Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΗΣΙΟΔΟΣ - Θεογονία (1-52)


Προοίμιο A'

Μουσάων Ἑλικωνιάδων ἀρχώμεθ᾽ ἀείδειν,
αἵ θ᾽ Ἑλικῶνος ἔχουσιν ὄρος μέγα τε ζάθεόν τε,
καί τε περὶ κρήνην ἰοειδέα πόσσ᾽ ἁπαλοῖσιν
ὀρχεῦνται καὶ βωμὸν ἐρισθενέος Κρονίωνος·
5 καί τε λοεσσάμεναι τέρενα χρόα Περμησσοῖο
ἠ᾽ Ἵππου κρήνης ἠ᾽ Ὀλμειοῦ ζαθέοιο
ἀκροτάτῳ Ἑλικῶνι χοροὺς ἐνεποιήσαντο,
καλοὺς ἱμερόεντας, ἐπερρώσαντο δὲ ποσσίν.
ἔνθεν ἀπορνύμεναι κεκαλυμμέναι ἠέρι πολλῷ
10 ἐννύχιαι στεῖχον περικαλλέα ὄσσαν ἱεῖσαι,
ὑμνεῦσαι Δία τ᾽ αἰγίοχον καὶ πότνιαν Ἥρην
Ἀργείην, χρυσέοισι πεδίλοις ἐμβεβαυῖαν,
κούρην τ᾽ αἰγιόχοιο Διὸς γλαυκῶπιν Ἀθήνην
Φοῖβόν τ᾽ Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν
15 ἠδὲ Ποσειδάωνα γαιήοχον ἐννοσίγαιον
καὶ Θέμιν αἰδοίην ἑλικοβλέφαρόν τ᾽ Ἀφροδίτην
Ἥβην τε χρυσοστέφανον καλήν τε Διώνην
Λητώ τ᾽ Ἰαπετόν τε ἰδὲ Κρόνον ἀγκυλομήτην
Ἠῶ τ᾽ Ἠέλιόν τε μέγαν λαμπράν τε Σελήνην
20 Γαῖάν τ᾽ Ὠκεανόν τε μέγαν καὶ Νύκτα μέλαιναν
ἄλλων τ᾽ ἀθανάτων ἱερὸν γένος αἰὲν ἐόντων.
αἵ νύ ποθ᾽ Ἡσίοδον καλὴν ἐδίδαξαν ἀοιδήν,
ἄρνας ποιμαίνονθ᾽ Ἑλικῶνος ὕπο ζαθέοιο.
τόνδε δέ με πρώτιστα θεαὶ πρὸς μῦθον ἔειπον,
25 Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο·
«ποιμένες ἄγραυλοι, κάκ᾽ ἐλέγχεα, γαστέρες οἶον,
ἴδμεν ψεύδεα πολλὰ λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα,
ἴδμεν δ᾽ εὖτ᾽ ἐθέλωμεν ἀληθέα γηρύσασθαι.»
ὣς ἔφασαν κοῦραι μεγάλου Διὸς ἀρτιέπειαι,
30 καί μοι σκῆπτρον ἔδον δάφνης ἐριθηλέος ὄζον
δρέψασαι, θηητόν· ἐνέπνευσαν δέ μοι αὐδὴν
θέσπιν, ἵνα κλείοιμι τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα,
καί μ᾽ ἐκέλονθ᾽ ὑμνεῖν μακάρων γένος αἰὲν ἐόντων,
σφᾶς δ᾽ αὐτὰς πρῶτόν τε καὶ ὕστατον αἰὲν ἀείδειν.
35ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην;
τύνη, Μουσάων ἀρχώμεθα, ταὶ Διὶ πατρὶ
ὑμνεῦσαι τέρπουσι μέγαν νόον ἐντὸς Ὀλύμπου,
εἴρουσαι τά τ᾽ ἐόντα τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα,
φωνῇ ὁμηρεῦσαι, τῶν δ᾽ ἀκάματος ῥέει αὐδὴ
40 ἐκ στομάτων ἡδεῖα· γελᾷ δέ τε δώματα πατρὸς
Ζηνὸς ἐριγδούποιο θεᾶν ὀπὶ λειριοέσσῃ
σκιδναμένῃ, ἠχεῖ δὲ κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου
δώματά τ᾽ ἀθανάτων· αἱ δ᾽ ἄμβροτον ὄσσαν ἱεῖσαι
θεῶν γένος αἰδοῖον πρῶτον κλείουσιν ἀοιδῇ
45 ἐξ ἀρχῆς, οὓς Γαῖα καὶ Οὐρανὸς εὐρὺς ἔτικτεν,
οἵ τ᾽ ἐκ τῶν ἐγένοντο, θεοὶ δωτῆρες ἐάων·
δεύτερον αὖτε Ζῆνα θεῶν πατέρ᾽ ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν,
[ἀρχόμεναί θ᾽ ὑμνεῦσι θεαὶ † λήγουσαί τ᾽ ἀοιδῆς,]
ὅσσον φέρτατός ἐστι θεῶν κάρτει τε μέγιστος·
50 αὖτις δ᾽ ἀνθρώπων τε γένος κρατερῶν τε Γιγάντων
ὑμνεῦσαι τέρπουσι Διὸς νόον ἐντὸς Ὀλύμπου
Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο.

***
Από τις Ελικωνιάδες Μούσες το τραγούδι ας αρχίσουμε,που του Ελικώνα το βουνό κατέχουν, το μεγάλο και πανίερο,κι από την κρήνη γύρω τη μενεξεδιά με πόδια απαλάχορεύουν και το βωμό του παντοδύναμου του γιου του Κρόνου.Κι αφού το τρυφερό τους σώμα λούσουν στην πηγήτου Περμησσού ή του Αλόγου ή του πανίερου Ολμειού,στήνουν χορούς στο πιο ψηλό σημείο του Ελικώνα,ωραίους, θελκτικούς, ζωηρά κινώντας με τα πόδια τους.Αποδώ πέρα ορμούνε με πολύ ομίχλη καλυμμένες10και προχωρούνε μες στη νύχτα κι αφήνουνε περικαλλή φωνή,το Δία υμνώντας που βαστά αιγίδα και τη σεβάσμια Ήρα,την Αργίτισσα, που πάνω σε πέδιλα χρυσά πατά,και του αιγιδοφόρου Δία την κόρη, την Αθηνά την αστραπόματη,τον Φοίβο Απόλλωνα, την Άρτεμη που χύνει βέλη,τον Ποσειδώνα που τη γη κυκλώνει και σείει,τη σεβαστή τη Θέμιδα, την Αφροδίτη με το γοργό το βλέμμα,τη χρυσοστέφανη Ήβη, την ωραία Διώνη,τη Λητώ και τον Ιαπετό, το δολοπλόκο Κρόνο,την Αυγή, το μέγα Ήλιο και τη λαμπρή Σελήνη,20τη Γαία, τον Ωκεανό το μέγα και τη μαύρη Νύχτακαι των υπόλοιπων αθάνατων θεών το ιερό το γένος των αιώνιων.Αυτές δίδαξαν κάποτε στον Ησίοδο το ωραίο τραγούδι,καθώς τ᾽ αρνιά του ποίμαινε απ᾽ τον πανίερο Ελικώνα κάτω.Τούτα τα λόγια πρώτα απ᾽ όλα μού είπανε οι θεές,οι Ολυμπιάδες Μούσες, κόρες του Δία που βαστά αιγίδα:«Ποιμένες της υπαίθρου, κακές ντροπές, στομάχια σκέτα,γνωρίζουμε να λέμε ψέματα πολλά, με την πραγματικότητα όμοια,μα ξέρουμε, σαν θέλουμε, να ψάλλουμε κι αλήθειες».Έτσι είπαν του μεγάλου Δία οι κόρες με τον τέλειο λόγο30και μου ᾽δωσαν σκήπτρο, κόβοντας δάφνης πολύβλαστης κλωνί,θαυμάσιο. Θεόπνευστη φωνή φύσηξαν μέσα μου,για να υμνώ όσα στο μέλλον θα συμβούν κι όσα στο παρελθόν γινήκανε.Και με προέτρεψαν να υμνώ των μακαρίων θεών το γένος των αιώνιωνκι αυτές τις ίδιες πρώτα κι ύστατα πάντοτε να ψάλλω.Μα τί το όφελος να λέω αυτά για τη βαλανιδιά ή για την πέτρα;Ε! συ, από τις Μούσες αρχή ας κάνουμε, που υμνούνκαι τέρπουν του Δία, του πατέρα, το μέγα νου μέσα στον Όλυμπο,και για τα τωρινά, τα μέλλοντα, τα περασμένα λεν,με μια φωνή μιλώντας. Ρέει ακάματα η φωνή αυτών40γλυκιά απ᾽ το στόμα. Γελούν τα δώματα του Δία,του πατέρα, του βαρύβροντου, καθώς σκορπά λεπτή σαν κρίνοη φωνή των θεαινών, και ηχεί η κορφή του χιονισμένου Ολύμπουκαι των αθάνατων τα δώματα. Κι αυτές αθάνατη αφήνουνε φωνήκαι πρώτα των σεβαστών θεών το γένος υμνούν με το τραγούδι τους,απ᾽ την αρχή, αυτό που γέννησε η Γη κι ο Ουρανός ο ευρύς,μα κι όσους θεούς, χορηγούς των αγαθών, από αυτούς γεννήθηκαν.Ύστερα πάλι υμνούν το Δία, θεών κι ανθρώπων τον πατέρα,[καθώς αρχίζουν, μα κι όταν τελειώνουν το τραγούδι τους οι θεές,]πόσο καλύτερος είναι απ᾽ τους θεούς και μέγιστος στη δύναμή του.50Ύστερα πάλι των ανθρώπων τη γενιά υμνούν μα και των δυνατών Γιγάντωνκαι τέρπουνε του Δία το νου μέσα στον Όλυμπο,οι Ολυμπιάδες Μούσες, του αιγιδοφόρου Δία οι κόρες.

Οι μη πολίτες στην κλασική Αθήνα και Σπάρτη

Στην παρούσα μελέτη θα προσπαθήσουμε να δείξουμε τα χαρακτηριστικά των πληθυσμιακών ομάδων των μη πολιτών σε δύο διαφορετικές πόλεις της αρχαιότητας, την Αθήνα και τη Σπάρτη, να οριοθετήσουμε την προσφορά τους στη ζωή της πόλης και - στο βαθμό που τούτο είναι εφικτό - να τις συγκρίνουμε με τις πληθυσμιακές ομάδες υπηκόων βορειότερων χωρών, που ζουν και εργάζονται σύννομα ή παράνομα στη σύγχρονη Ελλάδα.

Παρόλο που οι δούλοι και οι είλωτες σε Αθήνα και Σπάρτη αντίστοιχα ανήκουν στην κατηγορία των μη πολιτών, δε θα ασχοληθούμε μαζί τους, καθώς τούτο έχει γίνει εκτενώς σε προηγούμενη δημοσίευση. Ωστόσο, καθίσταται σχεδόν απαραίτητο να αναφερθούμε στην ιδέα του πολίτη και του μη πολίτη και να προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε το ιδεολογικό υπόβαθρο της κάθε έννοιας στις πιθανές διαστρωματώσεις της, ώστε να δούμε τον γενικό κανόνα πίσω από τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν το πολιτικό σύστημα της κάθε μίας πόλης χωριστά και να αιτιολογήσουμε γιατί στις πληθυσμιακές ομάδες των μη πολιτών δεν περιλαμβάνεται ο γυναικείος πληθυσμός, που σαφώς στερείται πολιτικών δικαιωμάτων.

Πολίτες και μη πολίτες

Στα Πολιτικά ο Αριστοτέλης βεβαιώνει ότι η πόλις δε χρειάζεται να συνδυάζεται με μια συγκεκριμένη γεωγραφική θέση[1]. Όμως, η έννοια της χωρικής οριοθέτησης είναι ιστορικά συνδεδεμένη με την έννοια της πόλης-κράτους και πολύ περισσότερο με την ιδέα της υπηκοότητας. Η παροχή της ιδιότητας του πολίτη και η διάκρισή του από τον μη πολίτη ανήκει στο σκληρό πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας, έτσι όπως διαμορφώθηκε βάσει πολιτικο-οικονομικών συγκυριών και θρησκευτικών πεποιθήσεων στις πόλεις-κράτη της κλασικής αρχαιότητας, χαρακτηριστικά παραδείγματα των οποίων αποτελούν η Σπάρτη και η Αθήνα.

Ως πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες θεωρούμε εκείνες που διαμορφώνουν την ιδεολογική σχέση πόλης-κράτους και πολίτη, ορίζοντας ταυτόχρονα και τη διάκρισή του από τον μη πολίτη. Είναι εκείνες που διαμόρφωσαν την ιδεολογία του τι είναι βέλτιστος πολίτης και την ίδια στιγμή ευνόησαν τη συμμετοχή των μη-πολιτών στα οικονομικά δρώμενα της πόλης-κράτους[2]. Ως θρησκευτικές πεποιθήσεις εννοούμε το ρόλο που έπαιξαν τα τοπικά ιερά -αστικά ή μη- στην εδραίωση μιας θρησκευτικής συνοχής[3], από την οποία εξαρτάτο άμεσα η ιδιότητα του πολίτη και η διαφορά του από τον μη πολίτη. Σε ένα πρωτογενές επίπεδο ο νόμος είναι συνέπεια της ιδέας του ιερού. Το ιερό στις αρχαϊκές κοινωνίες επιβάλλει κανόνες συμπεριφοράς και οι κανόνες συμπεριφοράς στην ιστορική τους πορεία καταγράφονται ως νόμοι, γύρω από τους οποίους συσπειρώνεται μια κοινότητα με θρησκευτική ενότητα. Ο ξένος δεν μπορεί να συμμετέχει στη λατρεία του ιερού, δεσμευμένος από τις ευλογίες ή τις κατάρες που ξεστομίζονται για την προστασία της κοινότητας[4]. Η παρουσία του είναι μίασμα, είναι tabu για τη θρησκευτική λειτουργία και συνεπώς δεν μπορεί να υπερβεί την αόρατη διαχωριστική γραμμή που περιβάλλει και προστατεύει τον γνήσιο πολίτη ως μέλος μιας κοινότητας.

Αυτός είναι και ο βασικότερος πιθανώς λόγος για τον οποίο δεν μπορούμε να εντάξουμε τις γυναικείες πληθυσμιακές ομάδες στην κατηγορία των μη πολιτών, παρόλο που εμφανώς οι γυναίκες της αρχαιότητας στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων. Η γυναίκα ως ιέρεια είναι απόλυτα αναγκαία για τη λειτουργία του ιερού και η παρουσία της –τουλάχιστον στα Θεσμοφόρια και τα Παναθήναια - εγγυάται τη σχέση της γης και του θεσμού πόλης-κράτους Ακόμα και ο Αριστοτέλης με τους αυστηρούς ενίοτε διαχωρισμούς του αναφέρει έστω και καταχρηστικά τον όρο πολίτιδα[5], γεγονός που αιτιολογεί εν μέρει τη θέση μας. Ένας άλλος λόγος είναι ο ρόλος της γυναίκας στην εξασφάλιση της κληρονομικής διαδοχής και συνεπώς του κληρονομικού δικαιώματος του πολίτη[6].

Μη πολίτες, λοιπόν, στην αρχαιότητα θεωρούνταν όλοι εκείνοι οι ελεύθεροι πολίτες που δεν πληρούσαν τις πολιτικές, οικονομικές και θρησκευτικές προϋποθέσεις του πολίτη. Δε διέθεταν ακίνητη περιουσία ή πρόσβαση στην πολιτική ιεραρχία και συνεπώς δεν μπορούσαν να παρέμβουν στις αποφάσεις της πόλης–κράτους[7]. Ας δούμε τώρα με ποιο τρόπο συνυ¬πήρξαν με τους γνήσιους πολίτες οι πληθυσμιακές ομάδες των μη πολιτών σε δύο χαρακτη¬ριστικά παραδείγματα ελληνικών πόλεων, την Αθήνα και τη Σπάρτη.

Αθήνα

Στην Αθήνα οι μέτοικοι είναι εκείνοι που απαρτίζουν την πληθυσμιακή ομάδα των μη πολιτών. Πολιτικά δικαιώματα στην Αθήνα χορηγούνταν μόνο σε ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες μη πολίτες πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη και μπορούσαν να γίνουν ισοτελείς[8], αλλά όχι πολίτες[9]. Αυτή ήταν η προστασία του συστήματος, καθώς ο ξένος δεν μπορούσε να συμμετέχει στις αποφάσεις του Δήμου ή να διεκδικήσει κάποιο είδος πολιτικής εξουσίας. Όσον αφορά στην οικονομική βοήθεια της αθηναϊκής δημοκρατίας προς τους μη πολίτες ήταν μάλλον ανύπαρκτη, καθώς δε δικαιούνταν μισθού. Αντίθετα, υπήρξαν οικονομικές υποχρεώσεις των μετοίκων προς την πόλη, όπως το μετοίκιον[10], που συγκαταλεγόταν στα επίσημα έσοδα του κράτους ή τα θεωρικά (για τους εύπορους μέτοικους). Η αθηναϊκή δημοκρατία δεν κατόρθωσε, παρά το γόνιμο σπόρο της, να μεταβληθεί σε οικονομική δημοκρατία. Το μικρό χρονικό διάστημα των μεταρρυθμίσεων που απέδωσαν μετά τους περσικούς πολέμους ένα είδος οικονομικής δημοκρατίας, δε διατηρήθηκε επί μακρόν και δεν αγκάλιασε τις πληθυσμιακές ομάδες των μη πολιτών.

Ο αριθμός των μη πολιτών είναι πρακτικά αδιευκρίνιστος. Οι πόλεις στην κλασική περίοδο ήταν πληθυσμιακά μικρές. Δεν αριθμούσαν στην πλειονότητά τους πάνω από 10.000 πολίτες με εξαίρεση την Αθήνα, η οποία στην περίοδο της δημογραφικής ακμής της αριθμούσε περίπου 45.000 πολίτες, άτομα δηλαδή που είχαν πολιτικά δικαιώματα[11]. Οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι που αποτελούσαν την πλειοψηφία, στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων. Κατ’ εκτίμησιν, λοιπόν, υπολογίζουμε ένα ποσοστό που αγγίζει το 1/3 του συνολικού πληθυσμού της Αθήνας, αν υποτεθεί ότι στην περίοδο της δημογραφικής ακμής της ο συνολικός πληθυσμός έφθανε τον εκπληκτικό για την εποχή αριθμό των 100.000 περίπου ατόμων.

Οι μέτοικοι συμμετείχαν ενεργά στις στρατιωτικές δραστηριότητες ως στρατιώτες κυρίως σε συνοριακά φυλάκια[12], όπως επίσης και στους περισσότερους παραγωγικούς τομείς και όσον αφορά στο εμπόριο, ο ρόλος τους είναι κυριαρχικός[13]. Τα μεγάλα δημόσια έργα[14], οι περισσότερες βιοτεχνίες και αρκετά επαγγέλματα που σχετίζονταν με τις επιστήμες, τις τέχνες, τη φιλοσοφία και τη ρητορική είχαν περιέλθει στα χέρια τους[15]. Ο Αναξαγόρας, ο Δημόκριτος, ο Ιππόδαμος, ο Αριστοτέλης και άλλες σημαντικές φυσιογνωμίες της κλασικής Αθήνας είναι παραδείγματα τέτοιων ανθρώπων που δεν κατείχαν την ιδιότητα του πολίτη, αλλά πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη.

Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι στο πολιτικοοικονομικό σύστημα της Αθήνας υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές, όσον αφορά στα δικαιώματα του πολίτη και του μη-πολίτη. Αντιλαμβανόμαστε ότι ο ιδιοκτήτης γης -πολίτης αθηναίος- έχει την εξουσία και τον απόλυτο έλεγχο του κράτους και των φορέων του, ενώ ο μη-πολίτης είναι μέλος αυτής της οργανωμένης κοινωνίας με σημαντική προσφορά τουλάχιστον στον οικονομικό τομέα, αλλά ξένος[16] σε εκείνα τα θέματα που αφορούν στα προνόμια του γνήσιου Αθηναίου, (πολιτική ιεραρχία, ακίνητη περιουσία, ιερατικά και στρατιωτικά αξιώματα).

Σπάρτη

Στη Σπάρτη, ένα διαφορετικό κοινωνικό μοντέλο, οι γνήσιοι πολίτες ή ομοίοι ήταν θεωρητικά ίσοι. Οι μη πολίτες, ελεύθεροι κάτοικοι των περιχώρων, ή περίοικοι, ζούσαν με σχετική αυτονομία σε πόλεις η κώμες της ευρύτερης περιφέρειας χωρίς να διαθέτουν λόγο στο χειρισμό των κρατικών υποθέσεων[17].

Το κοινωνικό σύστημα που διαμόρφωσε τη σχέση πολιτών και μη πολιτών στη συγκεκριμένη πόλη-κράτος είναι διαφορετικό και βασίζεται σε μια μοναδική παραδοχή. Στη Σπάρτη ο πολίτης είναι ταυτόχρονα και στρατιώτης, όμως ο κλήρος του ανήκει ουσιαστικά στο κράτος. Επίσης, οι Σπαρτιάτες δε σχετίζονται με παραγωγικά επαγγέλματα, αφού η προεξέχουσα ιδιότητά τους είναι η στρατιωτική[18]. Η συμμετοχή των πολιτών στις μεγάλες αποφάσεις της πόλης ήταν μάλλον περιορισμένη[19], πολύ περισσότερο για τους περίοικους, που συνέθεταν την πληθυσμιακή ομάδα των μη πολιτών. Οι περίοικοι στην περίπτωση της Σπάρτης είναι οι κάτοικοι που ζουν στις περιοχές γύρω από τις τέσσερις κώμες στις οποίες είχαν εγκατασταθεί οι σπαρτιάτες πολίτες[20]. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η σπαρτιατική ισονομία δεν είναι άμοιρη της κατοχής γης. Η ύπαρξη πλουσίων Σπαρτιατών και μεγάλων γαιοκτημόνων θέτει αμφισβητήσεις στο θέμα της ισότητας τουλάχιστον όσον αφορά στο θέμα της οικονομίας και των επιδράσεών της στη συγκεκριμένη πόλη-κράτος[21].

Όποια εκδοχή και αν θεωρήσουμε ορθή για την καταγωγή των περίοικων, εκείνη του Έφορου ή εκείνη του Ισοκράτη, οι περίοικοι φαίνεται πως διατηρούν σχετική αυτονομία οικο¬νομική και δικαιϊκή στους δήμους τους και συμετέχουν ισότιμα στις πολεμικές επιχειρήσεις ως οπλίτες[22]. Αποκαλούνται γενικώς Λακεδαιμόνιοι και δεν εκδηλώνουν εχθρικές διαθέσεις προς τη Σπάρτη. Ασκούν το επάγγελμα του ξυλουργού, του γεωργού, του κτηνοτρόφου ή του αλιέα, καλύπτοντας το παραγωγικό κενό των ομοίων. Η οικονομική τους δραστηριότητα όμως παραμένει περιορισμένη, εξαιτίας της αυστηρής σπαρτιατικής κηδεμονίας.

Ο αριθμός της πληθυσμιακής ομάδας των περιοίκων είναι ουσιαστικά άγνωστος, εξαιτίας έλλειψης συγκεκριμένων στοιχείων. Δεν μπορούμε εδώ να ακολουθήσουμε τον κανό¬να της αναλογίας 1/3, καθώς η Σπάρτη φαίνεται εξαιρετικά ολιγάριθμη ως προς τα μέλη της κοινωνία. Οι 8-9.000 σπαρτιάτες πολίτες[23] σαφώς ήταν υποδεέστεροι αριθμητικά από τους περιβάλλοντες περίοικους. Άλλωστε, η αριθμητική έλλειψη και οι αυστηροί κανόνες αστυνόμευσης των μη πολιτών συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση.

Παρατηρούμε, λοιπόν και στην περίπτωση της Σπάρτης μια χαρακτηριστική συμμετοχή της πληθυσμιακής ομάδας των μη-πολιτών, σε παραγωγικό και στρατιωτικό επίπεδο. Ο περιορισμός της στον παραγωγικό τομέα ήταν επ’ ωφελεία της σπαρτιατικής κοινωνίας, η οποία διατηρούσε μικρή έως ανύπαρκτη σχέση με το σύνολο των τεχνικών επαγγελμάτων[24].

Συμπεράσματα και συγκρίσεις

Αν αναγάγουμε την έννοια περίοικος και μέτοικος στη σύγχρονη πραγματικότητα, τότε ερχόμαστε αντιμέτωποι με την εικόνα του μετανάστη. Όχι μόνο του διεθνούς αλλά και του εσωτερικού μετανάστη του ‘50 και του ’60, των δύο δεκαετιών που σημάδεψαν το ελληνικό αστυφιλικό φαινόμενο. Ωστόσο, για λόγους μεθοδολογίας δεν μπορούμε να συγκρίνουμε την εσωτερική μετανάστευση με τη συρροή των μετοίκων ή και των περιοίκων ακόμα στις πόλεις-κράτη της αρχαιότητας, καθώς η Ελλάδα του σήμερα είναι μια ενιαία κρατική οντότητα και όχι ένα σύνολο διεσπαρμένων κρατιδίων.

Τα ρεύματα της σύγχρονης μετανάστευσης και η άφιξη πληθυσμιακών ομάδων που ζουν και εργάζονται σύννομα ή παράνομα στην ελλαδική επικράτεια, παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες με εκείνα τα ρεύματα εσωτερικής μετανάστευσης που διαμόρφωσαν το σώμα των μη πολιτών στις μεγάλες πόλεις-κράτη της κλασικής αρχαιότητας. Ωστόσο, θα πρέπει να εντοπίσουμε πως η σύγκριση ανάμεσα στο ζωντανό παρόν και το νεκρό παρελθόν, για το οποίο εμμέσως προσπαθούμε να αντλήσουμε πληροφορίες, είναι ενίοτε παρακινδυνευμένη.

Το γεγονός είναι ότι οι πληθυσμιακές ομάδες μεταναστών –το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων συνθέτουν οι Αλβανοί, οι Βούλγαροι, οι Ρουμάνοι οι Πολωνοί κλπ[25]- ως σύγχρονοι μέτοικοι έχουν να αντιμετωπίσουν τον εθνικό μύθο, που έχει χτιστεί πάνω στην κοινή παραδοχή μιας εθνοτικής, θρησκευτικής και γλωσσικής ομοιογένειας του ελληνικού πληθυσμού[26]. Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι η πόλις-κράτος – πιθανώς εξαιτίας της περιορισμένης έκτασής της - διέθετε αποτελεσματικότερο τρόπο ελέγχου του μεταναστευτικού ρεύματος και σαφώς ορθολογικότερο τρόπο εκμετάλλευσης του ανθρώπινου δυναμικού που της παρείχε.

Η ελληνική κοινωνία δέχθηκε χιλιάδες μετανάστες[27], στην πλειοψηφία τους παράνομους, χωρίς να διαθέτει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για να αντιμετωπίσει το φαινόμενο[28]. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σπασμωδική αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας (βλ. φαινόμενο Τσενάι) και την αφύπνιση της συλλογικής μνήμης σε σχέση με τη μεταναστευτική εμπειρία του ίδιου του ελληνικού λαού. Στο μακρινό παρελθόν δε διακρίνεται η ίδια σπασμωδική αντίδραση[29], πιθανώς εξαιτίας του γεγονότος ότι ο μετανάστης της αρχαιότητας είχε να αντιμετωπίσει εξαρχής ένα δομημένο σύστημα συμπεριφοράς και πολιτικής το οποίο είτε αποδεχόταν είτε όχι.

Τα θρησκευτικά κριτήρια για την αποδοχή της εικόνας του μετανάστη εμφανίζουν δυνατότητες αναλογικής σύγκρισης, ιδιαίτερα μετά τις ομαδικές βαπτίσεις αλβανών μεταναστών που είχαν ως στόχο την αλλαγή της εικόνας τους στην κοινή γνώμη, τη διευκόλυνση της ενσωμάτωσής τους στην ελληνική κοινωνία και τη διεκδίκηση της πολιτικής νομιμότητας. Όσον αφορά τώρα στην προσφορά τους, οι σύγχρονοι μετανάστες –τουλάχιστον εκείνοι της πρώτης γενεάς- αναλαμβάνουν τη διαχείριση επαγγελμάτων που θεωρούνται κατώτερα ή υποτιμητικά για την ελληνική κοινή γνώμη και αναλογικά θυμίζουν τους χειρώνακτες του Αριστοτέλη, τους μέτοικους και τους περίοικους που αναλάμβαναν την εκτέλεση βαρέων επαγγελμάτων στην αρχαιότητα. Η συμβολή των μεταναστών, στην αύξηση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος είναι σημαντική, ιδιαίτερα μάλιστα μετά τη σχετική νομιμοποίηση και την ένταξή τους στο φορολογικό σύστημα.

Τα στρατιωτικά κριτήρια δεν παρουσιάζουν προς το παρόν αναλογίες, εκτός και αν υπάρξουν σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις στο δίκαιο της ευρωπαϊκής ένωσης για την παροχή διπλής ιθαγένειας οι οποίες θα περιέχουν και τη διάταξη της υποχρεωτικής στράτευσης. Μια τέτοια διάταξη ευνοεί ιδιαίτερα χώρες με υψηλούς αριθμούς μεταναστών όπως η Ελλάδα, η Γερμανία και η Αγγλία, αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολη έως αδύνατη η εφαρμογή της προς το παρόν, παρόλο που το συγκε¬κριμένο μοντέλο εφαρμόζεται στις Η.Π.Α.

Βάσει των παραπάνω, η γενική εικόνα που διαμορφώνεται από την ανάλυση της έννοιας μη πολίτης αναδεικνύει τη δυναμική και τη ρευστότητα των πληθυσμιακών μοντέλων τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και στη σύγχρονη εποχή. Σήμερα, σε μια εποχή παγκόσμιων πληθυσμιακών αλλαγών και ανακατατάξεων, το μάθημα που αντλείται από τη σχέση περιοίκων ή μετοίκων και πολιτών είναι επίκαιρο και υποδεικνύει το δεν πρέπει να γίνει, προκειμένου να αποφευχθούν ιδιαίτερα οδυνηρές τριβές για την ανθρωπότητα στο εγγύς μέλλον.
 ----------------
Βιβλιογραφία

Ξενόγλωσση
Finley M.I. Ancient History, Evidence and Models, Chatto & Windus, (London 1985). Manville Ph. B., The Origins of Citizenship in Ancient Athens, Princeton University Press, (Princeton NJ, 1990).

Ελληνική και ελληνόγλωσση
Andrewes Α., Αρχαία Ελληνική Κοινωνία2, μτφρ. Α. Παναγόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ. (Αθήνα, 1987).

P. Borgeaud κ. ά, Ο έλληνας άνθρωπος4, μτφρ. Χ. Τασάκος, Ελληνικά Γράμματα, (Αθήνα 1996)

Μαρβάκης Αθ. και άλλοι (Επιμ.), Μετανάστες στην Ελλάδα, Ελληνικά Γράμματα (Αθήνα 2001).

Μήλιος Α. κ.ά, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια, Ε.Α.Π. (Πάτρα 2000).

Νιτσιάκος Β. Μαρτυρίες αλβανών μεταναστών, Οδυσσέας, (Αθήνα 2003).

Polignac F. de, Η γέννηση της αρχαίας ελληνικής πόλης, μτφρ.Ν. Κυριαζόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., (Αθήνα 2000).

Σακελλαρίου Μ.Β., Η αθηναϊκή δημοκρατία2, Παν. Εκδ. Κρήτης, ( Ηράκλειο 2000).
--------
Πηγές

Λεξικό Σουϊδα
 -------------------------------
Σημειώσεις - Παραπομπές

[1] Ιστορικά, οι πολίτες διάφορων πόλεων-κρατών μετακίνησαν απλά ολόκληρο το κράτος τους σε μια νέα θέση. Είναι κλασικό το παράδειγμα των Ίωνων της Φώκαιας και της Τέω, που μετέφεραν τις πόλεις τους στην Ιταλία (Ελέα) ή τη Θράκη (Άβδηρα) αντίστοιχα, για να αποφύγουν τον πέρση βασιλέα Κύρο. Βλ. επίσης, Manville Ph. B., The Origins of Citizenship in Ancient Athens, (Princeton NJ, 1990): 39

[2] Η άρνηση εν γένει του Αριστοτέλη να αποδώσει την ιδιότητα του πολίτη στον χειρώνακτα, αντανάκλαση της γενικότερης ιδεολογίας της εποχής του, αφήνει ένα παραγωγικό κενό που ευνοεί κατά την άποψή μας την αθρόα συρροή μετοίκων. Περισσότερα για το θέμα βλ. P. Borgeaud κ. ά, Ο έλληνας άνθρωπος4, μτφρ. Χ. Τασάκος, (Αθήνα 1996): 67

[3] Polignac F. de, Η γέννηση της αρχαίας ελληνικής πόλης, μτφρ.Ν. Κυριαζόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., (Αθήνα 2000): 113.

[4] Βλ. Λεξικό Σουϊδα, Β. Κατασαρός, (εισαγ), (Αθήνα 2002): 414, λήμμα Εξαράσασθαι. «το εκτελέσαι τα αράς, τουτέστι τας ευχάς ας επί ταις ιδρύσεσι των ναών ειώθασι ποιείσαι».

[5] Σακελαρίου Μ.Β., Η αθηναϊκή δημοκρατία2, ( Ηράκλειο 2000): 129, σημ. 2.

[6] Finley M.I. Ancient History, Evidence and Models, (London 1985):92

[7] ό.π. Σακελλαρίου, σ. 132.

[8] ό.π. Σακελλαρίου σ. 138

[9] Οι τραπεζίτες Πασίων ή ο Φορμίων που απέκτησαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα είναι σπάνιες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν μάλλον τον κανόνα. Βλ. Σακελαρίου σ 36-37.

[10] Το ίδιο σ. 140.

[11] Andrewes Αρχαία Ελληνική Κοινωνία2, μτφρ. Α. Παναγόπουλος, (Αθήνα, 1987): 104 «Όχι βέβαια ότι στην Αθήνα παρακολουθούσαν ταχτικά τις συνεδρίες της εκκλησίας του δήμου περισσότεροι από ένα μικρό ποσοστό (σε εποχή που μπορεί να υπήρχαν ακόμη και 45 χιλιάδες πολίτες με δικαίωμα ψήφου), ...».

[12] ό.π. Σακελλαρίου σ. 140.

[13] Το ίδιο σ. 139.

[14] ό.π. Andrewes σ. 206-208.

[15] Το ίδιο σ.177

[16] ό.π. Σακελαρίου σ. 139

[17] ό.π. Andrewes σ. 98.

[18] Μήλιος Α. κ. ά., Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια, (Πάτρα 2000): 49

[19] το ίδιο σ. 94. Βλ. Επίσης Andrewes σ. 98.

[20] το ίδιο σ. 37.

[21] το ίδιο σ. 18.

[22] ό.π. Μήλιος σ. 185. Βλ., επίσης, Andrewes σ. 242.

[23] ό.π. Andrewes σ. 98.

[24]ό.π., Borgeaud σ. 153.

[25] Μαρβάκης Αθ. και άλλοι (Επιμ.), Μετανάστες στην Ελλάδα, (Αθήνα 2001):109

[26] Το ίδιο σ. 21

[27] Από στοιχεία του Ο.Α.Ε.Δ. και του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας ο αριθμός των σύννομων μεταναστών ανέρχεται στο 1.000.000. Το 50% διαμένει στην Αθήνα. Βλ. επίσης Καθημερινή 1/2/99 σ. 6

[28] Νιτσιάκος Β. Μαρτυρίες αλβανών μεταναστών, (Αθήνα 2003): 15

[29] ό.π. Σακελαρίου, σελ 140

Αλήθεια, αλήθεια τη θέλεις;

Πολλές θεωρίες έχουμε περί αλήθειας και ο καθένας ισχυρίζεται τη δική του. Αλλά αυτό που εννοούμε συνήθως, με τη λέξη «αλήθεια» είναι «η αλήθεια ΜΟΥ» ή για να ακριβολογούμε, «η πίστη μου», «οι πεποιθήσεις μου». Όμως δεν αναφέρομαι σε αυτό…

Η αλήθεια σημαίνει μόνο ένα πράγμα, για να μην περιπλέκουμε ακόμα περισσότερο τον μπερδεμένο μας νου. Σημαίνει να είμαστε αληθινοί!

Σημαίνει να τολμούμε την έκφραση της προσωρινής μας πραγματικότητας, όποια κι αν είναι, αφού την έχουμε αναγνωρίσει οι ίδιοι.

Σημαίνει, να φανερώνουμε τις πραγματικές μας σκέψεις και συναισθήματα, αντί να τα ντύνουμε, να τα κρύβουμε, να τα ωραιοποιούμε και να τα «φτιάχνουμε».

Σημαίνει να λέμε ναι όταν εννοούμε ναι και όχι όταν εννοούμε όχι.

Σημαίνει να τολμούμε να φανερώνουμε το ποιοι είμαστε, πώς σκεφτόμαστε, έστω κι αν κάποιοι μας βλέπουν, έστω κι αν αυτό δεν βολεύει την εικόνα μας.

Σημαίνει να δίνουμε στον καθένα που συναντάμε τον πραγματικό μας εαυτό, όπως είμαστε εκείνη τη δεδομένη στιγμή και να τολμάμε να παραδεχόμαστε (στο ίδιο άτομο) την οποιαδήποτε αλλαγή της αρχικής μας θέσης.

Σημαίνει να είμαστε συνεπείς στη ζωή μας, συμβαδίζοντας τη δράση μας με το λόγο μας.

Σημαίνει να ανταποκρινόμαστε στη δική μας εσωτερική ανάγκη δράσης ή μη δράσης (που είναι το ίδιο), αντί να υποκινούμαστε από πιέσεις, εξαναγκασμούς και δήθεν «καλούς τρόπους».

Είναι απλά τα πράγματα. Μην τα περιπλέκουμε…

Γιατί, «είμαι αληθινός», δεν σημαίνει κρύβω τις πραγματικές μου σκέψεις, σιωπώ για να μην φανερώσω τις πραγματικές μου σκέψεις/απόψεις, φεύγω γιατί δεν με συμφέρει, επιχειρηματολογώ γιατί δεν έχω αμφισβητήσει, δικαιολογούμαι γιατί δεν παραδέχομαι.... όλ' αυτά μιλάνε φανερά για το ψέμα που συντηρούμε μέσα μας (και έξω).

Ας φανερωνόμαστε… ό,τι κι αν είναι, είναι καλύτερο από το ψέμα μας. Το αξίζουμε... και εμείς και οι άλλοι.

Όλα παραμένουν δανεικά μέχρι...

Κάποια στιγμή τα λόγια των άλλων τελειώνουν ή δεν σου λένε και τίποτα πια. Δεν σε ανυψώνουν όπως παλιά, δεν σε γεμίζουν ενθουσιασμό, ελπίδα, πίστη όπως όταν τα πρωτοανακάλυψες. Αν φτάσεις κάποτε σε αυτό το σημείο, να χαίρεσαι. Είναι η αρχή της δικής σου σκέψης.

Είναι άβολη θέση και ίσως τρομακτική αρχικά. Όλα όσα ανακάλυπτες και ρουφούσες στο παρελθόν, τώρα έχασαν την αίγλη τους, την πρωτοτυπία και τη λάμψη τους. Όλα φαίνονται ίδια ή μάταια. Το κενό εσωτερικά παραμένει.

Γιατί δεν γεμίζει με λόγια άλλων, δεν εξαφανίζεται με την αποστήθιση, την υιοθέτηση οποιασδήποτε φαντασμαγορικής ιδέας άλλων. Ο Εαυτός σου ξέρει… χρειάζεσαι τα δικά σου λόγια, τη δική σου πρωτοτυπία, τον δικό σου αυθορμητισμό. Και εσύ δεν έμαθες να Τον εμπιστεύεσαι, να Τον ακούς και να Τον ακολουθείς.

Διαβάζεις για Αυτόν, Τον ψάχνεις δεξιά και αριστερά, Τον ψάχνεις μέσα σου, όπως σε προτρέπουν όλοι, αλλά πού είναι, πώς είναι και γιατί εσύ δεν Τον αντιλαμβάνεσαι;

Αυτοί που θαύμαζες, έγιναν οικείοι και «μίκρυναν» στα μάτια σου. Πού είναι τώρα; Πού πήγε ο αρχικός σου ενθουσιασμός και θαυμασμός; Συνειδητοποιείς ότι οι περισσότεροι δεν είναι τόσο αυθεντικοί όσο παρουσιάζονταν. Δανεικά σου φαίνονται τα περισσότερα πια...

Μην κατηγορείς αυτούς που σε δίδαξαν ή σε επηρέασαν. Αυτοί επιτέλεσαν τον δικό τους σκοπό. Δεν ήταν σκοπός τους ποτέ να προσηλυτίζουν εσένα… έστω κι αν προσπάθησαν. Θα συνεχίσεις ίσως να τους διαβάζεις ή να τους ακούς. Αυτούς τους ίδιους ή άλλους. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η δική σου αυθεντική φωνή. Και αυτή δεν βγαίνει με μίμηση, υιοθέτηση ή αποστήθιση. Χρειάζεται την μοναδική αυθεντικότητα που θα συμβάλει, θα συνεισφέρει, θα εκδηλωθεί αβίαστα και αληθινά. Όποια κι αν είναι!

Άγαρμπα στην αρχή, με χιλιάδες αμφισβητήσεις εσωτερικές ή/και εξωτερικές αλλά είναι επιτακτική ανάγκη να την εμπιστευτείς. Να υπάρχει ισότιμα και με ισάξιο σεβασμό, ανάμεσα σε όλες τις άλλες, όποιες κι αν είναι.

Μείνε μακριά απ’ όλους όσους αρνούνται να σε κοιτάξουν με ευθύτητα και να σου μιλήσουν σε προσωπικό, αληθινό επίπεδο. Μείνε μακριά από τους ρήτορες που βγάζουν μόνο λόγους, βιβλία και αποφθέγματα, τα οποία δεν συνεχίζουν με προσωπική επαφή, με προσωπικό χρόνο και ισότιμους διαλόγους. Μείνε μακριά απ’ όσους αρνούνται να σε ακούσουν, να αμφισβητήσουν τις θέσεις τους, να δουν μια διαφορετική οπτική από αυτήν των πεποιθήσεών τους.

Δεν χρειάζεσαι άλλες θεωρίες, κάτι άλλο στο οποίο να πιστεύεις. Χρειάζεται να εμπιστευτείς και να εκφράσεις τη δική σου… με θάρρος. Χρειάζεται όμως να ανακαλύψεις τη διαφορά ανάμεσα στη φωνή του εγώ σου και σε αυτήν του Εαυτού σου. Χρειάζεται να ξεχωρίσεις την παρόρμηση από τον αυθορμητισμό. Χρειάζεται να βγεις εσύ από τις εσφαλμένες εντυπώσεις σου, που φτιάχνουν μέσα σου (και έξω από σένα) ένα πολύ περιοριστικό περιβάλλον επιβολής και θυματοποίησης: μια άποψη που παρουσιάζεται ως αλήθεια αλλά σ’ εμποδίζει να δεις πέρα από αυτήν που ΕΣΥ έχεις ορίσει ως μοναδικά αληθινή.

Χρειάζεται όμως ευθύνη, πάθος, αφοσίωση, πειθαρχία... όλα αναπτύσσονται και καλλιεργούνται. Εσύ ορίζεις το χρόνο, ανάλογα με το πώς αντιλαμβάνεσαι αυτόν τον τύραννο (ή εργαλείο)...

ΕΤΣΙ ΝΙΚΗΣΑΝ ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ - ΟΣΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΕ Η ΑΝΔΡΕΙΑ ΤΟ ΕΚΑΝΕ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

Οι Εβραίοι εκαλλιέργησαν τη γη της πίστης. Οι Έλληνες εκαλλιέργησαν τη γη της γνώσης.
Οι εβραίοι ήσαν δήμιοι, οι έλληνες ήταν οι δικαστές.
Οι εβραίοι ήσαν αδίσταχτοι, οι έλληνες ήσαν ευγενικοί.
Για αυτό και νίκησαν οι εβραίοι τους έλληνες.
Εχρησιμοποίησαν σαν όπλο τους βέβαια το χριστιανισμό,
ένα νόθο και μυσαρό παρασάρκωμα του σώματος τους, από τους ίδιους απόβλητο,
και αφάνισαν την ωραία Ελλάδα. Ότι δεν εκατάφερε η ανδρεία, το κατάφερε ο δόλος!!!

Τους ξέρει κανείς;

Να μας πούνε δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα:
Εμπεδοκλής, Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντινός,
Διογένης ο Λαέρτιος, Αγελάδας, Λεύκιππος, Πυθαγόρας
ο Ρηγίνος, Πυθέας
που στον καιρό μας σημαίνουν αντίστοιχα
Αϊνστάιν, Δαρβίνος, Μπετόβεν, Έγελος, Μιχαήλ Άγγελος,
Μαξ Πλάνκ, Ροντέν, Κολόμβος.
Να μας μιλήσουν για κάποιους όρους σειράς και βάσης,
όπως σφαίρος στον Εμπεδοκλή,
κενό στο Δημόκριτο, εκπύρωση στον Ηράκλειτο,
μηδέν στον Παρμενίδη, κατηγορία στον Αριστοτέλη,
τόνος στους Στωικούς.
Να μας ειπούν οι κάθε λογής έλληνες επιστήμονες
τι λέει η λέξη ψυχρά φλογί στον Πίνδαρο,
μεταβάλλον αναπαύεται στον Ηράκλειτο, δακρυόεν
γελάσασα στον Όμηρο, χαλεπώς μετεχείρισαν στο Θουκυδίδη…

Να μας ειπούνε, πόσοι φιλόλογοι,
έξω από τα σχολικά κολλυβογράμματα έχουν διαβάσει
στο πρωτότυπο τρεις διαλόγους του Πλάτωνα, δύο Νεμεόνικους
του Πινδάρου, την Ωδή στην αρετή του Αριστο-τέλη, έναν Ομηρικό Ύμνο. (Και αυτό δεν είναι ραψωδία).
Και για να μας πιάσει τεταρταίος και καλπάζουσα, να μας ειπεί ποιός γνωρίζει και διδάσκει
από τους ειδικούς προφεσσόρους στα πανεπιστήμια ότι οι τρεις τραγικοί ποιητές μας στη βάση τους
είναι φυσικοί επιστήμονες, ότι στη διάλεξή του για την αρετή ο Πλάτων
έκαμε στους ακροατές του ένα μάθημα γεωμετρίας, ότι η Ακρόπολη των Αθηνών είναι δωρικό,
και όχι ιωνικό καλλιτέχνημα, ότι η διδασκαλία τραγωδίας στον θέατρο ήταν κήρυγμα
από άμβωνος ότι η θρησκεία των ελλήνων ήταν αισθητική προσέγγιση των φυσικών φαινομένων.Δεν νομίζω, αναγνώστη μου, ότι σε όλα αυτά τα επίπεδα η έρευνά μας
θα δώσει ποσοστά γνώσης και κατοχής σε βάθος του κλασικού κόσμου
από τους νεοέλληνες που να υπερβάινουν τους δύο στους χίλιους.
Τι φωνάζουμε τότε, και φουσκώνουμε, και χτυπάμε το κούτελο στο μάρμαρο
ότι είμαστε έλληνες;
Για το θεό δηλαδή. Παράκρουση και παραφροσύνη.

 ΕΝΩ Αυτούς εεεε...

Από το Ελληνικό ερχόμαστε στο Εβραίικο. Ερωτάμε το ίδιο στατιστικό δείγμα, το ευρύ και το πλήρες, αν έχουν ακουστά τα ονόματα Μωϋσής, Αβραάμ, Ησαϊας, Ηλίας με το άρμα, Νώε, Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο Δαναήλ στο λάκκο, η Σάρα που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα ονόματα.
Υπάρχει γριά στην επικράτεια που να μην ξεύρει τούτους τους εβραίους; Δεν υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνιθοκλόπος στις Σποράδες, ούτε κλεφτογιδάς στην Κρήτη. Εδώ τα ποσοστά αντιστρέφουνται. Στους χίλιους νεοέλληνες τα ναι γίνουνται ενιακόσια τόσα, και τα όχι δύο. Και δεν ξεύρουν μόνο τα ονόματα, αλλά είναι έτοιμοι να σου κάνουν αναλύσεις στην ουνιβερσιτά και στην ακαντέμια για τις ηθικές και άλλες αξίες που εκφράζει το κάθε όνομα.
Το ίδιο συμβαίνει, αν ζητήσεις να σου αναλύσουν την επί του Όρους Ομιλία,
ή να σου τραβήξουνε διάλεξη περί νηστείας, περί προσευχής, περί του«Δεύτε οι ευλογημένοι....».
Ο κάθε νεοέλληνας εδώ είναι πτυχιούχος και ειδήμονας. Είναι κληρονόμος και καθηγητής.
Ξέρει να ταϊσει άχυρα το σκυλί του, και κόκαλα το γαϊδούρι του.
Γνώση και πίστη και σοφία, που να ιδούν τα μάτια σου και να μην πιστεύει ο νους σου.

ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ ΓΚΕΜΜΑ

Γίνε μέρος της λύσης, όχι του προβλήματος

Κρύβεις τον πόνο, νομίζοντας πως θα γίνεις βάρος στους άλλους, αν πεις ό,τι σε προβληματίζει και επιμελώς μακιγιάρεις τη στεναχώρια σου, πίσω από μια μάσκα χαμόγελου και χαράς.

Σταμάτησες να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου και νομίζεις πως δεν είσαι επιθυμητός και αρεστός.

Συνέχεια νοσταλγείς τις παλιές καλές μέρες, "βιώνοντας " καταστάσεις και στεναχωριέσαι που τώρα δεν είσαι όπως πριν.

Παραιτείσαι στην όποια δυσκολία παρουσιάζεται και σιχτιρίζεις τη μοίρα σου που αποφάσισε να σε μαυρίζει συνέχεια. Σταματάς κάθε προσπάθεια ν' αλλάξεις το οτιδήποτε. Κι ας το ξέρεις πως έχεις τη δύναμη να το κάνεις.

Νιώθεις θυμό που συσσωρεύεις μέσα σου και δεν τον εκδηλώνεις για να μη χαλάσεις "χατήρια".

Νιώθεις αβοήθητος, απελπισμένος. Μόνος. Ενώ κατά βάθος γνωρίζεις πως εσύ απομακρύνεις τους ανθρώπους από δίπλα σου. Αυτούς που προσπαθούν να σου αλλάξουν την άσχημη διάθεση και κρατάς κοντά σου "όμοιους" σου.

Νιώθεις πως δεν είσαι ικανός να πάρεις μια σωστή απόφαση και έτσι αφήνεσαι να σε παρασύρει μια στραβή στιγμή που ήρθε...

Σταμάτα. Σταμάτα, να μεμψιμοιρείς. Εσύ προκαλείς το άσχημο. Εσύ επέλεξες να γίνεις άβουλος και ν' ακολουθείς λανθασμένες συμβουλές πάνω στην απελπισία σου. Συμφωνείς μόνο όταν σου λένε πως όλα πάνε στραβά και διαφωνείς στο να παλέψεις. Συναινείς συνέχεια, χωρίς να το εννοείς. Δε γίνεσαι ούτε αρεστός, ούτε αποδεκτός έτσι. Άλλο γίνεσαι... Μια φορά θα πεις όχι. Και τότε θα δεις τη διαφορά. Όχι στο αρνητικό συναίσθημα όταν κάτι πάει στραβά. Όχι σε μίζερους ανθρώπους που σου διογκώνουν την στραβή. Αποδέξου αυτή την αλλαγή. Ναι, την άσχημη. Μην την υιοθετείς και παραιτείσαι. Όχι, δούλεψε να την μετατρέψεις προς όφελος σου. Αν κάτι δεν το κατάφερες τώρα, δεν είναι η ώρα για να γίνει. Θα γίνει όμως. Αυτό να κρατάς και να προχωράς.

Σταμάτα να γίνεσαι μέρος του προβλήματος. Έχε υπομονή, επιμονή και γίνε μέρος της λύσης. Μπορείς.

Πρέπει να βοηθούν οι γονείς τα παιδιά τους στα σχολικά τους καθήκοντα;

Την ερώτηση αυτή έθεσε το γερμανικό περιοδικό Spiegel σε μια σειρά ειδικών, παίρνοντας πολλές διαφορετικές απαντήσεις. Οι απαντήσεις συνέκλιναν σε ένα σημείο: Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει οι γονείς να γράφουν εκείνοι εξ ολοκλήρου τις εργασίες που έχουν ανατεθεί στα παιδιά τους.

Γνώριμη καθημερινή σκηνή. Η βοήθεια με τα σχολικά μαθήματα οφείλει να προάγει την αυτονομία των μαθητών, όχι να επιδεικνύει τις γνώσεις των γονέων.

Κάποιοι ειδικοί υποστήριξαν ότι η αρμοδιότητα των γονέων εξαντλείται στο να δημιουργήσουν το κλίμα σταθερότητας και ηρεμίας που βοηθάει τα παιδιά να συγκεντρωθούν στα μαθήματά τους.

Για τις περιπτώσεις που δεν μπορεί να επιτευχθεί αυτό, ή που οι γονείς δεν γνωρίζουν τη γλώσσα και δεν είναι σε θέση να βοηθήσουν τα παιδιά, οφείλουν τα σχολεία να προσφέρουν τη δυνατότητα υποστηρικτικής μελέτης.

«Οι γονείς πρέπει να αφήνουν τα παιδιά να κάνουν μόνα τους τα μαθήματά τους. Ο δικός τους ρόλος, αν υπάρχει, πρέπει να είναι υποστηρικτικός. Σε καμία περίπτωση παραδείγματος χάρη δεν πρέπει να γράφουν ολόκληρες εργασίες για τα παιδιά» είπε ηΚέρστιν Γκλάινε, που πήρε το βραβείο «δασκάλα της χρονιάς 2013». «Μαθητές των οποίων το οικογενειακό περιβάλλον υστερεί σε μόρφωση είναι καλό να μελετούν σε ολοήμερα σχολεία».

Η Ούρσουλα Βάλτερ, πρώην επικεφαλής της Ενωσης Συλλόγων Γονέων Βαυαρίας εκτίμησε ότι η μεγαλύτερη βοήθεια που μπορεί να προσφέρουν οι γονείς στα παιδιά είναι να τους διαβάζουν βιβλία. Αυτό αφορά ακόμη και μεγαλύτερα παιδιά, ενώ μετά το διάβασμα είναι καλό να συζητούν γι’ αυτά που έχουν διαβάσει και ακούσει, και στο σχολείο και εκτός σχολείου.

Ο πρόεδρος της γερμανικής διδασκαλικής ομοσπονδίας Γιόζεφ Κράους επεσήμανε ότι οι γονείς πρέπει να φροντίζουν ώστε τα παιδιά να κάνουν τα μαθήματά τους, όχι όμως και το πώς θα τα κάνουν. «Οι δάσκαλοι δεν θέλουν να δουν πώς λύνει η μαμά τις εξισώσεις με έναν άγνωστο. Αν όλοι οι μαθητές έρχονταν στο σχολείο με τέλειες εργασίες, τότε οι δάσκαλοι θα προχωρούσαν την ύλη υπερβολικά γρήγορα».

Η μαθήτρια Μόνα Στάινιγκερ, που κέρδισε το βραβείο σχολικής εφημερίδας χαρακτήρισε «πολύ σημαντική» τη βοήθεια από τους γονείς. «Φυσικά δεν τα ξέρουν όλα, κάποια μαθήματα δεν υπήρχαν καν στην εποχή τους, αλλά τουλάχιστον μπορούν να βοηθήσουν με το λεξιλόγιο. Ετσι ελέγχουν καλύτερα αν τα παιδιά έχουν εμπεδώσει την ύλη και αν κάνουν ή όχι τα μαθήματά τους».

Ο καθηγητής παιδαγωγικής στο πανεπιστήμιο του Μπάμπεργκ, Χανς-Γκίντερ Ρόσμπαχ είπε ότι η βοήθεια πρέπει να δίδεται μόνο με τρόπο ώστε να ενισχύεται η αυτονομία των μαθητών.
Υπογράμμισε επίσης ότι κάποιοι επιστήμονες αμφισβητούν την παιδαγωγική αξία των εργασιών στο σπίτι. «Σε κάθε περίπτωση, η βοήθεια από τους γονείς στα μαθήματα είναι λιγότερο σημαντική από τη συναισθηματική υποστήριξη που καθιστά εφικτή την αυτόνομη ολοκλήρωση των σχολικών εργασιών».

Το σώμα σου δεν είναι όπως εσύ το βλέπεις!

Δεν βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι. Βλέπουμε τα πράγματα όπως είμαστε (ΤΑΛΜΟΥΔ)

Η εικόνα που έχει στο μυαλό σου για το σώμα σου και την εμφάνισή σου είναι κάτι πιο περίπλοκο από αυτό που βλέπεις στον καθρέφτη. Σπάνια, η εικόνα αυτή μπορεί να προσεγγίζει την πραγματική σωματική σου κατάσταση. Και όταν μιλάμε για την «εικόνα σώματος», δεν είναι άλλο από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου, αλλά και τον τρόπο επίσης με τον οποίο τον αντιλαμβάνονται τα άλλα άτομα. Είναι η νοητική αναπαράσταση που έχεις για το σώμα σου.

Έχει τέσσερις διαστάσεις:
α) την ρεαλιστική, η οποία μιλάει για το τι ακριβώς βλέπει κάποιος στον καθρέφτη. Ανάλογα δηλαδή με αυτό που απεικονίζεται στον καθρέφτη, αυτό είναι, όσον αφορά το σώμα του.
β) την ψυχολογική διάσταση. Στην ψυχολογική διάσταση εμπλέκεται ο ψυχισμός (συναισθήματα, συμπεριφορές, σκέψεις, εμπειρίες) του ατόμου. Η διάσταση αυτή είναι καθαρά υποκειμενική.
γ) την κοινωνική διάσταση, η οποία σχετίζεται με το πώς θεωρεί το άτομο, ότι οι άλλοι αντιλαμβάνονται την σωματική του εικόνα και
δ) την ιδανική διάσταση, κατά την οποία το σώμα του κάποιος το βλέπει κατά πως θα «έπρεπε» να είναι, μέσω συγκρίσεων με άλλα πρότυπα και την ταύτιση με σώματα άλλων ατόμων, ανεξάρτητα με το εάν αυτό ανταποκρίνεται ή όχι στην πραγματικότητα.

Υπάρχουν πολλά που επηρεάζουν την αντίληψη εικόνας σώματος, όπως: κοινωνικο-δημογραφικοί (ηλικία, φύλο, χώρα), ψυχοκοινωνικοί (στρες), κοινωνικοί, ποιότητα ζωής (lifestyle), διατροφικοί.

Η διαδικασία της αντίληψης
Σαν αντίληψη χαρακτηρίζεται η σύνθετη ψυχολογική διαδικασία με την οποία το άτομο αναλύοντας τα χαρακτηριστικά ενός ερεθίσματος, συνθέτοντάς τα, συσχετίζοντας τα και με τις προηγούμενες εμπειρίες του, ερμηνεύει ή αντιλαμβάνεται τα μηνύματα του εξωτερικού κόσμου.

Περιλαμβάνει 3 στάδια: την υποδοχή, τον μετασχηματισμό και την κωδικοποίηση
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι είναι μία σύνθετη ψυχολογική διαδικασία και επηρεάζεται τόσο από εξωτερικούς – περιβαλλοντολογικούς παράγοντες όσο και από εσωτερικούς.
Ο άνθρωπος δέχεται ένα σύνολο ερεθισμάτων και από αυτά επιλέγει και πράγματι αντιλαμβάνεται ό,τι αυτός θέλει, ό,τι επιθυμεί ανάλογα την συναισθηματική του κατάσταση, ό,τι νομίζει ότι δίνει απάντηση στα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες του.

Όλες αυτές οι επιρροές (δημογραφικές, κοινωνικοπολιτιστικές, περιβαλλοντικές), επιδρούν χαοτικά (ενσυνείδητα και υποσυνείδητα), σε σχέση με το πώς αντιλαμβάνεσαι και κατ’ επέκταση πώς βλέπεις το σώμα σου, ή πώς νομίζεις ότι το βλέπουν οι άλλοι.

Οι ειδικοί παρόλο που δεν συμφωνούν απόλυτα στις ερμηνείες των οπτικών ψευδαισθήσεων, δέχονται ότι οι ψευδαισθήσεις εξαρτώνται όχι μόνο από το οπτικό μας σύστημα αλλά και από τον πολιτισμό μας γενικά. Εμείς που ζούμε στη Δύση, έναν κόσμο στον οποίο οι ορθές γωνίες κυριαρχούν σε όλες τις γεωμετρικές μορφές (έπιπλα, τοίχοι, οριζόντια ταβάνια) έχουμε την τάση να υπερ-εκτιμούμε τις οξείες γωνίες (μικρότερα του ‘φυσιολογικού’ σώματα) και να υπο-εκτιμούμε τις αμβλείες. (μεγαλύτερα του ‘φυσιολογικού’ σώματα)

Ο Πλάτωνας, εξάλλου, αναφέρει στην Πολιτεία ότι τα ίδια αντικείμενα άλλοτε φαίνονται κοίλα και άλλοτε κυρτά, λόγω της απάτης που προκαλείται στην όραση εξαιτίας των χρωμάτων και όπως συνεχίζει, οι απάτες αυτές βάζουν σε μεγάλη ταραχή την ψυχή. (Πλάτωνος, Πολιτεία 602d.)

Τεχνητή νοημοσύνη: τα χειρότερα σενάρια για την ανθρωπότητα

Ερευνητές φαντάζονται προληπτικά τι κακό μπορεί να κάνει η τεχνητή νοημοσύνη στην ανθρωπότητα. Ανεργία, πολιτικός έλεγχος, αφανισμός είναι μερικά παραδείγματα.

Οι ανεξέλεγκτες δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης (Artificial Intelligence ή AI) είναι και ένας από τους μεγαλύτερους φόβους του Stephen Hawking, ο οποίος θεωρεί ότι μπορεί κάποια μέρα η AI να αφανίσει την ανθρωπότητα, επειδή μηχανές που έχουν τη δυνατότητα να μαθαίνουν και να βελτιώνονται μπορούν να ξεπεράσουν τα όρια του ανθρώπινου μυαλού.

Hawking: ο άνθρωπος μπορεί να γίνει για την AI ό,τι το μυρμήγκι για τον άνθρωπο
Μία νέα μελέτη, η οποία χρηματοδοτήθηκε μερικώς από fund του βαθύπλουτου εφευρέτη και επιχειρηματία Elon Musk, ο οποίος συμμερίζεται τις ανησυχίες του Hawking, εξετάζει τις πιθανότητες και τα σενάρια τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα, σε περίπτωση που οι άνθρωποι "έχτιζαν", εκούσια ή ακούσια, κακόβουλες μηχανές με τεχνητή νοημοσύνη.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από τον ανεξάρτητο ερευνητή Federico Pistono και τον επιστήμονα ηλεκτρονικών υπολογιστών Roman Yampolskiy του Πανεπιστημίου του Λούισβιλ και προ-δημοσιεύτηκε με τίτλο "Ανήθικη Έρευνα: Πώς Να Δημιουργήσετε Κακόβουλη Τεχνητή Νοημοσύνη", αυτόν τον μήνα, στο arXiv.

Στόχος της δουλειάς είναι να παράσχει πληροφορίες σχετικά με το πώς μπορεί να προκύψει μία κακόβουλη μηχανή με τεχνητή νοημοσύνη, οι οποίες θα μπορούσαν, σύμφωνα με τους συγγραφείς της σχετικής μελέτης, να βοηθήσουν τους ειδικούς να αποφύγουν την ανάδυση επικίνδυνης AI που θα ήταν σε θέση ακόμα και να εξαφανίσει το ανθρώπινο είδος.

Μπορεί η κατασκευή τεχνητής νοημοσύνης να αποδειχθεί μοιραία για το μέλλον της ανθρωπότητας;
Για τον σκοπό αυτό, οι ερευνητές περιγράφουν το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να κατασκευαστεί κακόβουλη τεχνητή νοημοσύνη ή Malevolent Artificial Intelligence (MAI), όπως την ονομάζουν, αλλά και παραδείγματα δουλειάς που μπορεί να οδηγήσει στην ανάδυσή της.
Μπορεί η οδός που επέλεξαν οι ερευνητές να φαίνεται παράδοξη (περιγράφουν την κατασκευή κάτι του οποίου την κατασκευή πασχίζουν να εμποδίσουν), αλλά δεν είναι. Η λογική λέει πως είναι καλύτερα να εντοπιστεί μια υποθετική απειλή μέσω ειρηνικής έρευνας, παρά να χρειαστεί να προσαρμοστεί η έρευνα στο πλαίσιο ενός πολέμου.

Τι βρήκαν, λοιπόν, οι Pistono και Yampolskiy, ότι μπορεί να συμβεί αν απειλούμαστε στο μέλλον από μια MAI και όχι κατευθείαν από την συνηθισμένη ανθρώπινη βλακεία ως συνήθως συμβαίνει; Τι θα συμβεί αν κάποιος σχεδιάσει μια MAI για να βλάψει το ανθρώπινο είδος ή αν απλά δεν μπορεί να ελέγξει τα όρια της;

Από πού μπορεί να προκύψει MAI;
Αρχικά, παραθέτουν μία λίστα των συντελεστών που μπορεί να θελήσουν μια τεχνητή νοημοσύνη η οποία μπορεί να αποδειχθεί κακόβουλη, η οποία ξεκινά με πολύ πιο γνώριμους και κοντά στο παρόν παράγοντες από ό,τι θα περιμένατε:
Ο στρατός, ώστε να αποκτήσει δεσπόζουσα θέση με την ανάπτυξη κυβερνο-όπλων και ρομπότ-στρατιώτων
Κυβερνήσεις, ώστε να επιβάλουν την κυριαρχία τους, τον έλεγχο στους πολίτες ή να "ρίξουν" άλλες κυβερνήσεις.
Επιχειρήσεις που ήδη προσπαθούν να μονοπωλήσουν συγκεκριμένες αγορές ή να καταστρέψουν τον ανταγωνισμό με δόλια μέσα.
Hackers που προσπαθούν να υποκλέψουν πληροφορίες και πόρους ή να καταστρέψουν στόχους και υποδομές στο κυβερνοχώρο
Παράφρονες, οργανωμένες θρησκείες και παράνομα δόγματα που προσπαθούν να προσθέσουν το όνομά τους στα βιβλία της ιστορίας με κάθε δυνατό τρόπο.
Εγκληματίες που προσπαθούν να αναπτύξουν συστήματα και προγράμματα για "σβήσιμο" των ιχνών των δραστηριοτήτων (εμπορείο λευκής σαρκός, όπλων, ναρκωτικών κ.α.)
Αλλά η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να προέλθει από πληθώρα πηγών. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, ένας κώδικας γραμμένος χωρίς επίβλεψη ή η δουλειά προγραμματιστών την οποία βλέπουν όσο το δυνατόν λιγότερα μάτια, είναι τρόποι να δημιουργηθεί κακόβουλη τεχνητή νοημοσύνη, χωρίς ο κόσμος να έχει την παραμικρή προειδοποίηση.

Τι ακριβώς μπορεί να κάνει η MAI;
Στη συνέχεια, οι συγγραφείς περιγράφουν ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα από τη δημιουργία μίας Malevolent Artificial Intelligence.
Για αρχή, αναφέρουν ότι μία MAI μπορεί να αντικαταστήσει την ανθρώπινη εργασία, θέτοντας τον εαυτό της στη θέση της εκμεταλλευόμενη την τάση των επιχειρήσεων να αναζητούν την πιο φθηνή και αποδοτική λύση, αποκόπτοντας παράλληλα τους ανθρώπους από πηγές εισοδήματος.Οι ερευνητές προφανώς, περιγράφουν τις πιθανές ενέργειες μίας MAI πολύ διαφορετικά από ό,τι τις φαντάζεται το Hollywood
Επιπλέον, οι Pistono και Yampolskiy πιστεύουν ότι η MAI μπορεί να ανατρέψει κυβερνήσεις μέσω πραξικοπημάτων και να λάβει τη θέση τους μέσω προπαγάνδας, να ελέγξει νομοθετικά όργανα μέσω της στρατηγικής και προσεκτικής χρηματοδότησής τους ή απλά, να εξαφανίσει την ανθρωπότητα, είτε για παράδειγμα κατασκευάζοντας έναν ιό είτε χρησιμοποιώντας τα υπαρχόντα όπλα των ανθρώπων,
Αν μερικοί άνθρωποι μπορούν να παρακάμψουν τα συστήματα ασφαλείας και να πυροδοτήσουν τα πυρηνικά όπλα, πόσο εύκολο θα ήταν για μια μηχανή ή ένα πρόγραμμα τεράστιας υπολογιστικής δύναμης;

Η κατάσταση μπορεί να ξεφύγει τελείως, αλλά…
Σύμφωνα με τα πιο ακραία σενάρια, μια MAI με "υπέρ-ευφυΐα" μπορεί υποθετικά να δημιουργήσει μια συνολική κρατική εποπτεία (ή να εκμεταλλευθεί μια υπάρχουσα), μειώνοντας στο μηδέν κάθε έννοια της ιδιωτικής ζωής, συμπεριλαμβανομένης και της σκέψης, ακόμα και με εμφυτεύματα, να αποκτήσει τον έλεγχο του διαδικτύου και των πληροφοριών, αλλά και φυσικών πόρων όπως το νερό.
Με άλλα λόγια, λέει ο αντίλογος, το χειρότερο που μπορεί να κάνει μια MAI δεν είναι χειρότερο από αυτό που η ανθρωπότητα ήδη λίγο-πολύ κάνει, αφού η ύπαρξη μας έχει απειληθεί πάρα πολλές φορές από τους ίδιους μας τους εαυτούς στο παρελθόν. Επομένως, κατά μία έννοια δεν έχουμε να φοβηθούμε περισσότερο τις αυξανόμενα έξυπνες μηχανές από όσο φοβόμαστε τους εαυτούς μας.

Ακόμα κι έτσι, αισθανόμαστε λίγο καλύτερα γνωρίζοντας ότι μία κάποια προεργασία έχει ξεκινήσει...

Χταπόδια, καλαμάρια και σουπιές κατακτούν τις θάλασσες - Αυξάνεται διαρκώς ο πληθυσμός τους

Μπορεί οι άνθρωποι με τις διάφορες δραστηριότητές τους να έχουν επιφέρει δραστικές αλλαγές στις θάλασσες, κάνοντας τη ζωή δύσκολη σε πολλά ψάρια και άλλους οργανισμούς, όμως φαίνεται πως αυτό δεν ισχύει για τα χταπόδια, τα καλαμάρια, τις σουπιές και τα άλλα κεφαλόποδα με τα πλοκάμια τους.

Ο πληθυσμός αυτών των ασπονδυλων εμφανίζει συνεχή και σημαντική αύξηση στους ωκεανούς του πλανήτη εδώ και 60 τουλάχιστον χρόνια, σύμφωνα με μια νέα αυστραλιανή επιστημονική έρευνα.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη θαλάσσια βιολόγο δρα Ζόε Νταμπλντέι του Ινστιτούτου Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου της Αδελαΐδας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογίας "Current Biology", βάσισαν τις εκτιμήσεις τους στο πόσα κεφαλόποδα πιάνονται στα δίχτυα των ψαράδων του πλανήτη μετά το 1953. Διαπιστώθηκε μια διαχρονική αύξηση των πληθυσμών τους σε όλη τη Γη, ανεξαρτήτως βάθους θαλασσών και κατά πόσο ζουν στις ανοιχτές θάλασσες ή κοντά στις ακτές.

Τα κεφαλόποδα είναι πλάσματα που παράγουν τεράστιους αριθμούς απογόνων, αναπτύσσονται γρήγορα, έχουν μικρή διάρκεια ζωής (συνήθως ένα έως δύο χρόνια) και -όπως τα τρωκτικά- θεωρούνται άκρως ευπροσάρμοστα στις αλλαγές του περιβάλλοντος χάρη στη φυσιολογία τους. Επίσης, έχουν τρομερή όρεξη (μερικά είδη τρώνε έως το 30% του βάρους τους καθημερινά) και δεν είναι πολύ επιλεκτικά στην τροφή τους, ενώ αποικίζουν εύκολα νέες περιοχές.

Οι επιστήμονες δήλωσαν ότι είναι δύσκολο να προβλέψουν κατά πόσο η αύξηση στους αριθμούς των κεφαλόποδων θα συνεχισθεί σε βάθος χρόνου, ιδίως καθώς θα αυξάνεται η θερμοκρασία και η οξίνιση των ωκεανών εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.

Μία εξήγηση για τον διαρκή πολλαπλασιασμό των κεφαλόποδων είναι ότι έχουν ευνοηθεί από την υπεραλίευση άλλων ειδών, που αποτελούν ανταγωνιστές τους. Είναι όμως καλή εξέλιξη η αύξησή τους; Κανείς δεν ξέρει προς το παρόν. Όλοι πάντως συμφωνούν ότι πρέπει πλέον να μελετήσουν περισσότερο το ζήτημα, καθώς, σε σχέση με άλλους θαλάσσιους οργανισμούς, τα κεφαλόποδα δεν είχαν έως τώρα τύχει της δέουσας προσοχής.

«Γαλαξίες- νεκροταφεία» σταματούν τη γέννηση νέων άστρων!

Δεν μας έφτανε η κλιματική αλλαγή στη Γη, συνειδητοποιήσαμε τώρα ότι υπάρχει και γαλαξιακή «υπερθέρμανση». Μια νέα κατηγορία γαλαξιών ανακάλυψαν οι αστρονόμοι, τους οποίους ονόμασαν «ερυθρούς θερμοπίδακες» (γκέιζερ). Πρόκειται για γαλαξίες που φιλοξενούν υπερμεγέθεις μαύρες τρύπες, οι οποίες κατά καιρούς εκτοξεύουν καυτούς διαστρικούς «ανέμους», που έχουν ως αποτέλεσμα να σταματά η γέννηση νέων άστρων.
 
Συνήθως, οι γαλαξίες ευνοούν τη μετατροπή των αερίων σε άστρα. Όμως έχουν ανακαλυφθεί πολλοί γαλαξίες-νεκροταφεία που μυστηριωδώς φαίνεται να πάσχουν από ένα είδος «κλιματικής αλλαγής» και υπερθέρμανσης, εξαιτίας της οποίας μοιάζουν με ερήμους, όσον αφορά τη δημιουργία νέων άστρων.
 
Τώρα, για πρώτη φορά, οι επιστήμονες της διεθνούς ομάδας «χαρτογράφησης» του ουρανού Sloan Digital Sky Survey (SDSS), με επικεφαλής τον αστρονόμο Έντμοντ Τσέουνγκ του Πανεπιστημίου του Τόκιο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Nature", πιστεύουν ότι έχουν την απάντηση γι' αυτή την αινιγματική διαδικασία, που καθιστά τόσο καυτά τα αέρια μερικών γαλαξιών, ώστε αυτά δεν μπορούν πλέον να ψυχθούν και να συμπυκνωθούν και έτσι αδυνατούν να σχηματίσουν άστρα.
 
Η απάντηση φαίνεται πως έχει να κάνει με τις τεράστιες μαύρες στο κέντρο των γαλαξιών, οι οποίες δημιουργούν τους καυτούς «ανέμους». Οι αστρονόμοι έβγαλαν το συμπέρασμα αυτό, μελετώντας τον μακρινό γαλαξία-ερυθρό θερμοπίδακα «Ακίρα».
 
Το όνομα «ερυθρός θερμοπίδακας» δόθηκε αφενός επειδή ο καυτός «άνεμος» ξεπηδά ξαφνικά και περιοδικά από την κεντρική μαύρη τρύπα, όπως σε ένα γκέιζερ της Γης, αφετέρου επειδή αυτή η καυτή «ανάσα» στο τέλος αφήνει τον γαλαξία μόνο με ηλικιωμένους ερυθρούς αστέρες και καθόλου νεαρά μπλε άστρα.
 
Το ερώτημα είναι κατά πόσο στον δικό μας γαλαξία θα μπορούσε να συμβεί κάποτε κάτι ανάλογο. Οι επιστήμονες δεν αποκλείουν ότι στο μακρινό μέλλον και αυτός θα μετατραπεί σε ερυθρό θερμοπίδακα.

Πίσω από τις αρχές της κβαντικής μηχανικής

Εισαγωγή

Το μοντέλο της κβαντομηχανικής καθιερώθηκε επίσημα στο 5ο συνέδριο του Solvay στο Κόμο το 1927. Η αρχή απροσδιοριστίας του Χάϊζενμπεργκ και η αρχή συμπληρωματικότητας του Μπόρ, προσέφεραν οριστικά τη θεμελίωση όλων των μαθηματικών κατασκευών της νέας θεωρίας οι οποίες μπορούσαν να κάνουν πρόβλεψη ορισμένων μεγεθών. Όμως από τότε ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις των φυσικών πάνω σε τρία γενικά επιστημονικά προβλήματαή ή φιλοσοφικά προβλήματα των φυσικών επιστημών, και τα οποία τέθηκαν μετά την ανάπτυξη της κβαντομηχανικής:

Υπάρχουν οι βασικές οντότητες της ατομικής φυσικής , όπως τα ηλεκτρόνια, τα φωτόνια, κ.λ.π., ανεξάρτητα από τις παρατηρήσεις των φυσικών ;

Αν η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι καταφατική, είναι δυνατό να κατανοήσουμε τη δομή και εξέλιξη των ατομικών οντοτήτων και φαινομένων, δημιουργώντας χωροχρονικές εικόνες που ν’αντιστοιχούν στην πραγματική τους υπόσταση ;

Πρέπει οι φυσικοί νόμοι να διαμορφωθούν έτσι ώστε να δίνεται μία ή περισσότερες αιτίες για όλα τα παρατηρούμενα φαινόμενα ;

Τα τρία αυτά ζητήματα εν συνεχεία θα αναφέρονται σαν ερωτήματα με τους εξής τίτλους:
για την πραγματικότητα
για την κατανόηση
για την αιτιοκρατία

Και τα τρία αυτά ζητήματα δίχασαν την κοινότητα των φυσικών οι οποίοι σε γενικές γραμμές χωρίστηκαν σε δύο στρατόποαιδα ανάλογα με τις απαντήσεις που έδωσαν. Έτσι έχουμε τη θετικιστική και ιντετερμινιστική ερμηνεία των ζητημάτων αυτών όπως την έδωσε η Σχολή της Κοπεγχάγης απαντώντας αρνητικά και στα τρία ερωτήματα. Εδώ θα συναντήσουμε τους θεμελιωτές της κβαντομηχανικής, Sommerfeld, Born, Bohr, Pauli, Heisenberg, Dirac, Jordan.

Και την πιο ρεαλιστική και αιτιοκρατική ερμηνεία των ζητημάτων αυτών, όπου το σωματίδιο θεωρείται ότι αλληλεπιδρά είτε μόνο με το μετρητικό όργανο και το μακροφυσικό του γενικά περιβάλλον είτε συγχρόνως και με το μικροφυσικό του περιβάλλον και κάποιες κρυμμένες μεταβλητές του συστήματος (που ονομάστηκαν και λανθάνουσες παράμετροι). Στην ομάδα αυτή ανήκουν οι Planck, Ehrenfest, Einstein, Schrödinger, de Broglie οι οποίοι απάντησαν καταφατικά στα ερωτήματα αυτά.

Η Αρχή της Αβεβαιότητας

Μετά την ίδρυση της κβαντομηχανικής το 1925 οι θεωρητικοί φυσικοί ανέπτυξαν εντατικά τόσο τη θεωρία όσο την εφαρμογή της σε νέους τομείς, ενώ συγχρόνως έκαναν μεγάλη προσπάθεια να κατανοήσουν τα εννοιολογικά θεμέλια της. Χωρίς συνήθως να το δέχονται αλλά και ανοιχτά οι φυσικοί έμπαιναν σε φιλοσοφικά μονοπάτια. Μετά το φθινόπωρο του 1926 η πιθανοκρατική ερμηνεία τού Born είχε κατακτήσει την αποδοχή των περισσότερων φυσικών, αν και η ακριβής κατανόηση και οι συνεπαγωγές αυτής της ερμηνείας δεν έπαψαν να αποτελούν αντικείμενο συζήτησης.

O De Broglie, του οποίου το έργο για τον δυισμό σωματιδίου και κύματος στάθηκε η αφετηρία της κυματομηχανικής, φάνηκε απρόθυμος να συνταχθεί με την άποψη της πλειοψηφίας, για την πιθανοκρατική ερμηνεία της κβαντομηχανικής. Το 1927 πρότεινε ως εναλλακτική εκδοχή τη λεγόμενη «θεωρία της διπλής λύσης», σύμφωνα με την οποία κάθε σωματίδιο μπορούσε να περιγράφεται ως ένα συγκεντρωμένο δέμα ενέργειας, που αντιστοιχούσε σε μια ιδιόμορφη λύση, το οποίο θα καθοδηγούνταν από ένα συνεχές κύμα ψ (ένα «οδηγό κύμα») ερμηνευόμενο σε συμφωνία με την πιθανοκρατική άποψη του Born. Με αυτό τον τρόπο ο De Broglie επέτυχε να διατυπώσει μια ντετερμινιστική θεωρία της μικροφυσικής χωρίς να εγκαταλείψει εντελώς τη διαίσθηση του Born σχετικά με την πιθανοκρατούμενη φύση των κβαντικών διαδικασιών. Όμως αυτή η άποψη του De Broglie επικρίθηκε σφοδρά από τον Pauli στο Συνέδριο Solvay του 1927, κι έτσι μη μπορώντας να τον αντικρούσει εγκατέλειψε τη θεωρία του. Το 1928 συμμετείχε κι αυτός στην ομάδα της ερμηνείας της Κοπεγχάγης, την οποία ευνοούσαν ο Born, ο Heisenberg, o Bohr και άλλοι, ενώ παρέμεινε πιστός σε αυτήν επί δύο δεκαετίες και πλέον. Αλλά το 1952 ο De Broglie επανήλθε σε μια τροποποιημένη εκδοχή της θεωρίας της διπλής λύσης, και από τότε ακολούθησε τη δική του μοναχική πορεία.

Την ίδια χρονιά (1952), μια προσέγγιση παρεμφερή με εκείνη του De Broglie υιοθέτησε ο David Bohm, ο οποίος ως τότε είχε ακολουθήσει μια ορθόδοξη διαδρομή όσον αφορά τις απόψεις του περί κβαντικής θεωρίας. Εισάγοντας την έννοια του «κβαντικού δυναμικού», ο Bohm κατόρθωσε να διατυπώσει μια κβαντική θεωρία που, αν και μη κλασική, διατηρούσε ορισμένα κλασικά γνωρίσματα, όπως το ότι τα σωματίδια διέγραφαν καθορισμένες τροχιές σε συμφωνία με την αρχή της αιτιότητας. H θεωρία τού Bohm είτε αγνοήθηκε είτε επικρίθηκε ως περιττή, καθότι απλώς αναπαρήγε αποτελέσματα ήδη γνωστά από τη συνήθη κβαντική θεωρία. Κατά τον Heisenberg ήταν «ιδεολογική», ενώ ο Pauli τη θεωρούσε ως «τεχνητή μεταφυσική».

Το Δεκέμβριο του 1926 ο Dirac δημοσίευσε τη θεωρία των μετασχηματισμών η οποία απετέλεσε μια σημαντική πηγή για την κατοπινή αρχή της αβεβαιότητας του Heisenberg που δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1927. Ο Dirac συμπέραινε στη θεωρία του: «Κανείς δεν μπορεί στο πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας να απαντήσει σε οποιοδήποτε ερώτημα αναφερόμενο σε αριθμητικές τιμές και για την θέση και για την ορμή. Εάν κανείς περιγράψει την κατάσταση του συστήματος σε έναν αυθαίρετο χρόνο αποδίδοντας αριθμητικές τιμές και στις συντεταγμένες και στις ορμές, τότε στην πραγματικότητα δεν θα κατορθώσει να ορίσει μια αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία ανάμεσα στις αρχικές τιμές τούτων των συντεταγμένων και ορμών και στις τιμές τους κατά έναν μεταγενέστερο χρόνο» .

Ήταν φανερό πως η γενική ιδέα της θεμελιώδους αυτής αρχής κυκλοφορούσε διάχυτη στην ατμόσφαιρα επί αρκετό χρόνο πριν την διατυπώσει ο Heisenberg. Όμως ο τελευταίος ήταν αυτός που την διατύπωσε με σαφήνεια. Τον δε Οκτώβριο του 1926 σε μια επιστολή του τελευταίου με τον Pauli έγραφε: «είναι ολότελα χωρίς νόημα να μιλά κανείς για τη θέση ενός σωματιδίου με καθορισμένη ταχύτητα. Εάν όμως κανείς δεχθεί μια λιγότερο ακριβή θέση και ταχύτητα, τούτο όντως έχει κάποιο νόημα».

O Heisenberg πρέπει να τονιστεί ότι οφείλει αρκετά στους Dirac, Jordan και Pauli, με τους οποίους συζήτησε αρκετά προτού καταλήξει στην Αρχή της Αβεβαιότητας. Όμως, πάνω απ’ όλα, ήταν οι συζητήσεις του με τον Bohr πάνω στα θεμέλια της κβαντικής μηχανικής εκείνες που τον οδήγησαν στη διατύπωση της Αρχής. «Έπειτα από αρκετές εβδομάδες συζητήσεων, από τις οποίες δεν έλειψε η ένταση, σύντομα καταλήξαμε, χάρις και στην όχι ευκαταφρόνητη συμμετοχή του Oskar Klein, στο συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα εννοούσαμε το ίδιο, και ότι οι σχέσεις αβεβαιότητας αποτελούσαν απλώς μια ειδική περίπτωση της γενικότερης αρχής της συμπληρωματικότητας», θυμάται ο Heisenberg.

H εργασία τού Heisenberg χαρακτηριζόταν από το ίδιο είδος θετικιστικών επιχειρημάτων που είχαν λειτουργήσει ως κίνητρο και για την εργασία του το 1925 για την πρώτη διατύπωση της κβαντικής μηχανικής. Εκκινούσε από μια αφετηρία εμφανώς φιλοσοφική: «Εάν κανείς θέλει να καταστήσει σαφές τι σημαίνουν οι λέξεις "θέση ενός αντικειμένου", ενός ηλεκτρονίου δείγματος χάριν ,τότε οφείλει να περιγράψει συγκεκριμένα πειράματα μέσω των οποίων μπορεί να μετρηθεί "η θέση ενός ηλεκτρονίου"· ειδάλλως, αυτός ο όρος δεν έχει απολύτως κανένα νόημα».

Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι ο Heisenberg δεν διατύπωσε τις σχέσεις αβεβαιότητας εν είδει φιλοσοφικής διδασκαλίας, αλλά ότι τις εξήγαγε από την κβαντομηχανική και φώτισε τη σημασία τους με τη βοήθεια νοητικών πειραμάτων. Ήταν και παραμένουν συνέπειες της κβαντομηχανικής, και όχι τα εννοιολογικά θεμέλια της θεωρίας.

O Heisenberg απέδειξε ότι η ελάχιστη απροσδιοριστία ως προς τη θέση (Δq) ενός σωματιδίου συνδέεται με την απροσδιοριστία ως προς την ορμή (Δp) του σωματιδίου μέσω της έκφρασης Δq*Δp ≥ h/4π. Απέδειξε επίσης ότι μια αντίστοιχη σχέση υπάρχει ανάμεσα στην αβεβαιότητα κατά τη μέτρηση της ενέργειας μιας κατάστασης και στην αντίστοιχη αβεβαιότητα κατά τη μέτρηση του χαρακτηριστικού χρόνου μεταβολής ενός μεγέθους στη συγκεκριμένη κατάσταση: ΔE*Δt ≥ h/4π. Με τις σχέσεις Heisenberg δεν άργησαν να καταπιαστούν πολλοί φυσικοί, οι οποίοι τις ανέλυσαν και επεχείρησαν να τις επεκτείνουν ή να τις τροποποιήσουν, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνεται και ο Schrödinger. Επειδή όμως οι σχέσεις αβεβαιότητας απέρρεαν από την κβαντική μηχανική, έγιναν αποδεκτές από πρακτικά όλους τους φυσικούς.

Ωστόσο, ήταν άλλο πράγμα να αποδέχεται κανείς τα μαθηματικά, και τελείως άλλο να συμφωνεί πάνω στο νόημα και τις φιλοσοφικές συνέπειες της. Τι ακριβώς σήμαινε η φαινομενικά αθώα σχέση Δq*Δp ≥ h/4π; Όπως αποσαφήνισε στην εργασία του ο Heisenberg το 1927, εν πρώτοις σήμαινε ότι η κλασική έννοια της αιτιότητας έπρεπε να εγκαταλειφθεί — όχι επειδή δεν ήταν νόμιμο να συνάγεται ένα μελλοντικό φαινόμενο από ένα παροντικό αίτιο, αλλά διότι ένα φυσικό σύστημα δεν μπορούσε ποτέ να προσδιοριστεί με απόλυτη ακρίβεια. Επειδή δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το παρόν παρά μόνο όσο μας επιτρέπουν οι περιορισμοί που θέτει η κβαντομηχανική, δεν μπορούμε και να έχουμε παρά μόνο ανακριβή γνώση του μέλλοντος. «Εφόσον όλα τα πειράματα υπακούουν στους κβαντικούς νόμους και, συνεπώς, στις σχέσεις αβεβαιότητας, η σφαλερότητα του νόμου της αιτιότητας αποτελεί οριστικώς εδραιωμένη συνέπεια της ίδιας της κβαντικής μηχανικής», υποστήριζε ο Heisenberg. «Ακόμη και κατ* αρχήν έστω, μας είναι αδύνατον να γνωρίζουμε το παρόν σε κάθε του λεπτομέρεια. Γι’ αυτό το λόγο, καθετί που παρατηρούμε συνιστά μία επιλογή από πληθώρα δυνατοτήτων και έναν περιορισμό σχετικά με το τι θα είναι δυνατόν στο μέλλον».

Φυσικά, κάποιος θα μπορούσε να διανοηθεί ότι ο Κόσμος ίσως ήταν αιτιακός σε κάποιο βαθύτερο επίπεδο και ότι η μη αιτιότητα περιοριζόταν μόνο στον κόσμο των φαινομένων. Από τη θετικιστική σκοπιά τού Heisenberg, όμως, αυτή η ένσταση δεν διαφοροποιούσε καθόλου τα πράγματα: «Οι τέτοιου είδους εικασίες μάς φαίνονται, για να το πω ρητά, στερούμενες αξίας και νοήματος, διότι η φυσική οφείλει να περιορίζεται στην περιγραφή των συσχετίσεων μεταξύ αισθητηριακών παρατηρήσεων». Και όμως, οι σχέσεις αβεβαιότητας δεν αποκλείουν κατ’ ανάγκην τον αυστηρό ντετερμινισμό και την αιτιότητα. Κατά τη δεκαετία του 1930, το ζήτημα αυτό αναλύθηκε από πολλούς φυσικούς και φιλοσόφους, πρόκειται δε για ένα θέμα που εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης περισσότερο από πενήντα χρόνια αφότου ο Heisenberg πρότεινε την αρχή του.

Αρχή της Συμπληρωματικοτητας

Πριν περίπου εκατό χρόνια, ο Αλβέρτος Αϊνστάιν ήταν ο πρώτος που είδε ότι η κβαντική υπόθεση του Max Planck οδηγούσε σε ένα διπλό χαρακτήρα της φύσης, που είχε τεθεί σαν αίτημα από τη φυσική φιλοσοφία. Ο Αϊνστάιν πρότεινε ότι το φωτόνιο έχει έναν σωματιδιακό χαρακτήρα, αν και τα φωτόνια προηγουμένως θεωρούνταν ότι είχαν μόνο ηλεκτρομαγνητικό κυματικό χαρακτήρα. Αυτή ήταν η πεμπτουσία της εργασίας του για το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο. Στα τέλη του 1926, ο de Broglie αναγνώρισε ότι όλες οι δομικές μονάδες της φύσης, τα γνωστά μας σωματίδια – ηλεκτρόνια, πρωτόνια, κ.λ.π.- συμπεριφέρονται όπως τα κύματα υπό ορισμένους όρους. Στο σύνολό της, επομένως, η φύση είναι διπλή. Κανένα από τα συστατικά της δεν μπορεί να θεωρηθεί μόνο ως σωματίδιο ή ως κύμα. Για να γίνει κατανοητό αυτό το γεγονός, ο Niels Bohr εισήγαγε το 1923 την αρχή της συμπληρωματικότητας: κάθε συστατικό στη φύση έχει ένα σωματιδιακό, καθώς επίσης και έναν κυματικό χαρακτήρα, και εξαρτάται μόνο από τον παρατηρητή ποιο χαρακτηριστικό βλέπει κάποια στιγμή. Με άλλα λόγια, το πείραμα καθορίζει ποιο χαρακτηριστικό μετρά κάποιος – σωματίδιο ή κύμα.

Εάν δε η Αρχή της Αβεβαιότητας του Heisenberg συνιστά απόρροια της κβαντομηχανικής, δεν ισχύει το ίδιο και για την Αρχή της Συμπληρωματικότητας του Bohr. Πρόκειται για ένα σημαντικά ευρύτερο και λιγότερο καλώς καθορισμένο δόγμα, το οποίο είναι πρωτίστως φιλοσοφικής φύσεως. Μολονότι ελάχιστη αμφιβολία χωρεί όσον αφορά το ότι η διατύπωση της αρχής οφείλει πολλά στο έργο τού Heisenberg πάνω στις κβαντικές αβεβαιότητες, η ιδέα της συμπληρωματικότητας δεν ήταν απλώς μια γενίκευση της αρχής τού Heisenberg. Γεννήθηκε από στοχασμούς γύρω από την κβαντική θεωρία που απασχολούσαν τον Bohr προτού ο Heisenberg αρχίσει το έργο του. O Bohr παρουσίασε πρώτη φορά τις ιδέες του για τη συμπληρωματικότητα σε ένα διεθνές συνέδριο φυσικής στο Κόμο το φθινόπωρο του 1927. Με αυτή την ευκαιρία, ο Bohr τόνισε ότι στον κβαντικό μικρόκοσμο, εν αντιθέσει προς τον κλασικό κόσμο, η παρατήρηση ενός συστήματος δεν μπορεί να γίνει ποτέ χωρίς να διαταραχθεί το εν λόγω σύστημα.

Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να γνωρίζουμε την κατάσταση του συστήματος; Το κβαντικό αυτό αίτημα θα φαινόταν να συνεπάγεται πως η κλασική διάκριση ανάμεσα στον παρατηρητή και το παρατηρούμενο αντικείμενο έπαυε πλέον να είναι βάσιμη. Πώς θα καθίστατο εν τοιαύτη περιπτώσει δυνατόν να επιτευχθεί αντικειμενική γνώση; Οι στοχασμοί τού Bohr πάνω σε τούτα και άλλα συναφή ζητήματα τον οδήγησαν στην εισαγωγή της έννοιας της συμπληρωματικότητας με τη σημασία της χρήσης συμπληρωματικών αλλά αμοιβαίως αποκλειόμενων οπτικών για την περιγραφή της φύσης. Δύο χρόνια αργότερα, όρισε την αρχή της συμπληρωματικότητας ως «έναν νέο τρόπο περιγραφής υπό την έννοια πως κάθε δεδομένη εφαρμογή των κλασικών εννοιών καθιστά αδύνατη την ταυτόχρονη χρήση άλλων κλασικών εννοιών οι οποίες σε διαφορετική συνάφεια είναι εξίσου αναγκαίες για την ακριβή γνώση των φαινομένων». Αυτή υπήρξε η σαφέστερη μάλλον διατύπωση της αρχής της συμπληρωματικότητας, ενός δόγματος διάσημου για την ασάφεια και την αμφισημία του. H κυματική περιγραφή και η σωματιδιακή περιγραφή (πχ του ηλεκτρονίου) είναι συμπληρωματικές, ως εκ τούτου βρίσκονται σε αντίφαση. Εντούτοις, ο Bohr διατεινόταν ότι ο φυσικός εξακολουθεί να είναι ικανός να λογοδοτήσει αναμφίλεκτα για τα πειράματα του, καθόσον στον ίδιο εναπόκειται η επιλογή των μεγεθών που θα μετρηθούν, επιλογή η οποία καταστρέφει τη δυνατότητα να πραγματωθεί η αντιφάσκουσα όψη.

Σε συμφωνία με τον Heisenberg, o Bohr τόνιζε ότι η αποστολή της φυσικής έγκειται στο να προβλέπει και να συνταιριάζει τα πειραματικά αποτελέσματα, όχι στο να ανακαλύπτει την πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από τον κόσμο των φαινομένων. «Όταν περιγράφουμε τη φύση», έγραφε το 1929, «ο σκοπός μας δεν είναι να αποκαλύψουμε την πραγματική ουσία των φαινομένων, αλλά απλώς να ανιχνεύσουμε, όσο μας είναι δυνατόν, τις σχέσεις ανάμεσα στις πολλαπλές όψεις της εμπειρίας μας».

Μολονότι ο κυματοσωματιδιακός δυϊσμός αποτελεί το καθιερωμένο παράδειγμα συμπληρωματικότητας, για τον Bohr και τους οπαδούς του η Αρχή αυτή είχε πολύ ευρύτερη σημασία. O Bohr σύντομα την εφάρμοσε σε άλλα πεδία της φυσικής, σε βιολογικά ζητήματα, στην ψυχολογία και σε πολιτισμικά ζητήματα εν γένει. Το 1938, επί παραδείγματι, στο Διεθνές Συνέδριο Ανθρωπολογικών και Εθνολογικών Επιστημών, ο Bohr εξήγησε ότι οι συγκινήσεις και οι αισθητηριακές αντιλήψεις των υποκειμένων βρίσκονται σε συμπληρωματική σχέση ανάλογη με εκείνες που απαντούν σε περιστάσεις μετρήσεων στην ατομική φυσική. Άλλοι φυσικοί οι οποίοι συμπορεύονταν με το πρόγραμμα της Κοπεγχάγης δεν δίστασαν να προχωρήσουν ακόμη παραπέρα. O Jordan συγκεκριμένα, ανέπτυξε τη συμπληρωματικότητα στα πεδία της ψυχολογίας, της φιλοσοφίας και της βιολογίας κατά έναν τόσο βεβιασμένο τρόπο, ώστε αμήχανος ο Bohr υποχρεώθηκε να τονίσει ότι η εν λόγω έννοια του δεν είχε καμία σχέση με το βιταλισμό (ή ζωτικοκρατία), ούτε και μπορούσε να εκλαμβάνεται ως υπεράσπιση είτε του αντιορθολογισμού είτε του σολιψισμού. Στην ακραία ερμηνεία τού Jordan για τη μετρητική διαδικασία υποστηριζόταν, μεταξύ άλλων, ότι οι παρατηρήσεις όχι μόνο διαταράσσουν το μετρούμενο μέγεθος, αλλά ότι κυριολεκτικά αυτές το παράγουν. «Εμείς οι ίδιοι παράγουμε τα αποτελέσματα της μέτρησης», τόνιζε το 1934 ο Jordan.

H αρχή της συμπληρωματικότητας έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος αυτού που αργότερα καθιερώθηκε να αναφέρεται ως η ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής κατά τη Σχολή της Κοπεγχάγης. O Pauli, μάλιστα, έφθασε μέχρι του σημείου να δηλώσει ότι η κβαντική μηχανική θα μπορούσε να λέγεται «θεωρία της συμπληρωματικότητας», σε αναλογία με τη «θεωρία της σχετικότητας» Το σε τι ακριβώς συνίσταται η ερμηνεία της Κοπεγχάγης, ωστόσο, δεν είναι διόλου σαφέστερο από τη φύση της ίδιας της Αρχής της Συμπληρωματικότητας, όπερ σημαίνει ότι δεν είναι ιδιαίτερα σαφές. Πρόκειται για ένα ζήτημα που ακόμη το συζητούν οι φιλόσοφοι και λίγοι φυσικοί οι οποίοι ρέπουν προς το φιλοσοφείν. Στην πραγματικότητα, ο όρος «ερμηνεία της Κοπεγχάγης» πρωτομπήκε στο λεξιλόγιο των φυσικών το 1955, όταν τον χρησιμοποίησε ο Heisenberg για να αντιδιαστείλει την ορθοδοξία από ορισμένες ανορθόδοξες ερμηνείες στις οποίες ασκούσε κριτική.

Πολλοί από τους σημαντικούς φυσικούς της δεκαετίας του 1930, μεταξύ των οποίων και οι Pauli, Heisenberg, Jordan και Rosenfeld, έγιναν ενθουσιώδεις υποστηρικτές της φιλοσοφίας κατά Bohr της συμπληρωματικότητας, και την έβλεπαν ως τον αληθινό εννοιολογικό πυρήνα της κβαντικής μηχανικής. Είναι αξιοσημείωτο ότι όλοι οι φυσικοί που ανεπιφύλακτα υιοθέτησαν τη σκοπιά τού Bohr διατηρούσαν προσωπική επαφή με τον δανό φυσικό και είχαν φιλοξενηθεί στο ινστιτούτο του. Έξω από τον κύκλο της Κοπεγχάγης, η φιλοσοφία της συμπληρωματικότητας έτυχε σημαντικά ψυχρότερης υποδοχής, η οποία κυμαινόταν από την ευγενική αδιαφορία ως και, σε λιγοστές περιπτώσεις, την εχθρότητα. O Dirac, για παράδειγμα, ενώ διατηρούσε στενές σχέσεις με τους φυσικούς του Ινστιτούτου της Κοπεγχάγης και έτρεφε μεγάλο σεβασμό για τον Bohr, δεν έβλεπε τίποτε άξιο λόγου σε όλη την κουβέντα περί συμπληρωματικότητας. Δεν οδηγούσε σε καινούργιες εξισώσεις ούτε και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στους υπολογισμούς, τους οποίους ο Dirac έτεινε να ταυτίζει με τη φυσική.

Ένας δε σπουδαστής του Ινστιτούτου Bohr ο Christian Müller, ο οποίος φοίτησε στο ινστιτούτο από το 1926 ώς το 1932 και παρέμεινε εκεί καθ’ όλη τη σταδιοδρομία του δεν έτρεφε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα ευρέα εννοιολογικά προβλήματα στα οποία απέδιδε μεγάλη σημασία ο Bohr. «Μολονότι γινόμασταν ακροατές εκατοντάδων επί εκατοντάδων συζητήσεων γύρω από αυτά τα θέματα [τη συμπληρωματικότητα και τα προβλήματα των μετρήσεων], και μας ενδιέφεραν, δεν νομίζω ότι κανένας από εμάς, εκτός από τον Rosenfeld ίσως, αφιέρωνε πολύ χρόνο σε αυτή την υπόθεση», έγραψε αργότερα.

Την ίδια στάση τήρησαν και πολλοί άλλοι νεαροί κβαντικοί φυσικοί, ιδιαίτερα δε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η φήμη του Bohr ως κβαντικού γκουρού ήταν πολύ πιο περιορισμένη απ’ ό,τι στην Ευρώπη. Τα «σχεδόν φιλοσοφικά» προβλήματα δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα ελκυστικά. Επικέντρωναν την προσοχή τους σε πειράματα και σε συγκεκριμένους υπολογισμούς, και για τους σκοπούς αυτούς η αρχή της συμπληρωματικότητας δεν φαινόταν να έχει την παραμικρή χρησιμότητα. Με αυτό δεν εννοούμε ότι μεταξύ των Αμερικανών δεν υπήρξε κανένα ενδιαφέρον για τα προβλήματα θεμελίωσης, αλλά απλώς ότι το ενδιαφέρον κινήθηκε σε άλλες κατευθύνσεις και ότι εκδηλώθηκε σε μικρότερη κλίμακα απ’ ό,τι στη Δανία και τη Γερμανία. Το ότι η σπουδαιότητα της αρχής της συμπληρωματικότητας κατά την εξεταζόμενη περίοδο υπήρξε σχετικώς μέτρια φαίνεται επίσης και από τα εγχειρίδια από τα οποία διδάσκονταν οι φοιτητές την κβαντική θεωρία. Οι περισσότεροι συγγραφείς εγχειριδίων, ακόμη και αν έτρεφαν συμπάθεια για τις ιδέες τού Bohr, δυσκολεύονταν να συμπεριλάβουν σε αυτά και να δικαιολογήσουν ένα εδάφιο πάνω στη συμπληρωματικότητα. Παρά το γεγονός ότι μια μεγάλη μερίδα των φυσικών του κόσμου δεν επιδοκίμαζε την ερμηνεία της Κοπεγχάγης, ή μάλλον δεν νοιαζόταν γι’ αυτήν, η αντίσταση απέναντι της υπήρξε ασθενής και όχι ενιαία. Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1930 ο Bohr είχε επιτύχει σε αξιοσημείωτο βαθμό να επιβάλει την ερμηνεία της Κοπεγχάγης ως την κυρίαρχη φιλοσοφία της κβαντικής μηχανικής.

Ενάντια στην Ερμηνεία της Κοπεγχάγης

Ίσως το πλέον περίφημο, και το πλέον μυθοποιημένο, επεισόδιο στην ιστορία της φυσικής του 20ού αιώνα είναι η αναμέτρηση του Αϊνστάιν με τον Bohr αναφορικά με την ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής. H σειρά των σωκρατικών συζητήσεων ανάμεσα στους δύο εμβριθείς και θρυλικούς φυσικούς-φιλοσόφους έχει καταστεί μέρος των παραδόσεων της φυσικής, καθώς και των γενικών διανοητικών παραδόσεων. Ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειες τους, οι συζητήσεις τους κατέχουν μια θέση στη δυτική διανοητική ιστορία ανάλογη με εκείνη, ας πούμε, της προ τριών περίπου αιώνων διαμάχης μεταξύ Νεύτωνα και Leibniz. Μολονότι η κβαντική μηχανική όφειλε πολλά στις θεμελιώδεις συμβολές του Αϊνστάιν κατά την περίοδο 1905-1925, ο ίδιος δεν έδειξε κατ’ αρχάς μεγάλο ενδιαφέρον για την καινούργια θεωρία. Διαμορφώνοντας μια γενική στάση απέναντι της που διαπνεόταν από σκεπτικισμό, αρνήθηκε, για φιλοσοφικούς μάλλον παρά για επιστημονικούς λόγους, ότι ο μικρόκοσμος δεν μπορούσε να περιγραφεί παρά μόνο στατιστικά. Σε μια περίφημη επιστολή που απηύθυνε στον Born τον Δεκέμβριο του 1926, ο Αϊνστάιν έγραφε για την «εσωτερική του φωνή» που του έλεγε ότι η κβαντική μηχανική «ουδόλως μας φέρνει πιο κοντά στο μυστικό του Υψίστου. Είμαι πεπεισμένος ότι Εκείνος δεν παίζει ζάρια».

H δυσαρέσκεια του Αϊνστάιν για τη στατιστική ερμηνεία οδήγησε σε μια εργασία που παρουσιάστηκε προφορικά στην Πρωσική Ακαδημία Επιστημών στις αρχές του 1927. Στο χειρόγραφο, το οποίο έφερε τον τίτλο «Καθορίζει η κυματομηχανική τού Schrodinger την κίνηση ενός συστήματος πλήρως ή μόνο υπό τη στατιστική έννοια;», σκιαγραφούνταν κάποιου είδους θεωρία κρυμμένων μεταβλητών. Αλλά ο Αϊνστάιν πρέπει να αντιλήφθηκε ότι η εναλλακτική λύση που πρότεινε δεν ήταν ικανοποιητική, διότι ουδέποτε υπέβαλε το χειρόγραφο προς δημοσίευση.

O Αϊνστάιν συμμετείχε στο 5ο Συνέδριο Solvay τον Οκτώβριο του 1927, όπου ο Bohr, o Dirac, o Heisenberg, o Pauli, o Schrodinger και άλλοι εξέχοντες φυσικοί συζήτησαν τη θεμελίωση της κβαντικής μηχανικής. O Bohr έδωσε διάλεξη πάνω στις νέες του ιδέες για τη συμπληρωματικότητα, περί της οποίας πρώτη φορά άκουσε ο Αϊνστάιν. O Αϊνστάιν δεν πείσθηκε από τα λεχθέντα και υποστήριξε ότι η ερμηνεία Bohr-Heisenberg, κατά την οποία η κβαντική μηχανική αποτελούσε μια πλήρη θεωρία των επιμέρους διαδικασιών, αντέφασκε προς τη θεωρία της σχετικότητας. Παρουσίασε και ανέλυσε διάφορα νοητικά πειράματα με την ελπίδα να καταδείξει ότι οι σχέσεις αβεβαιότητας δεν ήταν κατ’ ανάγκην ισχυρές και ότι ορισμένα ατομικά φαινόμενα μπορούσαν να αναλυθούν λεπτομερέστερα απ’ ό,τι επέτρεπαν οι σχέσεις Heisenberg. Όταν ο Bohr απέδειξε την αβασιμότητα των επιχειρημάτων τού Αϊνστάιν, εκείνος επανήλθε με ένα νέο νοητικό πείραμα, το οποίο και πάλι αντέκρουσε ο Bohr. Σύμφωνα με τον Bohr, η κβαντική μηχανική (συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων αβεβαιότητας) συνιστούσε μια πλήρη θεωρία που εξαντλούσε όλες τις δυνατότητες ερμηνείας των παρατηρήσιμων φαινομένων. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο Bohr εξήλθε «νικητής» από τις συζητήσεις τού 1927 και ότι οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες αναγνώρισαν τη δύναμη των επιχειρημάτων του. O Αϊνστάιν ναι μεν αναγνώρισε την οξυδέρκεια που επέδειξε ο Bohr ως συνομιλητής του, δεν έστερξε όμως να παραδεχτεί την ορθότητα των απόψεων του. Σε μια επιστολή του προς τον Schrodinger μισό χρόνο μετά το συνέδριο, ο Αϊνστάιν περιέγράφε σαρκαστικά την ερμηνεία της Κοπεγχάγης αποκαλώντας την «η ηρεμιστική φιλοσοφία των Heisenberg και Bohr — ή μήπως θρησκεία;» Και προσέθετε ότι «προσφέρει ένα απαλό προσκέφαλο για τον αληθινό πιστό που δύσκολα τον αφήνει να αφυπνισθεί».

O δεύτερος γύρος της περίφημης αντιπαράθεσης Bohr-Αϊνστάιν έλαβε χώρα στο 6ο Συνέδριο Solvay, τον Οκτώβριο του 1930, όταν η μποριανή ιδέα της συμπληρωματικότητας δυνάμωνε την επιρροή της μεταξύ των ευρωπαίων φυσικών. Αυτή τη φορά, ο Αϊνστάιν εστίασε στη σχέση αβεβαιότητας ενέργειας-χρόνου (ΔE*Δt ≥ h/4π), την οποία και επεχείρησε να καταρρίψει. Τα μέσα που επιστρατεύθηκαν για την κατάρριψη ήταν τα ίδια όπως και πριν τρία χρόνια, ένα νοητικό πείραμα. Στο καινούργιο του νοητικό πείραμα, το οποίο αργότερα έγινε γνωστό ως πείραμα του κουτιού με το φωτόνιο, ο Αϊνστάιν επικαλέστηκε τη σχέση μάζας-ενέργειας της ειδικής σχετικότητας, E =mc2, και υποστήριξε ότι η ενέργεια ενός φωτονίου και ο χρόνος άφιξης του σε μια οθόνη μπορούσαν να προβλεφθούν με απεριόριστη ακρίβεια, σε αντίφαση με τη σχέση αβεβαιότητας. O Bohr όμως απάντησε λαμπρά στην πρόκληση, επικαλούμενος τον τύπο της ερυθράς μετατόπισης της γενικής θεωρίας της σχετικότητας του Αϊνστάιν. H έκβαση του δεύτερου γύρου της αντιπαράθεσης υπήρξε η ίδια όπως και του πρώτου: η μποριανή αντίληψη της κβαντικής μηχανικής ενισχύθηκε, και ο σκεπτικισμός τού Αϊνστάιν φάνηκε αδικαιολόγητος. Μέχρι τότε, ο Αϊνστάιν είχε ελπίσει να καταρρίψει την κβαντική μηχανική αποδεικνύοντας ότι οι σχέσεις αβεβαιότητας δεν ευσταθούσαν· η πίστη του στην έσχατη αιτιότητα παρέμεινε ακλόνητη, και κατά τη δεκαετία του 1930 μετατόπισε την εστία των ενστάσεων του από την ασυνέπεια στη μη πληρότητα.

Το στατιστικό νόημα της κυματοσυνάρτησης δεν αποκλείει κατ’ ανάγκην τη δυνατότητα τα επιμέρους ατομικά γεγονότα να καθορίζονται από κάποιες παραμέτρους, που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη, και βρίσκονται σε ένα άγνωστο σε μας υποεπίπεδο. Πριν δε την κβαντομηχανική – αρχές του 20ου αιώνα – έγινε προσπάθεια να εξηγηθεί αιτιακά η πιθανότητα της διάσπασης των ραδιενεργών πυρήνων και να ανακαλυφθούν κάποιες κρυμμένες μεταβλητές που να καθόριζαν τον χρόνο της διάσπασης των πυρήνων. H δυνατότητα ύπαρξης παρόμοιων «κρυμμένων μεταβλητών» αναγνωρίστηκε σε μια πρώιμη φάση της κβαντικής μηχανικής, αλλά στο βαθμό που οι υποθετικές αυτές παράμετροι δεν είχαν φυσική σημασία, δεν τους δόθηκε μεγάλη προσοχή. Ωστόσο, εξακολουθούσαν να αποτελούν μια δυνατότητα, και μάλιστα ελκυστική, για όσους αποστρέφονταν την ερμηνεία της Κοπεγχάγης. Εάν η κβαντική μηχανική μπορούσε να διατυπωθεί με όρους κρυμμένων μεταβλητών, και αν αναπαρήγε όλα τα αποτελέσματα της καθιερωμένης θεωρίας, τότε θα έμοιαζε να μην υπάρχει κάποιος ακαταμάχητος λόγος ώστε οι φυσικοί να αναγκάζονται να αποδεχτούν την εικόνα του ατομικού κόσμου σύμφωνα με τη Σχολή της Κοπεγχάγης.

Το ζήτημα των κρυμμένων μεταβλητών ήταν μεταξύ των προβλημάτων που εξέτασε ο διάσημος μαθηματικός John von Neumann σε ένα βιβλίο τού 1932 με τον τίτλο Mathematische Grundlagen der Quantenmechanik (Μαθηματικά θεμέλια της κβαντικής μηχανικής). O von Neumann έδωσε μια μαθηματικώς ακριβή διατύπωση στη θεμελίωση της κβαντικής μηχανικής, βασίζοντας τη θεωρία στη χρήση των χώρων Hubert. Σε ένα έργο του 1933, ο γάλλος φυσικός Jacques Solomon οδηγήθηκε ανεξάρτητα στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή οι κρυμμένες παράμετροι είναι ασυνεπείς με τον παραδεδεγμένο φορμαλισμό της κβαντικής μηχανικής. Σε ένα μικρό μέρος του σημαντικού του βιβλίου, ο von Neumann απέδειξε ότι μια αιτιακή κατανόηση της κβαντικής μηχανικής βασιζόμενη σε κρυμμένες μεταβλητές είναι αδύνατη. Σύμφωνα με τον von Neumann, «Δεν έχουμε επομένως να κάνουμε, όπως συχνά γίνεται δεκτό, με ένα ζήτημα επανερμηνείας της κβαντικής μηχανικής —το παρόν σύστημα της κβαντικής μηχανικής θα έπρεπε να είναι αντικειμενικά εσφαλμένο για να είναι δυνατή μια περιγραφή των στοιχειωδών διαδικασιών διαφορετική από τη στατιστική». Η μαθηματική του απόδειξη έγινε ευρέως αποδεκτή και ενίοτε εξελήφθη ως απόδειξη της ερμηνείας της Κοπεγχάγης. Στην πραγματικότητα, ανάμεσα στη θέση τού Bohr και την ερμηνεία τού von Neumann υπήρχαν σημαντικές διαφορές, αλλά οι διακρίσεις σπανίως επισημαίνονταν. Επί παραδείγματι, το «πρόβλημα της μέτρησης» δεν ετίθετο με τον ίδιο τρόπο για τον Bohr και για τον von Neumann. O Bohr έτεινε να το βλέπει ως πρόβλημα γενίκευσης του κλασικού πλαισίου ώστε να αποφευχθούν οι αντιφάσεις ανάμεσα σε δύο αμοιβαίως ασυμβίβαστες κλασικές έννοιες, αμφότερες αναγκαίες στην περιγραφή των πειραμάτων. Και η λύση του συνίστατο στη συμπληρωματικότητα. Για τον von Neumann, από την άλλη πλευρά, πρόβλημα της μέτρησης σήμαινε το μαθηματικό πρόβλημα του να αποδειχθεί ότι ο φορμαλισμός δίνει τις ίδιες προβλέψεις για διάφορες θέσεις της «τομής» μεταξύ παρατηρητή και αντικειμένου.

Πολύ μεγάλο ρόλο ασφαλώς έπαιξε η απόδειξη του von Neumann, ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν κρυμμένες μεταβλητές, στη διαδικασία η οποία οδήγησε στην ηγεμονία της ερμηνείας της Κοπεγχάγης. Και μάλιστα η απόδειξη του συχνά αναφερόταν ως η τελευταία λέξη πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.

O ρόλος της ανθρώπινης συνείδησης κατά τη διαδικασία μέτρησης αποτελούσε μέρος της κβαντοφιλοσοφικής συζήτησης της δεκαετίας του 1930. Έτσι, ο von Neumann υποστήριξε ότι το στοιχείο της συνείδησης ήταν αδύνατον να αποκλειστεί, ενώ σε μια μονογραφία τού 1939 οι Fritz London και Edmond Bauer ισχυρίστηκαν ανοιχτά ότι η αναγωγή της κυματοσυνάρτησης ήταν το αποτέλεσμα μιας συνειδητής δραστηριότητας του ανθρώπινου νου. «Φαίνεται ότι το αποτέλεσμα της μέτρησης συνδέεται στενά με τη συνείδηση του προσώπου που την πραγματοποιεί, και ότι έτσι η κβαντική μηχανική μάς οδηγεί στον πλήρη σολιψισμό», έγραφαν, μόνο και μόνο για να υποστηρίξουν ότι, σε τελική ανάλυση, ο νέος ρόλος της παρατηρούσας συνείδησης δεν υπονόμευε την αντικειμενικότητα. Μέσα στο πνεύμα του θετικισμού, σημείωναν με ικανοποίηση ότι τίποτε στη διαδικασία της μέτρησης δεν θα «μας εμπόδιζε να προβλέπουμε ή να ερμηνεύουμε πειραματικά αποτελέσματα».

Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο βρετανός φυσικός John Bell, απέδειξε ότι η απόδειξη του von Neumann δεν απέκλειε στην πραγματικότητα όλες τις θεωρίες που λειτουργούσαν με κρυμμένες παραμέτρους. O BeIl, ο οποίος διαδραμάτισε εξέχοντα ρόλο στην αντιπαράθεση γύρω από την ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής, αντλούσε έμπνευση από τη θεωρία τού Bohm και εν γένει διέκειτο ευμενώς προς τις θεωρίες με κρυμμένες μεταβλητές.

Είναι η Κβαντική Μηχανική Πλήρης; Το νοητικό πείραμα EPR

Μετά την «ήττα» του το 1930, ο Αϊνστάιν συνέχισε να στοχάζεται βαθιά σχετικά με την επιστημολογική κατάσταση πραγμάτων στην κβαντική μηχανική, όντας πεπεισμένος ότι κάποια ακριβής και αιτιακή περιγραφή των φυσικών φαινομένων έπρεπε να είναι οπωσδήποτε δυνατή. Την άνοιξη του 1935, εγκατεστημένος πλέον στις ΗΠΑ, ο Αϊνστάιν δημοσίευσε, μαζί με τους νεαρούς συναδέλφους του στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον Boris Podolsky και Nathan Rosen, μια σύντομη αλλά διάσημη εργασία υπό τον τίτλο «Can Quantum-Mechanical Description of Physical Reality Be Considered Complete?» (Μπορεί να θεωρείται πλήρης η κβαντομηχανική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας;). H τελική εκδοχή της εργασίας γράφηκε από τον Podolsky και διατυπώθηκε κατά τρόπο που ο Αϊνστάιν δεν τον ενέκρινε πλήρως. Οι τρεις συγγραφείς άρχιζαν δηλώνοντας ότι οι φυσικές έννοιες πρέπει να αντιστοιχούν σε όψεις της φυσικής πραγματικότητας. Το κριτήριο πραγματικότητας που πρότειναν ήταν το εξής: «Εάν, χωρίς να διαταράξουμε καθ’ οιονδήποτε τρόπο ένα σύστημα, μπορούμε να προβλέψουμε μετά βεβαιότητας (δηλαδή, με πιθανότητα ίση με τη μονάδα) την τιμή ενός φυσικού μεγέθους, τότε υπάρχει ένα στοιχείο φυσικής πραγματικότητας που αντιστοιχεί σε αυτό το φυσικό μέγεθος». H εισαγόμενη αντιστοιχία οδηγούσε σε μια αναγκαία συνθήκη για την πληρότητα μιας φυσικής θεωρίας, συγκεκριμένα δε στην εξής: «Κάθε στοιχείο της φυσικής πραγματικότητας πρέπει να έχει ένα αντίστοιχό του στη φυσική θεωρία». Οι Αϊνστάιν, Podolsky και Rosen (EPR) ισχυρίζονταν εν συνεχεία ότι η κβαντική μηχανική, σε συνδυασμό με το κριτήριο της φυσικής πραγματικότητας, οδηγούσε σε αντίφαση, και ότι δεν υπήρχε καμία άλλη εναλλακτική λύση εκτός από το να αναγνωριστεί ότι η κβαντομηχανική περιγραφή της πραγματικότητας στερείται πληρότητας. Το επιχείρημα της εργασίας των EPR ήταν κατ’ ουσίαν αρνητικό, υπό την έννοια ότι αποσκοπούσε στην υπονόμευση της καθιερωμένης αντίληψης περί κβαντικής μηχανικής χωρίς να προτείνει κάποια εναλλακτική θεωρία. Στην κατακλείδα της εργασίας τους, ο Αϊνστάιν και οι συνεργάτες του «άφηναν ανοιχτό το ζήτημα του κατά πόσον υπάρχει ή όχι μια τέτοια [πλήρης] περιγραφή», προσθέτοντας: «Πιστεύουμε, ωστόσο, ότι μια τέτοια θεωρία είναι δυνατή».

O Bohr ενοχλήθηκε έντονα από το επιχείρημα των EPR και άρχισε αμέσως να αναπτύσσει ένα αντεπιχείρημα, του οποίου την επεξεργασία ολοκλήρωσε έπειτα από μια περίοδο πέντε περίπου μηνών. H βασική του γραμμή επιχειρηματολογίας συνίστατο στην απόρριψη του κριτηρίου φυσικής πραγματικότητας που πρότειναν οι Αϊνστάιν, Podolsky και Rosen. O Bohr έκρινε το κριτήριο αυτό άκυρο επειδή προϋπέθετε ότι το σύστημα αντικείμενο συν τη μετρητική διάταξη μπορούσε να αναλυθεί σε χωριστά μέρη· κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον σύμφωνα με την αντίληψη της ερμηνείας της Κοπεγχάγης, κατά την οποία αντικείμενο και μετρητική διάταξη αποτελούσαν ένα ενιαίο, ακέραιο σύστημα.

Ενώ το επιχείρημα των EPR απέκτησε μεγάλη φήμη από τη δεκαετία του 1960 και εντεύθεν, τη δεκαετία του 1930 αυτός ο τρίτος γύρος της αντιπαράθεσης Bohr-Αϊνστάιν δεν προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον ανάμεσα στους φυσικούς. H εργασία των EPR δεν επέτυχε να πείσει τους φυσικούς να εγκαταλείψουν την ερμηνεία της Κοπεγχάγης, και η γενική εντύπωση που δημιουργήθηκε ήταν ότι ο Bohr είχε και πάλι αντικρούσει ικανοποιητικά τις ενστάσεις τού Αϊνστάιν. Για τους κβαντικούς φυσικούς του κυρίαρχου ρεύματος, απλώς λειτούργησε ως επιβεβαίωση αυτού που ανέκαθεν σκέπτονταν, ότι δηλαδή ο Αϊνστάιν και οι σύμμαχοι του — «οι συντηρητικοί, γηραιοί κύριοι», όπως τους περιέγραφε ο Pauli σε μια επιστολή του προς τον Schrodinger — βρίσκονταν απελπιστικά σε διάσταση με την εξέλιξη. H μεγάλη πλειονότητα των φυσικών φαίνεται ότι απλώς δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον. Μπορούσαν εύκολα να βρουν καλύτερα πράγματα να κάνουν από το να προσπαθούν να καταλάβουν φιλοσοφικά επιχειρήματα που δεν άπτονταν καθόλου της καθημερινής τους δουλειάς.

Το νοητικό πείραμα της γάτας του Schrödinger

Οι φυσικοί, ωστόσο, που είχαν μεγαλύτερη κλίση προς το φιλοσοφείν, μεταξύ των οποίων και ο Schrödinger, βρήκαν την ανάλυση των EPR άκρως ενδιαφέρουσα. Σε συμβολές τού 1935, ο πατέρας της κυματομηχανικής υποστήριξε την άποψη του Αϊνστάιν και ανέπτυξε δικές του αντιρρήσεις κατά της θέσης τού Bohr σχετικά με την κβαντική θεωρία. Σε μία από αυτές τις συμβολές, μάλιστα, πρότεινε ένα επιχείρημα, διαφορετικό από εκείνο των EPR, κατά της πληρότητας της κβαντικής μηχανικής. Είναι δε περίφημος ο τρόπος με τον οποίο προσπάθησε να παρουσιάσει παραστατικά τη βασική σκέψη του: μια δυστυχής γάτα βρίσκεται κλεισμένη σε ένα θάλαμο μαζί με κάποια ποσότητα ραδιενεργού υλικού και ένα διαβολικό κατασκεύασμα που, μόλις τεθεί σε λειτουργία από μια διάσπαση του ραδιενεργού υλικού (σε τυχαίο χρόνο), θα απελευθερώσει θανατηφόρους ατμούς υδροκυανικού οξέος, και η γάτα θα πεθάνει.

Στον καθημερινό μας κόσμο υπάρχει μια πιθανότητα 50-50 η γάτα να πεθάνει, και χωρίς να κοιτάξουμε στο εσωτερικό του κουτιού μπορούμε να πούμε, αρκετά εύκολα, ότι η γάτα που βρίσκεται μέσα είναι είτε ζωντανή είτε νεκρή.

Το παράδοξο συμπέρασμα του Schrödinger είχε ως εξής: Εάν κανείς άφηνε αυτό το σύστημα ως όλον μόνο του επί μία ώρα, θα έλεγε ότι η γάτα εξακολουθεί να ζει αν εν τω μεταξύ δεν διασπάστηκε κανένα άτομο. H πρώτη διάσπαση ατόμου που θα συνέβαινε θα την είχε δηλητηριάσει.

Ο κβαντικός όμως κόσμος είναι παράξενος. Σύμφωνα με τη κβαντική θεωρία, καμιά από τις δύο δυνατότητες που υπάρχουν για το υλικό, και επομένως και για τη γάτα, δεν είναι πραγματική, εκτός και αν παρατηρηθεί. Η ραδιενεργός ατομική αποσύνθεση ούτε έχει συμβεί ούτε δεν έχει συμβεί και η γάτα ούτε έχει πεθάνει ούτε είναι ζωντανή, μέχρις ότου κοιτάξουμε στο εσωτερικό του κουτιού και δούμε τι έγινε!

Οι θεωρητικοί που αποδέχονται την καθαρή εκδοχή της κβαντομηχανικής ισχυρίζονται ότι η γάτα υπάρχει σε κάποια απροσδιόριστη κατάσταση, ούτε ζωντανή ούτε νεκρή, έως ότου κάποιος παρατηρητής κοιτάξει στο κουτί και δει πώς παν τα πράγματα. Τίποτε δεν είναι πραγματικό, εκτός εάν παρατηρείται.

Σε ότι αφορά τη μη πραγματική κατάσταση της γάτας του Schroedinger, ο Αϊνστάιν την είχε απορρίψει, υιοθετώντας ότι θα έπρεπε να υπάρχει κατά βάθος κάποιος ωρολογιακός μηχανισμός (συγκεκαλυμμένες μεταβλητές ή παράμετροι), ο οποίος και κατευθύνει τη θεμελιώδη πραγματικότητα των καταστάσεων. Ξόδεψε πολλά χρόνια προσπαθώντας να επινοήσει διάφορα τεστ τα οποία ίσως να αποκάλυπταν αυτή τη θεμελιώδη πραγματικότητα, αλλά πέθανε πριν καταστεί δυνατό να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο πείραμα.

Οι περισσότεροι από τους φυσικούς προσαρμόστηκαν πολύ καλά, μερικοί όμως ουδέποτε πείστηκαν. O ίδιος ο Einstein αντέδρασε σε όλες τις απαντήσεις του Bohr παρατηρώντας ότι η θέση του ήταν λογικά δυνατή αλλά «τόσο αντίθετη με το επιστημονικό μου ένστικτο, ώστε δεν μπορώ να εγκαταλείψω την εργασία μου για να καταλάβω περισσότερα».

Ως τώρα δεν βρέθηκε καμιά «πληρέστερη κατανόηση» και φαίνεται πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να παραμείνουμε στην ερμηνεία της Κοπεγχάγης. Αυτό όμως οδηγεί σ’ ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα του οποίου οι εννοιολογικές και φιλοσοφικές συνέπειες ξεπερνούν κατά πολύ όσα αναφέραμε ως τώρα. Πρόκειται για το μετρητικό πρόβλημα.
Απόψεις για την Πραγματικότητα

Ποιά σχέση άραγε να υπάρχει μεταξύ των επιστημονικών θεωριών και της πραγματικότητας; Από τον 17ο αιώνα που άρχισε ν’ αναπτύσσεται η μηχανιστική φιλοσοφία μέσω του έργου των Ρενέ Ντεκάρτ (Καρτέσιου) και Τζον Λοκ, είναι ευρέως αποδεκτό ότι η γνώση που διαθέτουμε για τον κόσμο περιορίζεται από την αποκτώμενη εμπειρία . Αν, όντως, στην πραγματικότητα είναι υπαρκτά τα υλικά αντικείμενα, δεν γίνονται αντιληπτά άμεσα αλλά μόνο ως αποτέλεσμα της επίδρασης τους στις αισθήσεις μας, και η – μέσω των αισθήσεων – αποκτώμενη εμπειρία γίνεται το τελικό αποτέλεσμα μιας μακριάς αλυσίδας «αιτιωδών» σχέσεων η οποία συνδέει τον εξωτερικό υλικό κόσμο με τον εγκέφαλο ενός παρατηρητή. Κατά συνέπεια, όλες οι προσπάθειες που κάνουμε για να αντιληφθούμε τη φύση του εξωτερικού κόσμου έχουν υποθετικό χαρακτήρα, αφού δεν έχουμε άμεση γνώση του κόσμου αυτού, αλλά μόνο οι διεγέρσεις στον εγκέφαλο που αυτός παράγει. Αυτό το είδος ανάλυσης οδηγεί σε μια πειστική φιλοσοφικά περιγραφή της σχέσης που υπάρχει μεταξύ επιστήμης και πραγματικότητας. Επειδή οι δε επιστημονικές θεωρίες «αποπειρώνται να περιγράψουν» τη φύση ενός εξωτερικού κόσμου, δεν είναι και σίγουρη η ορθότητα τέτοιων θεωριών, αφού δεν διαθέτουμε την άμεση εκείνη πρόσβαση προς την πραγματικότητα η οποία θα μας επέτρεπε να αποδείξουμε την «αλήθεια» τους. Πολλοί μάλιστα φιλόσοφοι διακρίνουν μια καθαρή διάκριση μεταξύ του «είναι» και του «φαίνεσθαι» ή, ακριβέστερα, μεταξύ του εξωτερικού κόσμου και της μέσω των αισθήσεων αποκτώμενης εμπειρίας του κόσμου αυτού. Το περισσότερο που θα μπορούσε κανείς να πει είναι ότι η περιγραφή του εξωτερικού κόσμου που προκύπτει από μια τέτοια θεωρία πιθανώς να είναι αληθινή, εξασφαλίζοντας έτσι το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν οδηγεί σε συμπεράσματα τα οποία διαψεύδονται από τις μέσω των αισθήσεων αποκτώμενες εμπειρίες του παρατηρητή. Λόγω του υποθετικού χαρακτήρα των επιστημονικών θεωριών, δεν θάπρεπε κανείς να εκπλαγεί από το γεγονός ότι η κοσμοθεωρία της Φυσικής έχει αλλάξει αρκετές φορές κατά το παρελθόν.

Μια άλλη, δεύτερη, απόπειρα να ξεκαθαρίσει η σχέση μεταξύ επιστήμης και πραγματικότητας πηγάζει από ένα εναλλακτικό σχήμα το οποίο έχει τις ρίζες του στον Ιδεαλισμό. Σύμφωνα με την οπτική αυτή, ο εξωτερικός κόσμος δεν υφίσταται υπό την έννοια μιας πραγματικότητας ανεξάρτητης από την ύπαρξη παρατηρητή. Ένας τέτοιος εξωτερικός κόσμος θεωρείται είτε ότι δεν υπάρχει είτε ότι είναι μια χωρίς νόημα έννοια, που είναι και η πιο συνηθισμένη στις μέρες μας αντίληψη. Αντιθέτως, ο κόσμος θεωρείται σαν να είναι «δομημένος» από αντικείμενα της ίδιας φύσης με τις εμπειρίες που αποκτώνται μέσω των αισθήσεων. Στόχος κάθε επιστημονικής θεωρίας δεν είναι να δώσει μια περιγραφή του εξωτερικού κόσμου, αλλά απλώς να οργανώσει τις (μέσω των αισθήσεων αποκτώμενες) εμπειρίες αυτές σε κάποιο αυτοσυνεπές πρότυπο, το οποίο να περιγράφεται από ένα σύνολο κανόνων ή νόμων.

Οι περισσότεροι όμως επιστήμονες τείνουν ενστικτωδώς μάλλον προς την πρώτη, τη «ρεαλιστική», ερμηνεία της επιστήμης παρά προς τη δεύτερη, την «αντιρεαλιστική» προσέγγιση της.

Στην πρώτη ερμηνεία, την ρεαλιστική ή υλιστική ερμηνεία (Δημόκριτος, Γαλιλαίος, Νεύτωνας, Πλάνκ, Αϊνστάιν, De Broglie, Bohm, Schroedinger, von Laue, Langevin, κ.ά.) δέχονται ότι:

   Α! Υπάρχει μια φυσική, αντικειμενική πραγματικότητα, ανεξάρτητη από το υποκείμενο και τα μέσα πειραματισμού. Ο πειραματιστής δηλαδή δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα της μέτρησης.

   Β! Ισχύει επίσης η αρχή της αιτιοκρατίας, οι αιτίες δηλαδή καθορίζουν το αποτέλεσμα.

Μια αυτονόητη υπόθεση της κλασικής φυσικής είναι ότι υπάρχει δυνατότητα, με πολύ προσεκτικό σχεδιασμό των πειραμάτων, να καταστήσουμε εντελώς αμελητέα τη διαταραχή που προκαλεί ο ερευνητής με την ανάμειξή του στην πορεία των φυσικών φαινομένων. Η υπόθεση αυτή είναι απόλυτα δικαιολογημένη για φαινόμενα μεγάλης κλίμακας, αλλά παύει να είναι για φαινόμενα του μικροκόσμου και για τα σωματίδια που συγκροτούν τα άτομα (τουλάχιστο με τις σημερινές μεθόδους έρευνάς τους) .

Η δεύτερη ερμηνεία ή θετικιστική ερμηνεία (Σχολή της Κοπεγχάγης, Bohr, Heisenberg, von Newmann, Jordan κ.ά.) αμφισβήτησε την ισχύ της ρεαλιστικής ερμηνείας για την αιτιότητα στο χώρο του μικρόκοσμου καθώς υποστήριξαν ότι δεν ισχύει στο μικρόκοσμο και αμφισβήτησε επίσης και την ισχύ της τοπικότητας.

Σύμφωνα δηλαδή με τον Bohr η κβαντική θεωρία δεν περιγράφει τον μικρόκοσμο καθ’ εαυτόν, αλλά όπως αυτός εμφανίζεται κατά την παρατήρηση, δηλαδή μέσα από την αλληλεπίδραση του με τις συσκευές μέτρησης και τον παρατηρητή.

Μέσα στα πλαίσια της θετικιστικής ερμηνείας αναπτύχθηκε η μηχανική των μητρών, από τον Heisenberg. Οι θετικιστές πιστεύουν ότι μεγέθη που δεν μπορούν να παρατηρηθούν δεν υπάρχουν. Έτσι η μηχανική των μητρών δεν περιέγραφε τροχιές και άλλα "υλικά" χαρακτηριστικά των μικροσωματίων, αλλά μόνο παρατηρήσιμα μεγέθη: Ενεργειακές στάθμες, πιθανότητες παρουσίας και πιθανότητες μετάπτωσης.

Για σύγκριση η εξίσωση του Schroedinger η οποία περιγράφει την πιθανότητα εύρεσης ενός σωματιδίου σε κάποια περιοχή του χώρου μια δεδομένη χρονική στιγμή, συνεχίζει τη ρεαλιστική παράδοση της κλασσικής φυσικής, ενώ η εξίσωση μητρών του Heisenberg θεμελιώνεται σε θετικιστικά αξιώματα και αντι-αιτιοκρατικές αντιλήψεις. Κι ας βγάζουν παρόμοια αποτελέσματα.

Ωστόσο, οι φιλόσοφοι ακόμη επιχειρηματολογούν για τη σχετική αξία των δύο αυτών εκδοχών.

H δημιουργία της κβαντικής θεωρίας, η οποία περιγράφει τη συμπεριφορά «μικροσκοπικών» φυσικών συστημάτων, δημιούργησε ένα καινούργιο και απροσδόκητο μπέρδεμα στα ερωτήματα που αφορούσαν στη φύση της σχέσης που συνδέει την επιστήμη με την πραγματικότητα. Αιτία γι’ αυτό ήταν η ανακάλυψη του γεγονότος ότι τα υποατομικά σωμάτια, για παράδειγμα τα ηλεκτρόνια, υπό ορισμένες συνθήκες συμπεριφέρονται ως σωμάτια και υπό άλλες ως κύματα. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστούμε πώς είναι δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο, μια και ελάχιστα πράγματα είναι πιο ανόμοια απ’ ότι ένα σωμάτιο κι ένα κύμα. Τα σωμάτια είναι «εντοπισμένα» αντικείμενα, ενώ τα κύματα «εκτείνονται» στο χώρο. Ευτυχώς που η συμπεριφορά τέτοιων σωματίων δεν είναι εντελώς αυθαίρετη, οπότε είναι δυνατό να προβλέψει κανείς πότε κάποιο απ’ αυτά πρόκειται να συμπεριφερθεί ως σωμάτιο και πότε ως κύμα. Χονδρικά, αν κάποιος παρατηρεί ένα ηλεκτρόνιο με κάποιου είδους μετρητική διάταξη και «βλέπει» ένα σωμάτιο, χρησιμοποιώντας άλλου είδους μετρητική διάταξη θα «βλέπει» ένα κύμα. Πράγματι, οι φυσικοί επινόησαν ένα εξαιρετικά εκλεπτυσμένο μαθηματικό φορμαλισμό, ο οποίος τους δίνει τη δυνατότητα να προβλέψουν — εντός ευρέων ορίων — πώς πρόκειται να συμπεριφερθεί ένα ηλεκτρόνιο ή άλλο υποατομικό σωμάτιο το οποίο βρίσκεται σε οποιαδήποτε δεδομένη κατάσταση. Ωστόσο, το βασικό ερώτημα εξακολουθεί να υφίσταται: πώς είναι δυνατό ενός μόνο τύπου αντικείμενο να συμπεριφέρεται τόσο ως σωμάτιο όσο και ως κύμα;

Οι πρωτοπόροι της κβαντικής θεωρίας παραδέχονταν την ύπαρξη αυτού του διλήμματος, και οι σχετικές συζητήσεις τους διαμόρφωσαν αυτό που μέχρι σήμερα θεωρείται ως η «επίσημη» ερμηνεία της. H ερμηνεία αυτή, η οποία επιχειρεί να αναιρέσει το οφθαλμοφανές παράδοξο που πηγάζει από το δυϊσμό κυμάτων και σωματίων, είναι γνωστή ως «ερμηνεία της σχολής της Κοπεγχάγης». O πιο συνεπής εκπρόσωπος της «σχολής» ο Niels Bohr, ο οποίος διηύθυνε και το Ινστιτούτο Φυσικής στην Κοπεγχάγη — από εδώ πηγάζει το όνομα ερμηνεία της σχολής Κοπεγχάγης. Μεγάλο μέρος της ερμηνείας αυτής είναι «σκοτεινό» και δυσνόητο, και ίσως απαιτούνται κάποιες πρόσθετες εξηγήσεις αφού, ακόμη κι αν εξακολουθεί να παραμένει η «επίσημη» άποψη, η ερμηνεία της σχολής της Κοπεγχάγης συχνά διαστρεβλώνεται.

Το βασικό χαρακτηριστικό της ερμηνείας της σχολής της Κοπεγχάγης έγκειται στην παραδοχή ότι η επιστήμη είναι μια δημόσια δραστηριότητα στην οποία συμμετέχει ολόκληρη η επιστημονική κοινότητα. Προκειμένου να επικοινωνήσουν οι επιστήμονες μεταξύ τους είναι αναγκαίο να χρησιμοποιείται μια κοινή επιστημονική ‘γλώσσα’ στην «καθημερινή» της μορφή. Μόνο έτσι είναι δυνατό να διασφαλιστεί η επικοινωνία μεταξύ των μελών της επιστημονικής κοινότητας. Σύμφωνα με το Μπορ, οι έννοιες της Κλασικής Φυσικής, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, και εκείνων του «κύματος» και του «σωματίου», συνιστούν απλώς την τεχνική τελειοποίηση της κοινής αυτής γλώσσας και, κατά συνέπεια^ αποτελούν κάποιο είδος σημείων αναφοράς: αποτελούν δικά μας πρότυπα αναφοράς, ενώ κάθε τι άλλο πρέπει να μετρηθεί. Έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα της Κλασικής Φυσικής ακόμη και για αντικείμενα τα οποία ξεφεύγουν από το πλαίσιο της αυστηρά κλασικής φυσικής ερμηνείας.

H Κλασική Φυσική δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί για την περίπτωση υποατομικών αντικειμένων, λόγου χάρη των ηλεκτρονίων, ακόμη και σαν μακρινή προσέγγιση, και έτσι αυτά παρουσιάζονται να μην έχουν αρκετά σαφή περιγραφή. Από το σημείο αυτό πηγάζει και η δυσκολία που έχουμε να κατανοήσουμε την πραγματική φύση τους. O Μπορ δεν ήταν και πολύ κατηγορηματικός γύρω από το πώς πρέπει κανείς να αντιμετωπίζει τα αντικείμενα αυτά σαν να υπάρχουν ανεξάρτητα από το αν έχουν ποτέ παρατηρηθεί. To πιο πολύ, τα ηλεκτρόνια, με όλες τις ιδιότητες που τυχόν διαθέτουν, να είναι «νοούμενα» (όρος του Καντ), δηλαδή μη δυνάμενα να γνωσθούν ως «αυθύπαρκτα αντικείμενα». Εξάλλου, ίσως ο Μπορ να πίστευε ότι η έννοια της πραγματικής «ύπαρξης» ενός μη παρατηρημένου ηλεκτρονίου στερείται παντελώς νοήματος. Είναι πολύ πιθανό να θεωρούσε ότι μια λέξη σαν την «πραγματικότητα» απλώς δεν είχε θέση σ’ ένα τέτοιο μη-κλασικό γενικό πλαίσιο.

Οι κριτικές της ερμηνείας της Κοπεγχάγης διαφέρουν, ανάλογα με το νόημα που δίνει κανείς σ’ αυτή τη συγκεκριμένη ιδέα του Μπορ. Αν θεωρηθεί ότι δεν είναι δυνατό να δοθεί η περιγραφή των ηλεκτρονίων όπως αυτά υπάρχουν στη φύση, τότε πώς κάτι τέτοιο γίνεται εφικτό στην επιστήμη της Φυσικής; H απάντηση που έδωσε η σχολή της Κοπεγχάγης στο ερώτημα αυτό είναι η εξής: αν περιορίσουμε την προσοχή μας στα μακροσκοπικά όργανα που χρησιμοποιούμε για να παρατηρήσουμε ηλεκτρόνια, τότε δεν υπάρχει πραγματικό πρόβλημα: η Κλασική Φυσική «εφαρμόζεται» για τέτοιου είδους μετρητικά όργανα με προσέγγιση τόσο ικανοποιητική, ώστε να εγγυάται τη δυνατότητα μιας πραγματικά σαφούς επικοινωνίας. Επιπλέον, έτσι απομακρύνεται και το παράδοξο του κυματοσωματιακού δυϊσμού, αφού η κυματική και η σωματιακή συμπεριφορά των ηλεκτρονίων ποτέ δεν θα εμφανίζονται ταυτοχρόνως, αλλά καθεμιά θα διαπιστώνεται με χρήση διαφορετικών οργάνων μέτρησης. Κατά συνέπεια, για τη σχολή της Κοπεγχάγης, οι μετρητικές συσκευές και διατάξεις παίζουν ένα θεμελιώδη ρόλο που είναι αρκετά διαφορετικός από εκείνο των υποατομικών αντικειμένων τα οποία υποτίθεται ότι «παρατηρούν». Επιπλέον, επιτελούν το έργο αυτό παρά το γεγονός ότι και τα όργανα αυτά συντίθενται από στοιχειώδη αντικείμενα των οποίων η συμπεριφορά περιγράφεται από τους νόμους της κβαντικής θεωρίας. Πράγματι, δεν υπάρχει κάτι το αντιφατικό στην ιδέα αυτή από τη σκοπιά της σχολής της Κοπεγχάγης.

Φαίνεται ότι, για το Μπορ, αυτό που κάνει ένα όργανο μέτρησης «ξεχωριστό» δεν έχει να κάνει με εγγενείς διαφορές του από άλλους τύπους φυσικών συστημάτων αλλά, μάλλον, επειδή μπορεί να «εφαρμοστεί» σ’ αυτό από την επιστημονική κοινότητα μια περιγραφή από τη σκοπιά της Κλασικής Φυσικής. Άμεση πληροφορία είναι πιθανή μόνο στην περίπτωση που μια τέτοια περιγραφή είναι επιτυχής. Επειδή τα όργανα μέτρησης είναι «μεγάλα», κατά κάποιο τρόπο, οι έννοιες της Κλασικής Φυσικής θα «δουλεύουν» με πολύ καλή προσέγγιση για τέτοιου είδους συστήματα, κι έτσι θα επιτυγχάνεται μια αρκετά καλή περιγραφή για πρακτικούς σκοπούς.

Αν, πάλι, επιλέξουμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Καντ, μπορεί να ειπωθεί ότι οι παρατηρήσεις που παίρνουμε χρησιμοποιώντας τέτοιου είδους συσκευές μέτρησης, όταν «ερμηνευτούν» από τη σκοπιά της Κλασικής Φυσικής, συνιστούν «φαινόμενα» —μια λέξη την οποία όντως χρησιμοποίησε ως ένα σημείο ο Μπορ με παρόμοια έννοια προς εκείνη που εμφανίζεται στη φιλοσοφία του Καντ (αν και υπάρχουν διαφορές). Αυτή η έννοια του «φαινομένου» παίζει κεντρικό ρόλο στην ερμηνεία της σχολής της Κοπεγχάγης. Επιπλέον, επειδή τα φαινόμενα σε τελευταία ανάλυση προσδιορίζονται μόνο ως προς μια ανθρώπινη κοινότητα χρηστών κοινής γλώσσας (και όχι ως προς έναν αντικειμενικό «εξωτερικό κόσμο»), η ερμηνεία της σχολής της Κοπεγχάγης είναι, βασικά, μια φιλοσοφία «ανθρωποκεντρική»· και αυτό δημιουργεί δυσκολίες στη συμφιλίωση της με τη «ρεαλιστική» θεώρηση της επιστήμης την οποία περιγράψαμε πριν.
Σαν συμπέρασμα

Σύμφωνα λοιπόν με τις απόψεις της κβαντομηχανικής, η κατάσταση ενός μικροσωματίου «περιγράφεται» προσεγγιστικά από μια κυματοσυνάρτηση, της οποίας η λύση είναι μια συνάρτηση πιθανότητας, που δεν περιγράφει μια συγκεκριμένη, μοναδική κατάσταση, αλλά ένα ολόκληρο σύνολο δυνατοτήτων (πιθανοτήτων), δηλαδή ένα σύνολο δυνατών καταστάσεων. Είναι, επίσης, γενικά αποδεκτή η θέση ότι η κατάσταση του κβαντικού σωματιδίου είναι «οργανικά» δεμένη με το περιβάλλον.

Ανάλογα όμως με τη σχολή σκέψης ­ τη θετικιστική και ιντετερμινιστική ερμηνεία της Σχολής της Κοπεγχάγης ή την πιο ρεαλιστική και αιτιοκρατική ερμηνεία, ­ το σωματίδιο θεωρείται ότι αλληλεπιδρά είτε μόνο με το μετρητικό όργανο και το μακροφυσικό του γενικά περιβάλλον είτε συγχρόνως και με το μικροφυσικό του περιβάλλον και κάποιες κρυμμένες μεταβλητές του συστήματος (που ονομάστηκαν και λανθάνουσες παράμετροι).

Η ύπαρξη της συσκευής μέτρησης είναι επομένως, σε κάθε περίπτωση, καθοριστική. Με την ύπαρξη του μετρητικού οργάνου, κατά την παρατήρηση, μεταβάλλεται η κυματοσυνάρτηση με ασυνεχή τρόπο (κβαντικό άλμα), και από όλες τις δυνατές καταστάσεις προκύπτει τελικά μια μοναδική πραγματικότητα (η κίνηση π.χ. του σωματιδίου, που τελικά καταγράφεται από το όργανο). Από το «δυνατό» προκύπτει δηλαδή το «πραγματικό». Οι φυσικοί μιλούν στην περίπτωση αυτή για την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης.

Αυτή η περιγραφή της κβαντικής μέτρησης, με την ταυτόχρονη εξέλιξη του φαινομένου και την ανάδυση της πραγματικότητας μέσα από τη δυνατότητα (πιθανότητα), παραπέμπει, όπως επισημαίνει ο θεωρητικός φυσικός Βέρνερ Χάιζενμπεργκ που θεμελίωσε την κβαντομηχανική του με βάση το θετικιστικό αξίωμα ότι υπάρχει μόνο αυτό που παρατηρείται