Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ

Μέ αὐτο τό άρθρο θά ἀναφερθοῦμε σέ ἕνα φαινόμενο μοναδικό στήν ἱστορία τοῦ πνεύματος: στή δημιουργία μίας νέας μορφῆς πολιτείας, τῆς δημοκρατίας, καί στήν ταυτόχρονη δημιουργία μίας νέας μορφῆς ποιήσεως, τοῦ δράματος, καί τῶν δύο βασικῶν μορφῶν του, τῆς τραγωδίας καί τῆς κωμωδίας. Καί τά δύο, τόσο ἡ δημοκρατία ὅσο καί τό δράμα, καθορίζουν ἕως σήμερα ὄχι μόνον τήν πολιτική καί λογοτεχνική μας ζωή ὑπό τή στενότερη ἔννοια, ἀλλά καί τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ἀντιλαμβανόμαστε τό παρόν μας, ἑρμηνεύουμε τό παρελθόν μας καί προβλέπουμε τό μέλλον μας.
 
Δέν εἶναι μοναδική στήν ἱστορία οὔτε ἡ ἀνάδειξη μίας νέας πολιτειακῆς μορφῆς οὔτε ἡ ἀνάπτυξη μίας νέας μορφῆς ποιήσεως – ὅμως δέν θά βροῦμε τόσο εὔκολα παράλληλο παράδειγμα γιά τή στενή σύνδεση τῶν δύο διαδικασιῶν, ὅπως μποροῦμε νά τίς παρατηρήσουμε στήν Ἀθήνα τοῦ 5ου αἰώνα π.Χ. Τό δράμα καί στίς δύο του μορφές, ὡς σοβαρή καί ὡς κωμική παράσταση ἀπό ἠθοποιούς, οἱ ὁποῖοι δέν ἀφηγοῦνται παρελθόντα γεγονότα (ὅπως οἱ ἐπικοί ποιητές), οὔτε τραγουδοῦν τήν προσωπική τους θυμική διάθεση (ὅπως οἱ λυρικοί), ἄλλα παρουσιάζουν στούς θεατές διαφορετικά ἀπό τόν ἑαυτόν τους πρόσωπα, ὑποδυόμενοι ρόλους σάν νά ἦσαν σύγχρονοι καί πραγματικοί –οἱ Ἕλληνες τήν ὀνόμαζαν «μίμηση», δηλαδή παράσταση- αὐτο τό μιμητικό δράμα εἶναι ἡ ποίηση τῆς δημοκρατικῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν μέ τριπλή ἔννοια.

Πρῶτον, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ ἀνθρώπινη βασική ἐνόρμηση τῆς μιμήσεως ἀνέδειξε ἐδῶ γιά πρώτη φορά μιά μεγάλη λογοτεχνική μορφή – τό γεγονός ὅτι ἡ μιμητική πράξη συνιστᾶ μιά ἀνθρωπολογική γενικότητα, παρουσίασε ὁ Ἀριστοτέλης στήν ἀρχή της Ποιητικῆς του.[1] Κατόπιν ὑπό τήν ἔννοιαν ὅτι οἱ δραματικοί ἑορταστικοί ἀγῶνες στό πλαίσιο τῆς λατρείας τῆς πόλεως πρός τόν θεό Διόνυσο συνιστοῦσαν τήν κορύφωση στήν πολιτιστική ζωή τῆς πόλεως. Τρίτον ὅμως, ἡ τραγωδία καί ἡ κωμωδία ἔγιναν ἡ ποίηση τῆς πόλεως, ἐπειδή ἀνεφέροντο ρητῶς στήν πόλη καί ἀντικατόπτριζαν τίς δημοκρατικές διαδικασίες της. Ἡ τραγωδία ἐπιτελοῦσε τήν ἀναφορά αὐτή, κατά τή φύση της, σέ γενικότερη μορφή, ὅπως ἁρμόζει στό σοβαρό δράμα, ποῦ διαμόρφωνε μύθους παλαιᾶς ἐποχῆς σέ δράση, κυρίως μύθους, οἱ ὁποῖοι δέν διαδραματίζοντο στήν Ἀθήνα καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο παρεῖχαν τή δυνατότητα νά γίνεται ἀναφορά στίς ἀξιώσεις τῆς πόλεως μέ ἀποστασιοποιημένο, τρόπον τινά ἀφαιρετικό τρόπο. Ἡ κωμωδία ἐπιτελοῦσε τήν ἀναφορά στήν πόλη μέ πολύ συγκεκριμένη μορφή, μέ εὐθεῖες ἀναφορές στήν σύγχρονη πολιτική καθημερινότητα καί ὀνομαστική διακωμώδηση ἡγετικῶν πολιτικῶν (ἤ καί τῶν ἡγετικῶν ποιητῶν καί διανοουμένων: ἀκόμη καί ὁ Εὐριπίδης καί ὁ Σωκράτης ἔγιναν ἀντικείμενο τῶν κωμωδιῶν). Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, τόσο ἡ τραγωδία ὅσο καί ἡ κωμωδία συνεισέφεραν στή διαμόρφωση ἑνός πολιτικοῦ δημόσιου χώρου, ὁ ὁποῖος ἤδη εἶχε θεμελιωθεῖ ἀπό τήν δημοκρατική πολιτειακή μορφή, προσέλαβε ὅμως ἀπό τήν ποίηση μιά ἐπιπρόσθετη διάσταση στοχασμοῦ.
 
Ὡς ποίηση γιά τήν πόλη θά μποροῦσε νά ὀνομασθεῖ καί κάτι ἄλλο. Παραλλήλως πρός τήν ἐξύμνηση μέ τίς τραγωδίες τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας καί πρός τήν παράσταση τῆς μυθικῆς ἀρχέγονης ἱστορίας τῶν Ἀθηνῶν, ὅπως ἦταν ἀντιληπτή σύμφωνα μέ τίς νέες πολιτικές πραγματικότητες, ὑπῆρχε καί ἕνα εἶδος πεζῆς ποιήσεως γιά τήν Ἀθήνα. Οἱ Ἕλληνες βεβαίως δέν θά τήν χαρακτήριζαν ὡς «ποίηση», διότι ἡ ποίηση εἶναι πάντοτε ἔμμετρος «ἔντεχνος λόγος». Ὅμως ἕνας ἕξ αὐτῶν τῶν ἐξυμνητῶν τῆς Ἀθήνας σέ πεζό λόγο, ὁ ρήτωρ Ἰσοκράτης, χαρακτηρίζει κάποτε τόν ἑαυτόν του ὡς «ποιητή λόγων» – τότε ἦταν ἕνας συνειδητά παράδοξος καί προκλητικός χαρακτηρισμός, πού σήμερα δέν θέτει σε ἐμᾶς ἀπολύτως κανένα πρόβλημα. Αὐτή ἡ ἀθηναϊκή πεζή ποίηση σχετικά μέ τήν πόλη προῆλθε ἀπό τή συνήθεια, νά ἀνατίθεται σέ ἕναν ἡγετικό ἄνδρα νά ἐκφωνήσει ὁμιλία πού, στόν τύμβο τῶν πεσόντων ἑνός ἐμπολέμου ἔτους, παρουσίαζε τή θυσία τῶν πεσόντων ὡς ἡρωική καί σκόπιμη – σκόπιμη, ἐπειδή ἡ θυσία εἶχε προσφερθεῖ πρός μία μοναδική πόλη, πού ὑπηρετεῖ τά ὀρθά ἰδανικά. Αὐτοί οἱ ἐπικήδιοι ἤ ἐπιτάφιοι λόγοι, ἐκ τῶν ὁποίων διατηροῦνται πολλοί,[2] φυσικά δέν ἐθεωροῦντο ποίηση, ἀλλά κατάλληλη ἱστορική καί πολιτική ἀνάλυση καί ἠθική ὁμολογία πρός τήν οἰκεία πόλη – γιά τό κριτικό βλέμμα τοῦ 20ου καί 21ου αἰώνα συνιστοῦν καθαρή ἰδεολογία. Σέ αὐτή τή δημοκρατική ἰδεολογία τῶν Ἀθηνῶν ἀνήκουν ὅμως σημαντικά κείμενα ὅπως ὁ Ἐπιτάφιος, τόν ὁποῖο κατά τόν Θουκυδίδη ἐκφώνησε ὁ Περικλῆς, καί ὁ ἐπιτάφιος, τόν ὁποῖο στόν διάλογο Μενέξενος τοῦ Πλάτωνος ἐκφωνεῖ ὁ Σωκράτης, ὁ ὁποῖος βεβαίως εἰσάγει τόν λόγο του πλαισιώνοντάς τον μέ ἕναν ἐξαιρετικά εἰρωνικό διάλογο. Αὐτό σημαίνει ὅτι κατά τόν Πλάτωνα ἡ ἰδεολογία ἔχει ἤδη ἀποκαλυφθεῖ ὡς ἰδεολογία. Ὅμως καί ὡς δημοκρατική ἰδεολογία αὐτό τό εἶδος τῆς ποιήσεως γιά τήν πόλη συνιστᾶ ἀξιοπρόσεκτο φαινόμενο ὡς μαρτυρία μίας μοναδικῆς συνδέσεως τῆς ἐπιγνώσεως τῆς κρατικῆς ὀντότητος καί τῆς λογοτεχνικῆς αὐτοεπιβεβαιώσεως. Ἡ Ἀθήνα ἦταν ἡ πόλη, ἡ ὁποία ἠσχολεῖτο ἀδιάλειπτα μέ τόν ἑαυτόν της στόν λυρικό καί πεζό λόγο. Αὐτή ἡ ἐσωτερική ἑνότητα πολιτικῆς καί λογοτεχνικῆς ζωῆς καί ἀντιλήψεως ἦταν ἀναμφισβήτητα ἐκεῖνο, στό ὁποῖο στόχευε ἡ πολιτισμική πολιτική τῶν διαφορετικῶν ὁλοκληρωτικῶν συστημάτων, τόν 20ο αἰώνα. Σέ μεγάλο βαθμό, ἡ Λαϊκή Δημοκρατία τῆς Γερμανίας, ἡ ὁποία κατέρρευσε τό 1989, ἐπέτυχε νά παρουσιάσει μιά τέτοια ἑνότητα – θυμόμαστε ἀκόμη, πόσοι πολλοί δυτικοί συγγραφεῖς καί διανοούμενοι κοιτοῦσαν, πέρα ἀπό τά συρματοπλέγματα καί τό τεῖχος, γεμάτοι νοσταλγία καί μέ ἐξιδανικευτικό βλέμμα, πρός τόν δῆθεν εὐτυχῆ ρόλο πού διαδραμάτιζαν ἐκεῖ οἱ ἀνατολικοί συνάδελφοί τους μέσα στίς κοινωνικές διαδικασίες. Ὅμως εἶναι προφανής ἡ αἰτία, γιά τήν ὁποία ἡ ἑνότητα πνεύματος καί ἰσχύος δέν μπόρεσε νά ἀναπτυχθεῖ πραγματικά ὑπό τήν προστασία τῶν συνοριακῶν ἐγκαταστάσεων: ἔλειπε τό στοιχεῖο πού ἀποτελοῦσε κάποτε τή φύση τῆς ἀθηναϊκῆς πόλεως: ἡ ἐλευθερία τοῦ λόγου, ἡ ἀθηναϊκή παρρησία.
 
Τήν τότε νεοσύστατη μορφή κράτους νομίζουμε ὅτι τή γνωρίζουμε: τή δημοκρατία, καθώς μέ τήν ἴδια αὐτή ἑλληνική λέξη ὀνομάζουμε τά πολιτικά μας συστήματα στήν Εὐρώπη καί στήν Ἀμερική. Στήν πραγματικότητα, ἡ ἄμεση δημοκρατία τῶν Ἀθηναίων ἦταν παντελῶς διαφορετική ἀπό τίς σημερινές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες καί μπορεῖ δύσκολα νά γίνει κατανοητή μέ τή σημερινή ἀντίληψη περί κράτους. Ἀκόμη καί στήν Ἑλβετική Ὁμοσπονδία, πού ἐνέχει πολλά στοιχεῖα ἀμέσου δημοκρατίας, ἀπό τήν ὀπτική γωνία τοῦ 5ου αἰῶνος π.Χ. δέν θά ἤρμοζε το ὄνομα δημοκρατία, κυριαρχία τοῦ λαοῦ.
 
