Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΠΙΝΔΑΡΟΣ - •Πυθιονίκαις XII - Μίδᾳ αὐλητῇ Ἀκραγαντίνῳ (12.17-12.32)

Αποτέλεσμα εικόνας για αυλητησυἱὸς Δανάας, τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου [στρ. γ]
ἔμμεναι. ἀλλ᾽ ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων
ἐρρύσατο παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος,
20 ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων
χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ᾽ ἐρικλάγκταν γόον.
εὗρεν θεός· ἀλλά νιν εὑροῖσ᾽ ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν,
ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον,
εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ᾽ ἀγώνων,

25 λεπτοῦ διανισόμενον χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων, [στρ. δ]
τοὶ παρὰ καλλίχορον ναίοισι πόλιν Χαρίτων
Καφισίδος ἐν τεμένει, πιστοὶ χορευτᾶν μάρτυρες.
εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου
οὐ φαίνεται· ἐκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον
30 δαίμων —τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν—, ἀλλ᾽ ἔσται χρόνος
οὗτος, ὃ καί τιν᾽ ἀελπτίᾳ βαλών
ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ᾽ οὔπω.

***
αυτός, το τέκνο της Δανάης, [στρ. γ]που λέμε πως γεννήθηκε απ᾽ τη χρυσή βροχή.Αλλ᾽ αφού τον γλίτωσε απ᾽ αυτόν τον κίνδυνοτον άντρα τον αγαπημένο,τη μελωδία τη χιλιόφωνη συνέθεσε η παρθένα20με τον αυλό για να μιμηθεί τον βουερό θρήνοπου ορμητικά ξεχύθηκε απ᾽ τα σαγόνια της Ευρυάληςπου γοργά τ᾽ ανοιγόκλεινε.Αυτήν συνέθεσε η θεά και «σκοπό πολυκέφαλο» την είπε·κι αφού του αυλού τη μελωδία βρήκε, έπειτα τον εχάρισεστους θνητούς για να τον έχουν ένδοξο ενθύμιο των αγώνωνπου τα πλήθη συναθροίζουν.
25Κι η μελωδία αυτή περνάει συχνά [στρ. δ]μέσα από λεπτοδουλεμένο χαλκό κι από καλάμιαπου φυτρώνουν κοντά στην όμορφη την πόλη των Χαρίτων,στο τέμενος της Κηφησίδας Νύμφης,και που είναι μάρτυρες στους χορούς αδιάψευστοι.Αν υπάρχει ευτυχία στον άνθρωπο, αυτή δεν έρχεται,χωρίς εκείνος για τούτη να κοπιάσει.Ένας θεός, αλήθεια, μπορεί σήμερα να τη χαρίσει30—τη μοίρα του κανείς δεν την ξεφεύγει—,θά ᾽ρθει όμως καιρός που ανέλπιστα χτυπήματα θα φέρεικαι, αντίθετα στη γνώμη του, το ᾽να καλό θα δώσει,μα τ᾽ άλλο γι᾽ αργότερα θ᾽ αφήσει.

Ο ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για αγεωμετρητοσ μηδεισ εισιτωO Πλάτων διδάχθηκε τα Μαθηματικά από τον Θεόδωρο τον Κυρηναίο, ο οποίος κατά τον Ιάμβλιχο ανήκε στη Σχολή των Πυθαγορείων. Ο Πλάτων ως φιλόσοφος πρέσβευε, ότι, για να γίνει κάποιος φιλόσοφος, έπρεπε να γνωρίζει Μαθηματικά. Κατά το έτος 387 π.Χ. ίδρυσε την Ακαδημία, η οποία επί χίλια περίπου χρόνια υπήρξε το πνευματικό κέντρο της ανθρωπότητας· την έκλεισε ο Ιουστινιανός το 529 μ.Χ..
 
            Στο υπέρθυρο της Ακαδημίας υπήρχε η επιγραφή: «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω μου την στέγην», δηλαδή δεν επιτρεπόταν να φοιτήσει κάποιος στην Ακαδημία, εάν δεν γνώριζε Γεωμετρία, τουτέστιν Μαθηματικά. Όταν κάποιος νέος εξέφρασε την επιθυμία να παρακολουθήσει μαθήματα στην Ακαδημία, ο Ξενοκράτης, ο οποίος υπήρξε μετά τον Πλάτωνα και το Σπεύσιππο διευθυντής της Ακαδημίας, τον ρώτησε, εάν γνωρίζει Γεωμετρία. Στην αρνητική απάντηση του είπε: «Πορεύου· λαβάς γαρ ουκ έχεις φιλοσοφίας», δηλαδή «πήγαινε, δεν έχεις την απαιτούμενη προπαίδεια, για να μάθεις Φιλοσοφία». (Διογένης, Λ. ΙV, 10.)

            Ότι ο Πλάτων πίστευε βαθύτατα, ότι, για να ασχοληθεί κάποιος με την Φιλοσοφία, πρέπει να γνωρίζει Μαθηματικά, φαίνεται εκ του ότι στους περισσότερους διαλόγους του έχει μνημονεύσει πολλές μαθηματικές προτάσεις.
 
            Ο Θέων ο Σμυρναίος, συγγραφέας του β΄ αι. μ.Χ., στην εισαγωγή πραγματείας του ερμηνευτικής των πλατωνικών διαλόγων λέει, ότι δεν είναι εύκολο να κατανοήσει κάποιος καλά τους διαλόγους του Πλάτωνος, εάν δεν έχει λάβει ιδιαίτερη μαθηματική προπαιδεία. («Περί των κατά το μαθηματικόν χρησίμων εις την Πλάτωνος ανάγνωσιν».) Στη συνέχεια, προσθέτει ο Θέων, για να γίνει κάποιος μέτοχος της Πλατωνικής Φιλοσοφίας, πρέπει, όπως και στα μυστήρια, να υποστεί καθαρμό. Ο Πλάτων ορίζει, ότι η κάθαρση αυτή συνίσταται στη διαπόνηση σε πέντε μαθήματα, ήτοι την Αριθμητική, την Γεωμετρία, τη Στερεομετρία, τη Μουσική και την Αστρονομία.
 
Στην Ακαδημία του Πλάτωνος καλλιεργούνταν πολύ τα Μαθηματικά ως μέσο αγωγής στη Φιλοσοφία.
   
Αν και δεν είναι γνωστός σαν μαθηματικός ο Πλάτων, του αποδίδονται πολλές μαθηματικές ανακαλύψεις. Μεταξύ αυτών αναφέρεται η λύση του Δηλίου Προβλήματος (διπλασιασμού του κύβου) και η εύρεση τριάδων ακεραίων αριθμών, που επαληθεύουν το Πυθαγόρειο Θεώρημα. Επειδή στην Ακαδημία του Πλάτωνος καλλιεργούνταν πολύ τα Μαθηματικά ως μέσο αγωγής στην Φιλοσοφία, η κατασκευή των πέντε κανονικών πολυέδρων, δηλαδή του τετραέδρου, του κύβου, του οκταέδρου, του δωδεκαέδρου και του εικοσαέδρου, αποδίδονται από πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς στον Πλάτωνα. Ονομάζονταν δε τα πολύεδρα αυτά Πλατωνικά Σχήματα. (Τα πέντε κανονικά πολύεδρα και η εγγραφή τους σε σφαίρα ερευνήθηκαν πρώτα από τους Πυθαγόρειους, στους οποίους αποδίδεται η μελέτη του κύβου, του τετραέδρου και του δωδεκαέδρου).
       
            Στον  μαθηματικό της Ακαδημίας του Πλάτωνος, τον Θεαίτητο, αποδίδεται από ορισμένους μεταγενέστερους η κατασκευή του οκταέδρου και του εικοσαέδρου. Ο Θεαίτητος τραυματίστηκε στην Κόρινθο περί το 394 π.Χ. κατά τον πόλεμο των Αθηναίων προς τους Κορινθίους και μεταφερθείς στην Αθήνα πέθανε σε ηλικία 21 ετών. Μεταγενέστεροι συγγραφείς αποδίδουν μεγάλες μαθηματικές ανακαλύψεις στον Θεαίτητο. Σώζεται το εξής σχόλιο του άραβα μαθηματικού Αμπού Οτμάν (940 - 998) στην Αραβική Γλώσσα επί του Χ Βιβλίου των Στοιχείων του Ευκλείδη: «Ο σκοπός του Χ Βιβλίου των Στοιχείων είναι η έρευνα των συμμέτρων και ασυμμέτρων. Η θεωρία αυτή έχει την αρχή της στη Σχολή του Πυθαγόρα και αναπτύχθηκε σπουδαία από τον Θεαίτητο τον Αθηναίο, ο οποίος επέδειξε στον κλάδο αυτό όπως και σε άλλους κλάδους των Μαθηματικών τέτοια οξύνοια, ώστε δίκαια να προκαλεί το θαυμασμό. Εξ άλλου αυτός υπήρξε εξόχως προικισμένη διάνοια και αφοσιώθηκε με ευγενή ζήλο στην έρευνα της αλήθειας, που περιέχεται στις επιστήμες, όπως αυτό επιμαρτυρείται από τον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνος.»
 
Επειδή ο Πλάτων ήθελε πάντοτε σαφή και ακριβή ορισμό για κάθε έννοια, εισήγαγε στη σπουδή των Μαθηματικών την ακρίβεια των μαθηματικών ορισμών και των μαθηματικών προτάσεων, πράγμα το οποίο θεωρείται μεγάλη συμβολή στην έρευνα και την πρόοδο της Μαθηματικής επιστήμης.

    Ο νεωπλατωνικός φιλόσοφος Πρόκλος στα σχόλιά του επί του πρώτου βιβλίου των «Στοιχείων» του Ευκλείδη, αναφέροντας τους σπουδαιότερους μαθηματικούς από του Θαλή, γράφει τα ακόλουθα για τον Πλάτωνα: «Ο Πλάτων δε ελθών μετ’ αυτούς συνέβαλε στη μέγιστη ανάπτυξη και των άλλων μαθημάτων και της Γεωμετρίας, ένεκα των ερευνών σε αυτά, όπως είναι φανερό και από τις μαθηματικές προτάσεις, τις οποίες έχει κατασπείρει στα συγγράμματά του, εις τα οποία παντού διεγείρει δια των Μαθηματικών την έφεση στην φιλοσοφική θεώρηση.»
    Ότι τα Μαθηματικά είναι μέσο προς εισαγωγή στην Φιλοσοφία, της οποίας είναι μάλιστα προπαιδεία, φαίνεται σε πολλούς πλατωνικούς διαλόγους. Ενδεικτικά αναφέρεται ο διάλογος «Μένων» μεταξύ του Σωκράτη και του Θεσσαλού στρατηγού Μένωνος, που λαμβάνει χώρα στην αμμώδη ακτή του Ιλισσού παρά το Στάδιο, στην οποία ο Σωκράτης χαράσσει με τη ράβδο του γεωμετρικά σχήματα. Στο διάλογο αυτό ο Σωκράτης κάλεσε τον δεκαπενταετή υπηρέτη του Μένωνος, ο οποίος ήταν τελείως αγράμματος και δεν είχε ιδέα περί Γεωμετρίας, και τον υπέβαλε σε ερωτήσεις με την προσφιλή μαιευτική του μέθοδο. Χάραξε στην άμμο ένα τετράγωνο πλευράς δύο ποδών και τον ρώτησε πόσο ήταν το εμβαδόν του. Δια καταλλήλων βοηθητικών ερωτήσεων ο υπηρέτης απάντησε, αφού βέβαια είχε σχεδιασθεί κατάλληλα το σχήμα, ότι το εμβαδόν του τετραγώνου ήταν τέσσερις τετραγωνικοί πόδες.
 
            Στη συνέχεια ο Σωκράτης έθεσε στον υπηρέτη το πρόβλημα του υπολογισμού της πλευράς, που θα έχει ένα τετράγωνο διπλασίου εμβαδού από το αρχικό, δηλαδή οκτώ τετραγωνικών ποδών. Ο υπηρέτης αμέσως απάντησε: «Απλούστατα, Σωκράτη, η πλευρά πρέπει να είναι διπλάσια της αρχικής.» Σχεδίασε το σχήμα ο Σωκράτης στην άμμο και ζήτησε από τον μικρό να μετρήσει τα σχεδιασθέντα τετράγωνα, τα οποία ήταν δέκα έξι αντί οκτώ, που ζητήθηκαν. Ο μικρός βλέποντας το λάθος του είπε, ότι η πλευρά θα έπρεπε να είναι τρία πόδια, το οποίο ήταν πάλι λάθος, καθ’ ότι σε αυτή την περίπτωση το εμβαδόν προκύπτει εννέα τετραγωνικά πόδια αντί οκτώ, που ζητήθηκε. Ο μικρός ζήτησε βοήθεια, κι ο Σωκράτης είπε στον Μένωνα: «Βλέπεις, Μένων, δεν έχει ιδέα Γεωμετρίας και κοντεύει να το βρει.» Στη συνέχεια χάραξε ένα τετράγωνο με πλευρά τη διαγώνιο του αρχικού, με τις αναγκαίες υποδιαιρέσεις, του οποίου τα προκύψαντα μικρά τετράγωνα, δηλαδή το εμβαδόν, μέτρησε ο μικρός κι αναφώνησε, ότι ήταν οκτώ. Δηλαδή η πλευρά τετραγώνου με διπλάσιο εμβαδόν από δοθέν αρχικό είναι ίση με τη διαγώνιο του αρχικού.
 
            Στον ίδιο διάλογο ο Σωκράτης συζητώντας, αν η αρετή είναι διδακτό πράγμα η όχι, επικαλείται πάλι την βοήθεια της Γεωμετρίας και λέει τα εξής: «Εννοώ, Μένων, ότι, για να προχωρήσουμε στη συζήτηση περί αρετής, πρέπει να κάνουμε εκείνο, το οποίο κάνουν οι γεωμέτρες. Όταν δηλαδή κάποιος τους ρωτήσει, έχω μια επιφάνεια επίπεδη και θέλω να εγγράψω αυτή ως τρίγωνο σε κύκλο, αυτοί θα απαντήσουν, ότι πρέπει πρώτα να εξετάσουμε το πράγμα λεπτομερώς, για να δούμε, εάν είναι αυτό δυνατόν η όχι. Έτσι πρέπει να ενεργήσουμε, όταν μας θέτουν το ερώτημα, εάν η αρετή είναι διδακτό πράγμα η όχι.»
 
Ο Πλάτων πρέσβευε, ότι τα γεωμετρικά σχήματα προϋπάρχουν ως ιδέες και δεν είναι δημιουργήματα του ανθρωπίνου πνεύματος.
 
            Κατά τον Πλάτωνα η διάνοια είναι κάτι το ενδιάμεσο μεταξύ ύλης και νόησης. Εδώ γεννάται το ερώτημα, εάν τα Μαθηματικά είναι αυτόνομα ή αυθύπαρκτα. Εάν δηλαδή προς στιγμή νοήσουμε, ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι επί της Γης, τα ιδανικά γεωμετρικά σχήματα και οι ιδανικές πράξεις της Αριθμητικής υπάρχουν ως ιδέες ή είναι δημιουργήματα του ανθρωπίνου πνεύματος; Στην απορία αυτή δεν είναι δυνατόν να δοθεί ικανοποιητική απάντηση είτε υπέρ της μιας άποψης είτε υπέρ της άλλης. Από τους πλατωνικούς διαλόγους συμπεραίνεται, ότι ο Πλάτων πρέσβευε, ότι τα γεωμετρικά σχήματα προϋπάρχουν ως ιδέες και δεν είναι δημιουργήματα του ανθρωπίνου πνεύματος.
 
            Ο Πλάτων πίστευε, ότι οι νέοι πρέπει να διδάσκονται Μαθηματικά, γιατί με τα Μαθηματικά διαπλάσσεται και τελειοποιείται η ψυχή του ανθρώπου. Στις Οικονομικές και Πολιτικές Επιστήμες και την τεχνική γενικώς κανένα άλλο μάθημα δεν έχει τόσο μεγάλη επίδραση όση τα Μαθηματικά (Νόμοι, 747 Β).

