Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΗΣΙΟΔΟΣ - Θεογονία (775-819)

ἔνθα δὲ ναιετάει στυγερὴ θεὸς ἀθανάτοισι,
δεινὴ Στύξ, θυγάτηρ ἀψορρόου Ὠκεανοῖο
πρεσβυτάτη· νόσφιν δὲ θεῶν κλυτὰ δώματα ναίει
μακρῇσιν πέτρῃσι κατηρεφέ᾽· ἀμφὶ δὲ πάντῃ
κίοσιν ἀργυρέοισι πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται.
780 παῦρα δὲ Θαύμαντος θυγάτηρ πόδας ὠκέα Ἶρις
† ἀγγελίη πωλεῖται ἐπ᾽ εὐρέα νῶτα θαλάσσης.
ὁππότ᾽ ἔρις καὶ νεῖκος ἐν ἀθανάτοισιν ὄρηται,
καί ῥ᾽ ὅστις ψεύδηται Ὀλύμπια δώματ᾽ ἐχόντων,
Ζεὺς δέ τε Ἶριν ἔπεμψε θεῶν μέγαν ὅρκον ἐνεῖκαι
785 τηλόθεν ἐν χρυσέῃ προχόῳ πολυώνυμον ὕδωρ,
ψυχρόν, ὅ τ᾽ ἐκ πέτρης καταλείβεται ἠλιβάτοιο
ὑψηλῆς· πολλὸν δὲ ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
ἐξ ἱεροῦ ποταμοῖο ῥέει διὰ νύκτα μέλαιναν·
Ὠκεανοῖο κέρας, δεκάτη δ᾽ ἐπὶ μοῖρα δέδασται·
790 ἐννέα μὲν περὶ γῆν τε καὶ εὐρέα νῶτα θαλάσσης
δίνῃς ἀργυρέῃς εἱλιγμένος εἰς ἅλα πίπτει,
ἡ δὲ μί᾽ ἐκ πέτρης προρέει, μέγα πῆμα θεοῖσιν.
ὅς κεν τὴν ἐπίορκον ἀπολλείψας ἐπομόσσῃ
ἀθανάτων οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου,
795 κεῖται νήυτμος τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτόν·
οὐδέ ποτ᾽ ἀμβροσίης καὶ νέκταρος ἔρχεται ἆσσον
βρώσιος, ἀλλά τε κεῖται ἀνάπνευστος καὶ ἄναυδος
στρωτοῖς ἐν λεχέεσσι, κακὸν δ᾽ ἐπὶ κῶμα καλύπτει.
αὐτὰρ ἐπὴν νοῦσον τελέσει μέγαν εἰς ἐνιαυτόν,
800 ἄλλος δ᾽ ἐξ ἄλλου δέχεται χαλεπώτερος ἆθλος·
εἰνάετες δὲ θεῶν ἀπαμείρεται αἰὲν ἐόντων,
οὐδέ ποτ᾽ ἐς βουλὴν ἐπιμίσγεται οὐδ᾽ ἐπὶ δαῖτας
ἐννέα πάντ᾽ ἔτεα· δεκάτῳ δ᾽ ἐπιμίσγεται αὖτις
† εἰρέας ἀθανάτων οἳ Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχουσι.
805 τοῖον ἄρ᾽ ὅρκον ἔθεντο θεοὶ Στυγὸς ἄφθιτον ὕδωρ,
ὠγύγιον· τὸ δ᾽ ἵησι καταστυφέλου διὰ χώρου.
ἔνθα δὲ γῆς δνοφερῆς καὶ ταρτάρου ἠερόεντος
πόντου τ᾽ ἀτρυγέτοιο καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος
ἑξείης πάντων πηγαὶ καὶ πείρατ᾽ ἔασιν,
810 ἀργαλέ᾽ εὐρώεντα, τά τε στυγέουσι θεοί περ.
ἔνθα δὲ μαρμάρεαί τε πύλαι καὶ χάλκεος οὐδός,
ἀστεμφὲς ῥίζῃσι διηνεκέεσσιν ἀρηρώς,
αὐτοφυής· πρόσθεν δὲ θεῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων
Τιτῆνες ναίουσι, πέρην χάεος ζοφεροῖο.
815 αὐτὰρ ἐρισμαράγοιο Διὸς κλειτοὶ ἐπίκουροι
δώματα ναιετάουσιν ἐπ᾽ Ὠκεανοῖο θεμέθλοις,
Κόττος τ᾽ ἠδὲ Γύγης· Βριάρεών γε μὲν ἠὺν ἐόντα
γαμβρὸν ἑὸν ποίησε βαρύκτυπος Ἐννοσίγαιος,
δῶκε δὲ Κυμοπόλειαν ὀπυίειν, θυγατέρα ἥν.

***
Εκεί και η θεά η μισητή στους αθανάτους μένει,η φοβερή η Στύγα, η κόρη του Ωκεανού, που ρέοντας γυρνά στον εαυτό τουη πιο μεγάλη. Χώρια από τους θεούς μένει σε φημισμένα δώματαπου τα κυκλώνουνε μεγάλα βράχια. Κι από παντού ολόγυραμε κίονες ασημένιους ακουμπούν στον ουρανό.780Καμιά φορά του Θαύμαντα η κόρη, η Ίριδα η γοργόποδη,έρχεται απεσταλμένη πάνω απ᾽ τη ράχη την πλατιά της θάλασσας:κάθε φορά που φιλονικία κι έριδα σηκώνονται μέσα στους αθανάτουςκαι τύχει ψέματα να πει κάποιος απ᾽ όσους κατοικούν τα Ολύμπια δώματα,τότε ο Δίας στέλνει την Ίριδα να φέρει το μέγα όρκο των θεών,κρύο νερό περίφημο από μακριά μες σε χρυσό σταμνί,νερό που από το βράχο στάζει υψηλό και απόκρημνο.Άφθονο ρέει το νερό από το ιερό ποτάμι μέσα στη μαύρη νύχτακάτω απ᾽ τη γη με τους πλατιούς τους δρόμους,κέρας του Ωκεανού που της δόθηκε το ένα δέκατο απ᾽ τα νερά του.790Γιατί στα εννιά του δέκατα ο Ωκεανός γύρω απ᾽ τη γη κι από τη ράχη την πλατιά της θάλασσαςστριφογυρνά με ασημένιες δίνες και χύνεται στον πόντο,ενώ το ένα δέκατο κυλά απ᾽ το βράχο, μεγάλη συμφορά για τους θεούς.Όποιος απ᾽ τους αθάνατους που κατέχουνε την κορυφή του χιονισμένου Ολύμπουκάνει σπονδή με το νερό αυτό και δώσει όρκο ψεύτικοκείτεται άπνοος για έναν πλήρη χρόνο. Κι ούτε ποτέ σιμώνει για φαΐνέκταρ και αμβροσία, μα κείτεται δίχως πνοή, δίχως μιλιά,σε απλωμένο στρώμα και τον τυλίγει λήθαργος κακός.Και μόλις φτάσει στο τέλος της αρρώστιας, στο μέγα χρόνο απάνω,800άλλος μετά τον άλλον τον περιμένει μόχθος δυσκολότερος:χρόνια εννιά στερείται τους θεούς που ζουν αιώνια,κι ούτε ποτέ σε σύσκεψη μαζί τους συμμετέχει, ούτε σε συμπόσιογια εννέα χρόνια ολόκληρα. Μα τη δέκατη χρονιά και πάλιστα συμβούλια συμμετέχει των αθάνατων που κατέχουν τα Ολύμπια δώματα.Τέτοιον ορίσανε όρκο οι θεοί το αθάνατο νερό της Στύγας,το παμπάλαιο. Κι η Στύγα μέσα από τόπο απόκρημνο το ρίχνει.Εκεί της ζοφερής της γης, του νεφελώδη Τάρταρου,του πόντου του ατρύγητου και τ᾽ ουρανού του έναστρουείναι στη σειρά οι πηγές και τα πέρατα όλων,810πικρά και μουχλιασμένα, που κι οι θεοί μισούνε.Εκεί οι πύλες οι λαμπρές και το κατώφλι το ακλόνητο,το χάλκινο, στερεωμένο με ρίζες ατελεύτητες,αυτοφυές. Πέρα απ᾽ αυτό, χώρια απ᾽ όλους τους θεούς,οι Τιτάνες μένουνε στου ζοφερού του χάους την άκρη.Μα οι ξακουστοί του Δία του μεγαλόβροντου οι σύμμαχοιδώματα κατοικούν πλάι στα θεμέλια του Ωκεανού,ο Κόττος και ο Γύγης. Ενώ τον Βριάρεω, επειδή γενναίος ήταν,τον έκανε γαμπρό του ο Ποσειδώνας ο βαρύβροντος που σείει τη γηκαι του ᾽δωσε να παντρευτεί την Κυμοπόλεια, τη θυγατέρα του.