Ἀντιθέτως, πράγματι γνωρίζουμε τήν τότε νεοσύστατη μορφή τῆς τραγωδίας, διότι κατέστη τμῆμα ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐθνικῶν λογοτεχνιῶν. Τό θεατρικό ἔργο τοῦ Χάϊνερ Μύλλερ Φιλοκτήτης τοῦ 1966 δέν φέρει μόνον τόν ἴδιο τίτλο μέ τό ἔργο τοῦ Σοφοκλέους τοῦ ἔτους 409, ἀλλά θά κατετάσσετο ὡς τραγωδία καί ἀπό τους Ἕλληνες ἐκείνης της ἐποχῆς, καθώς ὁμοιάζει μέ τά ἔργα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ὡς δραματική μίμηση μέ συγκρίσιμη ἔκταση, συγκρίσιμο ἀριθμό δρώντων καί κυρίως ἕναν ἀκόμη συγκρίσιμο τύπο συγκρούσεως – καί τοῦτο, παρ’ ὅλες τίς διαφορές ὡς πρός τήν ἀντίληψη περί ἀνθρώπου καί τή δραματική τεχνική, τά ὁποῖα εἶναι ἀμέσως ὁρατά. Ἀλλά τέτοιες διαφορές ὑπῆρχαν καί μεταξύ τοῦ Αἰσχύλου, Σοφοκλῆ καί Εὐριπίδη.
 
Ἀντιθέτως, ἡ παλαιά κωμωδία ἡ ὁποία ἦταν γιά τήν Ἀθήνα, κατά τήν περίοδο τῆς λαμπρότητάς της, πολύ χαρακτηριστική, δέν ἀπετέλεσε ὑπό τήν τότε μορφή της μέρος τῆς εὐρωπαϊκῆς παραδόσεως. Ὡστόσο, ἡ μεταμόρφωσή της στή νέα κωμωδία τοῦ 4ου αἰῶνος, ἰδίως τοῦ Μενάνδρου (342-292 π.Χ.), τήν κατέστησε ἀπαρχή τῆς εὐρωπαϊκῆς κωμωδίας. Σέ αὐτή τή μεταμόρφωση ὁ ριζοσπαστικός κριτικός πολιτικός της προσανατολισμός ἀπωλέσθη – μία ἐξέλιξη, πού ἄρχισε ἤδη στόν ὕστερο Ἀριστοφάνη. Ὡστόσο, οἱ πολιτικές – σατιρικές της ἰδιότητες ἐπιβιώνουν στήν καλλιτεχνική μορφή τῆς ἐπιθεωρήσεως.
 
Μία πιθανή ἀντίρρηση στήν ἀντιμετώπιση τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας θά μποροῦσε νά θέτει τό ἐρώτημα, κατά πόσον ἡ ἀθηναϊκή δημοκρατία ὑπάγεται ἐν γένει στό πλαίσιο τῶν συλλογισμῶν πού ἀναπτύσσουμε ἐδῶ; Μέ ἄλλα λόγια: ἡ Εὐρώπη ὀφείλει τή δημοκρατία στούς Ἕλληνες; Ἡ ἀπάντηση φαίνεται νά εἶναι ἕνα Ὄχι. Ἡ ἑλληνική λέξη γιά τήν πολιτειακή μας μορφή, ὅπως ἤδη ὑπαινιχθήκαμε, εἶναι παραπλανητική, θά μποροῦσε νά μᾶς κάνει νά λησμονήσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει ἄμεση συνέχιση τῆς ἑλληνικῆς δημοκρατίας ἕως τόν μεσαίωνα καί τούς νεώτερους χρόνους καί ὅτι καί ἡ ἀνάπτυξη τῶν δημοκρατικῶν δομῶν κατά τούς τελευταίους αἰῶνες δέν γινόταν πουθενά ἀντιληπτή ὡς προγραμματική ἀναβίωση τῆς ἀθηναϊκῆς μορφῆς τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας. Ἡ εὐρωπαϊκή δημοκρατία ἔχει ἄλλες πηγές, κατά πρῶτον φυσικά τίς ἑκάστοτε ἐγχώριες παραδόσεις. Π.χ. στά καντόνια πού συνασπίσθηκαν ὡς Ἑλβετική ὁμοσπονδία, ἤ στίς αὐτοκρατορικές πόλεις, πού ὑπερασπίζοντο φθονερά τήν ἐλευθερία τους, ἤ στίς πόλεις ὑπό τήν προστασία τοῦ αὐτοκράτορος (Reichsstadte) πού ὑπεραμύνοντο μέ φθόνο τῆς ἐλευθερίας τους ἔναντι τῶν ἡγεμόνων τῶν κρατιδίων. Ἐξάλλου, ὁ ἀρχαῖος κόσμος λειτουργοῦσε ὡς πρότυπο καί γιά τήν πολιτική σκέψη ἀπό τήν Ἀναγέννηση, ἀλλά τοῦτο περισσότερο μέσω τῆς ρωμαϊκῆς ἱστορίας παρά τῆς ἑλληνικῆς. Τό γεγονός ὅτι ὁ Βροῦτος τό 509 π.Χ. ἀπελευθέρωσε τή Ρώμη ἀπό τή βασιλεία καί συγχρόνως ἀπό τήν ξένη κατοχή τῶν Ἐτρούσκων, τό ἐγνώριζε βεβαίως κάθε Γερμανός μέλος τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου μίας ἐλεύθερης πόλεως τό 16ο αἰώνα. Τό τί σήμαινε τό ὄνομα τοῦ Περικλέους δύσκολα θά ἦταν γνωστό σέ ὅλους. Ἡ ἀρχαιότητα συνέβαλε στήν ἀπαλλαγή ἀπό τίς μεσαιωνικές φεουδαρχικές καί ἀργότερα ἀπολυταρχικές δομές κυρίως μέ τήν ἐξιδανικευμένη εἰκόνα τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους ὡς δημοκρατία, ὡς res publica, ὡς «δημόσιο πράγμα», τοῦ ὁποίου δέν θά ἐπιμελεῖτο ἕνας κυρίαρχος καί ἡ αὐλή του. Ἀκόμη καί οἱ «ἱδρυτές πατέρες» τῆς ἀμερικανικῆς δημοκρατίας ἦσαν «ρεπουμπλικανοί», ὄχι «δημοκράτες», διαφορά πού τότε δέν σήμαινε τήν ἀντίθεση δύο κομμάτων, ἀλλά χαρακτήριζε δύο ἀντιλήψεις περί κράτους – οἱ ρεπουμπλικανοί προσανατολίζοντο στήν ἀντίληψη περί κράτους τῆς ρωμαϊκῆς ἀριστοκρατίας πρίν ἀπό τήν ἐγκαθίδρυση τοῦ θεσμοῦ τοῦ ἄρχοντος, καί ὄχι κατά τόν ἀθηναϊκό δῆμο τοῦ 5ου αἰῶνος π.Χ.
 
Καί ὅμως, παρ’ ὅλες τίς πολιτικές ἀνακατάταξεις τῶν νεωτέρων χρόνων, ἡ εἰκόνα τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας ἦταν παροῦσα, ἔστω ἀκόμη συχνά μέ ἀρνητικό πρόσημο, ὅπως στόν Χόμπς καί ἀργότερα στόν Χιούμ, οἱ ὁποῖοι καί οἱ δύο ταύτιζαν τή δημοκρατία μέ ἐξεγέρσεις, ἀναταραχές καί χάος.[3] Καί ὁ Κάντ ἔβλεπε στή δημοκρατία μιά μορφή «δεσποτισμοῦ»[4] – σέ καταφορη ἀντίθεση πρός τήν αὐτοαντίληψη τῶν ἀρχαίων δημοκρατῶν. Γιά τόν Κάντ ὁ δεσποτισμός δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τό ἀριθμό τῶν κυριαρχούντων, «ἐάν ἕνας ἤ μερικοί συνασπίζονται, ἤ ὅλοι μαζί», ἀλλά ἐξαρτᾶται ἀπό τή λειτουργία ἤ μή τοῦ διαχωρισμοῦ τῶν ἐξουσιῶν. Στήν ἀθηναϊκή δημοκρατία ὅμως ὁ λαός δέν ἦταν μόνον ἡ ἐκτελεστική ἐξουσία, καί μάλιστα μέ ἕναν πολύ λιγότερο ἔμμεσο καί φιλτραρισμένο τρόπο ἀπό ὅ,τι σήμερα σέ ἐμᾶς, ἀλλά ἦταν συγχρόνως νομοθέτης στήν λαϊκή συνέλευση καί δικαστική ἐξουσία στά λαϊκά δικαστήρια.
 
Ἀπό ποῦ κατέφθασε αὐτή ἡ ἀρνητική εἰκόνα περί δημοκρατίας ἕως καί τόν 18ο αἰώνα; Ἤδη, κατά τήν ἀρχαιότητα, ἡ ἀκραία δημοκρατία δέν ἔχαιρε ἐκτιμήσεως μεταξύ τῶν φιλοσόφων. Ἀπό τήν Ἀναγέννηση καί ἑξῆς διάβαζαν εὐχαρίστως τόν Ἕλληνα ἱστορικό Πολύβιο (πέρ. 200-120 π.Χ.), ὁ ὁποῖος εἶχε ὑποστηρίξει τό μεικτό πολίτευμα τῆς Ρώμης, ἐν σχέσει πρός τό ὁποῖο ἡ καθαρή δημοκρατία τῆς Ἀθήνας δέν παρουσιαζόταν ἁπλῶς ἀσταθής και ἱστορικά ἀποτυχημένη, ἀλλά φαινόταν νά μήν μπορεῖ νά ἐγγυηθεῖ καί τήν ἰσχύ τοῦ δικαίου στό ἐσωτερικό. Ἐπίσης, οἱ Βίοι Παράλληλοι τῶν μεγάλων Ἑλλήνων καί Ρωμαίων τοῦ Πλουτάρχου (πέρ. 45-120 μ.Χ.) ἦσαν προσφιλές ἀνάγνωσμα, στό ὁποῖο περιλαμβάνονται καί οἱ βιογραφίες ἐννέα ἡγετικῶν προσωπικοτήτων τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας – ἐδῶ μποροῦσε κανείς νά διαβάσει ὅτι ὁ δῆμος ἀδικοῦσε συχνά πολύ τούς πλέον ἀξίους καί ἐντίμους πολιτικούς ἀντί νά τούς ἀντιμετωπίσει δίκαια.
 
Τό κοσμοϊστορικό πείραμα πού ἐπεχείρησε ἡ Ἀθήνα μέ τήν ἄμεση δημοκρατία εἶχε συνεπῶς στήν ἱστορία τῶν ἰδεῶν τῆς Εὐρώπης μιά ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἀρνητική ἀπήχηση. Ὅμως ἐπηρέαζε τήν πολιτική σκέψη ἀκριβῶς σέ ἐποχές πολιτειακῶν ἀναμορφώσεων, ἔστω καί μόνον ὡς εἰκόνα ἀντιθέσεως. Ἐκτός αὐτοῦ, ἡ τεραστίας σπουδαιότητος ἐπιστήμη τῆς πολιτικῆς φιλοσοφίας δημιουργήθηκε ἀκριβῶς σέ ἀντιπαράθεση πρός τήν ἄμεση δημοκρατία: στό ἔργο τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ξενοφῶντος καί Ἀριστοτέλη, τῶν ὁποίων ἡ σκέψη ἔτυχε ὑποδοχῆς ἀπό τόν Κικέρωνα, καί τοῦ Κικέρωνος πάλι ἀπό τόν Αὐγουστίνο, ὥστε καί δί’ αὐτῆς τῆς ὁδοῦ νά παραμείνει ἐνεργό ἕνα ἰσχυρό ρεῦμα ἐμμέσου ἐπιδράσεως.
 
Πρόκειται γιά ἱκανές αἰτίες, γιά τίς ὁποίες πρέπει νά ἐξετάσουμε τήν Ἀθήνα ὡς πολιτεία στό παρόν πλαίσιο. Προστίθενται ὡστόσο ἀκόμη δύο: πρῶτον, ἡ προφανῶς μοναδική σύνδεση ἑνός συγκεκριμένου πολιτειακοῦ συστήματος μέ μιά συγκεκριμένη μορφή διανόησης ὁδήγησε στήν ἀνακάλυψη τῆς ἔννοιας τῆς ἐλευθερίας καί στήν «δημιουργία τοῦ Πολιτικοῦ», ὅπως τό ὀνόμασε ἕνας ἱστορικός[5] – γεγονός πού συνεπάγεται τή σύσταση πολιτικῆς δημοσιότητος σέ μιά κοινωνία πολιτῶν καί τήν ἐξάσκηση σέ ἕνα κριτικό, ἐκκοσμικευμένο καί φιλελεύθερο βλέμμα πρός τήν πολιτεία, δηλαδή ἕναν τρόπο θεωρήσεως, πού καί σήμερα ὁρίζει τήν πολιτική μας σκέψη, ἡ ὁποία ὅμως ἕως σήμερα δέν μπόρεσε νά μεταδοθεῖ σέ ἄλλους πολιτισμούς, πού δέν ἔχουν ἐπηρεασθεῖ ἀπό τούς Ἕλληνες, ὅπως τούς ἰσλαμικούς. Δεύτερον, τά σοσιαλιστικά καί κομμουνιστικά κινήματα τοῦ 19ου καί 20ου αἰῶνος[6] ἀναβίωσαν τήν ἰδανική εἰκόνα μίας ἄμεσης ἐφαρμογῆς τῆς λαϊκῆς βουλήσεως – ὡς μακροβιότερη μέχρι σήμερα πραγματοποίηση αὐτοῦ τοῦ ὀνείρου, ἡ ἀθηναϊκή δημοκρατία ἀποκτᾶ νέο ἐνδιαφέρον γιά κάθε ἐναλλακτική καί οὐτοπική πολιτική σκέψη.
 
