Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΓΙΟΡΚΤΑΟΥΝ (Siege of Yorktown) 28/9 - 19/10 1781

ΓΙΟΡΚΤΑΟΥΝ
ΜΙΑ ΝΕΑ ΥΠΕΡΔΥΝΑΜΗ ΓΙΕΝΝΙΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ 1781

Ο Αμερικανικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας αποτελεί τρανή απόδειξη για τα εγγενή πλεονεκτήματα που μπορεί να έχει η στρατηγική ενός φαινομενικά αδύναμου επαναστατικού κινήματος, όταν αυτό βρίσκεται υπό τη στιβαρή καθοδήγηση εμπνευσμένων ηγετών και έχει σημαντικούς και ισχυρούς εξωτερικούς συμμάχους. Έπειτα από έξι χρόνια άκαρπων επιχειρήσεων για την καταστολή της αμερικανικής εξέγερσης οι Βρετανοί γνώρισαν μία συντριπτική και ταπεινωτική ήττα στο Γιορκτάουν, η οποία συγκλόνισε την κυβέρνηση του Λονδίνου και την έπεισε ότι ο πόλεμος στην πρώην αποικία της ήταν αδύνατο πλέον να κερδηθεί...

Η Πολιορκία του Γιόρκταουν (28/9 - 19/10 1781) ήταν η αποφασιστικότερη αναμέτρηση του Πολέμου της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, αφού ουσιαστικά προκάλεσε τελικά την αναγνώριση των ΗΠΑ από το Ηνωμένο Βασίλειο και τερμάτισε τον πόλεμο. Ο πόλεμος της αμερικανικής ανεξαρτησίας, ο οποίος άρχισε το 1775 ως μία αυθόρμητη κίνηση αγανάκτησης των αποίκων εναντίον της οικονομικής εκμετάλλευσης που τους επέβαλλε το Λονδίνο, άλλαξε διαδοχικά μορφή σε συγκεκριμένα σημεία της εξέλιξής του.

Το πρώτο από αυτά ήταν η σωτηρία του επαναστατικού στρατού έπειτα από τη δεινή ήττα που υπέστη στη Νέα Υόρκη χάνοντας το μεγαλύτερο λιμάνι της Αμερικής, αλλά κατορθώνοντας να επιβιώσει σε έναν δύσκολο χειμώνα υπό την εμπνευσμένη ηγεσία του στρατηγού Τζωρτζ Ουάσινγκτον. Η δεύτερη και αποφασιστικότερη καμπή του σημειώθηκε έπειτα από την ταπεινωτική ήττα του Βρετανικού εκστρατευτικού σώματος υπό τον στρατηγό Τζων Μπεργκόιν στη Σαρατόγκα στα τέλη του 1777, η οποία αποτέλεσε και την πρώτη σοβαρή ρωγμή που υπέστη το κύρος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην Αμερική.

Η ανέλπιστη επιτυχία των επαναστατών ώθησε μερικούς από τους πιο ισχυρούς παραδοσιακούς εχθρούς της Βρετανίας να εμπλακούν στον πόλεμο. Στις 6 Φεβρουαρίου 1778 η Γαλλία αναγνώρισε επίσημα τις Ηνωμένες Πολιτείες και συμμάχησε με τους Αμερικανούς εξεγερμένους. Από τον Ιούνιο ήταν σε κατάσταση πολέμου με τη Βρετανία. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους τη μιμήθηκε η Ισπανία και στα τέλη του 1780 η Ολλανδία.

Η είσοδος της Γαλλίας στον πόλεμο αφενός προσέδωσε στη σύρραξη έναν παγκόσμιο χαρακτήρα (όπως είχε συμβεί και με τον Επταετή Πόλεμο που είχε προηγηθεί) και αφετέρου προσέθεσε στους Αμερικανούς ένα ισχυρό όπλο το οποίο μέχρι τότε τους έλειπε: τον ακμαιότατο και άριστα οργανωμένο Γαλλικό στόλο, που μπορούσε πλέον να διεκδικήσει τη ναυτική κυριαρχία από τους Βρετανούς στις ανατολικές ακτές του Νέου Κόσμου.

Η ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΒΑΡΟΥΣ ΣΤΟΝ ΝΟΤΟ

Η Βρετανική στρατηγική στην αντιμετώπιση της Αμερικανικής επανάστασης υπήρξε εξαρχής υπεραισιόδοξη, μυωπική και εσφαλμένη. Τόσο ο βασιλιάς Γεώργιος Γ', όσο και η κυβέρνηση του Λονδίνου υπό τον λόρδο Φρέντερικ Νορθ, υποτίμησαν αρχικά την έκταση του φαινομένου και αργότερα πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να το καταστείλουν με τη χρήση μισθοφορικών στρατευμάτων από τη Γερμανία.

Πίστεψαν επίσης ότι το λίκνο της Αμερικανικής αντίστασης ήταν οι βόρειες αποικίες (η λεγόμενη Νέα Αγγλία) και πως η πλειοψηφία των ντόπιων εκεί αλλά πολύ περισσότερο στον Νότο ήταν κατά βάθος αφοσιωμένη στο Βρετανικό στέμμα και αντιμετώπιζε με δυσπιστία τις ακραίες αξιώσεις της επαναστατικής μερίδας. Με την έλευση του 1778 η Νέα Αγγλία είχε χαθεί πια από τον έλεγχο των Βρετανών και δεν απέμενε στον στρατηγό Κλίντον παρά η κατοχή της Νέας Υόρκης, όπου συνωστιζόταν μια πολυάριθμη φρουρά η οποία δεν τολμούσε να ξεμυτίσει από τη βάση της, γνωρίζοντας ότι ο στρατός του Ουάσινγκτον καραδοκούσε σε απόσταση λίγων δεκάδων χιλιομέτρων.

Ήταν φανερό στους Βρετανούς πως το βόρειο θέατρο επιχειρήσεων στην Αμερική δεν θα προσέφερε κανένα αξιόλογο κέρδος και ότι οι δυνάμεις του στρατηγού σερ Χένρυ Κλίντον (ανώτατου στρατιωτικού διοικητή της Βρετανίας στις Αμερικανικές αποικίες), που μειώνονταν συνεχώς σε αριθμό επειδή ήταν υποχρεωμένες να στέλνουν ενισχύσεις στις Δυτικές Ινδίες και σε άλλα σημεία της αυτοκρατορίας τα οποία κινδύνευαν από τους Γάλλους, δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν ουσιαστικά παραμένοντας εγκλωβισμένες στο Μανχάταν.

Η μόνη λύση για να διατηρήσει η Βρετανική πλευρά την πρωτοβουλία κινήσεων ήταν να μεταφέρει τον πόλεμο στον Νότο, όπου ήλπιζε ότι θα προκαλούσε ένα αντίρροπο φαινόμενο ντόμινο: αν η Τζώρτζια και οι Καρολίνες μπορούσαν να επανέλθουν στην κυριαρχία του στέμματος και να ειρηνεύσουν, η Βιρτζίνια μοιραία θα ακολουθούσε. Η κατοχή της μεγάλης αυτής αποικίας, που είχε κεντρικότατη θέση και παρήγαγε τεράστιες ποσότητες γεωργικών προϊόντων (κυρίως καπνού), θα απομόνωνε τις εξεγερμένες περιοχές της Νέας Αγγλίας και θα περιόριζε το "μικρόβιο" της επανάστασης ελαχιστοποιώντας τη συνολική ζημιά.


Αν και ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι κύκλοι του Λονδίνου παραδέχονταν ότι οι βόρειες αποικίες μέχρι την Πενσυλβάνια είχαν μάλλον χαθεί οριστικά, υπήρχε η ελπίδα ότι η Αυτοκρατορία μπορούσε να ζήσει και χωρίς αυτές, αρκεί να διατηρούσε τον έλεγχο του Νότου, όπου το κλίμα ευνοούσε την καλλιέργεια προϊόντων τα οποία έλειπαν από τη Βρετανία και ήταν περιζήτητα στις διεθνείς αγορές. Ο Αμερικανικός Νότος δεν είχε ζήσει καμία αξιόλογη στρατιωτική επιχείρηση μέχρι τότε, με εξαίρεση μία αποτυχημένη προσπάθεια των Βρετανών το 1776 να ανακαταλάβουν το Τσάρλεστον.

Υπό το πρίσμα της νέας στρατηγικής τους, ωστόσο, οι τελευταίοι πραγματοποίησαν μία νέα και καλύτερα οργανωμένη απόπειρα κατά της Σαβάνα τον Δεκέμβριο του 1778, με δυνάμεις υπό τον αντισυνταγματάρχη Αρτσιμπαλντ Κάμπελ, και πέτυχαν να την εκπορθήσουν. Οι Αμερικανοί αντέδρασαν αναθέτοντας τη διοίκηση των δυνάμεών τους στον Νότο στον στρατηγό Μπέντζαμιν Λίνκολν, ο οποίος προσπάθησε να συγκρατήσει τον εχθρό στο τρίγωνο Σαβάνα - Αυγούστα - Τσάρλεστον, πράγμα που κατάφερε επί αρκετούς μήνες.

Το 1780 και οι δύο αντίπαλοι ήταν πλέον οικονομικά και ψυχολογικά εξουθενωμένοι και η αντιπαράθεσή τους δεν σχετιζόταν τόσο με την αναμέτρηση στρατιωτικών δυνάμεων όσο με την αναμέτρηση της δύναμης θέλησης που είχε καθεμία για τη νίκη. Επρόκειτο για μια κατάσταση παρόμοια με εκείνη την οποία θα περιέγραφε κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ο Γάλλος στρατάρχης Φος, όπου «νικητής θα αναδεικνυόταν εκείνος που θα κατόρθωνε να μείνει όρθιος 15 λεπτά περισσότερο από τον αντίπαλό του».

Η Βρετανική παρουσία στη Βόρεια Αμερική είχε περιοριστεί σε μερικά λιμάνια μετρημένα στα δάκτυλα ενός χεριού. Όμως και οι Αμερικανοί πατριώτες υπέφεραν από κολοσσιαία χρέη, ελλείψεις σε υλικό, εσωτερικές έριδες, αντικρουόμενα συμφέροντα και μια γενική απάθεια της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Παρά τη φθορά και το αστρονομικό κόστος του συνεχιζόμενου πολέμου δεν έλειψαν και τα περιστατικά που αναπτέρωναν τις ελπίδες κάθε πλευράς.

Η ισορροπία στις νότιες αποικίες έδειξε να ανατρέπεται την άνοιξη του 1780, όταν ο συνήθως αναβλητικός και διστακτικός Κλίντον κυρίευσε το Τσάρλεστον έπειτα από μακρά και σκληρή πολιορκία, συλλαμβάνοντας 5.500 άνδρες, τον μεγαλύτερο αριθμό Αμερικανών αιχμαλώτων καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Τον Ιούλιο οι επαναστάτες υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό τα πρώτα τακτικά Γαλλικά στρατεύματα που έφθασαν στην Αμερική έπειτα από τις εκκλήσεις συμπατριωτών τους οι οποίοι μάχονταν ήδη στο πλευρό των πατριωτών, όπως ο 26χρονος υποστράτηγος - Μαρκήσιος ντε Λαφαγιέτ, που θα αναδεικνυόταν σε ηγετική φυσιογνωμία του πολέμου.

Οι Γάλλοι είχαν κινητοποιήσει 40.000 περίπου άνδρες στα λιμάνια της Μάγχης από το 1779, απειλώντας με απόβαση στη Βρετανία. Όταν αυτό το ενδεχόμενο απομακρύνθηκε, δέχθηκαν να μεταφέρουν 5.500 από αυτούς μαζί με τον εξοπλισμό τους στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, με τη βοήθεια μιας νηοπομπής 150 μεταγωγικών υπό τον Ναύαρχο - υποκόμη Πωλ Φρανσουά Μπαράς, για να κτυπήσουν έμμεσα τα Βρετανικά συμφέροντα. Αν και ο Λαφαγιέτ επιθυμούσε πολύ να ηγηθεί αυτών των εντυπωσιακών δυνάμεων, το Παρίσι τον θεώρησε υπερβολικά νέο σε ηλικία και προτίμησε να αναθέσει τη διοίκησή τους στον έμπειρο αντιστράτηγο Ζαν Μπατίστ Ντονατιέν ντε Βιμέ, κόμη του Ροσαμπώ.

ΛΑΦΑΓΙΕΤ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΚΟΡΝΟΥΩΛΙΣ

Αναχωρώντας από το Τσάρλεστον για τη Νέα Υόρκη ο Κλίντον άφησε πίσω του τον στρατηγό - κόμη Τσαρλς Κορνουώλις με 8.000 άνδρες και με τη σαφή αποστολή να εκκαθαρίσει τις Καρολίνες από τα επαναστατικά στοιχεία. Κατά τους μήνες που ακολούθησαν την πτώση του Τσάρλεστον η Βόρεια και η Νότια Καρολίνα βυθίστηκαν στο χάος του εμφυλίου πολέμου, καθώς ομάδες επαναστατών συγκρούονταν βίαια με εκείνες των φιλοβασιλικών («Τόρυς») από την ακτή του Ατλαντικού ως τα Απαλάχια όρη.


Ανάμεσά τους ελίσσονταν οι στρατοί των αντιπάλων διεξάγοντας κατά περιόδους φονικές μάχες όπως εκείνες του Κάμντεν (Αύγουστος 1780), του Κινγκς Μάουντεν (Οκτώβριος 1780), του Κάουπενς (Ιανουάριος 1781) και του Γκίλφορντ Κορτ Χάουζ (Μάρτιος 1781). Η εμπειρία που αποκόμισε ο Κορνουώλις από τις επιχειρήσεις του στις Καρολίνες τον έπεισε ότι η γειτονική Βιρτζίνια θα ήταν τελικά το κλειδί για τις τύχες της Αμερικανικής εξέγερσης.

Αυτή ήταν όχι μόνο η μεγαλύτερη και παλαιότερη αποικία των Βρετανών στην Αμερική, με έκταση 77.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό που αποτελείτο το 1780 από 320.000 λευκούς και 220.000 έγχρωμους (σχεδόν τους μισούς δούλους της Βόρειας Αμερικής), αλλά και μία από τις πλουσιότερες στον κόσμο χάρη στα εύφορα εδάφη της και το πλήθος των πλωτών ποταμών οι οποίοι την έτεμναν σε μεγάλο βάθος.

Κατείχε επίσης κεντρική γεωγραφική θέση, πράγμα που σήμαινε πως όλες οι γραμμές ανεφοδιασμού και επικοινωνιών μεταξύ των στρατιών του Ουάσινγκτον στον Βορρά και του στρατηγού Ναθάνιελ Γκρην στη Βόρεια Καρολίνα διέρχονταν από το έδαφός της, καθιστώντας την ζωτικότατο στρατηγικό κόμβο. Επιπλέον ο τεράστιος κόλπος Τσέζαπηκ και οι πολυάριθμοι ποταμοί που εκβάλλουν στις ακτές της Βιρτζίνια αποτελούσαν ιδεώδη τρόπο πρόσβασης για μία δύναμη εισβολής η οποία είχε απόλυτη κυριαρχία στη θάλασσα, όπως συνέβαινε με τους Βρετανούς.

Έτσι ο Κορνουώλις είχε αρχίσει από την άνοιξη του 1779 ακόμη να παροτρύνει τον Κλίντον να αναλάβει μία εκστρατεία από τη Νέα Υόρκη με σκοπό την εξασφάλιση της Βιρτζίνια, ενώ παράλληλα ο ίδιος έσπευσε να μεταφέρει εκεί τον κύριο όγκο του στρατού του, ο οποίος βρισκόταν στο Ουίλμινγκτον έπειτα από την πρόσφατη μάχη κατά των επαναστατών στο Γκίλφορντ Κορτ Χάουζ. Αν και διατηρούσε κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με τη στρατηγική σημασία της Βιρτζίνια, ο Κλίντον συγκατατέθηκε τελικά στις προτάσεις του υφισταμένου του και τον Μάιο του 1779 έστειλε 1.800 άνδρες υπό τον υποστράτηγο Εντουαρντ Μάθιους να αποβιβαστούν στο Πόρτσμουθ.

Η δύναμη αυτή δεν συνάντησε καμία σοβαρή αντίσταση και πολύ γρήγορα εξασφάλισε την κατοχή όχι μόνο του Πόρτσμουθ αλλά και των γειτονικών πόλεων Νόρφολκ (η μεγαλύτερη πόλη της Βιρτζίνια τότε, με πληθυσμό 6.000 κατοίκων) και Σάφολκ. Όμως η βίαιη και αυταρχική συμπεριφορά των Βρετανών στρατιωτών προκάλεσε την έχθρα των ντόπιων. Οι άνδρες του Μάθιους δεν κατέβαλαν καμία προσπάθεια να κερδίσουν τη συμπάθεια του πληθυσμού.

Πυρπόλησαν αδιακρίτως αχυρώνες, κατοικίες και καλλιέργειες προκαλώντας συνολική ζημιά ύψους 2.000.000 λιρών και επισύροντας τη δίκαιη οργή των κατοίκων. Η κατάσταση έγινε ακόμη χειρότερη τον Δεκέμβριο του 1780, όταν ο ταξίαρχος Μπένεντικτ Αρνολντ, παλαιός ήρωας της Αμερικανικής επανάστασης που είχε πολεμήσει με εξαιρετική γενναιότητα εναντίον των Βρετανών στον Καναδά και κατά τη μάχη της Σαρατόγκα αλλά άλλαξε στρατόπεδο λόγω προσωπικής πικρίας, αποβιβάστηκε στο Γουέστοβερ, βαθιά μέσα στον ποταμό Τζέημς, και κατόπιν βάδισε προς το Ρίτσμοντ, το οποίο και λεηλάτησε πριν αποσυρθεί και πάλι προς το Πόρτσμουθ.

Αντιδρώντας σε αυτές τις ωμότητες και επιθυμώντας να συλλάβει τον Αρνολντ ο Ουάσινγκτον αποφάσισε να στείλει στην περιοχή 1.200 Αμερικανούς πατριώτες υπό τον Λαφαγιέτ. Ο μικρός στρατός του Λαφαγιέτ έφθασε στη Βιρτζίνια στα μέσα Μαρτίου του 1781, αρκετά αργά για να προλάβει να τιμωρήσει τον Αρνολντ αλλά σχετικά έγκαιρα για να εμποδίσει μεγαλύτερης έκτασης επιχειρήσεις των Βρετανών.

Το αρχικό σχέδιό του προέβλεπε τη συνεργασία με μία Γαλλική ναυτική μοίρα που έδρευε στο Νιούπορτ, όμως όταν τα πλοία αυτά έφθασαν στην είσοδο του κόλπου Τσέζαπηκ αντίκρισαν μια πολύ ισχυρότερη δύναμη του Βασιλικού Ναυτικού να τα περιμένει και αποσύρθηκαν στη βάση τους. Οι Βρετανοί φαίνονταν να έχουν σταθερά την πρωτοβουλία των κινήσεων εκείνη την άνοιξη και επιπλέον η κυριαρχία τους στη θάλασσα τούς έδινε τεράστια επιχειρησιακή ευελιξία. Εκτός από την αναίμακτη απόκρουση του γαλλικού στόλου ο Κλίντον προχώρησε σε αποστολή ενισχύσεων στη Βιρτζίνια, 2.600 ανδρών υπό τον υποστράτηγο Ουίλιαμ Φίλιπς.


Η δύναμη αυτή αποβιβάστηκε στη νότια όχθη του Τζέημς και κινήθηκε προς τα δυτικά κατατροπώνοντας έξω από το Πήτερσμπεργκ 1.000 Αμερικανούς πολιτοφύλακες της Βιρτζίνια και πυρπολώντας στη συνέχεια την πόλη. Ο Λαφαγιέτ έφθασε στο Ρίτσμοντ στις 29 Απριλίου και κατάφερε να σώσει τουλάχιστον αυτή την πόλη από την τύχη του Πήτερσμπεργκ. Εκεί τον πρόλαβε στις 20 Μαϊου ο Κορνουώλις, που είχε καλύψει απόσταση δεκάδων χιλιομέτρων από το Ουίλμινγκτον, ενώ την ίδια ώρα άφηνε πίσω του τον Γκρην να ακολουθεί αντίθετο δρόμο σπεύδοντας προς τη Νότια Καρολίνα, όπου θα σημείωνε αργότερα σημαντικές επιτυχίες.

«Φαίνεται ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσω δύο στρατούς», έγραψε ο Λαφαγιέτ στον Ουάσινγκτον την ίδια περίοδο. Πράγματι η συνολική δύναμη των 7.000 ανδρών που παρέτασσαν στη Βιρτζίνια οι Βρετανοί αρκούσε για να τον φέρει ενώπιον σοβαρών διλημμάτων και μεγάλου κινδύνου. Αν ο Γάλλος στρατηγός επεδίωκε μία μάχη εκ παρατάξεως θα βρισκόταν πιθανώς αντιμέτωπος με την πλήρη καταστροφή του στρατού του, ενώ αν απέφευγε συστηματικά την αναμέτρηση θα διακινδύνευε να χάσει την εμπιστοσύνη των ντόπιων Αμερικανών πολιτοφυλάκων, στην ενεργό συνδρομή των οποίων βάσιζε τόσα πολλά.

Έτσι προτίμησε να επιλέξει τη μέση οδό, διαμηνύοντας στον Ουάσινγκτον: «Προτίθεμαι να παρενοχλήσω τον εχθρό αλλά χωρίς να εμπλακώ σοβαρά, τουλάχιστον προς το παρόν». Ακολουθώντας αυτή την έξυπνη τακτική ο Λαφαγιέτ έστειλε τις προμήθειες του στρατού του συνοδευόμενες από ένα απόσπασμα υπό τον Γερμανό στρατηγό φον Στόιμπεν δυτικά, προς το Πόιντ οβ Φορκς, και αφού τις εξασφάλισε κινήθηκε με τον υπόλοιπο στρατό του βόρεια προς το Ελις Φορντ, επί του ποταμού Ράπινταν.

Ο Κορνουώλις αρχικά επιχείρησε να τον καταδιώξει αλλά γρήγορα απογοητεύθηκε και περιορίστηκε να στείλει ένα απόσπασμα Δραγώνων υπό τον διαβόητο Μπάναστρ Τάρλετον σε μία επιδρομή κατά του Σαρλότσβιλ, όπου λίγο έλειψε να συλληφθεί αιχμάλωτος ο Τόμας Τζέφερσον, ένας από τους κύριους εκπροσώπους του Κογκρέσου και μέλος της ομάδας των «Πατέρων του Αμερικανικού έθνους» που συνέταξαν και υπέγραψαν την περίφημη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας τον Ιούλιο του 1776.

Στις 10 Ιουνίου και ενώ βρισκόταν στρατοπεδευμένος κοντά στον ποταμό Νότιο Άννα έχοντας κατέλθει με τόλμη εγγύτερα στο Ρίτσμοντ, ο στρατός του Λαφαγιέτ δέχθηκε νέες ενισχύσεις με τη μορφή της ταξιαρχίας Πενσυλβανών του Άντονυ Γουέην. Λίγες ημέρες αργότερα προστέθηκαν στη δύναμη των επαναστατών άλλοι 600 μαχητές υπό τον Ουίλιαμ Κάμπελ. Ο Λαφαγιέτ διέθετε πλέον 5.000 άνδρες συμπεριλαμβανομένων των πολιτοφυλάκων και έκρινε ότι είχε φθάσει η κατάλληλη στιγμή για να προχωρήσει νοτιοανατολικά, κατά μήκος του ποταμού Τσικαόμινι, αναζητώντας επαφή με τον εχθρό.

Η σύγκρουση δεν άργησε να γίνει και είχε τη μορφή μιας βίαιης αψιμαχίας δυτικά του Ουίλιαμσμπεργκ (της πρωτεύουσας της Βιρτζίνια εκείνη την εποχή) στις 26 Ιουνίου. Στο μεταξύ ο Κλίντον είχε τους δικούς του λόγους να ανησυχεί. Τον απασχολούσε περισσότερο η ασφάλεια της έδρας του στη Νέα Υόρκη. Την περίοδο που ο Λαφαγιέτ και ο Κορνουώλις ελίσσονταν στη Βιρτζίνια, εκείνος ήταν περισσότερος θορυβημένος από το ενδεχόμενο να ενωθούν οι 4.000 άνδρες του Γάλλου στρατηγού Ροσαμπώ με εκείνους του Ουάσινγκτον στο Νιού Τζέρσεϋ.

Για να αποτρέψει αυτή την απειλή όσο ήταν καιρός, κάλεσε τον Κορνουώλις να αναστείλει όλες τις επιθετικές του επιχειρήσεις στον Νότο και να του στείλει επειγόντως στη Νέα Υόρκη τουλάχιστον 3.000 άνδρες. Ο τελευταίος δεν μπορούσε φυσικά να παραβλέψει μία τόσο σαφή διαταγή. Έτσι στις 4 Ιουλίου αναχώρησε από το Ουίλιαμσμπεργκ και αφού πέρασε στη νότια όχθη του Τζέημς συνέχισε να κινείται προς το Πόρτσμουθ, από όπου λογάριαζε να επιβιβάσει τους άνδρες του σε πλοία.

Φυσικά ο Λαφαγιέτ δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα άφηναν να περάσει ανεκμετάλλευτη μία τέτοια ευκαιρία και έσπευσε να κτυπήσει τον εχθρό την ώρα κατά την οποία θα βρισκόταν στη δύσκολη φάση της διάβασης του ποταμού. Στις 6 Ιουλίου ένα απόσπασμα 500 ανδρών υπό τον Γουέην προσέβαλε τις οπισθοφυλακές του Κορνουώλις στο Γκρήνσπρινγκ, αλλά ο Βρετανός διοικητής είχε προβλέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχε φροντίσει να διαπεραιώσει πρώτα την εφοδιοπομπή του, κρατώντας στη βόρεια όχθη όλα τα μάχιμα τμήματά του.


Έτσι η επίθεση του Γουέην προσέκρουσε σε ισχυρότατη αντίσταση και κινδύνευσε να εξοντωθεί ολοσχερώς. Η κατάσταση σώθηκε για τους Αμερικανούς χάρη στην ετοιμότητα του Γουέην να διατάξει μία επίθεση εφ' όπλου λόγχη, γεγονός που του επέτρεψε να απεμπλακεί από τη μάχη, αν και είχε υποστεί σοβαρές απώλειες. Η θαυμάσια αμυντική επιτυχία επέτρεψε στον Κορνουώλις να συνεχίσει ανενόχλητος την πορεία του προς το Πόρτσμουθ, αλλά πριν προλάβει να φθάσει στο λιμάνι επιβίβασης έλαβε νέες διαταγές από τον Κλίντον, στις 20 Ιουλίου, οι οποίες ακύρωναν τις προηγούμενες.

Η Νέα Υόρκη δεν χρειαζόταν πλέον ενισχύσεις και η επόμενη αποστολή του Κορνουώλις ήταν να θέσει υπό τον έλεγχό του ένα καλό λιμάνι με βαθιά νερά στον κόλπο Τσέζαπηκ, όπου θα μπορούσαν να ελλιμενιστούν σε περίπτωση ανάγκης Βρετανικά πολεμικά πλοία. Ο Κορνουώλις γνώριζε καλά πού θα μπορούσε να βρει ένα τέτοιο σημείο και έσπευσε να καταλάβει το Γιορκτάουν μεταφέροντας διά θαλάσσης τις δυνάμεις του, ενώ ο στρατός του Λαφαγιέτ παρακολουθούσε από απόσταση ασφαλείας τις κινήσεις του και στρατοπέδευσε με τη σειρά του στο Ουίλιαμσμπεργκ.

Οι Βρετανοί οχύρωσαν επισταμένα τις χερσαίες προσβάσεις στο Γιορκτάουν και έστειλαν ένα απόσπασμα υπό τον Τάρλετον να καταλάβει το Γκλόουσεστερ Πόιντ, στην απέναντι όχθη του ποταμού Γιόρκ. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αμερικανός ιστορικός Τζέημς Στόουκσμπερι: "Ο Κορνουώλις πρέπει να είχε αντιληφθεί ότι αυτό το ατελείωτο κυνηγητό δεν οδηγούσε πουθενά, αλλά ένας Βρετανός στρατιώτης μπορεί πάντα να νιώθει ευτυχής και ασφαλής όταν οσμίζεται το θαλασσινό νερό". Τουλάχιστον έτσι πίστευαν οι Βρετανοί στρατηγοί το 1781.

Η ΕΥΦΥΗΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ

Το 1779 και το 1780 ο Ηπειρωτικός Στρατός του Ουάσινγκτον παρέμενε μάλλον αδρανής στα υψίπεδα περί τον ποταμό Χάτσον, στο Νιού Τζέρσεϋ, αν και ήταν αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο ο Αμερικανός στρατηγός κατόρθωνε με ένα συνονθύλευμα 3.500 ρακένδυτων ανδρών να κρατά καθηλωμένη και φοβισμένη μέσα στη Νέα Υόρκη μία βρετανική φρουρά 14.500 έμπειρων επαγγελματιών πολεμιστών. Το επίτευγμα αυτό προσλαμβάνει ακόμη μεγαλύτερη αξία αν αναλογιστούμε πως η στάση του ντόπιου πληθυσμού απέναντι στον πόλεμο και στο πατριωτικό κίνημα ανεξαρτησίας εμφανιζόταν

όλο και περισσότερο απαθής. Οι στρατιώτες του Ουάσινγκτον δεν είχαν καθαρές στολές, συχνά έμεναν νηστικοί και η πληρωμή τους πολλές φορές καθυστερούσε επί μήνες. Η πολιτική του Κογκρέσου όμως ήταν να αποφεύγει τις επιτάξεις για να μη προκαλεί αισθήματα μίσους και αντεκδίκησης στον λαό κι έτσι έπρεπε να αρκείται στις δυνατότητες που του εξασφάλιζαν τα πενιχρά οικονομικά του, τα οποία στηρίζονταν κυρίως σε δωρεές πατριωτών και όχι σε φορολογικά έσοδα.

Ακόμη κι όταν οι στρατιώτες πληρώνονταν, η αμοιβή αυτή γινόταν σε νόμισμα της νεοσύστατης επαναστατικής κυβέρνησης το οποίο είχε ελάχιστη πρακτική αξία και σχεδόν κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα. Η έλλειψη χρημάτων και υλικής υποστήριξης είχε ωθήσει τον Ουάσινγκτον να γράψει τον Απρίλιο του 1781 προς το Κογκρέσο πως υπό τις παρούσες συνθήκες ο στρατός του είχε «φθάσει στα όρια της αντοχής του».

Στις 22 Μαϊου οι ελπίδες των Αμερικανών αναπτερώθηκαν απότομα, όταν ο Ουάσινγκτον πληροφορήθηκε ότι ο Γάλλος υποναύαρχος Φρανσουά Ζοζέφ Πωλ ντε Γκρας σκόπευε να μεταφέρει την ισχυρή ναυτική μοίρα του από την Καραϊβική, όπου ναυλοχούσε ως τότε, στις ανατολικές ακτές της Βόρειας Αμερικής, μάλιστα εντός του φθινοπώρου. Η πρώτη αντίδραση σε αυτά τα ευχάριστα νέα ήταν να αναβιώσουν τα φιλόδοξα σχέδια για την ανακατάληψη της Νέας Υόρκης. Ο Ουάσινγκτον είχε για τον σκοπό αυτό εκτενή συζήτηση τον Ιούνιο με τον Ροσαμπώ, του οποίου οι 4.000 καλά εκπαιδευμένοι στρατιώτες αποτελούσαν τη φρουρά του Νιούπορτ.

Ο τελευταίος είχε αρκετές αμφιβολίες για τις πιθανότητες επιτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος αλλά κατά το δεύτερο μισό του Ιουνίου πραγματοποίησε μία θαυμάσια μεταφορά των στρατευμάτων του προς τον Νότο διασχίζοντας το Κονέκτικατ. Το κατόρθωμα αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στις οργανωτικές ικανότητες ενός νεαρού αξιωματικού, του Αλεξάντρ Μπερτιέ, ο οποίος αργότερα θα κέρδιζε αθάνατη φήμη ως αρχηγός του επιτελείου της Μεγάλης Στρατιάς του Ναπολέοντα.


Παράλληλα ο Ουάσινγκτον κήρυξε γενική κινητοποίηση στους κόλπους της Αμερικανικής πολιτοφυλακής και ως τα τέλη του μήνα είχε καταφέρει να συγκεντρώσει στον Χάτσον σχεδόν 9.000 πολεμιστές, οι μισοί από τους οποίους ήταν Γάλλοι. Οι Ουάσινγκτον και Ροσαμπώ πέρασαν το υπόλοιπο του καλοκαιριού κατοπτεύοντας από κοινού τις ακτές του Μανχάταν (της μακράς χερσονήσου στο νότιο άκρο της οποίας είναι κτισμένη η Νέα Υόρκη) για να ανακαλύψουν κάποιο αδύναμο σημείο της βρετανικής άμυνας, αλλά προς μεγάλη τους απογοήτευση δεν κατάφεραν να εντοπίσουν κάτι τέτοιο.

Στο μεταξύ ο Ροσαμπώ είχε στείλει νωρίτερα μία επιστολή στον ντε Γκρας προτείνοντάς του μία συνδυασμένη επιχείρηση από ξηρά και θάλασσα στον κόλπο του Τσέζαπηκ. Εκείνος απάντησε στον Ουάσινγκτον στις 14 Αυγούστου ότι ήταν έτοιμος να συμμετάσχει σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Τον ενημέρωσε επίσης ότι αναχωρούσε άμεσα για τα αμερικανικά παράλια, όπου θα έφθανε μέσα στον μήνα, και ότι θα μπορούσε να παραμείνει στον κόλπο Τσέζαπηκ μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου.

Αρχικά ο Ουάσινγκτον δέχθηκε αυτά τα νέα μάλλον με απογοήτευση, επειδή παρέμενε προσηλωμένος στο ζήτημα της ανακατάληψης της Νέας Υόρκης, αλλά αργότερα αποφάσισε να προσαρμόσει τα σχέδιά του στα πραγματικά δεδομένα και να αλλάξει τους στόχους του. Θα άφηνε τον υποστράτηγο Ουίλιαμ Χηθ με 2.500 άνδρες να επιτηρεί τον Κλίντον και θα μετέφερε τους υπόλοιπους 2.000 Αμερικανούς και 4.000 Γάλλους στο Γιορκτάουν, 650 χιλιόμετρα νοτιότερα, όπου θα ενώνονταν με τις δυνάμεις του Λαφαγιέτ.

Το παραπάνω σχέδιο εμπεριείχε σημαντικό ποσοστό κινδύνου, αφού βασιζόταν στην παραπλάνηση του εχθρού και στην αδράνειά του. Αν ο Κλίντον κατόρθωνε με κάποιον τρόπο να πληροφορηθεί τις προθέσεις των αντιπάλων του, θα μπορούσε να πραγματοποιήσει μία μαζική έξοδο, να κινηθεί κατά του Χηθ και να τον συντρίψει αλλά και να αιφνιδιάσει το υπόλοιπο Γαλλο - Αμερικανικό στράτευμα σε κάποια φάση της πορείας του προς τον Νότο.

Για τους λόγους αυτούς ήταν απαραίτητη η τήρηση αυστηρής μυστικότητας από πλευράς Ουάσινγκτον, ο οποίος σχεδίασε μία ολόκληρη επιχείρηση παραπλάνησης του εχθρού και απόκρυψης των κινήσεων του Γαλλο - Αμερικανικού στρατού. Οι Αμερικανοί πατριώτες φρόντισαν να πέσουν με αληθοφανή τρόπο στα χέρια του εχθρού ψεύτικες διαταγές, ενώ συνεχίστηκε παράλληλα το πρόγραμμα κατασκευής νέων αρτοποιείων στο βόρειο Νιού Τζέρσεϋ, ώστε να πεισθούν οι Βρετανοί ότι η δύναμη του Ροσαμπώ σκόπευε να παραμείνει εκεί για μεγάλο διάστημα.

Προστατευμένος από αυτό το αποτελεσματικό πέπλο μυστικότητας ο συμμαχικός στρατός άρχισε την πορεία του προς τον Νότο στις 21 Αυγούστου 1781. Ο Κλίντον ήταν τόσο σίγουρος ότι επόμενος στόχος των αντιπάλων του ήταν η Νέα Υόρκη ώστε υπέθεσε πως οι κινήσεις των επαναστατών ήταν παραπλανητικές και επιχειρούσαν να τραβήξουν αλλού την προσοχή του. Μόλις στις 2 Σεπτεμβρίου αντιλήφθηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά και ειδοποίησε γραπτώς τον Κορνουώλις να βρίσκεται σε ετοιμότητα. Όμως εκείνη την ημέρα οι άνδρες του Ουάσινγκτον περνούσαν από τη Φιλαδέλφεια και τίποτα δεν μπορούσε να ανακόψει την πορεία τους προς τη Βιρτζίνια.

Η ΤΥΧΗ ΔΙΝΕΙ ΣΤΟΥΣ ΓΑΛΛΟΥΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Η εξαπάτηση του Κλίντον και η ακινητοποίηση της σημαντικής δύναμής του κατά το αρχικό κρίσιμο διάστημα ήταν βέβαια παράγοντας ζωτικής σημασίας για την επιτυχία του τολμηρού εγχειρήματος, αλλά οι Αμερικανοί δεν θα μπορούσαν να τρέφουν μεγάλες ελπίδες αν δεν είχαν την άμεση και αποφασιστική υποστήριξη του γαλλικού στόλου. Ο ντε Γκρας είχε αποπλεύσει από το ακρωτήριο Φρανσουά των Δυτικών Ινδιών με 29 πλοία της γραμμής στις 5 Αυγούστου. Η κίνηση αυτή δεν διέφυγε της προσοχής της βρετανικής μοίρας υπό τον ναύαρχο Χούντ, που βρισκόταν στην Αντίγκουα αντικαθιστώντας προσωρινά τον ασθενή ναύαρχο Ρόντνεϋ.

Ο Χούντ πίστεψε λανθασμένα ότι μόνο ένα μέρος του Γαλλικού στόλου ανέβαινε βόρεια και επιχείρησε να το σταματήσει με τα 14 πολεμικά πλοία που διέθετε. Δεν γνώριζε όμως και ποιος ήταν ο προορισμός των Γάλλων: έπλεαν άραγε προς τον κόλπο Τσέζαπηκ ή προς τη Νέα Υόρκη; Ο Βρετανός ναύαρχος έσπευσε ολοταχώς αρχικά προς την πρώτη τοποθεσία, όπου και έφθασε στις 25 Αυγούστου, αλλά μη βλέποντας τίποτα ανησυχητικό αποφάσισε να συνεχίσει προς τα βόρεια για να καλύψει τη Νέα Υόρκη.


Επρόκειτο για ένα παιγνίδι της τύχης, όπως συμβαίνει πολύ συχνά στην Ιστορία, αφού η μοίρα του ντε Γκρας είχε απλώς καθυστερήσει κατά τον πλού της λόγω μιας επίσκεψης στην Αβάνα, με αποτέλεσμα αν και είχε αποπλεύσει πρώτη να εμφανιστεί στον κόλπο Τσέζαπηκ πέντε ολόκληρες ημέρες αργότερα από την άφιξη του Χούντ εκεί. Ετσι οι Γάλλοι έφθασαν ανενόχλητοι στο Γιορκτάουν, ενώ ο Χούντ διαπίστωσε με τρόμο πως δεν υπήρχε ίχνος εχθρού όχι μόνο στη Νέα Υόρκη αλλά ούτε στο Νιούπορτ, αφού η μοίρα του Μπαράς είχε επίσης διαφύγει προς τον Νότο.

Η διοίκηση του Βρετανικού στόλου πέρασε στον αρχαιότερο αξιωματικό, που ήταν ο ναύαρχος Τόμας Γκρέηβς, ο οποίος βρισκόταν στη Νέα Υόρκη. Σπεύδοντας προς Νότο με 19 μεγάλα πολεμικά (σύνολο 1.200 πυροβόλα) ο Βρετανός ήλπιζε να προλάβει και να καταστρέψει τουλάχιστον την ασθενή μοίρα του Μπαράς. Πάλι το Βασιλικό Ναυτικό αποδείχθηκε ταχύτερο από το θήραμά του και το ξεπέρασε κατά πέντε ημέρες. Ετσι αντί για τον Μπαράς οι Γκρέηβς και Χούντ βρήκαν τα 24 πολεμικά του ντε Γκρας (σύνολο 1.800 πυροβόλα), τα οποία ήταν ακόμη απασχολημένα με την εκφόρτωση εφοδίων.

Στο κρίσιμο εκείνο χρονικό σημείο ο Γκρέηβς δίστασε να επιτεθεί αμέσως και προτίμησε να δώσει στα πλοία του κατάλληλη τακτική διάταξη στα ανοικτά. Αυτή η ενέργεια επέτρεψε στον ντε Γκρας να οργανώσει τη μοίρα του ανενόχλητος και να κινηθεί προς συνάντηση του εχθρού. Η ναυμαχία των ακρωτηρίων του Τσέζαπηκ ήταν στην πραγματικότητα μία άσκοπη ανταλλαγή κανονιοβολισμών. Έπειτα από αυτή τη συμπλοκή οι δύο στόλοι παρέμειναν αντιμέτωποι αλλά εκτός ακτίνας βολής επί πέντε ημέρες, έως ότου εμφανίστηκε η δύναμη του Μπαράς.

Απογοητευμένος από την αύξηση της αριθμητικής δύναμης του αντιπάλου του σε 36 κύρια πολεμικά πλοία, ο Γκρέηβς έκρινε ότι δεν μπορούσε να προσφέρει περαιτέρω βοήθεια στον Κορνουώλις παραμένοντας στην περιοχή και επέστρεψε στη Νέα Υόρκη. Η είδηση για την άφιξη των πλοίων του ντε Γκρας στον κόλπο Τσέζαπηκ αλλά και για την επιτυχή απόκρουση του Βασιλικού Ναυτικού προκάλεσε στον Ουάσινγκτον μία σπάνια έκρηξη ενθουσιασμού. Καθώς ο Ροσαμπώ περνούσε με τις δυνάμεις του από το Τσέστερ, εξεπλάγη αντικρίζοντας τον συνήθως μετρημένο και συντηρητικό Αμερικανό στρατηγό να χορεύει στο λιμάνι ανεμίζοντας το καπέλο του.

Ο ενθουσιασμός του ηγέτη των επαναστατικών στρατευμάτων ήταν δικαιολογημένος. Η μοίρα του ντε Γκρας προσέθεσε 3.200 πολεμιστές στο συμμαχικό στρατόπεδο (την ταξιαρχία του Μαρκήσιου ντε Σαίν Σιμόν) και χάρη σε αυτές τις ενισχύσεις ο Λαφαγιέτ μπορούσε να κρατήσει τον Κορνουώλις ακινητοποιημένο στο Γιορκτάουν μέχρις ότου φθάσουν τα στρατεύματα από τον Βορρά. Επρόκειτο για μια σπάνια ευκαιρία που δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ κατά το παρελθόν στους Αμερικανούς επαναστάτες.

Μπορούσαν πλέον να ελπίζουν όχι απλώς σε μία νίκη επί των Βρετανών αλλά στην εκμηδένιση μιας ολόκληρης στρατιάς 8.500 ανδρών, η οποία είχε παγιδευτεί και δεν μπορούσε να διαφύγει. Αφού βρήκε λίγο χρόνο για να επισκεφθεί τον τόπο καταγωγής του στο Μάουντ Βέρνον της Βιρτζίνια (η πρώτη τέτοια επίσκεψη από τότε που άρχισε ο πόλεμος), ο Ουάσινγκτον έσπευσε κατόπιν στο Ουίλιαμσμπεργκ για να δει πώς θα μπορούσε να καταφέρει τη χαριστική βολή στον Κορνουώλις.

ΟΙ ΒΡΕΤΑΝΟΙ ΠΑΓΙΔΕΥΟΝΤΑΙ

Ο Ουάσινγκτον και ο Ροσαμπώ έφθασαν στο στρατόπεδο του Λαφαγιέτ στο Ουίλιαμσμπεργκ στις 14 Σεπτεμβρίου 1781. Την ίδια στιγμή ο στρατός τους εξακολουθούσε να είναι απλωμένος πίσω τους σε μήκος τόσων δεκάδων χιλιομέτρων ώστε οι τελευταίοι στρατιώτες δεν έφθασαν στον προορισμό τους παρά 10 ημέρες αργότερα. Με την προσθήκη των ανδρών του ντε Γκρας ωστόσο ο Λαφαγιέτ διέθετε ήδη 8.000 μαχητές, περισσότερους από όσους είχε ο πολιορκημένος Κορνουώλις (η δύναμη των Βρετανών δεν υπερέβαινε τους 7.200 άνδρες).

Συνεπώς ο Ουάσινγκτον μπορούσε να είναι σίγουρος ότι το θήραμά του δεν είχε ελπίδα διαφυγής ακόμη κι αν αργούσαν οι Γαλλο - Αμερικανικές ενισχύσεις. Η μόνη ανησυχία του Ουάσινγκτον αφορούσε τη στάση του ντε Γκρας, επειδή γνώριζε καλά ότι η παρουσία της Γαλλικής ναυτικής μοίρας στον κόλπο Τσέζαπηκ ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση της πολιορκίας του Γιορκτάουν.


