Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Αρχαίος Λυρικός λόγος

 Ποιητική ουσία και παιδευτική αξία

      Το τεράστιο θέμα των Λυρικών ποιητών, που θα μας απασχολήσει σήμερα εδώ, δεν πρέπει να ενταχθεί σε ένα άρθρο με απλή παρουσίαση της λυρι­κής ποίησης, αλλά συνάπτεται και προβάλλεται με μια ουσιαστική προϋπόθεση: Η ουσία και η αξία της λυρικής ποίησης συνδέεται με την παιδευτική αξία. Επο­μένως δεν είναι κύριος στόχος η προβολή της θεματολογίας, του ύφους και της γλώσσας των ποιητών, αλλά η διαπίστωση μας, πώς συνάπτονται τα ποιητικά κείμενα μέσα στην Μ. Εκπαίδευση και στα Πανεπιστημιακά μαθήματα και πώς αυτά τα πράγματα συνδέονται ουσιαστικά με τη σύγχρονη ανθρώπινη ζωή, την πολιτική, την κοινωνική και ανθρωπιστική ουσία, και πώς μπορούν να συνδε­θούν σήμερα με τους ανθρώπους της εποχής μας και να δείξουν την αναβίωση και τη συνύπαρξη των ποικίλων θεμάτων της αρχαίας λογοτεχνίας. Αυτό είναι το βασικό στοιχείο, που πρέπει να προβληθεί.

        Έτσι, αρχικά πρέπει να λεχθεί αυτό, που θα αντιμετωπισθεί ουσιαστικά και ερμηνευτικά έπειτα: Ότι δηλ. σε ένα πρόγραμμα διδασκαλίας της αρχαίας ελ­ληνικής γραμματείας στα σχολεία της Μ. Εκπαίδευσης οι Λυρικοί ποιητές δεν είναι δυνατόν να παραλειφθούν. Είναι ένας κρίκος στην εξέλιξη του αρχαίου ελ­ληνικού πνεύματος και μας διαφωτίζει για τα κατοπινά του στάδια. Βασικά, η λυρική ποίηση κατανοείται κυρίως από την αντιδιαστολή και την αντίθεση της προς το έπος. Η Λυρική ποίηση εμφανίζεται για πρώτη φορά μετά το έπος. Να μη λησμονούμε, ότι για μοναδικό τρόπο στην αρχαία λογοτεχνία όλα τα ποιητι­κά είδη δημιουργούνται και παρουσιάζονται σε μια ανθρώπινη διαδικασία: Πρώ­τα το έπος, έπειτα η Λυρική ποίηση (όχι συγχρόνως), έπειτα το αρχαίο δράμα κ.λπ. Μια γέννηση και προβολή των διαφόρων λογοτεχνικών μορφών εντάσσε­ται στην ελληνική αρχαιότητα μόνο - όχι, όπως αργότερα στην αλεξανδρινή εποχή, στους ρωμαϊκούς και μεταγενέστερους χρόνους, όπου συνυπάρχουν πάντοτε όλα τα λογοτεχνικά είδη. Επομένως, όταν μιλάμε για τη Λυρική ποίηση θα εννοούμε τη σύνδεση (θετική και αρνητική) με κείνο, που προηγείται (δηλ. το έπος), και με κείνο που ακολουθεί και κυριαρχεί.
 
        Όταν οι μαθητές της Μ. Εκπαίδευσης διδαχθούν την ομηρική ποίηση, θα γνωρίσουν τον κόσμο του έπους και θα κατανοήσουν τις αξίες, οι οποίες κινούν αυτόν τον κόσμο: κοινωνιολογικά τα στρώματα που στήριξαν αυτό τον κόσμο είναι μια αριστοκρατία, που δίνει τη σφραγίδα της στην επική ποίηση: στην κο­ρυφή της πυραμίδας των αξιών είναι η »αρετή», δηλ. η πολεμική αρετή και οι συνέπειες της: η «τιμή» και το «κλέος». Η ομηρική κοινωνία καθορίζεται με τη σαφή παράσταση του «ἀρίστου ἀνδρός» και της βαρετής». «Ἀνήρ ἀγαθός» η «ἄρι­στος» είναι εκείνος, που έχει ευγενή καταγωγή, είναι γενναίος και άξιος πολεμι­στής, εντυπωσιακός στο παράστημα και ωραίος («ἠύς τε μέγας τε»), επιδέξιος και συνετός και συναρπαστικός ομιλητής. Ένας άντρας, που είναι άξιος στον λόγο και στα έργα λόγων ῥητήρ» και «ἔργων πρηκτήρ»), ενσαρκώνει το ιδεώδες του ομηρικού ανθρώπου. «Τίμιος» ή «άτιμος» είναι οριακοί χαρακτηρισμοί της αξίας ή της απαξίας του ανθρώπου. Το μέτρο και το κριτήριο είναι η «τιμή» και μ' αυ­τή τη βάση γίνεται η αξιολόγηση των ανθρώπων. Οι κατώτεροι, που δεν κατέ­χουν «ἀρετή» και δεν έχουν «τιμή», πρέπει να υπηρετούν τους «ἀγαθούς» και τους «ἀρίστους».
 
        Ο πολεμικός αρχηγός, που στην περίοδο ειρήνης είναι ο «ἄναξ», ο «ἡγεμών», εδραιώνει την «τιμή», την αξίωση του δηλαδή για προνομιακές μεταχειρήσεις στην κατανομή λαφύρων, γαιών κ.ά. Στην «αρετή», του την προσωπική, αλ­λά και στην «ἀρετή» των προγόνων του, της οποίας η μνήμη καλλιεργείται και παραμένει ζωντανή κλέος ἄφθιτον»), στηρίζει ο «ἄναξ» και την ηγετική του θέ­ση και τα προνόμια του μέσα στην κοινότητα.
 
        Το κοινό του Ομήρου ανήκε στον ηρωικό ανταγωνιστικό κόσμο, που ήξερε να ξεχωρίζει και να τιμά την προσωπική υπεροχή. Ο Όμηρος ανήκει στην πα­λιά παράδοση των αοιδών και των ραψωδών, που τραγουδούσαν τα «κλέα ἀν­δρῶν», αντλώντας από τη μνήμη του παρελθόντος ως τα μυκηναϊκά χρόνια. Το μυθικό απόθεμα ήταν η καταφυγή τους και οι άνθρωποι των περασμένων και­ρών γίνονταν άσμα και ακρόαμα σε ένα κοινό, που αφήνονταν ευχάριστα στη γοητεία του έπους να τους παρασύρει σε περιπλανήσεις έξοχες και θαυμαστές. Οι άνθρωποι άκουγαν το έπος - μια αφήγηση στο παρελθόν, σε ένα μύθο, σε μια δραστηριότητα που περνούσε όμορφα. Οι άνθρωποι συνδέονταν μ' αυτό το πα­ρελθόν και δένονταν γοητευτικά μ’ αυτή την αφήγηση. Το «τώρα» δεν ήταν θέμα του έπους, αλλά ο κόσμος, που διατηρήθηκε στη μνήμη και στα ιστορήματα.
 
        Στον κόσμο αυτό, που είναι στραμμένος προς το παρελθόν - αφού το «κλέος» περνά μέσα από πολλές γενιές για να εδραιωθεί και τρέφεται από τα πε­ρασμένα - , έρχεται να αντιπαρατεθεί ένας κόσμος, που στρέφεται ρητά προς το παρόν: το «τώρα» και το «εδώ», την καθημερινή ζωή και όχι το «τότε» και το έν­δοξο παρελθόν. Έτσι από την πολεμική αριστοκρατία του έπους μεταβαίνομε με τη λυρική ποίηση σε περιβάλλοντα αστικά. Για μας η λυρική ποίηση των Ελ­λήνων είναι ιστορική μαρτυρία για τους ανθρώπους και την εποχή, που το άτο­μο χειραφετείται και αποδεσμεύεται από μια «δεδομένη τάξη» και αναζητεί την προσωπική του φυσιογνωμία, την ταύτιση με τον εαυτό του μέσα στην πολιτική και κοινωνική πράξη. Με τη λυρική ποίηση ουσιαστικά γίνεται η ανακάλυψη του «εγώ». Η ποίηση τώρα στρέφεται στον προσωπικό άνθρωπο και στον κόσμο του, επιστρέφοντας αποφασιστικά από τις περιπλανήσεις μέσα στον επικό κό­σμο του παρελθόντος. Αυτή η ιδιοτυπία της αρχαϊκής λυρικής ποίησης, που θε­μελιώνει τη νέα ποιητική αίσθηση των «λυρικών» χρόνων, είναι στενά συνδεδε­μένη με τις νέες κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις, τη δημιουργία δηλ. και τη στερέωση της «πόλεως», και με την αφύπνιση του ανθρώπου, που αναζη­τεί τη μοίρα του και ερμηνεύει τα προβλήματα του όχι μέσα στις ατέρμονες αφηγήσεις των ραψωδών, αλλά μέσα στο σύντομο ποίημα, που είναι χρονικά και θεματολογικά περιωρισμένο.
 
        Για να κατανοήσουμε την αρχαϊκή λυρική ποίηση, πρέπει να συνειδητο­ποιήσουμε, ότι ο λυρικός ποιητής απευθύνεται πάντοτε σε κάποιον- ακόμη και όταν απευθύνεται στην ίδια του ψυχή, όπως στο γνωστό ποίημα του Αρχιλόχου (67D=128 West): «θυμέ, θύμ', ἀμηχάνοισι κήδεσιν κυκώμενε κ.λπ.». Είναι ένας μονόλογος με στροφή σε όλους τους ανθρώπους. Σας βεβαιώνω - με βάση την προσωπική μου γνώση των λυρικών ποιητών - ότι κάθε ποίημα, ακόμη και όταν φαίνεται ότι εκφράζει έντονα προσωπική άποψη, γράφεται και λέγεται για να ακούγεται από τους συνανθρώπους και συνδέεται με τη γενική ανθρώπινη ου­σία. Η λυρική ποίηση δεν είναι ποτέ ειδικός μονόλογος, ούτε εσωτερική κατα­φυγή και απομόνωση σε ένα αδιαπέραστο χώρο, όπου δεν υπάρχει πρόσβαση για τους άλλους. Η ποίηση είναι στενά συνδεδεμένη με το κοινωνικό σύνολο. Το υλικό της ποίησης είναι η ίδια η ζωή: η ιδιωτική, η πολιτική, η στρατιωτική, η θρησκευτική και γενικά η «επικαιρότητα», που γίνεται αφορμή για στοχασμό και έκφραση.
 
        Στην ιδιωτική - προσωπική περιοχή γεγονότα της εμπειρίας ή πρόσωπα και στιγμές του άμεσου περιβάλλοντος αποτελούν την αφορμή, την αφετηρία και το περιεχόμενο του ποιήματος. Π.χ. στη Σ α π φ ώ: ο χωρισμός από αγαπημένα πρόσωπα (94 LP), o γάμος μιας φίλης1, η αγαπημένη κόρη Κλεΐς (132 LP), o επιπόλαιος αδελφός Χάραξος, που ξετρελλάθηκε με την ωραία Δωρίχα ή Ροδώπιν (202 LP), η άμουση αντίζηλος2 (55 LP) κ.ά. Στον Αρχίλοχο: Οι εμπει­ρίες και τα γεγονότα από τη ζωή του μισθοφόρου (π.χ. απ. 1.2.5. 101 West), η περίπτωση με τη Νεοβούλη και τον Λυκάμβη (π.χ. απ. 38.172.173 West), o άδι­κος φίλος που πρόδωσε τη φιλία (79 aD)3, ο φίλος Γλαύκος (15. 105 West κ.ά.), ο θάνατος του γαμπρού του Περικλή (13 West) κ.ά. Η ποίηση του Ι π π ώ ν α κ τ α είναι γεμάτη αποκλειστικά από προσωπικά βιώματα και γεγονότα. Τα ίδια διαπιστώνουμε και σε άλλους λυρικούς: Αλκμάνα, Αλκαίο, Ίβυκο, Α­νακρέοντα, Σιμωνίδη κ.ά. Εκείνο όμως, που πρέπει να τονισθεί, είναι ότι όλα αυτά τα γεγονότα και οι προσωπικές εμπειρίες δεν μετουσιώνονται στο ποίημα ως απλά «υποκειμενικά» αισθήματα. Δηλαδή: το ποίημα δεν είναι ποίημα μιας στιγμιαίας ψυχικής διάθεσης, που εκφράζει απλώς εσωτερικές καταστάσεις μέσα σε μια προσωπική απομόνωση, αλλά έχει σαφή αναφορά στην πραγματικό­τητα, απευθύνεται πάντοτε σε κάποιον (που θα το ακούσει) και παρουσιάζει το προσωπικό βίωμα μέσα σε μιαν ευρύτερη αντίληψη για τον κόσμο - με εκφρα­στικά μέσα, που συνάπτουν το προσωπικό με το γενικώς ανθρώπινο.
 
        Όταν λ.χ. η Σ α π φ ώ σκέφτεται τις ωραίες στιγμές ενός ευτυχισμένου παρελθόντος, δεν το κάνει για να καταφύγει μελαγχολικά στη σκιά και στο όνει­ρο μιας χαμένης ευτυχίας, αλλά ξεκινά από το ότι αυτές οι στιγμές είναι παρούσες γι’ αυτήν και συνάπτονται στους στίχους της με την τωρινή κατάσταση της μοναξιάς και της εγκατάλειψης (Αγαπητοί συνάδελφοι: να προσέχουμε πολύ αυτά τα βασικά πράγματα, διότι αυτά μας γοητεύουν και μας αποκαλύπτουν πολλά γεγονότα, που συνάπτονται με τη δική μας ζωή). Για πρώτη φορά η Σαπφώ μας παρουσιάζει στην ποίηση ένα καινούριο αίσθημα μοναξιάς, διότι ξε­κινάει από έντονο αίσθημα συμβίωσης: μοναξιά και εγκατάλειψη προϋποθέτουν συνύπαρξη και συμβίωση. Τότε μόνο η μοναξιά ταλαιπωρεί τον άνθρωπο ουσιαστικά, όταν έχει προηγηθεί μια πολύ έντονη συνύπαρξη - ένα πράγμα, που πρώτη φορά προβάλλεται στην ποίηση, αλλά που δεν παραμένει απλώς ως γνώ­ση της αρχαϊκής λυρικής ποίησης: κυριαρχεί και στη σύγχρονη ζωή μας. Έτσι γίνεται κατανοητό, ότι η πραγματική ομορφιά της ζωής διατηρείται με τη μνήμη και την υπόμνηση. Σε ένα ωραίο ποίημα, που παραδόθηκε από πάπυρο, η Σαπφώ με πίκρα μιλάει στη φίλη, που παντρεύτηκε και έφυγε, και της λέγει (94 LP= 96D), στ. 7 κ.έ.: «χαίροισ' ἔρχεο κάμεθεν / μέμναισ', οἶσθα γάρ ὡς <σ>ε πεδήπομεν·/ αἰ δέ μή, ἀλλά σ' ἐγώ θέλω ὄμναισαι...» (=πήγαινε με χαρά και μένα να θυμάσαι, γιατί ξέρεις πώς σε λαχταρούσαμε. Αν όμως όχι (=αν δεν θυμάσαι), εγώ θέλω να σου το θυμίσω... πόσα ευτυχισμένα πράγματα και ωραία ζήσαμε μαζί...»). Για πρώτη φορά εμφανίζεται αυτή η ανθρώπινη άποψη - γι' αυτό η ερ­μηνεία των ποιητών έχει νόημα και ουσία - ότι βασικά η ζωή του ανθρώπου δεν είναι παρόν και μέλλον, αλλά παρελθόν. Όλες τις άπειρες αυτές λεπτομέρειες ό­μως, που τις ζει και τις συνάπτει μέσα του ο άνθρωπος, όταν τις περνάει εντός του με κάλλος, τότε - λέγει η Σαπφώ - υπάρχει πάντοτε μνήμη και ανάμνηση. Η ανάπλαση της κοινής ζωής των δυο προσώπων, που κάνα εδώ η Σαπφώ, είναι μια επαναφορά και μια επανεκτίμηση προσωπικών βιωμάτων. Αυτή η αναγωγή στον ωραίο κόσμο του μακρυνού παρελθόντος και η ανάπλαση του είναι αλη­θινή ποίηση. Αφετηρία του ποιήματος είναι φυσικά ο χωρισμός - και ο αποχαι­ρετισμός.
 
        Βιολογικές μεταβολές και καταστάσεις του ανθρώπινου βίου - όπως τα γε­ράματα και ο θάνατος -, που ήταν στο έπος αυτονόητες, γίνονται στη λυρική ποίηση βασανιστική αναγκαιότητα και πικρή συνείδηση της ανθρώπινης μοί­ρας. Έτσι οι Ελεγείες του Μίμνερμου λ,χ. κυριαρχούνται από δύο βασικά θέματα: τον έρωτα και τον θάνατο. Για τον Μίμνερμο όμως η έννοια «θάνατος» ταυτίζεται με τα γηρατειά. Το «ἀργαλέον γῆρας» είναι ο θάνατος προ του θανά­του. Ο συνδυασμός τώρα με την προηγούμενη ποίηση: Ο ομηρικός άνθρωπος έ­χει συνείδηση του «γηράσκειν» και το προσμένει χωρίς φόβο. Η συμφορά δεν είναι το να γίνει κανείς γέρος, αλλά το να μη φθάσει στα γεράματα - δηλ. να πε­θάνει πρόωρα. Ο άνθρωπος, ως μονάδα, ζει μέσα σε μια εγκατάλειψη και αμη­χανία. Περισσότερο τώρα από άλλοτε έχει συνείδηση της τραγικής «απορίας» και της εγκατάλειψης του και γνωρίζει καλά, πως ο πόνος ανήκει στη μοίρα και στην ουσία του ανθρώπου.
 
          Και ακριβώς τώρα διατυπώνεται στην ποίηση ανυποχώρητα το θάρρος για «τλημοσύνη» (= για καρτερία, υπομονή και αντοχή στον πόνο) - όπως το διατύ­πωσε πρώτος ο Αρχίλοχος (απ. 13 West= 7D, στ. 6), ένα ουσιαστικό ά­γνωστο στον Όμηρο (όπου το επίθετο τλήμων») και στην αρχαϊκή ποίηση μόνον εδώ. Η «τλημοσύνη» εκφράζει με τον πόνο του ανθρώπου τη μόνη δυνατό­τητα, δηλ. αντοχή και όχι ξεπέρασμα. Επίσης στον Αρχίλοχο συναντάμε για πρώτη φορά μια νέα αντίληψη και συνείδηση για το τί είναι πραγματικά η φιλία — πέρα από το παραδοσιακό ηρωικό σχήμα, που έδωσε ο Όμηρος παρα­δειγματικά με το φιλικό ζεύγος: Αχιλλεύς - Πάτροκλος. Ο Αρχίλοχος είναι ο πρώτος ποιητής, που εκφράζεται γεμάτος αγανάκτηση για προδομένη φιλία. Στον Όμηρο τονίζεται η θυσία του φίλου και ο δεσμός της φίλιας. Στον Αρχί­λοχο η φιλία αξιολογείται και εκτιμάται αναλόγως κατά τη στιγμή της αποσκίρτησης και της προδοσίας (βλ. πιο πάνω και σημ. 3). Υπενθυμίζω και την αμείλικτη επίθεση εναντίον του Λυκάμβη και των θυγατέρων του4. Αντιδρά και πολε­μά σ' εκείνους, που προδίδουν την ανθρώπινη σχέση, διότι ο ποιητής στηρίζεται στην εντιμότητα και στην κοινή εμπιστοσύνη.
 
        Η πολεμική ελεγεία, όσο και αν σε πολλά σημεία εξαρτάται από το έπος, απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό και σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Ο Καλλίνος λ.χ. προτρέπει τους άντρες να υπερασπίσουν την πόλη και τα πολιτικά-αστικά δικαιώματα, που αυτή τους προσφέρει, και ο Τυρταίος καλεί τους άντρες να αγωνιστούν μέχρι θανάτου για την ελευθερία.
 
        Στην ίδια σχέση του ποιητή προς τον άνθρωπο, που ακούει τον λόγο των ποιητών, βρίσκονται οι παραινετικές ελεγείες του Θεόγνιδος και οι πολιτι­κές ελεγείες του Σ ó λ ω ν ο ς. Ήταν μεγάλη στιγμή της ιστορίας, που ο Σόλων μπόρεσε να ηγηθεί στον αθηναϊκό λαό. Για πρώτη φορά, όπως ξέρετε, γράφεται ποιητικός λόγος στην Αττική (Σ ó λ ω ν), όπου δεν υπήρχε προηγουμένως. Για πρώτη φορά γράφεται η ποίηση του πολιτικού Σόλωνα, που προβάλλει τις θέ­σεις του στους ανθρώπους της Αθήνας, που τον ακούνε. Έτσι τα ποιήματα του είναι ο πολιτικός του λόγος προς τους συμπολίτες. Ο ίδιος έχει ισορροπήσει μέ­σα του τις αντιθέσεις κάτω από την κυρίαρχη παρουσία της «Δίκης» (= Δικαιο­σύνης), που για τον Σόλωνα εκφράζει και συντηρεί όχι μόνο την κοσμική αρ­μονία, αλλά και την πολιτική και κοινωνική αρμονία — με όλες τις αντιθέσεις, που περικλείει. Ο Σόλων πρώτος έδειξε στην ποίηση, ότι η ποθητή αρμονία δεν σημαίνει εξολόθρευση των αντιθέσεων, αλλά εξισορρόπησή τους. Ο ίδιος λέγει, πως στάθηκε σαν ασπίδα ανάμεσα στον λαό και στους ισχυρούς και δεν επέτρε­πε σε κανένα άδικη νίκη (5D= 5+6+7 West, στ. 5-6). Ο άνθρωπος καθορίζει —κατά τον Σόλωνα — τη ζωή του με τις πράξεις του. Η αδικία πάντοτε τιμωρεί­ται.5
 
        Στην περιοχή της κοινωνικής-πολιτικής δραστηριότητας ο λυρικός ποιη­τής ξεκινά από μια τοποθέτηση στα προβλήματα της κοινής ανθρώπινης συμ­βίωσης ή στα ειδικά πολιτικά προβλήματα. Δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι η ποίηση γενικά έχει κοινωνική λειτουργία και είναι δεμένη με το κοινωνικό σύνολο, προς το οποίο απευθύνεται, το οποίο εκφράζει και από το οποίο κρίνε­ται. Έτσι π.χ. για τον Αλκαίο ο θάνατος του τυράννου Μυρσίλου γίνεται αφορμή να γράψει ένα συμποτικό ποίημα (332LP= 39D...: «Νῦν χρή μεθύσθην καί τίνα πόος βίαν / πώνην, ἐπειδή κάτθανε Μύρσιλος»), που έχει έντονο πολιτι­κό χρώμα. Η προβολή της συμποτικής εικόνας συνδέεται με τα πολιτικά και κοινωνικά πλαίσια. Τα συμποτικά του ποιήματα, που προτρέπουν σε οινοποσία, δεν εκφράζουν απλώς προσωπικές στιγμές συμποτικής ευδαιμονίας, αλλά απευ­θύνονται στους φίλους, που δένονται μέσα στο κρασί και στον αγώνα. «Πίνω» σημαίνει για τον Αλκαίο: πίνω μαζί με φίλους, που με ξέρουν και με καταλα­βαίνουν. Στον Αλκαίο εμφανίζεται για πρώτη φορά η αντίληψη, ότι, αν θέλεις να δράσεις μαζί με κάποιον, πρέπει πρώτα να τον καταλάβεις σωστά. Έτσι για πρώτη φορά στην αρχαία ελληνική γλώσσα το ρ. «συνίημι» και τα παράγωγα του απαντούν συχνά στα αποσπ. του Αλκαίου και της Σ α π φ ο ύ ς.
 
         Ακόμη και όταν οι λυρικοί ποιητές απευθύνονται σε μια συγκεκριμένη θεό­τητα ή ανοίγουν διάλογο μαζί της, δεν πρόκειται για τυπική επίκληση. Ποτέ δεν είναι μόνος ο ποιητής και ο θεός. Πίσω από αυτή τη σχέση του διαλόγου υπάρ­χει η πραγματική αφετηρία, που συνάπτεται με επίκαιρα γεγονότα και με τους συνανθρώπους. Όταν λ.χ. ο Αλκαίος απευθύνεται στη θεία τριάδα: Δία -Ήρα - Διόνυσο (24aD= 129 LP) ζητάει να τον απαλλάξουν από τους μόχθους της πικρής εξορίας και να τιμωρηθεί ο τύραννος που «εύκολα καταπατώντας τους όρκους καταστρέφει την πόλη» και να ελευθερωθεί ο λαός» «ὑπέξ ἀχέων». Έτσι οι θεοί γίνονται «ταίροι», δηλ. το κοινό του ποιητή, που μπορεί να τον κα­τανοήσει και να του παρασταθεί. Ένα βασικό παράδειγμα: η Σ α π φ ώ στο περί­φημο ποίημα προς την Αφροδίτη (1D=1 LP) παρουσιάζει μια μοναδική συμ­πλοκή ανάμεσα στον άνθρωπο και στην θεότητα. Ο άνθρωπος για πρώτη φορά νοιώθει χωρίς επιφύλαξη την προθυμία του θεού να ακούσει και να κουβεντιά­σει. Η θεά είναι «σύμμαχος» και πρόθυμη φίλη (στ. 22: σύμμαχος ἔσσο·»). Η Σ α π φ ώ, με μοναδικό τρόπο στην ποίηση, απευθύνεται σε ένα διαφορετκό κύκλο αν­θρώπων, συμπράττει και συμβιοί με ομογνώμονες και συνθιασώτες. Ο κύκλος της ποιήτριας αισθάνεται δεμένος μέσα στη μνήμη του ωραίου, που έζησαν και γνώρισαν όλοι μαζί. Αυτή η μνήμη μετουσιώνεται σε ποίημα, που διατηρεί επί­μονα κάθε τι, που βιώθηκε κάποτε μέσα στην ψυχή. Η έντονη συνείδηση της συμβίωσης δημιουργεί τώρα στην ποίηση ένα νέο αίσθημα μοναξιάς.6 Γιατί μόνον εκείνος, που είναι εσωτερικά δεμένος με κάποιον, μπορεί και να αισθανθεί τον πόνο του χωρισμού. Μόνο εκείνο, που ανήκει σε κάποιον, πρέπει να του φύ­γει και να του γίνει «ἀλλότριον». Μοναξιά και εγκατάλειψη - όπως είδαμε - προϋποθέτουν συνύπαρξη και συμβίωση.
 
         Δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι η λυρική ποίηση δεν είναι φυγή σε ένα εξι­δανικευμένο παρελθόν ή στη σιωπή της μοναξιάς. Παντού υπάρχει ο άλλος, που ακούει, και στον οποίο απευθύνεται ο ποιητής. Ο ποιητής με το στίχο ζητεί και βρίσκει πρόσβαση στους συνανθρώπους του. Τα νέα κορίτσια από τους αριστο­κρατικούς κύκλους της Μυτιλήνης (η Ατθίς, η Ανακτορία, Η Γογκύλα, Η Αρχεάνασσα, η Αριγνώτα, η Ειράννα, η Μέγαρα κ.α.) συνδέονταν συνειδητά μετα­ξύ τους και με την ποιήτρια. Τα ποιήματα, που μας σώθηκαν, μαρτυρούν ένα ακαταπόνητο αγώνα της ποιήτριας για το καθένα απ' αυτά τα κορίτσια. Κοινά βιώματα, κοινές αντιλήψεις, κοινοί πόνοι και κοινές χαρές αποτελούσαν το πε­ριεχόμενο μιας κοινωνίας, στην οποία απευθυνόταν η Σ α π φ ώ. Στα ποιήματα της η Σαπφώ απευθύνεται σε ένα κοινό, που συμμετέχει στη βίωση του «κάλλους», και που ξέρει να το κατανοήσει. Έτσι το αντικείμενο του ποιήματος - τα «τερπνά» και τα «καλά» - δεν είναι έκφραση της προσωπικής εμπειρίας της ποιήτριας μόνον. Τις πίκρες και τα προβλήματα του παρελθόντος αντιμετώπιζα η Σαπφώ με την ανάμνηση, που οδηγεί στις ωραίες στιγμές του παρελθόντος. Η επιστροφή αυτή όμως στο χώρο της ομορφιάς δεν είναι φυγή από το παρόν.
 
         Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την εποχή αυτή της λυρικής ποίησης το γε­γονός, ότι οι ποιητές είχαν συνείδηση, πως μόνο η ποίηση πραγματώνει την ομορφιά και πως μόνο μέσα στον στίχο υπάρχει η δυνατότητα υψηλής και μόνι­μης επικοινωνίας με τους συνανθρώπους. Τη σιγουριά του στίχου τη βλέπομε σαφέστατα στον Αρχίλοχο, ακόμη και σε κείνον τον ανέμελο και κωμαστή Ανακρέοντα. Ο Αλκμάν, στο περίφημο «Παρθένειο», σημαδεύει αιώνια το κάλλος και την ανθρωπινότητα.
 
         Κατά την εποχή του αρχαϊκού λυρισμού οι ποιητές αποκτούν συνείδηση της ανθρώπινης μοίρας και αυτή τη γνώση την εξαγγέλλουν στους συνανθρώ­πους τους. Τώρα γνωρίζουν καλά οι ποιητές, πως για τις ανθρώπινες δυνατότητες υπάρχουν σαφή και καθορισμένα όρια, που ο άνθρωπος δεν μπορεί (ούτε επιτρέπεται) να ξεπεράσει. Πρώτος ο Αρχίλοχος διατυπώνει μέσα στον στίχο τη σκληρή εμπειρία, ότι όλα τα ανθρώπινα είναι ασταθή και μεταβάλλον­ται, και συνειδητοποιεί τον «ῥυσμόν», που κατέχει τους ανθρώπους (67aD= 128 West)7. Η χαρά και ο πόνος ανήκουν στη μοίρα του ανθρώπου και εναλλάσσον­ται. Επομένως ο άνθρωπος κινείται ανάμεσα στον φόβο και στην ελπίδα. Ο ίδιος δεν μπορεί να ρυθμίσει τη ζωή του. Μια ερμηνευτική ανάλυση για τη διαδοχική παρουσία ελπίδας-φόβου και τη μεταβλητότητα της ζωής μας δείχνει, ότι η χα­ρά και ο πόνος, η ευτυχία και η δυστυχία κυριαρχούν σε όλους και μεταβάλλον­ται από τον ένα στον άλλον. Έτσι καταλαβαίναμε την ωραία και καταπληκτική διατύπωση του Αρχιλόχου «Ἄλλοτε δ' ἄλλος ἔχει τάδε» (7D =13 West, στ. 7)8. Η μόνη δύναμη, που έχει ο άνθρωπος, είναι η «τλημοσύνη», η δύναμη της αντοχής.
 
         Στους έλληνες λυρικούς βλέπομε συχνά και έντονα την ρευστότητα, την αδυναμία και την αστάθεια της ανθρώπινης μοίρας. Ο άνθρωπος δεν καθόριζα τη ζωή του ο ίδιος, αλλά κάθε μέρα ρυθμίζεται από δυνάμεις έξω και πάνω από αυτόν. Ο Αρχίλοχος μιλάει συχνά. Βλ. απ. 68D =131 + 132 West, που απευθύνεται στο φίλο του Γλαύκο: «Τοῖος ἀνθρώποισι θυμός, Γλαῦκε,.../γίγνεται θνητοῖς, ὁκοίην Ζεῦς ἐφ' ήμέρην ἄγῃ...» (μετάφραση: Τέτοια στους ανθρώ­πους τους θνητούς γίνεται η ψυχή και η καρδιά (=θυμός), Γλαύκε, όποια μέρα ο Δίας φέρνει...). Το ίδιο δηλώνει ο Σημωνίδης ο Αμοργίνος (1D= I West), που χρησιμοποιεί τον καταπληκτικό χαρακτηρισμό των ανθρώπων: «ἐπήμεροι» (= εφήμεροι, στ. 3), που η έννοια αυτής της λέξης έχει τεράστια σημασία για την αντίληψη των λυρικών ποιητών σχετικά με τα ανθρώπινα πράγματα. Ἐφήμερος είναι ο άνθρωπος -όχι με τη σημερινή σημασία - που κείται «ἐπί τῆς ἡμέρας», που βρίσκεται και καθορίζεται στη ζωή κάθε μέρα, χωρίς σιγουριά για περισσό­τερο χρόνο. Αργότερα ο Πίνδαρος εκφράζει στην ίδια αντίληψη τους έξο­χους στίχους (Πυθ. 8, 95 κ.ε.) «Ἐπάμεροι· τί δε τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ / άν­θρωπος» (= εφήμεροι άνθρωποι. Τι είναι, και τι δεν είναι; ένα όνειρο σκιάς ο άν­θρωπος!)
 
         Ο διαχωρισμός μεταξύ της παντοδυναμίας των θεών και της περιορι­σμένης δυνατότητας των ανθρώπων γίνεται στην αρχαϊκή, αλλά και στη μετα­γενέστερη ποίηση, κυρίαρχο μοτίβο. Ο Α λ κ μ ά ν, χορικός ποιητής, διατυ­πώνει την ίδια αντίληψη σε ένα χαρακτηριστικό στίχο (ID = 1 Page, στ. 16): «μή τις ἀνθρώπων ἐς ὠρανόν ποτήσθω» - μια αντίληψη, που επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα στον Πίνδαρο (Ίσθμ. 5,14): «μή μάτευε Ζεύς γενέσθαι», με τη μεστή αιτιολόγηση: «θνατά θνατοῖσι πρέπει», που θυμίζει την παλαιά δελφική επιταγή: «θνητά φρονεῖν». Την ίδια πίστη διαπιστώναμε στη Σ α π φ ώ (38D,= 27LP, στ. 12): «οὐ γάρ ἔστ' ὁδος μέγαν ἐς Ὄλυμπον ἀνθρώπ-», όπου τονίζεται, ότι η πτήση του ανθρώπου στον όλβιο χώρο των αθανάτων θεών είναι αδύνατη. Το επαναλαμβάνει με μια τραγική διατύπωση (47D. = 52 LP): «ψαύειν δ' οὐ δοκίμωμ' ὀράνω δυσπασχέα». Είναι η διαπίστωση της ανθρώπινης απτερωσύνης, της «ανθρωπινότητας» των ανθρώπων.
 
         Στη λυρική ποίηση ανακαλύπτεται σωστά η ανθρώπινη προσωπικότητα και το βλέμμα του ανθρώπου περνάει σε πρόσωπα και πράγματα. Η φύση δεν είναι μόνο ένα απλό αντικείμενο περιγραφής. Ο άνθρωπος την αισθάνεται κοντά του και μετέχει σ' αυτή. Οι εικόνες και οι περιγραφές της φύσης, που βλέπομε στους ποιητές, δεν είναι αυθύπαρκτες και ανεξάρτητες από τον άνθρωπο, το αν­θρώπινο περιβάλλον και την ανθρώπινη μοίρα. Παράδειγμα: ο Αρχίλοχος απευθύνεται στον Γλαύκο για την φριχτή τρικυμία και την κακοκαιρία, που οδη­γούν σε απροσδόκητο φόβο (απ. 56D= 105 West), στ. 3: «κιχάνει δ' ἐξ ἀελπτίης φόβος» - ένας φόβος, που συνάπτεται με την απειλή του πολέμου. Βλ. επίσης ένα ποίημα, όπου ο Α λ κ μ α ν προβάλλει τον ύπνο της φύσης - δηλαδή: η ησυχία της νύχτας, όπου όλα κοιμούνται (58D= 89 Page). Στη λυρική ποίηση η φύση συνδέεται με τον άνθρωπο και δείχνει την ψυχική του διάθεση. Βλ. λ.χ. Σ ι μ ω ν ί δ η τον Κείον (13D =38 Page), όπου στον στ. 22 λέγει: «εὑδέτω δέ πόντος, εὑδέτω δ' ἄμετρον κακόν».
 
         Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι στην παλαιά χορική λυρική ποίηση, που εκπροσωπείται κυρίως από τον Αλκμάνα και τον Στησίχορο, ο ποιη­τής δεν μιλάει ως άτομο, αλλά ως εκπρόσωπος ομάδας ανθρώπων. Επομένως, αυτό που λέγεται απευθύνεται σε σύνολο ανθρώπων, στους οποίους πρέπει να βρει απήχηση και στους οποίους πρέπει με τον μύθο να εκφρασθεί μια αλήθεια αναμφισβήτητη. Από την άποψη αυτή η «Παλινῳδία» του Στησιχόρου (απ. 15-16 Page) δεν αναφέρεται σε επανόρθωση του ποιητή, αλλά στην αποκατάσταση μιας αλήθειας, που στο έπος νοθεύτηκε. Γι' αυτό και οι δύο παλινωδίες, όπως παραδίδονται από πάπυρο10, εκφράζουν αντίθεση στους δυο επικούς ποιητές: τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Έτσι καταλαβαίναμε, ότι στη χορική ποίηση υπάρ­χει ελαστικότητα της ουσίας του μύθου. Ο Πίνδαρος λέγει, ότι ο ποιητής έ­χει τη δυνατότητα να διάλεγα από τους μύθους, από την κοινή εμπειρία, και πα­ρομοιάζει το έργο αυτό με τη μέλισσα, που κάνει επιλογή (Πυθ. 10, 54-55: «ἐγκωμίων γάρ ἄωτος ὕμνων/ ἐπ' ἄλλοτ' ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον»). θέματα του μύθου, προϋπάρχοντα, παραμερίζονται στη λυρική-χορική ποίηση, όταν δεν ταιριάζουν σ' αυτό, που θέλουν να εκφράσουν και να ερμηνεύσουν (βλ. και Σ ι μωνίδη για τη Δανάη). Ο ίδιος ο Στησίχορος αρχίζει την «Ορέστειά» του με άρνηση και απόρριψη των πολεμικών θεμάτων (απ. 12D= 33 Page: «Μοῖσα, σύ μέν πολέμους ἀπωσαμένα κ.λπ.»). Είναι χαρακτηριστικό για τη νέα αντίληψη, που εκφράζει εδώ ο Στησίχορος, ότι ο ποιητής δεν επικαλείται τη Μούσα για να υμνήσει πολέμους — όπως στο παλαιό ηρωικό έπος -, αλλά για να οδηγήσει τον ποιητή σε άλλη περιοχή. Ένα παπυρικό υπόμνημα σε μελικούς ποιητές (P. Oxy. XXIX fr. 26= Στησίχ. απ. 40 Page) δείχνει, ότι ο Στησίχορος - μετά τον Όμηρο και τον Ησίοδο - υπήρξεν η πηγή και το υπόδειγμα για πολλούς ποιητές. Η αναγωγή αυτή δεν γινόταν στο παλαιό έπος, αλλά στη χορική-λυρική ποίηση. Την ίδια στάση παρατηρούμε και σε άλλους ποιητές, ό­πως λ.χ. στον Ί β υ κ ο, όπου με νέες ερμηνείες του μύθου και νέες γλωσσικές εκφράσεις γίνεται προσπάθεια προσαρμογής στις απαιτήσεις μιας νέας πραγμα­τικότητας. Ο Πίνδαρος, ως λυρικός-χορικός ποιητής, επεμβαίνει πολύ στον μύθο, αλλά με προσοχή και θρησκευτικό δέος. Για τον ποιητή η αλήθεια και η αντικειμενική παρουσίαση του μύθου δεν μπορεί να είναι έξω από το «καλόν» - στην ευρύτερη έννοια. Αυτή η θέση του Πινδάρου φαίνεται κυρίως στην πασί­γνωστη «διόρθωση» ή επανόρθωση του μύθου (Ολυμπ. 1, 25 κ.ε.), όπου ταξινο­μεί εντελώς προσωπικά τον μύθο του Πέλοπος σε νέα ερμηνεία. Η «βροτῶν φάτις» (= αυτό που λέγει ο κόσμος στον μύθο) δημιουργεί μια μορφή μύθου, που φεύγει πάνω από την αλήθεια ὑπέρ τόν ἀλαθῆ λόγον»). Οι μύθοι, στολισμένοι με ποικίλα ψεύδη, εξαπατούν δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις/ ἐξαπατῶντι μῦθοι»). Όταν λέγει, ότι είναι «Πιερίδων προφάτας» (Παιάνες 6, 6) και ότι θα προφητεύσει στους ανθρώπους ό,τι του λέγει η Μούσα - όπως στο έπος -, τονίζει: «μαντεύεο, Μοῦσα, προφατεύσω δ' ἐγώ» (Fr. 150), συνάπτεται δηλ. με την παλαιά αντίληψη, ότι ο ποιητής μεταδίδει τα λόγια των Μουσών στους αν­θρώπους, γνωρίζει όμως ότι η Μούσα λέγει και ψεύδη.
 
         Οι λυρικοί ποιητές εκφράζουν τη νέα εποχή, τη χαραυγή του λυρικού αιώνα, τις ταραγμένες συνθήκες ανθρώπινης και πολιτικής συμβίωσης. Αντιμε­τωπίζουν τα γεγονότα της εποχής, τους κινδύνους της ζωής και τις ποικίλες αν­θρώπινες πικρές εμπειρίες. Έτσι ο Αρχίλοχος ζει την τραγικότητα του αφυπνιζόμενου ανθρώπου, που αντιμετωπίζει τον κόσμο με όλη την σκληρότη­τα και με όλη την ειλικρίνεια για τη ζωή και τους συνανθρώπους. Ο ίδιος ομο­λογεί (απ. 6D =5 West), πως εγκατέλειψε την ασπίδα, έγινε «ρίψασπις», ομολο­γεί ανεπιφύλακτα την πράξη του και την θεματολογεί έξοχα στο δίλημμα: την ασπίδα (και τον θάνατο) ή τη ζωή; Για τον ποιητή έχει μεγάλη αξία η στιγμή της επιβίωσης ψυχήν δ' ἐξεσάωσα»). Το ομηρικό ιδανικό του ηρωικού κλέους δεν έχει βάρος για τον Αρχίλοχο, που βλέπει τη ζωή και τη σωτηρία στην κάθε στι­γμή. Ως μισθοφόρος στον πόλεμο παρουσιάζει τα αρνητικά στοιχεία, τις φριχτές στιγμές, και τις απαράδεκτες ουσίες του πολέμου. Απογυμνώνει τον πόλεμο από κάθε μεγαλείο και συνδέει τη ζωή με το όπλο (βλ. απ. 2D= 2 West: «Ἐν δορί μέν μοι μᾶζα μεμαγμένη κ.λπ»). Εξευτελίζεται ο ηρωισμός του πολέμου, όταν πολλοί (ανάξιοι) προσπαθούν να οικειοποιηθούν ξένη δόξα και ωφέλειες από θάνατο κάποιου άλλου. Χαρακτηριστικό το απ. 61 D= 101 West: «πτά γάρ νεκρῶν πε­σόντων, οὕς ἐμάρψαμεν ποσίν, / χείλιοι φονῆες εἶμεν» (= Επτά νεκρών που πέ­σανε και τους ποδοπατήσαμε, χίλιοι φονιάδες ήμαστε). Ομολογεί σε ένα απ. (64D = 133 West) - για πρώτη φορά στην ποίηση -, ότι «Κανένας δεν είναι σε­βαστός ανάμεσα στους συμπολίτες, ούτε περίφημος, όταν πεθάνει. Την αγάπη πιο πολύ των ζωντανών επιδιώκαμε εμείς οι ζωντανοί» (= Οὔτις αἰδαῖος μετ' ἀ­στῶν οὐδέ περίφημος θανών γίγνεται κ,λπ»)11. Σε ένα άλλο ποίημα (22D.= 19West) για πρώτη φορά στην ελληνική ποίηση εκφράζει ο Αρχίλοχος ένα ιδανικό ζωής αρνητικά - δηλ. με την απόρριψη παραδεκτών αξιών Οὐ μοι τα Γύγεω κ.λπ») και αλλού (60 D. 114 = West) πάλι με την άρνηση και την απόρρι­ψη - και συνεχείς αρνήσεις! - εκφράζει την προσωπική του γνώμη, που στηρί­ζεται όχι στην εξωτερική παρουσία του ανθρώπου, αλλά στην εσωτερική ουσία και αξία Οὐ φιλέω μέγαν στρατηγόν κ.λπ»). Σε όλη τη λυρική ποίηση κυριαρχεί ειδικά η ανθρώπινη άποψη, on η μοίρα του ανθρώπου κινδυνεύει και ότι ο άν­θρωπος πρέπει να κυριαρχεί στη ζωή κάθε στιγμή.12
 
         Πρέπει να έχουμε στο νου μας, ότι κύριο όργανο και όπλο των λυρικών ποιητών είναι η γλώσσα, η οποία πέρα από την παράδοση των ομηρικών ποιη­μάτων δημιουργεί καινούργιες προσωπικές δυνατότητες για τον ποιητή, να κα­τευθύνει τον λόγο εκεί που θέλει και να «μορφώσει» γλωσσικά τον στοχασμό του. Στη λυρική ποίηση των αρχαίων χρόνων οι λέξεις είναι σημαντικές στη σχέση του ποιητή με την εποχή και τους συνανθρώπους του. Για πρώτη φορά εμφανίζεται τώρα στην ελληνική γλώσσα η λέξη «κίνδυνος» (Σόλων, Σαπφώ, Αλκαίος). Νέες λέξεις, άγνωστες στο έπος, εκφράζουν καινούργιες καταστάσεις και νέες αντιλήψεις: ἀφροσύνη, φιλαργυρίη, ὑπερηφανίη, διχοστασίη, ἰσομοιρία, σύνοδος, ξυνωνία κ.ά. Για πρώτη φορά στη Σαπφώ εκφράζεται σε ειδικές λέξεις και διατύπωσης ο πόνος για τον χωρισμό και η γνώμη για το κάλλος. Στους στί­χους του Αλκαίου φαίνεται καθαρά μέσα στις λέξεις, πώς αισθάνεται κά­ποιος δεμένος με τους «ἑταίρους» του. Έτσι εμφανίζονται τώρα εδώ γνωστέ; σύνθετες λέξεις με την πρόθεση «συν»: συμπίνω, συμπόσιον, συνηβῶ, συνίημι. Ήδη στον Αρχίλοχο εμφανίζεται λίγο πριν μια νέα σημαντική λέξη: «ξυνωνίη» και χρησιμοποιείται τώρα το ρήμα «αδικῶ» - έτσι εκφράζεται η πρά­ξη της αδικίας, ως ενέργεια και όχι ως έννοια. Ο Ησίοδος έχει τον χαρακτηρισμό «ἄδικος» (Έργα 260 κ.έ.), όχι το ρήμα, που ακολουθεί έπειτα από τον Αρχί­λοχο στην ποίηση (βλ. λ.χ. Σαπφώ l, 20D= LP: «ἀδικήει»). Για τη διαπίστωση της σχέσης των αιολικών ποιητών με τους συντρόφους είναι σπουδαίο το γε­γονός, ότι ένα θεμελιώδες ρήμα της ελληνικής γλώσσας, το «πεδέχειν» (= μετέχειν) εμφανίζεται στον Α λ κ α ί ο και στη Σ α π φ ώ. Η ποίηση τώρα αναπτύσ­σει μεταξύ του Εγώ και του Συ τη συνείδηση ενός κοινού ψυχικού στοιχείου pc νέες γλωσσικές και φραστικές δυνατότητες — όταν μάλιστα συνάπτονται με τη« παλαιά επική κληρονομιά. Στην αιολική λ,χ. ποίηση νέα είναι η έκφραση «θάνατον πρόσωπον», έστω και αν το επίθετο «ἀθάνατος» και το ουσ. «πρόσωπον». έχουν επική καταγωγή. Επίσης νέα είναι: «βραδίνα Ἀφρόδιτα» (= ῥαδινή = απλή, λεπτή), «ἄβρος Ἄδωνις», όπως ακριβώς νέα είναι η χρήση τέτοιων επιθέτων γενικά για μορφές ανθρώπων. Το επίθετο «ῥαδινός» (αιολ. «βράδινός») απαν­τά άπαξ στον Όμηρο, Ψ 583. Όταν όμως η Σαπφώ παρομοιάζει τον γαμπρό με «ὄρπακα βράδινον» (127,2 D.= 115,2 LP), κάνα - για πρώτη φορά - μια μεταφορά ιδιότητας από τον κόσμο των φυτών ή των πραγμάτων στην ανθρώπινα μορφή. Το ίδιο συμβαίνει, όταν η ποιήτρια συνόδευα ης παρομοιώσεις της με επίθετα, όπως: ἀβρός, ἁπαλός, μαλακός, τέρην.
 