Ἡ δημιουργία καί τά χαρακτηριστικά της ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας μποροῦν νά παρουσιασθοῦν ἐν συντομία ὡς ἑξῆς:[7]
 
Ἡ ἐκδίωξη τῶν τυράννων ἀπό τόν οἶκο τῶν Πεισιστρατιδῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κυριαρχήσει στήν Ἀθήνα τόν 6ο αἰώνα, δέν ἐπετεύχθη μέ τίς δικές τους δυνάμεις. Ἡ Σπάρτη, ἤδη τότε μιά μεγάλη ἑλληνική δύναμη, παρενέβη στρατιωτικά τό 510 στήν τότε μέση δύναμη τῶν Ἀθηνῶν. Παρέμενε ἔτσι ἕνας διαρκής φόβος γιά μιά πιθανή ἐπιστροφή τῆς κυριαρχίας τοῦ ἑνός, φόβος πού μπορεῖ κάπως νά ἐξηγήσει ἡ διαμόρφωση τοῦ ἀθηναϊκοῦ συστήματος. Ἡ ἐξέλιξη ἀπό τήν κρατική κατοχύρωση τῆς νεοαποκτηθείσης ἐλευθερίας ἕως τήν .πλήρως ἀνεπτυγμένη δημοκρατία διήρκησε περίπου 50 ἔτη. Ξεκίνησε μέ τήν Κλεισθένεια ἀνακατάταξη τῶν φυλῶν, πού ἀποτελοῦσαν τόν πληθυσμό, στό τέλος τοῦ 6ου αἰῶνος. Ἀπό τίς ἀρχικά 4 φυλές δημιουργήθηκαν 10 νέες, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦντο ἑκάστη ἀπό τρία μέρη, τίς λεγόμενες τριτύες. Ἡ συνολική περιοχή τῆς Ἀττικῆς ἦταν ὅμως διηρημένη σέ τρεῖς ζῶνες: πόλη, ἀκτή καί ἠπειρωτική χώρα. Οἱ τρεῖς τριτύες μιᾶς φυλῆς ἔπρεπε νά κατανεμηθοῦν σέ αὐτές τίς τρεῖς ζῶνες. Αὐτό σήμαινε ὅτι δέν ὑπῆρχε συνεκτική φυλετική περιοχή. Ἡ ὀργάνωση τῶν φυλῶν τοῦ Κλεισθένους δέν δημιούργησε μία ὁμοσπονδιακή δομή, ἀλλά ἦταν ἕνα διοικητικό μέτρο γιά τήν πολιτική ἀναδιάταξη καί ἀνακατανομή τοϋ πληθυσμοῦ, ἡ ὁποία τελικῶς ἐξυπηρετοῦσε τόν συγκεντρωτισμό. Κάθε πολίτης ἦταν κατ’ ἀρχάς ἐγγεγραμμένος στόν δῆμο του, στήν κοινότητά του καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐντοπίζετο πολιτικά. Αὐτές οἱ μονάδες πού εἶχαν ἀναπτυχθεῖ μέ φυσικότητα, ἦσαν ὅμως, ἐκτός ἀπό τίς πολύ ἀπομεμακρυσμένες τριτύες. συνδεδεμένες μέ τίς φυλές, οἱ ὁποῖες δέν εἶχαν δικό τους κέντρο, παρά τήν Ἀθήνα. Οἱ φυλές ἔστελναν στό συμβούλιο τῶν Ἀθηνῶν, στή βουλή, ἐπιτροπή 500 μελῶν, 50 ἀπό κάθε φυλή. Στή βουλή ὅμως οἱ φυλές δέν ἀποτελοῦσαν πολιτικές ἑνότητες, ἀλλά μόνον διοικητικές: κάθε φυλή ἀσκοῦσε τήν προεδρία τῆς βουλῆς κατά τή διάρκεια ἑνός δεκάτου τοῦ ἔτους, καί μεταξύ τῶν 50 μελῶν κάθε φυλῆς ὑπῆρχε μία καθημερινή ἐναλλαγή τῆς προεδρίας.
 
Ἡ βουλή δέν εἶχε παρά νά προετοιμάσει τίς πολιτικές ὑποθέσεις, τίς ἀποφάσεις ἐλάμβανε ὅ δῆμος, ὁ λαός, σέ ἀνοικτή ψηφοφορία τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου. Στήν ἐκκλησία τοῦ δήμου μποροῦσε νά συμμετέχει κάθε ἐλεύθερος πολίτης, στήν πραγματικότητα συμμετεῖχαν κατά μέσον ὄρο περίπου 5 ἕως 6 χιλιάδες ἐκ τῶν συνολικῶς ὑπολογιζόμενων 30.000 πολιτῶν.
 
Ἐκτός ἀπό τή βουλή καί τήν ἐκκλησία ὑπῆρχαν καί «αἱ ἀρχαί» πού ἐδιοικοῦντο ἀπό ἐννέα ἄρχοντες καί μιά διοίκηση πού λειτουργοῦσε μέ πολλές ἐξειδικευμένες ἁρμοδιότητες. Τά σημαντικότερα ἀξιώματα ἀρχικῶς ἐπεφυλάσσοντο στά μέλη τῆς ἀριστοκρατίας, καί μέ τήν διαδοχική ἀνάπτυξη τῆς δημοκρατίας βαθμιαίως ἔγιναν προσβάσιμα καί γιά τά μέλη τῶν κατωτέρων φορολογικῶν τάξεων. Ἀρχαιότερο ἀπό τόν θεσμό τῆς βουλῆς τῶν 500 ἦταν ἕνα συμβούλιο, τό ὁποῖο ὀνομάζετο κατά τόν τόπο, στόν ὁποῖο συνεδρίαζε. Ἀπετελεῖτο ἀπό τέως ἄρχοντες, δηλαδή ἀρχικῶς, ὅταν ἀκόμη δέν μποροῦσε νά γίνει κάθε πολίτης ἄρχων, ἦταν ἕνα εἶδος ἀριστοκρατικῆς γερουσίας μέ μεγάλη πολιτική ἐπιρροή λόγω τοῦ ἐλέγχου πού ἀσκοῦσε στήν διοίκηση τοῦ κράτους καί λόγω τῆς σημασίας του γιά τήν ἀπονομή δικαιοσύνης. Ὅταν ὁ Ἐφιάλτης ἀποδυνάμωσε αὐτήν τήν ἀξιοσέβαστη παλαιά ἐπιτροπή τό ἔτος 462, καί τῆς παραχώρησε μόνον τή ἁρμοδιότητα τοῦ κακουργοδικείου, θεωρήθηκε ὅτι ὁλοκληρώθηκε συνταγματικά ἡ ἀθηναϊκή δημοκρατία.
 
Μέ ἐξαίρεση τίς δίκες γιά φόνους, ἡ ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης εἶχε ἐκχωρηθεῖ πλήρως στόν λαό, δηλαδή πολίτες ἐλάμβαναν τίς ἀποφάσεις στίς δίκες, καί ὄχι μικρές ὁμάδες τυχαία ἐπιλεγμένων ἐνόρκων ὑπό τήν καθοδήγηση νομικῶν, ὅπως στίς σημερινές δημοκρατίες. Ἦσαν μεγάλες ἐπιτροπές 200, 500, μάλιστα ἕως καί 2.500 ἐνόρκων, ἤ μᾶλλον κανονικῶν πολιτῶν, διότι ἡ ἰδιότητα τοΰ πολίτη περιελάμβανε καί τήν ἰδιότητα τοῦ δικαστοῦ, καί δέν ἀπαιτοῦντο εἰδικές νομικές γνώσεις, οἱ ὁποῖες οὔτε καί ἦσαν ἐπιθυμητές.
 
Ἀκόμη καί ἐάν ὅλοι ἐκαλοῦντο νά συμμετάσχουν στήν πολιτική ζωή, πρίν ἀπό τήν ἀνάληψη ἑνός δημοσίου λειτουργήματος διενεργεῖτο μία δοκιμασία, δηλαδή μία ἐξέταση ὡς πρός τήν πλήρωση τῶν νομικῶν προϋποθέσεων γιά τήν ἀνάληψη τοῦ λειτουργήματος. Μετά τό πέρας ὅμως μίας θητείας δέν ὑπῆρχε μόνον ἕνας ἐπανέλεγχος τῆς χρήσεως τῶν δημοσίων χρημάτων, δηλαδή ὁ ἀποχωρῶν ἀξιωματοῦχος ἔπρεπε νά δώσει λόγο (λόγον διδόναι), ἀλλά νά κάνει καί ἕναν γενικότερο ἀπολογισμό, τίς εὐθύνες, κατά τίς ὁποῖες κάθε πολίτης μποροῦσε νά κάνει καταγγελία γιά τήν θητεία τῶν παραιτούμενων. Τά ἀξιώματα ἠσκοῦντο μόνον γιά τή διάρκεια ἑνός ἔτους, δέν προεβλέπετο ἐν γένει ἡ δυνατότητα ἐπανεκλογῆς, ἐκτός ἀπό τό ἀξίωμα τοῦ στρατηγοῦ: οἱ στρατιωτικοί ἡγέτες εἶχαν τό δικαίωμα νά καταλαμβάνουν κατ’ ἐπανάληψη τή θέση τους.
 
Εἶναι εὔκολο νά δοῦμε ὅτι σέ αὐτό τό σύστημα ἡ ἀπασχόληση τοῦ κάθε πολίτη στίς ὑποθέσεις τῆς πόλεως ἦταν τεράστια. Προκειμένου νά μήν συμμετέχουν μόνον οἱ ἀνήκοντες σέ εὔπορη τάξη, ἡ πόλη κατέβαλε γιά τή συμμετοχή στήν ἐκκλησία τοΰ δήμου μιά ἀμοιβή τριῶν ὀβολῶν (βεβαίως μόλις ἀπό τό 403/402 π.Χ., ὡς μιά ρεαλιστική ἀποζημίωση γιά μιά μέση ἀπώλεια κέρδους). Ἀμοίβετο ἐπίσης αὐτονόητα ἡ συμμετοχή στό δικαστήριο καί ἡ ὑπηρεσία στή βουλή, τόν 4ο αἰώνα π.Χ. μάλιστα ἀκόμη καί ἡ συμμετοχή σέ θεατρικούς ἀγῶνες.
 
Ἐνῶ ὁ μέσος πολίτης ἐκκινητοποιεῖτο μέ χρηματικά ὀφέλη γιά τή συμμετοχή του στή λειτουργία τοῦ πολιτικοῦ συστήματος, πρόσωπα πού ξεχώριζαν παρεμποδίζοντο, μάλιστα διά τῆς βίας, ἀκόμη καί ἐάν δέν εὐθύνονταν γιά κάτι συγκεκριμένο: ὁ περίφημος ὀστρακισμός μποροῦσε νά ἐκδιώξει σέ δεκαετῆ ἐξο ρία συμπολίτες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πολύ μεγάλη ἐπιρροή, κατά τίς δημοκρατικές ἀντιλήψεις. Τό μέσον αὐτό γιά τόν ἐκδημοκρατισμό τοῦ πολιτικοῦ βίου ἀνεφύη στίς ἀρχές τοῦ 5ου αἰῶνος π.Χ., ἀλλά δέν ἐφαρμόσθηκε πλέον μετά τό 415.
 
Μέ λίγα λόγια, στήν ἀθηναϊκή δημοκρατία κάθε πολίτης ἦταν νομοθέτης, ἐφόσον ἐπίἰ τῶν νόμων ἀπεφάσιζε ἡ ἐκκλησία τοῦ δήμου, καί ὄχι ἕνα κοινοβούλιο, καί ἐφόσον ἐπιπλέον κάθε πολίτης εἶχε τό δικαίωμα νά καταθέσει σχέδιο νόμου, ἑρμηνευτής τῶν νόμων ὡς δικαστής στό δικαστήριο, ἐκτελεστής της ἀποφασισθείσης πολιτικῆς, ἐφόσον καθένας εἶχε τήν εὐκαιρία νά ἐκλεγεῖ σέ ἕνα ἐκ τῶν ἀξιωμάτων καί κατ’ ἐπέκταση νά ἀνέλθει σέ αὐτά διά τῆς κληρώσεως, ἡ ὁποία ἐθεωρεῖτο δημοκρατικότερη, καί κάθε πολίτης μποροῦσε νά ἀπαιτεῖ ἀπολογισμό, δηλαδή ὁ ἴδιος – τουλάχιστον ἐκ τῶν ὑστέρων – νά ἀσκεῖ ἔλεγχο ἐπί τῆς πολιτικῆς.
 
