Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΗΣΙΟΔΟΣ - Θεογονία (507-564)

κούρην δ᾽ Ἰαπετὸς καλλίσφυρον Ὠκεανίνην
ἠγάγετο Κλυμένην καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν.
ἡ δέ οἱ Ἄτλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα,
510 τίκτε δ᾽ ὑπερκύδαντα Μενοίτιον ἠδὲ Προμηθέα,
ποικίλον αἰολόμητιν, ἁμαρτίνοόν τ᾽ Ἐπιμηθέα·
ὃς κακὸν ἐξ ἀρχῆς γένετ᾽ ἀνδράσιν ἀλφηστῇσι·
πρῶτος γάρ ῥα Διὸς πλαστὴν ὑπέδεκτο γυναῖκα
παρθένον. ὑβριστὴν δὲ Μενοίτιον εὐρύοπα Ζεὺς
515 εἰς ἔρεβος κατέπεμψε βαλὼν ψολόεντι κεραυνῷ
εἵνεκ᾽ ἀτασθαλίης τε καὶ ἠνορέης ὑπερόπλου.
Ἄτλας δ᾽ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχει κρατερῆς ὑπ᾽ ἀνάγκης,
πείρασιν ἐν γαίης πρόπαρ᾽ Ἑσπερίδων λιγυφώνων
ἑστηώς, κεφαλῇ τε καὶ ἀκαμάτῃσι χέρεσσι·
520 ταύτην γάρ οἱ μοῖραν ἐδάσσατο μητίετα Ζεύς.
δῆσε δ᾽ ἀλυκτοπέδῃσι Προμηθέα ποικιλόβουλον,
δεσμοῖς ἀργαλέοισι, μέσον διὰ κίον᾽ ἐλάσσας·
καί οἱ ἐπ᾽ αἰετὸν ὦρσε τανύπτερον· αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἧπαρ
ἤσθιεν ἀθάνατον, τὸ δ᾽ ἀέξετο ἶσον ἁπάντῃ
525 νυκτός, ὅσον πρόπαν ἦμαρ ἔδοι τανυσίπτερος ὄρνις.
τὸν μὲν ἄρ᾽ Ἀλκμήνης καλλισφύρου ἄλκιμος υἱὸς
Ἡρακλέης ἔκτεινε, κακὴν δ᾽ ἀπὸ νοῦσον ἄλαλκεν
Ἰαπετιονίδῃ καὶ ἐλύσατο δυσφροσυνάων,
οὐκ ἀέκητι Ζηνὸς Ὀλυμπίου ὕψι μέδοντος,
530 ὄφρ᾽ Ἡρακλῆος Θηβαγενέος κλέος εἴη
πλεῖον ἔτ᾽ ἢ τὸ πάροιθεν ἐπὶ χθόνα πουλυβότειραν.
ταῦτ᾽ ἄρα ἁζόμενος τίμα ἀριδείκετον υἱόν·
καί περ χωόμενος παύθη χόλου, ὃν πρὶν ἔχεσκεν,
οὕνεκ᾽ ἐρίζετο βουλὰς ὑπερμενέι Κρονίωνι.
535 καὶ γὰρ ὅτ᾽ ἐκρίνοντο θεοὶ θνητοί τ᾽ ἄνθρωποι
Μηκώνῃ, τότ᾽ ἔπειτα μέγαν βοῦν πρόφρονι θυμῷ
δασσάμενος προύθηκε, Διὸς νόον ἐξαπαφίσκων.
τῷ μὲν γὰρ σάρκάς τε καὶ ἔγκατα πίονα δημῷ
ἐν ῥινῷ κατέθηκε, καλύψας γαστρὶ βοείῃ,
540 τοῖς δ᾽ αὖτ᾽ ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ
εὐθετίσας κατέθηκε, καλύψας ἀργέτι δημῷ.
δὴ τότε μιν προσέειπε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε·
«Ἰαπετιονίδη, πάντων ἀριδείκετ᾽ ἀνάκτων,
ὦ πέπον, ὡς ἑτεροζήλως διεδάσσαο μοίρας.»
545ὣς φάτο κερτομέων Ζεὺς ἄφθιτα μήδεα εἰδώς·
τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Προμηθεὺς ἀγκυλομήτης,
ἦκ᾽ ἐπιμειδήσας, δολίης δ᾽ οὐ λήθετο τέχνης·
«Ζεῦ κύδιστε μέγιστε θεῶν αἰειγενετάων,
τῶν δ᾽ ἕλευ ὁπποτέρην σε ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἀνώγει.»
550φῆ ῥα δολοφρονέων· Ζεὺς δ᾽ ἄφθιτα μήδεα εἰδὼς
γνῶ ῥ᾽ οὐδ᾽ ἠγνοίησε δόλον· κακὰ δ᾽ ὄσσετο θυμῷ
θνητοῖς ἀνθρώποισι, τὰ καὶ τελέεσθαι ἔμελλε.
χερσὶ δ᾽ ὅ γ᾽ ἀμφοτέρῃσιν ἀνείλετο λευκὸν ἄλειφαρ,
χώσατο δὲ φρένας ἀμφί, χόλος δέ μιν ἵκετο θυμόν,
555 ὡς ἴδεν ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχῃ.
ἐκ τοῦ δ᾽ ἀθανάτοισιν ἐπὶ χθονὶ φῦλ᾽ ἀνθρώπων
καίουσ᾽ ὀστέα λευκὰ θυηέντων ἐπὶ βωμῶν.
τὸν δὲ μέγ᾽ ὀχθήσας προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
«Ἰαπετιονίδη, πάντων πέρι μήδεα εἰδώς,
560 ὦ πέπον, οὐκ ἄρα πω δολίης ἐπελήθεο τέχνης.»
ὣς φάτο χωόμενος Ζεὺς ἄφθιτα μήδεα εἰδώς.
ἐκ τούτου δἤπειτα χόλου μεμνημένος αἰεὶ
οὐκ ἐδίδου μελίῃσι πυρὸς μένος ἀκαμάτοιο
θνητοῖς ἀνθρώποις οἳ ἐπὶ χθονὶ ναιετάουσιν·

***
Και ο Ιαπετός την κόρη του Ωκεανού με τους ωραίους αστραγάλουςπήρε γυναίκα του, την Κλυμένη, κι ανέβηκε μαζί της σε κοινό κρεβάτι.Εκείνη τον Άτλαντα το γενναιόψυχο του γέννησε παιδί,510γέννησε και το μεγαλοφάνταστο Μενοίτιο και τον Προμηθέα,τον εύστροφο με τους ποικίλους δόλους, και τον Επιμηθέα τον ασυλλόγιστο,που έγινε του κακού η αρχή για τους θνητούς τους σιτοφάγους.Αφού πρώτος αυτός υποδέχτηκε την πλασμένη από το Δία γυναίκα,την παρθένα. Τον υβριστή Μενοίτιο ο Δίας που μακριά ηχείστο έρεβος ξαπέστειλε χτυπώντας τον με τον γεμάτο αιθάλη κεραυνόγια την αλαζονεία του και την υπεροπτική του ανδρεία.Κι ο Άτλας τον πλατύ ουρανό βαστά με το κεφάλι και τα χέρια του τ᾽ ακάματασε κρατερή ανάγκη υποταγμένος, στα πέρατα στέκοντας της γης,μπροστά απ᾽ τις Εσπερίδες τις γλυκόφωνες.520Γιατί αυτόν τον κλήρο τού μοίρασε ο συνετός ο Δίας.Και μ᾽ αλυσίδες έδεσε πιεστικές τον Προμηθέα τον πολυμήχανο,μ᾽ αφόρητα δεσμά, αφού τα πέρασε απ᾽ τη μέση ενός κίονα,και μακροφτέρουγο σήκωσε εναντίον του αετό. Κι αυτόςτου ᾽τρωγε το αθάνατο συκώτι, μα εκείνο τη νύχτα αύξαινεαπό παντού το ίδιο, όσο τη μέρα ολόκληρη του ᾽τρωγε το μακροφτέρουγο πουλί.Κι αυτόν τον αετό ο γιος της Αλκμήνης της καλοστράγαλης ο δυνατός,ο Ηρακλής, τον σκότωσε και τούτη την κακιά αρρώστια απομάκρυνεαπό το γιο του Ιαπετού κι από τις στεναχώριες του τον ελευθέρωσε,όχι χωρίς τη θέληση του Δία που κυβερνά ψηλά,530για να ᾽ναι η δόξα του Ηρακλή του Θηβογέννητουακόμη πιο πολλή από πριν πάνω στη γη που πλήθος τρέφει ανθρώπους.Αυτήν σεβόμενος τιμούσε το γιο του τον επιφανή.Και την οργή του που ᾽χε πριν την έπαψε, κι ας ήταν θυμωμένοςπου ο Προμηθέας τον παντοδύναμο το γιο του Κρόνου παράβγαινε στις γνώμες.Γιατί όταν οι θεοί και οι θνητοί οι άνθρωποι χώριζαν μεταξύ τουςστη Μηκώνη, τότε μεγάλο βόδι με πρόθυμη ψυχή ο Προμηθέαςμοίρασε και παράθεσε, του Δία το νου να εξαπατήσει προσπαθώντας.Για το Δία τις σάρκες και τα πλούσια σε λίπος σπλάχναμες στο πετσί τα έβαλε και με του βοδιού την κοιλιά τα σκέπασε.540Για τους ανθρώπους τα άσπρα του βοδιού οστά τακτοποιώντας τα με δόλιατέχνη τα παρέθεσε, αφού με λίπος τα κάλυψε λευκό.Τότε του είπε ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων:«Γιε του Ιαπετού, απ᾽ όλους τους άρχοντες επιφανέστερε,καλέ μου, πόσο μεροληπτικά χώρισες τις μερίδες!»Έτσι είπε ο Δίας που αθάνατες σκέψεις έχει περιπαίζοντάς τον.Κι ο Προμηθέας πάλι ο δολοπλόκος τού απάντησε,με ήσυχο μειδίαμα, και το πανούργο τέχνασμά του δεν το ξέχασε:«Δία ενδοξότατε, μέγιστε απ᾽ τους αιώνιους θεούς,από τις δυο μερίδες διάλεξε όποια η καρδιά σου μες στα στήθη σε προστάζει.»550Έτσι είπε και δόλια σχέδια είχε. Κι ο Δίας που αθάνατες σκέψεις έχεικατάλαβε κι ο δόλος δεν του ξέφυγε. Πρόβλεπε όμως στην καρδιά του συμφορέςγια τους θνητούς ανθρώπους που έμελλε να γίνουν.Και με τα δυο του χέρια σήκωσε το λευκό το λίπος,θύμωσε μες στα σπλάχνα του κι οργή τού ήρθε στην καρδιά του,σαν είδε κόκαλα βοδιού λευκά με το δόλιο τέχνασμα.Και από τότε πάνω στη γη τα γένη των ανθρώπωνστους αθανάτους καίνε οστά λευκά επάνω στους ευωδιαστούς βωμούς.Κι ο Δίας που τα νέφη συγκεντρώνει του είπε βαριά θλιμμένος:«Γιε του Ιαπετού, που απ᾽ όλους πιο οξύνους είσαι,560καλέ μου, λοιπόν τη δόλια τέχνη σου δεν ξέχασες ακόμα.»Έτσι είπε ο Δίας, που αθάνατες σκέψεις έχει, οργισμένος.Και στο εξής την οργή του πάντα δίχως να ξεχνάδεν έδινε πλέον στις μελιές τη δύναμη της ακάματης φωτιάςγια τους θνητούς ανθρώπους που κατοικούν πάνω στη γη.