Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΗΣΙΟΔΟΣ - Θεογονία (729-774)

ἔνθα θεοὶ Τιτῆνες ὑπὸ ζόφῳ ἠερόεντι
730 κεκρύφαται βουλῇσι Διὸς νεφεληγερέταο,
χώρῳ ἐν εὐρώεντι, πελώρης ἔσχατα γαίης.
τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, θύρας δ᾽ ἐπέθηκε Ποσειδέων
χαλκείας, τεῖχος δ᾽ ἐπελήλαται ἀμφοτέρωθεν.
[ἔνθα Γύγης Κόττος τε καὶ Ὀβριάρεως μεγάθυμος
735 ναίουσιν, φύλακες πιστοὶ Διὸς αἰγιόχοιο.
ἔνθα δὲ γῆς δνοφερῆς καὶ ταρτάρου ἠερόεντος
πόντου τ᾽ ἀτρυγέτοιο καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος
ἑξείης πάντων πηγαὶ καὶ πείρατ᾽ ἔασιν,
ἀργαλέ᾽ εὐρώεντα, τά τε στυγέουσι θεοί περ·
740 χάσμα μέγ᾽, οὐδέ κε πάντα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν
οὖδας ἵκοιτ᾽, εἰ πρῶτα πυλέων ἔντοσθε γένοιτο,
ἀλλά κεν ἔνθα καὶ ἔνθα φέροι πρὸ θύελλα θυέλλης
ἀργαλέη· δεινὸν δὲ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι.]
[τοῦτο τέρας· καὶ Νυκτὸς ἐρεμνῆς οἰκία δεινὰ
745 ἕστηκεν νεφέλῃς κεκαλυμμένα κυανέῃσι.]
τῶν πρόσθ᾽ Ἰαπετοῖο πάις ἔχει οὐρανὸν εὐρὺν
ἑστηὼς κεφαλῇ τε καὶ ἀκαμάτῃσι χέρεσσιν
ἀστεμφέως, ὅθι Νύξ τε καὶ Ἡμέρη ἆσσον ἰοῦσαι
ἀλλήλας προσέειπον ἀμειβόμεναι μέγαν οὐδὸν
750 χάλκεον· ἡ μὲν ἔσω καταβήσεται, ἡ δὲ θύραζε
ἔρχεται, οὐδέ ποτ᾽ ἀμφοτέρας δόμος ἐντὸς ἐέργει,
ἀλλ᾽ αἰεὶ ἑτέρη γε δόμων ἔκτοσθεν ἐοῦσα
γαῖαν ἐπιστρέφεται, ἡ δ᾽ αὖ δόμου ἐντὸς ἐοῦσα
μίμνει τὴν αὐτῆς ὥρην ὁδοῦ, ἔστ᾽ ἂν ἵκηται·
755 ἡ μὲν ἐπιχθονίοισι φάος πολυδερκὲς ἔχουσα,
ἡ δ᾽ Ὕπνον μετὰ χερσί, κασίγνητον Θανάτοιο,
Νὺξ ὀλοή, νεφέλῃ κεκαλυμμένη ἠεροειδεῖ.
ἔνθα δὲ Νυκτὸς παῖδες ἐρεμνῆς οἰκί᾽ ἔχουσιν,
Ὕπνος καὶ Θάνατος, δεινοὶ θεοί· οὐδέ ποτ᾽ αὐτοὺς
760 Ἠέλιος φαέθων ἐπιδέρκεται ἀκτίνεσσιν
οὐρανὸν εἰσανιὼν οὐδ᾽ οὐρανόθεν καταβαίνων.
τῶν ἕτερος μὲν γῆν τε καὶ εὐρέα νῶτα θαλάσσης
ἥσυχος ἀνστρέφεται καὶ μείλιχος ἀνθρώποισι,
τοῦ δὲ σιδηρέη μὲν κραδίη, χάλκεον δέ οἱ ἦτορ
765 νηλεὲς ἐν στήθεσσιν· ἔχει δ᾽ ὃν πρῶτα λάβῃσιν
ἀνθρώπων· ἐχθρὸς δὲ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσιν.
ἔνθα θεοῦ χθονίου πρόσθεν δόμοι ἠχήεντες
[ἰφθίμου τ᾽ Ἀίδεω καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης]
ἑστᾶσιν, δεινὸς δὲ κύων προπάροιθε φυλάσσει,
770 νηλειής, τέχνην δὲ κακὴν ἔχει· ἐς μὲν ἰόντας
σαίνει ὁμῶς οὐρῇ τε καὶ οὔασιν ἀμφοτέροισιν,
ἐξελθεῖν δ᾽ οὐκ αὖτις ἐᾷ πάλιν, ἀλλὰ δοκεύων
ἐσθίει, ὅν κε λάβῃσι πυλέων ἔκτοσθεν ἰόντα.
[ἰφθίμου τ᾽ Ἀίδεω καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης.]

***
Εκεί οι θεοί Τιτάνες, κάτω απ᾽ το νεφελώδη ζόφο,730είναι κρυμμένοι μ᾽ απόφαση του Δία που τα σύννεφα μαζεύει,σε τόπο μουχλιασμένο, στα έσχατα της πελώριας γης.Έξοδο αποκεί δεν έχουν: χάλκινες θύρες ο Ποσειδώναςέβαλε από πάνω τους και τείχος κι από τις δυο μεριές τούς ζώνει.[Εκεί μένουν ο Κόττος, ο Γύγης κι ο μεγαλόψυχος Βριάρεως,φύλακες του Δία πιστοί που την αιγίδα του βαστάει.Εκεί της ζοφερής της γης, του νεφελώδη Τάρταρου,του πόντου του ατρύγητου και τ᾽ ουρανού του έναστρουείναι στη σειρά οι πηγές και τα πέρατα όλων,πικρά και μουχλιασμένα, που κι θεοί μισούνε.740Χάσμα μεγάλο που και σ᾽ ένα ολόκληρο έτος, αυτό που φέρνει των καρπών τ᾽ ωρίμασμα,δε θα ᾽φτανες μέχρι τον πυθμένα του —αν πρώτα πέρναγες μέσα από τις πύλες—μα εδώ κι εκεί θα σε παρέσερνε η μια πάνω στην άλλη η φοβερή η θύελλα.Είναι φοβερό και για τους αθάνατους θεούς ακόμα.][Πράγμα παράδοξο αυτό. Και τρομερή η οικία της σκοτεινής της Νύχταςστέκει εκεί με μαύρες νεφέλες καλυμμένη.]Μπροστά απ᾽ αυτές ο γιος του Ιαπετού όρθιος τον πλατύ ουρανόβαστά με το κεφάλι και τα ακάματα τα χέρια τουακλόνητος, στο μέρος που ζυγώνουνε η Νύχτα και η Ημέρακι η μια την άλλη χαιρετούν καθώς περνούν το χάλκινο κατώφλι750το μεγάλο: η μία μες στην οικία κατεβαίνει κι η άλλη βγαίνει έξωκαι ποτέ δεν τις κρατά το σπίτι εντός του και τις δυο μαζί,μα πάντα η μια απ᾽ τις δυο έξω απ᾽ το σπίτικυκλογυρνά τη γη, ενώ η άλλη μες στο σπίτιμέχρι να φτάσει η ώρα της δικής της πορείας περιμένει.Η μια κατέχει για όσους ζουν πάνω στη γη το φως που τα πάντα βλέπει,κι η άλλη, η ολέθρια Νύχτα, έχει στα χέρια της τον Ύπνο,τον αδερφό του Θανάτου, με ομιχλώδη νεφέλη καλυμμένη.Εκεί και τα παιδιά της σκοτεινής της Νύχτας σπίτι έχουνε,ο Ύπνος και ο Θάνατος, δεινοί θεοί. Ποτέ αυτούς760ο Ήλιος ο λαμπρός δεν τους κοιτά με τις ακτίνες του,ούτε σαν ανεβαίνει, ούτε σαν κατεβαίνει από τον ουρανό.Ο ένας απ᾽ τους δυο τη γη και την πλατιά της θάλασσας τη ράχηήσυχος γυρνά και στους ανθρώπους ήπιος,ενώ του άλλου σιδερένια η καρδιά και χάλκινη η ψυχήανελέητη στα στήθια του είναι. Κι όποιον απ᾽ τους ανθρώπους πάρειτον κρατά. Και είναι μισητός και στους αθάνατους θεούς ακόμα.Εκεί μπροστά και του χθονίου θεού το ηχηρό το σπίτι,[του δυνατού του Άδη και της φοβερής της Περσεφόνης,]στέκεται, και σκύλος σκληρός από εμπρός φυλάγει,770ανελέητος, και ένα τέχνασμα κακό κατέχει:σε όσους έρχονται κουνάει την ουρά και τα δυο του αυτιά συνάμα,μα δεν αφήνει έξω να βγούνε πάλι, αλλά παραμονεύεικαι καταβροχθίζει όποιον τυχόν θα πιάσει να βγαίνει έξω από τις πύλες[του δυνατού του Άδη και της φοβερής της Περσεφόνης.]

Η ΣΑΠΦΩ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ

Η αρχαϊκή εποχή, κατά την οποία έζησε και δημιούργησε η Σαπφώ, σηματοδοτεί μια νέα αρχή στην αρχαία ελληνική ιστορία μετά την πτώση του μυκηναϊκού κόσμου και τις σημαντικές ανακατατάξεις που προκάλεσαν τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα ανάμεσα στο 1200 και το 1000 π.Χ. Η πρώτη φάση της αρχαϊκής εποχής συμπίπτει με τους λεγόμενους «σκοτεινούς αιώνες», την περίοδο που ακλούθησε μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων, εποχή που η γραφή «έσβησε» κι επομένως δεν διαθέτουμε γραπτές ιστορικές πηγές που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να την ανασυνθέσουμε. Πρέπει, λοιπόν, να αρκεστούμε στις έμμεσες πληροφορίες που μας δίνουν τα πολυάριθμα αρχαιολογικά ευρήματα. Ανάμεσα στο 1200 και το 1000 π.Χ. λέγεται ότι έλαβε χώρα η μεγάλη μετακίνηση λαών, γνωστή ως αιγιακή ή δωρική μετανάστευση, κατά την οποία έγινε ο εποικισμός της Ανατολικής Μεσογείου από ελληνικά φύλα. Για την ακρίβεια, αποικίστηκαν οι δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας και τα νησιά που βρίσκονταν απέναντι τους.
 
Η μεταναστευτική αυτή κίνηση είχε ήδη συντελεστεί στην αρχή της αρχαϊκής περιόδου και μία από τις σημαντικότερες πολιτικές της συνέπειες ήταν η μετάβαση από τη μοναρχία στην κυριαρχία των αριστοκρατικών οί­κων1. Οι αριστοκράτες ιδιοποιήθηκαν τη γη στις περιοχές που αποίκισαν και για να εδραιώσουν την εξουσία τους ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από θεούς και ήρωες.
 
Η αριστοκρατία ενίσχυσε τη θέση της μέσα από το θεσμό της προστασίας: οι Έλληνες άποικοι, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την απειλή τόσο του ντόπιου πληθυσμού όσο και των μετακινούμενων πολεμικών φύλων, στρέφονταν προς τους αριστοκράτες για να τους προστατέψουν. Έτσι οι τελευταίοι βρίσκονταν σε συνεχή πολεμική ετοιμότητα και υποχρεώνονταν να συνάπτουν στρατιωτικές συμμαχίες.
 
Εξάλλου ο κατακερματισμός των αποικισμένων περιοχών περιόρισε σημαντικά την εξουσία των βασιλικών οίκων. Αποτέλεσμα όλων αυτών των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων ήταν η άνοδος των αριστοκρατικών γενών, γύρω στα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα. Η αριστοκρατία άρχισε να καλλιεργεί τις δικές της ηθικές αξίες: την αρετή, δηλαδή την πολεμική ανδρεία, την ταξική αλληλεγγύη, αλλά ταυτόχρονα και την άμιλλα και τον ατομικισμό στον πόλεμο καθώς και στον αθλητισμό, στην πολιτιστική παραγωγή, στην πολυτέλεια στην ενδυμασία και στον τρόπο ζωής.
 
Ωστόσο, νέα εμπόδια, όπως ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα αριστοκρατικά γένη, η εχθρική ενδοχώρα, η δημογραφική έκρηξη, οδήγησαν σε έναν νέο αποικισμό (περί το 750 π.Χ.]. Επικεφαλής αυτών των νέων εποικιστικών επιχειρήσεων ήταν και πάλι οι αριστοκράτες: όμως τους ακλουθούσε πλέον και μεγάλος αριθμός εμπόρων και Βιοτεχνών που αναζητούσαν νέες αγορές, ιδιαίτερα μετά την υιοθέτηση της χρηματικής οικονομίας που δημιούργησαν πρώτοι οι Λυδοί τον 7ο αιώνα π.Χ.2. Αυτές οι οικονομικές μεταβολές συνεπάγονταν και ανάλογες πολιτικές αλλαγές: τα κοινωνικά στρώματα των εμπόρων και των βιοτεχνών αναζητούσαν να ανατρέψουν τις αριστοκρατικές οικογένειες και να καταλάβουν την εξουσία στις πόλεις.
 
Μια άλλη συνέπεια αυτών των ανακατατάξεων ήταν η ανάδυση για πρώτη φορά στον δυτικό πολιτισμό της φωνής του ατόμου που επιχειρεί να σπάσει το προστατευτικό κουκούλι του γένους, χωρίς βέβαια να το κατορθώνει με απόλυτη επιτυχία. Αυτή η έκφραση του «εγώ» επιτεύχθηκε μέσω της ανάπτυξης της λυρικής ποίησης.
 
Η Σαπφώ και η ποίησή της
 
Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα είδη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, η λυρική ποίηση έχει να παρουσιάσει γυναίκες-δημιουργούς. και μάλιστα μια μεγάλη ποιήτρια, τη Σαπφώ από τη Λέσβο (περί το 612 π.Χ-554 π.Χ.). Μολονότι διασώθηκαν ελάχιστα δείγματα από το πλούσιο ποιητικό έργο της. οι ακρωτηριασμένοι στίχοι της αρκούν για να αποδείξουν ότι κέρδισε επάξια τον τίτλο της «Δεκάτης Μούσας·>, που της είχαν αποδώσει οι σύγχρονοι αλλά και οι μεταγενέστεροι της. Στο παρελθόν είχαν γίνει αρκετές απόπειρες να γραφούν βιογραφίες της Σαπφούς, οι συγγραφείς τους όμως σπάνια ξεπερνούσαν το επίπεδο της σκανδαλολογικής φυλλάδας ή της μυθιστορηματικής βιογραφίας. Κάποια ποιήμστά της, μία αναφορά στην επιγραφή που είναι γνωστή ως Πάριο Μάρμαρο και αναφορές που βρίσκουμε σε συγγραφείς της αρχαιότητας από τον Ηρόδοτο (5ος αι. π.Χ.) ως τον Λατίνο ποιητή Οβίδιο (1ος αι. μ.Χ.), μας βοηθούν να σχηματίσουμε ένα ισχνό, έστω, περίγραμμα της ζωής της Σαπφούς,
 
Γνωρίζουμε ότι ήταν μέλος γνωστού αριστοκρατικού γένους της Λέσβου, ότι έμεινε νωρίς ορφανή από πατέρα και ότι ανατράφηκε στη Μυτιλήνη κοντά σε συγγενείς της. Η Σαπφώ παντρεύτηκε έναν πλούσιο άνδρα από την Άνδρο και απέκτησε μία κόρη. Έμεινε χήρα σχετικά γρήγορα και αργότερα δημιούργησε έναν κύκλο μαθητριών στον οίκο της, ορισμένες από τις οποίες είχαν έλθει στη Μυτιλήνη από γεωπονικές περιοχές.
 
Εμάς όμως μας ενδιαφέρει η σχέση της Σαπφούς με την κοινωνική και πολιτική κατάσταση της πατρίδας της. Έχει ιδιαίτερη σημασία το αν η μοναδική μεγάλη ποιήτρια της αρχαιότητας περιορίστηκε στην έκφραση ατομικών συναισθημάτων ή αν συμμετείχε με τον τρόπο της στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα της εποχής της.
 
Το μεγαλύτερο πρόβλημα για την ερμηνεία της ποιητικής φιλοσοφίας της Σαπφούς έγκειται στην αποσπασματική μορφή του έργου της. Αρχικά, ελάχιστα αποσπάσματα των ποιημάτων της είχαν διασωθεί, αλλά αργότερα αρχαιολογικές ανασκαφές στην Αίγυπτο έφεραν στο φως πολλούς παπύρους που διέσωσαν πλήθος αποσπασμάτων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και έτσι εμπλούτισαν πς γνώσεις μας για το έργο πολλών αρχαίων συγγραφέων, ανάμεσα τους και της Σαπφούς.
 
Το Πάριο Μάρμαρο, αλλά και άλλες πηγές, τόσο φιλολογικές όσο και αρχαιολογικές, μας πληροφορούν για την εξορία της Σαπφούς στις Συρακούσες της Σικελίας (ανάμεσα στα 598-590 π.Χ.). Είχε προηγηθεί μια άλλη εξορία της, μαζί με άλλους αριστοκράτες, μόνο που τότε ο τόπος εξορίας ήταν κοντινός, ήταν η Πύρρα, πόλη της Λέσβου (περί το 604 π.Χ,). Αυτές οι εξορίες συνηγορούν υπέρ της θεωρίας που υποστήριζε ότι η Σαπφώ ήταν πολιτικά ενεργή, όσο μπορούσε να είναι πολιτικά ενεργή μια γυναίκα εκείνη την εποχή, ακόμα και στην πιο ελαστική απέναντι στη γυναίκα κοινωνία της Λέσβου. Παρ' όλα αυτά, ως τα τέλη της δεκαετίας του 1930, οι μελετητές της αρχαίας λυρικής ποίησης δεν μπορούσαν να εντοπίσουν πουθενά στα σπαράγματα του έργου της ίχνη πολιτικής δράσης, ούτε καν χλιαρού πολιτικού ενδιαφέροντος. Κι όμως, επρόκειτο για μια επιφανή αντίπαλο του τυράννου της Μυτιλήνης, του Πιττακού.
 
Ανάμεσα στα 1939 και 1941 δημοσιεύθηκαν τα δύο αποσπάσματα που αποτέλεσαν το δεύτερο σωζόμενο σε πλήρη έκταση ποίημα της Σαπφούς: σε αυτό, αν και στην αρχή δίνει συμβουλές στην κόρη της Κλείδα για τον σωστό στολισμό των γυναικείων μαλλιών και ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να της δώσει την ακριβή «μιτράνα» (σκούφια) που επιθυμούσε το κορίτσι, καταλήγει στους τελευταίους στίχους σε μια δριμεία κριτική της πολιτικής του Πιττακού, χωρίς να τον κατονομάζει: «Όμως τον άντρα από την Μυτιλήνη που όλοι του δώσανε την εξουσία - αυτόν γιατί δεν τον ρωτάς, μήπως μπορεί κάποιο στολίδι πλουμιστό να σου χαρίσει.
 
Απ' όταν πολλούς στην εξορία στηλών οι τύραννοι, τα ίχνη υπάρχουν ακόμη στην πόλη -άσχημα πήγαν εκεί τα πράγματα» (98,a, b D).
 
Σωστά, επομένως, η Μ. Giebel τονίζει ότι η Σαπφώ και ο άλλος μεγάλος λυρικός ποιητής από τη Λέσβο και σύγχρονος της, ο Αλκαίος, ήταν ομοϊδεάτες και η Σαπφώ δεν τιμωρήθηκε άδικα με και εξορία από τον Ππτακό3. Η άποψη των Α. Κάλφα και Κ. Τοπάλη ότι η ποιήτρια φαίνεται να ξεπερνά τα πολιτικά προβλήματα με μια αναφορά στο γυναικείο χτένισμα δεν φαίνεται πειστική4. Οι γυναίκες της αριστοκρατίας των ελληνικών πόλεων κατά την αρχαϊκή εποχή είχαν έναν πολύ πιο σημαντικό κοινωνικό και πολιτικά ρόλο από τις Αθηναίες του 5ου αιώνα π.Χ.
 
Μάλιστα σε ένα ποίημα του Αρχίλοχου (7ος αι. π.Χ.), γίνεται μια σπανιότατη αναφορά σε μια γυναίκα-τύραννο που κατέλαβε με το στρατό της και έγινε τύραννος μιας μη κατονομαζόμενης πόλης: «Του κόσμου την κατακραυγή μην αψηφάς, γυναίκα. Το βράδυ εγώ για τούτο θα νοιαστώ, Χαλάρωσε, γυναίκα. Μοιάζω να είμαι ταλαίπωρος; Αθλιος θε να 'μουν άνδρας και όχι από καλή γενιά. Το φίλο ξέρω να αγαπώ. Σαν το μυρμήγκι να μισώ. Αυτόν που 'ναι εχθρός μου. Λόγος αυτός αληθινός.
 
Την πόλη όπου γύρισες δεν την κούρσεψαν άλλοι. Με πόλεμο την κούρσεψες, γΓ αυτό τρανή η δόξα. Τώρα εσύ διαφέντεψε, έχεις την τυραννία. Και στους πολλούς θε να σαι ζηλευτός»5. Το ποίημα αυτό που δημοσιεύτηκε το 1954. σχολιάστηκε από τον Ι.Θ. Κακριδή, που τονίζει ότι δεν μπορεί να μην παραξενευτεί κανείς διαβάζοντας για αυτήν την τόσο πρώιμη καπετάνισσα, αν και η παρουσία μιας γυναίκας-τυράννου και πολέμαρχου δεν ήταν τόσο σπάνια στον μεσογειακό κόσμο, ίσως ήταν «κάποια μικροτυράννισσα όπως αργότερα η Αρτεμισία της Καριάς, η κόρη του Λύγδαμη, ή η Μανία, η χήρα του Δαρδανέα Ζήνη. και ποια ήταν η πολιτεία που πάτησε και πότε την πάτησε και γιατί την πάτησε»6.
 
Ακόμα και αν κάποιοι φιλόλογοι αμφισβητούν αυτή την ερμηνεία του παραπάνω ποιήματος, όλα τα ιστορικά στοιχεία (ιδίως οι επιγραφές) αποδεικνύουν ότι οι γυναίκες στα φυλετικά κράτη, εκεί όπου οι κοινωνίες είχαν παραμείνει σε επίπεδο οργάνωσης στο στάδιο του γένους, ήταν σε πολύ υψηλότερη θέση απ' ό, τι στις πιο εξελιγμένες «πολιτικές» κοινωνίες.
 
Από τα υπόλοιπα ποιήματά της όμως η Σαπφώ, αν και παρουσιάζεται φανατική αριστοκράτισσα ως προς την ιδεολογία, δεν υιοθετεί άλλα στοιχεία της πολιτικής σκέψης των αρρένων συναδέλφων και ομοϊδεατών της.
 
Δεν είναι τυχαίο ότι η ποιήτρια οε ένα απόσπασμά της αναφωνεί: «Άλλοι λένε πως ο στρατός των ιππέων, άλλοι των πεζών, κι άλλοι ο στόλος των καραβιών, λένε πως είναι τ' ομορφότερο πάνω στη μαύρη γη, μα εγώ λέω πως είναι εκείνο που αγαπάς» (απ. 16). Εδώ η Σαπφώ εκφράζει, αν όχι ακριβώς αντιπολεμικές, πάντως θηλυκές αξίες: βάζει πάνω από τους στρατούς τη ζωή και τον έρωτα.
 
Η Μ. Giebel κάνει μια ενδιαφέρουσα σύγκριση του παραπάνω αποσπάσματος με ένα παρόμοιο ως προς το θέμα αλλά ιδεολογικά διαμετρικά αντίθετο ποίημα του Αλκαίου, σύγχρονου και ομοϊδεάτη της ποιήτριας: «Λαμποκοπάει το μέγα δώμα από το χάλκωμα. Και για τον Άρη ακέρηα η στέγη του ομορφοστολίστηκε με περικεφαλαίες αστραφτερές που απ' την κορφή τους κρέμονται κάτασπρες αλογόφουντες στολίδια στα κεφάλια των πολεμιστάδων... Από κοντά και σπάθες Χαλκιδιώτικες, από κοντά και πλήθος αναζώσματα και κοντοχίτωνα πολέμου. Πράγματα που ο νους δεν είναι τρόπος να τ' αποξεχάσει, μια και στο έργο τούτο το μεγάλο τώρα πρωτομπαίνουμε» (54 D). Η γερμανίδα φιλόλογος επισημαίνει ότι η αντίθεση γυναικείου και ανδρικού κόσμου προχωρά­ει πολύ πέρα από το περιεχόμενο των ποιημάτων και γίνεται αισθητή και στον ποιητικό τρόπο έκφρασης. Ο Αλκαίος περιγράφει τον κόσμο του άνδρα ως έκρηξη πολεμικής λαμπρότητας και αφθονίας, ενώ η Σαπφώ παρουσιάζει τα πράγματα του ανδρικού κόσμου ως «καβαλάρηδες, πεζικό, πλοία» - εντελώς πεζά, χωρίς να χρησιμοποιήσει ούτε ένα κοσμητικό επίθετο7. Μάλιστα η Giebel αναφέρει ότι ένας άλλος γερμανός φιλόλογος ενοχλήθηκε τόσο από αυτή την αδιαφορία της ποιήτριας για το στρατό ώστε μετέφρασε το απόσπασμα αυτό τόσο ελεύθερα που το άλλαξε, το μετέτρεψε σχεδόν σε ύμνο του στρατού και των πλοίων8.
 
Ανάλογες απόψεις εξέφρασε και ο Γ. Ανδρε­άδης σε παλαιότερο άρθρο του: «Κάνετε έρωτα, όχι πόλεμο. Η Σαπφώ δεν διατυπώνει κάποιο παρόμοιο κοινωνικό πολιτικό σύνθημα, ο λόγος της όμως αναδεικνύεται ριζικά διαφορετικός από τον επίσημο των ανδρών-πολεμιστών»9.
 
Πάντως άλλες αρχαίες ελληνίδες ποιήτριες, όπως η μεταγενέστερη Νοσσίς. που έζησε στους Επιζεφύριους Λοκρούς της Νότιας Ιταλίας τον 3ο αιώνα π.Χ.. δεν έμειναν αδιάφορες απέναντι στο θέμα της εξύμνησης του πολέμου. Σε ένα επίγραμμά της εξυμνεί τη νίκη των συμπατριωτών της εναντίον των Βρεττών (κάποιου αυτόχθονος φύλου), αναφερόμενη στις ασπίδες των ηττημένων που οι Λοκροί πολεμιστές κρέμασαν ως τρόπαια νίκης στους ναούς της πόλης τους10.
 
Η Σαπφώ ως εκπρόσωπος της γυναικείας αριστοκρατικής ιδεολογίας
 
Πάντως η ποιήτρια από τη Λέσβο εξέφρασε την αριστοφανική της ιδεολογία με έναν καθαρά γυναικείο τρόπο κάνοντας ειρωνικές και σκληρές επιθέσεις σε γυναίκες της αντίπαλης παράταξης καθώς και στην εταίρα Δωρίχα που ξεμυάλισε έναν από τους αδελφούς της και σπατάλησε την περιουσία του.
 
Ο πιο άμεσος τρόπος έκφρασης της ανωτερότητας των αριστοκρατών και των δύο φύλων, κυρίως όμως των γυναικών, ήταν στην ενδυμασία και στον καλλωπισμό. Εκείνο που ξεχώριζε την αριστοκράτισσα από τη λαϊκή γυναίκα ήταν η πολυτέλεια στην ενδυμασία, αλλά η αριστοκράτισσα ξεχώριζε και από την κακόγουστη νεόπλουτη με τη χάρη και τη φινέτσα της ενδυμασίας αλλά και της κινησιολογίας της. Η Σαπφώ ειρωνεύεται τις νεόπλουτες αντιπάλους της, χρησιμοποιώντας όμως πάντα μια λεπτή ειρωνεία και ένα κόσμιο λεξιλόγιο: κατακρίνει την αντίπαλο της Ανδρομέδα ως «χωριάτισσα» που δεν ξέρει να διπλώσει τις φούστες της11.
 
Αντίθετα με τη Σαπφώ, ο Αλκαίος επιτίθεται στην αριστοκράτισσα σύζυγο του Πιττακού, μια μεγάλη σε ηλικία γυναίκα, της οποίας ο γάμος με τον τύραννο ήταν μια προσπάθεια συμβιβασμού του Πιττακού με την αριστοκρατία της Μυτιλήνης, με εξαιρετικά χυδαίο τρόπο. Η γυναίκα αυτή είχε, όπως φαίνεται, τη συνήθεια να ντύνεται με χλιδή και να καλλωπίζεται υπερβολικά για την ηλικία της: «Όσα πλούσια ρούχα και μπιχλιμπίδια και να δώσει κανείς για να στολίσει μια γριά γουρούνα», έγραφε γι’ αυτήν ο Αλκαίος, «θα είναι ανίκανος να κρύψει την κοπριά που βρίσκεται πίσω της.. .»12. Τέτοια χυδαία γλώσσα ήταν απαγορευμένη στις κυρίες της αριστοκρατίας, όπως η Σαπφώ. Η ποιήτρια αναφέρεται συχνά στα κείμενά της στη λεπτή πολυτέλεια των γυναικείων ρούχων, στην απαλή υφή τους και στα λαμπερά τους χρώματα.
 
Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, όπως εκείνη του Σόλωνα στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. στην Αθήνα, περιόρισαν με νό­μους την πολυτέλεια και την κοινωνική επίδειξη των γυναικών ακόμα και στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές για να χτυπήσουν έτσι τη δύναμη της αριστοκρατίας13.
 
Η Σαπφώ, σε ένα άλλο ποιητικό της απόσπασμα, κακίζει κάποια αντίπαλο της, μάλλον την Ανδρομέδα, για την έλλειψη αληθινής πνευματικής καλλιέργειας, γεγονός που θα αφαιρέσει από την αντίπαλο της το δικαίωμα στην υστεροφημία, την οποία είναι σίγουρη ότι η ίδια είχε κερδίσει: «Πως κάποιον από μας ξανά θα θυμηθείτε, λέω» (59D).
 
Η Σαπφώ, τέλος, εξοργίστηκε με τη συμπεριφορά του νεότερου αδελφού της Χάραξου, που όντας έμπορος, σε ένα από τα ταξίδια του στην ελληνική αποικία Ναύκρατη, στην Αίγυπτο, ερωτεύτηκε τη δούλα εταίρα Δωρίχα, την εξαγόρασε από τον κύριό της και άρχισε να ξοδεύει την περιουσία του για χάρη της. Αυτός ο κοινωνικά αταίριαστος έρωτας προκάλεσε την οργή της Σαπφούς: έτσι, σε ένα ποίημά της απευθύνει μια προσευχή προς τις Νηρηίδες για να προστατέψουν τον αδελφό της κατά το θαλασσινό του ταξίδι: «Και μακάρι να επιθυμεί να αποκτήσει η αδελφή του την εκτίμηση που της πρέπει. Όσο για τα σκληρά και θυμωμένα λόγια με τα οποία κατά την αναχώρηση του, εκνευρισμένος πολύ από τις κατηγορίες μου, προσπάθησε μέσα στη σκοτούρα του να καταβάλει την ψυχή μου, λοιπόν, ανάμεσα στις ευχαριστήριες γιορτές των συμπολιτών του, δεν θα τεθεί πλέον θέμα, όταν θα επιστρέψει σε λίγο καιρό και θα βρει μια σύζυγο, αν το επιθυμεί, μεταξύ των ευπρεπών δεσποινίδων. Και για ό, τι αφορά σ' εσένα, κακιά και απαίσια λύκαινα, φύγε, άρχισε να ανιχνεύεις για να κυνηγήσεις άλλη λεία», 14.
 
Εκπλήσσεται κανείς από τη σφοδρότητα της επίθεσης της Σαπφούς ενάντια στη Δωρίχα, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ποιήτρια ήταν δέσμια της κοινωνικής ηθικής της τάξης και της εποχής της. Σύμφωνα με τον Α. Weigall. την εποχή που η Σαπφώ έγραψε αυτό το ποίημα είχε αρχίσει να γερνά και, επιθυμώντας να διατηρήσει την καλή της φήμη, απέρριπτε το γάμο του αδελφού της με μια σκλάβα15.
 
Η Σαπφώ παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της μα γυναίκα που πίστευε στον έρωτα και στις λεγόμενες θηλυκές αξίες, πάνω απ' όλα όμως παρέμεινε αριστοκράτισσα στο πνεύμα και στην ψυχή.
-------------------------
 
Σημειώσεις
 
1. Μ. Giebel, Σαπφώ, μτφρ. Φ. Πρεβεδουρου. Αθήνα 1990. σ. 13-14.
2. Σπ3ΐ&ο, σ. 16. ΙΣτοιΛο.α 129-132.
4 Α. Κάλφας / Κ. Τοπαλη. «Αρχαία ελληνική λυρική ποίηση: εισαγωγικό σημείωμα». Διαβάζω 36 (1984). Σ, 19.
5. Δ. Δρακοπουλος (εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια), Αρχίλοχος, Αθήνα 1997, σ. 31
6. Ι.θ. Κακριδής. Έλα Αφροδίτη ανθοστεφανωμένη. Αθήνα 1993, α 19.
7. Giebei. ο.π,σ. 63.
8. Στο ίδιο.
9. Γ Ανδρεάδης, «Το άρμα της Αφροδίτης: Η ερωτική μύηση του γένους των γυναικών στην ποίηση της Σαπφώς», Διαβάζω 107 (1984), ο. 38.
10 M B. Skinner. -Nossis thelyglossos: The private text and the public book-, στο S B Pomeroy (επιμ). Women's His/on/ and Ancient History, London 1991. σ. 30.
11 A. Weigall, Σαπφώ.η Λεσβία, Αθήνα 2001. σελ. 176.
12. Στο ίδιο. σ. 125.
13. Βλ. Κ Μαντάς, «Οι ιδεολογικές διαστάσεις του περιοριστικού χαρακτήρα της γυναικείας ενδυμασίας», Αρχαιολογία S3 (2002), 0.21-28
14. Weigall, ό.π. σ. 319-320.
15. Στο ίδιο.

Η φιλοσοφία της Ζωής όπως εκφράστηκε από τον Αβδηρίτη στοχαστή Δημόκριτο (460-370 π.Χ.)

Ανοιχτή συζήτηση για μια πρακτική φιλοσοφία της καλής ζωής...βασισμένη στα κείμενα του Αριστοτέλη στον πολυχώρο design apoDec με ελεύθερη είσοδοΜε τον όρο Φιλοσοφία της Ζωής εννοούμε απόψεις που αναφέρονται στο σκοπό και το περιεχόμενο που ο καθένας δίνει στη ζωή του, στους τρόπους δράσης που επιλέγει / προκρίνει, για να κατακτήσει το περιεχόμενο της ζωής, όπως το οραματίστηκε, και να προσεγγίσει το σκοπό της.
 
Πολλοί   στοχαστές άφησαν   διάσπαρτους μέσα στα έργα τους, σε  διάφορες στιγμές της ζωής τους και κάτω από ποικίλες περιστάσεις, ποικίλους στοχασμούς, με ποικίλες σημασίες για το νόημα της ζωής. Και χρειάζεται μόχθος πολύς για να ανιχνεύσουμε τα σχετικά στοιχεία μέσα σε έργα ογκώδη. Από τα παραπάνω γίνεται  φανερό πως η έννοια Φιλοσοφία της Ζωής είναι πολυσήμαντη και είναι δύσκολο να καταλήξουμε σε έναν καθολικά αποδεκτό ορισμό.
 
Αν ανατρέξουμε σε βιβλία που φέρουν τον τίτλο Φιλοσοφία της Ζωής ή Φιλοσοφία του Ανθρώπου και καταγράψουμε μερικά θέματά τους, όπως :
«Το  νόημα της ζωής»
«Αναζήτηση της ευτυχίας»
«Το άτομο και η κοινωνία»
«Ανθρωπισμός», «Κοινωνικός Ανθρωπισμός» 
«Το πρόβλημα της Ελευθερίας»[1],
βλέπουμε ποιο είναι το πεδίο της  και διαπιστώνουμε ότι τα θέματά της σχετίζονται με τα γενικότερα πεδία της Φιλοσοφίας, που είναι γνωστά ως Ηθική, Γνωσιολογία, Μεταφυσική, Αισθητική.
 
Με αυτό το νόημα (του συσχετισμού της Φιλοσοφίας της Ζωής με όλους τους τομείς της Φιλοσοφίας) ανιχνεύουμε στοιχεία Φιλοσοφίας της Ζωής σε πολλούς στοχαστές από τα παλιά χρόνια, κυρίως ύστερα από την επισήμανση του θέματος ότι οι άνθρωποι  έχουν την ικανότητα μέσα στις περιστάσεις της ζωής να είναι ελεύθεροι ως άνθρωποι, ως πολίτες, ως άτομα στην ιδιωτική ζωή τους. Ενδεικτικά θυμίζω λόγους αποσπασματικούς που έχουμε  από τους Σοφιστές:
(1) «Ελευθέρους αφήκε πάντας θεός, ουδένα  δούλον η φύσις πεποίηκεν». (Αλκιδάμας)[2](=Ο Θεός όλους τους άφησε ελεύθερους, κανένα η φύση δεν έκανε δούλο).
(2)  «Φύσει πάντα πάντες ομοίως πεφύκαμεν και βάρβαροι και Έλληνες»[3] (=Από τη φύση έχουμε όλοι τα ίδια γνωρίσματα, και οι βάρβαροι και οι Έλληνες).
 
Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) διατύπωσε σαφέστερα και ανέλυσε τη δυνατότητα προ-αίρεσης[4], επιλογής κάποιας πορείας που προκρίνει το άτομο έναντι κάποιας άλλης. Άρα, το άτομο ενεργεί στην περίπτωση αυτή συνειδητά, ελεύθερα,  κατά συνέπεια υπεύθυνα.
 
Μετά τον Αριστοτέλη, σε χρόνους Ελληνιστικούς[5], οι Επικούρειοι και κυρίως  οι Στωικοί προώθησαν την ανάλυση της ανθρώπινης δράσης και διατύπωσαν το πρόβλημα της Ελευθερίας του Ανθρώπου[6], ως θέμα Ηθικής (ήθους ) και προϋπόθεση της ευθύνης.
 
Έναν αιώνα και πλέον πριν από αυτές τις εννοιολογικές  αναλύσεις  ο Σωκράτης με το ήθος του και  το λόγο του[7] και ο Δημόκριτος με τον τρόπο της ζωής του και με ένα πλήθος κειμένων του διαμόρφωσαν μια Φιλοσοφία Ζωής, η οποία μπορεί να συνοψιστεί σε τρία βασικά αξιώματα:
·        Για την επιβίωσή του ο άνθρωπος διαθέτει  την αναγκαία φροντίδα.(σκέψη και χειρωνακτική εργασία).
·        Για την ικανοποίηση της ψυχής του όμως διαθέτει όλο το υπόλοιπο της  πνευματικής του δυνατότητας
-         Για να γνωρίσει τον κόσμο   (Γνωσιολογία),
-         Για να απολαύσει την ομορφιά ( Αισθητική),
-         Για να πραγματοποιήσει το καλό στη ζωή για τον εαυτό του και το συνάνθρωπό του (Ηθική),
-         Για να στοχαστεί προβλήματα που εκτείνονται πέρα από τα φυσικά όρια της ύπαρξής του(Μεταφυσική)
·        Μέσα από τις ποικίλες δραστηριότητές του ο άνθρωπος αναζητεί την ευδαιμονία του,  τη χαρά, την ψυχική γαλήνη.
 
Συγκεκριμένα, ο Δημόκριτος διατυπώνει μια Φιλοσοφία της Ζωής σε μια σειρά από κείμενά του,  που σώζονται αποσπασματικά για μας. Τα κύρια σημεία της  θεωρίας του αναφέρονται  σε προβλήματα συμπεριφοράς (ήθους, Ηθικής) και ευδαιμονίας του ανθρώπου (ευθυμίας), Αισθητικής απόλαυσης του ωραίου, Γνωσιολογίας (αναζήτησης  της γνώσης, αλήθειας), ζητήματα πολιτικής ηθικής, πολιτικής επιλογής και αυτοελέγχου των πράξεων του ατόμου. Και, τέλος, προσεγγίζει θαρραλέα τα πιο μεγάλα προβλήματα Μεταφυσικής (προέλευση των θεών, απορία σχετικά με  τη  μετά θάνατο ύπαρξη) και παρουσίας της Τύχης στη ζωή του ανθρώπου.
 
Από τα σωζόμενα Αποσπάσματα του Δημόκριτου, που  τα έχουν καταγράψει οι ειδικοί μελετητές, επιλέγουμε μερικά (από την πιο γνωστή έκδοση των H.DielsW.Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, κεφ. 68  που αναφέρεται στο Δημόκριτο), τα παραθέτουμε χωρίς την πρόθεση  ούτε  τη φιλοδοξία αξιολογικής κατάταξης και επιχειρούμε μια ελεύθερη απόδοση του αρχαίου κειμένου με στόχο την κατανόηση της σκέψης του Δημόκριτου, όσο αυτό είναι δυνατό,  μέσα από κείμενα αποσπασματικά, τα οποία όμως συμβαίνει να είναι συνήθως αποφθεγματικά, δηλαδή είναι ακέραια νοήματα με  συνοπτική και σαφή διατύπωση.
 
1) DK 68 B 189: «Άριστον ανθρώπω τον βίον διάγειν ως πλείστα ευθυμηθέντι και ελάχιστα ανιηθέντι, τούτο δ’ αν είη, ει τις μη επί τοις θνητοίς τας  ηδονάς ποιοίτο».
 (=Το πιο καλό για τον άνθρωπο είναι να περνά τη ζωή με ώρες ευθυμίας όσο μπορεί πιο πολλές και ώρες ανίας / θλίψης όσο μπορεί πιο λίγες. Και μπορεί αυτό να το επιτύχει, αν επιδιώκει χαρές που σχετίζονται όχι με τα φθαρτά και φθοροποιά της ζωής).
 
2) DK 68 B190: «Φαύλων έργων και τους λόγους παραιτητέον».
            (=Για έργα φαύλα πρέπει να αποφεύγουμε ακόμη και συζήτηση να κάνουμε, ούτε καν σκέψη ή συζήτηση για τέτοια δράση).
 
 3) DK 68 B 191: «Ανθρώπους ευθυμίη γίνεται μετριότητι τέρψιος και βίου σύμμετρη. Τα δε ελλείποντα και υπερβάλλοντα μεταπίπτειν φιλεί και μεγάλας κινήσιας εμποιείν τη ψυχή».
 (=Ευθυμία οι άνθρωποι μπορούν να επιτυγχάνουν αν επιδιώκουν απολαύσεις με μέτρο και  οργάνωση της ζωής μετρημένη. Όπου υπάρχει έλλειψη ή υπερβολή (στέρηση ή πλησμονή) μοιραία τελούνται μεταπτώσεις και προκαλούνται απότομες συγκινήσει στην ψυχή).
 
4) DK 68 B 207: «Ηδονήν ου πάσαν  αλλά την επί τω καλώ αιρείσθαι χρεών».  
        (=Ανάγκη να μην επιδιώκουμε την οποιαδήποτε ηδονή αλλά να επιλέγουμε αυτήν που οδηγεί σε κάτι ωραίο).
 
5) DK 68 B 194: «Αι μεγάλαι τέρψεις από του θεάσθαι τα καλά των έργων γίγνονται»
(=Οι μεγάλες τέρψεις προέρχονται από τη θέα των ωραίων έργων).
 
6) DK 68 B 192: «Ράδιον εστί επαινείν α μη χρη και ψέγειν. Εκάτερον δε πονηρού τινός ήθους».
(=  Εύκολο είναι να επαινεί κανείς ή να ψέγει αυτά που δεν πρέπει (που δεν  αξίζουν έπαινο ή δεν τους πρέπει ψόγος). Αλλά και η μια και  η άλλη ενέργεια πηγάζουν από ήθος κάπως πονηρό).
 
7) DK 68 B 3: «Τον ευθυμείσθαι μέλλοντα χρη μη πολλά πρήσσειν….μηδέ όσα αν πράσση υπέρ δύναμιν εαυτού και φύσιν αιρείσθαι….».
 (= Αυτός που επιδιώκει για το μέλλον ευδαιμονία είναι ανάγκη να αποφεύγει την πολυπραγμοσύνη….και όσα επιχειρεί να πράξει να τα επιλέγει  έτσι που να μην είναι  πέρα από τις δυνατότητες και τη φυσική αντοχή του, τη φυσική υπόστασή του).
 
8)      DK 68 B 117: «Ετεή ουδέν ίσμεν. Εν βυθώ γαρ  η αλήθεια».
(=Στ’ αλήθεια (ετεός= αληθινός, γνήσιος) τίποτε δε γνωρίζουμε, γιατί η αλήθεια είναι κρυμμένη στο βυθό της αισθητής πραγματικότητας).
 
9) DK 68 B 118: «Δημόκριτος έλεγε βούλεσθαι μάλλον μίαν ευρείν αιτιολογίαν ή την Περσών βασιλείαν εαυτού γενέσθαι»[8] .
(=Ο Δημόκριτος έλεγε ότι προτιμούσε να βρει την αιτία ενός φαινομένου παρά να αποκτήσει τη βασιλεία των Περσών - δηλ.πλούτο απέραντο και δύναμη πολύ μεγάλη).
 
10) DK 68 B 119: «Άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο πρόφασιν ιδίης αβουλίης. Βαιά γαρ φρονήσει τύχη μάχεται, τα δε πλείστα εν βίω ευξύνετος οξυδερκείη κατιθύνει».
(=Οι άνθρωποι έπλασαν με τη φαντασία τους και θεωρούν υπαρκτή μορφή την Τύχη ως πρόφαση  για τη δική τους αδυναμία (να προβλέψουν, να δράσουν σωστά). Και θεωρούν ή πιστεύουν ότι η Τύχη αντιμάχεται την αδύναμη φρόνηση τους, ενώ τα πιο πολλά ζητήματα στη ζωή τα ρυθμίζουν με οξυδέρκεια ( διορατικότητα ) όσοι  έχουν σύνεση πολλή).
 
11). DK 68 B 244: «Φαύλον (έργον), καν μόνος ης, μήτε λέξης μήτε εργάση. Μάθε δε πολύ μάλλον των άλλων σεαυτόν αισχύνεσθαι».
(= Κίνηση φαύλη (ανήθικη), κι αν είσαι μόνος, μη σκεφτείς, μην πεις, μην επιχειρήσεις, αλλά μάθε πολύ περισσότερο να ντρέπεσαι τη δική σου συνείδηση (αυτοκριτική) παρά των άλλων την κριτική).
 
12. DK 68 B 251: «Η εν δημοκρατίη πενίη της παρά της δυνάσταις καλεομένης ευδαιμονίης τοσούτον εστίν αιρετωτέρη  οκόσον ελευθερίη δουλείης».
 (=Η φτώχια μέσα σε κοινωνία δημοκρατική είναι τόσο προτιμότερη σε σύγκριση προς την καλοπέραση κοντά σε δυνάστες όσο καλύτερη είναι η ελευθερία συγκρινόμενη με τη σκλαβιά).
 
13. DK 68 B 264: «… εαυτόν μάλιστα αιδείσθαι και τούτον νόμον τη ψυχή καθεστάναι, ώστε μηδέν  ποιείν ανεπιτήδειον».
(=Καλύτερα είναι να ντρέπεται κανείς τη συνείδησή του και να εγκαθιστά τέτοιο το νόμο (αυτοελέγχου) στην ψυχή του, ώστε να μην επιχειρεί τίποτε άπρεπο).
 
14. DK 68 B 297: «Ένιοι θνητής φύσεως διάλυσιν ουκ ειδότες άνθρωποι, συνειδήσει δε της εν τω βίω κακοπραγμοσύνης, τον της βιοτής χρόνον εν ταραχαίς και φόβοις ταλαιπωρέουσι, ψεύδεα περί του μετά την τελευτήν μυθοπλαστέοντες χρόνου».
 (= Μερικοί άνθρωποι, επειδή δε συνειδητοποιούν  ότι η θνητή υπόστασή τους  διαλύεται με το θάνατο, ενώ αντίθετα έχουν  συνείδηση της όλης  κακοπραγίας που προκαλούν με  τις   κακές  πράξεις τους,  ταλαιπωρούνται   όσο ζουν με  ταραχή ψυχική και αγωνία και  πλάθουν μύθους ψευδείς για το χρόνο που εκτείνεται ύστερα από το θάνατό τους, (ότι λ.χ, κάποιος θεός θα τους τιμωρήσει για τις αδικίες τους….).
 
15) DK 68 B 30: «Των λογίων ανθρώπων ολίγοι ανατείναντες τας χείρας ενταύθα, ον νυν αέρα καλέομεν οι Έλληνες (είπαν): πάντα Ζευς μυθέεται  και πάνθ’ ούτος οίδεν  και διδοί και αφαιρέεται και βασιλεύς ούτος των πάντων».
 (=Λίγοι από τους συνετούς ανθρώπους ύψωσαν τα χέρια τους προς ό,τι ονομάζουμε εμείς οι Έλληνες αέρα και είπαν: όλα ο Δίας τα σκέφτεται, όλα εκείνος τα γνωρίζει, εκείνος δίνει κι εκείνος αφαιρεί από τους ανθρώπους τα αγαθά, εκείνος είναι βασιλιάς των πάντων). 
 
16) DK 68 B 125: «Δημόκριτος …εποίησεν τας αισθήσεις λεγούσας προς την διάνοιαν: τάλαινα φρην παρ’ ημέων τας πύστεις λαβούσα ημέας καταβάλλεις; Πτώμα τοι το κατάβλημα».
(= Ο Δημόκριτος προσωποποιώντας τις αισθήσεις- τις παρουσιάζει να αντιλέγουν προς τη διάνοια με τα ακόλουθα: «ταλαίπωρη νόηση (διάνοια), αφού πήρες από μας πληροφορίες για τον κόσμο γύρω σου, προσπαθείς ύστερα να αρνηθείς την προσφορά μας (τη συμβολή μας στη γνωσιακή διαδικασία); Αν νικήσεις σ’ αυτή την αντιδικία (ότι δε χρειάζεσαι τη συμβολή μας, τα μηνύματα που έρχονται από τις αισθήσεις), αυτή η νίκη θα είναι η καταστροφή σου, δε θα έχεις πια πληροφορίες»).
 
17) DK 68 B 155: « Έτι τύνοιν όρα τίνα τρόπον απήντησεν (Χρύσιππος) Δημοκρίτω διαπορούντι… «ει κώνος τέμνοιτο παρά την βάσιν (παράλληλα προς τη βάση) επιπέδω, τι χρη διανοείσθαι τας  των τμημάτων επιφανείας, ίσας ή ανίσους γιγνομένας; Άνισοι μεν γαρ ούσαι τον κώνον ανώμαλον παρέξουσι πολλάς αποχαράξεις λαμβάνοντα βαθμοειδείς και τραχύτητας, ίσων δε ουσών ίσα τμήματα έσται  και φανείται το του κυλίνδρου πεπονθώς ο κώνος εξ ίσων συγκείμενος και ουκ ανίσων κύκλων, όπερ εστίν ατοπώτατον».
 (=Επιπλέον πρόσεξε  με ποιο τρόπο απάντησε ο Χρύσιππος σε μια απορία του  Δημόκριτου: «Αν ένας κώνος τμηθεί με επίπεδο παράλληλο προς τη βάση του, τι πρέπει να πούμε για τις δυο επιφάνειες  που  θα προκύψουν (τη βάση του μικρού κώνου  και την άνω επιφάνεια  του κόλουρου κώνου που θα  προκύψει με την τομή) ότι είναι ίσες ή άνισες μεταξύ τους; Γιατί αν αυτές οι δυο επιφάνειες είναι άνισες, τότε θα δίνουν (θεωρητικά) την εντύπωση ότι η πλευρική επιφάνεια του κώνου είναι ανώμαλη, βαθμιδωτή στην  περιφέρεια της τομής. Αν πάλι  οι δυο επιφάνειες είναι ίσες, τότε όσες τέτοιες τομές κάνουμε θα δείχνουν ίσες περιφέρειες κύκλου, που θεωρητικά οδηγούν στο  ότι ο κώνος είναι κύλινδρος. Αυτό όμως είναι λογικά απαράδεκτο εντελώς).
 
18) DK 68 B 174: «Ο μεν ουν εύθυμος εις έργα επιφερόμενος δίκαια και νόμιμα και ύπαρ και όναρ χαίρει τε και έρρωται και ανακηδής εστι. Ος δ’ αν και δίκης αλογή και τα χρη εόντα μη έρδη τούτω πάντα τα τοιαύτα ατερπείη, όταν τευ αναμνησθή, και δέδοικε και  εαυτόν κακίζει».
(=Ο εύθυμος λοιπόν  (=που στόχο του και βίωμά του έχει την ευθυμία) φέρεται σταθερά προς έργα δίκαια και νόμιμα[9] και απολαμβάνει τη χαρά στον ξύπνο και τον ύπνο του και νιώθει δυνατός και αμέριμνος (με καθαρή συνείδηση). Αν όμως κάποιος παραβλέπει το δίκιο  και δεν πράττει αυτά που πρέπει, γι’ αυτόν όλη η δράση του γίνεται πίκρα και, όταν  πάλι ξαναθυμάται τα «έργα του», φόβο εισπράττει και  κακίζει  τον εαυτό του και τον περιφρονεί).
 
19) DK 68 B 176: «Η τύχη μεγαλόδωρος αλλ’ αβέβαιος, φύσις δε  αυτάρκης. Διόπερ νικά τω ήσσονι και βεβαίω το μείζον της ελπίδος» .
(= Η τύχη είναι γενναιόδωρη, αλλά είναι αβέβαια τα δοσίματά της, ενώ η φυσική ικανότητα του ανθρώπου προσφέρει αρκετά για την ύπαρξή του. Γι’ αυτό νικά εκείνος που βασίζεται στις φυσικές δυνάμεις του για λίγα κέρδη και βέβαια σε αντιδιαστολή προς εκείνον  που ελπίζει από την (αβέβαιη) Τύχη τα πολλά. (Η προσπάθεια μεταφραστικής απόδοσης αναμφισβήτητα φαίνεται παρακινδυνευμένη, αλλά είναι  σύμφωνη με το πνεύμα περί Τύχης που βρίσκομε στο απόσπασμα του Δημόκριτου 119 - παραγρ. 10 σε τούτο το σύνολο των αποσπασμάτων).
 
20) DK 68 B 177: «Ούτε λόγος εσθλός φαύλην πράξιν αμαυρίσκει ούτε πράξις αγαθή λόγου βλασφημίη λυμαίνεται».
(= Ούτε ο λόγος ο επαινετικός ξεπλένει από τη μαυρίλα της πράξη κακή, ούτε  η καλή πράξη μειώνεται από την κακολογία).
 
21) DK 68 B 33  «Διδαχή και φύσις παραπλήσιόν εστι· η γαρ διδαχή μεταρυσμοί τον άνθρωπον, μεταρυσμούσα* δε φυσιοποιεί».
 (=Η διδασκαλία και οι φυσικές καταβολές του ανθρώπου είναι παράγοντες ισοδύναμοι στην οικοδόμηση της προσωπικότητας του ανθρώπου. Γιατί η διδασκαλία μεταρρυθμίζει ή αναδομεί τη φύση και με αυτή την αναδόμηση του δημιουργεί καινούργια φύση).
*Στη γλώσσα των ατομικών ρυσμός =άτομο, κατά συνέπεια το «μεταρυσμοί»  σημαίνει «αναδόμηση ατόμων».
(Στο φαινόμενο παιδεία του ανθρώπου αναφέρονται και τα αποσπάσματα 178-185).
 
22) DK 68 B 216: «Σοφίη άθαμβος αξίη πάντων».
(Η σοφία που δε θαμπώνει έχει αξία μοναδική).
 
23) DK 68 B 217: «Μούνοι θεοφιλέες όσοις εχθρόν το αδικέειν».
(=Μόνοι αγαπητοί στους θεούς είναι όσοι  εχθρεύονται την αδικία).
 
24) DK 68 B 219: «Χρημάτων όρεξις ην μη ορίζηται κόρω πενίης εσχάτης πολλόν χαλεπωτέρη. Μείζονες γαρ ορέξεις μείζονας ενδείας ποιούσιν».
   (=Η βουλιμία για κέρδη οικονομικά, αν δεν περιορίζεται σε κάποια όρια  χορτασμού, είναι χειρότερη και από την έσχατη πενία, γιατί όσο μεγαλώνει η βουλιμία του ανθρώπου τόσο πιο φτωχός νιώθει).
(Άλλα αποσπάσματα με συναφές περιεχόμενο είναι τα 218, 223-23).
 
25) DK 68 B 247: «Ανδρί σοφώ πάσα γη βατή. Ψυχής γαρ αγαθής πατρίς ο σύμπας κόσμος».
(= Για τον άνθρωπο το συνετό και δίκαιο όλη η γη είναι βατή, προσβάσιμη. Γιατί της αγαθής ψυχής πατρίδα είναι  ο κόσμος όλος).
 
26) DK 68 B 248: «Νόμος βούλεται μεν ευεργετείν βίον ανθρώπων, δύναται δε, όταν αυτοί βούλονται πάσχειν ευ. Τοις γαρ πειθομένοις την ιδίαν αρετήν ενδείκνυται» .
(=Ο νόμος - που  εκφράζει τη  βούληση του νομοθέτη  για το καλό της κοινωνίας συνολικά- εγκλείει ως στόχο το να ευεργετεί τη ζωή των ανθρώπων δείχνοντας το δρόμο του δικαίου. Και μπορεί αυτό  να επιτευχθεί, αν οι πολίτες επιθυμούν αυτή την ευεργεσία να τη δεχτούν. Γιατί γι’ αυτούς που πείθονται ο νόμος ενισχύει τη δική τους αρετή).
 
27) DK 68 B 292:  «Άλογοι των ασυνέτων αι ελπίδες».
(= Παράλογες είναι οι ελπίδες των ανθρώπων που δεν έχουν σύνεση).
 
28) DK 68 B 285:  «Γιγνώσκειν χρεών ανθρωπίνην βιοτήν αφαυρήν τε εούσαν και ολιγοχρόνιον…».
(=Είναι ανάγκη οι άνθρωποι  να γνωρίζουν (και να το θυμούνται σταθερά) ότι η ζωή τους είναι σύντομη και με αδυναμίες πολλές (ώστε να ρυθμίζουν ανάλογα τους λογισμούς και τις πράξεις τους)).
 
Επίλογος:
Αξιοσημείωτα  νομίζω για την περίπτωση του Δημόκριτου τούτα:
.α΄. Ασχολήθηκε με όλα τα θέματα / πεδία     όπου απλώνεται η πνευματική ζωή του ανθρώπου, όπως αυτά τα γνωρίζουμε με ορολογία μεταγενέστερη (Γνωσιολογία, Ηθική, Αισθητική, Μεταφυσική)
.β΄. Ιδιαίτερα ασχολείται με τα ζητήματα που συνθέτουν ήθος ζωής (εύθυμης, κατά την ορολογία του).
.γ΄. Φαίνεται ότι κάπου κάπως άγγιξε πρώτος[10] εκείνος  το Πρόβλημα Ελευθερίας της Συνείδησης (που αργότερα ο Αριστοτέλης το προσέγγισε ως προαίρεση και οι Στωικοί, Επικούρειοι το διαμόρφωσαν έτσι που το γνωρίζει και σήμερα ο φιλοσοφικός στοχασμός.
 -------------------------
[1] Ευτύχης Μπιτσάκης, Φιλοσοφία του Ανθρώπου.
Άνταμ  Σαφ, Φιλοσοφία του Ανθρώπου.
Ε. Π. Παπανούτσου, Φιλοσοφικά Προβλήματα.
Του ίδιου, Φιλοσοφία και Παιδεία (όπου  κεφάλαιο για την Ελευθερία) κ.α.
 
[2] Πληροφορία του Αριστοτέλη (Ρητορική, 1373b18).
 Β. Κύρκου, Αρχαίος Ελληνικός Διαφωτισμός και Σοφιστική, Αθήνα 1986, σελ. 132-133.
 
[3] H. Diels- W.Kranz, Die Fragmente, 87 (τ. B΄ 334-370).
Β. Κύρκου, ο.π.(σε διάφορες σελίδες, κατά το Ευρετήριο).
Φ. Κ. Βώρου, «Η Ελληνική Φιλοσοφία στο Ελληνικό Σχολείο» (περιοδ. «Εκπαιδευτικά» τ. 13).
 
[4] Το θέμα αυτό το αναλύει στα Ηθικά Νικομάχεια (βιβλίο Γ΄) από όπου μεταφέρω μερικές χαρακτηριστικές προτάσεις ανάλυσης της έννοιας προαίρεση:
Ηθικά Νικομάχεια ΙΙΙ.2.1: «Διωρισμένων  δε του  τε εκουσίου και ακουσίου περί προαιρέσεως έπεται διελθείν· οικειότατον γαρ είναι τη αρετή  και μάλλον τα ήθη κρίνειν των πράξεων». (=Αφού  προσδιορίσαμε τι σημαίνει εκούσια και ακούσια πράξη, επόμενο είναι να διερευνήσουμε την έννοια της προαίρεσης, γιατί αυτή είναι η πιο  κοντινή προς την έννοια της αρετής).
Ηθικά Νικομάχεια ΙΙΙ, 2.8 «Προαιρείται δ’ έκαστος όσα οίεται γενέσθαι δι’ εαυτού» («τα μεν γαρ εφ’ ημίν τα δε ουκ εφ’ ημίν»).(=Καθένας μπορεί να κάνει την επιλογή του (προαίρεση) ανάμεσα σε λύσεις που κρίνει ότι είναι στα όρια των δικών του δυνατοτήτων).
Ηθικά Νικομάχεια ΙΙΙ,2.9 : «όλως δ’ έοικεν η προαίρεσις περί τα εφ’ ημίν είναι».(=Γενικά  φαίνεται ότι η προαίρεση αναφέρεται σε δυνατές λύσεις, που βρίσκονται μέσα στα όριά μας - όπου εμείς μπορούμε να δράσουμε).
Ηθικά Νικομάχεια ΙΙΙ,3.19: « η προαίρεσις αν είη βουλευτική όρεξις των εφ’ ημίν». (=Η προαίρεση  μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι επιθυμία, που η πραγμάτωσή της είναι μέσα στις δυνατότητές μας).
Ηθικά Νικομάχεια IV,2.4 : «ούτε άνευ νου και διανοίας ούτε άνευ ηθικής έξεως  η προαίρεσις».[= Η προαίρεση (ως νοητική  πράξη επιλογής μιας από τις δυνατές για τον προαιρούμενο λύσεις) δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς νοητική προσπάθεια  και ηθική τάση προς την πράξη, που το υπεύθυνο άτομο προαιρείται να πράξει].
 
[5] Ελληνιστική (ή Αλεξανδρινή) περίοδο ονομάζουν οι ιστορικοί αυτήν που εκτείνεται μετά το θάνατο του Αλέξανδρου (323 π.Χ.) και του  Αριστοτέλη (322 π.Χ.) ως το 30 π.Χ., κατά την οποία είχαν διαμορφωθεί  περί την Ανατολική Μεσόγειο τα Ελληνιστικά Κράτη (Περγάμου, Συρίας, Αιγύπτου κ.α), όπου πολλοί πληθυσμοί είχαν επηρεαστεί πολιτικά – πολιτιστικά από τους Έλληνες σε βαθμό  τέτοιο, ώστε να ελληνίζουν.
 
[6] A. A. Long, Η Ελληνιστική Φιλοσοφία: Στωικοί, Επικούρειοι, Σκεπτικοί (μετ. Στυλιανού Δημόπουλου - Μυρτώς Δραγώνα - Μονάχου) έκδοση ΜΙΕΤ, 1987, σελ. 101-108 (Επικούρειοι), 168-172 (Καρνεάδης) , 268-69 και 326 (Στωικοί). Δείτε και την τελευταία υποσημείωση τούτου του άρθρου.
 
[7] Ο Σωκράτης συνομιλώντας με το φίλο του Κρίτωνα στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο του είπε κατηγορηματικά: «ουδενί  άλλω πείθομε ή τω λόγω  ος αν μοι λογιζομένω βέλτιστος φαίνηται», (Πλάτων, Κρίτων § 17), (= δεν πείθομαι σε καμιά άλλη δύναμη παρά στο λογικό μου, όταν αυτό μου φαίνεται ότι δείχνει τον πιο σωστό δρόμο σε ώρες που λογίζομαι, σκέπτομαι, συλλογίζομαι).
 
[8] Περιττό να επιχειρήσουμε ανάλυση της σημασίας που έχει για τον επιστημονικό λόγο η αναζήτηση της αιτίας. Θυμίζουμε απλά:
.α΄. Την αναζήτηση της αιτίας (δι’ ην αιτίην επολέμησαν αλλήλοις Έλληνες και Πέρσαι) έθεσε ως πρώτο μέλημά του  ο Ηρόδοτος με το Προοίμιο του έργου του (των Ιστοριών),
.β΄. Αργότερα ο Αριστοτέλης (στην αρχή των Φυσικών και αλλού) διευκρίνιζε: «τότε μόνον οιόμεθα γιγνώσκειν τι, όταν τα αίτια γνωρίσωμεν τα πρώτα (= τότε μόνο θεωρούμε ότι γνωρίζουμε κάτι, όταν γνωρίσουμε τα αίτια του φαινομένου τα αρχικά).
.γ΄. Και διευκρίνιζε αλλού ο Αριστοτέλης (Περί Ζώων Μορίων , κεφ. 4) τη χαρά της αναζήτησης γράφοντας: «Η γεννήσασα φύσις αμηχάνους ηδονάς προσφέρει τοις δυναμένοις ζητείν την αιτίαν» (=Η φύση που μας γέννησε   προσφέρει   ανείπωτη ηδονή σε κείνους που  μπορούν να αναζητούν την αιτία των φαινομένων και  των πράξεων ή ενεργειών).
 
[9] Νομίζω υπάρχει ουσιώδης διάκριση ανάμεσα στα δίκαια (κατά την κρίση  και ευθύνη αυτού που δρα) και τα νόμιμα (αυτά που ορίζει ο νόμος της κοινωνίας ως υποχρεωτικά, γιατί κρίνονται αναγκαία για την κοινωνική συνοχή. Γι’ αυτά την ευθύνη έχει η κοινωνία, το άτομο συμμορφώνεται  με το νόμο της ).
 
[10] F. K. Voros, «Das Problem der Willensfreiheit bei Demokrit» (=Το Πρόβλημα της Ελευθερίας της Βούλησης κατά το Δημόκριτο), περιοδικό Das Altertum, 1975,  Ανατολικό  Βερολίνο.