Ὅμως τί σημαίνει σέ αὐτό τό πλαίσιο «κάθε πολίτης»; Κάθε Ἀθηναῖος, τοῦ ὁποίου καί οἱ δύο γονεῖς ἦσαν Ἀθηναῖοι καί ὁ ὁποῖος ἐξέτιε στρατιωτική θητεία. Οἱ γυναῖκες δέν ὑπηρετοῦσαν στόν στρατό, συνεπῶς δέν εἶχαν πολιτική ψῆφο, οἱ σκλάβοι οὕτως ἤ ἄλλως δέν εἶχαν. Ὅμως ἀκόμη καί οἱ μέτοικοι, δηλαδή ἐλεύθεροι Ἕλληνες ἄλλων πόλεων, πού εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στήν Ἀθήνα, πού κατέβαλαν ὑψηλούς φόρους καί μάλιστα μποροῦσαν νά κληθοῦν νά ἐκτίσουν στρατιωτική θητεία, ἔμεναν γιά πάντα ἀποκλεισμένοι ἀπό τή συναπόφαση. Ἡ πολιτογράφηση ἦταν μιά ἐξαιρετικά σπάνια εὔνοια. Συνολικῶς, ὅπως ὑπολογίζεται, μποροῦσε περίπου τό ἕν δέκατον τοῦ πληθυσμοῦ νά συμμετέχει στή δημιουργία πολιτικῆς βουλήσεως. Ὅσοι πράγματι συμμετεῖχαν στήν ἐκκλησία καί στή βουλή ἦσαν ἀκόμη λιγότεροι.
 
Ἡ διαφορά τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας ἀπό τίς σημερινές δημοκρατίες εἶναι προφανής. Ἡ ἔνσταση τοῦ Κάντ, ὅτι θά ἔπρεπε νά ὁμιλοῦμε περί «δεσποτισμοῦ», ἐκεῖ ὅπου ἀπουσιάζει ἡ διάκριση τῶν ἐξουσιῶν, δέν θά ἐντυπωσίαζε τότε, καί ἕνας Ἀθηναῖος ἐκείνης τῆς ἐποχῆς θά ἀπαντοῦσε ἁπλῶς: ὅταν ἔστω καί μιά ἐκ τῶν πολιτικῶν μας ἁρμοδιοτήτων – ἡ νομοθετική, δικαστική, ἐκτελεστική ἁρμοδιότητα καί ὁ ἔλεγχος τῶν ἀρχόντων – δέν μπορεῖ νά ἀσκηθεῖ ἀπό τόν πολίτη (εὐθέως: δηλαδή δέν χειραγωγεῖται ἀπό τήν ὀλιγαρχία τῶν κομματικῶν μηχανισμῶν), τότε λείπει ἡ πολιτική ἐλευθερία, καί σέ τέτοια συστήματα μέ τήν ἀπομεμακρυσμένη ἀπό τόν λαό ἄσκηση ἐξουσίας θά ἔπρεπε ἐξ ἀρχῆς νά μήν γίνεται λόγος περί δημοκρατίας, λαϊκῆς κυριαρχίας. Σύμφωνα μέ τούς Ἀθηναίους τοῦ 5ου καί 4ου αἰῶνος οἱ πολίτες θά ἔπρεπε νά ἐκφράζουν ἄμεσα τή βούλησή τους στήν ἐλεύθερη ἐκκλησία τοῦ δήμου καί νά μποροῦν νά τήν ἐφαρμόζουν στήν πράξη ἄμεσα μέσω ἁπλῶν κρατικῶν δομῶν. Αὐτό ἀκριβῶς ὅμως ἤθελαν νά ἀποφύγουν μέ κάθε τρόπο οἱ ἱδρυτές τοῦ γερμανικοῦ μας συντάγματος. Ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ἡ δική μας κοινοβουλευτική δημοκρατία δέν εἶναι μιά ἄλλη μορφή δημοκρατίας, ἀλλά ἀναντίρρητα μιά ἄλλη μορφή κράτους.
 
Ὁλοκληρώνοντας, μποροῦμε νά ρωτήσουμε: τί ἔλειπε ἀπό τήν ἀθηναϊκή δημοκρατία, πῶς μποροῦσε νά λειτουργεῖ παρ’ ὄλ’ αὐτά, ποιά πλεονεκτήματα εἶχε πρίν ἀπό ἐμᾶς; Τῆς ἔλειπαν ἕνας σταθερός κατάλογος ἀνθρώπινων δικαιωμάτων, συνεπῶς καί μιά συνταγματική δικαιοδοσία (παράλογη θά ἦταν γιά τούς Ἀθηναίους ἡ σκέψη ὅτι μιά ἐλάχιστη ἐπιτροπή μόνον ὀκτώ δικαστῶν θά ἔπρεπε νά καθορίσει δεσμευτικά τί πρέπει νά κάνει ἤ νά μήν κάνει ὁ ὑπόλοιπος πληθυσμός), ἡ προστασία τῶν μειονοτήτων ἤ ἡ προστασία τῆς ἐλεύθερης ἀπόφασης κατά συνείδηση.
 
Ἔλειπαν ἐπίσης τά κόμματα (οἱ ἀποκαλούμενες ἑταιρεῖες ἤσαν πολιτικές λέσχες, δέν λειτουργοῦσαν ὅμως ὡς κόμματα μέ καθορισμένο πρόγραμμα), ἡ ἰδέα τῆς ποσοστώσεως, δηλαδή ἡ ὑποχρέωση γιά συμβιβαστικές λύσεις, τίς ὁποῖες στήν πραγματικότητα κανείς δέν ἐπιθυμοῦσε, οἱ εἰδικοί: δέν ὑπῆρχαν εἰδικοί νομικοί (κάθε πολίτης εἶχε ὡς πολίτης μιά κρίση ἐπί του δικαίου καί τοῦ ἀδίκου), μάλιστα δέν ὑπῆρχε κἄν στρατός (μεμονωμένοι πολίτες μποροῦσαν νά διορισθοῦν ἐπανειλημμένως ὡς στρατηγοί, ἀρχηγοί δηλαδή τῶν στρατευμάτων, ἀλλά δέν ὑπῆρχε μιά ἐξειδικευμένη τάξη ἀξιωματικῶν καί πολιτῶν μισθοφόρων: ἡ Ἀθήνα ἐμπιστευόταν τόν στρατό τῶν πολιτῶν της).
 
Τό ἀποφασιστικό στοιχεῖο, τό ὁποῖο ἡ Ἀθήνα δέν διέθετε, ἦταν μιά κυβέρνηση: τό περιγραφέν σύστημα δέν ἐπέτρεπε μήτε μιά κυβερνητική ὁμάδα οὔτε ἕναν ἀρχηγό κυβέρνησης οὔτε ἕνα κυβερνητικό πρόγραμμα. Ἐάν 20 ἄνδρες μέ ἰσχυρή ἐπιρροή, ὅπως στά κράτη μας, ἐπεδίωκαν ἐπί 4 ὁλόκληρα ἔτη ὁμόφωνα τούς ἴδιους στόχους, τότε γιά τούς Ἀθηναίους της ἐποχῆς θά ἰσοδυναμοῦσαν ἁπλῶς μέ μία ὀλιγαρχία (εἴτε μέ τήν ἔγκριση μίας πλειοψηφίας εἴτε όχι).
 
Ἤ ἀπουσία διατυπωμένων βασικῶν δικαιωμάτων, συνταγματικοῦ δικαστηρίου καί τῆς προστασίας τῶν μειονοτήτων θά ἀντιμετωπιζόταν ἀπό τή σημερινή ὀπτική ὡς σοβαρή ἔλλειψη. Λιγότερο εὔκολη θά ἦταν, γιά τά σημερινά δεδομένα, ἡ ἐκτίμηση σχετικά μέ τήν ἀπόφαση γιά τήν ἀπουσία κομμάτων, κομματικῆς ποσοστώσεως καί εἰδικῶν τεχνοκρατῶν: ὁ διφορούμενος χαρακτήρας αὐτῶν τῶν ἐπιτευγμάτων, πού πολύ εὔκολα μποροῦν νά ἀντιπαρατεθοῦν στήν βούληση τοῦ λαοῦ, ἔγινε διαρκῶς καί περισσότερο συνειδητός στό κοινό τά τελευταία 30 χρόνια τόσο σέ ἐθνικό ὅσο καί σέ εὐρωπαϊκό ἐπίπεδο (ἔστω καί ἐάν δέν φαίνεται ἀκόμη πῶς θά μποροῦσαν νά ἀντικατασταθοῦν). Ἡ ἀπουσία μίας κυβερνήσεως θά ἐκπλήξει ἀνθρώπους, γιά τούς ὁποίους ἡ τάξη καί ὁ προγραμματισμός εἶναι τό σημαντικότερο, ἀντιθέτως θά ἐνθουσιάσει τούς νεανικά καί ἀναρχικά σκεπτόμενους (κάθε ἡλικίας). Ὅμως πέραν ὅλων τῶν ἴδιοσυγκρασιακων καί ὑποκειμενικῶν προτιμήσεων εἶναι ἀντικειμενικά ἀξιοθαύμαστο ἔνα γεγονός: ὅτι αὐτό τό κράτος τῶν Ἀθηνῶν κατά τή διαρκεια 140 ἐτῶν, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἐφιάλτη καί Περικλῆ ἕως τόν θάνατο τοῦ Δημοσθένη (322 π.Χ.), μποροῦσε νά λειτουργεῖ στό ἐσωτερικό καί νά ἀσκεῖ ἐξουσία ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, καί μάλιστα ἐπί δεκαετίες πολύ μεγάλη ἐξουσία, χωρίς νά διαθέτει κυβέρνηση ὑπό τή σύγχρονη ἔννοια.[8]
 
Ἀκόμη καί ἐάν δέν ὑπῆρχε ἕνας δεσμευτικός κατάλογος βασικῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἐντούτοις σέ δικανικούς λόγους καί πολιτικές ὑπερασπίσεις τοῦ 4ου αἴωνος ὁρισμένα θεμελιώδη δικαιώματα τοῦ πολίτη ἐθεωροῦντο αὐτονόητα καί ἀπαραίτητα, π.χ. ὅτι χωρίς δικαστική ἀπόφαση δέν μποροῦσε νά ἐκχελεσθεῖ θανατική ποινή ἔναντι κανενός Ἀθηναίου, ὅτι κανένας ἐλεύθερος πολίτης δέν ἐβασανίζετο, ὅτι χωρίς ἀπόφαση τῆς ἐκκλησίας ἦταν ἀνεπίτρεπτη ἡ σύλληψη πολίτη μέσα στό οἰκιακό ἄσυλο. Ἐπιπλέον, ὑπῆρχε ἀνεγνωρισμένο δικαίωμα ἰδιοκτησίας, δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου (παρρησία) καί ἡ δυνατότητα τῶν πολιτῶν νά διεξάγουν δίκη κατά τῆς πόλεως καί νά κερδίζουν τή δίκη.[9] Ἤδη ἐδῶ μποροῦμε νά διακρίνουμε μιά ἀρχή γιά τή θέσπιση ἀναπαλλοτρίωτων θεμελιωδῶν δικαιωμάτων, ἀκόμη καί ἐάν οἱ Ἀθηναῖοι δέν ἐμερίμνησαν νά τά συνοψίσουν σέ ἕναν «θεμελιώδη νόμο».
 
Μιά πολιτική κοινότητα, στήν ὁποία πολλές χιλιάδες πολιτῶν ἐγνώριζαν τά δικαιώματά τους καί εἶχαν καί τό θάρρος νά τά ἐπικαλοῦνται στίς πολιτικές ἀντιπαραθέσεις μποροῦμε παντελῶς δικαίως νά τήν ἐπικαλεστοῦμε ὡς κοινωνία πολιτῶν – ἦταν ἡ πρώτη κοινωνία πολιτῶν τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔπρεπε νά περιμένει ἐπί μακρόν νά βρεῖ μιμητές σέ ἄλλους πολιτισμούς.
 
Τό σύστημα αὐτό μπόρεσε νά λειτουργήσει λόγω τῆς μεγάλης του εὐελιξίας, λόγω τῆς ταχείας διορθώσεως λαθῶν. Ἐπίσης καί μέ τό γεγονός ὅτι πραγματικά ὑπῆρχε λογοδοσία (οἱ ἀναφερθεῖσες «ἐθῦναι»). Σέ αὐτό τό σημεῖο ἡ ἄμεση δημοκρατία ὑπερεῖχε σαφέστατα τῆς σύγχρονης κοινοβουλευτικῆς δημοκρατίας: κανένας πολιτικός μας δέν μπορεῖ πραγματικά νά ἐγκληθεῖ νά ἀναλάβει τήν εὐθύνη γιά ζημία πού προξένησε.[10]
 
Ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ νομίσματος δέν πρέπει νά ἀποσιωπηθεῖ: ἡ ἀναφερθεῖσα εὐελιξία σήμαινε καί ἀστάθεια, κάποτε μάλιστα ἀνασφάλεια δικαίου. Καί σέ μιά ἐλεύθερη συνάθροιση τοῦ λαοῦ δέν εἶναι βεβαίως ὅλοι ἴσοι: ἤ ρητορική ἀποτελεσματικότητα γρήγορα ἀνέδειξε δημαγωγούς, ἐκ τῶν ὁποίων ὁρισμένοι ἀπεδείχθησαν ἀληθινοί δημαγωγοί ὑπό τή σύγχρονη ἔννοια τῆς λέξεως. Μεταξύ ἱστορικῶν εἶναι ἀναμφισβήτητο τό γεγονός ὅτι ἡ ποιότητα τῆς ἀθηναϊκῆς πολιτικῆς ἐξηρτᾶτο ἀπό τήν ποιότητα τῶν ἑκάστοτε δημαγωγῶν.[11] Περί τῆς σημασίας τῆς ρητορικῆς στήν Ἀθήνα θά γίνει περαιτέρω λόγος σέ σχέση μέ τή σοφιστική (κεφάλαιο 7).
 
