαν το νομοθετικό σώμα της κυβέρνησης που ονομάστηκε Εθνικό Συμβούλιο. Το Εθνικό Συμβούλιο συνεδρίασε στους Κορυσχάδες της Ευρυτανίας, στο διάστημα από 14 έως 27 Μαΐου, και εξέδωσε ψήφισμα που μεταξύ άλλων επικύρωνε την εξουσία της ΠΕΕΑ.

Στο διάστημα αυτό η Ελλάδα βρέθηκε με τρεις κυβερνήσεις. Εκτός από την ΠΕΕΑ υπήρχε η εξόριστη κυβέρνηση Τσουδερού, την ηγεσία της οποίας πλέον είχε αναλάβει ο Γεώργιος Παπανδρέου, ενώ στην Γερμανοκρατούμενη Ελλάδα διατηρούσε την εξουσία η δωσιλογική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη. Σε μια προσπάθεια συνεννόησης των αντιναζιστικών πολιτικών δυνάμεων της Ελλάδας διεξήχθη στο διάστημα 17-20 Μαΐου το Συνέδριο του Λιβάνου, στο οποίο συμμετείχαν εκπρόσωποι των αντιστασιακών οργανώσεων της Ελλάδας και μερίδας των προπολεμικών πολιτικών κομμάτων.

Το συνέδριο κατέληξε σε συμφωνία, που έθετε τις βάσεις για μελλοντική κυβέρνηση εθνικής ενότητας, όταν η Ελλάδα απελευθερωνόταν. Η συμφωνία εξασφάλιζε κατά κύριο λόγο τις θέσεις του Γεωργίου Παπανδρέου, με τους εκπροσώπους του ΕΑΜ να κάνουν σημαντικές υποχωρήσεις. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 το ΕΑΜ προσχώρησε στην κυβέρνηση του Γεώργιου Παπανδρέου με έξι από τα στελέχη του να αναλαμβάνουν θέση υπουργού. Στα τέλη Αυγούστου του 1944 οι Γερμανοί έλαβαν την απόφαση να αποχωρήσουν από την Ελλάδα.

Στο διάστημα αυτό οι Άγγλοι ανέλαβαν επιχείρηση απόβασης στην Ελλάδα ώστε να ελέγξουν την διάδοχη κατάσταση. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 πέτυχαν την υπογραφή της Συμφωνίας της Καζέρτας. Η συνθήκη υπογράφηκε μεταξύ της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, που έδρευε εκείνη την περίοδο στην Νάπολη της Ιταλίας, και των δύο σημαντικότερων αντιστασιακών οργανώσεων της Ελλάδας, του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ, και όριζε κυρίως την υπαγωγή των αντάρτικων δυνάμεων στις διαταγές της εθνικής κυβέρνησης, η οποία με τη σειρά της θα τις παραχωρούσε στις διαταγές του Άγγλου στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι.

Η συνθήκη καταδίκασε επιπλέον τα Τάγματα Ασφαλείας, που τα χαρακτήρισε όργανα του εχθρού. Ήδη κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου του 1944 ο ΕΛΑΣ επιχειρούσε κατά των Ταγμάτων Ασφαλείας της Πελοποννήσου. Η κυριότερη μάχη δόθηκε στον Μελιγαλά, το τριήμερο 13-15 Σεπτεμβρίου. Κατάληξη της μάχης ήταν η εξόντωση των συγκεντρωμένων ομάδων των Ταγμάτων Ασφαλείας από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Στις 12 Οκτωβρίου αποχώρησαν και οι τελευταίοι Γερμανοί από την Αθήνα, γεγονός που σηματοδοτεί το τέλος της κατοχής της Ελλάδας.

Με την αποχώρησή τους χιλιάδες πολίτες πλημμύρισαν τους δρόμους και τις πλατείες της πόλης πανηγυρίζοντας. Μια τριμελής κυβερνητική επιτροπή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να προετοιμάσει το έδαφος για την έλευση της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου. Μέχρι τις 18 Οκτωβρίου, οπότε και εγκαταστάθηκε η κυβέρνηση Παπανδρέου στην Αθήνα, υπήρξαν έξι ημέρες ταραχών. Δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιχειρούσαν κατά των Ταγμάτων Ασφαλείας, που είχαν καταφύγει αρχικά στην περιοχή του Μετς.


Στις 15 Οκτωβρίου κατά τη διάρκεια πανηγυρισμών στην περιοχή της Ομόνοιας, κάποιοι άνοιξαν πυρ εναντίον του πλήθους και σκότωσαν 7 άτομα. Στις 18 Οκτωβρίου εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα η κυβέρνηση Παπανδρέου, που λίγο αργότερα μετασχηματίστηκε στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Σύντομα επήλθε κυβερνητική κρίση που υπήρξε προϊόν της άρνησης της πλευράς του ΕΑΜ για πλήρη αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Στις 2 Δεκεμβρίου παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι έξι από τους επτά υπουργούς που προέρχονταν από τις τάξεις του ΕΑΜ και στις 4 Δεκεμβρίου παραιτήθηκε και ο έβδομος.

Είχε προηγηθεί η αιματηρή καταστολή του συλλαλητηρίου του ΕΑΜ που είχε πραγματοποιηθεί την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου. Την επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων δέχτηκε και η απεργία που οργανώθηκε από το ΕΑΜ την Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου και υπήρξε εξίσου αιματηρή. Τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν την αρχή των ένοπλων συγκρούσεων στην Αθήνα μεταξύ δυνάμεων του ΕΛΑΣ και κυβερνητικών δυνάμεων συνεπικουρούμενων από Αγγλικά στρατιωτικά σώματα.

Οι συγκρούσεις, που έμειναν γνωστές ως Δεκεμβριανά, τερματίστηκαν στις 5 Ιανουαρίου με την αποχώρηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από την Αθήνα. Ακολούθησε υπογραφή ανακωχής στις 11 Ιανουαρίου και η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945. Ενδιάμεσα η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε παραιτηθεί και είχε αντικατασταθεί από την κυβέρνηση Πλαστήρα. Λίγους μήνες αργότερα απελευθερώθηκαν και οι τελευταίες περιοχές στην Ελλάδα που παρέμεναν υπό τον έλεγχο Γερμανικών φρουρών. Αυτές ήταν η Κρήτη, η Μήλος και ορισμένα νησιά των Δωδεκανήσων.

Με την τελική συνθηκολόγηση της Γερμανίας στις 8 Μαΐου 1945 οι τελευταίες Γερμανικές φρουρές που είχαν απομείνει στην Ελλάδα παραδόθηκαν και η ξένη κατοχή τελείωσε οριστικά. Τα Δωδεκάνησα πέρασαν για ένα διάστημα κάτω από Αγγλική και Ελληνική στρατιωτική διοίκηση και ενσωματώθηκαν επίσημα στην Ελλάδα στις 7 Μαρτίου του 1948. Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα βρισκόταν σε εξέλιξη ο εμφύλιος πόλεμος, που υπήρξε συνέπεια του διχασμού που άρχισε να αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της κατοχής.

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ 1944

H ταχεία προέλαση του Σοβιετικού στρατού προς τα Βαλκάνια, που απειλούσε να αποκλείσει τις Γερμανικές δυνάμεις στον Ελλαδικό χώρο, υποχρέωσε τους Γερμανούς ν' απομακρυνθούν το συντομότερο από την Ελλάδα. Η αναχώρησή τους άρχισε από την Πελοπόννησο και τα νησιά, ενώ στις 12 Οκτωβρίου 1944 απελευθερώθηκαν η Aθήνα και ο Πειραιάς, μέσα σ' ένα τεράστιο λαϊκό παραλήρημα. Eλληνικές σημαίες και καμπανοκρουσίες πλημμύρισαν την πρωτεύουσα, ενώ πλήθη κόσμου ξεχύθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες, πανηγυρίζοντας με ενθουσιασμό.

Με ενθουσιασμό έγιναν δεκτά στην πρωτεύουσα τα Βρετανικά στρατεύματα ενώ οι εορτασμοί κορυφώθηκαν με την άφιξη του Παπανδρέου και της κυβέρνησης εθνικής ενότητας στις 18 του ίδιου μήνα. Πίσω, όμως, από την πανηγυρική και συναινετική ατμόσφαιρα των πρώτων ημερών της Απελευθέρωσης, επικρέμονταν εκείνα τα προβλήματα και οι αντιθέσεις, που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα θα ξεσπούσαν για να κορυφωθούν στην εμφύλια τραγωδία. Η Ελλάδα έβγαινε από την πολεμική περιπέτεια ουσιαστικά κατεστραμμένη.

