Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΠΙΝΔΑΡΟΣ - •Πυθιονίκαις IX - Τελεσικράτει Κυρηναίῳ ὁπλιτοδρόμῳ (9.26-9.50)

Στατήρας του 480 π.Χ, από της Γέλα της Σικελιας με παράσταη οπλιτοδρόμου. Αρχ. Μκίχε νιν λέοντί ποτ᾽ εὐρυφαρέτρας [στρ. β]
ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν
ἄτερ ἐγχέων ἑκάεργος Ἀπόλλων.
αὐτίκα δ᾽ ἐκ μεγάρων Χίρωνα προσήνεπε φωνᾷ·
30 «σεμνὸν ἄντρον, Φιλλυρίδα προλιπὼν
θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν
θαύμασον, οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷ,
31a μόχθου καθύπερθε νεᾶνις
ἦτορ ἔχοισα· φόβῳ δ᾽ οὐ κεχείμανται φρένες.
τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν; ποί-
ας δ᾽ ἀποσπασθεῖσα φύτλας

ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων, [αντ. β]
35 γεύεται δ᾽ ἀλκᾶς ἀπειράντου;
ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν
ἦρα καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;»
τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενής, ἀγανᾷ
χλοαρὸν γελάσσαις ὀφρύϊ, μῆτιν ἑάν
εὐθὺς ἀμείβετο· «κρυπταὶ κλαΐδες ἐντὶ σοφᾶς
39a Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων,
40 Φοῖβε, καὶ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς
αἰδέοντ᾽, ἀμφανδὸν ἁδεί-
ας τυχεῖν τὸ πρῶτον εὐνᾶς.

καὶ γὰρ σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν, [επωδ. β]
ἔτραπε μείλιχος ὀργὰ παρφάμεν τοῦ-
τον λόγον. κούρας δ᾽ ὁπόθεν γενεάν
ἐξερωτᾷς, ὦ ἄνα; κύριον ὃς πάντων τέλος
45 οἶσθα καὶ πάσας κελεύθους·
ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ᾽ ἀναπέμπει, χὠπόσαι
ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι
κύμασιν ῥιπαῖς τ᾽ ἀνέμων κλονέονται,
χὤ τι μέλλει, χὠπόθεν
ἔσσεται, εὖ καθορᾷς.
50 εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι,

***
Αυτήν μονάχη κάποτε την πέτυχε [στρ. β]να πολεμάει δίχως όπλα με τρομερό λιοντάριο μακροτοξευτής Απόλλωνας, ο θεός με την πλατιά φαρέτρα,κι ευθύς εφώναξε του Χίρωνα το σπίτι του ν᾽ αφήσει:30«Πρόβαλε από την ιερή σπηλιά σου, γιέ της Φιλύρας,για να θαυμάσεις την ψυχή και τη μεγάλη δύναμη γυναίκας,να δεις πόσο ατάραχα παλεύειμια νέα κοπέλα με καρδιά31απου αψηφά τον μόχθο,κι ο φόβος την ψυχή της δεν ταράζει.Ποιός άνθρωπος να την εγέννησε;Από ποιά τάχα φύτρα ν᾽ αποχωρίστηκε
και, στων σκιερών βουνών τις σπηλιές κατοικώντας, [αντ. β]35χαίρεται την απέραντη αντρειοσύνη;Είναι σωστό ν᾽ απλώσω πάνω της το ξακουστό μου χέρι,σε κλίνη ερωτική τ᾽ ολόγλυκό της άνθος να δρέψω;»Κι ο Κένταυρός ο δυνατός ευθύς του φανερώνειτη γνώμη του με βλέμμα φιλικό, αχνά χαμογελώντας:39α«Κρυφά κλειδιά κρατά στα χέρια της η σοφή Πειθώ40για τους ιερούς τους έρωτες, ω Φοίβε,και το ᾽χουν οι θεοί καθώς και οι άνθρωποιντροπή να νιώθουν έτσι, χωρίς προφύλαξη,στου γάμου τη γλυκιά να πρωτοπέσουν κλίνη.
Γιατί για σένα, αλήθεια, που αθέμιτο είναι ν᾽ αγγίσεις ψέμα, [επωδ. β]κάποια γλυκιά σε κέντρισε ορμήστην ερώτηση αυτή να ξεστρατίσεις.Της κόρης, άνακτα, ρωτάς να μάθεις τη γενιά;Κι όμως εσύ το τέλος το πραγματικό των πάντων το γνωρίζεις45κι όλους τους δρόμους που σ᾽ αυτό οδηγούν,πόσα την άνοιξη στη γη φυτρώνουν φύλλακαι πόσους μες στη θάλασσα και μέσα στα ποτάμιακόκκους της άμμου οι ανεμοθύελλες σαρώνουν και τα κύματα,και βλέπεις καθαρά τί μέλλει να γενεί και πούθε αυτό θα έρθει.50Όμως, αν πρέπει με σοφό να παραβγώ,

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου