Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Ποιότητα Ζωής: Ορισμός και Τεχνικές

Ποιότητα Ζωής: Ορισμός και ΤεχνικέςΠοιότητα Ζωής έχει μόνο όποιος έχει Ψυχική Υγεία

Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ψυχική υγεία και η θετική επίδραση της άσκησης.
Τον τελευταίο χρόνο η παγκόσμια κοινότητα αντιμετωπίζει μια μεγάλη οικονομική κρίση με δραματικές επιπτώσεις στην κοινωνική ζωή, καθώς η μείωση αλλά και η απουσία εισοδήματος προκαλεί απώλειες στην ευημερία και ωθεί μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στη φτώχεια. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η ανεργία ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης φαίνεται να σχετίζεται με την υιοθέτηση λιγότερο υγιεινών συνηθειών, και συνοδεύεται από ψυχικές διαταραχές (άγχος, κατάθλιψη). Σκοπός της μελέτης είναι να καταγράψει τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ψυχική υγεία των πολιτών καθώς και την επίδραση της άσκησης στην ψυχική υγεία και την ποιότητα ζωής.

Η ποιότητα ζωής εκφράζει την υποκειμενική αίσθηση πληρότητας και ασφάλειας καθώς και την ικανοποίηση και απόλαυση που δημιουργεί στον άνθρωπο η συμμετοχή του σε όλες τις δραστηριότητες της καθημερινότητας (Ventegodt, Hilden and Merrick, 2003).

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ως υγεία, ορίζεται όχι μόνο η απουσία νόσου αλλά και η κατάσταση της ψυχοκοινωνικής ευεξίας. Οι Willis και Campbell (1992) μέσα από μία πλειάδα ορισμών καταλήγουν ότι η ψυχική υγεία «είναι μία θετική κατάσταση πνευματικής ευεξίας στην οποία τα άτομα αισθάνονται βασικά ικανοποιημένα από τον εαυτό τους, τους ρόλους τους στη ζωή και τις σχέσεις τους με τους άλλους».

Πολλές φορές ο όρος «ψυχική υγεία» ταυτίζεται με την «ψυχική ευεξία» Για την κατανόηση της ψυχικής υγείας είναι απαραίτητη μια πολυδιάστατη προσέγγιση, που περιλαμβάνει την απουσία αρνητικών επιδράσεων (άγχος, κατάθλιψη) την παρουσία θετικώνεπιδράσεωνκαιικανοποίησηαπότην ζωή (θετική αυτοεκτίμηση), καθώς και την εμφάνιση καλής γνωστικής λειτουργίας (χρόνος αντίδρασης) (McAuley and Rudolph, 1995).

Η καλή σωματική κατάσταση μπορεί να προλαμβάνει και να καθυστερεί την εξέλιξη ασθενειών, να βελτιώνει την ποιότητα ζωής και πιθανότατα να την επιμηκύνει (Blair, Kohl, Gordon and Raffenbarger, 1992) Οι διάφοροι μελετητές περιλαμβάνουν στα ψυχολογικά οφέλη της άσκησης τη μείωση συμπτωμάτων άγχους και κατάθλιψης και τα θετικά αποτελέσματα στην αυτοεκτίμηση, επειδή δημιουργεί αίσθημα ευεξίας το οποίο συμβάλλει στην εσωτερική πληρότητα και ισορροπία (Τοκμακίδης, 2003 Fox, 1999). Η ικανοποίηση των ψυχικών αναγκών μέσω της φυσικής δραστηριότητας και εμπειριών αναψυχής έχει αποδειχθεί να έχει θετική επίδραση στη νοητική και σωματική υγεία, την ικανοποίηση από τη ζωή και την ψυχολογική ευημερία (Tinsley and Eldredge, 1995).

Επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ψυχική υγεία
Η ζωή και η προσωπικότητα του σύγχρονου ανθρώπου είναι δομημένες πάνω στην εργασία και την οικονομική του επιφάνεια. Οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι η απώλεια της εργασίας αυξάνει τον κίνδυνο ψυχικών διαταραχών και των σωματικών επιπτώσεών τους. Πολλές μελέτες συγκλίνουν στην παραδοχή μίας ισχυρής συνάφειας ανάμεσα στην ανεργία και στην αύξηση της κατάθλιψης, του άγχους, της χρήσης ουσιών και της αντικοινωνικής συμπεριφοράς (Murphy and Athanasou, 1999).

Η σημασία των ψυχικών και συναισθηματικών διαταραχών για τη δημόσια υγεία φαίνεται από το γεγονός ότι κατατάσσονται ανάμεσα στις πρώτες αιτίες που προκαλούν σημαντική ανικανότητα, οι διαταραχές αυτές αναμένεται να αυξηθούν και να γίνουν μέχρι το 2020 δεύτερες σε συχνότητα μετά την ισχαιμική καρδιοπάθεια (WHO, 2001).

Οι Stuckler et al, (2009) μελέτησαν σε 26 χώρες της Ευρώπης, για το διάστημα 1970– 2006, τον τρόπο με τον οποίο οι οικονομικές μεταβολές μπορεί να επηρέασαν τα ποσοστά θνησιμότητας στην Ευρώπη κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες και βρήκαν ότι για κάθε αύξηση 1% στην ανεργία, υπήρχε αύξηση 0,8% στις αυτοκτονίες, στις ηλικίες κάτω των 65 ετών.

Μία ενδελεχής μελέτη της βιβλιογραφίας από τους Paul και Moser (2009) σχετικά με τις επιδράσεις της ανεργίας στην ψυχική υγεία έδειξε πως ο μέσος όρος των ατόμων που είχαν ψυχολογικά προβλήματα ήταν υπερδιπλάσιος για τους ανέργους (34%) σε σύγκριση μενος με τα άτομα που εργάζονταν (16%). Η ανεργία φαίνεται επίσης να σχετίζεται με υιοθέτηση λιγότερο υγιεινών συνηθειών, όπως το κάπνισμα.

Επιπλέον, σημαντικές διαφορές διαπιστώθηκαν μεταξύ των ανέργων και των ατόμων που εργάζονταν σε βασικές παραμέτρους ενδεικτικές της ποιότητας της ψυχικής υγείας του ατόμου, όπως π.χ. το άγχος, η κατάθλιψη, τα ψυχοσωματικά συμπτώματα, την αίσθηση ικανοποίησης από τη ζωή και το αίσθημα αυτοεκτίμησης (Paul and Moser, 2009). Περιορισμένοι πόροι μπορεί να οδηγήσουν σε φτωχή διατροφή και περιορισμένη πρόσβαση στην ιατρική φροντίδα, γεγονός που οδηγεί σε αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα (Valkonen and Martikainen, 1995).

Σύμφωνα με τους VanPraag et al., (2003), η ικανοποίηση για την εργασία αφορά τόσο στο εισόδημα όσο και στο κατά πόσο αισθάνεται ο εργαζόμενος ότι η δουλειά του εκτιμάται από τον εργοδότη του. Επιπλέον η εύρεση εργασίας είναι βασικός παράγοντας για την ποιότητα ζωής, γιατί αποτελεί την προϋπόθεση για την αποφυγή της φτώχειας , η οποία επιδρά αρνητικά στην ικανοποίηση του ατόμου (Rahman et al., 2005). Το βιοτικό επίπεδο, σύμφωνα με τον Cummins (1997), είναι προσδιοριστικός παράγοντας της ποιότητας ζωής καθώς επηρεάζει την υλική ευημερία.

Η χαμηλή κοινωνικό-οικονομική στάθμη του ατόμου, όπως αυτή προσδιορίζεται από το χαμηλό εισόδημα, επηρεάζει αρνητικά τις ευκαιρίες αναψυχής και γενικά τις δραστηριότητες που αυξάνουν την ικανοποίηση του ατόμου. Οι Sherwood, Jago, & Deery, (2005) και Cummins (1997), υποστηρίζουν ότι αυξάνεται η ικανοποίηση του ατόμου όταν συμμετέχει σε τέτοιου είδους δραστηριότητες. Στο πλαίσιο δραστηριοτήτων ψυχαγωγίας εντάσσεται και η συμμετοχή σε πολιτισμικές δραστηριότητες, που αποτελεί σημαντική πηγή της ποιότητας ζωής.

Ιστορική αναδρομή του όρου “Ποιότητα Ζωής”
Η ποιότητα ζωής είναι αδιαμφισβήτητα μια πολυδιάστατη, ευμετάβλητη και υποκειμενική έννοια η οποία δύσκολα μπορεί να ορισθεί και να μετρηθεί. Ερωτήματα σχετικά με την ευζωΐα και την ποιότητα που πρέπει να διέπουν μια κοινωνία έχουν απασχολήσει τη σκέψη των σπουδαιότερων διανοητών σε κάθε χρόνο και πολιτισμό (Diener and Suh, 1997). Η ιδέα της καλής ζωής πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα κατά την αρχαιότητα, καθώς γραπτά τεκμήρια των όρων ευζωΐα και ευδαιμονία προϋπάρχουν από την εποχή του Αριστοτέλη (Smith, 2000).

Ο Αριστοτέλης στο «Ηθικά Νικομάχεια» (384-322 π.κ.ε) με τη λέξη ευδαιμονία προσπαθεί να αποδώσει το περιεχόμενο του όρου ποιότητα ζωής. Κατανοεί ότι η ποιότητα ζωής σημαίνει διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους και ότι μεταβάλλεται ανάλογα με τις τρέχουσες συνθήκες της ζωής του καθενός (Fayers and Machin, 2006). Παρά τις πλείστες προσεγγίσεις για την καλή ζωή, οι οποίες έχουν παρουσιαστεί από διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα ανά τους αιώνες, μόλιςστοτέλος του 19ου αιώναεμφανιστήκανοιόροι «ποιότητα» και «ζωή».

Εισάγεται για πρώτη φορά μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο η έκφραση «καλή ζωή». Την δεκαετία του 50 είχε ταυτιστεί με την έννοια του βιοτικού επιπέδου, καθώς περιλάμβανε έννοιες που είχαν να κάνουν με την καταναλωτική κοινωνία (Fallowfield, 1990). Μετά το ’60, το περιεχόμενο του όρου διευρύνεται, συμπεριλαμβάνοντας την εκπαίδευση, την υγεία, όπως και τη διάθεση ελεύθερου χρόνου για δραστηριότητες και ανάπαυση.

Στη δεκαετία του ’70, δίνεται επιπλέον έμφαση προς την κατεύθυνση της «προσωπικής ελευθερίας», της συναισθηματικής και ψυχοκοινωνικής ισορροπίας και ευεξίαςγια την ποιότητα ζωής σε καταστάσεις αρρώστιας, θεραπείας και αποκατάστασης. Στη διακήρυξη του «Υγεία για Όλους» επαναδιατυπώνεται η θέση ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν την ευκαιρία να αναπτύξουν το δυναμικό της υγείας τους, για να μπορέσουν να ζήσουν μια ζωή που να τους ικανοποιεί κοινωνικά, οικονομικά και ψυχικά. Μέχρι το 1992 δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός για την ποιότητα ζωής, ειδικά αφού η έννοια βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ των ανθρωπιστικών επιστημών, τωνκοινωνικώνεπιστημώνκαιτωνεπιστημώντηςυγείας (Lamau, 1992).

Κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα παρατηρείται η ευρεία διάδοση του όρου. Η ποιότητα ζωής αρχικά αναφερόταν κυρίως στον υλικό πλούτο του ατόμου στη συνέχεια όμως συμπεριλήφθηκαν και άλλοι παράγοντες όπως την υγεία, την εκπαίδευση, την ατομική ελευθερία, τηναπόλαυση (Farquhar, 1995). Είναι μια έννοια πουτο περιεχόμενο της αλλάζει σύμφωνα με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά. Οι έννοιες ποιότητα ζωής, ευημερία, ευτυχία και ικανοποίηση από τη ζωή αντανακλούν αυτό που ονομάζουμε υγεία και ποιότητα ζωής γενικότερα (WHO, Quality of life Group,1998).

Ορισμός της “Ποιότητας Ζωής”
Αν και ο όρος ποιότητα ζωής βρίσκεται στο επίκεντρο του ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος για περισσότερο από μισό αιώνα, μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει ένας συναινετικός και ευρέως αποδεκτός ορισμός για την ποιότητα ζωής (Basu, 2004; Smith, 2000;). Θα λέγαμε ότι αυτή ασάφεια του όρου έγκειται στη διαφορετική σημασία που έχει για κάθε άνθρωπο, την οποία οι ερευνητές ακόμη επιχειρούν να διευκρινίσουν και να αξιολογήσουν (Claussen, 2004).

Οι Dalkey και Rourke (1973) όρισαν την ποιότητα ζωής ως την αίσθηση του ατόμου για το βαθμό της ευεξίας, ικανοποίησης του από τη ζωή του και ευτυχίας αναφορικά με την υγεία του, τη δράση, το άγχος, την αυτοεκτίμηση, την κατάθλιψη, την κοινωνική και οικογενειακή στήριξη. Ο Hornquist (1982) θεωρείότι συνολικάη ποιότηταςζωήςέχεινα κάνει με το βαθμό ικανοποίησης των αναγκών αναφορικά με τους σωματικούς, ψυχολογικούς, κοινωνικούς, υλικούς και διαρθρωτικούς τομείς της ζωής, ενώ κατά τον Lewis (1982) η ποιότητα ζωής καθορίζεται από το βαθμό στον οποίο κάποιος έχει αυτοεκτίμηση, στο άγχος και στους στόχους της ζωής.

Σύμφωνα με τον Cutter (1985) ορίζεται ως η ευτυχία ή ικανοποίηση που αισθάνεται ένα άτομο για τη ζωή ή το περιβάλλον του, συμπεριλαμβανομένων των υλικών και πνευματικών επιθυμιών και των προτιμήσεων του. Η Meeberg (1993) όρισε την ποιότητα ζωής ως το συναίσθημα της συνολικής ικανοποίησης από τη ζωή, όπως καθορίζεται από τις πνευματικές και διανοητικές δυνατότητες του ατόμου. Οι Diener και Suh (1997) αντιλαμβάνονται την ποιότητα ζωής ως την ικανοποίηση την οποία απολαμβάνει το άτομο στη ζωή του.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει την ποιότητα ζωής ως την υποκειμενική αντίληψη που έχει το άτομο για τη θέση στη ζωή, μέσα στα πλαίσια του συστήματος αξιών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών της κοινωνίας στην οποία ζει, καθώς και σε συνάρτηση με τους προσωπικούς στόχους, τις προσδοκίες, τα κριτήρια και τις ανησυχίες του (ΠΟΥ, 2003; Skevington, 2002).
Όπως διαπιστώνουμε κάποιοι ορισμοί για την ποιότητα ζωής περιλαμβάνουν αντικειμενικές και υποκειμενικές αξιολογήσεις (Smith, 2000). Έτσι ως μετρήσιμη μεταβλητή, η ποιότητα ζωής αναφέρεται τόσο στους υποκειμενικούς παράγοντες όσο και στους αντικειμενικούς παράγοντες. Η υποκειμενική διάσταση αναφέρεται στην αίσθηση ευημερίας και στην ικανοποίηση που αντλούν τα άτομα από το περιβάλλον τους. Η αντικειμενική διάσταση συνδέεται με την ικανοποίηση που αντλείται σε σχέση με τις πολιτισμικές και κοινωνικές απαιτήσεις αναφορικά με την υλική ευημερία, την κοινωνική θέση και τη σωματική ευεξία (Noll, 1998).

Η Ασκηση ως Προσδιοριστικός Παράγοντας της Ποιότητας Ζωής
Είναι αυτονόητο ότι η υγεία είναι η μεγαλύτερη θεμελιώδης αξία της ζωή του ανθρώπου και χωρίς αυτή υπονομεύονται τόσο οι υποκειμενικοί όσο και οι αντικειμενικοί όροι για την ποιότητα ζωής. Η φυσική δραστηριότητα γυμνάζει και ενεργοποιεί το σώμα, αποτελεί ασπίδα υγείας και ισορροπίας απέναντι της αδρανούς και αγχωτικής καθημερινότητας. Το στρες έχει πολύ σημαντικές επιδράσεις και είναι πραγματικά ένας παράγοντας που φαίνεται να επιβαρύνει την υγεία των ατόμων (Lemme, 1995). Το ψυχολογικό στρες ή η ψυχολογική πίεση περιλαμβάνει τις αρνητικές γνωστικές και συναισθηματικές καταστάσεις που προκύπτουν όταν το άτομο αισθάνεται ότι οι απαιτήσεις που τίθενται σε αυτό υπερβαίνουν την ικανότητά του να τις αντιμετωπίσει.

Η ανεργία και η ασθένεια είναι παραδείγματα καταστάσεων που δημιουργούν μεγάλη ψυχολογική πίεση στο άτομο. Τα τελευταία χρόνια έχει προστεθεί ένας άλλος πολύ σημαντικός παράγοντας της υγείας, ο ψυχολογικός, και η πεποίθηση ότι η σωματική άσκηση σχετίζεται με ψυχολογικά οφέλη. To άγχος και η κατάθλιψη θεωρούνταισοβαροί παράγοντες τηςυγείας (Martinsen 1993).

Το άτομο ευθύνεται για την εγρήγορση του και την προσπάθεια για συμμετοχή σε άσκηση (Χαραχούσου & Καμπίτση, 1990). Πολλοί ερευνητές υποστήριξαν ότι η τακτική και η συντονισμένη συμμετοχή σε οποιαδήποτε κινητική δραστηριότητα μειώνει τους κινδύνους χρόνιων ασθενειών και αναβαθμίζει την ποιότητα ζωής (Corbin, Lindsey and Welk, 2000). Η φυσική δραστηριότητα συνδέεται με πολλούς παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία των ενηλίκων αλλά και των νεαρότερων ατόμων.

Τα άτομα που είναι φυσικά δραστήρια και σε καλή φυσική κατάσταση παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα θνησιμότητας, και προσβολής από συγκεκριμένους τύπους καρκίνου (Thune and Furberg, 2001), εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων (Kohl, 2001) και συμπτωμάτων κατάθλιψης (Dunn, Trivedi & O’Neal, 2001).

Η ψυχική διάθεση εμπεριέχει μια σειρά συναισθηματικές καταστάσεις που ορίζονται τόσο από φυσιολογικές παραμέτρους όπως κούραση, ενεργητικότητα όσο κι από ψυχολογικές όπως άγχος, στρες, κατάθλιψη.

Άσκηση Αγχος και Στρες
Το άγχος είναι η δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση, που περιλαμβάνει αισθήματα φόβου σε περιπτώσεις κινδύνου του οποίου η πηγή είναι σε μεγάλο βαθμό είναι άγνωστη ή μη αναγνωρίσιμη. Συνήθως το άγχος είναι μια κοινή αντίδραση που σε κάποιο βαθμό υπάρχει στους περισσοτέρους ανθρώπους με την μορφή της υπερβολικής αντίδρασης σε ήπια στρεσογόνα γεγονότα. Όταν το στρες συνεχίζει για μεγάλο διάστημα ήεμφανίζεται συχνά, μπορεί να συνδεθεί με αρνητικές επιδράσεις στην ποιότητα ζωής και με προβλήματα στην υγεία των ατόμων. Το στρες συνδέεται με την κατάθλιψη, την οξυθυμία, την επιθετικότητα το νευρωτισμό και την αίσθηση της προσωπικής δυστυχίας.

Το άγχος μπορούμε να το διαχωρίσουμε: α) στο άγχος προδιάθεσης που αποτελεί βασικό γνώρισμα της προσωπικότητας και β) το άγχος κατάστασης που αποτελεί μια πρόσκαιρη συναισθηματική διαταραχή (Cattell & Sheier, 1961) Τα αποτελέσματα μιας μετα­ανάλυσης (Petrouzello κ.ά. 1991) από 124 μελέτες που αφορούσαν το άγχος κατάστασης, το άγχος προδιάθεσης και διάφορες άλλες ψυχοφυσιολογικές μεταβλητές, έδειξαν ότι, ανεξάρτητα με το είδος ή τη μέθοδο εκτίμησης του άγχους, η άσκηση σχετίζεται με τη μείωση του άγχους.

Σύμφωνα με τη μετα-ανάλυση, η σχέση άσκησης και άγχους σε ημερήσιες και χρόνιες μορφές άσκησης είναι θετική, ενώ δεν υπάρχουν διαφορές στη μείωση του άγχους μεταξύ άσκησης και τεχνικών ψυχολογικής παρέμβασης, όπως π.χ. η χαλάρωση, ο διαλογισμός, η ανάπαυση. Ανάλογα ήταν και τα αποτελέσματα ορισμένων ανασκοπήσεων που πραγματοποιήθηκαν από τους (Morgan, 1987; Tuson & Sinyor 1993). Συγκεκριμένα, συμπέραναν ότι η άσκηση συμβάλλει στη μείωση του άγχους σε άτομα όλων των ηλικιών και στα δυο φύλα και ότι η κατάσταση αυτή διατηρείται για 2-4 ώρες μετά την άσκηση. Γενικώς, διάφορα πειράματα και μετα-αναλύσεις έδειξαν ότι τα άτομα που γυμνάζονται ανταποκρίνονται καλύτερα στην αντιμετώπιση στρεσογόνων ερεθισμάτων και έχουν καλύτερη ψυχική διάθεση.

Άσκηση και Κατάθλιψη
Η κατάθλιψη θεωρείται ως η συχνότερη παρατηρούμενη ψυχική διαταραχή και ορίζεται ως μια συναισθηματική κατάσταση έντονης και επίμονης λύπης. Χαρακτηρίζεται από αισθήματα απόγνωσης και αποθάρρυνσης. Συνδέεται επίσης με την χαμηλή αυτοεκτίμηση, την αβεβαιότητα για το μέλλον και την παραίτηση του ατόμου από τις κοινωνικέςσχέσεις.

Πολλοί συγγραφείς σημείωσαν ότι η συμμετοχή σε προγράμματα αερόβιας άσκησης ίσως μπορεί να προλάβει μελλοντικές ψυχικές διαταραχές (Plante 1993). Μετά από ανασκόπηση της βιβλιογραφίας που αφορούσε στην επίδραση και τον ρόλο που παίζει η άσκηση στην ψυχική υγεία μη κλινικών πληθυσμών που πραγματοποίησαν οι Plante και Robin (1990) οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι η άσκηση βελτιώνει την κατάθλιψη.

Τα συμπεράσματα επιδημιολογικών μελετών και εξειδικευμένων αναλύσεων δείχνουν ότι τα άτομα που ασκούνται συστηματικά παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα κατάθλιψης σε σύγκριση με άτομα που κάνουν καθιστική ζωή. Σε μετα-ανάλυση του North, McCullagh, και Tran (1990) εξετάσθηκαν 80 μελέτες και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μειώθηκαν σημαντικά οι τιμές της κατάθλιψης μετά την άσκηση, σε όλα τα είδη άσκησης, ακόμα και σε αναερόβια.

Ο Weyerer (1992) σε δείγμα 1536 ενηλίκων συσχέτισε την καλύτερη ψυχική υγεία και τα χαμηλότερα επίπεδα κατάθλιψης με τη φυσική δραστηριότητα. Οι Farmer, Locke, Mosciki, Dannenberg, Larson και Radloff (1988) μελετώντας 1.900 άτομα για 8 χρόνια, ανάφεραν ότι η τακτική άσκηση μειώνει τον κίνδυνο να εμφανιστεί κατάθλιψη. Mελέτες δείχνουν ότι η άσκηση μπορεί να μειώσει τα συμπτώματα της κατάθλιψης σε μη κλινικούς και κλινικούς πληθυσμούς (King κ.ά. 1993; Roth & Holmes 1987) και ασθενείς με μείζονα κατάθλιψη (DiMeo κ.ά. 2001; Dunn κ.ά. 2005; Singh κ.ά. 2005;)

Σημαντική είναι η διαπίστωση ότι τα καλύτερα αποτελέσματα προκύπτουν από το συνδυασμό άσκησης και ψυχοθεραπείας (Harris, 1985; North et al. 1990). Έρευνες σε ασθενείς έδειξαν επίσης θετικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, άτομα τα οποία παρακολούθησαν ένα πρόγραμμα συμβουλευτικής σε συνδυασμό με άσκηση (τρέξιμο τρεις φορές την εβδομάδα, επί 20 λεπτά τη φορά, με ένταση και διάρκεια που καθόριζε το κάθε άτομο μόνο του, ανάλογα με τη φυσική του κατάσταση) είχαν καλύτερα αποτελέσματα στη μείωση της κατάθλιψης σε σύγκριση με άλλα άτομα που παρακολούθησαν μόνο το πρόγραμμα συμβουλευτικής (Harris 1985).

Συμπέρασμα: Αναμφισβήτητα η μεγάλη οικονομική κρίση αντιπροσωπεύει μια μεγάλη πρόκληση για την κοινωνία. Αποτελεί μια δοκιμασία για το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα και απαιτεί από την κοινωνία να δείξει και να αναπτύξει την ικανότητά της για προσαρμογή και ανανέωση. Για να καταστεί η προώθηση της σωματικής άσκησης προτεραιότητα των πολιτικών για την υγεία, είναι απαραίτητο να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη σωματική άσκηση με την ευρεία έννοια του όρου, με μία ευρείας κλίμακας, συνολική και βιώσιμη προσέγγιση που θα έχει ως βάση τον πληθυσμό και την υγεία του.