Για τον λόγο αυτό φρόντισε να επιβιβαστεί στις 17 Σεπτεμβρίου σε ένα μικρό σκάφος και να διαπλεύσει τον ποταμό Τζέημς προκειμένου να συναντήσει αυτοπροσώπως τον Γάλλο ναύαρχο πάνω στην επιβλητική ναυαρχίδα του, το γιγαντιαίο τρίκροτο «Ville de Paris». Η συνάντηση των δύο ανδρών έγινε σε ιδιαίτερα θερμό κλίμα, με τον ντε Γκρας να ασπάζεται τον επισκέπτη του και να υπόσχεται ότι θα κρατήσει τον στόλο του στον κόλπο Τσέζαπηκ τουλάχιστον μέχρι το τέλος του μήνα. Με βάση αυτή τη διαβεβαίωση ο Ουάσινγκτον έσπευσε να επιστρέψει στο στρατόπεδό του για να οργανώσει τα επόμενα βήματα του επαναστατικού στρατού.

Μία ξαφνική αλλαγή της φοράς του ανέμου δεν του επέτρεψε να αποβιβαστεί στην ξηρά παρά στις 22 Σεπτεμβρίου, αφού πέρασε πέντε ολόκληρα εικοσιτετράωρα θαλασσοδέρνοντας στα ανοικτά. Συγκεντρωμένος πλέον ο συμμαχικός στρατός και αριθμώντας 20.000 περίπου άνδρες αναχώρησε από το Ουίλιαμσμπεργκ για το Γιορκτάουν στις 05.00 της 28ης Σεπτεμβρίου. Φθάνοντας στα περίχωρα της πόλης την περιέσφιξε από όλες τις κατευθύνσεις. Οι Αμερικανοί οχυρώθηκαν στις νότιες και στις νοτιοανατολικές παρυφές της ενώ οι Γάλλοι στις δυτικές, παραχωρώντας με αβρότητα την τιμητική δεξιά πτέρυγα στους συμμάχους τους.

Ο Ουάσινγκτον είχε για πρώτη φορά στη διάθεσή του μία τόσο ισχυρή και εμπειροπόλεμη Αμερικανική δύναμη. Ο κορμός της αποτελείτο από τρεις μεραρχίες: την Ελαφρά Μεραρχία του Λαφαγιέτ (με ένα τάγμα της Μασαχουσέτης, ένα του Κονέκτικατ, ένα της Νέας Υόρκης, δύο μικτά από τη Νέα Αγγλία και το Καναδικό Σύνταγμα Χέηζεν), τη 2η Μεραρχία του υποστρατήγου Μπέντζαμιν Λίνκολν (1ο και 2ο Σύνταγμα Νέας Υόρκης, 1ο και 2ο Σύνταγμα Νιού Τζέρσεϋ και Σύνταγμα Ρόουντ Αϊλαντ) και την 3η Μεραρχία του υποστρατήγου-βαρώνου φον Στόιμπεν (1ο και 2ο Σύνταγμα Πενσυλβάνια, 3ο Σύνταγμα Βιρτζίνια, 3ο και 4ο Σύνταγμα Μαίρυλαντ).

Υπήρχε ακόμη η δύναμη πυροβολικού υπό τον ταξίαρχο Χένρυ Νοξ (1ο, 2ο και 4ο Ηπειρωτικό Σύνταγμα Πυροβολικού) και η πολιτοφυλακή της Βιρτζίνια υπό τον ταξίαρχο Τόμας Νέλσον με 3.200 περίπου άνδρες. Ο Γαλλικός Στρατός συμμετείχε στην πολιορκία με τέσσερις ταξιαρχίες του: την Ταξιαρχία Μπουρμπονουά (υποστράτηγος - Βαρώνος ντε Βιομενίλ), την Ταξιαρχία Σουασονουά (υποστράτηγος - υποκόμης ντε Βιομενίλ), την Ταξιαρχία Αζενουά (υποστράτηγος - Μαρκήσιος ντε Σαίν Σιμόν) και την Ταξιαρχία Τουρέν (συνταγματάρχης - υποκόμης ντε Ποντώ).

Επιπρόσθετα ο Ουάσινγκτον ανέθεσε σε 1.400 άνδρες υπό τον ταξίαρχο - Μαρκήσιο ντε Σουασί να περάσουν τον ποταμό Γιόρκ και να αποκλείσουν το ολιγάριθμο απόσπασμα του Τάρλετον. Από την πλευρά του ο Κορνουώλις είχε στη διάθεσή του μία αρκετά αξιόλογη δύναμη η οποία περιελάμβανε μερικές από τις καλύτερες μονάδες του Βρετανικού Στρατού.

Υπήρχε η Ταξιαρχία Πεζικού Φρουράς υπό τον ταξίαρχο Τσαρλς Ο' Χάρα, η Ταξιαρχία Ελαφρού Πεζικού του αντισυνταγματάρχη Ρόμπερτ Αμπερκρόμπι, στην οποία υπάγονταν το 82ο Σύνταγμα, οι λόχοι ελαφρού πεζικού των υπολοίπων παρόντων συνταγμάτων αλλά και των 4ου, 15ου, 27ου, 37ου, 38ου, 40ού, 45ου, 49ου, 55ου και 63ου Συνταγμάτων, η 1η Ταξιαρχία του αντισυνταγματάρχη Τζων Γιόρκ (17ο, 23ο και 33ο Σύνταγμα Πεζικού και 2ο Τάγμα του 71ου Συντάγματος) και η 2η Ταξιαρχία του αντισυνταγματάρχη Τόμας Ντούντας (43ο, 76ο και 80ό Σύνταγμα Πεζικού).

Σημαντική ήταν και η παρουσία των Γερμανών μισθοφόρων με το 1ο Σύνταγμα Ανσμπαχ, το 2ο Σύνταγμα Μπαϊρόιτ, το Σύνταγμα Πριντς Ερμπ και το Σύνταγμα φον Μπόζε, υποστηριζόμενα από λόχους κυνηγών και στοιχεία πυροβολικού. Οι Αμερικανοί επαναστάτες ήταν επίσης ιδιαίτερα ευτυχείς πληροφορούμενοι ότι μεταξύ των κυκλωμένων εχθρικών δυνάμεων βρισκόταν επίσης η Βρετανική Λεγεώνα του Τάρλετον, αποτελούμενη από φιλοβασιλικούς Αμερικανούς, και το Σύνταγμα των Ρέηντζερς της Βασίλισσας, που είχε στελεχωθεί με τον ίδιο τρόπο.

Η δύναμη πυροβολικού υπό τον λοχαγό Τζωρτζ Ροσφόρ διέθετε 65 πυροβόλα. Ο Κορνουώλις είχε λάβει πρόσφατα επιστολή του Κλίντον με την οποία τού υποσχόταν την ταχεία αποστολή ενισχύσεων (τουλάχιστον 5.000 ανδρών) κι έτσι αποφάσισε να μην κινηθεί προς συνάντηση του εχθρού που πλησίαζε αλλά να περιμένει παθητικά την άφιξή του μέσα στο Γιορκτάουν, εγκαταλείποντας μάλιστα όλη την περίμετρο των εξωτερικών οχυρωματικών του έργων και περιοριζόμενος στην επάνδρωση των οχυρών τα οποία βρίσκονταν εγγύτερα στην πόλη.


Η απόφαση αυτή έγινε επί πολλά χρόνια αργότερα αντικείμενο έντονων επικρίσεων από τους ιστορικούς, αφού ο Βρετανός στρατηγός εγκατέλειψε αμαχητί ισχυρές θέσεις, η εκπόρθηση των οποίων θα απαιτούσε από τον εχθρό πολλές εβδομάδες σκληρού πολιορκητικού αγώνα, εκτροχιάζοντας τελείως το πρόγραμμα συνεργασίας χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων.

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Παρά την τεράστια εις βάρος του ανισορροπία ισχύος ο Τζώρτζ Ουάσιγκτον και οι ομοϊδεάτες του, μετά από τις αψιμαχίες στο Λέξινγκτον και στο Κόνραντ το 1775, προχώρησε στην ανακήρυξη της ανεξαρτησίας των ΗΠΑ από τη Μεγάλη Βρετανία στις 4/7 1776. Από την αρχή συνειδητοποίησε, ότι αν και φαινόταν αδύνατο να νικήσει, θα μπορούσε ωστόσο να παρατείνει τη σύγκρουση τόσο ώστε η βρετανική κοινή γνώμη να βαρεθεί το κόστος του πολέμου σε χρήμα και ανθρώπινες απώλειες και να τερματίσει τη σύγκρουση αποδεχόμενη την ανεξαρτησία.

Ήταν έμπειρος αξιωματικός, με πολεμική πείρα από την Πολιορκία του Κεμπέκ από τη Μεγάλη Βρετανία. Ήξερε ότι η Μεγάλη Βρετανία είχε εξαπλωθεί τόσο πολύ παγκοσμίως, ώστε δεν είχε την πολυτέλεια να αναπτύξει στην Αμερικανική ήπειρο αρκετές δυνάμεις ώστε να συντρίψει την επανάσταση. Τα γεγονότα δικαίωσαν τελικά τις προβλέψεις του. Κατά το πρώτο έτος του πολέμου (1776) οι συγκρούσεις περιορίστηκαν γύρω από τη Νέα Υόρκη και τη Βοστόνη. Σ' αυτές τις πρώτες συγκρούσεις νικήθηκαν τυπικά οι Αμερικανοί, αλλά κατόρθωσαν να διασώσουν τον κύριο όγκο των δυνάμεών τους.

Τον επόμενο χρόνο (1777) έγινε η επίσης αποφασιστική Μάχη της Σαρατόγκα. Αυτή κατέληξε σε νίκη των Αμερικανών, αρκετά καθαρή ώστε πολλά κράτη της Ευρώπης πήραν πλέον στα σοβαρά την επανάσταση και άρχισαν να την εκμεταλλεύονται για να πλήξουν το ΗΒ. Η Γαλλία πρώτη αναγνώρισε τις ΗΠΑ, ενώ επίσης η Ισπανία και η Ολλανδία κήρυξαν πόλεμο στη Μεγάλη Βρετανία. Το 1778 ήταν αμφίρροπο: Η Μεγάλη Βρετανία κράτησε τις σημαντικές πόλεις - προπύργια Νέα Υόρκη και Βοστόνη αλλά δεν ήταν σε θέση να συντρίψει τον επαναστατικό στρατό.

Ταυτόχρονα, ούτε ο Ουάσιγκτον διέθετε αρκετή ισχύ ώστε να πολιορκήσει τα Βρετανικά φρούρια. Η σύγκρουση έμοιαζε να οδηγείται σε αδιέξοδο. Στα τέλη του έτους ο Βρετανός διοικητής Χένρυ Κλίντον, σκέφτηκε να αξιοποιήσει τη ναυτική του ισχύ και έστειλε μεγάλο μέρος του στρατού του υπό τον Τσαρλς Κορνουόλις να επιτεθεί στις Νότιες Πολιτείες (αποικίες τις αποκαλούσαν οι Βρετανοί). Πράγματι, κατέλαβε αρκετές πόλεις, ενώ τα τοπικά επαναστατικά στρατεύματα περιορίστηκαν σε ανταρτοπόλεμο.

Η κατάσταση αυτή κράτησε ως την άνοιξη του 1781, οπότε ο Κορνουόλις κατέλαβε το Γιόρκταουν της Βιρτζίνια. Εκεί όμως σταμάτησε, οχύρωσε την πόλη και περίμενε ενισχύσεις και εφόδια από τη θάλασσα. Απέφυγε κάθε άλλη επιθετική πρωτοβουλία, παρά το γεγονός ότι υπερείχε ακόμη αριθμητικά 2:1 σε σχέση με τις Αμερικανικές δυνάμεις στην περιοχή.

Αυτό ήταν και το ολέθριο λάθος του, αφού αντί να έρθουν ενισχύσεις γι' αυτόν ήρθαν τελικά για τους αντιπάλους του: Γαλλικό εκστρατευτικό σώμα υπό τον Ζαν Μπατίστ Ποντόν ντε Ροσαμπώ και ο γαλλικός στόλος υπό το ναύαρχο Πωλ ντε Γκρας. Ήρθε επίσης και ο Ουάσιγκτον με τον κύριο όγκο των δυνάμεών του, αφού άφησε μικρές δυνάμεις να παρενοχλούν τα υπό βρετανική κατοχή φρούρια της Νέας Υόρκης και Βοστόνης, που ωστόσο κατόρθωσαν να καθηλώσουν τις εκεί ισχυρές βρετανικές φρουρές.

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ

Μέχρι να φτάσει στην περιοχή κοντά στο Γιόρκταουν το Αμερικανικό πεζικό του Ουάσιγκτον, ο Γαλλικός στόλος του Ντε Γρας απώθησε το Βρετανικό, αποβίβασε τις Γαλλικές ενισχύσεις στην περιοχή και απέκλεισε την είσοδο του Κόλπου Τσέσαπικ. Τέλη Σεπτεμβρίου 1781 έφτασε τελικά το Αμερικανικό πεζικό του Ουάσιγκτον και η πολιορκία άρχισε με βομβαρδισμό του οχυρού από τα 52 κανόνια του Γαλλικού πυροβολικού. Ταυτόχρονα οι πολιορκητές έσκαψαν χαρακώματα προς το οχυρό, ώστε να το πλησιάζουν υπό κάλυψη.


Στις 14 Οκτωβρίου έφοδος του Αμερικανο - Γαλλικού πεζικού απώθησε τους Βρετανούς από τη γραμμή οχυρωμάτων και μετακίνησε πάνω σ' αυτά το πυροβολικό με αποτέλεσμα να μπορεί πλέον να βομβαρδίζει την ίδια την πόλη. Στις 17 Οκτωβρίου, ο Κορνουόλις ζήτησε κατάπαυση του πυρός και δέχθηκε παράδοση άνευ όρων των επιζώντων του στρατού του. Οι απώλειές του (δείτε τον παραπάνω πίνακα) δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλες, αλλά αποφάσισε ότι η αντίσταση ήταν πλέον μάταιη.

Κατά την τελετή της παράδοσης, ο Βρετανός διοικητής προφασίστηκε ασθένεια και έστειλε τον υπασπιστή του, Τσαρλς Οχάρα, να παραδώσει το ξίφος του, ως σύμβολο της παράδοσής του. Εκείνος, προσπάθησε να το παραδώσει στο Γάλλο διοικητή Ροσαμπώ, αλλά εκείνος αρνήθηκε να το παραλάβει και τον παρέπεμψε στον Ουάσιγκτον. Τελικά, ούτε ο Ουάσιγκτον παρέλαβε το ξίφος, αλλά διέταξε το δικό του υπασπιστή Βενιαμίν Φραγκλίνο.

ΣΙΔΕΡΕΝΙΟΣ ΚΛΟΙΟΣ

Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο εβδομάδων οι σύμμαχοι έσφιξαν ακόμη περισσότερο τον κλοιό γύρω από το Γιορκτάουν και τη νύκτα της 6ης Οκτωβρίου άρχισαν την κατασκευή μιας οχυρωματικής γραμμής η οποία ακολουθούσε παράλληλα το νότιο τείχος της πόλης από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Για τον σκοπό αυτό 1.500 Αμερικανοί και Γάλλοι εργάστηκαν σκληρά και με αυταπάρνηση ώστε μέχρι το ξημέρωμα να έχει ετοιμαστεί ένα χαράκωμα μήκους 2.000 μέτρων απέναντι στις βρετανικές θέσεις (κάτι στο οποίο βοήθησε και το μαλακό χώμα της περιοχής).

Δύο ημέρες αργότερα τα βαρέα πυροβόλα των συμμάχων άνοιξαν πυρ κατά των πολιορκημένων και διατήρησαν αυτό το σφυροκόπημα καθ' όλη τη διάρκεια της νύκτας. Αν και οι υλικές ζημιές που προκλήθηκαν στο Γιορκτάουν ήταν σημαντικές, ακόμη σοβαρότερο αντίκτυπο είχαν στο ηθικό της φρουράς οι βαριές απώλειες μεταξύ του προσωπικού και η κακή ψυχολογική κατάσταση, που επιδεινωνόταν από τη διάχυτη αίσθηση περί του αδιεξόδου. Για να σωθούν από το συνεχές πυρ του εχθρού ο Κορνουώλις και το επιτελείο του εγκατέλειψαν τα καταλύματά τους μέσα στην πόλη και μεταφέρθηκαν κάτω από τους απόκρημνους βράχους της ακτής.

Στις 10 Οκτωβρίου, έπειτα από έναν νέο ολονύκτιο βομβαρδισμό, ο Κορνουώλις έγραψε στον Κλίντον: «Τίποτα άλλο δεν μπορεί να μας σώσει, εκτός από μια δυναμική είσοδο στον Τζέημς που θα συνοδεύεται από επιτυχή ναυτική δράση». Προσέθεσε δε με θλίψη: «Δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αντισταθούμε για πολύ ακόμη». Η κατάσταση στο Γιορκτάουν προσλάμβανε ήδη δραματικές διαστάσεις, αφού είχαν παρατηρηθεί τα πρώτα κρούσματα ευλογιάς. Στο μεταξύ οι Αμερικανοί συνέχιζαν με ακαταπόνητη δραστηριότητα τις προσπάθειές τους να εξουδετερώσουν την άμυνα της πόλης.

Τη νύκτα της 11ης Οκτωβρίου προχώρησαν στην κατασκευή μιας νέας οχυρωματικής γραμμής αρκετές δεκάδες μέτρα εγγύτερα στο Γιορκτάουν. Ωστόσο η ύπαρξη δύο βρετανικών οχυρών, των Νο 9 και Νο 10, εμπόδιζε την επέκταση αυτού του έργου μέχρι την όχθη του ποταμού. Άλλος τρόπος παράκαμψης δεν υπήρχε κι έτσι τρεις νύκτες αργότερα οι σύμμαχοι εφόρμησαν εναντίον αυτών των ζωτικών σημείων της βρετανικής άμυνας. Οι Γάλλοι με 400 άνδρες υπό τον αντισυνταγματάρχη- κόμη Ζιλιόμ ντε Πον ανέλαβαν την κατάληψη του οχυρού Νο 9 και οι Αμερικανοί με άλλους τόσους υπό τον αντισυνταγματάρχη Αλεξάντερ Χάμιλτον (της ταξιαρχίας του Λαφαγιέτ) επιτέθηκαν στο οχυρό Νο 10.

Όπως συμβαίνει συχνά με τις μικτές επιχειρήσεις, ένα είδος ανταγωνισμού ήταν αναπόφευκτο μεταξύ των συμμάχων. Αρχικά οι Γάλλοι φάνηκαν δύσπιστοι σχετικά με την ικανότητα των Αμερικανών να φέρουν σε πέρας μία τόσο πολύπλοκη και λεπτή στρατιωτική επιχείρηση, όπως είναι η κατάληψη οχυρωμένης θέσης. Ο Λαφαγιέτ όμως φλεγόταν από επιθυμία να δείξει στους επαγγελματίες συμπατριώτες του το επίπεδο εκπαίδευσης και πειθαρχίας των επαναστατών και δεν έχασε την ευκαιρία.

Τελικά η επίθεση των Γάλλων ήταν εκείνη που προσέκρουσε στην ισχυρότερη αντίσταση, την οποία έκαμψαν έπειτα από μάχη 30 λεπτών, με απώλειες 15 νεκρούς και 77 τραυματίες. Αντίθετα οι Αμερικανοί, έχοντας ως εμπροσθοφυλακή 20 αποφασισμένους άνδρες του 4ου Συντάγματος του Κονέκτικατ, σημείωσαν ανέλπιστη και απόλυτη επιτυχία κατορθώνοντας να καταλάβουν το οχυρό Νο 10 με ελαφρές απώλειες (εννέα νεκροί και 31 τραυματίες) και 20 ολόκληρα λεπτά πριν οι Γάλλοι πετύχουν τον δικό τους αντικειμενικό σκοπό.


Μέσα στην ευφορία της στιγμής ο Λαφαγιέτ δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να στείλει έναν αγγελιαφόρο στη γαλλική πλευρά για να ρωτήσει μήπως χρειάζονται βοήθεια. Το ίδιο βράδυ κιόλας οι σκαπανείς άρχισαν να εργάζονται για την ολοκλήρωση της οχυρωματικής γραμμής η οποία έκλεινε σαν θανάσιμος βρόχος το Γιορκτάουν, απέχοντας μόλις 250 μέτρα από τις Βρετανικές θέσεις. Την επομένη ο Κορνουώλις διεμήνυσε καταπτοημένος στον Κλίντον: «Η κατάστασή μας τώρα έχει καταστεί εξαιρετικά κρίσιμη».

Ο Κλίντον γνώριζε πλέον με κάθε λεπτομέρεια τη σοβαρή απειλή που αντιμετώπιζαν οι Βρετανικές δυνάμεις στο Γιορκτάουν και είχε προετοιμάσει τις ενισχύσεις που είχε υποσχεθεί στον Κορνουώλις. Οι λόγοι που τον ώθησαν να καθυστερήσει την αμφίβια επιχείρηση διάσωσης ήταν οι ανάγκες επισκευών στα πλοία του Γκρέηβς, οι οποίες δεν μπορούσαν να περατωθούν νωρίτερα από τις 12 Οκτωβρίου.

Οργισμένος από την αδυναμία αντίδρασης ο Κλίντον σκέφθηκε ακόμη και να εκτελέσει έναν χερσαίο αντιπερισπασμό, πιθανώς απειλώντας τη Φιλαδέλφεια, ώστε να μειώσει την πίεση που δεχόταν ο Κορνουώλις και πιθανώς να αναγκάσει τον Ουάσινγκτον να λύσει την πολιορκία. Η έκβαση ενός τέτοιου εγχειρήματος όμως ήταν αμφίβολη και ο χρόνος που απαιτείτο αρκετός. Έτσι επέστρεψε στην ιδέα της αποστολής ενισχύσεων δια θαλάσσης. Η απουσία ναυπηγικών εγκαταστάσεων στη Νέα Υόρκη, η έλλειψη κρίσιμων υλικών και μια σειρά από ατυχήματα ανέβαλαν την προετοιμασία του στόλου ως τις 19 Οκτωβρίου.

Τότε ο Κλίντον απέπλευσε με 28 κύρια πολεμικά και οκτώ φρεγάτες, ακολουθούμενος από μεταγωγικά στα οποία είχαν επιβιβαστεί 7.149 στρατιώτες. Ήταν πολύ αργά. Η δύναμη θα έφθανε στο Γιορκτάουν πέντε ημέρες αφότου όλα είχαν τελειώσει. Πολλοί από τους νεώτερους αξιωματικούς που υπηρετούσαν υπό τις διαταγές του Κορνουώλις ήταν απογοητευμένοι από την αδράνεια του προϊσταμένου τους και δεν κατανοούσαν το γιατί δεν επιχειρούσε να αντεπιτεθεί ή, τουλάχιστον, να δοκιμάσει μία απεγνωσμένη έξοδο από την παγίδα, πριν οι δυνάμεις του φθαρούν απελπιστικά.

Οι απόψεις τους εισακούστηκαν τελικά από τον Κορνουώλις μόνον όταν ο κλοιός πλησίαζε να γίνει απόλυτος και θανάσιμος. Λίγο πριν από το ξημέρωμα της 16ης Οκτωβρίου ο αντισυνταγματάρχης Ρόμπερτ Αμπερκρόμπι με 350 άνδρες εκτέλεσε μία επιδρομή κατά των συμμαχικών γραμμών, όπου συνέλαβε μερικούς αιχμαλώτους και κατέστρεψε έξι πυροβόλα. Τέτοιες τοπικές επιτυχίες όμως δεν μπορούσαν να ανατρέψουν την προοπτική της καταστροφής, όσο η βρετανική φρουρά του Γιορκτάουν δεν επιχειρούσε να διαφύγει μαζικά και αποφασιστικά.

Ο Κορνουώλις μάλλον αντιλήφθηκε το αδιέξοδο στο οποίο είχε οδηγηθεί και τη νύκτα που έγινε η επιτυχής επιδρομή έστειλε στο Γκλόουσεστερ Πόιντ 1.000 στρατιώτες της Φρουράς και του Ελαφρού Πεζικού και όλους τους τραυματίες του, σκοπεύοντας να επιχειρήσει τις επόμενες ημέρες μία έξοδο από εκείνο το σημείο και να βαδίσει προς τη Νέα Υόρκη. Το σχέδιο αυτό ναυάγησε όταν κατά τη διάρκεια του πλού της επιστροφής στο Γιορκτάουν οι 16 μεγάλες λέμβοι, καθεμία από τις οποίες χωρούσε 100 άνδρες, διασκορπίστηκαν στο ποτάμι από μία ισχυρή καταιγίδα.

Έχοντας μείνει χωρίς οβίδες πυροβολικού και με τα περισσότερα οχυρά του κατεστραμμένα από τις βολές 100 συμμαχικών πυροβόλων, ο Κορνουώλις έκρινε ότι είχε φθάσει η ώρα να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τον εχθρό. Στις 09.00 της 17ης Οκτωβρίου ένας μοναχικός τυμπανιστής του Βρετανικού Στρατού ντυμένος με την κόκκινη φανταχτερή στολή του εμφανίστηκε στις θέσεις των πολιορκημένων και άρχισε μακρόσυρτα κτυπήματα, στέλνοντας το μήνυμα ότι η διοίκησή του ζητούσε ανακωχή για συνομιλίες.

Σταδιακά τα πυρά εκατέρωθεν σταμάτησαν και ένας Βρετανός υπολοχαγός εμφανίστηκε ανεμίζοντας ένα λευκό μαντήλι πάνω από το κεφάλι του και βαδίζοντας αργά στη νεκρή ζώνη, η οποία είχε ανασκαφεί από τις οβίδες.


''Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΥΡΙΣΕ ΑΝΑΠΟΔΑ''

Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο στρατών στο Γιορκτάουν διεξήχθησαν στις 18 Οκτωβρίου 1781 στην έπαυλη Μούρ, ένα περίπου χιλιόμετρο πίσω από τις συμμαχικές γραμμές. Ο Κορνουώλις ζήτησε προθεσμία 24 ωρών για να συμφωνηθούν οι όροι συνθηκολόγησης, αλλά δεν έλαβε περισσότερες από δύο. Αρχικά προσπάθησε να αποσπάσει τους όρους που είχαν ισχύσει κατά την παράδοση του στρατηγού Μπεργκόιν στη Σαρατόγκα: οι άνδρες του να αφοπλιστούν μεν αλλά να είναι ελεύθεροι να επαναπατριστούν υπό τον όρο να μη λάβουν πάλι τα όπλα κατά των Αμερικανών.

Ο Ουάσινγκτον όμως ήταν τελείως αντίθετος σε αυτή την πρόταση και ήθελε τους αιχμαλώτους περιορισμένους σε στρατόπεδα κατά το υπόλοιπο του πολέμου. Επιπλέον επέμενε να επιβληθούν στους ηττημένους οι όροι που είχαν απαιτηθεί από τον στρατό του Αμερικανού Λίνκολν στο Τσάρλεστον, δηλαδή να βαδίσουν με τυλιγμένες σημαίες ανάμεσα στους νικητές παιανίζοντας ένα δικό τους εμβατήριο.

Επρόκειτο για έναν ιδιαίτερα ταπεινωτικό όρο σύμφωνα με τα στρατιωτικά έθιμα της εποχής, κατά την οποία συνηθιζόταν ο ηττημένος να παιανίζει εμβατήριο του αντιπάλου βαδίζοντας προς την αιχμαλωσία, ως ύστατη χειρονομία υπερηφάνειας. Ο Κορνουώλις είχε στερήσει τον προηγούμενο χρόνο από τη φρουρά του Τσάρλεστον αυτή τη δυνατότητα και ο συνταγματάρχης Τζων Λόρενς, που είχε ζήσει εκείνα τα γεγονότα και βρισκόταν πλέον στο επιτελείο του Ουάσινγκτον συμμετέχοντας μάλιστα ως μεσολαβητής στις διαπραγματεύσεις, είχε πολύ καλή μνήμη για να αφήσει μία τέτοια προσβλητική μεταχείριση ατιμώρητη.

Στις έντονες διαμαρτυρίες του Κορνουώλις αντέτεινε πως είτε οι Αμερικανικοί όροι θα γίνονταν δεκτοί, είτε θα σταματούσαν αμέσως οι διαπραγματεύσεις. Ο Βρετανός διοικητής βρισκόταν σε απελπιστική θέση και υποχρεώθηκε να συμμορφωθεί. Πέτυχε ωστόσο να εξασφαλίσει ότι οι άνδρες του θα διατηρούσαν τα προσωπικά τους αντικείμενα και οι αξιωματικοί τα πιστόλια και τα ξίφη τους. Επιπλέον οι τελευταίοι θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους σε σύντομο χρόνο.

Στις 11.00 της 19ης Οκτωβρίου 1781 ο Ουάσινγκτον, ο Ροσαμπώ και ο ναύαρχος Μπαράς (ως εκπρόσωπος του ντε Γκρας) συναντήθηκαν κοντά στο οχυρό Νο 10, όπου ένας αγγελιαφόρος τους έφερε το επίσημο έγγραφο της συνθηκολόγησης υπογεγραμμένο από τον Κορνουώλις (εκ μέρους του Βρετανικού Στρατού) και τον πλοίαρχο Τόμας Σάιμοντς (εκ μέρους του Βασιλικού Ναυτικού). Οι ηγέτες των συμμάχων υπέγραψαν με τη σειρά τους και δεν απέμενε παρά η τυπική αυλαία του δράματος με τη συντεταγμένη έξοδο των πολιορκημένων.

Τα Αμερικανικά και τα Γαλλικά στρατιωτικά τμήματα παρατάχθηκαν αντικριστά κατά μήκος της διαδρομής που προβλεπόταν να ακολουθήσουν οι Βρετανοί. Η αναμονή για την εμφάνιση των ηττημένων διήρκεσε δύο ώρες. Τελικά η πομπή των ντυμένων στα κόκκινα Βρετανών βγήκε από το Γιορκτάουν στις 14.00 με επικεφαλής τον ταξίαρχο Ο' Χάρα, που ίππευε με άψογο στρατιωτικό παράστημα. Η μπάντα τους έπαιζε ένα λαϊκό τραγούδι το οποίο ακουγόταν στο Λονδίνο εκείνη την εποχή και ο γεμάτος νόημα τίτλος του ήταν «Ο κόσμος γύρισε ανάποδα».

Η επιλογή του συγκεκριμένου τραγουδιού έγινε επειδή οι υπερήφανοι Βρετανοί δεν ήθελαν να παιανίσουν ένα από τα δικά τους στρατιωτικά εμβατήρια και να δεχθούν τον συμβολικό εξευτελισμό. Η εμφάνισή τους μαρτυρούσε τη δοκιμασία που είχαν περάσει αλλά και τη βαθιά έκπληξή τους για την τροπή την οποία είχε λάβει ο πόλεμος στην Αμερική. Βάδιζαν χωρίς συντονισμένο βήμα και περιεργάζονταν με τα βλέμματά τους τις σειρές των νικητών.

Τα Γαλλικά στρατεύματα ήταν οπωσδήποτε εντυπωσιακά με τις άψογες λευκές στολές τους, τα εμβλήματα των Βουρβόνων στις πολύχρωμες σημαίες των συνταγμάτων τους και την εξαιρετική πειθαρχία, αλλά τα Αμερικανικά προκαλούσαν κατάπληξη με τους ρακένδυτους άνδρες τους και τη χαλαρότητα των γραμμών. Ο Ο' Χάρα κινήθηκε προς το μέρος της ηγεσίας των συμμάχων και προσέφερε το ξίφος του στον Ροσαμπώ, προτιμώντας να παραδοθεί στον παλαιό Ευρωπαϊκό αντίπαλο παρά στο συνονθύλευμα των επαναστατών.


Ο Ροσαμπώ όμως κίνησε αρνητικά το κεφάλι του και τον παρέπεμψε στον Ουάσινγκτον λέγοντας: «Είμαστε υφιστάμενοι των Αμερικανών». Ο Ο' Χάρα υπάκουσε και πλησίασε τον Ουάσινγκτον αναφέροντας ότι εκπροσωπούσε τη Βρετανική πλευρά επειδή ο στρατηγός Κορνουώλις ήταν ασθενής. Στη συνέχεια ο Ουάσινγκτον τον έστειλε να ολοκληρώσει τυπικά τη διαδικασία παράδοσης στον υποδιοικητή των αμερικανικών στρατευμάτων, στρατηγό Λίνκολν, ο οποίος είχε έτσι την ευκαιρία να λάβει μια γλυκιά εκδίκηση για την ήττα του στο Τσάρλεστον.

Ένα - ένα τα άλλοτε υπερήφανα βρετανικά συντάγματα περνούσαν από έναν προκαθορισμένο χώρο (το περίφημο «Πεδίο Παράδοσης») όπου έπρεπε να αποθέσουν τα όπλα και τις σημαίες τους, καθήκον το οποίο οι περισσότεροι στρατιώτες εκτέλεσαν με βουβή λύπη. Υπήρξαν και αρκετοί που πέταξαν τα όπλα τους με δύναμη προσπαθώντας να τα αχρηστεύσουν, προκαλώντας την αυστηρή προειδοποίηση του Λίνκολν να συμπεριφέρονται πιο κόσμια. Η στάση των Βρετανών αξιωματικών υπήρξε μάλλον περισσότερο στωική.

Το ίδιο βράδυ μάλιστα προσκλήθηκαν σε δείπνα που παρέθεσαν προς τιμή τους οι Γάλλοι αξιωματικοί, όπου ακούστηκαν προπόσεις, ακόμη και τραγούδια. Το αμοιβαίο κλίμα φιλοφρονήσεων έφθασε σε τέτοιο σημείο ώστε ο Ροσαμπώ δάνεισε 150.000 λίρες στον Κορνουώλις για να μπορέσει ο τελευταίος να ανταποδώσει την πολυτελή περιποίηση στους "οικοδεσπότες" του! Οι Αμερικανοί έβλεπαν αυτές τις αβρότητες με καχυποψία, αλλά για τον Ουάσινγκτον εκείνη ήταν μία από τις ευτυχέστερες ημέρες της ζωής του, καθώς ήταν σε θέση να στείλει στο Κογκρέσο τη θριαμβευτική του αναφορά:

«Έχω την τιμή να πληροφορήσω το Κογκρέσο ότι η εκμηδένιση του Βρετανικού Στρατού υπό τις διαταγές του λόρδου Κορνουώλις έχει συντελεστεί…». 

Οι σύμμαχοι συνέλαβαν συνολικά 7.247 άνδρες του Βρετανικού Στρατού και 840 άνδρες του Βασιλικού Ναυτικού. Οι νεκροί του Κορνουώλις κατά τη φάση της πολιορκίας ανήλθαν σε 309, ενώ 44 άνδρες λιποτάκτησαν. Στα χέρια των νικητών περιήλθε τεράστια λεία πολέμου, στην οποία περιλαμβάνονταν 243 πυροβόλα, 8.000 μουσκέτα, 2.000 ξίφη, 100 σημαίες, 43 άμαξες, 45 τόννοι κρέατος, 33 τόννοι αλευριού, 30 τόννοι ψωμιού, εννέα τόννοι βουτύρου και μεγάλες ποσότητες άλλων ειδών τροφίμων και αλκοόλ.

Οι χαμηλόβαθμοι Βρετανοί και Γερμανοί αιχμάλωτοι στάλθηκαν σε διάφορες φυλακές της Βιρτζίνια και του Μαίρυλαντ, όπου κρατήθηκαν μέχρι το τέλος του πολέμου, ενώ οι αξιωματικοί αναχώρησαν για την Αγγλία. Ο Ουάσινγκτον είχε τηρήσει συχνά σκληρή στάση απέναντι στους φιλοβασιλικούς Αμερικανούς εκτελώντας τους με συνοπτικές διαδικασίες, αλλά στη συγκεκριμένη περίσταση τους άφησε να φύγουν και απάλλαξε από την έκτιση του υπολοίπου των πειθαρχικών ποινών όλους τους άνδρες του.

Ο ΜΑΚΡΥΣ ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ

Η μαζική παράδοση των Βρετανών στο Γιορκτάουν δεν τερμάτισε τον πόλεμο της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας αλλά υπήρξε η κορυφαία στιγμή του και το γεγονός που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έπεισε το Λονδίνο ότι η συνέχιση των εχθροπραξιών μόνο συμφορές και χειρότερα δεινά μπορούσε να συσσωρεύσει. Ο Βασιλιάς Γεώργιος θεώρησε την ήττα του Κορνουώλις ως ένα απλό ατυχές περιστατικό στη μακρά εκστρατεία και εξέφρασε την επιθυμία να συνεχιστούν οι προσπάθειες καθυπόταξης των αποικιών, με τους 30.000 Βρετανούς στρατιώτες που εξακολουθούσαν να σταθμεύουν στην Αμερική.

Η κυβέρνηση του λόρδου Νορθ, αντίθετα, κλονίστηκε συθέμελα και ο επικεφαλής της ακούστηκε να αναφωνεί στη Βουλή των Κοινοτήτων: «Ω Θεέ μου! Ολα τελείωσαν!». Η έκβαση του πολέμου μπορεί να είχε κριθεί, αλλά η σύρραξη θα συνεχιζόταν αρκετούς ακόμη μήνες συμπαρασύροντας σε παραίτηση την κυβέρνηση Νορθ τον Μάρτιο του 1782. Ο τελευταίος αντικαταστήθηκε από τον λόρδο Ρόκιγχαμ.

Η νέα Βρετανική κυβέρνηση έσπευσε να αρχίσει έναν κύκλο διαπραγματεύσεων με τους Αμερικανούς επαναστάτες, αλλά στο μεταξύ οι συγκρούσεις συνεχίζονταν από κεκτημένη ταχύτητα. Ιδιαίτερα σφοδρές υπήρξαν οι ναυτικές συγκρούσεις μεταξύ του Γαλλικού και του Βρετανικού στόλου στις Αντίλλες. Τον Απρίλιο του 1782 μία βρετανική μοίρα υπό τον ναύαρχο Ρόντνεϋ συνέτριψε τους Γάλλους κατά τη ναυμαχία του Σεντς και αιχμαλώτισε τον ίδιο τον ντε Γκρας.


Οι Αμερικανοί αντελήφθησαν πως η εμμονή τους στην απόκτηση πλήρους ανεξαρτησίας οδηγούσε σε υπερβολική παράταση του πολέμου, κάτι το οποίο είχε αρχίσει να κουράζει τη Γαλλική πλευρά. Υπήρχε έντονη υποψία ότι πιθανώς οι παραδοσιακοί Ευρωπαίοι αντίπαλοι θα συνομολογούσαν χωριστή ανακωχή και για να προλάβει αυτό το ενδεχόμενο ο Βενιαμίν Φραγκλίνος έλαβε την εξουσιοδότηση του Κογκρέσου να αρχίσει άμεσες διαπραγματεύσεις με το Λονδίνο, χωρίς την ανάμιξη των Γάλλων.

Οι συζητήσεις ήταν δύσκολες αλλά μέχρι τον Νοέμβριο του 1782 οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί είχαν καταφέρει να συμφωνήσουν στο προσχέδιο ενός κειμένου το οποίο άρχιζε με τη φράση:

«Η Βρετανική Μεγαλειότης αναγνωρίζει τις λεγόμενες Ηνωμένες Πολιτείες ...ως ελεύθερες, κυρίαρχες και ανεξάρτητες». 

Τον Ιανουάριο του 1783 είχαν συμφωνηθεί τα βασικά άρθρα της συνθήκης ειρήνης και οι εχθροπραξίες σταμάτησαν. Η ακριβής διατύπωση του τελικού κειμένου αποτέλεσε αντικείμενο έντονων διαβουλεύσεων έως ότου υπεγράφη η Συνθήκη του Παρισιού στις 3 Σεπτεμβρίου 1783, με την οποία έληξε και επίσημα ο πόλεμος της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ 

Οι συνέπειες αυτής της Αμερικανογαλλικής νίκης ήταν η κατάρρευση της Βρετανικής Κυβέρνησης. Ακολούθησαν μερικές αψιμαχίες και τελικά η νέα Βρετανική Κυβέρνηση, στις 3 Οκτωβρίου 1783, αναγνώρισε την ανεξαρτησία των ΗΠΑ τερματίζοντας τον πόλεμο. Υπήρξε μια ακόμη Αμερικανοβρετανική σύρραξη το 1812, όταν οι ΗΠΑ προσπάθησαν να αποσπάσουν Βρετανικά εδάφη από τον Καναδά και οι Βρετανοί αντεπιτέθηκαν σε εδάφη των ΗΠΑ, αλλά τελικά κατέληξε σε αιματηρή ισοπαλία, με τις δυο πλευρές να διατηρούν τα προπολεμικά τους εδάφη.

Το ουσιαστικό όμως ήταν ότι και πάλι επιβεβαιώθηκε η σταθερότητα της νέας δημοκρατίας που έμελλε, με τις τεράστιες εκτάσεις και πλουτοπαραγωγικές πηγές που απέσπασε από τους ιθαγενείς, να γίνει μια παγκόσμια υπερδύναμη σε μόλις ενάμισυ περίπου αιώνα. Όμως και η Ευρώπη δεν έμεινε χωρίς συνέπειες, αφού ή ιδέα της δημοκρατίας μεταδόθηκε στη Γαλλία, με αποτέλεσμα τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 που κατέληξε στους Ναπολεόντιους Πολέμους.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΟΡΔΟΣ ΚΟΡΝΟΥΩΛΙΣ

Η νίκη των Γαλλο - Αμερικανικών δυνάμεων στο Γιορκτάουν προσλαμβάνει ακόμη μεγαλύτερη αξία αν αναλογιστούμε ότι επικεφαλής των παγιδευμένων Βρετανικών στρατευμάτων ήταν ένας ικανότατος άνδρας και εμπειρότατος επαγγελματίας στρατιωτικός. Ο Τσαρλς Κορνουώλις γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 31 Δεκεμβρίου 1738 και ήταν γόνος οικογένειας ευγενών.

Φοίτησε σε σχολεία της Αγγλίας και της Ιταλίας και το 1756 έγινε αξιωματικός στο 1ο Σύνταγμα της Φρουράς και αργότερα υπασπιστής του λόρδου Γκράνμπυ στη Γερμανία, όπου συμμετείχε και στη μάχη του Μίντεν. Το 1762 κληρονόμησε τον τίτλο ευγενείας του πατέρα του αλλά συνέχισε να υπηρετεί ως συνταγματάρχης στο 33ο Σύνταγμα, παράλληλα δε έλαβε διάφορα άλλα αξιώματα στη βασιλική Αυλή. Το 1775 προήχθη σε υποστράτηγο και τον Ιανουάριο του επόμενου έτους στάλθηκε στην Αμερική επικεφαλής αποσπάσματος 2.500 ανδρών.

Ο Κορνουώλις ήταν υποδιοικητής των Βρετανικών δυνάμεων όταν ο Χόου νίκησε τους Αμερικανούς επαναστάτες στο Λονγκ Αϊλαντ και ανακατέλαβε τη Νέα Υόρκη (1776). Οι σχέσεις του με τον προϊστάμενό του δεν ήταν ιδανικές και σκέφθηκε σοβαρά το ενδεχόμενο να ζητήσει την ανάκλησή του στη Βρετανία, όμως τον πρόλαβε η αιφνιδιαστική αντεπίθεση του Ουάσινγκτον στο Τρέντον. Κατεδίωξε τους Αμερικανούς αλλά η οπισθοφυλακή του ηττήθηκε στο Πρίνστον στις 3 Ιανουαρίου 1777.

Ακολούθησαν οι εκστρατείες στο Νιού Τζέρσεϋ και στην Πενσυλβάνια, όπου ο Κορνουώλις ήταν και πάλι υποδιοικητής, συμμετέχοντας ενεργά στη μάχη του Μπράντυγουάιν και στην κατάληψη της Φιλαδέλφειας. Το 1778 και το 1779 ο Κορνουώλις απουσίασε επί μακρόν με άδεια στην Αγγλία, όπου προήχθη σε αντιστράτηγο. Τότε έχασε τη σύζυγό του και το γεγονός τού προκάλεσε βαθιά θλίψη. Επιστρέφοντας στην Αμερική εξακολούθησε να έχει κάκιστες σχέσεις με τον διάδοχο του Χόου, στρατηγό Χένρυ Κλίντον, σε τέτοιο σημείο ώστε να είναι σπάνια ακόμη και η γραπτή επικοινωνία μεταξύ τους.


Έπειτα από την κατάληψη του Τσάρλεστον (1780) παρέμεινε γενικός διοικητής των Βρετανικών δυνάμεων στις νότιες Αμερικανικές αποικίες. Αφού συνέτριψε τον στρατό του Οράτιου Γκέητς στο Κάμντεν, νίκησε και εκείνον του Ναθάνιελ Γκρην κατά τη φονική μάχη του Γκίλφορντ Κορτ Χάουζ. Η ήττα στο Γιορκτάουν κηλίδωσε οπωσδήποτε την εικόνα του Κορνουώλις, αλλά το 1782 ήταν και πάλι ελεύθερος να επιστρέψει στην πατρίδα του, όπου απέσεισε τις ευθύνες για τη μεγάλη ήττα στην Αμερική.

Τέσσερα χρόνια αργότερα ανέλαβε καθήκοντα κυβερνήτη της Ινδίας, όπου παρέμεινε ως το 1794 επιτελώντας σπουδαίο διοικητικό έργο για το οποίο του απονεμήθηκε ο τίτλος του Πρώτου Μαρκησίου του Κορνουώλις (1793). Από το 1797 ως το 1801 υπηρέτησε σε ανώτατη κυβερνητική θέση στην Ιρλανδία. Το 1805 επέστρεψε στην Ινδία για μια δεύτερη θητεία κυβερνήτη. Απεβίωσε στις 5 Οκτωβρίου εκείνου του έτους.

ΧΑΡΤΕΣ 
 
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ 
 
 
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου