Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Τρῳάδες (1156-1206)

Αποτέλεσμα εικόνας για εκαβηΕΚ. θέσθ᾽ ἀμφίτορνον ἀσπίδ᾽ Ἕκτορος πέδῳ,
λυπρὸν θέαμα κοὐ φίλον λεύσσειν ἐμοί.
ὦ μείζον᾽ ὄγκον δορὸς ἔχοντες ἢ φρενῶν,
τί τόνδ᾽, Ἀχαιοί, παῖδα δείσαντες φόνον
1160 καινὸν διειργάσασθε; μὴ Τροίαν ποτὲ
πεσοῦσαν ὀρθώσειεν; οὐδὲν ἦτ᾽ ἄρα,
ὅθ᾽ Ἕκτορος μὲν εὐτυχοῦντος ἐς δόρυ
διωλλύμεσθα μυρίας τ᾽ ἄλλης χερός,
πόλεως δ᾽ ἁλούσης καὶ Φρυγῶν ἐφθαρμένων
1165 βρέφος τοσόνδ᾽ ἐδείσατ᾽· οὐκ αἰνῶ φόβον
ὅστις φοβεῖται μὴ διεξελθὼν λόγῳ.
ὦ φίλταθ᾽, ὥς σοι θάνατος ἦλθε δυστυχής.
εἰ μὲν γὰρ ἔθανες πρὸ πόλεως, ἥβης τυχὼν
γάμων τε καὶ τῆς ἰσοθέου τυραννίδος,
1170 μακάριος ἦσθ᾽ ἄν, εἴ τι τῶνδε μακάριον.
νῦν αὔτ᾽ ἰδὼν μὲν γνούς τε, σῇ ψυχῇ, τέκνον,
οὐκ οἶσθ᾽, ἐχρήσω δ᾽ οὐδὲν ἐν δόμοις ἔχων.
δύστηνε, κρατὸς ὥς σ᾽ ἔκειρεν ἀθλίως
τείχη πατρῷα, Λοξίου πυργώματα,
1175 ὃν πόλλ᾽ ἐκήπευσ᾽ ἡ τεκοῦσα βόστρυχον
φιλήμασίν τ᾽ ἔδωκεν, ἔνθεν ἐκγελᾷ
ὀστέων ῥαγέντων φόνος, ἵν᾽ αἰσχρὰ μὴ λέγω.
ὦ χεῖρες, ὡς εἰκοὺς μὲν ἡδείας πατρὸς
κέκτησθ᾽, ἐν ἄρθροις δ᾽ ἔκλυτοι πρόκεισθέ μοι.
1180 ὦ πολλὰ κόμπους ἐκβαλὸν φίλον στόμα,
ὄλωλας, ἐψεύσω μ᾽, ὅτ᾽ ἐσπίπτων λέχος,
«Ὦ μῆτερ, ηὔδας, ἦ πολύν σοι βοστρύχων
πλόκαμον κεροῦμαι, πρὸς τάφον θ᾽ ὁμηλίκων
κώμους ἀπάξω, φίλα διδοὺς προσφθέγματα».
1185 σὺ δ᾽ οὐκ ἔμ᾽, ἀλλ᾽ ἐγὼ σὲ τὸν νεώτερον,
γραῦς ἄπολις ἄτεκνος, ἄθλιον θάπτω νεκρόν.
οἴμοι, τὰ πόλλ᾽ ἀσπάσμαθ᾽ αἵ τ᾽ ἐμαὶ τροφαὶ
ὕπνοι τ᾽ ἐκεῖνοι φροῦδά μοι. τί καί ποτε
γράψειεν ἄν σοι μουσοποιὸς ἐν τάφῳ;
1190 Τὸν παῖδα τόνδ᾽ ἔκτειναν Ἀργεῖοί ποτε
δείσαντες; αἰσχρὸν τοὐπίγραμμά γ᾽ Ἑλλάδι.
ἀλλ᾽ οὖν πατρῴων οὐ λαχὼν ἕξεις ὅμως
ἐν ᾗ ταφήσῃ χαλκόνωτον ἰτέαν.
ὦ καλλίπηχυν Ἕκτορος βραχίονα
1195 σῴζουσ᾽, ἄριστον φύλακ᾽ ἀπώλεσας σέθεν.
ὡς ἡδὺς ἐν πόρπακι σὸς κεῖται τύπος
ἴτυός τ᾽ ἐν εὐτόρνοισι περιδρόμοις ἱδρώς,
ὃν ἐκ μετώπου πολλάκις πόνους ἔχων
ἔσταζεν Ἕκτωρ προστιθεὶς γενειάδι.
1200 φέρετε, κομίζετ᾽ ἀθλίῳ κόσμον νεκρῷ
ἐκ τῶν παρόντων· οὐ γὰρ ἐς κάλλος τύχας
δαίμων δίδωσιν· ὧν δ᾽ ἔχω, λήψῃ τάδε.
θνητῶν δὲ μῶρος ὅστις εὖ πράσσειν δοκῶν
βέβαια χαίρει· τοῖς τρόποις γὰρ αἱ τύχαι,
1205 ἔμπληκτος ὡς ἄνθρωπος, ἄλλοτ᾽ ἄλλοσε
πηδῶσι, κοὐδεὶς αὑτὸς εὐτυχεῖ ποτε.

***
ΕΚΑ. Την τορνευτήν ασπίδα του Έχτορά μουχάμω πιθώστε· πίκρα των ματιών μουκι όχι χαρά πια. Ω Αχαιοί, στη μάχηπιο δυνατοί παρά στο νου, ποιόν φόβοείχατε απ᾽ το παιδάκι αυτό, και τέτοιονβρήκατε για το θάνατό του τρόπο;1160Την γκρεμισμένη Τροία μην ξαναχτίσει;Ώστε είστε τιποτένιοι, αφού ένα βρέφοςσκιαχτήκατε, την ωρ᾽ αυτή που η πόληέπεσε πια κι οι Τρώες ξολοθρευτήκαν,ενώ ο χαμός μάς ρήμαζε όταν μύριαπαλικάρια και πρώτος ο Έχτοράς μουγερά σας πολεμούσαν· κατακρίνωτο δίχως βάση, τον ανόητο φόβο.

Μικρή διακοπή.

Σκληρός σε βρήκε θάνατος, γλυκό μου.Για την πατρίδα αν έπεφτες στη μάχη,αφού τα νιάτα πρώτα θα χαιρόσουν,το γάμο, την ισόθεη βασιλεία,1170θα σε καλοτυχίζανε, αν υπάρχεισ᾽ αυτά καλοτυχιά. Τώρα όλα τούτατα ᾽δες, αλλά δεν τα ᾽νιωσες, μπροστά σουτα ᾽χες, μα δεν τα χάρηκες, παιδί μου.Ω τα προγονικά σου κάστρα, το έργοτου Φοίβου, πώς σου κάμαν το κεφάλι!Με τα φιλιά το σκέπαζε η μανούλακαι τα μαλλάκια σού ᾽σιαχνε, και τώραο φόνος —πώς να πω τη φριχτή λέξη;—απ᾽ τα σπασμένα χάσκει κόκαλά του.Πώς μοιάζετε με του Έχτορα, εσείς χέρια·τώρα νεκρά, παράλυτα μπροστά μου.1180Γλυκό μου στόμα εσύ, που ᾽ξερες τόσαπερήφανα λογάκια, εχάθης, κι ήτανψέματ᾽ αυτά που μου ᾽λεγες στο στρώμα,όταν κοντά μου ερχόσουνα. «Κυρούλα»,φώναζες, «σαν πεθάνεις, για τιμή σουθα κόψω τα μαλλιά μου, στην κηδείαθα φέρω και τους φίλους μου, με λόγιαθα σ᾽ αποχαιρετήσω πονεμένα.»Κι αντίς, εγώ η γριά σε θάβω, γιε μου,έρμη κι από παιδιά κι από πατρίδα.Δε θα κοιμάσαι πια στην αγκαλιά μου,πάνε τα χάδια κι οι έγνοιες μου για σένα.Τί ποίημα θα σου γράψουνε στο μνήμα;1190«εδώ ειν᾽ ένα παιδάκι που οι Αργείοικάποτε το σκοτώσανε από φόβο»;Επίγραμμα ντροπή για την Ελλάδα.Κληρονομιά απ᾽ τον κύρη σου δεν πήρες,τη χάλκινή του ασπίδα μόνο θα ᾽χεις,που μέσα θα σε θάψουνε. ―Ω ασπίδα,που φύλαες τ᾽ άξιο μπράτσο του Έχτορά μου,τον αντρειωμένο σου έχασες αφέντη.Ω το αποτύπωμά του στο λουρί σου,και στο ώριο σου στεφάνι τα σημάδιατου ιδρώτα, νά, που του ᾽σταζε απ᾽ την όψη,καθώς συχνά στην κούραση της μάχηςαπάνω το σαγόνι του ακουμπούσε.1200Τρέξτε κι απ᾽ τα στολίδια που μας μένουνφέρτε για το νεκρό·

Μερικές γυναίκες μπαίνουν μέσα στην καλύβα.

η περίστασή μαςγια πράματα μεγάλα πια δεν είναι·φτωχό μου, θα σου δώσω εκείνα που έχω.Όποιος την ευτυχία του καμαρώνεισαν κάτι απαρασάλευτο, είν᾽ ανόητος·σαν τον τρελό τον άνθρωπο και η τύχη,ιδιότροπη πηδά απ᾽ τη μια στην άλλη,δε μένει πάντα σ᾽ έναν η ευτυχία.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου