Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ, ΗΡΟΔΟΤΟΣ - Ἱστορίαι 3, 80-82

Η συζήτηση για το άριστο πολίτευμα

Ύστερα από τον πόλεμο Σπάρτης και Σάμου, ο Ηρόδοτος εξιστορεί στο τρίτο βιβλίο των Ἱστοριών του τον τρόπο με τον οποίο ο Δαρείος ανήλθε μετά τον Καμβύση, στον θρόνο της Περσίας (521 π.Χ.). Σύμφωνα με την ιστορία που αφηγείται ο Ηρόδοτος, κάποιος Μάγος (εδώ θα πει: μέλος τη μηδικής φυλής των Μάγων, οι οποίοι ειδικεύονταν στη μαντεία και τη μαγεία) με το όνομα Σμέρδις εμφανίστηκε ως ο ομώνυμος αδελφός του Καμβύση που είχε δολοφονηθεί κρυφά, ενόσω ο ίδιος ο Καμβύσης βρισκόταν στην Αίγυπτο. Με τον αιφνίδιο θάνατο του Καμβύση, ο Μάγος αυτός ανέλαβε την εξουσία, αλλά σύντομα η απάτη του ήλθε στο φως. Επτά ευγενείς Πέρσες οργάνωσαν συνωμοσία εναντίον του και τον σκότωσαν. Στο παρατιθέμενο απόσπασμα ο Ηρόδοτος περιγράφει τη συζήτηση που έλαβε χώρα, μετά την ανατροπή του ψευδο-Σμέρδη, μεταξύ των συνωμοτών για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να κυβερνηθεί στo εξής η Περσία. Τρεις από τους Πέρσες ευγενείς συνηγορούν αντίστοιχα για τρεις διαφορετικές μορφές πολιτεύματος: ο Οτάνης υπέρ της δημοκρατίας, ο Μεγάβυξος υπέρ της ολιγαρχίας και ο Δαρείος υπέρ της μοναρχίας. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας φέρει νικήτρια τη μοναρχία. Η πρώιμη αυτή συζήτηση για τη διάκριση των πολιτευμάτων αποτελεί την απαρχή της ελληνικής πολιτικής φιλοσοφίας. Ο Ηρόδοτος μεταφέρει εδώ σε μιαν άλλη χώρα συζητήσεις και ιδέες καθαρά ελληνικές. Η επίδραση των σοφιστών είναι εμφανής όχι μόνο στο περιεχόμενο των τριών λόγων αλλά και στη σύνθεσή τους σε έναν "αγώνα λόγων" καθώς και στο ρητορικό τους ύφος.

Ἱστορίαι 3, 80-82

[3.80.1] ἐπείτε δὲ κατέστη ὁ θόρυβος καὶ ἐκτὸς πέντε ἡμερέων ἐγένετο, ἐβουλεύοντο οἱ ἐπαναστάντες τοῖσι μάγοισι περὶ τῶν πάντων πρηγμάτων, καὶ ἐλέχθησαν λόγοι ἄπιστοι μὲν ἐνίοισι Ἑλλήνων, ἐλέχθησαν δ᾽ ὦν. [3.80.2] Ὀτάνης μὲν ἐκέλευε ἐς μέσον Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ πρήγματα, λέγων τάδε· Ἐμοὶ δοκέει ἕνα μὲν ἡμέων μούναρχον μηκέτι γενέσθαι· οὔτε γὰρ ἡδὺ οὔτε ἀγαθόν. εἴδετε μὲν γὰρ τὴν Καμβύσεω ὕβριν ἐπ᾽ ὅσον ἐπεξῆλθε, μετεσχήκατε δὲ καὶ τῆς τοῦ μάγου ὕβριος. [3.80.3] κῶς δ᾽ ἂν εἴη χρῆμα κατηρτημένον μουναρχίη, τῇ ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται; καὶ γὰρ ἂν τὸν ἄριστον ἀνδρῶν πάντων στάντα ἐς ταύτην τὴν ἀρχὴν ἐκτὸς τῶν ἐωθότων νοημάτων στήσειε. ἐγγίνεται μὲν γάρ οἱ ὕβρις ὑπὸ τῶν παρεόντων ἀγαθῶν, φθόνος δὲ ἀρχῆθεν ἐμφύεται ἀνθρώπῳ. [3.80.4] δύο δ᾽ ἔχων ταῦτα ἔχει πᾶσαν κακότητα· τὰ μὲν γὰρ ὕβρι κεκορημένος ἔρδει πολλὰ καὶ ἀτάσθαλα, τὰ δὲ φθόνῳ. καίτοι ἄνδρα γε τύραννον ἄφθονον ἔδει εἶναι, ἔχοντά γε πάντα τὰ ἀγαθά· τὸ δὲ ὑπεναντίον τούτου ἐς τοὺς πολιήτας πέφυκε· φθονέει γὰρ τοῖσι ἀρίστοισι περιεοῦσί τε καὶ ζώουσι, χαίρει δὲ τοῖσι κακίστοισι τῶν ἀστῶν, διαβολὰς δὲ ἄριστος ἐνδέκεσθαι. [3.80.5] ἀναρμοστότατον δὲ πάντων· ἤν τε γὰρ αὐτὸν μετρίως θωμάζῃς, ἄχθεται ὅτι οὐ κάρτα θεραπεύεται, ἤν τε θεραπεύῃ τις κάρτα, ἄχθεται ἅτε θωπί. τὰ δὲ δὴ μέγιστα ἔρχομαι ἐρέων· νόμαιά τε κινέει πάτρια καὶ βιᾶται γυναῖκας κτείνει τε ἀκρίτους. [3.80.6] πλῆθος δὲ ἄρχον πρῶτα μὲν οὔνομα πάντων κάλλιστον ἔχει, ἰσονομίην, δεύτερα δὲ τούτων τῶν ὁ μούναρχος ποιέει οὐδέν· πάλῳ μὲν ἀρχὰς ἄρχει, ὑπεύθυνον δὲ ἀρχὴν ἔχει, βουλεύματα δὲ πάντα ἐς τὸ κοινὸν ἀναφέρει. τίθεμαι ὦν γνώμην μετέντας ἡμέας μουναρχίην τὸ πλῆθος ἀέξειν· ἐν γὰρ τῷ πολλῷ ἔνι τὰ πάντα. Ὀτάνης μὲν δὴ ταύτην [τὴν] γνώμην ἐσέφερε. [3.81.1] Μεγάβυξος δὲ ὀλιγαρχίῃ ἐκέλευε ἐπιτράπειν, λέγων τάδε· Τὰ μὲν Ὀτάνης εἶπε τυραννίδα παύων, λελέχθω κἀμοὶ ταῦτα· τὰ δ᾽ ἐς τὸ πλῆθος ἄνωγε φέρειν τὸ κράτος, γνώμης τῆς ἀρίστης ἡμάρτηκε. ὁμίλου γὰρ ἀχρηίου οὐδέν ἐστι ἀξυνετώτερον οὐδὲ ὑβριστότερον. [3.81.2] καίτοι τυράννου ὕβριν φεύγοντας ἄνδρας ἐς δήμου ἀκολάστου ὕβριν πεσεῖν ἐστὶ οὐδαμῶς ἀνασχετόν. ὁ μὲν γὰρ εἴ τι ποιέει, γινώσκων ποιέει, τῷ δὲ οὐδὲ γινώσκειν ἔνι· κῶς γὰρ ἂν γινώσκοι ὃς οὔτ᾽ ἐδιδάχθη οὔτε εἶδε καλὸν οὐδὲν {οὐδ᾽} οἰκήιον, ὠθέει τε ἐμπεσὼν τὰ πρήγματα ἄνευ νόου, χειμάρρῳ ποταμῷ ἴκελος; [3.81.3] δήμῳ μέν νυν, οἳ Πέρσῃσι κακὸν νοέουσι, οὗτοι χράσθων, ἡμεῖς δὲ ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην τούτοισι περιθέωμεν τὸ κράτος· ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα, ἀρίστων δὲ ἀνδρῶν οἰκὸς ἄριστα βουλεύματα γίνεσθαι. Μεγάβυξος μὲν δὴ ταύτην γνώμην ἐσέφερε, τρίτος δὲ Δαρεῖος ἀπεδείκνυτο γνώμην, λέγων· [3.82.1] Ἐμοὶ δὲ τὰ μὲν εἶπε Μεγάβυξος ἐς τὸ πλῆθος ἔχοντα δοκέει ὀρθῶς λέξαι, τὰ δὲ ἐς ὀλιγαρχίην οὐκ ὀρθῶς. τριῶν γὰρ προκειμένων καὶ πάντων τῷ λόγῳ ἀρίστων ἐόντων, δήμου τε ἀρίστου καὶ ὀλιγαρχίης καὶ μουνάρχου, πολλῷ τοῦτο προέχειν λέγω. [3.82.2] ἀνδρὸς γὰρ ἑνὸς τοῦ ἀρίστου οὐδὲν ἄμεινον ἂν φανείη· γνώμῃ γὰρ τοιαύτῃ χρεώμενος ἐπιτροπεύοι ἂν ἀμωμήτως τοῦ πλήθεος, σιγῷτό τε ἂν βουλεύματα ἐπὶ δυσμενέας ἄνδρας οὕτω μάλιστα. [3.82.3] ἐν δὲ ὀλιγαρχίῃ πολλοῖσι ἀρετὴν ἐπασκέουσι ἐς τὸ κοινὸν ἔχθεα ἴδια ἰσχυρὰ φιλέει ἐγγίνεσθαι· αὐτὸς γὰρ ἕκαστος βουλόμενος κορυφαῖος εἶναι γνώμῃσί τε νικᾶν ἐς ἔχθεα μεγάλα ἀλλήλοισι ἀπικνέονται, ἐξ ὧν στάσιες ἐγγίνονται, ἐκ δὲ τῶν στασίων φόνος, ἐκ δὲ τοῦ φόνου ἀπέβη ἐς μουναρχίην, καὶ ἐν τούτῳ διέδεξε ὅσῳ ἐστὶ τοῦτο ἄριστον. [3.82.4] δήμου τε αὖ ἄρχοντος ἀδύνατα μὴ οὐ κακότητα ἐγγίνεσθαι· κακότητος τοίνυν ἐγγινομένης ἐς τὰ κοινὰ ἔχθεα μὲν οὐκ ἐγγίνεται τοῖσι κακοῖσι, φιλίαι δὲ ἰσχυραί· οἱ γὰρ κακοῦντες τὰ κοινὰ συγκύψαντες ποιεῦσι. τοῦτο δὲ τοιοῦτο γίνεται ἐς ὃ ἂν προστάς τις τοῦ δήμου τοὺς τοιούτους παύσῃ· ἐκ δὲ αὐτῶν θωμάζεται οὗτος δὴ ὑπὸ τοῦ δήμου, θωμαζόμενος δὲ ἀν᾽ ὦν ἐφάνη μούναρχος ἐών· καὶ ἐν τούτῳ δηλοῖ καὶ οὗτος ὡς ἡ μουναρχίη κράτιστον. [3.82.5] ἑνὶ δὲ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα εἰπεῖν, κόθεν ἡμῖν ἡ ἐλευθερίη ἐγένετο καὶ τεῦ δόντος; κότερα παρὰ {τοῦ} δήμου ἢ ὀλιγαρχίης ἢ μουνάρχου; ἔχω τοίνυν γνώμην ἡμέας ἐλευθερωθέντας διὰ ἕνα ἄνδρα τὸ τοιοῦτο περιστέλλειν, χωρίς τε τούτου πατρίους νόμους μὴ λύειν ἔχοντας εὖ· οὐ γὰρ ἄμεινον.

***
[80] Όταν ωστόσο καταλάγιασε η φασαρία και πέρασαν πέντε ημέρες, αυτοί που είχαν επαναστατήσει κατά των Μάγων, έκαναν συμβούλιο για την κατάσταση γενικά, και ειπώθηκαν τότε λόγια που μερικοί Έλληνες τα βρίσκουν απίστευτα, αλλά που είναι γεγονός ότι ειπώθηκαν. [2] Ο Οτάνης1 πρότεινε να ανατεθούν οι δημόσιες υποθέσεις σε όλους τους Πέρσες μαζί, λέγοντας τα εξής: «Εγώ πιστεύω ότι δεν πρέπει πια να γίνει μονάρχης ένας από εμάς: αυτό δεν είναι ούτε ευχάριστο ούτε καλό. Γιατί είδατε πού έφθασε η αλαζονεία του Καμβύση, δοκιμάσατε και την αλαζονεία του Μάγου. [3] Πώς λοιπόν μπορεί να είναι κάτι πρόσφορο η μοναρχία, όπου επιτρέπεται στον ανεύθυνο να κάνει αυτά που θέλει; Σίγουρα, ακόμη και ο καλύτερος απ᾽ όλους τους ανθρώπους, αν αποκτήσει τέτοια εξουσία, θα πάψει πια να σκέπτεται με τον ίδιο τρόπο. Από τα αγαθά που έχει στα χέρια του, γεννιέται μέσα του η αλαζονεία, και όσο για τον φθόνο, είναι έμφυτος στον άνθρωπο από την αρχή. [4] Και όποιος έχει αυτά τα δύο, έχει ό,τι κακό υπάρχει· μπουχτισμένος όπως είναι, κάνει ένα σωρό ατασθαλίες, άλλες από αλαζονεία, άλλες από φθόνο. Και μολονότι ο τύραννος δεν θα έπρεπε βέβαια να νιώθει φθόνο αφού έχει όλα τα αγαθά, φέρνεται μολοντούτο στους πολίτες αντίθετα: ζηλεύει δηλαδή τους καλύτερους που ζουν και υπάρχουν, και χαίρεται με τους χειρότερους πολίτες, και είναι μοναδικός να παραδέχεται τις συκοφαντίες. [5] Αλλά το πιο άβολο απ᾽ όλα είναι τούτο: όταν του δείχνει κανείς τον θαυμασμό του συγκρατημένα, ο τύραννος δυσανασχετεί επειδή δεν τον αγαπούν πολύ· και όταν του δείχνουν πολλή αγάπη, δυσανασχετεί ότι τον κολακεύουν. Ας πω όμως τα σπουδαιότερα: ο τύραννος ανατρέπει τους πατροπαράδοτους νόμους, βιάζει τις γυναίκες, σκοτώνει ανθρώπους χωρίς δίκη. [6] Αλλά η λαϊκή εξουσία πρώτα πρώτα έχει το καλύτερο όνομα: ισονομία, κι έπειτα δεν κάνει τίποτε απ᾽ όσα κάνει ο μονάρχης· τα αξιώματά της απονέμονται με κλήρο, έχει υπεύθυνη κυβέρνηση, και τις αποφάσεις όλες τις παρουσιάζει μπροστά στο λαό. Κάνω λοιπόν την πρόταση ν᾽ αφήσουμε κατά μέρος τη μοναρχία και ν᾽ αναθέσουμε την εξουσία στον λαό -γιατί στον λαό βρίσκεται το παν». Αυτήν λοιπόν την πρόταση έκανε ο Οτάνης.
[81] Ο Μεγάβυξος ωστόσο συμβούλευσε να αναθέσουν την εξουσία σε ολιγαρχία και είπε τα εξής: «Όσα είπε ο Οτάνης για την κατάργηση της τυραννίδας, είναι σαν να τα είπα και του λόγου μου, αλλά αυτό που πρότεινε, να αναθέσουμε τη διακυβέρνηση στον λαό, δεν είναι η καλύτερη γνώμη· γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο αστόχαστο και πιο αλαζονικό από το αχρείο πλήθος. [2] Είναι πράγματι πέρα για πέρα απαράδεκτο, άνθρωποι που ζητούν να γλυτώσουν από την αλαζονεία του τυράννου, να πέσουν στην αλαζονεία του ασυγκράτητου όχλου. Γιατί ο τύραννος ό,τι κάνει, το κάνει εν γνώσει του, ενώ στον όχλο δεν υπάρχει ούτε γνώση. Άλλωστε, πώς να έχει γνώση ο όχλος που ούτε διδάχτηκε ποτέ κανένα καλό ούτε το είδε από μόνος του, και ρίχνεται με τα μούτρα στα δημόσια πράγματα, χωρίς μυαλό, όμοιος με ποτάμι που ξεχειλίζει; [3] Τη δημοκρατία λοιπόν ας την εφαρμόσουν όσοι μελετούν κακό για τους Πέρσες· εμείς όμως ας διαλέξουμε μια ομάδα από τους καλύτερους και ας τους αναθέσουμε την κυβέρνηση· ανάμεσά τους άλλωστε θα είμαστε κι εμείς, και είναι φυσικό οι καλύτεροι άνθρωποι να παίρνουν τις καλύτερες αποφάσεις». Αυτήν λοιπόν την πρόταση έκανε ο Μεγάβυξος, και τρίτος διατύπωσε τη γνώμη του ο Δαρείος λέγοντας τα εξής:
[82] «Τα όσα είπε ο Μεγάβυξος σχετικά με τον όχλο, εμένα μου φαίνεται ότι σωστά τα είπε· αλλά τα σχετικά με την ολιγαρχία δεν τα είπε σωστά. Γιατί αν έχουμε μπροστά μας αυτά τα τρία πράγματα και αν υποθέσουμε ότι και τα τρία είναι τα καλύτερα στο είδος τους, η καλύτερη δημοκρατία και ολιγαρχία και ο καλύτερος μονάρχης, εγώ υποστηρίζω ότι ο μονάρχης υπερτερεί κατά πολύ. [2] Γιατί τίποτε καλύτερο δεν μπορεί να υπάρξει από τον ένα και μοναδικό άντρα που είναι ο καλύτερος: ακολουθώντας παρόμοια γνώμη, δηλαδή την καλύτερη, θα κυβερνά τον λαό χωρίς ψεγάδι, ενώ με αυτόν τον τρόπο θα κρύβονται όσο γίνεται καλύτερα τα σχέδια τα σχετικά με τους εχθρούς. [3] Στην ολιγαρχία όμως, ανάμεσα στους πολλούς που φροντίζουν για το καλό του λαού, συχνά γεννιούνται έχθρες δυνατές· γιατί ο καθένας θέλει να είναι ο πρώτος και να νικούν οι γνώμες του, και έτσι φτάνουν σε μεγάλες έχθρες αναμεταξύ τους, και από τις έχθρες προκαλούνται κινήματα και από τα κινήματα σκοτωμοί και από τους σκοτωμούς φτάνουμε στη μοναρχία, πράγμα που δείχνει πόσο ανώτερη είναι η μοναρχία. [4] Όταν πάλι κυβερνάει ο λαός, είναι αδύνατο να μη δημιουργηθεί φαυλότητα· και όταν δημιουργηθεί φαυλότητα στα δημόσια πράγματα, δεν δημιουργούνται έχθρες ανάμεσα στους φαύλους αλλά ισχυρές φιλίες· γιατί οι φαύλοι των δημοσίων πραγμάτων τα κάνουν πλακάκια στις λοβιτούρες τους. Και η κατάσταση αυτή συνεχίζεται ώσπου κάποιος υπερασπιστής του λαού να εμφανιστεί και να τους καταργήσει· και για τον λόγο αυτό ο λαός τον περιβάλλει με θαυμασμό, και μέσα στον θαυμασμό, αυτός αναδεικνύεται μονάρχης· έτσι, με την περίπτωσή του, το αποδείχνει και αυτός ότι η μοναρχία είναι η καλύτερη. [5] Και για να μη λέμε πολλά, εμάς πούθε μας ήρθε η ελευθερία και ποιος μας την έδωσε; Η δημοκρατία άραγε, η ολιγαρχία ή η μοναρχία; Έχω λοιπόν τη γνώμη, αφού ένας και μόνο άνθρωπος μας απελευθέρωσε, να μείνουμε στα ίδια, και χώρια απ᾽ αυτό, να μην καταργήσουμε νόμους πατροπαράδοτους που είναι πρώτης τάξεως· γιατί αυτό δεν θα ήταν καλό».
--------------
1 Ο Οτάνης ήταν γυναικάδελφος του Κύρου του Μεγάλου, του ιδρυτή της Περσικής αυτοκρατορίας, και πεθερός του γιου του Κύρου Καμβύση (529-522 π.Χ.) και αργότερα του Δαρείου.

Οι φιλόσοφοι και η ηδονή

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ της συμβίωσης τους μέσα σε μεγαλύτερες ή μικρότερες κοινότητες, και στο φως των συναφών εμπειριών τους, οι άνθρωποι διαπίστωσαν εξ ανάγκης ότι δεν μπορούν να καθορίζουν τη συμπεριφορά τους κατ’ αρέσκεια, δίχως δηλαδή να λαμβάνουν υπ’ όψη τους τις πράξεις και τις αντιδράσεις των άλλων. Έστω κι αν οι εκάστοτε επιθυμίες των ατόμων πηγάζουν από τα μύχια της ύπαρξης τους, προς τα έξω τους επιτρέπεται να εκδιπλωθούν και να πραγματωθούν μονάχα στο μέτρο και κατά τον τρόπο που αυτό συμβιβάζεται με όσους κανόνες συμπεριφοράς ρυθμίζουν έτσι ή αλλιώς την επικοινωνία των μελών της δεδομένης ομάδας. Σύμφωνα με την εσωτερική τους λογική, οι κανόνες τούτοι εξαντικειμενικεύονται και πυργώνονται μπροστά στο εξ ορισμού πιο αδύναμο άτομο ως βαθμίδες δικαιοδοσίας θεσπισμένες από τον Θεό ή τη Φύση, αξιώνοντας για τον εαυτό τους -αν θέλουμε να εκφρασθούμε με την ορολογία του Freud- την ισχύ και την περιωπή της αρχής της πραγματικότητας, η οποία έχει ως έργο της να χαλιναγωγεί τις ακαταλόγιστες ή και καταστροφικές εκδηλώσεις της αρχής της ηδονής. Καμμιά ανθρώπινη κοινωνία δεν μπόρεσε ίσαμε σήμερα να παραιτηθεί από τη χρήση τέτοιων κανόνων, και το γεγονός αυτό υποδηλώνει από μόνο του την αδιάλειπτη ένταση και επήρεια του στοιχείου εκείνου, το οποίο ακριβώς οφείλουν να ανασχέσουν, να ελέγξουν ή να καταπνίξουν οι κανόνες. Η απαίτηση ή η ορμή για ικανοποίηση πέρα από τα όρια που χαράσσουν οι κοινωνικοί κανόνες, και κάποτε μάλιστα πέρα κι από τα όρια που τίθενται στον άνθρωπο ως πεπερασμένο ον, ελλοχεύει συνεχώς πίσω από την εξωτερικά λίγο-πολύ εύτακτη συμπεριφορά, απ’ αυτήν την ορμή ζουν κρυφά όνειρα, απ’ αυτήν εκτρέφονται απωθήσεις και νευρώσεις· μερικές φορές μεταρσιώνεται και μεταφράζεται σε έργα του πνεύματος, άλλοτε προσδοκά ανυπόμονα τη στιγμή όπου με στοιχειακό μένος θα αποτινάξει τα δεσμά της και θα παραμερίσει απροσχημάτιστα τους θεσμούς και τις συμβάσεις.

Κάθε εποχή, κάθε πολιτισμός και κάθε κοινωνία πασχίζει να προλάβει παρόμοιους κινδύνους με τον λυσιτελή διακανονισμό ή την κατάλληλη καθοδήγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς· ωστόσο τούτος ο διακανονισμός και τούτη η καθοδήγηση ευοδώνονται απόλυτα μονάχα πάνω στο ιδεατό επίπεδο των διακηρυγμένων άρχων ή της ιδεώδους συλλογικής αυτοσυνειδησίας. Στο κατώτερο επίπεδο της καθημερινής πραγματικότητας, το όποιο εκτείνεται πέρα από τον άμεσο έλεγχο των παραπάνω αρχών και πίσω από τα νώτα της παραπάνω αυτοσυνειδησίας, μαίνεται ένας πεισματικός ανταρτοπόλεμος ανάμεσα στην ανάγκη να υπακούσει κανείς στην εσωτερική φωνή της αρχής της ηδονής, επιτυγχάνοντας έτσι την πλήρη ικανοποίηση, και στην προσπάθεια να λάβει υπ’ όψη του την αρχή της πραγματικότητας, όπως αυτή αρθρώνεται στους κοινωνικά αναγνωρισμένους κανόνες συμπεριφοράς. Ο ανταρτοπόλεμος αυτός γεννιέται λοιπόν από την αμφίλογη επιθυμία των ατόμων να απολαύσουν τα πλεονεκτήματα και τη σιγουριά που μόνη η κοινωνική ζωή μπορεί να παράσχει, συνάμα όμως να παρακάμψουν κατά δύναμη τους κανόνες της όποτε αυτό τους φαίνεται απαραίτητο προκειμένου να ικανοποιήσουν την ανάγκη πορισμού ηδονής. Έτσι, οι κανόνες της κοινωνικής ζωής περιφρουρούνται και ταυτόχρονα καταστρατηγούνται περιφρουρούνται συνήθως όταν τους καταπατούν οι άλλοι και όταν άλλοι ικανοποιούν ανεξέλεγκτα ανάγκες πορισμού ηδονής, ενώ καταστρατηγούνται συνήθως όταν στόχος είναι η οικεία ικανοποίηση. Για τον λόγο αυτό οι κυρίαρχοι κανόνες σε κάθε κοινωνία τηρούνται μόνο κατά προσέγγιση, και η παραβίαση τους μονάχα στις λιγότερες περιπτώσεις τιμωρείται η μπορεί να τιμωρηθεί με βάση τον νόμο, η κοινωνική και ατομική ζωή κατά μέγα μέρος διαδραματίζονται μέσα στην ευρεία και ως επί το πλείστον αθέατη ζώνη που βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο άμωμο ηθικό ιδεώδες και στο απροκάλυπτο έγκλημα, και που την συνιστούν άπειρες προθέσεις και πράξεις κινούμενες από την ανάγκη πορισμού ηδονής. Οι κυρίαρχοι κανόνες συμπεριφοράς αποτελούν πλαίσια προσανατολισμού και αρχές, τις όποιες μπορεί να επικαλεσθεί κανείς – όχι κριτήρια, με βάση τα όποια θα μπορούσαμε να ανασυγκροτήσουμε την κοινωνική ζωή στη συγκεκριμένη της υφή. Αν τους θεωρήσουμε στην ονομαστική τους άξια, τότε διαπιστώνουμε ότι από εποχή σε εποχή, από πολιτισμό σε πολιτισμό και από κοινωνία σε κοινωνία διαφέρουν μεταξύ τους πολύ περισσότερο απ’ όσο διαφέρουν οι αντίστοιχοι τρόποι ζωής των ατόμων μέσα στην καθημερινή τους δραστηριότητα. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, επηρεάζουν ουσιαστικά τον εκάστοτε τρόπο ζωής, γιατί συνιστούν τις ιδεατές σταθερές και τα ιδεατά σημεία αναφοράς, από τα οποία αφορμώνται τα άτομα και με τα όποια υποχρεώνονται να έρθουν αντιμέτωπα όποτε λαμβάνει χώρα το εσωτερικό παιγνίδι ή ο εσωτερικός αγώνας των ηθικών διλημμάτων και των πρακτικά απαραίτητων εκλογικεύσεων.

Η κοινωνική ανάσχεση ή ρύθμιση του πορισμού ηδονής συντελείται σε δύο επίπεδα και με δύο τρόπους που ως επί το πλείστον έχουν μεταξύ τους σχέση αμοιβαία συμπληρωματική, συχνά όμως και αντιθετική. Στο επίπεδο των θεσμών φαίνεται γενικά να ευοδώνεται περισσότερο, όταν δημιουργούνται υποκατάστατα για ό,τι απαγορεύεται, είτε με τη διοχέτευση της ορμής προς ηδονή σε κατεύθυνση κοινωνικά χρήσιμη και επιθυμητή είτε με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της δραστηριότητας από την επιδίωξη άμεσου πορισμού ηδονής εντός στενού προσωπικού πλαισίου στην προσπάθεια απόκτησης αγαθών, τα όποια βέβαια παρέχουν κι αυτά προσωπική ικανοποίηση, άρα και ηδονή, όμως δεν κερδίζονται δίχως την προσφορά ορισμένων κοινωνικών υπηρεσιών. Το πρότυπο παράδειγμα για την πρώτη περίπτωση παραμένει ο γάμος και η οικογένεια ως θεσμός που κατευθύνει τη γενετήσια ορμή σε κοινωνικά σταθμητή και ελέγξιμη τροχιά, καθιστώντας δυνατή την εύτακτη αναπαραγωγή του είδους. Η δεύτερη περίπτωση προκύπτει όταν τα άτομα αφοσιώνονται σε δραστηριότητες άμεσης σημασίας για το κοινωνικό σύνολο (όπως είναι π.χ. οι επαγγελματικές, πολιτικές, στρατιωτικές ή πνευματικές δραστηριότητες), οπότε εκτιμούν συγκριτικά λιγότερο ή και θεωρούν ως εμπόδιο τη «ζωική» ικανοποίηση, εφ’ όσον μάλιστα αυτή δεν μπορεί να εμφανισθεί πάντοτε ως υπηρεσία προς τον συνάνθρωπο. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις απαιτείται η σύμπραξη του δεύτερου από τα δύο παραπάνω επίπεδα, δηλαδή του ιδεατού ή ιδεολογικού, όπου διαμορφώνονται οι αντιλήψεις εκείνες περί ηδονής και περί απολαύσεως, οι όποιες δικαιώνουν με ηθικά, μεταφυσικά ή και ανθρωπολογικά επιχειρήματα την κοινωνικά αποδεκτή διοχέτευση της επιδίωξης πορισμού ηδονής ή την παραίτηση από την επιδίωξη τούτη. Παρόμοιες αντιλήψεις προέρχονται κατά κανόνα από τη θρησκεία ή τη φιλοσοφία και μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο μεγάλες ομάδες, οι όποιες grosso modo αντιστοιχούν στις δύο θεσμικές ρυθμίσεις της ανθρώπινης επιδίωξης πορισμού ηδονής, όπως τις σκιαγραφήσαμε παραπάνω. Με άλλα λόγια: οι θρησκευτικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις ή καταπολεμούν τα «ζωικά» ψυχόρμητα γενικά, υπενθυμίζοντας στο άτομο ότι έχει Λόγο (διάβαζε: κοινωνικά καθήκοντα), ή διαφορίζουν και υποδιαιρούν την έννοια της ηδονής κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η «ζωική» ηδονή υποτάσσεται στην «ανώτερη» πνευματική και ηθική ηδονή, την ηδονή που δίνει η αλήθεια ή η αρετή. Στον χώρο της φιλοσοφίας, ο οποίος κυρίως ενδιαφέρει εδώ, εμφανίζεται και μια τρίτη τοποθέτηση απέναντι στην ηδονή και στην επιδίωξη της, τοποθέτηση που από στατιστική άποψη δεν μετρά πολύ και είναι μάλλον σπάνια μέσα στην ιστορία των ιδεών, ωστόσο κατέχει τέτοια δύναμη κρούσεως και είναι τόσο επικίνδυνη, ώστε βρίσκεται αδιάκοπα στο επίκεντρο της πολεμικής. Πρόκειται για την απερίφραστη ομολογία πίστεως προς την ηδονή σε όλες της τις μορφές, χωρίς να λογαριάζονται οι κοινωνικοί και ηθικοί διακανονισμοί, οι όποιοι θεωρούνται ως τεχνητά κι αφύσικα δεσμά.

Αν λοιπόν επισκοπήσουμε το φάσμα των βασικών φιλοσοφικών τοποθετήσεων απέναντι στην ηδονή και στον πορισμό ηδονής, θα διαπιστώσουμε ότι αυτό σε γενικές γραμμές αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον όποιο τίθεται κοινωνικά το πρόβλημα. Η ισχνότητα του μηδενιστικού ηδονισμού μέσα στη φιλοσοφική παράδοση εκφράζει έμμεσα την ορμή αυτοσυντήρησης της κοινωνίας, η οποία διαισθάνεται με επαρκή σαφήνεια ότι η ολοκληρωτική και άμεση ικανοποίηση όλων των ατόμων θα είχε ως συνέπεια την κατάλυση του κοινωνικού δεσμού ή τον πόλεμο των πάντων εναντίον των πάντων· στην αυστηρή υπεράσπιση του πρωτείου του Λόγου απέναντι σ’ όλες τις παραλλαγές της ηδονής διατυπώνεται χωρίς περιστροφές η κοινωνική επιταγή ότι το άτομο οφείλει σε κάθε περίπτωση να υποτάσσει τις προσωπικές του κλίσεις στο γενικό καλό (την απρόσωπη αρετή)· και στην ιεράρχηση των μορφών της ηδονής, έτσι ώστε η ανώτερη ηδονή να συνδέεται με την ηθική ή αισθητική δραστηριότητα και να υποβιβάζεται η «ζωική» ηδονή, αρθρώνεται μια πιο εύκαμπτη τακτική, δηλαδή ναι μεν αναγνωρίζονται κατ’ αρχήν οι ανθρωπολογικές ρίζες της ορμής πορισμού ηδονής καθώς και το δικαίωμα του ατόμου για την ικανοποίηση της, αλλά ακριβώς με βάση την αναγνώριση αυτή ζητείται από τα μέλη της κοινωνίας να διαμορφώσουν τη συμπεριφορά τους σύμφωνα με τούς ισχύοντες υπερατομικούς κανόνες και έτσι να λάβουν εποικοδομητικά μέρος στην κοινωνική ζωή. Η συγκεκριμένη κατάσταση στον χώρο της ιστορίας των ιδεών οδήγησε συχνά τις δύο τελευταίες από τις τρεις παραπάνω αντιλήψεις σε σύγκρουση μεταξύ τους, συνολικά. Όμως αυτές κυριαρχούν από κοινού στο ευρύτερο φάσμα της θεολογικής και φιλοσοφικής παράδοσης αποτελώντας τις δύο δυνατές απαντήσεις της ηθικής στο κεντρικό ερώτημα: πώς μπορεί να πειθαρχηθεί κοινωνικά το άτομο; Καθώς το ερώτημα είναι εξ ίσου νευραλγικό για κάθε είδους κοινωνία, τούτη η διάταξη σκέψεων και ιδεών εμφανίζεται σε όλες τις κοινωνίες και σε όλους τους πολιτισμούς, εφ’ όσον χρησιμοποιούν τη γλώσσα της θρησκείας ή της φιλοσοφίας. Στην παγιότητα των θεμάτων του στοχασμού αντανακλώνται τα σταθερά μεγέθη της κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής. Και στις παραλλαγές τούτων των θεμάτων γίνονται έκδηλες οι μεταβολές των ιστορικών εποχών ή οι αγώνες στους κόλπους της ίδιας εποχής ή κοινωνίας. Αλλά όσο κι αν παραλλάσσουν τα θέματα, ο λογικός τους πυρήνας παραμένει αναλλοίωτος, αφού η κοινωνική πειθάρχηση των ατόμων πρέπει να διασφαλισθεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ανεξάρτητα από το ποιός είναι o σημερινός κυρίαρχος και επίσης ανεξάρτητα από το αν η τωρινή μορφή της κοινωνικής πειθάρχησης, θεωρούμενη σε σύγκριση με μιαν προηγούμενη ή με μιαν άλλη, εγκωμιάζεται ως πραγμάτωση «της» ελευθερίας.

Απόρροια της ίδιας κοινωνικής και πολιτισμικής αναγκαιότητας, στην όποια οφείλεται η παγιότητα τούτων των θεμάτων μέσα στην ιστορία των ιδεών, ήταν και η πρώιμη φιλοσοφική τους επεξεργασία. Πράγματι, τα βρίσκουμε όλα ήδη στους αρχαίους φιλοσόφους, και μάλιστα σε μορφή άμεσα κατανοητή και έκτοτε σχεδόν δεσμευτική για την εννοιολογία μας. Τούτο δεν εξηγείται με την αρχαία ιδιοφυία και μόνο, αλλά επίσης, και προ παντός, με το γεγονός ότι τόσο οι ερωτήσεις όσο και οι απαντήσεις είναι κοινωνικά και πολιτισμικά αναπόδραστες: από τη στιγμή που τέθηκαν φιλοσοφικά αυτές οι ερωτήσεις, φιλοσοφικά ήσαν δυνατές μόνον αυτές οι απαντήσεις. Βέβαια, οι απαντήσεις διατυπώθηκαν σύμφωνα με τη συγκεκριμένη κατάσταση στον χώρο της ιστορίας των ιδεών και επίσης σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θέση και τις ιδιαίτερες ανάγκες όσων καταπιάστηκαν με τέτοια ζητήματα. Έτσι, ο προσωκρατικός ακόμη έπαινος της ενάρετης αυτοκυριαρχίας, όπως τον συναντούμε π.χ. στις γεμάτες αυτοπεποίθηση ρήσεις του Δημοκρίτου, σχετίζεται στενά με τη γενική πίστη των Ελλήνων φιλοσόφων ότι ανήκουν σε μια χορεία εκλεκτών. Μέσα στο ελληνικό πολιτισμικό περιβάλλον, το όποιο δεν γνωρίζει τα ιερατεία της Ανατολής, ο φιλόσοφος αισθάνεται ως ο ενδεδειγμένος κι ασυναγώνιστος γνώστης της Αλήθειας και του Καλού· παράλληλα διατείνεται ότι είναι σε θέση να μετουσιώσει τη γνώση του αυτή σε εδραία βιοσοφία. Ως φιλόσοφος οφείλει πρώτα-πρώτα να είναι σοφός με την αρχαϊκή έννοια του όρου, οφείλει δηλαδή να ζει και ο ίδιος σύμφωνα με τους κανόνες της βιοσοφίας, τους οποίους κηρύσσει, ενσαρκώνοντας με τη βιοπορεία του το φιλοσοφικό του ιδεώδες. Πάντοτε υποτίθεται, και συχνά λέγεται απερίφραστα, ότι μόνον ο σοφός μπορεί να πραγματώσει τούτο το ιδεώδες επιτυγχάνοντας την απόλυτη αυτοκυριαρχία και παραμένοντας ανώτερος από κάθε ζωική επιδίωξη ηδονής και κάθε σαρκικό πειρασμό: αυτό ακριβώς τον διακρίνει από τον όχλο, που άγεται και φέρεται από τα κατώτερα ψυχόρμητα. Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι η αυτοπειθαρχία του σοφού διόλου δεν αποτελεί άσκηση με την κατοπινή χριστιανική έννοια ενός πειθαναγκαστικού πρακτικού πορίσματος βγαλμένου από ορισμένη θεολογική μεταφυσική και ανθρωπολογία. Αντίθετα, θεμελιώνεται σε μια πραγματιστική στάθμιση των δεδομένων, ότι δηλαδή η άνευ όρων και φραγμών επιδίωξη της ηδονής θα γεννήσει αναγκαστικά πόνο και εν τέλει θα οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή. Ο σοφός ακολουθεί τον δρόμο του μετριασμού και του μέτρου, αποζητά απολαύσεις που μάλλον προάγουν παρά βλάπτουν τη σωματική και ψυχική του υγεία. Η φρόνιμη τήρηση του μέτρου εγγυάται τη διαρκή ευδαιμονία: την πρακτική τούτη αλήθεια μπορεί να την ενστερνισθεί κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από τις λοιπές κοσμοθεωρητικές ή μεταφυσικές του προτιμήσεις.

Η ιδέα του μέτρου δέσποσε, σε διάφορες παραλλαγές, στις σπουδαιότερες σχολές της αρχαίας ηθικής. Τόσο αυτή όσο και η συναφής αντίληψη για τη φιλοσοφία ως μεταφυσικά αδέσμευτη βιοσοφία παρέμειναν ενεργές και στο έργο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Όμως εδώ επισκιάσθηκαν από την ένταξη του ηθικού προβληματισμού σ’ ένα περιεκτικότερο και λογικά πρωταρχικό πλαίσιο. Η αρετή ή η νίκη του ενάρετου πάνω στην (κατώτερη) ηδονή δεν αποτελεί πια απλή επιταγή της βιοσοφίας, παρά την πρακτική συγκεκριμενοποίηση της γνώσης του όντως όντος, το οποίο εδρεύει στην υπερβατική σφαίρα του νοητού και συλλαμβάνεται μόνο με τα όργανα της νόησης. Όποιος έγινε μέτοχος αυτής της γνώσης δεν μπορεί πια να αισθανθεί οικειότητα και άνεση στον επιφατικό κόσμο των κατώτερων ηδονών – και αντίστροφα: μόνον η απαγκίστρωση από αυτόν τον κόσμο ανοίγει τον δρόμο της ύψιστης γνώσης. Η περιφρόνηση του φιλοσόφου για τον όχλο βαθαίνει στον βαθμό που εδραιώνεται η πεποίθηση του ότι η ροπή προς τη ζωική ηδονή συμβαδίζει με τη μεταφυσική άγνοια, ήτοι την έλλειψη πνευματικής καλλιέργειας. Ο Πλάτων παραλληλίζει την ιεραρχία των μορφών της ηδονής τόσο με την ιεραρχία των ανθρώπινων τύπων όσο και με εκείνη των βαθμίδων του όντος. Ο συνετός φιλόσοφος και τα «βοσκήματα» έχουν εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις για την ηδονή και την βιώνουν εντελώς διαφορετικά, επειδή ο πρώτος έχει αδιάκοπα στυλωμένο το βλέμμα του στο νοητό όντως ον, ενώ η αγέλη φυτοζωεί στον υλικό κόσμο του γίγνεσθαι. Ωστόσο η γνώση του όντος μέσω του Λόγου και ο Λόγος ως η δύναμη που κατακτά αυτή τη γνώση δεν μπορούν να ταυτισθούν με την ηδονή, ούτε καν στις ύψιστες και πιο εκλεπτυσμένες μορφές της· παρέχουν βέβαια ηδονή, όμως παραμένουν αυτοτελείς, πέρα και πάνω από κάθε ηδονή. Η ηδονή παραμένει λοιπόν έτσι ή αλλιώς δέσμια στον κόσμο του γίγνεσθαι, και μολονότι η οντολογική μίξη όντος και γίγνεσθαι, όπως την επιχειρεί η διαλεκτική, βρίσκει κάποιαν αντιστοιχία στη μίξη Λόγου και (ανώτερης) ηδονής, ωστόσο στην τελευταία επιτρέπεται να καταλάβει τις έσχατες μόνο βαθμίδες της κλίμακας των πνευματικών αγαθών.

Η μεταφυσική εννοιολογία ασκεί εξ ίσου την έμμεση επήρεια της όταν ο Αριστοτέλης καταπιάνεται να αποδείξει το αντίθετο, ότι δηλαδή Λόγος (αληθινή γνώση), αρετή και ηδονή συνυφαίνονται οργανικά. Έτσι, μεταφράζει την αντίθεση όντος και γίγνεσθαι στην αντίθεση στάσης και κίνησης, για να αντιστρέψει ακολούθως τα πρόσημα σ’ ό,τι άφορα την ηδονή. Η ηδονή δεν είναι κίνηση, γιατί η κίνηση παραμένει ως επί το πλείστον ατέλεστη, ενώ η ηδονή εμφαίνει την ολοκλήρωση της δραστηριότητας ή μάλλον αποτελεί δραστηριότητα επιτελούμενη ανεξάρτητα από οποιαδήποτε κίνηση, όπως π.χ. συμβαίνει με την ευδαιμονία του ακίνητου Θεού. Όμως η αριστοτελική αποκατάσταση της ηδονής στηρίζεται και σε δύο ακόμη μεταφυσικές προϋποθέσεις. Πρώτον, επικαλείται τη διαπίστωση ότι όλα τα όντα επιδιώκουν την ηδονή, ωστόσο η σημασία της διαπίστωσης αυτής για τη φιλοσοφική θεώρηση δεν προκύπτει τόσο από τον εμπειρικό και συνάμα οικουμενικό της χαρακτήρα, όσο από την πεποίθηση ότι όλα τα όντα μετέχουν του Θείου. Η επιδίωξη της ηδονής μπορεί λοιπόν να συνιστά τη φωνή του Θείου μέσα στα επιμέρους όντα, αλλά υπό τον όρο -και αυτό αποτελεί τη δεύτερη από τις δύο μεταφυσικές προϋποθέσεις- ότι το εκάστοτε ον επιδιώκει την ηδονή εκείνη η οποία ανταποκρίνεται στην ειδοποιό οντολογική του υφή. Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον που ως εκ της φύσεως του μπορεί να φθάσει την τελειότητα αποκλειστικά με τον Λόγο και την αρετή, άρα επιτυγχάνει την αληθινή ηδονή και την ευδαιμονία εφ’ όσον τελειοποιεί τον εαυτό του και ενεργεί σύμφωνα με τα κελεύσματα του Λόγου και της αρετής. Από τον πλάγιο αυτό δρόμο ξαναγυρίζουμε στην ιεράρχηση των μορφών της ηδονής και στην υποταγή των κατώτερων ηδονών στις ανώτερες.

Η μέριμνα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη να ορίσουν και να θεμελιώσουν μεταφυσικά την «αληθινή» ηδονή γίνεται κατανοητότερη αν αναλογισθούμε ότι εν τω μεταξύ η μη μεταφυσική ηθικοφιλοσοφική σκέψη είχε αποκοπεί από τις διδασκαλίες της βιοπρακτικής σοφίας και απολήξει σ’ έναν αυτόχρημα μηδενιστικό ηδονισμό. Τούτος εδώ λάνθανε ήδη μέσα στη σοφιστική διαπραγμάτευση του προβλήματος των σχέσεων μεταξύ νόμου και φύσεως καθώς και του προβλήματος της ισχύος (στα μάτια του Πλάτωνα, τουλάχιστον, η ηθικά αδέσμευτη επιδίωξη της ισχύος διόλου δεν ξεχώριζε από την αχαλίνωτη επιδίωξη της ηδονής), αλλά με φιλοσοφική συνέπεια τον επεξεργάσθηκαν ορισμένοι εκπρόσωποι της Κυρηναϊκής σχολής. Κεντρική του δοξασία είναι η αποσύνδεση της νομιμότητας της ηδονής από τη νομιμότητα της αιτίας της· έτσι, ακόμα και η ανήθικη πράξη μπορεί να γεννήσει ηδονή. Απ’ αυτό προκύπτει η ισοπέδωση της ιεραρχίας των ειδών της ηδονής, με πρακτικό αποτέλεσμα την προτεραιότητα της σωματικής ηδονής, όπως επίσης προκύπτει και η αμφισβήτηση των κοινωνικών αντιλήψεων και των κοινωνικών θεσμών που συνήθως στηρίζουν την παραπάνω ιεραρχία: καλό και κακό, ενάρετη πράξη και έγκλημα εξανεμίζονται ως έννοιες, δηλαδή εμφανίζονται ως προϊόντα τεχνητών θεσμίσεων, ενώ η Φύση δεν γνωρίζει τίποτε άλλο έκτος από την επιδίωξη και την επιταγή της ηδονής· από την άποψη αυτά, ο Θεόδωρος προκαταλαμβάνει τις θεωρίες του La Mettrie και του Sade. Αν δούμε τη γενική εξέλιξη στην προοπτική τούτη, το εγχείρημα του Επικούρου φαίνεται ν’ αποτελεί εξ ίσου αντίδραση εναντίον του ριζοσπαστικού ηδονισμού όσο και εναντίον της πλατωνικής-αριστοτελικής ηθικής και μεταφυσικής. Γιατί αποκαθιστά την ιεραρχία των ειδών της ηδονής και συνδέει στενά την ανώτερη ηδονή, η οποία πάνω απ’ όλα συνίσταται στην ψυχική αταραξία, με τη φρόνηση και την αρετή. Όμως η αποκατάσταση τούτη διαδέχεται και ακολουθεί με τη σειρά της τις παραδοσιακές διδασκαλίες της πρακτικής βιοσοφίας, ήτοι εδράζεται στη συνήθη στάθμιση, σύμφωνα με την οποία ή άμετρη και αδιαφόριστη επιδίωξη της ηδονής αναγκαστικά γεννά πόνο και δυστυχία, και από την άποψη αυτή παραμείνει μεταφυσικά αδιάφορη. Η αδιαφορία έναντι της μεταφυσικής παίρνει συστηματική μορφή όταν ο Επίκουρος υποτυπώνει μια φυσική, σκοπός της όποιας είναι να παραμερισθούν μεταφυσικά μεγέθη συναφή με κανονιστικές λειτουργίες. Οι θεοί τίθενται σε κατάσταση διαθεσιμότητας, το ον γίνεται κανονιστικά βουβό και ο άνθρωπος επαφίεται στις δικές του δυνάμεις και στη δική του φρόνηση.

Η πρόθεση του Επικούρου να εξοβελίσει και τους θεούς μαζί με τους ανθρώπινους φόβους δεν βρήκε την ευφρόσυνη επιδοκιμασία μεταγενέστερων και ευσεβέστερων στοχαστών. Σύμφωνα με τη δική τους πεποίθηση, ο απερίφραστος ή συγκεκαλυμμένος αθεϊσμός δεν μπορούσε παρά να υπονομεύσει την ηθική διάσταση του επικούρειου ηδονισμού και τελικά να τον ωθήσει στην επιδίωξη της χυδαίας ηδονής. Γι’ αυτό και ως μόνος ηθικά βατός δρόμος τούς φαινόταν η απόρριψη του ηδονισμού γενικά και της σύζευξης ηδονής και αρετής ειδικά. Η σύζευξη τούτη στα μάτια τους ισοδυναμούσε με την έμπρακτη εξάρτηση της αρετής από την ηδονή, εφ’ όσον η αρετή θα είχε ως κίνητρο την επιδίωξη ηδονής και θα συνοδευόταν από την απόλαυση της ηδονής. Στην αστάθεια και στην αναξιοπιστία του αισθήματος της ηδονής αντιπαρέθεταν λοιπόν την παγιότητα και την απόλυτη αυτοτέλεια της αρετής και του Λόγου· ο (ηθικός) Λόγος αποδεικνύει την υπεροχή του απέναντι στην ηδονή επειδή μπορεί να ενεργοποιηθεί ανεξάρτητα από την προσδοκία της ηδονής ή του πόνου και να σταθμίσει κυρίαρχα τις ηδονές, επιλέγοντας αναμεσά τους. Ο έλλογος άνθρωπος κατέχει κάτι το θείο, χάρη στο όποιο διακρίνεται ριζικά από τα ζώα, και θέτει στον εαυτό του σκοπούς υψηλότερους από την απλή απόλαυση – αν η ηδονή αποτελούσε την ύψιστη επιταγή και το υπέρτατο κριτήριο, τότε τα ζώα ίσως να βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση έναντι του ανθρώπου. Η εξίσωση ανθρώπου και ζώου, η οποία αποδίδεται στον ηδονισμό, σκοπεύει να υποβιβάσει την ηδονιστική αντίληψη σε όλες της τις εκφάνσεις, σκοπεύει δηλαδή να σχετικοποιήσει τη διάκριση του μετριοπαθούς ηδονισμού ανάμεσα σε ανώτερες και κατώτερες ηδονές και τελικά να αρνηθεί ολοκληρωτικά τη δυνατότητα ενός μετριοπαθούς ηδονισμού. Πράγματι, η επιχειρηματολογική στρατηγική του Κικέρωνα ή του Πλούταρχου συνίσταται στο ότι μειώνουν κατά το δυνατόν την απόσταση ανάμεσα στον Αρίστιππο και στον Επίκουρο, ενώ ο Σενέκας, που από την πλευρά του δεν θέλει να αμφισβητήσει την ηθική πρόθεση και το ηθικό φρόνημα του Επικούρου, νομίζει ωστόσο ότι ο εκλεπτυσμένος ηδονισμός θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως προκάλυμμα στον χυδαίο.

Η υπογράμμιση της αυτονομίας της αρετής και η μετωπική επίθεση εναντίον όλων των εκδοχών του ηδονισμού προκατέλαβαν χριστιανικές αντιλήψεις και έτσι επίσης κατανοήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από τους Χριστιανούς. Όμως καθ’ αυτές δεν επαρκούσαν για να επιφέρουν τη ρήξη με τον παγανισμό. Γιατί και οι ίδιες ρίζωναν βαθιά μέσα στο αρχαίο ιδεώδες της πρακτικής βιοσοφίας, και οι ίδιες συχνότατα πήγαζαν από την υπερηφάνεια του αρχαίου αριστοκράτη. Η αυτοπειθάρχηση του φιλοσόφου στο όνομα του Λόγου, της αρετής ή ακόμα και μιας αόριστης θεότητας δεν ήταν δυνατόν, ακόμα και στις πιο ακραίες στωικές μορφές της, να συγχωνευθεί αυτόματα με τον χριστιανικό ασκητισμό. Για να γίνει κάτι τέτοιο χρειαζόταν μια βαθειά αλλαγή των αξιών και των προτεραιοτήτων, κι αυτή έγινε πρόδηλη στην άνευ προηγουμένου έμφαση με την οποία τονίσθηκε η αντίθεση ανάμεσα σε πνεύμα και σάρκα. Για πρώτη φορά τώρα στην ιστορία των ιδεών η έννοια του πνεύματος, κάτω απ’ την επίδραση ανατολικών αντιλήψεων, εξαϋλώθηκε απόλυτα, ενώ αντίστοιχα υποβιβάσθηκε η σάρκα οντολογικά και ηθικά, εφ’ όσον τώρα θεωρήθηκε πηγή του κακού και της αμαρτίας. Όπως μαρτυρεί η Επιστολή του Ιακώβου, μαζί με διάφορα χωρία των Επιστολών του Παύλου, το μοτίβο αυτό παρεισέφρυσε από νωρίς στη χριστιανική σκέψη, και δεν είναι δύσκολο να εντοπίσουμε την πολεμική του αιχμή: ο κόσμος της ηδονής και της σάρκας, ήτοι ο άθεος ειδωλολατρικός κόσμος, γεννά αναγκαστικά την έριδα και το μίσος ανάμεσα στους ανθρώπους, οι οποίοι θα μπορούσαν να βρουν την ειρήνη μονάχα αν αποστρέφονταν από κοινού τα υλικά αγαθά στρεφόμενοι εν ταπεινότητι προς τον ουράνιο Πατέρα. Ο ισχυρισμός, ότι όλες οι σάρκες κι όλοι οι άνθρωποι εξισώνονται μέσα στην αμαρτία, στην ουσία του αποτελεί μιαν άρνηση του αριστοκρατικού χαρακτήρα της αρετής στην παγανιστική αρχαιότητα – ακριβώς όπως και η επαγγελία της σωτηρίας για κάθε πιστό, ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση και την καταγωγή του. Όπως περιγράφει παραστατικότατα ο Αυγουστίνος, ο πιστός ζει σε συνεχή επαγρύπνηση ενάντια στις διάφορες μορφές και στους διάφορους δελεασμούς της ορμής προς πορισμό ηδονής, η όποια ελλοχεύει αδιάκοπα και εκμεταλλεύεται ακόμη και την παραμικρότερη αδυναμία ή αμέλεια. Ωστόσο η αντίσταση εναντίον της δεν προέρχεται πιά από τον ψυχρό Λόγο του φιλοσόφου ή του σοφού, αλλά από ολόκληρη την γρηγορούσα και πιστεύουσα ψυχή, η όποια βρίσκει το στήριγμα της στον Θεό. Η ηδονή νοείται εδώ ως η φωνή της σαρκός ή του πειρασμού, χωρίς να διαφορίζεται παραπέρα. Πάντως οι αναλύσεις του Θωμά Ακυινάτη πιστοποιούν ότι η ήδη παλαιά ιεράρχηση των ειδών της ηδονής μπορούσε να αξιοποιηθεί και μέσα στο χριστιανικό πλαίσιο σκέψης.

Η ηθική αποκατάσταση της σάρκας και της ηδονής, σε συνάφεια με την επανανακάλυψη της ειδωλολατρικής αρχαιότητας, εμφανίσθηκε για ευνόητους λόγους υπό τη μορφή μιας υπεράσπισης του Επικούρου. Η στρατηγική αυτή, την όποια ακόμα και στον 17ο αιώνα ακολούθησε ο Gassendi στο έργο του De vita, moribus et doctrina Epicuri, εφαρμόζεται ήδη από τον Boccacio, ο όποιος υπερασπίζεται απέναντι στον Dante την ηθικά άψογη προσωπικότητα του Επικούρου. Η υπεράσπιση του προσώπου χωρίς παράλληλη διεξοδική εξέταση της διδασκαλίας σκόπευε να αποτρέψει τον κίνδυνο μιας ανοιχτής σύγκρισης με την Εκκλησία, ωστόσο συνεπαγόταν ότι η ηθική συμπεριφορά και οι ηδονιστικές αρχές δεν αλληλοαποκλείονται οπωσδήποτε κι ότι επομένως η αρετή και η θρησκευτική πίστη επίσης δεν συμβαδίζουν οπωσδήποτε. Υπερασπίσεις του περιεχομένου της διδασκαλίας, και μάλιστα με βάση επιχειρηματολογία καθαρά θύραθεν, επιχειρήθηκαν επίσης σε ανθρωπιστικούς κύκλους, όπως αποδεικνύει η Epistola του Raimondi, πολύ τυπικότερο όμως για την πνευματική ατμόσφαιρα και τις εσωτερικές αντιφάσεις του ανθρωπιστικού κινήματος παραμένει το κείμενο του Valla. Εδώ η έκθεση της διδασκαλίας του Επικούρου καταλαμβάνει τον πλείστο χώρο, ενώ η στωική άποψη παρουσιάζεται σύντομα και ψυχρά. Απέναντι στις ειδωλολατρικές αυτές φιλοσοφίες ο Valla επαινεί τη χριστιανική θρησκεία, όμως αυτή του φαίνεται σύμφωνη με την ανθρώπινη φύση ακριβώς επειδή ενστερνίζεται τις ηδονιστικές αρχές, εφ’ όσον επαγγέλλεται την ευδαιμονία ως ανταμοιβή της πίστης και της αρετής· απεναντίας, η στωική αυτονόμηση της αρετής παραγνωρίζει, όπως λέγεται, τόσο τη Φύση όσο και τη θρησκεία.

Από τέτοιους και από παρόμοιους δρόμους διεκδικήθηκε το δικαίωμα της απόλαυσης και της ηδονής επί μακρό χρονικό διάστημα, δηλαδή έως και την εποχή του Διαφωτισμού· αμεσότερα πάντως διατυπώθηκε η διεκδίκηση τούτη στον χώρο της λογοτεχνίας και του εννοιολογικά ασαφούς κινήματος των λεγόμενων ελευθεροφρόνων (libertine, Freidenker) παρά στο επίπεδο της φιλοσοφίας, η όποια, όπως συμβαίνει πολλές φορές, ακολούθησε με καθυστέρηση τους ρηξικέλευθους αναπροσανατολισμούς της γενικής ιστορίας των ιδεών. Ο ορθολογισμός των Νέων Χρόνων αποκατέστησε τον αισθητό κόσμο τόσο στη διάσταση του ως Φύση, η οποία έγινε τώρα αντιληπτή ως νομοτελής τάξη και έτσι ανατιμήθηκε οντολογικά απέναντι στο υπερβατικό πνεύμα, για να αυτονομηθεί τελικά, όσο και στην ανθρώπινη διάσταση του -αυτό βέβαια για να καταπολεμηθεί ο χριστιανικός ασκητισμός και οι συναφείς συγκεκριμένες αξιώσεις κυριαρχίας της Εκκλησίας. Ωστόσο την πρώτη μεγάλη του κοσμοθεωρητική μάχη ό ορθολογισμός των Νέων Χρόνων την έδωσε και την κέρδισε στον πρώτο από τους παραπάνω δύο τομείς με τη διαμόρφωση της σύγχρονης φυσικής επιστήμης, ενώ η αποκατάσταση της αισθητής διάστασης του ανθρώπου χρειάστηκε να περιμένει ως την εποχή του Διαφωτισμού για να γίνει αντικείμενο φιλοσοφικής επεξεργασίας. Η αργοπορία αυτή εξηγείται αν αναλογισθούμε ότι η μεταμόρφωση της ηθικής, ήτοι της κοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων, σύμφωνα με το νέο πνεύμα της στροφής προς το Εντεύθεν έθιγε τη σφαίρα συμφερόντων μιας ιδεολογικά σχεδόν παντοδύναμης ακόμη Εκκλησίας πολύ αμεσότερα απ’ ό,τι την έθιγαν λ.χ. το ηλιοκεντρικό σύστημα και οι νόμοι της έλξεως των σωμάτων.

Ωστόσο ήδη πριν από τη ριζοσπαστική αντιασκητική αποκατάσταση του αισθητού κόσμου, η οποία συντελέσθηκε κυρίως και προγραμματικά στην εποχή του Διαφωτισμού, διαφάνηκε ότι η έννοια της ηδονής και το εννοιολογικό ζεύγος «ηδονή-πόνος» αναγκαστικά θα κατελάμβαναν κεντρική θέση μέσα στην καινούργια θύραθεν ανθρωπολογία. Ο Hobbes επιχείρησε μια βασική διευκρίνιση τούτων των εννοιών σε ένα σημαντικό χωρίο των διαλογισμών του πάνω στον άνθρωπο, όπου ως υλιστής προσπάθησε να κρατήσει κατά το δυνατόν μικρότερη την απόσταση ανάμεσα σε σωματική και πνευματική ηδονή. Ο Διαφωτισμός έκαμε ένα βήμα παραπέρα, και μάλιστα βήμα αποφασιστικό: η διαπίστωση, ότι τα αισθήματα της ηδονής και του πόνου εκπληρώνουν μια κρίσιμη ανθρωπολογική λειτουργία, χρησίμευσε ως θεμελιώδης προϋπόθεση για την υποτύπωση ηθικών συστημάτων πάνω σε βάση καθαρά εμμενή. Η κεντρική θέση του Διαφωτισμού, ότι δηλαδή ο άνθρωπος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Φύσης, στρεφόταν εναντίον της χριστιανικής διδασκαλίας για τον άνθρωπο ως εικόνα και ομοίωση του Θεού και φιλοδοξούσε να κάμει πρόδηλη την υπεροχή της αποδείχνοντας ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να οδηγηθεί στον δρόμο της αρετής με αμιγώς φυσικά μέσα, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η αρετή θα απέβαλε τα ασκητικά της χαρακτηριστικά. Το δικαίωμα της επίγειας ευτυχίας και της ηδονής φαινόταν αυτονόητο συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης αυτοδιάθεσης, και επειδή από την άλλη πλευρά η αρετή δεν μπορούσε να αγνοηθεί χωρίς να υποπέσει κανείς στην υποψία του μηδενισμού και έτσι να απεμπολήσει μια στρατηγικά αποφασιστική θέση στον αγώνα ενάντια στην Εκκλησία, γι’ αυτό η αρετή και η ηδονή όφειλαν, όπως απαιτούσε ο Voltaire ως φερέφωνο των κοινών τόπων του Διαφωτισμού, να λησμονήσουν τον ανταγωνισμό τους και να συμπληρωθούν αμοιβαία μέσα στο πλαίσιο της καινούργιας ηθικής.

Όμως αυτό ευκολότερα μπορούσε να το πει κανείς παρά να το κάμει, όπως άλλωστε έδειξε το εγχείρημα του Hume, ο οποίος, κλείνοντας τη μακρά και διδακτική βρετανική ηθικοφιλοσοφική διαμάχη, διατύπωσε τη γνώμη ότι η αρετή και η κακία πρέπει να αναχθούν σε ιδιαίτερα αισθήματα ηδονής και πόνου. Βεβαίως διαχώρισε τα αισθήματα αυτά από τα ηθικώς αδιάφορα αντίστοιχα αισθήματα, όμως δεν μπόρεσε να προσδιορίσει κατά τρόπο πειστικό που ακριβώς βρίσκεται το όριο ανάμεσα στην ηδονή, την όποια γεννά μια πράξη εξ αίτιας του ηθικού της χαρακτήρα, και στην ηδονή, την οποία μας χαρίζει μια πράξη επειδή μας ωφελεί προσωπικά. Η αμεροληψία του εκάστοτε υποκειμένου, από την οποία ο Hume ανέμενε σε κάθε περίπτωση τη χάραξη σαφούς διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο είδη ηδονής, αναγκαστικά θα έπρεπε να προέρχεται από μια πηγή καθαρά νοητικής υφής και υπέρτερη από την ηδονή – ήτοι η πηγή αυτή δεν μπορούσε να είναι άλλη από τον Λόγο. Στην πραγματικότητα, μια τέτοια ηθική προϋπέθετε ανθρωπολογία πέρα για πέρα αισιόδοξη, εφ’ όσον μονάχα η άσπιλη και διαρκώς ενεργή καλοσύνη του ανθρώπου, ριζωμένη μέσα στο αίσθημα και διαμορφωμένη πριν από κάθε στοχασμό, θα μπορούσε να ταυτίσει αυθόρμητα την πράξη γενικά με την ανιδιοτελή πράξη, χωρίς να χρειάζεται γι’ αυτό καμμιά διαμεσολάβηση του Λόγου. Επειδή τώρα, για ευνόητους λόγους, μια τέτοια επιχειρηματολογία δεν ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί με έσχατη συνέπεια, γι’ αυτό και η ηδονή από μόνη της και καθ’ εαυτήν αποτελούσε ένα μάλλον επισφαλές θεμέλιο της ηθικής. Έτσι γεννήθηκε η αντίσταση άλλων ηθικών φιλοσόφων εναντίον της λεγόμενης φιλοσοφίας του αισθήματος. Τούτη η αντίσταση, που εκδηλώθηκε ήδη στη βρετανική συζήτηση με τους Balguy και Price και που αργότερα βρήκε στον Kant τον γνωστότερο εκπρόσωπο της μέσα στον 18ο αιώνα, ξεκινούσε συνήθως από μια σκεπτικιστική ανθρωπολογία και μέσα στην αυτονομία του Λόγου ζητούσε να βρει ό,τι δεν μπορούσε να εγγυηθεί ο αυτοματισμός της ηδονής. Ωστόσο η λύση αυτή, καθώς φαινόταν ν’ ανοίγει και πάλι τον δρόμο πίσω προς τον ασκητισμό, δεν μπόρεσε να προσελκύσει με το μέρος της το κύριο ρεύμα του Διαφωτισμού, εφ’ όσον μάλιστα έθετε σε άμεσο κίνδυνο την κανονιστική έννοια της Φύσης, δηλαδή τον ακρογωνιαίο λίθο της όλης κανονιστικής θεώρησης του Διαφωτισμού. Το κύριο ρεύμα του Διαφωτισμού προτιμούσε να παραβλέπει με υπεροπτική αυτοπεποίθηση τις εννοιολογικές δυσκολίες και να παραμένει σ’ ένα αμφίλογο σχήμα, το όποιο καθιστούσε δυνατόν τόσο τον προσανατολισμό της ηθικής στο Εντεύθεν όσο και την απόκρουση της υποψίας του μηδενισμού. Το σχήμα τούτο, όπως λ.χ. το σκιαγραφεί ο Maupertuis ανάμεσα σε πολλούς άλλους, απέρριπτε ταυτόχρονα και τον ασκητισμό και τον αμιγή ηδονισμό, συμπλησίαζε τα διάφορα είδη της ηδονής, όμως για κάθε ενδεχόμενο άφηνε ανοιχτή τη διέξοδο της ιεράρχησης τους προτάσσοντας την ηδονή που δίνει η αλήθεια και η αρετή.

Παρ” όλα αυτά, η αποκατάσταση του αισθητού κόσμου στην εποχή του Διαφωτισμού ανέπτυξε τη δική της δυναμική και λογική, η οποία υπερφαλάγγισε τους σκοπούς του μετριοπαθούς αστικού κύριου ρεύματος του διαφωτιστικού κινήματος και κατέληξε στον μηδενιστικό ηδονισμό χωρίς να ενδιαφέρεται για τις τακτικές ανάγκες του αγώνα εναντίον της θεολογίας. Οι δύο σημαντικότεροι εκπρόσωποι αυτού του ηδονισμού είναι ο La Mettrie και ο de Sade. Ο πρώτος θέλει να ανακαλύψει και πάλι την ηδονή στην αρχέγονη αθωότητα της, πέραν του καλού και του κακού, πέραν των συνειδησιακών προβλημάτων και των αναστολών, τις όποιες δημιούργησε τεχνητά η σκληρή σχολή του ασκητισμού προσδίδοντας τους με τον καιρό την επίφαση της φυσικότητας. Ο La Mettrie διακρίνει βέβαια ανάμεσα στην απλή αισθησιακή απόλαυση και στην ηδονή, όμως αυτό το κάνει μόνο και μόνο για να υποδηλώσει ότι η ηδονή με την ευρύτερη έννοια μπορεί να κατακυριεύσει ολόκληρο τον άνθρωπο και να τον κάμει ολόκληρο ευτυχισμένο· άλλωστε οι ηδονές της ψυχής και του πνεύματος παραμένουν συνδεδεμένες με τις σωματικές απολαύσεις, των όποιων κατά βάση συνιστούν τη διεύρυνση και την τελείωση. Ο de Sade ακολουθεί έναν άλλο δρόμο, δηλαδή δεν αντιπαρέρχεται χαμογελώντας τις παραδοσιακές ιεραρχίες, παρά επιχειρεί πεισματικά να τις αναποδογυρίσει. Η ηδονή λοιπόν δεν έχει την παραμικρή σχέση με την αρετή, και μάλιστα η πλήρης της απόλαυση οφείλει να συμβαδίσει με την ενεργή άρνηση της ενάρετης πράξης. Η αρετή είναι τεχνητή, η ηδονή είναι φυσική, επομένως η επιδίωξη της ηδονής, σε συνειδητή αντίθεση προς την αρετή, ισοδυναμεί με την προάσπιση ή τη διεκδίκηση των αρχέγονων φυσικών δικαιωμάτων. Αν η αρετή ή η ανθρωπιά δεν μπορεί να χαρίσει ηδονή, τότε η προσωπική ηδονή αναγκαία κορυφώνεται εκεί όπου συναντάται με τον πόνο ενός άλλου, ο οποίος υποκύπτει στον ισχυρότερο· η ηδονή συμπίπτει λοιπόν με την εκδίπλωση της ισχύος, και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο είναι άσβεστη η ανθρώπινη δίψα για ηδονή. Όσον άφορα στη διαπίστωση της εσωτερικής συγγένειας μεταξύ ηδονής και ισχύος ο de Sade προκαταλαμβάνει τις θέσεις του Nietzsche, ο όποιος βέβαια υποτάσσει την ηδονή στην ισχύ και την θεωρεί παρακολούθημα του αισθήματος της ισχύος. Αυτή η εγγύτητα των απόψεων διόλου δεν είναι τυχαία. Γιατί οι νιτσεϊκές αναλύσεις των ψυχικών μηχανισμών, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκονται τα κίνητρα της αυτοσυντήρησης και της φιλαυτίας, μπορούν κατά πολύ μεγάλο μέρος να ανασυγκροτηθούν με βάση υλικά και ιδέες της εποχής του Διαφωτισμού. Αυτό μπορεί να παραξενέψει μονάχα όποιον έχει κατά νου αποκλειστικά τη συνηθισμένη, μονόπλευρα ηθική-κανονιστική, εικόνα του Διαφωτισμού.

Ώστε στην εποχή του Διαφωτισμού εμφανίζεται εκ νέου και σ’ όλο του το εύρος το τρίπτυχο εκείνο, του οποίου την κοινωνική και πολιτισμική αναγκαιότητα εξηγήσαμε στην αρχή: το αίτημα της αυτονομίας του Λόγου και η αντίστοιχη χαλιναγώγηση της ηδονής, η ιεράρχηση των ειδών της ηδονής και η πρόταξη της ανώτερης ηδονής με σκοπό την κατασφάλιση της ηθικής, και τέλος ο μηδενιστικός ηδονισμός και η ισοπέδωση των ειδών της ηδονής υπό την αιγίδα της αισθησιακής ηδονής. Ο αστικός Διαφωτισμός απέρριπτε απερίφραστα την τρίτη αυτή δυνατότητα και παρέμεινε αιωρούμενος ανάμεσα στις πρώτες δύο, αλλά με εκάστοτε διαφορετικές προτιμήσεις, κατά την τοπική συγκυρία. Στη Γερμανία, πάντως, η ριζοσπαστική αντιασκητική αποκατάσταση του αισθητού κόσμου για διαφόρους λόγους δεν ευδοκίμησε, προ παντός στον τομέα της φιλοσοφίας. Εδώ ο μηδενιστικός ηδονισμός δεν βρήκε ούτε έναν συνήγορο, και έκτος αυτού η δεύτερη από τις τρεις παραπάνω βασικές τοποθετήσεις εκπροσωπήθηκε κατά κανόνα μονάχα στις μετριοπαθείς παραλλαγές της και χωρίς ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Είναι ενδεικτικό ότι ο Kant, ο όποιος θεωρεί το αισθητικό γούστο ως την ύψιστη μορφή ηδονής, δεν εκχωρεί στην ηδονή κανένα δικαίωμα αναμίξεως στις υποθέσεις του Λόγου και αποδέχεται την έννοια της propensio intellectualis μόνον ως παραχώρηση στην τρέχουσα γλωσσική χρήση, ενώ ο Hegel υποβαθμίζει την επιδίωξη της ηδονής και της απόλαυσης κάνοντας την μια σύντομη και όχι εξαιρετικά γόνιμη φάση μέσα στην ανιούσα εξέλιξη της αυτοσυνειδησίας. Ανεξάρτητα όμως από τις ιδιαιτερότητες της γερμανικής εξέλιξης, πρέπει να τονισθεί ότι ο αστικός φόβος μπροστά στον ηθικό σχετικισμό ή μηδενισμό, τον όποιο φαινόταν να συνεπάγεται ο ηδονισμός, ήταν εξ αρχής έντονος και διαδεδομένος κι ότι δεν υποχώρησε ούτε στον 19ο αιώνα εφ’ όσον μάλιστα τώρα τα αγνωστικιστικά και υλιστικά ρεύματα δυνάμωσαν ακόμη περισσότερο. Στο πλαίσιο αυτό κατανοούμε καλύτερα την πορεία της συζήτησης γύρω από τον ωφελιμισμό. Η τόλμη, με την όποια ο Bentham ριζοσπαστικοποίησε τη σκέψη του Hume, θέτοντας στην πρώτη θέση των προτιμήσεων της ηδονής την ωφελιμότητα αντί της αρετής, τρόμαξε ήδη τον Mill, ο όποιος, θέλοντας ν’ αντικρούσει τον ακραίο ωφελιμισμό, κατέφυγε και πάλι σε δοκιμασμένα εννοιολογικά εργαλεία και τόνισε εκ νέου τις ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στα διάφορα είδη ηδονής για να θεωρήσει τελικά το ευγενές ηθικό φρόνημα ως την καλύτερη εγγύηση προκειμένου η ωφελιμιστική τοποθέτηση να αποβεί ευεργετική για το κοινωνικό σύνολο. Η αντίθεση ανάμεσα σε ιδιοτελή και σε ηθική ηδονή, την όποια ο Hume αντιλήφθηκε και συνάμα αγνόησε, λύνεται έτσι κατά τρόπο που θίγει τα ίδια τα θεμέλια της αρχής της ωφελιμότητας, εφ’ όσον τώρα η ηθικά αποδεκτή κοινωνική εφαρμογή της τελευταίας φαινόταν να εξαρτάται από την ανιδιοτελή συμπεριφορά των ατόμων, ήτοι από μια μη ωφελιμιστική στάση. Μιαν άλλη απόπειρα διαφυγής από την εγγενή αντινομία του Hume αποτελεί η εμφατική διάκριση του Sidgwick ανάμεσα σε εγωιστικό και ωφελιμιστικό ηδονισμό, όπου η ηθική απόφαση υπέρ του δευτέρου μπορεί να εδράζεται μονάχα πάνω σε ένα ενορατικό ενέργημα του πνεύματος. Γιατί ο Sidgwick θεωρεί ψυχολογικά αναπόδεικτη τη θέση ότι η ηδονή συνιστά τον σκοπό όλων των ανθρώπινων πράξεων, και μάλιστα δέχεται την ύπαρξη μιας αυτοτελούς εσωτερικής παρόρμησης προς την ηδονή. Ο Moore ολοκληρώνει τη στροφή, υιοθετώντας την κριτική του Sidgwick στον ηδονισμό, συνάμα όμως αποδεσμεύοντας την ενόραση από την υποχρέωση να αποδεχθεί την ηθική υπεροχή του ωφελιμιστικού ηδονισμού και στερώντας τούτον εδώ από το έσχατο γνωσιοθεωρητικό του καταφύγιο.

Έτσι έκλεισε η σταδιοδρομία του αστικού ηδονισμού μέσα στην ιστορία των ιδεών. Αυτό έγινε, όχι κατά σύμπτωση, σε μιαν εποχή όπου η ίδια η αστική τάξη έχανε την κυριαρχική της θέση και την αυτοπεποίθηση της εξ αίτιας της βαθμιαίας μεταμόρφωσης της βιομηχανικής κοινωνίας στη σύγχρονη μαζική δημοκρατία. Το χειραφετητικό λάβαρο του ηδονισμού πέρασε τώρα στα χέρια της αντιαστικής πολιτισμικής επανάστασης, η οποία ήθελε όχι μόνο να απελευθερώσει την αρχή της ηδονής από τα δεσμά των αστικών συμβάσεων και μετριασμών, αλλά και να την κάμει, σε συμφωνία με το ιδεώδες της αυτοπραγμάτωσης, θεμέλιο της κοινοτικής οργάνωσης, βάζοντας την στη θέση της αρχής της απόδοσης. Το όραμα της πολιτισμικής επανάστασης, όπως αυτό αρθρώνεται λ.χ. στα γραπτά του Marcuse, δεν πραγματοποιήθηκε βέβαια, Όμως επηρέασε σημαντικά τα ήθη και τους τρόπους συμπεριφοράς μέσα στη μαζική δημοκρατία, μολονότι αυτό έγινε κατά τρόπο παράδοξο και μάλλον εδραίωσε παρά κλόνισε το «σύστημα». Γιατί η μαζική δημοκρατία χρειάζεται παράλληλα με την τεχνική ορθολογικότητα, η οποία διασφαλίζει τη λειτουργία της τεχνολογικά προηγμένης βάσης της, και ηδονιστικές στάσεις, οι όποιες ευνοούν την οικονομικά εξ ίσου απαραίτητη αύξουσα κατανάλωση υλικών και πνευματικών αγαθών. Στοιχείο του τρόπου λειτουργίας της μαζικής δημοκρατίας είναι όμως και ο πλουραλισμός των αξιών, η αντίστροφη όψη του οποίου έγκειται στην αξιολογική ουδετερότητα του κράτους και της εργαλειακής επιστήμης.

Εκπρόσωπος αυτής της αξιολογικής ουδετερότητας στον τομέα της φιλοσοφίας έγινε η μεταηθική της λεγόμενης αναλυτικής σχολής, η οποία στην κλασσική φιλοδοξία της φιλοσοφίας (δηλαδή να προσφέρει στον άνθρωπο μια διδασκαλία περί αρετών και καθηκόντων και να του δώσει χρήσιμες συμβουλές για τη ζωή του) αντιπαραθέτει την περιγραφική της μέθοδο, περιορίζοντας πάλι αυτήν την τελευταία ως επί το πλείστον στα εκάστοτε καίρια γλωσσικά φαινόμενα. Στον Moore η μέθοδος αυτή βρισκόταν ακόμη στις απαρχές της· ο Ryle μας δείχνει ποιά είναι η προγραμματική της εφαρμογή σε σχέση με το πρόβλημα της ηδονής. Εδώ βέβαια αφήνουμε ανεξέταστο το κατά πόσο τα λεγόμενα περί ηδονής λένε πράγματι κάτι πάνω στην ηδονή την ίδια.

H ανασκόπηση της ιστορίας των ιδεών, σε συνδυασμό με τα όσα είπαμε στην αρχή για τις κοινωνικές και πολιτισμικές επόψεις του προβλήματος της ηδονής, μας δίνει τώρα έναν μίτο για ν’ αποτολμήσουμε μερικές βασικές σκέψεις. Όπως υπογραμμίσαμε, η φιλοσοφική, αλλά και πρακτική, αδυναμία του μηδενιστικού ηδονισμού αντικατοπτρίζει την αδήριτη αναγκαιότητα της κοινωνικής πειθάρχησης των ατόμων. Οι δύο -αποκλίνουσες μεταξύ τους και καθ’ εαυτές πολυσχιδείς- κανονιστικές αντιλήψεις για την ηθική αξία της ηδονής έχουν δίκιο υπό την έννοια ότι συμβάλλουν κι αυτές από την πλευρά τους στην επιτέλεση ενός αναπόδραστου συλλογικού καθήκοντος. Όμως αυτό δεν σημαίνει eo ipso ότι πρέπει και να τις πάρουμε στην ονομαστική τους αξία ή ότι ευσταθεί ο τρόπος, με τον οποίο κατανοούν οι ίδιες τον εαυτό τους μολονότι, από την άλλη μεριά, μπορούν να εκπληρώσουν την αντικειμενική τους λειτουργία μονάχα αν υποκειμενικά αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους έτσι όπως τον αντιλαμβάνονται. Μέσα από την αδιάλειπτη και συμπληρωματική τους επήρεια έρχονται στην επιφάνεια, διασχίζοντας τις σκολιές ατραπούς της ιδεολογικής συνείδησης, δύο θεμελιώδη δεδομένα της κοινωνικής συμβίωσης. Το αξίωμα, ότι η συλλογική αυτοσυντήρηση έχει απόλυτη προτεραιότητα σε σχέση με την αυτοσυντήρηση του ατόμου, μεταφράζεται στη γλώσσα της ηθικής αρχής ότι η ηδονή οφείλει να συμμορφώνεται πάντοτε με τον Λόγο, του οποίου οι επιταγές είναι άλλωστε εξ ίσου υπερατομικές όσο και η ίδια η επιταγή της συλλογικής αυτοσυντήρησης, ενώ μέσα στην απαίτηση της ηδονής πάντοτε λανθάνει μια ατομική επιθυμία. Από την πλευρά της, η φιλοσοφική διάκριση και ιεράρχηση των ηδονών ερείδεται αντικειμενικά στο γεγονός ότι ο πολιτισμός μεταβάλλει τον άνθρωπο σ’ ένα «πνευματικό» ον, καθώς μεταθέτει τις βιολογικές ή βιοψυχικές καταβολές και σταθερές στη σφαίρα του ιδεατού και έτσι τις χροιάζει, τις εκλεπτύνει, τις μεταμφιέζει και τις περιπλέκει αφάνταστα· ώστε μέσα στις συνθήκες του πολιτισμού το βιολογικό ή βιοψυχικό στοιχείο δεν μπορεί να βιωθεί και να εκδιπλωθεί χωρίς τη διαμεσολάβηση του ηθικού και λοιπού στοχασμού. Στον βαθμό που η κοινωνία και ο πολιτισμός μεταμορφώνουν τα βιολογικά και βιοψυχικά μεγέθη σε ιδεατά, η ηδονή με τη μορφή της στοιχειακής «ζωικής» ικανοποίησης των ορμών χάνει όλο και περισσότερο τη δυνατότητα ν’ αποτελέσει τον άξονα ενός συνεκτικού τρόπου ζωής, μολονότι συνεχώς και αναπόφευκτα λαμβάνουν χώρα υπαρξιακές εκρήξεις με σκοπό την τέτοια στοιχειακή ικανοποίηση.

Η κανονιστική θεώρηση, η όποια ηθικοφιλοσοφικά συγκεκριμενοποιείται στις δύο παραπάνω αντιλήψεις για τις δυνατότητες χαλιναγώγησης της «ζωικής» ηδονής, επιθυμεί να συμπεράνει από τα γεγονότα αυτά ότι ο Λόγος και η αρετή (έστω και με τη μορφή της προτίμησης των «ανωτέρων» ηδονών) έχουν ήδη επιβληθεί πάνω στη «ζωική» ηδονή ή τουλάχιστον ότι είναι σε θέση να επιβληθούν με βάση τις υφιστάμενες ανθρωπολογικές και κοινωνικές προϋποθέσεις. Στο σημείο αυτό η φιλοσοφική κανονιστική θεώρηση συμπίπτει με τον τρόπο, με τον όποιο κατανοεί τον εαυτό της η κοινωνία, εφ’ όσον αυτή, επιδιώκοντας να εμφανισθεί ως μορφή ηθικής οργάνωσης και έτσι να θεμελιώσει έλλογα την αξίωσή της για υπακοή, απαιτεί από τα μέλη της να απεμπολήσουν (εν μέρει) ηδονές και ορμές, και μάλιστα ερμηνεύει ακόμα και τη νόμιμη άσκηση βίας ως έσχατο μέσο προς επιβολή κανόνων (και όχι αντίστροφα). Παραμένει ωστόσο το ερώτημα, αν η χαλιναγώγηση της «ζωικής» επιδίωξης της ηδονής, όπως αυτή πράγματι συντελείται σε μεγάλη έκταση εντός της κοινωνίας, αποτελεί συνέπεια της επήρειας του ηθικού Λόγου, ανεξάρτητα από το αν είναι αναγκασμένη, για τους λόγους που είπαμε, να κατανοήσει και να παρουσιάσει έτσι τον εαυτό της. Αν η κοινωνική ζωή ήταν πράγματι δημιούργημα τού ηθικού Λόγου και αν η «ζωική» επιδίωξη της ηδονής ήταν στ’ αλήθεια η βαθύτερη πηγή του κακού και της ανησυχίας μέσα στην κοινωνική ζωή, τότε η τελευταία θα έπρεπε να ηρεμεί και να εξομαλύνεται ακριβώς στον βαθμό που η «ζωική» επιδίωξη της ηδονής χαλιναγωγείται από τον ηθικό Λόγο. Όμως αυτό διόλου δεν έγινε στην ανθρώπινη ιστορία ίσαμε σήμερα. Η «ζωική» επιδίωξη της ηδονής μπόρεσε βέβαια να χαλιναγωγηθεί ή να μετοχετευτεί τόσο, ώστε να καταστεί δυνατή η κοινωνική ζωή, έτσι όμως κάθε άλλο παρά σταμάτησαν οι ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις μεταξύ των ανθρώπων. Η στοιχειώδης αυτή διαπίστωση γεννά τη σκέψη ότι οι δυνάμεις και οι ενέργειες, οι οποίες απελευθερώθηκαν ή και γεννήθηκαν χάρη στη χαλιναγώγηση της «ζωικής» επιδίωξης της ηδονής, διοχετεύθηκαν σε συγκρούσεις άλλου είδους κι ότι επομένως η χαλιναγώγηση αυτή έγινε προς επίτευξη σκοπών, οι οποίοι δεν μπορούν να συμπίπτουν με τους (ονομαστικούς) σκοπούς του ηθικού Λόγου. Με ευκρινέστερα λόγια: ο νόμος της ισχύος αποδείχθηκε δυνατότερος από τον νόμο της «ζωικής» επιδίωξης της ηδονής. Υπό τις συνθήκες του πολιτισμού, και εξ αιτίας της πολιτισμικής μεταφοράς βιολογικών ή βιοψυχικών μεγεθών στη σφαίρα του ιδεατού, όποιος γνοιάζεται αποκλειστικά για τη «ζωική» του ικανοποίηση και απόλαυση παραμένει από κοινωνική άποψη ένα μηδενικό ή μια περιθωριακή ενόχληση που εξουδετερώνεται εύκολα. Η αυτοσυντήρηση – όχι με τη στατική-βιολογική, αλλά με τη δυναμική-κοινωνική έννοια – υπό τις συνθήκες του πολιτισμού μπορεί να σημαίνει μονάχα συντήρηση και διεύρυνση της ισχύος του εκάστοτε υποκειμένου, το οποίο μάλιστα θέλοντας και μη πρέπει να παραιτηθεί (εν μέρει) από τη «ζωική» απόλαυση.

Καθώς λοιπόν η ηθική χαλιναγωγεί τη «ζωική» επιδίωξη της ηδονής, απελευθερώνει δυνάμεις για τον κοινωνικό αγώνα ισχύος, και αυτό δεν το κάνει τυχαία: γιατί και η ίδια ή ηθική ως εκ της φύσεως της είναι ισχύς, εφ’ όσον εγείρει την αξίωση να ορίσει δεσμευτικά πως οφείλουν να συμπεριφέρονται οι άνθρωποι. Οι ηθικολόγοι έχουν δίκιο όταν ισχυρίζονται ότι η «πνευματική» ηδονή είναι ανώτερη και εντονότερη από την αισθησιακή -όμως αυτό συμβαίνει μόνο και μόνο επειδή το «πνεύμα» είναι ως τα μύχια του ισχύς και επιδίωξη ισχύος. Βεβαίως, η ηθική είναι υποχρεωμένη να το αμφισβητήσει αυτό αν θέλει να ληφθεί στην ονομαστική της άξια και να εκπληρώσει την κοινωνική της λειτουργία, γι’ αυτό και συνήθως ταυτίζει την επιδίωξη της ισχύος με την επιδίωξη της ηδονής. Όμως οι δρόμοι της ισχύος και της («ζωικής») ηδονής χωρίζουν από πολύ νωρίς μέσα στη Ζωή, όπως δείχνει η πείρα ήδη στον νεαρό που προσπαθεί ν” ανεβεί κοινωνικά. Ασφαλώς, εντός του χώρου της αισθησιακής ηδονής η επιδίωξη της ισχύος ικανοποιείται κι αυτή με την έννοια ότι η κατοχή του αντικειμένου της ηδονής επαυξάνει την ηδονή. Ο de Sade το είδε αυτό ορθά, όμως η σχέση μεταξύ ισχύος και ηδονής, αν ιδωθεί έτσι, ισχύει μόνο στο στενότερο επίπεδο των προσωπικών σχέσεων και δεν είναι δυνατόν να μεταφερθεί στη ζωή του πολιτισμού, ακριβώς όπως κι ο μηδενιστικός ηδονισμός δεν μπορεί ν’ αποτελέσει τον τρόπο ζωής μιας οργανωμένης κοινωνίας. Τα κοινωνικά όρια του ηδονισμού αποτελούν συνάμα τα όρια των δυνατοτήτων του προς κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας, εφ’ όσον, με αφετηρία την ηδονιστική ταύτιση ισχύος και ηδονής, δεν είναι δυνατόν να συνειδητοποιήσει κανείς ότι από την (αισθησιακή) ηδονή πρέπει να παραιτηθεί ακριβώς προς χάριν της ισχύος. Ο Nietzsche συνέλαβε, από την πλευρά του, πολύ καλύτερα τη σχέση μεταξύ ισχύος και ηδονής. Όμως το έκαμε πάνω στη βάση μιας μάλλον αφηρημένης, δηλαδή απλώς οντολογικής απολυτοποίησης του παράγοντα της ισχύος, χωρίς να δείξει τους συγκεκριμένους κοινωνικούς μηχανισμούς, οι οποίοι διαμορφώνουν τη σχέση αυτή, όπως ο ίδιος την περιέγραψε. Ανεξάρτητα όμως από τις δυνατότητες και τις αδυναμίες της φιλοσοφικής σκέψης, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η γνώση των μηχανισμών αυτών αποτελεί έναν γλυκό ή πικρό -ανάλογα με το γούστο του ερευνητή- καρπό της γνώσης, ο όποιος αναγκαστικά παραμένει απαγορευμένος στους πολλούς. Γιατί μονάχα η άγνοια των τέτοιων μηχανισμών διασφαλίζει τη λειτουργία τους και μαζί την κοινωνική συμβίωση.

Πώς έκαναν σεξ οι άνθρωποι των σπηλαίων;

Οι συντηρητικοί θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε πως η σεξουαλική πράξη έχει μόνο έναν αληθινό σκοπό: τη διαιώνιση του είδους. Το γεγονός πως το σεξ έχει προφανώς εξελιχθεί ως μια δραστηριότητα που δίνει ευχαρίστηση φαίνεται να μην έχει αγγίξει καθόλου αυτούς τους «δεινοσαύρους», ακόμα και μπροστά σε αδιάσειστα στοιχεία που αποδεικνύουν πως το σεξ είναι διασκέδαση! Μήπως οι ίδιοι δεν…κάνουν καθόλου σεξ;

 Αυτοί οι διανοητικά Νεάντερνταλ συχνά ισχυρίζονται πως στον κόσμο των ζώων το σεξ είναι μόνο «δουλειά» και καθόλου διασκέδαση, υπονοώντας πως το ίδιο ισχύει και στους ανθρώπους. Αλλά οι επιστήμονες έχουν ξεκάθαρα απορρίψει αυτούς τους ισχυρισμούς: Τα ζώα επιδίδονται σε απίστευτο εύρος «άγριων» και υπέροχων σεξουαλικών δραστηριοτήτων, επομένως γιατί να μη το κάνουμε εμείς;

 Και οι αρχαίοι μας πρόγονοι, οι πρώτοι άνθρωποι της Παλαιολιθικής εποχής; Σίγουρα γι’ αυτούς το σεξ ήταν ένας τύπος τυλιγμένος με τομάρι από δέρμα που σέρνει μια γυναίκα από τα μαλλιά σε μια σπηλιά για μια μηχανική συνουσία με στόχο τη διάδοση των γονιδίων και την επιβίωση του σογιού. Κάθε άλλο! Προκύπτει πως οι πρόγονοί μας απολάμβαναν το σεξ  ως πράξη ευχαρίστησης για κυριολεκτικά πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορεί κανείς να θυμηθεί- για δεκάδες χιλιάδες χρόνια!

<Λίθινος δονητής της Παλαιολιθικής εποχής!

Επιστήμονες πρόσφατα επανα-συναρμολόγησαν αυτό που ισχυρίζονται πως είναι ένα σεξουαλικό βοήθημα 28.000 ετών από θραύσματα ιλυόλιθου που βρέθηκε σε μία σπηλιά κοντά στη γερμανική πόλη Ουλμ. Αυτό το εργαλείο των 20 εκατοστών που συναρμολόγησαν μοιάζει σε όλους με προϊστορικό δονητή. Βασίζουν αυτή την άποψη στο μέγεθος, το σχήμα και τη γυαλισμένη επιφάνεια του αντικειμένου.

Αυτό που είναι ακόμα πιο αξιοθαύμαστο είναι πως όταν το αντικείμενο χρησιμοποιείτο σαν σεξουαλικό βοήθημα. Ο καλύτερος φίλος μιας κοπέλας της Παλαιολιθικής εποχής.

Προϊστορική σεξουαλική γνώση
Οι ερευνητές τώρα πιστεύουν πως μια ποικιλία σεξουαλικών πρακτικών, συμπεριλαμβανομένου του ομαδικού σεξ, του τραβεστισμού, η χρήση ερωτικών βοηθημάτων και το δέσιμο μπορεί να ήταν, (κι όμως!), ευρέως διαδεδομένες σε πολλές πρωτόγονες κοινωνίες. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Timothy Taylor, η μονογαμία, γα παράδειγμα, καθιερώθηκε όταν οι πρώην κυνηγοί άρχισαν να εγκαθίστανται σε μόνιμες κατοικίες και ξεκίνησαν την καλλιέργεια της γης.

Πέρα από αρχαία ερωτικά βοηθήματα, απόδειξη γι΄ αυτές τις διαπιστώσεις προκύπτει για παράδειγμα από σκελετούς ντυμένους τραβεστί. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους τα περίφημα ειδώλια της «Αφροδίτης» της  Παλαιολιθικής εποχής  που έχουν βρεθεί σε πολλά μέρη δεν αναπαριστούν απαραίτητα τις θεότητες της γονιμότητας αλλά, πρώιμα παραδείγματα των κοριτσιών Pin-up και τα αντίστοιχα σημερινά Playmate του Playboy.

Τα φλερτ του Ανθρώπου του Νεάντερνταλ
Οι σύγχρονοι άνθρωποι συνυπήρχαν με τον άνθρωπο του Νεάντερνταλ για μια σεβαστή περίοδο μέχρι πριν 30.000 χρόνια όπου κι εξαφανίστηκαν. Οι δύο ομάδες μπορεί να αλληλο-συνέτριψαν τα πρωτόγονα μυαλά τους πολλές φορές, αλλά πρόσφατες έρευνες DNA έχουν δείξει πως είχαν επιδοθεί και σε διασταύρωση.

Όπως και να ‘χει, η επιστήμη δείχνει ξεκάθαρα πως οι άνθρωποι κάνουν σεξ για διασκέδαση όσα χρόνια το κάνουν και για να αποκτήσουν παιδιά.

Κάνδαυλος ή αλλιώς Σουβλάκι

Στην αρχαιότητα είχαν τον κάνδαυλο, εμείς έχουμε τα πιτόγυρα!

Το σουβλάκι είναι έδεσμα που προέρχεται από την ελληνική αρχαιότητα γνωστό με την ονομασία κάνδαυλος, ενώ αναφέρεται και στο έργο Δειπνοσοφιστές του ρήτορα Αθήναιου. Ο Ηγήσιππος στο Οψαρτυτικό του, δηλ. στον οδηγό μαγειρικής που έγραψε, αναφέρει ένα έδεσμα που λεγόταν κάνδαυλος και ήταν κάτι ανάλογο με το σημερινό σουβλάκι. Συνδύαζε κομμάτια από ψητό κρέας, πίτα, τυρί και άνηθο και σερβιριζόταν με ζουμί

Σε αντίθεση με τους αρχαίους ημών προγόνους που είχαν ως κύριο γεύμα τους το βραδινό και το έτρωγαν υπό τη μορφή συμποσίου (δηλαδή πολλοί μαζί), ο σύγχρονος Έλληνας παραγγέλνει περισσότερο το μεσημέρι, δε φοβάται να απολαύσει το φαγητό του μόνος του και συνδυάζει τη λιγούρα με τη σωστή διατροφή που επιβάλλει πολλά μικρά γεύματα και σωστές ποσότητες.

Από τις ιστορικές αναφορές τις περιόδου δεν ξέρουμε αν υπήρχαν ειδικά κανδαυλοπωλεία που κάναν διανομή.

Η αλληλεγγύη έγινε επάγγελμα

Είναι προφανές πως η αδιαφορία είναι ένα κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας. Σε γενικές γραμμές, κανείς δεν νοιάζεται για κανέναν, και ο καθένας κοιτάει την πάρτη του.

Με αφορμή το κείμενο του Αντόνιο Γκράμσι, «Μισώ τους αδιάφορους», που μου έστειλε πρόσφατα ένας αναγνώστης, έκανα μερικές σκέψεις.

Ο Αντόνιο Γκράμσι μισούσε τους αδιάφορους το 1917, αλλά δεν ζει σήμερα για να δει πως το ενδιαφέρον έχει γίνει επάγγελμα.

Το να δείχνεις ενδιαφέρον για τους άλλους είναι πια επάγγελμα. Η αλληλεγγύη είναι επάγγελμα.

Κοιτάξτε γύρω σας και θα το διαπιστώσετε.

Τα ηλικιωμένα πρόσωπα μιας οικογένειας τα φρόντιζαν παλιότερα τα παιδιά τους, οι συγγενείς τους και οι γείτονες.

Σήμερα αυτό είναι ένα επάγγελμα. Κυρίως, για αλλοδαπές.

Όπου χρειάζεται να επιδειχτεί ενδιαφέρον, έχει δημιουργηθεί ένα επάγγελμα.

Από τους ναρκομανείς μέχρι τους πρόσφυγες.

Από το περιβάλλον ως τα ζώα.

Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη έχουν ως επάγγελμα το να δείχνουν ενδιαφέρον.

Πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους, τους λένε «ακτιβιστές».

Γέμισε ο τόπος ακτιβιστές, οι οποίοι πληρώνονται πάρα πολύ καλά, για να δείχνουν ενδιαφέρον.

Οι περισσότεροι ακτιβιστές έχουν το χαρακτηριστικό πως έχουν λατρεία με το αντικείμενό τους αλλά αδιαφορούν για όλα τα υπόλοιπα.

Δηλαδή, ο ακτιβιστής για τους πρόσφυγες λατρεύει τους πρόσφυγες αλλά αδιαφορεί για τους υπόλοιπους ανθρώπους.

Πριν από λίγο καιρό, γνώρισα μια ακτιβίστρια που είναι αρκετά γνωστή.

Έπρεπε να δείτε τη φάτσα της, όταν της είπα πως μου κάνει εντύπωση πως δείχνει τόση αγάπη για τους ανθρώπους που είναι το αντικείμενο του ακτιβισμού της, και μοιάζει να μισεί τους υπόλοιπους ανθρώπους.

Άρχισε να ουρλιάζει, προφανώς για να δικαιώσει αυτό που της είπα.

Δεν είμαι μισογύνης -αν και δεν θα με πείραζε να είμαι-, αλλά η γυναίκα ακτιβίστρια πρέπει να είναι ό,τι πιο υστερικό υπάρχει στον κόσμο. Μακριά.

Πάντως, ένας δικός μου ορισμός του ακτιβιστή είναι πως «ακτιβιστής είναι αυτός που λατρεύει τους ανθρώπους με τους οποίους ασχολείται και μισεί όλους τους υπόλοιπους».

Εκεί που το να δείχνεις ενδιαφέρον έχει γίνει το σούπερ επάγγγελμα είναι η ψυχολογία.

Όλοι έχουν πια έναν ψυχολόγο.

Αν δεν έχεις φίλους, πας σε έναν ψυχολόγο και τον πληρώνεις, για να προσποιείται τον φίλο σου και να σε ακούει για μια ώρα.

Μεταξύ μας, πόσοι είναι οι καλοί ψυχολόγοι; Δέκα; Είκοσι; Εκατό; Ε, υπάρχουν χιλιάδες. Και δεν είναι όλοι ακριβώς Φρόιντ.

Και βέβαια, αυτοί που έχουν ανάγκη για ψυχολόγο δεν είναι εκατομμύρια.

Αλλά, αν δεν έχεις φίλους να τα πεις, πας σε έναν ψυχολόγο που είναι η δουλειά του να ακούει.

Δηλαδή, έγινε και ο φίλος επάγγελμα.

Χώρια που, πηγαίνοντας στον ψυχολόγο, εκτός αν πραγματικά έχεις κάποιο πρόβλημα, είναι σαν να έχεις ήδη αποδεχτεί πως αφενός έχεις πρόβλημα και αφετέρου πως εσύ είσαι το κέντρο του κόσμου και όλα γυρνούν γύρω σου.

Άρα, εσύ είσαι αυτός που έχεις ανάγκη από το ενδιαφέρον των άλλων και δεν μπορείς να δείχνεις ενδιαφέρον για κανέναν.

Οπότε, ποιος έμεινε για να δείξει ενδιαφέρον;

Οι ακτιβιστές! Οι ΜΚΟ!

Αγαπημένε Αντόνιο Γκράμσι, μισούσες τους αδιάφορους, αλλά δεν έζησες για να δεις πως η αλληλεγγύη έγινε επάγγελμα.

Θα σου τα πω κι από κοντά, όταν βρεθούμε.

ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΗ ΖΩΗ

Είναι κάποιες μέρες που απομονώνομαι στην κατά συνθήκη μοναξιά μου και είναι αδύνατο να βρω άνθρωπο να ανταλλάξω δυο λόγια, να μοιραστώ τις σκέψεις, τις ανησυχίες για όσα συμβαίνουν γύρω μου και εντός μου.

Μετρώ τους ανθρώπους που θα ήθελα να βρεθούμε πλάι - πλάι, αυτές τις ώρες του μεσημεριού της Κυριακής και διαπιστώνω πως έτσι όπως έχουμε διαμορφώσει τη ζωή μας, πρέπει να προκαθορίσουμε μια συνάντηση, σαν να ήταν επαγγελματικό ραντεβού.

Ένας ξέμεινε στο δρόμο του ταξιδιού της επιστροφής, άλλος έχει τηλεφωνητή, τρίτος ετοιμάζεται για ξενιτεμό, κάποιος δεν άνοιξε το κινητό του, τέταρτος θα φάει με συγγενείς, πέμπτος κουράστηκε σε αγώνα και άλλος παλεύει με τη γρίπη και πάει λέγοντας...

Και απόμεινα μονάχος στο ρακάδικο της Παπάφη να μετρώ τα δεκάλεπτα με κάθε σφηνάκι τσικουδιάς και να σπάω το κεφάλι μου.

Άραγε, τόσοι διαδικτυακοί "φίλοι", τόσες επαφές στο τηλεφωνικό κατάλογο, τι αξίζουν μπρος στην ανάγκη για μια δια ζώσης επαφή;

Παρατηρώ το χαμό στο κέντρο της πόλης, όλη την ώρα της αναζήτησης παρέας και χιλιάδες σκέψεις τριζοβολούν σαν σπίθες φωτιάς μες στο κεφάλι μου και χάνονται δίχως να μπολιαστούν μέσω της επικοινωνίας.

Και απομένω έκπληκτος,
μέσα στη τόση βεβαιότητα,
πως είμαι καλά όντας μοναχικός
μες στη μοναξιά μου
και αναζητώ το χνάρι μου δίπλα σε αυτό, του ανθρώπου.
Λύκος, στην πόλη αναζητώ
να βρω άλλονε λύκο....

Βιολογικό πεδίο (biofield)

Ένας καινούργιος όρος και πεδίο έρευνας συγχρόνως, έχει ανοίξει στην φυσική, την βιολογία και την ιατρική. Ο όρος «biofield», δηλαδή βιολογικό πεδίο.

Οι επιστήμονες που το προτείνουν εννοούν με τον όρο αυτό το σύνολο των ενεργειακών πεδίων που δημιουργούνται από τις διάφορες ενέργειες που παράγονται σε κάθε ζωντανό οργανισμό, όπως ηλεκτρομαγνητική, βιοφωτονική κ.λπ.

Το συνολικό αυτό ενεργειακό πεδίο το «biofield», είναι αυτό που τελικά επηρεάζει όλη την οργάνωση και λειτουργία του κάθε οργανισμού, σε επίπεδο ιστών, κυττάρων, ακόμη και γονιδίων.
Γι αυτό και διάφοροι επιστήμονες, θεωρώντας πως το πεδίο αυτό είναι πλέον ένα επιστημονικά βιώσιμο θέμα, προτείνουν την διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών για την μελέτη του.

Επιτέλους η φυσική και η βιολογία οδηγεί την ιατρική εκεί που θα έπρεπε από καιρό να έχει βρεθεί. Στην αντιμετώπιση του ζωντανού οργανισμού σαν ένα ενεργειακό σύνολο και όχι σαν ξεχωριστά κομμάτια κρέας και κόκκαλα… Γεγονός, που και οι δικοί μας πρόγονοι, αλλά και όλων των λαών η λαϊκή σοφία είχε από την αρχή του κόσμου καταλάβει.

Δυστυχώς, στα χρόνια που ακολούθησαν, τα οικονομικά συμφέροντα, ξεστράτησαν την ιατρική από τον σωστό της δρόμο, και την οδήγησαν μέσα από μία απρόσωπη, τελείως τεχνοκρατική αντίληψη, στην αντιμετώπιση του ζωντανού οργανισμού, σαν ένα απλό σύνολο ιστών και οργάνων. Σαν τέτοιο, αντιμετωπίζει κάθε ζωντανό οργανισμό η ιατρική της εποχής μας, ωστόσο επιτέλους, τα πράγματα αρχίζουν να μπαίνουν στη σωστή τους θέση.

Με τις καινούργιες αυτές έρευνες, επάνω στο βιολογικό πεδίο του οργανισμού, θα δοθούν εξηγήσεις, και θα αντιμετωπισθούν διαφορετικά και οι διάφορες ενεργειακές θεραπείες, που τόσο πολύ απαξιώνονται, δυστυχώς, από τους περισσότερους κλασσικούς γιατρούς, στις μέρες μας.

Περιμένουμε με πολύ ενδιαφέρον, τα αποτελέσματα των πρώτων αυτών ερευνών…

Οι «ναοί του έρωτα» στη συντηρητική Ινδία - Το πέρασμα της χώρας του Κάμα Σούτρα στις σημερινές απαγορεύσεις...

india2Οι υποθέσεις σεξουαλικής βίας, παιδικής πορνογραφίας και ομαδικών βιασμών που πληροφορούμαστε από τη μακρινή Ινδία, προκαλούν σοκ και φόβο. Σε αυτή τη χώρα όπου η θρησκεία και ο συντηρητισμός βασιλεύουν, τα στοιχεία της αστυνομίας λένε πως κάθε 18 ώρες γίνεται μια καταγγελία για βιασμό και κάθε 14 ώρες για σεξουαλική επίθεση.
 
Είναι αδύνατο να ξεχάσει κανείς τον ομαδικό βιασμό και άγριο ξυλοδαρμό 23χρονης φοιτήτριας σε λεωφορείο, το 2012, που την έστειλαν στο νοσοκομείο και τελικά στο θάνατο. Το 2014 ο ομαδικός βιασμός ήταν η ποινή 20χρονης, η οποία καταδικάστηκε από «αυτοσχέδιο» δικαστήριο επειδή είχε σχέσεις με έναν άνδρα από άλλο χωριό, παραβιάζοντας τον κώδικα τιμής!
 
Τον Δεκέμβριο του 2013, η κοινότητα LGBT της Ινδίας (λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφίφυλοι και διεμφυλικοί) δέχθηκε μεγάλο πλήγμα όταν το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας αποφάνθηκε πως η ομοφυλοφιλία συνιστά αδίκημα. Ακολούθως τον Αύγουστο του 2015 η ινδική κυβέρνηση επέβαλε απαγόρευση -την οποία ήρε μερικώς λίγες ημέρες αργότερα- σε περισσότερες από 800 ιστοσελίδες θεωρούμενες πορνογραφικές, σε μια προσπάθεια να κάμψει την παιδική πορνογραφία και τη σεξουαλική βία.
 
Η Ινδία χαρακτηρίζεται σήμερα ως μια ιδιαίτερα συντηρητική χώρα, επηρεασμένη από τον πουριτανισμό ορισμένων κοινωνικών ομάδων, όπως των ισλαμικών δυναστειών, των Βρετανών κυρίαρχων και της κάστας των βραχμάνων. Αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Η ίδια χώρα, που δείχνει το πιο συντηρητικό της πρόσωπο, είναι και «πατρίδα» της πρώτης πραγματείας σεξ στον κόσμο, του Κάμα Σούτρα. Η ερωτική τέχνη της, που διατηρείται μέχρι και τώρα, αναμφίβολα σοκάρει περισσότερο σήμερα από ό,τι σόκαρε- αν σόκαρε- όταν δημιουργήθηκε.
 
india4
Οι σεξουαλικές νόρμες ήταν πολύ πιο απελευθερωμένες πριν τον 13ο αιώνα, δίνοντας ίση σημασία στο κοσμικό και στο πνευματικό, τονίζει το BBC. Το σεξ διδασκόταν ως μάθημα στην επίσημη εκπαίδευση.
 
Απομεινάρια εκείνων των εποχών μπορούν ακόμα να απαντηθούν στη χώρα: τοιχογραφίες και γλυπτά με ερωτικά μοτίβα υπάρχουν στους τοίχους ναού του 13ου αιώνα στο Konark, στο κρατίδιο Orissa στα ανατολικά. Η γύμνια είναι κυρίαρχη και στις τοιχογραφίες και τα γλυπτά στις σκαλισμένες στο βράχο βουδιστικές  σπηλιές της Ajanta (2ος π.Χ. αιώνας) και Ellora (5ος έως 10ος αιώνας).
 
Ωστόσο το καλύτερα διατηρημένο δείγμα της ερωτικής τέχνης σε ναούς της Ινδίας εντοπίζεται στη μικρή πόλη Khajuraho, στο κρατίδιο Madhya Pradesh. Οι ινδουιστικοί ναοί της έχουν χαρακτηριστεί μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της Unesco από το 1986. Χτίστηκαν κατά τη δυναστεία Chandela, μεταξύ 950 και 1050 και σήμερα διατηρούνται μόνο 22 από τους 85 ναούς.
 
Την ώρα που οι γυναίκες της περιοχής μεταφέρουν φρέσκα λουλούδια και αρωματικά που τις συνοδεύουν στις προσευχές τους, οι τουρίστες αιφνιδιάζονται από τα σφιχτά, άφθονα και περίπλοκα γλυπτά που κοσμούν κάθε εκατοστό των τοίχων: εκεί που συναντώνται ανδρικές και γυναικείες θεότητες, πολεμιστές, μουσικοί, ζώα και πουλιά.
 
Με την πρώτη ματιά θα μπορούσε να είναι ο διάκοσμος από οποιονδήποτε ναό στην Ινδία. Με μια πιο προσεκτική ματιά, ωστόσο, ο επισκέπτης δεν μπορεί να μην προσέξει την έντονα ερωτική φύση των γλυπτών, που περιλαμβάνουν άνδρες, γυναίκες και ζώα. Υπάρχουν απεικονίσεις ερωτικών επαφών περισσότερων από δύο ατόμων, οργίων και κτηνοβασίας.
 
Πιθανότατα ακόμα και ο πιο υποψιασμένος θα νιώσει αιφνιδιασμό ή αμηχανία από τις μορφές των σωμάτων που διπλώνονται και στρίβουν στις πιο απίθανες σεξουαλικές στάσεις. Τη στιγμή μάλιστα που οι μορφές αυτές είναι σμιλεμένες ακριβώς δίπλα σε γλυπτά ιερών πλασμάτων που χαμογελούν ειρηνικά στους πιστούς!
 
Κάποια κομμάτια έχουν πέσει και κάποια άκρα μπορεί να λείπουν αλλά κατά τα λοιπά η κατάσταση των γλυπτών είναι εξαιρετική με δεδομένο πως οι ναοί είναι ηλικίας άνω των 1000 ετών.
india11
 
Υπάρχουν πολλές θεωρίες σχετικά με την ύπαρξη αυτών των γλαφυρών ερωτικών σκηνών. Μια από τις πιο εξωτικές εκδοχές υποστηρίζει πως επειδή οι ηγεμόνες της δυναστείας Chandela ήταν οπαδοί των ταντρικών αρχών, που ορίζουν την ισορροπία ανάμεσα στις αρσενικές και τις θηλυκές δυνάμεις, πρόβαλλαν την πίστη τους αυτή στους ναούς που έφτιαξαν.
 
Άλλες θεωρίες σχετίζονται με τον ρόλο που διαδραμάτιζαν οι ίδιοι οι ναοί εκείνες τις εποχές: θεωρούνταν μέρη μάθησης και λατρείας- ειδικά σε ό,τι αφορά τις καλές τέχνες, ανάμεσά τους και της τέχνης του έρωτα. Κάποιοι πιστεύουν πως η απεικόνιση σεξουαλικών δραστηριοτήτων στους ναούς θεωρείτο καλός οιωνός επειδή αντιπροσώπευε νέα ξεκινήματα και την αρχή της ζωής.
india15
 
Παράλληλα, ο ινδουισμός παραδοσιακά αναγνώριζε το σεξ ως ένα ουσιαστικό κομμάτι της ζωής, κάτι που μπορεί να εξηγεί γιατί τα γλυπτά με ερωτικό περιεχόμενο είναι σμιλεμένα μεταξύ άλλων που αναπαριστούν καθημερινές δραστηριότητες όπως πόλεμο και προσευχή. Το γεγονός πως είναι τοποθετημένα σε κοινή θέα και όχι κρυμμένα σε κάποια σκοτεινή γωνιά φαίνεται να δείχνει πως οι δημιουργοί τους είχαν στόχο ακριβώς αυτό, να είναι ορατά από όλους.
india14
 
Παραδόξως δεν φαίνεται να υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που αυτοί οι ναοί κατασκευάστηκαν στο Khajuraho, αφού δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία εάν υπήρχε καν βασίλειο στην τοποθεσία αυτή. Αλλά στην απομόνωσή τους μπορεί να αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό και η επιβίωσή τους, καθώς παρέμεναν «κρυμμένοι» από το πυκνό δάσος που κάλυπτε κάποτε την περιοχή, μέχρι που ανακαλύφθηκαν εκ νέου από τον Άγγλο TS Burt το 1838.
 
Μάλιστα τον Burt είχε χρειαστεί να πείσουν οι ίδιοι οι Ινδοί συνοδοί του να κάνει αυτό το ταξίδι, καθώς ο ίδιος δεν πίστευε πως θα μπορούσε να βρεθεί τίποτα ενδιαφέρον σε εκείνα τα απομακρυσμένα μέρη.
 
india12
Οι ναοί αυτοί κατάφεραν να γλιτώσουν και από το μένος της αστυνομίας ηθικής της Ινδίας, που τα τελευταία χρόνια απαγόρευσε ή κατέστρεψε πλήθος αντικειμένων που σχετίζονται με τον πολιτισμό ή την τέχνη, από τα βιβλία του Salman Rushdie ως τους πίνακες του MF Hussain.
india10
 
Αν παρακολουθήσει κανείς μια ξενάγηση στους ναούς αυτούς, θα παρατηρήσει με έκπληξη ολόκληρες οικογένειες να ακούν απορροφημένες πλήρως τις περιγραφές και τις αναλύσεις του ξεναγού, ακόμα και για τις πιο «άγριες» ερωτικές αναπαραστάσεις. Κανείς δεν εκπλήσσεται, κανείς δεν ανταλλάσσει βλέμματα αμηχανίας ή ντροπής, κανείς δεν χασκογελά. Είναι πιθανό αυτή η όχι εύπεπτη για τα σημερινά δεδομένα μορφή τέχνης να είναι πιο αρεστή ενταγμένη μέσα σε τέτοιο θρησκευτικό πλαίσιο. Είναι όμως επίσης πιθανό οι ναοί αυτοί να διατηρούν μέσα στους τοίχους τους ένα ακόμα μεγαλύτερο μάθημα για την Ινδία, αυτό της ανοχής.

Αυτοκίνητο κινείται με το μυρμηκικό οξύ των εντόμων!

Το πρώτο αυτοκίνητο στον κόσμο με κυψέλες καυσίμου υδρογόνου, που προέρχεται από μυρμηκικό οξύ κατασκεύασαν Oλλανδοί φοιτητές. Το μυρμηκικό ή μεθανικό οξύ υπάρχει στη φύση, κυρίως στα δηλητήρια των υμενόπτερων, όπως οι μέλισσες, οι σφήκες και τα μυρμήγκια, από τα οποία πήρε και την εμπειρική του ονομασία. Όπως επισημαίνει η εικοσαμελής ομάδα φοιτητών του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου του Αϊντχόβεν της Ολλανδίας, το μυρμηκικό οξύ είναι ένα υγρό που μπορεί να μεταφερθεί και να αποθηκευτεί με ευκολία, σε αντίθεση με το υδρογόνο που πρέπει να μεταφέρεται υπό συνθήκες υψηλής πίεσης και να αποθηκεύεται με δαπανηρό εξοπλισμό.

Επιπλέον, εάν υιοθετηθεί ευρέως, το μυρμηκικό οξύ θα μπορούσε να αποθηκεύεται στο αυτοκίνητο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως η βενζίνη χρησιμοποιώντας το υπάρχον ντεπόζιτο χωρίς την ανάγκη μετατροπών, κάτι που συνεπάγεται χαμηλότερο κόστος συγκριτικά με το υδρογόνο. Εντός του αυτοκινήτου, το οξύ διασπάται σε διοξείδιο του άνθρακα και υδρογόνο, δηλαδή το καύσιμο που κινεί το όχημα. Η χρήση του μυρμηκικού οξέος ως πηγή υδρογόνου προσφέρει επίσης πολύ μεγαλύτερο εύρος επιλογών αποθήκευσης σε σύγκριση με τις συμβατικές μπαταρίες των ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Το οξύ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αποθήκευση του πιθανού πλεονάσματος ηλιακής και αιολικής ενέργειας και να διατεθεί σε πρατήρια του καυσίμου.

Η ομάδα παρουσίασε ένα λειτουργικό μοντέλο μικρής κλίμακας και ελπίζει να ολοκληρώσει τη μετατροπή ενός πραγματικού υδρογονοκίνητου αυτοκινήτου ως το 2017. Στη συνέχεια, η ομάδα σκοπεύει να αναπτύξει ένα λεωφορείο που θα κινείται με μυρμηκικό οξύ. Η ιδέα βραβεύτηκε με χρηματικό έπαθλο 50.000 Ευρώ στον διαγωνισμό τεχνολογίας «Open Mind» του ολλανδικού τεχνολογικού ιδρύματος «STW».

Η εμφάνιση της θεωρίας των υπερχορδών στο πλάσμα γκλουονίων-κουάρκς

Gold_Beam_Collision
<Μια απεικόνιση πλάσματος γκλουονίων κουάρκς από μια σύγκρουση ιόντων χρυσού στον επιταχυντή RHIC 
 
Η θεωρία των υπερχορδών δίνει την πιo εξελιγμένη μορφή θεωρίας κβαντικής βαρύτητας και φιλοδοξεί να προσφέρει ένα πλαίσιο ενοποίησης όλων των αλληλεπιδράσεων. Πιο συγκεκριμένα, ενοποιεί τη βαρύτητα με την κβαντική μηχανική και προσφέρει μια καινούργια οπτική και σε κάποιο βαθμό λύση, στα προβλήματα των μελανών οπών και της απώλειας πληροφορίας λόγω της ακτινοβολίας Hawking.
 
Η  θεωρία των υπερχορδών έχει επίσης αποδειχθεί  «θησαυρός»  για τα μοντέρνα μαθηματικά, μια και έχει δημιουργήσει νέες  κατευθύνσεις, αναγκαίες για την μελέτη και κατανόηση της θεωρίας.
 
Μερικοί επιστήμονες, φυσικοί και μη, επιτέθηκαν κατά το παρελθόν στη θεωρία των χορδών, με τον  ισχυρισμό ότι αυτή στερείται επαφής με το πείραμα. Αν και η θεωρία δεν έχει ακόμα οδηγήσει σε ένα ακριβές υποκατάστατο του Καθιερωμένου Προτύπου των θεμελιωδών αλληλεπιδράσεων, πρόσφατα έχει έλθει σε επαφή με το πείραμα, σε μια αναπάντεχη περιοχή της φυσικής, αυτήν των συγκρούσεων βαρέων ιόντων.
Πιο συγκεκριμένα, η θεωρία των υπερχορδών αποτέλεσε πρόσφατα το κύριο εργαλείο για την κατανόηση μιας καινούργιας μορφής ύλης, του πλάσματος από γκλουόνια και κουάρκς  (ΠΓΚ). Αυτή η μορφή της ύλης που γέμιζε το σύμπαν στα πρώτα δισεκατομμυριοστά του δευτερολέπτου μετά από την μεγάλη έκρηξη, δημιουργήθηκε πρόσφατα για πρώτη φορά, κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες, στο εργαστήριο. 
Πειράματα στον επιταχυντή βαρέων ιόντων του Brookhaven,  RHIC, έδωσαν για πρώτη φορά, το 2004 -αλλά και πρόσφατα στο CERN-, ενδείξεις για την δημιουργία του ΠΓΚ και τν εμπλοκή σε αυτή την κατάσταση της θεωρίας των υπερχορδών.
 
Κβαντική Χρωμοδυναμική
Ταυτόχρονα, έκαναν προφανές ότι οι προσεγγιστικές θεωρητικές μέθοδοι ανάλυσης της Κβαντικής Χρωμοδυναμικής θεωρίας  που γνωρίζουμε ότι περιγράφει τις ισχυρές αλληλεπιδράσεις, ήταν ανίκανες να περιγράψουν τις ισχυρές αλληλεπιδράσεις του  ρευστού  ΠΓΚ. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα πειράματα δείχνουν ότι το ΠΓΚ είναι το «ιδανικότερο»  από όλα τα ρευστά που έχουν παρατηρηθεί μέχρι σήμερα στην φύση.

Η θεωρία της Κβαντικής Χρωμοδυναμικής (QCD) εισήχθη το 1973 από τους Fritzsch, Gell-Mann και Leutwyler για να περιγράψει τις ισχυρές αλληλεπιδράσεις.
Τα βασικά της σωμάτια ήταν τα κουάρκς πού εμφανίζονται σε Νc=3 χρώματα – κόκκινο, μπλε, πράσινο (αντί για ένα είδος που έχει το ηλεκτρικό φορτίο), καθώς και οι φορείς της αλληλεπίδρασης,  τα 8 "γκλουόνια".  Το 1974, οι Gross-Wilczek και Politzer (βραβείο Nobel 2004) έδειξαν ότι η  κβαντική χρωμοδυναμική QCD έχει "ασυμπτωτική ελευθερία". Ενώ υπάρχει ισχυρή σύζευξη σε χαμηλές ενέργειες, σε υψηλές ενέργειες η αλληλεπίδραση γίνεται  ασθενική. Αυτό άνοιξε τον δρόμο για την κατανόηση των πειραμάτων του επιταχυντή SLAC στα τέλη της δεκαετίας του ’60 (βραβείο Nobel 1990). Τα πειράματα αυτά έδειχναν την ύπαρξη σχεδόν ελεύθερων σωματιδίων μέσα στα πρωτόνια, όταν αυτά βομβαρδίζονταν με μεγάλης ενέργειας ηλεκτρόνια.  
Η θεωρία σταδιακά έγινε αποδεκτή από όλο και μεγαλύτερα ποσοστά της επιστημονικής κοινότητας. Παρά ταύτα, η προσπάθεια εξαγωγής ποσοτικών προβλέψεων παρέμεινε καταδικασμένη από το γεγονός ότι η αλληλεπίδραση ήταν ισχυρή σε χαμηλές ενέργειες και οι συνηθισμένες μέθοδοι που αποδείχτηκαν σημαντικές για την κβαντική ηλεκτροδυναμική και τις ασθενείς αλληλεπιδράσεις δεν ήταν ικανές για την  QCD.
Καθώς όλες οι πειραματικές παρατηρήσεις που αφορούν την θεωρία περνούν από τις χαμηλές ενέργειες, είναι εξαιρετικά δύσκολο να τις  περιγράψει ποσοτικά η θεωρία.
 
Λύσεις της θεωρίας QCD
Τριάντα οκτώ  χρόνια μετά την εισαγωγή της QCD, η θεωρία των ισχυρών αλληλεπιδράσεων δεν έχει ακόμα τιθασευτεί από τους φυσικούς. Η "λύση" της θεωρίας είναι  ένα από τα μεγάλα άλυτα προβλήματα της θεωρητικής φυσικής. Το να αποδείξει κάποιος ότι η θεωρία κρατάει τα κουάρκς και τα γκλουόνια  μόνιμα εγκλωβισμένα σε "άχρωμες" δέσμιες καταστάσεις  που έχουν μη μηδενική μάζα, αποτελεί  ένα από τα 7 προβλήματα της χιλιετηρίδας  του Clay Foundation. Για την απόδειξη αυτή προβλέπεται μάλιστα βραβείο ενός εκατομμυρίου δολαρίων 
Οι φυσικοί δοκίμασαν πάμπολλες θεωρητικές τεχνικές για να αντλήσουν πληροφορίες από την θεωρία αλλά η επιτυχία ήταν προσεγγιστική και μερική. Μια ευθεία και ισχυρή μέθοδος υπολογισμού αναπτύχθηκε νωρίς από τον  K. Wilson (βραβείο Nobel 1982)  και ονομάζεται    "QCD σε πλέγμα". Η κεντρική ιδέα της μεθόδου συνίσταται στην διακριτοποίηση του χωρόχρονου και τον περιορισμό του συστήματος σε πεπερασμένο όγκο. Το ολοκλήρωμα διαδρομών του Feynman που επιβάλει τους κανόνες της κβαντικής φυσικής στην θεωρία, σε αυτήν την περίπτωση, αντικαθίσταται από μερικά δισεκατομμύρια απλά ολοκληρώματα που στην συνέχεια υπολογίζονται προσεγγιστικά χρησιμοποιώντας μεθόδους τύπου Monte Carlo.   Τυπικοί υπολογισμοί σήμερα χωρίζουν την κάθε διάσταση σε 20 σημεία, ώστε ο χωρόχρονος συνολικά να έχει 204 σημεία.
Παρά το φαινομενικά  πενιχρό  αυτής της διαίρεσης, μερικές ιδιότητες ισορροπίας  της θεωρίας  μπορούν να υπολογιστούν ικανοποιητικά σήμερα. Ο βασικός περιορισμός της ακρίβειας σε αυτήν την περίπτωση είναι η ισχύς των μοντέρνων ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Έτσι μπορούμε μεταξύ άλλων να υπολογίσουμε το φάσμα των πιο ελαφρών αδρονίων (μεσονίων και βαρυονίων), σε μηδενική θερμοκρασία καθώς και την εξίσωση κατάστασης σε πεπερασμένη θερμοκρασία. Υπάρχουν όμως και αρκετά δυναμικά μεγέθη που δεν μπορούν να υπολογιστούν είτε γιατί είναι πολύπλοκα (οι σημερινοί υπολογιστές δεν είναι ικανοί να τα υπολογίσουν), είτε γιατί η μέθοδος του πλέγματος δεν επιτρέπει τον υπολογισμό τους.
 
Το πλάσμα κουάρκς-γκλουονίων
Η αριθμητική μελέτη της θεωρίας σε μη μηδενική θερμοκρασία έχει δείξει την ύπαρξη μιας καινούργιας φάσης σε υψηλή θερμοκρασία, όπου η ισχυρά αλληλεπιδρώσα ύλη είναι στην μορφή ενός πλάσματος κουάρκς και γκλουονίων (ΠΚΓ).
Σε αυτήν την φάση η ιδιότητα της "μόνιμης σκλαβιάς" για τα κουάρκς και γκλουόνια παύει να ισχύει, και το "χρώμα" γίνεται πλέον μια παρατηρήσιμη ποσότητα. Θα μπορούσαμε λοιπόν να χαρακτηρίσουμε το ΠΚΓ ως την "απεγκλωβισμένη φάση" της αδρονικής ύλης.
Σε χαμηλές θερμοκρασίες, οι παρατηρήσιμες καταστάσεις είναι άχρωμα αδρόνια. Σε υψηλές, είναι μια ζεστή (και χρωματιστή) σούπα από κουάρκς και γλουόνια. Το ΠΚΓ είναι μια καινούργια φάση της αδρονικής ύλης με πολύ διαφορετικές ιδιότητες από αυτήν που έχουμε μελετήσει τα τελευταία πενήντα χρόνια. Η κρίσιμη θερμοκρασία στην οποία γίνεται η αλλαγή, έχει υπολογιστεί με την μέθοδο του πλέγματος και είναι περίπου 160-200 ΜeV.
Η παρουσία του ελεύθερου χρώματος στο ΠΚΓ οδήγησε τους φυσικούς να πιστέψουν, για δυο δεκαετίες, ότι οι αλληλεπιδράσεις στο ΠΚΓ είναι ασθενικές, και επομένως ότι είναι εύκολο να κατανοηθεί από πρώτες αρχές η συμπεριφορά του ΠΚΓ.
Για τριάντα σχεδόν χρόνια, το ΠΚΓ ήταν μια κατάσταση της ύλης, μακριά από τον μεγεθυντικό φακό των πειραματικών φυσικών επειδή για την δημιουργία του, θα έπρεπε να συγκεντρωθούν τεράστιες ποσότητες ενέργειας σε ένα πολύ μικρό χώρο.
Η ισοδύναμη θερμοκρασία θα έπρεπε να είναι πολλές τάξεις μεγέθους μεγαλύτερη από οτιδήποτε υπάρχει στο σύμπαν σήμερα.  Αντιστοιχεί σε 2 τρισεκατομμύρια βαθμούς, δηλαδή περίπου ένα εκατομμύριο φορές μεγαλύτερη από την θερμοκρασία στο κέντρο του ήλιου. Είναι η θερμοκρασία που πιστεύουμε ότι είχε η ύλη στο σύμπαν μερικά δισεκατομμυριοστά του δευτερολέπτου μετά την μεγάλη έκρηξη.
 
Συγκρούσεις βαρέων πυρήνων στους επιταχυντές
Παρά τις τεχνικές δυσκολίες, οι φυσικοί πρόσφατα κατόρθωσαν να δημιουργήσουν το ΠΚΓ σε συγκρούσεις βαρέων πυρήνων τόσο στον επιταχυντή LHC του CERN όσο καο στον επιταχυντή RHIC στο Brookhaven.
Η τεχνική συνίσταται στην επιτάχυνση πυρήνων χαλκού η χρυσού ώστε να φέρουν τελικά ενέργεια  200 GeV ανά νουκλεόνιο, οι οποίοι φέρονται κατόπιν σε σύγκρουση.
Οι συγκρούσεις που ακολουθούν είναι εντυπωσιακής ισχύος και ο αριθμός των σωματιδίων που φτάνει τελικά στους ανιχνευτές είναι τεράστιος. Σε μια μετωπική σύγκρουση παράγονται περίπου 9000 σωματίδια. Οι τροχιές τους φαίνονται στην παρακάτω εικόνα που απεικονίζει τις τροχιές των φορτισμένων σωματιδίων όπως αυτές ανιχνεύονται από τον ανιχνευτή του πειράματος STAR στο RHIC.
Σε ελάχιστο χρόνο μετά την σύγκρουση η αδρονική ύλη που παράγεται έρχεται σε θερμική ισορροπία. Η αρχική θερμοκρασία της είναι περίπου διπλάσια από την κρίσιμη θερμοκρασία για την δημιουργία του ΠΚΓ.
Η μεγάλη έκπληξη,  για θεωρητικούς και πειραματικούς φυσικούς, ήταν ότι οι αρχικές ενδείξεις  υποδείκνυαν ότι το ΠΓΚ είχε ισχυρές αλληλεπιδράσεις και δεν ήταν μια σούπα σχεδόν ελεύθερων κουάρκς και γκλουονίων όπως πίστευαν μέχρι τότε.
Η καλύτερη (προσεγγιστική) περιγραφή των πολύπλοκων πειραματικών δεδομένων υπέθετε ότι το ΠΓΚ ήταν ένα υγρό με ελάχιστο ιξώδες. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο αν οι αλληλεπιδράσεις ήταν πολύ ισχυρές. Τα πειραματικά δεδομένα μάλιστα έδειχναν ότι το ΠΚΓ είναι το ιδανικότερο υγρό που έχει παρατηρηθεί μέχρι σήμερα στην φύση. Ο λόγος του εγκάρσιου ιξώδους ως προς την πυκνότητα εντροπίας του είναι μικρότερος κατά μια τάξη μεγέθους  από τον μέχρι τότε πρωταθλητή, το υγρό Ήλιο 3. Ο λόγος αυτός εξακολουθεί να παραμένει μικρότερος από τα πρόσφατα κατασκευασθέντα, ισχυρά αλληλεπιδρώντα  συσωματώματα Bose-Einstein.
 
Εμφάνιση της θεωρίας των χορδών
Οι τεχνικές ασθενούς αλληλεπίδρασης που αποτελούν το βασικό κουτί εργαλείων για τους θεωρητικούς φυσικούς ήταν αδύνατον  να βοηθήσουν εδώ. Οι αριθμητικοί υπολογισμοί πάνω σε πλέγμα, οι οποίοι, στο παρελθόν, είχαν βοηθήσει πολύ στην κατανόηση της θεωρίας, αποδείχθηκαν εδώ ανήμποροι: δεν μπορούσαν να χειριστούν  δυναμικές ερωτήσεις σε πεπερασμένη θερμοκρασία. 
Σε αυτό το σημείο ένας απρόσμενος συνέταιρος έκανε την εμφάνιση του: η θεωρία των χορδών.
Για να καταλάβουμε αυτό το γεγονός θα πρέπει να γυρίσουμε στο 1974, στην χρονιά που ανακαλύφθηκε η ασυμπτωτική ελευθερία της  QCD.
Ο G. ‘t Hooft (βραβείο Nobel  1999), παρατήρησε ότι μπορεί να γενικεύσει την  QCD σε μια υποθετική θεωρία όπου τα κουάρκς και τα γκλουόνια έχουν αυθαίρετο αριθμό χρωμάτων ίσον με Nc. Στον κόσμο μας υπάρχουν τρία χρώματα και άρα το Nc =3. 
Ο ‘t Hooft παρατήρησε επιπλέον ότι όταν το Nc είναι πολύ μεγάλο, τότε η θεωρία φαίνεται να συμπεριφέρεται σαν μια θεωρία χορδών οι οποίες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους ασθενικά. Η ιστορική ειρωνεία είναι ότι  η παρατήρηση του  ‘t Hooft συνέπεσε με τον "θάνατο" της πρώτης θεωρίας των χορδών που εισήχθη έμμεσα, το 1968, από τον Veneziano, για να περιγράψει τις ισχυρές αλληλεπιδράσεις. 
Η  περιγραφή των ισχυρών αλληλεπιδράσεων μέσω των χορδών φάνηκε διαισθητικά πιθανή εξαιτίας της "μόνιμης σκλαβιάς" των γκλουονίων.
Στην περίπτωση του ηλεκτρομαγνητισμού το ηλεκτρικό πεδίο που γεννιέται από ένα θετικό και ένα αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο έχει την γνωστή διπολική μορφή.
Οι γραμμές του ηλεκτρικού πεδίου εκτείνονται και μεταξύ των φορτίων αλλά και από τα φορτία ως το άπειρο. Αντίθετα, στην περίπτωση ένα διπόλου από κουάρκς, η "μόνιμη σκλαβιά" της θεωρίας δεν επιτρέπει στις γραμμές του χρωμο-ηλεκτρικού πεδίου, να απομακρυνθούν όπως στον ηλεκτρομαγνητισμό. Αν απομακρύνουμε το κουάρκ από το αντικουάρκ, οι γραμμές μαζεύονται σε μια λεπτή δέσμη που τα ενώνει. Αυτή η δέσμη συμπεριφέρεται σαν ένα ελατήριο (χορδή) που "δένει" τα κουάρκς μεταξύ τους και συνοψίζει έτσι την ισχυρή αλληλεπίδραση (όπως φαίνεται και στην μικρή ταινία που παρατίθεται).  
Αυτή η χορδή που "δένει" τα κουάρκς μεταξύ τους φαίνεται να εκτείνεται στον χώρο και τον χρόνο, δηλαδή σε 3+1 διαστάσεις.
Παρά  την  απλή εικόνα, η προσπάθεια να βρεθεί πώς περιγράφονται οι ισχυρές αλληλεπιδράσεις από μια θεωρία χορδών, έμεινε ουσιαστικά άκαρπη ως το 1997.
 
Η θεωρία των υπερχορδών στο προσκήνιο
Εν τω μεταξύ, οι (υπερ)χορδές ως βασικό συστατικό της ύλης, ξαναήλθαν στο προσκήνιο το 1984, αλλά  με  μεγαλύτερες πλέον φιλοδοξίες: να περιγράψουν και να ενοποιήσουν όλες τις θεμελιώδεις αλληλεπιδράσεις συμπεριλαμβανομένης και της βαρύτητας. Μαζί τους έφεραν και μια μεγάλη αλλαγή: αν οι υπερχορδές περιέγραφαν τα βασικά συστατικά της ύλης, ο κόσμος θα έπρεπε να έχει 9+1 διαστάσεις.
Το 1997, ο Juan Maldacena, προσπαθώντας να μελετήσει τις μικροκαταστάσεις των μελανών οπών στα πλαίσια της θεωρίας των χορδών (ένα από τα μεγάλα προβλήματα που γέννησαν οι  μελέτες του Hawking),  έκανε μια αναπάντεχη παρατήρηση: σε μια θεωρία βαθμίδας ισχυρών αλληλεπιδράσεων, αρκετά όμοια με την κβαντική χρωμοδυναμική σε 3+1 διαστάσεις, οι αλληλεπιδράσεις περιγράφονται από μια θεωρία χορδών που  (α)   κινείται σε 9+1 διαστάσεις και  (β) η γεωμετρία του δεκαδιάστατου χωρόχρονου  είναι  καμπύλη αλλά ιδιαίτερα συμμετρική.
Η γεωμετρία αυτή, φτιάχνει τον χώρο που είναι γνωστός με το όνομα αυτού που το ανακάλυψε πρώτος, Anti-DeSitter (AdS). Το αποτέλεσμα αυτό ήλθε σαν μια μεγάλη έκπληξη. Η θεωρία αυτή των ισχυρών αλληλεπιδράσεων μοιάζει να  περιέχει  χορδές που "γέννησαν" έξι καινούργιες διαστάσεις. Αν κάποιος περιγράφει την θεωρία με την συνηθισμένη γλώσσα των γκλουονίων, αυτά κινούνται στις συνηθισμένες 3+1 διαστάσεις.
Αν όμως κάποιος άλλος, περιγράψει ισοδύναμα την δυναμική, χρησιμοποιώντας την γλώσσα των χορδών, τότε αυτές κινούνται σε ένα χώρο 9+1 διαστάσεων που περιέχει και τις συνηθισμένες   3+1 διαστάσεις.
Ο δεκαδιάστατος  χώρος των χορδών έχει ένα μοναδικό τετραδιάστατο τέλος ( ή "όριο" όπως το λένε οι μαθηματικοί).Αυτό το τετραδιάστατο "τέλος του κόσμου" είναι ο τετραδιάστατος χώρος στον οποίο ζουν και κινούνται τα γκλουόνια.
Η παραπάνω αναπάντεχη αντιστοιχία μεταξύ θεωριών βαθμίδας και θεωρίας χορδών που ζουν στο χώρο Anti-DeSitter είναι σήμερα γνωστή ως "αντιστοιχία AdS/CFT".  Παραμένει ακόμα και σήμερα μια εικασία η οποία όμως έχει περάσει ένα μεγάλο αριθμό από δοκιμασίες, ούτως ώστε οι φυσικοί να μην αμφιβάλουν για την ισχύ της αν και δεν την έχουν ακόμα αποδείξει.
Η αντιστοιχία AdS/CFT έχει αποτελέσει μια "υπόθεση" που έχει οδηγήσει σε  σημαντικά αποτελέσματα  την τελευταία δεκαετία.
 
Αναδύεται η βαρύτητα
Η παρουσία μιας θεωρίας χορδών ως  διαφορετική (αλλά ισοδύναμη) περιγραφή των ισχυρών αλληλεπιδράσεων των γκλουονίων, έφερε στο προσκήνιο ένα νέο στοιχείο, την βαρύτητα, που είναι αναπόσπαστο κομμάτι κάθε θεωρίας με κλειστές χορδές, αναπόσπαστο και αναπάντεχο συστατικό κάθε θεωρίας βαθμίδας. Αυτή η συνειδητοποίηση άλλαξε σημαντικά τον τρόπο που βλέπουμε τις αλληλεπιδράσεις.
Μέχρι τώρα, είχαμε το καθιερωμένο πρότυπο των αλληλεπιδράσεων που περιέγραφε τις τρεις γνωστές αλληλεπιδράσεις (ισχυρή και ηλεκτρασθενείς), χρησιμοποιώντας θεωρίες βαθμίδας, και την βαρύτητα που έμοιαζε πολύ διαφορετική από τις άλλες αλληλεπιδράσεις. Στην προσπάθεια ενοποίησης τους με την θεωρία των υπερχορδών, οι βαρύτητα και οι θεωρίες βαθμίδας, σχετίζονται μεν αλλά φαίνεται να συμπεριφέρονται διαφορετικά. Η αντιστοιχία AdS/CFT όμως μας διαβεβαιώνει πλέον ότι δεν υπάρχει καμία σημαντική διαφορά μεταξύ θεωριών βαθμίδας και γενικευμένων θεωριών βαρύτητας.
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο της αντιστοιχίας είναι η ολογραφική ιδιότητα. Όπως και στα συνηθισμένα ολογράμματα, η πληροφορία της τετραδιάστατης θεωρίας, είναι επίσης εγγεγραμμένη σε μια θεωρία (χορδών) που ζει σε μεγαλύτερη διάσταση. Γι αυτό και είναι επίσης γνωστή ως "ολογραφική αντιστοιχία".
Μια ενδιαφέρουσα άποψη αυτής της αντιστοιχίας απορρέει από την προσπάθεια περιγραφής των αλληλεπιδράσεων βαθμίδας σε ένα περιβάλλον πεπερασμένης θερμοκρασίας. Το περιβάλλον που αντιστοιχεί στην αντίστοιχη θεωρία των χορδών, όπως παρατήρησε ο Witten το 1998,  είναι αυτό μια μελανής οπής με θερμοκρασία Hawking ίση με αυτήν της θεωρίας βαθμίδας. Η σύνδεση μελανών οπών με θεωρίες βαθμίδας, σε πεπερασμένη θερμοκρασία, έδωσε μια καινούργια ώθηση στις μελέτες του  προβλήματος της πληροφορίας και φαίνεται να έπεισε τον  Hawking ότι η πρόβλεψή του, το 1974, για την οριστική απώλεια της πληροφορίας είναι  άτοπη.
 
Το πλάσμα έχει ιδιότητες υγρού;
Η σύνδεση των καταστάσεων πεπερασμένης θερμοκρασίας με μελανές οπές έδωσε μια καινούργια διάσταση στο πρόβλημα της φυσικής του πλάσματος κουάρκς και γκλουονίων. Η φάση της απελευθέρωσης του χρώματος σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 200 περιγράφεται στην βαρυτική περιγραφή από μια μελανή οπή! Και η δυναμική των μικρών διακυμάνσεων σε αυτήν την φάση περιγράφεται από την σχετικιστική υδροδυναμική: η αλληλεπίδραση είναι αρκετά δυνατή ώστε το πλάσμα  κουάρκς και γκλουονίων να συμπεριφέρεται σαν υγρό. Είναι βέβαια ένα πολύ ασυνήθιστο υγρό με πυκνότητα εντροπίας, πολλές τάξεις μεγέθους μεγαλύτερης από οτιδήποτε άλλο έχουμε μελετήσει μέχρι σήμερα. 
Μια σημαντική ιδιότητα ενός υγρού είναι το ιξώδες του. Ένα υγρό με μηδενικό συντελεστή ιξώδους, το ονομάζουμε ιδανικό, επειδή σε αυτήν την περίπτωση, δεν υπάρχουν καθόλου απώλειες και διατηρείται η εντροπία. Πραγματικά υγρά βέβαια, έχουν μη-μηδενικό συντελεστή ιξώδους, ο οποίος μπορεί να κυμαίνεται σε μια μεγάλη γκάμα από αριθμούς. Όταν οι Policastro, Son και Starinets υπολόγισαν το 2001 τον συντελεστή ιξώδους ενός πολύ συμμετρικού πλάσματος κουάρκς και γκλουονίων, η απάντηση ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.
Πρώτον γιατί ο υπολογισμός του ιξώδους, χρησιμοποιώντας την βαρύτητα ως εργαλείο, μεταφράζεται στον υπολογισμό της πιθανότητας απορρόφησης ενός βαρυτονίου πολύ χαμηλής ενέργειας από μια μελανή οπή. Και δεύτερον γιατί αυτός ο υπολογισμός έδωσε μια απάντηση, ιδιαίτερα ευρείας ισχύος, για τον λόγο του  συντελεστού ιξώδους προς την πυκνότητα εντροπίας: 1/4π. Αυτός ο λόγος είναι ο μικρότερος από όλα τα άλλα υγρά που είναι μέχρι τώρα γνωστά.  Είναι μάλιστα 10 φορές μικρότερος από το ελάχιστο που ξέραμε μέχρι σήμερα αυτόν του υγρού ηλίου.
Αυτή η συμπεριφορά φαίνεται να εμφανίζεται στα πειράματα που έγιναν και συνεχίζονται στο RHIC. Η εικόνα που έχει διαμορφωθεί μετά από 10 περίπου χρόνια πειραμάτων και σημαντικής μελέτης από θεωρητικούς και πειραματικούς είναι η εξής.
Δυο βαρείς πυρήνες επιταχύνονται σε υψηλή ενέργεια και εν συνεχεία συγκρούονται όπως φαίνεται στο διπλανό σχήμα. Στο σύστημα αναφοράς του κέντρου μάζας, λόγω της σχετικιστικής συστολής μήκους, οι σφαιρικοί πυρήνες μοιάζουν σαν σχεδόν επίπεδες τηγανίτες. Η σύγκρουση δημιουργεί πολύ γρήγορα (μόλις μετά από 3×10^-24 δευτερόλεπτα)  κουάρκς και γκλουόνια στην περιοχή ανάμεσα στους συγκρουσθέντες πυρήνες.
Η ύλη που σχηματίζεται, έρχεται, σχεδόν ακαριαία λόγω των ισχυρών αλληλεπιδράσεων,  σε θερμική ισορροπία με θερμοκρασία περίπου 400 MeV (που αντιστοιχεί σε 10^12  Κ, περίπου,  1 τετράκις εκατομμύριο βαθμούς Κελσίου), δύο φορές μεγαλύτερη από την θερμοκρασία αλλαγής φάσης της QCD. Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, είναι με μεγάλη διαφορά, η υψηλότερη θερμοκρασία που υπάρχει στο σύμπαν σήμερα.
Σε αυτήν την φάση, αυτή η ύλη είναι ουσιαστικά το υγρό του ΚΓΠ.  Στη συνέχεια, το υγρό αρχίζει να διαστέλλεται αδιαβατικά και ταυτόχρονα να ψύχεται έως ότου η θερμοκρασία του πέσει κάτω από την θερμοκρασία αλλαγής φάσης. Αυτή η περίοδος διαστολής διαρκεί  περίπου 3×10^-24 δευτερόλεπτα. Αν και ο χρόνος φαίνεται μικρός, είναι αρκετά μεγάλος για τα δεδομένα των ισχυρών αλληλεπιδράσεων και μάλιστα αρκετός ώστε το ΠΓΚ να μελετηθεί επαρκώς. 
Όταν πλέον η θερμοκρασία πέσει χαμηλότερα από τα 200 MeV, συμβαίνει η αλλαγή φάσης : το υγρό μετατρέπεται σε σωματίδια (αδρόνια) που συνεχίσουν το ταξίδι τους μέχρι να φτάσουν στους ανιχνευτές και να καταμετρηθούν. Τα πειραματικά αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι το ΠΓΚ είναι το ιδανικότερο υγρό στην φύση με  λόγο συντελεστού ιξώδους προς την πυκνότητα εντροπίας κοντά σε αυτόν που προβλέπει η αντιστοιχία  AdS/CFT.
Η αντιστοιχία AdS/CFT έχει μελετηθεί αρκετά στην πιό απλή θεωρία που μπορεί να εφαρμοστεί: την μέγιστα υπερσυμμετρική θεωρία Yang-Mills σε τέσσερις διαστάσεις.
 
Ομοιότητες και διαφορές με την QCD
Η θεωρία αυτή έχει σημαντικές ομοιότητες με την QCD αλλά και σημαντικές διαφορές.
Η πιο σημαντική είναι η ασυμπτωτική ελευθερία της  QCD: η σύζευξη γίνεται ασθενική σε υψηλές ενέργειες. Αυτό σημαίνει ότι η αντίστοιχη θεωρία χορδών έχει ιδιαίτερα  χαλαρές χορδές σε υψηλές ενέργειες, γεγονός που κάνει το χειρισμό της θεωρίας δύσκολο στην βαρυτική της ενσάρκωση. Ο λόγος είναι ότι, όσο και αν αυτό φαίνεται περίεργο, δεν είμαστε ακόμα ικανοί να λύσουμε τις θεωρίες χορδών που αντιστοιχούν στις θεωρίες βαθμίδας. Προς το παρόν, οι υπολογιστικές προσεγγίσεις περιορίζονται στην βαρυτική προσέγγιση: οι χορδές προσεγγίζονται με σημειακά σωματίδια. 
Οι φυσικοί έχουν κατασκευάσει μέχρι σήμερα αρκετές προσεγγίσεις της QCD, χρησιμοποιώντας διάφορων ειδών ολογραφικά μοντέλα. Με αυτές τις μελέτες έχουν κατορθώσει μια σειρά από σημαντικές προόδους στην φυσική των θεωριών με ισχυρές αλληλεπιδράσεις:
Ι. Η "μόνιμη σκλαβιά" για τα κουάρκς και γκλουόνια έχει αποδειχθεί αναλυτικά σε μια μεγάλη κατηγορία από θεωρίες.
ΙΙ.  Το δυναμικό και αυθόρμητο σπάσιμο τις χειρικής συμμετρίας έχει αποδειχθεί αναλυτικά σε πολλά παραδείγματα.
ΙΙΙ. Τα φάσματα των μεσονίων και βαρυονίων έχουν υπολογιστεί σε αρκετές θεωρίες χρησιμοποιώντας φορητούς υπολογιστές αντί για υπερυπολογιστές που χρησιμοποιούνται στην QCD επί πλέγματος.
ΙV. Οι αλλαγές φάσης της απεγκλώβισης και της αποκατάστασης της χειρικής συμμετρίας έχουν μελετηθεί και κατανοηθεί σε πολλά παραδείγματα χρησιμοποιώντας την φυσική των μελανών οπών και την βαρυτική θερμοδυναμική τους.
V. Ο υπολογισμός πολλών συντελεστών μεταφοράς σε πεπερασμένη θερμοκρασία έχει  επιτευχθεί σε αρκετά παραδείγματα ανοίγοντας τον δρόμο στη μελέτη δυναμικών φαινομένων σε συνθήκες ισχυρής σύζευξης.
VΙ. Παράλληλη πρόοδος στον διαταρακτικό υπολογισμό διαγραμμάτων   Feynman σε μέγιστα υπερσυμμετρικές θεωρίες βαθμίδος δείχνει ότι τεχνικές της θεωρίας των χορδών, τεχνικές με τουίστορς καθώς και  τεχνικές διατήρησης της πιθανότητας, έχουν καταλήξει σε εικασίες για τον ακριβή υπολογισμό  των πιθανοτήτων διαδικασιών  που περιέχουν 4 και 5 γκλουόνια, και πού έχουν περάσει αρκετές  μη-τετριμμένες δοκιμασίες για ασθενική αλλά και ισχυρή σύζευξη.
Τα πιο ρεαλιστικά μοντέλα που πλησιάζουν την φυσική της QCD είναι φαινομενολογικά ολογραφικά μοντέλα. Το πιο προχωρημένο μοντέλο σε αυτήν την κατεύθυνση, η "Ολογραφική  QCD",   χρησιμοποιεί την βαρύτητα σε 5 διαστάσεις μαζί με ένα βαθμωτό πεδίο για να περιγράψει ολογραφικά τις ισχυρές αλληλεπιδράσεις των γκλουονίων στο όριο των πολλών χρωμάτων.
Αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια από τον Η. Κυρίτση του Κέντρου Θεωρητικής Φυσικής Κρήτης μαζί με τους νεαρούς συνεργάτες του, U. Gursoy του πανεπιστημίου Utrecht και F. Nitti του πανεπιστημίου Paris 7. Κατορθώνει να περιγράφει πολύ καλά την φυσική των γκλουονίων σε μηδενική και πεπερασμένη θερμοκρασία,  στο όριο των πολλών χρωμάτων.
Πρόσφατα, μια υψηλής ακρίβειας μελέτη του Marco Panero του Πολυτεχνείου  ETH της Ζυρίχης, χρησιμοποιώντας υπολογισμούς QCD σε πλέγμα, έδειξε ότι:
(α) Τα θερμοδυναμικά χαρακτηριστικά της  QCD (τρία χρώματα) είναι πολύ κοντά με αυτά της θεωρίας με πολλά χρώματα.
(β) Το Μοντέλο  της Ολογραφικής QCD,   περιγράφει πολύ καλά  την φυσική των γκλουονίων σε πεπερασμένη θερμοκρασία.
Μια περιγραφή των αποτελεσμάτων εμφανίστηκε πρόσφατα στο Physics Focus της American Physical Society.
Η παρούσα περίοδος είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, μια και καινούργια πειράματα βαρέων ιόντων αναμένονται να γίνουν στο LHC, του CERN όπου ένα πείραμα, το ALICE, είναι αποκλειστικά αφοσιωμένο στην μελέτη της φυσικής του ΠΓΚ.
Μια Ελληνίδα φυσικός, η Γιώτα Φωκά, είναι στην ηγεσία της ομάδας φυσικής του ALICE. Η ομάδα αναμένει νέα σημαντικά αποτελέσματα που θα συμπληρώσουν την εικόνα που αναπτύχθηκε στο RHIC. Οι θερμοκρασίες που αναμένονται να αναπτυχθούν στο LHC είναι μεγαλύτερες από αυτές του RHIC . Η σπουδαιότητα της φυσικής έχει πείσει τα δύο μεγάλα πειράματα του LHC, το CMS και το ATLAS να αναπτύξουν ένα σημαντικό παράλληλο πρόγραμμα για φυσική βαρέων ιόντων, μελετώντας συμπληρωματικά χαρακτηριστικά από αυτά του ALICE