Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

Περί της δουλείας...

Ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος και παντού βρίσκεται αλυσοδεμένος. Κι όποιος πιστεύει ότι είναι κύριος των άλλων δεν είναι λιγότερο δούλος. Πώς συνέβη αυτή η μεταβολή; Το αγνοώ. Τι είναι εκείνο που μπορεί να την καθιστά νόμιμη; Πιστεύω ότι σ’ αυτό μπορώ να απαντήσω.

Αν δεν λογάριαζα παρά μόνο την ισχύ και τα αποτελέσματα της, θα έλεγα: όσο ένας λαός αναγκάζεται να υπακούει και δεν αντιδρά, καλώς πράττει· αλλά μόλις βρει τη δύναμη να αποτινάξει το ζυγό και το πραγματοποιεί, πράττει ακόμα καλύτερα. Διότι, ανακτώντας την ελευθερία του με τη χρήση του ίδιου δικαιώματος με το οποίο του την αφαίρεσαν, είτε ο λαός δικαιούται να την ανακτήσει, είτε όσοι του την αφαίρεσαν δεν είχαν αυτό το δικαίωμα. Όμως, η διοργάνωση κοινωνίας είναι ιερό δικαίωμα και η βάση όλων των άλλων. Εντούτοις, αυτό το δικαίωμα δεν προέρχεται από τη φύση· θεμελιώνεται λοιπόν στις συμβάσεις. Το ζήτημα επομένως είναι να μάθουμε ποιες είναι αυτές οι συμβάσεις.

Περί των πρώτων κοινωνιών.

Η αρχαιότερη και η μοναδική φυσική κοινωνία είναι η οικογένεια. Όμως τα παιδιά παραμένουν μαζί με τον πατέρα όσο τον χρειάζονται για την αυτοσυντήρηση τους. Μόλις η ανάγκη αυτή ξεπεραστεί, ο φυσικός δεσμός λύεται. Τα παιδιά, έχοντας απαλλαγεί από την υποχρέωση υπακοής προς τον πατέρα και ο πατέρας από τις οφειλόμενες φροντίδες του προς τα παιδιά, αποκτούν εξίσου και οι δυο την ανεξαρτησία τους. Αν παραμείνουν μαζί, ο δεσμός τους δεν οφείλεται στη φύση αλλά στην απόφαση τους, και η οικογένεια η ίδια δεν διατηρείται παρά μόνο με σύμβαση.

Η κοινή αυτή ελευθερία είναι συνέπεια της ανθρώπινης φύσης. Ο πρώτος της νόμος είναι η μέριμνα για την αυτοσυντήρηση, οι πρώτες της φροντίδες είναι εκείνες που οφείλει στον εαυτό της, και μόλις φτάσει στην ενηλικίωση, μόνη της είναι σε θέση να κρίνει τα μέσα για τη συντήρηση της, κι έτσι γίνεται κυρία του εαυτού της.

Η οικογένεια είναι, αν θέλετε, το αρχέτυπο των πολιτικών κοινωνιών. Ο ηγέτης είναι η πατρική εικόνα, ο λαός η εικόνα των παιδιών και αφού όλοι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι, απαλλοτριώνουν την ελευθερία τους μόνο για χάρη της ωφελιμότητας τους. Η μόνη διαφορά τους είναι ότι στην οικογένεια η αγάπη του πατέρα για τα παιδιά αναπληρώνει τις φροντίδες που παρέχει, ενώ στο κράτος η ικανοποίηση του άρχειν είναι το συμπλήρωμα αυτής της αγάπης που λείπει από τον ηγέτη για τον λαό.

Ο Γκρότιους αρνείται ότι κάθε ανθρώπινη εξουσία εγκαθιδρύεται προς όφελος των κυβερνωμένων: παραθέτει δε ως παράδειγμα τη δουλεία. Σύμφωνα με τη μέθοδο του, τεκμηριώνει πάντοτε το δίκαιο με βάση τα γεγονότα. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε μια λογικά συνεπέστερη μέθοδο, όχι όμως ευνοϊκότερη για τυράννους.

Αμφίβολο παραμένει λοιπόν, κατά τον Γκρότιους, αν το ανθρώπινο γένος ανήκει σε μια εκατοστή ανθρώπους ή αν αυτοί οι εκατό ανήκουν στο ανθρώπινο γένος· πάντως, σε όλο το βιβλίο του φαίνεται να κλίνει προς την πρώτη άποψη: την ίδια έχει και ο Χομπς. Έτσι λοιπόν το ανθρώπινο είδος διαιρείται σε κοπάδια, καθένα με τον αρχηγό του, ο οποίος το περιφρουρεί για να το καταβροχθίσει.

Καθώς ένας ποιμένας είναι ανώτερης φύσης από το κοπάδι του, οι ποιμένες ανθρώπων, οι ηγέτες τους δηλαδή, είναι επίσης ανώτερης φύσης από τους λαούς τους. Έτσι σκεφτόταν, κατά τον Φίλωνα, ο αυτοκράτορας Καλιγούλας, συνάγοντας αρκετά ικανοποιητικά από αυτή την αναλογία το συμπέρασμα ότι οι βασιλιάδες ήταν θεοί ή οι λαοί τους θηρία.

Ο συλλογισμός του Καλιγούλα επανέρχεται στον Γκρότιους και τον Χομπς. Πριν από όλους, ο Αριστοτέλης είχε επίσης αναφέρει ότι οι άνθρωποι δεν είναι καθόλου φύσει ίσοι, αλλά ότι άλλοι γεννιούνται για να γίνουν δούλοι και άλλοι κύριοι.

Ο Αριστοτέλης είχε δίκιο, αλλά εξέλαβε το αποτέλεσμα ως αίτιο. Όποιος έχει γεννηθεί στη σκλαβιά γεννιέται για τη σκλαβιά, αναμφισβήτητα. Οι σκλάβοι χάνουν τα πάντα μες τις αλυσίδες τους, ακόμα και την επιθυμία να τις αποτινάξουν αγαπούν την υποδούλωση τους όσο οι σύντροφοι του Οδυσσέα λάτρευαν την αποκτήνωσή τους. Αν λοιπόν υπάρχουν φύσει δούλοι, είναι γιατί υπήρξαν δούλοι παρά φύσιν. Ο καταναγκασμός έφτιαξε τους πρώτους δούλους, η δειλία τους διαιώνισε.

Δεν αναφέρθηκα καθόλου στον βασιλιά Αδάμ, ούτε στον αυτοκράτορα Νώε, τον πατέρα των τριών μεγάλων ρηγάδων που μοίρασαν μεταξύ τους τον κόσμο, όπως οι γιοι του Κρόνου, με τους οποίους κάποιοι τους ταύτισαν. Ελπίζω να μου επιτραπεί τούτη δα η μετριοφροσύνη· διότι, ως άμεσος απόγονος του ενός από αυτούς τους βασιλιάδες και, πιθανότατα, της παλιότερης γενιάς, ποιος ξέρει άραγε αν, κατόπιν εξακρίβωσης τίτλων, δεν θα ανακάλυπτα ότι είμαι ο νόμιμος βασιλεύς της ανθρωπότητας; Όπως και να ‘χει το ζήτημα, δεν θα μπορούσαμε να διαφωνήσουμε αν ο Αδάμ δεν ήταν ηγεμόνας του κόσμου, όπως ο Ροβινσώνας στο νησί του όσο καιρό ήταν ο μοναδικός του κάτοικος· και το πιο ευχάριστο στην αυτοκρατορία αυτή είναι ότι ο μονάρχης, σίγουρος στο θρόνο του, δεν φοβάται ούτε ανταρσίες, ούτε πολέμους, ούτε συνωμότες.

Περί του δικαίου του ισχυρότερου.

Ο ισχυρότερος δεν είναι ποτέ τόσο δυνατός ώστε να μείνει για πάντα κυρίαρχος, αν δεν μετατρέψει την ισχύ του σε δίκαιο και την υπακοή σε καθήκον. Από δω πηγάζει και το δίκαιο του ισχυρότερου, που φαινομενικά μπορεί να εκληφθεί ως ειρωνεία, αλλά στην πραγματικότητα έχει αναχθεί σε αρχή. Δεν υπάρχει λοιπόν κανείς να μας εξηγήσει αυτή τη λέξη; Η ισχύς είναι μια φυσική δύναμη, και δεν βλέπω καθόλου ποια ηθική μπορεί να προκύψει από τα αποτελέσματα της. Η υποταγή στη δύναμη είναι πράξη ανάγκης, όχι βούλησης. Το πολύ πολύ είναι μια πράξη φρόνησης. Με ποια έννοια τότε θα μπορούσε να θεωρηθεί καθήκον;

Ας υποβάλουμε όμως σε μια μικρή εξέταση αυτό το υποτιθέμενο δίκαιο και δεν θα προκύψει παρά ένας ανεξήγητος παραλογισμός. Αν λοιπόν η ισχύς δημιουργεί το δίκαιο, το αποτέλεσμα παίρνει τη θέση της αιτίας· κάθε νέα ισχύς που υπερνικά την προηγούμενη κληρονομεί τα δικαιώματα της. Αν κάποιος μπορεί να απειθαρχεί ατιμώρητα, μπορεί έτσι να νομιμοποιείται, και εφόσον ο ισχυρότερος έχει πάντα δίκιο, το μόνο που θα επιδιώκει κανείς είναι να ‘ναι πάντα ο ισχυρότερος. Όμως τι είναι άραγε αυτό το δίκαιο που εξαφανίζεται με την παύση της ισχύος; Αν οφείλουμε να υπακούμε με τη βία, δεν οφείλουμε να υπακούμε από καθήκον, και αν δεν αναγκαζόμαστε να υπακούμε, δεν είμαστε καθόλου υποχρεωμένοι. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι αυτή η λέξη «δίκαιο» δεν προσθέτει τίποτα στην ισχύ, και δεν σημαίνει εδώ τίποτε απολύτως.

«Να υπακούτε στη δύναμη». Αν αυτό σημαίνει, υποταχθείτε στην ισχύ, ως αρχή είναι καλή αλλά περιττή, και προσθέτω ότι κανείς ποτέ δεν θα την παραβεί. Ου γαρ έστιν εξουσία ει μη υπό Θεού, το αναγνωρίζω, το ίδιο όμως συμβαίνει και με τις αρρώστιες. Σημαίνει άραγε ότι απαγορεύεται να καλέσω τον γιατρό; Αν κάποιος ληστής μού επιτεθεί στην άκρη ενός δάσους, όχι μόνον αναγκάζομαι διά της βίας να του δώσω το πουγκί μου, αλλά, ακόμα κι αν μπορούσα να το κρύψω, μήπως θα ήμουν υποχρεωμένος να του το δώσω για συνειδησιακούς λόγους; Γιατί τελικά το πιστόλι που κρατά είναι επίσης μια δύναμη.

Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, ότι η ισχύς δεν δημιουργεί δίκαιο, και ότι δεν οφείλουμε υπακοή παρά μόνο στις έννομες δυνάμεις. Έτσι, το αρχικό ερώτημα επανέρχεται.

Περί δουλείας

Εφόσον εκ φύσεως κανένας δεν διαθέτει εξουσία πάνω στους ομοίους του και αφού η ισχύς δεν δημιουργεί δίκαιο, παραμένουν λοιπόν οι συμβάσεις, ως βάση κάθε έννομης αρχής μεταξύ των ανθρώπων.

Αν ένας ιδιώτης, λέει ο Γκρότιους, μπορεί να απαλλοτριώσει την ελευθερία του και να γίνει δούλος κάποιου κυρίου, γιατί κι ένας ολόκληρος λαός δεν μπορεί να απαλλοτριώσει τη δική του και να γίνει υποτελής κάποιου βασιλιά; Υπάρχουν εδώ πολλές διφορούμενες λέξεις που θα χρειάζονταν εξήγηση, αλλά ας σταθούμε στη λέξη απαλλοτρίωση. Απαλλοτριώνω σημαίνει δίνω ή πουλώ. Πλην όμως, όποιος γίνεται δούλος κάποιου άλλου δεν δίνει τον εαυτό του, αλλά τον πουλά με αντάλλαγμα τουλάχιστον να επιβιώσει. Ένας λαός όμως για ποιο λόγο να πουλήσει τον εαυτό του; 0 βασιλιάς, αντί να εξασφαλίζει στους υπηκόους του τα μέσα για την επιβίωση τους, εξασφαλίζει τα δικά του από αυτούς, και όπως έλεγε ο Ραμπελαί, ένας βασιλιάς δεν είναι ολιγαρκής. Οι υπήκοοι λοιπόν εκχωρούν τον εαυτό τους υπό τον όρο να τους πάρει και τα αγαθά τους; Δεν βλέπω τότε τι θα τους απέμενε.

Θα μου πουν τότε ότι ο άρχοντας εξασφαλίζει στους υπηκόους του κοινωνική ειρήνη. Έστω. Μα τι κερδίζουν, αφού οι πόλεμοι που προκαλεί η φιλοδοξία του, η ακόρεστη πλεονεξία του, οι προσβολές των υπουργών του τους καταθλίβουν περισσότερο κι από τις τυχόν μεταξύ τους διαμάχες; Τι κερδίζουν αν η ησυχία αυτή είναι μία από τις δυστυχίες τους; Η ζωή είναι ήσυχη και στη φυλακή. Είναι όμως λόγος για να μας αρέσει; Οι Έλληνες, κλεισμένοι στη σπηλιά του Κύκλωπα ζούσαν κι αυτοί ήσυχα, περιμένοντας τη σειρά τους να καταβροχθιστούν. Να λέμε πάλι ότι ένας άνθρωπος προσφέρει τον εαυτό του δίχως αντάλλαγμα είναι ακατανόητο και παράλογο. Η πράξη αυτή είναι παράνομη και άκυρη, από το γεγονός και μόνον ότι όποιος την αποφασίζει δεν είναι στα συγκαλά του. Να πούμε μάλιστα το ίδιο για έναν ολόκληρο λαό, είναι σαν να υποθέτουμε ένα λαό τρελών και η τρέλα δεν δημιουργεί το δίκαιο.

Αλλά ακόμα κι αν κάποιος μπορούσε να απαλλοτριώσει τον εαυτό του, δεν μπορεί να απαλλοτριώσει τα παιδιά του, αφού γεννιούνται άνθρωποι και ελεύθεροι. Η ελευθερία τους ανήκει και κανένας δεν έχει δικαίωμα να τη διαθέσει εκτός από τα ίδια. Προτού ενηλικιωθούν, ο πατέρας τους μπορεί να καθορίζει για λογαριασμό τους τις συνθήκες διαβίωσης τους, για να ζουν όσο το δυνατό καλύτερα. Δεν μπορεί όμως να τα παραχωρήσει αμετάκλητα και άνευ όρων. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο με τις επιταγές της φύσης και υπερβαίνει το δικαίωμα της πατρότητας. Προκειμένου για τη νομιμοποίηση μιας αυθαίρετης κυβέρνησης, θα έπρεπε σε κάθε γενιά ο λαός να την εγκρίνει ή να την απορρίπτει- αλλά τότε, αυτή η κυβέρνηση δεν θα ήταν πλέον αυθαίρετη.

Να απαρνηθείς την ελευθερία σου, σημαίνει ότι απαρνείσαι την ιδιότητα σου ως ανθρώπου, τα δικαιώματα και επίσης τα καθήκοντα της. Δεν μπορεί να υπάρχει κανένα αντιστάθμισμα για όποιον απαρνείται τα πάντα. Η απάρνηση αυτή είναι ασύμβατη με την ανθρώπινη φύση, καθώς αφαιρώντας κάθε ελευθερία από τη θέληση σου αφαιρείς κάθε ηθική από τις πράξεις σου. Τελικά, είναι μάταιη και αντιφατική μια σύμβαση που ορίζει απόλυτη εξουσία για το ένα μέρος, ενώ για το άλλο απεριόριστη υποταγή. Δεν είναι φανερό ότι δεν οφείλει κανείς καμία υποχρέωση σε όποιον έχει δικαίωμα να αξιώνει τα πάντα; Και μονάχα ο όρος αυτός, να δίνει κανείς δίχως αντιστάθμισμα, χωρίς να παίρνει τίποτα, δεν συνεπάγεται την ακύρωση της πράξης; Γιατί ποιο δικαίωμα θα είχε ο δούλος μου απέναντι μου, αφού όλα όσα έχει ανήκουν σε μένα; Εφόσον το δικαίωμα του ανήκει σε μένα, τούτο το δικαίωμα μου απέναντι σε μένα είναι κενό γράμμα.

Ο Γκρότιους και άλλοι συνάγουν από τον πόλεμο μια άλλη αρχή, το υποτιθέμενο δίκαιο δουλείας. Κατ’ αυτούς, αφού ο νικητής έχει το δικαίωμα να σκοτώνει τον ηττημένο, ο ηττημένος μπορεί να εξαγοράσει τη ζωή του εις βάρος της ελευθερίας του. Η σύμβαση αυτή θεωρείται νόμιμη, εφόσον είναι επωφελής και για τους δύο.

Είναι όμως σαφές ότι τούτο το υποτιθέμενο δικαίωμα του νικητή να σκοτώνει τον ηττημένο δεν προκύπτει με κανένα τρόπο από την κατάσταση του πολέμου. Οι άνθρωποι δεν είναι εκ φύσεως εχθροί, αφού στην πρωταρχική τους ανεξαρτησία δεν έχουν καθόλου σταθερές σχέσεις μεταξύ τους ώστε να δημιουργηθεί κατάσταση πολέμου ή ειρήνης. Είναι η εμπράγματη και όχι η ανθρώπινη σχέση που προκαλεί τον πόλεμο, και καθώς η εμπόλεμη κατάσταση δεν μπορεί να προκύψει από απλές προσωπικές σχέσεις, αλλά μόνον από σχέσεις ιδιοκτησίας, ο ιδιωτικός πόλεμος, ή του ανθρώπου με τον άνθρωπο, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε στη φυσική κατάσταση, όπου δεν υπάρχει σταθερή ιδιοκτησία, ούτε στην κοινωνική κατάσταση, όπου τα πάντα υπάγονται στην αρχή των νόμων.

Ατομικές έριδες, μονομαχίες, αναμετρήσεις είναι πράξεις που δεν συγκροτούν καμιά κατάσταση. Όσο για τους ιδιωτικούς πολέμους, που επιτράπηκαν στη Γαλλία με τα διατάγματα του βασιλιά Λουδοβίκου Θ’, και τους ανέστειλε η ειρήνη του Θεού, αποτελούν καταχρήσεις του φεουδαρχικού καθεστώτος, που είναι το πιο παράλογο σύστημα απ’ όσα υπήρξαν μέχρι τώρα, αντίθετο προς τις αρχές του φυσικού δικαίου και κάθε καλής πολιτικής.

Ο πόλεμος, λοιπόν, δεν είναι διόλου μια σχέση ανθρώπου προς άνθρωπο, αλλά μεταξύ κρατών, όπου τα άτομα είναι εχθροί μόνο συμπτωματικά, καθόλου ως άνθρωποι ούτε καν ως πολίτες, [Πρόσθετη σημείωση της έκδοσης του 1782: «Οι Ρωμαίοι, που κατανόησαν και σεβάστηκαν το δίκαιο του πολέμου περισσότερο από κάθε άλλο έθνος στον κόσμο, υπήρξαν τόσο ευσυνείδητοι από αυτή την άποψη, ώστε δεν επιτρεπόταν σ’ έναν πολίτη να υπηρετήσει ως εθελοντής αν δεν αναλάμβανε ρητή υποχρέωση εναντίον του εχθρού, και μάλιστα εναντίον συγκεκριμένου εχθρού. Όταν μια λεγεώνα όπου κατατάχθηκε για πρώτη φορά ο γιος Κάτων υπό τον Ποπήλιο επανασυστάθηκε, ο πατέρας Κάτων έγραψε στον Ποπήλιο ότι για να εξακολουθήσει ο γιος του να υπηρετεί υπό τις διαταγές του έπρεπε να ορκισθεί ξανά. Γιατί ο πρώτος όρκος είχε ακυρωθεί, και δεν μπορούσε πια να πολεμά κατά του εχθρού. Επίσης έγραψε στον γιο του να μην πάρει μέρος σε μάχη πριν δώσει τούτο τον καινούργιο όρκο. Ξέρω ότι μπορούσαν να μου αντιτάξουν την πολιορκία του Κλουσίου και άλλα παρόμοια περιστατικά. Μα εγώ παραθέτω νόμους και έθιμα. Οι Ρωμαίοι παραβίαζαν τους νόμους τους σπανιότερα από κάθε άλλο. Και είναι οι μόνοι που είχαν τόσο καλούς»] αλλά ως στρατιώτες, δηλαδή όχι ως μέλη της πατρίδας αλλά ως υπερασπιστές της. Τέλος,κάθε κράτος μπορεί να έχει εχθρούς μόνον άλλα κράτη και όχι ανθρώπους, αφού ανάμεσα σε πράγματα διαφορετικής φύσης δεν είναι δυνατό να δημιουργηθεί καμία πραγματική σχέση.

Η αρχή αυτή είναι επίσης σύμφωνη και με τις πρακτικές αρχές του λόγου που ισχύουν ανέκαθεν και με τις πρακτικές όλων των πολιτισμένων λαών. Κάθε κήρυξη πολέμου δεν είναι προειδοποιητική απειλή για όσους είναι στην εξουσία όσο για τους υπηκόους τους. Ο ξένος, είτε βασιλιάς είτε ιδιώτης, είτε λαός, που κλέβει, σκοτώνει ή αιχμαλωτίζει υπηκόους, δίχως να κηρύξει τον πόλεμο στον ηγεμόνα, δεν είναι πολεμιστής, αλλά ληστής. Ένας δίκαιος ηγεμόνας, ακόμα και σε καιρό πολέμου, ενώ κυριεύει ό,τι ανήκει στη χώρα του εχθρού, σέβεται όμως το πρόσωπο και τα αγαθά των ατόμων και επίσης τα δικαιώματα στα οποία βασίζονται και τα δικά του. Αφού σκοπός του πολέμου είναι η καταστροφή του εχθρικού κράτους, επιτρέπεται να σκοτώνονται οι υπερασπιστές του όσο οπλοφορούν. Από τη στιγμή όμως που καταθέσουν τα όπλα και παραδοθούν, παύουν να είναι εχθροί ή όργανα του εχθρού. Ξαναγίνονται απλώς άνθρωποι, και κανένας δεν έχει πια δικαίωμα πάνω στη ζωή τους. Καμιά φορά είναι δυνατό να αφανίσουν ένα κράτος δίχως να σκοτώσουν ούτε ένα από τα μέλη του. 0 πόλεμος δεν δίνει κανένα δικαίωμα που να μην είναι απαραίτητο για το σκοπό του. Ο Γκρότιους δεν συμμερίζεται αυτές τις αρχές. Και ούτε στηρίζονται σε γνώμες ποιητών, αλλά προέρχονται από τη φύση των πραγμάτων και βασίζονται στη λογική.
 
Όσο για το δικαίωμα κατάκτησης, βασίζεται μόνο στο δίκαιο του ισχυρότερου. Αφού ο πόλεμος δεν δίνει στον νικητή το δικαίωμα να σφάζει τους ηττημένους λαούς, δεν μπορεί επομένως να τον νομιμοποιήσει να τους υποδουλώσει. Αν κάποιος έχει δικαίωμα να σκοτώσει τον εχθρό όταν δεν μπορεί να τον υποδουλώσει, το δικαίωμα να τον υποδουλώσει δεν πηγάζει από το δικαίωμα να τον σκοτώσει. Συνεπώς είναι άνιση η ανταλλαγή να εξαγοράζει κάποιος τη ζωή του, πάνω στην οποία κανένας δεν έχει δικαίωμα, με τίμημα την ελευθερία του. Στηρίζοντας το δικαίωμα ζωής και θανάτου στο δικαίωμα της δουλείας, και το δικαίωμα της δουλείας στο δικαίωμα ζωής και θανάτου, δεν είναι φανερό ότι πέφτουμε σ’ έναν φαύλο κύκλο;

Ακόμα κι αν δεχτούμε υποθετικά αυτό το τρομακτικό δικαίωμα του φονεύειν, νομίζω ότι ένας άνθρωπος που έγινε δούλος στον πόλεμο ή ένας λαός που κατακτήθηκε δεν έχει καμία υποχρέωση στον κύριο του, παρά να τον υπακούει μονάχα όσο εκείνος τον εξαναγκάζει. Γιατί ο νικητής δεν του έκανε καμία χάρη αφού πήρε κάποιο αντάλλαγμα για τη ζωή του: αντί να τον σκοτώσει χωρίς όφελος τον σκότωσε με κέρδος. Δίχως λοιπόν να έχει αποκτήσει κάποια εξουσία πάνω του που να έχει ισχύ, η εμπόλεμη κατάσταση ανάμεσα τους διατηρείται όπως πριν. Οι δε σχέσεις τους είναι το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης και η χρήση του δικαιώματος του πολέμου δεν προϋποθέτει καμία συνθήκη ειρήνης. Έστω ότι έκαναν μια σύμβαση. Η σύμβαση όμως αυτή όχι μόνο δεν σταματά την εμπόλεμη κατάσταση, αλλά υποβάλλει τη συνέχιση της. Έτσι, απ’ όποια πλευρά κι αν δει κανείς τα πράγματα, το δικαίωμα της υποδούλωσης είναι άκυρο- όχι μόνο γιατί είναι παράνομο, αλλά κι επειδή είναι παράλογο και δίχως νόημα. Οι λέξεις δουλεία και δίκαιο είναι αντιφατικές και αλληλοαποκλείονται. 

Είτε απευθύνονται από έναν άνθρωπο σε άλλον, είτε από έναν άνθρωπο σ’ ένα λαό, τα παρακάτω λόγια θα είναι πάντα ακατανόητα: Κάνω μαζί σου μία σύμβαση εντελώς σε βάρος σου και εντελώς σε όφελος μου, που θα τηρήσω όσο καιρό μου αρέσει και θα τηρήσεις όσο αρέσει σε μένα.

Jean Jacques Rousseau, το Κοινωνικό Συμβόλαιο