Ταυτοχρόνως μέ αὐτήν τή δημοκρατία δημιουργήθηκε στήν Ἀθήνα μία νέα μορφή ποιήσεως, τῆς ὁποίας ἡ κοσμοϊστορική ἐπιτυχία διαρκεῖ ἕως σήμερα: τό δράμα (ὑπό ποίαν ἔννοιαν ἡ τραγωδία καί ἡ κωμωδία μποροῦν νά γίνουν ἀντιληπτές ὡς ποίηση τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, παρουσιάστηκε στήν ἀρχή τοῦ παρόντος κεφαλαίου, βλ. ἀνωτέρω σελίς 189 ἑπ.).
 
Ποίηση τῶν Ἀθηνῶν, ποίηση τῆς πόλεως ὑπῆρχε ἐντούτοις πολύν χρόνο πρό τῆς τραγωδίας. Ὁ Σόλων, ὁ νομοθέτης, πολιτικός στοχαστής καί ποιητής, πού ἔζησε περίπου ἀπό τό 640 ἕως τό 560(;) π.Χ., δηλαδή 100 ἔτη πρίν ἀπό τόν Αἰσχύλο, ἐξέφρασε τήν πίστη του στήν Ἀθήνα στούς ἀκόλουθους στίχους:
 
  Ἡμέτερη δέ πόλις κατά μέν Διός οὔποτ’ ὀλεῖται
Αἶσαν καί μακάρων θεῶν φρένας ἀθανάτών·
τοίη γάρ μεγάθυμος ἐπίσκοπος ὄβριμοπάτρη
Παλλάς Ἀθηναίη χεῖρας ὕπερθεν ἔχει·
Αὐτοί δέ φθείρειν μεγάλην πόλιν ἀφραδίηισιν.
ἀστοί βούλονται χρήμασι πειθόμενοι,
δήμου θ’ ἡγεμόνων ἄδικος νόος, οἷσιν ἑτοῖμον
ὕβριος ἐκ μεγάλης ἄλγεα πολλά παθεῖν.
                                                               (ἀποσπ. 3.1-8D.= ἀποσπ. 4.1-8W)
 Ἡ πόλη μας, μέ τόν Δία, ποτέ δέν θά χαθεῖ,
Οὔτε κατά τή βούληση τῶν μακαρίων θεῶν.
Διότι ἡ Παλλάς Ἀθηνᾶ, μεγαλόθυμη ἐπόπτης,
θυγατέρα τοῦ Πανίσχυρου, ἔχει τίς χεῖρες της ἐπάνω της.
Οἱ ἴδιοι οἱ ἀστοί, πειθόμενοι μέ ἀνόητα χρήματα.
θέλουν νά φθείρουν τή μεγάλη πόλη.
καθώς καί οἱ ἄδικα σκεπτόμενοι ἡγέτες τοῦ λαοῦ.
Οἱ πολύ ἀλλαζόνες ὑφίστανται πολλές ὀδύνες.
                                                              
 Ἡ πόλη εὑρίσκεται συνεπῶς ὑπό τήν προστασία τῆς ἰσχυρᾶς θεότητος, τῆς ὁποίας φέρει τό ὄνομα, καί τήν ἀπειλεῖ μόνον ὁ κίνδυνος τῶν ἴδιων τῶν πολιτῶν καί τοῦ ἀδίκου νοός τῶν ἡγεμόνων (στίχος 7). Στήν ὕβρη τους θά ἐπακολουθήσει ἄλγος (στίχος 8). Ὁ ποιητής ἀναφέρεται ἰδιαίτερα στή δικαιοσύνη τοΰ Διός:
 
 Τοιαύτη Ζηνός πέλεται τίσις, οὐδ’ ἐφ ’ ἑκάστωι
ὥσπερ θνητός ἀνήρ γίγνεται ὀξύχολος,
αἰεί δ ’ οὔ ἑ λέληθε διαμπερές, ὅστις ἀλιτρόν
θυμόν ἔχει, πάντως δ’ ἐς τέλος ἐξεφάνη·
ἀλλ’ ὁ μέν αὐτίκ’ ἔτεισεν, ὁ δ’ ὕστερον, οἱ δέ φύγωσιν
αὐτοί, μηδέ θεῶν μοίρ’ ἐπιούσα κίχηι,
ἤλυθε πάντως αὖτις· ἀναίτιοι ἔργα τίνουσιν
ἤ παῖδες τούτων ἤ γένος ἐξοπίσω.
                                                     (ἀποσπ. 1.25-32D.= ἀποσπ. 13.25-32W)
 Ἔτσι φέρνει ὁ Ζεύς τήν ἀνταμοιβή, καί δέν γίνεται
ὀξύθυμος στόν καθένα ὅπως ἕνας θνητός,
γιά πάντα δέν τοῦ διαφεύγει κανείς, ὁ ὁποῖος ἔχει
φαύλη διάθεση, στό τέλος φανερώνεται.
Ὁ ἕνας ἀμέσως πληρώνει, ὁ ἄλλος ἀργότερα, καί ὅποιοι
διαφεύγουν οἱ ἴδιοι καί οὔτε τῶν θεῶν ἡ μοίρα πού ἔρχεται,
                                                                                      τούς συναντᾶ,
 πάντως μετά ἔρχεται, χωρίς νά εἶναι ὑπαίτιοι, πληρώνουν γιά τά ἔργα
εἴτε τά παιδιά τους εἴτε οἱ ἀπόγονοί τους.
                                                             
 Ἡ ἰδέα ὅτι ἡ θεϊκή δικαιοσύνη ἐπιδρᾶ μακροπρόθεσμα, διαμέσου γενεῶν, ὥστε ἀκόμη καί ἀθῶοι συγγενεῖς μίας γενεᾶς νά πρέπει νά τιμωροῦνται γιά τήν ἐνοχή τῶν πατέρων ἐξακολουθοῦσε νά ταράζει τούς τραγικούς ποιητές τοῦ 5ου αἰῶνος. Τήν τελική ἐξιλέωση τοῦ οἴκου τῶν Ἀτρειδῶν ἀπό τήν κατάρα τῆς γενεᾶς διαμόρφωσε ὁ Αἰσχύλος ὡς θέμα τῆς Ὀρέστειας (βλ. σχετικά κατωτέρω, σέλ. 213 κ.ε.).
 
Μέ αὐτήν τήν ἐπίγνωση τῆς εὐθύνης ὁ ἴδιος ὁ Σόλων ἐπεδίωξε νά εἶναι ὁ νομοθέτης τῆς δικαιοσύνης, καί τοῦτο σήμαινε γιά τήν δική του κατάσταση συγκεκριμένα: ὁ Σόλων ἐπεδίωξε τήν ἐξισορρόπηση μεταξύ τῶν κομμάτων τῶν γαιοκτημόνων ἀριστοκρατῶν καί τοῦ πτωχοῦ πληθυσμοῦ τῆς ὑπαίθρου. Ἔτσι ἀνέφερε γιά τόν ἑαυτό του:
 
 Ἔστην δ’ ἀμφιβαλών κρατερόν σάκος ἀμφοτέροισι,
νικᾶν δ’ οὐκ εἴασ’ οὐδετέρους ἀδίκως.
                                                            (ἀποσπ. 5.5-6 D.= ἀποσπ. 5.5-6W)
 Στεκόμουν μέ τή δυνατή ἀσπίδα νά προστατεύει καί τούς δύο πρός τίς δύο πλευρές,
νά νικήσει ἄδικα κανέναν ἐκ τῶν δύο δέν ἄφησα.
                                                        
 Τό σημαντικότερο ἴσως μέτρο ἦταν ὅτι ὁ Σόλων ἦρε τήν δουλεία τῶν προηγουμένως ἐλευθέρων γεωργῶν:
 
 Τούς δ’ ἐνθάδ’ αὐτοῦ δουλίην ἀεικέα
ἔχοντας ἤθη δεσποτέων τρομεομένους
ἐλευθέρους ἔθηκα. Ταῦτα μέν κράτει
ὁμοῦ βίην τέ καί δίκην ξυναρμόσας
ἔρεξα καί διῆλθον ὡς ὑπεσχόμην.
                                                     (ἀποσπ. 24.13-17 D.= ἀποσπ. 36. 13-17W)
 Αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἐδῶ στήν ἀνήκεστη δουλεία,
ἦσαν τρομαγμένοι μέ τά ἤθη τῶν δεσποτῶν,
τούς ἐλευθέρωσα. Μέ δύναμη, ἀφοῦ ἐταίριαξα
τή βία καί τή δίκη.
καί τίς ἐφήρμοσα καί συμπεριφέρθηκα, ὅπως εἶχα ὑποσχεθεῖ.
                                                                
 Ἡ ἀμερόληπτη διαιτησία μεταξύ εχθρικῶν μερῶν εἶναι ἀσφαλῶς ἕνα ἀχάριστο ἀξίωμα, γιά τό ὁποῖο ὁ Σόλων παρπονεῖται ἐπανειλημμένως. Ἀκριβῶς ἐν ὄψει τέτοιων ἀντιπαλοτήτων θά μποροῦσε νά σφετερισθεῖ τήν ἐξουσία γιά τόν ἑαυτόν του.
Εἶναι ὑπερήφανος, ἐπειδή δέν τό ἔκανε:
 
 εἰ δέ γής ἐφεισάμην
πατρίδος, τυραννίδας δέ καί βίης ἀμειλίχου
οὐ καθηψάμην μιάνας καί καταισχύνας κλέος,
οὐδέν αἰδέομαι· πλέον γάρ ὧδε νικήσειν δοκέω
πάντας ἀνθρώπους.
                                                       (ἀποσπ. 23.8-12 D.= ἀποσπ. 32W)
 Ἐάν προστατέυσα
τήν πάτρια γῆ, καί δέν ἄγγιξα τή τυραννίδα καί τήν ἀμείλικτη βία, χωρίς νά μολύνω καί νά καταισχύνω τή φήμη μου, δέν ντρέπομαι γιά τίποτα.
 Πιστεύω ὅτι περισσότερο δι’ αὐτοῦ ὑπερισχύω ἐπί ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
                                                                 
 Συνεπῶς ὁ ἀρχέγονος νομοθέτης Σόλων, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη (στίχ. 10: κλέος) διεδόθη καί σέ ὅλες τίς περιοχές, ὥστε ἀργότερα νά ἀπαριθμεῖται μεταξύ τῶν ἑπτά σοφῶν, ἐμφανίζει σημαντικά στοιχεῖα τῆς ὕστερης πολιτικῆς αὐτοκατανοήσεως τῆς Ἀθήνας: ἡ προστασία τῆς θεότητος, ἡ ἐπίγνωση τῆς ἐναρμονίσεως μέ τό δίκαιο, ἡ διαφύλαξη τῶν δικαιωμάτων καί τῆς ἐλευθερίας ἀκόμη καί τῶν κοινωνικά ἀσθενέστερων, ἡ ἀπόρριψη τῆς τυραννίδος.
 
Ἑκατό ἔτη μετά τόν Σόλωνα, ἡ τραγωδία ὑπῆρχε ἤδη ὡς ποιητική μορφή. Ἕως σήμερα ἀκόμη διαφιλονικεῖται ἀπό φιλολόγους τό ἐρώτημα γιά τήν προέλευσή της ἀπό λαϊκά ἔθιμα καί ἀπό ἁπλές μορφές ποιήσεως. Ὁ Αἰσχύλος, πού γεννήθηκε τό 525 π.Χ., χαρακτηρίστηκε ὡς «δημιουργός της τραγωδίας»[12] -γεγονός πού ἰσχύει μόνον ὑπό τήν ἔννοιαν ὅτι ἀνέδειξε τή νέα μορφή στό λογοτεχνικό ἐπίπεδο, τό ὁποῖο ἐν συνεχεία τήν κατέστησε ἀποφασιστικό μέσον γιά μιά ποίηση ἡψηλῶν ἀξιώσεων. Ὁ Αἰσχύλος ὄχι ἁπλῶς δέν δημιούργησε ὁ ἴδιος τή μορφή, ἀλλά δέν προδιέγραψε οὔτε γιά τούς διαδόχους του μιά ὁρισμένη ἀντίληψη γιά τήν «τραγική ἐνοχή». Μιά τέτοια ἀντίληψη παρέμεινε γιά τήν ἀττική τραγωδία πάντοτε ξένη. Τό ἐρώτημα περί τῆς «φύσεως τοῦ τραγικοῦ» εἶναι ἕνα πρόβλημα τῆς νεωτερικῆς ἀντιλήψεως περί λογοτεχνίας. Γιά τόν 5ο αἰώνα κάθε σοβαρό ἔργο, τό ὁποῖο παρουσιαζόταν στά Μεγάλα Διονύσια, ἦταν μιά τραγωδία, ἀνεξαρτήτως ἀπό τό ἐάν τελείωνε μέ τήν πτώση τοῦ πρωταγωνιστῆ ἤ μέ τή σωτηρία του καί ἀνεξαρτήτως ἀπό τό εἶδος τῆς ἐνοχῆς ἤ τῆς ἀθωότητος, πού καθόριζε τίς πράξεις του.
 
Ἡ λογοτεχνική μορφή ἐνδέχεται νά ἐξελίχθηκε ἀπό τό χορικό, καθώς στόν χορό προσετίθετο «ἔξωθεν» ἕνας ἀγγελιοφόρος, ὁ ὁποῖος περιέγραφε ἕνα γεγονός, πού ἀφοροῦσε τήν ὁμάδα, πού παριστοῦσε ὁ χορός. Ἐρωτήσεις ἀπευθυνόμενες στόν ἀγγελιοφόρο, ὁ ὁποῖος κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἔγινε ὁ πρῶτος ὑποκριτής, σέ συνομιλία μέ τόν χορό ἤ τόν πρῶτο τοῦ χοροῦ, ἐνδέχεται νά ἦταν ὁ πρῶτος τύπος σκηνῆς. Τά βήματα γιά τίς ἑπόμενες ὑποθετικές βαθμίδες μποροῦμε εὔκολα νά τά φανταστοῦμε, ἐπί παραδείγματα ὅταν τά γεγονότα δέν ἐκτίθενται μόνον στόν χορό, ἀλλά καί στόν βασιλέα τῆς πόλεως, ὁ ὁποῖος πρέπει τώρα νά λάβει μιά ἀπόφαση, καί στόν βασιλέα προστίθεται γρήγορα μία περαιτέρω μορφή, ἕνας ἀντίπαλος ἤ ἀρωγός.[13]
 
Γνωρίζουμε ὀνόματα τραγικῶν ποιητῶν πρίν ἀπό τόν Αἰσχύλο: Χοιρίλος, Πρατίνας, Φρύνιχος, καί γνωρίζουμε ἕνα ἔργό τοῦ Φρυνίχου, πού σκηνοθετήθηκε τό 492, μέ τόν τίτλο Μιλήτου ἅλωσις. Ἐπρόκειτο γιά ἐπίκαιρο πολιτικό θέατρο, στό ὁποῖο παρουσιάζετό ἡ καταστροφή τῆς πόλεως τῆς Μιλήτου ἀπό τούς Πέρσες τό 494, μιά μοίρα πού ἀπειλοῦσε καί τήν Ἀθήνα λόγω τῆς ὑποστη- ρίξεως πού παρεῖχε στήν ἰωνική ἐξέγερση. Ἀνάλογη ἦταν ἡ ἀγανακτισμένη ἀντίδραση τοῦ κοινοῦ. Τότε συνέβη τό πρῶτο γνωστό σέ ἐμᾶς θεατρικό σκάνδαλο, ὁ ποιητής τιμωρήθηκε μέ τήν πολύ ὑψηλή χρηματική ποινή τῶν 1000 δραχμῶν καί ἀπηγορεύθη ἡ περαιτέρω διάδοση τοῦ ἔργου. Θεατρικά ἔργά μέ παρόμοια πολιτική ἐπικαιρότητα δέν εἶναι γνωστά γιά τήν ἐπακολουθείσασα περίοδο, ἡ τραγωδία παραχώρησε πλέον τήν ἐπικαιρότητα στήν κωμωδία, ἡ ὁποία προσέγγιζε τά ζητήματα σκωπτικά καί μέ γέλωτα.
 
Ὡστόσο ἡ τραγωδία παρέμεινε πάντα πολιτική ὑπό μιά λιγότερο ἄμεση ἔννοια. Ἦταν μιά ὑπόθεση τῆς πόλεως καί ἡ ὀργάνωση τῶν θεατρικῶν ἀγώνων, οἱ ὁποῖοι διεξήγοντο τήν ’Ἄνοιξη κατά τόν ἑορτασμό τῶν Διονυσίων ὡς ἀγῶνες τῶν ποιητῶν καί τῶν χορῶν, πού ἐμφανίζοντο στά ἔργα τους, ὑπήγετο στόν ἱεραρχικά ὑψηλότερο ἄρχοντα. Οἱ πρακτικές πλευρές τῆς διοργανώσεως μποροῦν ἐδῶ νά παραλειφθοῦν, ἀλλά πρέπει νά ἀναφερθεῖ, ὅτι τελοῦμε ἐν ἀγνοία ὅσον ἀφορᾶ δύο σημαντικότατα ζητήματα:
  1. Μέ ποιά κριτήρια καθόριζε ὁ νέος ἄρχων στήν ἀρχή τοῦ ἡμερολογιακοῦ ἔτους τόν Αὔγουστο, ποιοί τρεῖς ποιητές μποροῦν νά παρουσιάσουν τήν ἑπόμενη Ἄνοιξη ἀνά μιά τριλογία καί μιά σάτυρα, δηλαδή 4 ἔργα; Εἶχαν ὅλοι οἱ ἄρχοντες γνώσεις περί ποιήσεως; Διέθεταν ὁμάδα λογοτεχνῶν ἐμπειρογνωμόνων ὡς συμβούλους;
  2. Ἐπίσης, δέν γνωρίζουμε μέ ποιά κριτήρια οἱ κριτές ὅριζαν μετά τίς παραστάσεις τόν πρῶτο νικητή, τόν δεύτερο καί τόν τρίτο. Ἡ ἐπιτροπή κρίσεως εἶχε «πολιτική» σύνθεση, ἐφόσον κάθε φυλή ἔστελνε ἕναν ἐκπρόσωπο, ἀλλά αὐτό φυσικά δέν σήμαινε κάποια κομματική πολιτική προαπόφαση. Παραμένει τό ἐρώτημα: διέθετε κάθε φυλή πάντοτε κάποιον πού μποροῦσε νά κρίνει ἁρμοδίως τήν ποίηση;
‘Ὅπως ὅμως καί νά συνέβαινε, τό σύστημα πάντως λειτουργοῦσε. Κατ’ ἔτος, τόν Μάρτιο, σκηνοθετοῦντο ἐννέα νέες τραγωδίες καί τρεῖς σάτυρες καί δέν ὑπῆρχαν ἐπαναλήψεις (μέ ἐξαίρεση τά ἔργα τῶν τριῶν μεγάλων τραγικῶν ποιητῶν, μετά τόν θάνατό τους). Ὁ ἀριθμός τῶν ἀνταγωνιζόμενων ποιητῶν ἦταν μεγάλος, μόνον γιά τόν 5ο καί 4ο αἰώνα γνωρίζουμε 90 ὀνόματα – ἔχουν διασωθεῖ ὅμως τά δράματα μόνον πέντε ποιητῶν: τοῦ Αἰσχύλου, Σοφοκλέους καί Εὐριπίδου, καί ἐπιπλέον δύο ἀνωνύμων γιά ἐμᾶς συγγραφέων, τῶν ὁποίων ἕνα ἑκάστοτε ἔργο ἡ παράδοση ἀποδίδει στό σῶμα τῶν δραμάτων τοῦ Αἰσχύλου καί τοῦ Εὐριπίδη: ὁ Προμηθέας δεσμώτης καί ὁ Ρῆσος.[14] Τήν τεράστια ὑψηλή δαπάνη μίας παραστάσεως ἀνελάμβαναν εὐκατάστατοι πολίτες: μία μορφή τιμητικῆς φορολογήσεως τῶν πλουσίων. Ἐπετρέποντο τρεῖς ἐπαγγελματίες ὑποκριτές γιά κάθε ἔργο. Ὁ ἀριθμός τῶν ρόλων ἦταν πολύ ὑψηλότερος καί ἀνήρχετο κατά μέσον ὅρο μεταξύ τῶν ἕξη καί ἕνδεκα. Ἐπειδή ἐμφανίζοντο μέ μάσκες καί οἱ ποιητές ἀπέφευγαν σκηνές μέ περισσοτέρους ἀπό τρεῖς ρόλους ὁμιλούντων, ἕνας ὑποκριτής μποροῦσε νά ὑποδύεται περισσότερους ρόλους σέ διάφορες σκηνές τοῦ ἴδιου ἔργου. Ἀκριβότερος τῶν ἐπαγγελματιῶν ὑποκριτῶν ἦταν ὁ χορός, πού ἀπετελεῖτο ἀπό πολίτες, οἱ ὁποῖοι δέν ἐπληρώνοντο μέν, ἀλλά ἔπρεπε νά συντηρηθοῦν κατά τή διάρκεια τῆς ἀπαιτητικῆς μουσικῆς προετοιμασίας τῶν λυρικῶν μερῶν.
 