            Για να καταστήσει εμφανή τη διάκριση μεταξύ του αισθητού και του νοητού κόσμου, ο Πλάτων χρησιμοποίησε μία ευθεία. Έστω, λέει ο Σωκράτης προς τον συνομιλούντα Γλαύκο (αδελφό του Πλάτωνος), ότι έχουμε μία ευθεία γραμμή, την οποία χωρίζουμε σε δύο άνισα μέρη. Το ένα από τα μέρη αυτά ας αντιπροσωπεύει τον αισθητό κόσμο και το άλλο το νοητό. Το τμήμα του αισθητού κόσμου ας το χωρίσουμε σε δύο μέρη. Το ένα από αυτά ας παριστά τις σκιές των αισθητών πραγμάτων και το άλλο τα αισθητά πράγματα, τα ζώα, τα φυτά κ.λπ..
 
Ας χωρίσουμε ομοίως το μέρος, το οποίο παριστά το νοητό κόσμο, σε δύο μέρη. Για να κατανοήσει το ένα από τα μέρη αυτά, η ψυχή αναγκάζεται να μεταχειρισθεί εικόνες από τον αισθητό κόσμο, χρησιμοποιώντας υποθέσεις, για να συναγάγει τα συμπεράσματά της, χωρίς να είναι σε θέση να ελέγξει τις υποθέσεις αυτές. Στα Μαθηματικά π.χ. ορίζουμε αυθαίρετα, τι είναι αριθμός και τι είναι σχήμα, και κατόπιν ορίζουμε και μερικά αξιώματα. Για τα αξιώματα μάλιστα λέμε, ότι εκφράζουν αλήθειες. Είναι αδύνατον να εξετασθεί βαθύτερα το νόημα των αξιωμάτων. Επί τη βάσει λοιπόν των ορισμών και των αξιωμάτων γίνεται η μαθηματική έρευνα, γίνεται η απόδειξη των μαθηματικών θεωρημάτων. Οι ερευνητές βλέπουν τους ορισμούς και τα αξιώματα των Μαθηματικών με τη διάνοια και όχι με το νου, αφού αυτά είναι μεταξύ των αισθητών πραγμάτων και των νοητών.

    Το άλλο μέρος του νοητού κόσμου είναι το ανώτατο υπάρχον. Για την έρευνα αυτού δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσουμε υποθέσεις. Αυτό είναι ανυπόθετο. Η έρευνα του ανυπόθετου εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Φιλοσοφίας. Η σπουδή όμως των Μαθηματικών μας βοηθάει να αντικρύσουμε ευκολώτερα την ιδέα του αγαθού. [«Το δε πολύ αυτής (δηλαδή της Γεωμετρίας) τείνει προς το ποιείν κατιδείν ράον την του αγαθού ιδέαν» («Πολιτεία» 526 Ε).]

            Κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και κατά τον 20ο έγιναν εντατικές προσπάθειες προς έρευνα των αρχών της Γεωμετρίας. Όλοι οι μεγάλοι ερευνητές, μεταξύ των οποίων ο Γάλλος Πουανκαρέ, ο Ιταλός Πεάνο και οι Γερμανοί Ρήμαν και Χίλμπερτ καταλήγουν στο συμπέρασμα, ότι η Γεωμετρία είναι επιστήμη σχετική και δεν έχει απόλυτη αξία. Αφού, λένε, είναι αδύνατον να αιτιολογήσουμε τα γεωμετρικά αξιώματα, δεν είναι δυνατόν το εξ αυτών δημιουργούμενο γεωμετρικό οικοδόμημα να έχει απόλυτη αξία.
 
            Τη γνώμη όμως των νεότερων αυτών σοφών την έχει ήδη διατυπώσει ο Πλάτων στην «Πολιτεία». Το αντικείμενο της Γεωμετρίας είναι η έρευνα των ιδιοτήτων του χώρου. Τι είναι όμως χώρος, δεν γνωρίζουμε. Απλώς έχουμε από την εμπειρία εποπτεία του χώρου. Οι αρχαίοι γεωμέτρες, για να ερευνήσουν το χώρο, έπρεπε από κάπου να αρχίσουν. Όρισαν λοιπόν αυθαίρετα την έννοια σημείο ως εξής: σημείο είναι κάτι το νοητό, το οποίο δεν έχει μέρος. Κατόπιν της αυθαιρεσίας αυτής είπαν, ότι πολλά σημεία κάνουν τη γραμμή. Κατόπιν έδωσαν τον ορισμό της ευθείας γραμμής κατά τρόπο όμως, ο οποίος μέχρι σήμερα δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί ικανοποιητικά. Ακολούθως είπαν, ότι πολλές ευθείες γραμμές κάνουν την επίπεδη επιφάνεια και πολλές επίπεδες επιφάνειες κάνουν στερεά σώματα. Τα στερεά όμως σώματα κατέχουν χώρο, κι επομένως, για να σπουδάσουμε το χώρο, αρκεί να σπουδάσουμε τα επίπεδα σχήματα και τα στερεά σχήματα.
    
            Το περίλαμπρο λοιπόν οικοδόμημα της Γεωμετρίας στηρίζεται σε μία αυθαίρετη έννοια, την έννοια σημείο, την οποία είναι αδύνατο να αιτιολογήσουμε επαρκώς. Στην αδικαιολόγητη όμως έννοια του σημείου στηρίζεται η έννοια του χώρου, η οποία κατά συνέπεια δεν είναι επαρκώς δικαιολογημένη. Ώστε το οικοδόμημα της Γεωμετρίας δεν έχει απόλυτη άξια, αλλά έχει σχετική. Επιλέγει λοιπόν πρώτος ο Πλάτων, ότι η αξία της Γεωμετρίας είναι σχετική.

            Διότι σε κάτι, το οποίον έχει αρχή μεν, την οποία δεν γνωρίζει (δηλ. την έννοια σημείο), το τέλος δε και τα ενδιάμεσα αυτού παράγονται από εκείνο, το οποίο είναι άγνωστο, κατά ποιά επινόηση είναι δυνατόν να αποδώσουμε το χαρακτηρισμό, ότι αυτό είναι επιστήμη; Κατά καμμία, απάντησε εκείνος («Πολιτεία» 533 C).
 
            Η μόνη αληθής επιστήμη είναι κατά τον Πλάτωνα η Διαλεκτική, η οποία παραμερίζοντας τις παντός είδους υποθέσεις βαδίζει προς την έρευνα χρησιμοποιώντας τη Γεωμετρία και γενικά τα Μαθηματικά ως βοηθητικό μέσο. Το βοηθητικό όμως αυτό μέσο είναι απαραίτητο για κάθε φιλοσοφική έρευνα.
 
Ο Πλάτων μέμφθηκε τον Εύδοξο, τον Αρχύτα και τον Μέναιχμο, διότι αυτοί επιχειρούσαν να λύσουν το Δήλιο Πρόβλημα χρησιμοποιώντας οργανικές και μηχανικές κατασκευές, καθ’ όσον με αυτές χάνεται και καταστρέφεται το αγαθό της Γεωμετρίας.
 
            Στη πραγματεία των Συμποσιακών προβλημάτων (VIII Β) ο Πλούταρχος σημειώνει, ότι ο Πλάτων μέμφθηκε τον Εύδοξο και τους μαθητές του, ως επίσης και τον Αρχύτα και τον Μέναιχμο, διότι αυτοί επιχειρούσαν να λύσουν το Δήλιο Πρόβλημα χρησιμοποιώντας οργανικές και μηχανικές κατασκευές, καθ’ όσον με τις κατασκευές αυτές χάνεται και καταστρέφεται το αγαθό της Γεωμετρίας.
 
            Είναι αληθές, ότι ο Πλάτων ήταν ο κατ’ εξοχήν θεωρητικός άνθρωπος. Στην ιδιότητα αυτή του αθηναίου φιλοσόφου στηριζόμενοι πολλοί από τους νεώτερους ερευνητές διατύπωσαν τη γνώμη, ότι ο Πλάτων ήταν εναντίον του πειράματος, το οποίο χρησιμοποιεί η Φυσική, και συνεπώς αποτέλεσε εμπόδιο στην ανάπτυξη των Φυσικών Επιστημών. Η γνώμη αυτή δεν ευσταθεί, όπως συνάγεται από τους ίδιους τους Πλατωνικούς διαλόγους. Στον «Τίμαιο» λόγου χάριν διαβάζουμε, ότι είναι αδύνατον να κατανοήσουμε τις κινήσεις των άστρων, εάν δεν έχουμε μπροστά μας ανάλογη σε σμικρογραφία συσκευή, στην οποία να γίνονται οι κινήσεις, και να τις βλέπουμε. «Το να τα λέει κανείς τα φυσικά φαινόμενα, χωρίς να τα βλέπει, είναι μάταιος κόπος» («Τίμαιος» 40 δ).
 
            Φαίνεται δε, ότι ο Πλάτων είχε κατασκευάσει πλανητάριο, στο οποίο γίνονταν όλες οι κινήσεις των πλανητών, όπως μας πληροφορεί ο Θέων ο Σμυρναίος σε δύο χωρία της υπό τον τίτλο «Περί των κατά το μαθηματικόν χρησίμων εις την Πλάτωνος ανάγνωσιν» πραγματείας του (σελ. 146,5 και 151,5, Ηiller).
 
Ο Πλάτων, όχι μόνο δεν ήταν ξένος προς την Τεχνική, αλλά τουναντίον είχε ιδιαίτερη επίδοση σε αυτήν.
 
            Αλλά και άλλη συναφής πληροφορία υπάρχει, ότι ο Πλάτων όχι μόνο δεν ήταν ξένος προς την Τεχνική, αλλά τουναντίον είχε ιδιαίτερη επίδοση σε αυτήν. Ο Αλεξανδρινός συγγραφέας Αθήναιος (γ΄ αι. μ.Χ.) περιγράφοντας την από το υδραυλικό αρμόνιο (ύδραυλις) του περίφημου μηχανικού Κτησιβίου προκαλούμενη αρμονία προσθέτει, ότι, σύμφωνα με αυτά που λέγονται, ο Πλάτων έδωσε μια μικρή εικόνα του οργάνου κατασκευάζοντας νυχτερινό ρολόι (ξυπνητήρι), το οποίο έμοιαζε με το υδραυλικό όργανο του Κτησιβίου, δηλαδή με πολύ μεγάλη κλεψύδρα. («Λέγεται δε, Πλάτωνα μικράν τινα έννοιαν δούναι του κατασκευάσματος, νυκτερινόν ποιήσαντα ωρολόγιον, εοικός τω υδραυλικώ, οίον κλεψύδραν μεγάλην λίαν. Και το υδραυλικόν δε όργανον δοκεί κατά κλεψύδραν είναι.») (174. 75.)
   
Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει η κοσμογονία του Πλάτωνος, που εκτίθεται στον διάλογο «Τίμαιος». Εκεί ο Πλάτων δεν εμφανίζεται ως αστρονόμος ή ως μαθηματικός ή ως φυσικός, αλλά ως φιλόσοφος, που χρησιμοποιεί για τη θεωρία του τις κατά την εποχή του γνώσεις στα Μαθηματικά, την Αστρονομία και την Φυσική. Η επίδραση των Πυθαγορείων στις Πλατωνικές θεωρίες είναι καταφανής. Η όλη αστρονομική θεωρία στηρίζεται στην επινόηση του μεγάλου μαθηματικού της Ακαδημίας, του Ευδόξου του Κνιδίου. Οι αστρονόμοι της εποχής εκείνης είχαν παρατηρήσει ανωμαλίες στις τροχιές των πλανητών Ερμή και Αφροδίτης. Κατά την παράδοση ο Πλάτων ανέθεσε στον Εύδοξο να βρει γεωμετρικό τόπο, κατά τον οποίο να ερμηνεύονται οι φαινόμενες αυτές ανωμαλίες. Ο Εύδοξος κατόρθωσε με το σύστημα των ομοκέντρων σφαιρών να ερμηνεύσει τις ανωμαλίες των κινήσεων του Ερμή και της Αφροδίτης.
 
            Η εκτίμηση, την οποία έχει ο Πλάτων για την Γεωμετρία ως πολιτιστικό μέσο, φαίνεται σε ένα ανέκδοτο περιστατικό, το οποίο δημοσιεύει ο Κικέρων στην «Πολιτεία» του («De republica» I, 17, 29). Ο Πλάτων ταξιδεύοντας με πλοίο ναυάγησε. Η θύελλα έφερε τους ναυαγούς σε αιγιαλό άγνωστης και έρημης χώρας. Οι συνταξιδιώτες έτρεμαν από τον φόβο, νομίζοντας ότι βρίσκονταν σε χώρα αγρίων ανθρώπων. Ο Πλάτων παρατηρήσας γεωμετρικά σχήματα στην αμμουδιά καθησύχασε τους συνταξιδιώτες του λέγοντάς τους: «Μην ανησυχείτε, εδώ κατοικούν πολιτισμένοι άνθρωποι. Τούτο φαίνεται από τα γεωμετρικά σχήματα, τα οποία είναι σχεδιασμένα στην άμμο.»   

Ο Ιμμάνουελ Καντ για την τέχνη της αγωγής

Αποτέλεσμα εικόνας για escuelas helenisticas«Sapere aude
(«Τόλμησε να γνωρίζεις»).
 
Η αγωγή είναι τέχνη και η άσκησή της «οφείλει να τελειοποιηθεί» δια μέσου πολλών γενεών· κάθε νέα γενιά, γράφει ο Καντ, εξοπλισμένη με την εμπειρία και τις γνώσεις της προηγούμενης, μπορεί να δημιουργήσει ένα γενικό «σύστημα αγωγής», που θα αναπτύσσει όλες τις φυσικές κλίσεις και προδιαθέσεις του ανθρώπου· η ανάπτυξη αυτή γίνεται με σκοπό «ολόκληρο το ανθρώπινο γένος» να είναι κάποτε σε θέση να εκπληρώσει τον «προορισμό του». Η «Πρόνοια», συνεχίζει ο Καντ, θέλησε τον άνθρωπο υποχρεωμένο να «εξαγάγει» από τον εαυτό του «το καλό». Έτσι περίπου θα μπορούσε να μιλήσει ο δημιουργός προς τον άνθρωπο: «Πήγαινε στον κόσμο· σ’ έχω εξοπλίσει με όλες τις ιδιότητες για το καλό και μένει σε σένα να τις αναπτύξεις· επομένως η ευτυχία και η δυστυχία σου εξαρτώνται μόνον από εσένα
 
Ο άνθρωπος λοιπόν οφείλει πρωτίστως ν’ αναπτύξει τη διάθεσή του προς το καλό· η Πρόνοια δεν του έδωσε ολοκληρωμένες διαθέσεις, αλλά απλές «κλίσεις», ανοιχτές δυνατότητες δηλαδή, χωρίς καμιά «ηθική διάκριση». Χρέος του ανθρώπου είναι να βελτιώσει και να καλλιεργήσει τον εαυτό του· αν είναι κακός, ν’ αναπτύξει ηθική «εν εαυτώ»· επομένως η αγωγή είναι το ύψιστο αλλά και δυσχερέστατο καθήκον του ανθρώπου· κι αφού τα φώτα («Einsicht») εξαρτώνται από την αγωγή και αντιστρόφως, η αγωγή μόνον «βήμα βήμα δύναται να προοδεύει» καθώς η μια γενιά θα παραδίδει την πείρα και τη γνώση της στην επερχόμενη, κι αυτή με τη σειρά της θα κληροδοτεί στην επόμενη, μέχρι να σχηματιστεί μια «ορθή ιδέα» περί του «τρόπου της αγωγής.» Μια τέτοια μέθοδος προϋποθέτει μεγάλη μόρφωση και πείρα, και ως εκ τούτου αναγκαστικά θα δημιουργηθεί αργότερα· άλλωστε, η τέχνη της αγωγής δεν είχε αναχθεί ακόμα σε βαθμό «ύψιστης καθαρότητας.» Δύο «εφευρέσεις» του ανθρώπου μπορούμε να τις θεωρήσουμε ως τις πιο δύσκολες: την «τέχνη του κυβερνάν» και την «τέχνη του ανατρέφειν»· οι άνθρωποι όμως δεν έχουν όλοι τις ίδιες ιδέες γι’ αυτά τα πράγματα και οι διαφωνίες τους είναι ατέλειωτες.
 
Πόθεν όμως μπορούμε ν’ αρχίσουμε την ανάπτυξη των ανθρώπινων «προδιαθέσεων»; Θα λάβουμε ως αφετηρία μια «βάρβαρη» ή μια «πολιτισμένη κατάσταση»; Είναι δύσκολο, συνεχίζει ο Κάντ, να φανταστούμε μια εξέλιξη που αρχίζει με την βαρβαρότητα· δύσκολο είναι ακόμη και να σχηματίσουμε μια γενική ιδέα για τους πρώτους ανθρώπους. Άλλωστε, κι αν ακόμα θεωρήσουμε ως «πολιτισμένους» τους λαούς που χρησιμοποίησαν τη γραφή, στα ίδια τα γραπτά μνημεία που διασώθηκαν βρίσκουμε πολλές φορές «ισχυράν γειτνίασιν βαρβαρότητας.»
 
Όπως και νάχει, αφού η εξέλιξη των φυσικών ροπών του ανθρώπου δεν μπορεί να συμβεί από μόνη της («αφ’ εαυτής») πάσα αγωγή γίνεται τέχνη. Η φύση δεν προίκισε τον άνθρωπο με κανένα ανάλογο «ένστικτο»· η εμφάνιση και η εξέλιξη της αγωγής συμβαίνει είτε «μηχανικά», χωρίς σχέδιο, ρυθμιζόμενη από διάφορες περιστάσεις, είτε γίνεται «λελογισμένα», με βάση δηλαδή κάποιο προκαθορισμένο σχέδιο. Όταν είναι «μηχανική», η αγωγή πηγάζει μόνον από τυχαία περιστατικά: από την εμπειρία μας μαθαίνουμε λ.χ. τι είναι βλαβερό και τι ωφέλιμο (το μαχαίρι κόβει, το κερί καίει κτο.)· εφόσον όμως δε στηρίζεται σε κάποιο μελετημένο σχεδιασμό ή πρόγραμμα, η «μηχανική» αγωγή είναι αναγκαστικά ελλιπής και συχνά εσφαλμένη. Επομένως η «παιδαγωγική» πρέπει «να είναι λελογισμένη, εάν πρόκειται να αναπτύξει την ανθρώπινη φύση με τέτοιον τρόπο, ώστε να εκπληρώσει τον «αληθινό προορισμό της.» Γονείς ήδη «πεπαιδευμένοι» μπορούν βεβαίως να γίνουν παράδειγμα για τα παιδιά τους, αλλά αν θέλουμε κι ελπίζουμε να γίνουν καλύτερα, χρειάζεται η παιδαγωγική επιστήμη να μελετηθεί περισσότερο· όποιος τύχει «κακής αγωγής», επόμενο είναι να διαπαιδαγωγήσει «κακώς». Στην τέχνη της αγωγής, πρέπει το «μηχανικό», ότι δηλαδή συμβαίνει περιστασιακά και συμπωματικά, να γίνει επιστήμη· καθώς ξεδιπλώνεται μια τέτοια διαχρονική επιστημονική εργασία, «η μια γενιά θα μπορούσε ν’ ανατρέψει ό,τι οικοδόμησε η άλλη.»
 
Η ανατροφή των παιδιών, πιστεύει ο Καντ, πρέπει να βασίζεται σε συγκεκριμένες, σαφείς αρχές. Μια αρχή της παιδαγωγικής τέχνης, την οποία πρέπει «να έχουν μπροστά στα μάτια τους» όσοι κατασκευάζουν παιδαγωγικά προγράμματα, είναι ότι τα παιδιά δεν πρέπει να ανατρέφονται απλώς για να ζήσουν στο σημερινό κόσμο, «στη σημερινή κατάσταση του ανθρωπίνου γένους»· το σύστημα της αγωγής χρειάζεται να είναι προσανατολισμένο προς την μέλλουσα καλύτερη δυνατή «κατάσταση» της ανθρωπότητας ολόκληρης. Αν και η αρχή αυτή θεωρείται «μεγάλης σημασίας», οι γονείς ανατρέφουν συνήθως τα τέκνα τους ώστε να μπορούν να ζήσουν με σχετική άνεση στον σύγχρονο κόσμο, έστω κι αν αυτός είναι «διεφθαρμένος.» Σύμφωνα με τον Καντ, οι γονείς θα έπρεπε να μεγαλώνουν τα παιδιά τους καλύτερα, «ώστε να προέλθει στο μέλλον μια καλύτερη κατάσταση» του γένους των ανθρώπων. Αν έχουν έτσι τα πράγματα, οι γονείς αποτελούν εμπόδιο σε μια τέτοια εξέλιξη της παιδαγωγικής επιστήμης. Οι ηγεμόνες, η πολιτική εξουσία της εποχής με άλλα λόγια, θεωρούν τους υπηκόους ως «απλά όργανα των σχεδίων τους». Γονείς και ηγεμόνες δεν έχουν ως τελικό σκοπό το γενικό καλό και την «τελειότητα» για την οποία είναι προορισμένος ο άνθρωπος.
 
Πώς όμως ορίζεται το «γενικό καλό»; Είναι άραγε δυνατόν η ιδέα του «γενικού καλού» να καταστεί επιβλαβής για το «ατομικό καλό»; Είναι γνωστή βεβαίως η πανάρχαια και παναθρώπινη αντίθεση «ατόμου» και «κοινωνίας» καθώς και οι προσπάθειες να προκύψουν λύσεις που θα εξασφαλίζει την ομαλή κοινωνική συμβίωση· διότι, ούτε όλες οι επιθυμίες και οι ατομικές επιδιώξεις ισχύος μπορούν να πραγματωθούν σε συνθήκες πολιτισμού, ούτε η «κοινωνία» μπορεί να επιβάλλει τις αρχές της σε όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως και χωρίς προβλήματα. Όπως και νάχει το πράγμα, κατά τον Καντ, «η αρχή του κακού δεν βρίσκεται εντός των φυσικών ροπών του ανθρώπου» και η μόνη «αιτία» του είναι «ότι η φύση δεν μπορεί να υπαχθεί σε κανόνες»· στον άνθρωπο υπάρχουν μόνον «σπέρματα» του καλού και «κάθε αγαθό στον κόσμο προέρχεται από την καλή αγωγή.» Στο θεμελιώδες ερώτημα «πώς πρέπει να πράττω;», ο Καντ θεωρεί ότι πρέπει να πράττουμε έτσι, ώστε αν όλοι πράξουν το ίδιο, να προκύψει το «γενικό καλό». Ας πούμε, περνάω με πράσινο το φανάρι, επειδή αν πράξουν όλοι το ίδιο, εξασφαλίζεται η ομαλή κυκλοφορία στους δρόμους. Η λεγόμενη «κατηγορική προσταγή» του Καντ είναι η ανάγκη να συμμορφώνεται κανείς με την καθαρή καθολικότητα του νόμου: «Άρα, υπάρχει μία μόνο κατηγορική προσταγή, και είναι η εξής: Πράττε μόνο βάσει εκείνης της αρχής, δια της οποίας μπορείς ταυτόχρονα να επιθυμείς να καταστεί αυτή καθολικός νόμος.»
 
Από ποιούς όμως μπορεί να προέλθει η «βελτίωση της κατάστασης του κόσμου;» Από τους υπηκόους ή από τους ηγεμόνες; Ο Καντ αναρωτιέται αν πρέπει πρώτα να βελτιωθούν οι υπήκοοι-πολίτες και να διανύσουν το «ήμισυ της οδού» προς μια «καλή κυβέρνηση.» Εάν πάλι χρειάζεται οι ηγεμόνες να συμβάλουν καθοριστικά στην υπόθεση της αγωγής, «δέον είναι»  πρώτα πρώτα να βελτιωθεί η αγωγή των πριγκηπόπουλων –η οποία «επί μακρόν και πάντοτε» παρουσιάζει το μέγα ελάττωμα: καμιά «αντίσταση» δεν προβάλλεται στην αγωγή των παιδιών αυτών από τη νεανική τους ηλικία. Ωστόσο, «το δέντρο που στέκεται μόνο του στον αγρό μεγαλώνει στρεβλά κι απλώνει μακριά τα κλαδιά του»· αντίθετα, «το δέντρο που φυτρώνει μέσα στο δάσος μεγαλώνει ευθυτενές, καθώς άλλα κοντινά δέντρα τού αντιστέκονται, και αναζητεί προς τον ουρανό αέρα και ήλιο»· κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα παιδιά που ανατρέφονται στα ποικίλα περιβάλλοντα της ανώτατης εξουσίας: σχηματίζουν λανθασμένη και αποσπασματική εντύπωση για τις σχέσεις των ανθρώπων, κυρίως επειδή κανένας παιδαγωγός ή δάσκαλος δεν τους φέρεται αυστηρά· επιπλέον, στην «οικιακή» διδασκαλία, οι μαθητές δεν ανήκουν σε «τάξη» ή «σχολείο», σ’ ένα συλλογικό υποκείμενο δηλαδή, δεν έχουν συμμαθητές, δεν είναι υποχρεωμένοι να υπακούν σε «κανόνες» κλπ. Εξάλλου, για τον Καντ είναι πάντοτε προτιμότερο οι μελλοντικοί κυβερνήτες ν’ ανατρέφονται από κάποιον που ανήκει «στο πλήθος των υπηκόων» παρά από «τους ομοίους τους.» Μπορούμε λοιπόν να προσδοκούμε το καλό «άνωθεν», αλλά μόνο στην περίπτωση που οι άρχοντες έχουν λάβει την «κάλλιστη αγωγή.» Αφού δεν συμβαίνει αυτό, η αγωγή -όπως την περιγράφει ο Καντ- πρέπει να στηριχθεί κυρίως σε «ιδιωτικές προσπάθειες» και όχι στη συνδρομή των ηγεμόνων. Όπως η πείρα διδάσκει, οι άρχοντες έχουν στο νου τους «την ευημερία του κράτους τους μάλλον παρά το καλό του κόσμου, και τείνουν πάντοτε προς αυτόν τον σκοπό.» Κι όταν ακόμη δίνουν χρήματα για την εκπαίδευση, «επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να καταρτίζουν το πρόγραμμα.» Ως προς τη στάση της κρατικής εξουσίας, τα ίδια ισχύουν για οτιδήποτε έχει σχέση με την «διάπλαση του ανθρώπινου πνεύματος» και τη διεύρυνση του κύκλου των ανθρώπινων γνώσεων. Αναμφίβολα, η ισχύς ενός κράτους και τα χρήματα θα μπορούσαν να διευκολύνουν τα πράγματα, εφόσον «η κρατική οικονομία δεν προϋπολόγιζε τους τόκους μόνον υπέρ του ταμείου του Κράτους.». Με δεδομένη λοιπόν την απροθυμία, την αδυναμία ή και την αντίθεση των κρατών στην επέκταση της δημόσιας εκπαίδευσης και την χρηματοδότησή της, το μόνο που μένει είναι ο ευρύς κόσμος των «ιδιωτών», ανθρώπων μορφωμένων δηλαδή που δεν εμπλέκονται άμεσα στις επίσημες εκπαιδευτικές δομές· άλλωστε, την εποχή που γράφει ο Καντ, τα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία όλων των βαθμίδων είναι μάλλον πολύ λίγα και πολλοί άνθρωποι είναι σχεδόν αναλφάβητοι: «Ως εκ τούτου η διεύθυνση των σχολείων όφειλε να εξαρτάται μόνον από την κρίση των πεφωτισμένων ειδημόνων. Πάσα μόρφωση αρχίζει από τους ιδιώτες και απ’ αυτούς εξαπλώνεται. Η βαθμηδόν προσέγγιση της ανθρώπινης φύσης προς τον σκοπό της είναι δυνατή μόνον με τις προσπάθειες προσώπων με ευρύτατες διαθέσεις, που ενδιαφέρονται για το γενικό καλό (αγαθό)» κι έχουν αποδεχθεί την ιδέα ότι στο μέλλον μπορεί να δημιουργηθεί μια καλύτερη κατάσταση της ανθρωπότητας. Εν τούτοις, πολλοί από τους «μεγάλους» θεωρούν τους υπηκόους «ως μέρος του ζωικού βασιλείου» και φροντίζουν απλώς για τον «πολλαπλασιασμό του.» Το πολύ πολύ, λέει ο Καντ, «απαιτούν από τον λαό κάποιες ικανότητες (επιτηδειότητα), απλώς και μόνο για να μπορούν να διαχειρίζονται καλύτερα τους υπηκόους τους· σε κάθε περίπτωση, εξυπηρετούν τις βλέψεις και τα συμφέροντα τους. Βεβαίως, οι «ιδιώτες» οφείλουν να έχουν στο μυαλό τους τον «φυσικό σκοπό» της αγωγής, κατόπιν όμως πρέπει ν’ αποβλέπουν ιδιαίτερα στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, ούτως ώστε να γίνει όχι μόνο ικανή (επιτήδεια) και αλλά και «ηθική»· το πιο δύσκολο απ’ όλα όμως, είναι «να φροντίζουν πώς οι επερχόμενοι θα φτάσουν πιο μακριά απ’ όσο έφτασαν οι ίδιοι.»

Η Μήδεια και ο Θάνατος του Πελία

Η Μήδεια και οι κόρες του Πελία Rilievo con medea e le figlie di pelia, copia romana del II secolo da orig. greco del 420 ac ca. wikipedia URL [https://commons.wikimedia.org/wiki/Category:Medea#/media/File:Rilievo_con_medea_e_le_figlie_di_pelia,_copia_romana_del_II_secolo_da_orig._greco_del_420_ac_ca._01.JPG]
Η Μήδεια και οι κόρες του Πελία

[4.50.1] Ενώ η επιστροφή των Αργοναυτών δεν είχε γίνει ακόμη γνωστή στη Θεσσαλία, λένε ότι διαδόθηκε φήμη περί χαμού των συντρόφων της εκστρατείας του Ιάσονα στην περιοχή του Πόντου. Κατά συνέπεια ο Πελίας νομίζοντας ότι του δινόταν η ευκαιρία ν’ απομακρύνει όλους όσοι εποφθαλμιούσαν τον θρόνο, ανάγκασε τον πατέρα του Ιάσονα να πιεί αίμα ταύρου και φόνευσε τον νεαρό αδελφό του, Πρόμαχο.
 
[Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, Περί Ζώων Ιστορίας 3.19, το αίμα υποτίθεται πως εξαιτίας της γρήγορης πήξης του, «Τάχιστα δὲ πήγνυται τὸ τοῦ ταύρου αἷμα πάντων» θα έπνιγε αυτόν που θα το έπινε]

[4.50.2] Όπως λένε όμως, η μητέρα του, Αμφινόμη, προτού σφαγιασθεί  πραγμάτωσε ανδροπρεπές κατόρθωμα, άξιο αναφοράς· για τον διωγμό της από την βασιλική εστία, τον καταράστηκε να συναντήσει  μοίρα αντάξια των ασεβών του πράξεων και στη συνέχεια βυθίζοντας στο στήθος της ένα ξίφος, έδωσε ηρωικό τέλος στη ζωή της.
 
[4.50.3] Αλλά σε ό,τι αφορά στον Πελία, όταν είχε αφανίσει με τον τρόπο του όλους τους συγγενείς του Ιάσονα , τιμωρήθηκε όπως άρμοζε στα βέβηλα πεπραγμένα του. Ο δε Ιάσονας, ο οποίος είχε αγκυροβολήσει εκείνη τη νύχτα  σ’ έναν όρμο κοντά στην Ιωλκό αλλά μακριά από τα βλέμματα των κατοίκων της, πληροφορήθηκε από κάποιον χωρικό για τις δυστυχίες που είχαν πλήξει την οικογένειά του.
 
[4.50.4] Τώρα όλοι οι σύντροφοι ήταν έτοιμοι να προσφέρουν τη βοήθειά τους στον Ιάσονα και ν’ αντιμετωπίσουν κάθε κίνδυνο για λογαριασμό του, αλλά διαπληκτίζονταν  για την τακτική  της επίθεσης· κάποιοι, για παράδειγμα, παραινούσαν  υπέρ μιας μεθοδευμένης αστραπιαίας εισβολής στην πόλη, κατά την οποία θ’ άφηναν εμβρόντητο τον βασιλέα, ενώ άλλοι  δήλωναν ότι θα ᾽πρεπε ο καθένας ξεχωριστά να συγκεντρώσει δυνάμεις από τον τόπο καταγωγής του εξαπολύοντας στη συνέχεια γενικευμένη επίθεση· καθώς  ήταν ανέφικτο, υποστήριζαν, πενήντα τρεις άνδρες να υπερνικήσουν έναν βασιλέα ο οποίος είχε υπό τον έλεγχό του ολόκληρο στράτευμα και σημαντικές πόλεις.
 
[4.50.5] Ευρισκόμενοι σε τέτοια αμηχανία, λέγεται ότι η Μήδεια υποσχέθηκε να σκοτώσει τον Πελία με μόνο μέσο την πανουργία της, ώστε να τους παραδώσει το παλάτι δίχως να διατρέξουν κάποιο κίνδυνο.

 
[4.50.6] Όταν όλοι έμειναν έκπληκτοι από τη δήλωσή της και προσπάθησαν να μάθουν τι είχε κατά νου, τους είπε ότι είχε φέρει μαζί της πολλά φάρμακα, εξαιρετικά δραστικά, τα οποία είχαν ανακαλυφθεί από τη μητέρα της, Εκάτη και την αδελφή της, Κίρκη· κι ενώ ουδέποτε τα είχε χρησιμοποιήσει για να αφανίσει ανθρώπινες υπάρξεις, σ’ αυτή την περίσταση θα μπορούσε, με τη βοήθειά τους, να πάρει εύκολα εκδίκηση από ανθρώπους άξιους να τιμωρηθούν.
 
[4.50.7] Έπειτα, αφού ξεδίπλωσε προκαταβολικά μπροστά τους λεπτομερή σχέδια για το χτύπημα που θα επέφερε, υποσχέθηκε  ότι  θα τους ενημέρωνε  για την επιτυχή τους έκβαση από το παλάτι, μέσω σημάτων καπνού το πρωί και φωτιάς τη νύχτα, τα οποία θα ήταν ορατά με το βλέμμα στραμμένο στην κατεύθυνση της πόλης και πάνω από τη θάλασσα.
 
[4.51.1] Το αφήγημα συνεχίζεται με την Μήδεια να φτιάχνει κοίλο ειδώλιο της θεάς Αρτέμιδος, μέσα στο οποίο έκρυψε διαφορετικής φύσης φάρμακα· η ίδια, άπλωσε στα μαλλιά της  κάποιες δραστικές αλοιφές που τους έδωσαν γκρι απόχρωση και γέμισε το πρόσωπο και το σώμα της με τόσες πολλές ρυτίδες που όλοι όσοι την αντίκρισαν πίστεψαν ότι επρόκειτο για κάποια γριά γυναίκα. Τέλος παίρνοντας μαζί  το αγαλματίδιο της θεάς, προορισμένο να σπείρει τον τρόμο στον πληθυσμό, στρέφοντας το φόβο του προς τους θεούς σε δεισιδαιμονία, τα ξημερώματα μπήκε στην πόλη. 
 
[4.51.2] Φερόμενη σα να βρισκόταν σε έκσταση και με το πλήθος να ορμά στους δρόμους, καλούσε τους πάντες να υποδεχθούν τη θεά με ευλάβεια, λέγοντας ότι είχε φθάσει σ’ αυτούς από τη γη των Υπερβορείων, ως προάγγελος καλής τύχης για ολόκληρη την πόλη και τον βασιλέα.
 
[4.51.3] Ενόσω σύσσωμοι οι πολίτες επεδείκνυαν σεβασμό στη θεά και προς τιμήν της προσέφεραν θυσίες, φερόμενοι άπαντες όπως και η ίδια η Μήδεια, υπό την επήρεια κάποιας θεϊκής έμπνευσης, εκείνη μπήκε στο παλάτι προκαλώντας στον Πελία αίσθημα υπερκόσμιου φόβου, τρομοκρατώντας συνάμα τόσο πολύ τις κόρες του, μέσω των μαγικών της δεξιοτήτων, ώστε να πιστέψουν ότι η θεότητα βρισκόταν πράγματι μπροστά τους με σάρκα και οστά για να χαρίσει ευημερία στη βασιλική κατοικία. 
 
[4.51.4] Προς τούτο, ισχυρίστηκε ότι η Άρτεμις, σε ιπτάμενο άρμα οδηγούμενο από δράκους, είχε πετάξει πάνω από αρκετά μέρη του κατοικημένου κόσμου και είχε επιλέξει το βασίλειο του πλέον ευσεβούς βασιλέα για την εγκαθίδρυση της λατρείας και των τελετουργιών που θα διοργανώνονταν εκεί εσαεί  στο όνομά της· είχε εντολή από την θεά ν’απαλλάξει τον Πελία από κάποιες εξουσίες που κατείχε, από τα γεράματα, αναζωογονώντας παντελώς το σώμα του, καθώς επίσης να του απονείμει πολλά άλλα χαρίσματα ώστε ο βίος του να ήταν ενάρετος και θεάρεστος.
 
[4.51.5] Ο βασιλέας σάστισε μπροστά στις εκπληκτικές προσφορές, αλλά η Μήδεια, όπως πληροφορούμεθα, του υποσχέθηκε ότι  μπορούσε άμεσα, με το δικό της σώμα, να του παρείχε αποδείξεις για τα όσα είχε πει. Ακολούθως είπε σε μια από τις κόρες του Πελία να φέρει καθαρό νερό και όταν το κορίτσι εκπλήρωσε αυθωρεί την επιθυμία της, κλείστηκε, λένε, σ’ ένα μικρό δωμάτιο και ξέπλυνε επιμελώς ολόκληρο το σώμα της από τα σημάδια των φαρμάκων. Έχοντας αποκαταστήσει πλέον την πρότερη εμφάνισή της και εμφανιζόμενη μπροστά στους συγγενείς, εξέπληξε όσους βρέθηκαν αντίκρυ της οι οποίοι θεώρησαν ότι κάποιο είδος θεϊκής πρόνοιας είχε ανταλλάξει τα γηρατειά της με τα νιάτα και την περίοπτη ομορφιά μιας νύμφης. 
 
[4.51.6] Επίσης, με τη χρήση κάποιων φαρμάκων, προκάλεσε οράματα ιπτάμενων δράκων, οι οποίοι, όπως δήλωσε, είχαν μεταφέρει εναερίως την θεά από τους Υπερβορείους, ώστε να την αναγκάσουν να παραμείνει με τον Πελία. Καθώς τα πεπραγμένα της Μήδειας έμοιαζαν να ξεπερνούν τις δυνατότητες μιας θνητής ύπαρξης και ο βασιλέας έκρινε ότι άξιζε την αμέριστη αποδοχή του, εν ολίγοις πείστηκε ότι έλεγε την αλήθεια, εκείνη, λένε, σε μυστική συζήτηση μαζί του, τον προέτρεψε να προστάξει τις κόρες του να συνεργασθούν μαζί της, εκτελώντας την όποια εντολή της·  άρμοζε, είπε, το σώμα του βασιλέα να λάβει τη χάρη που του είχαν απονείμει οι θεοί, από τα χέρια των θυγατέρων του κι όχι κάποιων υποτακτικών του.
 
[4.51.7] Κατά συνέπεια ο Πελίας έδωσε ρητές οδηγίες στις κόρες του πραγματώσουν οτιδήποτε απαιτούσε η Μήδεια, από σεβασμό προς το σώμα του πατέρα τους και τα κορίτσια ήταν πανέτοιμα να υπακούσουν στις διαταγές της.
 
[4.52.1] Τότε η Μήδεια, όπως εξιστορείται, όταν έπεσε η νύχτα κι ο Πελίας αποσύρθηκε για να κοιμηθεί, πληροφόρησε τις κόρες του ότι ήταν απαραίτητο το σώμα του Πελία βράσει σ᾽ ένα καζάνι. Αλλά όταν αυτές εξέλαβαν εχθρικά την πρότασή της, επινόησε δεύτερη απόδειξη για  το αληθές των λεγομένων της. Τους ανήγγειλε την πρόθεσή της να ρίξει πρώτα στο καζάνι το γέρικο κριάρι που έτρεφαν στο σπίτι τους,  μεταμορφώνοντάς το και πάλι σε αρνάκι.
 
[4.52.2] Όταν συμφώνησαν σ᾽αυτό, μυθολογείται ότι η Μήδεια το διαμέλισε, έβρασε το σώμα του και παραπλανώντας τους με την βοήθεια κάποιων φαρμάκων, τράβηξε έξω από το καζάνι κάτι που έμοιαζε με αρνί. Στο θέαμά του τα κορίτσια συγκλονίστηκαν και πείστηκαν τόσο για το ότι είχαν λάβει όλες τις δυνατές αποδείξεις για την ικανότητά της να κάνει όσα υποσχόταν, που εκτέλεσαν τις διαταγές της. Όλες τους όρμηξαν στον πατέρα τους χτυπώντας τον μέχρι θανάτου εκτός από την Άλκηστη, η οποία λόγω μεγάλης ευλάβειας δε θα σήκωνε χέρι πάνω στον γεννητορά της.
Ο φόνος του Πελία από τις κόρες του The Murder of Pelias by His Daughters (1878) wikipedia URL [https://commons.wikimedia.org/wiki/Category:Pelias#/media/File:Pelias-Moreau.jpg]
Ο φόνος του Πελία από τις κόρες του
[4.52.3] Αφού ο Πελίας είχε σκοτωθεί μ᾽ αυτό τον τρόπο, η Μήδεια, λένε, δεν έλαβε μέρος στον τεμαχισμό του σώματος ή τον βρασμό του, αλλά προσποιούμενη ότι όφειλε πρώτα να προσευχηθεί στη θεά Σελήνη, ανάγκασε τις κόρες ν᾽ανεβούν με πυρσούς στο ψηλότερο σημείο της οροφής του παλατιού, ενώ η ίδια στο μεσοδιάστημα θα επαναλάμβανε μακροσκελή δέηση στην Κολχιδική διάλεκτο, παρέχοντας έτσι χρόνο σε αυτούς οι οποίοι επρόκειτο να επιτεθούν. 
[4.52.4] Στη συνέχεια οι Αργοναύτες που επαγρυπνούσαν, όταν διέκριναν τα φωτεινά σημάδια στον ορίζοντα πίστεψαν ότι η ανατροπή του βασιλέα είχε ολοκληρωθεί, έσπευσαν να ορμήσουν στην πόλη και περνώντας τα τείχη μπήκαν στο παλάτι με γυμνά σπαθιά  σφαγιάζοντας όσους φύλακες  προέβαλλαν αντίσταση.  Οι κόρες του Πελία, οι οποίες μόλις εκείνη τη στιγμή είχαν κατέβει από τη στέγη για να παρασταθούν στον βρασμό του πατέρα τους, όταν αντίκρισαν προς έκλπηξή τους τον Ιάσονα και τους συντρόφους του στο παλάτι, κυριεύθηκαν από απογοήτευση για ότι τους είχε τύχει·  γιατί ήταν πέρα από τις δυνατότητές τους να πάρουν εκδίκηση από την Μήδεια, ούτε και μπορούσαν με κάποιο τέχνασμα να επανορθώσουν τα απεχθή τους πεπραγμένα.
 
[4.52.5] Κατά συνέπεια, όπως θρυλείται, οι θυγατέρες του Πελία ήταν έτοιμες να δώσουν τέλος στις ζωές τους, αλλά ο Ιάσονας, οικτίροντας την απελπισία τους τις συγκράτησε και τις παρότρυνε  ν᾽αναθαρρούνε διευκρινίζοντας ότι το λάθος τους δεν προήλθε από κακή τους πρόθεση αλλά εξαπατήθηκαν και παρά τη θέλησή τους δεινοπάθησαν. 

 [4.53.1] Το αφήγημα θέλει τώρα τον Ιάσονα να υπόσχεται σ᾽ όλους τους συγγενείς του γενικότερα, επιείκεια και μεγαλοψυχία και να τους καλεί σε συνάθροιση. Αφού υπερασπίσθηκε τον εαυτό του για τις πράξεις του κι εξήγησε ότι είχε πάρει εκδίκηση μόνον από αυτούς που τον είχαν αδικήσει πρώτοι, επιβάλλοντάς τους λιγότερο οδυνηρή τιμωρία σε σχέση με τα δεινά που είχε υποφέρει ο ίδιος, παραχώρησε στον Άκαστο, τον γιό του Πελία, το προγονικό βασίλειο και όσο για τις κόρες του βασιλέα, είπε ότι θεωρούσε σωστό ν᾽αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη τους.
 
[4.53.2] Τελικά, λένε, εκπλήρωσε την υπόσχεσή του νυμφεύοντάς τις με τους πιο επιφανείς άνδρες. Η Αλκηστις, για παράδειγμα, η μεγαλύτερη, δόθηκε στον Άδμητο της Θεσσαλίας, γιό του Φέρητος, η Αμφινόμη στον Ανδραίμονα, αδελφό του Λεοντέα η δε Ευάνδη, στον Κάνη γιό του Κεφάλου και βασιλέα των Φωκιέων εκείνο τον καιρό.  Διοργάνωσε αυτούς τους γάμους αργότερα· το εν λόγω διάστημα, έπλευσε με τους συντρόφους του στον Ισθμό της Πελοποννήσου, προσέφερε θυσία στον Ποσειδώνα στον οποίο και αφιέρωσε το πλοίο του, την Αργώ.
 
[4.53.3] Καθώς έτυχε μεγαλειώδους υποδοχής στην αυλή του Κρέοντα, βασιλέα των Κορινθίων, έγινε υπήκοος εκείνης της πόλης και πέρασε το υπόλοιπο των ημερών του στην Κόρινθο
 
Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη [4.50.1]

Ο ΙΜΕΡΟΣ

 Γύρω από τον ορισμό του ίμερου

Ο έρωτας είναι κυρίαρχο στοιχείο της ζωής και αποτελεί ένα πρόβλημα ασυνορο (4,13). Η περιγραφή του φαίνεται δυνατή, αλλά να κλεισθεί στο στενό χωρο του ορισμού των εννοιών είναι αδυνατο. Ο έρωτας ανηκει στο γένος εκείνω των ολίγων και ηγεμονικών φαινομένων, που δεν ορίζονται. Κάθε ορισμός, είτε βιολογικός (διαίωνιση), είετε αισθησιακος (ηδονή), είτε αισθητικός (ομορφιά), είτε ηθικός (κοινωνική τάξη) κερματίζει και μερικεύει το σώμα του. Μια μεταφυσική θεώρηση θα ημπορούσε ίσως να περιλάβει το όλο, αλλά ο μεταφυσικός είναι πάντοτε ορισμός αόριστος και δεν αναπαυει την γνώση.

Εξ’ αιτίας αυτού, το κεφάλαιο του έρωτα σαν αντικείμενο της θρησκείας, της φιλοσοφίας και της τέχνης δεν κλεινεται. Μόνο το αθλητικό μέτρο της κατάκτησης και το μεγεθος της αδυναμίας αυτών των μεταφυσικών επιδόσεων ημπορεί να δώσει.

Ο έρωτας είναι φαινόμενο ρευστό, ένα διαρκώς συντελούμενο γεγονός. Σαν κατάσταση ηρεμεί μόνο μέσα στο κράτος της μεταβολής. Η μορφή του σχηματίζεται στη ροη, τη στατική ηρεμία του επιδαψιλεύει η αλλαγή, και εαν ησυχάσει, στειρεύει. Την τάξη του, την αρμονική ισορρόπηση, εγγυάται η αντίφαση. Μια αντίφαση τόσο μεγαλόπρεπη και συνεπής, που μόνο μέσα σε εύρος κοσμικόν ημπορεί να συλληφθεί.

Ο έρωτας είναι ο ισσόροπος ρυθμός των κοσμικών ηφαιστείων και γι’ αυτό δεν υποτάσσεται, ούτε περιχωρείται σε ανθρώπινα συστηματα και συντάγματα. Εαν ο μυθικός Ηρακλής εδάμασε τις αυξανόμενες κεφαλές της ύδρας, εδαμάσθηκε απο την ασυγκριτα γονιμώτερη, την πολυκέφαλη και πληθυντική υδρα του ερωτικού άθλου. Και τον ερωτικό άθλο επιχειρησε να εκτελέσει χωρίς να αποκλίνει από τον δρόμο της αρετής, που είχε εκλέξει στην αρχή. Ο τελευταίος χιτώνας του τον εσπάραξε, καθως η ζωή κατασπαράζει τον θάνατο. Και ακριβώς η συγγένεια με τον θάνατο είναι που δίνει στον έρωτα αυτό το απερίληπτο μέγεθος.

Προκειμένου να προσπελασθεί το φαινόμενο του έρωτα, εγείρεται σαν πρώτη και βασική η αξίωση να συναρτηθεί με το πρόβλημα του θανάτου. Ο έρωτας είναι ο αμφιθαλής αδελφός του θανάτου. Των δυο αντιπάλων η άσπονδη φιλία οργανώνει το παιχνίδι της αναγκαιότητας και ο διάλογος της αμοιβαίας φθοράς τους ανανεώνει το μυστήριο της ζωής. Το οντολογικό κύρος της κάθε αρχη το αντλεί απο το τέλος της και αντιστροφα.

Ο έρωτας πεθαίνει δια του θανάτου και ο θάνατος γεννιέται δια του έρωτος. Ο θνήσκοντας έρωτας ή ο γεννώμενος θάνατος σαν αναγκαία εννοιολογικά συμπλέγματα αποκαλύπτουν το παράδοξο της οντολογικής συνέργιας. Η αντιληψη που συσχετίζει τον έρωτα και τον θάνατο σ’ ενα τρίτο επίπεδο κοινότητας και πρόθεσης αγαπητικής, είναι αρχαία και πλούσια και τη βρίσκουμε ολοκάθαρη στην απλότητα της λαϊκής ψυχής και στις θρησκευτικές διδασκαλίες.

Η αντίληψη αυτή στο Rilke ευρήκε τον αυθεντικότερο παιδαγωγό. Οι ελεγείες του Duino είναι το έργο της ερωτικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας του θανάτου. Η ελληνική λέξη ίμερος –λέξη ποιητική- αποδίδει πιστότερα τα βαθειά υποστρώματα της ερωτικής ορμής και οδηγεί σε ένα καθολικό ιδεασμό, που αντιστοιχεί προς τη φροϋδική libido. Το βάρος του προβλήματος στις ελεγείες δεν ευρίσκεται στην επιφάνεια, αλλα στα αφανή και σκοτεινά βάθη. Ο ερωτικος χυμός, το αψυ αίμα του Ποσειδώνα (3,8), ξεκινώντας απο τις στοές του άγνωρου και τα ταραγμενα σπήλαια της νυχτας (3,10) σφύζει και αγριαίνεται στις φλέβες της τρικυμίας. Η σκιά του ερωτικού δέντρου είναι βαρειά, η θρόηση των φυλλωμάτων πολεμική και οι καρποί κρύβουν με προσοχή στο μυχό της κόκκινης σάρκας το σπόρο του θανάτου (4,78).

Ο ίμερος υποδηλώνει κυρίως την αντιφατική συσταση της ερωτικής ορμής: Στέρηση και κορεσμός, λαχτάρα και αποστροφή, Πόρος και Πενία. Αυτή την αντίφαση συμπληρώνουν σαν παρεπόμενα ο απρόβλεπτός κινδυνος, η αδημονία της ελπίδας, η συνείδηση της ενοχής, η μηδενιστική απειλή και κυρίως ο πόνος. Ο ίμερος στον Όμηρο είναι γέιτονας του θρήνου:

γοου ίμερον ώρσε

Η ερωτική διαλεκτική των φύλων

 Η πρόθεση του ποιητή να δείξει οτι ο ίμερος προσιδιάζει στη γυναικεία ιδιοσυγκρασία και οτι ο ερωτικός κόσμος είναι αποκλειστικά της γυναίκας το οικείο ενδιαίτημα είναι αποφασιστική. Ο έρωτας κυριαρχεί στη γυναικεία φύση κατά τον τρόπο, που ο στρατηγός ηγεμονευει στα πεδία του πολέμου.

Το αντίστοιχο της ερωτευμένης γυναίκας από την έποψη της ανδρείας είναι ο ήρωας, αλλά τα μεγάλα του κατορθώματα υστερούν μπροστά στα θαυμάσια έργα εκείνης. Εαν το ερωτικό φαινόμενο είναι περιορισμένο, τα όρια του συμπίπτουν με τα πέρατα της γυναικείας ψυχής. Εαν όμως ο ίμερος διανοίγεται και ξεφευγει στην απλωσιά της απεριόριστης έκτασης, η περιοχή αυτή συμπίπτει με τον άγνωστο χώρο της θηλυκής απειρότητας. Η μεταφυσική του ίμερου παραλληλίζεται με τη μεταφυσική της κατηγοριας του θηλυκού (2,33).

Τα μεγάλα έργα του ανθρώπου, που καθρεφτίζουν την ανεξάντλητη δυνατότητα της ανδρικής φύσης, δεν ημπορούν να υπομείνουν τη δοκιμασία της συγκρισης με τα ερωτικά έργα της γυναίκας, εφ’ όσον είναι αληθινά. Η παράδοξη αυτή άποψη του Malte οτι ο έρωτας της Bettine προς τον Goethe επισκιάζει με την λάμψη του τα πνεύμα και το έργο του μεγαλου ποιητή της Βαϊμάρης, δεν υποτιμά την επιφάνεια του Goethe, όσο τιμά την αφάνεια της γυναίκας.

Το τιμιώτερο έργο που θα είχε να παρουσιάσει σαν απολογία μπροστά στο άγγελο –στον κριτή της έσχατης κρίσης- και να το επικαλεσθεί για να μαρτυρήσει την αγωνιστική προθυμία του, δεν είναι ουτε η αρχιτεκτονική ουτε η μουσική τέχνη, αλλά μια ερωτευμένη γυναικα, που ατενίζει ήρεμα απο το παράθυρο της τη νυχτα και διαλέγεται με τα σκοτάδια της ερωτικής απουσιας της (7,84).

Ακόμα και οι γυναίκες με τον άσεμνο ερωτικό τρόπο, όσες εξέπεσαν στα ρηθρα της ζωής ηττημένες απο την βουλητική του έλλειψη και την κοινωνική ολιγωρία, ευρίσκουν κατάλυμα συγχώρησης στην έβδομη ελεγεία (7,40).

Δεν κρίνει η πορνεία, που τελειώνει το έργο, αλλά η αγάπη που το αρχίζει. Η αγάπη αποτελεί το φυσικό περιβάλλον, το καθιδρυμα οικονομίας για τη γυναικεία φυση, μέσα στο οποίο προστατευονται οι βιολογικές καταβολές και ανθίζουν οι ουσίες του γένους της.

Η γυναίκα είναι η ευνοημένη της ερωτικής εκλογής, οι δεσμοί της με τον ίμερο είναι πολυ πιο οικείοι και ισχυροί απο τους δεσμούς του αντρα και η μετοχή της στο ερωτικό αγαθό της χορηγεί ηγεμονικά προνόμια. Ακόμη και σε καθαρά υλική σφαίρα, την ευαισθησία της στις προσβολές του ρίγους που συνοδευει τη γενετήσια πράξη, χαρακτηρίζει υπέροχη εύνοια.

Η ελληνική μυθολογία μας παραδίδει τη σχετική διένεξη των φύλων και την κρίση του ερμαφρόδιτου Τειρεσία, ο οποίος ελεεινολόγησε την ηδονιστική πενία του αρσενικού. Η ερωτική ευαισθησία της γυναίκας εκφράζει το γινόμενο της αισθησιακής δεκτικότητας και της ψυχικής της ευπάθειας.

Το υποστασιακό χαρακτηριστικό, που ειδοποιεί για τη μοναδικότητα του θηλυκου, είναι η τρυφερή προθυμία της, η άμεση παραδοχή, η χωρίς όρους άφεση. Στα χέρια της κλεινεται, σαν το φτερούγισμα περιστεριών, η ταραχή του κόσμου, και η υλική της πυκνότητα διαλυεται σαν μια πανάλαφρη κίνηση. Η γυναίκα των ελεγειών περπατά σαν πρωινή αυρα (3,19). Η αντίσταση, που προβάλει κάθε φορά στην επιθετικότητα του αρσενικού, είναι ακριβώς το εξωτερικό σχήμα αυτής της απαλωσύνης, η συνεκτική τάξη που διασώζει τη ρευστή ακινησία της θηλυκής παραχώρησης.

Η αντίσταση αυτή συγκρατεί και μορφοποιεί τη ροπή της ερωτικής της αναζητησης, όπως οι όχθες του ποταμού το νερό. Ακόμη και η γνωστική της δυναμη φαίνεται να είναι υποταγμένη στο ερωτικό πρόσταγμα και να υπηρετεί με την ασάφεια του ενστίκτου τη φυσική κυριαρχία των αισθημάτων της. Η συνειδησιακή της μονιμότητα προσδιορίζεται από την ασφάλεια και την σοφία του απλού. Η συνείδηση της γυναίκας εξαντλείται στην αθώα εκπληξη.

Η Εύα τη νέα κατάσταση –εν αντιθέσει προς τον Αδαμ, που στέκεται έκπληκτος και απορητικός- την αντιμετωπίζει με απλότητα. Μόνο μια ελαφριά θλίψη τη χρωματίζει, που πια δεν θα μπορεί να χαίρεται των ζώων την ήρεμη τάξη και τη λογική. Ολα αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά, που εκφράζουν την αντίληψη του ποιητή για την σχέση του ίμερου προς την γυναίκα, συνοψιζονται στο περιεκτικό γνώρισμα της αδυναμίας.

Η αδυναμία της γυναίκας είναι απόλυτη, ολόκληρη, αυτάρκης. Και ακριβώς χάρη σ’ αυτή την πληρότητα λειτουργεί σαν δυναμη. Η αδυναμία την προστατευει στο περιβάλλον των αντιθέσεων και οικονομεί την ευάρμονη παρουσία της στο σχέδιο της ισορροπίας του κόσμου. Η αδυναμία της γυναίκας είναι η παντοδυναμία της.

Τον ποιητή συνέχει η σταθερή πεποίθηση οτι τα ερωτικά έργα της γυναίκας αντιπροσωπευουν την ανώτερη επίδοση του ανθρώπου και οτι ουδέποτε θα μπορέσουμε να τα υμνήσουμε άξια (1, 36-37). Στην πίστη αυτή εμπνέεται από το χρέος να φέρει στο φώς, να αποκαλυψει τον αφανή χώρο των χαρισμάτων της. Και τα χαρίσματα αυτά είναι τόσο αφανή, όσο είναι δύσκολο να λογαριάζεται η αδυναμία σαν δύναμη.

Εαν ο ίμερος κυριαρχεί στη γυναικεία φυση και την υποχρεωνει σε απόλυτη υποταγή, ωστε να μεταμορφώνει την αδυναμία της σε κυριαρχία και δύναμη, η σχέση του ίμερου με τον άντρα είναι σκοτεινή και βίαιη. Ο,τι στην γυναίκα εμφανίζεται σαν μυστήριο σιωπής, σ΄εκείνον γίνεται υπόκωφο ηχείο απειλής. Η πικρή γνώση του έρωτα κυκλώνει τη γυναίκα από παντού και μέσα σ’ αυτή τη θλίψη χωνευει η ύπαρξή της ολόκληρη ήρεμα, καθώς η ηλιόβλητη συννεφιά σβηνει μέσα στη νύχτα:

...μέσαι δέ

νύκτες, πάρα δ’ έρχεται ώρα
εγώ δε μόνα καθεύδω.

Στον άντρα, αντίθετα, ο ερωτικός καημός συνοδευει την ευρύτερη υπαρκτική ηρεμία και τον καταφθείρει με σφοδρές θερμικές προσβολές. Στο τέλος η πικρή ερωτική του γνώση παγώνει σε λαμπερά πετρωματα ηφαιστείων:

Κι από τις τόσες φορές όπου ξαγρύπνησε σιμά στο κηροπηγιο,
καρτερώντας τα χαράματα, μια πυράδα, παράξενη του ‘χε αρπάξει τα σωθικά

Η γυναικεία φύση κατατείνει σταθερά στο ερωτικό τέλος, ενώ η ανδρική πηγάζει από το ερωτικό χάος (3,30). Της γυναίκας η ερωτική διάθεση είναι άμικτη και διαυγής. Η ανδρική ορμή όμως σχηματίζεται από την άτακτη και παταγώδη συμβολή πολλών επιμέρους ρευμάτων, που παρασυρουν τον άντρα με γοργότητα και βία σε κάποιο απροσδιόριστο, «απροσδιόνυσον» γεγονός. Το ανεξέλεγκτο συνολο των πηγών και η ακάθεκτη ορμής της κίνησης πρός το άγνωστο τέλος, καθορισμένο από τις σκοτεινές ρίζες της αρχής, συνιστούν το κλίμα κινδύνου, που συνοδεύει τον ερωτικό τρόπο του άντρα.

Οι ελεγείες στην ερωτική ιδισυγκρασία του άντρα ανιχνεύουν τη συναίρεση του πολύπλοκου πλέγματος των καταβολών του. Η ερωτική ρίζα βυθίζεται στο έδαφος των σπερματικών του πυκνωμάτων και διατρέφεται από το δυναμικό σύνολο της αρχαϊκής του ύλης. Αυτά τα πρωταρχικά κοιτάσματα ζωτικότητας προκύπτουν από την εισροή βιολογικών στοιχέιων που γειτονεύουν με το πνιγηρό ανάβρυσμα, την καθαρότητα και την αγιοσύνη του ζώου.

Η πλημμύρα της καταγωγής (3,46), οι πλόκαμοι της εσωτερικής ανέλιξης, τα αρχέτυπα και η συντελούμενη κύηση μακρυνών μορφών (3,50), το βιολογικό παρελθόν του γένους, ολόκληρη η «ζωντανή λήθη των προγόνων» (3,71) συναποτελούν το άηχο τοπίο, πάνω στο οποίο σχηματίζεται σαν από τους ατμούς και τα νερά των νεφών, ο θολός ποταμός του αρσενικού ίμερου (3,65).

 Είναι φανερό οτι στην τρίτη ελεγεία ο Rilke συσχετίζει, εξαρτά και συμπλέκει την ερωτική ορμή με όλες τις εγγενείς δυνατότητες, που προσιδιάζουν στην ανδρική φύση, όσες επιτέλεσαν τα μεγαλα έργα και τα μεγάλα λάθη της ιστορίας. Ο έρωτας είναι απειλητικός για τον άντρα, γιατί πηγάζει από το σπήλαιο του «αποτρόπαιου» (3,59), που είναι της δημιουργίας η πηγή. Το ζωτικό χώρο της ανδρικής φυσης περιβάλλει ο κινδυνος κι ο τρόμος, γεγονός που αποκαλυπτει τη συγγένεια του άντρα με τον τρομερό άγγελο. Ο άγγελος όμως είναι αυτόφωτος και έχει συνείδηση του εαυτού του, σε αντίθεση με τον άντρα που αγνοεί. Η ανάλυση της ερωτικής ορμής του αποκαλύπτει οτι το κυριο γνώρισμά του είναι η δύναμη. Μια δύναμη ακατέργαστη, ανυπότακτη και τυφλή (3,22), που κομίζει τα πλούσια και ανεξάντλητα δώρα της αρχής. Η φορά της όμως είναι τυχαία και το τέλος της άσκοπο. Έτσι η οριστική της αξιοποίηση φαίνεται αδύνατη και είναι προορισμένη να διαλυθεί. Το ακαθόριστο τέλος επιστρέφει στην αόριστη αρχή.

Η δειλή εμφάνιση και η είσοδος της γυναίκας στις παρθενικές λαγκαδιές του άντρα θα αποτελέσει την «πυρή αφορμή» που θα αφυπνίσει την ανδρική φύση (3,20), θα αναταράξει τα κινούμενα πλήθη του σκότους και θα κεντρίσει τις δυνάμεις που περιμένουν. Η συνέχεια της ερωτικής συνάντησης πλέον είναι για τον ποιητή μονο μερής υπόθεση του άντρα (3,16). Γιατί ο,τι συντηρεί τον ερωτικό του πόθο, εμβολιασμένο στη γενική ορμή της ζωής, είναι τα δυναμικά του αποθέματα, ο πλούσιος, ο βαθύς, ο βάρβαρος κόσμος, που τροφοδοτεί και εμψυχώνει την κίνηση του.


Η γυναίκα αδυνατεί να προσφέρει κάτι σ’ αυτές τις «πρώτες ύλες της δημιουργίας». Αισθάνεται μόνο απογοήτευση, γιατί εγκαταλείπεται, εκεί όπου ανάμενε του άντρα την τρυφερότητα, την ήρεμη συγκατάβαση, τη διάρκεια και την πίστη. Ενώ αυτός με το πρώτο του άλμα διαπήδησε ολόκληρο τον ερωτικό της κόσμο και χύθηκε στη δαιμονική προϋπάντηση του πρώτου εαυτού του. Αυτός αφηνιάζει στην τροχία του κινδύνου, ενώ εκείνη απομένει στην πίκρα της εγκατάλειψης. Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο της κρίσης, όπου εμφανίζεται το οντολογικό χάσμα των φύλων, ο ποιητής διαβλέπει την διαλεκτική τους υφή και νομοθετεί τη συνθήκη της σωτηρίας.

Η αδυναμία σαν έλλειψη έχει το ίδιο οντολογικό νόημα με τη δυναμη σαν υπερβολή. Η γυναικεία δειλία θα μετριάσει τηνανδρική θρασυτητα. Ο χαλινός θα μεταμορφώσει το άγριο ζώο σε υπερήφανο άτι. Η θωπεία θα απαλύνει την σκληράδα. Η ομορφιά θα κοσμήσει την αταξία. Η γυναίκα συνοδοιπόρος του άντρα στην οδυνηρή του πορεία, εμπνεύστρια, φρουρός και οδηγήτρια, θα μεταλλάξει την οργή καταστροφής σε πνοή δημιουργίας. Ο Rilke εγνώρισε τη βαθειά φύση της γυναίκας όσον λίγοι και περιέγραψε το χρέος της προς τον άντρα και τον κόσμο με τρόπο απλό (3,85):

συγκράτα τον.

Αυτή η μέτρια εντολή των ελεγειών φωτίζει, ερμηνεύει και δικαιώνει την παρουσία της γυναίκας μέσα στην ιστορία και τον πολιτισμό. Η γυναίκα υπήρξε η μόυσα της δημιουργίας. Οι μεγάλοι διδάσκαλοι του ανθρώπου δεν εζήτησαν να τους φωτίσουν οι θεοί, για να κάμουν το όραμά τους έργο. Εζήτησαν ταπεινά τη συμπαράσταση και την εύνοια της γυναίκας, της μούσας.Η γυναικα του Rilke ανοίγει τις πύλες της ανδρικής ψυχής, αποσφραγίζει τους καταρρακτες του ίμερου, φέρνει τον άντρα σε φωτισμό και τον διδάσκει τους αναβαθμούς του έρωτα. Είναι η σωκρατική Διοτίμα. Ταυτόχρονα όμως κατευθύνει την ερωτική του ορμή, καθοδηγεί την πορεία, εξευγενίζει το ήθος και ημερώνει την πράξη του. Είναι η φαουστική Μαργαρίτα. Η αγάπη της συνενώνει τη γνώση και την πράξη στη μεγαλειώδη σύνθεση, που ανεβάζει τον άντρα προς τα πάνω. Ο επίλογος του Faust

Το αιώνια θηλυκό μας τραβάει ψηλά.

φαίνεται να είναι και ο απόλογος της ερμηνευτικής αποτίμησης των ελεγειών του Duino.
Η αντίληψη ότι το έργο του πολιτισμού κατοπτρίζει τη δημιουργία του άντρα μόνο (ήρωες, νομοθέτες, φιλόσοφοι, ποιητές, ιδρυτές θρησκειών) παραβλέπει το γεγονός οτι στη δημιουργία αυτή η παρουσία της γυναίκας υπήρξε όρος εκ των sine qua non. Η παραγνώριση του ρόλου της γυναίκας στην ιστορία πρέπει να αποδωθεί στο δυσανάγνωστο χαρακτηρα της φυσικής της ιδιαιτερότητας, ο οποίος εξωτερικά φαίνεται να την αδικεί. Αλλ’ αν διέφυγε την κοινή προσοχή η δυναμη που εγκλείεται στη θηλυκή αδυναμία, η ενόραση των ποιητών συνέλαβε την αληθεια και ομολόγησε την οφειλόμενη τιμή. Και τον ύμνο της γυναίκας εστηριξαν στη καθαρή διάκρισή της από τον άντρα. Στην αδυναμία της, που είναι οδηγητική και κυρίαρχη της ανδρικής δυναμης. Στη συνεση και την ηρεμία της, που την κάνει θεοσεβή, αλλά και θεοφίλητη:

O pietosa colei che mi soccorse.

Το σύγχρονο κίνημα για την αποκατάσταση της γυναίκας (Feminismus) εκφράζει τη δίκαιη αντίδραση στην πολυαίωνη υποτίμησή της. Αλλά το αίτημα για την ισοτιμία των φύλων στηρίζεται στην εξωτερική όψη της δύναμης της γυναίκας και παραβλέπει την πηγή της. Η αρχαία πλάνη εμφανίζεται πάλι με όψη αντιστρεμμένη (το παρελθόν έβλεπε την αδυναμία και παρέβλεπε την δύναμη, το παρόν βλέπει τη δύναμη και παραβλέπει την αδυναμία της). Ο φεμινισμός σήμερα κινδυνεύει να περιπέσει στη χονδροκόπο και άκριτη εξομοίωση των φύλων με την αγνόηση της φυσικής διαφοράς τους. Την συνάντησή τους φαντάζεται εύστοχη στην παράσταση μιας βιολογικής εγκατάμειξης (ανδροπρέπεια του θηλυκού ή θηλυπρέπεια του αρσενικού). Η μακάρια σύμπλεξη του αρχαίου γυμνού, που ηρεμεί ανάμεσα στον κοίλο Ερμή και στην κυρτή Αφροδίτη τείνει να καταστραφεί. Ο φεμινισμός αξιώνει και οι δύο θεοί να ευρίσκονται στην ίδια στάση (είτε του κοίλου, είτε του κυρτού). Ο Rilke στις ελεγείες επανατοποθετεί το πρόβλημα της σχέσης των φύλων στο πρωτόπλαστο σχήμα της ισοζυγίας των δυνάμεων, ξεκινώντας απ’ όσα η φύση εδιόρισε και ανασύροντας την αρχαία εικόνα, την οποία επισκότισε η λήθη των αιώνων. Το ότι υπογραμμίζει την αδυναμία της γυναίκας, γεγονός που απορρίπτει του φεμινισμού η μυωπία, τον εξουσιοδοτεί να διακηρύξει την αριστεία της (primus inter pares), δικαίωμα που δεν θα είχε του φεμινισμού η τόλμη.

Ο αναυθεντικός έρωτας

Ο κίβδηλος ερωτικός τρόπος αποτελεί για το Rilke τον κανόνα της ανθρώπινης ζωής. Η συγγένεια του ανθρώπου με την πηγή του ίμερου είναι τρίτου βαθμού. Την άμεση θέαση της ερωτικής ιδέας εμποδίζουν δυο συνεχόμενοι προκαλυπτοντες όγκοι. Ο ένας αποτελεί το οντολογικό και ο άλλος το ηθικό φράγμα. Το πρώτο ο ποιητής ανιχνεύει στην ουσία της ανθρώπινης φύσης, η οποία συνοδεύεται σταθερά από την «αρχη του Αντίθετου». Η αντίληψη του Fichte οτι το έγώ οντοποιείται με την συνεχή αντιμετώπιση του ουκ-εγώ, καθώς και ο εξαναγκασμός του Heidegger να ερωτήσει περί του Μηδενός προκειμένου να θεμελιώσει λογικά το ερώτημα περί του όντος, στην οντολογία του Rilke εμφανίζονται σαν όροι θεμελιώδεις, που εγκλείονται στην έκφραση: παρουσία της απουσίας (ein Grund von Gegenteil - 4,15).

 Η ερωτική ιδέα καθαρή και άμικτη, ενώ στον άγγελο είναι προσιτή, στον άνθρωπο είναι απρόσιτη λόγω γένους (οντολογική διαφορά). Ο άγγελος ζει τα αείρροα πληρώματα του αισθήματος (2,15), ενώ ο άνθρωπος στην άριστη περίπτωση το μόνο που θα ημπορούσε να γνωρίσει είναι το περίγραμμα, τα φωτερά κράσπεδα αυτής της ενούσιας μορφης. Επομένως ο απόλυτος ερωτικός τρόπος (πρώτος βαθμός) είναι απαγορευμένος στον άνθρωπο εξ’ υπαρχής και από φύσεως. Αλλ’ ουτε και το περίγραμμα του αισθήματος, την παρυφή των ασπίδων της ηδονής (2,14) ημπορεί να γνωρίσει (4,17), αν και αυτό δεν είναι απρόσιτο στις φυσικές του δυνατότητες. Διότι εμποδίζεται απο το ηθικό φράγμα (4,11-12). Επομένως και ο αυθεντικός ερωτικός τρόπος –και είναι αυθεντικός, διότι είναι συμμετρος προς την ανθρώπινη φύση- είναι ανέφικτος μέσα στα πλαίσια του κοινωνικού βίου (δευτερος βαθμός). Υπολείπεται να γνωρίσει μόνο απ’ εξω (4,18), από την περιβαλλοντική σύσταση, ο,τι σχηματίζει το περίγραμμα του ερωτικού αισθηματος (τρίτος βαθμός).

Η ακτίνα του αναυθέντικού έρωτα κατά την άποψη του ποιητή καλυπτει ολόκληρο τον ιστορικό και ηθικό βίο του ανθρώπου. Ο,τι εδημιουργησε αυτό τον ερωτικό τρόπο, τον ειδωλικό και το φασματώδη, είναι η νομική τάξη την οποία καθιέρωσε η αρχή της προστασίας και της ασφάλειας μέσα στον κόσμο των ανθρωπίνων πραγμάτων. Η αρχή αυτή που προνοητικώς επιζητεί να περιλάβει όχι μόνο το παρόν, αλλά και το μέλλον του ανθρώπου, αναγκαίως επεξέτεινε το αίτημα της ιδιοκτησίας και της κατοχής και στα ερωτικά. Ο ίμερος δεν είναι πλέον κοσμικό φαινόμενο,που γεωμετρείται κατά τον φυσικό λόγο, αλλά ανθρώπινο θεσμοθέτημα, που ρυθμίζεται απο τον ανθρώπινο νού. Τα ζευγη των λέξεων γυναίκα-σύζυγος ή έφηβος-γιός δεν χωρίζει απλώς η μεγάλη νομική απόσταση, αλλά η οντολογική άβυσσος του διαφορετικού γένους. Το μέγεθος αυτής της αβυσσου εφανέρωσε ήδη η ελληνική μυθολογία με την αιμομιξία του οίκου των Λαβδακιδών.

Ο Rilke ασκώντας κριτική κατά του ηθικού έρωτος δεν καταφέρεται εναντίον της γενικής δομής τους συστήματος, ούτε αψηφεί την ανάγκη των συστατικών του αρχών. Μια από θεμελίων ανατροπή των ερωτικών πραγμάτων, όπως την εσχεδίασε ο Πλάτων με την θεωρία της ερωτικής κοινοκτημοσύνης, είναι ασυμβίβαστη προς την κοσμοθεωρητική προοπτική του, που ξεκινεί από το ομφάλιο κέντρο της οντολογικής διαφοράς. Ο Rilke δεν θα ημπορούσε να νομοθετήσει την κατάργηση του γάμου και της οικογένειας κατά τον τρόπο, που ο Ηράκλειτος δεν ήταν δυνατό να συγγράψει την πλατωνική Πολιτεία. Στον ίδιο τον γάμο του είδε και αναγνώρισε μια συνθήκη, που υποχρεώνει τον άνθρωπο να ενταχθεί στο γενικό κλίμα της ηθικής προσποίησης και του αναυθεντικού.

 Όντας μέσα σε τέτοιο ηθικό αδιέξοδο, δεν στρέφεται εναντίον των θεσμών του ανθρώπου, αλλά παραπονιέται, συγκρατημένα και μόνιμα, στο θεό της τέχνης του. Εαν είναι περισσότερο ρεαλιστής από τον Πλάτωνα, δεν είναι λιγότερο πικρός απο τον Ηράκλειτο. Η κριτική του δεν αποτελεί πολεμική θεσμών, αλλά έλεγχο λεπτομερειών, που προκυπτουν σαν αποκλισεις απο την κύρια ροή του φυσικού ίμερου. Οι αποκλίσεις αυτές, ασήμαντες αρχικά, ενισχύονται και δυναμώνουν βαθμιαία και εξελίσσονται σε πανίσχυρες διαστροφές, που παραμορφώνουν τη φυσική μορφή του ίμερου. Τέτοια μυσαρά παρασαρκώματα είναι η ερωτική ιδιοτέλεια, η ερωτική μονομέρεια και ο ερωτικός φόβος.

Ιδιοτελή χαρακτήρα αποκτά ο ερωτικός δεσμός εξαιτίας της ροπής των εραστών να συσσωρεύουν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου ολόκληρο το νόημα του κόσμου. Το αγαπημένο πρόσωπο γίνεται η πηγή της χαράς των πλασμάτων και της ουσίας των πραγμάτων. Με την αναμόνή του καλλιεργείται στον ερωτικό συντροφο το ψυχικό κλίμα ενός κοσμικού ευαγγελισμού (1, 31-33) και η παρουσία του σφραγίζει την ερωτική στιγμή με τα σημεία της καθαρής διάρκειας.

Εν όσω κρατεί η ώρα της αγάπης, καταιγίζουν τα νεύματα της αιωνιότητας (2,59). Αλλα η ερωτική διάθεση αυτού του είδους θεμελιώνει την απολυτοποίηση του ερωτικού αντικειμένου, το οποίο δεν είναι πια μέρος του κόσμου, αλλά το κέντρο περιφοράς του κόσμου. Το αγαπημένο πρόσωπο δεν εμψυχώνεται, ούτε διατρέφεται από τον πλούτο του ευρύτερου κοσμικού περιέχοντος, αλλ’ αντίθετα εξαναγκάζεται να μεταβληθεί από τον ερωτικό συντροφο και για χάρη του, σε πηγή τροφοδοσίας και ανανέωσης του κόσμου, σ’ ένα είδος μεταλλείου κοσμικής δημιουργίας. Στον ερωτικό σύντροφο συντελείται το γεγονός μιας οντολογικής ανατροπής, η οποία ορίζει να νοηματοδοτείται το άπειρο απο το περατώτικό. Η προσωποπαγεία της ερωτικής διάθεσης οδηγεί αναπότρεπτα στο φυσικό αδυνατο.

Αυτή την απορία ο Rilke την ονομάζει πρόσκρουση στα όρια του ερωτικού συντρόφου (4,12), που λειτουργούν σαν αδιαφανές παραπέτασμα και φράζουν στην ερωτική ματιά την θέαση του κόσμου (8,24). Η αναφορά των ερωτικών δυνατοτήτων σε ορισμένο πρόσωπο συνδυασμένη με την αξίωση της ατομικής κατοχής του προσώπου και αμαυρωμένη από το κύρος και το χρίσμα της κοινωνικής νομοτυπίας, οδηγούν στην παγίωση ενός πάγιου ερωτικού καθεστώτος και καθιδρύουν την ερωτική συντέλεια (ολοκλήρωση της μεταφυσικής του ίμερου).

Η ερωτική πράξη πλέον γίνεται δράμα σατυρικό και παριστάνεται, όχι στο διονυσιακό θέατρο (4,31-32), αλλά στο κοινωνικό δεσμωτήριο (4,25). Αυτοί που το διδάσκουν είναι υποκριτές (halbgefullte Masken) γυμνασμένοι στα αστικά παιδευτήρια. Ο ερωτικός σύντροφος, στην εμφάνιση του οποίου είχε στηριχθεί η ελπίδα για την είσοδο στην ατελεύτητη ερωτική πατρίδα (4,13), όπου ο ίμερος δεν ησυχάζει ποτέ και αναλίσκεται άσωτα σ’ ένα πασίχαρο κυνηγητό (4,14), γίνεται ο ίδιος νεκροθάφτης του προορισμού και διατιμητής του πλούτου του (2,63). Ο χορευτής του θεού μεταβάλλεται στον άθλιο αστό (και είναι περισσότερο άθλιος, γιατί δεν υποπτεύει τη δυστυχία του), που κάνει τον πρωινό περίπατο στον ιδιωτικό του κήπο (4,21).

Αυτή η βασική θέση των ελεγειών υποστηρίζεται από ολόκληρο το έργο του ποιητή με την πολύκροτη θεωρία της «εκ των προτέρων χαμένης αγαπημένης». Η ανώτατη υπαρκτική αξία, την οποία κομίζουν, ως κανηφόροι, οι απαρνημένες κόρες της πρώτης ελεγείας και η «αντιχριαστιανική» εξήγηση της παραβολής του Ασώτου, η οποία δίνεται στο τέλος του Malte, ερμηνευτικά πρέπει να θεωρηθούν από την προοπτική της ερωτικής ανιδιοτέλειας. Η προσωπική του ζωή αποτελεί έμπρακτη άρνηση της ερωτικής ιδιοκτησίας και εκφράζει την ριζική του αντίθεση στο «ερωτικό κατεστημένο», υποστηριγμένο με συνέπεια και αδιαλλαξία.

Στην τέταρτη ελεγεία η σιγαλή του εξομολόγηση προς τις γυναίκες που τον αγάπησαν, αλλά δεν τον κράτησαν, και με πίκρα τον είδαν να προσπερνά και να χάνεται στα πλάτη των αστρικών οριζόντων (4,21) αποσκοπεί να κυρώσει με το κράτος της πράξης μια οδυνηρή κοσμοθεωρητική στάση. Ο Rilke δεν παίζειτο ρόλο του Don Juan, αλλά αγωνίζεται και αγωνιά να ενσαρκώσει το ερωτικό δράμα, χωρίς να ατιμάσει την αγιότητα του ίμερου. Η χαρά που του προσφέρει η επόμενη γνωριμία, είναι λιγώτερη από τη λυπη, που του χαρίζει ο προηγούμενος χωρισμός.

Η θεωρία για το «ανιδιόκτητο κτήμα» στο χώρο της ερωτικής περιουσίας δεν προαγγέλει την κοινωνική χαλάρωση και την ηθική αστασία. Το βαθύτερο πνεύμα της ευρίσκεται στην ανάγκη να καταπολεμηθεί η ερωτική δουλεία. Και σ’ αυτή την παγκόσμια σύρραξη της σύγχρονης εποχής, που παίρνει το νόημα ιερού πολέμου, δεν αρκούν τα κλασσικά όπλα (κρατούσα ηθική, κοινωνικοί συρμοί κινούμενοι στα πλαίσια της παράδοσης, θεσμικές τροποποιήσεις). Υπάρχει χρεία ενός νέου επαναστατικού όπλου και ο ποιητής το εφευρίσκει στη δημιουργό δύναμη της ερωτικής ελευθερίας. Η ελευθερία αυτή δεν υιοθετεί μόνο την ερωτική ακτημοσύνη, αλλά αποκρούει και την ερωτική μονομέρεια.

Η ερωτική μονομέρεια διαστρέφει το ήθος του φυσικού ίμερου κατά την έννοια ότι απολυτοποιεί ερωτικά το Είναι μηδενίζοντας το μη-Είναι. Η υπερτροφία της ερωτικής παρουσίας συντελείται σε βάρος της ερωτικής απουσίας και ως εκ τούτου ο άνθρωπος πλημμελεί διπλό πλημμέλημα. Γιατί προς χάρη του θετικού δεν αγνοεί απλώς το αρνητικό, αλλά και το καταπολεμεί. Αυτή την επί οντολογικού πεδίου κακοπραγμοσύνη πρακτικά εκφράζει η τάση του να επιζη­τεί ασίγαστα την ηδονή και σταθερά ν' αποφεύγει την οδύνη. Η ερωτική ζωή και πράξη αναφέρεται σε κινήματα και αναπαλμούς βιταλιστικής χροιάς, που εμφανίζονται στο χώρο μιας αρχαϊκής συναίρεσης ψυχικών και οργανικών όρων.

Η αφετηρία τους όμως πρέπει να αναχθεί σε οντικά κεφάλαια, που σχετίζονται με το φαινόμενο της ζωής και εξ’ αιτίας αυτού εγκλείουν μια πραγματικότητα θετικού και αρνητικού ποιού με ατλαντικό εύρος και ατλαντικό βάρος. Το πλέγμα αυτών των ζωικών σφυγμών, αφού διέλθει τα γλαύκα πεδία μιας ορισμένης ανέλιξης φτάνει στην καταστροφική του ακμή με το γεγονός της σωματικής έκρηξης. Τούτο επισυμβαίνει σαν κρούσμα γοητείας μεταξύ των ανθρώπων και του Είναι, το οποίο ενσκήπτει κρουνηδόν επ’ αυτών και κατακλύζει την ώρα «των παρθενίων οάρων και της ερατεινής φιλότητος». Πίσω από τον ηδονικό στρόβιλο κρύβεται η πανούργος οικονομία της φύσης, που μαυλίζει τα πλάσματα, να διαιωνίζουν τη ζωή.

Η ερωτική μονομέρεια εμφανίστηκε από τη στιγμή, που ο άνθρωπος απομόνωσε αυτή την «γλυκερήν τέρψιν», απολυτοποίησε τη σημασία της και την κατάστησε νομοθε­τική πηγή της ερωτικής του πρόθεσης. Ο βιβλικός Αυνάν εσημάδεψε μοιραία την Ιστορία του ανθρώπου και στην πράξη του πρέπει να δοθεί το νόημα μιας δεύτερης προπατορικής πτώσης.

Η ανακάλυψή του, πολύ χειρότερη από την χειρό­τερη εφεύρεση, άνοιξε το δρόμο, που οδηγεί στα έσχατα του ανθρώπου. Ο ελληνικός κόσμος, περισσότερο φυσικός από τον ιουδαϊκό, στην ερωτική μονομέρεια είδε την κακή θέα της ερωτικής θεάς.

Ο διχασμός του ερωτικού όλου και η εκλογή μόνο του ευνοϊκού μέρους υπήρξε γεγονός απλό με συνέπειες πολύπλοκες. Κάτω από οντολογικό πρίσμα ση­μαίνει την άρνηση της ακεραιότητας και την κατάφαση της αναπηρίας του κόσμου, την εκτροπή δηλαδή του ερωτι­κού προσανατολισμού του άνθρωπου σε α-φύσικο πρότυπο.

Με την πράξη του Αυνάν διασπάστηκε η δυαρχική ενότητα και «διεχωρίσθησαν αναμέσον και αναμέσον» οι δύο συστα­τικές αρχές του ίμερου, η ηδονή και η οδύνη. Ο σκοπός των ερωτικών έργων συμπιέσθηκε ασθμαίνοντας στην άγονη κάρ­πωση της ηδονής. Η μονόπλευρη θήρευσή της εβίασε την φυσική κλίμακα του ερωτικού γεγονότος και κατάργησε την σοφή οικονομία της αρχιτεκτονικής του.

Το προοίμιο της ερωτικής πράξης, που έχει χαρακτήρα όρθρου δοξαστικού. συναιρέθηκε στην βιασύνη της ερωτικής βουλιμίας. Και ο επίλογος με τις στοχαστικές χειρονομίες των ευχαριστιών, που μελετά και απεργάζεται όχι την ανασυγκρότηση μιας καταστροφής αλλά την δημιουργική επάνοδο στην αρχική καθαρότητα, διαλύεται στην ασυναρτησία των αριθμών (5, 85-86). Η ίδια η ερωτική πράξη τραυματίζεται με βάρβαρες παρεμβολές, ανασχέσεις και ανεπίκαιρες μέριμνες. Τη φυσικότητα αντικαθιστά η επιτήδευση, τη διάρκεια η συντομία, το βάθος η επιφάνεια, τον ανεκμετάλλευτο πλούτο η πενιχρή αλλαγή.

Με την απολυτοποίηση της ηδονής, στους ερωτικούς λειμώνες δεν πνέει ο σωματικός ζέφυρος, αλλά ο διανοητικός λίβας. Η εξορία της οδύνης από τα έρ­γα της αγάπης συνετέλεσε, ώστε να εμφανισθεί ο ερωτικός μονισμός και να καταλάβει τη θέση του στη ζωή των αν­θρώπων, καθώς όλων των λογιών οι μονισμοί: Οι θετικοί και οι αρνητικοί, οι εκ δεξιών και οι εξ ευωνύμων, οι κάτω και οι άνω, της αρχής και του τέλους, της ζωής και του θανάτου.

Την οντολογική ερμηνεία της ερωτικής μονομέρειας οι ελεγείες τήν δίνουν με την αρχή της Μεταστροφής. Το «ακήρατον Ελάχιστον» υπονοεί την κατάσταση της ευδαιμονικής αδημονίας πριν από την ερωτική συνάντηση (ουκέτι). Το «κενόν Πλείστον» υπονοεί την κατάσταση της αδιάφορης ηρεμίας μετά την ερωτική συνάντηση (ούπω). Η υπέρτατη στιγμή της ερωτικής απόλαυσης ταυτίζεται με το γεγονός της μεταπήδησης από τη θεϊκή στέρηση στη ζωώδη πληρότητα. Πρόκειται για μεταστροφή, που επισυμβαίνει με απερινόητο τρόπο και κατά την οποία η ουσιωδέστερη Πενία μεταβάλλεται στον ανουσιώτερο Πόρο.

Κατά την ερωτική πράξη ο άνθρωπος διαπράττει βαρύ αμάρτημα με την μετοχή του στο Είναι (Πλείστον Ακήρατον). Εξ αιτίας αυτού πληρώνει βαρύ το τίμημα με την πτώση του στο μη-Είναι (Πλείστον Κενόν). Η οντολογική θέση του μεταξύ (Ελάχιστον Ακήρατον) διορίζει, ν’ αποφεύγει ο άνθρωπος το πρώτο, για να προστατεύεται από το δεύτερο. Σύμφωνα με την εντολή αυτή, η ορθή ερωτική στάση του ανθρώπου συνίσταται στο «επίπονο Πουθενά», το οποίο ημπορεί να εκδιπλωθεί σε μια νέα διάσταση. Το λογικό παράδοξο της άποψης αυτής είναι ισοδύναμο προς την οντολογική της γνησιότητα. Το «επίπονο Πουθενά» της Μεταστροφής είναι η «άρρητη θέση», ο ά-πορος Πόρος, το δυνατόν Αδύνατον.

Εδώ ο Rilke ενορά την μυστική πηγή του αυθεντικού ερωτικού τρόπου.

Ο αναυθεντικός έρωτας καθιδρύεται σε συστημα νομότυπο με τον ερωτικό φόβο. Αιτία του «ερωτικού κατεστημένου» είναι ο φόβος του ανθρώπου να αντικρυσει ίσια και να αντικρούσει τίμια την ερωτική οδύνη στην οποία είναι ακάλυπτος και εκτεθειμένος, καθώς η σημαία στους τέσσερεις ανέμους. Ο ερωτικός είναι μια μορφή του γενικού φόβου απέναντι στο δυσμενές αντικειμενο (το κακό), στην αποφυγή του οποίου ο άνθρωπος φέρεται από την ίδια την φυση. Ο φόβος αυτός, που δίνει στην κοινωνία μορφή συστήματος κλειστού, είναι λογικά εξηγήσιμος και ηθικά θεμιτός, οντολογικά όμως είναι ο χορηγός των ολοκληρώσεων και των μονισμών.

Ο αυθεντικός ερωτας

Ήδη από την εποχή του Malte ο ποιητής επιχειρεί να αναπετάσει τη διάσταση του αυθεντικού έρωτα επάνω στο επίπονο Πουθενά. Στην περίπτωση της Σαπφούς βλέπει την γυναίκα, που βυθίζεται στα σκοτάδια της αγκαλιάς και των θωπειών και αναζητεί σκάβοντας όχι την κατηρέμηση, αλ­λά τη λαχτάρα. Η αιολική ποιήτρια εφεύρε νέα μονάδα μέτρησης του ίμερου, την οποία δίνει η οργανική σύγκραση του πόθου και του πόνου. Ολόκληρη η ποίηση της Σαπφούς είναι αυτό το αρχιμήδειο «εύρηκα» της ερωτικής Φυσικής. Η πρώτη ελεγεία συνοψίζει σε μαθηματικούς τύπους τον κόσμο της νέας θεωρίας. Πρέπει κανείς να ζηλεύει και να φθονεί όχι τις Ησυχασμένες, αλλά τις Απαρνημένες. Αυ­τές αποτελούν παραδείγματα, είναι τα δοχεία της ερωτικής ευδοκίας. Γιατί τον πόθο τους σπηρουνίζει συνεχώς, καθώς οι κινούμενοι τόποι την ετοιμότοκο Λητώ, η οδύνη και δεν τις αφήνει πουθενά να σταθούν και να ησυχάσουν. Είναι καιρός οι πανάρχαιοι πόνοι να γίνουν καρπερώτεροι (1, 49). Να λυτρωθούμε από τον ερωτικό σύντροφο, χωρίς να ελατ­τωθεί το μέτρο της αγάπης μας γι' αυτόν.

Η παράσταση του τεντωμένου τόξου (1, 52) συμβολίζει τη δραματική αγρυπνία του ερωτικού πόθου, την εγρηγορητική ένταση, τη διαρκή ετοιμότητα των ερωτευμένων να παραδοθούν στο γλυκερό μαύλισμα, που τους καλεί, ενώ ακόμη αντιστέκον­ται και νικούν. Η τεντωμένη νευρή εξουσιάζει το βέλος, το κατακρατεί αγωνιωδώς στο έσχατο σημείο του (επίπονο Πουθενά) και δεν το αφήνει να χυθεί ορμητικά στο τέλος του (πλείστο Κενό). Έτσι οι εραστές ξεπερνώντας τον εαυτό τους φθάνουν εκεί που δεν ημπορούν, στο δυνατό Αδύ­νατο. Στη σύλληψη της παράστασης του τεντωμένου τό­ξου διακρίνει κανείς την υψηλότερη κορυφή των ελεγειών και την εικόνα αυτή πρέπει να τολμήσει να την ονομάσει μεγαλειώδη. Αναγκαία θυμάται το 48 απόσπασμα του Ηρακλείτου -εδώ δεν ενδιαφέρει το πρόβλημα των επιδρά­σεων- με την περίφημη εξίσωση της ζωής και του θανά­του (βίος = βιός).

Ο αυθεντικός έρωτας προϋποθέτει την υποταγή στην αρχή της κοσμικής αντίφασης. Καταφάσκει τη σκοτεινή πλευρά του Είναι και σέβεται το αξιολογικό περιεχόμενο της οδύνης. Είναι ανιδιοτελής, πολυεδρικός και ακηλίδωτος στη συνθετική του ολότητα. Διαρκεί και δημιουργεί (4, 59-61), γιατί οντολογικά δοκιμάζεται πάνω στη φυσική τάξη και ηθικά διαλέγεται με τον πόνο του κόσμου.

Κάθε βίωμα πού ζουν οι ερωτικοί σύντροφοι του ιδανικού ζεύγους περιέχει ανα­γκαία το σωτήριο στοιχείο του αντίθετου ποιού. Χαίρονται τους εαρινούς ανθούς, μόνο γιατί γνωρίζουν τους σπόρους του φθινοπώρου. Μελαγχολούν την ώρα του λυκόφωτος, για­τί έζησαν το λυκαυγές της μέρας. Εάν ήταν πολύκαρπο το χθες θα το χρειασθούν στο ερειπωμένο αύριο. Υποφέρουν τον χωρισμό τους, γιατί θυμούνται τον ερχομό που τον γέν­νησε. Βιώνουν την παρουσία τους, επειδή την απειλεί η απουσία. Ζουν την ταραχή του πελάγους, ακριβώς γιατί μέ­σα τους ηλιοβολεί η γαλήνη του δάσους. Το όνειρο αγκυροβολεί στην πέτρα του πραγματικού και το πραγματικό το αλαφραίνει τ' όνειρο.

Δεν θα γνώριζαν ότι ζουν έξω, στην Έρημη Χώρα, εάν δεν την σύγκριναν μ' αυτό που έχουν μέ­σα τους, τη Χώρα του Αχώρητου. Επειδή δεν ελπίζουν δεν θα τους συναντήσει το ανέλπιστον. Στην απορία τους κάθε φορά δίνει πόρο η φύση. Υπάρχουν μέσα στην αβε­βαιότητα, στην αμηχανία, στο άγνωστο. Γι' αυτό η δαντική κλίμακα, που πεζογελώντας την ανεβαίνουν, δεν στηρί­ζεται πουθενά. Οι ερωτικοί σύντροφοι τραγουδούν, γιατί έχουν αποθέματα σιωπής. Στήνουν βωμό στο Γέλωτα, οι αγέλαστοι. Εάν τα έργα των ερωτικών συντρόφων ημπορούν μόνο οι νεκροί να τα «καμαρώνουν και να τα χειροκρο­τούν», (5, 102) είναι γιατί η ζωή τους κυματοπαίζει ακρι­βώς πάνω στο ορφικό μεταίχμιο. Εκεί όπου έχει ο Έρωτας κράτος, αλλά και ο Θάνατος εξουσία

Δημήτρης Λιαντίνης, απόσπασμα από το βιβλίο "Εξυπνον Ενύπνιον. Οι ελεγείες του Duino του Rilke". Οι αριθμοί μέσα στις παρενθέσεις παραπέμπουν στις ελεγείες και τους στίχους, όπως παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου.

Συναισθηματική ωριμότητα είναι να γνωρίζεις ότι η ζωή δεν είναι τέλεια

Η ωριμότητα έρχεται με το πέρας των χρόνων. Μεγαλώνουμε όταν πληγωνόμαστε, απογοητευόμαστε και πέφτουμε.

Συναισθηματική ωριμότητα σημαίνει να είσαι ευτυχισμένος γνωρίζοντας ότι η ζωή δεν είναι τέλεια. Έρχεται από τα μαθήματα της ζωής, όταν προχωράμε μπροστά, προσαρμοζόμαστε στη ζωή και συνηθίζουμε τους ρυθμούς της.

Ανεβαίνουμε μεγάλες ανηφόρες και ζούμε προσπαθώντας να ενισχύσουμε την εικόνα του εαυτού μας, μαθαίνουμε πώς να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα που μας κάνουν να αισθανόμαστε άβολα προκειμένου να μάθουμε, να αλλάξουμε και να αναπτυχθούμε.

Με την πάροδο του χρόνου θα καταλάβετε ότι δεν υπάρχει πιο δυνατή αγάπη από την αγάπη για τον εαυτό μας και ότι αυτή αποτελεί το θεμέλιο για την προσέγγισή μας στη ζωή. Η αγάπη είναι το στήριγμά μας για να μπορούμε να σηκωνόμαστε κάθε φορά που πέφτουμε και μας βοηθάει να πονάμε λιγότερο κάθε φορά που κάτι μας πληγώνει.

Η συναισθηματική ωριμότητα αναπτύσσεται με την πάροδο του χρόνου από τα χτυπήματα της ζωής. Δεν είναι περίεργο πόσο πολύ μεγαλώνουμε κάθε φορά που βιώνουμε μια περίοδο γεμάτη στρες, θλίψη ή πόνο;

Σε μια ηλικία όπου υπάρχει εγχειρίδιο σχεδόν για τα πάντα ακόμη δεν έχουμε καταφέρει να αποκτήσουμε το Εγχειρίδιο της Ζωής: πώς να ωριμάσετε. Αυτό το μήνυμα φιλτράρεται από οτιδήποτε άλλο μας λέει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να είμαστε ή τι πρέπει και τι δεν πρέπει να πετύχουμε.

Επειδή ο καθένας είναι μοναδικός και το βιβλίο Εγχειρίδιο της Ζωής: πώς να ωριμάσετε δεν υπάρχει, δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη φόρμουλα που θα σας πει πώς πρέπει ή πώς θα ωριμάσετε.
Ξέρω ότι έχω ωριμάσει όταν πλέον δεν χρειάζεται να κρίνω ή να κατηγορώ οποιονδήποτε άλλο για οτιδήποτε μου συμβαίνει.
-Anthony de Mello-

Σημάδια συναισθηματικής ωριμότητας
Έρχεται κάποια στιγμή στο συναισθηματικό μας ταξίδι όπου αρχίζουμε να προβληματιζόμαστε σχετικά με την πορεία που έχουμε χαράξει στη ζωή. Μερικά από τα σημάδια της συναισθηματικής ωριμότητας είναι τα εξής:

Ξέρουμε πότε πρέπει να πούμε «αντίο»
Όλοι οι συναισθηματικά ώριμοι άνθρωποι γνωρίζουν ότι η ζωή είναι πολύ καλύτερη όταν τη ζούμε ελεύθερα. Ξέρουν πότε πρέπει να αφήσουν κάτι πίσω τους επειδή καταλαβαίνουν ότι αν κοιτάμε πίσω στο παρελθόν δεν μπορούμε να κλείσουμε ορισμένα κεφάλαια της ζωής μας και να θεραπεύσουμε τις συναισθηματικές πληγές.

Αποδεχόμαστε τη ζωή και θεραπεύουμε το συναισθηματικό πόνο
Πότε; Όταν μαθαίνετε από τον πόνο σας, όταν εξαφανίζετε το φόβο της εσωτερικής αναζήτησης για να θεραπεύσετε συναισθηματικές πληγές του παρελθόντος και όταν τελικά κάνετε ένα βήμα μπροστά στη ζωή.

Γνωρίζουμε πώς να μιλάμε για αυτά που σκεφτόμαστε και νιώθουμε
Όταν αποφεύγετε την εσωτερική αναζήτηση, επιτρέπετε σε όλα τα αρνητικά πράγματα του παρελθόντος να διεισδύσουν στο παρόν. Αυτό δεν σας αφήνει πολλά περιθώρια για οτιδήποτε θετικό και σας πληγώνει. Σας πληγώνει πολύ.

Η πνευματική διαύγεια των συναισθηματικά ώριμων ανθρώπων έχει τεράστια απόκλιση από την τεμπελιά και το διαρκές χάος εκείνων που δεν έχουν φτάσει ακόμη σε αυτό το στάδιο ωριμότητας. Η πνευματική ωριμότητα μας βοηθά να λύνουμε αποτελεσματικά τα προβλήματα της καθημερινότητας.

Σταματήστε να παραπονιέστε
Οι ώριμοι άνθρωποι έχουν μάθει να αποδέχονται καταστάσεις και να αλλάζουν αλλά τα παράπονα δεν ωφελούν σε τίποτα απολύτως.

Συμπάσχουμε με τους άλλους χωρίς να μας καταπνίγουν τα συναισθήματα
Οι ώριμοι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν τα συναισθήματά τους.

Μην τιμωρείτε τον εαυτό σας για λάθη που έχουν γίνει
Τα λάθη είναι ο καλύτερος τρόπος για να μαθαίνουμε επειδή μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις αδυναμίες μας. Οι ώριμοι άνθρωποι δεν τιμωρούν τον εαυτό τους λόγω των περιορισμών τους αλλά αναζητούν τρόπους για να τους βελτιώσουν.

Συναισθηματική ειλικρίνεια
Καθώς ωριμάζετε, αρχίζετε να συνειδητοποιείτε ότι τα συναισθηματικά φράγματα σας εμποδίζουν να αναπτυχθείτε. Αν και είναι αλήθεια ότι ορισμένες φορές τα όρια είναι απαραίτητα, είναι σημαντικό να χαμηλώνουμε τις άμυνές μας ανά διαστήματα.

Οι ώριμοι άνθρωποι απολαμβάνουν το χρόνο που μένουν μόνοι αλλά και το χρόνο που μοιράζονται με τους άλλους

Το παρακάτω κείμενο αποδίδεται στον Τσάρλυ Τσάπλιν. Είτε του ανήκει είτε όχι, είναι μια όμορφη αντανάκλαση της πορείας στη ζωή, στην ωρίμανση και στην αλλαγή:

Έχω συγχωρέσει λάθη που ήταν πράγματι σχεδόν ασυγχώρητα. Προσπάθησα να αντικαταστήσω ανθρώπους που ήταν σχεδόν αναντικατάστατοι και προσπάθησα να ξεχάσω εκείνους που ήταν αξέχαστοι. Έχω ενεργήσει παρορμητικά, έχω απογοητευτεί από ανθρώπους που πίστευα ότι ήταν αδύνατο να συμβεί. Αλλά έχω απογοητεύσει και εκείνους που αγαπώ.

Γέλασα όταν πίστευα ότι δεν μπορούσα. Έχω κάνει αιώνιους φίλους. Έχω αγαπήσει και έχω αγαπηθεί αλλά έχω δεχτεί και την απόρριψη. Έχω αγαπηθεί από κάποιον που δεν έχω αγαπήσει.

Έχω ουρλιάξει και έχω χοροπηδήσει από τη χαρά μου. Έχω ζήσει για χάρη της αγάπης, έχω πάρει αιώνιους όρκους αλλά έχω σπάσει και πολλούς.

Έχω κλάψει ακούγοντας μουσική και κοιτάζοντας φωτογραφίες. Έχω ερωτευτεί με ένα χαμόγελο. Μερικές φορές πίστευα ότι θα πέθαινα επειδή απλά μου έλειπε κάποιος τόσο πολύ.

Έχω φοβηθεί να μην χάσω κάποιον ξεχωριστό (και κατέληξα να τους χάνω έτσι κι αλλιώς). Αλλά επέζησα!

Και είμαι ακόμη ζωντανός!

Δεν προσπερνώ απλά τη ζωή. Ούτε κι εσείς πρέπει να την προσπερνάτε.
ΖΗΣΤΕ!!!

Είναι καλό να πολεμάμε με αποφασιστικότητα, να αγκαλιάζουμε τη ζωή και να τη ζούμε με πάθος. Χάστε με φινέτσα και κερδίστε με τόλμη επειδή ο κόσμος ανήκει σε αυτούς που τολμούν και η ζωή είναι πολύ μικρή για να είναι ασήμαντη.

Συγχωρήστε και αφήστε το παρελθόν σας πίσω

Δεν πρέπει να αφήνετε το παρελθόν να σας εμποδίζει να προχωρήσετε. Τα λάθη δεν πρέπει να σας κρατούν δεμένους πίσω αλλά θα πρέπει να τα βλέπετε σαν μαθήματα ζωής.

Μερικές φορές το παρελθόν μας μπορεί να μας επηρεάσει σε σημείο που να μας εμποδίζει να ζήσουμε το παρόν ειρηνικά και αρμονικά. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, παραλύουμε και δεν μπορούμε να προοδεύσουμε.

Είναι εύκολο να λέμε ότι πρέπει να αφήσουμε το παρελθόν μας πίσω αν θέλουμε να προχωρήσουμε μπροστά. Ωστόσο, όταν είναι πραγματικά οδυνηρό και δεν επιλύεται με φυσικό τρόπο μετατρέπεται σε ένα πραγματικά σοβαρό πρόβλημα που απαιτεί την προσοχή μας.

Από τα λάθη σας μαθαίνετε
Ένας από τους βασικούς λόγους που δεν σημειώνουμε καμία πρόοδο είναι τα λάθη που κάναμε στο παρελθόν. Οι ενοχές για κάτι που κάναμε λάθος ή για κάτι που κάναμε αλλά στην πραγματικότητα δεν το θέλαμε, μας στοιχειώνουν και μας βασανίζουν.

Γνωρίζουμε ότι τα περισσότερα λάθη διορθώνονται αλλά τι γίνεται με εκείνα που δεν υπάρχει επιστροφή; Η λύση είναι απλή, απλά πρέπει να μάθετε μέσα από αυτά. Να θυμάστε ότι μπορείτε πάντα να παίρνετε κάτι θετικό από οποιαδήποτε αρνητική εμπειρία.

Μην φοβάστε τα λάθη, ακόμη και εκείνα που βαραίνουν τη συνείδησή σας. Θα σας εμποδίσουν να προχωρήσετε μπροστά και θα βρεθείτε αντιμέτωποι με ένα παρελθόν που δεν μπορείτε να αλλάξετε. Συνεχίστε να κοιτάτε μπροστά επειδή δεν μπορείτε να αλλάξετε αυτά που έχουν ήδη γίνει.

Μήπως θα πρέπει να τιμωρήσετε τον εαυτό σας για τα λάθη σας; Ποτέ, γιατί τα λάθη είναι ανθρώπινα και μας διδάσκουν ότι κανείς δεν είναι τέλειος. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι τα λάθη είναι θετικά επειδή μαθαίνουμε μέσα από αυτά.

Δεν θα στερήσω την ευτυχία από τον εαυτό μου
Μπορεί να έχετε βιώσει κάτι κακό και να έχετε περάσει άσχημες στιγμές στο παρελθόν τις οποίεςα. Αυτές οι στιπεράσει! Δεν μπορείτε να συνεχίσετε να ζείτε στο παρελθόν επειδή το παρόν σας είναι εδώ.

Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που δεν μπορούν να είναι ευτυχισμένοι επειδή είναι βαθιά ριζωμένοι στο παρελθόν τους. Είναι φυσιολογικό ορισμένες φορές να θυμόμαστε το παρελθόν για να μπορέσουμε να μάθουμε από αυτό, για να δούμε τι μας είχε συμβεί και πώς μάθαμε από αυτό.

Για να το κάνετε αυτό, θα πρέπει να μάθετε να συγχωρείτε και να συγχωρείτε τον εαυτό σας. Η πικρία ποτέ δεν φέρνει κάτι καλό απλά σας στερεί την ευτυχία που σας περιμένει. Θα πρέπει να αφήσετε πίσω σας οτιδήποτε σας εμποδίζει να προχωρήσετε.

Όχι μόνο θα πρέπει να μάθετε να συγχωρείτε τους άλλους αλλά θα πρέπει επίσης να μάθετε να συγχωρείτε και τον ίδιο σας τον εαυτό για τα λάθη που κάνατε. Αυτό θα σας απελευθερώσει από το βαρύ φορτίο που κουβαλούσατε όλο αυτό τον καιρό στους ώμους σας.

Είναι ζωτικής σημασίας να δίνετε στον εαυτό σας την ευκαιρία να συνεχίσει να προχωρά μπροστά ακόμη και όταν κοιτάτε πίσω μερικές φορές. Ωστόσο, είναι σημαντικό να κοιτάτε πίσω μόνο στην περίπτωση που θα μπορέσει να σας βοηθήσει για να κάνετε ένα βήμα προς την ευτυχία.

Ήρθε η ώρα να τα αφήσετε πίσω σας!
Ξέρετε τι σημαίνει εξάρτηση; Να προσκολλάμε σε κάποιον άλλο επειδή φοβόμαστε να είμαστε μόνοι μας λόγω κάποιου τραύματος στο παρελθόν ενώ παράλληλα πάσχουμε από ένα είδος εξάρτησης από το παρελθόν μας.

Δεν πρέπει να αφήνουμε τον εαυτό μας να εξαρτάται από το παρελθόν επειδή πρέπει να αποδεχτούμε ότι δεν μπορούμε να το αλλάξουμε. Όταν ζούμε και κατοικούμε μέσα σε αυτό, μας εμποδίζει να δείχνουμε τον καλύτερό μας εαυτό και μας μετατρέπει σε ένα είδος ανθρώπου που δεν προχωρά μπροστά και δεν κάνει τίποτα στη ζωή του.

Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε μπροστά αν δεν αφήσουμε το παρελθόν μας πίσω. Φανταστείτε το παρελθόν σαν ένα σχοινί, ένα σχοινί το οποίο έχετε δέσει και μόνο εσείς μπορείτε να κόψετε και τώρα ήρθε η στιγμή να το κάνετε.

Κοιτάξτε το παρελθόν σας με τα μάτια ενός παρατηρητή και μάθετε από τα λάθη και τις επιτυχίες σας. Συγχωρήστε τους ανθρώπους που σας πλήγωσαν. Επικεντρωθείτε στο παρόν και στις αλλαγές που πρέπει να κάνετε. Είναι πολύ σημαντικό να λάβετε δράση.

Όλοι κάποια στιγμή χρειάζεται να επιστρέψουν στο παρελθόν τους. Το σημαντικό είναι να μην παραμένετε εκεί για πάντα επειδή η πραγματικότητά σας είναι στο εδώ και στο τώρα. Ζούμε το παρόν και προχωράμε πάντα μπροστά.

Μην αφήνετε τον εαυτό σας να ζει στο παρελθόν. Είναι πίσω σας και περιέχει πολλά πράγματα που δεν σας αρέσουν. Σήμερα μπορείτε να τα αλλάξετε όλα αυτά και να τα αφήσετε πίσω σας. Το παρόν σάς δίνει την ευκαιρία να αλλάξετε.