Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ, ΜΙΜΟΣ, ΗΡΩΝΔΑΣ - Διδάσκαλος

Ο δάσκαλος

Έως το 1891 από το έργο του Ηρώνδα σώζονταν ελάχιστα ολιγόστιχα αποσπάσματα. Τη χρονιά εκείνη όμως δημοσιεύτηκε ένας πάπυρος που έφερε στο φως επτά (σχεδόν ακέραιους) μιμιάμβους και εκτενή αποσπάσματα από έναν όγδοο. (Η δημοσίευση αυτή στάθηκε η αφορμή για το ποίημα του Καβάφη "Οι μιμίαμβοι του Ηρώδου").

Στον μιμίαμβο εκβάλλουν, όπως δηλώνει και το ίδιο το όνομα, δυο παλαιότερα είδη, ο μίμος κορυφαίος εκπρόσωπος του οποίου υπήρξε ο Σώφρων ο Συρακούσιος (5ος αι. π.Χ.), και ο ίαμβος -κυριότεροι εκπρόσωποι ο Αρχίλοχος και ο Ιππώναξ. Οι μιμίαμβοι του Ηρώνδα είναι σύντομα διαλογικά ποιήματα -τα εκτενέστερα μόλις που υπερβαίνουν τους 100 στίχους- γραμμένα σε ιωνική διάλεκτο και σε ένα μέτρο που το χρησιμοποίησε ιδιαίτερα ο Ιππώναξ, τον χωλίαμβο, δηλ. σε ιαμβικό τρίμετρο που έχει μακρά την (κανονικά βραχεία) προτελευταία συλλαβή. Παρουσιάζουν με ρεαλιστικό τρόπο και λόγο που διανθίζεται με πολλές παροιμίες συνηθισμένα πρόσωπα (ή τύπους) σε καταστάσεις της καθημερινότητας, που κατά κανόνα δεν είναι ό,τι πιο ανεπίληπτο θα μπορούσε να συναντήσει κανείς (επί παραδείγματι: μια γριά μαστροπός προσπαθεί -ανεπιτυχώς- να πείσει τη γυναίκα ενός ναυτικού που ταξιδεύει να συνάψει σχέσεις με έναν στιβαρό αυλητή, ή: μια κυρία, που έχει ερωτική σχέση με έναν δούλο της, βάζει να τον δείρουν ανηλεώς επειδή λοξοκοιτάζει κ.o.κ.). Έμφαση δίνεται στη διαγραφή του χαρακτήρα των προσώπων, ένα από τα οποία συνήθως κατέχει δεσπόζουσα θέση.

Στον τρίτο μιμίαμβο (Διδάσκαλος), που ανθολογείται εδώ, μια δυναμική και αυταρχική μητέρα, η Μητροτίμη, που αδυνατεί να τιθασεύσει τον όχι ιδιαιτέρως φιλομαθή και πειθαρχημένο γιο της Κότταλο, καταφεύγει στον δάσκαλο Λαμπρίσκο, του διεκτραγωδεί τα "πάθη" της και του ζητάει να τιμωρήσει τον άτακτο γιο. Ο δάσκαλος ανταποκρίνεται ασμένως και ο δυστυχής Κότταλος δέρεται ανηλεώς, παρά τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις και τις διαβεβαιώσεις του ότι θα διορθωθεί.

Δεν υπάρχουν ενδείξεις για το πού διαδραματίζεται ο τρίτος μιμίαμβος ούτε ξέρουμε πότε γράφτηκε. Δεν γνωρίζουμε επίσης αν οι μιμίαμβοι ερμηνεύονταν από ένα πρόσωπο, που υποδυόταν όλους τους ρόλους, ή από περισσότερα.

Διδάσκαλος

ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ
οὔτω τί σοι δοίησαν αἰ φίλαι Μοῦσαι,
Λαμπρίσκε, τερπνὸν τῆς ζοῆς τ᾽ ἐπαυρέσθαι,
τοῦτον κατ᾽ ὤμου δεῖρον, ἄχρις ἠ ψυχή
αὐτοῦ ἐπὶ χειλέων μοῦνον ἠ κακὴ λειφθῇ.
5 ἔκ μευ ταλαίνης τὴν στέγην πεπόρθηκεν
χαλκίνδα παίζων· καὶ γὰρ οὐδ᾽ ἀπαρκεῦσιν
αἰ ἀστραγάλαι, Λαμπρίσκε, συμφορῆς δ᾽ ἤδη
ὀρμᾷ ἐπὶ μέζον. κοῦ μὲν ἠ θύρη κεῖται
τοῦ γραμματιστέω—καὶ τριηκὰς ἠ πικρή
10 τὸν μισθὸν αἰτεῖ κἢν τὰ Ναννάκου κλαύσω—
οὐκ ἂν ταχέως λήξειε· τήν γε μὴν παίστρην,
ὄκουπερ οἰκίζουσιν οἴ τε προύνεικοι
κοἰ δρηπέται, σάφ᾽ οἶδε κἠτέρῳ δεῖξαι.
κἠ μὲν τάλαινα δέλτος, ἢν ἐγὼ κάμνω
15 κηροῦσ᾽ ἐκάστου μηνός, ὀρφανὴ κεῖται
πρὸ τῆς χαμεύνης τοῦ ἐπὶ τοῖχον ἐρμῖνος,
ἢν μήκοτ᾽ αὐτὴν οἶον Ἀίδην βλέψας
γράψῃ μὲν οὐδὲν καλόν, ἐκ δ᾽ ὄλην ξύσῃ·
αἰ δορκαλῖδες δὲ λιπαρώτεραι πολλόν
20 ἐν τῇσι φύσῃς τοῖς τε δικτύοις κεῖνται
τῆς ληκύθου ἠμέων τῇ ἐπὶ παντὶ χρώμεσθα.
ἐπίσταται δ᾽ οὐδ᾽ ἄλφα συλλαβὴν γνῶναι,
ἢν μή τις αὐτῷ ταὐτὰ πεντάκις βώσῃ.
τριτἠμέρῃ Μάρωνα γραμματίζοντος
25 τοῦ πατρὸς αὐτῷ, τὸν Μάρων᾽ ἐποίησεν
οὖτος Σίμων᾽ ὀ χρηστός· ὥστ᾽ ἔγωγ᾽ εἶπα
ἄνουν ἐμαυτήν, ἤτις οὐκ ὄνους βόσκειν
αὐτὸν διδάσκω, γραμμάτων δὲ παιδείην,
δοκεῦσ᾽ ἀρωγὸν τῆς ἀωρίης ἔξειν.
30 ἐπεὰν δὲ δὴ καὶ ρῆσιν οἶα παιδίσκον
ἢ ᾽γώ μιν εἰπεῖν ἢ ὀ πατὴρ ἀνώγωμεν,
γέρων ἀνὴρ ὠσίν τε κὤμμασιν κάμνων,
ἐνταῦθ᾽ ὄκως νιν ἐκ τετρημένης ἠθεῖ
«Ἄπολλον ... Ἀγρεῦ ...», «τοῦτο» φημὶ «κἠ μάμμη,
35 τάλης, ἐρεῖ σοι—κἠστὶ γραμμάτων χήρη—
κὠ προστυχὼν Φρύξ.» ἢν δὲ δή τι καὶ μέζον
γρῦξαι θέλωμεν, ἢ τριταῖος οὐκ οἶδεν
τῆς οἰκίης τὸν οὐδόν, ἀλλὰ τὴν μάμμην,
γρηῢν γυναῖκα κὠρφανὴν βίου, κείρει,
40 ἢ τοῦ τέγευς ὔπερθε τὰ σκέλεα τείνας
κάθητ᾽ ὄκως τις καλλίης κάτω κύπτων.
τί μευ δοκεῖς τὰ σπλάγχνα τῆς κάκης πάσχειν
ἐπεὰν ἴδωμι; κοὐ τόσος λόγος τοῦδε·
ἀλλ᾽ ὀ κέραμος πᾶς ὤσπερ ἴτ‹ρ›ια θλῆται,
45 κἠπὴν ὀ χειμὼν ἐγγὺς ᾖ, τρί᾽ ἤμαιθα
κλαίουσ᾽ ἐκάστου τοῦ πλατύσματος τίνω·
ἒν γὰρ στόμ᾽ ἐστὶ τῆς συνοικίης πάσης,
«τοῦ Μητροτίμης ἔργα Κοττάλου ταῦτα»,
κἀληθίν᾽ ὤστε μηδ᾽ ὀδόντα κινῆσαι.
50 ὄρη δὲ ὀκοίως τὴν ράκιν λελέπρηκε
πᾶσαν, κατ᾽ ὔλην, οἶα Δήλιος κυρτεύς
ἐν τῇ θαλάσσῃ, τὠμβλὺ τῆς ζοῆς τρίβων.
τὰς ἐβδόμας δ᾽ ἄμεινον εἰκάδας τ᾽ οἶδε
τῶν ἀστροδιφέων, κοὐδ᾽ ὔπνος νιν αἰρεῖται
55 νοεῦντ᾽ ὄτ᾽ ἦμος παιγνίην ἀγινῆτε.
ἀλλ᾽ εἴ τί σοι, Λαμπρίσκε, καὶ βίου πρῆξιν
ἐσθλὴν τελοῖεν αἴδε κἀγαθῶν κύρσαις,
μἤλασσον αὐτῷ—
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
Μητροτίμη, ‹μὴ› ἐπεύχεο
ἔξει γὰρ οὐδὲν μεῖον. Εὐθίης κοῦ μοι,
60 κοῦ Κόκκαλος, κοῦ Φίλλος; οὐ ταχέως τοῦτον
ἀρεῖτ᾽ ἐπ᾽ ὤμου τῇ Ἀκέσεω σεληναίῃ
δείξοντες; αἰνέω τἄργα, Κότταλ᾽, ἂ πρήσσεις·
οὔ σοι ἔτ᾽ ἀπαρκεῖ τῇσι δορκάσιν παίζειν
ἀστράβδ᾽ ὄκωσπερ οἴδε, πρὸς δὲ τὴν παίστρην
65 ἐν τοῖσι προ‹υ›νείκοισι χαλκίζεις φοιτέων;
ἐγώ σε θήσω κοσμιώτερον κούρης,
κινεῦντα μηδὲ κάρφος, εἰ τό γ᾽ ἤδιστον.
κοῦ μοι τὸ δριμὺ σκῦτος, ἠ βοὸς κέρκος,
ᾦ τοὺς πεδήτας κἀποτάκτους λωβεῦμαι;
70 δότω τις εἰς τὴν χεῖρα πρὶν †χολῇ† βῆξαι.
ΚΟΤΤΑΛΟΣ
μή μ᾽ ἰκετεύω, Λαμπρίσκε, πρός σε τῶν Μουσέων
καὶ τοῦ γενείου τῆς τε Κόττιδος ψυχῆς,
μὴ τῷ με δριμεῖ, τῷ ᾽τέρῳ δὲ λώβησαι.
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
ἀλλ᾽ εἰς πονηρός, Κότταλ᾽, ὤ‹σ›τε καὶ περνάς
75 οὐδείς σ᾽ ἐπαινέσειεν, οὐδ᾽ ὄκου χώρης
οἰ μῦς ὀμοίως τὸν σίδηρον τρώγουσιν.
ΚΟΤΤΑΛΟΣ
κόσας, κόσας, Λαμπρίσκε, λίσσομαι, μέλλεις
ἔς μ᾽ ἐνφορῆσαι;
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
μὴ ᾽μέ, τήνδε δ᾽ εἰρώτα.
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
τατα‹ῖ›, κόσας μοι δώσετ᾽;
‹ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ›
εἴ τί σοι ζῴην,
80 φέρειν ὄσας ἂν ἠ κακὴ σθένῃ βύρσα.
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
παῦσαι· ἰκαναί, Λαμπρίσκε.
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
καὶ σὺ δὴ παῦσαι
κάκ᾽ ἔργα πρήσσων.
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
οὐκέτ᾽ οὐκέτι πρήξω,
ὄμνυμί σοι, Λαμπρίσκε, τὰς φίλας Μούσας.
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
ὄσσην δὲ καὶ τὴν γλάσσαν, οὖτος, ἔσχηκας·
85 πρός σοι βαλέω τὸν μῦν τάχ᾽ ἢν πλέω γρύξῃς.
ΚΟΤΤΑΛΟΣ
ἰδού, σιωπῶ· μή με, λίσσομαι, κτείνῃς.
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
μέθεσθε, Κόκκαλ᾽, αὐτόν.
ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ
οὐ δ‹εῖ σ᾽› ἐκλῆξαι,
Λαμπρίσκε· δεῖρον ἄχρις ἤλιος δύσῃ.
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
ἀλλ᾽ …
ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ
ἀλλ᾽ ἐστὶν ὔδρης ποικιλώτερος πολλῷ
90 καὶ δεῖ λαβεῖν νιν —κἀπὶ βυβλίῳ δήκου,
τὸ μηδέν— ἄλλας εἴκοσίν γε, καὶ ἢν μέλλῃ
αὐτῆς ἄμεινον τῆς Κλεοῦς ἀναγνῶναι.
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
ἰσσαῖ.
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
λάθοις τὴν γλάσσαν ἐς μέλι πλύνας.
‹ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ›
ἐρέω ἐπιμηθέως τῷ γέροντι, Λαμπρίσκε,
95 ἐλθοῦσ᾽ ἐς οἶκον ταῦτα, καὶ πέδας ἤξω
φέρουσ᾽ ὄκως νιν σύμποδ᾽ ὦδε πηδεῦντα
αἰ πό̣τν̣ια̣ι βλέπω̣σ̣ι̣ν̣ ἂς ἐμίσησεν.

***
ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ
Έτσι που να σε αξιώσουν οι αγαπημένες Μούσες,1 Λαμπρίσκε,
να δεις προκοπή και να χαρείς τη ζωή σου,
άργασε του τα πλευρά, ώσπου η ψυχή του η ελεεινή
μόλις που να κρατηθεί στα χείλια του.
Μου ρήμαξε το σπίτι μου της άμοιρης παίζοντας κορώνα-γράμματα·5
βλέπεις, δεν του φτάνουν πια τα κότσια,2 Λαμπρίσκε,
αλλά πάει πλέον από το κακό στο χειρότερο.
Πού πέφτει βέβαια η πόρτα του δασκάλου
-και η φαρμακερή τριακοστή3 ζητάει τα δίδακτρα,10
ας κλαίω εγώ με μαύρο δάκρυ-
δεν είναι σε θέση να σου πει χωρίς να σκεφθεί.
Αν είναι όμως για τη λέσχη,
όπου ξημεροβραδιάζονται οι χαμάληδες και οι δραπέτες,
γνωρίζει άριστα να ξεναγήσει και άλλους.
Και η δόλια η πλάκα του, που τυραννιέμαι
να την στρώνω με κερί μήνα τον μήνα,15
κείτεται ορφανή μπροστά στο πόδι του κρεβατιού
προς την πλευρά του τοίχου·
εκτός και αν, καμιά φορά, δεήσει να την κοιτάξει
σαν να βλέπει μπροστά του τον Άδη,
όχι βέβαια για να γράψει τίποτα της προκοπής,
μόνο και μόνο για να την καταγρατζουνίσει.
Τα κότσια όμως, τοποθετημένα στις θήκες και στα δίχτυα,20
γυαλίζουν πολύ πιο πολύ και από το λαδικό μας,
που το χρησιμοποιούμε μέρα νύχτα.
Δεν ξέρει να ξεχωρίσει ούτε το γράμμα άλφα,
αν κάποιος δεν ξελαρυγγιαστεί να του επαναλαμβάνει
πέντε φορές τα ίδια πράματα.
Όταν προχθές ο πατέρας του
τον μάθαινε να συλλαβίζει τη λέξη Ορέστης,
τον Ορέστη ο προκομμένος μου τον έκανε ρέστα.425
Τότε πια είπα ότι δεν είμαι παρά ένας βλάκας,
αφού δεν τον αφήνω να βόσκει γαϊδάρους,
αλλά τον μαθαίνω γράμματα,
νομίζοντας ότι θα έχω κάποιον
να μου παρασταθεί στις δύσκολες ώρες.
Και όταν καμιά φορά, ή εγώ ή ο πατέρας του,30
γέρος άνθρωπος που υποφέρει από τα αφτιά του και τα μάτια του,
του ζητήσουμε, σαν παιδάκι που είναι,
να μας απαγγείλει κανένα μονόλογο,
μόλις αρχίζει να κουβαλάει νερό με το κόσκινο
«Ἄπολλον ... Ἀγρεῦ...»,5
«αυτό», λέω, «κακομοίρη μου,
θα σου το πει και η γιαγιά σου, ας είναι αγράμματη,35
και ο τελευταίος δούλος από τη Φρυγία».6
Και αν πούμε να υψώσουμε κάπως τη φωνή,
ή ξεχνάει τρία μερόνυχτα το κατώφλι του σπιτιού,
και την πληρώνει η γιαγιά του,
μια γριά γυναίκα που δεν έχει ψωμί να φάει,
ή απλώνει τα ξερά του πάνω στη στέγη40
και κάθεται σαν τη μαϊμού, σκύβοντας κάτω.

Να ᾽ξερες πώς υποφέρω μέσα μου με το χάλι του όταν τον βλέπω.
Και όχι πως με νοιάζει τόσο για του λόγου του,
αλλά δεν μένει κεραμίδι για κεραμίδι,
γίνονται θρύψαλα σαν παξιμάδια.
Και όταν πλησιάζει ο χειμώνας,45
κλαίγοντας πληρώνω τρία όβολα7 το κομμάτι·
γιατί ολόκληρο το τετράγωνο βοά μ᾽ ένα στόμα:
«αυτά είναι έργα του Κότταλου, του γιου της Μητροτίμης».8
Και είναι αλήθεια, κι έτσι αναγκάζομαι και το βουλώνω.
Δες πώς κάηκε η πλάτη του ολόκληρη,50
έτσι που σέρνει τη χαμένη του ζωή μέσα στα δάση,
όπως οι ψαράδες της Δήλου9 στη θάλασσα.
Πότε ο μήνας έχει επτά και πότε είκοσι10
το γνωρίζει καλύτερα και από τους αστρονόμους·
και όταν σκέφτεται τις μέρες που έχετε αργία,55
δεν του κολλάει ύπνος.
Όμως, αν είναι, Λαμπρίσκε, αυτές εδώ11
να σου τα φέρουν δεξιά στη ζωή σου
και να δεις προκοπή, μην του δώσεις λιγότερες-
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
Σταμάτα να παρακαλάς, Μητροτίμη·
δεν πρόκειται να φάει λιγότερες.
Πού είσαι, Ευθίη, Κόκκαλε, Φίλλε;1260
Σηκώστε τον στο άψε-σβήσε στους ώμους,13
να δει αστεράκια.
Εύγε σου, Κότταλε, με τα κατορθώματά σου.
Δεν σου αρκεί πια να παίζεις με τα κότσια όπως αυτοί,
αλλά γυροκοπάς στη λέσχη με τους χαμάληδες65
και παίζεις κορώνα-γράμματα.
Θα σε κάνω εγώ πιο κόσμιο και από κορίτσι,
να μην πειράζεις ούτε άχυρο, αν αυτό είναι που θέλεις.
Πού είναι το τσουχτερό λουρί, το βούνευρο,14
που το ᾽χω για να μαστιγώνω όσους κρατώ
με χειροπέδες και στην απομόνωση;
Για να μου το δώσει κάποιος στο χέρι, προτού ξεράσω χολή.70
ΚΟΤΤΑΛΟΣ
Μη, Λαμπρίσκε, ικετεύω, μη,
στο όνομα των Μουσών, στα γένια σου,
στη ζωή του Κοτταλάκου·
μη με δείρεις με το τσουχτερό, αλλά με το άλλο.
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
Είσαι πονηρός, Κότταλε, και κανένας,
ακόμη και για πούλημα να σε είχε,
λόγο καλό για σένα δεν θα ᾽βρισκε,75
ούτε στον τόπο όπου τα ποντίκια τρων το σίδερο.15
ΚΟΤΤΑΛΟΣ
Σε ικετεύω, Λαμπρίσκε,
πόσες σκοπεύεις να μου ρίξεις, πόσες;
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
Ρώτησε αυτήν, όχι εμένα.
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
Ωχ! Πόσες θα μου δώσετε;
‹ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ›
Ζωή να ᾽χω, όσες αντέξει το βρομοτόμαρό σου.80
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
Σταμάτα· φτάνει, Λαμπρίσκε,
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
Σταμάτα και εσύ να κάνεις βρομοδουλειές.
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
Δεν θα ξανακάνω, δεν θα ξανακάνω·
ορκίζομαι, Λαμπρίσκε, στις αγαπημένες Μούσες.
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
Μια γλώσσα που την έχεις του λόγου σου.
Έτσι και ξανακάνεις κιχ, σου βάζω κατευθείαν το φίμωτρο.1685
ΚΟΤΤΑΛΟΣ
Κοίτα, σωπαίνω. Μη με σκοτώσεις, σε ικετεύω.
ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
Αφήστε τον, Κόκκαλε.
ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ
Δεν πρέπει να σταματήσεις, Λαμπρίσκε.
Δείρ᾽ τον ώσπου να δύσει ο ήλιος.
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ
...›
ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ
Στην πονηρία όμως
είναι παρασάγγες πιο μπροστά και από την αλεπού
και πρέπει -εν ανάγκη και πάνω από το βιβλίο του ο χαμένος-90
να φάει τουλάχιστον άλλες είκοσι,
ακόμα και αν πρόκειται να διαβάσει καλύτερα
και από την ίδια την Κλειώ.17
‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›
Χα, χά !
‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›
Είθε η γλώσσα σου να πλυθεί στο μέλι, έστω και εν αγνοία σου.18
‹ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ›
Θα πάω στο σπίτι, Λαμπρίσκε,
θα πω τα καθέκαστα στον γέροντα95
-στερνή μου γνώση-
και θα γυρίσω με αλυσίδες,
για να τον βλέπουνε οι Μούσες που τις μίσησε
να πηδά εδώ μέσα πεδουκλωμένος.
------------------
1 Τα αρχαία σχολεία τα κοσμούσαν παραστάσεις των Μουσών.
2 Στο πρωτότυπο αἰ ἀστραγάλαι.
3 Τα δίδακτρα πληρώνονταν την τελευταία ημέρα του μήνα.
4 Στο πρωτότυπο ο δυσμαθής Κότταλος, που δε σκέφτεται παρά μονο το παιχνίδι, κάνει τον Μάρωνα Σίμωνα. Σίμων ονομάζεται μια "ζαριά". Αποδίδουμε κατ᾽ αναλογία.
5 Δεν γνωρίζουμε από πού προέρχονται οι στίχοι τους οποίους "κακοποιεί" ο Κότταλος.
6 Οι δούλοι από τη Φρυγία ήταν τόσοι ώστε η λέξη Φρύξ έφτασε να σημαίνει δούλος.
7 Στο πρωτότυπο ἤμαιθα (1 ἤμαιθον =1/2 του οβολού· 1 οβολός = 1/6 της δραχμής).
8 Ο γιος ταυτίζεται με το μητρώνυμο, όχι με το πατρώνυμο.
9 Δεν γνωρίζουμε τίποτε συγκεκριμένο για του Δήλιους κυρτεῖς "αυτούς που ψαρεύουν με κύρτη" (=καλάθι αλιευτικό με στενό λαιμό, είδος απόχης). Ο συγκεκριμένος τρόπος ψαρέματος δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα κουραστικός.
10 Την έβδομη και την εικοστή ημέρα κάθε μήνα γιορταζόταν η γέννηση του Απόλλωνα και τα σχολεία είχαν αργία.
11 Οι Μούσες. Βλ. σχόλ. 1.
12 Πιθανώς και οι τρεις είναι μαθητές.
13 Σε τοιχογραφία της Πομπηίας ένας μαθητής δέρεται σηκωτός στους ώμους.
14 Το γεννητικό μόριο του βοδιού το χρησιμοποιούσαν, όπως προκύπτει και από ανάλογες νεοελληνικές εκφράσεις, ως μαστίγιο.
15 Παροιμιώδης έκφραση που δεν είναι απολύτως κατανοητή.
16 Στο πρωτότυπο μῦν. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τι ακριβώς εννοεί.
17 Μία από τις εννέα Μούσες.
18 Η ερμηνεία είναι αβέβαιη.

Το θέατρο της φαρμακείας και οι Τραχίνιες

Τη γυναικεία γοητεία η κλασική περίοδος της ακμής την απαγόρευσε ρητά. Το θέατρο την έσπρωξε στο περιθώριο. Συχνά πυκνά αναφερότανε σ” αυτήν. Πάντοτε όμως για να εκφράσει μια αγωνία, τον τρόμο μάλλον της οικο-νομίας προς τις αρχέγονες δυνάμεις της γυναίκας. Τώρα, ο άντρας πολίτης ένεμε, τακτοποιούσε, νομοθετούσε περιφρουρώντας τα χωράφια του.

Όμοια και το δράμα το αθηναϊκό. Όριζε τις περιοχές του ασφαλούς ελέγχου, τις ζώνες της επίβλεψης. Κι έσπρωχνε προς περίγυρο δυσάνεκτα θολό, σε περιφέρεια ταραγμένα ομιχλώδη, ό,τι περίσσευε απ” τις μοιρασιές του. Ζήτημα χώρου ήτανε σε πόλιν ηγεμονική, σε πόλιν που δεν συν-χωρούσε. Το θέατρο έστηνε την τοπογραφία του επινοώντας τον εξωτισμό, το Άλλο της απόστασης. Το ιδεολόγημα για τη νομιμότητα της άμυνας απέναντι στους Μήδους βόλευε σ” αυτό. Το θέατρο χάλκευε σιγά σιγά τη “βάρβαρη”.

Μια αρχή είχε γίνει με τον γυναικείο Χορό των Χοηφόρων του Αισχύλου. Εκείνων που ο Αγαμέμνονας είχε σύρει σκλάβες απ” την Τροία και που τελέσανε γύρω απ” τον τάφο του τον απαγορευμένο γόον. Τα χρόνια που έρχονταν θα πρόσθεταν στο κάδρο κι άλλες πινελιές. Τους άγριους τόνους της γυναικείας φαρμακείας.

Στις Τραχίνιες του Σοφοκλή κεντρικό πρόσωπο είναι η Δηιάνειρα, κόρη του Οινέα της Αιτωλικής Πλευρώνας, από μια δυτική γωνιά του κόσμου του ελληνικού. Τις γητειές της μάνας της Αλθαίας, στη σχέση τους με το Κυνήγι του Καλυδώνειου Κάπρου, φαίνεται πως τις είχαν τόσο τραγουδήσει τα έπη τα προομηρικά, ώστε η Ιλιάδα (Ι 566-72) εγκιβώτισε, χωρίς ίχνος απαξίωσης, τις κατάρες της προς τον ήρωα Μελέαγρο –τη στιγμή που η Αλθαία γονατιστή, επικαλούμενη γοερά τη γη, με τις παλάμες της να την χτυπούν, πόλλ᾽ ἀχέουσ᾽ ἠρᾶτο για να χαθεί ο γιος που της είχε σκοτώσει τον αδελφό. Στο έπος, η μαγεία της Αλθαίας ήταν του αίματος του μητρογραμμικού, μαγεία ενεργητική, μαγεία της Ερινύος. Ο Σοφοκλής δεν επιφύλαξε στην κόρη της όμοιες συνθήκες.

Η Δηιάνειρα, με τον πόθο των αντρικών ανταγωνισμών μπλεγμένο στο όνομά της, σκιαγραφήθηκε στοιχείο παθητικό. Τι κι αν είχαν άλλοτε παλέψει για τα κάλλη της πλάσματα μυθικά! Ο Αχελώος, θεός ποταμίσιος φοβερός, ταύρου απείκασμα ή δράκοντα ακόμη! Ή ο Νέσσος, ο ακόλαστος κι αχόρταγος αρχαίος Κένταυρος! Η Δηιάνειρα τώρα είναι γυναίκα του Ηρακλή, που όλους τους νίκησε για να την πάρει και να την μεταφέρει στην Τραχίνα, τόπο απομονωμένο και οριακό, μυχό της χώρας της θεσσαλικής, στις βόρειες εσχατιές του πολιτισμού. Εκεί την άφησε να περιμένει όσον καιρό θα διαρκούσαν οι εκστρατείες του. Από αυτές, τώρα, επέστρεφε θριαμβευτής, φέρνοντας όμως μαζί του γυναίκα άλλη. Η Δηιάνειρα έγινε η απατημένη σύζυγος. Και στη θεατρική της αναπαράσταση η Τραχίνα πρόσφερε το κατάλληλα ιδεολογικοποιημένο σκηνικό, για να στηθεί μαγεία τερατώδης κι απεχθής, του τύπου “των βαρβάρων”. Γιατί η Θεσσαλία, στιγματισμένη στη συνείδηση την αθηναϊκή με την κατηγορία του μηδισμού, είχε ήδη κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα λειτουργήσει στο φαντασιακό της πόλεως ως η κατεξοχήν γη της φαρμακείας. “Γυναίκα φαρμακίδα Θεσσαλή, αν πλήρωνα, – έλεγαν οι Αριστοφανικές Νεφέλες (749-52)– θα μου κατέβαζε τη νύχτα το φεγγάρι και, παραχώνοντάς το σε αγγείο στρογγυλό, σαν σε καθρέφτη, θα μ” άφηνε εκεί να το κοιτάζω.”

Με τέτοιες ικανότητες ανήκουστες θα φάνταζε στα μάτια του αθηναϊκού κοινού ο γυναικείος Χορός των Τραχινιών που συγκατανεύει στης Δηιάνειρας την ερωτική μαγεία. Κι έτσι η απατημένη σύζυγος, αμφιταλαντευόμενη αρχικά, πλημμυρισμένη μ” ενοχές που θα εφαρμόσει τέχνας κακάς, τέχνες που ούτε που τις ξέρει κι ούτε και θα “θελε να τις γνωρίζει μιας κι απεχθάνεται όσες γυναίκες τις τολμούνε (582-83), αναζητάει σε αφροδισιακά (φίλτροις, θέλκτροισιν) μια μηχανή για να νικήσει την αντίζηλο. Θυμάται ότι καιρό, μέσα σε χάλκινο δοχείο, φυλάει κρυφά ουσία που μεταστρέφει τη διάθεση (κηλητήριον φρενός, 575), το αίμα του Κενταύρου όπως το’χε μαζέψει απ” την πληγή του, όταν εκείνος έπεφτε απ” τα δηλητηριασμένα βέλη του Ηρακλή. “Ίσως σου χρησιμεύσει ώστε ποτέ του να μην στέρξει άλλην” –την είχε συμβουλεύσει ο Νέσσος πριν πεθάνει. Στέλνει, λοιπόν, η Δηιάνειρα, με κήρυκα, στον Ηρακλή που πλησιάζει πέπλο κλεισμένο σε σεντούκι. Τον έχει αλείψει με το φάρμακον, προσβλέποντας να “ρθει σ” αυτήν ο σύζυγος πανίμερος (659), με πόθο να τον καίει. Ο Χορός των Τραχινιών την συμβουλεύει να δοκιμάσει έμπρακτα τα αποτελέσματα του φίλτρου. “Πρέπει να μάθεις τι θα φέρει η πράξη. Και δεν θα ξέρεις, κι αν ακόμη το πιστεύεις σίγουρα, άμα δεν δοκιμάσεις” (593-94).

Θα δοκιμάσει η Δηιάνειρα. Μόνο που θα “ναι τραγικά αργά, όταν ο κήρυκας θα έχει πια φύγει για τον Ηρακλή, παίρνοντας μαζί του το δώρο. Τότε θα ανακαλύψει η Δηιάνειρα, πειραματιζόμενη στην αυλή της με μια τούφα μαλλί από πρόβατο, ότι το φάρμακον λιώνει ό,τι αγγίζει όταν βρεθεί κάτω απ” τον ήλιο. Και θα “ναι τραγικά αργά, όταν ο Ηρακλής θα έχει πια φορέσει το καινούργιο του το δώρο, όταν η Δηιάνειρα θα ανακαλέσει με ακρίβεια στη μνήμη της τα τελευταία λόγια του Κενταύρου:

“τούτο το φάρμακο πάντα μακρυά απ” τις φλόγες, απ” τις ακτίνες

τις ζεστές πάντα άθικτο στα βάθη του σπιτιού να το φυλάω,

μέχρι μ” αυτό νωπό να βάψω κάτι.” (680-88)

Ο Ηρακλής πεθαίνει μέσα σε πόνους φοβερούς που λιώνουνε τις σάρκες του.

Η Δηιάνειρα αυτοκτονεί.

Ο Σοφοκλής τής καταλόγισε ατζαμοσύνη στο σχήμα το πρωθύστερον.

Το αθηναϊκό κοινό τής καταλόγισε την επικίνδυνη ζηλοτυπία της συζύγου, τον αποτρόπαιο έρωτα των μαύρων θεσσαλικών φεγγαριών, φθόνο της φαρμακείας που δεν έχει μέτρο.

Τι θα της καταλόγιζε μια Θεσσαλή γυναίκα, μια φαρμακίς των Τραχινιών, αν αφηνόταν να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη της;

Ότι, απ” τη θέση της συζύγου, που το θέατρο επινόησε γι” αυτήν, η Δηιάνειρα έπαιξε σκηνοθετημένα, ότι ποτέ της δεν εννόησε τη μαγεία που άσκησε, τον έρωτα δοκιμασμένης γνώσης που ξέρει τι κάνει, γι” αυτό δεν ξέρει από ενοχή.

Μόνο ο άνθρωπος που ρισκάρει είναι πραγματικά ελεύθερος

ΡισκάρωΑν πλήττεις, αν φοβάσαι, αν δεν σ’ αρέσει το σκηνικό σου, άνοιξε την πόρτα και φύγε!

Ποιος είπε, ότι πρέπει να μείνεις εδώ; Όσο η καρδιά και το μυαλό σου δουλεύουν και το ηθικό είναι ακμαίο, μπορείς να μπεις σε όποιο σκηνικό θελήσεις.

Μπορείς να φτιάξεις το δικό σου. Να δημιουργήσεις ένα νέο. Από αύριο κιόλας τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Κάνε τα διαφορετικά γιατί μόνο η πράξη αλλάζει. Οι κουβέντες είναι καλές μόνο στην αρχή. Η συνειδητοποίηση είναι μόνο η μισή λύση. Τα υπόλοιπα είναι πράξη…

Διάλεξε το δρόμο της ζωής. Διάλεξε το δρόμο της αγάπης. Διάλεξε τον δρόμο του ενδιαφέροντος. Διάλεξε το δρόμο της ελπίδας. Διάλεξε το δρόμο της πίστης στο αύριο. Διάλεξε το δρόμο της εμπιστοσύνης. Διάλεξε το δρόμο της καλοσύνης. Από εσένα εξαρτάται. Εσύ θα διαλέξεις.

Μπορείς να διαλέξεις την απελπισία, την δυστυχία. Μπορείς να κάνεις τη ζωή δύσκολη για τους άλλους. Μπορείς να διαλέξεις την θρησκοληψία. Γιατί όμως; Δεν έχει νόημα. Είναι και πάλι αυτομαστίγωμα.

Σε προειδοποιώ όμως ότι, αν αποφασίσεις να πάρεις την πλήρη ευθύνη για τη ζωή σου, δεν πρόκειται να είναι εύκολο πράγμα και θα πρέπει να μάθεις ξανά να ρισκάρεις. Το ρισκάρισμα – αυτό είναι το κλειδί για την αλλαγή.

«Όταν γελάς, διακινδυνεύεις να περάσεις για ηλίθιος»

Και λοιπόν; Και λοιπόν; Συχνά λέω πως ο κόσμος βλέπει τον Μπουσκάλια σαν ένα είδος τρελού. Είναι πραγματικά τρελό! Εγώ όμως το γλεντάω αφάνταστα, ενώ χιλιάδες γνωστικοί πεθαίνουν από ανία.

«Όταν κλαις, κινδυνεύεις να περάσεις για συναισθηματικός»

Δε φοβάμαι να κλάψω. Κλαίω συχνά. Κλαίω από απελπισία. Μερικές φορές κλαίω διαβάζοντας τις εργασίες των μαθητών μου. Κλαίω όταν βλέπω ευτυχισμένους ανθρώπους. Κλαίω όταν βλέπω ανθρώπους να αγαπιούνται. Δε με νοιάζει μήπως φανώ συναισθηματικός. Δεν πειράζει. Μ’ αρέσει. Μου καθαρίζει τα μάτια.

«Όταν ανοίγεσαι στους άλλους, κινδυνεύεις να μπλεχτείς»

Και τι πιο σημαντικό υπάρχει στην ζωή; Δεν έχω καμιά διάθεση να ζήσω μόνος μου σ’ ένα νησί. Το γεγονός ότι βρισκόμαστε μαζί εσείς και εγώ, σημαίνει πως έτσι είμαστε φτιαγμένοι. Ας βρούμε τρόπους να κάνουμε την κατάσταση αυτή μια ευκαιρία χαράς.

«Όταν δείχνεις τα συναισθήματα σου, κινδυνεύεις να αποκαλύψεις την ανθρωπιά σου»

Εγώ χαίρομαι να αποκαλύπτω την ανθρωπιά μου. Μπορείς να αποκαλύψεις πολύ χειρότερα πράγματα από την ανθρωπιά σου.

«Όταν εκθέτεις τις ιδέες και τα όνειρά σου στο κόσμο, κινδυνεύεις να τα χάσεις»

Τι να γίνει. Δεν μπορείς να κερδίζεις τα πάντα. Κι ούτε είναι δυνατόν να σε αγαπούν όλοι. Πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα πει «Είναι απατεώνας. Έλα Μέιμπελ, αρκετά ακούσαμε. Πάμε σπίτι ». Κι αυτό είναι πολύ καλό, ξέρετε, και σωστό. Δεν είναι δυνατόν να σε αγαπούν όλοι.

«Όταν αγαπάς, κινδυνεύεις να μην έχει ανταπόκριση η αγάπη σου»

Δεν είναι κακό αυτό. Αγαπάς για να αγαπάς, και όχι για να πάρεις ανταπόκριση – αυτό δεν είναι αγάπη.

«Όταν ελπίζεις, κινδυνεύεις να πονέσεις» και «’Όταν δοκιμάζεις, κινδυνεύεις να αποτύχεις»

Κι όμως πρέπει να ρισκάρεις, γιατί η μεγαλύτερη ατυχία στη ζωή είναι να μην ρισκάρεις τίποτε. Όποιος δεν ρισκάρει τίποτε δεν κάνει τίποτε, δεν έχει τίποτε και δεν είναι τίποτε. Μπορεί ν’ αποφεύγει τον πόνο και την λύπη, αλλά δεν μαθαίνει, δε νιώθει, δεν αλλάζει, δεν αναπτύσσεται, δεν ζει και δεν αγαπά.

Είναι δούλος αλυσοδεμένος με τις βεβαιότητες και τους εθισμούς του. Έχει ξεπουλήσει το μεγαλύτερο αγαθό του, την ατομική του ελευθερία. Μόνο ο άνθρωπος που ρισκάρει είναι ελεύθερος.

Το να κρατάς κρυμμένο τον εαυτό σου, να τον χάνεις με τις αυτομειωτικές σου ιδέες, είναι θάνατος. Μην αφήσεις να σου συμβεί αυτό. Η μεγαλύτερή σου υποχρέωση είναι να γίνεις όλα όσα είσαι όχι μόνο για δικό σου όφελος, άλλα και για δικό μου…

Νιώθεις πως σε εκμεταλεύονται οι άλλοι;

Μία από τις πιο νοσηρές συνέπειες της αυτολύπησης εί­ναι πως επιτρέπετε στους άλλους να σας χρησιμοποι­ήσουν, να σας χειραγωγήσουν, να σας εκμεταλλευτούν. Εκατομμύρια παιδιά κι ενήλικοι περνάνε τη ζωή τους γλείφοντας τις πληγές τους, υποφέροντας σιωπηρά, κλαίγοντας μόνοι τους και νιώθοντας πως δεν έχουν κανένα δικαίωμα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.

Το άτομο που νιώθει αυτολύπηση πιστεύει πως δεν έχει δικαιώματα, πως μια αντιπαράθεση με το σύντροφό του είναι χειρότερη από υψηλή αρτηριακή πίε­ση ή ημικρανία και για κάποιο μυστηριώδη λόγο αισθά­νεται ότι πρέπει πάντα να έχει άδικο όποτε κάποιος αμ­φισβητεί τη γνώμη του.

Κάτω από όλη αυτή τη θλιβερή ψυχοσύνθεση βρίσκεται ο φόβος της καλής γνώμης για τον εαυτό του, ένας φόβος μήπως φανεί εγωκεντρικός κι εγωιστής. Κι ως ένα βαθμό αυτό ισχύει. Πρέπει όμως να καταλάβουμε τι θα πει εγωισμός. Κάποια είδη εγωισμού εγώ τα θεωρώ απολύτως υγιή και λογικά. Δε μ’ αρέσει η χρήση της λέξης «εγωισμός», επειδή υποδηλώνει πως κά­ποιος θέλει να γίνεται μόνο το δικό του. Αυτός είναι ένας ανώριμος τρόπος για να ζει κανείς και δεν τον συστήνω. Ωστόσο, αν αλλάξουμε τη λέξη σε «πεφωτισμένο προσω­πικό συμφέρον», τότε είμαστε πιο κοντά σ’ αυτό που δια­θέτουν όλοι οι υγιείς άνθρωποι.

Ρίξτε μια ματιά γύρω σας και προσέξτε πως οι δυνα­τοί άνθρωποι στη ζωή σας, στην πολιτική, στη δουλειά σας, διαθέτουν υψηλά επίπεδα «προσωπικού συμφέρο­ντος». Δεν τους πειράζει καθόλου να υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους, διαφωνώντας επί μακρόν ή και διαλύοντας σχέσεις αν είναι απαραίτητο. Δεν επιτρέπουν σε κανέναν να τους πιέσει, επειδή δεν αισθάνονται οίκτο για τον εαυτό τους αν πληγωθούν. Αντίθετα, αισθάνονται αγα­νάκτηση κι αμέσως διεκδικούν τα δικαιώματα τους . Γιατί έτσι είναι το σωστό.

Αυτό είναι το κλειδί για να ξεπεράσετε την τάση σας ν’ αφήνετε τους άλλους να σας πατάνε. Όταν νιώθετε πραγματικά πως υπήρξατε δίκαιοι στις συναλλα­γές σας, μην υποχωρήσετε πολύ περισσότερο, αλλιώς οι άλλοι θα σας κακομεταχειρίζονται και δε θα σας εκτιμούν. Κάποιοι άνθρωποι δεν πρόκειται να φερθούν δίκαια σε καμιά περίπτωση, επειδή πραγματικά δεν καταλαβαίνουν για ποιο λόγο είστε τόσο δυστυχισμένοι. Θα πρέπει να τους το πείτε, να τους το γράψετε ή ακόμα και να τους δείξετε με τις πράξεις σας ότι βαρεθήκατε πια. Αν δεν το κάνετε, θα λυπάστε τον εαυτό σας, θα υποφέρετε από κατάθλιψη και θα προκαλέσετε αισθήματα ενοχής ή οργής στο φίλο ή στο σύντροφό σας.

Θα μπορούσατε φυσικά να συνεχίσετε να νιώθετε αυτολύπηση και να παρατείνετε αυτή την κατάσταση όσο μπορείτε για να γίνει αυτό που θέλετε, σκεφτείτε όμως πόσο θα σας κοστίσει να νικήσετε μ’ αυτό τον τρόπο. Αυτό που γενικά συμβαίνει όταν η αυτολύπη­ση δε φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα είναι πως τελι­κά έρχεστε σε αντιπαράθεση και για κάποιο διάστημα υπάρχει μια αλλαγή. Όσο περνάνε όμως οι μέρες, επα­νέρχεται σταδιακά η προηγούμενη κατάσταση, όπου εσείς πλένετε μονίμως τα πιάτα, μένετε τα βράδια μόνοι στο σπίτι, ενώ ο σύντροφός σας είναι έξω με την παρέα του και ούτω καθεξής.

Για ν’ αποφύγετε αυτή την παγίδα, θυμηθείτε ότι κα­νείς δεν μπορεί να σας πατήσει αν δεν το επιτρέψετε.

Το χρώμα των τροφών και τι σημαίνει

Επιστημονικές έρευνες που ασχολήθηκαν επί μακρόν πάνω στο χρώμα των τροφών, αναφέρουν ότι μπορεί να καθορίσει ανάλογα τη διατροφική τους αξία και τη θεραπευτική τους ιδιότητα.
 
Κόκκινο χρώμα
Οι κόκκινες τροφές οφείλουν το χρώμα τους σε μια σπουδαία ουσία, το λυκοπένιο, η οποία έχει την ιδιότητα να δεσμεύει τις τοξικές καρκινογόνες εναποθέσεις και δεν επιτρέπει να απορροφηθούν από το αίμα (θεωρείται ασπίδα ενάντια καρκίνου του προστάτη). Το λυκοπένιο έχει ισχυρή αντιοξειδωτική-λιποδιαλυτική δράση, όπως επίσης και η βιταμίνη C, την οποία περιέχουν, μαζί με τις φωτοχημικές πολυφαινόλες και τα λοιπά θρεπτικά τους στοιχεία (λουτείνη, βιταμίνη Α, βιταμίνη Β6). Αρκεί οι τροφές να είναι φρέσκες και όχι χημικά καλλιεργημένες.
Τροφές κόκκινου χρώματος: ντομάτα, καρπούζι, μήλα, πιπεριά, φράουλα, σταφύλια κόκκινα, ραπανάκια, ρόδια, κεράσια
 
Πράσινο χρώμα
Περιέχουν ινδόλες, κατεχίνες, χλωροφύλλη, βιταμίνη C, φολικό οξύ, βιταμίνη Κ και άλλα στοιχεία τα οποία δεσμεύουν τις καρκινογόνες ουσίες από τα κύτταρα και το έντερο. Τα δε μπρόκολο, λαχανάκια Βρυξελλών, λάχανο, περιέχουν την ινδόλη 3C, σελήνιο και ένα άλλο συστατικό, τη σουλφοραφάνη, τα οποία παίζουν προστατευτικό ρόλο στην εξουδετέρωση των καρκινογόνων ουσιών από το αίμα.
Τροφές πράσινου χρώματος: λάχανο, σπανάκι, πράσινες πιπεριές, φρέσκα κρεμμυδάκια, σιταρόχορτο, λαχανάκια Βρυξελλών, φασολάκια, σέλινο, μαϊντανός, μπρόκολο, άγρια χόρτα, μπιζέλια, αρακάς, αλόη κ.ά
Πορτοκαλί-κίτρινο χρώμα
Στις τροφές αυτού του χρώματος υπάρχουν ισοθειανικά άλατα, ένζυμα, Β καροτένιο (προβιταμίνη Α), φαινολικές ενώσεις, λιγνάντες (ιδίως στο σουσάμι), συστατικά που τα καθιστούν φρουρούς και προστασία των σωματικών οργάνων μας.
Τροφές πορτοκαλί-κίτρινου χρώματος: πορτοκάλια, κυδώνι, σύκα, γκρέιπ-φρουτ, μπανάνα, μανταρίνια, καρότα, λεμόνια, βερίκοκα, βρώμη, μάνγκο, κολοκύθα, σιτάρι, σόγια, σουσάμι, σταφύλια, ρεβίθια, κεχρί, μαστίχα, μάνγκο, πιπερόριζα κ.ά
 
Μοβ-μπλε-πορφυρό χρώμα
Το σκούρο αυτό χρώμα το παίρνουν από μια ουσία την ανθοκυανίνη, που συμβάλλει στην υγεία των αγγείων και της καρδιάς. Έχουν μεγάλη ποσότητα βιταμίνη C, η οποία προστατεύει τον οργανισμό από λοιμώξεις και ένα ισχυρό οξύ (ελαγικό). Επίσης, περιέχουν βιταμίνη Α, ασβέστιο και μαγνήσιο και έχουν αντιοξειδωτικές και αντιγηραντικές ιδιότητες.
Τροφές μοβ-μπλε-πορφυρού χρώματος: πολλά ζελατινέ προϊόντα, όπως βατόμουρα, μαύρα μούρα, κράνμπερι, παντζάρια, δαμάσκηνα, σμέουρα, μωβ λάχανο, μύρτιλα, φύκια κ.ά.
 
Άσπρο χρώμα
Περιέχουν σαλικά σουλφίδια, τα οποία εμποδίζουν το σχηματισμό όγκων στο σώμα και ειδικά στο έντερο.
Τροφές άσπρου χρώματος: σκόρδο, πράσο, κρεμμύδι κ.ά.

Συστήματα Διαφθοράς

Σε έναν κόσμο που καταρρέουν τα πάντα, η ηθική τείνει να ακολουθεί την ίδια καταστροφική πορεία, κατακερματίζοντας έτσι τον ήδη διαλυμένο κόσμο. Τα ζητήματα ηθικής και ανηθικότητας ανέκαθεν υπήρχαν, όμως τώρα εν μέσω κρίσης γιγαντώνονται. Η ηθική συγκρότηση καταρρέει ολοένα και περισσότερο, οδηγώντας έτσι τον καθένα από μας μεμονωμένα όσο και το σύνολο των κοινωνιών στο χείλος του γκρεμού.

Οι ανήθικοι αρκετοί και οι πράξεις διαφθοράς άπειρες. Πρόκειται για υποκινητές μη ορθών συμπεριφορών που πασχίζουν να περάσουν από τα “παράθυρα” των νόμων για να ανοίξουν εν τέλει “τις πόρτες” του προσωπικού τους παραδείσου. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως να βρεθεί του κλειδί του παραδείσου είναι να θυσιαστεί στον βωμό του χρήματος ένας κόσμος ολόκληρος, ένας κόσμος που περιμένει την ελπίδα όμως πίσω του καραδοκεί η απελπισία.

Τα πάντα λαμβάνουν χώρα σε κοινωνίες στις οποίες έχει επέλθει ήδη η καταστροφή στην εσωτερική τους δομή. Από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα έως και τα ανώτερα, η πλειονότητα των ανθρώπων δρα πλέον με γνώμονα την ανηθικότητα και την δολιότητα. Ένας κόσμος γεμάτος “δολοφόνους” του κοινού μέλλοντος και γεμάτος “ σωτήρες” του προσωπικού τους παρόντος· δολοφόνοι με οργανωμένη και κοινή μεν δράση αλλά με στόχο ατομικό.

Καταχρήσεις δημοσίου χρήματος, απόκρυψη πόθεν έσχες, παράνομες συναλλαγές, απαρτίζουν μόλις ένα δείγμα των πιο συχνών περιπτώσεων διαφθοράς. Πρακτικές που αποτελούν κοινά μυστικά μέχρι αυτά να βγουν στο φως και να προκαλέσουν δήθεν έκπληξη ως αν να μην αγνοούσαμε την μέχρι στιγμής ύπαρξη τους. Το να ξέρεις ωστόσο κάτι και να το αγνοείς, σε κάνει αναπόφευκτα συνένοχο στο ίδιο το έγκλημα, όποιας μορφής και αν είναι αυτό.

Τα οργανωμένα εγκλήματα και τα συστήματα διαφθοράς έχουν φυσικά καταφέρει να απλώσουν τις ρίζες τους πέρα από την ηθική κρίση και στην αντίστοιχη πολιτική και οικονομική κρίση. Με πρωτοστάτες τους θεοποιητές του χρήματος τα πάντα πλέον μοιάζουν να είναι υποκινούμενα. Μοιάζουν σαν ένας δημιουργημένος αέναος κύκλος που περιστρέφεται γύρω από τους ίδιους και δύσκολα μπορεί να σπάσει. Οι καταστάσεις τείνουν να διαμορφώνονται με βάση την προσωπική τους βούληση και να λαμβάνουν όποια τροπή οι ίδιοι επιθυμούν.

Τα πάντα πλέον φαίνονται να είναι ακαθόριστα αλλά παράλληλα καθορισμένα. Ζούμε άραγε σε έναν κόσμο μόνιμα στραμμένο προς τη διαφθορά ή στο βάθος του τούνελ θα βρεθεί τελικά έστω και λίγο φως;

Να υπάρχεις Ελληνικός...

Να υπάρχεις ελληνικός δηλώνει τέσσερες τρόπους συμπεριφοράς.

Ότι δέχεσαι την αλήθεια που έρχεται μέσα από την φύση. Όχι την αλήθεια που φτιάχνει το μυαλό των ανθρώπων.

Ότι ζεις σύμφωνα με την ηθική της γνώσης. Όχι με την ηθική της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων.

Ότι αποθεώνεις την εμορφιά. Γιατί η εμορφιά είναι δυνατή σαν το νου σου και φθαρτή σαν τη σάρκα σου.

Και κυρίως αυτό.. Ότι αγαπάς τον άνθρωπο. Πως αλλιώς! Ο άνθρωπος είναι το πιο τραγικό πλάσμα μέσα στο σύμπαν.

Εν αρχή ην ο δάσκαλος

Εν αρχή ην ο δάσκαλος. Μη ο δάσκαλος η φύση θα ήταν, δεν θα ήταν όμως οι κοινωνίες. Θα υπήρχε ο χρόνος, αλλά δεν θα υπήρχε η ιστορία. Και στο βασίλειο των ζωντανών ήχων θα άκουγε κανείς την κραυγή, τα χουγιαχτά, τα συνθήματα. Δεν θα άκουγε όμως ούτε θα ‘βλεπε τη φωνή, τα γράμματα της γραφής, τις συμφωνίες και τους χορούς.

Γιατί; Απλά γιατί ο δάσκαλος είναι που μεταμορφώνει τον εγκέφαλο του ζώου σε νου του ανθρώπου. Αυτός κατορθώνει ώστε η ματιά του καθένα μας να μη μένει βλέμμα βοδιού, αλλά να γίνεται βιβλίο ανοιχτό να το διαβάζεις. Επεξεργάζεται το πετσί της κεφαλής μας και δημιουργεί πρόσωπο. Η δουλειά του δασκάλου είναι ο αθέρας της βυρσοδεψίας Και στο τέλος τέλος ο δάσκαλος θωπεύει και μαλάζει έτσι το σώμα και την ψυχή μας, ώστε από τη στέρηση μας αποστάζεται το κλάμα, και από την πλησμονή κορφολογιέται το γέλιο μας.

Τα ζώα και τα φυτά δε γελούν ούτε δακρύζουν. Γιατί τους λείπει ο δάσκαλος. Έτσι δεν έμαθαν ποτές ότι στον ενόργανο κόσμο πέρα από τη σφαίρα του βιολογικού ανοίγεται ο φωτεινός ορίζοντας του πνεύματος. Ο θυμός, δηλαδή, οι επιθυμίες, τα πάθη, η φαντασία ο λόγος.

Ο δάσκαλος είναι ο φυτουργός και ο σπορέας του λόγου. Εκείνου του λόγου που το τέταρτο Ευαγγέλιο τον αναφέρει στο Θεό.

Χωρίς το δάσκαλο ο λόγος θα σάπιζε άχρηστος μέσα στο έλος του κρανίου μας. Όπως σαπίζει άχρηστο το τραίνο που ρεμίζαρε για πάντα στο σταθμό. Και το καράβι, το GLORIA MYNDI ή το ANCA, αν δεν το ταξιδέψει ο καπετάνιος του. Και όπως σκεβρώνει άφτουρη η νύφη που έμεινε αγεώργητη από τον άντρα. Ο ιερός τρόμος της παρθενίας της σιγά-σιγά κακοβολεί, ωσόπου στο τέλος γίνεται ένα τεφρό δίχτυ αράχνης.

Μ΄ ένα λόγο ο δάσκαλος είναι ο ποιητής του ανθρώπου. Με την κυριότητα που ποιητής του κόσμου είναι ο Θεός. Χωρίς το δάσκαλο το πνεύμα που πνέει θα παρεπόμενε άψυχος άνεμος. Γαρμπής, δηλαδή, πουνέντες σοροκάδα κα παγωμένος Σκίρωνας. Και θα φυσούσε μάταια στις άκριες των βουνών, στις φυλλωσιές, στα συστήματα των υδάτων.

Αnthropical prinsiple

Αν έλειπαν οι δάσκαλοι, η γη μας θα΄ ταν τυφλή. Και το σύμπαν ανυπόστατο.

Μια θεωρία των κοσμολόγων, εντελώς σύγχρονη, μιλάει για την περίφημη ανθρωπική αρχή (anthropical prinsiple). Ο μόνος σκοπός που δημιούργησε τον κόσμο, λέει, και το μόνο νόημα που έχουν οι άπειροι χώροι των άστρων, των γαλαξιών και των αντισυμπάντων είναι με την εξέλιξη να οδηγηθούν τα όντα εκεί, ώστε από την ευγλήνη τα μαλάκια και τα χορδωτά να υψωθούν στον άνθρωπο της Αλταμίρας. Και από τον πρωτόγονο των σπηλαίων στον αστροφυσικό και τον κοσμολόγο. Για να σπουδάσουν οι τελευταίοι το σύμπαν, να το φωτίσουν, και να το εξηγήσουν. Ώσπου μια μέρα να φτάσουμε στο σημείο να ειπούμε:

Αυτός είναι ο κόσμος. Και ο νους του ανθρώπου έφτασε να τον κατανοήσει. Με την κατανόηση αυτή συντελέστηκε ταυτόχρονα του σύμπαντος ο καταξιωμός και η δικαίωση.

Και θυμηθείτε: ο Νεύτων, ο Χάμπλ, ο Αιστάιν και οι άλλοι που μίλησαν στο τηλέφωνο με το θεό ήσαν όλοι τους δάσκαλοι.

Λόγος και η τιμή του δασκάλου

Έτσι ορίζεται ο λόγος και η τιμή του δασκάλου. Το τιμολόγιο όμως με το οποίο κοστολογούν το έργο του οι εξουσίες και οι αρχές πρώτα και ύστερα το άκριτο πλήθος είναι αλλιώτικο. Αλλίμονο! Αχρηστο για τις εφορείες.

Περιγράφω το σημείο που κράτησε η ακηδία, η παραχάραξη, η στρέβλωση, η τυποποίηση, ο εξευτελισμός. Και κάμανε το κακό.

Έτσι, ενώ η δουλειά του δασκάλου είναι να τεχνουργεί ανθρώπους. Ενώ αναλώνεται τίμια να ετοιμάζει τα πλάσματα που θα ζήσουν όχι στη φύση άλλα στον πολιτισμό, όχι στη ζούγκλα άλλα στην πόλη, ενώ όλοι οι άνθρωποι που πλάθει ο δάσκαλος κάνουν ο καθείς το δικό του επάγγελμα, και είναι ο καθείς μια ψηφίδα στο ενιαίο ψηφιδωτό της οικονομίας της αγοράς της πολιτείας, εμείς με τον καιρό εχάσαμε τον ιδρυτικό χαρακτήρα της λειτουργίας του δασκάλου. Και τη δουλειά του την επήραμε σα μια από τις πολλές δουλειές των ανθρώπων. Ένα επάγγελμα ρουτίνας. Μια μονάδα εργασίας όμοια με τις άλλες βλέπουμε και στο δάσκαλο.

Εξεχάσαμε, δηλαδή, ότι στο ψηφιδωτό των επαγγελμάτων ο δάσκαλος δεν είναι η μια ψηφίδα ανάμεσα στις άλλες. Αλλά είναι ο καλλιτέχνης νους ο κοσμητικός και ο επόπτης που φιλοτεχνεί ολόκληρο το ψηφιδωτό.

Δημιουργεί, δηλαδή, ανθρώπους κατά την έννοια ότι τους αποσπά από τη δικαιοδοσία του φυτού και του ζώου. Και τους υψώνει στην οντολογική μοναδικότητα του νοήμονος πλάσματος.

Γιατί αυτή είναι η δουλειά του δάσκαλου. Να δουλεύει το μυαλό όπως ο καλαντζής δουλεύει το καλάι του. Και να παράγει ανθρώπους όπως ο χαλκιάς κατασκευάζει χαλκώματα. Ενώ όλοι οι άλλοι χρησιμοποιούν το μυαλό τους σαν όργανο για να παράγουν προϊόντα. Όλα δευτερογενή, και για του βίου τη μηχανή. Βιομηχανία πες.

Ετούτη η υποβάθμιση της φύσης και της δουλειάς του δάσκαλου, η πτώση του από τη θεία λειτουργία της αρχικότητας στην ταπεινή χειρωναξία της επανάληψης, σημάδεψε το πρώτο μεγάλο λάθος στην παιδεία. Και μέσα στην ιστορία και τον πολιτισμό αντίστρεψε το νόημα των πραγμάτων.

Εννοώ καταργήθηκε η αυστηρότητα στην επιλογή του υλικού και η αυστηρότητα στη μέθοδο και στις σπουδές που θα δώσουν τον άξιο δάσκαλο. Από τους παλιούς χρόνους κοιτίδα των παιδαγωγών ήταν η τάξη των απελεύθερων και των δούλων.

Περήφανοι δάσκαλοι

Ώσπου σήμερα έχουμε πλάσει σταθερό το δείγμα του δάσκαλου. Μια αξιοδάκρυτη σώρεψη από μαζώματα κι ένα ριντίκολο ηχηρό.

Είναι ο σχολαστικός, ο ταβλαδόρος και ο αργόσχολος, ο καματερός στην παραπαιδεία, ο οσφυοκάμπτης, ο ψοφοδεής και ο ληρολόγος, ο δευτεροτριτοβάθμιος και ψιλικαντζής δάσκαλος. Μίζερος και κακομοίρης, με την ομπρέλα και το γιλέκο, και με το ξεβλαστωμένο χαμόγελο. Είναι ο αεί πενόμενος και ο μύωψ, με τα ραιβά σκέλη και τα βρώμικα νύχια, που, όπως είπε κάποιος, ποτέ του δεν είχε ερωμένη ούτε ιδέα.

Οι περήφανοι δάσκαλοι εστάθηκαν πάντα η εξαίρεση. Μιλάμε για τους δυνατούς και τους πόριμους, Τους ικτίνους και τα γεράκια, τους καλουργούς και καλλιτέχνες και καλλικράτες δάσκαλους, που κάτω από την ταπεινή καροσσερί της Φάου-Βε κρύβουνε προσεχτικά τη μηχανή της Πόρσε.

Αυτός είναι ο εξαίρετος τύπος του δάσκαλου, που με τα πλούσια κοιτάσματα της φυσικής δωρεάς του πετυχαίνει να σβήνει το κατάδικο κοινωνικό στίγμα της συντεχνίας του, δεν είναι το θέμα μας εδώ. Γιατί ΄ναι η εξαίρεση. Και η εξαίρεση είναι δουλειά της ποίησης. Ενώ της επιστήμης η δουλειά είναι ο κανόνας.

Δυο εντολές

Αυτές είναι οι δύο εντολές που πάνω τους κρέμουνται οι νόμοι και οι προφητείες της παιδείας. Να χτίζεις στο μάρμαρο της γνώσης , και να γκρεμίζεις την αχεροπληθιά της πρόληψης.

Σωστή παιδεία θα ειπεί να μαθαίνεις στους νέους τη ζωή και να τους ξεμαθαίνεις τις δεισιδαιμονίες που από νήπια τους περνάει μια παράδοση άρρωστη μέσα από την οικογένεια, την κοινωνία, την πολιτεία, την εκκλησία, τα μέσα ενημέρωσης, και τους άλλους παράγοντες της αγωγής.

Το ένα λοιπόν είναι να ριζώσουμε το νέο στη ζωή, Το άλλο να ξεριζώσουμε από μέσα του την ψευτιά.

Μάθηση και ζωή

Μαθαίνουμε για τη ζωή. Discimus vitae, που έλεγε ο Σένεκας. Θα ειπεί πως κάθε γνώση που περνάμε στο παιδί, και κάθε δεξιότητα που του αναπτύσσουμε είναι δεμένα με την πραγματικότητα όπως το νύχι με το κρέας.

Όχι θεωρίες και λόγια. Όχι τα άψυχα και τα νοερά σκύβαλα των βιβλίων, που ούτε καταπίνουνται ούτε μασιούνται. Ξέρεις, έξω από το Ρωμανό το Μελωδό του συναξαριστή, άνθρωπο άλλο που να πήρε κομμάτι χαρτί και να το κατάπιε, για να φωτιστεί και να μάθει; Εγώ δεν ξέρω.

Μάθηση δίκαιη και σωστή σημαίνει ζωντάνεια, αμεσότητα, σφυγμός μαστιγωμένος, κρούση κατά μέτωπο με τα πράγματα. Σημαίνει να πίνουμε στο ποτήρι το ίδιο μας το αίμα.

Μη λησμονούμε πως ο τελευταίος στόχος κάθε παιδείας είναι να διαπλάσει έτσι το νέο, ώστε την ορισμένη στιγμή που θα αποδοθεί στο στίβο της ζωής να μπορεί να προσαρμόζεται στην άγρια ανάγκη των πραγμάτων και των ανθρώπων.

Ωσαν ξαφνικά να τον πετάξουμε πες Ρομβισόνα Κρούσο στο νησί. Και να του ειπούμε:

Τώρα ψάξε να βρείς τον τρόπο για να ζήσεις. Νίκα την πείνα και τη δίψα σου, το κρύο και τη μοναξιά. Νίκα την απειλή του ουρανού και της θάλασσας, και το αρχέγονο τρόμο της ύπαρξης.

Αυτό σημαίνει το discimus vitae. Ο δάσκαλος να’ ναι δύναμη, πράξη ο μαθητής, και το σχολείο γιορτή.

Όμως αυτό ακριβώς το σημείο είναι ο κόμπος, και στο δρόμο του Ηρακλή ο σταυρός. Εδώ προβάλλει η ανάγκη να διαλέξεις ανάμεσα στο σωστό και στο λάθος.

Γιατί το πλήθος οι δάσκαλοι δε μαθαίνουν τα παιδιά για τη ζωή και την πράξη, αλλά για το σχολειό και τα βιβλία. Εγώ σου τα λέω, για να τα ειπώ. Και συ μην σώσεις να τα μάθεις!

Ο Μεγαλέξαντρος, δηλαδή, μένει κόκαλα στη σαρκοφάγο του. Η τρελή Ροδιά του αναγνωστικού μυξοκλαίει στο καφάσι του οπωροπώλη της γειτονιάς. Ο εθνάρχης Βενιζέλος είχε στο μάγουλο ελιά. Τα μαθηματικά μαυρίλα και σάβανα. Και το ρήμα λύω κλίνει τους χρόνους του, αλλά δεν ανοιγοκλείνει τα φτερά του σαν τα περιστέρια. Που ο Σαίκσπηρ τά ΄βαζε όρκο στο στόμα των ερωτευμένων: Μα τα περιστέρια της Αφροδίτης!

Το αντίθετο στο discimus vitae είναι το discimus scholae. Να μαθαίνουμε για το σχολειό. Τι σημαίνει τούτο το παλιό ευαγγέλιο;

Τι σημαίνει ο τύπος χωρίς την ουσία; Ο νυχτερινός περίπατος ανάμεσα σε όρθια λοξοειδή πτώματα; Η ομφαλοσκοπία επ΄ άπειρον; Μήπως και τιναχτεί από τον αφαλό των παιδιών το άχτιστο φως! Τι σημαίνει να κάνεις επανάσταση με άσπρα γάντια; που έλεγε ο Τρότσκι.

(Η επανάσταση γίνεται με αίματα και με λαβωματιές στο στήθος. Μια μονάχα έγινε με σαράντα πήχες δίμιτο λινό, αλέκιαστο και λευκό σαν χιόνι στα όρη. Είναι η Ελληνική επανάσταση με τη φουστανέλλα. Που ξανακούστηκε τέτοιο ανήκουστο, να πολεμάς ντυμένος στα λευκά ! που έλεγε ο Χεμινγκουέι !).

Το τι σημαίνει όλη τούτη η μαυροφόρα βαβούρα, να μαθαίνεις για το σχολειό και όχι για τη ζωή, αφήνω να το μαρτυρήσουν δυο πράξεις.

Η πρώτη. Επέρυσι οι μαθητές του Πειραματικού σχολείου της Αθήνας εκάμανε μια εκδρομή στο Πήλιο. Κάποια μητέρα συνόδευε το αγόρι της, δεκατέσσερω χρονώ παλικαράκι. Σε μια στιγμή, καθώς τρέχανε εκεί κάπου στις Λιβανάτες, ο μικρός έκπληκτος φωνάζει.

- Μαμά, μαμά, δες μια μεγάλη κατσίκα. Κοιτάζει η μαμά και ισιώνει.

- Αυτό, Πετράκη, δεν είναι κατσίκα. Είναι γελάδα, παιδάκι μου…

Για τις προλήψεις

Αυτά είναι δουλειές και καμώματα για τους Βουσμάνους φίλε. Αυτά και τα άλλα συναφή τους. Βασκανίες, ξεματιάσματα, αστρολογία, τσαρλατανιά και λωποδύτες.

Ευχές και κατάρες, θεοί, διαβόλοι, αγγέλοι και φαντάσματα. Τελώνια τούλπες και δαιμονικά, το χερικό και το ποδαρικό, η μυρωδιά, το θυμίαμα και το λιβάνι. Λιτανείες για την ανεβροχιά, σταυροκοπήματα και μετάνοιες, φυλαχτά γκόλφια, κόκαλα χάντρες νυχτερίδες κα το τετράφυλλο τριφύλλι.

Τέτοιας λογής είναι ο φέροντας σκελετός της πνευματικής οργάνωσης των παιδιών μας. Τα πέλματα και τα πέδιλα, οι κολόνες, τα συνάζια και οι δοκοί συνδέσεως της ζωής τους είναι οι δεισιδαιμονίες και οι προλήψεις.

Αγωνιζόμαστε να αφαιρέσουμε τη φύση μέσα από το παιδί, και την ανταλλάζουμε με την άρρωστη γνώμη μας.

Και δόστου οι παπάδες με τα θυμιατά στις γωνίες των κοιμητηρίων. Για να βουτάνε τα όβολα των πονεμένων. Σαν το φίδι κοιτάνε πώς να μαγνητίσουν το θύμα. Ασε πια όταν τύχει να τους ιδείς να πιάνονται σε πρόστυχο καβγά για τον πελάτη. Χάρμα.

Και βέβαια ημπορεί να εννοήσει κανείς τη λυσσαλέα τους αντίδραση, όταν χρόνια τώρα ζητούμε να καθιερωθεί και στην Ελλάδα το αποτεφρωτήριο και η προαιρετική καύση των νεκρών. Όπως είναι σε όλες τις φτασμένες χώρες.

Και δόστου οι αγύρτες με τα ωροσκόπια και τους ζωδιακούς σε εφημερίδες και περιοδικά και τελεβίζια. Βλέπεις κάτι χοντρές κυρίες, που σαν αρχίσουν να σου μιλούν για τον Στάχυ της Παρθένου και για τις επιρροές του Αιγόκερου με τα κέρατα στα ερωτικά σου βουβαίνουν τον Πεντζίας και τον Ουίλσον (οι αστροφυσικοί Penzias και Wilson to 1963 παρατήρησαν την ακτινοβολία μικροκυμάτων 3Κ που γεμίζει το σύμπαν. Είναι καθώς υποθέτουν ισχυρά το κατάλοιπο από τη θερμοκρασία της μεγάλης έκρηξης (big bang) που ήταν άπειρη τη στιγμή της πρώτης αρχής, πριν 15 δισεκατομμύρια χρόνια). Στο άψε σβήσε σου μετρούν την απόσταση από τη Γη ως το νέφος του Μαγγελάνου. Τα έτη φωτός και τα πάρσεκ, και τα μεγαπάρσεκ . και τον ηλιακό άνεμο και τις ηλιακές κηλίδες και το ηλιακό στέμμα τα παίζουν στα δάχτυλα πεντόβολα…….

Και δόστου το τροπάρι για την καλή ψυχή και τα καλά στερνά. Να γίνεις δίκαιος και να γίνεις καλός για τους άλλους. Να πηγαίνεις το δείλι στο παρεθύρι, και να διαβάζεις τη Θεία Γραφή και τη Χαλιμά, που έλεγε της θυγατρός της η Γυναίκα της Ζάκυθος. Εσύ ν΄αγιάσεις. Και να μην προσέχεις που οι άλλοι είναι λύκοι έτοιμοι να σε φάνε. Και προπάντος αυτό: τα μάτια σου τέσσερα για τον Ουρανό και τη Βασιλεία του…..

Παράδειγμα δάσκαλου

Το παράδειγμα του δάσκαλου που δοκίμασε να διδάξει για τη ζωή και βουλήθηκε να πολεμήσει μέσα στην ψυχή του παιδιού τις προλήψεις είναι ο Αλέξανδρος Δελμούζος.

Ο Δελμούζος έκαμε το σχολειό περιβόλι. Και το παιδί είδε την καθαριότητα της φύσης. Σαν το αυγερινό άστρο ανέβηκε στο λυκαυγές και στη δροσιά του πρωϊού. Και προοιώνισε τη χαρά της μέρας που κίνησε να φτάσει, αλλά δεν έφτασε.

Πέρασε μέσα στον κήπο, πήρε από το χέρι τους μικρούς μαθητές και, όπως έκαμε ο θεός με τους πρωτόπλαστους, άρχισε να παρουσιάζει και ένα-ένα να συσταίνει τα πλάσματα του παραδείσου. Τα κοχύλια, τα δέντρα, τα πουλιά, τις πόες, τους αηδονισμούς, τα μύρα των ανέμων. Να το ζαμπάκι και η γιάμπολη εδώ, έλεγε. Η λεβάντα, η μυγδαλήθρα, το κανάρι, ο ερωδιός και το κέρας της σελήνης.

Από την άλλη, όλα τα φιδόπουλα και τους σκορπιούς, τις αράχνες, τα νηχτικά τα ανήμερα τύπου σμέρνας, και τα σαρκοβόρα, τις ψευτιές δηλαδή και τις προλήψεις, τα ‘κλεισε στο πηγάδι, και το σφράγισε καλά.

Στο χώρο της παιδείας ο Δελμούζος είναι το ανάλογο του Ρήγα, του Δημήτριου Υψηλάντη, του Θοδωράκη Κολοκοτρώνη. Και να ιδείς που τα πράγματα οικονόμησαν έτσι τη συγκυρία, ώστε να΄ χουμε την πειραματική απόδειξη αυτής της ομοιότητας.

Μιλώ για τη δίκη τ’ Αναπλιού. Τη δεύτερη μετά τη δική του Κολοκοτρώνη. Τότε αδικοκρίθηκε ο πρώτος στη λεβεντιά και το σπαθί. Τώρα αδικοκρίθκε ο άρχοντας για τα γράμματα και για τα σχολειά.

Ο Δελμούζος, δηλαδή επιχείρησε να κάμει την μέσα Επανάσταση. Λευτερωθήκαμε από τον εθνικό δυνάστη, να λυτρωθούμε και από τον πνευματικό τύραννο. Όπως ακριβώς το΄λεγε ο Σολωμός που ταύτιζε καθώς είναι γνωστό το λογιότατο και τον τούρκο.

Όμως το φως δεν το αντέχει ο μισότυφλος. Θυμηθείτε τους πεδουκλωμένους στην παραβολή της Σπηλιάς του Πλάτωνα. Όταν ο φωτισμένος οδηγητής τους βγάζει από τα σκότη και ζητεί να τους ξαναφέρει εμπροστά στον ήλιο, πονούν τα μάτια τους, φεύγουν το φως και ξαναγυρίζουν στα σκοτάδια τους. Αλγείν τε αν τα όμματα και φεύγειν αποστρεφόμενον προς εκείνα α δύναται καθοράν.

Έτσι και την προσπάθεια του Δελμούζου την πνίξανε στη γένεσή της. Τρεις φορές ο ωραίος δάσκαλος δοκίμασε να φυτέψει το θαύμα. Στο Παρθεναγωγείο του Βόλου, στο Μαράσλειο, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Και τρεις φορές τον αντίσκοψαν οι δαλάϊ-λάμα του έθνους, και οι άλλοι ιπποπόταμοι.

Τρεις φορές χύθηκε να αγκαλιάσει την εμορφιά και την αλήθεια. Και τρεις φορές άγγιξε μόνο τον ίσκιο τους, όπως ο παλαιός εκείνος Οδυσσέας στον Άδη. Όταν με φωνές και με κλάματα ζητούσε ν΄αγγίξει και να φιλήσει τα μάτια της μάνας του.

Σύμβολο και σημείο, και στίγματα της μαύρης αντίδρασης, του σκότους και φυλακής, είναι ένας δεσπότης.

Απολίθωμα παλαιοημερολογίτικο, αραχνοφόρος και κουφός, με το ένα μάτι του Κύκλωπα, και με δύο χέρια σακατεμένους ανεμόμυλους. Γερμανό Μαυρομάτη τον έλεγαν. Επίσκοπος Δημητριάδος. Για να ξαναθυμίσω την Κόλαση και το όνομα του παραδομένο ανέκκλητα πια στο ανάθεμα και στην καταισχύνη του έθνους.

Πράγματα εξεχόντως ανθρωπικά εκείνος ο καλικάντζαρος εφρόντισε να μείνουν στην ιστορία σαν αθεικά. Είναι τα Αθεικά του Βόλου.

Ο Δελμούζος, είπε, είναι ο αρχηγός και ο κήρυκας της αθείας, της μασονίας, της προδοσίας, και της μαλλιαροσύνης. Όμως τα μαλλιά και οι τρίχες ήταν δικά του. Ο Δελμούζος δε φορούσε ούτε μουστάκι.

Διδασκαλία αρχαίων ελληνικών

Σχετικά με τα Αρχαία Ελληνικά το κρίμα των δασκάλων είναι πως διδάσκουν το μάθημα χωρίς να γνωρίζουν το περιεχόμενο. Διδάσκουν δηλαδή την Αρχαία Ελληνική, αλλά δεν ξέρουν τους αρχαίους Έλληνες. Σχετικά με την ιεράρχηση Αρχαίων και Νέων το δεύτερο κρίμα τους είναι ότι διδάσκουν έτσι, ώστε να φαίνεται πως τους αρχαίους τους παίρνουν για ζωντανούς και τους νέους για πεθαμένους.

Διδασκαλία νέων ελληνικών

Λαβαίνουμε, λοιπόν, τα πράγματα με τη σειρά, και λέμε πως τρεις είναι οι στόχοι που δίνουν το σκοπό της διδασκαλίας του μαθήματος των Νέων Ελληνικών.

Το ένα, να μάθουν τα παιδιά μας τη ζωντανή τους γλώσσα. Το άλλο, να μάθουνε τη νέα λογοτεχνία μας. Το τρίτο, να κατακτήσουν όσο αυτό είναι δυνατό την αισθητική τους μόρφωση. Να γίνουνε, δηλαδή, άνθρωποι αληθινοί και εύκοσμοι.

Γιατί και Ροδόλφος Βαλεντίνο να φαίνεται κανείς, και Μαίρυλιν Μονρόε να φαίνεται, σαν δεν έχει αισθητική μόρφωση είναι αγελαδινό και προβάτιο.

Τα τρία αυτά μέρη του σκοπού μας δίνουν ένα όλο, που, αν είναι και είναι, σωστή η αρχή πως το όλο υπερβαίνει τα μέρη του, συνοψίζεται στην αστερόεσσα θέση ότι ο σκοπός του μαθήματος των Νέων Ελληνικών είναι να γνωρίσουν τα παιδιά μας τη ζωής τους ζωντανά και άμεσα. Σαν αγώνα και κάρπωση του σήμερα δηλαδή. Σαν σχεδιασμό και προσδοκία του αύριο.

Που θα πεί, να γνωρίσουν τον ορίζοντα της υπόστασής τους με το πλήθος των γεγονότων και των στοιχείων της. Να μάθουν τα χρειαζούμενα από τη χαράδρα του Βίκου κα το πρώτο φιλί του Ροντέν, ως τη φορολογική τους υποχρέωση στην πολιτεία αύριο.

Ο πρώτος στόχος του μαθήματος, λοιπόν, είναι η γνώση της πάτριας γλώσσας που τρέφει τον τρόφιμο μαζί με το γάλα της μητρός του. Να μάθει ο νέος τη γλώσσα του είναι πολύ πιο πολύτιμο, παρά να μάθει τα μαθηματικά, τη χημεία, τη γυμναστική, ή την ιστορία του τόπου.

Ας υποθέσουμε πως ο κάθε άνθρωπος γεννιέται με δικαίωμα φυσικού κλήρου δυό μέτρα χώμα πάνου στη γής. Τότε το μισό από τα δυό μέτρα είναι η γλώσσα. Τα άλλα δύο μισά είναι το μυαλό και το χέρι του. Το τέταρτο μισό είναι η ανάγκη.

Η τιμωρία του θανάτου

Και το υπέροχο δώρο του νου, το πιο μεγάλο του προνόμιο απέναντι στα άλογα ζώα, το πλήρωσε με το πιο μεγάλο τίμημα. Με το να μάθει ότι πεθαίνει.

Με το να μάθει τι είναι ο θάνατος. Κάτι που τα άλογα ζώα δε θα το μάθουν ποτές.

Παίρνεις την αρνάδα και της λες πως πάς να τη σφάξεις, κι εκείνη βελάζει χαρούμενα και σου γλείφει τα χέρια. Και την ώρα που της μπήγεις στο λαιμό το μαχαίρι, εκείνη σφαδάζει βέβαια από τον πόνο. Δεν γνωρίζει όμως ότι πεθαίνει. Όπως πριν δεν εγνώριζε ότι ήταν στον κόσμο, έτσι τώρα δεν γνωρίζει ότι τραβάει για το μεγάλο Τίποτα και για το άπειρο Σκότος.

Η ιστορία του Άβελ και του Κάιν στο Δ΄ Γενέσεως ακολουθεί αμέσως μετά το Γ’, όπου γίνεται η περιγραφή του πως οι πρωτόπλαστοι έφαγαν από το δένδρο της γνώσης. Και μας λέει πως ο Κάιν εσκότωσε τον Άβελ. Πως ήρθε στην ιστορία του ανθρώπου το πρώτο φονικό. Εμ, δεν ήταν το πρώτο φονικό. Εκατομμύρια άνθρωποι είχαν σκοτωθεί ή πεθάνει ως τότε. Αλλά δεν ήξεραν ότι πεθαίνουν, όπως δεν το ξέρουν και τα ζώα. Ενώ με το φονικό του Αβελ κατανόησαν τι είναι ο θάνατος, γιατί είχαν δοκιμάσει πια το καρπό της γνώσης.

Μη λησμονούμε: η μοναδική απειλή που απείλησε τον άνθρωπο ο θεός, εάν τολμούσε να δοκιμάσει το καρπό της γνώσης, ήταν ότι θα μάθαινε τι είναι ο θάνατος.

Η δ΄αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θάνατω αποθανείτε, τους είπε κουνώντας έντρομα το δείχτη του χεριού.

Η μοναδική απειλή που έγινε τιμωρία. Αλλά τι τιμωρία! Κανένας Ηρακλής, κανένας Αρχιμήδης, κανένας Άτλαντας δε θα μπορούσε ποτέ να σηκώσει το βάρος της.

Η γνώση της λογοτεχνία μας

Η λογοτεχνία είναι το στιλπνό κάτοπτρο, που μέσα του κοιτάμε καθαρά το πρόσωπό μας. Τα κύρια χαρακτηριστικά της εθνικής μας ζωής. Το είδος της χειρονομίας και της έκφρασης. Οι ρυτίδες των καημών και της έγνοιας. Η πηγή της εσωτερικής μας φεγγοβολής. Η μυθολογία της καθημερινής μας πράξης. Όλα καθρεφτίζουνται μέσα στη γραπτή παραγωγή των δημιουργών μας.

Να γνωρίζουμε τη λογοτεχνία μας δεν είναι πολυτέλεια. Γιατί αυτή περιγράφει την πνευματική μας διάσταση και τα όριά της. Καταμετρά την εθνική μας βούληση. Υπολογίζει την ηθική δυναμική και προδιαγράφει την προοπτική μας για το μέλλον.

Μετά τους Έλληνες…

Στις τέχνες, καθώς και στη φιλοσοφία, από ένα σημείο και ύστερα δεν λέγεται πια τίποτε το καινούργιο. Μετά τους Έλληνες κάθε μεγάλο έργο είναι μεγάλο κατά την έννοια ότι εμφανίζεται με καινούργια μορφή, με αλλιώτικο τρόπο, με διαφορετική έκφραση.

Ο Δάντης είναι η προέκταση του Βιργίλιου, και ο Βιργίλιος του Ομήρου. Ο Γκαίτε είναι η προέκταση του Σαίξπηρ, και ο Σαίξπηρ του Αισχύλου. Ο Κάτουλος είναι προέκταση του Αρχίλοχου, και ο Μπάυρον του Κάτουλου. Ο Λουκρήτιος είναι προέκταση του Επίκουρου, και ο ‘Ενγκελς του Λουκρήτιου.

Ο Καβάφης χωρίς την Παλατινή Ανθολογία θα έδειχνε στα μάτια μας – ο Καβάφης είναι ποιητής οπτικός, είναι γλύπτης- μισοσβησμένο ψηφιδωτό. Και η «ηλιακή μεταφυσική» του Ελύτη είναι ανάσταση θανάτου της ποίησης του Σολωμού, όπως και το φως της ποίησης του Σολωμού είναι ανάσταση θανάτου της ποίησης του Πλάτωνα.

Πολιτική συνείδηση

Για να αποχτήσει κανείς πολιτική συνείδηση, βασιλικός παιδαγωγός, Αριστοτέλης δάσκαλος Αλεξάνδρου δηλαδή, θα του σταθεί το προσωπικό του αναμέτρημα με τα πολιτικά και τα ηθικά προβλήματα.

Κερδίζεις με τον τίμιο ιδρώτα σου το ψωμί σου; Μήπως εκεί που πρέπει, αντί να σέβεσαι προσκυνάς; Μήπως εκεί που δικαιούσαι, αντί να ζητάς, ζητιανεύεις; Μήπως εκεί που οφείλεις, αντί να δίνεις σφετερίζεσαι;

Και ακόμη, κρίνεις όταν κρίνεις; ‘Η εγκρίνεις τα κατακριτά, και κατακρίνεις τα έγκριτα; Εάν είσαι κάτοχος ενός αξιώματος, μήπως ανταλλάζεις την ωραία ευθύνη με το γελοίο τύφο σου; Ούτε να βλέπεις τον παπά από τα ράσα του. Γιατί υπάρχουν βασιλιάδες από κουρέλια, και ιδιοχτήτες κοπριάς, λέει ο Σαίξπηρ.

Εάν ζεις έξω από αυτή την πολιτική εντιμότητα, δεν την καταλαβαίνεις τη λογοτεχνία οποιασδήποτε εποχής. Από το Θέογνι με τον Κύρνο του ως τον Πάστερνακ με τη δική του έμορφη Λάρα.

Γιατί οι αληθινοί ποιητές δεν γράφουν στίχους, ούτε παίζουν με τις λέξεις. Οι αληθινοί ποιητές είναι από τα πιο υπεύθυνα όντα που γεννιούνται επί γής, λέει ο Σεφέρης.

Ποίηση

Η ποίηση είναι πολιτική. Όπως το δέντρο φυτρώνει στο χώμα και όπως το ψάρι μεγαλώνει στο νερό, έτσι και της αληθινής ποίησης το αίμα είναι η ζωή. Η άμεση, η ρέουσα, η πυρωμένη ζωή των ανθρώπων. Που κυλάει από τη γέννηση στο θάνατο καθώς ο βαθυδίνης ωκεανός. Με όλα τα μάγια, και όλα τα πλούτια, και όλα τα κακά.

Ετούτος ο φερέγγυος αλλά και ο αχώρητος όρος είναι ο κανόνας και ο νόμος και το κοινό της ποίησης.

Καθώς όμως η ποίηση γίνεται έκπτυξη και καταδήλωση ζωής, αναγκαία γίνεται λειτουργία καθαρά πολιτική. Γιατί ο ορίζοντας της ζωής του ανθρώπου είναι η πολιτεία με τις πόλεις, και οι πόλεις με τους πολίτες της. Και οι πολίτες με την πολιτική τους.

Ο καλύτερος στίχος της νεοελληνικής ποίησης


Λογαριάζω αυτό τον όρο μέσα στα μέτρα της φυσικής του χωρητικότητας και έρχομαι να ρωτήσω. Ποιος είναι ο καλύτερος στίχος της νεοελληνικής ποίησης; Κατά την περίπτωση πολλοί είναι, θα ειπούν πολλοί. Ωστόσο εγώ θα απαγγείλω ένα για όλες τις περιπτώσεις.

«Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη»

Αν βάλετε το στίχο αυτό δίπλα σε οποιονδήποτε άλλο και δεν το βρείτε να υπερέχει, σίγουρα θα τον βρείτε να μην υπολείπεται. Το πολύ-πολύ θα τον μετρήσετε ίσο στα καράτια. Νερό στο νερό, χρυσάφι στο χρυσάφι, φως στο φως. Και περιπλέον είναι ο πιο ελληνικός.

Ο στίχος αυτός του Σολωμού από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους είναι Ελλάδα. Είναι η λάμψη, η εμορφιά, η ανδρεία, η τιμή, ο θάνατος, η παντοσύνη. Και η αλήθεια ολόκληρη.

Τα δύο λαμπρά παλικάρια που χορεύουν στο ηλύσιο φως ανασταίνουν το Διόνυσο και τον Απόλλωνα. Τους αρχαίους θεούς που με τα χημικά στοιχεία τους, το απολλώνειο και το διονυσιακό, γεννήσανε την αττική τραγωδία.

Και δεν κουράστηκα να το καταθέτω: η αττική τραγωδία είναι το ευγενικότερο προϊόν του έσωσε να δώσει το ανθρώπινο πνεύμα. Από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου ως τη συντέλεια του ανθρώπου.

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι-Σολωμός

Και να μην λησμονούμε κι ετούτο: ότι με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους ο Σολωμός έσωσε το μύθο της ελληνικής επανάστασης. Το βαθύτερο νόημα, δηλαδή, και την πέμπτη ουσία της. Όπως ακριβώς είχαν κάνει το ίδιο για τα Μηδικά τον παλαιό καιρό ο Αισχύλος και ο Ηρόδοτος με το έργο τους.

Ποίηση του Κάλβου

Ο Κάλβος έγραψε είκοσι τραγούδια. Το κάθε ένα είναι και ένα ηχητήριο πριν από κάθε μάχη της ελληνικής Επανάστασης.

Μέσα στις είκοσι ωδές, εκεί ο ωκεανός και η νύχτα. Η λαβωματιά η ανοιχτή του φόβου στην ερημιά. Της μητέρας τα σιγαλόεντα νοήματα από τον άλλο κόσμο. Και οι μελανές αγέλες των σύννεφων κατεβαίνοντας στη λευκή προβιά του ύπνου μας με τα ρύγχη των λύκων.

Εκεί ο κρότος των αλόγων, οι μόλπες του Παρνασσού, και της αρετής τα αμιλλητήρια πέταλα. Λύκηθες-κόρες στέκουνται κάτω από σπαθιών ακτίνες, και τραγουδούν πάλι και πάλι το έϊα μάλα των ναυτών.

Πριν ακόμη πάψουν οι μάχες του ’21 ο Κάλβος θα πάψει να γράφει ποίηση. Και σαράντα τέσσερες χρόνους που θα ζήσει ύστερα θα του πάρουν τη φωνή οι ξενιτειές και οι λάμιες.

Και θα τον εύρει ο θάνατος χωρίς να τραγουδήσει το τελευταίο του τραγούδι. Το κύκνειο άσμα. Αυτό είναι αιτία αρκετή ο Κάλβος να μείνει αθάνατος. Γιατί ο κύκνος θα τραγουδήσει πριν πεθάνει. Και ο Κάλβος δεν ετραγούδησε.

Ο καημός του μεγάλου Αγώνα- Μακρυγιάννης

Και ακόμα κάτι πιο πρωταρχικό. Χωρίς την πολιτική πράξη της Επανάστασης ο Μακρυγιάννης όχι μόνο δε θα’ χε γράψει το γράμμα του στους ανθρώπους και στο θεό, αλλά θα είχε παραπομείνει αναλφάβητος και αναρίθμητος.

Ο καημός του μεγάλου Αγώνα του στάθηκε ζωή. Και έργο ζωής. Και τον έσπρωξε να μάθει στα τριάντα του χρόνια το Αλφαβητάρι. Που με κείνο μας έδωκε να διαβάσουμε τον Ήλιο.

Παπαδιαμάντης

Ποιος ημπορεί να σταθεί και να του βγει, για να περιγράψει καλύτερα τα έξω και τα μέσα μας!

Ο Παπαδιαμάντης ζωγραφίζει το αόρατο. Κινηματογραφεί τον άνεμο. Βάζει τη σιωπή και χορεύει. Και φανερώνει στα αλλόκοτα μάτια μας ορατή την κίνηση του νεαρού δέντρου, πως μεγαλώνει.

Αχ! Κυρ-Αλέξανδρε. Φαρμάκι το κρασάκι σου. Ίδιο εκείνο το ξύδι που δοκίμασες, πρωί και εκδρομή, στο ταβερνάκι του Κοκκιναρά. Κι απέ, σηκώθηκες, αμίλητος, έφυγες και άφηκες σύξυλους τους καλεστάδες σου. Καθώς ξεμάκραινες. καβάλα στο γαϊδουράκι του αγωγιάτη, ήσουν πολύ θλιμμένος. Ίδιος ένας μεγαλοπαρασκευϊάτικος Χριστός.

Κάθαρσις-Καρυωτάκης

Πέμπτο δείγμα πως η γνήσια ποίηση είναι καθαρά πολιτική, λαβαίνω ένα κείμενο του Καρυωτάκη. Είναι το Κάθαρσις

Γραμμένη λίγο προτού πεθάνει ο ποιητής, η Κάθαρσις είναι καθαρή, όσο και η αυτοκτονία του. Που η αυτοκτονία του Καρυωτάκη στην Πρέβεζα λειτούργησε σαν καθαρμός για όλους τους ποιητές και ολόκληρη την ποίηση της εποχής του.

Η Κάθαρσις είναι ένα σύντομο κείμενο, που γράφτηκε στα 1928 και περιγράφει την πολιτική ζωή της Ελλάδας εξήντα χρόνους αργότερα. Το κείμενο αυτό δίνει μια πρωθύστερη αναπαράσταση της πολιτικής αθλιότητας του σήμερα με πιστότητα ανατριχιαστική.

Περιμένοντας τους Βαρβάρους-Καβάφης

Γιατί αυτό είναι το μυστήριο της αληθινής ποίησης. Να μη συνθέτει απλά το παρόν. Αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να εξαργυρώνει και το μέλλον στη γοερή Τράπεζα της προφητείας. Ο μεγάλος ποιητής γίνεται μάντης. Poeta vates, που λέγανε οι παλαιοί. Γιατί το νεύρο και το αίμα του μαγνητίζεται από τον άνθρωπο. Και κάνει ποίηση πολιτική.

Το Περιμένοντας τους Βαρβάρους υψώνει τον Καβάφη σε έναν από τους τρεις μεγαλύτερους ποιητές του εικοστού αιώνα σε παγκόσμια κλίμακα.

Η βίγλα του θανάτου

Και το τελευταίο άρθρο του κανόνα των ποιητών είναι η βίγλα του θανάτου. Όλα τα τραγούδια του για τη ζωή ο ποιητής τα συνταιριάζει την ώρα που ψαρεύει στις θάλασσες του θανάτου.

Αυτή η αλήθεια φαίνεται ψέμα. Αλλά μήπως και η γη που κινείται δε φαίνεται ακίνητη; Και όσο περισσότερο δεν την δέχονται εκείνοι που δοκιμάζουν να κρίνουν τους ποιητές, τόσο περισσότερο δε θα εννοήσουν ποτές εκείνο που κρίνουν.

Από την άποψη της φυσικής πραγματικότητας ζωντανός άνθρωπος σημαίνει ταυτόχρονα και πεθαμένος. Αφού μια μέρα θα πεθάνει, φέρνει από τώρα που ζει δυνάμει μέσα του αυτή την κατάσταση της ανυπαρξίας του.

Από την άποψη της ανθρώπινης κατανόησης αληθινός άνθρωπος σημαίνει να’ χεις συνέχεια μπροστά σου αυτή τη γνώση. Ότι τώρα που ζεις, δε ζεις. Αυτή όμως η γνώση από ένα σημείο και πέρα γίνεται αντίφαση. Φαίνεται και ακούγεται παράλογη.

Γιατί περικλείνει μέσα της εκείνο το διαβόητο tertium datur, τρίτον χωρεί, της Λογικής που το επέβαλε η σύγχρονη Κβαντομηχανική.

Είναι γνωστό ότι η θεωρία της απροσδιοριστίας κατάργησε ή σωστότερα υπερκέρασε, την τρίτη αρχή της κλασικής Λογικής. Την αρχή δηλαδή του τρίτου ή μέσου αποκλείσεως. Principium exclusi tertii sive medii. Η αρχή αυτή περιγράφεται ως εξής. Ο Άρης ή κατοικείται ή δεν κατοικείται, τρίτο δε χωρεί. Ο Καβάφης ή είναι ζωντανός ή είναι νεκρός, τρίτο δεν χωρεί

Και όμως! μας λέει η αρχή της απροσδιοριστίας, ημπορεί να συμβαίνουν ταυτόχρονα και τα δύο.

Η αρχή της απροσδιοριστίας

Και πράγματι να πως μπορεί να συμβαίνουν και τα δυο: Ο Καβάφης ως τα 1933 που πέθανε ζούσε. Είχε όμως μέσα του δυνάμει και την μετά το 1933 κατάστασή του. Την κατάσταση, δηλαδή του νεκρού. Επομένως ως τα 1933 που ζούσε, ο Καβάφης και ζούσε και δεν ζούσε.

Ο Καβάφης από τα 1933 που πέθανε δε ζει. Ωστόσο τώρα που δε ζει σέρνει μαζί του και την πριν το 1933 κατάστασή του. Την κατάσταση δηλαδή του ζωντανού. Επομένως από τα 1933 που δε ζει, ο Καβάφης ζει. Και η απόδειξη ότι τώρα που έχει πεθάνει ζει είναι πως τον μελετάμε και τον σχολιάζουμε! Με τον ίδιο τρόπο που η κυρά-Σταμάτα και η Κυρά-Μελισσινή της γειτονιάς σχολιάζουν αυτό το κορίτσι με τα ωραία πόδια που μόλις πέρασε μπροστά τους.

Ένας στίχος του Ελύτη λαμπρός περιγράφει λαμπρά αυτή την υπέρλογη λογική της απροσδιοριστίας:
'Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα,'
Δηλαδή, η ουσία δε βρίσκεται στα δύο Δυνατά, αλλά στο Αδύνατο τρίτο.

Αντίφαση

Αυτός λοιπόν είναι ο παράλογος νόμος της φύσης που ορίζει να ‘σαι νεκρός και όταν ζεις, να ζεις και όταν έχεις πεθάνει. Και αυτός οργανώνει την βαθύτερη δομή της πραγματικότητας,

Ο αληθινός ποιητής δεν ημπορεί παρά να βιώνει την αντίφαση αυτής της σύστασης των πραγμάτων με όλη την τραγική της ακολουθία.

Κι άλλη φορά μου πέρασε από το χέρι, η πηγή της ζωής που ζούμε είναι ο θάνατος που φέρνουμε μέσα μας, Αλίμονο σε κείνον που ο θάνατος θα φύγει από μέσα του. Ένα πτώμα όσο και να αγωνίζεσαι να το κάμεις να πεθάνει, δεν θα τα καταφέρεις. Γιατί ο θάνατος έχει φύγει από μέσα του. Έχει πεθάνει.

Ύστερα, να μην λησμονούμε πως η λέξη τέλος στην ελληνική γλώσσα σημαίνει με δύο σημασίες. Με την πρώτη θα πει το τέλος, την τελευτή, το τέρμα, την παύλα, τη λήξη, το finis, το θάνατο. Με τη δεύτερη σημαίνει το σκοπό. Όπως οι τελικές προτάσεις, που λένε οι γραμματικοί, δηλώνουν το σκοπό.

Ο θάνατος λοιπόν είναι η λήξη, αλλά είναι και ο τελικός στόχος, ο έσχατος και ο συγκεντρωτικός σκοπός της ζωής μου. Όλα όσα κάνω εκεί αποβλέπουν και εκεί κατατείνουν. Η φορά της ζωής μου με φέρνει να πραγματώσω, να φτάσω, να κατορθώσω, να συντελέσω, να δικαιώσω, να αποκαταστήσω την εκκρεμή στιγμή του θανάτου μου.

Γιατί εκείνη η στιγμή θα νοηματοδοτήσει όλες τις πράξεις της ζωής μου. Και με τέτοιο νόημα ο Σόλων ελεεινολόγησε κάποτε τον Κροίσο της Λυδίας. Στάσου πρώτα να ιδώ πως θα πεθάνεις, του είπε, και ύστερα θα σου ειπώ αν υπήρξες άνθρωπος αληθινός και ωραίος, ή αν έζησες σαν αστεία κρεατούρα.

Ο θάνατος, όταν τον ατενίσει κανείς μέσα στο βασίλειο της φυσικής του νομιμότητας, δεν τρομάζει. Και μη φοβάσαι να μιλάς στα παιδιά για θάνατο.

Γιατί τολμάς, και πιο πέρα αναγνωρίζεις και παραδέχεσαι να κοιτάζεις στα μάτια ένα φαινόμενο έγκυρο, λειτουργικό, και δικαιωμένο. Και αν θέλεις ακόμη, έναν όρο αναγκαίο, απόλυτα βέβαιο, και γόνιμο για το κοσμικό παιχνίδι και τη φυσική τάξη.

Είναι και ο θάνατος πράγμα φυσικό. Όπως το μήλο στη μηλιά, το κυανού της θάλασσας, η αυγή που προβαίνει, ο ίσκιος του όρους.

Το να κουβεντιάζεις το θάνατο δεν οδηγεί στον πεσσιμισμό και στην άρνηση. Ούτε στην παραίτηση από τη ζωή, και στο μοιρολόι της φώκιας.

Αντίθετα ετούτος ο τρόπος στόχασης είναι ο μόνος τίτλος που πιστοποιεί πως ο άνθρωπος κατάκτησε την πνευματική του αρτίωση. Σε μαθαίνει να βλέπεις τα πράγματα και τη ζωή με την πιο εκλεκτή ένταση, και με ένα βλέμμα διαρκώς παρθενικό. Γιατί κάθε φορά τα βλέπεις και τα ζεις για τελευταία φορά.

Ποιητών κατάλογος

Οι οχτώ, ο Κάλβος ο Μακρυγιάννης ο Μυριβήλης ο Βάρναλης ο Σεφέρης ο Παλαμάς ο Καζαντζάκης και ο Ελύτης, είναι οι φωνές που θα ακούγονται, και οι γραφές που θα γράφουνται, ένα μεγάλο μέρος τους και για πολλά χρόνια.

Ο Κάλβος, αετός κρουσταλιασμένος και κύκνος. Σώζεται ολόκληρος.

Ο Μακρυγιάννης, μάρμαρο ελληνικό Πεντελικού και Πάρου. Στ΄ Απομνημονεύματα η αξία του.

Ο Μυριβήλης, αλιφασκιά και ιώδιο.

Ο Βάρναλης, οι καμπάνες της Ελλάδας να κελαηδούν και να ξυπνάνε τους έλληνες.

Ο Σεφέρης, στην κύρια ροή πνευματικός νομοθέτης, στους παραπόταμους ποιητής.

Ο Παλαμάς, έγραψε τα πολλά, για να σώσει τα λίγα.

Ο Καζαντζάκης, μόνο ο Ζορμπάς θα γλυτώσει.

Ο Ελύτης, ο λυρισμός του ποταμός του Απρίλη, ή τα πρώιμα γέλια στο ακροθαλάσσι της Ναυσικάς. Όμως τα αγάλματα λείπουν.

Οι τρεις, ο Σολωμός, ο Καβάφης και ο Παπαδιαμάντης, είναι η αγία τριάδα των οδηγητών και των πρωτοπόρων της πνευματικής μας ζωής.

Ύστερα από χίλιους χρόνους, αν υπάρχει ακόμη ο άνθρωπος στον πλανήτη, και οι έλληνες στον τόπο τους, εκείνοι που θα ζουν θα τους βλέπουν, όπως περίπου βλέπουμε σήμερα εμείς τον Πίνδαρο, τον Επίκουρο, και τον Ηρόδοτο.

Όλο ψηλά, στον αιθέρα, πάνω από τα πρόσωπα και μοίρες, διατάζω το δημοτικό τραγούδι.

Για τη νέα Ελλάδα το δημοτικό τραγούδι σημαίνει ότι σημαίνουν τα ομηρικά έπη για την αρχαία Ελλάδα.

Δάσκαλοι και ποντίκια

Μ’ ένα λόγο και για να το ειπώ απλά. Την επιθετική μετοχή και τα τελικά απαρέμφατα είναι εύκολο να τα μάθεις. Και σαν τα μάθεις είναι ευκολότερο να κάνεις επίδειξη με δαύτα σε κείνους που δεν τα ξέρουν.

Φοράς, σα να λέμε, τη στολάρα με τη φούντα και το λοφίο, γίνεσαι δηλαδή ο κύριος καθηγητής η αυθεντία τα ράσα του παπά, και ύστερα από το πόστο ενός γελοίου κορδακιζόμενου μπορείς πια να κοκορεύεσαι και να λεονταρίζεις. Κι ο κοσμάκης από κάτου, οι ξύπνιοι σε κάνουνε χάζι. Και τα χαϊβάνια θαυμάζουνε: βρέ τι Σολομώντας ειν΄ετούτος!

Μαθαίνεται λοιπόν η επιθετική μετοχή και το τελικό απαρέμφατο. Τη φράση όμως του Πλάτωνα, «η φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου», το στίχο του Ομήρου «πεθαίνουμε και χανόμαστε μια για πάντα σαν τα φύλλα των δέντρων», ή το φοβερό δίλεκτο του Αισχύλου «θα μάθεις σαν πάθεις», είναι δύσκολο να τα κατανοήσει κανείς. Και παρά πέρα, είναι πολύ δυσκολότερο να τα υιοθετήσει κανείς, να τα καταλύσει σαν άρτο, και να τα κάνει τρόπο ζωής. Modus vivendi, που λένε.

Γιατί οι φράσεις αυτές είναι το νερό το μαύρο, και το κόκκινο, και το φαρμακερό της κυπριακής παραλογής. Είναι σα να ξύνεις με τα νύχια σου το μάρμαρο και ν΄ αγωνίζεσαι να χαράξεις πάνω του αρχαϊκή τη μορφή σου.

Οι έλληνες ζήσανε

Το πρόβλημα λοιπόν διατυπώνεται έτσι: Δεν έχει νόημα να διδάσκεις τη διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών, έστω κι αν η δεξιοτεχνία σου ξεπερνά τις «ηλεκτρικές τρίπλες» του Μαραντόνα, όταν δεν έχεις ιδέα για το τι είναι ο κλασικός κόσμος. Όταν δεν άκουσες ποτέ σου το λόγο: οι έλληνες δε γράψανε, οι έλληνες ζήσανε.

Ο Ελληνικός πεσσιμισμός

Έρχομαι τώρα στα τέσσερα σημεία που δείχνουν την κακή πορεία της παιδείας μας.

Το πρώτο σημείο της άγνοιας και της πλάνης είναι ότι δεν μας έ­μαθαν ποτές, πως οι έλληνες στάθηκαν ένας κόσμος άκρα μελαγ­χολικός.

Το καθημέρα των ελλήνων είναι το όρος Σίπυλο της Νιόβης, ό­που όλες οι βρύσες στάζουνε λύπη. Η λιγνή Ελλάδα ήταν μία κλαίου­σα ιτιά. Εδώ ως και τα ζώα μύρουνται και δακρύζουν. Θυμήσου, για παράδειγμα, τα δάκρυα που χύνανε τα άλογα του Αχιλλέα [Ομήρου, Ρ 437-8].

Στη χλωρίδα του ελληνικού στοχασμού βασιλεύουν τα κλαδιά των νεκρών. Το κυπαρίσσι και ο ασφόδελος.

Ούτε πριν ούτε μετά, κανένας λαός δεν ερεύνησε τα άγνωστα της φύσης και τα μυστήρια της ψυχής, για να φτάσει το βαθύ σκοτάδι και το συμπαγές μηδέν που φτάσανε οι έλληνες.

Κανένας λαός δεν βυθίστηκε όσο οι έλληνες στη μαύρη χολή του απαίσιου και της ματαιότητας. Μαύρη χολή. Μελαγχολία αλλιώς.

Βούδας, Σοπενχάουερ και όλες οι φιλοσοφίες του πεσσιμισμού και της άρνησης, μπροστά στον καημό των ελλήνων είναι αθλοπαι­διές και αθύρματα.

Και καμία θεωρία που υψώθηκε στο γενικό δεν άφηκε να της ξε­φύγουν τόσες φωνές αίρεσης, παράπονου, και απόγνωσης, όσο η κο­σμοθεωρία των ελλήνων.

Οι έλληνες είναι οι αυτουργοί, οι πρωτουργοί, και οι δημιουργοί του θρήνου και της σφοδρής σιωπής. Πρώτοι αυτοί δουλέψανε το νόημα της μοίρας και της συμφοράς. Σε σχέση με τον άνθρωπο, το άδικο το είδαν σε κλίμακα πανανθρώπινη. Και σε σχέση με τον κό­σμο, το κακό το είδαν σε κλίμακα παγκόσμια. Το κακό που είδαν οι έλληνες στη φύση η σύγχρονη φυσική το ονόμασε εντροπία, και τό ‘κλεισε στο δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής.

Είναι παράξενο που ετούτος ο Καύκασος της μοναξιάς και του πά­γου φαίνεται πως δεν φαίνεται στα έργα και στα λόγια τους.

Καθώς τα καράβια τους ταξιδεύουν στις γλαυκοκύανες θάλασσες, το μαγνάδι της επιφάνειας δεν αφήνει να φανεί πουθενά, ότι σε ό­λους εκείνους τους πλησίστιους πλόες λάμνει η βέβαιη αίσθηση και η βέβαιη γνώση τους για το κακό του κόσμου και για το άδικο του ανθρώπου.

Από ένα σημείο μάλιστα και πέρα αυτό το παράξενο γίνεται θαυμαστό. Γιατί όλος εκείνος ο κόσμος του θρήνου μετουσιώνεται σε κατανόηση και σε πικρή περηφάνεια. Γίνεται δηλαδή η ελληνική τέχνη.

Γίνεται εγκαρτέρηση, ήμερη κυριαρχία του λόγου στο άλογο, ό­ραση και εννόηση της βαθύτερης οργάνωσης του σύμπαντος.

Γίνεται το μελαγχολικό μειδίαμα ενός μελλοθάνατου που βλέπει ότι πεθαίνει. Δεν αφήνεται όμως στην παρηγοριά που προσφέρεται να του δώσει ο λόγος των γύρω του ότι θα ζήσει χρόνια ακόμη.

Αυτός ο μεταπλασμός της μελαγχολίας των ελλήνων σε τέχνη εί­ναι καίριας σημασίας. Γιατί άλλαξε το ποιόν και την υφή της. Τη μετέτρεψε από άρνηση σε δύναμη, και από εγκατάλειψη σε καρτερία. Έγινε δηλαδή ένας πεσσιμισμός χαρούμενος. Μία δυστυχία, που ωστόσο βρίσκει να χαίρεται. Αυτή την αιχμηρή κορυφογραμμή της χαρμολύπης, που οι έλληνες την περπατούν πολύ προσεχτικά, ο Ό­μηρος τη λέει «δακρυόεν γελάν» [Ομήρου Ζ 484].

Από ένα πανίσχυρο αποθεματικό θέσεων που μιλούν για τη με­λαγχολία των ελλήνων, θα φέρω δύο δημώδεις μαρτυρίες και μία λόγια κατάθεση, για να δειχτεί ο όγκος και το βάρος της ελληνικής λύπης.

Λένε, λοιπόν, πως κάποτε έγινε ένας αγώνας [Το γνωστό Certamen Homeri et Hesiodi] ανάμεσα στον Ό­μηρο και στον Ησίοδο για το πρωτείο. Να κριθεί, τέλος πάντων, στους έλληνες, ποιος από τους δύο μεγαλύτερους είναι ο πιο μεγάλος.

Η επιτροπή κρίσης, εκεί κάπου στην Αυλίδα ή στις Θήβες, κάθι­σε με σεβασμό τους δύο σοφούς στο θρονί τους, και άρχισε να τους ερωτά. Ήθελαν να μετρήσουν, ποιος θα δώσει τις πιο φρόνιμες α­ποκρίσεις στα ζητήματα.

Ρωτήσανε τον Ησίοδο, και αποκρίθηκε ζυγιασμένα. Οι θέσεις που έλαβε, φανέρωναν τον άνθρωπο με την πλούσια πείρα που έζησε στον κόσμο ζωντανός. Που έκαμε, και έπαθε, και έμαθε.

Ρωτήσανε και τον Όμηρο. Ο γλυκός αοιδός με τη λευκή κεφαλή και τα άδεια μάτια, που κάποια ερμηνεία θέλει να επιμένει πως έχα­σε το φως του γιατί δεν άντεξε το πολύ κακό που αντίκρυσε στον κόσμο, τους άκουσε μειλίχια.

Πες μας, λοιπόν, αστέρι στις θάλασσες και ήλιε στα βουνά, του είπανε. Πες μας, ποιο είναι το μεγαλύτερο στον άνθρωπο καλό. «Άριστο σε όλους και σε όλες», αποκρίθηκε ο Όμηρος, «είναι ο άν­θρωπος ποτέ να μη γεννιέται!».

Η επιτροπή έμεινε καγκελόξυλο. Ένας πονηρός όμως ανάμεσα στους κριτές, ένας ελληνικά πονηρός, ένας μικρός Οδυσσέας, σκόρ­πισε την ταραχή που γέννησε η σπαθιά του Ομήρου με μια δεύτερη ερώτηση.

Κανένας, του λέει, δεν μας ζήτησε γνώμη, αν θέλουμε να μας γεν­νήσει ή όχι. Να μας ειπείς, λοιπόν, ποιο είναι το δεύτερο στον άν­θρωπο καλό, που να το κρατά και στο χέρι. Το πάντων αιρετώτατον. Εκείνο που να μπορούμε δηλαδή να το διαλέγουμε κιόλας.

«Το δεύτερο στον άνθρωπο καλό», είπε ο Όμηρος, «είναι όταν γεν­νηθεί ο άνθρωπος, αμέσως να πεθαίνει» [Homeri opera, υπό T.W. Allen. Εκδ. Οξφόρδης, τόμος V, σ. 288: «αρχήν μεν μη φύναι επιχθονίοισιν άριστον· φύντα δ’ όμως ώκιστα πύλας Αίδαο περήσαι.»].

Αυτή η απόκριση κρύβει τη βία της ανάγκης και την αλυπησιά του χάρου. Και κάνει τον Όμηρο να γίνεται ο πρώτος τιμητής του θεού, όπως ο Κάιν είναι ο πρώτος φονιάς του ανθρώπου.

Όσο και να εξερευνά κανείς στη χώρα του θρήνου, δεν θα βρει πικρότερη θέση. Όπως δεν πρόκειται να βρει γυναίκα πιο ωραία από την ωραία Ελένη, που και κείνη την έπλασε ο Όμηρος.

Ωστόσο εμείς μπορούμε να γνωρίζουμε πως πίσω από τον Όμη­ρο δεν μιλάει ο Όμηρος, αλλά το συλλογικό πνεύμα της Ελλάδας.

Τα λόγια του είναι η δημοτική απήχηση του πνεύματος ενός λαού απάνου σ’ ένα ερώτημα που αγωνίζεται να κλείσει όλα του ανθρώ­που τα υπάρχοντα. Είναι μία απόκριση ίδια με τη λύση που προσπα­θεί να δώσει σήμερα η θεωρία του ενιαίου πεδίου, όπου μέσα σ’ ένα τύπο οι φυσικοί αγωνίζουνται να κλείσουν όλους τους νόμους της φύσης.

Άλλωστε το ξέρουμε, διακόσιους χρόνους τώρα κοντά, πως ο Όμηρος δεν υπήρξε. Το αθάνατο όνομά του είναι το δημοτικό τρα­γούδι των παλαιών ελλήνων.

Στα ίδια πατήματα βρίσκεται και η ιστορία που σώθηκε στα Απο­σπάσματα του Αριστοτέλη, και σ’ ένα κείμενο του Πλουτάρχου. Εί­ναι μάλιστα σημαδιακό, που η ιδέα αρχίζει με τον Όμηρο, την εκκίνηση, περνάει από τον Αριστοτέλη, το τέρμα της κλασικής Ελ­λάδας, και τελειώνει στον Πλούταρχο, την κατακλείδα του ελληνι­κού κόσμου.

Και να μη λησμονούμε ότι ο Πλούταρχος είναι μία επιβλητική μορ­φή στην Ελλάδα. Ρουσσώ, Γκαίτε, και Ναπολέων τον είχαν ολοζωής στο μαξιλάρι τους.

Κυνηγούσε, λέει η αφήγηση [Rose V., Aristotelis qui ferebantur Librorum Fragmenta, Lipsiae 1886, 40, 1481b], ο βασιλιάς Μίδας αγρίμια στα όρη της Μακεδονίας. Εκεί, αποσταμένος, έγειρε στη ρίζα ενός δρυ να συνεφέρει. Τότες ήταν που είδε δίπλα του το Σιληνό να κοιμάται.

Έχω την ευκαιρία, συλλογίστηκε ο ξύπνιος βασιλιάς. Και πιάνει το δαίμονα, και τον δένει με το σκοινί, να μη φύγει. Λέει:

— Εγώ θα σ’ απολύσω, αλλά πρώτα να μου ειπείς.

— Πες το μου, να στο ειπώ, κι απέ να μ’ αφήσεις να φύγω, του λέει ο αρχισάτυρος. Κι ούτε χρειαζόταν να με δέσεις, για να σου ειπώ.

— Εξήγα μου, λοιπόν. Εσύ που κρέμεσαι ανάμεσα ουρανού και γης, και γνωρίζεις πράγματα που δεν τα φτάνει ανθρώπου νους. Ε­ξήγα μου, γιατί χρόνους τώρα τυραννιέμαι, και πάω να κρεπάρω. Ποιο είναι το μεγαλύτερο στον άνθρωπο καλό;

Ο Σιληνός αλαφιάστηκε. Τον συνεπήρε το ξάφνιασμα, ιδιοτρόπησε, κοίταξε πέρα.

— Λύσε με να πηγαίνω, του λέει, και τράβα στο καλό σου. Ρωτάς πράγματα που δεν απαντιούνται.

Ο Μίδας εστάθηκε.

— Κι αν δε μου αποκριθείς, του λέει, σ’ αυτό που σ’ ερωτώ, δεν έχεις λευτεριά. Εδώ στο δέντρο θα μείνεις δεντρωμένος. Όσο να σε λύσει ο λιμός, και να σε κατελύσει ο λύκος.

Θύμωσε τότε ο δαίμονας. Τίναξε βίαια τα χέρια του ψηλά, πέσανε τα δεσμά. Έστρεψε και κοίταξε τον άνθρωπο βλοσυρά, κι όλα τα γύρω μυρίσανε θειάφι. Το θείο συνεπήρε τον τόπο. Ο Μίδας, του πάρθηκε η μιλιά, κι έπεσε κατά γης. Και τότε ο Σιληνός, ο κορυφαίος στα όργια και ο σύντροφος του Διονύσου, τον επετίμησε:

- «Δαίμονος επιπόνου και τύχης χαλεπής εφήμερον σπέρμα, τι με βιάζεσθε λέγειν, ά υμίν άρειον μη γνώναι;»

μ’ ερωτάς, συνεχίζει,

«τί εστι το βέλτιστον τοις ανθρώποις, και τί τών πάντων αιρετώτατον»· μάθε το λοιπόν, και σκάσε:

«μετ’ αγνοίας των οικείων κακών αλυπότατος ο βίος. Άριστον γαρ πάσι και πάσαις το μη γενέσθαι. Δεύτερον δε το γενομένους αποθανείν ως τάχιστα» [Πλουτάρχου, Παραμυθητικός προς Απολλώνιον, 115 d].

Εντελώς ομοιότυπη για τον πεσσιμισμό των ελλήνων με τις δημο­τικές μαρτυρίες του Ομήρου, του Αριστοτέλους και του Πλουτάρχου, είναι και η προσωπική κατάθεση του Σοφοκλή που γίνεται με το στό­μα του χορού στο βασιλιά Οιδίποδα:
Μη φύναι τον άπαντα νι­-
κά λόγον· το δ’, επεί φανήι,
βήναι κείσ’ οπόθεν περ ή-
κει πολύ δεύτερον ως τάχιστα.
(Το πιο καλύτερο απ’ όλα θε νά ‘τανε
να μην είχε κανείς γεννηθεί,
ή, μια που ήρθε στο φως,
να γυρνά κείθ’ όπου ήρθε μια ώρα πιο μπρος.
[Σοφοκλέους, Οιδίπους επί Κολωνώι, 1224. Μετάφρ. Γ. Γρυπάρη]. Εκτός από το Σοφοκλή είναι και πολλοί άλλοι έλληνες που μιλάνε με την ίδια πεσιμιστική σφοδρότητα. Ο Πλάτων λ.χ., ο Ευριπίδης, ο Βακχυλίδης, ο Θέογνις).

Το συμπέρασμα είναι πως από όλη ετούτη την κοιλάδα των κλαυθμών οι δάσκαλοι και οι διδακτικοί δεν μας έδειξαν φύλλο. Αντίθετα, μας είπαν τα αντίθετα. Μιλούν για ήλιο τα μεσάνυχτα και για πανη­γύρια στο καταχείμωνο.

Η Ελλάδα, μας λένε, σημαίνει την ηρεμία, το ρυθμό, τη γαλήνη. Ελλάδα είναι ο λογισμός, η αγνή απλότητα, η ευδαιμονία, το μέτρο. Προπάντων το μέτρο.

Όλα της Ελλάδας τα χωρεί ο Ζυγός στον ουρανό των ζωδίων. Και τα εννιά ξανθά κορίτσια της Αρμονίας τρέχουν με μικρές φωνές στα ειρηνικά πλατάνια του ποταμού. Ασπροεντυμένες και γάργαρες, σαν τη Ναυσικά και τις άλλες λουίζες, παίζουν τον κλήδονα και τη σφαίρα. Αλλά «quid πλατανών opacissimus» [Σεφέρη Γ., Ποιήματα, Ίκαρος 1979, σ. 60], που έλεγε ο Πλίνιος Νεότερος, και ο Σεφέρης. Γιατί helas θα πει αλίμονο, λέει ο Σεφέρης πάλι [Σεφέρη Γ., Έξι νύχτες στην Ακρόπολη. Εκδ. Ερμής, Αθήνα 1974, σ. 47], και όλοι οι γαλλόφωνοι [Η λέξη helas στα γαλλικά σημαίνει αλλίμονο].

Το δεύτερο σημείο της άγνοιας και της πλάνης είναι η λάθος εικόνα που μας δώσανε για την ελληνική τέχνη.

Πώς στέκεται ο σύγχρονος έλληνας απέναντι στην κλασική τέχνη; Οι μισοί κάτοικοι της Αθήνας δεν ανέβηκαν ποτέ στην Ακρόπολη. Και οι άλλοι μισοί ανέβηκαν για να ιδούν το Λυκαβηττό και τα ελενίτ στις στέγες του Ταύρου.

Τα καλοκαίρια ταξιδεύουμε στους Φιλίππους και στη Δωδώνη, να ιδούμε αρχαία τραγωδία, κι έχουμε το τέμπο των γιουρούκηδων, όταν εισβάλλουν στα γήπεδα.

Τι Μητρόπουλος, τι Μητροπάνος! άκου­σα κάποτε να λένε δυο νέοι μπροστά στην προτομή του Μητρόπουλου στην Επίδαυρο.

Στην πραγματικότητα, η τέχνη των Ελλήνων καθρεφτίζει τον αγώνα τους να νικήσουν τον πεσσιμισμό τους.

Η ελληνική τέχνη είναι το γέννημα του αδυσώπητου αλλά και του εξαίσιου κόπου να μετουσιώσει το βάρος του κόσμου σε ελαφράδα ζωής. Η θλίψη που γέννησε στον Έλληνα η γνωριμία του με το κακό του κόσμου, με το malum physicum καθώς το λεν, παραχώρησε τη θέση της σε μία πικρή αποδοχή, σε μία συναίνεση ανάγκης με τις σκληρές δομές της φύσης. Και το πράγμα έγινε μ’ έναν τρόπο, ώστε την εγγενή συφορά του ανθρώπου να μην τη νοθέψει η δειλία και ο δόλος. Να μην κουκουλωθεί το κακό δηλαδή με την αυταπάτη και το ψέμα.

Πολύ περισσότερο, από αυτή την αισχρή παραποίηση να μην προκύψει στο τέλος παρηγοριά και συμφέρο. Γιατί όταν η συμφορά συμ­φέρει, να τη λογαριάζεις για πόρνη, λέει ο Ελύτης.

Αυτό το τελευταίο σημείο είναι ανάγκη να κατανοηθεί ως την ά­κρη του. Αλλιώτικα, η εικόνα μας για τους Έλληνες και την τέχνη τους θα σωριαστεί συγκορμοδεντρόριζη.

Το παράδειγμα που φέρνω, για να δείξω ότι οι Έλληνες δε νοθέψανε τη γνώση τους για τη σκληρότητα και την απανθρωπιά της φύ­σης, είναι ότι μπροστά στον τρόμο του θανάτου αρνήθηκαν να παρηγορήσουν με την ψευτιά για μια ζωή μετά θάνατο.

Θάνατος για τους Έλληνες δεν εσήμαινε το σταθμό που αλλάζω τραίνο. Από Γευγελή δηλαδή τραβάω για Λουμπλιάνα, και πάει λέ­γοντας.

Θάνατος για τους Έλληνες εσήμαινε ανυπαρξία ατελεύτητη, και σκοτάδι για πάντα. Αυτή την οδηγία τους έδωκε η γλώσσα και η σοφία της φύσης. Όλα τα άλλα είναι γεννήματα του φόβου μπροστά στο θάνατο, και δουλειά της φαντασίας. Είναι το τι δεν αντέχουμε, το τι δε θα θέλαμε, είναι πλύση εγκεφάλου από την παράδοση και τη συνήθεια, και δόλος αβυσσαλέος.

Ξέρεις πόση απόσταση υπάρχει ανάμεσα σ’ εκείνον που τιμά τη φυσική γνώση πως όταν πεθάνει θα χαθεί, όπως χάνεται το φύλλο του δέντρου, που λέει ο Όμηρος, και ανάμεσα σ’ εκείνον που τον έμαθαν να πιστεύει πως όταν πεθάνει, θα μεταναστέψει σε κάποια υπερουράνια Αμερική;

Αληθινή γνώση για τη φύση και τη μοίρα

Στο πρόβλημα του θανάτου, που για τον άνθρωπο είναι το πρό­βλημα των προβλημάτων, και για τη φιλοσοφία ο μόνος δρόμος που οδηγεί στη γνήσια έρευνα και στην αληθινή γνώση για τη φύση και τη μοίρα του ανθρώπου, όπως ισχυρίζεται ο Πλάτων, οι Έλληνες δεν καταδέχτηκαν να κοροϊδέψουν τον εαυτό τους. Αρνηθήκανε να αυτοεξευτελιστούν.

Και αφού δεν τον κορόιδεψαν εδώ, στον κίνδυνο και στον αγώνα τον έσχατο, είναι αυτονόητο πως δεν τον κορόιδευαν και σε τίποτα άλλο. Κυ­νήγησαν τον πάνθηρα δηλαδή, και θα κιότευαν μπροστά στους ψύλλους;

Αυτή η μοναδικότητα, αυτή η παλικαριά, και το σέβας των Ελλή­νων στην αλήθεια της φύσης και στην αξία του ανθρώπου, του αδύ­ναμου και τραγικού ανθρώπου αλλά του αληθινού και εξαίσια ωραίου, πέρα από την επιστήμη και την πολιτική συνείδηση, γέννη­σε κυρίως την τέχνη τους. Ο καημός του θανάτου γέννησε στους Έλληνες την τέχνη. Εκεί που ο φόβος του θανάτου γέννησε στους λαούς τις θρησκείες.

Στην πρώτη περίπτωση το προϊόν είναι η αλήθεια, το ανθρώπινο, η τραγικότητα. Στη δεύτερη περίπτωση το προϊόν είναι η πανουργία, η απάτη, απλοϊκό με την έννοια του μπερντέ του καραγκιόζη.

Σε τούτο το γεωμετρικό σχήμα τη γεωμετρική απόδειξη του λόγου τη δίνει ένα σοφό λόγιο που όλοι δεχόμαστε την αλήθεια του. Δεν εσταθήκαμε όμως να συλλογιστούμε τους όρους που συνιστούν το βαθύτερο νόημα του.

Τον πλούτον εμίσησαν πολλοί, την δόξαν ουδείς

Τον πλούτον εμίσησαν πολλοί, την δόξαν ουδείς. Αυτό είναι το ρητό στο στόμα του λαού μας. Έλα τώρα να ιδούμε τι είναι ο πλού­τος. Και τι είναι η δόξα που τον υπερβάλλει συντριπτικά.

Φέρε στο μυαλό σου τον Κροίσο, ή τον Κράσσο, ή τον Ωνάση. Φέρε τον τραπεζίτη, το σταφιδέμπορο τσιφ Λόντρα που λέει ο Έλιοτ. Και το σατράπη του Αρταξέρξη, και το μαχαραγιά του Κα­σμίρ, και το μεγιστάνα της εποχής των Υξώς. Έχεις μπροστά σου την εικόνα του πλούσιου.

Τι είναι όμως η δόξα; Η δόξα είναι όταν πεθάνεις να μείνει η μνήμη σου σ’ αυτούς που θα ζούνε καλόφημη και ζητωτή.

Σολωμός, για παράδειγμα, Μαρκομπότσαρης, Βενιζέλος, Δελμούζος. Και κάθε άλλη τίμια και χαραγμένη υπόληψη. Μόνο πρόσεχε! όχι Ηρόστρατος, Ιωάννης Κωλέτης, Γερμανός Μαυρομάτης, οι δοσίλογοι της Κατοχής, και οι παρόμοιες ντροπές και ατιμίες.

Η δόξα δηλαδή, είναι η μόνη ιδέα ζωής μετά θάνατο. Είναι η μό­νη εικόνα της αθανασίας του ανθρώπου. Είναι η μετά το θάνατο ενδοκοσμική, όχι υπερκόσμια ή υπερβατική, παρουσία του ανθρώπου μέσα στους άλλους ανθρώπους. Μια κατάσταση που στη λογική μας στέκεται ψηλαφητή, βεβαιωμένη, αποδείξιμη.

Τι σημαίνει ότι κατάχτησε κάποιος τη δόξα; Ότι κέρδισε την ενδοκοσμική αθανασία του, ή την επιβίωση της ύπαρξης του μέσα στη μνήμη των ανθρώπων;

Σημαίνει ότι όταν πεθάνει δε θα επιστρέψει εις το μεγάλο Τίποτε. Ότι δε θα τον αφανίσουν οι αιώνες των αιώνων μέσα στην αχανή λήθη του σύμπαντος.

Ότι ενίκησε το θάνατο σα λησμονιά. Όσο βέβαια είναι ορισμένο στον άνθρωπο να νικά το θάνατο. 'Όσον εν­δέχεται αθανατίζειν', που λέει ο Αριστοτέλης.

Το τέλειο ερωτικό ζευγάρι

Παρόμοιο συναπάντημα τελειότητας, σε άλλο επίπεδο, ο λατίνος ποιητής Μαρτιάλης το ‘βρισκε στην ερωτική σμίξει του Έκτορα και της Ανδρομάχης

Ο Έκτορας και η Ανδρομάχη ήταν, έλεγε, το πιο τέλειο ερωτικό ζευγάρι του αρχαίου κόσμου, γιατί έκλεινε τις κατηγορίες του ποσού και του ποιού ολόκληρες και ακραίες. Τη νεότητα, την εμορφιά, τη δράση, την απειλή, την καθαρότητα, το θάνατο.

Το αίνιγμα της Σφίγγας

-Το ζητούμενο στο αίνιγμά σου το ονομάζω Άνθρωπο, της αποκρίνεται ο Οιδίποδας.

Και το θηρίο αμέσως επιστρέφει στο βάθος της όψης του και αφανίζεται. Η φύση νικιέται. Αρχίζει η εποχή της δυναστείας του έμφρονος ανθρώπου. Ο homo sapiens προβαίνει.

Ο άνθρωπος Οιδίποδας

Ο άνθρωπος δεν είναι άγγελος. Σφάλλεται, αμαρταίνει, πέφτει. Και ο Οιδίποδας είναι άνθρωπος. Η κύμανση της ηθικής του δράσης θα βουλιάζει και θα υψώνεται από τα Τάρταρα των ποταμών ως τον Όλυμπο των ορέων.

Ο Οιδίποδας της πράξης, λοιπόν, είναι ο κάθετος, ο αλύγιστος , ο ραγδαίος. Είναι ο πατροκτόνος , ο αλαλάζοντας, ο νικητήριος, ο αιμομίκτης. Είναι ο τύραννος, ο επιδημιαφόρος, ο υβριστής, ο τρισκατάρατος.

Και ταυτόχρονα είναι ο μεγαλόψυχος, ο ανεξίκακος και ο φροντιστικός. Είναι ο δικαιοκρίτης Οιδίποδας, ο ευεργέτης, ο σοφός και ο σωτήριος. Και κύρια είναι ο θεοφιλής ιδρυτής και οικονόμος του ανθρώπου.

Οι θεοί που σε χάσανε, είναι οι ίδιοι που τώρα σε σώζουν, θα του φωνάξει ο Σοφοκλής, όταν τυφλός και πολύπαθος πια μπαίνει στην τελική ευθεία της κατάβασης στον Αδη.

Φτάνει, και φτάνουμε μαζί του, τη στιγμή που η ζωή του αγγίζει το ανείδωτο και το ανείπωτο και το απίστευτο σημείο. Ο Οιδίποδας τελειώνει στο φωτεινό Κολωνό μ’ ένα τρόπο που δεν είναι ο θάνατος. Περισσότερο φαίνεται μια κάποια ιδέα Ανάληψης. Ανάληψης τόσο πιο ανθρώπινης και τόσο πιο αληθινής, όσο δεν ανεβαίνει στον ουρανό το μετέωρο αλλά κατεβαίνει στη γη τη χειροπιαστή. Ολοσώματο τον αρπάζουν του τάφου οι αόρατες πλάκες και τον οδηγούν σε αόρατους τόπους.
άσκοποι δε πλάκες έμαρψαν
εν αφανεί τινι μόρω φερόμενον.
Η Ανάληψη του Οιδίποδα στη γη δηλώνει ότι τα Ηλύσια των ελλήνων είναι ο τόπος του σωσμού και της δικαίωσης του ανθρώπου. Του ανθρώπου που ζει, βασανίζεται, αμαρταίνει αθέλητα και πληρώνει θεληματικά. Έτσι κυρώνει το νόμο και το νόημα της ύπαρξης του. Κρίνεται, και δικαιώνεται.

Η τρίτη κορφή της υπαρκτικής οροσειράς του Οιδίποδα περιγρά­φει την τρισεύγενη και καταστροφική ορμή που μας φέρνει να ζητάμε να μάθουμε την αλήθεια ως την ακραία άκρη της.

Ο περήφανος και ο τίμιος άνθρωπος θα ζητήσει την εσχατιά της αλήθειας, παρότι υποψιάζεται ότι το φως της θα τυφλώσει τη χωματένια του όραση.

Όταν ο Οιδίποδας θα τιναχτεί σαν βέλος, και θα μάθει το έσχατο τι και το έσχατο πώς της ύπαρξης του, χωρίς να διστάξει στιγμή θα αρπάξει τα χέρια του και θα βγάλει τα μάτια του.

Θυμήσου πάλι και τα λόγια του Σιληνού στο Μίδα: μετ΄αγνοίας των οικείων κακών αλυπότατος ο βιός. Οι έλληνες, τίμιοι και περήφανοι, δεν καταδέχτηκαν να ζήσουν στην άγνοια. Πολύ περισσότερο την άγνοια τους δεν την έκαμαν απατηλό σημείο σωτηρίας και ρεζίλεμα.

Αγάπη είναι η υποταγή στη φυσική και στην ηθική τάξη

Σχετικά με την αγάπη, την παρούσα στους χριστιανούς και την απούσα στους Έλληνες, αν θέλουμε να βρισκόμαστε σύμμετροι όχι με την πλάνη και την υποκρισία αλλά με την αλήθεια και την εντιμότητα, θα υποχρεωθούμε να αναδιατάξουμε τις θέσεις μας από τα θεμέλια τους.

Για τους Έλληνες αγάπη είναι η υποταγή στη φυσική και στην ηθική τάξη, αυτό που διαφορετικά το περιγράψανε με τη μεγαλώνυμη λέξη της Δίκης. Να επιδικάζεις στον άνθρωπο την τιμή του, να μη γίνεσαι υπέρογκος και υβριστής απέναντι στους νόμους της φύσης και στους νόμους των ανθρώπων, αυτό που οι ευρωπαίοι ερμηνευτικά το βάφτισαν ουμανισμό Και όλα αυτά χωρίς γλυκασμούς και χωρίς ηχηρότητα. Με γνώση, με πικρά και με βούληση.

Για τους έλληνες δηλαδή, αγάπη δε σημαίνει να δίνεις τον ένα από τους δυο χιτώνες σου. Αλλά να μην επιτρέπεις στον εαυτό σου να έχει τρεις χιτώνες όταν ο διπλανός δεν έχει κανένα.

Η θέση των χριστιανών να δίνεις από τα δυο το ένα σε κείνον που δεν έχει κανένα, είναι η νοσηρή αντίδραση απέναντι στους νοσηρούς όρους. Η ελεημοσύνη δεν ταιριάζει στον αξιοπρεπή και τον περήφανο άνθρωπο. Γιατί ζητεί να λύσει το πρόβλημα προσωρινά, και εκ των ενόντων να «κουκουλώσει» μια κοινωνική αταξία.

Ενώ η θέση των ελλήνων να μην αποχτήσεις τρία, όταν ο δίπλα σου δεν έχει ούτε ένα, είναι η υγεία. Σου υποδείχνει να προλαβαίνεις στοχαστικά, για να μη χρειάζεσαι ύστερα να γιατροπορεύεις ατελέσφορα.

Ο θάνατος είναι η μοναδική σταθερά
Η ώρα του θανάτου που κάποτε θα΄ρθει για τον καθένα μας, ο θάνατος είναι η μοναδική σταθερά της ανθρώπινης φύσης, είναι μια ώρα απερίγραπτης τραγικότητας. Γιατί εκείνη τη φοβερή στιγμή ο άνθρωπος εξοφλεί την επιταγή της ζωής.

Η επιταγή της ζωής σου

Ρωτάς: ποια είναι η χρέωση, και ποια είναι η σπατάλη μου; Μα είναι η ίδια η ζωή. Η ζωή η δική σου που έζησες, με όλες τις χαρές που σου ‘δειξε. Ότι είδες τον ήλιο το πρωί, και τη θάλασσα τον Ιούλιο. Ότι περπάτησες σε μια ρεματιά το Μάη μ’ ένα κορίτσι στο πλάι σου, κι ακούσατε τ’ αηδόνι. Ότι δίψασες, και ήπιες το κρύο νερό της πηγής. Αυτά πληρώνεις την ώρα που πεθαίνεις.

Εκείνη, λοιπόν, τη στιγμή της ανεκλάλητης χρείας και της φρικτής εγκατάλειψης είναι ακριβώς που εδιάλεξε η εκκλησία να φορτώσει τον αφελή χριστιανό με τους αιώνιους τρόμους της Κόλασης:

Θα ζεις, του λέει, αιώνια κλεισμένος σ΄ έναν πύρινο τάφο.

Θα περνάς τους αιώνες με το αίσθημα του ραγδαίου ιλίγγου ενός ανθρώπου που γκρεμίζεται από τον τριακοστό όροφο.

Θα περπατάς γυμνός σε άδεντρο τόπο, κάτου από ένα ορμητικό φλογοβρόχι.

Θα σε ρίχνουν χωρίς σταματημό σ΄ένα βαθύ πηγάδι γιομάτο με κόκκινα, και μαύρα, και κίτρινα φίδια. Κόμπρες, οχιές, κροταλίες.

Θα βουτάς σε βόθρους. Και θα πνίγεσαι επαναληπτικά και ακαταύπαστα μπουκωμένος στα περιττώματα.

Μυτερώνυχοι διάβολοι θα σε καρφώνουν ανάσκελα με τεράστιες πηρούνες.

Θα’ σαι φυτεμένος αιώνια στους πάγους, και θα σε φυσάει κατάγυμνο ο δρεπανηφόρος Καικίας.

Θα μεταμορφώνεσαι σε δέντρο, σε φίδι, σε τέρας. Θα ζεις, δηλαδή το μαρτύριο της αλλαγής της σάρκας σου.

Και όλα αυτά τα φρικώδη στους αιώνες των αιώνων. Χωρίς την ελπίδα της παύλας.Ο Δάντης εκείνους που διαβαίνουν την πύλη της Κόλασης τους βάζει να διαβάζουν μια επιγραφή που δεν παρηγοριέται με τίποτα:

Την πάσα ελπίδα αφήστε όσοι περνάτε!

Να φορτώνεις λοιπόν τον άνθρωπο τον αφελή και τον αθώο κάπου, γιατί είναι το μεγάλο σου θύμα, με τέτοιες φρικτές φαντασίες την πανίερη και την υπέρτατη και τη φοβερή ώρα που ψυχομαχεί την ώρα που δίνει την πιο άγρια μάχη – τι’ ναι μπροστά της τα Γαυγάμηλα και οι Κάννες και η Μάχη των Εθνών! – να βγει η ψυχούλα του για να λυτρωθεί από την αγωνία του θανάτου. Ερωτώ: ποιος σατανάς, ποιο ανθρώπινο τέρας, ποιος αρχιτέκτονας του σκότους και του ουαί θα μπορούσε να δείξει αγριότερο μίσος και να επινοήσει χειρότερο μαρτύριο για τους ανθρώπους;

Η διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και τους χριστιανούς

Τι ορίζει τη διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και στους χριστιανούς; Μια διαφορά, που από ένα σημείο και πέρα γίνεται αντίθεση, εναντίωση, ρήξη, πάλη της φωτιάς με το νερό;

Εκείνο που ορίζει τη διαφορά είναι κάτι άλλο και σαφές, όσο και το φύλλο της Ελιάς. Αλλά γι’ αυτό ακριβώς είναι απόλυτο και ακραίο.

Η διαφορά ανάμεσα στους δύο είναι πως οι Έλληνες οικοδόμησαν έναν κόσμο που στηρίζεται στην παρατήρηση και στη νόηση, ενώ οι χριστιανοί οικοδόμησαν έναν κόσμο που στηρίζεται στην υπόθεση και στη φαντασία.

Η παρατήρηση των ελλήνων είναι τέτοιας ποιότητας, ώστε πάντα να βεβαιώνεται πρακτικά από τα συμβαίνοντα στη φύση, και πάντα να αποδεικνύεται χειροπιαστά από το πείραμα στο εργαστήριο.

Θρησκεία Ελλήνων

Αν λογαριάσουμε την ισχυρή θέση ότι τους θεούς και τις θρησκείες τις γέννησε πρωτογενώς ο φόβος του ανθρώπου απέναντι στη ζωή, και στο δεύτερο προχωρημένο επίπεδο του πράγματος ο φόβος του ανθρώπου απέναντι στο θάνατο του, τότε θα βρούμε ότι με τη θρησκεία των Ελλήνων συνέβηκε μια εξαίρεση, που αλλιώτικα συνιστά και μια τροπή μοναδική.

Τη θρησκεία των ελλήνων, δηλαδή, δεν την εγέννησε ο φόβος, αλλά την εγέννησε ο καημός, να ξεπεράσουν οι έλληνες τον πόνο που προκάλεσε η ορθολογική τους θέωρηση για τη φύση και για τη ζωή.

Με άλλα λόγια, η θρησκεία των ελλήνων δημιουργήθηκε από την τίμια και την Αντρίκεια στάση τους να υπερβούν τον πεσσιμισμό και τη μελαγχολία τους.

Ανάμεσα όμως στο φόβο απέναντι στη ζωή και στο θάνατο, και στην ανάγκη να συνθηκολογήσουν οι έλληνες με τον πόνο που τους γέννησε η γνώση τους ότι ο κόσμος είναι βαρύς, υπάρχει η ελάχιστη διαφορά που δίνει το μέγιστο αποτέλεσμα.

Η θρησκεία των ελλήνων, δηλαδή, είναι όχι γέννημα της υπόθεσης και της φαντασίας, όπως όλες οι άλλες θρησκείες, αλλά είναι η αισθητική αναπαράσταση των φαινομένων της φύσης.

Έτσι, οι θεοί των ελλήνων δεν είναι αόρατες καν μυστικές παρουσίες. Δεν είναι φαντάσματα του νου, και συμπηγμοί του αγέρα, λόγοι υποθετικοί και επίνοιες είναι όντα του ξυπνητού ύπνου.

Αντίθετα, οι θεοί των ελλήνων είναι εικονισμοί των φυσικών φαινομένων καμωμένοι με ευφυία και ραδινή δεξιοσύνη. Τους έπλασαν τα φτερουγητά μιας έλλογης φαντασίας, τα ολόκληρα, τα απλά, ατρεμή, και τα ευδαίμονα.

Και προπαντός αυτό: οι θεοί των Ελλήνων βεβαιώνουνται αισθητηριακά, αγγίζουνται με τα χέρια, τους αντικρύζουν τα μάτια, υπάρχουν υποστατοί και ένυλοι.

Ο Απόλλων ξαφνικά, είναι ο ήλιος και η μουσική κανονικότητα της φύσης.

Η Αρτεμη είναι η σελήνη. Και τα δύο αδέρφια συμβολίζουν το φως της μέρας και της νύχτας και γεννήθηκαν στη Δήλο, λέξη που και η ίδια σημαίνει τη διαύγεια και το φως.

Ο Ποσειδώνας είναι η θάλασσα.

Ο Ήφαιστος είναι η φωτιά και τα μέταλλα.

Η Αθηνά είναι η ευφυΐα του ανθρώπου, γι’ αυτό είναι και η πολιούχος του πολυμήχανου Οδυσσέα.

Ο Αίολος είναι οι δέκα έξι αέρηδες στις θάλασσες.

Η Δήμητρα είναι η χαρά των καρπών, το στάρι οι μηλιές το ραβέντι και τα αμπέλια, καθώς λέει ο στίχος του Αρτσιβάλδ Μακλής.

Και ο Δίας είναι ο κεραυνός και η βροχή, που πέφτει σπέρμα γενναίο και γονιμοποιεί τη διψασμένη γης. Γι’ αυτό οι Έλληνες, κοντά σε άλλα, τον πλάσανε εραστή των πιο ωραίων θνητών γυναικών. Της Λήδας, της Ευρώπης, της Ιούς, της Λητούς, της Αλκμήνης, της Σεμέλης, της Ολυμπιάδας του Φιλίππου.

Έτσι πάει η ιστορία και με τους τριάντα χιλιάδες θεούς των ελ­λήνων. Ο καθένας είναι κι από ένα υπαρκτό, λειτουργικό, ακατάλυ­το, στο ωφέλιμο και στο βλαβερό αληθινό και υπέροχο φυσικό φαινόμενο.

Με άλλες λέξεις, η θρησκεία των Ελλήνων είναι μία αισθητική εμπραγμάτωση των στοιχείων της φύσης, και κατά τούτο είναι μια πα­ραλλαγή της τέχνης των Ελλήνων.

Τη γεωμετρική απόδειξη αυτής της πρότασης τη δίνει το γεγονός ότι τη θρησκεία των ελλήνων την περιέχει η τέχνη τους.

Σε αναζήτηση τέλειου πολιτεύματος

Παράδειγμα να το δείχνουμε στα παιδιά μας είναι η δημοκρατία του Σόλωνα.

Σε λόγο πεζό θέλω να ειπώ ότι, όσο ο άνθρωπος θα ζει σε τούτο το γαλαζοπράσινο πλανήτη, και όσο η πολιτική του συνείδηση θα αναζητεί το τέλειο πολίτευμα για να συμβιώνει ειρηνικά και δίκαια στις κοινωνίες του, πάντα θα σημαδεύει σα στόχο τη δημοκρατία του Σόλωνα. Θα γυρίζει προς το κέντρο της, όπως η πυξίδα γυρίζει προς το βοριά.

Υπόβαθρο δημοκρατίας Σόλωνα

Ποιο είναι το στοιχείο υπόβαθρο στη δημοκρατία του Σόλωνα, που της δίνει το χαρακτήρα του πολυχρόνιου και του συμπαντικού;

Είναι η απλή κατανόηση ότι εγώ οφείλω να στέκομαι απέναντι στη φύση και απέναντι στην πόλη, όπως οφείλεις να στέκεσαι κι εσύ απέναντι στη φύση και απέναντι στην πόλη…

Οι πολίτες του Σόλωνα αγαπούσαν την πόλη τους, όπως αγαπούν, χωρίς να το ξέρουν, οι μοσκιές το Μάη, οι μέλισσες τη μελισσοφωλιά, και τα κυπαρίσσια την αψηλή ησυχία τους.

Τα εντός αγάλματα

Κι αν κατέχουμε τους αρχαίους, τότε θα κατέχαμε όλες τις διδακτικές και όλες τις τέχνες του δασκάλου. Και από τα παιδιά μας θα πλάθαμε αγάλματα ζωντανά. «Τα εντός αγάλματα». Και όχι ξόανα.

Μονάχος μου φεύγω

Μονάχος μου φεύγω τώρα, μαθητάδες μου, λέει ο Νίτσε. Κι εσείς τραβάτε από δω μονάχοι σας. Έτσι το θέλω. Τώρα σας λέω, να χάσετε εμένα, και να βρείτε τον εαυτό σας. Και μόνο τότε, σα θα μ΄ έχετε αρνηθεί, θα ξαναρθώ κοντά σας.

 Δημήτρη Λιατίνη - "Τα Ελληνικά".