 Ὁλοκληρώνοντας, ἄς διασαφηνισθεῖ ἡ σχέση τῆς ἀττικῆς τραγωδίας μέ τήν πόλη ἐπί τή βάσει τριῶν σύντομων παραδειγμάτων ἀπό τόν Αἰσχύλο, τόν παλαιότερο τῶν τριῶν μεγάλων τραγικῶν (ὁ Σοφοκλῆς καί ὁ Εὐριπίδης θά ἀναφερθοῦν σέ ὕστερα κεφάλαια, καθώς ἐπίσης καί ὁ Ἀριστοφάνης ὡς ἐκπρόσωπος τῆς παλαιᾶς κωμωδίας).
  1. Μεταξύ τῶν ἕξη σωζομένων ἔργων τοῦ Αἰσχύλου ὑπάρχει ἕνα, το ὁποῖο πρέπει νά εἶχε μεγάλη πολιτική ἐπικαιρότητα κατά τό ἔτος τῆς παραστάσεώς του. Ἀσφαλῶς οἱ «Πέρσαι» δέν ἤσαν ἕνα τόσο ἐπίκαιρο ἔργο ὅσο ἡ «Ἅλωσις Μιλήτου» τοῦ Φρυνίχου (βλ. παραπάνω σ. 208) καί ὁ Αἰσχύλος δέν διακινδύνευε βεβαίως καμία πολιτική παρέμβαση στό ἔργο του, καθώς δέν ἐπραγμα- τεύετο ἕναν ἀπειλητικό κίνδυνο, ἀλλά τήν εὐτυχῆ ἐπιβίωση, τήν ἀνέλπιστη νίκη τῶν Ἑλλήνων ἐπί τοῦ τεραστίου στρατεύματος τοῦ Πέρση μεγάλου βασιλέως Ξέρξη. Τό ἔτος 480 π.Χ., ὀκτώ μόνον ἔτη μετά τήν ἀναχώρηση τῶν Περσῶν, ὅταν ὁ φόβος γιά τήν προελαύνουσα τεράστια στρατιωτική δύναμη, καί ἡ τεράστια ἐλάφρυνση λόγω τῆς ἐπιτυχοῦς ἄμυνας ὁλόκληρού του πληθυσμοῦ ἦταν ἀκόμη πρόσφατες ἀναμνήσεις, ὁ Αἰσχύλος παρουσίασε στή σκηνή τό γεγονός πού εἶχε σημασία γιά τήν παγκόσμια ἱστορία. Δύο μεγάλες μάχες εἶχαν ἀποφασιστική σημασία γιά τήν τύχη τοῦ πολέμου: ἡ ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος, πού κατέστρεψε τόν στόλο τῶν Περσῶν καί ἀναχαίτισε τήν προέλασή τους στήν κεντρική Ἑλλάδα, κατόπιν, μετά ἀπό ἕνα ἔτος, ἡ μάχη τῶν Πλαταιῶν κοντά στή Θήβα, μετά ἀπό τήν ὁποία τό περσικό πεζικό ἀποχώρησε ἀπό τήν Ἑλλάδα. Τό γεγονός ὅτι ὁ Αἰσχύλος ἀκολούθησε τήν ἀθηναϊκή ἑρμηνεία τῆς νίκης, καθώς ἔθέσε στό ἐπίκεντρο τή ναυμαχία τῆς Σαλαμϊνος (καί ὄχι τήν ὕστερη μάχη στή στεριά, τῆς ὁποίας ἠγοῦντο οἱ Σπαρτιᾶται), ἕνα ἐπίτευγμα κυρίως τοῦ ἀθηναϊκοῦ στόλου, δέν θά τό στιγματίσουμε ὡς ἕναν ἀνεπίτρεπτο «ἐθνικισμό» – ὁ ποιητής ἔπρεπε νά ἀναφερθεῖ σέ ὅ,τι ἦταν συναισθηματικά ἐγγύτερο στό κοινό του. Ὅμως τόν τόπο διαδραματίσεως τῆς ὑποθέσεως τοποθέτησε σέ μεγάλη ἀπόσταση ἀπό τήν Ἀθήνα: τό ἔργο διαδραματίζεται στήν βασιλική αὐλή τῶν Περσῶν στά Σοῦσα. Ἡ ὑπόθεση τοῦ ἔργου εἶναι ἐξίσου ἁπλή ὅσο καί ἐντυπωσιακή: ἡ ἡλικιωμένη βασιλομήτωρ Ἄτοσσα, χήρα του μεγάλου Δαρείου, γίνεται ἀποδέκτης τῆς εἰδήσεως γιά τήν ἀποτυχία τοῦ υἱοῦ της στή μακρινή Ἑλλάδα, ἀλλά ὄχι ἀμέσως καί μέ πλήρη ἀσφάλεια καί σαφήνεια, ἀλλά σέ περιγραφές πού ἀποσαφηνίζουν διαδοχικά τό ἀσύλληπτο συμβάν καί κλιμακώνουν βῆμα μέ βῆμα τή φρίκη, ἕως ἡ Ἄτοσσα νά ἐπικαλεσθεῖ τό φάντασμα τοῦ Δαρείου, στό δεύτερο μέρος: ἀναδυόμενος ἀπό τόν κάτω κόσμο, ὁ νεκρός βασιλεύς ἑρμηνεύει τήν ἥττα τοῦ υἱοῦ του ὡς ἀποτέλεσμα ἀλαζονείας καί ὕβρεως, πού ὁδηγεῖ στήν ἄτη καί καταλήγει στήν καταστροφή (στίχοι 820-2). Τό φάντασμα προφητεύει ὅτι μετά τήν ἀπώλεια τοῦ στόλου θά ἔπακολου- θήσει ἡ ἥττα τοῦ στρατεύματος. Στήν τελική σκηνή ἐμφανίζεται ὁ ἴδιος ὁ Ξερξης μέ μικρή συνοδεία, θρηνώντας τή δυστυχία του ἐπί μακρόν καί μέ ἔνταση.
Ἀπολαμβάνει ἐδῶ ὁ ποιητής τῶν Ἀθηνῶν τή νίκη τῆς πατρίδος του θραμβευτικά; Κατά κανέναν τρόπο: δέν καθίσταται ἀντιληπτό κανένα συναίσθημα ἑλληνικοῦ θριάμβου. Ἡ ἥττα παρουσιάζεται ἀπό τήν ὀπτική γωνία τοῦ ἀντιπάλου, ὑπάρχει ἐπαρκής δυνατότης γιά συμπάθεια μέ τόν τότε ἐχθρό. Ὁ Ξέρξης καταφθάνει μέν ρακένδυτος στό παλάτι του στά Σοῦσα – ἕνα ἐντελῶς μή ρεαλιστικό χαρακτηριστικό, καθώς ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἐγνώριζαν ὅτι ὁ ἡττημένος μέγας βασιλεύς, μαζί μέ τό αὐλικό του κράτος, εἶχε προβεῖ σέ ὑποχώρηση καί μέ μεγάλη πολυτέλεια. Ὅμως τό νόημα τῆς ποιητικῆς ἐλευθερίας, τήν ὁποίαν ἔχει ἐδῶ ὁ δραματικός ποιητής, δέν εἶναι ἡ ταπείνωση καί διαπόμπευση τοϋ ἀντιπάλου. Παριστᾶται κυρίως ἡ τραγική θεμελιώδης ἐπίγνωση ὅτι καμία ἀνθρώπινη τύχη δέν εἶναι ἀσφαλής ἐνώπιον τῆς αἰφνίδιας πτώσεως καί ὅτι οἱ θεοί τιμωροῦν τήν ὕβρι. Σύμφωνα μέ αὐτήν τή διδασκαλία ὁ Ξερξης εἶναι ἕνας ρακένδυτος παλιννοστῶν. Οἱ Πέρσες ὡς λαός σέ κανένα σημεῖο τοῦ ἔργου δέν μειώνονται, δέν περιφρονοῦνται ἤ περιγελῶνται. Ἡ Ἄτοσσα εἶναι μία ἀξιοσέβαστη μορφή ἡγέτη καί ὁ Δαρεϊος πού ἀναδύεται ἀπό τό βασίλειο τῶν νεκρῶν προξενεῖ δέος. Αὐτή ἡ εὐγενής στάση ἔναντι τοῦ ἐχθροῦ ἔχει ἀσφαλῶς ὡς ὑπόδειγμα τόν Ὅμηρο (βλ. ἀνωτέρω σέλ. 36-37). Ἐκεῖνο ὅμως τό ὁποῖο, παρ’ ὅλον τόν σεβασμό γιά τόν ἀντίπαλο, ἦταν ἀπαραίτητο γιά τόν ποιητή, ὁ ὁποῖος εἶχε ὁ ἴδιος πολεμήσει στήν μάχη τοῦ Μαραθῶνος (490 π.Χ.), ἐξίσου ἀπαραίτητο καί γιά τό κοινό της Ἀθήνας καί γιά τούς μελλοντικούς Ἕλληνες ἀναγνῶστες, ἦταν ἡ ἐπεξεργασία τῆς ἀντιθέσεως μεταξύ της ἑλληνικῆς ἀντιλήψεως περί ἐλευθερίας καί τοῦ ἀνατολικοῦ δεσποτισμοῦ. Ἡ Ἄτοσσα πληροφορεῖται θεσμούς Ἀθηναίων, πού μέ μεγάλη δυσκολία μπορεῖ νά συλλάβει ἀπό τήν περσική ὀπτική:
 
 τίς δέ ποιμάνωρ ἔπεστι κἀπιδεσπόζει στρατῶι;
οὔτινος δοῦλοι κέκληνται φωτός οὐδ’ ὑπήκοοι,
πῶς ἄν οὖν μένοιεν ἄνδρας πολεμίους ἐπήλυδας;
ὥστε Δαρείου πολύν τέ καί καλόν φθεῖραι στρατόν.
                                                                                 (Πέρσαι 241-4)
 Καί ποιός εἶναι ὁ πρωτοριστής καί στό στρατό ἀρχηγεύει;
Δοῦλοι κι ὑπάκουοι, κανενός ἀνθρώπου δέ λογιοῦνται.
Καί πῶς μποροῦν ν’ ἀντισταθοῦν σ’ ἀντρῶν ὀχτρῶν τό κοῦρσος;
Πού τοῦ Δαρείου πολϋ στρατό καί καλό ν’ ἀφανίσουν.
                                                                               
 Στίς «Ἱκέτιδες» πού παρουσιάστηκαν τό 463/462 π.Χ., οἱ πενήντα θυγατέρες τοῦ Δαναοῦ βρίσκονται ἐν φυγῆ. Ὡς ἱκέτιδες ἀπευθύνονται στό βασιλέα Πελασγό τοῦ Ἄργους, προκειμένου νά τίς προστατέψει ἀπό τούς πενήντα υἱούς τοῦ Αἰγύπτου, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά τίς ἐξαναγκάσουν σέ γάμο. Ἡ ὑποδοχή τῶν ἱκέτιδων εἶναι ἀφενός θρησκευτικό καθῆκον, ἀφετέρου πολύ ἐπικίνδυνη γιά τήν πόλη ἐν ὄψει τῶν πιεστικῶν διωκτῶν. Σέ αὐτή τή δύσκολη κατάσταση ὁ Πελασγός ἀποδεικνύεται ὡς κυρίαρχος, ὁ ὁποῖος δέν μπορεῖ νά ἀποφασίσει τίποτα χωρίς τό λαό:
 
 Πέ      ἐγώ δ’ ἄν οὐ κραίνοιμ’ ὑπόσχεσιν πάρος,
           ἀστοῖς δέ πᾶσι τῶνδε κοινώσας πέρι.
Χό      σύ τοι πόλις, σύ δέ τό δήμιον,
           πρύτανις ἄκριτος ὤν,
           κρατύνεις βωμόν, ἐστίαν χθονός,
           μονοψήφοισι νεύμασι σέθεν,
           μονοσκήπτροισι δ’ ἐν θρόνοις χρέος
           πᾶν ἐπικραίνεις· ἄγος φυλάσσου.
 
Πέ     εἶπον δέ καί πρίν, οὐκ ἄνευ δήμου τάδε
          πράξαιμ’ ἄν, οὐδέ περ κρατῶν, μή καί πότε
          εἴπηι λεώς, εἴ ποῦ τί μή τοῖον τύχοι,
         «ἐπήλυδας τιμῶν ἀπώλεσας πόλιν».
                                                                 (Ἱκετιδαι 368-375. 398-401)
Πέ     Ἔγω δέν θά μποροῦσα νά σᾶς δώσω ὑπόσχεση
          πρίν νά ἐπικοινωνήσω μέ ὅλους τούς ἀστούς σχετικά μέ αὐτά.
Χό     Ἐσύ εἶσαι ἡ πόλη, ἐσύ εἶσαι ὁ λαός,
          ἀνώτερος, χωρίς νά κρίνεσαι,
          διαχειρίζεσαι τόν βωμό, τήν ἑστία τῆς χώρας,
          μέ μόνο τό νεΰμα σου, τό σκῆπτρο σου, τόν θρόνο σου.
          εἶναι χρέος νά ὁλοκληρώσεις τά πάντα.
          Φυλάξου ἀπό τό ἄγος!
Πέ    Εἶπα καί προηγουμένως, δέν θά τό ἔπραττα χωρίς τόν λαό,
         καί ἄν εἶχα τή δύναμη, καί ποτέ νά μή μοῦ πεῖ ὁ λαός,
         ἐάν δέν ἐπιτύχει αὐτό,
         “τιμώντας τούς ξένους μετανάστες, κατέστρεψες τήν πόλη”.
                                                                           
