Κυριακή 24 Απριλίου 2016

ΓΡΑΦΗ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Εἴτε ἡ καινούρια πρόταση ἐπεδίωκε τήν θέσπιση νόμου εἴτε τήν ἔκδοση ψηφίσματος, ὁ ἴδιος ὁ προτείνων εἶχε τήν εὐθύνη νά βεβαιωθεῖ ὅτι δέν παραβίαζε κανέναν ὑπάρχοντα νόμο εἴτε στή μορφή εἴτε ἀτό περιεχόμενο. Ἄν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ὁ προτείνων μποροῦσε νά διωχθεῖ. Ἀμέσως μόλις ὁ μηνυτής προέβαινε σέ ἔνορκη δήλωση («ὑπομωσία» ) ὅτι προετίθετο νά ὑποβάλει «γραφή παρανόμων», ὁ προτεινόμενος νόμος ἤ ψήφισμα, εἴτε ἡ Ἐκκλησία εἶχε ψηφίσει γι' αὐτόν εἴτε ὄχι, ἀναστελλόταν μέχρι τή διεξαγωγή τῆς δίκης. Ἄν ὁ ἐναγόμενος κρινόταν ἔνοχος, τιμωρούνταν, συνήθως μέ πρόστιμο, ἐνῶ ὁ νόμος ἤ τό ψήφισμα πού πρότεινε ἀκυρωνόταν. Ἄν κάποιος καταδικαζόταν τρεῖς φορές γι’ αὐτό τό εἴδος ἐγκλήματος, ὑφίστατο ἐπιπρόσθετα καί στέρηση τών πολιτικῶν του δικαιωμάτων («ἀτιμία»).[1]

Οἱ παλιότερες γνωστές περιπτώσεις «γραφῆς παρανόμων» ἦταν ἡ μήνυση πού ὑπέβαλε ὁ Λεωγόρας κατά τοῦ Σπευσίππου τό 415 καί μία περίπτωση στήν ὁποία ἐμπλέκονταν ὁ Ἀντιφῶν καί ὁ Δημοσθένης (ὁ στρατηγός, ὄχι ὁ ρήτορας) τήν ἴδια περίπου ἐποχή[2]. Εἶναι ἄγνωστο πόσο πρίν ἀπό τήν ἐποχή αὐτή εἶχε θεσπισθεῖ αὐτή ἡ διαδικασία καί ποιός τήν πρότεινε, καί καθώς λείπουν τά στοιχεῖα, οἱ διάφορες εἰκασίες πού ἔγιναν ἀπό νεότερους φιλολόγους δέν χρειάζεται νά ἀναφερθοῦν· ὅποιος κι ἄν τήν πρότεινε ἦταν ἀναμφίβολα κάποιος πού πίστευε στή διατήρηση τοῦ νόμου καί τοῦ ὑφιστάμενου πολιτεύματος. Ἡπολιτειακή της σημασία βρίσκεται ἔξω ἀπό τό πεδίο αὐτοῦ του βιβλίου· οἱ ἀναγνῶστες πού ἐνδιαφέροντα: γιά αὐτό τό θέμα θά πρέπει νά ἀνατρέξουν σέ πρόσφατα βιβλία τῶν Η. J. Wolff καί Μ. H. Hansen.[3]

Κατά τόν τέταρτο αἰώνα ἦταν ἐπίσης δυνατόν νά μηνυθεῖ κάποιος μέ «γραφή» γιά τήν «θέσπιση ἀναρμοστου νόμου» («νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι») . Αὐτή ἡ κατηγορία ἦταν κατά ἕνα τρόπο στενότερη ἀπό τή «γραφή παρανόμων», διότι εἶχε νά κάνει μόνο μέ νέους νόμους, ὄχι μέ νέα ψηφίσματα· ἀπό μία ἄλλη ἄποψη ὅμως ἦταν εὐρύτερη, διότι ἡ λέξη «μή ἐπιτήδειος» ἀποτελεΐ ἕναν ἀόριστο ὅρο πού θά μποροῦσε νά καλύψει καί ἄλλα ἀδικήματα πέρα ἀπό τήν παραβίαση ὑφισταμένου νόμου. Ὑπῆρχε ἕνα χρονικό ὁριο: ἄν οἱ σχετικές διαδικασίες δέν ξεκινοῦσαν μέσα σέ ἕνα ἔτος, αὐτός πού πρότεινε τόν νέο νόμο δέν μποροῦσε πιά νά τιμωρηθεῖ, ἀλλά ἦταν ἀκόμη δυνατόν νά ὑποβληθεῖ «γραφή» κατά τοῦ νόμου του, ὁ ὁποῖος ἀκυρωνόταν ἄν ἡ μήνυση εἶχε ἐπιτυχή ἔκβαση· μάλιστα, ἔτσι ἀκριβῶς εἶχαν τά πράγματα ὅταν ὁ Δημοσθένης συνέθεσε τόν σωζόμενο λόγο του «Κ α τ ά  τ ο ῦ  Λ ε π τ ί ν ο υ ς» τό 355/4, ὁ ὁποῖος ἀφοροῦσε «γραφή» ἐναντίον τοῦ νόμου τοῦ Λεπτίνους[4]. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὁ λόγος «Κ α τ ά  Τ ι μ ο κ ρ ά τ ο υ ς» (Δ η μ ο σ θ έ ν η ς 24) βρισκόταν μέσα στά χρονικά ὅρια καί ζητοῦσε τήν τιμωρία τοῦ Τιμοκράτους. Ἡ ποινή σ’ αὐτήν τήν περίπτωση «γραφῆς» καταλογιζόταν ἀπό τό δικαστήριο καί μποροῦσε νά εἶναι πολύ αὐστηρή· μάλιστα τό 382/1 κάποιος Εὔδημος καταδικάστηκε σέ θάνατο[5].

Κατά τόν πέμπτο αἰώνα δέν ὑπάρχουν γνωστές περιπτώσεις μηνύσεως γιά τήν θέσπιση «μή ἐπιτηδείου» νόμου καί τό γεγονός ὅτι αὐτή ἡ διαδικασία ἐφαρμοζόταν μόνο γιά νόμους ὑποδηλώνει ὅτι πρέπει νά θεσπίστηκε κατά τήν ἐποχή μετά τό 403, ὅταν ἡ διάκριση ἀνάμεσα σέ νόμους καί ψηφίσματα ἦταν ἐπακριβῶς καθορισμένη. Ὅπως συνέβαινε μέ τό σύστημα τῆς θέσπισης νόμων διά τῶν «νομοθετῶν», ἔτσι καί αὐτή ἡ διαδικασία ἐνδέχεται νά προέκυψε ἀπό τήν ἰδιαίτερη ἀνησυχία πού ὑπῆρχε ἐκείνη τήν περίοδο, γιά τήν προστασία τοῦ κώδικα νόμων ἀπό ἀνεπιθύμητες μεταβολές. Τά ψηφίσματα ὅμως ἐξακολουθοῦσαν νά προσβάλλονται μέ τή «γραφή παρανόμων» πού φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε ἡ πολύ συνηθέστερη ἀπό τίς δύο κατηγορίες. Ἔγινε δημοφιλής μέθοδος ὑποβολῆς κατηγορίας ἐναντίον ἐξεχόντων πολιτικῶν ἄνδρων, οἱ ὁποῖοι ὑπέβαλλαν συχνά προτάσεις στήν Ἐκκλησία. Ὁ Κέφαλος, ἕνας πολιτικός πού ἔδρασε στήν ἀρχή τοῦ τέταρτου αἰώνα, καυχιόταν ὅτι μολονότι εἶχε προτείνει πολλά ψηφίσματα, δέν εἶχε ποτέ ὑποβληθεῖ ἐναντίον του «γραφή παρανόμων»· ἀλλά τό καύχημα τοῦ Ἀριστοφώντα ἦταν ὅτι εἶχε ἀθωωθεῖ ἑβδομήντα πίντε φορές σέ περιπτώσεις «γραφῆς παρανόμων»[6].

Ἡ πιό γνωστή ἀπ' ὅλες τίς «γραφές παρανόμων» ἦταν μία πού εἶχε πολιτικά κίνητρα, ἡ ὑπόθεση τοῦ στεφάνου τοῦ Δημοσθένη. To 336 ὁ Κτησιφῶν πρότεινε ἕνα ψήφισμα σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὁ Ἀθηναϊκός λαός ὄφειλε νά ἀπονείμει χρυσό στεφάνι στό Δημοσθένη καί ὁ κήρυκας νά διακηρύςει τό γεγονός στό θέατρο στή γιορτή τοΰ Διονύσου, γιά νά τιμηθεῖ ἡ ἀξία καί ἡ ἀρετή τοῦ ρήτορα κι ἀκόμη ἐπειδή συνεχίζει νά λέει καί νά κάνει ὅ,τι εἶναι καλύτερο γιά τόν λαό[7]. Ὁ Αίσχίνης, ὁ παλιός πολιτικός ἀντίπαλος τοϋ Δημοσθένη, σταμάτησε τό ψήφισμα μέ τήν ὑποβολή «γραφῆς παρανόμων» κατά τοϋ Κτησιφώντα. Ἡ ὑπόθεση ἐκδικάστηκε τό 330 (δέν γνωρίζουμε γιατί καθυστέρησε ἐπί ἕξι χρόνια, ἀλλά οἱ λόγοι πρέπει νά ἦταν πολιτικοί, ὄχι νομικοί) , ἐνῶ οἱ λόγοι τοῦ Αἰσθίνη «κ α τ ά Κ τ η σ ι φ ῶ ν τα ο ς» καί τοϋ Δημοσθένη «π ε ρ ί τ ο ῦ σ τ ε φ ά ν ο υ, πού ἐκφωνήθηκε πρός ὑποστήριξη τοῦ Κτησιφώντα, σώζονται καί οἱ δύο καί ἀποτελοῦν δύο ἀπό τά ἐκτενέστερα καί πιό θαυμαστά παραδείγματα τῆς ἀρχαίας ρητορικής. Ὁ Αἰσχίνης προβάλλει τρεῖς λόγους γιά νά ὑποστηρίςει ὅτι τό ψήφισμα τοΰ Κτησιφώντα ἦταν παράνομο. Πρῶτον, ὑπῆρχε νόμος πού ἀπαγόρευε τήν ἀπονομή στεφάνου σέ ὅποιον ἀξιωματοῦχο δέν εἶχε ἀκόμη ὑποστεῖ τόν προβλεπόμενο ἔλεγχο ὡς πρός τόν τρόπο ἄσκησης τοῦ λειτουργήματος του («εὔθυνα»), καί ὁ Δημοσθένης, κατά τήν ἐποχή κατά τήν ὁποία ὁ Κτησιφῶν ὑπέβαλε τήν πρότασή του, κατεῖχε πράγματι τό ἀξίωμα τοῦ «τειχοποιοῦ» (δήλ. τοϋ ὑπεύθυνου γιά τήν ἀνέγερση καί τήν ἐπιδιόρθωση τῶν τειχῶν τῆς πόλης) καί τοῦ ἀξιωματούχου τοῦ ὑπεύθυνου γιά τό «θεωρικόν ταμεῖον». Δεύτερον, λέει, ὑπῆρχε νόμος σύμφωνα μέ τόν ὁποιο ἡ ἀπονομή στεφάνου ἀπό τόν λαό ἔπρεπε νά διακηρυχθεῖ σέ συνέλευση τῆς Ἐκκλησίας καί πουθενά ἀλλοῦ, ἐνῶ ἡ πρόταση τοῦ Κτησιφώντα προέβλεπε διακήρυξη τῆς ἀπονομῆς στό θέατρο κατά τή διάρκεια τῶν Διονυσίων. Τρίτον, ἦταν παράνομο νά συμπε- ριληφθεῖ ψευδής δήλωση σέ ψήφισμα καί ἦταν ψευδές, κατά τόν Αἰσχίνη, νά ὑποστηρίζεται ὅτι οἱ λόγοι καί οἱ πολιτικές ἐπιλογές τοϋ Δημοσθένη ἦταν ὠφέλιμες γιά τήν Ἀθήνα. Τό τρίτο ἀπό τά ἐπιχειρήματα αὐτά εἶναι ἐκεῖνο πού πραγματικά ἐνδιαφέρει τόν Αἰσχίνη καί γι’ αὐτό τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ λόγου του ἀποτελεῖται ἀπό κριτική κατά τοῦ συνόλου τῆς πολιτικῆς σταδιοδρομίας τοῦ Δημοσθένη· ὁ Δημοσθένης στήν ἀπάντησή του δίνει μία λεπτομερή ἔκθεση τῶν πολιτικῶν γεγονότων, ἰδιαίτερα τῶν ἐτῶν 340-338, καί δικαιολογεῖ τήν πολιτική του τῆς ἀντίστασης κατά τοΰ Φιλίππου τῆς Μακεδονίας. Αὐτοί οἱ λόγοι ἀποτελοῦν δύο ἀπό τίς σημαντικότερες πηγές πληροφοριῶν γιά τήν πολιτική ἱστορία ταῆς Ἑλλάδος ἐκείνη τήν περίοδο, καί σημειώνουν τό ἀποκορύφωμα τῆς τάσης πού ὑπῆρχε κατά τόν τέταρτο αἰώνα νά χρησιμοποιεῖται ἡ «γραφή παρανόμων» ὡς πεδίο πολιτικοῦ ἀγώνα. Ὁ Κτησιφῶν ἀθωώθηκε λόγω τῆς δημοτικότητας καί τῆς ρητορικῆς δεινότητας τοῦ Δημοσθένη, παρά τό γεγονός ὅτι μερικά τουλάχιστον ἀπό τά ἐπιχειρήματα τοῦ Αἰσχίνη φαίνεται ὅτι ἦταν βάσιμα ἀπό νομικής πλευρᾶς. Ἦταν δύσκολο νά πείσει κανείς ἕνα ἀθηναϊκά δικαστήριο νά δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στίς ἐπιταγές τοῦ νόμου ἀπ’ ὅ,τι στίς προσωπικότητες πού ἐμπλέκονταν σέ μία ὑπόθεση.
-----------------
[1] Ἀν­τι­φά­νης 198, