Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΠΙΝΔΑΡΟΣ - •Πυθιονίκαις VIII - Ἀριστομένει Αἰγινήτῃ παλαιστῇ (8.1-8.20)

ΠΥΘΙΟΝΙΚΑΙΣ VIII ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΕΙ ΑΙΓΙΝΗΤΗΙ ΠΑΛΑΙΣΤΗΙ


Φιλόφρον Ἡσυχία, Δίκας [στρ. α]
ὦ μεγιστόπολι θύγατερ,
βουλᾶν τε καὶ πολέμων
ἔχοισα κλαῗδας ὑπερτάτας
5 Πυθιόνικον τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ.
τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς
ἐπίστασαι καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ·

τὺ δ᾽ ὁπόταν τις ἀμείλιχον [αντ. α]
καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ,
10 τραχεῖα δυσμενέων
ὑπαντιάξαισα κράτει τιθεῖς
ὕβριν ἐν ἄντλῳ, τὰν οὐδὲ Πορφυρίων μάθεν
παρ᾽ αἶσαν ἐξερεθίζων. κέρδος δὲ φίλτατον,
ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι.

15 βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ. [επωδ. α]
Τυφὼς Κίλιξ ἑκατόγκρανος οὔ νιν ἄλυξεν,
οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων· δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ
τόξοισί τ᾽ Ἀπόλλωνος· ὃς εὐμενεῖ νόῳ
Ξενάρκειον ἔδεκτο Κίρραθεν ἐστεφανωμένον
20 υἱὸν ποίᾳ Παρνασσίδι Δωριεῖ τε κώμῳ.

***

ΟΓΔΟΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗ ΤΟΝ ΑΙΓΙΝΙΤΗ, ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΑΓΩΝΑ ΠΑΛΗΣ


Ευγενική Ησυχία, ω της Δικαιοσύνης θυγατέρα, [στρ. α]που κάνεις τις πόλεις να προκόβουνκαι που τα υπέρτατα κλειδιά κρατάςτων συνελεύσεων της ειρήνης και των πολέμων,την τιμή για την πυθική νίκη του Αριστομένη5μ᾽ ευμένεια υποδέξου.Γιατί εσύ ξέρεις καλά το ευγενικό να δέχεσαικαι πάλι στην ώρα την πρεπούμενη να το γυρνάς.
Αλλά όταν μες στην καρδιά του ανθρώπου [αντ. α]το άσβηστο μίσος έχει ριζώσει,10εσύ τη βία των εχθρών σου τραχιά την αποκρούειςκαι την υπεροψία στη θάλασσα γκρεμίζεις.Εσένα ο Πορφυρίων δεν σ᾽ είχε μάθει,όταν με αλαζονεία σε προκαλούσε.Το κέρδος το καλύτερο είναι εκείνοπου κάποιος με τη θέληση του νοικοκύρη παίρνει.
15Η βία τον υπερφίαλο [επωδ. α]θά ᾽ρθει μια μέρα που θα τον καταστρέψει.Μήτε ο Τυφώνας ο εκατοντακέφαλος,ο Κίλικας δεν το ξέφυγεμήτε, βέβαια, ο βασιλέας των Γιγάντων·δαμάστηκαν απ᾽ τον κεραυνό και τα βέλη του Απόλλωναπου δέχτηκε μ᾽ ευμένεια του Ξενοκράτη τον γιο,20σαν ήρθε από την Κίρρα με Παρνασσού κλαδί στεφανωμένοςκαι συνοδεία έχοντας δωρική γιορταστική πομπή.

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΪΚΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

Η θέση που αποδίδει στον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό ο Θουκυδίδης, εξαρτάται τόσο από τη διανοητική ιδιοσυστασία του όσο και από τα ίδια τα γεγονότα. Και είναι ολοφάνερο ότι στη σύνθεση του καθενός επεισοδίου, καθώς και στον επιμερισμό των επεισοδίων, ακολουθεί ορισμένες κατευθυντήριες ιδέες που τείνουν να τονίζουν την παρουσία του ιμπεριαλισμού. Αλλά, εάν υπάρχει μέσα στο έργο ένα μέρος στο οποίο αυτός ο ρόλος της ερμηνείας γίνεται περισσότερο από οπουδήποτε αλλού εμφανής, αυτό είναι ασφαλώς το μέρος που αναφέρεται στην έκθεση των αιτίων του πολέμου. Οι φάσεις των εκστρατειών αποτελούν για τον ιστορικό ένα πεδίο αντικειμενικά οριοθετημένο· η ανάλυση των αιτίων συνεπάγεται μια επιλογή, η οποία ενδέχεται να αναδεικνύει μια ορισμένη σειρά από περιστάσεις, να ανατρέχει κατά προτίμηση σε μια αφετηριακή χρονολογία, να φέρνει στο προσκήνιο ορισμένα πρόσωπα. Οπότε η ανάπτυξη γίνεται αναγκαστικά για εμάς περισσότερο αποκαλυπτική, και περισσότερο αποδεικτική.
 
Όμως, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, το πρόβλημα που θέτει, γίνεται ακόμη πιο λεπτό και χρειάζεται να του αφιερώσουμε μια χωριστή εξέταση. Ένας δείκτης τόσο σημαντικός δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί περιοριστικά για την ανάδειξη ενός σταθερού χαρακτηριστικού ή απλά για τη σύσταση ενός μέσου όρου: εφόσον αυτό το μέρος του έργου προϋποθέτει την προσωπική παρέμβαση και την έκφραση κρίσης, φέρει με τρόπο πιο έντονο τη σφραγίδα μιας χρονολογίας, ίσως και περισσότερων χρονολογιών· πρόκειται πράγματι για την αρχή του έργου – κάτι που μας επιτρέπει να υποθέσουμε μια παλαιότερη σύνταξη- αλλά πρόκειται επίσης και για μια, κατά κάποιον τρόπο, εισαγωγή, πράγμα που συνεπάγεται συνολική θέαση και πιθανές αναθεωρήσεις[1]. Ώστε είμαστε αναγκασμένοι ως προς το μέρος αυτό να θέσουμε, ως έ­να τουλάχιστον σημείο, το ζήτημα της γένεσης του έργου.

Πάντως, ο ρόλος του εδώ θα είναι μόνο να προσδιορίσει με ακρίβεια την έκταση της παρουσίας ενός γενικού χαρακτηριστικού, του οποίου το στίγμα δίνουν σταθερά όλα τα άλλα αποσπάσματα μαζί, συγκεντρωμένα σε μία δέσμη· να ξεκαθαριστεί, δηλαδή, ως ποιον βαθμό αυτή η θεμελιώδης μαρτυρία πρέπει ή δεν πρέπει να συσχετιστεί με εκείνα.
 
 — Οι Αίτιες του Πολέμου
 
 Η πιο διαδεδομένη παράδοση, του θεάτρου και των αργόσχολων, η παράδοση των αντίπαλων πολιτικών, πρόβαλλε άνετα ως αιτία του πολέμου αυτό που ονομάστηκε υπόθεση του Μεγαρικού ψηφίσματος. Επειδή ο Περικλής είχε επιμείνει στη διατήρηση του ψηφίσματος για το μεγαρικό εμπόριο, που είχε προκαλέσει την αγανάκτηση της Σπάρτης, και αποτέλεσε το αντικείμενο ενός επίσημου τελεσίγραφου προς την Αθήνα, οι αντίπαλοι του μεγάλου στρατηγού το χρησιμοποιούσαν για να ισχυριστούν ότι αυτός ήταν ο υπεύθυνος του πολέμου.
 
Είναι το θέμα που αναπτύσσει ο Αριστοφάνης, το 425 στους Αχαρνής[2], το 421 στην Ειρήνη[3]· είναι το θέμα που θα επαναφέρουν ο Ανδοκίδης και ο Αισχίνης, σε κείμενα τόσο πολύ παράλληλα, ώστε να μπορούμε να αναγάγουμε την προέλευσή τους σε έναν ολιγαρχικό λίβελλο, η συγγραφή του οποίου τοποθετείται πιθανότατα στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου[4]. Θα το ξαναβρούμε αργότερα στον Διόδωρο, που το πήρε, καθώς λέει, από τον Έφορο[5]. Θα το ξαναβρούμε στον Πλούταρχο[6]. Και την εποχή του Αιλιανού, είναι πια κοινοτοπία να θυμίζει κάποιος ότι ο πόλεμος της Πελοποννήσου εξηγείται με το Μεγαρικό ψήφισμα: είναι η καλύτερη απόδειξη του γεγονότος ότι οι μεγάλοι πόλεμοι ξεκινούν συχνά από μικρά επεισόδια[7].
 
Μία εύκολη ερμηνεία ήταν, λοιπόν, να υπογραμμίζεται η ευθύνη του Περικλή και η σπουδαιότητα του Μεγαρικού ψηφίσματος[8].
 
Ο Θουκυδίδης όχι μόνο παραλείπει να διηγηθεί τη διαμάχη που είχε προκύψει, αρκούμενος να την αναφέρει μεταξύ άλλων επεισοδίων, αλλά επιπλέον στο βιβλίο Α’ βγάζει τον Περικλή εντελώς έξω από την υπόθεση, υπάγοντας όλα αυτά τα παντοειδή περιστατικά σε μία βαθύτερη αιτία, η οποία κατά τη γνώμη του καθιστούσε οπωσδήποτε αναπόφευκτο τον πόλεμο.
 
Τα επεισόδια συνιστούν πράγματι μία πρώτη σειρά από αιτίες που στο κείμενο ονομάζονται αἰτίαι και διαφοραί, δηλαδή αφορμές παραπόνων και διαφιλονικήσεις[9], που κλιμακώνονται σε τρία περίπου χρόνια και βρίσκονται σε αντιθετική σχέση με την πιο αληθινή αι­τία, την ἀληθεστάτην πρόφασιν, που αυτή πηγαίνει, πίσω πενήντα χρόνια. Άρα η ύπαρξή της εξαρτάται ολότελα από τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό: εξηγεί πράγματι τον πόλεμο με τον φόβο που προκαλούσε στους Λακεδαιμονίους η αύξηση της αθηναϊκής δύναμης.
 
Οι δύο αυτές εξηγήσεις, που αναγγέλλονται μαζί στο Α’. 23. 5, αναπτύσσονται παράλληλα στο βιβλίο Α΄. Η αφήγηση των αιτιών και διαφορών, που αρχίζει με τα επεισόδια της Κέρκυρας και της Ποτίδαιας, οδηγεί σε μία συζήτηση, στο τέλος της οποίας οι Λακεδαιμόνιοι ψηφίζουν υπέρ του πολέμου (Α΄. 88). Στο σημείο αυτό ο Θουκυδίδης ανατρέχει στην αληθέστατη πρόφασιν και εξηγεί, στη μεγάλη αυτή παρένθεση που αποτελεί η “Πεντηκονταετία”, τη σύσταση της αθηναϊκής δύναμης από την εποχή των Μηδικών πολέμων έως εκείνη των επεισοδίων. Στη συνέχεια, επανέρχεται στη διήγηση των επεισοδίων (στο Α’. 118. 3), που εξακολουθεί μέχρι το τέλος του βιβλίου[10].
 
Το βιβλίο Α΄, έτσι όπως έχει δομηθεί, και με τον ρόλο που διαδραματίζει κατά τον Θουκυδίδη η αληθέστατη πρόφασις, τοποθετεί ασφαλώς σε περίοπτη θέση τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό[11]. Έχει όμως μεγάλη σημασία να γνωρίζουμε ως ποιον βαθμό η δομή αυτή είναι ομοιογενής· με άλλα λόγια, αν η ανάπτυξη της ἀληθεστάτης προφάσεως υπήρχε ανέκαθεν ενσωματωμένη στο βιβλίο Α΄ και, αν ναι, αν είχε πάντα τη μορφή που σήμερα γνωρίζουμε.
 
 Η πρώτη από τις προηγούμενες ερωτήσεις είναι οπωσδήποτε ευκολότερη να απαντηθεί, και η δική μας απάντηση είναι καταφατική: ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι στο βιβλίο Α’ περιέχεται ένα στοιχείο παλαιότερο, που ξαναδουλεύτηκε αργότερα, δεν υπάρχει κανένας λόγος που επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η ιδέα της ἀληθεστάτης προφάσεως δεν ήταν πάντα παρούσα σ’ αυτό.
 
Ο λόγος που ίσως έφερε τη σκέψη ότι επρόκειτο για πρόσθεμα, είναι βασικά ο όψιμος χαρακτήρας της “Πεντηκονταετίας”. Αυτός σχεδόν δεν επιδέχεται συζήτηση[12] και υπάρχουν πολλαπλές σχετικές αποδείξεις. Ο Θουκυδίδης αιτιολογεί την ανάπτυξή της, στο Α’. 97. 2, αναφερόμενος στην ιστορία του Ελλανίκου, που έφτανε ως το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου και αποκλείεται να είχε παρουσιαστεί πρωτύτερα[13]. Επιπλέον, από μόνη της μια τέτοια παρένθεση θα έμοιαζε αταίριαστη σε σχέση με την ιστορία ενός πολέμου δέκα ετών, που ελάχιστα τροποποίησε την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα: αντίθετα, φορτίζεται με πλήρη σημασία ως εισαγωγή σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο που οδηγεί στην πτώση της αυτοκρατορίας. Αυτό το τελευταίο εξηγεί γιατί στα αμέσως προηγούμενα κεφάλαια προσδίδεται τόση σημασία στην κατασκευή των τειχών, τα οποία γκρεμίζονται τότε· και αυτήν ίσως την καταστροφή υπαινίσσονται τα λόγια του Α΄. 93. 5: τό πάχος τοῦ τείχους, ὅπερ νῦν ἔτι δῆλόν ἐστι περί τόν Πειραιᾶ[14]. Όλοι μαζί οι λόγοι αυτοί οδήγησαν στη σκέψη ότι η “Πεντηκονταετία” δεν μπορούσε παρά να είναι γραμμένη μετά το 404.
 
Ορισμένοι μελετητές πρόσθεσαν ότι το ίδιο συνέβαινε και με την ιδέα της αληθέστατης προφάσεως.
Ανατρέχοντας σε μια σκέψη του Ed. Meyer, ο Adcock ισχυρίστηκε[15] ότι πριν από το 404 ήταν αδύνατον να αποδοθεί ο πόλεμος στην αύξηση της δύναμης της Αθήνας. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει παρά μονάχα από έναν άνθρωπο που θα έβλεπε τα πράγματα από μια πολύ μεγάλη απόσταση, και μάλιστα από έναν άνθρωπο που θα τα έβλεπε ελαφρώς παραμορφωμένα, γιατί στ’ αλήθεια τα τελευταία χρόνια πριν από τον πόλεμο δεν σημειώθηκε καμία σημαντική πρόοδος για την Αθήνα.
 
Πρόκειται για μια τοποθέτηση υπερβολικά, ίσως, κατηγορηματική. Στην πραγματικότητα, αν και η Αθήνα, στα τελευταία εκείνα χρόνια, δεν είχε κατακτήσει εδάφη, και μάλιστα από το 450 είχε υποστεί αρκετές ατυχίες, εντούτοις η ηγετική της θέση είχε σημαντικά ενισχυθεί· είχε συστήσει την αυτοκρατορία της, είχε αναπτύξει τα προνόμιά της και είχε διαμορφώσει το φοβερό εκείνο όργανο, το σύστημα με το οποίο ασκούσε την κυριαρχία της. Επιπλέον τα πλοία της είχαν φτάσει μέχρι τον Κιμμέριο Βόσπορο· είχε ιδρύσει αποικίες, όπως την Αμφίπολη, και είχε συνάψει συμμαχίες, όπως με τους Λεοντίνους και με το Ρήγιο· τέλος, καταστέλλοντας μια αποσκίρτηση όπως εκείνη της Σάμου, είχε επιβεβαιώσει την ηγεμονία, της με τρόπο που ισοδυναμούσε, ως προς το αποτέλεσμα, με τις πιο μεγάλες επιτυχίες. Ίσως να μην αύξαινε την έκταση της δύναμής της, όμως τη στερέωνε και την ενίσχυε. Άρα ο Θουκυδίδης μπορούσε ασφαλώς να αντιληφθεί, ήδη από το 431, ότι τα τελευταία χρόνια, μαζί με εκείνα που είχαν προηγηθεί, συνιστούσαν μία ομοιογενή και σταθερή πρόοδο[16]. Συναντούμε, άλλωστε, τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισης αυτής της περιόδου σε συγγραφείς που, παρ’ ότι έγραψαν ακόμα πιο αργά, δεν είχαν τους ίδιους με εκείνον λόγους για να παραμορφώσουν την αλήθεια[17].
 
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει καθόλου ότι για τη Σπάρτη ο πόλεμος είχε έναν κυριολεκτικά αμυντικό χαρακτήρα: υπήρχε πράγματι ανάμεσα στις δύο πόλεις μία λανθάνουσα και παλιά αντιζηλία[18], και, από την πλευρά τους οι Λακεδαιμόνιοι ανησυχούσαν όχι για την τύχη που τους περίμενε, ή για το τι θα επιχειρούσε να κάνει η Αθήνα στο άμεσο μέλλον, αλλά για το προβάδισμα που σιγά – σιγά αποκτούσε. Ήταν για αυτούς μία απειλή, η οποία έπρεπε να απομακρυνθεί. Εξάλλου, χωρίς αυτή την αιτία δεν θα ήταν δυνατόν να κατανοήσουμε την επιλογή εκείνης ειδικά της χρονικής στιγμής για την ανάληψη επιχειρήσεων με σκοπό την κάμψη της αθηναϊκής δύναμης: ο χαρακτήρας των Λακεδαιμονίων δεν θα μπορούσε καθόλου να εξηγήσει μία επιθετική απόπειρα, για την οποία οι αθηναϊκές περιστάσεις, όπως κι αν τις κρίνουμε, δεν πρόσφεραν σε καμία περίπτωση μία ιδιαίτερα ευνοϊκή ευκαιρία.
 
Ώστε η αντίληψη που εκφράζεται μέσα από τη διατύπωση ἀληθέστατη πρόφασις συμπίπτει με τα γεγονότα; ως εκ τούτου, μπορούσε να είχε κάνει την εμφάνισή της κιόλας από την αρχή του πολέμου.
 
Επιπλέον, παρατηρώντας το έργο του Θουκυδίδη, βλέπουμε ότι όλα τα μέρη του βιβλίου Α΄, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που μοιάζουν σαν να έχουν συνταχθεί σε χρόνο παλαιότερο, προϋποθέτουν την ύπαρξή της.
 
Το ίδιο αυτό στοιχείο βρίσκουμε πρώτα – πρώτα στην “Αρχαιολογία”, η οποία, συντάσσοντας το ιστορικό των διαδοχικών θαλασσοκρατιών, καταλήγει να ξεχωρίσει και να αναδείξει την ιδέα της αθηναϊκής δύναμης και, τοποθετώντας τον έναν απέναντι στον άλλο, τους δύο ισχυρούς που αναδύθηκαν και μοιράζονται την Ελλάδα[19], υποβάλλει την αντίληψη ότι η σύγκρουσή τους αναγόταν σε καταβολές πολύ αρχαιότερες από ένα επιμέρους επεισόδιο, οποιοδήποτε και αν ήταν αυτό.
 
Επίσης, όταν ο Θουκυδίδης αφηγείται τα επεισόδια της Κέρκυρας και της Ποτίδαιας, δεν παραλείπει να υπογραμμίσει από τη μια μεριά τον ρόλο του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού και, από την άλλη, τη δευτερεύουσα σημασία των γεγονότων αυτών στην ερμηνεία του πολέμου.
 
Πράγματι, ευθύς εξαρχής, οι πάντες γνωρίζουν ότι ο πόλεμος θα πραγματοποιηθεί: η Κόρινθος έχει ήδη δείξει τις εχθρικές της διαθέσεις απέναντι στην Αθήνα· η Σπάρτη ήδη τη φοβάται· και μέσα στη διπλή σύγκλιση των διαθέσεων αυτών περιέχεται εν δυνάμει ο επικείμενος πόλεμος. Οι Κερκυραίοι άλλωστε το λένε ξεκάθαρα στο A΄. 33. 3[20]. Οι Αθηναίοι το πιστεύουν επίσης[21]. Οι ίδιοι οι Κορίνθιοι δεν το αρνούνται· αρκούνται να πουν ότι το ενδεχόμενο αυτό είναι ακόμη αόριστο (ἐν ἀφανεῖ 42. 2). Επίσης, αυτό που μετράει και προσδιορίζει τη λήψη των αποφάσεων, είναι η ιδέα της προετοιμασίας αυτού του πολέμου: πρέπει να σκεφτούν τον στόλο της Κέρκυρας (Α΄. 33. V Α’. 44. 2)· ο αγώνας πρέπει να ξεκινήσει με τους καλύτερους δυνατούς όρους (Α΄. 36. 3)· πρέπει να μεριμνήσουν για την άμεση τύχη της Αθήνας (Α΄. 36.1)· μέσα από όλες αυτές τις λεπτομέρειες, οι δύο αγορεύσεις εμφανίζουν το επεισόδιο ως προοίμιο του πολέμου και όχι ως επεξήγησή του.
 
Όσο για το επεισόδιο της Ποτίδαιας, η αφήγηση είναι λιγότερο εκτεταμένη και, καθώς δεν περιλαμβάνει αγόρευση, οι ερμηνευτικές δυνατότητες παρουσιάζονται περιορισμένες. Αλλά, αυτό καθαυτό βρισκόταν σε πολύ στενότερη συνάρτηση με την άνοδο του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού, εφόσον στην περίπτωση αυτή επρόκειτο για την αποσκίρτηση ενός συμμάχου που κατέβαλλε εισφορά, και τούτο από μόνο του θα μπορούσε να μεγιστοποιήσει τη σημασία της υπόθεσης (πβ. Α΄. 57. 6· Α’. 66). Επιπλέον, και εδώ επίσης το επεισόδιο δεν είναι προφανώς παρά μία ευκαιρία, και οι συγκρουόμενες επιδιώξεις ξεπερνούν σημαντικά το πλαίσιο του διαφιλονικούμενου: υπάρχει ο Περδίκκας (Α΄. 57.4)· υπάρχει η Ποτίδαια (Α΄. 58. 1)· υπάρχει η Κόρινθος και οι σύμμαχοι που καλεί στη Σπάρτη: πώς θα μπορούσαν οι Σπαρτιάτες να είναι οι μόνοι αδιάφοροι απέναντι στις ενέργειες μιας πόλης που συγκεντρώνει ήδη εναντίον της τόσες δυσπιστίες και τόσες μνησικακίες;
Ώστε και τα δύο επεισόδια εγγράφονται μέσα σε μία πολύ ευρύτερη διαμάχη· κι αυτή ακριβώς είναι που συζητείται στη συνέλευση της Σπάρτης.
 
Πράγματι, η συνέλευση, χωρίς κανένα περιθώριο αμφιβολίας, συναρτάται με την αληθέστατη πρόφασιν, και οι τέσσερις ομιλίες που ακούγονται, έχουν ως θέμα τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό στο σύνολό του, πολύ περισσότερο από τις συγκρούσεις που πηγάζουν από τις τρέχουσες διαφιλονικήσεις. Οι Κορίνθιοι καταγγέλλουν τον ιμπεριαλισμό, χωρίς να αναφερθούν σε κανένα από αυτά τα γεγονότα· αναζητούν τις καταβολές της αθηναϊκής δύναμης στη στάση που κράτησε η Σπάρτη αμέσως μετά τους Μηδικούς πολέμους- θυμίζουν την κατασκευή των τειχών και την κατάσταση της υποτέλειας στην οποία έχουν περιέλθει προοδευτικά οι άλλοτε σύμμαχοι· δείχνουν πώς ενεργεί η Αθήνα, ερμηνεύουν τον χαρακτήρα της: η κατηγορία τους ξετυλίγεται μέσα σε ένα γενικότατο πλαίσιο. Και σε απάντηση, οι Αθηναίοι επιχειρούν επίσης να δικαιολογήσουν γενικά την αυτοκρατορία τους: οὔτε ἀπεικότως ἔχομεν ἅ κεκτήμεθα, ἥ τε πόλις ἡμῶν ἀξία λό­γου ἐστίν (73.1): για μία ακόμη φορά η ανάλυση ανάγεται μέχρι τους Μηδικούς πολέμους. Τέλος, ο Αρχίδαμος και ο Σθενελαΐδας, οι δύο Λακεδαιμόνιοι, δεν σκέπτονται περισσότερο τα τρέχοντα γεγονότα. Ο δεύτερος, τελειώνοντας, κερδίζει την απόφαση, αρνούμενος να επιτρέψει στους Αθηναίους να αυξαίνουν τη δύναμή τους προδίδοντας έτσι τους συμμάχους: καί μήτε τούς Ἀθηναίους ἐᾶτε μείζους γίγνε­σθαι μήτε τούς ξυμμάχους καταπροδιδῶμεν (Α΄. 86). Το πρόβλημα που συζητείται και λύνεται είναι αυτό που προσδιορίζεται ως ἀληθε- στάτη πρόφασις οι αναλύσεις, είναι αυτές που παρέχουν τα γεγονότα της “Πεντηκονταετίας”.
 
Κι ακόμη, το τελευταίο μέρος του βιβλίου που αποτελείται από τον λόγο των Κορινθίων και τις, τελικές διαπραγματεύσεις, εναρμονίζεται κι αυτό με την ιδέα της αληθέστατης προφάσεως.
 
Πράγματι, οι Κορίνθιοι ξαναφέρνουν το θέμα ενός εκτεταμένου απελευθερωτικού πολέμου. Όλα τα μέρη της Ελλάδας βρίσκονται, όπως λένε, στο στόχαστρο της Αθήνας (Α’. 120. 2)· όλες οι πόλεις θα στρατευθούν επίσης στο πλευρό των Πελοποννησίων[22]· σε ορισμένα μέρη θα πρέπει να αποκατασταθεί η ελευθερία και σε άλλα να εμποδιστεί η εξαφάνισή της· θα πρέπει να καταλυθεί η πόλη – τύραννος, που αλλού διατάζει και αλλού απειλεί… Παρ’ όλο που ο λόγος αποσκοπεί να δείξει όχι την αναγκαιότητα του πολέμου αλλά τη δυνατότητα της ψ επιτυχημένης έκβασης, συνολικά δέχεται ως θεμελιώδες αξίωμα ότι ο πόλεμος γίνεται εξαιτίας της απεριόριστης ανάπτυξης του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού.
 
Όσο για τις τελικές διαπραγματεύσεις, η εξάρτησή τους από την αληθέστατη πρόφασιν είναι αναγκαστική. Ακόμη κι αν δεν είχε προταθεί στη διήγηση του Θουκυδίδη η ένδειξη της ψηφοφορίας, όπου οι Πελοποννήσιοι αποφασίζουν υπέρ του πολέμου (Α’. 125. 1), ψηφοφορία που τις μετατρέπει σε κακόγουστη κωμωδία (Α’. 126. 1), οπωσδήποτε την προϋποθέτουν. Η διήγηση είναι δομημένη, έτσι ώστε όλες οι συζητήσεις να έρχονται στο τέλος: και ο Περικλής, που δεν παρεμβαίνει παρά την τελευταία στιγμή, έχει τη δυνατότητα να περιλάβει σε έ- να σύνολο όλα τα επεισόδια σαν μια σειρά από γεγονότα, αυτά καθαυτά δευτερεύοντα, που όμως εκφράζουν, αποκαλύπτουν, αντιθέσεις πολύ βαθύτερες και πολύ αρχαιότερες.
 
Αναφέραμε ήδη την υποβάθμιση της σημασίας της Μεγαρικής διαφοράς από τον Θουκυδίδη. Ανάλογα προσανατολίζεται ολόκληρη η σύνθεση. Ο L. Bodin[23] έχει σωστά δείξει με πόση μαεστρία ο Θουκυδίδης διηγείται την υπόθεση: στο Α’. 139 παρουσιάζει την κύρια ρήτρα του ψηφίσματος, καθώς και τον εμπνευστή του ως αντιτιθεμένο στην κατάργηση- αρνείται να εξετάσει το ίδιο το γεγονός και τον ρόλο του Περικλή στη συγκεκριμένη περίπτωση[24]. Η ανάλυση είναι προγραμματισμένη για το τέλος, κι έτσι όλα τα επεισόδια εξαρτώνται και αποτελούν εκδηλώσεις της βαθιάς εχθρότητας, που χωρίς αυτήν δεν θα είχαν υπάρξει[25]. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει και το περίφημο τελεσίγραφο, το σχετικό με την αυτονομία των Ελλήνων. Είναι προφανές ότι ο Θουκυδίδης θα μπορούσε εύκολα να το αναδείξει, ακόμα και να το συνδέσει με την αληθέστατη πρόφασιν αλλά, όπως πολύ σωστά το είδε ο Momigliano, θα ήταν σαν να του έδινε μια σημασία την οποία σίγουρα δεν είχε[26]· και, επιμένοντας σε κάτι που δεν ήταν παρά πρόσχημα, θα έδιωχνε από το οπτικό πεδίο το ότι ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός, ως αιτία της σύγκρουσης, είχε λειτουργήσει σε μια φάση αρχαιότερη, πριν από τον πόλεμο και ανεξάρτητα από αυτόν· όμως αυτή ακριβώς ήταν η ιδέα που έπρεπε να προκύπτει από το τέλος του βιβλίου και από την καταληκτική αγόρευση.
 
Εντούτοις, η αγόρευση μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι απομακρύνεται από την ἀληθέστατη πρόφασιν, γιατί, όσο κι αν δέχεται την ύπαρξη μιας βαθύτερης αιτίας και μιας παλαιάς εχθρότητας, δεν αναφέρει καθόλου τον ιμπεριαλισμό· ο Περικλής λέει ότι η Αθήνα πρέπει να πολεμήσει για να προστατέψει τις κτήσεις της, ότι η Σπάρτη την εχθρεύεται: δεν λέει γιατί, όπως θα κάνει στην αγόρευση του βιβλίου Β΄. Αλλά δεν θα εκπλαγούμε[27]· διότι το θέμα και η λειτουργία της αγόρευσης του βιβλίου Α’ συνδέονται με μια ανάλυση των δυνάμεων, ενώ η αγόρευση του βιβλίου Β΄ λειτουργεί κυρίως ως αγωνιστική προτροπή. Στη συνέχεια της διάκρισης αυτής, η αγόρευση του βιβλίου Α΄ δεν εκφράζει, θα λέγαμε, την αληθέστατη πρόφασιν, όμως, με την αναφορά που κάνει σε μια ευρύτερη σύγκρουση, της οποίας δεν εξηγεί τις αιτίες, αφήνει μια θέση κενή, που της ανήκει[28].
 
Δεν υπάρχει, λοιπόν, κανένα μέρος του βιβλίου Α΄, απ’ όπου να απουσιάζει η ιδέα, περισσότερο ή λιγότερο ξεκάθαρη, της ἀληθεστά­της προφάσεως· και δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι ο Θουκυδίδης, το 404, πρόσθεσε με τρόπο αποκλειστικά μηχανικό τη δεύτερη αιτία στην πρώτη.
 
Το μόνο πιθανό είναι, στη διάρκεια των επεξεργασιών του, να τροποποίησε κάπως τη σημασία ή ακόμα και τη μορφή της.
 
 Η δεύτερη από τις υποθέσεις αυτές απαιτεί να προχωρήσουμε σε μία λεπτομερέστερη εξέταση των κειμένων και να αρχίσουμε να διακρίνουμε τα παλαιότερα από τα υστερότερα χωρία.
 
Ο Schwartz έχει δεχτεί μία θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στα μεν και τα δε. Η γνώμη του είναι ότι ο Θουκυδίδης θα είχε κάνει μία πρώτη γραφή του βιβλίου Α΄, όπου θα έδειχνε κατά ποιον τρόπο η εχθρότητα των Κορινθίων έκαμψε τους δισταγμούς των Λακεδαιμονίων- στη συνέχεια, το 404, αντιδρώντας στην τότε θριαμβεύουσα αντιπολίτευση, θα κατέληξε στην ιδέα ενός βαθύτερου και παλαιού ανταγωνισμού ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη, που αναγκαστικά θα τις οδηγούσε στη σύγκρουση. Η διήγηση των διαφόρων επεισοδίων, και οι δύο λόγοι των Κορινθίων και του Αρχίδαμου, στη συνέλευση της Σπάρτης, θα ανήκαν στην πρώτη γραφή· αντίθετα, οι λόγοι των Αθηναίων και του Σθενελαΐδα, καθώς και η “Πεντηκονταετία” και ο “Επιτάφιος” ή ο τελευταίος λόγος του Περικλή στο βιβλίο Β’, θα ανήκαν στη δεύτερη γραφή. Η θέση αυτή στηρίζεται, λοιπόν, ουσιαστικά στην ιδέα μιας αντίθεσης στο εσωτερικό της συνέλευσης της Σπάρτης, που εκφράζεται μέσα από τα ζεύγη Κορινθίων – Αρχίδαμου και Αθηναίων – Σθεναλαΐδα.
 
Ο Pohlenz, εντούτοις, απέδειξε ότι έπρεπε να εγκαταλειφθεί αυτή η άποψη και ότι οι τέσσερις λόγοι της συνέλευσης της Σπάρτης αποτελούσαν ένα ευρύ σύνολο, τελείως ομοιογενές. Τον προβλημάτιζε όμως η σύνδεση ανάμεσα στον συμπεριλαμβανόμενο λόγο του Αρχίδαμου και στους λόγους των Κορινθίων του ακολουθούν λίγο πιο πέρα (στη δεύτερη συνέλευση), καθώς και του Περικλή (στο τέλος του βιβλίου). Ο γέρος βασιλιάς τού φάνηκε σαν να κατέστρεφε εκ των προτέρων τα επιχειρήματα των συμμάχων του, σαν να αφαιρούσε εκ των προτέρων κάθε πρωτοτυπία από τα επιχειρήματα του Περικλή. Έτσι οδηγήθηκε στη σκέψη ότι ολόκληρη η συζήτηση της σπαρτιατικής συνέλευσης γράφτηκε αργότερα, ενώ οι δύο τελευταίοι λόγοι, που απαντούν ο ένας στον άλλον πέρα από χρόνο και τόπο, ήταν δείγματα της παλαιότερης γραφής. Οπότε η τροποποίηση που υπέστη η ανάπτυξη θα αντιστοιχούσε σε μία εξέλιξη πολύ λιγότερο απότομη απ’ όσο νόμιζε ο Schwartz. Στο τέλος του πολέμου των δέκα ετών, ο Θουκυδίδης, χωρίς να αγνοεί τους φόβους που δημιουργούσε στη Σπάρτη η ανάπτυξη της αθηναϊκής δύναμης, θα είχε κυρίως επιμείνει στον ρόλο που έπαιξαν οι Κορίνθιοι· στο τέλος του πολέμου των είκοσι επτά ετών και απέναντι στην κατάρρευση της δύναμης αυτής, θα έτεινε να διευρύνει τη σημασία των βαθύτερων αιτίων.
 
Πράγματι, η εξέλιξη, έστω και με αυτή τη μορφή, είναι, κατά τη γνώμη μας, ακόμη πιο σημαντική απ’ όσο τα κείμενα επιτρέπουν να αντιληφθούμε· και οι αναψηλαφήσεις που έγιναν στο βιβλίο Α΄ δεν μπορεί να ήταν -καθώς πιστεύουμε- ούτε τόσο σημαντικές ούτε τόσο απλές όσο τις θέλουν ο Pohlenz ή ο Schwartz, είτε όποιοι άλλοι αναλυτές. Πραγματικά, τα διάφορα στοιχεία που αποτελούν το βιβλίο Α΄, όχι μόνο δεν συγκρούονται μεταξύ τους αλλά και συνεπάγονται το ένα το άλλο, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο, σαν τμήματα αλληλέγγυα του ίδιου συνόλου.
 
Για να το αποδείξουμε, μπορούμε να ξεκινήσουμε από τα υποτιθέμενα παλαιότερα στοιχεία[29].
 
Ειδικότερα, αν υπήρξε ένα παλαιότερο στρώμα σ’ αυτό το μέρος του έργου, μα και σε ολόκληρο το έργο, τα δύο αποσπάσματα που ασφαλέστερα του ανήκουν είναι η διήγηση των πρώτων επεισοδίων (Κέρκυρα και Ποτίδαια) στο βιβλίο Α’ και η διήγηση των πρώτων ετών του πολέμου στο βιβλίο Β΄[30]. Πρόκειται για το ελάχιστο, που δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από κανένα οπαδό της σταδιακής γραφής[31] [32].
 
Τώρα, η διήγηση των πρώτων επεισοδίων πρέπει να συνδεθεί με εκείνη της Μεγαρικής διαφοράς, πράγμα που μας παραπέμπει στις διαπραγματεύσεις που πληρούν το τέλος του βιβλίου, και στον λόγο του Περικλή, που είναι η κατάληξή του. Είναι ολότελα απίθανο να είχε ποτέ υπάρξει ένα παλαιό σχέδιο, που δεν θα περιείχε τη διήγηση αυτών των διαπραγματεύσεων και δεν θα περιελάμβανε μία παρέμβαση του κύριου προσώπου, που με δεξιοτεχνία ετοιμάζεται από την αρχή του έργου. Είναι, λοιπόν, βέβαιο ότι, αν υπήρξε κάτι παλαιότερο με οποιαδήποτε μορφή, αυτές οι διαπραγματεύσεις και αυτή η αγόρευση δεν μπορούσε να λείπουν. Χρειάζεται μόνο να προσδιοριστεί εάν η μορφή που είχαν τότε είναι ίδια με τη μορφή που έχουν σήμερα. Και γι’ αυτό ακριβώς τέθηκε το ερώτημα, μήπως τυχόν υπήρξε ή έπρεπε να έχει υπάρξει μία γνήσια διήγηση των γεγονότων, τα οποία εδώ ο Θουκυδίδης αρκείται να μνημονεύσει, και κατά πόσον η έκθεσή τους, όπως εμφανίζεται σήμερα, μπορεί πράγματι να θεωρηθεί ως φυσική συνέχεια των υποθέσεων της Κέρκυρας και της Ποτίδαιας. Φυσικά, τίποτα δεν μπορεί να αποδείξει ότι ο Θουκυδίδης δεν είχε σχεδιάσει ή πραγματοποιήσει άλλες μορφές έκθεσης[33]· όμως υπάρχει ένα δεδομένο βέβαιο και το έχουμε δει: από ολόκληρη τη διήγηση των τελευταίων διαπραγματεύσεων συνάγεται μία ηθελημένη εκ μέρους του Θουκυδίδη σιωπή στο θέμα της Μεγαρικής διαφοράς, και η ιδέα που πρωτοστατεί στη σύνθεση αυτού του συνόλου είναι απόλυτα συμβατή με ε- κείνες που διαπνέουν τα πρώτα επεισόδια[34]. Είναι, λοιπόν, πάρα πολύ πιθανό οι τελευταίες διαπραγματεύσεις και η αγόρευση που τις επιστέφει να αποτελούσαν μέρη του παλαιού σχεδίου και να ξαναδουλεύτηκαν μονάχα στις λεπτομέρειες.
 
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε, εάν ξεκινήσουμε από το άλλο σταθερό σημείο που επισημάναμε, την αρχή, δηλαδή, του βιβλίου Β΄. Όπως υπέδειξε πολύ σωστά η R. Zahn (σελ. 54 – 65), η διήγηση αυ­τή δεν είναι παρά η εφαρμογή στην πράξη των αναλύσεων του βιβλίου Α΄· είναι η μεθοδική πραγματοποίηση όλων αυτών που ο Περικλής είχε προβλέψει, οργανώσει ή φοβηθεί, ακριβώς όπως στην αφήγηση μίας μάχης ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί τους όρους από την αγόρευση που αναλύει την τακτική του στρατηγού. Πιο συστηματικά, το σύνολο της διήγησης συνδέεται στενά με την περίληψη της σκέψης του Περικλή που περιέχεται στον σύντομο πλάγιο λόγο του Β΄. 13.0 λόγος ετούτος είναι πιο συγκεκριμένος από τον άλλον, του βιβλίου Α΄, και αποτελείται από μία σειρά υποδείξεων, την εφαρμογή των οποίων απεικονίζει συστηματικά η αφήγηση. Έχουμε έτσι τις ακόλουθες αναλογίες:
 
Β΄. 13. 2: τά ἐκ ταῶν ἀγρῶν ἐσκομίζεσθαι = Β΄. 14. 1: ἐσεκομίζοντο ἐκ ταῶν ἀγρῶν…
Β΄. 13. 2: ἔς τε μάχην μή ἐπεξιέναι = Β΄. 22. 1: πιστεύων δέ ὀρθῶς γιγνώσκειν περί τοῦ μή ἐπεξιέναι.
Β΄. 13. 2: ἀλλά τήν πόλιν ἐσελθόντας φυλάσσειν = Β΄. 24. 1: οἱ Ἀθηναῖοι φύλακας κατεστήσαντο κατά γῆν καί κατά θάλασσαν, ὥσπερ δη ἔμελλον διά παντός τοῦ πολέμου φυλάξειν.
 
 Επομένως, εάν η διήγηση προϋποθέτει την έκθεση του Β΄. 13[35], η έκθεση με τη σειρά της προϋποθέτει μία ανάλυση σαν αυτή που παρέχεται στην αγόρευση του βιβλίου Α΄[36]· άλλωστε, αναφέρεται σ’ αυτήν (Β’. 13. 2: ἅπερ καί πρότερον Β΄. 13. 9: ἔλεγε δέ καί ἄλλα οἷάπερ εἰώθει Περικλῆς), όπως, αντίστροφα, η αγόρευση προανάγγελλε την ανάλυση (Β΄. 144. 2: ἀλλ’ ἐκεῖνα μέν καί ἐν ἄλλῳ λόγῳ ἅμα τοῖς ἔργοις δηλωθήσεται).
 
Φτάνουμε, λοιπόν, και από τις δυο πλευρές στο ακόλουθο συμπέρασμα: εάν υπήρξε μία παλαιότερη γραφή ή ένα παλαιότερο σχεδίασμα του έργου, ο πρώτος λόγος του Περικλή αποτελούσε μέρος του, ίσως όχι με τη μορφή που παρουσιάζει σήμερα, αλλά τουλάχιστον με εκείνη ενός λόγου που ζητάει τον πόλεμο, που εξετάζει τις εμπλεκόμενες δυνάμεις και την τακτική που πρέπει να ακολουθηθεί, δηλαδή, σε γενικές γραμμές, ενός κειμένου συμφώνου με αυτό που διαβάζουμε σήμερα[37].
 
Άρα, αυτός ο λόγος του Περικλή, που κλείνει τις τελευταίες διαπραγματεύσεις, δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από τον λόγο των Κορινθίων στη δεύτερη συνέλευση, που είναι ο πρόλογός του. Οι δύο λόγοι ανταποκρίνονται ο ένας στον άλλον ως προς την εσωτερική δομή τους και, παρ’ όλο που υποτίθεται ότι εκφωνούνται σε διαφορετικούς χώρους και χρόνους, ξετυλίγονται, εξαιτίας του Θουκυδίδη, σαν μια αληθινή αντιλογία.
 
Τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι Κορίνθιοι για να δείξουν την υπεροχή των Πελοποννησίων είναι πράγματι: πρώτα η ποιότητα γενικά των πελοποννησιακών δυνάμεων (αριθμός, πείρα, πειθαρχία) – η δυνατότητα να αγωνιστούν στη θάλασσα εναντίον του αθηναϊκού στόλου – να επιτύχουν την αποστασία των συμμάχων της Αθήνας – να οχυρωθούν μέσα στο έδαφος του εχθρού. Τώρα, οι υποδείξεις αυτές παρέχουν το πλαίσιο για τις αναλύσεις που θα κάνει ο Περικλής, και οι φραστικές λεπτομέρειες υπογραμμίζουν τη διαλεκτική αντιπαλότητα των δύο κειμένων, δηλαδή τη συγγένειά τους. Ο Περικλής αρχίζει επίσης από τα γενικά χαρακτηριστικά των πελοποννησιακών δυνάμεων και δείχνει γιατί αυτά αποτελούν στην πραγματικότητα αδυναμίες, εξαιτίας της έλλειψης χρημάτων, κινητικότητας και ομοιογένειας που αναγκαστικά συνεπάγονται[38]. Ύστερα από την ανάλυση αυτή εξετάζει διαδοχικά δύο από τις κορινθιακές λύσεις που είναι: ἡ ἐπιτείχισις[39] (πβ. 122: ἐπιτειχισμός τῇ χώρᾳτο ναυτικόν (πβ. 121. 3: ναυτικόν τε)· δεν λείπει λοιπόν από την απάντησή του παρά ἡ ξυμμάχων ἀπόστασις: όμως και αυτή αναφέρεται, εφόσον είναι το θέμα της προειδο­ποίησης που απευθύνει στο τέλος (143. 5: καί ἤν σφαλῶμεν, τά τῶν ξυμμάχων, ὅθεν ἰσχύομεν, προσαπόλλυται πβ. Α΄. 122. 1: ξυμμάχων τε ἀπόστασις, μάλιστα παραίρεσις οὖσα τῶν προσόδων αἷς ἰσχύουσιν[40]). Εξάλλου, στα επιμέρους της συζήτησης, ο Περικλής επανέρχεται στις υποδείξεις των Κορινθίων. Ιδιαίτερα ως προς το ναυτικόν, εκείνοι είχαν σκεφτεί δύο τρόπους δράσης: να δανειστούν χρήματα και να εκμαυλίσουν τους ναύτες του αθηναϊκού στόλου – να μάθουν οι ίδιοι τη ναυτική τέχνη, για την περίπτωση που ο πόλεμος διαρκέσει. Ο Περικλής επανέρχεται και στα δύο: τό ἀπό τῆς ὑπαρχούσης τε ἑκάστοις οὐσίας ἐξαρτυσόμεθα καί ἀπό τῶν ἐν Δελφοῖς και Ὀλυμπίᾳ χρημάτων του Α΄. 121. 3 επανέρχεται στο εἴ τε καί κινήσαντες τῶν Ὀλυμπίασιν ἤ Δελφοῖς χρημάτων του Α΄. 143. 1 · το ὑπολαβεῖν οἷοί τ’ ἐσμέν μισθῷ μείζονι τούς ξένους αὐτῶν ναυβάτας, που ακολουθία στον πρώτο λόγο, επανέρχεται στο εἰ …μισθῷ μείζονι πειρῷντο ἡμῶν ὑπολαβεῖν τούς ξένους τὼν ναυτῶν, που επίσης ακολουθεί στον δεύτερο λόγο· τώρα, ως προς τη δεύτερη περίπτωση, το εἰ δ’ ἀντίσχοιεν, μελετήσομεν καί ἡμεῖς, που περιέχεται στο Α΄. 121. 4, η μόνη διαφορά είναι ότι εμφανίζεται πρώτο στον λόγο του Περικλή[41]: τό δε τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας γενέσθαι οὐ ῥᾳδίως αὐτοῖς προσγενήσεται· οὐδέ γάρ ὑμεῖς μελετῶντες αὐτό εὐθύς ἀπό τῶν Μη­δικών ἐξείργασθέ πω· πῶς δή ἄνδρες γεωργοί καί οὐ θαλάσσιοι καί προσέτι οὐδέ μελετῆσαι ἐασόμενοι…ἄξιον ἄν τι δρῷεν και πιο πέρα: ἐν τῷ μελετῶντι ἀξυνετώτεροι ἔσονται… και τέλος: τό δε ναυτικόν … οὐκ ἐνδέχεται, ὅταν τύχῃ, ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι… (142. 6 – 9). Χωρίς να εξετάσουμε εδώ τη φύση της επιχειρηματολογίας, γίνεται φανερό ότι θεμελιώνεται πάνω στον λόγο των Κορινθίων και φτιάχνει μαζί του ένα όλον: ανάμεσα στους δύο λόγους λειτουργούν αντιστοιχίες πολύ στενές και πολύ καίριες που απαγορεύουν να τις τοποθετήσουμε -αναφερόμαστε πάντα σε αδρές γραμμές φυσικά- σε διαφορετικές χρονολογίες. Εξάλλου, πρόκειται για κάτι γενικά παραδεκτό· και φθάνουμε έτσι στο συμπέρασμα ότι εάν υπήρξε μία παλαιότερη γραφή ή ένα παλαιότερο σχεδίασμα του βιβλίου, ο τελευταίος λόγος των Κορινθίων πρέπει με τη σειρά του να προσαρτηθεί σ’ αυτό.
 
Το θέμα είναι ότι η ομάδα που σχηματίστηκε ως εδώ, ακολουθείται από πολλά ακόμη. Υπάρχει πρώτα ένας δεσμός εξωτερικός, εμφανής, ανάμεσα στις δύο πελοποννησιακές συνελεύσεις· ένας αριθμός από συγκεκριμένες λεπτομέρειες της δεύτερης παραπέμπουν, και μάλιστα ξεκάθαρα, στην πρώτη[42], αλλά οι λεπτομέρειες αυτές θα ήταν δυνατόν να οφείλονται σε υστερότερες επεξεργασίες: μάλιστα αυτό πιστεύουν ο Schwartz (κεφ. VIII) και ο Pohlenz (I, σελ. 114). Αυτό που έχει σημασία να ξέρουμε, είναι εάν η σχέση που λειτουργεί ανάμεσα στους δύο λόγους που εξετάσαμε προηγουμένως και στον λόγο που εκφωνεί ο Αρχίδαμος στην πρώτη συνέλευση, με παρόμοια θέματα και αντικείμενο, συνεπάγεται ότι ανήκουν σε διαφορετικές χρονολογίες, όπως πιστεύει ο Pohlenz, ή, αντίθετα, ότι είναι σύγχρονοι, όπως λέει ο Jacoby[43]· η δεύτερη εκδοχή είναι, κατά τη γνώμη μας, η σωστότερη. Η συνεξέταση των τριών λόγων επιτρέπει, πράγματι, να αποδείξουμε ότι όχι μόνο δεν αντιφάσκουν αλλά και αλληλοσυμπληρώνονται· και, επιπλέον, ότι ο λόγος του Αρχίδαμου δεν μπορεί να είναι μεταγενέστερος από τους άλλους δύο, ούτε στη σύνταξη ούτε στη σύλληψή του.
 
Η έννοια της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στους τρεις αυτούς λόγους καθιερώθηκε με πολύ επιτυχημένο τρόπο από τη R. Zahn που έδειξε ότι συνδυάζονται σε ένα σύνολο (σελ. 40 – 54). Το μόνο που θα καταλογίζαμε, είναι ότι δεν προχώρησε αρκετά σε βάθος, γιατί όλες οι λεπτομέρειες επικυρώνουν τη θέση της. Ο Pohlenz βεβαιώνει, πράγματι, ότι ο λόγος του Αρχίδαμου καταρρίπτει εκ των προτέρων τα επιχειρήματα των Κορινθίων, αλλά δεν μπορεί να το αποδείξει παρά με μεμονωμένα επιχειρήματα· και όταν πρόκειται για δομές περίπλοκες όπως αυτές του Θουκυδίδη, το λάθος είναι πολύ σοβαρό. Με τέτοιους όρους, φυσικά, η απόδειξη γίνεται πολύ εύκολη. Οι Κορίνθιοι, λέει, προτείνουν πολύ φυσικά στο Α’. 122. 1 να αποσπάσουν από την Αθήνα τους συμμάχους της: μοιάζουν να αγνοούν ότι προηγουμένως ο Αρχίδαμος είχε ακριβώς δείξει πως αυτό δεν μπορεί να γίνει, γιατί ο Πελοποννήσιοι δεν έχουν στόλο (Α’. 81.3). Όμως ο Pohlenz, με τη σειρά του, μοιάζει σαν να ξεχνάει ότι οι Κορίνθιοι έχουν μόλις εξηγήσει ακριβώς με ποιον τρόπο θα αποκτούσαν έναν στόλο. — Επίσης, οι Κορίνθιοι δηλώνουν ήρεμα ότι τα χρήματα θα βρεθούν με συνεισφορά (Α΄. 125. 1): μήπως δεν ξέρουν, αναρωτιέται ο Pohlenz, ότι ο Αρχίδαμος έχει προηγουμένως εξηγήσει την αδυναμία στην οποία βρίσκονται οι Πελοποννήσιοι, στερούμενοι από οικονομικά μέσα, να επιτύχουν κάποιο αποτέλεσμα βασιζόμενοι στη συνεισφορά (Α΄. 80. 4)[44]; Όμως, καθώς φαίνεται εδώ, και ο ίδιος ο Pohlenz παραμερίζει τη διάκριση που κάνουν οι Κορίνθιοι ανάμεσα σε έναν σύντομο και έναν μακροχρόνιο πόλεμο: και ως προς τις άμεσες οικονομικές ανάγκες, προτείνουν τον δανεισμό· για την περίπτωση του μακροχρόνιου πολέμου, η συνεισφορά – που θα έχει γίνει λιγότερο βαριά και λιγότερο απροσδόκητη – θα παίξει τον ρόλο της, όπως και η απόκτηση ναυτικής εμπειρίας (121. 4), στην οποία ο Αρχίδαμος είχε αντιταχθεί εξαιτίας του χρόνου που απαιτούσε (80. 4).
 
Όσο για τον λόγο του Περικλή, εδώ πράγματι επανέρχονται ορισμένες από τις υποδείξεις του Αρχίδαμου· έτσι, για να μείνουμε σ’ αυτά τα δύο ουσιαστικά παραδείγματα, στον λόγο του επαναλαμβάνει ότι οι Πελοποννήσιοι δεν έχουν χρήματα (141. 3) και ότι δεν θα καταφέρουν να ασκηθούν αποτελεσματικά στη ναυτική τέχνη (142. 6 – 9), αλλά δεν παίρνει τις ιδέες αυτές όπως είχαν εκφραστεί στη φάση λόγου του Αρχίδαμου· ανάμεσα στις δύο αναλύσεις έχει εισχωρήσει η απόπειρα λύσης που προτείνουν οι Κορίνθιοι, και αυτήν ακριβώς την εκδοχή αποκρούει ο λόγος του Περικλή. Η πολλαπλότητα και η ακρίβεια των λεπτομερειών ξετυλίγεται έτσι από το ένα κείμενο στο άλλο, ακριβώς όπως μία ιδέα διαμορφώνεται σιγά – σιγά και μέσα από τις ερωταποκρίσεις ενός διαλόγου. Ο Περικλής επαναλαμβάνει ότι οι Κορίνθιοι δεν έχουν χρήματα, αλλά αυτό ενσωματώνεται σε ένα απόσπασμα που επιδιώκει να αποδείξει, αντικρούοντας την κορινθιακή εκδοχή, ότι η συνεισφορά θα είναι αναγκαστικά χαμηλή, ανάλογη με τους θησαυρούς· εξηγεί ακόμη ότι οι Πελοποννήσιοι δεν θα καταφέρουν να ασκηθούν επωφελώς στη ναυτική τέχνη· όμως, εδώ δεν είναι ο χρόνος το μόνο εμπόδιο: γιατί, όσο χρόνο κι αν έχουν, οι δυσκολίες που θα συναντήσουν στη διάρκεια του πολέμου θα ματαιώσουν τις προσπάθειές τους[45].
 
Προκύπτει έτσι ότι οι τρεις διάλογοι, εάν λάβουμε υπόψη τη διάταξη της διαλεκτικής τους[46], αλληλοσυμπληρώνονται και σχηματίζουν ένα σύνολο με λεπτότατη όσο και αυστηρή σύνθεση[47].
 
Μαζί με αυτά, η τοποθέτηση του Pohlenz γινόταν ανησυχητική, ακριβώς επειδή έμοιαζε να δείχνει κάτι προφανές: ο Θουκυδίδης, συντάσσοντας τον λόγο του Αρχίδαμου ύστερα από τους άλλους δύο, θα είχε ξαναεργαστεί πάνω στα ίδια θέματα με τέτοια απόλυτη αυστηρότητα, χωρίς να καταλαβαίνει ότι κατέστρεφε το νόημά τους; Τόση λεπτολογία δεν συνταιριάζεται εύκολα με τόση ελαφρότητα. Γιατί βέβαια δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι, γράφοντας τον λόγο του Αρχίδαμου, τον προόριζε να αντικαταστήσει τους άλλους δύο: όλη αυτή η ανάλυση των υφισταμένων δυνάμεων έχει έναν μόνο σκοπό, να εξηγήσει και να προβάλει το σχέδιο του Περικλή· ένα σχέδιο του οποίου η πρακτική εφαρμογή είναι η διήγηση του βιβλίου Β΄, ενώ ο λόγος του βιβλίου Α’ αποτελεί την απαραίτητη έκθεσή του.
 
Όμως, εάν αυτές οι στενές σχέσεις ανάμεσα στους τρεις λόγους επιτρέπουν την υπόθεση ότι ο προορισμός τους ήταν να αποτελέσουν ένα συγκροτημένο όλον, άλλο τόσο δείχνουν ότι ο λόγος του Αρχίδαμου, όντας ο πιο απλός και ο περισσότερο γραμμικός, δεν είναι δυνατόν να συντάχθηκε ύστερα από τους άλλους: επισημαίνει τα προβλήματα που οι άλλοι δύο προσπαθούν να λύσουν, ορίζει τα δεδομένα που οι άλλοι δύο τα θεωρούν γνωστά[48], τέλος θέτει τις βάσεις για μία συζήτηση, η πολυπλοκότητα της οποίας βαίνει αυξανόμενη από τον έναν λόγο στον άλλον: μετά από αυτόν, τα θέματα διαιρούνται, οι λεπτομέρειες πολλαπλασιάζονται. Είναι, λοιπόν, φυσικό να σκεφτούμε ότι οι τρεις λόγοι γράφτηκαν την ίδια εποχή και ότι, εάν υπήρξε μία παλαιότερη γραφή, ο λόγος του Αρχίδαμου, στις γενικές γραμμές του, συμπεριλαμβανόταν σ’ αυτήν, όπως επίσης και οι δύο τελευταίοι λόγοι του βιβλίου.
 
Με τη σειρά του, όμως, ο λόγος του Αρχίδαμου συμπαρασύρει ένα νέο κομμάτι από την καλοχτισμένη οικοδομή του έργου του Θουκυδίδη.
 
Συμπαρασύρει πρώτα, και αυτό είναι το ελάχιστο, τον λόγο των Κορινθίων στην πρώτη συνέλευση[49]: οι δυο μαζί αποτελούν ένα ζεύγος, όπως φαίνεται πολύ καθαρά από όλες τις λεπτομέρειες της σύνθεσης[50], και κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να το χωρίσει· η ίδια η συζήτηση που μόλις πριν παραθέσαμε, και που την είδαμε να δένει ως τις λεπτομέρειές της με τους λόγους που ακολουθούν, αποτελεί την πιο εύλογη απάντηση εναντίον των Κορινθίων, το θέμα του ού δυνατόν.
 
Ο Pohlenz απέδειξε αφετέρου, το 1919, με τρόπο τελείως κατηγορηματικό[51] ότι είναι αδύνατον να διαχωρίσουμε, όπως έκανε ο Schwartz, το ζεύγος των λόγων Κορινθίων – Αρχίδαμου, από το ζεύγος των λόγων Αθηναίων – Σθενελαΐδα· η πλοκή της συζήτησης δεν το επιτρέπει. Δεν χρειάζεται να το ξανααποδείξουμε μετά από αυτόν. Και πάντως, όποιες κι αν ήταν οι επεξεργασίες που έγιναν σ’ αυτό το μέρος του έργου, οι συνδέσεις ανάμεσα στους διάφορους λόγους, όποιες κι αν είναι[52], είναι οπωσδήποτε αληθοφανείς, και αυτό αρκεί: όπως παρατηρεί ο Pohlenz, είναι προφανές ότι κανένα από τα δύο ζεύγη που διέκρινε ο Schwartz δεν μπορεί να νοηθεί χωριστά από το άλλο. Ούτε καν χρειάζεται για την απόδειξη μια ειδικότερη έρευνα: είναι μήπως δυνατόν να φανταστούμε, λόγου χάρη, ότι το ζεύγος των λόγων Αθηναίων – Σθενελαΐδα αντικατέστησε σε κάποια φάση τους δύο αρχικούς λόγους; Τι παράξενο φαινόμενο θα ήταν μια πελοποννησιακή συνέλευση, όπου δεν θα μιλούσαν παρά μονάχα αυτοί οι Αθηναίοι, που και η απλή παρουσία τους προξενεί τόση έκπληξη; Τι θέση θα είχε ο λόγος περί της καταγωγής του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού, εάν αυτός δεν είχε προηγουμένως κατηγορηθεί; Τι θα αντιπροσώπευαν εκείνα τα αποφασισμένα λόγια του εφόρου, εάν δεν ήταν γνωστές οι αιτίες του δισταγμού; Χωρίς καμιά αμφιβολία, εάν οι λόγοι του δεύτερου ζεύγους είναι μεταγενέστεροι ως προς τους άλλους, η αποστολή τους ήταν να τους συμπληρώσουν και όχι να τους αντικαταστήσουν δεν υπάρχει, πράγματι, καμία εύλογη αιτία για να προσπαθούμε να τους κατανοήσουμε συνδέοντάς τους τον ένα με τον άλλο και απομονώνοντάς τους από τη σύμφραση.
 
Επιπλέον, κατά πάσα πιθανότητα, ο λόγος του Σθενελαΐδα, τουλάχιστον, αποτελούσε ανέκαθεν μέρος της συζήτησης, εφόσον εξηγεί την ψηφοφορία που κλείνει τη συζήτηση· ο φιλειρηνικός λόγος του γέρου βασιλιά πολύ δύσκολα οδηγούσε στην υπέρ του πολέμου απόφαση· απομονωμένος, αποτελούσε μια ιστορική μαρτυρία ατελή και, συνεπώς, ανακριβή[53].
 
Όσο για τον λόγο των Αθηναίων, αυτός θα μπορούσε κάλλιστα να υπήρχε επίσης ευθύς εξαρχής, με μια οποιαδήποτε μορφή: ενοχοποιώντας την αθηναϊκή πολιτική, οι Κορίνθιοι τον καθιστούν αληθοφανή· είναι όμως δύσκολο να αποφανθούμε ως προς τη μορφή που μπορεί να είχε πάρει τότε· ένας αθηναϊκός λόγος δεν ήταν απαραίτητος σε εκείνη τη συζήτηση· η απάντηση που δίνει προχωρεί στο βάθος των πραγμάτων, ξεφεύγει από την άμεση συζήτηση, απέχει από τα επιχειρήματα που θα ακολουθήσουν, σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε θα μπορούσε, κατά ένα μεγάλο μέρος της τουλάχιστον, να είχε γραφτεί σε διαφορετικό χρόνο. Για να απαντήσουμε, θα έπρεπε να τη μελετήσουμε ξεχωριστά και εξονυχιστικά, κάτι που ξεπερνάει προς το παρόν το πλαίσιο αυτού του κεφαλαίου[54], αλλά, όποιο κι αν ήταν το μέρος που θεωρείται ότι μετενσωματώθηκε, είναι αυτονόητο ότι η προσθήκη του δεν αλλάζει κατά τίποτα τη δοσμένη ερμηνεία του πολέμου: ο λόγος α­παντάει στους Κορινθίους υπερασπίζοντας μία πολιτική, κατ’ αυτούς ένοχη· από την άποψη της γενικής ανάλυσης, αναπτύσσει, εξηγεί, δεν ανασκευάζει. Χωρίς να ψάχνουμε να προσδιορίσουμε το εύρος των επιγενόμενων τροποποιήσεων, εάν έγιναν τροποποιήσεις, μπορούμε ή­δη από τώρα να συμπεράνουμε ότι το βιβλίο Α΄ δεν προσφέρεται στις διακρίσεις που καθιερώθηκαν είτε από τον Schwartz είτε από τον Pohlenz. Ακόμη και αν υπέστη μεγάλη επεξεργασία και επέκταση, οι ιδέες που πρωτοστατούν στη σύνθεσή του είχαν οριστεί ευθύς εξαρχής και είχαν λάβει τη μορφή με την οποία σήμερα εμφανίζονται: η ἀληθε­στάτη πρόφασις όχι μόνο υπήρχε, έκτοτε, στη σκέψη του Θουκυδίδη, αλλά είχε ήδη εκφραστεί μέσα από μία συναρμολόγηση διηγήσεων και λόγων[55] όμοια σε μεγάλο βαθμό με αυτήν που μας προσφέρεται σήμερα[56] και που περιείχε ήδη, σε ακριβείς δόσεις, το μίσος της Κορίνθου, τη σύνεση της Σπάρτης και τον φόβο της, που πλέον υπερίσχυε. Η δομή αυτή στο σύνολό της είναι παλαιά, εάν τουλάχιστον κάτι είναι παλαιό στο έργο του Θουκυδίδη.
 
Αυτή η τελευταία υπόθεση μας είχε φανεί εκ των προτέρων ότι ήταν και η πιο συνετή για τον ερευνητή και η πιο λογική για το αντικείμενο της έρευνάς του· εκτός από αυτό, ταιριάζει με όλα όσα μπορεί να υποβάλλει η ίδια η φύση της συζήτησης. Διότι, χωρίς να θέλουμε ούτε και σ’ αυτό το σημείο να προχωρήσουμε σε μία μελέτη συγκεκριμένων ημερομηνιών, έχουμε τη δυνατότητα να πιστοποιήσουμε ότι, σε γενικές γραμμές[57], όλα τα επιχειρήματα που δείχνουν ότι συνιστούν τη δομή της συζήτησης περιγράφουν έναν πόλεμο σαν τον πόλεμο των δέκα ετών: οι ομιλητές δεν προβλέπουν ούτε την εξωφρενική απερισκεψία της Αθήνας, ούτε τον σημαντικό ρόλο των Περσών, ούτε τη συμμαχία των Συρακουσών, ούτε τους αγώνες σε μακρινούς τόπους, αλλά ούτε και τις καθεστωτικές αλλαγές: βλέπουν μπροστά τους έναν καθαρό απελευθερωτικό πόλεμο, που αναλαμβάνουν να κάνουν μέσω πληρωμάτων, σκέπτονται αόριστα τη δυνατότητα ή την αδυναμία να επιχειρήσουν επιδρομές σε εχθρικές περιοχές… Κι ωστόσο, όλα μοιάζει να έχουν ζυγιστεί, να έχουν προβλεφθεί. Θα μπορούσε στ’ αλήθεια να πει κανείς ότι ο Θουκυδίδης αυτό το τελευταίο μέρος του πολέμου το κρατούσε για να μας εκπλήξει· δεν αποκλείεται η έκπληξη να ήταν μάλλον για εκείνον.
 
Στο εσωτερικό αυτής της δομής δύο μόνο αποσπάσματα σημαντικά για την ανάπτυξη στέκουν σαν ανεξάρτητα: είναι ο λόγος των Αθηναίων, τουλάχιστον ορισμένα τμήματά του, και η “Πεντηκονταετία” στο σύνολό της. Είναι παρενθετικά, αδέσμευτα: περισσεύουν. Η “Πεντηκονταετία”, επιπλέον, είναι υστερότερη· και, αν είχε υπάρξει μία παλαιότερη γραφή του έργου, δεν είναι δυνατόν να τοποθετήθηκε εκεί παρά μόνο ως προσθήκη[58].
 
Όμως, βλέπουμε ότι τα δύο αυτά αποσπάσματα αποκαλύπτουν ακριβώς μία ίδια και απαράλλαχτη τάση: χωρίς ούτε στο ελάχιστο να τροποποιούν τη μορφή της αληθέστατης προφάσεως, προσκομίζουν ένα σχόλιο για τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό και, συνεπώς, τον περιγράφουν με εντονότερα χρώματα. Ο ρόλος του τοποθετείται με ακρίβεια μέσα στη συνολική δομή· αλλά η ιστορία και τα χαρακτηριστικά του προσλαμβάνονται εδώ ως αυθυπόστατα. Κατά συνέπεια, μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι ο Θουκυδίδης διέγνωσε και ερμήνευσε ευθύς εξαρχής τον κεφαλαιώδη ρόλο του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού στον αγώνα που ξεκινούσε -αλλά ότι εάν, όπως είναι πιθανό, ξαναδούλεψε την αρχή του έργου του ύστερα από το 404, ένα από τα αντικείμενα αυτής της δουλειάς θα ήταν να επιμείνει ακόμα περισσότερο στα μορφολογικά χαρακτηριστικά του.
 
Αυτή η τελευταία αιτία είναι εξαιρετικά αληθοφανής, επειδή ο πόλεμος στα τελευταία ακριβώς χρόνια έδειχνε πια ξεκάθαρα ότι αποτελούσε την υπέρτατη κρίση της κυριαρχίας με την οποία είχε συνδεθεί η έναρξή του· η αθηναϊκή δύναμη είχε εκμηδενιστεί· κι έτσι, καθώς το τέλος της συνέπιπτε με τη λήξη του πολέμου, γινόταν πια, σαν από τη φυσική φορά των πραγμάτων, το πραγματικό αντικείμενο του Θουκυδίδη: η σύστασή της γινόταν ο απαραίτητος πρόλογος της μάχης στην οποία θα παιζόταν η τύχη της· από την ανάλυση των χαρακτηριστικών της προέκυπτε το θέμα της διαμάχης που θα ρύθμιζαν τα όπλα· το τέλος της αυτοκρατορίας συγκέντρωνε την προσοχή πάνω του και άνοιγε τη δίκη του ιμπεριαλισμού. Οπότε ο Θουκυδίδης μπορούσε να ασχοληθεί με αυτόν τον τελευταίο, ακόμη πιο επίμονα από πριν[59]· τόσο εύκολα, μάλιστα, μια που ανέκαθεν και τη θέση του είχε εντοπίσει και τον ρόλο του είχε κατανοήσει.
 
       Το συμπέρασμα αυτό προϋποθέτει ότι ο Θουκυδίδης σε κανένα μέρος του έργου του δεν αγνόησε τη σημασία του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού, και ότι, εάν ανέπτυξε περισσότερο τα χαρακτηριστικά του σε μεταγενέστερες επεξεργασίες, πρόκειται πάντα για συγκεκριμένες προεκτάσεις των παλαιότερων αποσπασμάτων, οι οποίες βρίσκονται μέσα στο ίδιο πάντα πνεύμα. Με άλλα λόγια, προϋποθέτει ότι ο ρόλος του ιμπεριαλισμού επισημαίνεται με συντομότερα ή εκτενέστερα, κατά την περίπτωση, σχόλια, έτσι ώστε να αποτελεί έναν σταθερό συντελεστή· και αυτό είναι ακριβώς που προκύπτει από τη μαρτυρία ολόκληρου του έργου.
 
— Η Ιστορία του Πολέμου
 
Ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός εξηγεί τον πόλεμο και, ταυτόχρονα, παίζει έναν σημαντικό ρόλο στη διεξαγωγή του. Ήδη οι αναλύσεις του βιβλίου Α΄ έδειχναν ότι η κυριαρχία ήταν –ταυτόχρονα – για μεν την Αθήνα, το εργαλείο που αξίωνε να χρησιμοποιεί- για τους αντιπάλους της δε, η αιτίαση που εν ονόματί της αξίωναν να βοηθηθούν και, τέλος, ήταν αυτό που και οι μεν και οι δε θεωρούσαν ότι διακυβευόταν στον αγώνα. Η τριπλή αυτή λειτουργία, έτσι όπως αναγγέλθηκε, επανέρχεται σε όλα τα επεισόδια και μεταφέρεται σε όλους τους λόγους που δεν είναι αποκλειστικά στρατιωτικής φύσεως.
 
 Στο βιβλίο Β΄ αρχίζει ο πόλεμος με μια σειρά από εκστρατείες και διαφόρων ειδών παθήματα, που δεν έχουν σχέση με τον ιμπεριαλισμό, παρά μόνο κατά το μέτρο που αποτελούν εφαρμογές στην πράξη των ιδεών που διατύπωσε ο Περικλής. Ωστόσο, μέσα και από αυτά ακόμη τα επεισόδια, διαφαίνεται φυσικά στο βάθος η ιδέα του ρόλου που παίζει ο ιμπεριαλισμός και προσδιορίζονται οι διαθέσεις που επικρατούν στα δύο στρατόπεδα. Για τους αντιπάλους της Αθήνας είναι η βάση που στηρίζει την έννοια του απελευθερωτικού πολέμου: ο Θουκυδίδης το υπενθυμίζει στο Β΄. 8. 4 και ο Αρχίδαμος τον ανάγει στο Β΄. 72. 1 σε επιχείρημα ουσιαστικό που δικαιώνει τη δράση εναντίον των Πλαταιών. Αντίστροφα, ακόμη και ένας λόγος που αναφέρεται στη στρατηγική, όπως αυτός του Φορμίωνα, δεν παραλείπει να θυμίσει στους Αθηναίους ότι η θαλασσοκρατία είναι το διακύβευμα της μάχης (Β΄.89.10). Η ιδέα αυτή πουθενά αλλού δεν προβάλλεται τόσο καθαρά όσο στον τελευταίο λόγο, όπου ο Περικλής δικαιολογεί γενικά την πολιτική του (Β΄. 60 – 65). Είναι ο μόνος πολιτικός λόγος του βιβλίου (μαζί με τον “Επιτάφιο”) και ένας από τους σημαντικότερους ολόκληρου του έργου· είναι επιπλέον ένας λόγος απομονωμένος, που δεν επιβαλλόταν από τις ανάγκες της αφήγησης- και, τέλος, είναι ο λόγος στον οποίο ο Θουκυδίδης πρόσθεσε το μακρύ σχόλιό του, το αφιερωμένο γενικά στον άνθρωπο Περικλή: τα ποικίλα αυτά χαρακτηριστικά του δίνουν μία θέση επίλεκτη μέσα στο βιβλίο. Αλλά ο λόγος αυτός αναλαμβάνει, αποκλειστικά σχεδόν, να αποδείξει ότι η αθηναϊκή κυριαρχία παρέχει ταυτόχρονα το μέσο για να κερδηθεί ο πόλεμος και τον σκοπό που επιβάλλει τη διεξαγωγή του. Το πρώτο από τα δύο θέματα το αναπτύσσει στην παράγραφο 62· οι στρατηγικές αρχές του Περικλή συσχετίζονται εδώ με μία πραγματική θεωρία για τις προοπτικές της θαλασσοκρατίας: “Εσείς δηλαδή νομίζετε, βέβαια, πως είστε άρχοντες μόνο των συμμάχων σας, εγώ όμως ισχυρίζομαι και αποδείχνω πως από τα δύο μέρη του κόσμου που είναι μπορετό να χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος, δηλαδή τη γη και τη θάλασσα, εσείς είστε απόλυτοι κύριοι του ενός, σε όση έκταση την εκμεταλλεύεστε τώρα, κι αν θελήσετε, ακόμη μακρύτερα”. Όσο για το δεύτερο θέμα, στην παράγραφο 63 παίρνει ανάλογες, ευρύτατες διαστάσεις, καθώς ο Περικλής εξηγεί πώς συμβαίνει η Αθήνα να είναι κατά κάποιον τρόπο αιχμάλωτη της αυτοκρατορίας της και από το γεγονός αυτό να διατρέχει μέγιστους κινδύνους: “Και μη νομίζετε πως αγωνίζεστε για ένα πράγμα μόνο, την ελευθερία ή την υποδούλωση, αλλά και για τη στέρηση της ηγεμονίας σας και για τους κινδύνους που θα φέρει το μίσος που προσελκύσατε εξαιτίας της εξουσίας αυτής. Κι ούτε μπορείτε πια να παραιτηθείτε από αυτήν. Προσπαθώντας να δικαιολογήσει τον πόλεμο, ο Περικλής καταλήγει να δικαιολογήσει την κυριαρχία, δείχνοντας ταυτόχρονα την αναγκαιότητα (63.2) και το μεγαλείο της (64. 3 έως το τέλος). Πάνω, λοιπόν, από όλα τα επεισόδια, αυτή η ανάλυση ρίχνει άπλετο φως στον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό.
 
Στο βιβλίο Γ΄ ο ιμπεριαλισμός ενσωματώνεται ακόμα πιο πολύ στην ίδια τη διήγηση. Ειδικότερα δεσπόζει στα δύο επεισόδια της Μυτιλήνης και των Πλαταιών, στα οποία ο Θουκυδίδης συγκεντρώνει όλη σχεδόν την προσοχή του, εφόσον και τα δύο μαζί καταλαμβάνουν περισσότερο από το μισό βιβλίο[60] και αναλύονται σε μία ολόκληρη ακολουθία λόγων. Τώρα, τα δύο αυτά επεισόδια δεν θα ήταν, βέβαια, δυνατόν να μείνουν στο περιθώριο σε καμία περίπτωση· θα ήταν όμως δυνατόν να μην προβάλλεται τόσο πολύ, σε σύγκριση με τα άλλα, η σημασία τους: ο Διόδωρος, από την πλευρά του, θα παρουσιάσει τα ίδια γεγονότα κατανέμοντάς τα σε γεωγραφικούς χώρους, και τα δύο επεισόδια δεν θα καλύπτουν πλέον παρά δύο μόνο παραγράφους, στην ίδια μοίρα με τα υπόλοιπα έξι[61]. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για μία κοινή αναπαράσταση των γεγονότων: όμως το ενδιαφέρον που δείχνει ο Θουκυδίδης για τα προβλήματα που θέτει ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός, αντικαθιστά αυτή την αναπαράσταση με μία ζωντανή και διαρθρωμένη δομή.
 
Η υπόθεση της Μυτιλήνης φέρνει στο προσκήνιο τις αποσκιρτήσεις και τα αντίποινα. Η διαπραγμάτευσή της γίνεται σε δύο στάδια που αντιστοιχούν στα δύο αυτά προβλήματα. Στο πρώτο ανήκει ο λόγος των Μυτιληναίων στην Σπάρτη· στο δεύτερο οι αντιφατικοί λόγοι του Κλέωνα και του Διόδοτου στην Αθήνα.
 
Οι Μυτιληναίοι στον λόγο τους (Γ΄. 9 – 15) προσπαθούν πρώτα να δώσουν εξηγήσεις: ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός τους προσφέρει τα επιχειρήματα. Τον καταγγέλλουν, λοιπόν, και περιγράφουν τις μεθόδους του: η Αθήνα, λένε, υποδουλώνει την Ελλάδα· και ο όρος δουλοῦν επαναλαμβάνεται με ενδεικτική επιμονή[62]. Ο ιμπεριαλισμός της προχωρεί προοδευτικά (αρχίζοντας από τους ασθενέστερους), υποκριτικά (καλυπτόμενος με ωραία και δίκαια λόγια) (10 – 11): και αυτόν τον ιμπεριαλισμό, η Σπάρτη οφείλει να τον χτυπήσει και να τον νικήσει (13). Φθάνοντας τότε στην πρακτική ανάλυση, δείχνουν κατά ποιον τρόπο η αποστασία τους μπορεί να αποβεί χρήσιμη· και εδώ ξαναβρίσκουμε τους όρους που προσδιορίζουν τη θαλασσοκρατία και για τους οποίους συζητούσαν, στο βιβλίο Α΄, ο Αρχίδαμος, οι Κορίνθιοι και ο Περικλής· το πλεονέκτημα της αποσκίρτησης των Μυτιληναίων, όπως υπογραμμίζουν οι ίδιοι, είναι ότι θα επιτρέψει στους Πελοποννησίους να εκμηδενίσουν τα εισοδήματα που στηρίζουν τη δύναμη της Αθήνας[63] και να αποκτήσουν έναν σημαντικό στόλο (13. 7). Πάλι και εδώ, λοιπόν, ο ιμπεριαλισμός εξηγεί και το εγχείρημα και τα  μέσα που θα χρησιμοποιηθούν.
 
Καθώς η υπόσχεση που αποσπούν οι Μυτιληναίοι δεν θα σταθεί ικανή να τους γλυτώσει από τη συντριβή, ο λόγος περνάει πια στην Αθήνα: ο Θουκυδίδης εκθέτει τους δισταγμούς της μέσα από μία αντιλογία που φέρνει αντιμέτωπους τον Κλέωνα, ο οποίος υποστηρίζει τα σκληρά μέτρα, και τον Διόδοτο, που υποστηρίζει τη μετριοπάθεια. Για τον πρώτο, το πρόβλημα είναι να αποφευχθούν στο μέλλον οι αποσκιρτήσεις, που αποβαίνουν καταστροφικές για την εισροή των εισοδημάτων[64]· για τον δεύτερο, να μη λάβει η τιμωρία τον χαρακτήρα του ανεπανόρθωτου, κάτι που θα απέβαινε καταστροφικό για την εισροή των εισοδημάτων[65]. Ο πρώτος συμβουλεύει την παραδειγματική σκληρότητα, ενώ κατά τον δεύτερο η Αθήνα θα έπρεπε αυτή τη φορά να δείξει μετριοπάθεια και στο μέλλον να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να μην ξανασυμβούν τέτοια παθήματα. Όλη, λοιπόν, η συζήτηση διεξάγεται γύρω από το θέμα της πολιτικής που θα πρέπει να ακολουθήσει η Αθήνα απέναντι στους υπηκόους της· παράλληλα, επιδιώκεται να διευκρινιστεί η φύση της κυριαρχίας, εφόσον οι δύο αντίπαλοι αναγκάζονται να πουν συγκεκριμένα ως ποιον βαθμό συνιστά μία τυραννίδα (Γ΄. 37. 2) και απομακρύνεται από την έννοια του δικαίου (Γ. 40.4), ή ως ποιον βαθμό μπορεί να γίνει αποδεκτή και να περισωθεί (Γ’. 47. 2). Αλλά, μια τέτοια συζήτηση, μέσα σε καθαρά αθηναϊκό πλαίσιο, δεν έχει παρά μόνο έμμεσο ενδιαφέρον για τον πόλεμο ανάμεσα στις δύο πόλεις· δεν μπορεί να αποτελέσει στοιχείο σημαντικό, παρά για κάποιον που επικεντρώνει την προσοχή του στον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό και εννοεί να διαλευκάνει τους μηχανισμούς της λειτουργίας του.
 
Το επεισόδιο των Πλαταιών θα έπρεπε να τεθεί σε τελείως διαφορετικό πλαίσιο, εφόσον οι Αθηναίοι δεν συμμετέχουν καθόλου σ’ αυτό. Όμως, με τον τρόπο που το διαπραγματεύεται ο Θουκυδίδης, προκύπτουν πάλι οι ίδιες σκέψεις. Το επεισόδιο αποτελείται πρώτα από ένα στρατιωτικό μέρος, που χωρίζει τις δύο πράξεις του δράματος της Μυτιλήνης (20 – 25), και από μία σημαντική δημόσια συζήτηση, όπου παίρνουν τον λόγο οι Πλαταιείς και οι Θηβαίοι (53 – 69). Απέναντι στο ανώτερο ήθος της έκκλησης των Πλαταιέων, ο λόγος των Θηβαίων συνιστά μία απαγγελία κατηγορίας που λειτουργεί με τρόπο πλάγιο και θίγει διά μέσου της Αθήνας: έτσι, ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός βρίσκεται και πάλι στο κέντρο της υπόθεσης. Οι Θηβαίοι λένε ότι οι Πλαταιές, όντας πιστός σύμμαχος της Αθήνας, πρόδωσαν την Ελλάδα, πολύ χειρότερα και από το να είχαν δείξει την ίδια διάθεση απέναντι στους Μήδους, που δεν ενεργούσαν διαφορετικά[66]· με τη στάση, λοιπόν, που είχαν υιοθετήσει, οι Πλαταιές ήταν ένοχες για όλα τα εγκλήματα της Αθήνας[67], και σ’ αυτά είναι που εναντιώνονται έμμεσα οι Θηβαίοι[68]. Τώρα, η παρουσία μιας τέτοιας φραστικής επίθεσης είναι τόσο περισσότερο αξιοπαρατήρητη όσο λιγότερο ξεκάθαρος είναι ο ιστορικός της ρόλος. Γνωρίζουμε, όντως, ότι τα κίνητρα που επικαλούνταν οι Θηβαίοι δεν μέτρησαν καθόλου στην απόφαση των Λακεδαιμονίων: αυτοί, μας λέει ο Θουκυδίδης, δεν υπολόγιζαν παρά μονάχα το συμφέρον τους (Γ. 68.4). Ίσως, λοιπόν, δεν θα ήταν άστο- χο να σκεφτούμε ότι ο λόγος των Θηβαίων, τόσο άσχετος εκ πρώτης όψεως, στο βάθος λειτουργεί σαν κρίκος που θα συνδέσει ολόκληρο το επεισόδιο με τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό. Όπως κι αν έχει το ζήτημα, πρέπει να καταγράψουμε το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης δεν έχασε την ευκαιρία να παρεμβάλει σ’ αυτό το σημείο, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, έναν λόγο όπου ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός βρίσκεται, ακόμη μια φορά, στην ουσιώδη θέση.
 
Τα άλλα επεισόδια του βιβλίου δίνονται πολύ πιο σύντομα. Εκτός από εκείνο της Κέρκυρας (69 – 86), που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον του Θουκυδίδη ως θέμα ηθικής τάξεως, υπάρχουν μόνο απλές στρατιωτικές επιχειρήσεις, που τις διηγείται με συντομία. Όμως, δεν παραλείπει να σημειώσει, κατά περίπτωση, τον ρόλο του ιμπεριαλισμού, που πράγματι εξηγεί τις απελευθερωτικές ενέργειες της Σπάρτης και τις κατακτητικές της Αθήνας. Από τις δύο αυτές όψεις, η πρώτη παρουσιάζεται κυρίως στην υπόθεση της Ιωνίας (31. 1)· η δεύτερη εμφανίζεται για πρώτη φορά με τις υποθέσεις της Σικελίας και της Μήλου: πρόκειται για εγχειρήματα που φαίνονται άσχετα με τον πόλεμο ως προς τις γενεσιουργές αιτίες τους[69], τα οποία όμως ο Θουκυδίδης πρόσεξε να μην παραλείπει, γιατί αποτελούν αποκαλυπτικές ενδείξεις και υποδηλώνουν μία τάση που δεν θα αργήσει να εκδηλωθεί και να λάβει σημαντικές διαστάσεις.
 
Στο βιβλίο Δ΄, αυτές οι δύο όψεις αναλύονται πολύ διεξοδικότερα. Η προσοχή συγκεντρώνεται σε τέσσερα μεγάλα κέντρα: στην Πύλο, στη Σικελία, στη Βοιωτία και στα παράλια της Θράκης. Στα τρία πρώτα διαγράφεται πλέον με σαφήνεια ο χαρακτήρας των ιμπεριαλιστικών ενεργειών στο τελευταίο, η καταστατική αρχή του απελευθερωτικού πολέμου παίρνει, επιτέλους, σάρκα και οστά με τρόπο συστηματικό.
 
Η υπόθεση της Πύλου καταλαμβάνει μόνη της το αρχικό ένα τρίτο του βιβλίου[70]. Δεν είχε εκ των προτέρων καμία σχέση με τον ιμπεριαλισμό· αποτελούσε ένα απλό επεισόδιο του πολέμου στο οποίο, μάλιστα, δεν διέτρεχαν κανέναν απολύτως κίνδυνο τα πλεονεκτήματα της αθηναϊκής κυριαρχίας. Εντούτοις, με τον τρόπο που το διηγείται ο Θουκυδίδης και με τον λόγο που παρεμβάλλει, το συσχετίζει με τον κατακτητικό ιμπεριαλισμό: η Πύλος αποτελεί μέσα στο έργο την απρόσμενη επιτυχία στην οποία όφειλαν να αρκεστούν. Στο κεντρικό σημείο του επεισοδίου μιλούν μονάχα οι πρέσβεις των Λακεδαιμονίων, και τα λόγια τους είναι μια προειδοποίηση για την αθηναϊκή φιλοδοξία: η Αθήνα, λένε, δεν πρέπει να παρασυρθεί από αυτή την εύνοια της τύχης; πρέπει να μετριάσει τη δίψα της για κατακτήσεις· να μοιραστεί με τη Σπάρτη την ηγεμόνευση της Ελλάδας· με άλλα λόγια, πρέπει να βάλει φρένο στον ιμπεριαλισμό της. Και σαν να χρειάζεται να επιβεβαιώσει ότι αυτά δεν είναι από εκείνα τα εύκολα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν κάποιοι πρέσβεις επιδιώκοντας την ειρήνη, ο Θουκυδίδης καταγγέλλει την άρνηση της Αθήνας και τη συγκεκριμένη συμπεριφορά της, βλέποντας σ’ αυτές την ίδια φιλοδοξία από την οποία οι Λακεδαιμόνιοι προσπαθούσαν να την αποτρέψουν. Αν οι Αθηναίοι, λέει, ενήργησαν με αυτόν τον τρόπο, είναι γιατί επιθυμούσαν να αποκτήσουν περισσότερα: Δ΄. 21.2: τοῦ δέ πλέονος ὠρέγοντο· Δ΄. 41. 4: οἱ δέ μειζόνων τε ὠρέγοντο. Σε μία στρατιωτική επιτυχία που ακολουθείται από ένα εγχείρημα με καλή έκβαση βλέπει, κατά συνέπεια, μία εύνοια της τύχης που ακολουθείται από ένα πολιτικό λάθος. Όμως, περνάει από το ένα στο άλλο, μόνο επειδή κρίνει την πράξη ως εφαρμογή μιας αρχής, συσχετίζοντάς την και πάλι με αυτόν τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό που αναζητεί στο βάθος κάθε επιχείρησης για να τον φέρει στο φως.
 
Στην υπόθεση της Σικελίας, ο ρόλος του ιμπεριαλισμού είναι περισσότερο εμφανής- προκύπτει όμως καθαρά ότι ο Θουκυδίδης επέμεινε περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο και στο επεισόδιο και στην ερμηνεία του. Και δεν αρκείται να το συσχετίσει με την πλεονεξία που φανέρωσε η υπόθεση της Πύλου (Δ΄. 65. 4: οὕτω τῇ γε παρούσῃ εὐτυχίᾳ χρώμενοι ἠξίουν σφίσι μηδέν ἐναντιοῦσθαι), δεν αρκείται να ξεχωρίσει και να δείξει τη φιλοδοξία της Αθήνας που προσδιορίζει όλα τα επεισόδια: αισθάνεται επιπλέον την ανάγκη να αναθέσει στον Συρακούσιο Ερμοκράτη την καταγγελία της (59 – 65). Ο τελευταίος δηλώνει ότι ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός απειλεί τη Σικελία ολόκληρη· το βεβαιώνει επανειλημμένα με τον πιο έντονο τρόπο[71] και φέρνει ως απόδειξη τη συμπεριφορά της Αθήνας σε άλλες περιπτώσεις· απαιτεί ως εκ τούτου τη σύσταση ενός σικελικού συνασπισμού, με σκοπό την αντίσταση σ’ αυτή τη φιλοδοξία. Τώρα, αν και το επεισόδιο αυτό σχετιζόταν οπωσδήποτε με τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό, ο Θουκυδίδης είχε πάντως την ευχέρεια να μην το αποδώσει με τόσο έντονα χρώματα: η εκστρατεία αυτή καθαυτήν, ήταν μάλλον ασήμαντη· επιπλέον, σύντομα θα αποδεικνυόταν ότι δεν ήταν παρά ένας πρόλογος· ο ίδιος ο Ερμοκράτης επρόκειτο να παίξει έναν άλλο ρόλο αργότερα και να εκφωνήσει άλλους λόγους[72]. Τέλος, έστω και αν υποτεθεί ότι ο Θουκυδίδης θέλησε να ελκύσει την προσοχή στο σχέδιο του Ερμοκράτη για τη σικελική ενότητα, ο Droysen παρατηρεί ότι τα επιχειρήματα θα όφειλαν (ή τουλάχιστον θα μπορούσαν) να είναι διαφορετικά[73]: οι Συρακούσες, η ισχυρή πόλη, θα όφειλε, λέει, να δώσει εγγυήσεις στις πόλεις που, τρομοκρατημένες από τις προθέσεις του Ερμοκράτη, στρέφονταν προς την πλευρά της Αθήνας. Αν ο Ερμοκράτης δεν το κάνει αυτό, και αν προβάλλει εδώ μόνο τον αθηναϊκό κίνδυνο, είναι επειδή ο Θουκυδίδης θέλησε, και σ’ αυτή την περίπτωση, να καταδείξει την παρουσία του ιμπεριαλισμού, που ήταν, κατά τη γνώμη του, ο ουσιώδης συντελεστής.
 
Εξάλλου, την ίδια στιγμή που καταγγέλλει την αθηναϊκή φιλοδοξία, το σικελικό επεισόδιο, με τα λεγάμενα του Ερμοκράτη, επισημαίνει τη δημιουργία μιας αντίστασης από την πλευρά αυτών που βλέπουν να απειλείται η ανεξαρτησία τους· πρόκειται για μια αρχή των αποτυχιών, που θα είναι η τιμωρία της υπέρμετρης φιλοδοξίας της Αθήνας. Ύστερα από τον Ερμοκράτη, το βιβλίο Δ’ παρουσιάζει διαδοχικά, σε παρόμοιους ρόλους, τον Βοιωτό Παγώνδα, υπέρμαχο μιας άλλης ανεξαρτησίας και, κυρίως, τον Λακεδαιμόνιο Βρασίδα τον ελευθερωτή.
 
Στην υπόθεση της Βοιωτίας, ο Παγώνδας δεν συμμετέχει παρά με έναν σύντομο προτρεπτικό λόγο. Όμως, πρέπει να σημειώσουμε, για ακόμη μια φορά, ότι το αντικείμενο της πολεμικής του είναι ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός, και ότι αυτόν χρησιμοποιεί για να στείλει τον στρατό στη μάχη. Ο Θουκυδίδης, με την εμμονή της σύνθεσής του, δεν διστάζει να του δανείσει την τυπική διατύπωση που είδαμε να διατρέχει το βιβλίο: ο ιμπεριαλισμός της υπόθεσης της Πύλου, ο ιμπεριαλισμός της υπόθεσης της Σικελίας επανέρχεται εδώ κατά λέξη: ὅστις τά μέν ἑαυτοῦ ἔχει, τοῦ πλείονος δέ ὀρεγόμενος ἑκών τινι ἐπέρχεται (Δ΄. 92.2). Ο Παγώνδας υπενθυμίζει ότι η αθηναϊκή φιλοδοξία αποτελεί κίνδυνο για όλους[74]· δίνει τις σχετικές αποδείξεις: η κατάσταση της Εύβοιας, της Ελλάδας ολόκληρης· η απάντηση είναι η κατάρτιση ενός μη ιμπεριαλιστικού πολιτικού προγράμματος: τήν τε αὐτῶν αἰεί ἐλευθεροῦν μαχῇ καί τήν ἄλλων μή δουλοῦσθαι ἀδί­κως (Δ. 92. 7). Εάν όμως, σε μια τόσο σύντομη προτροπή ο Θουκυδίδης θεώρησε απαραίτητο να επαναλάβει τα γνωστά θέματα, ποιος άλλος μπορεί να είναι ο σκοπός του, παρά να παρουσιάσει και πάλι την ίδια θεμελιώδη σύγκρουση, την ίδια δύναμη που διευθύνει το παιχνίδι, την ίδια κεντρική μορφή που δεν θέλει να τη χάσουμε ούτε μια στιγμή από τα μάτια μας;
 
Αλλά, ενώ ο Παγώνδας μιλάει από τη θέση του αρχηγού μιας μικρής χώρας, που έχει υποστεί επίθεση και υπερασπίζεται όπως αρμόζει την ανεξαρτησία της, ο Βρασίδας αναλαμβάνει, μόνος του εναντίον του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού, μια συστηματική πολιτική απελευθέρωσης. Πρώτος αυτός επιδιώκει, επιτέλους, με όλες του τις δυνάμεις την αποσκίρτηση των συμμάχων της Αθήνας, την υπονόμευση της κυριαρχίας της, την πρακτική εφαρμογή ενός αντιιμπεριαλισμού. Και φαίνεται από μόνο του το γεγονός ότι κατέχει μια τιμητική θέση μέσα στο έργο και γίνεται το αντικείμενο μιας επίλεκτης πραγμάτευσης. Ο Θουκυδίδης, αφού έχει διακρίνει τον ρόλο του στην Πύλο (Β΄. 4 – 12) και μετά στα Μέγαρα (70 – 75), δεν θα ρίξει το φως επάνω του παρά μονάχα τη στιγμή που αρχίζει η δράση του, στον δρόμο προς τα μέρη της Θράκης. Η έναρξη γίνεται στην παράγραφο 78 του βιβλίου Δ’ και τελειώνει με τον θάνατό του, λίγο πριν από την ειρήνη του 421, στην παράγραφο 11 του βιβλίου Ε΄. Στις πρώτες σελίδες αυτού του συνόλου, ο Θουκυδίδης φτάνει ως το σημείο να σχολιάσει τον ρόλο και την επίδραση της προσωπικότητάς του κάτω από το φως μεταγενέστερων γεγονότων, κάτι που δεν κάνει για κανέναν άλλον εκτός από τον Περικλή. Τέλος, του αποδίδει έναν λόγο προς τους Ακανθίους (Δ΄. 85 – 88), που είναι κάτι σαν το κλειδί της επιχείρησής του, καθώς θα επαναλάβει συχνά τη βασική αρχή που θέτει εκεί[75]. Εμφανίζεται, λοιπόν, ως ο ελευθερωτής (85.1: “Πολίτες της Ακάνθου, στέλνοντας εμένα και τον στρατό μου, οι Λακεδαιμόνιοι επιβεβαίωσαν τον λόγο που είχαμε από την αρχή του πολέμου επικαλεστεί απέναντι στους Αθηναίους, ότι θα πολεμούσαμε για να ελευθερώσουμε την Ελλάδα”) υπολογίζει ότι οι υπήκοοι της Αθήνας είναι εκ προοιμίου σύμμαχοί του (85. 4)· το αντίθετο θα σήμαινε ότι αρνούνται την ελευθερία, για τον εαυτό τους και για τους άλλους (85. 5)· θα σήμαινε ότι είναι συνένοχοι· θα ήταν, όπως θα πει και στον επίλογό του, σαν να στερούσαν την Ελλάδα από τη δυνατότητα να βάλει τέλος στη σκλαβιά της (87. 3)· αντίθετα, εκείνος φέρνει ο ίδιος στις πόλεις μια αυτονομία που είναι εγγυημένη με όρκο (86. I)[76].
 
Χάρη στις αρχές αυτές, καταφέρνει να αποκτήσει την Άκανθο (88), την Αμφίπολη (102 – 108), την Τορώνη (110 – 117), κι έτσι η Αθήνα αποφασίζει την ανακωχή[77]. Στη διάρκεια μάλιστα της ανακωχής, οι ίδιες πάλι αρχές φέρνουν τις αυθόρμητες αποσκιρτήσεις της Σκιώνης (120) και κατόπιν της Μένδης (123). Παρ’ όλες τις προσπάθειες του Κλέωνα, μα και τον θάνατο του Βρασίδα, η Αθήνα με τις αποσκιρτήσεις αυτές διατρέχει έναν κίνδυνο αρκετά σοβαρό, ώστε να αποτελεί μια από τις αιτίες για τις οποίες θα δεχτεί την ειρήνη.
 
Έτσι, όλα τα γεγονότα μπαίνουν σε μια διάταξη με κέντρο τον ιμπεριαλισμό: όντας σύγκρουση ανάμεσα στην κατάκτηση (του παρελθόντος ή του παρόντος) και την απελευθέρωση (ιδιοτελή ή έμμεση), σειρά επιχειρήσεων που τοποθετούνται και από τις δύο πλευρές μέσα στο πλαίσιο της κυριαρχίας, ο πόλεμος, απ’ όπου κι αν κοιταχτεί, βρίσκεται κάτω από τον αστερισμό του ιμπεριαλισμού.
 
Επιπλέον, οι διάφοροι ρόλοι που παίζει, δεν είναι με κανένα τρόπο ανεξάρτητοι μεταξύ τους: συνδέονται με αλληλοαντιδράσεις και ο συνδυασμός τους εξηγεί την αλληλουχία των γεγονότων. Στο Ε’. 14. 2 ο Θουκυδίδης προσδιορίζει την ειρήνη με το εξής σκεπτικό: “(οι Αθηναίοι) φοβούνταν επίσης μην αποστατήσουν περισσότεροι σύμμαχοι, παίρνοντας θάρρος από αυτές τις αναποδιές, και μετάνιωναν τώρα που δεν είχαν κλείσει συμφωνία ύστερα από τα γεγονότα της Πύλου, ενώ είχε παρουσιαστεί πολύ ευνοϊκή ευκαιρία”[78] Έτσι, ο φόβος και η τύψη πάνε μαζί για τους Αθηναίους: φοβούνται μήπως δώσουν λαβή στην αποστασία και μετανιώνουν που δεν περιόρισαν από μόνοι τους τη φιλοδοξία τους. Όμως, αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα; και ακριβώς επειδή επιδίωξαν τα περισσότερα, επειδή προχώρησαν πολύ στην κατεύθυνση του ιμπεριαλισμού, φοβούνται τώρα να δουν την αυτοκρατορία τους να απειλείται από τη δράση των απελευθερωτών.; Αυτή η αμοιβαία δράση, που δένει μεταξύ τους όλες τις ιδέες, είναι n | αιτία για την οποία ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός συνιστά το πραγματικό θέμα του έργου.
 
Κατά συνέπεια, (ίο ενδιαφέρον του Θουκυδίδη) σταθερά προσηλωμένο σε μία πάντα ιδέα, γίνεται κατά τρόπο φυσικό ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα διάφορα επεισόδια και, όπως κι αν χρονολογήσουμε το καθένα από αυτά, είναι προφανές ότι δεν θα είχε νόημα να αναζητήσουμε σε ένα τέτοιο χαρακτηριστικό το όψιμο αποτέλεσμα μιας κάποιας εξέλιξης. Όπως είχε ήδη αποδειχθεί στην ανάλυσή μας του βιβλίου Α’, ο Θουκυδίδης ξεκίνησε το έργο του με μία διαμορφωμένη κιόλας ιδέα για τον ρόλο που θα διαδραμάτιζε ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός· και το επισήμανε στα παλαιά όσο και στα υστερότερα αποσπάσματα.
 
Ωστόσο, χωρίς να μπούμε στις λεπτομέρειες των συζητήσεων, μπορούμε τουλάχιστον να παρατηρήσουμε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, εάν ο Θουκυδίδης επεξεργάστηκε σε υστερότερη εποχή αποσπάσματα γραμμένα ή προετοιμασμένα σε εποχή παλαιά. αυτό που οπωσδήποτε έκανε, ήταν να υπογραμμίσει ακόμη περισσότερο την επίδραση του ιμπεριαλισμού, όπως θεωρήσαμε ότι έκανε στο βιβλίο Α΄.
 
Αφήνοντας τώρα κατά μέρος τα μεγάλα σύνολα, όπου χάνονται τα ίχνη μιας εργασίας, θα προσκομίσουμε ως απόδειξη ένα μόνο επιμέρους θέμα, που παίρνουμε από τα τελευταία επεισόδια. Είδαμε ότι σε όλο το τέλος του βιβλίου Δ΄, ο Θουκυδίδης έδειχνε ένα πολύ ζωηρό ενδιαφέρον για το πρόσωπο του Βρασίδα και για την επίδραση της απελευθερωτικής του εκστρατείας. Ένας κάπως διαφορετικός τόνος ακούγεται στα κεφάλαια του βιβλίου Ε’ τα σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας. Η αντίθεση αυτή, ελάχιστη άλλωστε, θεωρήθηκε από ορισμένους μελετητές, και ιδιαίτερα από τον Steup, ως απόδειξη ότι τα κεφάλαια αυτά δεν είχαν γραφτεί από τον ίδιο συγγραφέα, αλλά είχαν μετενσωματωθεί από τον “εκδότη” του Θουκυδίδη: εμείς θεωρούμε ό­τι πρόκειται μόνο για μια ένδειξη ότι δεν έχουν την ίδια χρονολογία.
 
Στο Δ΄. 117, η ανακωχή ερμηνεύεται από την αθηναϊκή πλευρά με τον φόβο των αποσκιρτήσεων: νομίσαντες Ἀθηναίοι μέν οὐκ ἄν ἔτι τόν Βρασίδαν σφῶν προσαποστῆσαι οὐδέν πρίν παρασκευάσαιντο καθ’ ἡσυχίαν. Στο Ε΄. 15. 2, ερμηνεύεται με την ήττα στο Δήλιο: σφαλέντων δέ αὐτῶν ἐπί τῷ Δηλίῳ παραχρήμα οἱ Λακεδαιμόνιοι γνόντες νῦν μᾶλλον ἄν ἐνδεξαμένους ποιοῦνται τήν ἐνιαύσιον ἀκεχειρίαν. Ίσως η αντίφαση δεν είναι τόσο σοβαρή όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως, διότι τα δύο γεγονότα συνδέονται μεταξύ τους και η ήττα στο Δήλιο είναι μία από τις αιτίες της επιτυχίας του Βρασίδα στους συμμάχους που είναι γεμάτοι ελπίδες (Δ΄. 108. 5: ἅμα δέ τῶν Ἀθη­ναίων ἐν τοῖς Βοιωτοῖς νεωστί πεπληγμένων…)· αλλά τα δύο αποσπάσματα είναι διαφορετικά προσανατολισμένα, εφόσον στο κεφάλαιο του βιβλίου Ε΄ παραλείπεται το ενδιάμεσο, μεταξύ Δηλίου και ανακωχής, που εμφανίζεται ως ουσιώδες στο βιβλίο Δ΄.
 
Επίσης, στο Δ΄. 81, ο Θουκυδίδης αφιερώνει έναν μακροσκελή σχολιασμό στα προτερήματα του Βρασίδα· αντίθετα, στο Ε΄. 16. 1, εξηγεί ότι αυτός ήθελε τον πόλεμο για τις επιτυχίες και τις τιμές που θα αποκόμιζε. Όμως, κι εδώ δεν υπάρχει απόλυτη αντίθεση, γιατί στη μία περίπτωση πρόκειται για τη συμπεριφορά του και στην άλλη για τα κίνητρά του[79]· και πάλι, αυτά δεν είναι ταπεινωτικά· το μόνο ψεγάδι που προκύπτει, είναι μια κάποια φιλαυτία· όμως ο θαυμασμός είναι θερμότερος εδώ παρά εκεί· έτσι, κι αυτή η ελάχιστη αντίθεση μπαίνει στην ίδια μοίρα με την προηγούμενη.
 
Όλα, λοιπόν, συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι οι αναπτύξεις του βιβλίου Δ΄ αποτυπώνουν τα ίχνη μιας υστερότερης επεξεργασίας· στο σχόλιο του Δ΄. 81, γίνονται υπαινιγμοί για την τελευταία περίοδο του πολέμου και για τις αποσκιρτήσεις που ακολούθησαν την καταστροφή στη Σικελία: ἔς τε τόν χρόνῳ ὕστερον μετά τά ἐκ Σικελίας πόλεμον. Ίσως, μάλιστα, ο Θουκυδίδης, όταν κάνει λόγο για την εμπιστοσύνη που ο Βρασίδας κατάφερε να εμπνεύσει στις πόλεις, να είχε κάλλιστα στον νου του έναν άλλο, πολύ διαφορετικό, Λακεδαιμόνιο[80]. Ο Λύσανδρος επρόκειτο πράγματι να επωφεληθεί από τη δράση του Βρασίδα, όμως και να προδώσει το απελευθερωτικό πρόγραμμα στο οποίο εκείνος πίστευε, κι έτσι να καταστήσει τη Σπάρτη τόσο αντιπαθητική στους Έλληνες[81], όσο δημοφιλή την είχε κάνει ο προκάτοχός του: η, υπονοούμενη εδώ, αντίθεση ανάμεσα στους δύο θα αιτιολογούσε πολύ καλά ένα νέο ξέσπασμα θαυμασμού, βασισμένο στη σύγκριση.
 
Από την άλλη πλευρά, στο σχόλιο του Δ΄. 108, ο Θουκυδίδης τονίζει το λάθος που έκαναν οι σύμμαχοι και το μέγεθος της αθηναϊκής δύναμης, έτσι όπως στη συνέχεια διαπιστώθηκε (ὅσῃ ὕστερον διεφάνη): αυτό υποθέτει ασφαλώς μια σημαντική αναδρομή. Το ίδιο λάθος σημειώνεται στο βιβλίο Ζ΄ (28. 3) και, έστω με μια λιγότερο σαφή αναφορά στην πραγματικότητα, στο βιβλίο Η΄ (2. 2: μάλιστα δέ οἱ τῶν Ἀθηναίων ὑπήκοοι ἕτοιμοι ἦσαν καί παρά δύναμιν αὐτῶν ἀφίστασθαι διά τό ὀργῶντες κρίνειν τά πράγματα καί μηδ’ ὑπολείπειν λόγον αὐτοῖς ὡς τό γ’ ἐπιόν θέρος οἷοί τ’ ἔσονται περιγενέσθαι). Συνολικά, αυτό το λάθος φαίνεται ότι δεν μπορεί να εκτιμηθεί παρά σε αναφορά προς τη μακρόχρονη αντίσταση των τελευταίων οκτώ ετών[82].
 
Στην περίπτωση αυτή, θα μπορούσαμε να δεχτούμε ότι οι αναπτύξεις που μας απασχολούν εδώ αντιστοιχούν σε κάποια νέα επεξεργασία. Και ίσως υπάρχει μια χειροπιαστή ένδειξη για αυτό: ενώ κάθε χρόνος του πολέμου που τελειώνει, συνοδεύεται από τη μνημόνευση του ονόματος του συγγραφέα (ὅν Θουκυδίδης ξυνέγραψεν), δύο φορές μονάχα λείπει αυτή η μνημόνευση: η πρώτη φορά είναι στο Β΄. 47, αμέσως μετά τον “Επιτάφιο”, που κλείνει το πρώτο έτος του πολέμου, και η δεύτερη στο Δ΄. 116, αμέσως μετά την εκστρατεία του Βρασίδα, που κλείνει το όγδοο έτος. Πράγματι, ο “Επιτάφιος”, κατά γενική συναίνεση, θεωρείται ότι προστέθηκε υστερότερα: θα ήταν δυνατόν, και στις δύο περιπτώσεις, η στερεότυπη φράση να ξέφυγε στη διάρκεια των επεξεργασιών.
 
Αν έτσι έγινε, πράγματι οι αποστασίες της τελευταίας περιόδου του πολέμου και η αντίθεση με τον Λύσανδρο θα αιτιολογούσαν διπλά την πρόθεση του Θουκυδίδη· όμως, αυτήν δεν θα την κατανοήσουμε στ’ αλήθεια, παρά μονάχα εάν, αναζητώντας την πραγματική έννοια των αποστασιών και αναδεικνύοντας τη σημασία της αντίθεσης ανάμεσα στις δύο συγκεκριμένες πολιτικές, αναχθούμε τελικά στον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό και σε όσα τον περίμεναν. Γιατί όταν ο πόλεμος της Αθήνας με τη Σπάρτη παίρνει πλέον την έκδηλη μορφή της κρίσης αυτού του ιμπεριαλισμού, τότε είναι που η επέμβαση του Βρασίδα αποκτά τη σημασία που της ανήκει, όπως και οι συνέπειες που την ακολούθησαν και οι πρακτικές που την αντικατέστησαν[83] : κάτω από τις επιμέρους αιτίες, το τέλος του ιμπεριαλισμού είναι η μείζων αιτία που καθόρισε τη νέα επεξεργασία.
 
Και αν αληθεύει το ότι ο Θουκυδίδης όλο και εντονότερα επισήμανε το σπουδαίο αυτό γεγονός, που και προηγουμένως το έβρισκε ήδη παντού μπροστά του, κατανοούμε πολύ καλά ότι, παρ΄ όλες τις επιμέρους δυσκολίες που ενδεχομένως δημιουργούνται εξαιτίας των διορθώσεων, η ενότητα του έργου γίνεται τόσο περισσότερο αισθητή όσο πιο πολύ ξαναδουλεύεται.
 
 Στη δεύτερη φάση του πολέμου, οι ίδιες διαθέσεις γίνονται οφθαλμοφανείς· και αν αυτά καθαυτά τα γεγονότα σχετίζονταν εμφανέστερα με τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό, ο τρόπος με τον οποίο τα μεταφέρει ο Θουκυδίδης συμβάλλει κατά μεγάλο μέρος ώστε να αυξαίνει το χαρακτηριστικό αυτό εντός των γεγονότων.
 
Το πρώτο στοιχείο που δείχνει την επέμβαση της προσωπικής του κρίσης, είναι το ότι διηγήθηκε αυτή τη δεύτερη φάση και το ότι θεώρησε τις εχθροπραξίες, όταν ξανάρχισαν, σαν να αποτελούσαν συνέχεια όσων είχαν προηγηθεί. Ο ίδιος, ύστερα από το 404, υπερασπίζεται την ιδέα του αυτή για την ενότητα του Πελοποννησιακού πολέμου σαν μια ερμηνεία πρωτότυπη και συζητήσιμη (Δ΄. 26. 2: καί τήν διά μέσου ξύμβασιν εἴ τις μή ἀξιώσει πόλεμον νομίζειν, οὐκ ὀρθῶς δικαιώσει). Και πραγματικά, ακόμη και ύστερα από αυτόν, βρίσκουμε το αχνάρι της θεωρίας που εκείνος αντικρούει σε κείμενα όπου, αντί για τον Πελοποννησιακό πόλεμο, αναφέρονται δύο πόλεμοι που τους χωρίζει η ειρήνη του Νικία[84].
 
Νομιμοποιούμαστε, λοιπόν, να σκεφτούμε ότι ο Θουκυδίδης, ακριβώς επειδή συσχέτιζε τους δύο πολέμους με την ιδέα του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού, είδε τόσο καθαρά το ενιαίο σύνολο που αποτελούσαν. Ο καθένας μπορούσε να διαπιστώσει, όπως εκείνος, ότι η ειρήνη δεν εφαρμόστηκε· ο καθένας μπορούσε να διαπιστώσει, όπως κι εκείνος, ότι οι εχθροπραξίες είχαν ξαναρχίσει· όμως αυτό που οι άλλοι δεν κατόρθωναν να αντιληφθούν, είναι ότι επρόκειτο πάντα για την ίδια σύγκρουση ανάμεσα στις ίδιες δυνάμεις και ότι, συνεπώς, ο νέος πόλεμος δεν ήταν παρά η κατάληξη του προηγούμενου. – Εάν πράγματι το πρόβλημα που είχε τεθεί στην αρχή της σύγκρουσης ήταν η αθηναϊκή κυριαρχία, ήταν φυσικό να προεκταθεί η ιστορία της σύγκρουσης έως το 404, τη χρονολογία κατά την οποία λύθηκε – επιτέλους – το πρόβλημα[85]. Εάν πράγματι, η ειρήνη του Νικία δεν υπήρξε για τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό παρά μια προσωρινή λύση, που την αρνήθηκε κατά τα γεγονότα της Πύλου και την καλοδέχτηκε μετά, ήταν φυσικό να την αντιλαμβάνεται κάποιος ως απλή ανακωχή, που σύντομα εγκαταλείφθηκε για τους ίδιους λόγους που είχε και τότε απορριφθεί. Και, τέλος, εάν πράγματι η βασική αρχή που κατεύθυνε το παιχνίδι στα τελευταία δέκα χρόνια ήταν η φιλοδοξία της Αθήνας, δεν υπήρχε τίποτα πιο φυσικό από το να προστεθεί στην ίδια εξιστόρηση η επιχείρηση – τύπος, όπου αυτή η φιλοδοξία άνθισε κι ύστερα καταστράφηκε· η εκστρατεία της Σικελίας πράγματι απέρρεε από την ίδια νοοτροπία που είχε εμπνεύσει τις πράξεις του Κλέωνα· σκόνταψε πάνω σε αντιστάσεις παρόμοιες με εκείνες που είχαν προκαλέσει την είσοδο των Πελοποννησίων στον πόλεμο, την αποστασία της Μυτιλήνης, την πολιτική της σικελικής ενότητας, την άμυνα της Βοιωτίας και την εκστρατεία τρυ Βρασίδα. Ο Θουκυδίδης θα το τονίσει αυτό, επαναλαμβάνοντας, για να περιγράψει την εκστρατεία της Σικελίας, μια έκφραση που απηχεί εκείνες που χρησιμοποιούσε τότε, αναφέροντας στο ΣΤ΄. 24. 4. τήν ἄγαν τῶν πλειόνων ἐπιθυμίαν. Επειδή σε καθεμιά περίπτωση ανέτρεξε στη βαθύτερη και μόνιμη αιτία, μπόρεσε να αντιληφθεί την ενότητα των γεγονότων. Και, ακριβώς, παρατηρούμε ότι οι συγγραφείς που δεν την αναγνώρισαν, δεν αναγνώρισαν και τον ρόλο του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού: κάνουν λόγο για έναν πόλεμο που έγι- νε εξαιτίας των Μεγαρέων, για έναν άλλον που καταλογίζεται στους Αργείους, για έναν τρίτο υπέρ των Λεοντίνων[86]. Η αιτία που ξεχώρισε ο Θουκυδίδης είναι μία και οι αφορμές που απασχολούν αυτούς τους συγγραφείς είναι πολλαπλές: γι’ αυτό εκείνος είδε έναν μόνο πόλεμο, εκεί που άλλοι έβλεπαν τρεις. Η ιδέα, που είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα επεισόδια, συνδέει επίσης και τους πολέμους.
 
Έτσι, σε ολόκληρο το δεύτερο μέρος του έργου, ανέδειξε την ιδέα αυτή με έναν τρόπο που τα γεγονότα δεν θα αρκούσαν για να τον επιβάλουν.
 
 Στο διάστημα ανάμεσα στην ειρήνη του Νικία και την εκστρατεία της Σικελίας, ένα μονάχα γεγονός συγκέντρωσε την προσοχή του τόσο, ώστε να δώσει τον λόγο σε ρήτορες και να επιδοθεί σε μια βαθιά , πολιτική ανάλυση. Πρόκειται ακριβώς για το μόνο γεγονός που, πριν από την επιχείρηση της Σικελίας, αποκαλύπτει την κατακτητική ανάγκη που κυριεύει σαν μανία την Αθήνα[87]: είναι η προσάρτηση της Μήλου, το 416. Το νησί ήταν μικρό, το εγχείρημα περιορισμένης εμβέλειας αυτό καθαυτό. Όμως, η Αθήνα πήγε να επιτεθεί σε έναν μικρό λαό, που διόλου δεν την έβλαπτε και τον οποίο μεταχειρίστηκε με αλησμόνητη σκληρότητα: δευτερεύουσας σημασίας για την ιστορία του πολέμου, η πράξη των Αθηναίων σήμαινε πάρα πολλά για την ιστορία του ιμπεριαλισμού. Και με αυτό το πνεύμα την αναλύει ο Θουκυδίδης στον διάλογο των εκπροσώπων της Αθήνας και της Μήλου, ο οποίος καταλαμβάνει το τέλος του βιβλίου (Ε΄. 85 -113). Για ακόμη μια φορά, αυτό που συζητείται είναι ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός: Πρέπει πραγματικά η Αθήνα να κατακτήσει τη Μήλο; Δεν φοβάται ότι αυτή η πολιτική μπορεί μια μέρα να γυρίσει εναντίον της ή να καταλήξει σε αποτυχία; Αυτό το θέμα αρχής πηγαίνει πολύ βαθιά και το ιμπεριαλιστικό δόγμα εξετάζεται πολύ συγκεκριμένα στις σχέσεις του με τη δικαιοσύνη (89 – 91), με τους θεούς (104 – 105), με τους αντιπάλους (105 -111). Τέτοιου είδους εμβαθύνσεις επιτρέπουν την υπόθεση ότι ο Θουκυδίδης θέλησε να κοιτάξει το θέμα στην ουσία του· και είναι προφανές ότι η Μήλος δεν είναι παρά μια ευκαιρία, που οι διαστάσεις της δεν αντιστοιχούν ολότελα με την εμβέλεια της ανάπτυξης.
 
Η εκστρατεία της Σικελίας είναι μια διαφορετική περίπτωση: αυτή ήταν, και θα παραμείνει για πάντα, η κατ’ εξοχήν ιμπεριαλιστική πράξη, και το μέγεθος της καταστροφής, που ήταν η απόληξή της, δεν μπορούσε παρά να συγκεντρώνει γενικά την προσοχή. Πέρα όμως από αυτή τη διαπίστωση, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Θουκυδίδης την αξιοποίησε με έναν συναρπαστικό τρόπο στα δύο βιβλία που της αφιέρωσε· με την ξεχωριστή εισαγωγή τους – που έκανε πολλούς να απορήσουν -, με τη σημαντική έκτασή τους – 192 κεφάλαια για δυόμισι χρόνια -, με τη σπουδαιότητα των πολιτικών αναλύσεών τους – που κατανέμονται στο βιβλίο ΣΤ΄ σε επτά μακροσκελείς λόγους -, με την τελειότητα της αφήγησής τους – η οποία εντυπωσιάζει τους αναγνώστες και ήδη εντυπωσίαζε τον Πλούταρχο[88] – τα βιβλία αυτά αποτελούν μέσα στο έργο ένα υπόδειγμα εντέλειας και επιμέλειας.
 
Και αυτό που επιδίωξε να αναλύσει τόσο εντυπωσιακά, ήταν η συγκεκριμένη κρίση του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού. Κάθε φορά που παρουσιάστηκε η ευκαιρία, κατέδειξε, ακόμα και μέσα στην έκθεση των γεγονότων, τη φύση της αθηναϊκής πολιτικής, δηλαδή την παρουσία του ιμπεριαλισμού[89], και του αφιέρωσε όλες τις αναλύσεις του βιβλίου ΣΤ΄.
 
Η διαπραγμάτευση ξετυλίγεται, πράγματι, σε τρεις πράξεις. Η αθηναϊκή άποψη δίνεται στην πρώτη αντιλογία, που φέρνει αντιμέτωπους τον Νικία και τον Αλκιβιάδη (9 – 24)· στη δεύτερη αντιλογία δίνεται η άποψη του αντιπάλου, με την αντιπαράθεση του Ερμοκράτη και του Αθηναγόρα (32 – 41)· τέλος, οι δύο απόψεις μπαίνουν στη ζυγαριά στην ουδέτερη πόλη της Καμάρινας, που προσπαθούν να προσεταιριστούν ο Συρακούσιος Ερμοκράτης και ο Αθηναίος Εύφημος, ο οποίος έχει αντικαταστήσει τον Αλκιβιάδη, που εξαφανίζεται ανάμεσα στη μία και την άλλη πράξη (76 – 78). Ο Αλκιβιάδης εντούτοις ξαναεμφανίζεται, και αυτή τη φορά λαμβάνει τον λόγο στη Σπάρτη (89 – 93).
 
Σ’ αυτό το ευρύ σύνολο όλοι οι λόγοι, όποιοι κι αν είναι, αναφέρονται στην αθηναϊκή πολιτική, με αποκλειστικό σκοπό να οριοθετήσουν τους κινδύνους που αυτή περικλείει.
 
Ως προς την πρώτη αντιλογία, το πράγμα είναι προφανές. Μπορούμε ωστόσο να σημειώσουμε ότι ο Θουκυδίδης φροντίζει να πραγματευθεί το πρόβλημα γενικά και σχεδόν αφηρημένα. Πρόκειται για αντιπαράθεση αρχών. Ο Νικίας, οπαδός της μετριοπάθειας, θέλει να στερεώσει την αυτοκρατορία, όχι να την επεκτείνει[90]· ο Αλκιβιάδης του αντιτίθεται, υπερασπίζοντας την ίδια την κατάχτηση ως αρχή που επέτρεψε τη σύσταση της αυτοκρατορίας[91] και αποτελεί μια αναγκαιότητα για την Αθήνα: μια πόλη όπως αυτή, εάν δεν συνεχίσει να μεγαλώνει, κινδυνεύει να χαθεί και δεν έχει την ευχέρεια να περιορίσει κατά βούληση την κυριαρχία της[92]. Ώστε το θέμα είναι όχι τόσο η εκστρατεία όσο ο μηχανισμός του ίδιου του ιμπεριαλισμού; αναγνωρίζουμε εδώ την επέμβαση του Θουκυδίδη[93].
 
Το ίδιο συμβαίνει και στους λόγους των δύο Συρακουσίων. Ο Ερμοκράτης επαναλαμβάνει την κατηγορία που είχε διατυπώσει ήδη στο βιβλίο Δ΄: οι Αθηναίοι εποφθαλμιούν τη Σικελία[94], αυτή πρέπει να ενωθεί εναντίον τους και ο φόβος σίγουρα θα φροντίσει πάντα γάρ ὑπό δέους ξυνίσταται (33.5)· θα φέρει μάλιστα στους Συρακουσίους και συμμάχους, ίσως και την Καρχηδόνα (34.2): ο Ερμοκράτης, όπως και ο Βρασίδας – εδώ όμως πρόκειται για λαούς ακόμα ανεξάρτητους -, περιγράφει συνολικά και αντιπαραθέτει στην αθηναϊκή φιλοδοξία τις αντιστάσεις που προκαλεί. Κι αν ο Αθηναγόρας αρνείται να προετοιμάσει την αναμέτρηση, είναι επειδή δεν θεωρεί την Αθήνα τόσο τρελή, ώστε να αναλάβει, αυτή τη χρονική στιγμή, ένα τέτοιο εγχείρημα· άρα, για τον αναγνώστη που έχει προειδοποιηθεί στα προηγούμενα κεφάλαια, η επιφύλαξη που εκφράζεται δεν συμβάλλει παρά μόνο στην ενδυνάμωση της φιλοδοξίας αυτής, που σωστά καταγγέλλει ο Ερμοκράτης.
 
Και σαν να χρειαζόταν να παρουσιάσει ακόμα πιο ανάγλυφα τα χαρακτηριστικά της φιλοδοξίας αυτής, ο Ερμοκράτης εκφωνεί σε λίγο έναν τρίτο λόγο, που επαναλαμβάνει τις ίδιες κατηγορίες[95], και προσκομίζει, ως παράδειγμα που πρέπει να αποφευχθεί, την υποδούλωση των υπηκόων της Αθήνας. Ότι γίνεται εδώ ξανά μία δίκη, εφ’ όλης της ύλης, του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού, το δείχνει η απάντηση του Ευφή­μου, εφόσον προοιμιακά το αναφέρει δηλώνοντας: ἀνάγκη καί περί τῆς ἀρχής εἰπεῖν ὡς εἰκότως ἔχομεν. Άλλη μια φορά ανατρέχει στους Περσικούς πολέμους, παρέχει εξηγήσεις συνολικές, μιλάει για την αντιζηλία με τη δωρική πόλη της Σπάρτης, για τις δυσχέρειες και τα μίση που σπρώχνουν την Αθήνα να ενεργήσει. Ο ιμπεριαλισμός κρίνεται απ’ έξω, με την ίδια οξύνοια που είχε πρωτύτερα κριθεί από μέσα; ο αναγνώστης αποκτά έτσι μία σφαιρική εικόνα και βλέπει να  φωτίζεται άπλετα, και να στέκει πάνω από όλες τις περιστασιακές πράξεις, η σύγκρουση ανάμεσα σε μία δύναμη, την οποία αναγνωρίζει πια καλά, και στις αντιστάσεις που αυτή προκαλεί.
 
Οι αντιστάσεις αυτές αυξαίνουν και η τελευταία συμβολή στην αύξησή τους είναι η βοήθεια που δίνει τότε ο Αλκιβιάδης στη Σπάρτη: ο τελευταίος λόγος του, που διευκρινίζει, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, τις κατευθυντήριες αρχές της αθηναϊκής πολιτικής, παρουσιάζει έτσι και το όργανο που θα συντελέσει στην αποτυχία της. Για πρώτη φορά, σ’ αυτό το τέλος του βιβλίου η εκστρατεία της Σικελίας εξαφανίζεται μπροστά σε μια πελώρια φιλοδοξία, τρομερά συγκεκριμένη αυτή τη φορά, που ο Αλκιβιάδης αποκαλύπτει πως δεν γνωρίζει όρια (90. 2): “Αρμενίσαμε στη Σικελία, εμείς οι Αθηναίοι, πρώτ’ απ’ όλα για να υποτάξουμε, αν μπορούσαμε, όλους τους Έλληνες της Σικελίας, και, ύστερα από αυτούς, επίσης και τους Έλληνες της Ιταλίας, και, τέλος, για να επιχειρήσουμε να πάρουμε την αυτοκρατορία των Καρχηδονίων και αυτούς τους ίδιους. Και αν πετύχαιναν αυτοί οι σκοποί, ή όλοι ή τουλάχιστον οι περισσότεροι, τότε πια σκοπεύαμε να κατευθύνουμε τις επιχειρήσεις μας ενάντια στην Πελοπόννησο… Ελπίζαμε ότι θα κυριεύαμε εύκολα τις πολιτείες της, και ύστερα από αυτό θα γινόμαστε ηγεμόνες ολόκληρου του ελληνικού κόσμου” (καί τοῦ ξύμπαντος Ελληνικοῦ ἄρξειν). Όμως, απέναντι σ’ αυτό το σχέδιο της πανελλήνιας και -θα λέγαμε- παγκόσμιας κυριαρχίας, ο Αλκιβιάδης προτείνει στους Λακεδαιμονίους ένα πρόγραμμα που αποσκοπεί στην εκμηδένιση κάθε αθηναϊκής κυριαρχίας: ἵνα … καί Ἀθηναίων τήν τε οὖσαν καί τήν μέλλουσαν δύναμιν καθέλητε. Οι συμβουλές που δίνει για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα προετοιμάζουν την αφήγηση του βιβλίου Ζ΄ και την πανωλεθρία με την οποία τελειώνει[96]. Βέβαια, η συσχέτιση των δύο θεμάτων, που το καθένα τους παρουσιάζεται στην πιο ακραία μορφή του, δεν είναι τυχαία: υπογραμμίζει τον κίνδυνο που διατρέχει η Αθήνα εξαιτίας της απερισκεψίας της· υποβάλλει την ιδέα, που σημειώθηκε ήδη παραπάνω, ότι το αποτέλεσμα από τις επιχειρούμενες κατακτήσεις είναι να απειλούνται όσα αποκτήθηκαν στο παρελθόν και υπάρχουν μέχρι αυτή τη στιγμή.
 
Και αυτή είναι όντως η αξία των αναλύσεων: κίνδυνοι από μια ιμπεριαλιστική πολιτική, δυνατότητες και εμπόδια που θα συναντήσει, επιχειρήματα που μπορούν να ισχύσουν υπέρ ή εναντίον της, όλα όσα λέγονται αποκτούν μια αξία, από το γεγονός ότι η πρόσφατη έκφανση της φιλοδοξίας της Αθήνας θα γυρίσει πια εναντίον της: ο ιμπεριαλισμός αποτυγχάνει από δικό του σφάλμα, και τότε ανακαλύπτει τις εγγενείς αδυναμίες του. Αυτές θα εμφανιστούν αμέσως μετά από την εκστρατεία.

Οι αποστασίες γεμίζουν την αρχή του βιβλίου Η΄: οι Αθηναίοι τις αναμένουν (1. 2), προετοιμάζονται (1. 3), οι πόλεις αποσκιρτούν με ενθουσιασμό (2. 1), οι Ευβοείς, οι Λέσβιοι, οι Χιώτες και οι Ερυθραί- οι απευθύνουν από μόνοι τους έκκληση στη Σπάρτη (5), όλοι κινούνται (15.1), οι μεν θέλουν να παρασύρουν τους δε (19) – και κάποτε το καταφέρνουν (22. 2): τίποτα δεν τους συγκρατεί, ούτε οι ανταμοιβές ούτε η παροχή αυτονομίας (12) ούτε μια αλλαγή του καθεστώτος (48· πβ. 64 – 65).
 
Όμως, εδώ ο Θουκυδίδης περιορίζεται στα ελάχιστα: χωρίς δημηγορίες, χωρίς επιλογή ανάμεσα στα επεισόδια, χωρίς κανενός είδους δομή, το βιβλίο προχωρεί άχρωμα, χωρίς καθόλου να ξανοίγεται. Μπορούμε να το εξηγήσουμε, λέγοντας ακριβώς ότι, αν οι αποστασίες σχετίζονταν από τη φύση τους με το δράμα του ιμπεριαλισμού, στην πράξη, εντούτοις, οι διαπραγματεύσεις και οι διαθέσεις που εκφράζονταν, είχαν πια ολότελα ανεξαρτητοποιηθεί από αυτόν. Οι μακροχρόνιες και αβέβαιες εκστρατείες της Ασίας, όπου ο αγώνας, έχοντας γίνει θέμα ζωτικό και για τις δύο πλευρές, δεν άφηνε πλέον κανένα περιθώριο για τις ιδέες της κατάκτησης και της απελευθέρωσης[97]· έτσι οι αποστασίες θα είχαν πολύ φυσικά θυσιαστεί, ενώ η εκστρατεία της Σικελίας ήταν, για τον ιστορικό, το επίλεκτο αντικείμενο της μεριμνάς του. Ο τρόπος γραφής του βιβλίου Η΄ θα μπορούσε επίσης κάλ- λισχα να αποδοθεί σε άλλες αιτίες[98]. Σε κάθε περίπτωση, όποια κι αν είναι η σχέση ανάμεσα στα δύο στοιχεία, μπορούμε τουλάχιστον να καταγράψουμε τη σύμπτωση και να παρατηρήσουμε ότι το μόνο μέρος του έργου όπου ο ρόλος του ιμπεριαλισμού δεν εμφανίζεται ξεκάθαρα, είναι ακριβώς εκείνο όπου το χέρι του Θουκυδίδη γίνεται ελάχιστα αισθητό. Οπότε το βιβλίο Η΄ λειτουργεί ως εκ του αντιθέτου απόδειξη για όσα είπαμε προηγουμένως για τα άλλα βιβλία.
 
Αν, λοιπόν, αληθεύει ότι σε ολόκληρο αυτό το δεύτερο μέρος του πολέμου η ιδέα του ιμπεριαλισμού ήταν το στοιχείο που καθόρισε κατά προτεραιότητα τη βασική δομή του έργου, είναι προφανές ότι η θέση που κατέχει, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να εξαρτήθηκε από τη μία ή την άλλη επεξεργασία. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό να ενισχύθηκε στη διάρκεια μιας υστερότερης εργασίας[99], εφόσον γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο ήταν γενικά ένα από τα αποτελέσματα της εργασίας αυτής· εί­ναι πάντως βέβαιο ότι, ευθύς εξαρχής, η ιδέα αυτή ήταν παρούσα και δέσποζε στη διανοητική και ιστορική δραστηριότητα του Θουκυδίδη.
 
 Εξετάζοντας όλα τα γεγονότα κάτω από το φως του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού, ο Θουκυδίδης εισάγει την έννοια της ενότητας στο βάθος του γίγνεσθαι, η οποία εκδηλώνεται, όπως είδαμε, μέσα από τις σχέσεις που εγκαθιστά ανάμεσα στα διάφορα επεισόδια. Εκφράζεται, επίσης, με τον πιο συγκεκριμένο τρόπο, στη σειρά των λόγων που αναφέρονται στον ιμπεριαλισμό. Αυτοί, όχι μόνο περιστρέφονται γύρω από το ίδιο θέμα, αλλά αναπτύσσουν επίσης παράλληλες επιχειρηματολογίες. Από τη μια πλευρά όλοι οι αντίπαλοι του ιμπεριαλισμού, από την άλλη όλοι οι υποστηρικτές του: οι φωνές τους δυναμώνουν, αλληλοαπηχούνται και ακούγονται, καθώς ξετυλίγεται το έργο, σαν δύο μεγάλες κραυγές που απαντούν η μία στην άλλη σε μία δραματική και αιώνια σύγκρουση.
 
Στην πρώτη σειρά ανήκουν λόγοι πολλοί, αν όχι εξίσου σημαντικοί: οι δύο λόγοι των Κορινθίων στη Σπάρτη, στο βιβλίο Α΄, η παραίνεση του Αρχίδαμου στο βιβλίο Β΄, ο λόγος των Μυτιληναίων και εκείνος των Θηβαίων στο βιβλίο Γ΄, ο πρώτος λόγος του Ερμοκράτη, ο λόγος του Παγώνδα και εκείνος του Βρασίδα στο βιβλίο Δ΄, τέλος οι δύο λόγοι του Ερμοκράτη στο βιβλίο ΣΤ΄.
 
Στη δεύτερη ομάδα έχουμε δύο σειρές από λόγους: οι ρήτορες, πότε υπερασπίζονται στο εξωτερικό την πολιτική της Αθήνας (όπως οι Αθηναίοι στο βιβλίο Α΄ και στο βιβλίο Ε΄, ή ο Εύφημος στο βιβλίο ΣΤ΄), πότε μιλούν στην Αθήνα και, συζητώντας για την πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί, υπερασπίζονται εναντίον άλλων Αθηναίων τις αρχές του ιμπεριαλισμού (όπως ο Περικλής στα βιβλία Α΄ και Β΄, ο Κλέων στο βιβλίο Γ΄ και ο Αλκιβιάδης στο βιβλίο ΣΤ΄).
 
Σε καθεμιά από τις δύο σειρές λόγων βλέπουμε να επαναλαμβάνεται η ίδια κίνηση κατηγορίας από τους μεν και απολογίας από τους δε.
 
Η κατηγορία είναι απλή: θέλει μόνο να αποδείξει ότι η Αθήνα τρέφει ιμπεριαλιστικές βλέψεις. Όποια κι αν είναι η περίσταση, είτε πρόκειται να πείσουν έναν λαό να αποφασίσει τον πόλεμο, την αντίσταση ή την αποστασία, είτε να δικαιολογήσουν την απόφαση που πήρε, οι ρήτορες παίρνουν διαδοχικά τον λόγο, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να καταστήσουν αποδεκτό το γεγονός και να αναδείξουν την αθηναϊκή φιλοδοξία. Άλλοι εκφράζονται με συντομία και με απλές αποφάνσεις, ενώ άλλοι επιχειρούν να προσκομίσουν αποδείξεις. Γι’ αυτό και αναφέρονται στη συμπεριφορά της Αθήνας στο παρελθόν: υποδούλωσε όλους τους λαούς· και μία συγκεκριμένη περίπτωση, επιλεγμένη ανάλογα με τις περιστάσεις, ξεσκεπάζει τις προθέσεις της: τέτοιες είναι οι περιπτώσεις της Κέρκυρας και της Ποτίδαιας για τους Κορινθίους στο βιβλίο Α΄, των παλαιών μελών της συμμαχίας γενικά για τους Μυτιληναίους, των Χαλκιδαίων για τον Ερμοκράτη (στο βιβλίο Δ΄) ή της Εύβοιας για τον Παγώνδα. Σύμφωνα με αυτά τα παραδείγματα, οι θέσεις του καθενός ρήτορα αποκτούν αληθοφάνεια: οὐ γάρ ἄν Κέρκυράν τε ὑπολαβόντες ἡμῶν εἶχον καί Ποτείδαιαν ἐπολιόρκουν, λένε οι Κορίνθιοι στο Α΄. 68. 4· οὐ γάρ εἰκός ἦν αὐτούς οὕς μέν μεθ’ ἡμῶν ἐνσπόνδους ἐποιήσαντο καταστρέψασθαι, τούς δέ ὑυπολοίπους, εἴ ποτε ἄρα δυνηθεῖεν, μή δρᾶσαι τοῦτο, λένε οι Μυτιληναίοι στο Γ΄. 10. 6· οὐ γάρ δή εὔλογον τάς μέν ἐκεῖ πόλεις ἀναστάτους ποιεῖν, τάς δέ ἐνθάδε κατοικίζειν καί Λεοντίνων μέν Χαλκιδέων ὄντων κατά τό ξυγγενές κήδεσθαι, Χαλκιδέας δέ τούς ἐν Εὐβοίᾳ, ὧν οἵδε ἄποικοί εἰσι, δουλωσαμένους ἔχειν, λέει ο Ερμοκράτης στο ΣΤ΄. 76.2. Σε ορισμένους μόνο λόγους, η ανάλυση είναι πιο προχωρημένη και τείνει να τονίσει περισσότερο κάποιο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Αλλά και αυτά τα χαρακτηριστικά συμπίπτουν στο θέμα των αρχών και αλληλοσυμπληρώνονται από τον έναν λόγο στον άλλον. Η αθηναϊκή κυριαρχία εγκαθίσταται προοδευτικά (κατ’ ολίγον, Α’. 69. 3), αρχίζοντας από τους ασθενέστερους σύμμαχους (ἐν τῷ αὐτῷ δέ καί τά κράτιστα ἐπί τε τούς ὑποδεεστέρους πρώτους ξυνεπῆγον, Γ΄. 11. 3), χρησιμοποιώντας όμορφες προφάσεις (αἰτίαν εὐπρεπῆ ἐπενεγκόντες, ΣΤ΄. 76. 3· πβ. Γ’. 11. 2). Βλέπουμε, λοιπόν, από τη μια ως την άλλη άκρη τον ίδιο ιμπεριαλισμό να ξεσκεπάζεται με την ίδια διαδικασία και να καταγγέλλεται με τον ίδιο τρόπο: το γεγονός ότι δεν του απαγγέλλονται ποτέ άλλες κατηγορίες, επιτρέπει να ανάγεται ο καθένας λόγος σε ένα και μοναδικό μεγάλο θέμα, ενισχύοντας έτσι την αξία της καταγγελίας.
 
Ένα ακόμη στοιχείο έρχεται να τονίσει το “βάσιμο της αγωγής”: οι Αθηναίοι ρήτορες δεν αρνούνται με κανένα τρόπο στις υπερασπίσεις τους αυτόν τον χαρακτήρα της πολιτικής τους, και δεν τον συζητούν παρά ως δεδομένον. Στη μεγάλη κραυγή: “τρέφουν ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες”, απαντούν επαναλαμβάνοντας: “είμαστε αναγκασμένοι να είμαστε ιμπεριαλιστές”. Με αυτόν τον τρόπο, για τον αναγνώστη, συμβάλλουν όσο και οι αντίπαλοί τους στην εμπέδωση της ίδιας εντύπωσης.
 
Οι λόγοι της δεύτερης σειράς, όπως και εκείνοι της πρώτης, συνδέονται μεταξύ τους μέσω αυτής της παράλληλης εμφάνισης του ίδιου στοιχείου στις επιχειρηματολογίες τους. Όμως, αυτή η παραλληλία δεν μπορεί να επεκταθεί τόσο πολύ όσο στην πρώτη σειρά, γιατί κινδυνεύει έτσι να προδώσει την αλήθεια. Ένας άνθρωπος που στην Αθήνα υπερασπίζεται μια συγκεκριμένη ιμπεριαλιστική πολιτική, δεν μπορεί να εκφραστεί όμοια με έναν άλλον που μιλάει κάποια άλλη στιγμή και για κάποιο άλλο πρόβλημα. Από την πλευρά τους, οι Αθηναίοι που δικαιολογούν στο εξωτερικό τις πρακτικές της πατρίδας τους, όταν πραγματεύονται τα ίδια γεγονότα με τους αντιπάλους τους, οφείλουν να τα ερμηνεύσουν και όχι να τα αναφέρουν απλά. Έχουν διαφορετικό προσανατολισμό από τους Αθηναίους που μιλούν στην Αθήνα, κι έτσι οι λόγοι τους πρέπει να είναι και πιο εμπεριστατωμένοι από εκείνους των αντιπάλων τους και, άρα, λιγότερο όμοιοι μεταξύ τους.
 
Δεν μπορεί παρά να εκπλησσόμαστε ακόμη περισσότερο, όταν βλέπουμε τον Θουκυδίδη να δίνει την ίδια τυπική μορφή σε επιχειρηματολογίες που στην πραγματικότητα είναι τόσο διαφορετικές, και έτσι να αποκαθιστά κατά κάποιον τρόπο τη συγγένειά τους: από την αρχή ως το τέλος του έργου, αντιπαραθέτει στη μία και μοναδική στάση των μεν μία εξίσου μοναδική στάση των δε. Έτσι, οι Αθηναίοι του βιβλίου Α΄ δηλώνουν: ἐξ αὐτοῦ δέ τοῦ ἔργου κατηναγκάσθημεν τό πρῶτον προαγαγεῖν αὐτήν ἐς τόδε (Α΄. 75. 3), ή: εὖ ἴσμεν μή ἄν ἧσσον ὑμᾶς λυπηρούς γενομένους τοῖς ξυμμάχοις καί ἀνανκασθέντας ἄν ἤ ἄρχειν ἐγκρατῶς ἤ αὐτούς κινδυνεύειν (Α΄. 76. 1), ή, τέλος, σε άλλο επίπεδο: οὐδ’ ἡμεῖς θαυμαστόν οὐδέν πεποιήκαμεν οὐδ’ ἀπό τοῦ ἀνθρωπείου τρόπου, εἰ ἀρχήν τε διδομένην ἐδεξάμεθα καί ταύτην μή ἀνεῖμεν ὑπό <τριῶν> τῶν μεγίστων νικηθέντες, τιμῆς καί δέους καί ὠφελίας, οὐδ’ αὖ πρῶτοι τοῦ τοιούτου ὑπάρξαντες ἀλλ’ αἰεί καθεστῶτος τόν ἥσσω ὑπό τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι (Α΄. 76. 2). Όμοια, ο Περικλής δηλώνει στο Β΄. 63. 2: ἧς οὐδ’ ἐκστῆναι ἔτι ὑμῖν ἔστιν εἴ τις καί τόδε ἐν ταῷ παρόντι δεδιώς ἀπραγμοσύνη ἀνδραγαθίζεται· [ὥς] τυραννίδα γάρ ἤδη ἔχε­τε αὐτήν· ἥν λαβεῖν μέν ἄδικον δοκεῖ εἶναι, ἀφεῖναι δέ ἐπικίνδυνον. Όμοια, ο Κλέων παρατηρεί στο Γ΄. 40. 4: εἰ γάρ οὗτοι ὀρθῶς ἀπέστησαν, ὑμεῖς ἄν οὐ χρεών ἄρχοιτε· εἰ δέ δή καί οὐ προςῆκον ὅμως ἀξιοῦτε τοῦτο δρᾶν, παρά τό εἰκός τοι καί τούσδε ξυμφόρως δεῖ κολάζεσθαι ἤ παύεσθαι τῆς ἀρχῆς καί ἐκ τοῦ ἀκίνδυνου ἀνδραγαθίζεσθαι. Όμοια, και σε διαφορετικό επίπεδο, οι Αθηναίοι του βιβλίου Ε΄ παρατηρούν στο Ε΄. 105. 2: ἡγούμεθα γάρ τό τε θεῖον δόξῃ, τό ἀνθρώπειόν τε σαφῶς διά παντός ἀπό φύσεως ἀναγκαίας οὗ ἄν κρατῇ ἄρχειν … εἰδότες καί ὑμᾶς ἄν καί ἄλλους ἐν τῇ αὐτῇ δυνάμει ἡμῖν γενομένους δρῶντας ἄν ταὐτό. Όμοια και ο Αλκιβιάδης βεβαιώνει στο ΣΤ΄. 18. 3: οὐκ ἔστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι ἐς ὅσον βουλόμεθα ἄρχειν, ἀλλά ἀνάγκη, ἐπειδήπερ ἐν τῷδε καθέσταμεν τοῖς μέν ἐπιβουλεύειν, τούς δέ μή ἀνιέναι… Όμοια, τέλος, το θέτει και ο Εύφημος στο ΣΤ΄. 87. 2: φαμέν γάρ ἄρχειν μέν τῶν ἐκεῖ ἵνα μή ὑπακούωμεν ἄλλου, ἐλευθεροῦν δέ τά ἐνθάδε ὅπως μή ὑπ’ αὐτῶν βλαπτώμεθα, πολλά δ’ ἀναγκάζεσθαι πράσσειν διό­τι καί πολλά φυλασσόμεθα.
 
Από τη μία πλευρά όσο και από την άλλη, η φύση της χρησιμοποιούμενης επιχειρηματολογίας και η επανάληψή της, λίγο – πολύ στο ακέραιο, από τον έναν λόγο στον άλλον, καταλήγουν να αναδείξουν, μέσα στο συνεχές της σύγκρουσης που συνεπάγεται, αυτό το τεράστιο γεγονός που είναι ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός, το οποίο θεμελιώνει έτσι συνολικά το νόημα και την ενότητα του έργου. Και αυτή η συγγένεια ανάμεσα στις επιχειρηματολογίες, τόσο πιο αξιοσημείωτη όσο πιο κατασκευασμένη, επιβεβαιώνει με συγκεκριμένο τρόπο τα αποτελέσματα της μέχρι τώρα εργασίας μας, ότι δηλαδή αυτό το χαρακτηριστικό του έργου αποτελεί ένα στοιχείο σταθερό, που σμιλεύτηκε κα­θώς περνούσαν τα χρόνια, αλλά που, ως προς αυτό καθαυτό το βάθος του, παραμένει ανεξάρτητο από τη γένεση του έργου.
 ------------------
[1] O W. Jaeger, Paideia, I, σελ. 493, αναφέρει τη διαφορά ανάμεσα στις δύο εκδόσεις της Ιστορίας της Πρωσίας του Leopold von Ranke και προσθέτει: “Genau so hat Thuk, nach dem Ende des Krieges gerade den Anfang seines Werkes neugestaltet, der die Entstehungsgeschichte enthielt”.
[2] Αχαρνής, 513 – 556· ο Muller – Strubing έχει εύλογα δείξει ότι θα ήταν λάθος να εκλάβουμε το χωρίο κατά γράμμα, δείχνει όμως μια γενική διάθεση. Όπως, 530 κ.ε.:
Ἐντεῦθεν ὀργῇ Περικλέης οὐλύμπιος
ἤστραπτ’, ἐβρόντα, ξυνεκύκα τήν Ἑλλάδα,
ἐτίθει νόμους ὥσπερ σκόλια γεγραμμένους,
ὡς χρή Μεγαρέας μήτε γῇ μήτ’ ἐν ἀγορᾷ
μήτ’ ἐν θαλάττῃ μήτ’ ἐν ἠπείρῳ μένειν.
[3] Ο Περικλής εμφανίζεται σαν να ήθελε τον πόλεμο, επειδή έτσι θα αποφύγει την τιμωρία που έπληξε τον Φειδία· 608 κ.ε.:
πρίν παθεῖν τι δεινόν αὐτός ἐξέφλεξε τήν πόλιν,
ᾖ ’μβαλών σπινθῆρα μικρόν Μεγαρικοῦ ψηφίσματος
ἐξεφύσησεν τοσοῦτον πόλεμον ὥστε ταῷ καπνῷ
πάντας Ἕλληνας δακρῦσαι, τούς τ’ ἐκεῖ τούς τ’ ἐνθάδε.
[4] Πβ. Mathieu, “Survivances…” Ο πρώτος λέει (Περί της προς Λακεδαι­μονίους ειρήνης, 8): πάλιν δέ διά Μεγαρέας πολεμήσαντες..., ο δεύτερος (Περί της Παραπρεσβείας, 175): πάλιν δ’ εἰς πόλεμον διά Μεγαρέας πεισθέντες καταστῆναι.
[5] Διόδωρος, ΙΑ΄. 38 – 41. Ο ίδιος ο Έφορος δανειζόταν αναμφίβολα αυτή την εκδοχή από ένα γραπτό, όμοιο με εκείνο στο οποίο ανάγονται τα αποσπάσματα του Ανδοκίδη και του Αισχίνη. Πβ. Μ. A. Croiset, H.L.G., IV, σελ. 660· Mathieu, These, σελ. 202.
[6] Περικλής, 30 κ.ε.
[7] Αιλιανός, IB΄. 53: τόν γε μήν Πελοποννήσιον διά τό Μεγαρέων πινάκιον.
[8] Ξαναβρίσκουμε τον απόηχο στον μόνιμο αμφισβητία του Θουκυδίδη, τον Beloch: ο Περικλής, πιστεύοντας ότι ο πόλεμος ήταν αναγκαίος, θα διάλεξε αυτή τη χρονική στιγμή για να ενισχύσει τη θέση του εντός της πόλης (Att. Pol. seit Per., σελ. 22).
[9] A΄. 23. 5. Στη λέξη αἰτίαι πρέπει να αποδίδεται η έννοια της “κατηγο­ρίας”, του “διαφιλονικούμενου αντικειμένου”: πβ. αυτόθι: αἱ ἐς τό φανερόν λεγόμεναι αἰτίαι. Εξ ου και η χρήση της λέξης πρόφασις, που εκ πρώτης όψεως εκπλήσσει, στο δεύτερο σκέλος.
[10] Α΄. 146: αἰτίαι δέ αὗται καί διαφοραί ἐγένοντο ἀμφοτέροις πρό τοῦ πολέμου.
[11] Ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός είναι αιτία του πολέμου· τούτο καθόλου δεν σημαίνει ότι ο Περικλής, όταν επιθυμεί τον πόλεμο, υποχωρεί σε μια ιμπεριαλιστική προτεραιότητα: ο πόλεμος είναι η συνέπεια μιας ιμπεριαλιστικής ανάπτυξης και όχι το αποτέλεσμα μιας ιμπεριαλιστικής θέλησης. Με αυτούς τους όρους γίνεται ακόμα περισσότερο αξιοσημείωτο το ότι ο Θουκυδίδης κατόρθωσε να απομονώσει αυτή την ιδέα με τόση ενάργεια.
[12] Η συζήτηση γίνεται μόνο για την έκταση του όψιμου μέρους: ορισμένοι μελετητές, όπως ο Cwiklinski και ο Wilamowitz, δέχονται μόνο τη στενή “Πεντηκονταετία” (Α1. 98 – 117)· άλλοι, μεταξύ των οποίων κι εμείς, την παρένθεση στο σύνολό της (Α’. 89 -117).
[13] Δείκτης συζητούμενος από τον Ziegler, “Der Ursprung der Exk. im Thuk.”, Rh. M., 78, 1929, σελ. 58 – 68. Η φράση μπορεί όντως να είχε προστεθεί.
[14] Όσο για τη θέση του χωρίου μέσα στο βιβλίο, είναι επαρκώς ικανοποιητική και δεν τεκμηριώνει τίποτα εναντίον της παλαιότητάς του, όπως νομίζει ο Cwiklinski.
[15] C.A.H., V, σελ. 190 κ.ε.· πβ. Ed. Meyer, Forsch., II, 313 – 314.
[16] Ο Θουκυδίδης λέει σαφώς: μεγάλους γιγνομένους (Α΄. 23. 6), και όχι, όπως προτείνει ο Weidner ακολουθούμενος και από τον Steup: γεγενημένους (πβ. Jacoby, στη Zahn, σημ. 100)· αντίθετα, στα Α’. 88 και A’. 118, αναφέρεται σε κάτι που έχει ήδη γίνει. Η συσχέτιση των δύο ιδεών τεκμηριώνει τον πολύ γενικό και αρκετά ακαθόριστο χαρακτήρα που αποδίδει σ’ αυτές τις αυξήσεις ο Θουκυδίδης.
[17] Πβ. Ανδοκίδης, Περί της προς Λακεδαιμονίους ειρήνης,! και Αισχίνης, Περί της Παραπρεσβείας, 174· και οι δυο τους συμπαραθέτουν (μεταξύ άλλων) την οικοδόμηση του νότιου μακρού τείχους και τη σύσταση ενός αποθέματος 1.000 ταλάντων. Έγινε λόγος ήδη στη σελ. 32 για τη στενή σχέση ανάμεσα στα δύο αυτά κείμενα.
[18] Πβ. Θουκυδίδης Α’. 23 και “Πεντηκονταετία”· πβ. επίσης Ηρόδοτος, ΣΤ΄. 98.
[19] Α΄. 18 – 19.
[20] τόν δέ πόλεμον, δι’ ὅνπερ χρήσιμοι ἄν εἶμεν, εἴ τις ὑμῶν μή οἴεται ἔσεσθαι, γνώμης ἁμαρτάνει καί οὐκ αἰσθάνεται τούς Λακεδαιμονίους φόβῳ ταῷ ὑμετέρῳ πολεμησείοντας καί τούς Κορινθίους δυναμένους <τε> παρ’ αὐτοῖς καί ὑμῖν ἐχθρούς ὄντας…
[21] Α΄. 44.2: ἐδόκει γάρ ὁ πρός Πελοποννησίους πόλεμος καί ὡς ἔσε­σθαι αὐτοῖς. 
[22] Α΄. 123. 1: τά μέν φόβῳ τά δέ ὠφελίᾳ. Η ερμηνεία του ὠφελίᾳ με το ἱνα ἐλευθερωθῇ δικαιολογείται και από το Β΄. 8. 5 όσο και από τη σύμφραση.
[23] Πβ. “Περί του Μεγαρικού Ψηφίσματος”.
[24] “Για εκείνον”, γράφει ο L. Bodin, “αυτό που διακυβεύεται είναι μια ολόκληρη πολιτική (= η πολιτική γενικά του Περικλή), και με κανένα τρόπο η στάση του Περικλή στη μια ή στην άλλη σύγκρουση, έστω κι αν επρόκειτο για τη Μεγαρική διαφορά, για την οποία τόσο θόρυβο έκαναν οι σύγχρονοί του”.
[25] Α΄. 140. 2: Λακεδαιμόνιοι δέ πρότερόν τε δῆλοι ἦσαν ἐπιβουλεύοντες ἡμῖν καί νῦν οὐχ ἥκιστα.
[26] Πβ. “La Comp, della Storia di Tucidide”, Mem. della Reale Acc. delle Scienze di Torino, σειρά 2, τόμ. 67, Classe di Sz. mor. stor. e fil., σελ. 1 – 48. Αυτή η ερμηνεία ανακρούει τον Pasquali (Stud. it. difil. cl., n.s., V, 1927 -1928, σελ. 299 κ.ε.), ο οποίος πιστεύει ότι ο Θουκυδίδης, όταν συνέτασσε αυτόν τον λόγο, παρέβλεπε το τελεσίγραφο.
[27] Η Zahn βλέπει εδώ πολύ λανθασμένα μια αντίφαση.
[28] Αυτό που λέει ο Περικλής, είναι ότι ο πόλεμος δεν ξεσπάει για τις αιτίες που προβάλλονται αλλά για κάποιες άλλες, πολύ βαθύτερες· όπως πολύ σωστά το αντιλαμβάνεται ο Jacoby (R. Zahn, σελ. 7), αυτό που αναπτύσσεται εδώ είναι η θεωρία του Θουκυδίδη.
[29] Εάν κάποιο παλαιό στοιχείο συνεπάγεται κάποιο άλλο, πρέπει και το άλλο να είναι εξίσου παλαιό· ο συλλογισμός δεν μπορεί να εφαρμοστεί στα υστερότερα στοιχεία.
[30] Για την απόδειξη έχουν προταθεί ορισμένες ενδείξεις, από τις οποίες καμία δεν είναι βέβαιη (όπως Β΄. 23. 3: ἥν νέμονται Ὠρώπιοι, Ἀθηναίων ὑπή­κοοι, παρατήρηση που δεν είναι πια αληθινή το 411· επίσης, Β΄. 54. 3: ἤν … ξυμβῇ γενέσθαι λιμόν, υπόθεση που αχρηστεύεται από τον λιμό του 404). Ο Patzer επισήμανε όλα όσα αντικρούουν αυτές τις ενδείξεις. Όμως, εάν πράγματι δεχτούμε τη σταδιακή ανάπτυξη ως βάση της έρευνάς μας, όπως θεωρήσαμε ότι έπρεπε να κάνουμε, η παλαιότητα του αποσπάσματος είναι από μόνη της προφανής.
[31] Ορισμένοι περιορίστηκαν στον ισχυρισμό (θέση που υποστηρίζει ο Cwiklinski, I) ότι όλοι οι λόγοι ήταν υστερότερα, ακόμα και εκείνοι των πρώτων επεισοδίων. Τούτο όμως παραγνωρίζει τη στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη διήγηση και στα λεγάμενα των ομιλητών στο έργο του Θουκυδίδη, μια σχέση της οποίας τη φύση και τη σημασία έδειξαν οι εργασίες του Bodin. Οι λόγοι των Κερκυραίων και των Κορινθίων στην αρχή του βιβλίου Α΄ είναι δυνατόν να ξαναδουλεύτηκαν σε υστερότερη εποχή (αν και οι αιτίες που προβάλλει ο Droysen στο Athen und der Westen, Exk. II, σελ. 55 – 56, νομίζουμε ότι δεν είναι καθόλου αποδεικτικές)· πάντως είναι βέβαιο ότι δεν “προστέθηκαν”.
[32] Πβ. Schwartz, κεφ. IX.
[33] Μία τέτοια συζήτηση μπαίνει μέσα στο πλαίσιο που ο Jacoby (G.G.N., 1929) ονομάζει “μεταφυσική” του “προβλήματος Θουκυδίδης”. Το κείμενο είναι το μόνο που μπορεί να συζητηθεί· αυτό όμως δεν προσφέρεται στην εικασία ότι η έκθεση ήταν κάποτε διαφορετική. Όταν οι Αιγινήτες στο Β’. 27.1 εμφανίζονται ως υπεύθυνοι του πολέμου οὐχ ἥκιστα, ο Θουκυδίδης προσδιορίζει ότι δεν πρόκειται παρά για μία πρόφαση (ἐπικαλέσαντες).
[34] Ως προς τη σκέψη, και στις δύο περιπτώσεις γίνεται αναφορά σε μία βαθύτερη αιτία· ως προς τη σύνθεση, και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει η επιθυμία να κρατηθεί για την κατάλληλη στιγμή η παρέμβαση του Περικλή.
[35] Ο Wilamowitz (Hermes, 35, 1900, σελ. 556 κ.ε.) δείχνει εγκυρότατα την αναμφισβήτητη ενότητα ολόκληρου αυτού του αποσπάσματος. Ο Schwartz θεώρησε ότι το Β΄. 13. 2 – 9 είχε μετενσωματωθεί, όπως και το Β’. 29 – 65. Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, θα έφευγε κάθε έκθεση του πολυσυζητημένου σχεδίου του Περικλή και θα γινόταν ακατανόητη η συμπεριφορά των Αθηναίων. Το σχέδιο εί­ναι ανάγκη να εκτεθεί με αυτούς λίγο – πολύ τους όρους. Εξάλλου, τίποτα μέσα στο κείμενο δεν προσφέρεται για να σκεφτούμε ότι έγινε μια σοβαρή εκ νέου επεξεργασία.
[36] Άλλωστε, η διήγηση αναφέρεται και σε ορισμένα σημεία που εκφράστηκαν μόνο στον πρώτο λόγο· έτσι, το σύστημα των επιδρομών σε εχθρικές περιοχές, που προβλέπεται στο Α΄. 143.4, αρχίζει να εφαρμόζεται στο Β΄. 26. 1 – 2· πβ. Β΄. 30 κ.λπ.
[37] Η R. Zahn (σελ. 68) προτείνει ως λύση ότι μόνο το πρώτο μέρος και το τέλος ανήκουν στο πρώτο σχεδίασμα. Δηλαδή λησμονεί αυτό που απέδειξε, αφενός την αναγκαιότητα του δεύτερου μέρους που αφιερώνεται στην ανάλυση των δυνάμεων και την τακτική (σελ. 8) και, αφετέρου, τις σχέσεις που λειτουργούν ανάμεσα σ’ αυτό το μέρος και το βιβλίο Β΄.
[38] Επαναλαμβάνει έτσι, αλλάζοντας σκοπιά, ορισμένες κορινθιακές υποδείξεις όπως, Α΄. 141.5: σώμασί τε ἑτοιμότεροι οἱ αὐτοῦργοι ταῶν ἀνθρώπων ἤ χρήμασι πολεμεῖν· πβ. Α΄. 121. 3: ἡ δέ ἡμετέρα ἧσσον ἄν τοῦτο πάθοι, τοῖς σώμασι τό πλέον ἰσχύουσα ἤ τοῖς χρήμασιν.
[39] Και μόνο το άρθρο αρκεί για να δείξει ξεκάθαρα ότι ο Περικλής απα­ντάει εδώ σε μια συγκεκριμένη υπόθεση.
[40] Πβ. Η R. Zahn σελ. 103.
[41] Για την αιτία αυτής της μετατόπισης, πβ. Η R. Zahn σελ. 103 σημ. 4.
[42] Α΄. 119: αὖθις δέ τούς συμμάχους παρακαλέσαντες· αὐτόθι: και οἱ Κορίνθιοι … παρόντες δέ καί τότε· Α΄. 120 . 1: τούς μέν Λακεδαιμονίους, ὦ ἄνδρες ξύμμαχοι, οὐκ ἄν ἔτι αἰτιασαίμεθα
[43] R. Zahn, σελ. 46. Οι τρεις αυτοί λόγοι, γράφει ο Pohlenz, είναι σαν ένα αγώνισμα που διεξάγεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη του Θουκυδίδη.
[44] Το ἑτοίμως αναφέρεται ταυτόχρονα στα αισθήματα των Πελοποννησίων και στα “διαθέσιμό” τους (πβ. Classen – Steup): τα δεύτερα εξηγούν τα πρώτα. Με την πάροδο του χρόνου το πρόβλημα οπωσδήποτε θα διευκολυνθεί· οι Κορίνθιοι προσθέτουν εξάλλου μια παρατήρηση επικουρική, σχετική με τα αισθήματα (Α’. 121. 5), και δείχνουν έτσι, ακόμη μια φορά, ότι απαντούν στις ανησυχίες του βασιλιά.
[45] Από τον έναν διάλογο στον άλλον, παρατηρούμε, εκτός από μία νέα συλλογιστική, ορισμένες ειδικές συμπληρωματικές λεπτομέρειες που έρχονται να την εμπλουτίσουν το βλέπουμε εδώ στην ιδέα της εξάσκησης στα ναυτικά· επίσης, λίγο πιο πέρα, στην ιδέα της εκμαύλισης των ξένων ναυτών που βρίσκονται στην υπηρεσία των Αθηναίων: πρόκειται για συλλογισμούς ακριβείς και συγκεκριμένους, τελείως νέους, που κάνουν τώρα την εμφάνισή τους· πβ. παρακάτω, σημ. 47, την ίδια εμβάθυνση ανάμεσα στους λόγους του Αρχίδαμου και τους λόγους των Κορινθίων.
[46] Ο Pohlenz, γενικά, δεν υπολογίζει αρκετά τις λεπτές αποχρώσεις της θουκυδίδειας διαλεκτικής. Γι’ αυτό στη σελ. 110 εκπλήσσεται όταν, σε λόγους αλληλοαπαντητικούς, βρίσκει όρους που αντιστοιχούν σε μη παράλληλες θέσεις (πρόκειται για την τυπική διατύπωση τη σχετική με τη λέξη πρόσοδοι, την εισοδηματική πηγή που στηρίζει τη δύναμη της Αθήνας: Α΄. 81. 4 = Α’. 122. 1): είναι κάτι που συναντάμε πολύ συχνά στις αντιλογίες του Θουκυδίδη· πβ. L. Bodin, “Diodote contre Cleon”.
[47] Ένα σχήμα της επιχειρηματολογίας, αν δεν αιτιολογεί τους συλλογισμούς, δείχνει καλά από μόνο του πόσο λεπτοδουλεμένες είναι οι αντιθέσεις. Ο Αρχίδαμος επισημαίνει την αθηναϊκή υπεροχή και αποκαλύπτει τις δυσκολίες που υπάρχουν από την πλευρά των Πελοποννησίων: έλλειψη στόλου (αν θέλουν να εξασκηθούν, θα τους πάρει καιρό)· έλλειψη χρημάτων και συνεισφορών· αδυναμία να αποσπάσουν τους συμμάχους της Αθήνας, λόγω έλλειψης στόλου· πιθανότητα μακροχρόνιου πολέμου.
Οι Κορίνθιοι επισημαίνουν την πελοποννησιακή υπεροχή, δηλώνουν ότι μπορούν να προσθέσουν και στόλο (τα χρήματα για αυτό θα βρεθούν από δανεισμούς και θα εκμαυλίσουν έτσι τους ναύτες της Αθήνας· αν έχουν μια ναυτική νίκη, ο πόλεμος θα είναι σύντομος – αν είναι μακρύς, θα εξασκηθούν και θα δώσουν συνεισφορές)· θα μπορέσουν τότε να αποσπάσουν τους συμμάχους και να χτἰσουν φρούρια στη χώρα του εχθρού (το ἐπιτειχίζεσθαι αντικαθιστά το δῃοῦν).
Ο Περικλής επισημαίνει τη μειονεκτική θέση των Πελοποννησίων, που οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι δεν έχουν χρήματα και θα πρέπει να καταφύγουν στις συνεισφορές, που και αυτές δεν είναι κάτι πολύ ευνοϊκό· αυτή η μειονεξία θα γίνεται πιο αισθητή όσο πιο μακροχρόνιος ο πόλεμος– δεν θα μπορέσουν να χτίσουν φρούρια σε χώρα εχθρική, γιατί δεν έχουν στόλο και δεν θα μπορέσουν να αποκτήσουν στόλο, γιατί δεν θα μπορέσουν να εξασκηθούν ούτε θα κατορθώσουν με δανεισμό να εκμαυλίσουν τους ναύτες της Αθήνας.
[48] Γι’ αυτό ο Περικλής έχει τη δυνατότητα να μην αναπτύξει απευθείας το θέμα της αθηναϊκής υπεροχής· πβ. Η R. Zahn σελ. 159 -161.
[49] Η διαφορά τόνου ανάμεσα στους δύο λόγους εξηγείται εύκολα: η πρώτη συνέλευση παραμερίζει τα πρακτικά θέματα και αποβλέπει αποκλειστικά σε μία απόφαση αρχών (εξάλλου ο λόγος τους έρχεται ύστερα από άλλους, πιο συγκεκριμένους, πβ. Α΄. 67. 5)· αντίθετα, στη δεύτερη συνέλευση επιδιώκουν να εγκριθεί ένα πρόγραμμα δράσης.
[50] Πβ. Bodin, Melanges Desrousseaux.
[51] Ι, σελ. 95 – 138· πβ. R. Zahn, σελ. 46.
[52] Για τις σχέσεις μεταξύ του λόγου των Αθηναίων και εκείνων του πρώτου ζεύγους, πβ. σελ, 360 – 361. Επιπρόσθετα, ο Σθενελαΐδας, ενώ παραμερίζει όλα γενικά τα αθηναϊκά επιχειρήματα, απαντάει ευθέως στην ανάλυση του Αρχίδαμου (Α΄. 86. 3).
[53] Ο λόγος του Σθενελαϊδα αποκαλύπτει μια επιθυμία για πόλεμο που υπήρχε στη Σπάρτη όσο και στην Κόρινθο. Οπότε πρόκειται για μια κατάσταση που ο Θουκυδίδης μπορούσε κάλλιστα να την είχε αναγνωρίσει, κιόλας από την αρχή των εχθροπραξιών, εφόσον η αντίληψη της αντίθεσης ανάμεσα στις δύο πόλεις βρίσκεται ήδη στο ΣΤ’. 98 του Ηρόδοτου, που παραθέτει ο Pohlenz (πρόκειται για τα δεινά που υφίσταται η Ελλάδα την εποχή του Δαρείου, του Ξέρξη και του Αρταξέρξη: τά μέν ἀπό τῶν Περσέων αὐτῇ γενόμενα, τά δέ ἀπ’ αὐτῶν τῶν κορυφαίων περί τῆς ἀρχῆς πολεμεόντων.
[54] Η μελέτη αυτή θα γίνει παρακάτω, στο τρίτο μέρος, πρώτο κεφάλαιο.
[55] Αυτή η συναρμολόγηση έχει, άλλωστε, μία διάταξη πολύ επιτυχημένη, που φαίνεται ότι ήταν και η αρχική· έχουμε έτσι: μία συζήτηση αθηναϊκή – μία συζήτηση πελοποννησιακή – έναν λόγο χωριστό από την πελοποννησιακή πλευρά – έναν λόγο χωριστό από την αθηναϊκή πλευρά.
[56] Η R. Zahn φθάνει στο ίδιο συμπέρασμα, παρακολουθώντας, μέσα από τους διαλόγους του βιβλίου Α΄ και τη διήγηση του βιβλίου Β’, το θέμα του προγράμματος απελευθέρωσης (σελ. 47 – 54)· ωστόσο, η ανάλυση αυτή, από μόνη της, δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστική, επειδή οι γενικές νοηματικές συνάφειες έχουν μικρότερη αποδεικτική αξία από αυτές της έκφρασης.
[57] Κρατάμε την επιφύλαξη για πιθανές προσθήκες, που δεν θα εξετάσου με λεπτομερειακά τώρα.
[58] Μπορεί να μας ανησυχεί η μορφή που θα είχε το βιβλίο χωρίς την “Πεντηκονταετία”. Αλλά οι δύο λόγοι του Νικία συνδέονται πολύ περισσότερο απ’ όσο εκείνοι των Κορινθίων εδώ· και στην αρχή του βιβλίου Γ’, με τις υποθέσεις των Πλαταιών και της Μυτιλήνης, βρίσκουμε υψηλότερη αναλογία λόγων σε σύγκριση με το βιβλίο Α’, παρ’ όλο που είναι ουσιαστικά αφιερωμένο στην ανάλυση. Εξάλλου, ο Ed. Meyer, ForschII, σελ. 280 σημ. 2, παρατηρεί ότι χωρίς την “Πεντηκονταετία” θα έλειπε το κυριότερο· αυτό είναι υπερβολικό: η προσθήκη είναι αναμφίβολα εξαίρετη, όμως μπορούμε να φανταστούμε την ύπαρξη σύντομων μόνο ενδείξεων: στο τέλος της “Αρχαιολογίας” και στους λόγους, χωρίς καν να υπολογίσουμε αυτές που θα ήταν δυνατόν να υπάρχουν στη θέση της σημερινής “Πεντηκονταετίας”.
[59] Κυρίως μπόρεσε να τον παρατηρήσει περισσότερο ως αντικείμενο αυ­τό καθαυτό και λιγότερο σε σχέση με τον πόλεμο: η αντιπαράθεση των στόχων της “Αρχαιολογίας” και της “Πεντηκονταετίας” είναι αρκετά σαφής επί του προκειμένου. Η πρώτη ενδιαφέρεται για τη σύσταση της αθηναϊκής δύναμης κατά το μέτρο που επεξηγεί τη σημασία του πολέμου· η δεύτερη ενδιαφέρεται για τους πολέμους, επειδή εξηγούν τη σύσταση της αθηναϊκής δύναμης. Ώστε, αν η “Αρχαίο λογία” είναι υστερότερη, παρ’ όλη την ωριμότητα της μεθόδου, θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει στα παλαιότερα μέρη (πβ. ειδικότερα Α΄. 10. 2).
[60] Σε σύνολο 116 παραγράφων, καταλαμβάνουν 60: δηλαδή, για τη Μυτιλήνη: 2 – 7, 8 – 20,25 – 30, 35 – 51 · για τις Πλαταιές: 20 – 25,52 – 69.
[61] Διόδωρος, IB΄. 52 – 60.
Γ΄. 10. 3: ξύμμαχοι μέντοι ἐγενόμεθα οὐκ ἐπί καταδουλώσει τῶν Ἑλλήνων Ἀθηναίοις … – 4: ἐπειδή δέ ἑωρῶμεν αὐτοΰς τήν μέν τοῦ Μήδου ἔχθραν ἀνιέντας, τήν δέ τῶν ξυμμάχων δούλωσιν ἐπειγομένους – 5: οἱ ξύμμαχοι ἐδουλώθησαν, πλήν ἡμῶν καί Χίων.
[63] Γ΄. 13. 5 – 6: οὐ γάρ ἐν τή Ἀττικῇ ἔσται ὁ πόλεμος, ὥς τις οἴεται, ἀλλά δι’ ἥν ἡ Ἀττική ὠφελεῖται· ἔστι δέ τῶν χρημάτων ἀπό τῶν ξυμμάχων ἡ πρόσοδος.
[64] Γ΄. 39.8.
[65] Γ΄. 46. 2-3. Για τις αντιστοιχίες αυτές, πβ. σελ. 218 – 219.
[66] Γ΄. 62. 2: τῇ μέντοι αὐτῇ ἰδέᾳ ὕστερον ἰόντων Ἀθηναίων…
[67] 64. 3: ἀπελίπετε γάρ αὐτήν (τήν ξυνωμοσίαν) καί παραβάντες ξυγκατεδουλοῦσθε μᾶλλον Αἰγινήτας καί ἄλλους τινάς τῶν ξυνωμοσάντων ἤ διεκωλΰετε…· 64.4: μετά γάρ Ἀθηναίων ἄδικον ὁδόν ἰόντων ἐχωρήσατε.
[68] Ξαναβρίσκουμε κιόλας εδώ ορισμένα επικουρικά επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν αλλού εναντίον του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού. Έτσι, οι Θηβαίοι απορρίπτουν τις παλαιάς ἀρετάς των Πλαταιών, λέγοντας ότι, για τους ενόχους που έπραξαν καλά στο παρελθόν, πρέπει να διπλασιάζεται η τιμωρία (δι­πλασίας ζημίας)· με παρόμοιο τρόπο ο Σθενελαΐδας είχε δηλώσει ότι η Αθήνα, έχοντας πράξει καλά στο παρελθόν και άσχημα τώρα, άξιζε να τιμωρηθεί διπλά (Α΄. 86. 1: διπλάσιάς ζημίας).
[69] Πβ. Γ΄. 86. 4 και Γ΄. 91.2.
[70] Για την ακρίβεια, τα πρώτα 41 κεφάλαια (από 116), εκτός από τα κεφάλαια 7 και 24-26.
[71] Δ΄. 60. 1: ἐπιβουλευομένην τήν πᾶσαν Σικελίαν, ὡς ἐγώ κρίνω, ὑπ’ Ἀθηναίων – Δ΄. 60. 2: ἄνδρας οἱ καί τοῖς μή ἐπικαλουμένοις αὐτοί ἐπιστρατεύουσι… εἰκός, ὅταν γνῶσιν ἡμᾶς τετρυχωμένους καί πλέονί ποτε στόλῳ ἐλθόντας αὐτούς τάδε πάντα πειράσασθαι ὑπό σφᾶς ποιεῖσθαι – Δ΄. 61.2: τῶν ἐν τῇ Σικελίᾳ ἀγαθῶν ἐφιέμενοι.
[72] Όλα δείχνουν ότι ο Θουκυδίδης έγραψε αυτό το σικελικό επεισόδιο γνωρίζοντας τη μεγάλη εκστρατεία (πβ. Δ΄. 1.2 και τα αποσπάσματα της προηγούμενης σημείωσης). Ίσως πρέπει να σκεφτούμε ότι εδώ θα έγινε νέα επεξεργασία, αλλά είναι επίσης δυνατόν να δεχτούμε ότι η πρώτη γραφή αυτού του μέρους του έργου έγινε ύστερα από την εκστρατεία της Σικελίας, αν και πριν από το 404. Σε κάθε περίπτωση, σίγουρα δεν πρόσθεσε όλα όσα αφορούν τη Σικελία, όπως κάποιοι έχουν υποστηρίξει.
[73] Athen und der Westen…, Exk. Ill, σελ. 50 – 54.
[74] Θα παρατηρήσουμε ότι η ενότητα του μεγάλου δράματος που ξετυλίγεται από επεισόδιο σε επεισόδιο, αποτυπώνεται ακόμη και στις λεκτικές ομοιότητες: το πρός τούτους γε δή οἱ καί μή τούς ἐγγύς ἀλλά καί τούς ἄπωθεν πειρῶνται δουλοῦσθαι του Δ΄. 92. 4 απηχεί το ἄνδρας οἱ καί τοῖς μή ἐπικα­λουμένοις αὐτοί ἐπιστρατεύουσιν του Δ΄. 60. 2.
[75] Πβ. στην Τορώνη, 114. 3: ἔλεξε τοῖς ἐν τῇ Άκάνθῳ παραπλήσια (ο Θουκυδίδης εντούτοις αισθάνεται την ανάγκη να συνοψίσει σε λόγο πλάγιο το βασικό μήνυμα του λόγου αυτού εξαιτίας της μεγάλης σημασίας του)· το ίδιο και στη Σκιώνη, 120. 3: ἔλεγεν ἅ τε ἐν τῇ Ἀκάνθῳ καί Τορώνῃ: η ίδια ιδέα επαναλαμβάνεται ακόμη και στον καθαρά στρατιωτικό λόγο που απευθύνει τη στιγμή της μάχης με τον Κλέωνα, στο Ε’. 9. 9.
[76] Ο Θουκυδίδης ξαναθυμίζει αυτή τη λεπτομέρεια στο 88.1.
[77] 117. 1: νομίσαντες Ἀθηναίοι μέν οὐκ ἄν ἔτι τόν Βρασίδαν σφῶν προσαποστῆσαι οὐδέν πρίν παρασκευάσαιντο καθ’ ἡσυχίαν. Πβ. Η R. Zahn, σελ. 68.
[78] Δεν υπάρχει καμία εύλογη αιτία για να θεωρήσουμε ύποπτη αυτή τη φράση, όπως κάνει ο Steup.
[79] Γενικά, τα κεφάλαια 15-16 του βιβλίου Ε’ αντιμετωπίζουν τον εγωισμό ως κίνητρο, λίγο – πολύ, των διαφόρων προσώπων (πβ., μεταξύ άλλων, την περίπτωση του Νικία)· όμως, δεν υπάρχει κανένα κείμενο που να μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι αυτή δεν ήταν όντως η κανονική αντιμετώπιση του Θουκυδίδη.
[80] πρῶτος γάρ ἐξελθών καί δόξας εἶναι κατά πάντα ἀγαθός ἐλπίδα ἐγκατέλιπε βέβαιον ὡς καί οἱ ἄλλοι τοιοῦτοί εἰσιν.
[81] Πβ. για το γεγονός, Ξενοφών, Ελληνικά, ΣΤ΄. 3. 7· για το αποτέλεσμα, Διόδωρος, ΙΔ΄. 33: Παυσανίας … φθονῶν μέν ταῷ Λυσάνδρῳ, θεωρῶν δέ τήν Σπάρτην ἀδοξοῦσαν παρά τοῖς ἕλλησιν…
[82] Φαίνεται, άλλωστε, ότι ο Θουκυδίδης, για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω (πβ. σελ. 207 – 208 και 312), θεώρησε αναγκαίο, ύστερα από το 404, να ασχοληθεί διεξοδικά με την αθηναϊκή αντίσταση και με τις ενδεχόμενες προϋποθέσεις της. Είναι ένα από τα θέματα που πραγματεύεται στην κρίση για τον Περικλή (Β΄. 65), που χρονολογείται πάντως μετά το 404.
[83] Αντίθετα, αυτή την ώρα, γεγονότα όπως η ήττα στο Δήλιο, φαίνονται μάλλον σαν τυχαία και λιγότερο άμεσα δεμένα με το βασικό πρόβλημα.
[84] Πλάτων, Μενέξενος, 242 e- Ανδοκίδης, Περί της προς Λακεδαιμονίους ειρήνης, 9· Αισχίνης, Περί της Παραπρεσβείας, 176 (τα δύο τελευταία αποσπάσματα δανεισμένα από την ίδια πηγή, πβ. παραπάνω, σελ. 32 – 33). Ο δεύτερος πόλεμος αρχίζει σε διαφορετικές, κατά τους συγγραφείς, χρονολογίες: για ορισμένους (όπως στον Μενέξενο) περιλαμβάνει την εκστρατεία της Σικελίας· ο Ισοκράτης, αντίθετα, τοποθετεί την έναρξή του το 413 (όταν καταλήφθηκε η Δεκέλεια), εφόσον γράφει (Προς Καλλίμαχον, 18: δέκα μέν ἔτη συνεχῶς ὑμῖν Λα­κεδαιμονίων πολεμησάντων … ἐπειδή δ’ οἱ τριάκοντα κατέστησαν)· σ’ αυτή την περίπτωση, θα έπρεπε να υπολογίσουμε τρεις πολέμους, δύο με τη Σπάρτη και έναν με τη Σικελία. Ο Διόδωρος, παρ’ όλο που δέχεται τη θέση της ενότητας των διαφόρων πολέμων (IB΄. 37. 2), τους βλέπει εντούτοις ως περισσότερο ανεξάρτητους απ’ όσο ο Θουκυδίδης (για τη διάκριση ανάμεσα στους δύο “Πελοποννησιακούς πολέμους”, πβ. IB΄. 74. 6 και 75. 1· για τον “πόλεμο της Σικελίας”, IB΄. 84. 4: ἐπΐ τήν ἀρχήν τοῦ πολέμου τοῦ συστάντος Ἀθηναίοις καί Συρακοσίοις).
[85] Ε΄. 26. 1: μέχρι οὗ τήν τε ἀρχήν κατέπαυσαν τῶν Ἀθηναίων Λακε­δαιμόνιοι καί οἱ ξύμμαχοι, καί τά μακρά τείχη και τον Πειραιά κατέλαβον.
[86] Πβ. για τον πρώτο, Ανδοκίδης, Περί της προς Λακεδαιμονίους ειρήνης, 8: πάλιν δέ διά Μεγαρέας πολεμήσαντες = Αισχίνης, Περί της Παραπρεσβείας, 175: πάλιν δ’ εἰς πόλεμον διά Μεγαρέας πεισθέντες καταστῆναι. – Για τον δεύτερο, Ανδοκίδης, αυτόθι, 9: πεισθέντες καί τότε ὑπ’ Ἀργείων = Αισχί­νης, αυτόθι, 176: πεισθέντες ὑπ’ Άργείων. Αξιοπαρατήρητο είναι το ότι αυτά τα δύο έργα, εχθρικά διακείμενα απέναντι στον ιμπεριαλισμό, δεν επιχείρησαν να τον καταγγείλουν· όμως και ο Θουκυδίδης ερμηνεύει τον πόλεμο με τον ιμπεριαλισμό και δεν εννοεί να μεμφθεί για αυτό τον Περικλή. Το θέμα είναι να καταδειχθεί, για την πολιτική μερίδα που αντιτίθεται στον πόλεμο, ότι οι αιτίες είναι μάταιες και ξένες προς τα συμφέροντα της Αθήνας- για τους άλλους ότι είναι ουσιαστικές και αναγκαίες. – Πλάτων, Μενέξενος, 243 a: ὑπέρ τῆς Λεοντίνων ἐλευθερίας (εδώ πρόκειται για ένα κείμενο αδέξια και ηθελημένα απολογητικό).
[87] Η ίδια αιτία προβάλλεται και στα δύο συνεχόμενα επεισόδια, αλλά δεν νομίζουμε ότι πρέπει να δώσουμε κάποια ειδική σημασία στη γειτνίαση, ούτε να την ερμηνεύσουμε ως μία επιθυμία να προηγηθεί η ύβρις και να ακολουθήσει η νέμεσις. Για την αιτία που ενδεχομένως οδήγησε τον Θουκυδίδη να βάλει σ’ αυτή τη θέση αυτή την ανάλυση, πβ. σελ. 381 κ.ε.
[88] Νικίας, 1,1.
[89] Πβ. ΣΤ΄. 1.1· ΣΤ’. 6. 1· βλ. και παρακάτω, σελ. 276 σημ. 20. Παραθέσαμε πιο πριν την τυπική διατύπωση που συναρτά αυτόν τον ιμπεριαλισμό με εκεί­νον των προηγούμενων βιβλίων (ΣΤ΄.24. 4).
[90] ΣΤ΄. 10.5: μη … ἀρχῆς ἄλλης ὀρέγεσθαι πρίν ἥν ἔχομεν βεβαιωσώμεθα.
[91] ΣΤ΄. 18. 2: τήν τε ἀρχήν οὕτως ἐκτησάμεθα καί ἡμεῖς καί ὅσοι δή ἄλλοι ἦρξαν.
[92] ΣΤ΄. 18. 3: καί οὐκ ἔστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι ἐς ὅσον βουλόμεθα ἄρχειν, ἀλλά ἀνάγκη, ἐπειδήπερ ἐν τῷδε καθέσταμεν, τοῖς μέν ἐπιβουλεύειν, τούς δέ μή ἀνιέναι, διά τό ἀρχθῆναι ἄν ὑφ’ ἑτέρων αὐτοῖς κίνδυνον εἶναι εἰ μή αὐτοί ἄλλων ἄρχοιμεν.
[93] Οι δύο λόγοι είναι, όπως και οι άλλοι, αναπλασμένοι από τον Θουκυδίδη. Στον Διόδωρο (IB΄. 83. 6) έχουμε μία περίληψη του λόγου που θα είχε εκφωνήσει τότε ο Νικίας. Μοιάζει στο γενικό νόημα, αλλά διαφέρει αρκετά στην ε επιχειρηματολογία: ειδικότερα, περιλαμβάνει επιπλέον μία λεπτομερειακή σύγκριση με την Καρχηδόνα, που δεν υπάρχει αντίστοιχό της κανένα στον Θουκυδίδη και γι’ αυτό δεν έχει παρά μία σχετικά συμπτωματική αξία.
[94] ΣΤ΄. 33.2: Σικελίας ἐπιθυμίᾳ.
[95] ΣΤ’. 76.2. Δηλώνει ότι αφήνει κατά μέρος το θέμα της κατηγορίας εναντίον της Αθήνας (77. 1: ἀλλ’ οὐ γάρ δή τήν τῶν Ἀθηναίων εὐκατηγόρητον οὖσαν πόλιν νῦν ἥκομεν ἀποφανοῦντες ἐν εἰδόσιν ὅσα ἀδικεῖ· όμως το συζητεί έμμεσα, κατά το μέτρο που στηρίζεται στην ιστορία του παρελθόντος αναζητώντας στοιχεία ενθαρρυντικά για την αντίσταση.
[96] Για τη σχέση ανάμεσα στην αφήγηση του βιβλίου Ζ’ και τις αναλύσεις του βιβλίου ΣΤ’, πβ. σελ. 283 κ.ε. Θα παρατηρήσουμε ακόμα ότι, όπως και στο βιβλίο Β΄, ο Θουκυδίδης ηθελημένα θυμίζει στα βιβλία ΣΤ΄ και Ζ΄, στις σύντομες αγορεύσεις που μπαίνουν μέσα στη διήγηση, τον ρόλο του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού ως διακύβευμα και ως κίνητρο (ΣΤ΄. 69. 3· Ζ΄. 56. 2· 66. 2· 68.2).
[97] Θα μπορούσε να εκπλαγεί κανείς από το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης δεν υπογράμμισε εντονότερα τις συμμαχίες ανάμεσα στη Σπάρτη και την Περσία, που σηματοδότησαν την εγκατάλειψη της αρχής της απελευθέρωσης· αλλά οι συμμαχίες αυτές δεν ήταν για εκείνον τόσο σκανδαλώδεις όσο για άλλους (πβ. Η R. Zahn σελ. 142).
[98] Πβ. σελ. 307 – 309. Ο τρόπος γραφής του βιβλίου Η΄ είναι το μόνο επιχείρημα που θα μπορούσε να πείσει για την ύπαρξη μιας παλαιότερης γραφής του έργου, όπου ο ιμπεριαλισμός δεν πρέπει να είχε έναν ιδιαίτερο ρόλο. Η ανάλυση που κάναμε για τα προηγούμενα βιβλία νομίζουμε ότι αποκλείει με βεβαιότητα την υπόθεση αυτή, και μας οδηγεί να σκεφτούμε ότι αιτίες που βγαίνουν μέσα από τα ίδια τα γεγονότα προστέθηκαν σε εκείνες που ανάγονταν στη γένεση του έργου. Η μαρτυρία του βιβλίου Η΄ δεν παύει να είναι μια απόδειξη για το ότι ο Θουκυδίδης, προχωρώντας στην εργασία του, έδωσε σίγουρα ευρύτερες διαστάσεις στον ρόλο του ιμπεριαλισμού.
[99] Το πρόβλημα παρόμοιων επεξεργασιών είναι πιο λεπτό σ’ αυτό το μέρος του άρθρου· δεν θα ήταν δυνατόν να το ανακινήσουμε εδώ.