 Ὁ Αἰσχύλος μετατρέπει τόν Πελασγό, ἕναν μυθικό βασιλέα τῆς ἀρχαϊκῆς ἐποχῆς, σέ ἕναν σύγχρονο δημοκράτη, ὅπως θά ταιρίαζε στήν Ἀθήνα τῆς ἐποχῆς του. Προκειμένου νά ἀποσαφηνίσει τό ἀπαράδεκτο γιά τούς Ἀθηναίους πολιτειακό σύστημα, ὁ ποιητής μέσω τοῦ χοροῦ ἐκφράζει τήν τοποθέτηση: «σύ τοί πόλις» (στ. 370), πού ἀντιστοιχεῖ ἀκριβῶς σέ αὐτό πού oἱ νεώτεροι χρόνοι ἀπεκάλεσαν «Τό κράτος εἶμαι ἐγώ» καί, καθόριζε ἀκόμη πρίν ἀπό 300 χρόνια τήν πολιτική πραγματικότητα. Στόν Αἰσχύλο ὅμως ὁ Πελασγός δέν μπορεΐ νά ἀντισταθεῖ στόν πειρασμό νά θεωρήσει τόν ἑαυτό του μοναδικό ἁρμόδιο. Μία τέτοια προβολή τῶν δικῶν τους συνθηκῶν στήν μυθική προϊστορία ἐνίσχυσε τή δημοκρατική συνείδηση τῆς μάζας τῶν θεατῶν, πού ἀριθμοῦσε χιλιάδες. Μέ ἰδιαίτερη προτίμηση παρουσίαζαν ὑπό ἀνάλογο φῶς τόν δικό τους μυθικό ἀρχαϊκό βασιλέα Θησέα, τόν ὁποῖο βεβαίως οἱ Ἀθηναῖοι θεωροῦσαν ἱστορική μορφή.
  1. Οἱ «Εὐμενίδες» εἶναι τό τρίτο μέρος τῆς «Ὀρέστειας», ἐκείνης τῆς μοναδικῆς διασωθείσας τραγικῆς τριλογίας, ἡ ὁποία ἕως σήμερα διατηρεῖ τή θέση της στίς εὐρωπαϊκές σκηνές παρόλες τίς μεγαλειώδεις μεταβολές τοῦ θεάτρου ἀπό τόν Σαίξπηρ καί τόν Ρασίν, τούς Σίλλερ καί Γκαῖτε, Ἴμπσεν καί Στρίντμπεργκ, Μπρέχτ καί Μπέκετ. Ὁ Ὁρέστης ἐκδικήθηκε, ὅπως ἦταν τό καθῆκον του, τή δολοφονία τοῦ πατέρα τοῦ Ἀγαμέμνονος: φόνευσε ἀπό τήν πλευρά τοῦ τόν φονέα Αἴγισθο καί τή φόνισσα Κλυταιμνήστρα. Ὅμως ὡς μητροκτόνος εἶναι τώρα ἐκετεθειμένος στή δίωξη τῶν Ἐριννύων, θεῶν τῆς ἐκδικήσεως. Καταφεύγει στόν Ἀπόλλωνα, στούς Δελφούς, σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες τοῦ ὁποίου εἶχε διαπράξει τήν ἀμφισβητούμενη πράξη, συγχρόνως εὐσεβῆ καί μιαρή. Ὁ Ἀπόλλων ὅμως τόν ὁδηγεῖ ἐν συνεχεία στήν Ἀθήνα: ἐκεῖ θά κριθεῖ ἡ περίπτωσή του. Τοῦτο εἶναι νέο: ὁ μύθος ἀφηγεῖτο τήν ἐξιλέωση τοῦ Ὀρέστη διά τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχε ἐξάλλου ἀναθέσει τήν πράξη. Στήν Ἀθήνα, ἡ προστάτις θεά Ἀθηνᾶ ἀναλαμβάνει τήν ὑπόθεση: ἐγκαθιδρύει ἕνα νέο δικαστήριο, τόν Ἄρειο Πάγο. Ὁ Αἰσχύλος συνεπῶς παρέχει μέ τό δράμα του τό 458 π.Χ. μιά μυθολογική ἱστορία περί τῆς ἱδρύσεως ἐκείνου τοῦ ἀθηναϊκοῦ δικαστηρίου, τό ὁποῖο λίγο πρίν, τό ἔτος 462, εἶχε ἀποδυναμωθεῖ πολιτικά. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἡ τριλογία του, ἡ ὁποία μέ τήν συζυγοκτονία καί μητροκτονία πραγματεύεται ἕνα ἀπό νομικῆς καί θρησκευτικῆς ἀπόψεως ἐξαιρετικά σημαντικό θέμα, κερδίζει ἐπιπρόσθετη σπουδαιότητα μέ τήν πολιτικά ἐπίκαιρη θεματική τοῦ ὑψηλότατου κύρους δικαστηρίου τῆς πόλεως. Ἡ σκηνή τοῦ δικαστηρίου, στήν ὁποία κρίνεται ἡ τύχη τοῦ Ὀρέστη, ἔχει συλληφθεῖ παντελῶς ὑπό τό πνεῦμα τοῦ σύγχρονου δημοκρατικοῦ συστήματος δικαιοσύνης, πού ἐγγυᾶτο τήν ἀθώωση σέ περίπτωση ἰσοψηφίας. Στό δράμα ἡ Ἀθήνα κάνει χρήση αὐτῆς τῆς δικαιικῆς ἀρχῆς καί μεριμνεῖ ἡ ἴδια γιά τήν ἀθώωση. Ὅμως οἱ Ἐριννύες, ἕως τότε μόνον θεές τῆς ἀδυσώπητης ἐκδίκησης, μεταμορφώνονται σέ «Εὐμενίδες», «εὐμενεῖς» θεότητες, πού προστατεύουν τήν Ἀθήνα καί. συγχρόνως διατηροῦνται στόν φόβο γιά τήν ἀδικία, πού ἀναγκαστικά ἐπιφέρει διωγμό καί τιμωρία. Ἡ διπλή συμβουλή τῆς Ἀθήνας προειδοποιεῖ τόσο γιά τήν ἀναρχία ὅσο καί γιά τόν δεσποτισμό:
Ἀθ     τό μήτ’ ἄναρχον μήτε δεσποτούμενον
          ἀστοῖς περιστέλλουσι βουλεύω σέβειν,
          καί μή τό δεινόν πᾶν πόλεως ἔξω βαλεῖν.
          τίς γάρ δεδοικώς μηδέν ἔνδικος βροτῶν;
                                                                           (Εὐμενίδες 696-699)
 Ἀθ     Μήτε τήν ἀναρχία μήτε τόν δεσποτισμό
          νά σέβωνται οἵ πολίτες μου τούς συμβουλεύω
          – κι ἄς τό κρατήσουνε καλά στό νοῦ τους –
          καί νά μή διώξουν κάθε φόβο ἀπό τήν πόλη.
          Γιατί ποιός εἶναι δίκαιος σάν δέν φοβᾶται τίποτα;
                                                                        
 Σέ αὐτόν τόν στίχο ἡ νεαρή ἀθηναϊκή δημοκρατία μποροῦσε νά ἀναγνωρίζει τόν ἑαυτόν της καθώς καί στήν ἀπόφαση τῆς θεᾶς προστάτιδος τῆς πόλεως, πού ἀκολουθεῖ καί σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ἡ Ἀθήνᾶ μέ τήν ἀδιάβλητη τήρηση τοῦ δικαίου ἀπό τόν Ἄρειο Πάγο διέθετε πολιτικό ἐργαλεῖο μοναδικό στόν κόσμο (στίχος 700-708).
 
Ἐλεύθερος ἀπό μικρόνοο ἐθνικισμό, ὁ Αἰσχύλος διακηρύσσει ὡστόσο τήν ἰδεολογία τῆς δημοκρατικῆς ἐλευθερίας, τῆς εὐσέβειας καί τῆς τηρήσεως τοῦ δικαίου, ἡ ὁποία ὁδήγησε στήν «ἐφεύρεση τῶν Ἀθηνῶν» ὡς πνευματικοῦ τόπου μέ διαχρονική ἰσχύ.[15]
 
Βεβαίως ἡ σημασία τοῦ Αἰσχύλου δέν ἐξαντλήθηκε στή θεμελιώδη συμβολή του στή διαμόρφωση τῆς ὕστερης ἀθηναϊκῆς ἰδεολογίας. Ὑπῆρξαν ὁλόκληρες ἐποχές, κατά τίς ὁποῖες δέν ἀποδόθηκε καμία σημασία σέ αὐτήν τήν πλευρά τοῦ ἔργου του. ἐνῶ ἀναγνώρισαν τό μεγαλεῖο του γιά τήν δραματική λογοτεχνία. Ὅπως ἔδειξαν τά τρία σύντομα παραδείγματα, ὁ Αἰσχύλος ἔθεσε στό ἐπίκεντρο πάντοτε ζητήματα θεμελιώδους σημασίας γιά τή δικαιική σκέψη, γιά τήν ἠθική καί τή θρησκεία. Ἡ πίστη του στόν Δία, στό πλαίσιο τῆς ὁποίας ὁ Ζεύς λατρεύεται ὡς ὕψιστος ἐγγυητής τῆς δικαιοσύνης στόν κόσμο, συνιστᾶ σημαντικό παράδειγμα φιλοσοφικό-θεολογικοῦ μονοθεϊσμοῦ. Τό γεγονός ὅτι θέτει ἐπί σκηνῆς τά μεγάλα του θέματα μέ μιά δραματική τεχνική, ἡ ὁποία χωρίς ἐπιδίωξη ἐντυπωσιασμοῦ δημιουργεῖ πάντοτε ἐξωτερική ἔνταση, τόν καθιστά μνημεῖο γιά ὅλες τίς ἐποχές, ἕνα εἶδος ἀδιάβρωτου ἀρχέγονου πετρώματος τῆς εὐρωπαϊκῆς λογοτεχνίας. Λόγω περιορισμένου χώρου, δέν μπόρεσε ἐδῶ νά γίνει ἐκτενῶς λόγος σχετικά μέ τό ποιητικό του μέγεθος, καί γιά τοῦτο ἄς ἀρκέσει ἡ προσπάθεια νά. παρουσιαστεῖ ἐν συντομία τουλάχιστον ὡς ποιητής σέ ἕνα ἱστορικο-πολιτικά νέο περιβάλλον μέ προεκτάσεις πρός τό μέλλον.
 --------------------
[1] Ἀριστοτέλης, Ποιητική 4, 1448 b5-20.
[2] Νέα συλλογή κειμένων: V. Binder – Μ. Kotenjak – Β. Noack (ἐπιμ.), Ἐρί- taphien. Tod, Totenrede, Rhetorik, ἐπιλογή, μετάφραση καί σχόλια, Ράντεν – Βεστφαλία 2007. – Σχετικά μέ τόν Ἐπιτάφιο τοΰ Θουκυδίδη βλ. κατωτέρω κεφάλαιο 8 σελ. 282-284
[3] Η. Miinkler – Μ. Llanque βλ. κυρίως “Demokratie» στό: Der Neue Pauly. Rezeptions- und Wissenschaftsgeschichte. τόμος 13. Στουτγάρδη 1999, στ. 723.
[4] I. Κάντ, Zum ewigen Frieden. Ein philosophischer Entwurf, 1795, 2η ἔκδοση, Κοανιγκσβέργη 1796, BA 25.
[5] Κ. Raaflaub, Die Entdeckung der Freiheit, Μόναχο 1985. Christian Meier, Die Entstehung des Politischen bei den Griechen, Φρανκφούρτη 1980.
[6] W. Hofmann, Ideengeschichte der sozialen Bewegung des 19. und 20. Jahr- hunderts. Βερολίνο-Νέα Ὑόρκη 1971.
[7] Ἀπό τήν ἐκτεταμένη βιβλιογραφία ἄς ὑπογραμμισθοῦν: J. Bleicken, Die athenische Demokratie. Παντερμπορν 1985, Μ. Η. Hansen, The Athenian Democracy in the Age of Demosthenes. Ὀξφόρδη 1991. – Άπό τίς ἀπειράριθμες ἀρχαῖες πηγές, οἱ ὁποῖες εἴτε μαρτυροῦν μέ ἀκρίβεια μεμονωμένους θεσμούς καί διαδικασίες τῆς δημοκρατίας σέ συγκεκριμένες συνθῆκες, εἴτε ἀντιθέτως ἐξυμνοῦν μέ γενικότητα τό φιλελεύθερο σύστημα (ἤ καταδικάζουν τήν κατάχρησή του), ἐξέχει ἡ τόσο λεπτομερής ὅσο καί συστηματικά ἐπεξεργασμένη παρουσίαση τοῦ Ἀριστότελους. Ἀθηναίων Πολιτεία (Γέρμ. μετάφραση καί σχόλια: Μ. Chambers. Βερολίνο 1990).
[8] Ἡ ἐσωτερική «λειτουργία» τῆς ἄμεσης δημοκρατίας ὡστόσο ὑπέστη μία εὐαίσθητη ὑποτροπή στήν κρίση κατά τό τέλος τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου: ἐντός ὀλίγων ἔτων αὐτή ἡ πολιτειακή μορφή καταργήθηκε δύο φορές (τό 411 μέ τήν ὀλιγαρχία, τό 404 μέ μία μικρή ὁμάδα τυράννων). Καί τίς δύο φορές ὅμως ἀπεκαταστάθη ἐντός ὀλίγου χρόνου.
[9] Οἱ πηγές στόν Μ. Η. Hansen (βλ. ὑποσ. 7), 76-78.
[10] Οἱ ἀποκαλοΰμενες κοινοβουλευτικές ἐξεταστικές ἐπιτροπές εἶναι καταδικασμένες σέ ἀναποτελεσματικότητα μέ τήν ποσόστωση τῶν κομμάτων.
[11] Ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια ἐκφράσθηκε ἤδη ὁ Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων πολιτεία (βλ. ἀνωτέρω ὑποσ. 7), κεφάλαιο 28.
[12] Παραπέμπουμε στό ὡραῖο βιβλίο τοΰ G. Murray, Aeschylus. The Creator of Tragedy, Ὀξφόρδη 1940.
[13] Μιά ὑποθετική, ἀλλά ἐσωτερικά συνεπῆ ἀναπαραγωγή τῆς μόρ- φολογικῆς ἱστορίας τῆς πρώιμης τραγωδίας, πού δέν μαρτυρεΐται σέ κείμενα, παρέχει ὁ W. Schadewaldt, Die griechische Tragodie (Tiibinger Vorlesungen), τόμος 4, Φρανκφούρτη 1991, 34-66.
[14] Τό γεγονός ὅτί τό δράμα Ρῆσος δέν μπορεῖ νά εἶναι ἔργο τοῦ Εὐριπίδου ἦταν ἀνέκαθεν ὁμόφωνη γνώμη τῶν ἐπιστημόνων. Τό δράμα Προμηθεύς ἀντιθέτως ἕως προσφάτως ἦταν ἀμφισβητούμενο. Ἡ ὁριστική ἀπόδειξη, ὅτι τό ἔργο δέν μπορεῖ νά εἶναι τοῦ Αἰσχύλου, ἀλλά συντάχθηκε μᾶλλον ἀπό ἕναν ἄγνωστο σέ ἐμᾶς ποιητή περίπου μεταξύ 430-420 π.Χ., εἶναι ἐπίτευγμα τοῦ Robert Bees. Zur Datierung des Prometheus Desmotes, Στουτγάρδη 1993.
[15] Τόν συνθηματικό ὅρο περί «ἐφευρέσεως» τῶν Ἀθηνῶν δημιούργησε ἡ Nicole Loraux, L’invention d’ Athlnes. Histoire d I’oraison funibre dans la «cite classique», Paris 1981.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου