Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Τα υπέρ και τα κατά στις βασικές θεωρίες για το σύμπαν

Κάθε συζήτηση που επιχειρεί να θίξει τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα καταλήγει, αργά ή γρήγορα, σε παράξενες σφαίρες εικασίας, που κάνουν τους περισσότερους επιστήμονες να νιώθουν αμηχανία. Παρακάτω αναφέρονται τα υπέρ και τα κατά των βασικών θεωριών που μιλάνε για τον τρόπο σχηματισμού του σύμπαντος. Κάθε θεωρία έχει τους δικούς της ταγμένους υποστηρικτές, επιστήμονες και φιλοσόφους.
 
A. Το παράλογο σύμπαν
Πρόκειται για τη θεωρία που εκφράζει ενδεχομένως την πλειονότητα του επιστημονικού κόσμου. Σύμφωνα με αυτήν, η φύση του σύμπαντος είναι μυστηριώδης και η βιοφιλικότητά του τυχαία. Το σύμπαν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό, έτυχε όμως να αποκτήσει τη μορφή που βλέπουμε. Αν ήταν διαφορετικό, δε θα βρισκόμασταν εδώ να το συζητάμε. Μπορεί το σύμπαν να διαθέτει κάποια βαθιά υποκείμενη ενότητα, μπορεί όμως και όχι. Σε κάθε περίπτωση, δε διαθέτει κανένα σχεδιασμό, στόχο ή σκοπό – τουλάχιστον από όσα μπορούμε να καταλάβουμε. Δεν υπάρχει κανένας θεός ή σχεδιαστής, καμία τελολογική αρχή, κανένα πεπρωμένο. H ζωή εν γένει και τα ανθρώπινα όντα ειδικότερα αποτελούν τυχαία διακοσμητικά στοιχεία σε έναν πελώριο, παράλογο κόσμο, η ύπαρξη του οποίου παραμένει ανεξιχνίαστη.
 
Το πλεονέκτημα αυτής της θέσης είναι ότι μπορούμε εύκολα να την υποστηρίξουμε, τόσο εύκολα, που μοιάζει με βολική διέξοδο. Εάν, όμως, δεν υπάρχει κανένα βαθύτερο νόημα ή σχέδιο στο σύμπαν, προφανώς δεν έχει κανένα νόημα και να τα αναζητούμε. Είναι άσκοπο να ψάχνουμε για συνδέσεις ανάμεσα στη ζωή, το νου και τον κόσμο: Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, &r υπάρχει καμία τέτοια σύνδεση, αν εξαιρέσουμε το ασήμαντο και απολύτως συμπτωματικό γεγονός ότι ο κόσμος γέννησε τη ζωή και αυτή, με τη σειρά της, γέννησε το νου.
 
Το μειονέκτημα της θεωρίας του παράλογου σύμπαντος είναι το εξής: Μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δε θα πρέπει να περιμένουμε από την επιστήμη να ανακαλύπτει νέα και βαθύτερα επίπεδα τάξης, ούτε περισσότερες συνδέσεις ανάμεσα στα φυσικά φαινόμενα. Εάν δεν υπάρχει κανένα συνεκτικό λογικό ερμηνευτικό σχήμα των πραγμάτων, αυτό σημαίνει ότι όλες οι μέχρι τώρα επιτυχίες της επιστημονικής έρευνας είναι αινιγματικές και ότι ο μόνος λόγος για να τη συνεχίσουμε είναι η τελείως αναπόδεικτη πεποίθηση ότι οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαμε μέχρι τώρα θα συνεχίσουν να είναι αποτελεσματικές στην αποκάλυψη της -στερημένης από κάθε σκοπό ή νόημα- τάξης που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων.
 
Το γεγονός ότι η ζωή υπάρχει, σε πείσμα των δυσμενέστατων πιθανοτήτων, αποδίδεται σε μια απίστευτη τύχη. Όμως, η τύχη, όπως και τα θαύματα, δε συνιστούν ιδιαίτερα ικανοποιητικές ερμηνείες. Καλούμαστε, επίσης, να αποδώσουμε στην καλή μας τύχη το γεγονός ότι η ζωή εξελίχτηκε σε τέτοιο σημείο, ώστε να εμφανιστούν νοήμονα όντα. Όσο για το γεγονός ότι ορισμένοι άνθρωποι είναι ικανοί να κατανοήσουν το σύμπαν με τη δύναμη της διάνοιας τους, κι αυτό αποδίδεται άλλοτε στην τύχη και άλλοτε σε ασαφείς ιδέες. Σύμφωνα με αυτές, ο εγκέφαλος αναπτύχθηκε έτσι ώστε να αντιλαμβάνεται μοτίβα και σχήματα και – πάλι χωρίς κανένα βαθύτερο λόγο – τα θεμελιώδη μοτίβα της φυσικής και της κοσμολογίας έτυχε να μοιάζουν με τα μοτίβα του καθημερινού κόσμου του πλανήτη μας (στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό δεν ισχύει).
 
B. Το μοναδικό σύμπαν
Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, υπάρχει μια βαθιά, λανθάνουσα φυσική ενότητα, ενώ «κάπου εκεί έξω» κρύβεται μια μαθηματική θεωρία που θα τα συνταιριάξει όλα σε ένα ενιαίο σύνολο. Το μόνο που χρειάζεται είναι να έχουμε την οξυδέρκεια να τη διατυπώσουμε. Αυτή η μαθηματική θεωρία μπορεί να είναι η θεωρία των χορδών/θεωρία M ή κάποια άλλη.
 
Όποια κι αν είναι, πάντως, θα αποδειχτεί ότι εδράζεται σε κάποια βαθιά μαθηματική αρχή, χωρίς ελεύθερες παραμέτρους. Όλοι οι νόμοι της φυσικής, όλες οι παράμετροι του Καθιερωμένου Μοντέλου, όλες οι σταθερές της φύσης, η ύπαρξη του τρισδιάστατου χώρου και του,        μονοδιάστατου χρόνου, η προέλευση του σύμπαντος, η κβαντομηχανική, ο χωροχρόνος της σχετικότητας και οι αιτιακές ιδιότητες του – για να μη μακρηγορώ, τα πάντα – θα ερμηνευτούν εξ ολοκλήρου και θα προκύπτουν αναπόφευκτα από αυτή την τελική ενοποιημένη θεωρία – από μια θεωρία κυριολεκτικά των πάντων.
 
Στην ακραία εκδοχή αυτής της θέσης, την οποία μπορούμε να ονομάσουμε B1 το σύμπαν έχει υποχρεωτικά τη μορφή που έχει και δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Υπάρχει μόνο μία και μοναδική αυτοί συνεπής περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας. Εάν υπάρχει Θεός, αυτό το ον κάθεται άπραγο και αδρανές, και η μόνη του ενασχόληση είναι ενδεχομένως να «δίνει πνοή στις εξισώσεις», καθώς δεν υπάρχουν περιθώρια επιλογής, ούτε ελεύθερες παράμετροι: Δεν υπάρχει χώρος για κανένα σχεδιασμό.
 
Στη λιγότερο ακραία εκδοχή αυτής της θέσης, ας την πούμε Β2, το σύμπαν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό: Θα μπορούσαν να υπάρχουν πολλές ενοποιημένες θεωρίες, που θα περιέγραφαν πολλές διαφορετικές αυτοσυνεπείς πραγματικότητες. Απλώς η συγκεκριμένη που αναζητούμε εμείς είναι η μία και μοναδική που, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, λειτουργεί. Υπό αυτό το πρίσμα, η ύπαρξη του συγκεκριμένου σύμπαντος είναι είτε μυστηριώδης είτε παράλογη, από τη στιγμή που δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο αυτή η κατά τα άλλα αυτοσυνεπής πραγματικότητα είναι και «η εκλεκτή».
 
Τη θέση Β2 ενστερνίζονται οι περισσότεροι από τους φυσικούς που εργάζονται στο πρόγραμμα ενοποίησης της φυσικής και σε άλλες πτυχές της θεμελιώδους φυσικής, όπως στη φυσική υψηλών ενεργειών. Το πλεονέκτημα της θέσης του μοναδικού σύμπαντος είναι ότι διατηρεί ζωντανό το όνειρο ότι κάποτε θα καταφέρουμε την πλήρη κατανόηση της φυσικής ύπαρξης. Τίποτα δε θα μείνει ανεξήγητο. Τίποτα θεμελιώδες δε θα είναι αυθαίρετο, ούτε θα χρειάζεται την επίκληση της τύχης ή τη δημιουργική παρέμβαση κάποιου άγνωστου σχεδιαστή. Εάν μπορεί να υπάρχει μόνο ένα σύμπαν (B1), τότε η τελική θεωρία θα είναι ο μεγαλύτερος θρίαμβος της ανθρώπινης νόησης. Επιτέλους, θα γνωρίζουμε το νόημα της ύπαρξης: Τα πράγματα ακολούθησαν υποχρεωτικά τη συγκεκριμένη πορεία (διαφορετικά, δε θα υπήρχαν καν).
 
Το μειονέκτημα της Β2 είναι ότι, αν και θα έχουμε αποκτήσει επιτέλους μια ενοποιημένη συνεπή θεωρία χωρίς ελεύθερες παραμέτρους, το τελικό ερώτημα «γιατί αυτή η συγκεκριμένη θεωρία» θα παραμείνει αναπάντητο. Έχω την αίσθηση ότι για τους περισσότερους επιστήμονες αυτό δεν είναι πρόβλημα. Δεν τους απασχολεί, δηλαδή, το γεγονός ότι θα παραμείνει αναπάντητο το τελικό ερώτημα της ύπαρξης. Θα μας πουν «Είναι ένα μυστήριο!» και θα αρχίσουν να ασχολούνται με κάτι άλλο.
 
Ένα μειονέκτημα τόσο της B1 όσο και της Β2 είναι ότι θέτουν στο περιθώριο τη βιοφιλικότητα του σύμπαντος, καθώς τη θεωρούν μια σύμπτωση άνευ σημασίας. Δεδομένου ότι η εν λόγω τελική θεωρία θα τα λύσει όλα με τη μία, θα πρέπει να ευχαριστούμε την καλή μας τύχη για το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση των παραμέτρων ήταν ό,τι έπρεπε ώστε να εμφανιστούν η ζωή και ο νους (για να μη μιλήσουμε καν για την ικανότητα της αντίληψης).
 
Γ. Το πολυσύμπαν
Μια επιστημονική μειοψηφία, η οποία όμως διευρύνεται συνεχώς, υποστηρίζει κάποια εκδοχή της θεωρίας του πολυσύμπαντος. Τα σύγχρονα κοσμολογικά μοντέλα μάς δίνουν ισχυρές ενδείξεις για τη φυσιολογική και καθολική ύπαρξη πολλαπλών κοσμικών σφαιρών (που μπορεί να αποτελούνται από σύμπαντα φυσαλίδες, από σύμπαντα τσέπης ή από ποικιλόχρωμες κοσμικές περιοχές).
 
Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η Μεγάλη Έκρηξη που γέννησε το δικό μας σύμπαν δεν είναι παρά μία από τις πολλές (ενδεχομένως και άπειρες) εκρήξεις από τις οποίες γεννήθηκε μια πανσπερμία από «σύμπαντα». Επιπλέον, πολλές θεωρίες που διατυπώνονται στο πλαίσιο της ενοποίησης της φυσικής προβλέπουν τη διακύμανση, αν όχι όλων, τουλάχιστον ορισμένων φυσικών σταθερών – δηλαδή των παραμέτρων που εντάσσονται στο επονομάζαμενο Καθιερωμένο Μοντέλο της Σωματιδιακής Φυσικής-, ενώ κάποιες από αυτές τις θεωρίες επιτρέπουν τη διαφοροποίηση ακόμα και της μαθηματικής μορφής των νόμων της φυσικής χαμηλών ενεργειών. Αυτό ανοίγει το δρόμο για τη διαφοροποίηση των φυσικών νόμων από κοσμική περιοχή σε κοσμική περιοχή, καθώς τα διάφορα σύμπαντα ψύχονται μετά τη γέννηση τους μέσα από το χωνευτήρι των μεγάλων εκρήξεων. Το πιο δημοφιλές μοντέλο (ή μοντέλα) ενοποίησης ονομάζεται θεωρία των χορδών/θεωρία M. Προβλέπει την ύπαρξη ενός «τοπίου» από έναν τεράστιο αριθμό πιθανών συμπάντων χαμηλής ενέργειας, όπου τίποτα δε διακρίνει κάποιο ξεχωριστό σύμπαν.
 
Το πλεονέκτημα της θεωρίας του πολυσύμπαντος είναι ότι δίνει μια φυσική και εύκολη ερμηνεία στο ερώτημα γιατί το σύμπαν είναι τόσο τέλεια ρυθμισμένο να φιλοξενεί τη ζωή: Οι παρατηρητές υπάρχουν μόνο στα σύμπαντα όπου οι συνθήκες είναι συμπτωματικά «ιδανικές», σαν το χυλό στο παραμύθι της Χρυσομαλλούσας. Τα εχθρικά προς τη ζωή σύμπαντα εξαπλώνονται με τεράστιους ρυθμούς, όμως είναι εξ ορισμού άγονα και περνούν απαρατήρητα.
 
Το μειονέκτημα της θεωρίας του πολυσύμπαντος είναι ότι μιλά για ένα αχανές πλήθος από οντότητες, οι περισσότερες από τις οποίες είναι αδύνατο να παρατηρηθούν, ακόμα και θεωρητικά. Αυτή η «πληθωρικότητα» φαίνεται σε πολλούς ένας μάλλον υπερβολικός και υπερφίαλος τρόπος για να ερμηνευτεί η βιοφιλικότητα του σύμπαντος.
  
Πέραν τούτου, είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθεί η συγκεκριμένη θεωρία. Από τη στιγμή που οι παρατηρητές θεωρείται ότι είναι απλοί φορείς επιλογής, η μυστηριώδης ικανότητα του ανθρώπου να κατανοεί το σύμπαν παραμένει αυτό ακριβώς: μυστηριώδης.
 
To πολυσύμπαν δεν αποτελεί μια ολοκληρωμένη ερμηνεία της ύπαρξης, καθώς αφήνει πολλά ερωτήματα αναπάντητα και προϋποθέτει να αποδεχτούμε αξιωματικά κάποια πολύ «βολικά» φυσικά δεδομένα. Για παράδειγμα, προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιου μηχανισμού παραγωγής συμπάντων, την ικανότητα της κβαντομηχανικής να περιγράφει τα πάντα και τη «δεδομένη» ύπαρξη κάποιων ενοποιημένων νόμων (όπως αυτών που θα προκύψουν, λόγου χάρη, από τη θεωρία των χορδών/θεωρία M). Επομένως, το πολυσύμπαν, τουλάχιστον στη μετριοπαθή εκδοχή του, δεν έχει τη στιβαρότητα της B1 (της θεωρίας του ενός και μοναδικού σύμπαντος), χωρίς όμως να υστερεί σε σχέση με τη Β2 Μένει και πάλι ανεξήγητος ένας ευφυής μηχανισμός επιλογής, με τη μόνη διαφορά ότι η επιλογή δεν αφορά μόνο ένα σύμπαν, αλλά ένα πολυσύμπαν.
 
Δεν απαντά στο ερώτημα της ύπαρξης, απλώς το μεταθέτει σε υψηλότερη κλίμακα. Πάντως, αυτή η αδυναμία δεν πλήττει το ακραίο μοντέλο του πολυ-σύμπαντος που εισηγήθηκε ο Μαξ Τέγκμαρκ. Συμφωνά με αυτό, υπάρχουν όλοι ανεξαιρέτως οι πιθανοί κόσμοι, και όχι μόνο αυτοί που προκύπτουν από κάποιο συγκεκριμένο μαθηματικό μοντέλο, όπως η θεωρία των χορδών/θεωρία M ή ο πληθωρισμός. Το πλεονέκτημα της ακραίας εκδοχής του πολυσύμπαντος είναι ότι εξηγεί τα πάντα, διότι περιλαμβάνει τα πάντα. Ασκεί τη γοητεία της απλότητας και της «φυσικότητας».
 
Το πολύ μεγάλο μειονέκτημα της, όμως, είναι η προφανής κενότητα της. Μια θεωρία που μπορεί να εξηγήσει τα πάντα, στην πραγματικότητα δεν εξηγεί τίποτα. Εάν επιστρέψουμε στην εκδοχή ενός πολυσύμπαντος που περιέχει λιγότερα από «τα πάντα», θα πρέπει να υπάρχει κάποιος κανόνας, μια αρχή που διαχωρίζει όσα υπάρχουν από αυτά που θα μπορούσαν να υπάρχουν, αλλά δεν υπάρχουν. Όμως, αυτός ο κανόνας παραμένει ανεξήγητος.
 
Ένα άλλο μειονέκτημα όλων των θεωριών του πολυσύμπαντος είναι ότι μας οδηγούν στην πρόβλεψη ότι υπάρχουν και ψεύτικα σύμπαντα, τα οποία ξεπερνούν (τουλάχιστον ποσοτικά) τα αληθινά. Καταλήγουμε, δηλαδή, στο παράδοξο συμπέρασμα ότι το δικό μας παρατηρούμενο σύμπαν είναι κατά πάσα πιθανότητα ψεύτικο, άρα ούτως ή άλλως δεν πρέπει να παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά τις φυσικές ιδιότητες του.
 
Οι υποστηρικτές της θεωρίας του πολυσύμπαντος δέχονται πυρά από δύο κατευθύνσεις. Για τους πιστούς των παραδοσιακών θρησκειών, η θεωρία του πολυσύμπαντος δεν είναι παρά μια αγωνιώδης προσπάθεια να αποκλειστεί η ύπαρξη του Θεού: Αποτελεί «το τελευταίο οχυρό του απεγνωσμένου αθεϊστή», για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του φιλοσόφου Neil Manson.
 
Για τους θιασώτες της θεωρίας των χορδών/θεωρίας M, από την άλλη, η θεωρία του πολυσύμπαντος είναι αποτέλεσμα της λιγοψυχίας των υποστηρικτών της, οι οποίοι «λύγισαν» μπροστά στις δυσκολίες των μαθηματικών υπολογισμών.
 
Δ. Ευφυής σχεδιασμός
Σύμφωνα με την παραδοσιακή προσέγγιση των μονοθεϊστικών θρησκειών, το σύμπαν δημιουργήθηκε από τον Θεό και σχεδιάστηκε σκόπιμα για να είναι φιλόξενο προς τη ζωή, επειδή η εμφάνιση νοημόνων όντων αποτελεί μέρος του ευρύτερου θεϊκού σχεδίου. Αυτή η θεωρία έχει το πλεονέκτημα ότι δίνει μια απλή εξήγηση για τον ακριβή συντονισμό και τη βιοφιλικότητα του σύμπαντος, ενώ συνιστά επίσης μια «φυσική» ερμηνεία για όσους ανθρώπους έχουν προαποφασίσει, για άλλους λόγους, ότι υπάρχει Θεός. Επιπλέον, αποδίδει την εντύπωση του σχεδιασμού που δίνουν ορισμένες ιδιότητες του σύμπαντος σε ένα σχεδιαστή, κάτι που φαντάζει αρκετά εύλογο.
 
Πάσχει, όμως, από το προφανές μειονέκτημα ότι είναι μια θεωρία που κόβει τη διάθεση για κάθε συζήτηση. Λέγοντας κάποιος ότι κάτι είναι απλώς «έργο Θεού», δεν εξηγεί τίποτα για οτιδήποτε, εκτός εάν αυτός που το υποστηρίζει μπορεί να εξηγήσει πώς και γιατί ο Θεός έκανε ό,τι έκανε. Αυτή η προσέγγιση συναντά, επίσης, το πρόβλημα του ποιος σχεδίασε το σχεδιαστή, εκτός εάν αποδειχτεί η έννοια του αναγκαίου όντος, το οποίο διαφέρει και είναι ανώτερο από το αναγκαίο σύμπαν (υπό την έννοια της B1).
 
Ένα άλλο βασικό πρόβλημα του ευφυούς σχεδιασμού είναι ότι δεν προκύπτει από πουθενά ότι ο όποιος σχεδιαστής θα πρέπει να έχει την παραμικρή σχέση με τον Θεό του παραδοσιακού μονοθεϊσμού. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, ο «φορέας του σχεδιασμού» να είναι μια επιτροπή θεών. Ή μπορεί να είναι κάποιο φυσικό ον ή όντα, ας πούμε μια υπερευφυΐα, ή ένας υπερπολιτισμός που αναδείχτηκε σε κάποιο προγενέστερο σύμπαν ή κατοικεί σε άλλη περιοχή του δικού μας σύμπαντος και δημιούργησε το σύμπαν μας χρησιμοποιώντας τις απίστευτες τεχνολογικές δυνατότητες του. Μπορεί, πάλι, ο σχεδιαστής να είναι κάποιο είδος υπερυπολογιστή και το σύμπαν μας να μην είναι τίποτε άλλο παρά μια προσομοίωση. Συνεπώς, η ανάθεση του ρόλου της μετεωριζόμενης υπέρ-χελώνας σε κάποιο υπερευφυές ον μαστίζεται από πλήθος προβλημάτων.
 
E. H ζωτική αρχή
Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η βιοφιλικότητα του σύμπαντος οφείλεται σε κάποια καθολική κυριαρχούσα αρχή ή κάποιο νόμο, που υποχρεώνει το σύμπαν/πολυσύμπαν να εξελιχτεί προς τη ζωή και το νου. Το πλεονέκτημα αυτής της προσέγγισης είναι ότι «παίρνει τη ζωή στα σοβαρά», καθώς δεν την αποδίδει σε κάποια απίστευτη και ανεξήγητη τύχη, όπως κάνουν οι θεωρίες A και Β, ούτε τη θεωρεί έναν απλό και παθητικό επιλογέα, όπως κάνει η θεωρία Γ. Παράλληλα, δε δίνει την αίσθηση του «εκλογικού μαγειρέματος» που αποπνέει η θεωρία A, καθώς αντικαθιστά τον παρεμβατικό (φυσικό ή υπερφυσικό) Θεό με μια πιο μετριοπαθή τελολογική αρχή. Με δυο λόγια, αυτή η θεωρία αποδίδει θεμελιώδη σκοπό και όχι τυχαίο χαρακτήρα στις λειτουργίες του σύμπαντος, χωρίς όμως να επικαλείται κάποιον ανεξήγητο προϋπάρχοντα παράγοντα, ο οποίος αποδίδει θαυματουργά στο σύμπαν το λόγο της ύπαρξης του.
 
Το μειονέκτημα αυτής της προσέγγισης είναι ότι η τελολογία έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την παραδοσιακή επιστημονική σκέψη, η οποία απορρίπτει ως αντιεπιστημονικό καθετί που παραπέμπει σε σκοπό ή εξέλιξη με τελικό προορισμό. Οι επικριτές της θεωρίας ρωτούν: Πώς είναι δυνατό το σύμπαν να «γνώριζε» τη μελλοντική εμφάνιση της ζωής, ενορχηστρώνοντας έτσι την εν καιρώ εμφάνιση της;
  
Πρόκειται για ένα πρόβλημα αιτιότητας, το οποίο έχει δύο πτυχές. H πρώτη αφορά το πώς θα μπορούσαμε να προσθέσουμε αυτή τη ζωτική αρχή στο υπάρχον σύστημα των φυσικών νόμων, από τη στιγμή που υποτίθεται ότι το εν λόγω σύστημα μπορεί ήδη να εξηγήσει τα πάντα από μόνο του. H δεύτερη έχει να κάνει με την παραδοξότητα της προς τα πίσω αιτιότητας ή της ροής οποιουδήποτε άλλου φαινομένου προς τα πίσω στο χρόνο. Τελικά αυτά τα προβλήματα μπορεί να μην αποδειχτούν μοιραία, είναι όμως βέβαιο ότι προκαλούν αμηχανία στους επιστήμονες. Οι άθεοι επιστήμονες θεωρούν ότι κάθε συζήτηση για κατευθυντήριες αρχές λειτουργεί ως προκάλυμμα για την παρέμβαση του Θεού, ανοίγοντας την κερκόπορτα για την επιστροφή του στην επιστήμη, παρόλο που εδώ έχουμε κάτι τελείως διαφορετικό από τον Θεό του μονοθεϊσμού.
 
H ζωτική αρχή πάσχει και από ένα άλλο πρόβλημα: Ξεχωρίζει, χωρίς να εξηγεί το γιατί, τη ζωή και το νου, χρήζοντας τα «σκοπούς» της κοσμικής εξέλιξης. Με το ίδιο σκεπτικό, ο καθένας θα μπορούσε να επιλέξει μια άλλη περίπλοκη κατάσταση της ύλης και να την αποδώσει σε μια τελολογική αρχή. Άρα, καλούμαστε να αποδεχτούμε αξιωματικά τη ζωτική αρχή, μαζί με τους νόμους της φυσικής, χωρίς να μας δίνεται η παραμικρή εξήγηση. Μια απάντηση σε αυτή την κριτική μπορεί να δοθεί εάν η τελολογική αρχή συνδυαστεί με το πολυ-σύμπαν και υποστηριχθεί ότι μόνο τα σύμπαντα με νόμους που έχουν ενσωματωμένες ζωτικές αρχές μπορούν να παρατηρηθούν. Av, όμως, προσθέσουμε στην εξίσωση το πολυσύμπαν, απλώς μεταθέτουμε το πρόβλημα της προέλευσης της ζωτικής αρχής στο πρόβλημα της προέλευσης του πολυσύμπαντος.
 
ΣΤ. To αυτοερμηνευόμενο σύμπαν
Όλες οι παραπάνω εκδοχές «σκοντάφτουν» στο πρόβλημα του πύργου-με-τις-χελώνες, με εξαίρεση τη θεωρία B1, την εκδοχή του κατά Τέγκμαρκ πολυσύμπαντος (δηλαδή τη θεωρία Γ) και τη θεωρία της ύπαρξης ενός αναγκαίου Θεού (τη θεωρία Δ). Όλες οι υπόλοιπες μας καλούν να αποδεχτούμε αξιωματικά κάτι πάνω στο οποίο οικοδομείται ad hoc το υπόλοιπο ερμηνευτικό σχήμα. Ένας τρόπος για να αποφύγουμε αυτή την παγίδα είναι να επικαλεστούμε έναν κλειστό ερμηνευτικό βρόχο (ένα βρόχο ανατροφοδότησης). Σε αυτή την περίπτωση, το σύμπαν (ή το πολυσύμπαν, δεν έχει διαφορά) ερμηνεύει τον εαυτό του. Υπάρχουν, μάλιστα, μοντέλα που περιλαμβάνουν τα στοιχεία των βρόχων ανατροφοδότησης και της προς τα πίσω αιτιότητας και σύμφωνα με τα οποία το σύμπαν δημιουργεί τον εαυτό του.
 
Το πλεονέκτημα αυτού του σχήματος έγκειται στην αυτοσυνέπειά του, ενώ παράλληλα αποφεύγει τόσο την αδιάκοπη παλινδρόμηση στον πύργο των χελωνών όσο και το στοιχείο της αξιωματικής αποδοχής των παντός είδους μετεωριζόμενων υπέρ-χελωνών.
  
Το μειονέκτημα της συγκεκριμένης προσέγγισης είναι ότι και πάλι δεν εξηγεί το ερώτημα γιατί υπάρχει αυτό το συγκεκριμένο σύμπαν – αυτό το συγκεκριμένο αυτοερμηνευόμενο και αυτοδημιουργούμενο σύστημα -, και όχι κάποιο από όλα τα άλλα. Μια πιθανή απάντηση είναι ότι υπάρχουν όντως όλα τα αυτοερμηνευόμενα συστήματα, αλλά παρατηρούνται μόνο αυτά που μοιάζουν με το δικό μας, αφού είναι φιλόξενα προς τη ζωή, οπότε έχουμε μια άλλη εκδοχή του πολυσύμπαντος. Ακόμα καλύτερη είναι η εκδοχή ότι η ύπαρξη δεν είναι κάτι που κληρονομούμε από κάποιον εξωγενή παράγοντα (για παράδειγμα, από κάποιον υπερβατικό μηχανισμό παραγωγής της ύπαρξης), ο οποίος «δίνει πνοή» σε κάποια από τις πιθανότητες. Ίσως η ύπαρξη να είναι κι αυτή αυτοδημιουργούμενη. Ας σημειωθεί ότι μόνο οι αυτοσυνεπείς και αυτοερμηνευόμενοι βρόχοι μπορούν να δημιουργήσουν τον εαυτό τους. Άρα, τα μόνα σύμπαντα που υπάρχουν είναι αυτά που φιλοξενούν (ή, τουλάχιστον, έχουν τη δυνατότητα να φιλοξενήσουν) τη ζωή και το νου.
 
Z. Τα ψεύτικα σύμπαντα
Ζούμε σε μια προσομοίωση, και αυτό που νομίζουμε ότι είναι ο πραγματικός κόσμος είναι απλώς ένα καλοστημένο θέαμα εικονικής πραγματικότητας. Πρόκειται για μια παραλλαγή του σεναρίου του ευφυούς σχεδιαστή, προσαρμοσμένη, όμως, στις επιταγές της εποχής της πληροφορίας. Αυτή η θεωρία έχει το πλεονέκτημα της εύκολης λύσης, που εμφανίζει και ο ευφυής σχεδιασμός, πάσχει όμως από ένα σημαντικό μειονέκτημα: Υπονομεύει την επιστημονική αναζήτηση. Εάν το σύμπαν είναι ψεύτικο, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μπαίνουμε στον κόπο να μάθουμε πώς λειτουργεί.
 
H. Καμία από τις παραπάνω
Μήπως ξεχάσαμε τίποτα;
Ο Paul Davis – συγγραφέας του βιβλίου Συμπαντικό τζακ-ποτ – λέει ότι κλίνει προς τις θεωρίες E και Στ, αν και λείπουν ακόμα πολλά κομμάτια του παζλ. Και συνεχίζει:
“Προσωπικά, παίρνω πολύ στα σοβαρά τόσο τη ζωή και το νου, όσο και την έννοια του σκοπού, και θεωρώ ότι το σύμπαν, αν μη τι άλλο, δίνει την εντύπωση ότι είναι σχεδιασμένο ευφυώς και με υψηλό βαθμό επινοητικότητας. Δεν μπορώ να αποδώσω αυτές τις ιδιότητες του σύμπαντος σε ένα σύνολο θαυμάτων, τα οποία απλώς έτυχαν και υφίστανται χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Νιώθω ότι το σύμπαν διαθέτει μια γνήσια συστηματικότητα, ότι έχει «κάτι στο μυαλό του». Είμαι, όμως, απρόθυμος να εναποθέσω όλα τα προβλήματα στους ώμους κάποιου αυθαίρετου θεού ή να παραιτηθώ από κάθε αναζήτηση, δηλώνοντας ότι η ύπαρξη είναι απόλυτα μυστηριώδης.
 
Θα ακούσετε συχνά να λένε ότι η επιστήμη είναι ή θα έπρεπε να είναι ελεύθερη από ηθικές αξίες. Δε χωρά αμφιβολία ότι η επιστήμη, όταν ασκείται σωστά, αποτελεί εκείνο το πεδίο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που πλήττεται λιγότερο από προκαταλήψεις και ιδεολογίες. Όμως, οι απόψεις των επιστημόνων (και εδώ βάζω και τον εαυτό μου) διαμορφώνονται και επηρεάζονται από την ευρύτερη κοσμοθεωρία τους. Αναπόφευκτα δέχονται ατομικές, πολιτισμικές, ακόμα και θρησκευτικές επιρροές. Πολλοί επιστήμονες θα ψέξουν ως σχεδόν θρησκευτική την προτίμηση μου στις θεωρίες Ε/Στ.
 
Θα ισχυριστούν ότι η άποψη μου -ότι ο ανθρώπινος νους και η απίστευτη ικανότητα μας να κατανοούμε τον κόσμο μέσω της επιστήμης και των μαθηματικών είναι ένα γεγονός με θεμελιώδη σημασία- προδίδει τη νοσταλγία μου για μια θεϊστική κοσμοθεωρία, στην οποία η ανθρωπότητα κατέχει ιδιαίτερη και προνομιακή θέση. Θα το υποστηρίξουν αυτό, παρόλο που αρνούμαι ότι ο Homo sapiens είναι κάτι περισσότερο από το αποτέλεσμα αμεθόδευτων φυσικών διαδικασιών. Παρά αυτή την άρνηση μου, εξακολουθώ να πιστεύω ότι η ζωή και ο νους είναι γραμμένα στο κοσμικό DNA, ενδεχομένως με τη μεσολάβηση κάποιας μυστηριώδους ζωτικής αρχής, από την οποία έχουμε πάρει μόνο μία γεύση. Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, οφείλω να παραδεχτώ ότι αυτή η ερμηνεία αγγίζει περισσότερο την καρδιά παρά το μυαλό μου. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, αυτό να είναι κάποιο είδος θρησκευτικού πιστεύω.
 
Από την άλλη, όσοι ασπάζονται πιο συμβατικές θρησκευτικές πεποιθήσεις θα θεωρήσουν ότι η ερμηνεία Δ είναι αυταπόδεικτα αληθής και θα απορρίψουν κάθε απόπειρα μου να υπερβώ την ιδέα του παραδοσιακού Θεού, ως σημάδι ότι έχω ενδώσει στις επιταγές του επιστημονισμού. Αντίθετα, οι περισσότεροι επιστήμονες που μοχθούν με πάθος για να αποδείξουν τη θεωρία B δεν κρύβουν ότι πιστεύουν σε μια μορφή ιδεολογίας.
 
Δε θα απογοητευόμουν από μια επιτυχία των επιστημόνων που ασχολούνται με τις ενοποιημένες θεωρίες. Εάν πραγματικά πετύχουν την ενοποίηση, δε θα έχουν διατυπώσει απλώς τη σημαντικότερη επιστημονική θεωρία όλων των εποχών, αλλά τη θεωρία που θα θέσει τέλος σε όλες τις άλλες. Όμως, η εχθρική στάση ορισμένων από αυτούς προς τις θεωρίες Γ (το πολυσύμπαν), A, E και Στ φέρει φανερά τα σημάδια μιας πρακτικής που ξεφεύγει από το πλαίσιο της επιστήμης.
 
Υπάρχει, επίσης, μια σημαντική μερίδα επιστημόνων οι οποίοι, αντιδρώντας ενδεχομένως στον ανθρωποκεντρισμό της παραδοσιακής θρησκείας ή από απόγνωση για την ανθρώπινη βαρβαρότητα και την καταστροφή του περιβάλλοντος, θέλουν να υποβαθμίσουν ή και να υπονομεύσουν ακόμα τη σημασία του ανθρώπου, και μαζί με αυτήν και τις ανθρώπινες ιδιότητες, όπως την ευφυΐα και τη νόηση. Για τη συγκεκριμένη ομάδα, ακόμα και η παραμικρή νύξη για κάποια τελολογική τάση ή για τη σταδιακή εξέλιξη προς τη συνείδηση ή έστω προς τη μεγαλύτερη πολυπλοκότητα είναι ανάθεμα.
 
Τα επιχειρήματα τους, ωστόσο, δεν μπορούν να κρύψουν τις σκοπιμότητες της ιδεολογικής ατζέντας τους. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, δε διαφέρουν ιδιαίτερα από όσους έχουν προαποφασίσει για την ορθότητα της μίας ή της άλλης θρησκευτικής ερμηνείας της φύσης, κόβοντας και ράβοντας στη συνέχεια τα επιστημονικά δεδομένα στα μέτρα των προκαταλήψεων τους. Πρέπει, τέλος, να ομολογήσουμε ότι οι περισσότεροι επιστήμονες απέχουν από αυτές τις διαμάχες, μένουν πιστοί σε κάποια εκδοχή της θεωρίας A και συνεχίζουν το έργο τους, αφήνοντας τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα στους φιλοσόφους και τους ιερείς.”

Η ιστορία της υπερ-χελώνας
Είναι πολύ γνωστή η εξής ιστορία, που αποδίδεται άλλοτε στον Μπερτραντ Ράσελ και άλλοτε στον Αμερικανό φιλόσοφο του δέκατου ένατου αιώνα William James: Στο μέσο μιας διάλεξης με θέμα τη φύση του σύμπαντος, μια γυναίκα σηκώνεται από τις πίσω θέσεις χου ακροατηρίου και κατακεραυνώνει τον ομιλητή, ισχυριζόμενη ότι γνωρίζει την δομή που έχει το σύμπαν: H Γη κάθεται στη ράχη ενός κολοσσιαίου ελέφαντα, ο οποίος με τη σειρά του στέκεται στο καβούκι μιας γιγάντιας χελώνας. O σαστισμένος ομιλητής άπαντα ρωτώντας τη σε τι βασίζεται η χελώνα. «Μπορεί να είσαι πολύ έξυπνος, νεαρέ», ανταποδίδει τα πυρά η γυναίκα, «αλλά εμένα δεν μπορείς να με ξεγελάσεις. Υπάρχουν άπειρες χελώνες, η μία κάτω από την άλλη!»
 
Αυτό το διασκεδαστικό ανέκδοτο αναδεικνύει ένα φαινομενικά αναπόφευκτο πρόβλημα, που συνοδεύει κάθε απόπειρα να δοθεί μια πλήρης περιγραφή της πραγματικότητας. Το πρόβλημα είναι που θα τερματίσουμε την αιτιακή αλυσίδα. Για να μπορέσουμε να «εξηγήσουμε» κάτι, με την καθημερινή έννοια του όρου, είμαστε υποχρεωμένοι να ξεκινήσουμε από κάπου. Για να αποφύγουμε την αιώνια επιστροφή στο ίδιο σημείο – σε έναν ατέρμονα πύργο από χελώνες -, θα πρέπει σε κάποιο σημείο να αποδεχτούμε κάτι ως «δεδομένο», κάτι που οι άλλοι άνθρωποι μπορούν να δεχτούν ως αληθές χωρίς να χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις. Στη γεωμετρία, για παράδειγμα, για να περιγράψουμε ένα θεώρημα, ξεκινάμε από τα γεωμετρικά αξιώματα, τα οποία θεωρούνται αυταπόδεικτα και χρησιμοποιούνται ως βάση για τη λογική και βήμα προς βήμα διατύπωση του θεωρήματος.
 
Για να επιστρέψουμε στην παρομοίωση από το βασίλειο των ζώων, τα γεωμετρικά αξιώματα είναι σα μια μετεωριζόμενη «υπέρ-χελώνα», η οποία μπορεί να αιωρείται στο κενό χωρίς να χρειάζεται εξωτερική υποστήριξη. Το ίδιο σκεπτικό ισχύει και στην αναζήτηση μιας τελικής ερμηνείας της φυσικής εμπειρίας.
 
Το πρόβλημα είναι ότι ο καθένας έχει τη δική του αγαπημένη υπέρ-χελώνα και απορρίπτει περιπαικτικά τις υπέρ-χελώνες των άλλων.
 
Για παράδειγμα, οι επιστήμονες που λαχταρούν να ανακαλύψουν μια θεωρία των πάντων χωρίς ελεύθερες παραμέτρους είναι πρόθυμοι να αναθέσουν το ρόλο της μετεωριζόμενης υπέρ-χελώνας στις εξισώσεις της θεωρίας τους (π.χ. της θεωρίας M). Αυτό είναι το δικό τους σημείο εκκίνησης, πάει και τελείωσε. Οι εξισώσεις πρέπει να γίνουν αποδεκτές ως «δεδομένες» και να χρησιμοποιηθούν ως το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται η περιγραφή του συνόλου της φυσικής ύπαρξης.
 
Οι οπαδοί του πολυσύμπαντος (εξαιρουμένου, ενδεχομένως, του Τέγκμαρκ) αποδέχονται, με τη σειρά τους, ως δική τους υπέρ-χελώνα ένα πλήθος από θαύματα, όπως είναι ο μηχανισμός δημιουργίας συμπάντων, η κβαντομηχανική, η σχετικότητα και πολλές ακόμα επιστημονικές προϋποθέσεις.
 
Οι θεολόγοι των μονοθεϊστικών θρησκειών αποδίδουν το ρόλο της υπέρ-χελώνας σε έναν αναγκαίο Θεό. Και τα τρία στρατόπεδα απορρίπτουν και χλευάζουν τις υπέρ-χελώνες των ανταγωνιστών τους.
Σε αυτή τη διαμάχη είναι αδύνατο να αναδειχτεί νικητής με ορθολογικά κριτήρια, διότι, εν τέλει, και οι τρεις υπέρ-χελώνες πρέπει να γίνουν αποδεκτές αξιωματικά (ή τουλάχιστον ως υποθέσεις εργασίας), άρα η προτίμηση του καθενός αντανακλά, αναπόφευκτα, τις πολιτισμικές προκαταλήψεις του. Δεν μπορούμε να διαψεύσουμε την ύπαρξη ενός υπερφυσικού θεού με όπλο την επιστήμη, όπως δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη θρησκεία για να διαψεύσουμε την ύπαρξη αυτόνομων φυσικών νόμων.