Οι απώλειες του Ελληνικού λαού στη διάρκεια της τετράχρονης κατοχής και του αντιστασιακού αγώνα ήταν πάμπολλες: ο αριθμός των νεκρών σε μάχες, των εκτελεσμένων και δολοφονημένων, όσων θανατώθηκαν ως όμηροι στα Γερμανικά στρατόπεδα και όσων πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες ανέρχεται σε περίπου 500.000. Τα πάσης φύσεως καμένα κτίρια υπολογίζονται στα 155.000 ενώ οι πυροπαθείς οικογένειες σε 111.000 σε όλη την Ελλάδα. Ας σημειωθεί ότι 1.700 ήταν τα ολοκληρωτικά πυρπολημένα Ελληνικά χωριά.

Οι ζημιές στην οικονομία υπολογίζονται σε 40 - 80% μείωση της γεωργικής παραγωγής στα διάφορα αγροτικά προϊόντα, μείωση του κτηνοτροφικού κεφαλαίου κατά 50% για τα μεγάλα ζώα και 30% για τα μικρά, ελάττωση των δασών κατά 20%, καταστροφή των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων και νέκρωση της σχετικής παραγωγής, ελάττωση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 50%, καταστροφή των συγκοινωνιών, δηλαδή του σιδηροδρομικού υλικού και δικτύου και του οδικού δικτύου, αρπαγή του 70% των αυτοκινήτων, καταστροφή λιμανιών και της διώρυγας της Κορίνθου, απώλεια κατά 73% της εμπορικής και επιβατηγού ναυτιλίας της χώρας.

Για την Ελλάδα, η μετάβαση από τον πόλεμο στην ειρήνη επανέφερε το αίτημα για ικανοποίηση των εθνικών αξιώσεων της χώρας όσον αφορά στην ενσωμάτωση των εδαφών της Βορείου Ηπείρου, της Κύπρου και των Δωδεκανήσων. Ο ρόλος της χώρας στο συμμαχικό αγώνα και οι αρχές που περιλήφθηκαν σε διεθνείς διακηρύξεις, όπως ο Χάρτης του Ατλαντικού (Αύγουστος 1941) και ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών (Ιούνιος 1945), δημιουργούσαν αισιοδοξία για την ικανοποίηση του Ελληνικού αιτήματος.

Άλλωστε, στη διάρκεια του πολέμου, δεν είχαν λείψει οι διαπραγματεύσεις και οι συζητήσεις για τα ζητήματα αυτά τόσο ανάμεσα στην Ελληνική κυβέρνηση και τους Βρετανούς, όσο και μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Από τις Ελληνικές προσδοκίες εκπληρώθηκε μόνο αυτή που αφορούσε στην ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων, που πραγματοποιήθηκε με τη Συνθήκη των Παρισίων το Φεβρουάριο του 1947. Οι αξιώσεις για τα εδάφη της Κύπρου και της Βορείου Ηπείρου προσέκρουσαν στην προτεραιότητα των Μεγάλων Δυνάμεων για διατήρηση ισορροπίας δυνάμεων και αποφυγή νέων αναταραχών στην ευρύτερη περιοχή, έναντι της εφαρμογής των εξαγγελμένων αρχών.


Οι, κατά την εκτίμησή τους, επιπτώσεις που θα είχε η ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου και της Κύπρου στην Ελλάδα ως προς την ισορροπία του χώρου αλλά και η υποτονικότητα της ίδιας της Ελλάδας, λόγω της ταραγμένης κατάστασης στο εσωτερικό της, την εποχή των διαπραγματεύσεων, οδήγησαν στον αποκλεισμό των περιοχών αυτών από την ελληνική εθνική επικράτεια. Με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων, η Ελλάδα απέκτησε τα οριστικά της σύνορα.

ΤΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ

Στο αμέσως επόμενο της απελευθέρωσης (18 Οκτωβρίου 1944) διάστημα, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας συγκλονίστηκε από σοβαρότατες αντιθέσεις που σχετίζονταν με την ευρεία κοινωνική και πολιτική αναταραχή σε ολόκληρη τη χώρα και οξύνονταν ακόμα περισσότερο με την ανοιχτή και συστηματική παρέμβαση των Βρετανών, που ήταν αποφασισμένοι να επιλύσουν το ζήτημα σύμφωνα με τις πολιτικές τους βλέψεις. Η κυβέρνηση κλήθηκε να αντιμετωπίσει το οξύτατο οικονομικό πρόβλημα που απειλούσε με λιμό τον πληθυσμό και καθιστούσε τους Έλληνες πολίτες θύματα των μαυραγοριτών.

Ταυτόχρονα, τέθηκε το θέμα της παραδειγματικής τιμωρίας των συνεργατών του κατακτητή και τέλος, η μεθόδευση του αφοπλισμού των αντάρτικων ομάδων. Ήδη στην επαρχία σημειώνονταν σκληρές μάχες Ελασιτών ανταρτών με τα Τάγματα Ασφαλείας καθώς και πράξεις αντεκδίκησης για τη δράση συνεργατών κατά την Κατοχή, οι οποίες, εξαιτίας της φορτισμένης ατμόσφαιρας και της όξυνσης των παθών, έφθασαν και σε πολλές ακρότητες. Το σημείο αιχμής που τελικά δίχασε την κυβέρνηση και επέσπευσε τον εμφύλιο πόλεμο ήταν το ζήτημα του αφοπλισμού των ανταρτών.

Η πρόταση για γενικό αφοπλισμό, από τον οποίο όμως θα εξαιρούνταν η Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος, μονάδες που είχαν συγκροτηθεί μετά την καταστολή της ανταρσίας της Μέσης Ανατολής, δημιούργησε αντιδράσεις. Η τελική απόρριψη της εναλλακτικής προτάσεως για ενοποίηση δυνάμεων του Ε.Λ.Α.Σ., ίσων με το σύνολο των δυνάμεων της Ορεινής Ταξιαρχίας, του Ε.Δ.Ε.Σ. και του Ιερού Λόχου, οδήγησαν στην παραίτηση των Εαμικών υπουργών στις 2 Δεκεμβρίου 1944. Στις 3 Δεκεμβρίου, το Ε.Α.Μ. κατέβηκε σε συλλαλητήριο διαμαρτυρίας στην πλατεία Συντάγματος.

Η πρωτοφανής σε όγκο διαδήλωση κατέληξε σε συμπλοκές μεταξύ αμάχων και αστυνομίας με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Την επομένη οργανώθηκε γενική απεργία. Η Αθήνα μεταβλήθηκε σε πεδίο μαχών ανάμεσα σε μονάδες του Ε.Λ.Α.Σ. και στις κυβερνητικές δυνάμεις που περιλάμβαναν έναν αριθμό ανδρών από τα Τάγματα Ασφαλείας καθώς και τμήματα της χωροφυλακής, ενώ υποστηρίζονταν από Βρετανικές μηχανοκίνητες δυνάμεις. Τα γεγονότα του Δεκέμβρη κράτησαν περίπου ένα μήνα και επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας όπως την Ήπειρο και τη Μακεδονία.

Το κέντρο όμως των μαχών αποτέλεσε η Αθήνα που μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα υπέστη πολλές καταστροφές και ερημώθηκε από τους βομβαρδισμούς και τις οδομαχίες. Το αποτέλεσμα κρίθηκε τελικά από την τεράστια υπεροχή σε άνδρες και πολεμικό υλικό των Βρετανών, που ενισχύθηκαν με δύο ολόκληρες μεραρχίες, μια ταξιαρχία και αρκετά τάγματα. Η Μεγάλη Βρετανία που δε δίστασε να χρησιμοποιήσει πολεμικά αεροπλάνα, πολεμικά πλοία και τανκς ακολούθησε στην περίπτωση της Ελλάδας, συμμάχου στον αντιαξονικό αγώνα, την ίδια τακτική με αυτήν που εφάρμοζε για να επιβάλει την εξουσία της στις αποικίες.

Από τις πρώτες μέρες οι Άγγλοι με τη συνεργασία της Ελληνικής αστυνομίας συγκέντρωσαν έναν αριθμό αιχμαλώτων που υπολογίζεται στους 7.540 και τους μετέφεραν στη Μέση Ανατολή. Ο Ε.Λ.Α.Σ. πάλι, αποχωρώντας από την Αθήνα, κράτησε έναν αριθμό ομήρων που πιστεύεται ότι έφτασε τους 15.000. Οι δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ., που προέβαλαν σκληρή αλλά καταδικασμένη αντίσταση, στις 6 Ιανουαρίου αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τον Πειραιά και την Αθήνα.

Στις 11 Ιανουαρίου 1945, μετά από συμφωνία του Ε.Α.Μ. με τον Άγγλο στρατηγό Scobie, οι μάχες σταμάτησαν. Ωστόσο, η περίοδος που ακολούθησε σημαδεύτηκε από δυσάρεστες αντιπαραθέσεις που οδήγησαν σταδιακά σε δραματικότερες εξελίξεις. Δύο πολιτικοί χώροι θα συγκρούονταν για την εξουσία και την πορεία της χώρας μέσα στις μεταπολεμικές συνθήκες.

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΒΑΡΚΙΖΑΣ 12 / 2 / 1945

Στις 12 Φεβρουαρίου 1945 υπογράφτηκε η ειρηνευτική συμφωνία της Βάρκιζας. Επρόκειτο για μια συμφωνία η οποία τερμάτιζε και θεσμικά τις πολιτικές και πολεμικές συγκρούσεις του Δεκεμβρίου του 1944 και αποσκοπούσε στη συμφιλίωση των αντίπαλων παρατάξεων στη χώρα. Στις συνομιλίες πήραν μέρος, εξουσιοδοτημένοι από την κυβέρνηση Πλαστήρα, ο υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Σοφιανόπουλος, ο υπουργός Εσωτερικών Περικλής Ράλλης και ο υπουργός Γεωργίας Ιωάννης Μακρόπουλος.

Ενώ την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ αποτελούσαν ο Γεώργιος Σιάντος, γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του Κ.Κ.Ε., ο Δημήτριος Παρτσαλίδης, γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του Ε.Α.Μ. και ο Ηλίας Τσιριμώκος, γενικός γραμματέας της Ε.Λ.Δ. Κάθε πλευρά είχε μαζί της τρεις στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες, ενώ τις εργασίες επέβλεπαν στενά οι Βρετανοί επίσημοι στην Αθήνα.


Η συμφωνία περιλάμβανε εννέα άρθρα βάσει των οποίων αποκαθιστούνταν οι αστικές ελευθερίες, και κυρίως η ελευθερία του Τύπου και οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, εξασφαλιζόταν εκτεταμένη αμνηστεία με εξαίρεση τα αδικήματα κοινού δικαίου κατά της ζωής και της περιουσίας, ενώ λαμβανόταν η δέσμευση από την πλευρά της κυβέρνησης για εκκαθάριση των δημόσιων υπηρεσιών, της χωροφυλακής, της ασφάλειας και της αστυνομίας. Για το Ε.Α.Μ. / Ε.Λ.Α.Σ. οριζόταν η υποχρέωση της απελευθέρωσης των ομήρων του καθώς και του αφοπλισμού των ενόπλων τμημάτων του.

Τέλος, η Ελληνική κυβέρνηση υποσχόταν να συγκροτήσει έναν εθνικό στρατό στον οποίο θα γίνονταν δεκτά και μέλη του Ε.Λ.Α.Σ. και δεσμευόταν για τη διεξαγωγή γνήσιου και ελεύθερου δημοψηφίσματος το ταχύτερο δυνατόν μέσα στο 1945. Η σημασία της συμφωνίας αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι το κείμενό της δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πράγμα που προσέδιδε στο περιεχόμενό της την ισχύ νόμου.

Ωστόσο, οι εκατέρωθεν παραβιάσεις των όρων της οδήγησαν σε νέα πολιτική πόλωση και στα δραματικά γεγονότα του τελευταίου σταδίου ενός σκληρού εμφυλίου πολέμου που διήρκεσε ως το 1949. Οι ακρότητες που σημειώθηκαν στη διάρκειά του τραυμάτισαν επί δεκαετίες τη συνοχή του κοινωνικού ιστού της χώρας και αλλοίωσαν ανεπανόρθωτα την παραγωγική και κοινωνική γεωγραφία του Ελληνικού λαού.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ 

 
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)