         Στους μαθητές του Λυκείου, όπου πρέπει οπωσδήποτε να μπουν οι Λυρικά από το πρωτότυπο, θα φανούν οι λέξεις, που εμφανίζονται στην αρχαία ελληνική γραμματεία και εκφράζουν όλες αυτές τις ανθρώπινες, πολιτικές και κοινωνικές αξίες. Στην συνείδηση για τα όρια αυτά του ανθρώπου, που εκφράζει η λυρι­κή ποίηση, αναπνέαμε ήδη τον αέρα της αττικής τραγωδίας. Είναι γνωστό, ότι η αρχαϊκή λυρική ποίηση είναι η πρώτη μορφή και γέννηση ενός νέου λογοτεχνι­κού είδους - που βλέπομε δηλαδή να γεννιέται σαν καινούργια μορφή έκφρασης για καινούργιες εμπειρίες. Δεν γεννήθηκε, βέβαια, εκ του μηδενός, αλλά αναπτύχθηκε από λαϊκά προϋπάρχοντα είδη. Υπάρχουν βαθιές και μακρινές ρίζες, που δένουν την επώνυμη λυρική δημιουργία με μια διάχυτη, απρόσωπη λαϊκή λυρική διατύπωση: ο θρήνος, ο παιάν, η «γνώμη» και η παραίνεση, το τραγούδι γενικά της δουλειάς, του πόνου και της χαράς, ο ύμνος, το εγκώμιο, το σκόλιο, ο υμέναιος κ.ά. Η ενσωματωμένη στην τραγωδία και στην κωμωδία λυρική ποίηση είναι ο χώρος για να εκφρασθεί ο στοχασμός επάνω στα δρώμενα, να επιστρέψει το άτομο στον εαυτό του και από κάποια απόσταση να σχολιάσει αυτά, που βλέπει να συμβαίνουν γύρω του και να τον αφορούν, να εκφράσει τι χαρά ή τον πόνο του γι' αυτά και την ανθρώπινη αδυναμία του.
 
Όταν αλλάζουν τελείως οι ιστορικές συνθήκες -  δηλ. όταν αλλάζει ο κό­σμος της «πόλης», όπως την ξέραμε στους αρχαϊκούς και κλασσικούς χρόνους, και φθάνουμε στην ελληνιστική εποχή - , η λυρική ποίηση δίνει ένα εκφραστικό μέσο, που εκφράζει τις συγκινήσεις λίγων ανθρώπων και απευθύνεται πάλι σε λίγους -  όχι στον λαό, αλλά στον κλειστό κόσμο της βασιλικής αυλής των ηγε­μόνων και των λογίων, που τρέφονται από την παράδοση, θεωρώ απαραίτητη ανάγκη να προχωρήσει η διδασκαλία της Μ. Εκπαίδευσης και στους Αλεξαν­δρινούς ποιητές, για να συνδεθούν οι νέες ποιητικές μορφές με τις αρχαϊκές και κλασσικές και να κατανοηθούν οι νέες κοινωνικές θέσεις. Στην αλεξανδρινή-ελληνιστική εποχή κυριαρχούν τα ιωνικά πρότυπα και κυρίως καλλιεργούνται: επιγράμματα, ελεγεία, έπος — ενώ η αττική ποίηση και κυρίως η τραγωδία υπο­χωρούν. Οι αλεξανδρινοί ποιητές δίνουν νέα μορφή, νέο ύφος, νέα γλώσσα, νέα θέματα. Οι ποιητές προσπαθούν να αποδεσμευθούν από τις καθιερωμένες μορ­φές της ποιητικής παράδοσης, ενώ ξέρουν, πως είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με αυτή. Είναι σημαντική εργασία η παρουσίαση του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιη­τή Καλλιμάχου13
 
        Τα «Αίτια», σπουδαίο ποιητικό έργο σε 4 βιβλία. Στην αρχή Πρόλογος Τελχίνων»,) παρουσιάζεται μια πολεμική κατά των αντιπάλων ποιητών και νέες θέσεις στην ποίηση. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας ποιητικής αντιμαχίας, που στη­ρίζεται σε διάφορες αντιλήψεις για την ποίηση. Η απάντηση του Καλλιμάχου στους Τελχίνες παρουσιάζει το «πιστεύω» του ποιητή. Η ποιητική δημιουργία, λέγει ο ποιητής, δεν πρέπει να μετριέται με τον πῆχυν, αλλά με την τέχνη. Δεν πρέπει να ζητούν απ' αυτόν θορυβώδη ποιήματα, διότι «βροντᾶν οὐκ ἐμόν, ἀλλά Διός» (στ. 20). Η Μούσα, λέγει, πρέπει να είναι «λεπταλέη»  (λέξη χαρακτηριστι­κή για την ποίηση του Καλλιμάχου) και πρέπει να βαδίζεις σε δρόμο, που δεν πατούν άλλοι. Στο τέλος του 2ου Ύμνου Εἰς Ἀπόλλωνα») εκθέτει πάλι τις νέες θέσεις του. Ο Καλλίμαχος κατόρθωσε να βάλει την απέραντη λογιότητα και γνώση του μέσα στην ποίηση, να ενδύσει τις άπειρες γνώσεις του με ποιητικό ένδυμα, χωρίς να γίνεται μείωση της ποίησης. Οι «Ὕμνοι» του είναι εξαίρετοι. Βλ. λ.χ. τον 3ο ύμνο Εἰς Ἄρτεμιν»): Βασικό, πρώτο θέμα, μοναδικό στην αλε­ξανδρινή ποίηση : η παιδικότητα των ανθρώπων και των θεών, η προβολή των παιδιών - άσχετο στην κλασσική και προκλασσική ποίηση. Αρκετά ποιήματα - όχι μόνο στον Καλλίμαχο - στην αλεξανδρινή εποχή αναφέρονται σε βασικά θέματα με παιδική προβολή. Ο 5ος Ύμνος Λουτρά τῆς Παλλάδος») παρουσιά­ζει καινούργια, γοητευτικά θέματα. Εδώ υπάρχει η ωραιότερη ποιητική περιγρα­φή θερινής μεσημβρίας σε όλη σχεδόν την αρχαία ποίηση. Δεν θα ασχοληθώ πε­ρισσότερο σ' αυτή την ποίηση. Απλώς εκφράζω την άποψη, ότι η λυρική ποίη­ση πρέπει να συνδεθεί με την αλεξανδρινή ποίηση στα μαθήματα της Μ. Εκπαί­δευσης. Έτσι θα κατανοηθούν πολλά καινούργια ποιητικά στοιχεία σε πολλούς ποιητές: Απολλώνιος ο Ρόδιος, Θεόκριτος(με τα «Εἰδύλλια»), ο Άρατος ο Σολεύς, ο Νίκανδρος, ο Λυκόφρων, ο Ηρών­δας, ο Ερμησιάναξ, ο Ευφορίων, ο Μόσχος κ.ά. Μοναδικά ποιη­τικά πρότυπα, γοητευτικά ποιητικά στοιχεία και έξοχες θεματολογικές εκφρά­σεις βλέπει κανείς στους επιγραμματοποιούς της εποχής εκείνης - από τον 3ο αι. π.Χ. και εξής: Ασκληπιάδης, Ποσείδιππος, Ηδύλλος, Καλ- λίμαχος, Ηγήσιππος, Λεωνίδας Ταραντίνος, Μνασάλκης, Αλέξανδρος Αιτωλός, Ανταγόρας, Νικαίνετος, θεοδωρίδας, Διοσκορίδης, Μελέαγρος, Αντίπατρος Σιδώνιος, Σιμίας. κ.α. Θα ήθελα, τέλος, να τονίσω, ότι τα κείμενα στο «Ανθολόγιο» που παρου­σιάζονται σε μετάφραση για το σχολείο, απαιτούν σωστή ερμηνεία και σχόλια ειδικά. Υπάρχουν μεταφράσεις με βάση παλαιές εκδόσεις, ενώ πρέπει να χρησιμοποιούνται νέες για τους λυρικούς ποιητές, αφού τα κείμενα αυξάνονται με παπυρικά ευρήματα και οι εκδόσεις μεταβάλλονται φιλολογικά. Στο «Ανθολόγιο Λυρικής ποιήσεως, υπάρχουν κείμενα, που πρέπει κάποτε να τα συζητήσουμε. Στον Αρχίλοχο (αρ. 4), σ. 24, με τίτλο «Μακριά απ' τα μάτια μου», πρέπει αρκετά ερμηνευτικά στοιχεία να προβληθούν. Για πρώτη φορά στην ελληνική λυρική ποίηση εκφράζεται ένα ιδανικό ζωής αρνητικά -  με την απόρριψη δηλ. παραδεδομένων και παραδεκτών αξιών. Οι αρνήσεις είναι βασικές: οὔ μοι - οὐδ'- οὐδ'- δ' οὐκ (μετάφραση: δε-δέν-δέ-δέ). Μετά τις αρνήσεις πρέπει να ακολουθεί η θετική διατύπωση, η κατάφαση, αυτό που γίνεται αποδεκτό. Στην ερμηνεία μας προκύπτει το θετικό από τα αρνητικά - έστω και αν δεν έχουν παραδοθεί οι επό­μενοι στίχοι, διότι είναι έμμεση παράδοση. Βασική θέση του Αρχιλόχου, σ' αυτό το ποιητικό ύφος με άρνηση εξηγεί και κατατοπίζει (βλ.και 5,19, 22 κ.α.). Στους 4 στίχους που σώθηκαν, η κυρίαρχη ιδέα είναι ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει ούτε να θαυμάζει, ούτε να φθονεί αγαθά, που ανήκουν σε άλλους. Στον 3ο στίχο η με­τάφραση λάθος: «δεν θέλω να 'μαι βασιλιάς». Το κείμενο «μεγάλης δ' οὐκ ἐρέω τυραννίδος» είναι βασικό στοιχείο για τους μαθητές και όλους μας: ότι εδώ είναι η αρχαιότερη μνεία της «τυραννίδας», που δεν είναι αρνητικό στοιχείο14. Στον Αρχίλοχο, απ. 8 (σ. 26 με τίτλο: «Η έκλειψη») πρέπει να έχει αναφερθεί, ότι το βασικό θέμα, όπου στηρίζεται το ποίημα, είναι το «ἀδύνατον», που η αφετηρία του βρίσκεται στον Όμηρο (Α 233 κ.ε. Χ 262 κ.ε.) και είναι ευρύτατα διαδεδο­μένο σε όλη την αρχαία και νεώτερη ( και δημοτική, σύγχρονη) λογοτεχνία και πεζογραφία. Η δύναμη του βρίσκεται στη διατύπωση, ότι κάτι, που τυπικώς είναι αδύνατο, μπορεί να γίνει δυνατό (πβ. και Ηρόδοτο 5,92α). Δεν έχω χρόνο να αναφερθώ σε όλα τα κείμενα, που υπάρχουν στο «Ανθολόγιο». Ίσως μια άλ­λη φορά. Είναι απαραίτητη η ερμηνευτική ουσία στη διδακτική διαδικασία.
 ------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Βλ. το γνωστότατο απ. 31 LP(= 2D): «φαίνεται μοι μῆκος ἴσος θέοισιν / ἔμμεν' ὤνηρ κ.λπ.», και τα απ. 111-117 LΡ, δηλαδή: 111 LP(= 123 D): «Ἴψοι δή τό μέλαθρον, / ὑμήναον κ.λπ.», 112LP (--128 D): «Ὄλβιε γαμβρέ...», 114 LP (= 131 D.): «Παρθενία, παρθενία, ποῖ με λίποισ' ἀ(π)οίχῃ; κλπ.», 115 LP (= 127 D.): «Tίῳ σ', ὦ φίλε γαμβρέ, καλώς είκάσδω; ....», 116 LP (= 128, 6D.): «χαῖρε, νύμφα, χαῖρε, τίμιε γαμβρέ, πόλλα» κ.ά.


2. Ίσως πρόκειται για την Ανδρομέδα, βλ. W. Schadewaldt, Sappho. Welt und Dichtung. Dasein in der Liebe, Potsdam 1950,σελ. 153.


3. Το παπυρικό αυτό απόσπασμα, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά από τον R. Reitzenstein το 1899, δημιουργεί συνεχώς προβλήματα. Ήδη ο Blass, ένα χρόνο μετά (1900),το απέδωσε στον Ιππώνακτα. Οι θέσεις των φιλολόγων είναι αντιθετικές ως σήμερα. Στην τελευταία έκδοση ο West το αποδίδει στον Ιππώνακτα, παρά την άποψη πολλών άλλων, όπως Μ. Treu, Br. Sneu, A. Σκιαδάς. κ.α. Το ότι ανήκει στον Αρχίλοχο φαίνεται από την επιθετικότητα, το ύφος, τη διατύ­πωση, τη γλώσσα κ.λπ. Ο Αρχίλοχος εκφράζει με μανία και πολεμική έκφραση την αντίθεση του για τον άνθρωπο εκείνο προδομένης φιλίας. Βλ. στ. 12 κ.ε. «ὅς μ' ἠδίκησε... / τό πρίν ἑταῖρος ἐών».


4. Βλ. απ.98Ο = 173 West, για καταπάτηση του όρκου : «ὅρκον δ' ἐνοσφίσθης μέγαν ἅλας τε και τράπεζαν»


5. Βλ. 1D= 13 West, στ. 8: «πάντως ὕστερον ἦλθε δίκη», στ. 28: «πάντως ἐς τέλος ἐξεφάνη (sc «Ζηνός τίσις», στ. 25)», στ. 31: «ἤλυθε πάντως αὖτις»


6. Βλ. το «τραγούδι της Αριγνώτας, 98D = 96 LP. To ποίημα παραδόθηκε από παπυρικό κείμενο. Το «Τραγούδι της Αριγνώτας» είναι από τα πιο προσωπικά ποιήματα της Σαπφώς. Μακριά στις Σάρδεις - παντρεμένη πια - η Αριγνώτα ξεπερνάει σε ομορφιά όλες τις γυναίκες, όπως το φεγ­γάρι επισκιάζει τα αστέρια. Από κεί στέλνει τις σκέψεις της στην ποιήτρια και στον κύκλο του βίου, που πέρασαν μαζί. Δυστυχώς από τους 36 στίχους, που σώθηκαν, οι τελευταίοι 19 (= IS-36) είναι ανεπανόρθωτα κατεστραμμένοι και δεν μας διευκολύνουν στην ερμηνεία.


7. Στ. 7: «γίγνωσκε δ' οἷος ῥυσμός ἀνθρώπους ἔχει». H λ. ῥυσμός (= ρυθμός) άγνωστη στον Όμη­ρο, σπάνια στην ποίηση (πβ. Ανακρ. 71,2 Page: «ῥυσμούς»), περιέχει εδώ όλο το βάρος του στί­χου και συνάγει το συμπέρασμα όλου του ποιήματος. Η λέξη εκφράζει εδώ ένα υπέρτατο νόμο: το μεταβλητό, τη ρευστότητα και την αστάθεια των ανθρωπίνων πραγμάτων. Η λ. ῥυσμός έχει ιδιαίτερη σημασία και απαιτεί σωστή ερμηνευτική αντιμετώπιση. Πολλοί φιλόλογοι έχουν ασχοληθεί ειδικά με τη λέξη αυτή, π.χ. Ο. Schröder, Ρυθμός (Hermes 53, 1918, 324-329). Ε. Wolf, Zur Etymologie von βυθμός und seiner Bedeutung in der älteren griechischen Literatur (Wiener Studien 68, 1955, 99-119). Th. Plüss, Die Deutund des Wortes Phythmus nach griechi­scher Wortbildung (Wochenschriff f. Kl. Philol. XXXVII, 1920,18-23). RA. Leemans, Rhyth-me en ρυθμός (L' Antiquité Classique, XVII, 1948, 403-412). M. Treu, Von Homer zur Lyrik (Zetemata, 12), München 1955, σ. 198. R. Renehman, The Derivation of ουθμός (Cl. Phil. 58, 1963, 36-38) κ. άλλοι.


8. Βλ. μια νεώτερη ερμηνευτική εργασία σ' αυτό το θέμα που εκτείνεται σε όλη την ποίηση: J. Krause, ΑΛΛΟΤΕ ΑΛΛΟΣ. Untersuchungen zum Motiv des Schicksalswechsels in der griechi­schen Dichtung bis Eurípides, München 1976.


10. Βλ. λεπτομερώς: Α. Δ. Σκιαδάς, Αρχαϊκός Λυρισμός Π, Αθήνα 1981, σελ. 297 κ.ε.


11. Πβ. παρόμοια διατύπωση : Σ η μ ω ν ί δ η ς Αμοργίνος (2D= 2 West) «Τοῦ μέν θανόντος οὐκ ἄν ἐνθυμοίμεθα, / εἴ τι φρονοῖμεν, πλεῖον ἡμερης μιῆς». Στις διατυπώσεις αυτές — κυρίως του Αρχι­λόχου — τονίζεται, ότι δεν υπάρχει η *τιμή», και το *κλέος*, που κυριαρχεί στο έπος γι' αυτούς που πεθαίνουν.


12. Όλοι οι ποιητές διατυπώνουν παρόμοιες απόψεις. Εκτός από τον σημαντικό Αρχίλοχο βλ. λ.χ. Σ ι μ ω ν ί δ η τον Κείον (6 D.= 16 Page): «Ἄνθρωπος, ἐών μη ποτε φάσης ὅ, τι γίνεται αὔριον, /μηδ' ἄνδρα ἰδών ὄλβιον ὅσσον χρόνον ἔσσεται...» (= Εσύ, που είσαι άνθρωπος, μη πεις ποτέ τι πρόκειται να γίνει αύριο. Ούτε σαν ιδής ένα ευτυχισμένο άνθρωπο θα μπορούσες να πεις, για πόσο χρόνο ακόμη θα είναι ευτυχισμένος...»). Το απόσπ. τελειώνει με τη λέξη «μετάστασις» - μια λέξη μοναδική στην αρχαϊκή ποίηση και σπάνια στους μεταγενεστέρους. Δηλώνει τη μεταβολή των ανθρωπίνων πραγμάτων, τη μετάβαση από την ευτυχία στην δυστυχία - και αντίστροφα.


13. Κλασσική έκδοση από τον R. Pfeiffer, σε δύο τόμους (Oxford 1949 και 1953). Εργασίες και ερευνητικές μελέτες πολλές. Για τους Αλεξανδρινούς γενικά βλ. λ.χ. F. Susemihl, Geschichte dr griech. Literatur in der Alexandrinerzeit (2 τόμοι), Leipzig 1891-1892. E. Legrand, La poésie alexandrine, Paris 1924. U. v. Wfflantowitz-MoeUendorff, Hellenistische Dichtung in der Zeit des Kallimachos (2 τόμοι), Berlin 1924 (2η έκδ. 1962). A. Körte, Die hellenistische Dichtung, Leipzig 1925 (2η έκδ. επαυξημένη κ.λπ. από τον Ρ. Händel, Stuttgart 1960) κ.ά. Για τον Καλ­λίμαχο και βιβλιογραφία βλ. Α. D. Skiadas, Kalimachos (Wege der Forshung, Wissensch. Buchgesell.), Darmstadt 1975.


14. Βλ. Σχόλ. Αισχ. Προμ. 224, Ιππίαν: Vorsokr. 86 Β 9 D.-K. Για την «τυραννίδα» βλ. Η. Berve, Die Tyrannis bei den Griechen και H. Bengtson, Griech. Geschichte, στη σελ. 101 κ.ε. (Ειδικά 109 κ.ε.: Die ältere Tyrannis).


15. Η βιβλιογραφία για τους Λυρικούς ποιητές (Εκδόσεις, μελέτες, ερμηνεία, σχόλια, κριτική των κειμένων κ.λπ.) είναι τεράστια. 'Εχει καταγραφεί ευρύτατα στους δυο τόμους, με τίτλο: «Αρχαϊκός Λυρισμός» Ι (1979) και II (1981).
 
Αρχαία λυρική   ποίηση
      
        «Η λυρική ποίηση κατανοείται κυρίως από την αντιδιαστολή και την αντίθεση της προς το έπος: το μικρό, σύντομο ποίημα αντί του μεγάλου έπους· ó δασικός χαρακτήρας της είναι υποκειμενικός σε αντίθεση προς την καθαρά αντικειμενική και περιγραφική επική ποίηση· το «εδώ», το «τώρα» και το «πλησίον» αποτελούν τον πυρήνα του λυρικού ποιήματος σε αντίθεση προς το «εκεί», το «τότε» και το «μακριά» της επικής αφηγήσεως· τώρα προβάλλεται ο άνθρωπος, ως άτομο πού πάσχει, αγωνίζεται και δρα μέσα στο κοινωνικό του περίγραμμα, και όχι οι ηρωικές μορφές του παρελθόντος.,.
 
        Για μας σήμερα, πού ερμηνεύουμε τους αρχαίους ποιητές, ή αρχαϊκή λυ­ρική ποίηση των Ελλήνων είναι ιστορική μαρτυρία, για τους ανθρώπους και την εποχή, όπου το άτομο χειραφετείται και αποδεσμεύεται από μια «δεδομένη» τά­ξη και αναζητεί την προσωπική του φυσιογνωμία, την ταύτιση με τον εαυτό του, μέσα στην πολιτική και κοινωνική πράξη. Με την λυρική ποίηση ουσια­στικά επιτελείται ή ανακάλυψη του «Εγώ». Από τον Αρχίλοχο και ύστερα ο προσωπικός ποιητής ανακαλύπτει και αποκαλύπτει τον ίδιο του εαυτό και όσα είναι κοντά του - τοπικά και χρονικά. Τώρα έχομε «προσωπικούς» ποιητές, ονόματα γνωστά, προσωπικότητες, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις πολιτικές και κοινωνικές διαμορφώσεις και ανακατατάξεις του καιρού- τους...
 
        Η λυρική ποίηση - αντίθετα προς το έπος - έχει εσωτερική και εξωτε­ρική ευελιξία και πολυμορφία. Αυτό φαίνεται και στα θέματα των ποιημάτων και στη γλωσσική και στη μετρική μορφή τους. Από τον αποκρυσταλλωμένο και έξοχα δομημένο μέσα στον στίχο ρεαλισμό του Αρχιλόχου ως την συγκλο­νιστική ευαισθησία του Σιμωνίδη, από την πνευματικότητα και την ισορροπη­μένη έξαρση ενός αρχαϊκού στοχασμού -  που εκφράζεται κυρίως στον Αλ­κμάνα και στη Σαπφώ - ως την πεντακάθαρη ωριμότητα του αρχαϊσμού, που συνάπτεται με ένα καινούργιο αίσθημα ευθύνης και με μια νέα αντίληψη για το κάλλος και την ευδαιμονία (με κορύφωση στον ΙΙίνδαρο!), από την επί­μονη και κηρυγματική προτροπή του Τυρταίου και του Καλλίνου ως τη γεμάτη εμπειρία και «ήθος» ελεγεία του Σόλωνα και από την εικονοκλαστική και «δια­φωτιστική» διαμαρτυρία του Ξενοφάνη ως την αδρή ισορροπία της ιωνικής ελε­γείας του Μίμνερμου - παντού διοχετεύονται και διαχέονται νέες συλλήψεις, σκέψεις, εκφράσεις, εμπειρίες, αγωνίες. Οι περσικοί πόλεμοι έβαλαν ένα απροσ­δόκητο τέλος σ’ αυτή την πλημμυρίδα και οδήγησαν στην κορύφωση της ατ­τικής τραγωδίας.
 
        Πρέπει να ξεκινήσωμε από τη διαπίστωση, ότι το λυρικό ποίημα δεν εκ­φράζει ψυχικές διαθέσεις και καταστάσεις της στιγμής μέσα σε μια προσωπική απομόνωση· έχει σαφέστατη αναφορά στην πραγματικότητα και απευθύνεται πάντοτε σε κάποιον, που θα το ακούσει. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την ελε­γειακή ποίηση. Ακόμη και στις ακραίες εκείνες περιπτώσεις, που μέσα στο ποίημα προβάλλεται έντονα το προσωπικό βίωμα, δεν πρόκειται ούτε για αυτοεξομολόγηση, ούτε για μονόλογο, ούτε για λυρική διάχυση πέραν και ερή­μην των άλλων, άλλα για μια ουσιαστική ποιητική επικοινωνία, που επιτελεί­ται μέσα σε μιαν ευρύτερη αντίληψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο και με τέτοια εκφραστικά μέσα, που συνάπτουν άρρηκτα το προσωπικό στοιχείο με το γενικά ανθρώπινο. Με άλλα λόγια: το λυρικό ποίημα έχει τάση και κατεύθυν­ση προς τα έξω, κινείται σε μιαν αποδεσμευτική πορεία έξω από το «εγώ», χωρίς όμως να χάνει την αφετηρία του. Στήν αρχαϊκή ποίηση ή εμπειρία και ή πραγ­ματικότητα «αντικειμενοποιούνται», δεν «εσωτερικοποιούνται»...
 
        Η αρχαϊκή λυρική ποίηση δεν εκφράζει ποτέ μιαν εσωτερική απομόνωση, μια καταφυγή στη μοναξιά, σε ένα χώρο, όπου δεν υπάρχει πρόσβαση για τους άλλους -  ακόμη και τότε, όταν ó ποιητής απευθύνεται στην ίδια του ψυχή (π.χ. Αρχίλοχος, 67α D. = 128 W). Διότι το λυρικό «Εγώ» ζει κοινωνικά μέσα στα πλαίσια του κοινωνικού χώρου ή της «πόλεως» - και γι’ αυτό ακριβώς ο υποκειμενικός του χώρος είναι ουσιαστικά αντικειμενικός. Δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι πρόκειται για μια αποφασιστική εποχή, όπου οι άνθρωποι ζουν έντονα και συνειδητά την φθορά και την εξαφάνιση ενός ολόκληρου κόσμου - με τους νόμους του, τις πολιτικές και κοινωνικές δομές του, τις παραδόσεις του. Τώρα το βλέμμα του ανθρώπου αποκτά μια νέα διάσταση για να αντιμετωπίσει τα πρόσωπα και τα πράγματα. Ακόμη και η φύση δεν βρίσκεται έξω από τον άνθρωπο, ως άπλα αντικείμενο περιγραφής, άλλα εντάσσεται στους αγώνες και στις αγωνίες, στους πόνους και στις χαρές των ανθρώπων.
 
        Ο λυρικός ποιητής ξέρει τώρα καλά τι τον χωρίζει από την θεία περιοχή και ή παλαιά επική παράδοση, που διαπίστωνε συνεχώς τα όρια ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους, γίνεται τώρα οδυνηρή συνείδηση. Ο λυρικός ποιη­τής ξέρει ακόμη να κατανοεί την ανθρώπινη ζωή όχι ως κλήρο συμφοράς και πόνου, άλλα ως αναπόσπαστο τμήμα της κοσμικής αρμονίας: ό,τι τραυματίζεται εδώ δημιουργεί ρωγμή στην αρμονία του κόσμου· αν η ομορφιά στις σχέσεις των ανθρώπων μιανθεί, διασαλεύεται το κάλλος του κόσμου. Βιολογικές μεταβολές και καταστάσεις του ανθρωπίνου βίου - όπως τα γεράματα και ο θά­νατος - που για το έπος ήταν αυτονόητες, γίνονται στη λυρική ποίηση βασανιστικές διαπιστώσεις, που εκφράζουν την πικρή αναγκαιότητα μέσα στον ανθρώπινο βίο. Οι ελεγείες του Μίμνερμου κυριαρχούνται από τέτοια θέματα. Οι άνθρωποι γνωρίζουν καλά, πως ο πόνος ανήκει στη μοίρα και στην ουσία του ανθρώπου - και αυτή την εμπειρία ο αρχαϊκός άνθρωπος την κέρδισε μό­νος του, όταν μπόρεσε πια, ως «αστός», να βάλει στη ζωή του αστικές - ατο­μικιστικές προτεραιότητες. Τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ο άνθρω­πος έχει συνείδηση, ότι δεν πρέπει να προσπαθεί ν’ αποφύγει τον πόνο, άλλα να τον αντέξη».