Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Ένας σαμουράι δεσμεύεται από την υπόσχεσή του

Ένας σαμουράι νέος, δυνατός... θαρραλέος

Ο Ουμέτσου Τσούμπεϊ ήταν ένας σαμουράι νέος, πολύ δυνατός και θαρραλέος. Βρισκόταν στην υπη­ρεσία του άρχοντα Τομούρα Τζουνταγιού, του οποίου το κάστρο έστεκε αγέρωχο πάνω σ’ έναν λόφο στην περιοχή Γιοκοτέ της επαρχίας Ντέβα. Τα σπίτια των υπηρετών του άρχοντα σχημάτιζαν μια μικρή πόλη στους πρόποδες του λόφου.

Ο Ουμέτσου ήταν ένας τους επιλεγμένους για τη νυχτερινή φρούρηση των πυλών του κάστρου. Υπήρχαν δύο νυχτερινές βάρδιες. Η πρώτη ξεκινούσε το ηλιοβασίλεμα και τελείωνε τα μεσάνυχτα και η δεύτερη άρχιζε τα μεσάνυχτα και τελείωνε με τ ανατολή του ήλιου. Μια φορά που ο Ουμέτσου έτυχε να είναι στη δεύτερη βάρδια, του συνέβη μια παράξενη περιπέτεια.

Ανηφόριζε μεσάνυχτα τον λόφο, για να πάρει τη θέση του στη φρουρά, όταν το μάτι του πήρε μια γυναίκα, που στεκόταν ψηλά, στην τελευταία στροφή του φιδωτού δρόμου που οδηγούσε στο κάστρο. Κρατούσε ένα παιδί στην αγκαλιά της και έμοιαζε να περιμένει κάποιον.

Μόνο εξαιρετικές περιστάσεις μπορούσαν να δικαιολογήσoυν την παρουσία μιας γυναίκας σε αυτό το ερημικό μέρος τέτοια ώρα και ο Ουμέτσου θυμήθηκε ότι τα τελώνια είχαν τη συνήθεια να παίρνουν μορφή γυναίκας μετά το σούρουπο, για να εξαπατήσουν και να βλάψουν ανθρώπους. Έτσι δεν ήταν σίγουρος αν η γυναίκα που έβλεπε μπροστά του, ήταν στ’ αλήθεια ανθρώπινο πλάσμα.

Όταν είδε να τον πλησιάζει σαν να ήθελε να του μιλήσει, σκόπευε να την προσπεράσει χωρίς μιλιά. Αλλά ήταν πολύ έκπληκτος για να το κάνει, όταν άκουσε τη γυναίκα να τον φωνάζει με το όνομά του και να του λέει με γλυκύτατη φωνή:

Μια ευγενική παράκληση

«Ευγενικέ κύριε Ουμέτσου, απόψε βρίσκομαι σε μεγάλη δυσκολία κι έχω να επιτελέσω ένα πολύ επίπονο καθήκον. Θα μπορούσες να με βοηθήσεις και να κρατήσεις για μια στιγμούλα αυτό το μωρό;».

Άπλωσε τα χέρια της και του έδωσε το παιδί.

Ο Ουμέτσου δεν αναγνώρισε τη γυναίκα, που φαι­νόταν πολύ νέα. Yποπτεύθηκε τη γοητεία της παρά­ξενης φωνής, υποπτεύθηκε κάποια απόκοσμη παγίδα, υποπτεύθηκε τα πάντα, αλλά ήταν εκ φύσεως καλός κι ένιωσε ότι θα ήταν άνανδρο να απωθήσει μια ευγε­νική παράκληση από τον φόβο των στοιχειών. Χωρίς να απαντήσει, πήρε το παιδί.

«Παρακαλώ, κράτησέ το μέχρι να επιστρέψω», είπε η γυναίκα. «Θα γυρίσω πολύ σύντομα».

«Θα το κρατήσω», της απάντησε και την ίδια στιγμή η γυναίκα στράφηκε και αφήνοντας τον δρόμο έτρεξε κάτω στο λόφο τόσο ανάλαφρα και τόσο γρήγορα, που δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Σε λίγα δευτερόλεπτα δεν την έβλεπε πια.

Ο Ουμέτσου τότε κοίταξε το παιδί. Ήταν πολύ μικρό κι έμοιαζε νεογέννητο. Καθόταν ακίνητο στα χέρια του και δεν έκλαιγε καθόλου.

Ένας σαμουράι δεσμεύεται από την υπόσχεσή του

Ξαφνικά του φάνηκε ότι μεγάλωσε. Το κοίταξε ξανά... Όχι, ήταν το ίδιο μικρό και δεν είχε κουνηθεί καθόλου. Γιατί φαντάστηκε ότι το μωρό μεγάλωνε;

Την επόμενη στιγμή κατάλαβε το γιατί κι αισθάνθηκε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Το παιδί δεν μεγά­λωνε, αλλά γινόταν πιο βαρύ. Στην αρχή φαινόταν ότι ζύγιζε τρία ή τέσσερα κιλά και μετά το βάρος του διπλασιάστηκε, τριπλασιάστηκε, τετραπλασιάστηκε... και τώρα ζύγιζε είκοσι κιλά και δεν σταματούσε να βαραίνει. Πενήντα κιλά! Εβδομήντα! Εκατό!

Ο Ουμέτσου κατάλαβε ότι ξεγελάστηκε. Η γυναίκα με οποία είχε μιλήσει δεν ήταν θνητή και το παιδί δεν ήταν ανθρώπινο. Αλλά είχε δώσει μια υπόσχεση κι ένας σαμουράι δεσμεύεται από την υπόσχεσή του. Έτσι, κράτησε το μωρό στην αγκαλιά του κι εκείνο συνέχισε να γίνεται όλο και πιο βαρύ... Εκατόν είκοσι κιλά! Εκατόν πενήντα! Διακόσια!

Τι θα γινόταν, δεν μπορούσε να φανταστεί, αλλά αποφάσισε να μη φοβηθεί και να μην αφήσει το παιδί από τα χέρια του, όσο κρατούσαν οι δυνάμεις του..... Διακόσια πενήντα! Διακόσια εβδομήντα! Τριακόσια! Όλοι οι μύες του άρχισαν να τρέμουν από την ένταση και το βάρος συνεχώς μεγάλωνε...

«Νάμου Αμίντα Μπούτσου», βόγγηξε, «Νάμου Αμίντα Μπούτσου, Νάμου Αμίντα Μπούτσου».

Καθώς πρόφερε για τρίτη φορά την ιερή επίκληση, μ’ ένα τράνταγμα το βάρος έφυγε από πάνω του εκείνος βρέθηκε να στέκεται αποσβολωμένος με τα χέρια αδειανά, γιατί το παιδί εντελώς ανεξήγητα είχε εξαφανιστεί. Σχεδόν ταυτόχρονα είδε τη μυστηριώδη γυναίκα να επιστρέφει με την ίδια γρηγοράδα που είχε φύγει. Τον πλησίασε λαχανιασμένη και τότε εκείνος είδε για πρώτη φορά ότι η επιδερμίδα της ήταν ανοιχτόχρωμη. Από το πρόσωπό της έσταζε ο ιδρώτας και τα μανίκια της ήταν δεμένα στην πλάτη με κορδόνια τασούκι, σαν να είχε δουλέψει σκληρά.

Θα ανταμειφθείς καθώς πρέπει

«Ευγενικέ κύριε Ουμέτσου», είπε, «δεν ξέρεις πόσο μεγάλη υπηρεσία μού προσέφερες! Είμαι η Ουτζιγκάμι * αυτού του τόπου. Απόψε κάποια ουτζίκο μου την έπιασαν οι πόνοι της γέννας και προσευχή­θηκε σ’ εμένα για βοήθεια.

Αλλά το έργο ήταν πολύ δύσκολο και γρήγορα κατάλαβα ότι μόνο με τη δική μου δύναμη δεν θα μπορούσα να τη σώσω. Έτσι αναζήτησα τη βοήθεια της δικής σου δύναμης και θάρρους. Το παιδί, που άφησα στα χέρια σου, ήταν το παιδί που δεν είχε ακόμα γεννηθεί. Τη στιγμή που ένιωσες ότι το παιδί άρχισε να βαραίνει, ο κίνδυνος ήταν πολύ μεγάλος, γιατί οι Πύλες της Γέννησης ήταν κλειστές. Και όταν ένιωσες ότι το παιδί έγινε τόσο βαρύ, που απελπίστηκες ότι θα μπορούσες να το βαστάξεις άλλο, την ίδια στιγμή νομίσαμε ότι η μητέρα είχε πεθάνει και η οικογένεια είχε αρχίσει να τη θρηνεί.

Τότε είπες τρεις φορές την προσευχή Νάμου Αμίντα Μπούτσου και την τρίτη φορά φορά που την πρόφερες, η δύναμη του Βούδα ήρθε να μας βοηθήσει και οι Πύλες της Γέννησης άνοιξαν...

Γι' αυτό που έκανες, θα ανταμειφθείς καθώς πρέπει.

Σ’ έναν γενναίο σαμουράι κανένα δώρο δεν θα ήταν πιο ταιριαστό από τη δύναμη. Γι' αυτό όχι μόνο σ’εσένα, αλλά και στα παιδιά σου και στα παιδιά των παιδιών σου, θα δοθεί μεγάλη δύναμη».

Και μ’ αυτή την υπόσχεση η θεά εξαφανίστηκε.

Τόση δύναμη που πρέπει να προσέχεις....

Ο Ουμέτσου Τσούμπεϊ αφάνταστα απορημένος συνέχισε τον δρόμο του για το κάστρο. Τα χαράματα, όταν τελείωσε την υπηρεσία του, πήγε, όπως συνήθιζε, να πλύνει το πρόσωπο και τα χέρια του προτού κάνει την πρωινή προσευχή του.

Αλλά όταν άρχισε να στύβει το προσόψι που του είχαν δώσει έκπληκτος διαπίστωσε ότι το σκληρό υλικό σχίστηκε στα χέρια του. Προσπάθησε να στρίψει μαζί τα σχισμένα κομμάτια, και το υλικό χωρίστηκε, σαν βρεγμένο χαρτί. Προσπάθησε να στρίψει τα τέσσερα κομμάτια και το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο.

Σε λίγο αφού δοκίμασε διάφορα αντικείμενα από μπρούντζο και σίδερο, τα οποία στα χέρια του λύγιζαν λες και ήταν από ζυμάρι, κατάλαβε ότι κατείχε τη μεγάλη δύναμη που του υποσχέθηκε η θεότητα και ότι από δω και πέρα θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός όταν αγγίζει πράγματα, ώστε να μη γίνουν κομμάτια στα δάχτυλά του.

Επιστρέφοντας στο σπίτι του ρώτησε να μάθει αν τη νύχτα είχε γεννηθεί κανένα παιδί στην περιοχή.! Έμαθε ότι πράγματι είχε συμβεί ένας τοκετός ακριβώς την ώρα της περιπέτειάς του και ότι οι συνθήκες ήταν έτσι ακριβώς όπως τις αφηγήθηκε η Ουτζιγκάμι.

Τα παιδιά του Ουμέτσου Τσούμπεϊ κληρονόμησαν τη δύναμη του πατέρα τους. Αρκετοί από τους απογό­νους του - όλοι ασυνήθιστα δυνατοί άνθρωποι - ζούσαν ακόμα στην επαρχία Ντέβα τον καιρό που γράφτηκε αυτή η ιστορία.
---------------------
* Ουτζιγκάμι είναι τίτλος που δίνεται στην προστατευτική σιντοϊστική θεότητα μιας ενορίας ή μιας περιοχής. Όλα τα πρόσωπα που ζουν στην ενορία ή στην περιοχή και βοηθούν στη διατήρηση του ναού (μίγια) της θεότητας λέγονται ουτζίκο.

Λευκάδιος Χερν, Η ιστορία του Ουμέτσου Τσούμπεϊ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου