Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ, ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΓΝΩΣΤΙΚΩΝ, ΕΡΜΗΣ Ο ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΣ - Ποιμάνδρης § 1-7, 12-15

Η επιφάνεια του Ποιμάνδρη

Ο Ποιμάνδρης είναι το πρώτο και σημαντικότερο έργο της συλλογής συγγραμμάτων (σε ελληνική, λατινική και κοπτική γλώσσα) που παραδίδονται με το όνομα του Ἑρμῆ Τρισμεγίστου.Η συλλογή, που άρχισε να δημιουργείται σταδιακά από τον 2ο αι. μ.Χ., συνδέεται με τη λατρεία τον αιγυπτιακού θεού Θωθ (στα ελληνικά ως αντίστοιχος θεός θεωρήθηκε ο Ερμής Τρισμέγιστος) και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του συγκρητισμού των αυτοκρατορικών χρόνων. Περιέχει κείμενα κατά κύριο λόγο αποκαλυπτικά αλλά και κείμενα με αστρολογικό, αλχημιστικό και φιλοσοφικό περιεχόμενο. Αν και ο τίτλος της συλλογής (Ερμής Τρισμέγιστος ~ Θωθ) υπονοεί ότι περιέχει αιγυπτιακή σοφία, αυτή περιορίζεται σε ένα επιφανειακό επίπεδο, ενώ κατ᾽ ουσίαν το περιεχόμενο των έργων στηρίζεται σε ελληνικές αντιλήψεις (ιδιαίτερα εμφανής είναι η επίδραση των νεοπλατωνικών αντιλήψεων, βλ. Κείμενο ΠΛΩΤΙΝΟΣ - Περὶ τοῦ καλοῦ). Ο τίτλος Ποιμάνδρης (= ποιμὴν ἀνδρῶν) του πρώτου έργου της συλλογής οφείλεται στο υπερφυσικό ον που αποκαλύπτεται μέσα σ᾽ αυτό. Στο πρώτο απόσπασμα που ανθολογείται εδώ ο ανώνυμος αφηγητής βλέπει σε ένα όραμα τον Ποιμάνδρη, ο οποίος ταυτίζεται με τον Νου, να του αναπτύσσει τη διδασκαλία του για την δημιουργία του κόσμου. «Οι μορφές και οι αποχρώσεις αυτού του οράματος δίνουν», όπως παρατήρησε κάποιος φιλόλογος, «σχεδόν την εντύπωση ενός αφηρημένου έργου τέχνης». Αξιοπρόσεκτη στην περιγραφή του οράματος είναι η χρήση,-συχνή στα ερμητικά κείμενα- συμβόλων υπό μορφή αντιθετικών ζευγών (π.χ. φως-σκοτάδι, νερό-φωτιά). Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα με την παρουσίαση οραμάτων στη λογοτεχνία, η θέαση του οράματος ακολουθείται από την ερμηνεία του. Στο δεύτερο απόσπασμα περιέχεται η -αινιγματική σε μερικά σημεία- αφήγηση για τη δημιουργία του ανθρώπου.

Ποιμάνδρης § 1-7, 12-15

[1] ἐννοίας μοί ποτε γενομένης περὶ τῶν ὄντων καὶ μετεωρισθείσης μοι τῆς διανοίας σφόδρᾳ, κατασχεθεισῶν μου τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων, καθάπερ οἱ ὕπνῳ βεβαρημένοι ἐκ κόρου τροφῆς ἢ ἐκ κόπου σώματος, ἔδοξά τινα ὑπερμεγέθη μέτρῳ ἀπεριορίστῳ τυγχάνοντα καλεῖν μου τὸ ὄνομα καὶ λέγοντά μοι, Τί βούλει ἀκοῦσαι καὶ θεάσασθαι, καὶ νοήσας μαθεῖν καὶ γνῶναι;
[2] ―φημὶ ἐγώ, Σὺ γὰρ τίς εἶ; ―Ἐγὼ μέν, φησίν, εἰμὶ ὁ Ποιμάνδρης, ὁ τῆς αὐθεντίας νοῦς· οἶδα ὃ βούλει, καὶ σύνειμί σοι πανταχοῦ. [3] ―φημὶ ἐγώ, Μαθεῖν θέλω τὰ ὄντα καὶ νοῆσαι τὴν τούτων φύσιν καὶ γνῶναι τὸν Θεόν· πῶς, ἔφην, ἀκοῦσαι βούλομαι. ―φησὶν ἐμοὶ πάλιν, Ἔχε νῷ σῷ ὅσα θέλεις μαθεῖν, κἀγώ σε διδάξω. [4] τοῦτο εἰπὼν ἠλλάγη τῇ ἰδέᾳ, καὶ εὐθέως πάντα μοι ἤνοικτο ῥοπῇ, καὶ ὁρῶ θέαν ἀόριστον, φῶς δὲ πάντα γεγενημένα, εὔδιόν τε καὶ ἱλαρόν, καὶ ἠράσθην ἰδών. καὶ μετ᾽ ὀλίγον σκότος κατωφερὲς ἦν, ἐν μέρει γεγενημένον, φοβερόν τε καὶ στυγνόν, σκολιῶς ἐσπειραμένον, ὡς ‹ὄφει› εἰκάσαι με· εἶτα μεταβαλλόμενον τὸ σκότος εἰς ὑγράν τινα φύσιν, ἀφάτως τεταραγμένην καὶ καπνὸν ἀποδιδοῦσαν, ὡς ἀπὸ πυρός, καί τινα ἦχον ἀποτελοῦσαν ἀνεκλάλητον γοώδη· εἶτα βοὴ ἐξ αὐτῆς ἀσυνάρθρως ἐξεπέμπετο, ὡς εἰκάσαι φωνῇ πυρός, [5] ἐκ δὲ φωτὸς *** λόγος ἅγιος ἐπέβη τῇ φύσῃ, καὶ πῦρ ἄκρατον ἐξεπήδησεν ἐκ τῆς ὑγρᾶς φύσεως ἄνω εἰς ὕψος· κοῦφον δὲ ἦν καὶ ὀξύ, δραστικὸν δὲ ἅμα, καὶ ὁ ἀὴρ ἐλαφρὸς ὢν ἠκολούθησε τῷ πνεύματι, ἀναβαίνοντος αὐτοῦ μέχρι τοῦ πυρὸς ἀπὸ γῆς καὶ ὕδατος, ὡς δοκεῖν κρέμασθαι αὐτὸν ἀπ᾽ αὐτοῦ· γῆ δὲ καὶ ὕδωρ ἔμενε καθ᾽ ἑαυτὰ συμμεμιγμένα, ὡς μὴ θεωρεῖσθαι ‹τὴν γῆν› ἀπὸ τοῦ ὕδατος· κινούμενα δὲ ἦν διὰ τὸν ἐπιφερόμενον πνευματικὸν λόγον εἰς ἀκοήν. [6] ὁ δὲ Ποιμάνδρης ἐμοί, Ἐνόησας, φησί, τὴν θέαν ταύτην ὅ τι καί βούλεται; καί, Γνώσομαι, ἔφην ἐγώ. ―Τὸ φῶς ἐκεῖνο, ἔφη, ἐγὼ Νοῦς ὁ σὸς θεός, ὁ πρὸ φύσεως ὑγρᾶς τῆς ἐκ σκότους φανείσης· ὁ δὲ ἐκ Νοὸς φωτεινὸς Λόγος υἱὸς θεοῦ. ―Τί οὖν; φημί. ―Οὕτω γνῶθι· τὸ ἐν σοὶ βλέπον καὶ ἀκοῦον, λόγος κυρίου, ὁ δὲ νοῦς πατὴρ θεός. οὐ γὰρ διίστανται ἀπ᾽ ἀλλήλων· ἕνωσις γὰρ τούτων ἐστὶν ἡ ζωή. ―Εὐχαριστῶ σοι, ἔφην ἔγω. ―Ἀλλὰ δὴ νόει τὸ φῶς καὶ γνώριζε τοῦτο. [7] εἰπόντος ταῦτα ἐπὶ πλείονα χρόνον ἀντώπησέ μοι, ὥστε με τρέμειν αὐτοῦ τὴν ἰδέαν· ἀνανεύσαντος δέ, θεωρῶ ἐν τῷ νοΐ μου τὸ φῶς ἐν δυνάμεσιν ἀναριθμήτοις ὄν, καὶ κόσμον ἀπεριόριστον γεγενημένον, καὶ περιίσχεσθαι τὸ πῦρ δυνάμει μεγίστῃ, καὶ στάσιν ἐσχηκέναι κρατούμενον· ταῦτα δὲ ἐγὼ διενοήθην ὁρῶν διὰ τὸν τοῦ Ποιμάνδρου λόγον.
[12] ὁ δὲ πάντων πατὴρ ὁ Νοῦς, ὢν ζωὴ καὶ φῶς, ἀπεκύησεν Ἄνθρωπον αὐτῷ ἴσον, οὗ ἠράσθη ὡς ἰδίου τόκου· περικαλλὴς γάρ, τὴν τοῦ πατρὸς εἰκόνα ἔχων· ὄντως γὰρ καὶ ὁ θεὸς ἠράσθη τῆς ἰδίας μορφῆς, παρέδωκε ‹τε› τὰ ἑαυτοῦ πάντα δημιουργήματα, [13] καὶ κατανοήσας δὲ τὴν τοῦ Δημιουργοῦ κτίσιν ἐν τῷ πυρί, ἠβουλήθη καὶ αὐτὸς δημιουργεῖν, καὶ συνεχωρήθη ἀπὸ τοῦ πατρός· γενόμενος ἐν τῇ δημιουργικῇ σφαίρᾳ, ἕξων τὴν πᾶσαν ἐξουσίαν, κατενόησε τοῦ ἀδελφοῦ τὰ δημιουργήματα, οἱ δὲ ἠράσθησαν αὐτοῦ, ἕκαστος δὲ μετεδίδου τῆς ἰδίας τάξεως· καὶ καταμαθὼν τὴν τούτων οὐσίαν καὶ μεταλαβὼν τῆς αὐτῶν φύσεως ἠβουλήθη ἀναρρῆξαι τὴν περιφέρειαν τῶν κύκλων, καὶ τὸ κράτος τοῦ ἐπικειμένου ἐπὶ τοῦ πυρὸς κατανοῆσαι. [14] καὶ ὁ τοῦ τῶν θνητῶν κόσμου καὶ τῶν ἀλόγων ζῴων ἔχων πᾶσαν ἐξουσίαν διὰ τῆς ἁρμονίας παρέκυψεν, ἀναρρήξας τὸ κύτος, καὶ ἔδειξε τῇ κατωφερεῖ φύσει τὴν καλὴν τοῦ θεοῦ μορφήν, ὃν ἰδοῦσα ἀκόρεστον κάλλος ‹καὶ› πᾶσαν ἐνέργειαν ἐν ἑαυτῷ ἔχοντα τῶν διοικητόρων τήν τε μορφὴν τοῦ θεοῦ ἐμειδίασεν ἔρωτι, ὡς ἅτε τῆς καλλίστης μορφῆς τοῦ Ἀνθρώπου τὸ εἶδος ἐν τῷ ὕδατι ἰδοῦσα καὶ τὸ σκίασμα ἐπὶ τῆς γῆς. ὁ δὲ ἰδὼν τὴν ὁμοίαν αὐτῷ μορφὴν ἐν αὐτῇ οὖσαν ἐν τῷ ὕδατι, ἐφίλησε καὶ ἠβουλήθη αὐτοῦ οἰκεῖν· ἅμα δὲ τῇ βουλῇ ἐγένετο ἐνέργεια, καὶ ᾤκησε τὴν ἄλογον μορφήν· ἡ δὲ φύσις λαβοῦσα τὸν ἐρώμενον περιεπλάκη ὅλη καὶ ἐμίγησαν· ἐρώμενοι γὰρ ἦσαν. [15] καὶ διὰ τοῦτο παρὰ πάντα τὰ ἐπὶ γῆς ζῷα διπλοῦς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος, θνητὸς μὲν διὰ τὸ σῶμα, ἀθάνατος δὲ διὰ τὸν οὐσιώδη ἄνθρωπον· ἀθάνατος γὰρ ὢν καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων, τὰ θνητὰ πάσχει ὑποκείμενος τῇ εἱμαρμένῃ· ὑπεράνω οὖν ὢν τῆς ἁρμονίας ἐναρμόνιος γέγονε δοῦλος ἀρρενόθηλυς δὲ ὤν, ἐξ ἀρρενοθήλεος ὢν πατρὸς καὶ ἄϋπνος ἀπὸ ἀΰπνου κρατεῖται.

***
[1] Κάποτε που άρχισα να σκέφτομαι για τα όντα κι η σκέψη μου περιπλανήθηκε πολύ στα μεγάλα ύψη, ενώ οι σωματικές μου δυνάμεις έπεσαν σε λήθαργο, θαρρείς και βυθίστηκαν σε βαθύ ύπνο, όπως ύστερα από πολύ φαγητό ή από βαριά δουλειά, νόμιζα πως είδα μπροστά μου ένα τεράστιο και πέρα από κάθε μέτρο ον, που με φώναξε με το όνομά μου και μου είπε: Τι θέλεις να ακούσεις, να δεις και με τη νόηση να γνωρίσεις και να κατανοήσεις;
[2] Κι εγώ του είπα: Κι εσύ ποιος είσαι; -Εγώ, είπε, είμαι ο Ποιμάνδρης, ο αυθεντικός νους. Ξέρω τι ζητάς και βρίσκομαι μαζί σου παντού.
[3] Κι εγώ του είπα: Θέλω να μάθω για τα όντα και να κατανοήσω τη φύση τους, θέλω να γνωρίσω το θεό. Κι είπα πάλι: Πόσο θα ᾽θελα να σε ακούσω. - Σκέψου τα όσα θέλεις να μάθεις κι εγώ θα σε διδάξω.
[4] Και λέγοντας αυτά άλλαξε όψη η κατάστασή μου. Και ξαφνικά άνοιξαν μπροστά μου τα πάντα. Και βλέπω ένα όραμα, χωρίς όρια· όλα έγιναν φως, ένα γαλήνιο και χαρούμενο φως. Και έρωτας μεγάλος με κατέλαβε γι᾽ αυτό που είδα. Κι ύστερα από λίγο σκοτάδι κατέβαινε από τη μια μεριά. Κι ήταν φοβερό και τρομερό. Και στριφογύριζε σαν σπείρα. Κι έμοιαζε με (φίδι). Ύστερα το σκοτάδι έγινε κάτι υγρό, ανείπωτα ταραγμένο, που ανάδινε καπνό, σαν να έβγαινε από φωτιά και ακούστηκε ένας απερίγραπτα θρηνητικός ήχος. Σε λίγο βοή ασυνάρτητη ακούστηκε, σαν να ήταν βοή φωτιάς.
[5] Και από το φως *** λόγος άγιος γέμισε τη φύση και ολοκάθαρη φωτιά ξεπήδησε από την υγρά φύση, ψηλά, πάνω στα ύψη. Κι ήταν κάτι ανάλαφρο μαζί και οξύ και δραστικό. Κι ο αέρας, που ακολούθησε το πνεύμα που ανέβαινε από τη γη και το νερό ώς τη φωτιά, ήταν ανάλαφρος· κι έμοιαζε σαν να κρέμεται από τη φωτιά. Η γη και το νερό είχαν μπερδευτεί τόσο πολύ, ώστε να μην ξεχωρίζει η (γη) από το νερό . Και κινούνταν για να κάνουν να ακουστεί ο πνευματικός λόγος.
[6] Και τότε ο Ποιμάνδρης μου είπε: Κατάλαβες τι σημαίνει αυτό το όραμα; Κι εγώ του αποκρίθηκα: Κατάλαβα. - Το φως εκείνο είπε, είμαι εγώ ο Νους, ο θεός σου, εκείνος που υπήρχε πριν από την υγρά φύση και το σκοτάδι και ο φωτεινός Λόγος που εκπορεύεται από το Νου είναι υιός Θεού. Κι είπα: Τι σημαίνει αυτό. -Μάθε το λοιπόν: Αυτό που είδες και άκουσες είναι Λόγος Κυρίου και ο Νους Θεός Πατέρας. Και δεν χωρίζεται το ένα από το άλλο. Η ένωσή τους είναι η ζωή. -Ευχαριστώ, του αποκρίθηκα. - Αλλά τότε κατανόησε το φως και μάθε να το αναγνωρίζεις.
[7] Και με τούτα τα λόγια με κοίταξε κατάματα αρκετή ώρα έτσι που με την ιδέα αυτή έτρεμα. Και όταν κούνησα το κεφάλι μου βλέπω στο νου μου ότι το φως αποτελούνταν από αναρίθμητες δυνάμεις. Κι έγινε ένας άπειρος κόσμος, όπου υπερίσχυε η φωτιά με πολύ μεγάλη δύναμη και έκανα προσπάθεια για να σταθώ στη θέση μου. Και να τι ξεχώρισα με τη σκέψη μου από όσα είδα με το λόγο του Ποιμάνδρη.
...
[12] Και ο πατέρας όλων, ο Νους, που είναι ζωή και φως, γέννησε τον άνθρωπο, ίσον με τον εαυτόν του, τον οποίο και αγάπησε ως γέννημα δικό του. Κι ήταν πανέμορφος ο άνθρωπος γιατί είχε την εικόνα του πατέρα του. Επειδή ο θεός αγάπησε την ίδια του τη μορφή, του παρέδωσε όλα του τα δημιουργήματα.
[13] Και ο άνθρωπος αφού κατενόησε την κτίση του Δημιουργού μέσα στη φωτιά, σκέφτηκε να δημιουργήσει και αυτός. Και ο πατέρας του συγχώρησε αυτό που έκανε στη σφαίρα της δημιουργίας στην οποία είχε κάθε εξουσία. Κατανόησε του αδελφού τα δημιουργήματα και αγάπησαν αυτόν και ο καθένας του μετέδιδε τις γνώσεις της δικής του τάξης. Και αφού κατανόησε την ουσία τους και αφού μετάλαβε της φύσης τους, θέλησε να σπάσει την περιφέρεια των κύκλων, για να κατανοήσει τη δύναμη αυτού που κυριαρχεί μέσα στη φωτιά.
[14] Και τότε ο άνθρωπος που είχε την εξουσία πάνω στον κόσμο των θνητών και των αλόγων ζώων που βγήκε από την αρμονία, σκέφτηκε να διαρρήξει το πλαίσιο που τα περιβάλλει. Και είδε στην κατώτερη φύση την ωραία μορφή του θεού και όταν είδε το απέραντο κάλλος (και) όλη την ενεργητικότητα των διοικητών να ενώνονται στη μορφή του θεού, εκείνος μειδίασε από αγάπη, γιατί είδε την υπέροχη μορφή του ανθρώπου να αντανακλάται στο νερό και στη σκιά του πάνω στη γη. Κι αυτός βλέποντας την όμοια με αυτόν μορφή στο νερό τον αγάπησε και θέλησε να κατοικήσει σ᾽ αυτό. Και αμέσως η βουλή έγινε ενέργεια και κατοίκησε στην άλογο μορφή. Τότε η φύση, αφού πήρε τον αγαπημένο της, μπλέχτηκε μαζί του και ενώθηκαν κανονικά. Γιατί ήταν ερωτευμένοι.
[15] Και για το λόγο αυτό ο άνθρωπος είναι διπλός από όλα τα ζώα της γης: θνητός κατά το σώμα και αθάνατος στην ουσία του ανθρώπου. Παρόλο που στην ουσία είναι αθάνατος και έχει εξουσία σε όλα, πάσχει ως θνητός και υπόκειται στην Ειμαρμένη. Παρόλο που είναι υπεράνω της αρμονίας έγινε δούλος της αρμονίας· και καθώς ήταν σερνικοθήλυκος αφού προερχόταν από σερνικοθήλυκο πατέρα και άυπνος από άυπνο έτσι και μένει.