Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ, ΞΕΝΟΦΩΝ - Κύρου παιδεία 6, 4, 1-6 και 7, 3, 8-14

Πάνθεια και Αβραδάτας

Στην Κύρου παιδεία περιγράφεται η ζωή και τα χαρακτηριστικά ενός ιδεώδους ηγεμόνα (παρόμοια έργα χαρακτηρίζονται συνήθως "κάτοπτρα ηγεμόνων"). Ως ιδεώδης ηγεμόνας παρουσιάζεται εδώ ο βασιλιάς Κύρος ο Β᾽ (6ος αι. π.Χ.), ιδρυτής της περσικής αυτοκρατορίας. Παρά τον τίτλο, η παιδεία του Κύρου περιγράφεται μόνο στο πρώτο βιβλίο, ενώ στη συνέχεια παρουσιάζεται η ανάρρησή του στον θρόνο, η σταδιακή κατάκτηση της Ασίας και ο θάνατός του. Όλα αυτά συνδυάζονται με πλήθος τεχνικών παρατηρήσεων για την άσκηση της στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας. Τις πληροφορίες για τον Κύρο ο Ξενοφών τις αντλεί κυρίως από ελληνικές πηγές, τις εμπλουτίζει όμως με μυθοπλαστικά στοιχεία, στα οποία ανήκει και η περίφημη ιστορία της Πάνθειας, της πιστής συζύγου του βασιλιά των Σούσων Αβραδάτα. Η Πάνθεια κρατείται ως όμηρος του Κύρου, παρεξηγώντας ωστόσο το γεγονός ότι ο Μήδος Αράσπας που την φύλαγε πηγαίνει στους εχθρούς, θεωρεί ότι εκείνος αυτομόλησε και ζητεί από το σύζυγό της ως χάρη να βοηθήσει τον Κύρο. Στη συνέχεια της ιστορίας, η οποία αναπτύσσεται σταδιακά μέσα στο έργο, ο Αβραδάτας ευχαριστεί τον Κύρο και πολεμώντας γενναία για χάρη του σε μια αποφασιστική μάχη βρίσκει τον θάνατο. Στο πρώτο από τα αποσπάσματα που παρατίθενται παρακάτω ο Ξενοφών αφηγείται τη σκηνή του αποχαιρετισμού του Αβραδάτα από την Πάνθεια, η οποία θυμίζει έντονα την ανάλογη σκηνή μεταξύ Έκτορος και Ανδρομάχης στην Ιλιάδα. Στο δεύτερο απόσπασμα περιγράφεται η σκηνή μετά τον θάνατο του Αβραδάτα, στην οποία η Πάνθεια προβάλλει ως ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας.

Κύρου παιδεία 6, 4, 1-6 και 7, 3, 8-14

[6.4.1] τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ πρῲ Κῦρος μὲν ἐθύετο, ὁ δ᾽ ἄλλος στρατὸς ἀριστήσας καὶ σπονδὰς ποιησάμενος ἐξωπλίζετο πολλοῖς μὲν καὶ καλοῖς χιτῶσι, πολλοῖς δὲ καὶ καλοῖς θώραξι καὶ κράνεσιν· ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους προμετωπιδίοις καὶ προστερνιδίοις· καὶ τοὺς μὲν μονίππους παραμηριδίοις, τοὺς δ᾽ ὑπὸ τοῖς ἅρμασιν ὄντας παραπλευριδίοις· ὥστε ἤστραπτε μὲν χαλκῷ, ἤνθει δὲ φοινικίσι πᾶσα ἡ στρατιά.
[6.4.2] καὶ τῷ Ἀβραδάτᾳ δὲ τὸ τετράρρυμον ἅρμα καὶ ἵππων ὀκτὼ παγκάλως ἐκεκόσμητο. ἐπεὶ δ᾽ ἔμελλε τὸν λινοῦν θώρακα, ὃς ἐπιχώριος ἦν αὐτοῖς, ἐνδύεσθαι, προσφέρει αὐτῷ ἡ Πάνθεια ‹χρυσοῦν› καὶ χρυσοῦν κράνος καὶ περιβραχιόνια καὶ ψέλια πλατέα περὶ τοὺς καρποὺς τῶν χειρῶν καὶ χιτῶνα πορφυροῦν ποδήρη στολιδωτὸν τὰ κάτω καὶ λόφον ὑακινθινοβαφῆ. ταῦτα δ᾽ ἐποιήσατο λάθρᾳ τοῦ ἀνδρὸς ἐκμετρησαμένη τὰ ἐκείνου ὅπλα. [6.4.3] ὁ δὲ ἰδὼν ἐθαύμασέ τε καὶ ἐπήρετο τὴν Πάνθειαν· Οὐ δήπου, ὦ γύναι, συγκόψασα τὸν σαυτῆς κόσμον τὰ ὅπλα μοι ἐποιήσω; Μὰ Δί᾽, ἔφη ἡ Πάνθεια, οὔκουν τόν γε πλείστου ἄξιον· σὺ γὰρ ἔμοιγε, ἢν καὶ τοῖς ἄλλοις φανῇς οἷόσπερ ἐμοὶ δοκεῖς εἶναι, μέγιστος κόσμος ἔσῃ. ταῦτα δὲ λέγουσα ἅμα ἐνέδυε τὰ ὅπλα, καὶ λανθάνειν μὲν ἐπειρᾶτο, ἐλείβετο δὲ αὐτῇ τὰ δάκρυα κατὰ τῶν παρειῶν. [6.4.4] ἐπεὶ δὲ καὶ πρόσθεν ὢν ἀξιοθέατος ὁ Ἀβραδάτας ὡπλίσθη τοῖς ὅπλοις τούτοις, ἐφάνη μὲν κάλλιστος καὶ ἐλευθεριώτατος, ἅτε καὶ τῆς φύσεως ὑπαρχούσης· λαβὼν δὲ παρὰ τοῦ ὑφηνιόχου τὰς ἡνίας παρεσκευάζετο ὡς ἀναβησόμενος ἤδη ἐπὶ τὸ ἅρμα. [6.4.5] ἐν δὲ τούτῳ ἡ Πάνθεια ἀποχωρῆσαι κελεύσασα τοὺς παρόντας πάντας ἔλεξεν· Ἀλλ᾽ ὅτι μέν, ὦ Ἀβραδάτα, εἴ τις καὶ ἄλλη πώποτε γυνὴ τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα μεῖζον τῆς αὑτῆς ψυχῆς ἐτίμησεν, οἶμαί σε γιγνώσκειν ὅτι καὶ ἐγὼ μία τούτων εἰμί. τί οὖν ἐμὲ δεῖ καθ᾽ ἓν ἕκαστον λέγειν; τὰ γὰρ ἔργα οἶμαί σοι πιθανώτερα παρεσχῆσθαι τῶν νῦν λεχθέντων λόγων. [6.4.6] ὅμως δὲ οὕτως ἔχουσα πρὸς σὲ ὥσπερ σὺ οἶσθα, ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλίαν ἦ μὴν ἐγὼ βούλεσθαι ἂν μετὰ σοῦ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ γενομένου κοινῇ γῆν ἐπιέσασθαι μᾶλλον ἢ ζῆν μετ᾽ αἰσχυνομένου αἰσχυνομένη· οὕτως ἐγὼ καὶ σὲ τῶν καλλίστων καὶ ἐμαυτὴν ἠξίωκα.
[7.3.8] ἐπεὶ δὲ εἶδε τὴν γυναῖκα χαμαὶ καθημένην καὶ τὸν νεκρὸν κείμενον, ἐδάκρυσέ τε ἐπὶ τῷ πάθει καὶ εἶπε· Φεῦ, ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψυχή, οἴχῃ δὴ ἀπολιπὼν ἡμᾶς; καὶ ἅμα ἐδεξιοῦτο αὐτὸν καὶ ἡ χεὶρ τοῦ νεκροῦ ἐπηκολούθησεν· ἀπεκέκοπτο γὰρ κοπίδι ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων. [7.3.9] ὁ δὲ ἰδὼν πολὺ ἔτι μᾶλλον ἤλγησε· καὶ ἡ γυνὴ δὲ ἀνωδύρατο καὶ δεξαμένη δὴ παρὰ τοῦ Κύρου ἐφίλησέ τε τὴν χεῖρα καὶ πάλιν ὡς οἷόν τ᾽ ἦν προσήρμοσε, καὶ εἶπε· [7.3.10] Καὶ τἆλλά τοι, ὦ Κῦρε, οὕτως ἔχει· ἀλλὰ τί δεῖ σε ὁρᾶν; καὶ ταῦτα, ἔφη, οἶδ᾽ ὅτι δι᾽ ἐμὲ οὐχ ἥκιστα ἔπαθεν, ἴσως δὲ καὶ διὰ σέ, ὦ Κῦρε, οὐδὲν ἧττον. ἐγώ τε γὰρ ἡ μώρα πολλὰ διεκελευόμην αὐτῷ οὕτω ποιεῖν, ὅπως σοι φίλος ἄξιος γενήσοιτο· αὐτός τε οἶδ᾽ ὅτι οὗτος οὐ τοῦτ᾽ ἐνενόει ὅ τι πείσοιτο, ἀλλὰ τί ἄν σοι ποιήσας χαρίσαιτο. καὶ γὰρ οὖν, ἔφη, αὐτὸς μὲν ἀμέμπτως τετελεύτηκεν, ἐγὼ δ᾽ ἡ παρακελευομένη ζῶσα παρακάθημαι. [7.3.11] καὶ ὁ Κῦρος χρόνον μέν τινα σιωπῇ κατεδάκρυσεν, ἔπειτα δὲ ἐφθέγξατο· Ἀλλ᾽ οὗτος μὲν δή, ὦ γύναι, ἔχει τὸ κάλλιστον τέλος· νικῶν γὰρ τετελεύτηκε· σὺ δὲ λαβοῦσα τοῖσδε ἐπικόσμει αὐτὸν τοῖς παρ᾽ ἐμοῦ· παρῆν δὲ ὁ Γωβρύας καὶ ὁ Γαδάτας πολὺν καὶ καλὸν κόσμον φέροντες· ἔπειτα δ᾽, ἔφη, ἴσθι ὅτι οὐδὲ τὰ ἄλλα ἄτιμος ἔσται, ἀλλὰ καὶ τὸ μνῆμα πολλοὶ χώσουσιν ἀξίως ἡμῶν καὶ ἐπισφαγήσεται αὐτῷ ὅσα εἰκὸς ἀνδρὶ ἀγαθῷ. [7.3.12] καὶ σὺ δ᾽, ἔφη, οὐκ ἔρημος ἔσῃ, ἀλλ᾽ ἐγώ σε καὶ σωφροσύνης ἕνεκα καὶ πάσης ἀρετῆς καὶ τἆλλα τιμήσω καὶ συστήσω ὅστις ἀποκομιεῖ σε ὅποι ἂν αὐτὴ ἐθέλῃς· μόνον, ἔφη, δήλωσον πρὸς ἐμὲ πρὸς ὅντινα χρῄζεις κομισθῆναι. [7.3.13] καὶ ἡ Πάνθεια εἶπεν· Ἀλλὰ θάρρει, ἔφη, ὦ Κῦρε, οὐ μή σε κρύψω πρὸς ὅντινα βούλομαι ἀφικέσθαι. [7.3.14] ὁ μὲν δὴ ταῦτ᾽ εἰπὼν ἀπῄει, κατοικτίρων τήν τε γυναῖκα οἵου ἀνδρὸς στέροιτο καὶ τὸν ἄνδρα οἵαν γυναῖκα καταλιπὼν οὐκέτ᾽ ὄψοιτο. ἡ δὲ γυνὴ τοὺς μὲν εὐνούχους ἐκέλευσεν ἀποστῆναι, ἕως ἄν, ἔφη, τόνδ᾽ ἐγὼ ὀδύρωμαι ὡς βούλομαι· τῇ δὲ τροφῷ εἶπε παραμένειν, καὶ ἐπέταξεν αὐτῇ, ἐπειδὰν ἀποθάνῃ, περικαλύψαι αὐτήν τε καὶ τὸν ἄνδρα ἑνὶ ἱματίῳ. ἡ δὲ τροφὸς πολλὰ ἱκετεύουσα μὴ ποιεῖν τοῦτο, ἐπεὶ οὐδὲν ἥνυτε καὶ χαλεπαίνουσαν ἑώρα, ἐκάθητο κλαίουσα. ἡ δὲ ἀκινάκην πάλαι παρεσκευασμένον σπασαμένη σφάττει ἑαυτὴν καὶ ἐπιθεῖσα ἐπὶ τὰ στέρνα τοῦ ἀνδρὸς τὴν ἑαυτῆς κεφαλὴν ἀπέθνῃσκεν.

***
[6,4] Την άλλη μέρα το πρωί ο Κύρος θυσίαζε, ενώ ο άλλος στρατός, αφού γευμάτισε και έκανε σπονδές, εξοπλιζόταν φορώντας πολλούς και ωραίους χιτώνες, καθώς και ωραίους θώρακες και κράνη. Εξόπλιζαν επίσης και τ᾽ άλογα με προκαλύμματα του μετώπου και των στέρνων. Όπλιζαν ακόμη και τα μόνιππα με προκαλύμματα των μηρών, ενώ αυτά που έσερναν τα άρματα, με προκαλύμματα των πλευρών, ώστε όλος ο στρατός άστραφτε από χαλκό και έλαμπε από πορφύρα. [2] Και το άρμα του Αβραδάτα με τα τέσσερα τιμόνια και τα οχτώ άλογα ήταν πολύ όμορφα στολισμένο. Τη στιγμή μάλιστα που αυτός θα φορούσε το λινό του θώρακα, σύμφωνα με τη συνήθεια του τόπου του, η Πάνθεια του πρόσφερε ένα χρυσό θώρακα και χρυσό κράνος και περιβραχιόνια, και πλατιά βραχιόλια για τους καρπούς των χεριών και κόκκινο χιτώνα που έφτανε μέχρι τα πόδια, με πτυχές στο κάτω μέρος, και λοφίο βαμμένο σε χρώμα υακίνθου. Αυτά τα ετοίμασε κρυφά από τον άντρα της, αφού πήρε τα μέτρα από τα όπλα του. [3] Αυτός, όταν τα είδε, τάχασε και ρώτησε την Πάνθεια: «Δεν πιστεύω να χάλασες τα στολίδια σου για να μου κάνεις όπλα;» «Μα το Δία», είπε η Πάνθεια, «όχι βέβαια τα πιο πολύτιμα· γιατί εσύ, αν φαίνεσαι και στους άλλους, όπως φαίνεσαι και σε μένα, θα είσαι το ωραιότερο στολίδι μου.» Και ενώ έλεγε αυτά, του φορούσε συνάμα τα όπλα, προσπαθώντας να κρύψει τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλά της.
[4] Όταν ο Αβραδάτας, που και πρώτα ήταν ωραίος, φόρεσε αυτά τα όπλα, φάνηκε πάρα πολύ όμορφος και αρχοντικός, αφού και η φύση ήταν με το μέρος του. Στη συνέχεια πήρε από το βοηθό του τα χαλινάρια και ετοιμαζόταν πια να ανεβεί στο άρμα. [5] Τότε η Πάνθεια παρακάλεσε ν᾽ απομακρυνθούν όλοι, όσοι βρίσκονταν εκεί, και του είπε: «Πιστεύω, Αβραδάτα, πως γνωρίζεις καλά ότι, αν υπήρξαν ποτέ γυναίκες που αγάπησαν τον άντρα τους περισσότερο από τη ζωή τους, και εγώ είμαι μια απ᾽ αυτές. Ποια η ανάγκη να αναφέρω λεπτομέρειες; Νομίζω πως οι πράξεις μου σου είναι περισσότερο πειστικές απ᾽ όσα σου είπα τώρα. [6] Ωστόσο, παρά την αφοσίωσή μου για σένα, όπως άλλωστε το ξέρεις, σου ορκίζομαι στην αγάπη μας, ότι θα προτιμούσα να ταφώ μαζί σου στην περίπτωση που θα αναδειχθείς γενναίος, παρά να ζω καταντροπιασμένη μ᾽ έναν άντρα ατιμασμένο· τόσο μεγάλες φιλοδοξίες τρέφω για σένα και για τον εαυτό μου.»
...
(7,3) Μόλις ο Κύρος είδε τη γυναίκα να κάθεται χάμω και το νεκρό ξαπλωμένο καταγής, δάκρυσε για τη συμφορά και είπε: [8] «Αλλοίμονο, μας άφησες λοιπόν κι έφυγες, γενναία και πιστή ψυχή;» Σήκωσε ταυτόχρονα τη δεξιά του νεκρού, και το χέρι ακολούθησε το δικό του, γιατί είχε κοπεί από τους Αιγυπτίους με κοπίδα. [9] Μόλις το είδε, λυπήθηκε ακόμη περισσότερο, ενώ η γυναίκα έβγαλε γοερές κραυγές, πήρε από τον Κύρο το χέρι, το φίλησε και προσπάθησε όπως μπορούσε να το βάλει πάλι στη θέση του. [10] «Και τ᾽ άλλα μέλη, Κύρε», του είπε, «βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, και δεν είναι απαραίτητο να τα δεις. Ξέρω, συνέχισε, πως έπαθε αυτά, Κύρε, περισσότερο για χάρη μου, ίσως μάλιστα όχι λιγότερο και για χάρη σου. Γιατί εγώ η ανόητη τον παρακινούσα πολύ να πολεμήσει έτσι, για να αναδειχτεί αντάξιος φίλος σου· κι ο ίδιος εξάλλου, είμαι σίγουρη πως δε σκεφτόταν τι μπορούσε να πάθει, αλλά με τι τρόπο θα μπορούσε να σ᾽ ευχαριστήσει. Τώρα λοιπόν», πρόσθεσε, «αυτός πέθανε με μεγάλη αξιοπρέπεια, ενώ εγώ που τον παρακινούσα κάθομαι κοντά του ζωντανή.» [11] Ο Κύρος έκλαψε για λίγο σιωπηλά και μετά της είπε: «Αυτός, γυναίκα, πέθανε με τον ωραιότερο θάνατο, γιατί πέθανε νικητής· συ όμως, πάρε αυτά που σου προσφέρω και στόλισέ τον»· είχαν έρθει στο μεταξύ ο Γωβρύας1 και ο Γαδάτας, φέρνοντας πολλά ωραία κοσμήματα· «να ξέρεις εξάλλου», συνέχισε, «πως δε θα στερηθεί και τις άλλες τιμές, αλλά και μνήμα αντάξιο θα του στήσουμε και πολλά ζώα θα σφαγούν προς τιμή του, όσα αρμόζουν σε άντρα γενναίο. [12] Όσο για σένα, δε θα μείνεις μόνη, αλλ᾽ εγώ θα σε τιμήσω και για τη σωφροσύνη σου, και για την κάθε είδους αρετή σου, και θα αναθέσω σε κάποιον να σε οδηγήσει όπου θελήσεις· πες μου μονάχα σε ποιον θα ήθελες να πας.» [13] «Μη φοβάσαι Κύρε», του είπε η Πάνθεια, «αυτό δε θα σου τ᾽ αποκρύψω.» [14] Αυτά είπε ο Κύρος κι έφυγε με υπερβολικό οίκτο για τη γυναίκα που στερήθηκε τέτοιον άντρα και για τον άντρα που άφησε τέτοια γυναίκα και δε θα την ξανάβλεπε ποτέ πια. Η γυναίκα εξάλλου, διέταξε τους ευνούχους να απομακρυνθούν, «ως ότου τον κλάψω όπως θέλω», τους είπε· στην τροφό είπε να παραμείνει και τη διέταξε, όταν πεθάνει, να σκεπάσει με το ίδιο ύφασμα αυτήν και τον άντρα της. Η τροφός πολύ την παρακάλεσε να μην το κάνει αυτό, επειδή όμως δεν το κατάφερε και την έβλεπε μάλιστα να οργίζεται, κάθισε και τόριξε στο κλάμα. Η Πάνθεια τότε έσυρε μαχαίρι που το είχε ετοιμάσει από πρώτα, σφάχτηκε και ξεψύχησε με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο στήθος του άντρα της.
----------------
1 Ισχυρός Πέρσης τόσο την εποχή του Κύρου όσο και αργότερα κατά την εποχή του Δαρείου. Υπήρξε ένας από τους επτά Πέρσες ευγενείς που ανέτρεψαν τον Ψευδο-Σμέρδη
 

Αποκαλύπτοντας το εγώ

Αν φοράς μια μάσκα για πολύ καιρό
αρχίζεις να ξεχνάς
ποιος κρύβεται πίσω απ’ αυτή.


Όταν φέρνουμε στο μυαλό μας κάποιον εγωκεντρικό τύπο, συνήθως σκεφτόμαστε ένα επηρμένο, αλαζονικό, εγωπαθές άτομο που κοιτάζει υποτιμητικά όλους τους άλλους γύρω του. Ωστόσο είναι σίγουρο πως το «εγώ» μπορεί να εμφανιστεί σε όλα τα σχήματα και τα μεγέθη. Στην πραγματικότητα, ο καθένας μας έχει ένα «εγώ» που το μόνο στο οποίο διαφέρει από το εγώ του πλησίον του είναι κάποιες μικρές ή μεγαλύτερες λεπτομέρειες. Το «εγώ» μας δεν είναι παρά η αίσθηση του εαυτού μας, η ιδέα που έχουμε για το ποιοι είμαστε.

Για παράδειγμα, ένα άτομο που λέει: «είμαι πολύ θρησκευόμενος, συμπεριφέρομαι πάντα ευγενικά στους συνανθρώπους μου, είμαι έξυπνος, είμαι ενάρετος» λειτουργεί εξίσου εγωκεντρικά με ένα άτομο που ισχυρίζεται πως: «εγώ εργάζομαι σκληρά και δεν ανέχομαι τους τεμπέληδες» ή «εγώ πάντα πετυχαίνω τους στόχους μου γιατί είμαι πειθαρχημένος».

Και οι δύο παραπάνω τύποι ανθρώπων λειτουργούν από μια ψευδαίσθηση για την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η ψευδαίσθηση την οποία όχι μόνο μαθαίνουμε να πιστεύουμε αλλά προσπαθούμε να πείσουμε και τους γύρω μας ότι είναι αληθινή, γίνεται τελικά η στενή φυλακή μας. Για παράδειγμα ένα άτομο που είναι δογματικά προσκολλημένο στη θρησκεία του δε θα είναι πρόθυμο να εξετάσει ιδέες ή έννοιες από άλλες θρησκείες επειδή ήδη έχει στο μυαλό του ότι αυτές οι ιδέες δεν ταιριάζουν με την εικόνα που έχει οικοδομήσει για τον εαυτό του.

Από την άλλη, αυτός που βλέπει τον εαυτό του σαν ένα σκληρά εργαζόμενο και φιλόδοξο άτομο θα πέσει σε κατάθλιψη αν ξαφνικά χάσει τη δουλειά του ή αν η εταιρεία του πτωχεύσει γιατί η πεποίθησή του γι’ αυτό που νομίζει ότι είναι αναπάντεχα θα καταρρεύσει. Αυτό που ονομάσαμε «εγώ» βασίζεται πάντα σε έννοιες και συστήματα πίστης και όχι σε κάτι πραγματικό ή απτό. Έτσι, τι συμβαίνει όταν σταματήσουμε να πιστεύουμε σ' αυτό; Όταν αρχίσουμε να εναρμονιζόμαστε περισσότερο με τον αληθινό εαυτό μας, ο οποίος είναι το εσωτερικό εκείνο κομμάτι μας που μπορεί να παρατηρεί το «εγώ», όχι το ίδιο το εγώ, αντιλαμβανόμαστε ότι κάτω από την επιφάνεια της ύπαρξής μας υπάρχει πάντα εκείνη η γλυκύτατη κατάσταση της ειρήνης. Αυτή η αΐδιος ειρήνη ξεπερνά όλες τις έννοιες και ιδέες που μέχρι τώρα πιστεύαμε ότι θα πρέπει να είμαστε.

Όσο περισσότερο λοιπόν ένα άτομο έρχεται σε επαφή με την Αλήθεια του, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεται ότι όλα όσα πίστευε για τον εαυτό του, για τους άλλους ή για τη ζωή γενικότερα ήταν βασισμένα σε μια μεγάλη παραίσθηση. Οι πεποιθήσεις του αυτές δημιουργούσαν ισχυρότατους περιορισμούς που τον κρατούσαν φυλακισμένο σε ένα ασφυκτικά στενό και ανήλιαγο κελί. Πως λοιπόν θα διαπιστώσουμε τελικά αν λειτουργούμε από τον εγωκεντρισμό ή από τον αληθινό εαυτό; Παρακάτω παραθέτουμε κάποιες ερωτήσεις που μπορείτε να θέσετε στον εαυτό σας και να λάβετε μόνοι σας την απάντηση.

Νιώθω συχνά προσβεβλημένος;

Ο αληθινός εαυτός δεν μπορεί να προσβληθεί. Δεν έχει κάποια προκατάληψη για το πώς οι άλλοι άνθρωποι θα πρέπει να του συμπεριφέρονται και για το τι θα πρέπει να αποφεύγουν να του κάνουν. Δέχεται τα πράγματα κυριολεχτικά έτσι όπως ακριβώς είναι. Οι άνθρωποι που λειτουργούν από τον εγωισμό τους προσβάλλονται συχνά από τους άλλους όταν ο τρόπος που τους φέρονται δεν συμφωνεί με τις προκαταλήψεις τους. Συνεπώς δε μπορούν να δεχτούν τις καταστάσεις όπως τους εμφανίζονται στη ζωή.

Έχω άποψη για τα πάντα;

Το εγώ εκλιπαρεί για προσοχή. Θέλει να νιώθει σημαντικό με κάθε τρόπο. Ακόμα και λέγοντας ανοησίες. Όσο πιο εγωκεντρικό είναι ένα άτομο τόσο περισσότερο θέλει να επιβάλει τη γνώμη του για οποιοδήποτε θέμα άσχετα αν είναι ή όχι της ειδικότητά του. Δεν έχει σημασία αν η συζήτηση περιστρέφεται γύρω απ’ τις καλύτερες γαρνιτούρες για μια πίτσα, απ’ τα σπουδαιότερα έργα της όπερας ή τις τελευταίες ανακαλύψεις της αστροφυσικής, το ριζωμένο στο εγώ άτομο θα έχει άποψη για τα πάντα.

Έχω βάλει στον εαυτό μου πολλές ταμπέλες;

 Από τη στιγμή που το εγώ βασίζεται στην πίστη σ’ αυτό για να επιβιώσει, μεταμφιέζεται με διάφορες ταμπέλες έτσι ώστε να επιβάλει τη νομιμότητά του. Ταμπέλες που μπορεί να λένε οτιδήποτε, όπως: «είμαι ντροπαλός», «είμαι αστείος», «είμαι δυνατός» ή «είμαι αδύναμος», «είμαι μορφωμένος» ή «είμαι πνευματικό άτομο», ότι τέλος πάντων μπορεί να ισχυριστεί ένα άτομο για τον εαυτό του. Όταν ένα άτομο ταυτίζεται με την ταμπέλα του τότε νιώθει να απειλείται από οποιονδήποτε αμφισβητεί αυτή την ταμπέλα. Φανταστείτε να πείτε σε ένα άτομο που ισχυρίζεται πως είναι πνευματικό (κανένα πραγματικά πνευματικό άτομο δε θα τολμούσε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο) πως έχει σημαντικά ελαττώματα. Το εγώ του θα πληγωνόταν βαθύτατα κι ίσως να εξοργιζόταν μαζί σας παρότι η ψευδαίσθηση της πνευματικότητάς του θα προσπαθούσε να πνίξει αυτή την οργή. Ο αληθινός εαυτός δεν πιστεύει ποτέ πως είναι κατηγορηματικά κάτι ιδιαίτερο κι έτσι δεν μπορεί να νιώσει προσβολή επειδή κάποιος αμφισβήτησε μια ανύπαρκτη ταμπέλα.

Μήπως ασχολούμαι υπερβολικά με το τι σκέφτονται για μένα οι άλλοι;

Όταν οι άλλοι άνθρωποι δεν επικυρώνουν την πίστη μας για το ποιοι είμαστε, το εγώ νοιώθει επίσης να απειλείται. Αυτός είναι ο λόγος που οι περισσότεροι προσπαθούν να έχουν κοντά τους κόλακες και όχι πραγματικούς φίλους που να θέλουν το καλό τους και να τους λένε την αλήθεια. Αυτά τα άτομα βασίζονται στην γνώμη των άλλων για να τονώσουν την μοναδικότητά τους και την δήθεν εξαιρετικότητά τους σε κάποιους τομείς κι έτσι όταν κάποιος άλλος άνθρωπος ή κάποιο γεγονός δεν ενισχύει αυτή τους την ανάγκη τότε το εγώ τους νοιώθει απογοητευμένο γιατί αντιλαμβάνεται πως δεν είναι τόσο μοναδικό όσο ήθελε να πιστεύει. Ο αληθινός εαυτός, χωρίς να έχει την ανάγκη να αποδείξει κάτι, δρα πάντα με απόλυτη φυσικότητα, είτε όλοι οι υπόλοιποι τον επιβραβεύουν είτε τον κατηγορούν γι’ αυτή του τη δράση. 

Μήπως έχω την τάση να χαρακτηρίζω εύκολα τους συνανθρώπους μου;

Το εγώ ενισχύεται όταν κρίνει και όταν συγκρίνει. Έτσι, όπως ακριβώς οι θεατές μιας ταινίας, το εγώ κατηγοριοποιεί τους ανθρώπους αλόγιστα σε καλούς ή κακούς. Και μόλις αξιολογήσει κάποιον, σχεδόν ποτέ δεν αλλάζει τη γνώμη που έχει γι’ αυτόν. Ωστόσο, όλοι κάποτε στη ζωή μας, έχουμε πράξει κάτι που κάποιος άλλος θα μπορούσε να το θεωρήσει κακό ή ακόμη και διαβολικό. Είναι όμως αλήθεια αυτό που θα πρέπει να μας χαρακτηρίζει για το υπόλοιπο της ζωής μας; Όταν λειτουργούμε από τον αληθινό μας εαυτό είναι ευκολοδιάκριτο ότι ο καθένας μας ενεργεί κάθε στιγμή από το επίπεδο της συνειδητότητας που βρίσκεται εκείνη ακριβώς την στιγμή και που μπορεί ανάλογα με τις συνθήκες που θα του παρουσιαστούν να αναδιαμορφωθεί.

Συμπερασματικά θα καταλήξουμε ότι το να προσπαθήσουμε να ξεφορτωθούμε το εγώ μας ίσως να είναι τελικά μια μάταιη προσπάθεια. Δεν μπορούμε να το διώξουμε με τη βία παρά μόνον να αποκτήσουμε επίγνωση της ύπαρξής του και να αρχίσουμε να γελάμε μαζί του κάθε φορά που το ανακαλύπτουμε. Όταν θα καταφέρουμε να αρχίσουμε να το παρατηρούμε χωρίς να το κρίνουμε αυστηρά, όταν καταφέρουμε να αποκαλύπτουμε τους ύπουλους τρόπους με τους οποίους συμπεριφέρεται, τότε θα μπορέσουμε να χαλαρώσουμε την προσκόλλησή μας επάνω του. Όταν πάψουμε επιτέλους να πιστεύουμε σε οτιδήποτε το εγώ μας επιμένει πως είμαστε υποχρεωμένοι να πιστέψουμε τότε αντιλαμβανόμαστε ότι τελικά εμείς και μόνον εμείς κατέχουμε το κλειδί που ανοίγει την καγκελένια πόρτα του στενάχωρου κελιού μας. Τότε γινόμαστε λίγο πιο ελεύθεροι, πιο συνειδητοί και πιο χαρούμενοι σ’ αυτόν αφιλόξενο κόσμο που ζούμε κι όχι ισοβίως κρατούμενοι από τον ίδιο μας του νου.

Δίνω άρα υπάρχω

Οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν χειροτερέψει με το πέρας του χρόνου για πολλούς και διάφορους λόγους, έχει γίνει ο άνθρωπος ένα ον που τον απασχολεί μόνο η προσωπική του ικανοποίηση χωρίς να τον ενδιαφέρει καθόλου ο σύντροφος, ο φίλος, ο συνάδελφος. Δυστυχώς ή ευτυχώς όταν αποφασίζουμε να ενταχθούμε σε μία κοινωνική ομάδα είτε σε μια ερωτική σχέση, βάση λογικής παύουμε να δρούμε αυτοβούλως, δεν είμαστε πλέον μόνοι δεν αποφασίζουμε μόνο για τον εαυτό μας. Αν κάποιος δεν μπορεί να το δεχτεί αυτό αποσύρεται και απομονώνεται ζώντας όπως επιθυμεί(πράγμα που πολλές φορές δεν είναι κι άσχημο αν αναλογιστεί κανείς σε τι κοινωνία ζούμε) 

Η παραπάνω παράγραφος απλώς αποτυπώνει την κοινή λογική, Η πραγματικότητα όμως απέχει παρασάγγας. Ζούμε σε μια κοινωνία η οποία εκτός της οικονομικής κρίσης, περνάει και κρίση αξιών, ηθικής, ευγένειας, ενσυναίσθησης, παιδείας και πολλών άλλων πραγμάτων που θα μπορούσαν να καταστήσουν βιώσιμη τη συνύπαρξη μας. Ο άνθρωπος έχει πάψει να είναι ευχαριστημένος και ζητά συνεχώς κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα. Αν πάρουμε το ερωτικό κομμάτι οι σύντροφοι είναι πάντα προβληματισμένοι με κάτι, η χαρά έχει περιοριστεί, υπάρχει τεράστια ανάλωση σε πράγματα δευτερευούσης σημασίας, αφήνοντας τα σημαντικά να περνούν. Ζητάμε πράγματα από ανθρώπους που δεν μπορούν να μας τα δώσουν, όχι γιατί δεν μπορούν, αλλά γιατί πολύ απλά οι άλλοι είναι οι άλλοι, δεν είμαστε εμείς. Ο Γκαίτε είχε πει μια εξαιρετική και συνάμα απλή κουβέντα που αποτυπώνει ξεκάθαρα την λειτουργία μας. «Δεν υπάρχουν ούτε δυο άνθρωποι στον κόσμο που να βλέπουν τη ζωή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο». Είναι μια έκφραση η όποια δείχνει ολοφάνερα(σε όποιον την ασπάζεται) ότι αν επιζητάμε την συνύπαρξη πρέπει να αποδεχθούμε τον άλλον όπως είναι.

Η κατανόηση του χαρακτήρα του διπλανού μας και η αποδοχή του, απαιτεί κάτι που πολύ δύσκολα το συναντάμε στις μέρες μας και λέγεται «Αγάπη», Δεν αγαπά ο κόσμος πια. Αντιθέτως, βάζει το εγώ του μπροστά, την κτητικότατα και ένα τεράστιο «θέλω». Ακόμα και ο έρωτας είναι ένα γιγάντιο εγωιστικό συναίσθημα που επιτάσσει στον εγκέφαλο μας την κατάκτηση του απέναντι με κάθε κόστος, πολλές φορές ο εγωισμός- έρωτας μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο στην τρέλα( ακόμα και στην αυτοκτονία) γιατί δεν μπορεί να δεχτεί μια ενδεχόμενη απόρριψη. Κοινώς το συναίσθημα αυτό προκαλεί μια μεγάλη ψυχική ανάταση στις αρχές και μπορεί να αποδειχτεί καταστροφικό στο τέλος κι όλο αυτό γιατί; Γιατί δεν πήρα αυτό που ΘΕΛΩ από έναν άνθρωπο που δεν ενδιαφέρεται, που ΔΕΝ ΘΈΛΕΙ να μου το δώσει κι εκεί έχουμε ακόμα πιο αλλόκοτες συμπεριφορές, μπορούμε να φτάσουμε στο φόνο, μπορούμε να αφαιρέσουμε τη ζωή ενός ανθρώπου επειδή δεν μας θέλει, μιλάμε για τον ίδιο άνθρωπο που πριν λίγο θέλαμε σαν τρελοί. Μήπως τελικά ο έρωτα είναι παράνοια, ψυχασθένεια και γενικότερα μήπως κάνει μόνο κακό;

Η αγάπη όμως; Η αγάπη είναι κάτι άλλο, είναι κάτι μαγικό και δυστυχώς όπως προείπα σπάνιο. Το συναίσθημα αυτό μπορεί να νικήσει τα πάντα και ο τρόπος που το καταφέρνει είναι διότι δεν ζητά αντάλλαγμα. Όταν κάνεις κάτι ανιδιοτελώς γίνεσαι αυτομάτως ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Είναι πολύ σημαντικό να ξέρεις να δίνεις ακόμα κι αν υπάρχουν άνθρωποί που θα δώσουν βάση σε αυτά που δεν δίνεις, γιατί από κεκτημένη ταχύτητα ζητούν πράγματα που τα έχουν ήδη μπροστά τους άλλα η απληστία τους τυφλώνει. Όταν δίνεις δεν κάνεις τον άλλον σπουδαίο , αλλά τον εαυτό σου. Η αγάπη αγγίζει το θείο.

Μπορεί σε κάποιους να ακούγεται δουλοπρεπές το παραπάνω και να αναρωτιέται ποιος είναι ο λόγος του να δώσω χωρίς να πάρω. Για όσους το υποστηρίζουν αυτό έχω να πω ότι προφανώς δεν έχουν αγαπηθεί οι ίδιοι ποτέ, οπότε είναι αδύνατον να κατανοήσουν το μέγεθος του συναισθήματος ή αγαπήθηκαν και δεν το κατάλαβαν, δείγμα της γενικής αδιαφορίας τους προς το συνάνθρωπο.

Η αλήθεια είναι πως για να καταφέρεις να αγαπήσεις θα πρέπει πρώτα από όλα να έχεις κατανοήσει τον εαυτό σου, τις λειτουργίες σου και τις αντοχές σου. Όλα αυτά, μαζί με τις εμπειρίες της ζωής οι οποίες ως επί το πλείστων είναι μαύρες σε κάνουν να δεις τη ζωή με άλλο μάτι. Γιατί εκτός από την οπτική της απαξίωσης του συνανθρώπου (το οποίο είναι το πιο εύκολο) υπάρχει και ο δρόμος της κατανόησης που οδηγεί στη σωτηρία της ψυχής.

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΑΥΞΑΝΟΥΝ ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

photos-of-loneliness-and-sadnessΤο αίσθημα της μοναξιάς βασίζεται σε παράγοντες όπως η έλλειψη εμπιστοσύνης στους ανθρώπους γύρω μας, το αίσθημα της ανασφάλειας και της ανικανότητας ν’ αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες της ζωής, στην ιδέα ότι δεν είμαστε αγαπητοί, και γενικά ότι δεν υπάρχει πραγματική αγάπη σ’ αυτό τον κόσμο. Όλα αυτά τα συναισθήματα τονίζονται ακόμη περισσότερο από τους ακόλουθους παράγοντες που είναι συνυφασμένοι με τον σύγχρονο πολιτισμό μας:
  1. Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ στις δυτικές και βόρειες χώρες έχει οδηγήσει πολλούς ανθρώπους στα άκρα αυτής της φιλοσοφίας κι έτσι σ’ αυτές τις χώρες υπάρχει μεγαλύτερη μοναξιά όπως δείχνει και η έξαρση αυτοκτονιών.
  2. Η ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΓΕΝΙΕΣ έχει προκαλέσει ένα γενικό ρήγμα στην επικοινωνία ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά. Η ταχύτητα που αλλάζει ο τρόπος της ζωής και τα συστήματα των αξιών δυσκολεύουν την αμοιβαία κατανόηση ανάμεσα στις γενιές. Αυτό δημιουργεί ένα χάσμα ανάμεσά τους, που αφήνει και τις δυο γενιές με το αίσθημα της αδικίας και της μοναξιάς.
  3. Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ και η κατάληξη τόσων γάμων σε διαζύγιο, έχει σοβαρά υπονομεύσει την ασφάλεια και την ενότητα που είχαν κάποτε οι άνθρωποι με το ν’ ανήκουν σε μια οικογένεια. Δεν υπάρχει πια ο βαθύς σίγουρος δεσμός της αμοιβαίας αγάπης και της αμοιβαίας βοήθειας που υπήρχε κάποτε. Τ’ αδέλφια μπορεί ν’ αδιαφορούν για τα προβλήματα ο ένας του άλλου και παιδιά αφήνουν τους γονείς τους να πεθάνουν μέσα στη μοναξιά, στα γηροκομεία. Δεν υπάρχει πια το αίσθημα της σιγουριάς, της ασφάλειας και της δύναμης, που δίνει η βεβαιότητα ότι η οικογένεια θα προστατεύσει και θα υποστηρίξει τα μέλη της.
  4. Η παρούσα ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ αυξάνει το αίσθημα της ανασφάλειας, δημιουργώντας έτσι στους ανθρώπους την ανάγκη να προστατευθούν μ’ όποιο τρόπο μπορέσουν και ν’ αρπάξουν ότι μπορούν, ακόμα και εις βάρος των άλλων. Αυτή η νοοτροπία δημιουργεί βέβαια το φόβο ότι και οι άλλοι θα κάνουν το ίδιο σε μας, κι έτσι αισθανόμαστε ακόμα πιο τρωτοί κι έχουμε μεγαλύτερη μοναξιά.
  5. Το συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό ΑΝΕΡΓΙΑΣ έχει μια παρόμοια επίδραση στη διανοητική μας κατάσταση. Μέσα στην ανασφάλεια μας έχουμε ξαναγυρίσει στην επικράτηση του δυνατότερου, ή ο καθένας για τον εαυτό του, σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Πολλοί λίγοι βλέπουν ότι η μεγαλύτερη δύναμή μας βρίσκεται στην ενότητα. Διαιρεμένοι θα χαθούμε όλοι, αλλά ενωμένοι μπορούμε ν’ αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε δυσκολία μας παρουσιαστεί.
Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουμε μια κοινωνία φοβισμένων και με ανασφάλειες ατόμων, των οποίων ο φόβος εντείνεται από το αίσθημα ότι είναι τελείως μόνοι απέναντι στις δυσκολίες της ζωής. Αυτός ο φόβος όμως μας κάνει ν’ αντιδρούμε με τέτοιο τρόπο που απομονωνόμαστε ακόμη περισσότερο από τους άλλους, αυξάνοντας έτσι τη μοναξιά μας. Έτσι βλέπουμε πενήντα ανθρώπους μέσα σ’ ένα λεωφορείο που ο καθένας απ’ αυτούς θέλει να επικοινωνήσει με τους γύρω του, αλλά φοβάται να εκδηλώσει αυτή την επιθυμία.
  1. Το βασικό εμπόδιο στην ενότητα κι επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους είναι το ΕΓΩ.
α. Ήμουν ανύπαντρος κι αισθανόμουνα μοναξιά.
β.Παντρεύτηκα κι ανακάλυψα ότι ακόμα αισθανόμουνα μοναξιά.
γ. Κάναμε παιδιά κι ακόμη είχα μοναξιά.
δ. Είχα διάφορους δεσμούς κι ήμουνα πιο μόνος παρά ποτέ.
ε. Χώρισα. Ποτέ δεν αισθάνθηκα μεγαλύτερη μοναξιά στη ζωή μου.
ζ. Η κόρη μου και ο άντρας της μου χάρισαν ένα σκύλο.
η. ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ.
 
Πώς συμβαίνει και καμιά απ’ αυτές τις σχέσεις δεν μπόρεσε να σου χαρίσει το αίσθημα της συντροφικότητας που σου χάρισε ο σκύλος; Η απάντηση είναι απλή.
 
Ο σκύλος δεν έχει εγωισμό με τον οποίο ο άνθρωπος αυτός θα ερχότανε σε σύγκρουση. Κάθε ανθρώπινη σύγκρουση είναι σύγκρουση των εγώ. Το εγώ είναι το τείχος που εμποδίζει την ενότητά μας με τους άλλους ανθρώπους.
 
Όταν αυτή η λατρεία του εγώ φτάνει στα άκρα όπως βλέπουμε στις μεγάλες πόλεις σήμερα, έχουμε αποξένωση, κατάθλιψη, φόβο, πικρία, ανταγωνισμό, επιθετικότητα, ακόμη και βία.

Συμβολισμοί στον Ερωτόκριτο

ερωτοκριτοςΟ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ είναι ένα ποίημα ιδιαίτερα γνωστό όσο και αγαπητό. Γραμμένο από τον ενετοκρητικής καταγωγής Βιτσέντσο Κορνάρο, υμνεί αξίες και αρετές αθάνατες αλλά και τόσο αναγνωρίσιμες από τις ιπποτικές Ψυχές.

Πριν γίνει αναφορά στην υπόθεση και στους συμβολισμούς που ενυπάρχουν στο έπος, είναι αρκετά σημαντικό να αναφερθούν κάποια στοιχεία σχετικά με τον κόσμο που παρουσιάζεται στο υπέροχο αυτό λογοτέχνημα. Ο μυθικός, λοιπόν, κόσμος του Ερωτόκριτου είναι μια σύνθεση από διάφορες ιστορικές περιόδους. Έτσι, η υπόθεση εξυφαίνεται σε ένα ιπποτικό περιβάλλον εμποτισμένο από ενετικά χαρακτηριστικά παρότι οι Ενετοί δεν αναφέρονται. Αντιθέτως, ο φυσικός χώρος είναι η αρχαία Αθήνα που χαρακτηρίζεται ως «τση μάθησης η βρώσις και το θρονί της αφεντιάς κι ο ποταμός της γνώσης» (Α. 25-26). Όρκοι και υποσχέσεις, επικλήσεις για βοήθεια, περιγραφές ιπποτών και νταμών εμπνέονται και γίνονται με βάση τα άστρα, τον Ήλιο, το Φεγγάρι, τη γη και τον ουρανό, τις φυσικές δηλαδή αρχές και δυνάμεις, παρά το γεγονός ότι η ισχύουσα θρησκεία είναι ο Χριστιανισμός και κάθε αναφορά σε φιλοσοφίες, ιδεώδη ή «παγανισμούς» της αρχαιότητας τιμωρείται με τους πιο βάρβαρους τρόπους.

Επίσης, οι διαφορές μεταξύ ιπποτών αλλά και αντάξιων στρατών επιλύονται μέσα από το αίσθημα τιμής που έχουν και έτσι είναι σε θέση να σεβαστούν μεταξύ των συμφωνίες και να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν χωρίς μίση και εμπάθειες κάποιον ανώτερο από αυτούς.

Όλα αυτά τα στοιχεία, αλλά και μια πληθώρα από άλλα παρόμοια, δεν είναι τυχαία. Δεν «παντρεύονται» τυχαία η αρχαιότητα με την εποχή του ποιητή, ούτε η σύνθεση αξιών, τόπων, ονομάτων και τόσων άλλων στοιχείων γίνεται από άγνοια του ποιητή. Αντίθετα, ο Κορνάρος έχει λόγο να παρουσιάζει ως φυσικό και ενιαίο κόσμο αυτές τις ιστορικές και χρονικές «ανακρίβειες». Και ο λόγος είναι ότι το έργο αυτό μας έρχεται από πολύ μακριά, από ένα μακρινό παρελθόν που, ωστόσο, είναι πάντα παρόν μέσα στην κάθε μια ψυχή που αναζητά τις αξίες και τα ιδανικά γύρω από τα οποία αναπτύσσεται και δυναμώνει. Ο μυθικός χρόνος, η μίξη ιστορικών περιόδων είναι ξεκάθαρα δείγματα της διαχρονικότητας του ποιήματος. Ο συμβολικός και αλληγορικός του χαρακτήρας είναι το διδακτικό και μυητικό στοιχείο που αναγνωρίζει ο άνθρωπος μέσα του όσα χρόνια κι αν περάσουν από τη συγγραφή του και για αυτό ο Ερωτόκριτος είναι πάντα επίκαιρος.

Περιληπτικά, το έργο μας λέει τα εξής:
Είμαστε στην προχριστιανική αρχαία Αθήνα, όπου ζει ο βασιλιάς Ηράκλης με τη σύζυγό του Αρτέμη και την πεντάμορφη κόρη τους Αρετούσα, η οποία γίνεται χωρίς να το ξέρει ο μεγάλος μα και κρυφός έρωτας του Ερωτόκριτου, γιου ενός φρόνιμου συμβούλου του αθηναίου βασιλιά. Ο νέος, προκειμένου να πολεμήσει τη στεναχώρια του για την ταξική τους διαφορά, καταφεύγει σε γλυκές νυχτερινές καντάδες που αφιερώνει στην Αρετούσα κάτω από το παραθύρι της. Η νέα ακούει τα τραγούδια με προσοχή και αρχίζει να συμπαθεί τον άγνωστο τραγουδιστή. Όμως και οι γονείς της θέλουν να τον γνωρίσουν και για αυτό προσπαθούν δυο φορές να προκαλέσουν τη φανέρωσή του χωρίς, ωστόσο, επιτυχία. Η Φροσύνη, νένα της Αρετούσας, και ο Πολύδωρος, φίλος του Ερωτόκριτου, προσπαθούν να συμβουλέψουν τους νέους και τους προειδοποιούν για τους κινδύνους που κρύβει το ερωτικό πάθος. Ο Ερωτόκριτος φεύγει για την Έγριπο, την Εύριπο της Χαλκίδας, για να ξεχάσει τον έρωτά του για την όμορφη Αρετούσα. Να, όμως, που κατά τη διάρκεια της αυτό-επιβαλλόμενης ξενιτιάς του νέου, ο πατέρας του, ο Πεζόστρατος, αρρωσταίνει. Η Αρετούσα τον επισκέπτεται και ανακαλύπτει τυχαία στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου μια δικιά της ζωγραφιά φτιαγμένη από τον ίδιο και τα τραγούδια του άγνωστου τροβαδούρου της. Αντιλαμβάνεται τότε ότι ο Ερωτόκριτος ήταν ο κρυφός τραγουδιστής της και παίρνει μαζί της όλα τα χαρτιά.

Ο Ερωτόκριτος διακόπτει την εξορία του και γυρνάει στην Αθήνα για να δει και να φροντίσει τον πατέρα του. Ανήσυχος ανακαλύπτει ότι τα έγγραφά του δεν βρίσκονται πια στο δωμάτιο και πληροφορείται ότι η Αρετούσα είχε μπει για λίγο στην κάμαρά του. Εξαιτίας του φόβου του για τις πιθανές συνέπειες της αποκάλυψής του, προφασίζεται ασθένεια και μένει στο σπίτι του. Η Αρετούσα τότε του στέλνει τέσσερα δίφορα μήλα για να γιατρευτεί. Ο Ερωτόκριτος καταλαβαίνει ότι ο έρωτάς του βρίσκει ανταπόκριση, ξαναρχίζει τις συχνές του επισκέψεις στο παλάτι και οι δύο ερωτευμένοι νέοι επιβεβαιώνουν με τα μάτια την αμοιβαία τους αγάπη.

Η Αρετούσα εμφανίζεται μελαγχολική επειδή πρέπει να κρύβει τον έρωτά της και ο πατέρας της, που ακόμη αγνοεί τον λόγο, οργανώνει αγώνες κονταροχτυπήματος για να τη διασκεδάσει. Αρχοντόπουλα και αφέντες από διάφορα μέρη της χώρας παίρνουν μέρος: Μυτιλήνη, Ανάπλι, Πάτρα, Μεθώνη, οι αφέντες της Μακεδονίας, της Κύπρου, ο γιος του ρήγα του Βυζαντίου, ξένοι φοβεροί όπως ο Καραμανίτης  Σπιθόλιοντας είναι μερικοί από τους αγωνιζόμενους. Στις τρομερές και επιβλητικές μάχες τελικός νικητής εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος που στεφανώνεται από τα χέρια της αγαπημένης του.

Τώρα πια, η Αρετούσα δεν μπορεί να σιγάσει άλλο το πάθος της για αυτόν. Αρχίζει να συναντιέται με τον νέο της κρυφά τη νύχτα. Παρακινεί τον Ερωτόκριτο να μιλήσει στον πατέρα του και να ζητήσει για χάρη του το χέρι της Αρετούσας από τον βασιλιά. Ο άρχοντας της Αθήνας θυμώνει για την αταίριαστη πρόταση, αφού ο νέος δεν είναι από βασιλική οικογένεια, και εξορίζει τον νέο μακριά από την Αθήνα. Η Αρετούσα μαθαίνει αμέσως την αντίδραση του πατέρα της, ο οποίος ακόμη αγνοεί τα συναισθήματα που τρέφει η κόρη του, καθώς και το προξενιό που της έρχεται από το ρηγόπουλο του Βυζαντίου και αρραβωνιάζεται μυστικά τον Ερωτόκριτο το ίδιο βράδυ δίνοντάς του το δαχτυλίδι της ως δείγμα ένωσης και υπόσχεσης. Ο νέος φεύγει για την εξορία του και ζητά από τα θεϊκά άστρα και τον Ήλιο να τιμωρήσουν τον σκληρό Ηράκλη.

Ο αθηναίος βασιλιάς υποψιάζεται ότι η κόρη του αγαπά τον Ερωτόκριτο και αποφασίζει να επισπεύσει το γάμο με το ρηγόπουλο του Βυζαντίου. Η Αρετούσα αρνείται πεισματικά και ο πατέρας της διατάσσει να της κόψουν τα μαλλιά και να τη ρίξουν στη φυλακή ώσπου να αλλάξει γνώμη. Τρία χρόνια μετά, ένας εχθρός από τον Βορρά, οι Βλάχοι εισβάλλουν στη χώρα με τον βασιλιά τους Βλαντίστρατο και πολιορκούν την Αθήνα. Εμφανίζεται τότε ο Ερωτόκριτος με άλλη μορφή και σώζει το στρατό αλλά και τον βασιλιά της Αθήνας. Στην τελική μονομαχία που συμφωνείται από τους δύο αντιπάλους, ο Ερωτόκριτος νικάει τον Άριστο, ανιψιό του Βλαντίστρατου, και τον σκοτώνει.

Νικητής αλλά βαριά τραυματισμένος και πάντα μεταμφιεσμένος ο Ερωτόκριτος μεταφέρεται στο παλάτι. Γίνεται καλά, αναγνωρίζεται στο βασιλιά ως Κριτίδης και ζητά ως μόνη του ανταμοιβή τη φυλακισμένη ακόμα Αρετούσα για γυναίκα του. Την επισκέπτεται και της λέει την πρόταση του, αλλά η κόρη τον αρνείται. Για να τη δοκιμάσει ακόμη περισσότερο, της λέει ότι ο Ερωτόκριτος πέθανε και ότι το δαχτυλίδι που φορά στο χέρι του τού το έδωσε ο νέος πριν πεθάνει. Η Αρετούσα αναγνωρίζει το δαχτυλίδι που είχε δώσει σαν σημάδι στον Ερωτόκριτο πριν από τρία χρόνια, πείθεται για την αλήθεια των λόγων του «ξένου» που έχει μπροστά της και ξεσπά σε θρήνους. Τότε ο άγνωστος μελαψός νέος πείθεται για τα ειλικρινή αισθήματα της κόρης, ξαναπαίρνει την αληθινή του μορφή με τη βοήθεια ενός μαγικού υγρού και αποκαλύπτεται στην Αρετούσα. Ο βασιλιάς συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και το ερωτευμένο και σκληρά δοκιμασμένο ζευγάρι στεφανώνεται μέσα σε μεγάλη χαρά.

Ωστόσο, το πιο σημαντικό στοιχείο είναι οι συμβολισμοί που κρύβονται μέσα στο έργο. Ήδη από τα ονόματα μπορούμε να πάρουμε μια πρώτη γεύση: είναι η Αρετούσα, η Αρετή, που συμβολίζει την Αθάνατη Ψυχή του ανθρώπου, μιας και λειτουργεί και στα δύο αυτά επίπεδα, και από την άλλη είναι ο Ερωτόκριτος, που συμβολίζει τον άνθρωπο που ερωτεύεται την Αρετή, την αιώνια Ψυχή του, και προσπαθεί να την κατακτήσει. Το όνομά του ίσως να μπορεί να αναλυθεί ως Έρωτας (Βούδι) + Κρίση (Νους) φανερώνοντάς μας, έτσι, τον Ανώτερο Νου, το Μάνας σύμφωνα με το σανσκριτικό του όνομα, που έχει ως κύρια χαρακτηριστικά του τον αλτρουισμό και την αυτοθυσία για το γενικότερο καλό. Επομένως, ο άνθρωπος μέσα από τον Θείο Έρωτα μεταλλάσσεται εντέλει συνειδητά σε Ήρωα.

Επίσης, ο Ερωτόκριτος, όντας γιος του συμβούλου του Βασιλιά, ανήκει στην Αυλή, στην τάξη των Πολεμιστών, αλλά χωρίς να το έχει αποδείξει μέχρι στιγμής εμπράκτως. Για αυτόν το λόγο έρχεται η πρώτη εξορία, που ο ίδιος επιβάλλει στον εαυτό του πιθανόν από δειλία, αφού διστάζει να φανερώσει τον έρωτά του και φοβάται την αντίδραση του Βασιλιά-νόμιμου διεκδικητή της Αρετούσας-Ψυχής. Άλλωστε, δεν ανήκει ακόμη στην βασιλική-ανώτερη γενιά. Εδώ, λοιπόν, περνά την πρώτη του μύηση και εισέρχεται στον κόσμο των Πολεμιστών.

Αυτή η πρώτη απομάκρυνση του Ερωτόκριτου από τον κόσμο που έως τώρα γνωρίζει δεν είναι κάτι άσκοπο. Συμβολίζει την εθελούσια απομόνωσή του. Σε παλιότερους, μυητικούς πολιτισμούς ο άνθρωπος που ακολουθούσε έναν πιο πνευματικό δρόμο για την αναζήτηση του εαυτού του απομακρυνόταν από τον κόσμο και το οικείο του περιβάλλον προκειμένου να αρχίσει την εκπαίδευσή του και την πορεία του προς την ανακάλυψη του Ανώτερου Εαυτού του. Εφάρμοζε, δηλαδή, το φιλοσοφικό Ιδεώδες, όπως αποκαλούνταν: άφηνε τον κόσμο των απολαύσεων και της καθημερινότητας και αποτραβιόταν στην αναζήτηση των καλών στοιχείων που είχε μέσα του, των δυνάμεων ή αλλιώς αρετών του. Αυτά θα ήταν τα όπλα που θα χρησιμοποιούσε στις όποιες δυσκολίες και αντιξοότητες θα συναντούσε στην υπόλοιπή του ζωή.

Καθώς επιστρέφει στον τόπο του, ο Ερωτόκριτος περνά την δεύτερή του μύηση, τη φυλετική, λαμβάνοντας μέρος στους αγώνες κονταροχτυπήματος που διοργανώνει ο Βασιλιάς και μετέχουν μόνο οι πιο ονομαστοί, δυνατοί, άξιοι Πολεμιστές. Νικώντας τους, ο Ερωτόκριτος αποδεικνύει την αξία του ως Πολεμιστής.

Η Αρετούσα-Ψυχή τον εμπνέει για να νικήσει και ταυτόχρονα τον ερωτεύεται. Καθώς, όμως, ο ήρωας δεν ανήκει στην κάστα των Αρχόντων, ο Βασιλιάς αρνείται την ένωση και τον εξορίζει. Παρά το γεγονός ότι ο Βασιλιάς φαίνεται να είναι ο κακός της υπόθεσης, η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Σε αυτό το σημείο του ποιήματος, παρατηρούμε κάτι που συμβαίνει σε όλους τους μύθους: αυτός που φαινομενικά είναι ο κακός, δεν είναι απαραίτητα τέτοιος αν εξετάσουμε το ζήτημα από μια πιο εσωτερική, φιλοσοφική άποψη. Με άλλα λόγια, ο Βασιλιάς ενεργεί εδώ ως Δάσκαλος που δίνει στον Μαθητή την ευκαιρία να εξελιχθεί παραπάνω. Το ίδιο μοτίβο συναντούμε και έναν άλλο πολύ γνωστό και αγαπητό ελληνικό μύθο. Στην Οδύσσεια του Ομήρου ο Ποσειδώνας είναι αυτός που ταλαιπωρεί τον Οδυσσέα βάζοντάς του συνεχείς δυσκολίες και εμπόδια στο δρόμο του ήρωα προς την Ιθάκη. Η αλήθεια, όμως, είναι και πάλι διαφορετική. Παρότι ο θαλάσσιος θεός παρουσιάζεται να είναι ο κακός και ο δύστροπος που δεν επιτρέπει στον Οδυσσέα να γυρίσει στο σπίτι του, είναι στην πραγματικότητα αυτός που βοηθάει τον ήρωα να εξελιχθεί. Έτσι ο Οδυσσέας γίνεται πιο δυνατός, καταλάβει ποια είναι τα ελαττώματά του και ποιες οι αρετές του και πώς να τις χρησιμοποιήσει ώστε να νικήσει τα άσχημά του στοιχεία.

Για παράδειγμα, τα μικρά παιδάκια θεωρούν ως κακό το δάσκαλό τους όταν αυτός τους μαλώνει για μια ζημιά τους ή τους βάζει επιπλέον ασκήσεις. Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνη τη στιγμή τους δίνει την ευκαιρία να μάθουν κάτι παραπάνω και να γίνουν καλύτεροι μαθητές.

Ως εκ τούτου, ο Ερωτόκριτος φεύγει ξανά, αλλά αυτή τη φορά πάει να γίνει Άρχοντας πια, όχι απλώς Πολεμιστής, ώστε να κερδίσει επάξια την Αθάνατη Ψυχή του. Εδώ, λοιπόν, με έναν όμορφο και συμβολικό τρόπο, ο ήρωας πάει να γίνει κάτι ακόμη πιο υψηλό, πάει να εξελίξει πνευματικά τον εαυτό του ακόμη περισσότερο. Πριν φύγει, όμως, αρραβωνιάζεται κρυφά την Αρετή και αυτή του δίνει ως σημάδι αναγνώρισης ένα δαχτυλίδι της. Η υπόσχεση της ένωσης έχει πλέον δοθεί. Ήδη από την αρχαιότητα, το δαχτυλίδι συμβόλιζε ακριβώς αυτό το πράγμα: ήταν ένα σημάδι που έδενε μεταξύ τους αυτούς που έδιναν μια υπόσχεση, ένας κρίκος που τους θύμιζε την πράξη τους και τους ένωνε για όσο χρόνο ίσχυε η υπόσχεσή τους.

Τη δεύτερη φορά που επιστρέφει, είναι παρόν στην ανάγκη της πόλης του. Ένας αντάξιος αντίπαλος στρατός, οι Βλάχοι, διεκδικούν το θρόνο της σοφίας. Ο Ερωτόκριτος είναι ο Πολεμιστής εκείνος που θα δώσει την τελική μάχη με τον Άριστο, τον καλύτερο και δυνατότερο Πολεμιστή των αντιπάλων, θα τον σκοτώσει και θα κερδίσει τη μάχη. Είναι εκπληκτική η ομοιότητα του σημείου αυτού με το ινδικό έπος Μπαγκαβάτ Γκίτα, όπου ο κεντρικός ήρωας, ο Αρζούνα, πρέπει κι αυτός να γίνει άξιος πολεμιστής, να πολεμήσει και να νικήσει έναν τρομερό αντίπαλο και να κερδίσει εντέλει το θρόνο της πόλης που η οικογένειά του είχε χάσει. Είτε πούμε ότι  ο Αρζούνα νικά τον Δουριαδάνα, τον τρομερό και τελικό αντίπαλο, και κερδίζει τη Χαστιναπούρα, την Πόλη της Σοφίας που οι οικογένειά του είχε χάσει, είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα με αυτό που εξιστορείται στον Ερωτόκριτο. Ο Αρζούνα και ο Ερωτόκριτος συμβολίζουν τον Άνθρωπο-Ήρωα που μπαίνει σε διαδικασία μετάλλαξης του εαυτού του ακολουθώντας μια φιλοσοφική, πνευματική ατραπό και έτσι νικά την τελική μάχη με τον φοβερότερο αντίπαλο που στις ιστορίες αυτές ονομάζεται Δουριοδάνα ή Άριστος οι οποίοι συμβολίζουν το τελικό εμπόδιο-ελάττωμα που χρειάζεται να νικήσει ο υποψήφιος. Οι Βλάχοι, που στο ινδικό έπος αντιστοιχούν με τον μεγάλο αντίπαλο των Κουράβας, συμβολίζουν το μεγάλο πλήθος των ελαττωμάτων που ενυπάρχει στον καθένα μας και που καλούμαστε να πολεμήσουμε και να νικήσουμε.

Ένα εξίσου σημαντικό στοιχείο που αναφέρεται σχετικά με τη δεύτερη επιστροφή του Ερωτόκριτου είναι ότι η μορφή του έχει αλλάξει χάρη σε ένα μαγικό υγρό, κόλπο που χρησιμοποίησε για να μην τον αναγνωρίσουν. Επιστρέφει, λοιπόν, μαύρος. Δηλαδή, ο Ερωτόκριτος είναι πλέον ο Πολεμιστής που πραγματώνει το μαύρο αλχημικό έργο. Στις διάφορες παραδόσεις που μας έρχονται από παλιότερους πολιτισμούς αναφέρεται ότι η διαδικασία αυτή, το μαύρο αλχημικό έργο, χωρίζεται σε τρεις φάσεις: στην πρώτη ο ήρωας κατεβαίνει στα σκοτάδια του εαυτού του, ανακαλύπτει δηλαδή τα ελαττώματά του, στη δεύτερη βρίσκει ποιες είναι οι αρετές του ενώ στην τελευταία γίνεται η έξοδος από το σκοτάδι.

Έτσι και στο ποίημα αυτό, ο Ερωτόκριτος κατεβαίνει στα σκοτάδια και τις μαυρίλες του εαυτού του. Η περισυλλογή έγινε στην εξορία και τώρα είναι τα έργα. Δηλαδή το φιλοσοφικό ιδεώδες πραγματοποιήθηκε και πλέον ξεκινά η μάχη με το σκοτάδι. Παλεύει τα δικά του σκοτάδια, τα ελαττώματα και τους φόβους του, μάχεται μαζί τους αντιμετωπίζοντας τον ισχυρότατο αντίπαλο στρατό και καταφέρνει να βγει νικητής.

Ακόμη, όμως, δεν αποκαλύπτεται στην Αρετή που κάποια χρόνια τώρα είναι φυλακισμένη. Πρόκειται για την ψυχή που έχει εγκλωβιστεί στην ύλη και που περιμένει τον Πολεμιστή της να έρθει να τη σώσει από τη φυλακή και να την απελευθερώσει. Έτσι, ο μυημένος πια Πολεμιστής περνά την ψυχή από δοκιμασίες θέλοντας να διαπιστώσει την πίστη της στην ένωση που είχε προηγηθεί. Η Αρετή περνά τις δοκιμασίες και ο Ήρωας, περίλαμπρος πλέον και έχοντας την αποδοχή του Βασιλιά, ενώνεται μαζί της και γίνεται ο νέος Άρχοντας. Γίνεται, δηλαδή, ο ολοκληρωμένος Άνθρωπος που έχει κατακτήσει την Αθάνατη του Ψυχή συνειδητά.

Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώνεται το ποίημα και έτσι ο ποιητής του δείχνει με τρόπο κρυμμένο για τα απαίδευτα μάτια την πορεία το απλού ανθρώπου που μεταλλάσσεται σε ήρωας της Ζωής. Τίποτα, όμως, δεν μένει κρυφό από τον άνθρωπο που ξέρει να αναζητά μέσα του την αλήθεια. Ο Ερωτόκριτος είναι ο Ήρωας που βρίσκεται μέσα στον καθένα μας και περιμένει από εμάς να τον αφυπνίσουμε. Όλος αυτός ο κόσμος που παρουσιάζει το έργο, οι ήρωες, τα βασίλεια, ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα δεν βρίσκονται σε ένα χώρο απροσδιόριστο και μακρινό. Είναι μέσα μας από την αρχή και περιμένουν να τα βγάλουμε στο φως.

Για να μπορέσουμε, όμως, να κάνουμε κάτι τέτοιο χρειάζεται να μάθουμε να βλέπουμε την αιχμάλωτη Αρετούσα που ζητά ελευθερία μέσα στην καρδιά μας και να καταλάβουμε ότι σε μας μόνο βρίσκεται η δύναμη την ελευθερώσουμε.

Ποιό Μυστικό κρύβουν τα Δεσμά του Άρη με την Αφροδίτη!

Όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, Α’ [συνέχεια], 1. 141.1 – 1.143.16» και οι δυο τούτοι θεοί, ο Ήφαιστος και ο Άρης, εκδηλώνουν την ενέργειά τους σε όλο τον Κόσμο, ο ένας διαχωρίζοντας τις εναντιώσεις του σύμπαντος, ανυψώνοντας πάντοτε και σώζοντας το άφθαρτο, για την τελείωση του Κόσμου που θα είναι συμπληρωμένος με όλα τα Είδη όπως λέγει ο Πλάτωνας στον «Τίμαιο», και ο άλλος δημιουργώντας τον όλο αισθητό Κόσμο ως αντικείμενο τέχνης και πληρώνοντας τον με τους Φυσικούς Λόγους (=φυσικές λογικές αρχές) και δυνάμεις, δημιουργώντας στον ουρανό 23 τρίποδες, για να τον κοσμήσει με τον τελειότατο πολύεδρο σχήμα, διαπλάθοντας επιπλέον και τα ποικίλα και πολυειδή είδη [μορφές] του υποσελήνιου Κόσμου. Κατασκευάζει “Πόρπες, καμπτές έλικες, κάλυκες και περιδέραια” όπως αναφέρει ο Όμηρος στην ραψωδία Σ’ σ. 401 της Ιλιάδος.

Και οι δυο έχουν την ανάγκη της Αφροδίτης κατά την εκδήλωση των ενεργειών τους, ο ένας για να εμβάλει στα αντιτιθέμενα αρμονία και τάξη και ο άλλος για να προσδώσει στα αισθητά δημιουργήματα κάλλος και λάμψη τέτοια που θα μπορούσε να κάνει τον Κόσμο τούτο το ωραιότερο από όλους τους ορατούς Κόσμους. Δεδομένου ότι η Αφροδίτη βρίσκεται παντού, ο Ήφαιστος μετέχει πάντοτε σε αυτήν στη βάση των ανώτερων βαθμίδων και ο Άρης στην βάση των υποδεέστερων βαθμίδων. Ο Ήφαιστος υπερκόσμια και ο Άρης εγκόσμια, ο Ήφαιστος στην ουράνια περιοχή και ο Άρης στην υποσελήνια. Εξ ου και ο πρώτος λέγεται ότι παντρεύτηκε την Αφροδίτη σύμφωνα με την θέληση του μεγάλου Διός, ενώ ο άλλος, ο Άρης, κατά τους μύθους, διέπραξε μοιχεία μαζί της. Διότι για τον δημιουργό των αισθητών πραγμάτων η επαφή με την αιτία που παράγει το κάλλος και συνδέει είναι σύμφωνη με την φύση του, ενώ για τον επικεφαλής της διαίρεσης και της εναντιότητας των εγκόσμιων πραγμάτων η δύναμη που χορηγεί την ένωση είναι κατά κάποιο τρόπο αλλότρια. Πράγματι τα χωριστικά γένη των θεών αντιδιαστέλλονται προς τα συνεκτικά.

Αυτή λοιπόν τη σύμπτωση των ανόμοιων αιτιών οι μύθοι την αποκάλεσαν μοιχεία. Επομένως, η επαφή αυτή ήταν αναγκαία για το σύμπαν, αφενός για επιτευχθεί η συναρμογή των αντιθέτων και αφετέρου για να καταλήξει ο εντός του Κόσμου πόλεμος στην Ειρήνη. Επειδή λοιπόν στην επάνω ουράνια περιοχή έχουμε την λάμψη του κάλλους, τον λαμπρό Κόσμο των Ιδεών και τα δημιουργήματα που κατασκεύασε ο Ήφαιστος, κάτω δε ενώ εν τη γενέσει [στην κάτω περιοχή της γέννηση] επικρατεί ο πόλεμος των στοιχείων, η μάχη και η εναντιότητα των δυνάμεων και γενικώς τα δωρήματα του Άρεως, για τούτο και η συνεύρεση του Άρεως και της Αφροδίτης την παρακολουθεί από ψηλά ο Ήλιος και την ανακοινώνει στον Ήφαιστο, συνεργός του καθώς είναι σε όλα του τα δημιουργήματα. Ο Ήφαιστος λοιπόν λέγεται ότι τους αιχμαλώτισε με κάθε είδους δεσμά, αόρατα για τους άλλους, κατά τον τρόπο που διευθετεί τα αντικείμενα της γένεσης με τις λογικές αρχές της τέχνης του, φτιάχνοντας έναν και μόνο σύνδεσμο από τη πνεύμα της εναντιότητας του Άρεως και από τα εναρμονιστικά αγαθά της Αφροδίτης, διότι και τα δυο είναι αναγκαία για την γένεση.

Επειδή όμως άλλοι είναι οι δεσμοί στην ουράνια περιοχή και άλλοι στην υποσελήνια – οι πρώτοι είναι ακατάλυτοι, όπως λέει ο Πλάτωνας στον “Τίμαιο, 43.a”, ενώ οι άλλοι καταλύονται -, για τούτο ο Ήφαιστος λύνει πάλι τα δεσμά με τα οποία έδεσε μαζί τον Άρη και την Αφροδίτη, κι αυτό το κάνει ακούγοντας κυρίως την υπόδειξη του Ποσειδώνα, ο οποίος ως μονάδα της γενεσιουργού βαθμίδας, θέλοντας να διαφυλάξει τη διαδικασία της αέναης γένεσης και την ολοκληρωμένη διαγραφή της κυκλικής πορείας της μεταβολής, υποστηρίζει από την μια ότι καθετί που γεννήθηκε πρέπει να φθαρεί, ενώ από την άλλη καθετί που φθάρηκε το ανάγει και πάλι στη γένεση. Διόλου παράδοξο λοιπόν που ο Όμηρος λέει ότι ο Ήφαιστος έδεσε μαζί τον Άρη και την Αφροδίτη με τα δεσμά, τη στιγμή που και ο Πλάτωνας στον “Τίμαιο, 31.c” ονόμασε “δεσμούς” τις δημιουργικές λογικές αρχές με τις οποίες οι ουράνιοι δημιουργούν τα αντικείμενα της γένεσης. Δεν λέγεται λοιπόν σύμφωνα με τη φύση των πραγμάτων το ότι αυτός λύνει τα δεμένα, όταν οι γενεσιουργοί δεσμοί υπόκεινται σε λύση ;; Φαίνεται μάλιστα ότι ο καθολικός δημιουργός συνθέτει τον Κόσμο από τα αντιτιθέμενα στοιχεία και, εμβάλλοντας κατά αναλογία το στοιχείο της εμπεδόκλειας “φιλίας”, συγκεντρώνει σε ένα και αυτό τις ενέργειες του Ηφαίστου, του Άρεως και της Αφροδίτης.

Έτσι, όταν γεννά τις εναντιώσεις των στοιχείων, τις γεννά σύμφωνα με τον Άρη που εντός του έχει [ως οντική λειτουργία]. Όταν δε επινοεί τη φιλία, ενεργεί με τη δύναμη της Αφροδίτης που εντός του έχει [ως κοσμική λειτουργία]. Και όταν συνδέει τα στοιχεία της Αφροδίτης με τα στοιχεία του Άρεως, έχει ήδη ως υπόδειγμα την τέχνη του Ηφαίστου που εντός του έχει. Διότι ο καθολικός δημιουργός είναι τα πάντα και ενεργεί με όλους τους θεούς. Έτσι και οι νέοι θεοί, όπως του ονομάζει ο Πλάτωνας στον “Τίμαιο”, μιμούμενοι τον πατέρα τους, δημιουργούν ζωντανά πλάσματα θνητά και τα δέχονται πάλι, όταν φθίνουν, γεννώντας μαζί με τον Ήφαιστο τους δεσμούς του εδώ Κόσμου και κατέχοντας οι ίδιοι εκ των προτέρων τις αιτίες της λύσης τους. Διότι σε κάθε περίπτωση αυτός που περιέχει τον δεσμό γνωρίζει και την αναγκαιότητα της λύσης του.

Ποιά Αξιοπρέπεια Ελληνοεβραίοι;

«Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν.
Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν.
Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς
κοπροκρατούν το μέλλον.
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.» Οδυσσέας Ελύτης

«Η παιδεία των νέων, είναι το δυνατό αίμα και ο αέρας ιωδίου για το μέλλον των λαών. Όμως, της δικής μας παιδείας το αίμα, έχει αιματοκρίτη λευχαιμίας»
Τα αρχαία ελληνικά τα αντιπαθούν όλοι οι Έλληνες.
Αν κάνει κανείς μια δημοσκόπηση σήμερα, το αποτέλεσμα που θα του δοθεί θα το βρει πελώριο. Στους εκατό θα ανακαλύψει πως οι ενενήντα τόσοι, τα αρχαία ελληνικά δεν θέλουν ούτε να τ’ ακούσουν και το χειρότερο είναι, πως την ίδια αποστροφή την αισθάνεται και η πλειονότητα των φιλολόγων που διδάσκει το μάθημα στα σχολεία. Σήμερα όταν μιλήσεις σε κάποιονε για τα αρχαία ελληνικά, αμέσως θα τον χτυπήσει ναυτία. Ένα πνευματικό ανακάτωμα παραγουλιάζει ολόκληρη την υπόστασή του. Μονόπτωτα ρήματα, ετερόπτωτοι διορισμοί, τρίπτωτες προθέσεις, βαρείες, οξείες, ερωτηματικές, εγκλιτικά και εγκλίσεις, παραγωγή και έτυμα, προληπτικό κατηγορούμενο.
Είναι μια στοίβα τσάνταλα που ξεχειλίζουν το ψυχοσωματικό μας και χύνουνται σαν ερευγμοί, κρυάδες, νυστάλα, χασμήματα, και όλα τα ουά του ιουδαϊκού όχλου. Οι σχετικές μνήμες από τη σχολική εμπειρία ανακαλούν στους ενήλικους πλήξη νεότητας, ψυχικά τραύματα, κατακάθια νευρωτικά, έλλειψη αέρα, δυσχέρεια ύπαρξης. «Κύρος ανεβαίνει, Κύρος κατεβαίνει, και γαμώ τους Έλληνες κι όλους τους δασκάλους». Έτσι άκουσα να καταριέται κάποτε κάποιος τα εφηβικά του χρόνια. Την αθωότητα, δηλαδή και την πιο τρυφερή ώρα της ηλικίας του.
Βέβαια, για τα φορτία όλου αυτού του κακού, ο τελευταίος που ευθύνεται είναι οι Έλληνες και τα κείμενά τους. Στο θρυλικό «τις πταίει» του Τρικούπη η απόκριση είναι: Οι δάσκαλοι φταίνε, οι δάσκαλοι και οι διδακτικοί. Ο βασιλιάς τα φταίει, που φώναξε ο Λαέρτης στον Άμλετ. Και κύρια φταίνε οι δάσκαλοι των δασκάλων. Εννοώ τους πανεπιστημιακούς που τόσο μοχθήσανε για να μάθουν τους δασκάλους να δασκαλίζουν. Να πιθηκίζουν δηλαδή στις έδρες και στις τάξεις. Να ψιττακίζουν το «Καλημέρα» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Να γρυλλίζουν και να σουσουνίζουν, πάντα τους σχολαστικοί και ομπρελοφόροι.

Από πού, και γιατί τόση δυστυχία στη χώρα!
Η ακολουθία πράξης όλου αυτού του κακού μεταφράζεται στην εικόνα μιας πραγματικότητας πολύ μίζερης. Η δυστυχία από το σχολείο απλώθηκε στην κοινωνία μας, όπως είναι φυσικό. Η τελευταία συνέπεια του πράγματος δηλαδή, η πιο επώδυνη και η πιο κολασπκή, είναι πως η σύγχρονη Ελλάδα λογαριάζεται ο ουραγός και το μπαίγνιο των εθνών σε όλες τις σφαίρες και σε όλες τις συμπεριφορές. Το αποτέλεσμα το καταμετράς από την κατάσταση της εθνικής οικονομίας ως τα ποδόσφαιρα, και από την επιστημονική έρευνα ως τις σκουπιδοφόρες ακτές της πανάρχαιας ελληνικής θάλασσας.
Εκεί που ο ποιητής Ρίλκε έλεγε κάποτε «das uralte griechische Meer» (η αρχαία ελληνική θάλασσα), και έσκυβε την κεφαλή με κατάνυξη. Γιατί τάχα. Και οι Ιταλοί στη γειτονική μας χερσόνησο κατοικούν το Λάτιο και την αρχαία Καμπανία, όπως κι εμείς κατοικούμε την αρχαία Ήλιδα και το Ληλάντιο πεδίο. Γιατί οι Ιταλοί σήμερα μετριούνται στους εφτά ανεπτυγμένους λαούς του κόσμου, κι εμείς καταντήσαμε να γίνουμε οι κατσίβελοι της Ευρώπης;
Βέβαια το φαινόμενο είναι σύνθετο και έχει πολλές αιτίες. Ωστόσο ο θεμελιώδης λόγος εντοπίζεται στον εγκληματικό τρόπο, που μέσα από την παιδεία μεταβιβάζεται στις νέες γενεές η κλασική παράδοση. Να μη μας το ειπούν, γιατί το γνωρίζουμε, πως εμείς δεν έχουμε Μ.Α.Ν. και A.E.G και Bosch. Δεν έχουμε Ι.Β.Μ. και Gross, και FIAT και General Motors Corporation και Scotch Whisky. Έχουμε όμως μια παράδοση μεγάλη σαν τον Ειρηνικό και σαν τη Σιβηρία. Έχουμε τέτοιο τον ήλιο και τη θάλασσα, που αν γνωρίζαμε να τα βοσκήσουμε και να τα αρμέγουμε, η μικρή μας χώρα, τούτο το πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που έλεγε ο Σεφέρης, θα ήταν εφτά φορές Ελβετία. Και μάλιστα μια Ελβετία χωρίς τα οικονομικά λύματα και όλα τα κλοπιμαία του αιώνα που συσσωρεύουνται εκεί από κλέφτες τύπου Σάχη, και Μάρκος, και Τσαουσέσκου. Όμως άλλα.
Η προειδοποίηση του παλαιού Οδυσσέα να μη σφάξουν οι ναύτες τα γελάδια του Ήλιου, ούτε από τους συντρόφους του καιρού του, ούτε από μας σήμερα λογαριάζεται. Όχι μόνο τον ήλιο μας σφάζουμε, αλλά και τη θάλασσα μαστιγώνουμε, και τον αέρα τον φτύνουμε στο πρόσωπο. Έγινε καυσαέριο πια. Θέλω να ειπώ πως ο ταξιτζής που κλέβει με το δεκαπλάσιο τον τουρίστα από το Ελληνικό ως το Σύνταγμα, διαφημίζει την ελληνική παιδεία του. Και πως οι χώροι καθαριότητας στα εστιατόρια που ζωντανεύουν τους σταύλους του παλιού Αυγεία, ζωγραφίζουν την παιδεία των Ελλήνων.
Ρωτάς, τι σχέση έχει ο τουρισμός με τα αρχαία ελληνικά. Μα την ίδια ακριβώς που είχε το θέατρο του Διονύσου στην αρχαία Αθήνα με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Για μας το κλίμα, η θάλασσα, και ο ήλιος είναι πρώτες ύλες πρώτης αξίας. Πολύ πιο πολύτιμες από το πετρέλαιο της Νιγηρίας με τα πλούσια οκτάνια, και από το ουράνιο του Καναδά με την πυκνή σχάση. Τη διδακτική των αρχαίων ελληνικών και των άλλων φιλολογικών μαθημάτων, την εισηγήθηκε πρώτος και τη θεσμοθέτησε επιστημονικά ο Νικόλαος Εξαρχόπουλος. Η γραμμή που χάραξε εκείνος στα περισσότερα σημεία της ακολουθιέται και σήμερα. Γενικότερα και πλατύτερα, ο Εξαρχόπουλος είναι ο θεμελιωτής της Παιδαγωγικής στην Ελλάδα. Υπήρξε επιστήμονας ακουστός, ακάματος εργάτης, ερευνητής πολύπλευρος, θεωρητικός και πρακτικός ταλαντούχος και το υπόδειγμα του τεχνοκράτη.

Αυτός έφερε την Παιδαγωγική από την Ευρώπη στον τόπο μας
Την καθιέρωσε στην εκπαίδευση με τρόπο επιβλητικό και κυρίαρχο. Στα 1930, λίγο μετά την εποχή του Πάγκαλου, πού ‘ταν μακριές οι φούστες, ο Εξαρχόπουλος ήταν η αυθεντία και το φόβητρο στους δασκάλους και στα δασκαλεία. Έμπαινε στο Υπουργείο Παιδείας, και ήταν ικανός να χτυπήσει τη μαγκούρα του μπροστά στον Γεώργιο Παπανδρέου, υπουργό τότε του Βενιζέλου. Φοβέριζε, πρόσταζε, νομοθετούσε, έδειχνε.
Όμως, από την άλλη πλευρά του ανθρώπου, τη σκοτεινή, ο Εξαρχόπουλος υπήρξε το ακαταγώνιστο κακούργημα. Ο σχολαστικός, ο διοικητικός, και ο υπερφίαλος, μέσα του σχημάτισαν ένα τέρας, όμοιο με τον τρικέφαλο Γηρυόνη που περιγράφει ο Δάντης στην «Κόλαση». Στην ιστορία της Παιδαγωγικής, και γενικότερα του Καποδιστριακού, το πέρασμα του Εξαρχόπουλου θα λογαριάζεται κάποτε στίγμα, και όνειδος, και δοχείο πάσης λύμης. Θα μείνει για να μολογιέται μια καταγραφή του Σεφέρη στις «Μέρες του 1943»: «Ο Εξαρχόπουλος και οι άλλοι γλωσσαμύντορες· τσιμπούρια και μύγες του απόπατου».
Ο Εξαρχόπουλος στάθηκε η μαύρη αντίδραση και ο κακός δαίμονας απέναντι στη φωτισμένη κίνηση της ανθρωπιστικής παιδαγωγικής, που κύρια κέντρα της υπήρξαν τα πνεύματα του Τριανταφυλλίδη, του Δελμούζου, και του Γληνού. Αυτός υπήρξε ουσιαστικά ο φονέας του Ιωάννη Συκουτρή, που γκρεμίστηκε από τον Ακροκόρινθο στα 1937. Του λαμπρότερου ίσως φιλολόγου μετά τον Κοραή. Και του ακόμη λαμπρότερου δάσκαλου. Αυτός καταδίωξε τον Ιωάννη Κακριδή, και προκάλεσε τη «Δίκη των τόνων». Αυτός κατασκεύασε το κλίμα του σκοταδισμού και τη νοοτροπία αντίδρασης στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και στη Σιναία Ακαδημία. Κάτω από τις οδηγίες και το ραβδί του το Αθήνησι εξελίχτηκε σε εθνικό κέντρο παραγωγής δασκάλων σχολαστικών και πνευματοκτόνων.
Έγινε το καβειρικό χαλκείο της πνευματικής παραχάραξης και της ηθικής δεισιδαιμονίας που και τότε και σήμερα μας δένουν και μας δέρνουν. Κι αν ρωτήσεις ποιά ήταν η πληρωμή για την κακουργία! Μα φυσικά, η αναμενόμενη: Σήμερα το όνομα του Εξαρχόπουλου το διαβάζει κανείς γραμμένο με επίχρυσα γράμματα στην επίσημη αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου. Ακαρτέρει όμως, και βλέπεις. Γιατί ο αδέκαστος χρόνος δεν είπε ακόμη την τελευταία λέξη. Στον καιρό μας τους αρχαίους προδότες, τους λένε φοροφυγάδες και παραοικονομικούς. Και τους αρχαίους Μήδους τους λένε κιβδηλοποιούς, υποκριτές, οσφυοκάμπτες, κυνοκέφαλους. Και είναι γνωστό πως ο Εφιάλτης και οι Μήδοι διαβαίνουν στο τέλος. Ωστόσο εκείνο που μένει είναι το επίγραμμα του Σιμωνίδη για τον Μεγιστία και τους Λακεδαιμόνιους στην αρχαία πέτρα.
Ποιο είναι το λάθος της διδακτικής των αρχαίων ελληνικών που εισηγήθηκε ο Εξαρχόπουλος, και εφαρμόστηκε δυόμισυ γενεές στα σχολεία της χώρας μας; Για να το ειπώ στη γλώσσα της παιδαγωγικής: Το λάθος της σχολής Εξαρχόπουλου είναι ότι υιοθέτησε τον διδακτικό φορμαλισμό σε ζημία και παραγκώνιση του διδακτικού υλισμού. Αυτό σημαίνει πως το βάρος της προσπάθειας έπεσε στη μορφή της αρχαίας γλώσσας και παραθεωρήθηκε η σημασία των περιεχομένων που έχουν τα κείμενα.
Έτσι, η σπουδή των αρχαίων ελληνικών κατάντησε να σημαίνει γνώση της γλώσσας στην οποία είναι γραμμένα τα κείμενα, και στην καλύτερη περίπτωση μια τυπική ακαδημαϊκή ιστόρηση των γεγονότων και των πραγμάτων. Και για τις ουσίες, για τα νοήματα, για τις αξίες, για το πλάσμα ζωής δηλαδή που σπαρταρά και γιορτάζει μέσα στην κλασική λογοτεχνία μας, πέρα βρέχει. Κοντολογής, την παράσταση της διδασκαλίας την έκλεψε ο ξυλότυπος της οικοδομής. Η προσοχή του μαθητή εγκλωβίστηκε στην εξωτερική μορφή, στην ορατή εικόνα, στο δείγμα επιφάνειας του κλασικού κόσμου. Και αμελήθηκε το ένυλο σάρκωμα.
Σα νά ‘χουμε απέναντι μας τον Αϊνστάιν και τον Αλ Καπόνε, που δεν αποκλείεται μια μέρα του Σικάγου να ταξίδεψαν άγνωστοι με το ίδιο τραίνο. Τους κοιτάμε και βρίσκουμε: Ετούτος τι ατημέλητος γεροντάκος. Κουρασμένος, τριμμένο σακάκι, ματάκια που λησμονήθηκαν, η γραβάτα του κρέμεται στον λαιμό, σφεντόνα του Δαβίδ. Και λησμόνησε να φορέσει την κάλτσα στο αριστερό του ποδάρι. Αλλά ο άλλος; Τι τζέντλεμαν. Κουστούμι παραγγελιά στα Παρίσια, γυαλισμένο υπόδημα, δαχτυλίδι με περικεφαλαία στην πέτρα, και το μαλλί του λάδι στον μουσαμά. Άρχοντας με αγωγή κι από καταγωγή. Ενώ ο πρώτος, όσο τον παρατηρείς, τόσο τον παρομοιάζεις με τον ζητιάνο του Αντρέα Συγγρού, που πήγε κάποτε να τον ελεήσει στην οδό Σταδίου, και τον προφτάξανε την τελευταία στιγμή: «Τι κάνεις, άνθρωπε; Είναι ο Παπαδιαμάντης!».
Τώρα το ποιος είναι από μέσα ο Αλ Καπόνε, και ποιος ο Αϊνστάιν, τα φαινόμενα το κρύβουν. Όμως πρέπει να υπάρχει διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνον που ζούσε στο λαγούμι με τις αράχνες και τη νυχτερίδα, και σ’ εκείνον που συζητά στο τηλέφωνο με τον Θεό, και σε μια στιγμή τον ακούμε να ρωτάει: «Για πες μου μάστορα, για να το μάθω. Μπορούσες να φτιάξεις τον κόσμο αλλιώτικο; Ή αναγκάστηκες να τον φτιάξεις, όπως τον έφτιαξες;» Γραμματική, λοιπόν, συντακτικό, ετυμολογία, τυπικό, φθογγολογικό, σχήματα λόγου, προσωδία και μέτρα, κανόνες, εξαιρέσεις κανόνων, σημείωση, υποσημείωση, παράγραφος, υπνολαλία, υπνοπαιδεία. Και το ροχαλητό αστραπόβροντο στις σπηλιές. Εδώ είναι η έρημος και ο άνυδρος τόπος που μας καλεί να λογαριάζουμε, ότι θα μένουν θρυλικά τα λόγια του Μαβίλη: «Με γενικές απόλυτες και ισόκωλα αντί να πάμε ομπρός πάμε πισόκωλα»
Μ’ έναν λόγο, ο μαθητής προακτέος, μόριο αποφατικό, γενική επισκόπηση. Και παραλίγο ο πρωκτοφαντασματοσκόπος του Φάουστ.
Αυτή ήταν η διδακτική του Εξαρχόπουλου για τα αρχαία ελληνικά, και για το τυπικό τους. Σχετικά με την ουσία τώρα, όλη η προσοχή έπεφτε στο περιδιάγραμμά του. Με βάση το ερβαρτιανό πρότυπο της εθνικής ηθικής διαπαιδαγώγησης, όπως μας έλεγαν στον στρατό, ο μαθητής λάβαινε τέτοια ζάλα και φορτία ηθικότητας, ώστε βγαίνοντας από το σχολείο παραπατούσε στον δρόμο με το βάδισμα ενός κατάφρακτου Κουταλιανού.
Κορφολογιόνταν όλες οι ηθικές ουσίες του κλασικού κόσμου και η λοκάντα σέρβιρε στο μαθητή νόστιμα «κρεατοσφαιρίδια» και «σκουληκίδες». Κεφτέδες δηλαδή και μακαρόνια, που λέγανε οι λογιότατοι την εποχή της Βαβυλωνίας του Δημήτρη Βυζάντιου. Ηθική διδασκαλία, λοιπόν, εντολές δέκα, και εκατό και διακόσιες, «ου» και «μη» μωσαϊκά ατελεύτητα· παραινέσεις εις νέους και συμβουλές προς Δημόνικον· χιλιάδες «πρέπει», φανταχτερά σαν φολιδωτά ερπετά· προτροπές και νουθεσίες· διαθήκες παλαιές, νέες, μελλοντικές· το χρέος, το οφείλειν το καθήκον· η ηθική προσωπικότητα, το ηθικό φέγγος, το ηθικό «γάρμπος».
Πολλές αρβύλες και στιβάνια στα Σφακιά και στο Σέλινο. Και σαν επιβράβευση στους μικρούς τροφίμους που θα τηρήσουν το συνταγολόγι υπακοής, όλα τα ελέη και οι ευλογίες του Αβραάμ, που κοίταζε τους ψαρωμένους μαθητές ψηλά από τον Παράδεισο και περίμενε να του πάνε «τ’ άσπρα, τ’ αχυρένια του να φιλούν τα γένια του», κατά την εικόνα του Κώστα Βάρναλη. Σ’ εκείνα τα δίσεχτα χρόνια της σιωπής και της φοβέρας ο Βάρναλης υπηρέτησε δάσκαλος τη χώρα. Στη σχολή Εξαρχόπουλου όμως έπαιζε τον ρόλο της αλογόμυγας. Τον ίδιο ρόλο, δηλαδή, του οίστρου και του μώμου που έπαιζε ο Σωκράτης στους Αθηναίους. Γι’ αυτό άλλωστε έγραψε και την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη». Το αποτέλεσμα από όλη ετούτη την ηθική σταυροφορία ήταν να γίνουνται οι μαθητές πιστόνια και μπιέλες μηχανής, και πλαστικά στρατιωτάκια στις αλάνες.
Η υποκρισία, ο σκεπασμένος περίγελως, η δυσπιστία, η ανασφάλεια, το ψέμα, η συμπεριφορά του κλόουν, λάβαιναν θέση στην οργάνωση μιας προσωπικότητας από καουτσούκ και νάιλον. Εκεί, που κάτω από σωστές συνθήκες έπρεπε να αναδυθεί ένας στιβαρός άνθρωπος. Κάτω από την επίδραση δηλαδή της φυσικής γνώσης, του άγριου ρεαλισμού, και της πολύμοχθης αρετής, που περικλείνουν α αρχαία κείμενα μέσα στην αστραφτερή σιωπή τους.
Το άλλο ερώτημα, σχετικά με τούτη τη στάση της σχολής Εξαρχόπουλου απέναντι στη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, είναι γιατί εκράτησε ο τύπος, και χάθηκε η ουσία. Η απόκριση είναι απλή και δίπλα μας. Ενίκησε ο τύπος και νικήθηκε η ουσία, γιατί ο τύπος προσφέρεται στο αβασάνιστο και στο εύκολο. Η ουσία αξιώνει τα βαριά, και αντιμετριέται με τα δύσκολα. Και το φυσικό του ανθρώπου, είναι να τον φέρνει στην ευκολία και στο ευχάριστο, και να τον ξεμακραίνει από το τραχύ και τη δυσχέρεια. Τι καλός που θά ‘ταν ο κόσμος, αν γινόταν αντί να τραβάμε το πηλοφόρι στο γιαπί, να σμίγουμε και μέρα νύχτα να γλεντάμε στο βελούχι του Κώστα Καλιαντέρη!
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την ίδια διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα λόγια και στα έργα. Οι περισσότεροι λένε, αλλά ελάχιστοι κάνουν. Και ασφαλώς είναι άλλο πράγμα να κατεβείς και να πεις, θα γίνω ευεργέτης της ανθρωπότητας, και άλλο να πράξεις και να ζήσεις έτσι, που μια μέρα να περάσει το όνομα σου στο κιούριο, στο φέρμιο, στο αϊνστάινιο, και στα άλλα χημικά στοιχεία.

Μ’ έναν λόγο και για να το ειπώ απλά
Την επιθετική μετοχή και τα τελικά απαρέμφατα είναι εύκολο να τα μάθεις. Και σαν τα μάθεις, είναι ευκολότερο να κάνεις επίδειξη με δαύτα σε κείνους που δεν τα ξέρουν. Φοράς, σαν να λέμε, τη στολάρα με τη φούντα και το λοφίο, γίνεσαι δηλαδή ο κύριος καθηγητής, η αυθεντία, τα ράσα του παπά, και ύστερα από το πόστο ενός γελοίου κορδακιζόμενου μπορείς πια να κοκορεύεσαι και να λεονταρίζεις. Κι ο κοσμάκης από κάτου, οι ξύπνιοι σε κάνουνε χάζι. Και τα χαϊβάνια θαυμάζουν: Βρε τι Σολομώντας είν’ ετούτος!
Μαθαίνεται λοιπόν η επιθετική μετοχή και το τελικό απαρέμφατο. Τη φράση όμως του Πλάτωνα, «η φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου»· τον στίχο του Ομήρου, «πεθαίνουμε και χανόμαστε μια για πάντα σαν τα φύλλα των δέντρων»· ή το φοβερό δίλεκτο του Αισχύλου, «θα μάθεις σαν πάθεις», είναι δύσκολο να τα κατανοήσει κανείς. Και πάρα πέρα, είναι πολύ δυσκολότερο να τα υιοθετήσει κανείς, να τα καταλύσει σαν άρτο, και να τα κάνει τρόπο ζωής. «Modus vivendi», που λένε. Γιατί, οι φράσεις αυτές είναι το νερό το μαύρο, και το κόκκινο, και το φαρμακερό της κυπριακής παραλογής. Είναι σαν να ξύνεις με τα νύχια σου το μάρμαρο και ν’ αγωνίζεσαι να χαράξεις πάνω του, αρχαϊκή τη μορφή σου.
Γιατί, ο Πλάτων και ο Όμηρος και ο Αισχύλος σ’ αυτή τους τη θεώρηση, και δεν υπάρχει άλλη να τους κοιτάξεις αν δεν γελάς κι αν δεν γελιέσαι, σου ζητούν πράγματα αληθινά και πολύ τίμια. Σου ζητούν να κηρύξεις τη ζωή σου σε συναγερμό επ’ άπειρον. Αξιώνουν να κοντοπερπατείς ολοζωής στις πλαγιές του Βεζούβιου. Και θέλουν μέρα νύχτα να σφυρίζει στ’ αυτιά σου, εκείνο το ξιφήρες «φύλακες γρηγορείτε!», καθώς στέκεις φρουρός στη μεγάλη πύλη της πόλης. Ή στη μικρή. Η κατανόηση των κλασικών κειμένων αξιώνει μια ολόκληρη ζωή με άκρα ευαισθησία, και βούληση, και ανθρωπιά. Και πάλι ναι, και πάλι όχι, και πάλι να μη φτάνει.
Αυτός είναι ο λόγος, που ο Εξαρχόπουλος και το συνάφι του εισηγήθηκαν τη φορμαλιστική και όχι τη ρεαλιστική τακτική στη μέθοδο διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών. Από ανηθικότητα, και από ανανδρία. Αυτό τούς ήταν το εύκολο και το προσβατό. Το βολικό στη φαυλότητα, και το ομόλογο στην υποκρισία τους. Και αυτός είναι ο λόγος, που η αντίθετη σχολή, ο Αλέξανδρος Δελμούζος και τα παλικάρια του, όπως λέμε ο Ρήγας και οι πνιγμένοι του σύντροφοι, δεν βρήκαν οπαδούς και ακόλουθους στη δουλειά τους. Γιατί, πέρα από την επίσημη καταδίωξη του κράτους, ετούτοι οι γνήσιοι Έλληνες ζητήσανε «τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα “εύγε”». Αλλά σήμερα και αύριο τους βλέπουμε κιόλας ολυμπιονίκες στα στάδια και παινεμένους του δήμου.

Συνοψίζω το ζητούμενο και τη λύση του στην παραβολή του ποιητή:
Η σχολή Εξαρχόπουλου και ο όχλος της, είναι οι αρωματισμένοι Σιδώνιοι του Καβάφη, που κοκορίζουν και κακαρίζουν, καθώς μιλούν για την τέχνη που λησμόνησε τη ζωή. Η πορεία Δελμούζου και Γληνού, είναι ο Αισχύλος. Περπατάει βλοσυρός στον Μαραθώνα, ταυροκοιτάει μπροστά του και πίσω του, και στοχάζεται για την τέχνη, την ώρα που δουλεύει για τη ζωή. Το τρίτο, για να μην τα φορτώσει κανείς όλα στον Εξαρχόπουλο, όπως οι Εβραίοι στον αρχαίο τράγο τις αμαρτίες τους, είναι πως παράλληλα με την κακή διδακτική των παιδαγωγών, ήταν κακή και η διδασκαλία των φιλολόγων. Εδώ έχουν τη δέση τους οι Κοντοί, οι Μιστριώτες, οι Καλιτσουνάκες και Πεζόπουλοι, και οι άλλοι λογιότατοι. Είναι όλοι εκείνοι, που το άδειο κρανίο τους το ζωγράφισε αιώνια ο Σολωμός στον «Διάλογο».
Το κακό με τους κλασικούς φιλολόγους, δεν είναι ότι στα αρχαία ελληνικά έβλεπαν λέξεις μόνο. Το μεγάλο κρίμα ήταν πως απόκοψαν εντελώς το αντικείμενο που δίδασκαν, από τη ζωή. Δεν μπορείς να σπέρνεις ρήματα και να ζητάς να θερίσεις στάχυα. Δεν μπορείς να πας στον κρεοπώλη και να του ειπείς: «Δώσ’ μου ένα κιλό κρέας από μήλο». Γιατί, πού να το ξέρει ο άνθρωπος ότι το αρνί, στ’ αρχαία το λέγανε «μήλο». Πώς του ζητάς, λοιπόν, ν’ ανακατέψει στο χάλκινο λεβέτι, τα κρέατα του λαγού και της χελώνας, όπως έκαμε κάποτε το χρηστήριο του Απόλλωνα;
Θέλω να ειπώ, πως η προσήλωση των φιλολόγων στον αρχαίο κόσμο ήταν τόσο αλλοίθωρη, ώστε να παραβλέπεται εντελώς η άμεση ζωή με τα προβλήματα και τις ανάγκες της. Οι κλασικοί φιλόλογοι έμοιαζαν να ζούνε με τις σκιές και τα φαντάσματα. Σαν έπαιρνε να βραδυάζει, κατέβαιναν ακροποδητί σε κάποια σαρκοφάγο και ξάπλωναν αγκαλιά με τα κόκαλα και με τον ανάγλυφο διάκοσμο των επιφανειών.
Στο σημείο αυτό η ευθύνη των φιλολόγων, και εννοώ πρώτα τους πανεπιστημιακούς, πέρα από το που τους έλειπε το σθένος, έχει την αιτία της σε έδαφος και σε αφορμήσεις κοινωνικές και πολιτικές. Το κοινωνικό κατεστημένο, έτσι καθώς ερχόταν από τον καιρό της δημογεροντίας και της γιανιτσαριάς, μερίμνησε να περιλάβει στην κλειστή του κάστα, τους δάσκαλους των δασκάλων των παιδιών μας. Έτσι μέσω της παιδείας, δρομολογημένης κατάλληλα, θα πετύχαινε να στερεώνει και να συντηρεί τα προνόμια του.
Και με την ευκαιρία, λέω πως ποτέ μου δεν κατάλαβα, γιατί τις προσφωνήσεις «Λογιότατε», «Εντιμότατε», «Γενναιότατε», «Σεβασμιότατε», «Εξοχότατε» -αφήνω εκείνο το δύσοσμο «Μεγαλειότατε»- δεν τις απηύθυνε ποτέ του κάποιος στον γεωργό, στον βοσκό, στον θαλασσινό, στον χτίστη. Και η απορία αυτή, έγινε βαθύ σκοτάδι για μένα, όταν διάβασα γραμμένο στον «Αιμίλιο» του Ρουσσώ, πως η ευγενικότερη απ’ όλες τις ανθρώπινες ασχολίες, είναι η γεωργική τέχνη.
Ο πανεπιστημιακός δάσκαλος, λοιπόν, μπαίνοντας στα ίδια μητρώα όπου και ο ανώτερος κρατικός λειτουργός, ο δικαστής, ο στρατιωτικός, ο ιερέας, ο πλούσιος αστός, έχασε την επαφή του με τον όγκο και τη μάζα του κοινωνικού ατόμου. Ξεκόπηκε από την ίδια τη ζωή και την πραγματικότητα. Η αποκοπή αυτή κατάστησε αναγκαία την αποξένωσή του από τις ουσίες των αρχαίων κειμένων, και αποσύνδεσε μέσα του τα ζωντανά στοιχεία του κλασικού κόσμου από τη σύγχρονη ζωή του αγρού, της αγοράς, του δρόμου και του πεζοδρομίου.

Το κακούργημα πια έχει συντελεστεί
Δεν ενδιαφέρει τώρα η λαχτάρα, ο πόνος, ή το όραμα του Πίνδαρου και του Θουκυδίδη. Οι λέξεις τους όμως, κούφιες και άδειες από όλη την πολύτιμη ουσία τους, είναι ακριβώς εκείνο που χρειάζεται, για να συντηριέται η κοινωνική δουλεία. Μου χρειάστηκε αυτή η ξενάγηση στα σκυλάδικα και στην Τρούμπα, για να καταλάβουμε γιατί ο Σολωμός στον «Διάλογο», ταύτισε τον σοφολογιότατο και τον Τούρκο. Και υπάρχει ένα ακόμη σημείο στη μιγαδική συνάρτηση παραχάραξης των Ελλήνων. Εδώ, το «Made in» είναι αλλοδαπό. Έρχεται από τη μαγδαληνή Ευρώπη και αράζει στην ιερόδουλη Αμερική.
Εκείνο που σε μεγάλο βαθμό συνέβηκε σε μας, ο εγκλωβισμός της διδασκαλίας των κλασικών στους τύπους της γλώσσας δηλαδή, και η παραγνόηση της ουσίας του βίου, σε μικρότερο βαθμό συνέβηκε και στην Ευρώπη. Ο γνωρισμός και η συνομιλία τους με τους Έλληνες, από την αρχή τράπηκε στην περιοχή του ενδύματος και της υπόδησης. Η ουσία δουλεύτηκε ατεχνότερα, βραδύτερα, και από λιγότερους. Η κύρια προσοχή έπεσε στη γλώσσα.
Σ’ αυτό συντέλεσαν πολλά. Η τραχύτητα και η εμορφιά των Ελλήνων, που δεν είναι για τις μάζες. Το ίδιο το εγχώριο πνεύμα της Ευρώπης, έτσι όπως εξέρχοταν αλλόκοτο από τη μήτρα του θεοκράχτη Μεσαίωνα. Και η οδηγία της Παπικής Εκκλησίας, που φρόντισε να φροντίζει μια ανώδυνη επιφάνεια ομοιότητας και φιλίας Χριστιανισμού και αρχαιότητας. Είναι, βλέπεις, η παπική ραδιουργία. Που συνεχίζει την παλαιή ρωμαϊκή διπλωματία.
Όπως ο Τάκιτος έγραμε για την κόλαση των αυτοκρατόρων, έτσι χίλια διακόσια χρόνια αργότερα ο Δάντης θα γράμει για την κόλαση των παπών. Είναι μικρός και αγαθοβιόλης, εκείνος που στο Βατικανό βλέπει κάτι πιο πέρα από τη διπλωματία. Δεν βγήκε πριν από μερικά χρόνια, μέσα από τα παπικά ινστιτούτα η περίφημη επιστημονική πανταχούσα που κήρυχνε ότι η θεωρία του «Big Bang» (Μεγάλη Έκρηξη) των κοσμολόγων είναι πλήρως σύμφωνη με τα δόγματα της Εκκλησίας; Βρε τί ‘ναι τούτοι!
Έτσι λοιπόν, κοντά στο «Latinum», έγινε και το «Graecum», στα σχολεία και στα πανεπιστήμια της Ευρώπης, γλώσσα, σύνταξη, γραμματική, και φαινόμενα φθόγγων και λέξεων. Μεγάλες επικράτειες του πνεύματος των Ελλήνων έμειναν ανεξερεύνητες. Έπρεπε νά ‘ρθει ο Έγελος, λόγου χάρη, για να ξεσκεπάσει τη ζωτική σπουδαιότητα της ελληνικής σοφιστικής. Και τη μεγάλη ήπειρο των προσωκρατικών, αυτά τα γιγάντια φαινόμενα ραδιογαλαξιών και νεφελωμάτων, ως την εποχή που τα εξερεύνησε ο Νίτσε, κυριολεκτικός Κολόμβος του πνεύματος, οι φιλόσοφοι και οι φιλόλογοι την είχαν χαρτογραφήσει σαν ένα νησί άγονης γραμμής.

Η σύγκρουση ανάμεσα στο Νίτσε και στο Βιλαμόβιτς για το πρόβλημα των προσωκρατικών και της τραγωδίας, υπήρξε μονομαχία θανάτου. Ο Βιλαμόβιτς, ένας μετεωρίτης έντονος, για μια στιγμή φάνταξε να λάμπει και να σκεπάζει το αιώνιο φως του Σείριου-Νίτσε. Και πέτυχε να τον δολοφονήσει επιστημονικά. Αλλά από κει και ύστερα, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Δεν ήταν εύκολο από μέτρια πνεύματα να κατανοηθεί η φράση του Νίτσε: «Και μόνο όπου υπάρχουνε τάφοι υπάρχει και ανάσταση». Αυτός ο σχολαστικισμός στα σχολεία της Ευρώπης παρατηρήθηκε και στιλετώθηκε από τα ευαίσθητα πνεύματα των ποιητών, που δεν άντεχαν τη φυλακή και τη σεμνοτυφία του. Μονάδες όπως ο Μπάιρον, ο Σέλεϊ, ο Ουγκό, μιλάνε με μεγάλη πίκρα και με μεγάλη οργή για το σχολικό σύστημα και τους δασκάλους που είχαν. Αφήνω, που όλοι τους αφήσανε μεσοστρατίς και αηδιασμένοι τις κλασικές σπουδές τους.
Στις Ενωμένες Πολιτείες το πράγμα καταστάθηκε δεινότερο. Εδώ ο κλασικός κόσμος πέρασε μέσα από το πνευματικό διυλιστήριο του γυαλιού, του νικελίου, και του αλπακά. Και πήρε τον χαρακτήρα των συνδετικών τροφών και των πλαστικών ερώτων. (Το τελευταίο είναι οι γυναίκες-σαμπρέλες ,για τους άντρες που αυνανίζουνται πάνω τους). Το μόνο που έμεινε στους Αμερικανούς, είναι η έννοια της δημοκρατίας που γεννήθηκε στην Ελλάδα, και τώρα ανθίζει στην απέραντη χώρα τους.

Τι δημοκρατία όμως! Όλο ράσο και φανφάρα
Πουλώντας τα όπλα τους, δηλαδή, πίνουν σαν τα βαμπίρ, το αίμα των λαών της γης, συσσωρεύουν στο εθνικό χρηματοκιβώτιο όλους τους Πακτωλούς και όλους τους Κροίσους, και ύστερα κορδώνουνται για την ευημερία που δωρίζει στη χώρα τους το λαμπρό τους πολίτευμα. Εμ, αν ήταν έτσι, μπορώ κι εγώ να σου φέρω ναύτη με γένι που να σου καλουπώσει άγαλμα. Στο επίπεδο της σχολαστικής μεθόδου των κλασικών σπουδών στην Αμερική ο Χάϊετ διηγείται το ακόλουθο πανηγυρικό: Μπαίνει ο κλασικός φιλόλογος στην αίθουσα και αμέσως εξηγεί στους φοιτητές του: «Αυτό το εξάμηνο θα σας διδάξω τον “Οιδίποδα επί Κολωνώ”. Είναι ένα κείμενο μεγαλείο για το πλήθος τις γραμματικές και τις συντακτικές ανωμαλίες και εξαιρέσεις που περιέχει».
Και στο επίπεδο της ουσίας, για να σχολιάσει την ασχετοσύνη τους, ο Έζρα Πάουντ, σε μια στιγμή έπιασε την πένα και έγραμε: «Αναλογίζομαι με τρόμο και με έκσταση, πώς θά ‘ταν οι Ενωμένες Πολιτείες, αν μάθαιναν οι μαθητές τον κλασικό ελληνικό κόσμο». Κι εγώ αναλογίζομαι με την απλότητα του παιδιού, πώς θά ‘ταν ο κόσμος, αν οι διαλογισμοί του Πάουντ γίνουνταν πραγματικότητα.
Ξεκινώντας νηφάλια, από τούτη τη βάση της αίρεσης και της οργής για την άθλια ως τα σήμερα ιστορία της διδακτικής και της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στα σχολειά μας, θα παραστήσω το πρόβλημα με την εικόνα του εγκέφαλου και του νευροχειρουργού. Ενδιαφέρει, βέβαια, να δουλεύει δεξιότεχνα τα εργαλεία του ο νευροχειρουργός. Αλλά πρώτιστα ενδιαφέρει να γνωρίζει τον εγκέφαλο.
Σχετικά με το μάθημα των αρχαίων ελληνικών όμως και τη διδακτική του, εκείνο που γίνεται ως τα σήμερα, είναι ο χειρουργός και τα εργαλεία του. Για τον εγκέφαλο δεν πειράζει. Ας είναι κι από τυρόγαλο. Οι μπλούζες, οι μάσκες, τα γάντια, οι λαβίδες, τα μαλίδια, τα πριόνια, τα δοχεία, οι γάζες, οι τσιμπίδες, τα ράμματα, τα βάμματα τα τάματα. Κι από εγκέφαλο όλα βολεύουνται. Ο χειρουργός τον σπούδασε στο κεφάλι του σκύλου και της κουρούνας. Όχι χειρότερα.
Μα ποιος θα ισχυριστεί και θέλει να τον πιστέψουμε, πως ο ψάλτης που ταραρίζει στην εκκλησία το «λίθος λαξευτός» «λύκος καψαλός», διατάραξε την ευσέβεια της αγράμματης γερόντισσας που τον ακούει; Λέω πως ωφελεί: Στη διδακτική των αρχαίων ελληνικών, να διδάσκεις την ιστορία και το σκοπό του μαθήματος· να διδάσκεις τη διαίρεση και τους κλάδους της· να διδάσκεις πώς θα διδάξεις από το πρωτότυπο και πώς θα διδάξεις από τη μετάφραση· πώς θα διδάξεις τη γραμματική, το συντακτικό, τη λεξιμάθεια, τη χρηστομάθεια· πώς θα διδάξεις την πορεία και τις μεθόδους διδασκαλίας.
Αλλά αυτό γίνεται μέχρι σήμερα. Αυτό ήταν τα σαρανταλείτουργα και τα ευχέλαια του Εξαρχόπουλου. Όλα ετούτα τα λέμε και τα ξαναλέμε κατά συρροή και κατά πλήθος. Τα εξαντλήσαμε πια ως την ίνα και ως την κεραία. Τώρα ό,τι έμεινε, είναι να κουρεύουμε το στραγάλι, και να συναχώνουμε τη σουλφαμίδα. Γυρνάμε από δεξιά περί τον εαυτό μας, γυρνάμε από αριστερά περί τον πυρήνα του προβλήματος, και παίζουμε το ηλεκτρόνιο του υδρογόνου, ώσπου να γίνουμε δευτέριο.
Σήμερα μάλιστα, που είμαστε «και τέλος πάντων, να, τραβούμε εμπρός», που λένε οι ηλεκτρονικοί και ο πολιτικός αναμορφωτής του Καβάφη, στη διδακτική των αρχαίων ελληνικών θα χρησιμοποιήσουμε και την «προηγμένη τεχνολογία». Υπολογιστές, μικροδιδασκαλίες, κλειστά κυκλώματα, βιντεοκασέτες, οπτικοακουστικά, και τα συναφή. Όλα αυτά είναι έγκριτα και να τα χαιρετάς. Το πρόβλημα όμως βρίσκεται αλλού. Και το πρόβλημα, είναι το ένα, που έχουμε μόνο τη δική του ανάγκη, και κανενός άλλου. Όπως ακριβώς κάποτε το είπε και ο Ιησούς, δάσκαλος πρώτος, καθώς επιτιμούσε τρυφερά τη Μάρθα, και κοίταζε έμπιστα τη Μαρία. Το πρόβλημα λοιπόν διατυπώνεται έτσι: Δεν έχει νόημα να διδάσκεις τη διδακτική των αρχαίων ελληνικών, έστω κι αν η δεξιοτεχνία σου ξεπερνά τις «ηλεκτρικές τριπλές» του Μαραντόνα, όταν δεν έχεις ιδέα για το τι είναι ο κλασικός κόσμος. Όταν δεν άκουσες ποτέ σου τον λόγο:
Οι Έλληνες δεν γράψανε, οι Έλληνες ζήσανε. Το ξέρουμε αυτό;
«Όσο για μέριμνα του τόπου, για διοίκηση
ούτ’ ήξερε τι γένονταν τριγύρω του»·
Αχ! Ο Καβάφης. Πάντα μπροστά μας βγαίνει ο πονηρός ο γέρος.
Σήμερα μία μυλόπετρα πλακώνει την παιδεία των παιδιών μας. Ένας βραχνάς γράφει το παρόν μίζερο, και διαγράφει απαίσιο το μέλλον της χώρας. Γιατί, η αγωγή των νέων είναι κακή. Και η αγωγή των νέων είναι το θεμέλιο της πολιτείας. Και κρίνει τη σωτηρία και την ικμάδα της από το Α ως το Ω. Αφήνω σκόπιμα έξω τα «Έκτορος λύτρα», γιατί εκεί ο χαλασμός και ο θρήνος είναι μέγας. Η παιδεία των νέων είναι το δυνατό αίμα και ο αέρας ιωδίου για το μέλλον των λαών.
Επένδυση πιο ασφαλή για προοπτική μακρόπνοη δεν πρόκειται να βρεις. Την αλήθεια αυτή τη λαλούν και την κράζουν, από τους νόμους του Λυκούργου μέχρι τους χάρτες του ΟΗΕ. Όμως, της δικής μας παιδείας το αίμα, έχει αιματοκρίτη λευχαιμίας. Χρειάζεται να στηθούν οδοφράγματα στους δρόμους. Να στηθούν δικαστήρια στις αίθουσες, και ίσως ίσως γκιλοτίνες στις πλατέες. Για να σταυρωθεί το κακό, και να πάψει η βασκανία. Από τον καιρό του Σχινά και του Μαυροκορδάτου, μας βαραίνει ο σοφολογιότατος και ο Φαναριώτης. Το δίκαιο του μέλλοντος όμως, χρειάζεται πολλούς δικαστές, σαν τον Τερτσέτη, τίμιους. Και σαν τον Πολυζωίδη. Για να εξαλειφθούν κάποτε οι αιτίες της δίκης του Κολοκοτρώνη.
Τονίζοντας το δράμα στους ιδικούς μου τόνους, έχω να το κλείσω σε μία πρόταση που δεν δυσωπείται. Είναι πικρή, όσο το παλαιό εκείνο «εάλω η Πόλις», που ακούστηκε κάποτε σε όλη τη Ρωμανία, και κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει. Η πρόταση λέει: Εμείς, οι Νεοέλληνες, αγνοούμε παντάπασι την κλασική Ελλάδα. Λέγοντας «παντάπασι», φωνάζω μία πράξη. Εννοώ δηλαδή, τις λέξεις με την ακρίβεια του δύο και δύο ίσον τέσσερα.
Είναι χρεία να επισημάνω, κάτι που είναι ομόλογο σε μιζέρια με την πλάνη μέσα στην οποία οι δάσκαλοι μας μάθανε να ζούμε για τους Έλληνες. Το στοιχείο αυτό είναι, πως δεν αγνοούμε μόνο την αλήθεια για την κλασική Ελλάδα, αλλά η εικόνα που αποχτήσαμε γι’ αυτήν, είναι παράμορφη και αντίστροφη. Η παράσταση που έχουμε για τους Έλληνες, έχει μεταξιώσει το σύνταγμα των αξιών, τη φυσικότητα, και την τάξη. Αναποδογύρισε τα πράγματα, και το άσπρο τό ‘καμε μαύρο.

«Τα Ελληνικά» Δημήτρης Λιαντίνης

ΠΟΙΑ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ;
Ο «Ελληνοέλληνας» Όλα καλά και περίκαλα τά ‘χουμε με την πατρίδα. Με το έθνος, την ιστορία μας, και τους «αρχαίους ημών πρόγονοι». Μόνο που ξεχάσαμε ένα. Πως εμείς οι νέοι με τους αρχαίους έλληνες έχουμε τόσα κοινά, όσα ο χασαποσφαγέας με τις κορδέλες, και η μοδίστρα με τα κριάρια. Κι από την άλλη φουσκώνουμε και κορδώνουμε, και ταρτουφίζουμε για «τσι γενναίοι προγονοί» σαν τι;
Όπως εκείνος ο τράγος του Σικελιανού- που εσήκωνε το απανω χείλι του, εβέλαζε μαρκαλιστικά, και οσφραινότανε όλο το δείλι την αρμύρα στη θάλασσα της Κινέττας. Αλλίμονο. Η δάφνη κατεμαράνθη. Έτσι δεν εψιθύριζε ο Σολωμός στο Διάλογο κλαίγοντας; Η δάφνη κατεμαράνθη. Όταν είσαι μέσα στο μάτι του κυκλώνα, είναι δύσκολο νά ‘χεις εικόνα για τα γύρω σου. Και ζώντας μέσα στη χώρα δεν έχουμε εικόνα για τη σημερινή Ελλάδα.
Αρχές του 1993 έγινε μια εκδήλωση στο Παρίσι από έλληνες καλλιτέχνες για την ασβολερή Κύπρο. Εκείνο το θαλασσοφίλητο νησί. Εκεί, ένας δημοσιογράφος ερώτησε τρεις τέσσερες έγκριτους έλληνες που ζουν μόνιμα στη Γαλλία μια ερώτηση καίρια: «Για ειπέτε μου, τους είπε, εσείς που όντας μακρυά από την Ελλάδα βλέπετε με άλλο μάτι, το αληθινό του νοσταλγού και του πάσχοντα. Με το μάτι του Οδυσσέα. Τι γνώμη έχει το παγκόσμιο κοινό για τη σύγχρονη Ελλάδα; Τη βλέπει τάχατες και τη νομίζει όπως εμείς εκεί κάτου στο Κακοσάλεσι και την Αθήνα;»
Η απόκριση που του δώσανε και οι τέσσερες ξαναζωντάνεψε, τίμιε αναγνώστη, τις σπαθιές που δίνανε οι ντελήδες του Κιουταχή στη μάχη του Ανάλατου. Όταν πια είχε πέσει ο τρανός Καραϊσκάκης. «Ποια Ελλάδα, μακάριε άνθρωπε», του είπανε. «Μιλάς για ίσκιους στη συννεφιά. Και για σύννεφα στην αιθρία. Για τον έξω κόσμο Ελλάδα δεν υπάρχει. Κανείς δε την ξέρει, κανείς δεν τη μελετάει, κανείς δεν τη συλλογάται. Δεν άκουσες το παλιό μοιρολόι; «Κλάψε με, μάνα, κλάψε με, Και πεθαμένο γράψε με» !
Άκουσε λοιπόν, και μάθε το. Και κει που θα γυρίσεις, να το ειπείς και να το μολογήσεις. Η Ελλάδα είναι σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Αν στείλει κάποτε στους ξένους κανένα παράπονο ή κανένα παρακαλετό, το συζητούν πέντε δέκα άνθρωποι της διπλωματίας σε κάποιο γραφείο, και παίρνουνε την απόφαση, όπως εμείς παραγγέλνουμε καφέ στο καφενείο και στα μπιλιάρδα» Αυτή είναι η εικόνα που έχουνε οι ξένοι για την Ελλάδα. Κι ο σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται. Έτσι δεν είπε ο πασάς της Σκόντρας, όταν ακούστηκε ότι οι ραγιάδες σηκωθήκανε στο Μοριά; Τώρα γυρίστηκε η τάξη. Σουλτάνος είναι ο έλληνας πολιτικός.

Λάβε τη σύγχρονη Ελλάδα σαν ποσότητα και σαν ποιότητα, για να μιλήσουμε με «κατηγορίες». Κι έλα να μας περιγράφεις τι βλέπεις. Σαν ποσότητα πρώτα. Αν αντικρύσουμε τον πληθυσμό της γης σε κλίμακα μικρογραφική ένα προς πέντε εκατομμύρια, 1: 5 χ ΙΟ6, θα βρούμε πως ο πληθυσμός του πλανήτη μας είναι ένα χωριό από χίλιους κατοίκους. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους χίλιους οι έλληνες είμαστε δύο άνθρωποι, που τρεκλοπατάμε και αρκουδίζουμε μέσα στο πλήθος. Ζαλισμένοι και φουκαράδες ξετρέχουνε να συναντηθούν μεταξύ τους. Αν τα καταφέρουν να μη σκυλοφαγωθούν, ζητούν να συνεννοηθούν με τους άλλους. Σε μια γλώσσα που δε μιλιέται, και σε μια γραφή που δε διαβάζεται. Λίγο μουστάκι, λίγο πρικοιούλι, χρώμα τέτζερη αγάνωτου, ζουνάρι, βέλεσι, φούντα, κι αμάν αμάν. Σερβιτόροι και αγωγιάτες όλοι μας. Και κακοί σαράφηδες του μάρμαρου, του ήλιου, και της θάλασσας.

Σαν ποιότητα ύστερα. Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Με μια ιστορία που ο ίδιος τη νομίζει λαμπρή. Και απορεί, πώς και δεν πέφτουν οι ξένοι ξεροί μπροστά στο μεγαλείο της. Οι ξένοι όμως, σαν συλλογιούνται την ελληνική ιστορία, την αρχαία εννοώ, γιατί για τη νέα δεν έχουν ακούσει και βάλουν απέναντι της εμάς τους νεοέλληνες, φέρνουν στο μυαλό τους άλλες παραστάσεις. Φέρνουν στο μυαλό τους κάποιους καμηλιέρηδες που περπατούν στο Καρνάκ και στη Γκίζα. Τι σχέση ημπορεί νά ‘χουν, συλλογιούνται, ετούτοι οι φελλάχοι του Μισιριού σήμερα με τους αρχαίους Φαραώ, και το βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους;

Την ίδια σχέση βρίσκουν οι ξένοι στους σημερινούς έλληνες με τους αρχαίους.
Οι θεωρίες των διάφορων Φαλμε-ράυερ έχουν περάσει στους φράγκους. Εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι τους αποσβολώσαμε με τους ιστορικούς, τους γλωσσολόγους, και τους λαογράφους μας. Λάθος. Κρύβουμε το κεφάλι με το λιανό μας δάχτυλο. Και βέβαια. Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο μέγας γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις έλεγε αυτά που έλεγε, -ορθά- κι από την άλλη έβριζε το Σολωμό μας αγράμματο, και τη γλώσσα του σκύβαλα και μαλλιαρά μαλλιά;
Σχέση με τους αρχαίους έλληνες έχουμε εμείς, λένε οι γάλλοι, οι εγγλέζοι και οι γερμανοί. Εμείς, που τους ανακαλύψαμε, τους αναστυλώσαμε, τους εξηγήσαμε. Για τους ευρωπαίους οι νεοέλληνες είμαστε μια δράκα ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι, τουρκο-λογιά και αράπηδες. Είμαστε οι “ορτοντόξ”… Με το ρούσικο τυπικό στη γραφή, με τους κουμπέδες και τους τρούλλους πάνω από τα σπίτια των χωριών μας, με ακτινογραφίες σωμάτων και σκουληκόμορφες φιγούρες αγίων στους τοίχους των εκκλησιών. Οι ευρωπαίοι βλέπουνε τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στη Βουλή να μπει το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, κατά τη διαταγή των παπάδων, και κοιτάνε ανακατωμένοι και ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και τους Αγιατολάχους. Τέτοιοι οι βουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς.

«Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί εκατάστρεψαν το έθνος». Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης.
Θέλεις νά ‘χεις πιστή την εικόνα του νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι Μακαρίου Β’ της Κύπρου. Και τα γένεια τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί φράχτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του φερετζέ της τούρκισσας, και έχεις το νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο. Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα, φέρε την εικόνα του αρχαίου έλληνα, για να μετρήσεις τη διαφορά.
Φέρε τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτές. Να ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη. Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις δυνατές φτέρνες. Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι ελληνίδες του Αργούς και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχουνε στα όρη μαζί με την Αταλάντη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του Ευθυδίκου.
Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη στήλη, σ’ ένα λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο φως και στην αιθρία. Άνθρωποι, και θεοί, και αγάλματα ένα. Όλα ετούτα, για να συγκρίνεις την παλαιή και τη νέα Ελλάδα, να τα βάλεις και να τα παραβάλεις. Και στήσε τον Φράγκο από δίπλα, να τα κοιτάει και να τα αποτιμά. Με το δίκιο του θά ‘χει να σου ειπεί: “άλλο πράμα η μέρα και το φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι βρυκολάκοι”. Δε γίνεται να βάλεις στο ίδιο βάζο υάκινθους και βάτα. Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την κρίση τους: – Ακούς αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια μάρμαρα. Ποιοι μωρέ; Οι χριστιανοχομεΐνηδες;

Αλλά είναι καιρός από τις ασκήσεις επί χάρτου να περάσουμε στα πεδία των επιχειρήσεων. Να κοιτάξουμε την πυρκαγιά που αποτεφρώνει το σπιτάκι μας. Γιατί είμαστε σβησμένοι από τον κατάλογο των εθνών; Γιατί η Μακεδονία γίνεται Σκόπια, η Κύπρος γίνεται τουρκιά, το Αιγαίο διεκδικιέται ως το mare nostrum των Οθωμανών; Γιατί ο πρόεδρος της Τουρκίας είπε πρόσφατα στην Αθήνα, ότι είμαστε μια επαρχία του παλιού οθωμανικού κράτους, που αποσχίσθηκε και πρέπει να μας ξανα-προσαρτήσουν; Γιατί ο Μπερίσα της Αλβανίας έχει να λέει πως οι έλληνες κάνουν διπλωματία που έρχεται από το Μεσαίωνα και τους παπάδες; Γιατί ο Αλέξανδρος βαφτίζεται Ισκεντέρ, και ο Όμηρος Ομέρ Βρυώνης; Γιατί οι διακόσιες χιλιάδες έλληνες της Πόλης γίνανε χίλιοι, και οι τούρκοι της Δυτικής Θράκης θρασομανούν, και γίνουνται όγκος κακοήθης που ετοιμάζει μεταστάσεις;
Γιατί δύο από τους πιο σημαντικούς ποιητές μας, ο μέτριος Σεφέρης κι ο μεγάλος Καβάφης, καταγράφουνται στις διεθνείς ανθολογίες και τους ποιητικούς καταλόγους μισό έλληνες μισό τούρκοι; Γιατί όλα τα αυτονόητα εθνικά μας δίκαια ευρωπαίοι και αλβανοί, βούλγαροι και εβραίοι, ορθόδοξοι και ρούσοι, τούρκοι και βουσμανοαμερικανοί τα βλέπουν σαν ανόητες και μίζερες προκλήσεις, σαν υλακές και κλεφτοεπαιτείες; Ποια τύφλωση μας φέρνει να μη βλέπουμε ότι στα μάτια των ξένων εκαταντήσαμε πάλι οι παλαιοί εκείνοι γραικολιγούρηδες; Οι esurientes graeculi του Γιουβενάλη και του Κικέρωνα;

Το πράγμα έχει και περιγραφή και ερμηνεία. Μέσα στη χώρα, μέσα στην παιδεία δηλαδή και την παράδοση μας, εμείς περνάμε τους εαυτούς μας λιοντάρια, εκεί που οι έξω από τη χώρα μας βλέπουνε ποντίκια. Θαρρούμε πως είμαστε τα παιδόγγονα του Αριστοτέλη και του Αλέξανδρου. Οι ξένοι όμως σε μας βλέπουνε τις μούμιες που βρεθήκανε σε κάποια ασήμαντα Μασταβά. Γιατί; Τα διότι είναι πολλά. Όλα όμως συρρέουν σε μια κοίτη. Σε μια απλή εξίσωση με δύο όρους και ένα ίσον.

Είναι ότι: νεοέλληνες ίσον ελληνοεβραίοι.
Αν εφαρμόσουμε αυτή την εξίσωση στα πράγματα, θα μας δώσει δύο γινόμενα. Το πρώτο είναι ότι ζούμε σε εθνική πόλωση. Το δεύτερο, ακολουθία του πρώτου, ότι ζούμε χωρίς εθνική ταυτότητα. Ότι οι νεοέλληνες είμαστε ελληνοεβραίοι σημαίνει το εξής, ενώ λέμε και φωνάζουμε και κηρύχνουμε ότι είμαστε έλληνες, στην ουσία κινιόμαστε και υπάρχουμε και μιλάμε σα να είμαστε εβραίοι. Αυτή είναι η αντίφαση. Είναι η σύγκρουση και η αντινομία που παράγει την πόλωση. Και η πόλωση στην πράξη γίνεται απώλεια της εθνικής ταυτότητας. Και το τελευταίο τούτο σημαίνει πολλά.
Στην πιο απλή διατύπωση, σημαίνει νά ‘σαι τουρκόγυφτας, και να ζητάς να σε βλέπουν οι άλλοι πρίγκιπα. Σημαίνει νά ‘σαι η μούμια των Μασταβά, και να ζητάς από τους ευρωπαίους να σε βλέπουν ιδιοκτήτη της Ακρόπολης. Σημαίνει να σε θωρείς λιοντάρι, και οι ξένοι να σε λογαριάζουνε πόντικα. Απώλεια της εθνικής ταυτότητας είναι να σε βλέπουν οι άλλοι αρκουδόρεμα, και συ να τους φωνάζεις πως ντε και καλά είσαι η Ολυμπία. Και ύστερα να τους ζητάς Ολυμπιακούς αγώνες στην καλογρέζα. Χλευαστικό του καλογριά.
Είναι μεγάλη ιστορία να πιαστώ να σε πείσω, ότι οι νεοέλληνες από τους αρχαίους έχουμε μόνο το τομάρι που κρέμεται στο τσιγκέλι του σφαγέα, θέλει κότσια το πράμα. Θέλει καιρό και κόπο. Θέλει σκύψιμο μέσα μας, και σκάψιμο βαθύ. Και κυρίως αυτό: θέλει το μεγάλο πόνο.
Θα σε καλέσω όμως σ’ έναν απλό περίπατο. Θα κάνουμε ένα πείραμα, που λένε οι φυσικοί. Για νά ‘χουμε αποτέλεσμα έμπεδο. Και η γνώση που θα κερδίσουμε νά ‘ναι σίγουρη. Θα επιχειρήσουμε μια στατιστική έρευνα. Θα διατρέξουμε τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Θα ρωτήσουμε νεοέλληνες απ’ όλες τις τάξεις και όλα τα επίπεδα. Γυναίκες και άντρες, γερόντους και παιδιά, αγράμματους και επιστήμονες, φτωχούς και πλούσιους να μας ειπούν τι γνωρίζουν για την αρχαία Ελλάδα.
Ζητούμε μια γνώση σοβαρή και υποψιασμένη. Όχι φολκλόρ και γραφικότητες. Όχι δηλαδή ο Ηρακλής μωρό έπνιξε τα φίδια· ότι ο Αρχιμήδης εχάραζε κύκλους στην άμμο- ούτε τάν ή επί τάς, μέτρον άριστον (κι όχι “παν μετρον άριστον” … δίποδο ζωντανό !) και τον Μινώταυρο στην Κρήτη. Αλλα να μας ειπούνε, δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα Εμπεδοκλής, Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντίνος, Διογένης Λαέρτιος, Αγελάδας, Λεύκιππος, Πυθαγόρης ο Ρηγίνος, Πυθέας.
Να μας ειπούνε, πόσοι φιλόλογοι, έξω από τα σχολικά κολυβογράμματα, έχουν διαβάσει στο πρωτότυπο τρεις διάλογους του Πλάτωνα, δύο Νεμεόνικους του Πινδάρου, την Ωδή στην αρετή του Αριστοτέλη, έναν Ομηρικό Ύμνο. Να μας πουν αν ξέρουν ότι στη διάλεξη του για την αρετή ο Πλάτων έκαμε στους ακροατές του ένα μάθημα γεωμετρίας, ότι η Ακρόπολη των Αθηνών είναι δωρικό, και όχι ιωνικό καλλιτέχνημα, ότι η διδασκαλία τραγωδίας στο θέατρο ήταν κήρυγμα από άμβωνος, ότι η θρησκεία των ελλήνων ήταν αισθητική προσέγγιση των φυσικών φαινομένων.
Δε νομίζω, αναγνώστη μου, ότι σε όλα αυτά τα επίπεδα η έρευνα μας θα δώσει ποσοστά γνώσης και κατοχής σε βάθος του κλασικού κόσμου από τους νεοέλληνες που να υπερβαίνουν τους δύο στους χίλιους. Τι φωνάζουμε τότε, και φουσκώνουμε, και χτυπάμε το κούτελο στο μάρμαρο ότι είμαστε έλληνες; Για το θεό δηλαδή. Παράκρουση και παραφροσύνη. Θα μου ειπείτε:
– Μήπως και οι ευρωπαίοι γνωρίζουν σε τέτοιο βάθος την αρχαία Ελλάδα;
Θα σας ειπώ:
-Όχι. Αλλά οι ευρωπαίοι δεν καυχιούνται ότι είναι έλληνες, όπως εμείς. Καυχιούνται ότι είναι γάλλοι, και ιταλοί, και βέλγοι.

Γιατί αυτό είναι στην ουσία της η αρχαία Ελλάδα. Δεν είναι τα πασουμάκια του Ηρακλή στο παλάτι της Ομφάλης. Ούτε ο Οδυσσέας με το παλούκι του στη σπηλιά του Κύκλωπα. Η αρχαία Ελλάδα είναι ένας πολιτισμός ασύγκριτος. Μια κοσμοθεωρία πλήρης. Ένας τρόπος ζωής ολοκληρωμένος και τέλειος. Είναι η πιο κοντά στη φύση και στη φυσική αϊδιότητα κοινωνία, που έσωσε να δημιουργήσει ο άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο που λέξεις ελληνικές, όπως μουσική, θέατρο, οργασμός, φιλοσοφία, μαθηματικά, φυσική, δημοκρατία, γεωμετρία, πολιτική, περάσανε σε όλες τις γλώσσες των εθνών του OHE σήμερα. Και με τις λέξεις αυτές ζουν και δηλώνουν τις βαθύτερες ουσίες του ανθρώπινου βίου τα δισεκατομμύρια του πλανήτη. Δεν είναι τυχαίο, που όχι μόνο ο πλανήτης αλλά και ο ουρανός, το σύμπαν ολόκληρο είναι κατάσπαρτο με τις ελληνικές λέξεις και με τα ελληνικά γράμματα που ονομάζουν διεθνώς τους αστερισμούς, και τους φωτεινότερους αστέρες του κάθε αστερισμού.
Κοίτα πρόχειρα το εξώφυλλο της “Γκέμμας”. Όχι. Δεν είναι καθόλου τυχαίο. Εκείνο που είναι τυχαίο, είναι πως ο λαός που κατοικεί σήμερα στη χώρα που παλαιά την εκατοίκησαν οι έλληνες, ονομάζουνται έλληνες. Η έρευνα μας έδειξε ότι μόνο έλληνες δεν είναι. Γιατί τους έλληνες ούτε τους βλέπουν ούτε τους γνωρίζουν.

Από το Ελληνικό ερχόμαστε στό Εβραϊκό
Ερωτάμε το ίδιο στατιστικό δείγμα, το ευρύ και το πλήρες, αν έχουν ακουστά τα ονόματα Μωϋσής, Αβραάμ, Ησαΐας, Ηλίας με το άρμα, Νώε, Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο Δαναήλ στο λάκκο, η Σάρα που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα ονόματα. Υπάρχει γριά στην επικράτεια που να μην τους ξεύρει τούτους τους εβραίους; Δεν υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνιθοκλόπος στις Σποράδες, ούτε κλεφτογιδάς στην Κρήτη. Εδώ τα ποσοστά αντιστρέφουνται. Στους χίλιους νεοέλληνες τα ναι γίνουνται ενιακόσια τόσα, και τα όχι δύο. Και δεν ξεύρουν μόνο τα ονόματα, αλλά είναι έτοιμοι να σου κάνουν αναλύσεις στην ουνιβερσιτά και στην ακαντέμια για τις ηθικές και άλλες αξίες που εκφράζει το κάθε όνομα.
Μ’ ένα λόγο, ο μέγας και ο βαθύς εβραίικος πολιτισμός -δεν ειρωνεύομαι, κυριολεκτώ- μέσα από τη χριστιανική του μετάλλαξη, κι αυτή πια δεν είναι ούτε μεγάλη ούτε βαθιά, πέρασε ως το μυελό των οστών και στη διπλή σπείρα του DNA όλων των νεοελλήνων. Ένα μόνο δε γνωρίζουν. Ότι ο “σπουδαίος” αυτός πολιτισμός είναι εντελώς αντίθετος με τον πολιτισμό της κλασικής Ελλάδας. Το αρνί και ο λύκος. Ο πάμφωτος ναός της Αφαίας στην Αίγινα, και το μονύδριο της αγίας Ελεούσας στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, με την αγράμματη καλόγρια που κυνηγά τις έγκυες και τις λεχώνες, γιατί ‘ναι μαγαρισμένες, λέει.
Έλληνες θα ειπεί δύο και δύο τέσσερα στη γη.
Όχι δύο και δύο είκοσι δύο στον ουρανό.
Έλληνες θα ειπεί να τελείς στους νεκρούς τις χοές της Ηλέκτρας.
Όχι κεριά στους νεκρόλακκους, και δηνάρια στο σακούλι του τουρκόπαπα.
Έλληνες θα ειπεί να προσκυνάς τακτικά στους Δελφούς το «γνώθι σ’ αυτόν».
Όχι να κάνεις την εξομολόγηση στους αγράμματους «πνευματικούς» και στους μαύρους ψυχοσώστες.
Έλληνες θα ειπεί να σταθείς μπροστά στη στήλη του Κεραμεικού και να διαβάσεις το επιτύμβιο: “στάθί και οϊκτιρον”.
Σταμάτα, και δάκρυσε· γιατί δε ζω πιά. Κι όχι να σκαλίζεις πάνω σε σταυρούς κορακίστικα λόγια και νοήματα: προσδοκώ ανάσταση νεκρών.
Έλληνες θα ειπεί το πρωί να γελάς σαν παιδί. Το μεσημέρι να κουβεντιάζεις φρόνιμα. Και το δείλι να δακρύζεις περήφανα. Κι όχι το πρωί να κάνεις μετάνοιες στα τούβλα. Το μεσημέρι να γίνεσαι φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπος στην ενορία σου. Και το βράδυ να κρύβεσαι στην κώχη του φόβου σου, και να ολολύζεις σα βερέμης. Ακόμη κι ο Ελύτης, καθώς εγέρασε, τό ‘ριξε στους αγγέλους και στα σουδάρια. Τι απογοήτεψη… Έλληνες θα ειπεί όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο και τον άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη και τη θάλασσα. Και σαν πεθάνεις, να μαζεύουνται οι φίλοι γύρω από τη μνήμη σου, να πίνουνε παλιό κρασί, και να σε τραγουδάνε:
Τρεις αντρειωμένοι εβούλησαν να βγουν από τον Άδη,
Ένας το Μάη θέλει να βγει κι άλλος τον Αλωνάρη,
Κι ο Δήμος τ’ αγια-Δημητριού ν’ ανοίξει γιοματάρι.
Μια λυγερή τους άκουσε, γυρεύει να την πάρουν.
Κόρη, βροντούν τ’ ασήμια σου, το φελλοκάλιγό σου,
και τα χρυσά γιορντάνια σου, θα μας ακούσει ο Χάρος.

Δημήτρης Λιαντίνης “ΓΚΕΜΜΑ”