Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΣΟΦΙΣΤΕΣ, ΑΝΤΙΦΩΝ

Νόμος και φύση

Από τα έργα του σοφιστή Αντιφώντα -η ταύτισή του με τον ρήτορα, αν και πιθανή, παραμένει αμφιλεγόμενο ζήτημα- δεν σώζονται παρά μερικά αποσπάσματα. Ένα τέτοιο, σχετικά εκτενές απόσπασμα προέρχεται από το έργο που έφερε τον τίτλο Ἀλήθεια (η συγγραφή του πρέπει να τοποθετηθεί πριν από το 423 π.Χ.). Το έργο απαρτιζόταν από δύο βιβλία: το πρώτο πραγματευόταν ζητήματα γνωσιοθεωρητικά (μεταξύ άλλων προτεινόταν λύση για το μαθηματικό πρόβλημα του τετραγωνισμού του κύκλου), ενώ στο δεύτερο θίγονταν ζητήματα κοσμολογικά και ανθρωπολογικά. Θεμελιώδους σημασίας ήταν για τη συζήτηση των ανθρωπολογικών ζητημάτων η χαρακτηριστική για τη σοφιστική σκέψη αντίθεση νόμου-φύσης, η οποία σχετιζόταν με το ερώτημα αν οι κανόνες της κοινωνικής ζωής έχουν θεσπιστεί συμβατικά ή υπάρχουν εκ φύσεως, όπως επίσης αν έχουν απόλυτο ή σχετικό χαρακτήρα. Στον Αντιφώντα η αντίθεση παίρνει οξεία μορφή, αφού δηλώνεται ρητά ότι "τα περισσότερα θεσπίσματα του δικαίου αντιστρατεύονται τη φύση". Σύμφωνα με τις απόψεις του οι πράξεις των ανθρώπων κατευθύνονται από το "ωφέλιμο" (ξυμφέρον) για την ανθρώπινη φύση, το οποίο όμως εμποδίζεται από τους περιορισμούς του νόμου (= γραπτοί και άγραφοι νόμοι). Η συνηγορία του Αντιφώντα υπέρ της φύσης τον οδηγεί στη ριζοσπαστική θέση ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, και συνεπώς δεν είναι ορθή η διάκριση σε ανθρώπους κοινωνικά ανώτερους και κατώτερους, Έλληνες και βαρβάρους.

Στο παρατιθέμενο απόσπασμα ο Αντιφών εκθέτει στην αρχή την κρατούσα αντίληψη για τη "δικαιοσύνη". Το συμπέρασμα ότι ο νόμος αντιστρατεύεται τη φύση του επιτρέπει στη συνέχεια να αναπτύξει τα πλεονεκτήματα της φύσης και να διατυπώσει το κριτήριο του "ωφέλιμου" για τον άνθρωπο. Στο τέλος επιτίθεται εναντίον του νόμου, επειδή αυτός, με τον τρόπο που αποδίδεται η δικαιοσύνη, αδυνατεί να προστατεύσει όσους τον τηρούν.

ΑΝΤΙΦΩΝ Ο ΣΟΦΙΣΤΗΣ - Απόσπασμα 44A

[1] ...› δικαιοσύνη ‹οὖν› τὰ τῆς πό‹λεω›ς νόμιμα, ‹ἐν› ᾗ ἂν πολιτεύηταί τις, μὴ ‹παρ›αβαίνειν. χρῷτ᾽ ἂν οὖν ἄνθρωπος μάλιστα ἑαυτῷ ξυμφερόντως δικαιοσύνῃ, εἰ μετὰ μὲν μαρτύρων τοὺς νόμους μεγά‹λο›υς ἄγοι, μονούμενος δὲ μαρτύρων τὰ τῆς φύσεως· τὰ μὲν γὰρ τῶν νόμων ‹ἐπίθ›ετα, τὰ δὲ ‹τῆς› φύσεως ἀ‹ναγ›καῖα· καὶ τὰ ‹μὲν› τῶν νό‹μων› ὁμολογηθ‹έντ›α οὐ φύν‹τ᾽ ἐστί›ν, τὰ δὲ τῆς φύσεως φύν‹τα οὐχ› [2] ὁμολογηθέντα. τὰ οὖν νόμιμα παραβαίνων εἰὰν λάθῃ τοὺς ὁμολογήσαντας καὶ αἰσχύνης καὶ ζημίας ἀπήλλακται· μὴ λαθὼν δ᾽ οὔ· τῶν δὲ τῇ φύσει ξυμφύτων ἐάν τι παρὰ τὸ δυνατὸν βιάζηται, ἐάν τε πάντας ἀνθρώπους λάθῃ, οὐδὲν ἔλαττον τὸ κακόν, ἐάν τε πάντες ἴδωσιν, οὐδὲν μεῖζον· οὐ γὰρ διὰ δόξαν βλάπτεται, ἀλλὰ δι᾽ ἀλήθειαν. ἔστι δὲ πάν‹των› ἕνεκα τούτων ἡ σκέψις, ὅτι τὰ πολλὰ τῶν κατὰ νόμον δικαίων πολεμίως τῇ φύσει κεῖται· νενο‹μο›θ‹έ›τηται γὰρ ἐπί τε τοῖς ὀφθαλμοῖς, ἃ δεῖ [3] αὐτοὺς ὁρᾶν καὶ ἃ οὐ δεῖ· καὶ ἐπὶ τοῖς ὠσίν, ἃ δεῖ αὐτὰ ἀκούειν καὶ ἃ οὐ δεῖ· καὶ ἐπὶ τῇ γλώττῃ ἅ τε δεῖ αὐτὴν λέγειν καὶ ἃ οὐ δεῖ· καὶ ἐπὶ ταῖς χερσίν, ἅ τε δεῖ αὐτὰς δρᾶν καὶ ἃ οὐ δεῖ· καὶ ἐπὶ τοῖς ποσίν, ἐφ᾽ ἅ τε δεῖ αὐτοὺς ἰέναι καὶ ἐφ᾽ ἃ οὐ δεῖ· καὶ ἐπὶ τῷ νῷ, ὧν τε δεῖ αὐτὸν ἐπιθυμεῖν καὶ ὧν μή. ‹οὐ μὲ›ν οὖν οὐδὲν τῇ φύσει φιλιώτερα οὐδ᾽ οἰκειότερα, ἀφ᾽ ὧν οἱ νόμοι ἀποτρέπουσι τοὺς ἀν‹θ›ρώπ‹ους›, ἢ ἐφ᾽ ἃ ‹προ›τρέπουσιν‹·› τ‹ὸ δ᾽ αὖ› ζῆν ἐστι τῆς φύσεως καὶ τὸ ἀποθανεῖν, καὶ τὸ μὲν ζῆν αὐτ‹οῖς› ἐστιν ἀπὸ τῶν ξυμφερόντων, τὸ δὲ ἀποθανεῖν ἀπὸ τῶν μὴ [4] ξυμφερόντων. τὰ δὲ ξυμφέροντα τὰ μὲν ὑπὸ τῶν νόμων κείμενα δεσμὰ τῆς φύσεώς ἐστι, τὰ δ᾽ ὑπὸ τῆς φύσεως ἐλεύθερα. οὔκουν τὰ ἀλγύνοντα ὀρθῷ γε λόγῳ ὀνίνησιν τὴν φύσιν μᾶλλον ἢ τὰ εὐφραίνοντα· οὔκουν ἂν οὐδὲ ξυμφέροντ᾽ εἴη τὰ λυποῦντα μᾶλλον ἢ τὰ ἥδοντ‹α·› τὰ γὰρ τῷ ἀληθεῖ ξυμφέροντα οὐ βλάπτειν δεῖ, ἀλλ᾽ ὠφελεῖν. τὰ τοίνυν τῇ φύσει ξυμφέροντα τούτ‹ων› [...]· κα‹ὶ οἵτινε›ς ἂν [5] παθόντες ἀμύνωνται καὶ μὴ αὐτοὶ ‹ἄρχ›ωσι τοῦ δρᾶν· καὶ οἵτινες ἂν τοὺς γειναμένους καὶ κακοὺς ὄντας εἰς αὐτοὺς εὖ ποιῶσιν· καὶ οἱ κατόμνυσθαι διδόντες ἑτέροις, αὐτοὶ δὲ μὴ κατομνύμε‹νοι.› καὶ τούτων τῶν εἰρημένων πόλλ᾽ ἄν τις εὕροι πολέμια τῇ φύσει· ἔνι τ᾽ ἐν αὐτοῖς ἀλγύνεσθαί τε μᾶλλον, ἐξὸν ἥττω, καὶ ἐλάττω ἥδεσθαι, ἐξὸν πλείω, καὶ κακῶς πάσχειν, ἐξὸν μὴ πάσχειν. εἰ μὲν οὖν τις τοῖς τοιαῦτα προς‹ϊ›εμένοις ἐπικούρησις ἐγίγνετο παρὰ τῶν νόμων, τοῖς δὲ μὴ προσϊεμένοις, ἀλλ᾽ ἐναντιουμένοις ἐλάττωσις, οὐκ ἀν›όνητον ἂν› ἦν τ‹ὸ τοῖς νό›μοις πεῖ‹σμα· [6] νῦν› δὲ φαίνε‹ται τοῖς› προσϊεμ‹ένοις› τὰ τοιαῦτα τὸ ἐ‹κ› νόμου δίκαιον οὐχ ἱκανὸν ἐπικουρεῖν· ὅ γε πρῶτον μὲν ἐπιτρέπει τῷ πάσχοντι παθεῖν καὶ τῷ δρῶντι δρᾶσαι· καὶ οὔτε ἐνταῦθα διεκώλυε τὸν δρῶντα δρᾶσαι. εἴς τε τὴν τιμωρίαν ἀναφερόμενον οὐδὲν ἰδιώτερον ἐπὶ τῷ πεπονθότι ἢ τῷ δεδρακό‹τι·› πεῖ‹σ›αι γὰρ δ‹εῖ› αὐτὸ‹ν το›ὺς τ‹ιμω›ρ‹ήσοντ›ας, ὡς ἔπαθεν, ‹καὶ› δύνασθαι ἀπ‹αιτ›εῖ δίκην ‹ἑλεῖ›ν.

***
Δικαιοσύνη είναι να μην παραβαίνεις τους νόμους και τα έθιμα του κράτους, του οποίου είσαι πολίτης. Ο άνθρωπος θα αποκόμιζε από τη δικαιοσύνη την πιο μεγάλη ωφέλεια για το άτομό του, αν μπροστά σε άλλους ανθρώπους τηρούσε τους νόμους ως κάτι σημαντικό, ενώ αντίθετα, άμα είναι μόνος του χωρίς άλλους μπροστά του,[7] ακολουθούσε τις επιταγές της φύ­σης. Γιατί οι επιταγές του νόμου είναι αυθαίρετες, ενώ της φύσης είναι αναγκαίες· κι οι επιταγές των νόμων είναι συμβατικές και όχι από τη φύση, ενώ οι επιταγές της φύσης είναι ακριβώς το αντίθετο. Όποιος παραβαίνει τους νόμους και τα έθιμα, αν δεν υποπέσει στην αντίληψη αυτών που τα έχουν αποδεχτεί, αποφεύγει και τη ντροπή και την τιμωρία· ενώ αν δεν μείνει απαρατήρητος, δεν τα αποφεύγει. Απεναντίας, άμα παραβιάζει τις εγγενείς απαιτήσεις της φύσης πέρα από ένα όριο, το κακό γι᾽ αυτόν δεν μετριάζεται διόλου, αν μείνει απαρατήρητος απ᾽ όλους τους ανθρώπους ούτε γίνεται μεγαλύτερο, αν υποπέσει στην αντίληψη όλων των ανθρώπων. Γιατί η ζημιά που υφίσταται δεν είναι φαινομενική αλλά πραγματική. Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους εξετάζουμε όλα αυτά τα ζητήματα, επειδή τα περισσότερα θεσπίσματα του δικαίου αντιστρατεύονται τη φύση. Έχουν έτσι θεσπιστεί νόμοι για τα μάτια, τι πρέπει να βλέπουν και τι δεν πρέπει· το ίδιο και για τα αυτιά, τι πρέπει να ακούνε και τι δεν πρέπει· και για τη γλώσσα, τι πρέπει να λέει και τι δεν πρέπει· και για τα χέρια, τι πρέπει να κάνουν και τι δεν πρέπει· και για τα πόδια, πού πρέπει να πηγαίνουν και πού δεν πρέπει· και για το νου, τι πρέπει να επιθυμεί και τι δεν πρέπει. Ωστόσο εκείνα τα πράγματα που οι νόμοι τα απαγορεύουν στους ανθρώπους δεν είναι ούτε πιο συμφιλιωμένα με τη φύση ούτε πιο συγγενικά με αυτήν απ᾽ ότι εκείνα προς τα οποία οι νόμοι τους προτρέπουν να στραφούν. Επίσης, το να ζει κανείς είναι κάτι φυσικό, το ίδιο και το να πεθαίνει, και για τον άνθρωπο η ζωή συγκαταλέγεται σε όσα τον συμφέρουν, ενώ ο θάνατος σε όσα δεν τον συμφέρουν. Όσα πλεονεκτήματα ανάγονται σε ισχύοντες νόμους αποτελούν για τη φύση δεσμά, ενώ όσα ανάγονται στη φύση είναι απαλλαγμένα από περιορισμούς. Δεν αληθεύει, αν το εξετάσουμε σωστά, ότι όσα πράγματα προξενούν πόνο προάγουν την ανθρώπινη φύση περισσότερο απ᾽ όσο εκείνα τα οποία προκαλούν ευχαρίστηση· ούτε ότι όσα πράγματα προξενούν λύπη προάγουν την ανθρώπινη φύση περισσότερο[8] απ᾽ όσο εκείνα τα οποία προκαλούν ηδονή. Γιατί όσα πράγματα προάγουν στ᾽ αλήθεια την ανθρώπινη φύση δεν πρέπει να βλάπτουν αλλά να ωφελούν. Έτσι, όσα από αυτά είναι χρήσιμα από τη φύση [...] ...κι όσοι αμύνονται, όταν υποστούν επίθεση, ενώ οι ίδιοι δεν επιχειρούν να επιτεθούν πρώτοι· κι όσοι φέρονται με καλοσύνη στους γονείς τους, έστω και αν οι γονείς είναι κακοί απέναντι τους· κι όσοι δίνουν στους άλλους τη δυνατότητα να βεβαιώσουν κάτι μ᾽ έναν όρκο, ενώ στους ίδιους δεν δίνεται αυτή η δυνατότητα. Στις παραπάνω πράξεις θα μπορούσε κανείς να βρει πολλά τα οποία αντιστρατεύονται τη φύση: Συμβαίνει αυτές οι πράξεις να οδηγούν σε περισσότερο πόνο, ενώ λιγότερος πόνος θα ήταν κάτι εφικτό, και σε λιγότερη ευχαρίστηση, ενώ περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν δυνατή, και στο να υφίσταται κανείς κάτι κακό, ενώ θα μπορούσε να μη το υποστεί. Αν λοιπόν όσοι ασπάζονται τέτοιες αρχές λάμβαναν μια βοήθεια από την πλευρά των νόμων και, παράλληλα, όσοι δεν τις ασπάζονται δοκίμαζαν κάποια μείωση, η υπακοή στους νόμους δεν θα ήταν χωρίς πλεονεκτήματα. Είναι όμως φανερό ότι η δικαιοσύνη του νόμου δεν επαρκεί να προσφέρει ικανοποιητική προστασία σε όσους τα τηρούν αυτά. Καταρχήν επιτρέπει σε όποιον παθαίνει[9] κάτι να το πάθει και σε όποιον διαπράττει κάτι να το διαπράξει· ούτε στη μια περίπτωση εμπόδισε αυτόν που έπαθε κάτι να το πάθει ούτε στην άλλη περίπτωση αυτόν που διέπραξε κάτι να το διαπράξει. Κι όταν πρόκειται για την τιμωρία, η δικαιοσύνη του νόμου δεν είναι διόλου περισσότερο με το μέρος αυτού ο οποίος έχει υποστεί κάτι παρά με το μέρος εκείνου ο οποίος έχει διαπράξει κάτι. Διότι το θύμα θα χρειαστεί να πείσει τους κριτές ότι έχει υποστεί μια αδικία προκειμένου να αξιώσει να κερδίσει μια δίκη.

Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟΝ

Κατ’ αρχήν έχουμε να κάμουμε με τις επιμέρους διηγήσεις, οι όποιες δείχνουν την επήρεια του Δαιμονίου. Αμέσως προξενεί εντύπωση ότι το μερίδιο του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα είναι σημαντικά μικρότερο από εκείνο της ανώνυμης, δηλαδή λίγο-πολύ αναγόμενης στους άλλους παλιούς Σωκρατικούς, δευτερεύουσας παράδοσης.
 
 Στον Ξενοφώντα ίσως αυτό μπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά από λόγους συγγραφικής τεχνικής. Στην ξενοφώντεια επεξεργασία της παλαιότερης σωκρατικής φιλολογίας τα σκηνικά στοιχεία των επιμέρους διαλόγων, οι πληροφορίες για τον τόπο και τον χρόνο των συζητήσεων, για τα γεγονότα, τα οποία προκαλούν τις συζητήσεις ή τις ακολουθούν, έχουν παραμερισθεί σχεδόν εντελώς ή τουλάχιστον έχουν αναχθεί σε απλά περιγράμματα. Εκεί σπάνια μόνο αναφέρεται και το δαιμόνιον, συχνά τόσο κρυμμένο κάτω από γενικότερες εκφράσεις, ώστε μόνο η ανάλυση διαπιστώνει ότι αυτό πρέπει να εννοείται.[1]

 Στον Πλάτωνα όμως είναι διαφορετικά τα πράγματα. Προφανώς ο Πλάτων αντιμετωπίζει το δαιμόνιον με τη μέγιστη επιφυλακτικότητα και, σε σύγκριση με τη δευτερεύουσα κειμενική παράδοση, του αφήνει μόνον εξαιρετικά περιορισμένη ακτίνα επιρροής. Όπως μου φαίνεται, τούτο πρέπει να οφείλεται σε συγγραφικούς και σε προσωπικούς λόγους. Είναι απόλυτα κατανοητό γιατί ο Πλάτων θέλει να κρατήσει απόσταση από τις συχνά περιπετειώδεις και εντυπωσιακές διηγήσεις, τις όποιες πιθανώς προσέφεραν οι πρόδρομοί του εδώ και εκεί. Ίσως όμως μπορούμε να διατυπώσουμε και, την άποψη ότι γενικά το δαιμόνιον ήταν ένα χαρακτηριστικό του Σωκράτη, το όποιο ο Πλάτων τελικά θεωρούσε ετερογενές. Γιατί ο Πλάτων ανήκει σ’ εκείνη την αθηναϊκή κοινωνία του τέλους του 5ου αιώνα, της οποίας τη θρησκεία ναι μεν συνιστούσαν βασικά ποιητικές εικόνες και ακαθόριστες θεωρίες, όμως λίγη κατανόηση έδειχνε πια απέναντι στις μυστηριακές λατρείες, στα μαντεία και στα θαύματα. Όταν στην Πολιτεία ο Πλάτων οικοδομεί τη θεολογία του πάνω στις δύο βασικές ιδέες ότι ο Θεός δεν κάνει τίποτε κακό, παρά κάνει μόνο το καλό, και ότι ο Θεός δεν αλλάζει μορφές, αυτό κατ’ αρχήν βέβαια στρέφεται εναντίον ορισμένης άλλης θεολογίας, η οποία ίσως ήταν η θεολογία του Δημοκρίτου. Ταυτόχρονα όμως απορρίπτεται έτσι η λαϊκή θρησκεία ακριβώς στα πιο συγκεκριμένα στοιχεία της. Στην Απολογία (31d) ο Πλάτων παρουσιάζει τον Σωκράτη να λέει εν παρόδω ότι το δαιμόνιον τον συνοδεύει από τότε πού ήταν παιδί. Μπορούμε να προσθέσουμε και τον χρησμό προς τον πατέρα του Σωκράτη,: στον Σωφρονίσκο έγινε η σύσταση να εξασφαλίσει απόλυτη ελευθερία ζωής στον γυιό του, γιατί έχει μέσα του έναν οδηγό, ο όποιος θα τον κατευθύνει σωστά. Εδώ εννοείται ότι το δαιμόνιον οδήγησε τον Σωκράτη στη φιλοσοφία. Εξετάσαμε επίσης πολύ σύντομο υπαινιγμό στην Πολιτεία (496bc). Ο Σωκράτης λέει ότι ο φίλος του ο Θεάγης από φυσικού του μάλλον είναι προορισμένος να ασκεί την πολιτική παρά να φιλοσοφεί. Αλλά το φιλάσθενο σώμα του τον κρατά καθηλωμένο, επειδή καθιστά αδύνατη την πολιτική δράση του. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ίδιο τον Σωκράτη, όσον αφορά το δαιμόνιον· αλλά δεν μπορεί να μιλά κάνεις σχετικά, γιατί είναι πολύ ιδιόρρυθμο ζήτημα. Εδώ ας θέσουμε απλώς το ερώτημα κατά πόσον επιτρέπεται να εντάξουμε στην ίδια συνάφεια το επίσης γνωστό μας μοτίβο από την Απολογία ότι δηλαδή το δαιμόνιον απαγορεύει στον Σωκράτη την πολιτική δράση. Είναι φανερό ότι το δαιμόνιον δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχο στη δίκη του Σωκράτη. Δεν εννοούμε εδώ το γεγονός ότι δηλαδή ορισμένη ερμηνεία του επίσημου κατηγορητηρίου συσχέτιζε το πρώτο μέρος του με το δαιμόνιον· έχουμε περισσότερο υπόψη μας την επέμβασή του στην ίδια την πορεία της δίκης. Αυτή αναφέρεται με δύο χαρακτηριστικούς τρόπους. Στον Ξενοφώντα μαθαίνουμε ότι ο Σωκράτης εμποδίσθηκε από το δαιμόνιον να προετοιμάσει απολογία — έτσι το δαιμόνιον ήθελε να καταστήσει σαφές ότι ο Σωκράτης οφείλει να μην αμυνθεί· γιατί εκείνη τη στιγμή ο θάνατος δεν ήταν δυστυχία γι’ αυτόν, αλλά η τελείωση της ευτυχίας του. Και στον Πλάτωνα ο Σωκράτης δεν εκφωνεί προετοιμασμένο λόγο, αλλά αυτοσχεδιάζει. Αλλά αυτό το κάνει με δική του απόφαση. Δεν του αρμόζει να εκφωνήσει ένα ρητορικό καλλιτέχνημα. Το δαιμόνιον απαντά στον Πλάτωνα αλλού, δηλαδή στον τελευταίο λόγο του Σωκράτη μετά την καταδίκη του, όπου ο Σωκράτης λέει ότι όλη την ημέρα της δίκης το δαιμόνιον δεν του έδωσε ούτε μία φορά προειδοποιητικό σημάδι· αυτό αποτελεί απόδειξη ότι οι θεοί θέλησαν και θεώρησαν καλό να έχει η δίκη αυτή την έκβαση. Δεν είναι εδώ ο χώρος να εκθέσουμε γιατί ο Πλάτων εισήγαγε το δαιμόνιον κατ’ αυτόν τον τρόπο και ειδικά αυτή τη στιγμή διεξαγωγής της δίκης. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια, βέβαια, για να εξηγήσουμε πόσο ωραιότερη και διακριτικότερη είναι η εισαγωγή του δαιμονίου στον Πλάτωνα παρά στον Ξενοφώντα.
 
 Ήδη αναφέρθηκε ότι στη διήγηση για τον Αρχέλαο το δαιμόνιον απαγορεύει στον Σωκράτη να δεχθεί την πρόσκληση του Μακεδόνα βασιλιά.
 
 Σπουδαιότερος είναι ο ρόλος πού παίζει συχνά το δαιμόνιον στη σχέση του Σωκράτη με τους φίλους του. Υποστηρίζει ή εμποδίζει τη συναναστροφή με αυτόν ή τον άλλον άνθρωπο.
 Σε πρώτη θέση αρμόζει να αναφερθεί η δράση του δαιμονίου στη σχέση του Σωκράτη με τον Αλκιβιάδη. Στην επεξεργασία παλαιότερων διαλόγων με τον Αλκιβιάδη, η οποία μας έχει περισωθεί μεταξύ των έργων του Πλάτωνα ως Μείζων Αλκιβιάδης διαβάζουμε ότι το δαιμόνων επέτρεψε στον Σωκράτη να συναναστρέφεται τον Αλκιβιάδη μόνο όταν ο Αλκιβιάδης παράτησε τούς ως τότε φίλους του και ξεπέρασε τούς ως τότε στόχους του – όταν έγινε επιδεκτικός ανώτερης φιλίας και ανώτερων στόχων.[2]
 
 Πολύ ιδιόρρυθμα είναι δύο κείμενα, τα oποία πραγματεύονται κατά τρόπο εκπληκτικά παραστατικό και συστηματικό το ίδιο μοτίβο. Το ένα απαντά στον πλατωνικό Θεαίτητο, σε στενή συνάφεια με την περίφημη αυτοπεριγραφή του Σωκράτη ως δασκάλου στη φιλοσοφική τέχνη της μαιευτικής. Ο ίδιος ο Σωκράτης δεν γνωρίζει τίποτε και δεν δίνει ο ίδιος γνώση. Απλώς εκμαιεύει τη γνώση, η οποία ενυπάρχει στους άλλους. Μερικοί από τούς φίλους του το παραγνώρισαν αυτό και εγκατέλειψαν τον Σωκράτη νωρίτερα απ’ ό,τι ήταν καλό για τούς ίδιους. Αυτοί ή δεν έφθασαν καθόλου στην εκμαίευση της γνώσης τους ή κατέστρεψαν και πάλι την ήδη εκμαιευμένη γνώση τους. Ορισμένοι, βέβαια, το αναγνωρίζουν αυτό και επιδιώκουν εκ νέου να συναναστραφούν τον Σωκράτη. Αλλά τότε τυχαίνει το δαιμόνιον να απαγορεύει στον Σωκράτη να ξαναρχίσει την επαφή μαζί τους. Σε άλλες περιπτώσεις το δαιμόνιον δεν παρεμβαίνει και τότε η εκμαίευση της γνώσης μπορεί, παρ’ όλα αυτά, να ευοδωθεί. Ως παράδειγμα ανθρώπου, ο όποιος εγκατέλειψε πολύ νωρίς τον Σωκράτη και γι’ αυτό έχασε όλους τους καρπούς της συναναστροφής μαζί του, αναφέρεται ο Αριστείδης, ο γυιός του Λυσιμάχου. Λεπτομέρειες γι’ αυτόν δεν μαθαίνουμε.
 
 Αυτό το κείμενο συμπληρώνεται από ένα δεύτερο, μια περικοπή του ψευδοπλατωνικού διαλόγου Θεάγης, το τελευταίο μέρος του όποιου συνίσταται σε μια συλλογή ιστοριών για το δαιμόνιον. Εδώ αναπτύσσεται κατ’ αρχήν ένα αυθεντικό σχήμα: το ον ασκεί σημαντική επιρροή στις φιλίες του Σωκράτη. Σε ορισμένους ανθρώπους αντιστέκεται. Γι’ αυτούς η συναναστροφή με τον Σωκράτη δεν έχει καμιά αξία. Σε άλλους δεν αντιστέκεται, αλλά παρ’ όλα αυτά η συναναστροφή μπορεί να παραμείνει ανώφελη. Τέλος, στους τρίτους, το δαιμόνιον υποστηρίζει τις σχέσεις τους με τον Σωκράτη και αυτοί κάνουν τις πιο εκπληκτικές προόδους σε πάρα πολύ σύντομο χρόνο. Αλλά ακόμη κι εδώ υπάρχουν διαφορές. Για άλλους το κέρδος είναι μόνιμο, ενώ άλλοι ξαναχάνουν τα πάντα μόλις εγκαταλείψουν τον Σωκράτη. Γι’ αυτή την τελευταία περίπτωση ο Σωκράτης αναφέρει ένα παράδειγμα. Και μάλιστα δεν πρόκειται απλώς για τον ίδιο Αριστείδη, ο όποιος αναφέρθηκε στον Θεαίτητο, αλλά συγχρόνως και για τον σύντροφο του Θουκυδίδη, δηλαδή για τούς δύο νέους, των οποίων η αγωγή αποτελεί την αφετηρία της συζήτησης στον πλατωνικό Λάχητα. Μεταξύ αυτών των τριών χωρίων πρέπει να υπάρχει σχέση, αλλά δύσκολα μπορεί να διατυπωθεί.
 
 Η ίδια η διήγηση εξελίσσεται ως έξης. Στην αρχή ο Αριστείδης ήταν πολύ φίλος με τον Σωκράτη και σε συντομότατο χρονικό διάστημα έκανε τις μεγαλύτερες προόδους. Έπειτα (προφανώς πολύ νωρίς) αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τον Σωκράτη, για να πάει σε μια εκστρατεία. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα, παρατήρησε ότι είχε χάσει τελείως την ικανότητά του να διεξάγει φιλοσοφική συζήτηση με τον Σωκράτη, κι αυτό τον λυπούσε ακόμη περισσότερο γιατί κατά την ίδια περίοδο ο φίλος του ο Θουκυδίδης είχε συνάψει σχέσεις με τον Σωκράτη και ωφελούνταν πολύ σ’ ό,τι αφορά τη διαλεκτική του δεινότητα. Τότε ο Σωκράτης ρώτησε τον Αριστείδη τι έγινε και πισωδρόμησε έτσι και προπάντων πώς απέκτησε άλλοτε τη φιλοσοφική γνώση· την έμαθε κατευθείαν κοντά στον Σωκράτη ή μήπως την κέρδισε με διαφορετικό τρόπο; Στην απάντησή του ο Αριστείδης δηλώνει ότι ουδέποτε έμαθε κάτι κοντά στον Σωκράτη: μάλλον απέκτησε τη γνώση μόνο και μόνο εξαιτίας της παρουσίας του Σωκράτη στο ίδιο σπίτι ή στο ίδιο δωμάτιο. Κατά το πλείστον όμως έκανε προόδους, όσο καθόταν κολλητά δίπλα στον Σωκράτη και τον άγγιζε.
 
 Έχοντας λοιπόν ως αφετηρία το σχήμα πού σκιαγραφήσαμε προηγουμένως πρέπει να ερμηνεύσουμε τη διήγηση μάλλον με την έννοια ότι τόσο ο Αριστείδης όσο και ο Θουκυδίδης άνηκαν σε όσους φίλους το δαιμόνιον αντιμετώπιζε με ευνοϊκά σημάδια. Επειδή όμως ο Αριστείδης έκανε το λάθος να εγκαταλείψει πολύ νωρίς τον Σωκράτη, ξαναέχασε όλα, όσα είχε κερδίσει κοντά στον Σωκράτη. Δεν μαθαίνουμε αν, αντίθετα, ο Θουκυδίδης είχε μόνιμη επιτυχία. Γινόμαστε κάπως επιφυλακτικοί όταν ακούμε ότι ο Θουκυδίδης μετά από τις πρώτες προόδους του αποκτά αμέσως αλαζονική αυτοπεποίθηση, η οποία δεν μας αφήνει να υποθέσουμε τίποτε καλό.
 
 Η διήγηση είναι όμως ιδιόρρυθμη και εξαιτίας όσων πληροφοριών παρέχει για την έμμεση επίδραση του Σωκράτη. Αξίζει τον κόπο να σταθούμε για λίγο σ’ αυτό.
 
 Στον Πλάτωνα και (όπως δείχνουν ορισμένα χωρία του Ξενοφώντα) επίσης σε ορισμένους άλλους Σωκρατικούς το ότι ο Σωκράτης ουδέποτε δίδαξε άμεσα, αλλά έδρασε μόνον έμμεσα, αποτελεί ουσιώδες γνώρισμα του χαρακτήρα του. Έχουμε εδώ ένα στοιχείο εκείνης της πλευράς της σωκρατικής εικόνας, η οποία καθορίζεται από την αντίθεση Σωκράτη-σοφιστών. Όσο πιο φορτικά εμφανίζονται ως δάσκαλοι οι σοφιστές και εκπαιδεύουν μαθητές επί πληρωμή, τόσο αποφασιστικότερα αρνείται ο Σωκράτης ότι ήταν ή μπορεί ποτέ να γίνει δάσκαλος οποιουδήποτε ανθρώπου. Αυτό, βέβαια, δεν ήταν μοτίβο πού μπορούσε να καθιερωθεί εύκολα. Μακροπρόθεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό αν ως αποκλειστική επίδραση του Σωκράτη πάνω στους φίλους του εμφανιζόταν η αποθάρρυνση της αλαζονείας και η εκμηδένιση της φαινομενικής γνώσης. Κάπως έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος, με τον όποιο ο Σωκράτης, παρά την προϋπόθεση ότι δεν ήταν δάσκαλος υπό την έννοια των σοφιστών, θα μπορούσε να γίνει αγωγός θετικών απόψεων. Στον Πλάτωνα αυτό το σύνθετο πρόβλημα αντιμετωπίζεται με το μοτίβο της μαιευτικής. Στον Θεάγη έχουμε μια άλλη λύση. Με την απλή αντικειμενική επαφή ξυπνά η γνώση σε οποίον αγγίζει τον Σωκράτη. Ο αόριστος τρόπος έκφρασης του κειμένου δεν επιτρέπει δυστυχώς να πούμε με βεβαιότητα τι εννοείται μ’ αυτό το πολύ παράξενο μοτίβο. Δεν πιστεύω όμως ότι μας επιτρέπεται να βάλουμε αμέσως με το νου μας ότι εδώ έχουμε να κάμουμε με μαγικές αντιλήψεις. Μάλλον μπορούμε να το συσχετίσουμε μ’ ένα χωρίο του Συμποσίου (175c-e), όπου ο Πλάτων φαίνεται ότι έχει υπόψη του το ίδιο πράγμα: ο Αγάθων παρακινεί τον Σωκράτη να καθίσει δίπλα του, για να αποκτήσει, αγγίζοντας τον, μέρος της γνώσης του Σωκράτη· και ο Σωκράτης προσθέτει ότι θα ήταν ωραία αν μπορούσε η γνώση να περάσει απλώς με το άγγιγμα από έναν άνθρωπο σ’ έναν άλλο, όπως χύνεται το νερό από ένα γεμάτο αγγείο σ’ ένα άδειο.
 
 Το μοτίβο ότι το δαιμόνιον ρυθμίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις του Σωκράτη απαντά, τέλος, σε ένα ακόμη χωρίο του ξενοφώντειου Συμποσίου (8, 5). Στη συζήτηση ο Αντισθένης έκανε άκαιρα ερωτική εξομολόγηση στον Σωκράτη. Ο Σωκράτης αστειευόμενος τον επιπλήττει, λέγοντάς του να μην τον ενοχλεί με τέτοια πράγματα. Τότε ο Αντισθένης παραπονείται: «Πάντα ο ίδιος είσαι. Άλλοτε χρησιμοποιείς για πρόφαση το δαιμόνιον όταν δεν θέλεις να μου μιλάς, και άλλοτε είσαι απασχολημένος με κάποιους άλλους». Αμέσως αναγνωρίζουμε και πάλι το μοτίβο, έστω και αν περιορίζεται σ’ έναν σύντομο υπαινιγμό. Σ’ αυτή την περίπτωση, φυσικά, δεν άφορα την απόλυτη παρεμπόδιση της συναναστροφής, άλλα μάλλον, όπως στην περίπτωση του Αλκιβιάδη, ένα σημείο, το όποιο ωθεί στην αναβολή της επαφής ή της συζήτησης.
 
 Μια δεύτερη ομάδα μοτίβων παρουσιάζει το δαιμόνιον να δρα όχι για τον ίδιο τον Σωκράτη, αλλά για τους φίλους του. Ενώ ο Πλάτων αποκλείει εντελώς την πιθανότητα, στον Ξενοφώντα (Απομνημονεύματα I, 1, 4) βρίσκουμε τουλάχιστον μία γενική μνεία ότι συχνά ο Σωκράτης συμβούλευε τους φίλους του, με βάση τα σημεία του δαιμονίου, να κάνουν το ένα και να αφήσουν το άλλο. Και οποίος υπάκουε στο δαιμόνιον ωφελούνταν, όποιος όμως δεν υπάκουε το μετάνιωνε.
 Ας παραθέσουμε ως εξεικόνιση μόνο τρεις ιστορίες, πού όλες τους απαντούν στη συλλογή του Θεάγη. Σε δύο περιπτώσεις βλέπουμε ότι φίλοι του Σωκράτη δεν υπακούουν στη συμβουλή του δαιμονίου και γι’ αυτό ζημιώνονται άσχημα.
 
 Ο πρώτος είναι ο Χαρμίδης. Ήλθε κάποτε στον Σωκράτη και του ανακοίνωσε ότι θέλει να αρχίσει να προπονείται για τον αγώνα δρόμου της Νεμέας. Όσο ακόμη μιλούσε, ο Σωκράτης έλαβε σημείο. Τότε ο Σωκράτης τον προειδοποίησε επειγόντως να μην πραγματοποιήσει την πρόθεση του. Ο Χαρμίδης αντέτεινε ότι το σημείο πρέπει απλώς να σημαίνει ότι δεν θα νικήσει στον αγώνα· ακόμη κι αν δεν νικήσει, η προπόνηση παραμένει χρήσιμη. Κι έτσι, πήγαινε στις προπονήσεις, αλλά ο Σωκράτης καταλήγει: «Αξίζει να ρωτήσετε τον ίδιο τι κέρδισε απ’ αυτή την προπόνηση». Δεν μαθαίνουμε περισσότερα απ’ αυτόν τον πολυσήμαντο υπαινιγμό για κάποιο ατύχημα πού θα πρέπει να ήταν το αποτέλεσμα αυτής της προπόνησης.
 
 Η αφήγηση της δεύτερης ιστορίας γίνεται ακόμη αποσπασματικότερα. Αναγνωρίζουμε αμέσως μόνο ότι το υπόβαθρό της πρέπει να υπήρξε μία πολύ ζωντανή διήγηση, σχεδόν ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Έχουν διασωθεί μόνο τα έξης: όταν ο Τίμαρχος, ο γυιός του Φιλημονίδη, σηκώθηκε από το συμπόσιο για να σκοτώσει τον Νικία, τον γυιό του Ηροσκαμάνδρου, ο Σωκράτης έλαβε το σημείο του δαιμονίου. Ο Σωκράτης τον προειδοποίησε και τον ανάγκασε να μείνει εκεί. Μετά από λίγο όμως ο Τίμαρχος σηκώθηκε πάλι· δεύτερη φορά εμφανίσθηκε το σημείο και δεύτερη φορά ο Τίμαρχος υπάκουσε. Όταν όμως ο Τίμαρχος σηκώθηκε για τρίτη φορά, απλώς έφυγε βιαστικά, χωρίς να δώσει σημασία στον Σωκράτη. Μπορούμε να μαντέψουμε τι συνέβη κατόπιν. Ο Τίμαρχος αναγκάσθηκε να  δραπετεύσει, φιλοξενήθηκε από τον δρομέα Εύαθλο (μάλλον σε άλλη πόλη), άλλα κι εκεί η μοίρα του τον βρήκε και εκτελέσθηκε μαζί με τον Εύαθλο· πριν πεθάνει, βρήκε μονάχα τον χρόνο να διηγηθεί στον αδελφό του τον Κλειτόμαχο τι τιμωρία έπαθε επειδή δεν είχε υπακούσει στη συμβουλή του Σωκράτη και του δαιμονίου. Είναι κρίμα πού μέχρι τώρα δεν κατορθώσαμε ακόμη να επαληθεύσουμε κάποιο από τα αναμφισβήτητα ιστορικά ονόματα αυτής της δραματικής διήγησης.[3] Σωκρατικός λόγος πρέπει να ήταν κι αυτή. Βέβαια, ένα τέτοιο έργο απέχει πάρα πολύ από τη διαλογική τέχνη του Πλάτωνα, στην οποία το σκηνικό παραμένει παραστατικό και παρ’ όλα αυτά τόσο ήρεμο, ώστε να μην αποσπά ποτέ την προσοχή του αναγνώστη από την πορεία της καθαρής σκέψης.
 
 Μια τελευταία ομάδα πληροφοριών παρουσιάζει το δαιμόνιον να δρα σε συνάφεια με πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα. Από τις τρεις καλύτερα μαρτυρούμενες ιστορίες αυτού του είδους έχουμε συζητήσει ήδη δύο. Η πρώτη είναι η παρέμβαση του δαιμονίου η οποία κατά την ήττα των Αθηναίων στο Δήλιο σώζει τη ζωή του Σωκράτη, του Αλκιβιάδη και του Λάχητος, συστήνοντας στον Σωκράτη να μην ακολουθήσει τον συνηθισμένο δρόμο της υποχώρησης, αλλά έναν παράπλευρο δρόμο.
 
 Για την υπόθεση αυτή καθαυτή δεν μπορούμε να πούμε τίποτε περισσότερο. Όμως στον Πλούταρχο (Περί του Σωκράτους δαιμονίου 580d κ.ε.)  μας παραδίδεται μία διήγηση, η οποία σχεδόν δίνει την εντύπωση μιας καρικατούρας αυτής της ιστορίας, και γι’ αυτό την επισυνάπτουμε εδώ. Στον Πλούταρχο λοιπόν ο Θηβαίος μάντης Θεόκριτος αναφέρει τα εξής: «Όταν κάποτε πηγαίναμε στον μάντη Ευθύφρονα, ο Σωκράτης περνούσε από σταυροδρόμι τραβώντας κατά το σπίτι του Ανδοκίδη και πείραζε συνεχώς τον Ευθύφρονα με τις αστείες ερωτήσεις του. Ξαφνικά έμεινε ακίνητος και βυθίστηκε για πολλή ώρα σε σιωπηρή περισυλλογή. Έπειτα έκανε μεταβολή, πήγε πίσω περνώντας από το δρομάκι των κιβωτοποιών και φώναξε και τους συντρόφους του, οι όποιοι ήδη είχαν προχωρήσει μπροστά, να γυρίσουν κι εκείνοι, λέγοντας ότι το δαιμόνιον του έδωσε σημάδι. Οι περισσότεροι έκαναν μεταβολή μαζί του, μεταξύ αυτών και εγώ, επειδή δεν ήθελα να αποχωριστώ τον Ευθύφρονα. Ορισμένοι από τους νεαρούς φίλους μας όμως συνέχισαν ευθεία, επειδή ήθελαν να αποδείξουν ότι το δαιμόνιον του Σωκράτη λέει ψέματα, και πήραν μαζί τους τον αυλητή Χαρίλλο, ο οποίος είχε έλθει μαζί μου στην Αθήνα, για να επισκεφθεί τον Κέβητα. Καθώς λοιπόν περνούσαν από το δρομάκι των γλυπτών, δίπλα στα δικαστήρια, ήλθε καταπάνω τους ένα κοπάδι χοίρων τελείως ακάθαρτοι και στριμωγμένοι, έσπρωχναν ο ένας τον άλλο. Επειδή δεν υπήρχε χώρος διαφυγής, ορισμένοι νεαροί χτυπήθηκαν από τα συνωθούμενα ζώα, άλλοι πιτσιλίστηκαν με κοπριές από την κορυφή ως τα νύχια. Και ο Χαρίλλος ήλθε στο σπίτι με βρώμικα πόδια και λερωμένο πανωφόρι, κι έτσι θυμόμαστε πάντα γελώντας το δαιμόνιον του Σωκράτη κι αναρωτιόμαστε όλο απορία αν η θεότητα ποτέ δεν τον εγκαταλείπει και δεν τον ξεχνά».
 
 Προφανώς όλη η ιστορία έχει εύθυμο χαρακτήρα. Δεν μπορώ να αποφανθώ κατά πόσον επινοήθηκε από τον Πλούταρχο. Αν η ιστορία είναι παλαιότερη, θα μπορούσαμε να σκεφθούμε ότι επινοήθηκε για να γελοιοποιήσει την ιστορία του Δηλίου. Μήπως υπήρχε στον Αριστόξενο;
 
 Μιλήσαμε ήδη επίσης για το σημείο του δαιμονίου το οποίο ανακοίνωσε στον Σωκράτη την ατυχή έκβαση της εκστρατείας στη Σικελία. Η τρίτη ιστορία είναι το ταίρι τούτης. Όταν «ο ωραίος» Σαννίων, προφανώς φίλος του Σωκράτη, ήθελε να φύγει για τον πόλεμο, ο Σωκράτης έλαβε ένα προειδοποιητικό σημάδι. Παρ’ όλα αυτά ο Σαννίων πήγε στον αθηναϊκό στρατό, ο όποιος υπό τις διαταγές του Θρασύλλου ετοιμαζόταν τότε για την επίθεση εναντίον της Εφέσου (το έτος 409).  Η επίθεση απέτυχε εντελώς, ο Θρασύλλος αναγκάσθηκε να αποσυρθεί και τότε φαίνεται ότι σκοτώθηκε και ο Σαννίων (Θεάγης 129d).
 
Ίσως αυτά αρκούν, όσον άφορα τις ιστορίες για τη δράση του δαιμονίου. Διαπιστώνουμε ότι ως επί το πλείστον ξεπερνούν σε δραματική ποικιλία όσα διαβάζουμε στον Πλάτωνα· βλέπουμε επίσης ότι η εσωτερική εμβέλεια του δαιμονίου είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι στον Πλάτωνα. Αριθμητικά υπερτερούν βέβαια τα προειδοποιητικά σημεία. Αλλά γίνεται λόγος και για σημεία, τα οποία επέχουν θέση συστάσεων, και προπαντός αυτά τα σημάδια διόλου δεν αφορούν μόνο τον Σωκράτη, αλλά και τη μοίρα των φίλων του και έμμεσα όλου του κράτους.
 
 Έτσι βέβαια κατανοούμε (και ταυτόχρονα περνάμε στο δεύτερο βασικό πρόβλημα) γιατί ο Ξενοφών μπόρεσε να κατατάξει ολοσχερώς το δαιμόνιον στην ίδια κατηγορία όπως και όλα τα άλλα μαντικά σημεία. Η υπεράσπιση του Σωκράτη από μέρους του βασίζεται σ’ αυτή την ταύτιση. Δηλώνει ότι ο Σωκράτης εννοεί με το δαιμόνιον ακριβώς το ίδιο πράγμα πού εννοούν οι άλλοι άνθρωποι με τα σημεία των πουλιών, των ήχων και τα παρόμοια. Η διαφορά έγκειται μόνο στη γλωσσική χρήση. Ενώ οι άλλοι άνθρωποι μιλούν παρακινδυνευμένα, δηλαδή σαν να έδιναν τα ίδια τα πουλιά κλπ. τα σημεία και σαν να είχαν τα ίδια θεϊκή γνώση, ο Σωκράτης επιμένει στη γλωσσική του χρήση ότι πρόκειται μόνο για σημείο δοσμένο από τον Θεό, δηλαδή μόνο για ένα μέσο, με το οποίο ο Θεός επιτρέπει στους ανθρώπους να ωφεληθούν από την παντογνωσία του. Για τούτο ο Ξενοφών, στο κύριο σχετικό χωρίο του, ρίχνει το βάρος στο γεγονός ότι ο Σωκράτης μίλησε για υποδήλωση (σημαίνειν) από μέρους του δαιμονίου (Απομν. Ι, 1, 3-4)  Ίσως δεν είναι εντελώς τυχαίο ότι πρόκειται για την ίδια έννοια, την οποία χρησιμοποίησε ρητά ο Ηράκλειτος για τις αποφάνσεις του δελφικού μαντείου και αν καταλαβαίνουμε σωστά τον Ηράκλειτο, ήθελε να κατανοηθεί και ο δικός του λόγος κατά μία έννοια ως υποδήλωση. Σ’ ένα δεύτερο χωρίο στον Ξενοφώντα εισάγεται για το δαιμόνιον η έννοια φωνή.[4] Αναφέρεται ότι το δαιμόνιον ήταν φωνή, όπως περίπου φωνή είναι η κραυγή των  πουλιών, ή βροντή ή ο λόγος της Πυθίας. Έτσι έχουμε μια συγκεκριμένη απάντηση στο εύλογο ερώτημα τι να ήταν άραγε ως προς τη φύση του το δαιμόνιον. Ως φωνή χαρακτηρίζεται και σε ορισμένα χωρία του Πλάτωνα, ενώ αλλού στον Πλάτωνα (και συχνά και σε άλλους συγγραφείς) αποφεύγεται σκόπιμα κάθε ακριβέστερη περιγραφή και γίνεται αόριστα λόγος για το θεϊκό σημάδι. Δεν μπορούμε να αποφανθούμε αν η ενίοτε εμφανιζόμενη ονομασία του δαιμονίου ως «ηχούς» (ηχώ) είναι γνήσια παραλλαγή της έννοιας της «φωνής».
 
 Είναι περίεργο ένα χωρίο του Πλουτάρχου, όπου αναφέρεται ότι ο Τερψίων είχε ισχυρισθεί πώς το δαιμόνιον του Σωκράτη ήταν φτέρνισμα, και μάλιστα τόσο το δικό του όσο και ενός άλλου. Αν φτερνιζόταν κάποιος στα δεξιά του, άσχετα αν ήταν μπροστά ή πίσω απ’ αυτόν, αυτό για τον Σωκράτη αποτελούσε κίνητρο δράσης· αλλά ένα φτέρνισμα στα αριστερά του τον έκανε να παραιτηθεί απ’ αυτήν. Αν συνέχιζε να αμφιβάλλει, το δικό του φτέρνισμα σήμαινε παρότρυνση· αν όμως ασχολούνταν ήδη με την επιτέλεση της πράξης, το φτέρνισμα εμπόδιζε την αποπεράτωσή της. (Περί του Σωκράτους δαιμονίου 580d κ.έ.)
 
 Δύο πράγματα είναι βέβαια σ’ αυτή την παράξενη ιστορία: αφ’ ενός ότι ο Τερψίων δύσκολα μπορεί να ήταν άλλος από τον φίλο του Ευκλείδη του Μεγαρέα, γνωστό από τον Φαίδωνα και τον Θεαίτητο του Πλάτωνα· αφ’ ετέρου ότι υπήρχε πράγματι κλάδος της ελληνικής μαντικής, ο οποίος συστηματοποιούσε τα σημεία πού έδινε το φτέρνισμα.[5] Είναι άλλο ζήτημα όμως αν μπορεί να υπήρχε μία σοβαρή παράδοση, η όποια ερμήνευε το δαιμόνιον του Σωκράτη μ’ αυτόν τον παιδαριώδη, όπως φαίνεται σε μας, τρόπο, πού τον απορρίπτει αγανακτισμένος και ο Πλούταρχος σ’ αυτό το χωρίο. Είναι δύσκολο να αποφανθούμε, ήδη γιατί δεν έχουμε τεκμήρια για το πώς αντιμετώπισαν ο Ευκλείδης, ο Αντισθένης και ο Αρίστιππος το δαιμόνιον και το ζήτημα της υφής του δαιμονίου. Δεν φαίνεται πολύ πιστευτό ότι προσπέρασαν αυτό το φαινόμενο αποσιωπώντας το. Αλλά δεν τολμώ να αποφανθώ αν σ’ αυτούς υπήρχε μια τέτοια ερμηνεία, πού αποκλίνει τόσο πολύ από την υπόλοιπη σωζόμενη παράδοση. Ασφαλώς αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εξαρχής. Γιατί, γενικά, καλό είναι να ορίζουμε το εύρος της σωκρατικής ποίησης έτσι, ώστε να είναι μάλλον υπερβολικά μεγάλο, παρά έτσι, ώστε να είναι υπερβολικά μικρό. ‘Αλλά στην περίπτωση μας είναι αδύνατο να αποφανθούμε.
 
 Σταματάμε εδώ. Γιατί δεν θέλουμε να μιλήσουμε για τις διάφορες προσπάθειες ερμηνείας του σωκρατικού δαιμονίου απλώς και μόνο ως ιδιαιτέρου φαινομένου στο πλαίσιο μιας γενικής θεωρητικής δαιμονολογίας, Αυτό θα οδηγούσε πάρα πολύ μακριά και γρήγορα θα χάναμε από τα μάτια μας τη συγκεκριμένη αφετηρία. Τούτο θα ήταν παρακινδυνευμένο αφού μάλιστα εδώ μπορούμε να υποθέσουμε την ύπαρξη ενός ιστορικού υποστρώματος. Η πίστη του Σωκράτη σ’ ένα τέτοιο σημείο, πού φανερωνόταν στον ίδιο, αποτελεί χαρακτηρολογικό γνώρισμα του ιστορικού Σωκράτη. Για τη σωκρατική ποίηση ένα τέτοιο χαρακτηριστικό δεν ήταν απαραίτητο. Αν το υιοθέτησε -σε γενικές γραμμές βέβαια περισσότερο συμβιβαζόμενη μαζί του, παρά αξιοποιώντας πραγματικά ως το τέλος τις δραματικές και πνευματικές του δυνατότητες- αυτό οφειλόταν στο ότι το βρήκε να προϋπάρχει ιστορικά.
 
 Αλλά και πάλι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό το ιστορικό γεγονός ενισχύει σε απελπιστικά μικρό βαθμό τη γνώση μας για τον ιστορικό Σωκράτη. Γιατί δεν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο από το ότι υπήρχε αυτή η πίστη τού Σωκράτη. Αποκλείεται, π.χ., να μπορέσουμε να διακρίνουμε με αντικειμενικά κριτήρια τις πιθανώς ιστορικές περιπτώσεις από τις καθαρές επινοήσεις μέσα στο σύνολο των διηγήσεων για το δαιμόνιον. Αποκλείεται να αποφανθούμε αν βρίσκεται πιο κοντά στην ιστορική αλήθεια ο Πλάτων, ο οποίος περιορίζει αυστηρά τη θεϊκή επίδραση στον ίδιο τον Σωκράτη, ή ο Ξενοφών, ο όποιος συμπεριλαμβάνει και τούς φίλους του Σωκράτη. Αποκλείεται να μάθουμε, τέλος, αν ο ίδιος ο Σωκράτης περιέγραψε λεπτομερέστερα ή όχι το δαιμόνιον του και, αν το περιέγραψε, ποια ήταν η περιγραφή του.
 
 Εδώ, όπως και σε όλα τα μέρη της σωκρατικής εικόνας, ο ιστορικός πυρήνας συνδέεται άρρηκτα με την ποιητική επεξεργασία. Εδώ η μέθοδος μας επιβάλλει μάλλον να θεωρήσουμε ίσως το ποσοστό της ποίησης μεγαλύτερο απ’ ό,τι ίσως ήταν τελικά παρά να επεκταθούμε σε θεωρίες για την ιστορική πραγματικότητα, οι οποίες είναι εντελώς αβάσιμες.
 -------------
[1] Π.χ. Απομνημονεύματα I, 3, 4· I, 4, 15· IV, 3, 12.
[2] Ο Αλκιβιάδης και το δαιμόνιον στον ψευδεπίγραφο διάλογο του Πλάτωνα, Αλκιβιάδης Ι, 103ab. Και αλλού ακόμη: Θεαίτητος 150b-151d, ψευδεπίγραφος Θεάγης 128d-130e.
[3] Το χωρίο στον ψευδεπίγραφο διάλογο του Πλάτωνα Θεάγη 129a κ.ε. μπορεί να συγκριθεί με τη διήγηση του Πλουτάρχου στο Περί του Σωκράτους δαιμονίου.
[4] Το δαιμόνιον ως φωνή: Ξενοφώντος, Απολογία 12-13.
[5] Βλ. το ψευδεπίγραφο σύγγραμμα του Αριστοτέλη Προβλήματα κεφ. 33.
 
 

Η απώλεια της ντροπής

Η ντροπή δεν υπάρχει πλέον. Αυτό το συναίσθημα που μας υπαγορεύει να νιώθουμε μια ταραχή ή ένα αίσθημα αναξιοπρέπειας μπροστά στις συνέπειες μιας φράσης μας ή μιας ενέργειάς μας, που μας οδηγεί να σκύβουμε το κεφάλι, να χαμηλώνουμε τα μάτια, να αποφεύγουμε το βλέμμα του άλλου, να είμαστε ταπεινωμένοι και φοβισμένοι, φαίνεται ότι έχει χαθεί. Σήμερα η ντροπή, αλλά και η δίδυμη αδελφή της η σεμνότητα, δεν αποτελεί πλέον ένα φρένο στο θρίαμβο της επιδειξιομανίας, στην ηδονοβλεψία, τόσο μεταξύ των απλών ανθρώπων όσο και μεταξύ των ηγετικών τάξεων.

Η απώλεια αξίας της ντροπής σχετίζεται και με ένα άλλο μοναδικό φαινόμενο: την εξιδανίκευση του κοινότοπου και του ασήμαντου. Το εντυπωσιασμένο βλέμμα των πολλών δεν στρέφεται πλέον προς πρόσωπα ηθικά ή διανοητικά σπουδαία αλλά σε ανθρώπους μέτριους, ανώνυμους, απολύτως όμοιους με τον άνθρωπο του δρόμου ή με τη γυναίκα της διπλανής πόρτας. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που παράγεται από την τηλεόραση, από ορισμένα προγράμματα με μεγάλη ακροαματικότητα, όπως ο «Μεγάλος Αδελφός».

Ο Γκίντερ Αντερς, ο γερμανός φιλόσοφος που μετανάστευσε στην Αμερική κατά τη διάρκεια του ναζισμού, έγραψε ότι θα μας υποκλαπεί δόλια «η εμπειρία και η ικανότητα να παίρνουμε θέση». Πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό; Εξαιτίας της τηλεοπτικής εικόνας έχουμε μπροστά μας έναν πολύ ευρύ ορίζοντα «σε άμεση αισθητή θέα, αλλά μόνον μέσα από τις εικόνες του». Συναντάμε την πραγματικότητα «υπό τη μορφή της φαινομενικότητας και της φαντασίωσης», όχι τον «κόσμο» αλλά «ένα καταναλωτικό αντικείμενο που μας το προμηθεύουν κατ' οίκον».

Ο Αντερς εξηγεί: «Οποιος έχει καταναλώσει μέσα στο καλά θερμαινόμενο δωμάτιό του μιαν έκρηξη ατομικής βόμβας με τη μορφή μιας εικόνας που του την προσφέρουν κατ' οίκον, αυτός ήδη θα συνδέσει όλα όσα θα τύχει να ακούσει για την ατομική βόμβα με αυτό το μικροσκοπικών διαστάσεων οικιακό γεγονός και έτσι θα χάσει την ικανότητα να κατανοήσει το ίδιο πράγμα και να πάρει σωστή θέση απέναντί του». Σε αυτό το χωρίο ο Αντερς εστιάζει σε ένα πρόβλημα που μας αγγίζει άμεσα και που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται και εκδηλώνονται τα συναισθήματά μας, μεταξύ των οποίων και η ντροπή. Η εμπειρία που αποκτάμε είναι εκείνη της έγκρισης που υποκαθιστά τη συναίνεση, δηλαδή του ανεπιφύλακτου ναι, που αποσυνδέεται από κάθε περιεχόμενο. Βρίσκεται σε εξέλιξη μια ασυγκράτητη διαδικασία ομογενοποίησης που βασίζεται στη δημοκρατία της κατανάλωσης, της οποίας η ακροαματικότητα είναι το σύστημα αξιολόγησης αλλά και ο απώτερος σκοπός: θέαμα είναι όλα αυτά που χειροκροτούμε, όσο και αν είναι ακόμα αληθινό ότι δεν είναι όλα θέαμα στον σύγχρονο κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο η ντροπή τείνει να χαθεί, ως ένα συναίσθημα που χαρακτήριζε άλλες εποχές της ανθρωπότητας, στις οποίες η ανάγκη να μας βλέπουν και να βλέπουμε τα πάντα, παντού και πάντοτε, δεν ήταν τόσο σημαντική όσο είναι σήμερα.

Σήμερα η δυνατότητα να βλέπουμε και να μας βλέπουν αναγορεύεται σε απώτερο σκοπό της ύπαρξης των ατόμων. Η ντροπή έχει γίνει ταμπού. Ή καλύτερα έχει μετατραπεί σε ντροπή να μην είμαστε επιτυχημένοι, να μην μας παρατηρούν, να μην μας προσέχουν... η τρομερή ντροπή να είμαστε ο «κανένας», να μην είμαστε αξιοπρόσεκτοι. Ενας ψυχολόγος έγραψε ότι η σύγχρονη ντροπή μας έγκειται στο συναίσθημα της αποτυχίας της επίδειξής μας. Ντρεπόμαστε να ντραπούμε επειδή αυτό συγκεντρώνει την προσοχή όλων στο μοναδικό πράγμα που θέλουμε να κρύψουμε: στην αποτυχία μας.

Ο Ζαν Μποντριγιάρ μας είχε προειδοποιήσει μιλώντας για το «τέλειο έγκλημα», που διαιωνίζεται από το θρίαμβο της τηλεόρασης: αν όλα είναι εκτεθειμένα σε θέα, αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτα πλέον για να δούμε. Η ίδια η πραγματικότητα φαίνεται να χάνεται μέσα στην ολική διαφάνεια.

Σύμφωνα με την ψυχαναλύτρια Αννα Μαρία Παντόλφι, είναι πιθανό η επιδειξιομανία και η ηδονοβλεψία, που κυριαρχούν ακαταμάχητες, να είναι στην πραγματικότητα η ένδειξη μιας διαδεδομένης έλλειψης ταυτότητας, δηλαδή ενός εύθραυστου και φτωχικού ναρκισσισμού, «σύμφωνα με τον οποίο το να μας βλέπουν και να είμαστε γνωστοί, όποιο και αν είναι το τίμημα που πληρώνουμε γι' αυτό, φαίνεται να είναι το μοναδικό φάρμακο απέναντι στον κίνδυνο να νιώθουμε ότι δεν έχουμε καμιάν αξία».

Σε ό,τι αφορά την ντροπή, δεν είναι πλέον αληθινό, όπως ήταν στο παρελθόν, ότι αυτό το συναίσθημα αποτελεί σε κάθε περίπτωση μιαν αξία. Η ντροπή ήταν αυτό που διέκρινε την ανθρώπινη ύπαρξη από τα ζώα. Η ντροπή της σύγχρονης κοινωνίας είναι, όπως έχει λεχθεί, μια «επιδερμική ντροπή» (Αγκνες Χέλερ) ή, όπως λένε οι ψυχολόγοι, μια «αμοραλιστική ντροπή». Δεν είναι μια αληθινή ντροπή αλλά μια επιφανειακή ντροπή, που συνδέεται ακριβώς με την ηθική της επιτυχίας, με τον πιο βαθύ κομφορμισμό ο οποίος, παρά τα τόσα λόγια που ξοδεύει για να εξυψώσει το άτομο, το τυποποιεί όλο και περισσότερο.

Οπως μας εξηγούν οι ψυχολόγοι, η «ηθική ντροπή» προϋποθέτει τη στενή σύνδεση αισθήματος ενοχής και ντροπής. Η αμοραλιστική ντροπή αντίθετα δεν συνδέεται πλέον με κάποιον κανόνα αλλά μόνο με μοντέλα κατανάλωσης, με κοινωνικές ετικέτες, με προσωπική εξουσία ή με την έκβαση του σεξουαλικού ανταγωνισμού για την κατάκτηση μιας γυναίκας ή ενός άνδρα.

Κράτα δίπλα σου ανθρώπους με ποιότητα

Η διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας στηρίζεται, στο μεγαλύτερο μέρος της, στην επαφή με τους άλλους, στη σχεσιακή αλληλεπίδραση και στην ανταλλαγή ερεθισμάτων, εμπειριών και συναισθημάτων.

Σ’ αυτή τη διαδρομή καλό είναι να δίνουμε βάση στην ποιότητα των ανθρώπων που μας περιτριγυρίζουν και όχι στην ποσότητα αυτών. Το πιο δύσκολο εγχείρημα της εποχής μας, δεν είναι η συναναστροφή μας με ποιοτικούς ανθρώπους, αλλά η αναγνώρισή τους και αυτό το τελευταίο, έχει σχέση με το δικό μας είναι, με το πόσο καλά έχουμε φιλτράρει τις πληροφορίες που δεχόμαστε και κατά πόσον έχουμε σκανάρει το προφίλ του ανθρώπου που έχουμε απέναντί μας. Πώς αντιλαμβανόμαστε λοιπόν τους ανθρώπους που δίνουν ποιότητα στη ζωή μας;

Το πιο σημαντικό γνώρισμα των ποιοτικών ανθρώπων είναι ότι έχουν μάθει να δίνουν. Η προσφορά στην κάθε της μορφή είναι η πεμπτουσία της ανωτερότητας, της κατάρριψης του εγωισμού, της αγάπης και της αλληλεγγύης.

Ο ποιοτικός άνθρωπος σου δίνει γνώση, θέλει να σου μεταλαμπαδεύσει τη φλόγα του για μάθηση για να γίνεις καλύτερος, σου δίνει συμβουλές που πηγάζουν από τις εμπειρίες ζωής του και θέλει να σε προστατεύσει από τυχόν λάθη, σ’ αγκαλιάζει με πάθος, γιατί σε αγαπά αληθινά και σου το δείχνει χωρίς φόβο. Θέλει να σε βλέπει ευτυχισμένο, γι’ αυτό προσπαθεί οι στιγμές σου να είναι ευχάριστες και να έχεις να θυμάσαι κάτι όμορφο από αυτές.

Ο άνθρωπος που έχει ως ίδιον χάρισμα την ποιότητα, έχει μάθει να επενδύει. Αυτό σημαίνει ότι αφιερώνει χρόνο στους ανθρώπους που τον ενδιαφέρουν γιατί γνωρίζει, ότι οι σχέσεις των ανθρώπων ωριμάζουν με το πέρασμα των ετών, κάποιες εξελίσσονται, κάποιες καταστρέφονται και κάποιες άλλες αλλάζουν. Το σίγουρο είναι ότι τίποτα δεν μένει ίδιο.

Η μουσική, η τέχνη, η ποίηση, η μαγειρική και οποιαδήποτε άλλη μορφή έκφρασης αποτελούν στοιχεία του ποιοτικού ανθρώπου. Η εμβάθυνση στις σκέψεις σου, η αναμόχλευση με τα συναισθήματά σου τον εξιτάρουν, του κινούν την περιέργεια να τα φέρει στην επιφάνεια, να τα θεριέψει, να τα σεβαστεί, να τα υμνήσει.

Οι ποιοτικοί άνθρωποι σου δίνουν χώρο μέσα τους να αναπτυχθείς και να δεις τη δική τους ψυχή, γιατί έχουν περίσσευμα και δε φοβούνται μήπως το χάσουν. Η ποιότητα της αγάπης τους, διακρίνεται στη συρρίκνωση του εγωισμού τους και στην ανιδιοτέλεια.

Να σου πω και ένα μυστικό; Συνήθως έχουν περάσει ένα διάστημα μοναχικότητας αυτοί οι άνθρωποι, όχι απαραίτητα μοναξιάς, αλλά έχουν συνειδητοποιήσει ποιος είναι ο σκοπός τους στη ζωή και είναι τόσο αποφασισμένοι να ζήσουν όμορφες στιγμές που το μόνο που αποζητούν είναι να τις μοιραστούν. Έχουν κι ένα κουσουράκι, είναι συνήθως τελειομανείς και αγωνίζονται να κάνουν και εσένα τέλειο. Ναι, ξέρω… μην τους παρεξηγείς! Κράτησέ τους κοντά σου, γιατί αυτή είναι η απόδειξη της αγάπης τους.

Η ποιότητα δεν κρύβεται στην τιμή, όταν αναφερόμαστε στον άνθρωπο, αν έχει πάει σε ιδιωτικά ή δημόσια σχολεία, αν ντύνεται με επώνυμα ρούχα ή αν βάφεται με επώνυμα καλλυντικά, αν συχνάζει σε ακριβά εστιατόρια ή μένει μόνο σε ξενοδοχεία πολλών αστέρων.

Η ποιότητα του ανθρώπου βρίσκεται στην παιδεία που τον κάνει άνθρωπο, στην υπομονή να καλλιεργεί αενάως τον εαυτό του, στην επιμονή να κάνει τον κόσμο καλύτερο, στην αποφασιστικότητα να επιτυγχάνει τους στόχους του χωρίς να ρίχνει άλλους απ’ τη θέση τους, στην πίστη στο μαζί, στο σεβασμό της μοναδικότητας του κάθε ατόμου και στη διπλωματία που χρησιμοποιεί για να κάνει τον εχθρό του να φαίνεται ακόμη πιο μικρός, χωρίς να εμπλέκεται σε ανούσιες συγκρούσεις.

Έχουν έντονα ανεπτυγμένο το κριτήριο της αισθητικής. Και δεν εννοώ ότι ελκύονται από όμορφους ανθρώπους εξωτερικά, αλλά είναι καλαίσθητοι, προσεγμένοι, φινετσάτοι και απεχθάνονται τη μετριότητα.

Τους αρέσουν τα θεάματα που έχουν να προσφέρουν κάτι πέραν της ψυχαγωγίας, αυτά που δίνουν τροφή σε μυαλό και ψυχή. Εκπέμπουν ένα κύρος με τη στάση τους, είναι αξιοσέβαστοι και στέκονται πάντα στο ύψος των περιστάσεων.

Δε σχολιάζουν με κίτρινη διάθεση, δεν μπαίνουν στη διαδικασία δημιουργίας ίντριγκας, δεν αποζητούν την επιβεβαίωση μέσω της μείωσης των άλλων και δεν είναι ο εαυτός τους το επίκεντρο του κόσμου τους.

Η ποιότητα των ανθρώπων που μας περιβάλλουν μπορεί να αναβαθμίσει την καθημερινότητά μας, από την επιλογή ενός καλού κόκκινου κρασιού, μέχρι την επιλογή συντρόφου. Όπως έλεγε και ο αείμνηστος Ν. Καζαντζάκης «Η αιωνιότητα είναι ποιότητα, δεν είναι ποσότητα, αυτό είναι το μεγάλο, πολύ απλό μυστικό». Αναζητήστε λοιπόν, αυτούς τους ανθρώπους που κάνουν τις στιγμές σας τόσο όμορφες και ουσιαστικές που να τους αξίζει μία θέση στην αιωνιότητα.

Η ανάβαση της ψυχής στο Νοητό Κάλλος

Ψυχή-Γύζης<Ν.Γύζη, Η προσωποποίηση της ψυχής

«Όπως αναφέρει ο Παλαιός Λόγος[1], η “σωφροσύνη, η ανδρεία και κάθε αρετή, είναι κάθαρση, ακόμα και αυτή η φρόνηση. Για αυτό και στις τελετές ορθώς αναφέρουν ότι ο μη αποκαθαρμένος και στον Άιδη θα κείτεται στο βόρβορο”, αφού το μη καθαρό προτιμά το βόρβορο λόγω της κακίας-ασχήμιας∙ όπως οι χοίροι[2], με τα ακάθαρτα σώματά τους, που αρέσκονται σε αυτήν την κατάσταση. Ποια, λοιπόν, θα μπορούσε να είναι η αληθής σωφροσύνη, παρά μόνο η μη υποταγή στις ηδονές του σώματος, και η αποφυγή αυτών ως μη καθαρές και ανάξιες καθαρού (ανθρώπου).

Ανδρεία είναι η αφοβία θανάτου. Ο δε θάνατος είναι χωρισμός της ψυχής και του σώματος. Κι αυτό δεν το φοβάται όποιος επιθυμεί να γίνει μόνος (μονάδα). Η μεγαλοψυχία είναι η περιφρόνηση των εδώ χαμηλά ευρισκομένων πραγμάτων. Η δε φρόνηση, είναι η νόηση που αποστρέφεται τα χαμηλά και άγει τη ψυχή στα υψηλά. Η αποκαθαρμένη ψυχή γίνεται τότε Είδος-Ιδέα και Λόγος, και εντελώς ασώματη και νοερή, και ολόκληρη (ανήκει) στο Θείο, απ’ όπου εκεί είναι η πηγή του καλού-ωραίου και τα συγγενή με όλα αυτά. Έτσι η ψυχή που ανάγεται στο νου, γίνεται όσο το δυνατόν καλή-ωραία. Και ο νους, και τα παρά του νου, το κάλλος, είναι οικεία για αυτήν (τη ψυχή) και όχι αλλότρια, και μόνο τότε είναι αληθώς ψυχή. Για αυτό και ορθώς λέγεται ότι η ψυχή που γίνεται αγαθή και καλή-ωραία, ομοιάζει με Θεό, διότι εκεί είναι το καλό-ωραίο και η κάθε μοίρα των όντων.»
—(Βλ., Πλωτίνος «Εννεάς Α’», 1.6.6.1 – 1.6.6.21) —–

Ποιος είναι ο τρόπος; Ποια η μέθοδος; (για να φθάσουμε στο Καλό). Πώς να θεαθούμε το ακατάληπτο κάλλος, που μοιάζει να μένει μέσα σε άγια ιερά και δεν βγαίνει έξω για μην το δει κανένας βέβηλος; Ας πάει, λοιπόν, όποιος έχει τη δύναμη, να το αναζητήσει και να αφήσει έξω την όραση και να μην επιστρέψει σε ότι νόμιζε για τη σωματική ωραιότητα. Όταν βλέπει την ωραιότητα στα σώματα, δεν πρέπει να προστρέχει σε αυτή, αλλά να γνωρίζει ότι είναι εικόνες και ίχνη και σκιές.

Αν τρέξει προς την εικόνα θέλοντας να την αγγίξει σαν να ήταν αληθινή, θα συμβεί σαν τον μύθο, όπου κάποιος μου φαίνεται, θέλησε να πιάσει ένα ωραίο είδωλο που αντανακλάτο πάνω σε νερό και βυθίστηκε μέσα στο ρεύμα και χάθηκε. Με το ίδιο τρόπο, εκείνος που έλκεται από την ωραιότητα των σωμάτων και δεν την αφήνει, θα βυθιστεί όχι ως σώμα, αλλά ως ψυχή στα σκοτεινά και μαύρα για το νου βάθη, ζώντας τυφλός στον Άιδη και να συναναστρέφεται με τις σκιές και εκεί και εδώ. “Ας φύγουμε για την πολυαγαπημένη μας πατρίδα”, αληθέστερη συμβουλή δεν μπορεί να δοθεί από αυτή. Αλλά ποια φυγή και με ποιον τρόπο; Είμαστε σαν τον Οδυσσέα, ο οποίος λένε, ομολόγησε ότι εγκατέλειψε την μάγισσα Κίρκη ή την Καλυψώ, παρά τις ηδονές που αντίκριζε και παρά τα πολλά αισθητά κάλλη που γνώριζε και δεν θέλησε να μείνει μαζί τους. Πατρίδα μας είναι αυτή από την οποία προήλθαμε και εκεί που είναι ο Πατέρας μας. Αλλά ποιος είναι ο στόλος και η φυγή για εκεί; Δεν μπορούμε να πάμε με τα πόδια, διότι αυτά μας φέρνουν από τη μία γη στην άλλη, ούτε σου χρειάζεται όχημα με ίππους ή να κατασκευάσεις πλοίο∙ αυτά απαρνήσου τα και μη τα κοιτάς.Μυήσου και ξύπνα σε άλλη θέαση, που όλοι την έχουμε μεν, αλλά λίγοι την χρησιμοποιούν.
—-(Βλ., Πλωτίνος «Εννεάς Α’», 1.6.8.1 – 1.6.8.27) —-
---------------
[1] Παλαίος Λόγος, ονομάζονταν οι Ορφικοί Λόγοι.
[2] Ιδού ο λόγος που προ της μύηση στα Ελευσίνια Μυστήρια, υπήρχε ο καθαρμός στη θάλασσα του Φαλήρου, κρατώντας ένα χοίρο.

Το τέλος της παλαιάς τάξης

Την άνοιξη του 376 μ.Χ. εμφανίστηκε στην αυτοκρατορική αυλή στη συριακή Αντιόχεια μία αποστολή Βησιγότθων από την επαρχία της Μοισίας, στις εκβολές του Δούναβη. Οι Γότθοι ανακοίνωσαν ότι από το εσωτερικό της Ασίας καταφθάνει μια άγρια φυλή ιππέων, οι Ούννοι. Αυτοί νίκησαν τους Οστρογότθους βόρεια της Μαύρης Θάλασσας και απειλούν τους Βησιγότθους με ίδια αποτελέσματα. Οι συμπατριώτες τους Βησιγότθοι δραπέτευσαν ομαδικά από τις περιοχές που ήταν εγκαταστημένοι και μετακινήθηκαν στη βόρεια όχθη του Δούναβη, απ' όπου παρακαλούν τώρα να γίνουν δεκτοί στην αυτοκρατορία ως ειρηνικοί πρόσφυγες.

Στο Συμβούλιο του Στέμματος που συγκλήθηκε τότε, ακούστηκαν αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα αποδοχής του αιτήματος, αλλά οι υποστηρικτές της ιδέας για έγκριση της εισόδου στο κράτος είχαν πιο πειστικά επιχειρήματα. Το ρωμαϊκό κράτος μπορούσε να αξιοποιήσει μετανάστες ως εποίκους, φοροδότες και μισθοφόρους και, επιπλέον, ο αυτοκράτωρ έχει την υποχρέωση να φροντίσει στο πνεύμα της χριστιανικής αγάπης, όχι μόνο για το καλό των Ρωμαίων πολιτών, αλλά και όλων των αναξιοπαθούντων συνανθρώπων... Έτσι, η άδεια για είσοδο δόθηκε, τα σύνορα άνοιξαν και οι Γότθοι πέρασαν στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ο Ρωμαίος διοικητής που επέβλεπε τις διαδικασίες ζήτησε να καταμετρηθούν οι εισερχόμενοι μετανάστες, αλλά το εγχείρημα ξέφυγε σύντομα από κάθε έλεγχο. Κάθε μέρα πηγαινοέρχονταν τα ποταμόπλοια στο Δούναβη και ο ιστορικός της εποχής, Αμμιανός Μαρκελλίνος, γράφει: «Αμέτρητοι, όπως οι σπίθες της Αίτνας».

Σύντομα προέκυψαν προβλήματα επισιτισμού. Ρωμαίοι έμποροι απαιτούσαν πολύ υψηλές τιμές για τρόφιμα, ζητούσαν, γράφει ο Αμμιανός, για έναν ψόφιο σκύλο την αμοιβή ενός πρίγκιπα. Οι αγανακτισμένοι Γότθοι κατέφυγαν σε λεηλασίες και ακολούθησαν αψιμαχίες με τις δυνάμεις της τάξης. Για τους αγανακτισμένους προέκυψαν ως σύμμαχοι οι συμπατριώτες τους (Germanen, γερμανικό φύλο, όχι σημερινοί Γερμανοί) που δούλευαν από καιρού ως σκλάβοι στα ρωμαϊκά μεταλλεία. Γότθοι και Γερμανοί ενώθηκαν και δημιούργησαν μία ενιαία δύναμη.

Ακολούθησαν μάχες, οι δυνάμεις φύλαξης των συνόρων ηττήθηκαν και ο αυτοκράτορας στην Κων/πολη κλήθηκε να στείλει στρατεύματα ανάσχεσης των εισβολέων. O Ουάλης (ή Βάλης, Flavius Iulius Valens) εξεστράτευσε τότε με το στρατό της ανατολικής αυτοκρατορίας, στην οποία είχε την αρχιστρατηγία. Στις 9 Αυγούστου 378 συγκρούστηκαν στην Αδριανούπολη οι δύο αντίπαλες δυνάμεις, ο ρωμαϊκός στρατός συνετρίβη και ο Ουάλης σκοτώθηκε.

Ο διάδοχός του Θεοδόσιος (Flavius Theodosius Augustus) διέθεσε το έτος 382 εκτάσεις στους εισβολείς, οι οποίοι ζούσαν πλέον εντός της αυτοκρατορίας με αυτονομία. Αλλά το σύνορο του Δούναβη έμεινε έκτοτε αφύλακτο και από εκεί συνέρρεαν στο ρωμαϊκό κράτος διαρκώς νέες ορδές. Το έτος 406 δεν ήταν δυνατόν πλέον να κρατηθεί ούτε το σύνορο του Ρήνου στα δυτικά. Η «Μετανάστευση των λαών» βρισκόταν σε εξέλιξη. Η κατάληψη εδαφών ολοκληρώθηκε με την εισβολή το έτος 568 των Λομβαρδών (γερμανικό φύλο, επίσης γνωστοί ως Λογγοβάρδοι) στην Ιταλία.

Οι Ρωμαίοι δεν διέθεταν εθνικό κράτος.

Η αποδοχή εισόδου των Γότθων προσφύγων το έτος 376 δεν ήταν κάτι καινούργιο στην πολιτική της αυτοκρατορίας, η Ρώμη ήταν πάντα φιλική προς τους ξένους. Σύμφωνα δε με την παράδοση, ο Αινείας, ο πρόγονος των Ρωμαίων, ήταν ο ίδιος πρόσφυγας από την Τροία. Όταν ο Ρωμύλος ίδρυσε την πόλη, δημιούργησε στο Παλατίνο (Collis Palatium) ένα άσυλο, στο οποίο εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από διάφορες περιοχές, οι οποίοι έγιναν Ρωμαίοι. Στα επόμενα, ιστορικά χρόνια ήταν θεμελιώδης κανόνας ρωμαϊκής πολιτικής να αποδέχονται στο κράτος κάθε εργατικό άνθρωπο. Τέτοιο ήταν, μεταξύ άλλων, το σπουδαίο και διάσημο γένος πατρικίων των Κλαύδιων (gens Claudia), από το οποίο προήλθαν αργότερα τέσσερις αυτοκράτορες. Ένας εξ αυτών, ο Κλαύδιος (Tiberius Claudius Caesar Augustus Germanicus) έδωσε πλήρη δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη στους Γαλάτες, παραπέμποντας στην προέλευση του γένους του.

Λόγω της γεωγραφικής έκτασης της αυτοκρατορίας ήταν φυσικό να μην ήταν οι Ρωμαίοι εθνικά ενιαίοι αλλά να αποτελούν μία νομική ενότητα, συνδεδεμένοι μέσω του αυτοκράτορα, του στρατού και της διοίκησης του κράτους, όπως επίσης με τη λατινική γλώσσα και τον πολιτισμό που είχε αναπτυχθεί.

Η οικονομία βρισκόταν σε άνθηση και η ευημερία των πολιτών ήταν πασιφανής. Αυτό προκάλεσε, φυσικά, το ενδιαφέρον των βαρβαρικών λαών πέρα από τα σύνορα, κυρίως των γερμανικών φύλων στο βορρά. Οι ίδιοι ήταν φτωχοί, ανοργάνωτοι, πολύτεκνοι, πολεμοχαρείς· μετακινούνταν με ευχαρίστηση περπατώντας μεγάλες αποστάσεις και ήθελαν να εισέλθουν στο ρωμαϊκό κράτος, όπου αποτελούσαν πρόκληση τα εύφορα εδάφη και τα υλικά αγαθά. Αυτό άρχισε περί το έτος 100 μ.Χ. με τους Κίμβρους (Kimbern, Cimbri) και τους Τεύτονες (Teutonen, Teutons), οι οποίοι ξεκίνησαν με φυλές, φατρίες και οικοσκευές από τη Βόρεια Θάλασσα και προχώρησαν νότια. Από κάποια εποχή και μετά δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπιστούν στα όρια του ρωμαϊκού κράτους.

Από την εποχή του Καίσαρα ταλαντευόταν η ρωμαϊκή πολιτική μεταξύ απώθησης και αποδοχής· η εθνική πίεση από το βορρά ήταν μόνιμο ζήτημα προβληματισμού στη Ρώμη. Ο Καίσαρ (Gaius Iulius Caesar) απώθησε το στρατό των Σουαβών που είχαν εισχωρήσει στη Γαλατία υπό τον βασιλιά τους Ariovist, αξιοποίησε όμως γι' αυτό το σκοπό Γότθους ιππότες ως βοηθητικό στράτευμα. Υπό τον Αύγουστο (Gaius Iulius Caesar Octavianus Augustus) έγιναν αποδεκτοί στο κράτος ολόκληρες φυλές, όπως οι Ούβιοι (Ubier, Ubii) που τους εγκατέστησε στην περιοχή της σημερινής Κολωνίας. Οι αυτοκράτορες διατηρούσαν, μέχρι τα χρόνια του Νέρωνα, μια «γερμανική φρουρά». Ακολούθησαν νεότερες εγκαταστάσεις στο ρωμαϊκό κράτος, επί Τιβέριου κάπου 40 χιλιάδες, επί Νέρωνα λέγεται μέχρι 100 χιλιάδες.

Αυτό συνεχίστηκε συστηματικά, οι καινούργιοι έποικοι έπαιρναν καλλιεργήσιμη γη και απασχολούνταν ως αγρότες. Ασκώντας εμπόριο με τις πόλεις και λόγω της θητείας στο στρατό μάθαιναν τα λατινικά, αναμίχθηκαν με τους παλαιούς αγρότες, υιοθέτησαν τους ίδιους θεούς και είχαν ενσωματωθεί σε περίπου δύο γενιές. Με την κυβερνητική πράξη Constitutio Antoniniana 212 πήραν όλοι οι έποικοι την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη.

Πόλεμοι μεταξύ Γότθων.

Η πολιτογράφηση των Γότθων μείωσε την πληθυσμιακή πίεση στα σύνορα, δεν την απέτρεψε όμως. Από τον Οκταβιανό Αύγουστο μέχρι τον Δομιτιανό προέκυπταν διαρκώς επιδρομές. Το σχέδιο των Ρωμαίων να υποτάξουν τη χώρα των γερμανικών φύλων μέχρι τον Έλβα, καταποντίστηκε στο Δάσος των Τευτόνων (Teutoburger Wald). Ο Δομιτιανός αναγκάστηκε να κατασκευάσει περί το 80 μ.Χ. το Limes (Όριο), ένα συνοριακό τείχος ενάντια στους επιδρομείς. Τελείως δεν τα κατάφερε! Από την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου ξεκίνησαν πάλι οι λεηλασίας σε ρωμαϊκά εδάφη, οι οποίες έγιναν πολύ απειλητικές τον 3ο αιώνα, όταν ενοποιήθηκαν Αλαμανοί, Φράγκοι και Σάξονες και έσπασαν το τείχος. Από εκεί επέδραμαν στη Γαλατία και την Ιταλία, ενώ στην Ανατολή προκάλεσαν καταστροφές και το έτος 251 κατανίκησαν τον αυτοκράτορα Δέκιο. Από πλευράς πολεμικής τεχνικής ήταν οι Ρωμαίοι πάντα ανώτεροι, αλλά οι γερμανικοί λαοί είχαν αναβαθμιστεί λόγω της μισθοφορικής στρατιωτικής υπηρεσίας και της χρήσης των ρωμαϊκών όπλων. Κατά κάποιο τρόπο εκσυγχρονίστηκε η πολεμική τεχνική τους με ρωμαϊκή αναπτυξιακή βοήθεια.

Οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα με Ομοιοπαθητική, βάζοντας με κατάλληλες παρεμβάσεις να πολεμούν μεταξύ τους το ένα γερμανικό φύλλο εναντίον του άλλου. Αυτό δεν ήταν και πολύ δύσκολο, αφού οι διαφορές μεταξύ των φύλων ήταν διαδεδομένες και πάντα πολεμούσαν μεταξύ τους. Πέρα απ' αυτά, η αξιοποίηση Γότθων μισθοφόρων στον τακτικό στρατό είχε οικονομικά πλεονεκτήματα για τους Ρωμαίους: Οι αγρότες που δεν ενδιαφέρονταν για τον στρατό, μπορούσαν να αφοσιωθούν στην παραγωγή· και οι Γότθοι που έχυναν κατά προτίμηση το αίμα τους παρά τον ιδρώτα τους, υπηρετούσαν και εισέπρατταν στο στρατό.

Αφού μεγάλωνε το σώμα των μισθοφόρων στο ρωμαϊκό στρατό, δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί ότι ικανοί στρατιωτικοί από τα γερμανικά φύλα αναδεικνύονταν σε επιτελικές θέσεις. Την εποχή του Κων/νου Α', μη ρωμαϊκής καταγωγής ο ίδιος, εμφανίζονται οι πρώτοι Γερμανοί στρατηγοί. Στην ηγετική ομάδα του στρατεύματος είχαν δημιουργηθεί συγγένειες και συμπεθεριά, που έφταναν ακόμα και μέχρι την αυτοκρατορική αυλή. Έτσι προέκυψε μια γερμανο-ρωμαϊκή στρατιωτική αριστοκρατία, ένα γενεαλογικό δίκτυο με διασυνδέσεις, μέσω των οποίων κατά κάποιο τρόπο όλοι που βρίσκονταν σε θέσεις αποφάσεων ήταν συγγενείς. Κατά τον τελευταίο αιώνα του ενιαίου κράτους είχαν αποφασιστικό ρόλο στη πολιτική διοίκηση Γερμανοί όπως οι Φράγκοι Merobaudes και Bauto, ο Βάνδαλος Stilicho, ο Σουαβός Ricimer ή Rikimer, ο Βουργουνδός Gundobad κ.ά. Οι αυτοκράτορες βρίσκονταν στα θερμαινόμενα παλάτια τους στη Ρώμη, τη Ραβένα και την Κων/πολη, χάνοντας όλο και περισσότερο την επαφή με το στράτευμα και κατά συνέπεια με την εξουσία. Το έτος 476 ο φύλαρχος Οδόακρος, πιθανόν Θουρίγγιος, ίσως και Έρουλος στην καταγωγή και με ανατροφή στην αυλή του Αττίλα των Ούννων, πέταξε με την ιδιότητα του Ρωμαίου στρατηγού τον τελευταίο αυτοκράτορα του δυτικού ρωμαϊκού κράτους εκτός εξουσίας και ανακήρυξε τον εαυτό του Ρωμαίο βασιλιά.

Το κρατικό μονοπώλιο εξοπλισμών κατέρρευσε.

Θα έπρεπε να θεωρήσουμε ότι η πολιτογράφηση των ξένων στο ρωμαϊκό κράτος θα οδηγούσε σε κοινωνική και πολιτισμική ενσωμάτωση. Όμως, όσο περισσότερες ομάδες από τα γερμανικά φύλα εισέρχονταν και όσο υψηλότερες θέσεις στη διοίκηση καταλάμβαναν, τόσο δυσκολότερη γινόταν η ενσωμάτωση. Ζηλοφθονίες και προλήψεις εκδηλώνονταν με κάθε ευκαιρία. Οι γενειοφόροι Γότθοι με τα μακριά παντελόνια και τις γούνες δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγούν από τη φήμη του βάρβαρου. Η εμφάνισή τους τούς περιθωριοποιούσε και η διαφορετική θρησκεία (Αρειανισμός ή εθνική θρησκεία) θεωρείτο αίρεση.

Νόμοι ενάντια σε μεικτούς γάμους, ξενικές ενδυμασίες, άγνωστες θρησκείες κ.λπ. δείχνουν την ατμόσφαιρα της εποχής. Ταυτόχρονα κυκλοφορούσαν κείμενα κατά των ξένων, μεθοδεύονταν μαζικές σφαγές και μεμονωμένες δολοφονίες εναντίων Γότθων, τους οποίους δεν μπορούσαν να ξεφορτωθούν, αλλά και δεν μπορούσαν χωρίς αυτούς, αφού αποτελούσαν τα καλύτερα στρατιωτικά τμήματα. Η κυβέρνηση έχασε σταδιακά τον έλεγχο των επαρχιών, το κρατικό μονοπώλιο διαχείρισης των όπλων δεν μπορούσε πια να διατηρηθεί. Πάνω στον πανικό των εξελίξεων εκδίδονταν απανωτές εγκύκλιοι αλλά δεν ήταν πια δυνατόν να εφαρμοστούν, η εκτελεστική εξουσία παράπαιε, η περίπλοκη γραφειοκρατία κατέρρευσε.

Οι Σάξονες κατέλαβαν τη Βρετανία, οι Φράγκοι τη Γαλατία, οι Αλαμανοί κατέλαβαν την Germania superior (σημερινή νότια Γερμανία και μέρος της σημερινής Ελβετίας). Η Ιταλία καταλήφθηκε από τους Οστρογότθους, η Ισπανία από τους Βισιγότθους και η βόρεια Αφρική από τους Βανδάλους, οι οποίοι πέρασαν στη συνέχεια με πλοία στη νότια Ιταλία και στην Ελλάδα.

Στο βαλκανικό χώρο επικρατούσε ανακατωσούρα και στην ανατολική αυτοκρατορία επικρατούσε έκρυθμη κατάσταση λόγω θρησκευτικών συγκρούσεων. Οι αγρότες ήταν παντού αριθμητικά σε υπεροχή, αλλά πολιτικά ήταν αμήχανοι, όντας συνηθισμένοι σε μακρές περιόδους ειρήνης και βέβαιοι ότι θα προστατεύονται και θα κυβερνώνται διά παντός.

Τώρα με την κρίση προείχε βέβαια η σωτηρία της ψυχής. Η εκκλησία υποκατέστησε το κράτος, τα μοναστήρια ανέλαβαν την εκπαίδευση. Οι πόλεις, στις οποίες κατοικούσαν οι τσιφλικάδες φτώχυναν. Οι κοινωνικές ομάδες των μορφωμένων εξαφανίστηκαν –οι Γότθοι ενδιαφέρονταν μάλλον για όπλα παρά για βιβλία–, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν ενδιέφερε τους εισβολής. Οι οδικές και θαλάσσιες μετακινήσεις δεν ήταν πια ασφαλείς, το ελεύθερο εμπόριο με μακρινές χώρες που ήταν απαραίτητο για την ευμάρεια του κράτους έγινε επισφαλές. Παντού διαδόθηκε η ανταλλακτική οικονομία. Τα υδραγωγεία κατέρρεαν, για τα λουτρά δεν υπήρχε ζεστό νερό, δρόμοι και γέφυρες δεν συντηρούνταν πια, στο Ρήνο κυκλοφορούσαν μόνο βάρκες για μεταφορά ανθρώπων και ζώων στην απέναντι πλευρά. Τότε περίπου ξεκίνησε η εποχή που ονομάζουμε σήμερα Μεσαίωνα!

Πάντα τίθεται το ερώτημα, γιατί ο πλούσιος και αναπτυγμένος πολιτισμός των Ρωμαίων υπέκυψε στην πίεση των φτωχών Βαρβάρων από τις γύρω περιοχές. Δίνονται διάφορες εξηγήσεις για παρακμή, για μια κοινωνία που εθίστηκε στην ευμάρεια, που αναζητούσε τη γλυκιά ζωή σε ατομικό επίπεδο και η οποία ταυτόχρονα δεν είχε κάτι να αντιπαραθέσει στα γερμανικά φύλα, όταν αυτά επέπεσαν στο κράτος ωθούμενα από τις ανάγκες επιβίωσης. Μικρός αριθμός μεταναστών ήταν δυνατόν να ενσωματωθεί· όταν αυτοί υπερέβησαν όμως ένα κρίσιμο πλήθος και οργανώθηκαν ως αυτοτελής ομάδα που μπορούσε να διαπραγματευτεί αυτοδύναμα, μετακινήθηκε το κέντρο βάρους της εξουσίας: η παλαιά τάξη διαλύθηκε.-

Οι θεραπευτικές ιδιότητες της καταγραφής των σκέψεων και των συναισθημάτων μας

Οι λέξεις έχουν τη δύναμη να μας απελευθερώνουν και να μας “προστατεύουν” από τα κρατάμε πράγματα για τον εαυτό μας και να δημιουργούμε μια αίσθηση τεχνητής ψυχολογικής πίεσης. Το να κρατάμε ημερολόγιο έχει αποδειχθεί ότι είναι μια διαδικασία, η οποία αποτελεί εργαλείο θεραπείας και προτείνεται σε πολλά άτομα.

Ακολουθούν ορισμένες καταστάσεις κατά τις οποίες το να κρατάμε ημερολόγιο αποδεικνύεται εξαιρετικά χρήσιμο:

Συναισθηματικά συγκλονισμένοι: Η διαδικασία της γραφής κάτω από όλα αυτά που έχετε στο μυαλό μας μπορεί να μας βοηθήσει να οργανώσουμε τις σκέψεις μας και την ιεράρχηση τους. Μόλις εντοπίσουμε όλα αυτά που έχουμε να κάνουμε, μπορούμε να επιλέξουμε πού θα επικεντρώσουμε το χρόνο και την ενέργεια μας, αλλά και τι πρέπει να αφήσουμε απέξω από το πρόγραμμα μας.

Όταν θέλουμε να ξεπεράσουμε συναισθήματα: Όταν θέλουμε να αφήσουμε πίσω μας συναισθήματα όπως (θυμό, απογοήτευση, θλίψη) και δεν γνωρίζουμε πραγματικά το γιατί μπορούμε να τα καταγράψουμε σε ένα χαρτί και να τα ξαναδούμε με προσοχή. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να τα αξιολογήσουμε και να ανακαλύψουμε ποια είναι τα ερεθίσματα, τα οποία μπορεί να έχουν. Ουσιαστικά η γραφή θα μας βοηθήσει να δούμε ποια από αυτά τα συναισθήματα μπορεί να προκαλέσουν εμάς συναισθηματική διαταραχή και έτσι να αναπτύξουμε στρατηγικές πρόληψης αλλά και αποτελεσματικής αντιμετώπισης.

Επεξεργασία της θλίψης ή της απώλειας: Γράφοντας μπορεί να μας βοηθήσει να ανακαλέσουμε τις μνήμες που θέλουμε να κρατήσουμε για πάντα. Μπορεί επίσης να μας βοηθήσει να διαχειριστούμε εμε τον θυμό και την απογοήτευση που συνδέεται με την απώλεια. Το να κρατάμε ημερολογίο ακόμη μπορεί να μια δώσει τη δυνατότητα να εκφράσουμε πράγματα, τα οποία υπό άλλες συνθήκες μπορεί ουδέποτε να εκφράζαμε. Αυτή ακριβώς η ιδιότητα μπορεί να αποδειχθεί απίστευτα θεραπευτική.

Να σχεδιάσουμε τα μελλοντικά βήματα μας: Όταν έχουμε έναν μεγάλο στόχο αλλά για μας αλλά είναι τελείως αβέβαιο πως θα τον κατακτήσουμε, η “χαρτογράφηση” των κινήσεων μας και της διαδρομής μας βοηθά να επιλέξουμε τη σωστή κατεύθυνση και τα κατάλληλα βήματα για φτάσουμε στο στόχο μας.

Ανακαλύπτοντας θέματα ή μοτίβα στη συμπεριφορά: Μπορούμε να μελετήσουμε τη συμπεριφορά και τις κινήσεις κάποιου αν καταγράψουμε τον τρόπο που συμπεριφέρεται ανά τακτα χρονικά διαστήματα, έτσι ώστε μετά να έχουμε μια συνολική εικόνα του τρόπου που συμπεριφέρεται αλλά και του τρόπου σκέψης του. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται ενεργητική γνώση.

Εξωτερίκευση αρνητικών σκέψεων και συναισθημάτων: Γράφοντας τις αρνητικές σκέψεις και τα συναισθήματα μας μπορεί να μας βοηθήσει να αισθανθούμε ότι απελευθερωνόμαστε και δεν γινόμαστε “σκλάβοι” αυτών.

Καλύτερη επικοινωνία με τους άλλους: Το να καταφράφουμε τον τρόπο αλλά και το τι ακριβώς θέλουμε να εκφράσουμε μπορεί να μας βοηθήσει να συλλέξουμε σκέψεις, να κάνουμε πρόβες επικοινωνίας και να ιεραρχήσουμε τις προθέσεις μας.

Πως θα διαγράψουμε τις τραυματικές μας μνήμες

O καθένας από εμάς έχει τουλάχιστον μια τραυματική μνήμη ενσωματωμένη στον εγκέφαλο του.

Δυνατές αναμνήσεις από γεγονότα μπορούν να μας στιγματίσουν όπως ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, ένας βιασμός, μια φυσική καταστροφή, μια βίαιη συμπεριφορά ενός γονέα ή ενός συζύγου, μια σοβαρή περιπέτεια υγείας, μια εμπειρία πολέμου ή μια βίαιη επίθεση.

Εμπειρίες τέτοιου τύπου μπορούν να μείνουν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μας. Όμως δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αυτές οι αναμνήσεις θα μας δημιουργήσουν ψυχικά τραύματα αργότερα στη ζωή μας, αλλά το πιο σίγουρο είναι ότι ενδέχεται να μας προκαλέσουν προβλήματα, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να αποδειχθούν εξουθενωτικά για μας.

Τα άτομα με μετατραυματικό στρες (PTSD) μπορούν να γίνουν υπερευαίσθητα, με διαρκώς "τεντωμένα" νεύρα και σε μια μόνιμη κατάσταση υψηλού συναγερμού. Οι άσχημες εμπειρίες μπορεί να έρχονται συχνά πυκνά ως εφιάλτες στον ύπνο μας χωρίς προειδοποίηση, προκαλώντας τον φόβο και το έντονο άγχος και βέβαια μπορεί καταστρέψουν τον ύπνο μας.

Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί απλές, αλλά αποτελεσματικές, μέθοδοι σύμφωνα με τις οποίες τα άτομα μπορούν να ελαχιστοποιήσουν αλλά και διαγράψουν τα τραυματικά συναισθήματα που τους συνοδεύουν, ώστε να νιώσουν πραγματική, ουσιαστική ανακούφιση και ξεκούραση.

Πολλοί άνθρωποι μπορούν να το πράξουν από μόνοι τους. Βέβαια, για άτομα τα οποία τους είναι πολύ πιο δύσκολο να το κάνουν από μόνοι τους και να ξεπεράσουν τις τραυματικές τους αναμνήσεις, μπορούν με τη βοήθεια ενός θεραπευτή που ειδικεύεται στην επούλωση του τραύματος να το επιτύχουν.

Πως επουλώνονται οι τραυματικές μνήμες

Με βάση την τελευταία λέξη της νευροεπιστήμης ο Rick Hanson προσφέρει μια απλή, αλλά αποτελεσματική, μέθοδο για την καλωδίωση του εγκεφάλου από τα αρνητικά συναισθήματα που συνδέονται με το τραύμα, στα θετικά συναισθήματα που σχετίζονται με την υγεία και την ευεξία. Στο βιβλίο του, περιγράφει μια διαδικασία τεσσάρων βημάτων χρησιμοποιώντας το ακρωνύμιο HEAL.

1. Να έχετε μια θετική εμπειρία

Το βήμα 1 ενεργοποιεί μια θετική ψυχική κατάσταση, και τα βήματα 2, 3, και 4, τα οποία μπορούμε να τα εγκαταστήσουμε στον εγκέφαλό μας. Στο βήμα 1, παρατηρούμε μια θετική εμπειρία που είναι ήδη παρούσα στο προσκήνιο ή το παρασκήνιο της ευαισθητοποίησης μας.

2. Να εμπλουτίσουμε τη θετική εμπειρία

Πολύ συχνά ξοδεύουμε λεπτά, και μερικές φορές ώρες και ημέρες, στοχαζόμενοι πάνω από μια αρνητική εμπειρία. Στην περίπτωση μας χρειάζεται να κάνουμε το ακριβώς αντίθετο να εμβαθύνουμε στη θετική εμπειρία την οποία έχουμε. Με αυτο τον τρόπο ανοίγουμε τον εαυτό μας στα συναισθήματα στήριξης που έχουμε στη ζωή μας. Δημιουργούμε από μόνοι μας μια θετική μνήμη και την εμπλουτίζουμε. Γεμίζουμε το εσωτερικό της συνειδησης μας με 10-20 δευτερόλεπτα θετικής μνήμης.

3. Να απορροφήσουμε τη θετική εμπειρία

Είναι η φάση, κατά την οποία η θετική μνήμη που έχουμε γεμίσει τη σκέψη και τη συνείδηση μας γίνεται ένα με τον εγκέφαλο μας και με όλα τα μέρη της ύπαρξης μας.

4. Σύνδεση των θετικών και αρνητικών υλικών

Ο Hanson περιγράφει το βήμα αυτό ως προαιρετικό. Δεν θέλουμε να επηρεαστούμε από τις αρνητικές εμπειρίες, αλλά να τις κρατήσουμε και να τις εμπλουτίσουμε με τις θετικές μας σκέψεις. Ο Ηanson σε αυτό το σημείο προτείνει να χρησιμοποιήσουμε μια θετική ιδεατή εικόνα ενός κήπου. Μπορούμε να φαναστούμε όμορφα λουλούδια, τα οποία φυτεύουμε. Ξέρουμε που βρίσκονται ττα ζιζάνια όταν φυτεύουμε και μπορούμε να τα τραβήξουμε έξω ώστε να υπάρχει χώρος για να φυτεύσουμε τα λουλούδια και να αναπτυχθούν.

Τέλος ο Hanson υποστηρίζει: "Όποτε θέλετε, μπορείτε να φύγετε από τις αρνητικό υλικό σκέψης και να ενταχθείτε μόνο στο θετικό. Στη συνέχεια μπορείτε να συνεχίσετε με το να "ξεριζώσετε" το αρνητικό υλικό σκέψεων και αναμνήσεων, αν εστιάσετε τις ώρες που ακολουθούν μόνο σε θετικές ή ουδέτερες σκέψεις που μπορούν να συνεσχετιστούν με τις αρνητικές.

ΙΑΜΟΣ

<Φωτογραφία: Ίαμος (Ολυμπία, Ναός του Δία, Αν. Αέτωμα)

Πίνδαρος: "...από τα σπλάχνα της και με τις γλυκιές ωδίνες της γέννας ήλθε ο ΙΑΜΟΣ αμέσως στο φως.

Μέσα στην λύπη της τον άφησε στο έδαφος. Αλλά με το θέλημα των θεών, τον ανέθρεψαν δυο φίδια με γκρίζα μάτια, ταϊζοντάς τον με το άκακο φαρμάκι της μέλισσας.

Και όταν ο βασιλιάς [ο Αίπυτος] επέστρεψε από την πετρώδη Πυθώνα, ερώτησε όλους τους υπηρέτες στο σπίτι, για το παιδί που γέννησε η Ευάδνη.

Γιατί είπε πως είχε γεννηθεί από τον Φοίβο, και θα μπορούσε να γίνει για τους άνδρες της γης, ένας προφήτης έξοχος ανάμεσα σε όλους τους θνητούς και πως ποτέ δεν θα εξέλειπε η γενεά του".

Εκτός από τον μεγάλο μάντη Μελάμποδα, ένας, ακόμα, σπουδαίος μάντης της Ολυμπίας ήταν ο Ίαμος, μυθικός πρόγονος της οικογένειας των Ιαμιδών με θεϊκή καταγωγή. Η Πιτάνη, κόρη του θεού - ποταμού Ευρώτα, απέκτησε από τον Ποσειδώνα την Ευάδνη που ανατράφηκε από τον Αίπυτο το "θνητό" της πατέρα. Την Ευάδνη την ερωτεύτηκε ο Απόλλωνας κι απέκτησε μαζί της ένα γιο. Μη μπορώντας να αναγνωρίσει σαν δικό της και να το αναθρέψει το εγκατέλειψε, αλλά δυο φίδια, σταλμένα από το θεό, ανέλαβαν τη φροντίδα του. Μετά τη θαυματουργή σωτηρία του, η Ευάδνη βρήκε το γιο της ξαπλωμένο ανάμεσα σε ανθισμένους μενεξέδες. Έτσι το ονόμασε Ίαμο, το παιδί με τους μενεξέδες. Ο Αίπυπος ρώτησε για το παιδί το μαντείο των Δελφών κι ο Θεός του απάντησε πως ο μικρός Ίαμος θα γινόταν περίφημος μάντης και αρχηγός ενός μεγάλου γένους ιερέων και μάντεων.

Όταν μεγάλωσε ο Ίαμος, πήγε μια νύχτα στην όχθη του Αλφειού και επικαλέστηκε τον πατέρα του Απόλλωνα και τον παππού του Ποσειδώνα. Ο Απόλλωνας του παράγγειλε να ακολουθήσει τη φωνή του. Τον στην Ολυμπία στο βουνό Κρόνιο κι εκεί ο Απόλλωνας του χάρισε διπλή την μαντική ικανότητα. Ο Ίαμος, θα μπορούσε από τώρα να ακούει τη φωνή του πατέρα του, που δεν ήξερε να λέει ψέμματα, και αργότερα, όταν ο Ηρακλής θα καθιέρωνε τους Ολυμπιακούς Αγνώνες, θα ίδρυε ένα μαντείο κοντά στο βωμό του Δία. Έτσι ο Ίαμος στάθηκε ο γενάρχης της μεγάλης και πλούσια οικογένειας των Ιαμιδών, που ζούσε τιμημένη στην Ολυμπία και για πολλούς αιώνες υπηρετούσε στο ναό και στο μαντείο του Δία.

Το όνομα Ίαμος είναι προελληνικό. Η μεγαλόπρεπη σκηνή της προσευχής στο ποτάμι μας θυμίζει μαγικές ιεροτελεστίες που γίνονται κατά κανόνα μέσα στη νύχτα. Η επίκληση του Ποσειδώνα και η λεπτομέρεια πως ο Ίαμος μπαίνει στο ποτάμι ώστε να έρθει σε επαφή με το νερό, σε συνδυασμό με τα Σχόλια του Πίνδαρου, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως αρχικά ο μύθος ήταν αρκαδικός και ο Ίαμος ήταν γιος του Ποσειδώνα - όχι του Απόλλωνα - και της Ευάδνης, γνήσιας κόρης του Αιπύτου.

Στα χρόνια του Πίνδαρου, η οικογένεια των Ιαμιδών ξεκινώντας από την Αρκαδία - ήδη ο Έλατος και ο Αίπυτος ήταν Αρκάδες, και η Ευάδνη στην Αρκαδία είχε μεγαλώσει- ήταν απλωμένη από τη Σπάρτη και τη Μεσσηνία ως την Ηλεία και τη Σικελία. Οι Ιαμίδες της Ηλείας κατοικούσαν στην Πίσα και υπηρετούσαν μαζί με άλλη αριστοκρατική οικογένεια τους Κλυτιάδες, ως ιερείς και μάντεις στο ιερό της Ολυμπίας. Η ιδιαίτερη μαντική τους μέθοδος ήταν η παρατήρηση της φλόγας που ανέβαινε από το ζώο καθώς καιγόταν στο βωμό (εμπυρομαντεία). Παράλληλα όμως χρησιμοποιούσαν και άλλους τρόπους μαντικής, όπως την παρατήρηση των σπλάχνων ή του δέρματος των θυμάτων. Φαίνεται ότι είχαν αποκτήσει και κάποια πολιτική δύναμη, που περιορίστηκε όμως σημαντικά όταν η Ολυμπία κατακτήθηκε από τους Ηλείους.

Στα 480 π.χ οι Σπαρτιάτες, για να κερδίσουν με το μέρος τους τον φημισμένο μάντη Τεισαμενό, που ήταν Ιαμίδης, αποφάσισαν να δώσουν σ΄ αυτό και τον αδερφό του τα δικαιώματα του Σπαρτιάτη πολίτη. Οι Ιαμίδες, ίσως, επιζητούσαν και από πιο παλιά μια σύνδεση με τη Σπάρτη, που ήταν τότε η ισχυρότερη δύναμη στην Πελοπόννησο. Η προσκόλληση στον ισχυρό, άρχισε με μια γενεαλογική προσέγγιση, που τη διευκόλυναν σημαντικά τα ρευστά περιγράμματα των ελληνικών μύθων. Έτσι η μητέρα του γενάρχη τους έγινε κόρη μιας Σπαρτιάτισσας ηρωίδας, της Πιτάνης και ο πατέρας του ο Ποσειδώνας μετατοπίστηκε μια γενιά πίσω, για να παραχωρήσει τη θέση του σε μιαν άλλη θεότητα, το θεό της μαντικής, τον Απόλλωνα.

Η εμπειρία της αποτυχίας

Σαν παιδιά, βιώναμε πολλές αποτυχίες μέχρι να πετύχουμε να κάνουμε σωστά κάτι. Ωστόσο, δεν μέναμε ψυχικά κολλημένοι στις αποτυχίες μας. Αντίθετα κρατούσαμε τη γνώση που είχαμε κερδίσει και την χρησιμοποιούσαμε για τον επόμενο στόχο που θέλαμε να πετύχουμε.

Θυμηθείτε πόσες φορές προσπαθήσατε μάταια, σαν παιδιά, να δέσετε μόνοι σας τα κορδόνια των παπουτσιών σας μέχρι να τα καταφέρετε. Σας έμεινε από αυτή την εμπειρία κανένας ψυχικός πόνος; Όχι. Μόνο το θετικό αποτέλεσμα της εμπειρίας σας. Μάθατε τελικά, να δένετε τα κορδόνια σας.

Πόσες φορές πέσατε και χτυπήσατε μέχρι να μάθετε να περπατάτε… Σας έμεινε κάποιος πόνος; Όχι. Απλά μάθατε να περπατάτε ορθοί!

Έτσι φτάνουμε όλοι και όλες στην ενήλικη ζωή μας
να είμαστε ικανοί να κάνουμε τόσο πολύ περισσότερα πράγματα από ότι ένα μικρό παιδί.

Γιατί άραγε δεν συνεχίζουμε να κάνουμε το ίδιο σαν ενήλικοι; Γιατί δεν προσπερνάμε τις αποτυχίες του παρελθόντος σε οποιονδήποτε τομέα και δεν κρατάμε την εμπειρία που αποκομίσαμε από αυτές τις αποτυχίες σαν εφαλτήριο γνώσης για να πετύχουμε κάποιον επόμενο στόχο;

Γιατί μένουμε κολλημένοι στα αρνητικά συναισθήματα που μας δημιούργησαν ατυχίες ή αποτυχίες του παρελθόντος και καταστρέφουμε με αυτά την υγεία και τη ζωή μας;

Οι αποτυχίες μας, σε οποιονδήποτε τομέα, δηλώνουν πως δεν κάναμε κάτι σωστά. Δεν χρειάζεται να μαστιγώνουμε τον εαυτό μας γι αυτό. Παραμένουμε «παιδιά που μαθαίνουν» σε ολόκληρη τη ζωή μας. Θα πρέπει να το καταλάβουμε αυτό.

Είναι τόσο μεγάλο Αυτό που υπάρχει γύρω μας (αυτός ο ωκεανός ενέργειας μέσα στον οποίο κολυμπάμε), είναι τόση πολλή η γνώση, που ολόκληρη η μικρή ζωή μας δεν φτάνει για να το κατανοήσουμε, με τον περιορισμένης δυνατότητας ανθρώπινο εγκέφαλό μας.

Θα πρέπει, λοιπόν, να συμπονάμε και να αγαπάμε αυτόν τον μικρό εαυτό που παιδεύεται να μάθει και να καταλάβει…

Να κρατάμε την εμπειρία από τις αποτυχίες μας και να προχωράμε. Να πέφτουμε και να σηκωνόμαστε πάλι αμέσως, όπως τα μικρά παιδιά. Ακόμη και αν κλαίμε στο πέσιμο, εύκολα να γελάμε πάλι αμέσως, προσπαθώντας να σταθούμε όρθιοι.

Και πρέπει, πάντα, ασταμάτητα, να προσπαθούμε να σταθούμε όρθιοι. Γιατί αυτή είναι η διαφορά του ανθρώπου από τα υπόλοιπα ζώα. Το ότι τα κατάφερε να σταθεί όρθιος, έτσι ώστε να μην κοιτάει μόνον τη γη που είναι από κάτω του, αλλά και τα αστέρια, μέσα στην απεραντοσύνη του ουρανού!

Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ: O ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

“Εμοί μεν γαρ ου φαίνεται, αν χρηστόν σώμα, τούτο τη αυτού αρετή ψυχήν αγαθήν ποιείν, αλλά τουναντίον ψυχή αγαθή τη αυτής αρετή σώμα παρέχειν ως οίον τε βέλτιστον”.

Δηλαδή: “Εγώ έχω την ιδέα ότι δεν είναι το γερό και καλό σώμα εκείνο που με την αξία του κάνει καλή και την ψυχή, αλλά το εναντίον, η καλή ψυχή είναι που με την αρετή της κάνει και το σώμα όσο γίνεται πιο καλό”.

Με αυτά τα λόγια ο Πλάτωνας αρχίζει το κεφάλαιο, όπου πραγματεύεται τη γυμναστική εκπαίδευση των φυλάκων της Ιδανικής Πολιτείας.

Ήδη από την Πυθαγορική Σχολή, η σημασία της διατροφής, αλλά και η γνώση για τον τρόπο δίαιτας που πρέπει να ακολουθεί κανείς, ήταν στοιχεία που φρόντιζαν οι μαθητές, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Πυθαγόρα. O Πυθαγόρας έλεγε ότι η διατροφή παίζει σημαντικό ρόλο στην ψυχική και νοητική κατάσταση του ανθρώπου.

Γι’ αυτό τόνιζε ότι πρέπει να προσέχει τι τρώει και τι πίνει κανείς.

Έλεγε χαρακτηριστικά ότι αυτή η επίδραση φαίνεται αμέσως, αν πιει κάποιος πολύ κρασί. Όμως παρόμοια επίδραση έχουν όλα τα ποτά και οι τροφές, αρκεί να παρατηρήσει κανείς τον εαυτό του και θα το αντιληφθεί.

Έτσι οι Πυθαγόριοι, εκτός των άλλων, φρόντιζαν τη δίαιτά τους και το βράδυ άκουγαν μουσική πριν κοιμηθούν.2

Αλλά και οι Αιγύπτιοι ιερείς, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ήταν λιτοδίαιτοι, εφάρμοζαν αυστηρή διατροφή και επειδή πίστευαν ότι οι περισσότερες αρρώστιες προέρχονται από τις τροφές, έκαναν καθάρσεις του πεπτικού συστήματος πολύ συχνά.

Φαίνεται λοιπόν ότι ο Πυθαγόρας και ο Πλάτωνας άντλησαν από την Αίγυπτο τις γνώσεις περί δίαιτας.3

H διατροφή έπαιζε σημαντικό ρόλο επίσης στο λεγόμενο “Ορφικό Βίο”, στις κοινότητες των ορφικών.

Το όλο σκεπτικό, όσον αφορά τη διατροφή των φυλάκων της Ιδανικής Πολιτείας, είναι ότι πρέπει και μέσω αυτής να ελέγξουν το θυμοειδές μέρος της ψυχής τους.

Γι’ αυτό άλλωστε αποκτούν μια ιδιαίτερη σημασία τα όσα αναφέρει ο φιλόσοφος για τη δίαιτά τους. Ο Πλάτωνας τονίζει ότι μια διατροφή όπως των αθλητών της εποχής του προκαλεί υπνηλία και νωχέλεια. Ως παράδειγμα για τη διατροφή των φυλάκων αναφέρει τον Όμηρο. O μεγάλος αυτός ποιητής δεν παρουσιάζει περίπλοκα φαγητά με σάλτσες αλλά απλά, ψητά ως επί το πλείστον, που ακόμη και η παρασκευή τους είναι εύκολη. Επίσης, δεν κάνει καμία αναφορά σε γλυκά, γιατί τα αποκλείει από τη διατροφή των φυλάκων.

Παρομοιάζει ο Πλάτωνας τη δίαιτα με τη μουσική και λέει ότι, όπως δεν πρέπει να μπερδεύει κανείς μεταξύ τους τούς διάφορους μουσικούς ρυθμούς έτσι και στη διατροφή πρέπει να αποφεύγει τα περίπλοκα “σικελικά τραπέζια”, που φημίζονταν στην εποχή του.

H μαλθακή ζωή και η πολυτελής διατροφή -κατά το φιλόσοφο- γεμίζει το σώμα με αναθυμιάσεις, που το επηρεάζουν αρνητικά.

Και έρχονται ύστερα οι γιατροί, που με περίπλοκες θεραπείες θεραπεύουν παράξενες αρρώστιες.4

Μάλιστα τονίζει: “Ουγαν οίμαι σώματι σώμα θεραπεύουσιν -ου γαρ αν αυτά ενεχώρει κακά είναι ποτέ και γενέσθαι- αλλά ψυχή σώμα, ουκ εγχωρεί κακήν γενομένην τε και ούσαν ευ τι θεραπεύειν”.5

Δηλαδή: “Γιατί δεν θεραπεύουν, νομίζω, οι γιατροί με το σώμα το σώμα (γιατί δεν θα ‘πρεπε τότε ποτέ να είναι να γίνουν αρρωστιάρικα τα σώματά τους), αλλά με την ψυχή θεραπεύουν το σώμα και ψυχή ποτέ δεν θα μπορούσε να θεραπεύσει τίποτα καλά, αν ήταν αν γινόταν ίδια κακή”.

Τονίζει, με λίγα λόγια, τις θεραπευτικές ικανότητες της καλής ψυχής και τη θεραπευτική εσωτερικού χαρακτήρα.6

Στην εκπαίδευση τονίζει ότι δεν χρειάζεται να δώσει κανείς στην ψυχή την ικανότητα να βλέπει, γιατί τη διαθέτει, αλλά να την προσανατολίσει προς τα πάνω, προς το φως.7

Όμως σημειώνει: “Οι πολυφαγίες και οι παρόμοιες απολαύσεις και καταχρήσεις, τραβούν προς τα κάτω την όραση της ψυχής”. Ακόμη αναφέρει στο κεφάλαιο της Πολιτείας για τον τυραννικό άνθρωπο, ότι όταν στον ύπνο ξυπνά ο ανεξέλεγκτος κατώτερος εαυτός, δεν απέχει από καμία αδικία και σ’ αυτό σημαντικό ρόλο παίζει η διατροφή.

Όταν κάποιος ρυθμίζει τη δίαιτά του με τους κανόνες της υγιεινής και της σωφροσύνης, τότε δεν υπάρχει αυτός ο επιβαρυντικός παράγοντας για άσχημο ύπνο και όνειρα. Σ’ αυτό το σημείο πάλι μας θυμίζει πολύ τους Πυθαγόριους, οι οποίοι λέγεται ότι είχαν τέλεια γνώση για το θέμα αυτό.

Ανάμεσα στις επιθυμίες που δεσμεύουν την ψυχή και την αναγκάζουν να προσκολλάται στη γη είναι η γαστριμαργία και η φιλοποσία.

“Μάλιστα δεσμεύονται γρήγορα ξανά στο σώμα οι ψυχές αυτών που πεθαίνουν, αλλά κυριαρχούνται από αυτές τις επιθυμίες, που τους μεταμορφώνουν σε ζώα, όπως Κίρκη τους συντρόφους του Οδυσσέα”.8

Εδώ ας θυμηθούμε ότι ένα από τα μαρτύρια που παρουσιάζονται στην Κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη είναι και αυτό του Τάνταλου: “Τότε είδα και τον Τάνταλο πικρά να τυραγνιέται... δέντρα ψηλά από πάνω του κρεμούσαν τον καρπό τους... και όταν γέρος έκανε τα χέρια του ν’ απλώσει μες στα ισκιερά τα σύγνεφα τα ψήλωνε αγέρας...”

Εκτός από τους άλλους συμβολισμούς που έχει o μύθος, δείχνει την ψυχή που συνεχίζει να θέλει να ικανοποιήσει τη λαιμαργία της, αλλά δεν μπορεί, επειδή ακριβώς δεν γίνεται αυτό όταν είναι χωρίς φυσικό σώμα.10

Στον Τίμαιο, όπου ο Πλάτωνας πραγματεύεται την απόκρυφη σύνθεση του ανθρώπου, αναφέρει ότι η θνητή ψυχή, που δόθηκε στον άνθρωπο από τους δημιουργούς θεούς, έχει ένα κατώτερο μέρος που επιθυμεί τροφές και ποτά. Η έδρα του βρίσκεται στην κοιλιακή χώρα.

Μάλιστα, η δομή του πεπτικού συστήματος έγινε για να βοηθήσει στο ξεπέρασμα της απληστίας για τροφή πάνω από το μέτρο, που εκ των προτέρων γνώριζαν οι θεοί ότι θα επικρατήσει στον άνθρωπο. Η γαστριμαργία δε, θα έκανε τον άνθρωπο αφιλόσοφο, άμουσο και απείθαρχο στο θείο μέρος του, αφού αυτός θα κοιτούσε να ασχολείται με τροφές πάνω από τη μέτρια χρήση και την ανάγκη.11

Το στόμα το χαρακτηρίζει ως είσοδο για τα αναγκαία και έξοδο για τα άριστα. Είσοδος για την αναγκαία τροφή και έξοδος για λόγους, που ως νάμα ρέουν από το στόμα προς τα έξω, εξυπηρετούν τη φρόνηση και είναι το καλύτερο και ωραιότερο απ’ όλα τα νάματα.12

H δίαιτα είναι ακόμη καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπιση των ασθενειών, αντί τα φάρμακα.13

Στην Πολιτεία, όπου αναλύει ο μεγάλος φιλόσοφος διεξοδικά τα μέρη της ψυχής, τονίζει ότι έλεγχος του επιθυμητικού είναι απαραίτητος. Για τους φύλακες θεωρεί απαραίτητο ότι θα πρέπει να τρώνε σε κοινά συσσίτια και το ίδιο τονίζει στους Νόμους, όπου τα συσσίτια θα γίνονται με την επίβλεψη παρατηρητών, για να μη διαιτώνται αμέτρως.14

Γενικά η σωφροσύνη, ως αρετή που κυριαρχεί το Επιθυμητικό μέρος της ψυχής, αντιστοιχεί με την εγκράτεια ενάντια σε κάθε υπερβολή. Γιατί η υπερβολή κάθε είδους καταστρέφει και τον άνθρωπο και την πόλη.

Αυτά, εν περιλήψει, τονίζει ο φιλόσοφος για τη διατροφή.

Γενικά, πολύς κόσμος, στην προσπάθειά του για αυτοβελτίωση, πιστεύει ότι χρειάζεται να ξεκινήσει από τη διατροφή για να γίνει καλύτερος. Όμως δεν αρκεί η χορτοφαγία και η φροντίδα της δίαιτας, όταν παράλληλα δεν υπάρχει και μία αφοσίωση σε ένα Ιδεώδες, όπως αυτό της Πλατωνικής Πολιτείας π.χ., που δίνει τα κίνητρα και τα μέσα εκπαίδευσης “προς το αγαθόν”.

ΤΑ ΣΥΜΠΟΣΙΑ

Με την ευκαιρία που μας δίνει το θέμα αναφέρουμε ότι τα Συμπόσια των αρχαίων κάθε άλλο παρά είχαν το χαρακτήρα που πολλοί νομίζουν σήμερα. Ότι, δηλαδή, επρόκειτο για συγκεντρώσεις όπου κατανάλωναν ποσότητες φαγητού και κρασιού μέσα σε μια ανεξέλεγκτη ατμόσφαιρα.

Ο Διογένης Λαέρτιος στο βίο του Μενέδημου15 αναφέρει τους στίχους του Λυκόφρονος, που έγραψε εγκώμιο για τον φιλόσοφο: “Ως εκ βραχείας δαιτός βαιά κύλιξ αυτοίς κυκλείται προς μέτρον, τράγημα δε σωφρονιστής τοις φιληκόοις λόγοις”.

Δηλαδή: “Ύστερα από ένα σύντομο γεύμα, μια μικρή κανάτα έκανε διακριτικά το γύρο και για φρούτο ήταν τα λόγια που εμπνέουν σωφροσύνη και που απευθύνονται σε ανθρώπους που ευχαριστούνται να ακούνε”.

Αυτή ήταν η ατμόσφαιρα των φιλοσοφικών συμποσίων. Έτσι πρέπει να ήταν και τα “Ακαδημαϊκά Συμπόσια”, τα οποία γίνονταν με δαπάνες της Σχολής, πιθανόν κάθε εβδόμη του μήνα. Κατά την τελετή αυτή τηρούσαν μεγάλη ηθική αυστηρότητα, μετριότητα και ευκοσμία. Ο Αθήναιος διασώζει και παραθέτει τη λιτότητα των φαγητών που χρησιμοποιούσαν.

Είχαν στόχο, τόσο τα παρατιθέμενα συσσίτια στην Ακαδημία όσο και τα Συμπόσια, να ενώσουν τους μαθητές με το να συντρώνε, να είναι “σύντροφοι”, αλλά προ παντός να είναι “πνευματικοί σύντροφοι”, δηλαδή να έχουν τη δυνατότητα να είναι μαζί και να συζητούν φιλοσοφικά θέματα, εφαρμόζοντας το “Σωκρατικό Διάλογο”.

Έχουμε το παράδειγμα στο παρεξηγημένο από πολλούς Συμπόσιο του Πλάτωνα, όπου όλοι οι συνδαιτημόνες συζητούν για το φιλοσοφικό έρωτα, ως τάση της ψυχής προς το θείο και στο τέλος, όταν το κύπελλο με το κρασί γυρνούσε με τη σειρά, ο Σωκράτης συζητούσε, χωρίς να έχει μεθύσει αλλά διατηρώντας μια χαρά το νου του.16

Αυτός άλλωστε ήταν και ο στόχος τους πίνοντας κρασί: να προ καλέσουν το διονυσιακό πνεύμα, αλλά χωρίς να χάσουν το απολλώνειο μέτρο.

Είχαν τη δύναμη να στρέφουν την ενέργεια προς τα πάνω αντί προς τα κάτω.

Έτσι το κρασί ενεργοποιούσε τον ψυχισμό τους και αυτοί διοχέτευαν την ψυχική ενέργεια προς το πνευματικό και όχι προς το φυσικό μέρος του εαυτού τους, κάτι πολύ δύσκολο να το αντιληφθούμε σήμερα, κυρίως μετά τη λανθασμένη αντίληψη που δημιουργούν τα κινηματογραφικά έργα για τα συμπόσια με τα ψεύτικα “λουκούλλεια γεύματα” που παρουσιάζουν.17

Έκαναν δε οι μαθητές συμπόσια κάθε και Θαργηλιώνος προς τιμήν του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Ο ίδιος ο φιλόσοφος είχε δώσει το παράδειγμα όταν κάποτε στις Συρακούσες Τύραννος είχε πιει και διέταξε να χορέψουν όλοι οι συνδαιτημόνες, αφού φορέσουν ένα πορφυρό φόρεμα.

Όμως ο Πλάτωνας αρνήθηκε.18

Για τα θέματα που συζητιούνταν ο Πλούταρχος διέσωσε ποικίλα φιλοσοφικά και φιλολογικά ζητήματα.19
 ---------------
1. Βλ. "Πολιτεία", βιβλίο Γ, 403d
2. Πορφύριου “Πυθαγόρου Βίος”.33,34
3. Βλ. Πλούταρχου “ΠερίΊσιδος και Οσίριδος”.353Α
4. Βλ. “Πολιτεία”.405d
5. Βλ. “Πολιτεία”.408ρ.
6. Στις μέρες μας είναι γνωστό ότι έχει ανανεωθεί το ενδιαφέρον του κόσμου για τα συστήματα της εναλλακτικής ιατρικής, τα οποία σε γενικές γραμμές -εκτός των άλλων τονίζουν ιδιαίτερα τη θετική επίδραση της ψυχονοητικής στάσης του ασθενή,
7. Βλ. "Πολιτεία".518ce 5.19αβ
8. “Φαίδων” 81E, 82Α
9. “Οδύσσεια” 1, 588-589
10. Βλ.“Απόκρυφη ζωή του ανθρώπου", Άννι Μπέζαντ, σελ. 50 και “Αρχαία Μυστήρια και Τεκτονισμός", σελ. 147-148
11. "Τίμαιος”75D.Ε
12. "Τίμαιος”75 D.Ε
13. "Τίμαιος” 89 CD
14. Βλ. “Πλάτων και Κρήτη", σελ. 82-83 και 110-113
15. Βλ. “Βίοι Φιλοσόφων", Διογ. Λαέρτιου Β: 140
16. Βλ. “Συμπόσιον", Πλάτωνος 223D
17. Βλ. “Μυσταγωγήματα", Απόστολου Φωτόπουλου, σελ. 61
18. “Βίοι Φιλοσόφων", Διογ. Λαέρτιου Β.78
19. Βλ. “Συμποσιακά προβλήματα", Πλούταρχου

Η Επέλαση των Λευκών Δράκων

Το αγόρι κάθονταν στην ξύλινη καρέκλα δίπλα στο παράθυρο και ατένιζε το γυμνό βουνό απέναντι. Με το τζάκι αναμμένο έκανε αρκετή ζέστη μέσα στο σπίτι, αλλά έξω το κρύο ήταν τσουχτερό. Τι κρίμα που δε χιόνισε καθόλου φέτος, σκέφτηκε. Το χιόνι είναι που δίνει νόημα και ομορφιά στο χειμώνα, σκεπάζοντας τα πάντα με το κατάλευκο πέπλο του, κατέληξε. Στο μυαλό του ήρθαν αναμνήσεις απ’ όταν ήταν μικρότερος και έπαιζε ατέλειωτες ώρες χιονοπόλεμο μαζί με τους φίλους του. Χαμογέλασε μια στιγμή αμυδρά και συνέχισε να κοιτά προς το γυμνό δάσος.

Εν τω μεταξύ, η γιαγιά του, μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνει, καμάρωνε τον εγγονό της. Αυτός, όταν αντιλήφθηκε το βλέμμα της, γύρισε και της μίλησε. «Πώς και δε χιόνισε καθόλου φέτος, γιαγιά;» ρώτησε. Αυτή, λίγο τρομαγμένη που έσπασε η ησυχία και λίγο έκπληκτη με την απορία του εγγονού, έμεινε μερικές στιγμές σκεφτική. «Δε ξέρω, αγόρι μου.» του αποκρίθηκε τελικά. «Μπορώ, αν θες, να σου πω μια ιστορία, όμως…» συμπλήρωσε, η φωνή της να χαμηλώνει καθώς το έλεγε, σαν να ντρέπονταν ή να το μετάνιωνε. «Τι ιστορία, ρε γιαγιά; Για το χιόνι σε ρώτησα εγώ!» της αντιγύρισε το αγόρι, παραξενεμένο. «Μια ιστορία για το χιόνι, βρε πουλάκι μου». Μετά είδε που ο εγγονός της γύρισε την πλάτη του στο παράθυρο και της χαμογέλασε να την ενθαρρύνει.

«Μια φορά κι έναν καιρό, ο Ουρανός και η Γη ήτανε παντρεμένοι, άντρας και γυναίκα. Από την αγάπη τους γεννήθηκαν όλα τα πλάσματα του κόσμου. Όμως ο έρωτάς τους δεν κράτησε για πάντα. Η Γη αγαπούσε τα παιδιά της και ήθελε να τα προσφέρει τα πάντα. Ο Ουρανός, όμως, ονειροπόλος και τρανός, δεν έδειχνε την αγάπη του για τα παιδιά του φανερά. Το ένα οδήγησε στο άλλο, και τα παρακάλια της γυναίκας του να είναι πιο τρυφερός τον πεισμώσανε, μέχρι που το πήρε απόφαση και την άφησε.

 Η Γη στενοχωρήθηκε και έγινε ψυχρή, ακόμα και με τα παιδιά της πολλές φορές. Όταν ο Ουρανός μετάνιωσε για τις πράξεις του, έβαλε τον ήλιο αγγελιοφόρο να λάμπει να τη ζεστάνει, μήπως τον συγχωρήσει. Η Γη όμως δε μπορούσε να τον συγχωρήσει. Όλη της τη στενοχώρια την έκανε ζωή και γέννησε τα στερνοπαίδια της, τους λευκούς δράκους. Κάθε χρόνο τα στέλνει αγγελιοφόρο στον ουρανό να του μηνύσει πως δεν τον θέλει πια, πως το λάθος του δε θα συγχωρεθεί. Και κάθε χρόνο ο Ουρανός ξαναβάζει τα δυνατά του να απολογηθεί, αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνει. Κάθε χρόνο οι λευκοί αγγελιοφόροι του δίνουν την ίδια απάντηση. Κάθε χρόνο, όλη του η προσπάθεια δεν ανταμείβεται παρά με το λευκό φόρεμα που η Γη φοράει όταν στέλνει τους λευκούς δράκους να του πουν το όχι. Κάθε χρόνο, το βιαστικό, περαστικό χτυποκάρδι της άνοιξης οδηγεί στο χειμώνα.»

Η γριά συνέχισε να κοιτά το αγόρι περιμένοντας να δει κάποια αντίδραση. Αυτό είχε απορροφηθεί στην αφήγηση και έμεινε σιωπηλό για λίγη ώρα. «Όμορφο παραμύθι» είπε, κάπως αφηρημένος. «Μα είναι ιστορία, δεν είναι παραμύθι» διαμαρτυρήθηκε η γιαγιά του και τον έβγαλε από τις σκέψεις του. «Τι εννοείς ιστορία; Θες να πεις πως όλα αυτά συνέβησαν κάποτε;» ύψωσε κάπως τη φωνή του με έκπληξη. «Μα φυσικά, ψέματα θα σ’ έλεγα;» του αποκρίθηκε με φυσικότητα, αλλά και κάπως αποκαρδιωμένη. Το αγόρι γύρισε προς το παράθυρο και έστρεψε την προσοχή του στη βουνοπλαγιά, προσπαθώντας να ξεχωρίσει τα δέντρα που την σκαρφάλωναν και αναρωτιόταν αν ήταν δυνατό να υπήρχαν δράκοι ακόμα και εδώ πέρα.

Η σκέψη τού φαίνονταν παράλογη, όμως μια άλλη, απλούστερη, του ψιθύριζε ότι κι ας δεν είχε δει δράκο ποτέ του, κι ας τους πίστευαν όλοι ανύπαρκτους πάλι μπορεί και να υπήρχαν.

«Έχει κι άλλο, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ.» μίλησε η γιαγιά του και διέκοψε το συλλογισμό. Αν και ο εγγονός της δεν απάντησε, ήξερε πως η προσοχή του ήταν στραμμένη πάνω της. «Λένε πως τη σπηλιά που ζουν αυτοί οι δράκοι τη φρουρούν τρεις φύλακες. Κάποτε ήταν μόνο δύο, ένας γερο-λύκος, προστάτης των ζωντανών του δάσους και μία νύμφη, προστάτης των δέντρων.

Τα πνεύματα αυτά κυνηγούν όποιον απερίσκεπτα πηγαίνει στο βουνό μας, τον Κλέψιο.

Από αυτά πήρε και το όνομά του. Όποιος πηγαίνει εκεί είναι καταδικασμένος να του κλέψουν τη ψυχή. Έτσι, πριν πολλά χρόνια ήταν μια οικογένεια που είχε χαθεί στο δάσος. Οι δράκοι, όμως, τους λυπήθηκαν και τους οδήγησαν εδώ, όπου και έχτισαν το σπιτικό τους, το πρώτο του χωριού μας. Για αντάλλαγμα, η οικογένεια υποσχέθηκε ότι αυτοί και οι απόγονοί τους θα τους φρουρούσαν για πάντα.»

Η φαντασία του αγοριού είχε θεριέψει. Δεν πολυπίστευε τα παραμύθια της γιαγιάς του, όμως οι ιδέες αρκούσαν για να του αναστατώσουν το μυαλό. «Δηλαδή, αφού δε χιονίζει, σημαίνει είτε ότι η Γη συγχώρεσε τον Ουρανό, είτε ότι κάτι συνέβη στους δράκους και δε μπορούν να εκτελέσουν την αποστολή τους» ξεκίνησε, ευχαριστημένος με τον εαυτό του που έβγαλε κάποιο συμπέρασμα. «Κι αν κάτι κακό συνέβη στους δράκους, είμαστε και εμείς υπεύθυνοι, αφού υποσχεθήκαμε να τους φρουρούμε, έτσι;» συνέχισε. Η γιαγιά του κούνησε απλώς το κεφάλι της συγκαταβατικά. Το αγόρι σηκώθηκε και έφερε μερικά ξύλα για το τζάκι. «Θα πάω μια μικρή βόλτα, να ξεσκάσω λίγο» ανακοίνωσε και έφυγε χωρίς να περιμένει απάντηση. Όταν κατέβηκε κάτω, είδε τη γιαγιά του να τον κοιτά από το ανοιχτό παράθυρο. «Αν δεις πουθενά τον παππού σου, πες τον να έρθει από το σπίτι» την άκουσε να λέει και βγήκε στο δρόμο.

Περπατούσε χωρίς σκοπό στους πέτρινους δρόμους του χωριού, το μυαλό του γεμάτο με εικόνες κατάλευκων δράκων να πετούν ανάμεσα στα σύννεφα, να φυσούν με την παγερή τους ανάσα και να δίνουν το έναυσμα για το χορό των νιφάδων του χιονιού. Υπήρχε άραγε κάποια αλήθεια στα λόγια της γιαγιάς; Ακόμα κι αν οι δράκοι δεν υπήρχαν, ποιο ήταν το νόημα της ιστορίας; Τι σήμαιναν όλα αυτά; Ήταν παλιά η ιστορία, και του την είχε πει σωστά; Η αίσθηση μιας ψυχρής μάνας-Γης του έκανε εντύπωση και του προκαλούσε δέος, αλλά δεν του φαίνονταν παράλογη. Πάντα η άνοιξη και τα καλοκαίρια ήταν μικρά, σαν διάλειμμα ανάμεσα στους ατελείωτους χειμώνες. Εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκε ότι βρίσκονταν στην είσοδο του δάσους· ο πέτρινος δρόμος σταματούσε λίγο πιο πέρα και συνέχιζε μόνο το μονοπάτι.

Είχε εξερευνήσει τις παρυφές του δάσους πολλές φορές με τους φίλους του και γνώριζε ότι οι συγχωριανοί του έμπαιναν συχνά για να κόψουν ξύλα. Κανείς ποτέ, όμως, δεν είχε υπερηφανευτεί ότι μπορούσε να ανέβει στην κορυφή του Κλέψιου, εκείνον τον κατάγυμνο βράχο που δέσποζε επιβλητικός αλλά μοναχικός ψηλότερα από κάθε δέντρο του βουνού. Τα παραμύθια της γιαγιά του τον γέμιζαν με πολύ μεγάλη περιέργεια, και τον έκαναν να θέλει να μπει στο δάσος και να εξερευνήσει. Προσπαθούσε να μαζέψει αρκετό θάρρος επαναλαμβάνοντας στον εαυτό του ότι αρκεί να ακολουθούσε το μονοπάτι και τίποτα δε θα μπορούσε να πάει στραβά. Καθώς ετοιμάζονταν να κάνει το πρώτο βήμα, νόμισε πως άκουσε το ουρλιαχτό ενός λύκου. Ξεροκατάπιε και γύρισε το κεφάλι του προς τα πάνω, από εκεί που του φαίνονταν ότι είχε ακουστεί το ουρλιαχτό.

Αφουγκράστηκε και περίμενε. Σύντομα, το άκουσε και δεύτερη φορά, τώρα πιο καθαρά από πριν.

Σε μια στιγμή αποφασιστικότητας, πέρα από κάθε σύνεση και αίσθηση φόβου, αποφάσισε να προχωρήσει.

Διέσχισε το γνωστό μέρος του δάσους αργά, παρατηρώντας λεπτομέρειες που πάντα του διέφευγαν ως τώρα, λες και προσπαθούσε να παρατείνει την αγωνία του ή να καθυστερήσει μια αναπόφευκτη καταστροφή. Κάθε τόσο, σταματούσε, μόνο για να κοιτάξει προς τα πίσω και να βεβαιωθεί ότι το μονοπάτι βρίσκονταν ακόμη εκεί. Ο ήχος των βημάτων του στα λιγοστά κίτρινα φύλλα και το χώμα ακούγονταν όλο και πιο αραιά όσο πιο πολύ πλησίαζε στο τέλος της περιοχής που γνώριζε. Όταν έφτασε στο μεγάλο ίσιωμα, που σήμαινε το σύνορο ανάμεσα στο γνωστό και το άγνωστο, σταμάτησε και αναλογίστηκε πώς θα συνεχίσει. Το μονοπάτι δε φαίνονταν να συνεχίζει παραπέρα ή ίσως είχε απλώς εξαφανιστεί από την αχρηστία. Τότε ήταν που του φάνηκε πως είδε μια μορφή να κινείται ανάμεσα στα δέντρα. Ήταν μάλλον κάποιο ζώο, που ηθελημένα ή κατά λάθος φανέρωσε την παρουσία του σε έναν άνθρωπο. Προς εκείνη τη διεύθυνση ήταν κάτι βράχια, θύμιζαν σκαλοπάτια, που οδηγούσαν σε κάποιο ψηλότερο μέρος. Το αγόρι τα ακολούθησε και περπάτησε λίγο το μέρος εκείνο μπας και βρει μονοπάτι.

Δε μπορούσε να διακρίνει κάποιο με σιγουριά, αλλά υπήρχαν διάφορα σημάδια που τον έκαναν να πιστεύει πως ένα μονοπάτι υπήρχε εκεί. Όσο πιο πολύ παρατηρούσε τριγύρω του, τόσο περισσότερο η εικόνα της διαδρομής ξεκαθάριζε μπροστά του. Άρχισε να υποπτεύεται ότι η φαντασία του παρερμηνεύει αυτά που του δείχνουν τα μάτια του, όμως δεν τον ένοιαζε πια. Αισθάνονταν την ανάγκη να συνεχίσει και παρόλο που αντιλαμβάνονταν την απερισκεψία του δεν τον ενδιέφερε όπως πριν. Άρχισε να βαδίζει στο ανηφορικό μονοπάτι το οποίο τον οδηγούσε βαθιά μέσα στο δάσος· το θάρρος ήταν το μοναδικό του όπλο.

Λίγη ώρα αργότερα διαπίστωσε πως κοιτώντας πίσω δε μπορούσε να δει πια το μονοπάτι. Κοίταξε ξανά από την μεριά που προχωρούσε και το μονοπάτι που με τόση σιγουριά ακολουθούσε του φάνηκε ανύπαρκτο. Τα σημάδια υπήρχαν αλλά δεν του διέφευγε με ποιο τρόπο συνδέονταν και σήμαιναν την ύπαρξη μονοπατιού. Κατάλαβε ότι έκανε λάθος που πριν εμπιστεύτηκε το ένστικτό του, αλλά η αδιαφορία των συναισθημάτων τον εξέπληξε περισσότερο από το ίδιο το γεγονός ότι είχε χαθεί. Προχώρησε λίγο αβέβαια και χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, όταν άκουσε μια ανθρώπινη κραυγή πόνου. Κατευθείαν γύρισε και άρχισε να περπατά, σχεδόν να τρέχει, προς τη μεριά που την άκουσε.

Λίγες στιγμές αργότερα αντίκρισε κάτι που δεν περίμενε. Ο παππούς του βρίσκονταν πεσμένος στα γόνατα και κρατούσε το αριστερό του χέρι με το δεξί· στο πρόσωπό του ήταν σχηματισμένος ένας μορφασμός πόνου. Δίπλα του βρίσκονταν ένας λύκος, γκρίζος, με χρυσαφένια μάτια. Το αγόρι δεν είχε ξαναδεί τέτοιο θηρίο από τόσο κοντά, αλλά του φάνηκε μεγαλύτερος απ’ ό,τι τον φαντάζονταν. Ο λύκος γρύλιζε σιγανά, δείχνοντας τα λερωμένα με αίμα δόντια του και μη παίρνοντας το βλέμμα του από τον γέρο. Το αγόρι έμεινε πετρωμένο στη θέση του. Είδε τον παππού του να σηκώνεται αργά, με το αριστερό του χέρι να συνεχίζει να κρατά το δεξί. Πρόσεξε τον εγγονό του αλλά ούτε μια στιγμή δεν πήρε το βλέμμα του από το θηρίο που του γρύλιζε απειλητικά. Ο λύκος ακολούθησε τη φευγαλέα ματιά του γέρου και για πρώτη φορά γύρισε και κοίταξε το παιδί. Σταμάτησε να γρυλίζει. Αργά, γύρισε προς την αντίθετη κατεύθυνση και κίνησε να φύγει. Οι δύο άνθρωποι έμειναν όπως ήταν μέχρι που έπαψαν να ακούγονται τα βήματα του θηρίου.

«Παππού, τι κάνεις εδώ;», ρώτησε το αγόρι, θέλοντας να ξεφύγει από την σύγχυση. Ο γέρος τον κοίταξε κι αναστέναξε. «Θα σε ρωτούσα το ίδιο…», ξεκίνησε να λέει, «…όμως ίσως να μη μου οφείλεις εξηγήσεις». Το αγόρι τον κοίταξε παραξενεμένο, όμως ο παππούς του συνέχισε. «Αναρωτιόμουν γιατί δε χιόνισε φέτος και αποφάσισα να το ερευνήσω.» Το παιδί ξεκίνησε να πει κάτι, όμως δεν πρόφτασε. «Ξέρεις, χωρίς χιόνι θα λιγοστέψει το νερό, και χωρίς νερό δε θα ‘χουμε σπαρτά. Χωρίς σπαρτά…» «Παππού, είσαι χτυπημένος!» φώναξε το αγόρι καθώς το παραλήρημα του παππού του τον τρόμαξε και τον μπέρδεψε περισσότερο. «Ναι, το ξέρω. Μη φωνάζεις, παιδί μου.» τον καθησύχασε. «Αντέχω ακόμη. Βλέπεις, αν τα παραμύθια της γιαγιάς σου έχουν καμιά αξία, αυτό το θεριό δεν ήταν άλλος παρά ο προστάτης των ζωντανών του δάσους, ο γερο-λύκος. Κι αφού μου επιτέθηκε, σημαίνει ότι δε με αναγνωρίζει ούτε σαν συμπολεμιστή του ούτε σαν προστατευόμενό του.» Το αγόρι άρχισε να ανησυχεί πραγματικά. «Παππού, πρέπει να γυρίσεις στο σπίτι», είπε. «Οι άνθρωποι παραστρατίσαμε», άρχισε να μουρμουρίζει ο γέρος. Το παιδί έκανε να τον βοηθήσει να προχωρήσει προς τα πίσω, αλλά δεν το άφησε. «Παιδί μου, εσύ πρέπει να συνεχίσεις. Ό,τι κακό κάμαμε οι άνθρωποι εσύ πρέπει να το διορθώσεις. Ο λύκος μ’ άφησε χάρη σ’ εσένα. Εσύ πρέπει να συνεχίσεις». Το αγόρι σταμάτησε και ξαφνικά κατάλαβε. Ο παππούς του δε θα το άφηνε να τον βοηθήσει. «Υποσχέσου μου πως θα κατέβεις ίσια στο σπίτι» του είπε. «Υποσχέσου μου πως θα βρεις τους Λευκούς Δράκους», του αντιγύρισε εκείνος, με ένα μικρό, πικρό χαμόγελο να σχηματίζεται κάτω απ’ τα μουστάκια του.

Το αγόρι απόμεινε να κοιτάζει τον παππού του να προχωράει αργά, κατεβαίνοντας το βουνό, προχωρώντας προς τα πίσω, στο γνωστό μέρος του δάσους πρώτα και στο χωριό έπειτα. Έκατσε κάτω, ακουμπώντας την πλάτη του σε ένα δέντρο. Αναρωτιόνταν πώς θα έβρισκε τον δρόμο του από εδώ και πέρα. Παίδευε το μυαλό του αλλά δε μπορούσε να φανταστεί κάτι που θα τον βοηθούσε να βρει τη σπηλιά των Λευκών Δράκων. Όχι μόνο δεν ήξερε πού βρίσκονταν αλλά δεν είχε καμία ιδέα για το πώς θα μπορούσε να την εντοπίσει. Τότε άκουσε το ουρλιαχτό του λύκου για τρίτη φορά. Ένιωσε πως αυτό ήταν το κάλεσμα που περίμενε και πως έπρεπε να το ακολουθήσει. Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να περπατά γρήγορα προς τη μεριά που το άκουσε. Θυμούμενος την αντίδρασή του την πρώτη φορά που το άκουσε προβληματίστηκε. Έχουν πράγματι αλλάξει τόσα πολλά από τότε, ρώτησε τον εαυτό του και ενώ ήξερε πως η απάντηση ήταν «όχι», τάχυνε το βήμα του. Ο γερο-λύκος, μόλις είδε το αγόρι να πλησιάζει, δεν έχασε στιγμή και ξεκίνησε να το οδηγεί μέσα στο δάσος. Για ώρα πολύ ανέβαιναν το βουνό πλάι-πλάι το θηρίο με το αγόρι. Όλη η πλάση είχε σιγάσει σαν να παρακολουθούσε το ταξίδι των συνοδοιπόρων. Το αγόρι είχε ξεχάσει τα πάντα και όλες του οι κινήσεις ήταν μηχανικές. Ακολουθούσε το λύκο ευλαβικά· με δυσκολία αλλά χωρίς προσπάθεια .

Τελικά οδηγήθηκαν σε ένα μικρό ξέφωτο. Στη μέση του δέσποζε ένα υπεραιωνόβιο πεύκο. Ο κορμός του ήταν μεγάλος σα σπίτι και τα ψηλότερα κλωνάρια του σκίαζαν τα γύρω δέντρα. Ο λύκος βράδυνε το βήμα του καθώς το πλησίασε. Το αγόρι έμεινε ακίνητο. Το εσωτερικό του δέντρου ήταν κούφιο και στη βάση του ήταν τρύπιο, σα να είχε στόμα. Το παιδί κατακλύσθηκε από δέος ενώ ο γερό-λύκος σταμάτησε δίπλα στο δέντρο. Το αγόρι μπορούσε να ακούει την καρδιά του που χτυπούσε. Ξαφνικά, μια φωνή, σαν αγέρας που λυσσομανάει, αντήχησε στο μυαλό του. Έμοιαζε με της γιαγιάς του, μόνο που ήταν πιο εξεταστική και μυριάδες φορές πιο επιβλητική. «Ώστε εσύ είσαι το αγόρι που κίνησε να βρει τους δράκους; Είμαι η προστάτιδα των δέντρων του δάσους. Κέρδισες εύκολα την εμπιστοσύνη του προστάτη των ζωντανών. Εγώ όμως θα σε δοκιμάσω. Η μητέρα μου με προειδοποίησε πως εσείς, οι άνθρωποι, είστε ικανοί για όλα· για το καλό, το κακό και ό,τι υπάρχει ανάμεσά τους. Με προειδοποίησε πως εσείς φέρνετε την καταστροφή, τη σωτηρία και ό,τι υπάρχει ανάμεσά τους. Αν θες να ελπίζει να βρεις τη σπηλιά όπου ζουν οι λευκοί δράκοι, χρειάζεσαι τη βοήθειά μου. Εγώ γνωρίζω το μονοπάτι και από εμένα εξαρτάται αν τα δέντρα θα σου το αποκαλύψουν ή θα σε αφήσουν να περιπλανιέσαι άσκοπα. Απάντησε μου στο εξής: Κίνησες να βρεις τους λευκούς δράκους, να τους βοηθήσεις, να επαναφέρεις την τάξη στη φύση. Κίνησες να εκπληρώσεις το σκοπό του τρίτου φύλακα. Κίνησες να ανέβεις στην κορυφή του Κλέψιουχωρίς να χάσεις τη ψυχή σου. Κίνησες χωρίς να γνωρίζεις τι συμβαίνει, ελπίζοντας για το καλύτερο. Όταν βρεις τη σπηλιά, όταν βρεις του λευκούς δράκους, πες μου, τι σκοπεύεις να κάνεις;»

Μερικές σιωπηρές στιγμές πέρασαν καθώς ένα μικρό δάκρυ γεννήθηκε στο μάτι του αγοριού και διέσχισε το πρόσωπό του πριν καταλήξει στο έδαφος. «Δε ξέρω!» φώναξε. Ένιωσε πως έπρεπε να πει κι άλλα, αλλά δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Απέμεινε να κοιτάει το μεγάλο πεύκο ανασαίνοντας γρήγορα κι ακούγοντας το ρυθμικό χτύπο της καρδιάς του. «Εσείς οι άνθρωποι ποτέ δε ξέρετε» του αποκρίθηκε η προστάτιδα των δέντρων με ένα βαθύ αναστεναγμό. «Η σοφία μου δεν αρκεί για να σε κρίνει, νεαρέ. Όμως ήσουν ειλικρινής. Η ειλικρίνεια δίνει πνοή στη γενναιότητα, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του τρίτου φύλακα. Όποιος και να είναι ο σκοπός σου, μη διστάσεις να προχωράς μπροστά». Το αγόρι διέκρινε ξεκάθαρα το μονοπάτι που θα τον οδηγούσε στη σπηλιά. Αφού χαιρέτησε σιωπηρά τους συμπολεμιστές του, έφυγε τρέχοντας.

Το αγόρι σύντομα συνειδητοποίησε πως το μονοπάτι ήταν πολύ ανηφορικό και ότι οδηγούνταν προς την κορυφή του Κλέψιου. Διέσχιζε το δάσος χωρίς να κοιτά ποτέ πίσω του, μόνο μπροστά, προς τον σκοπό του. Μόλις λίγα λεπτά είχαν περάσει από τότε που εγκατέλειψε το μικρό ξέφωτο όταν είδε την είσοδο της σπηλιάς. Ήταν κυκλική και κατηφορική· έμοιαζε με τρύπα, λες κι ένα γιγαντιαίο καρφί είχε μπει λοξά στην ραχοκοκαλιά του βουνό. Ίσια από την έξοδο της τρύπας βρίσκονταν ο κατάγυμνος, επιβλητικός και μοναχικός βράχος. Και πιο πέρα, ο ήλιος που πλησίαζε προς τη δύση του. Το αγόρι, ξαναγύρισε τη ματιά του προς τη σπηλιά. Πλησίασε το άνοιγμα και κοίταξε προς το εσωτερικό. Το τελευταίο φως της ημέρας φαίνονταν αρκετό για να τη φωτίσει. Μπήκε μέσα και άρχισε να κατηφορίζει.

Στο λίγο χρόνο που χρειάστηκε για να κατεβεί μέχρι κάτω, το αγόρι αναρωτήθηκε για πρώτη φορά πραγματικά τι θα μπορούσε να είχε γίνει. Τα παραμύθια είχαν ζωντανέψει μπρος στα μάτια του αλλά ήταν σίγουρο πως ό,τι και να είχε συμβεί το είχαν προκαλέσει οι άνθρωποι. Αλλά με ποιόν τρόπο; Τι είχαν κάνει ώστε να εμποδίσουν τους λευκούς δράκους από το να επιτελέσουν την αποστολή τους; Η μικρή του εμπειρία στη ζωή του επιβεβαίωνε πως οι άνθρωποι είχαν όλη την ανευθυνότητα που χρειάζονταν· το ερώτημα ήταν: είχαν και τη δύναμη; Δε μπορούσε να φανταστεί τίποτα που γίνονταν στο χωριό να μπορούσε να επηρεάσει τη ζωή δράκων.

Το έδαφος έπαψε να είναι κατηφορικό. Ταυτόχρονα, ένιωσε τα πόδια του να πατούν σε κάτι μαλακό. Και τα μάτια του, που ακόμα προσαρμόζονταν στο απειροελάχιστο φως, έβλεπαν κάτι λευκό να γυαλίζει. Του φάνηκε πως μπορούσε να ακούσει μια αχνή φωνή, σαν ικετευτικό σκούξιμο, να το καλεί. Το αγόρι έμεινε για μερικές στιγμές ακίνητο και έκλεισε τα μάτια του, σκεπτόμενο τι θα μπορούσαν να σημαίνουν όλα αυτά. Ποιοι είναι αυτοί οι λευκοί δράκοι; Πανέμορφα, πάνσοφα πλάσματα, άγγελοι αέναα προορισμένοι από τη μάνα-Γη να μεταφέρουν κακά μαντάτα σ’ έναν Ουράνιο πατέρα; Τι θα του έλεγαν και τι θα μπορούσε να τους προσφέρει;

Το αγόρι άνοιξε τα μάτια του. Βρίσκονταν σε ένα θολωτό χώρο. Κοίταξε κάτω και είδε πως το πάτωμα καλύπτονταν από ένα στρώμα γλίτσας, από αυτή που γίνεται το χιόνι όταν ποδοπατείται. Ίσια μπροστά του είδε ατελείωτες σειρές από υπερμεγέθη κόκαλα να φωτίζουν αχνά, μισοβουτηγμένα στη λασπουριά. Χαμήλωσε το βλέμμα του, μη θέλοντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Οι λευκοί δράκοι σίγουρα υπήρχαν κάποτε, αλλά όχι πια. Το μόνο που επέμεινε ήταν ένα απέραντο νεκροταφείο. Το παιδί δε μπορούσε να αποδεχθεί πως μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, από την προηγούμενη φορά που είχε χιονίσει, τα πλάσματα του παραμυθιού είχαν πάψει να υπάρχουν. Ένιωσε δάκρυα να σχηματίζονται στα μάτια του και έκανε μια ατελέσφορη προσπάθεια να τα συγκρατήσει· δεν ήθελε να παραδεχθεί την ήττα του.

Μέσα στους πνιχτούς λυγμούς του νόμισε πως άκουσε και κάποιον άλλο να θρηνεί μαζί του. Σταμάτησε μια στιγμή και αφουγκράστηκε. Άκουσε το απαλό σκούξιμο για άλλη μια φορά και αυτή τη φορά κατευθύνθηκε προς τα εκεί χωρίς να χάσει χρόνο. Και τότε τον είδε: ήταν ένας λευκός δράκος. Το αγόρι είδε πως ήταν μικρός, ένα παιδί, σαν και τον ίδιο. Είχε παγιδευτεί ανάμεσα στα κόκαλα και έσκουζε ζητώντας ανέλπιδα για βοήθεια. Το αγόρι τράβηξε με όση δύναμη είχε τα κόκαλα που εμπόδιζαν το μικρό δράκο και τον ελευθέρωσε. Μετά τον πήρε στην αγκαλιά του. Το σκληρό άγγιγμα των παγωμένων, σχεδόν διάφανων, λεπιών τού ζέσταινε τη ψυχή. Τα γαλάζια, ωχρά μάτια του δράκου κοιτούσαν βαθιά στα μάτια του αγοριού. Ο δράκος έμεινε σιωπηλός καθώς το τον μετέφερε έξω.

Το αγόρι απέθεσε τον λευκό δράκο στο έδαφος και έμεινε ακούνητο στη θέση του, παρατηρώντας τον με προσοχή. Οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου βρήκαν τον δράκο να ρίχνει ένα τελευταίο βλέμμα στο παιδί, προτού αρχίσει να βηματίζει προς το βράχο στην κορυφή του βουνού. Άνοιξε τις φτερούγες του και ξεκίνησε να τις κουνά ελαφρά καθώς πήγαινε. Όταν έφτασε στην άκρη, έκανε ένα μικρό σάλτο και πέταξε προς τον Ουρανό.

Το αγόρι πήρε μια βαθιά ανάσα και πλησίασε με τη σειρά του τον βράχο. Ξάπλωσε ανάσκελα στη σκληρή του επιφάνεια και έπλεξε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του, ατενίζοντας το μαύρο πέπλο του νυχτερινού ουρανού. Τελικά, δεν έμαθα τι τα προκάλεσε όλα αυτά, είπε στον εαυτό του, αφήνοντας ένα μικρό αναστεναγμό απογοήτευσης. Η πρώτη νιφάδα τον πέτυχε στη μύτη, καθώς στο μυαλό του επέστρεφαν τα λόγια της προστάτιδας των δέντρων: «Εσείς οι άνθρωποι ποτέ δε ξέρετε».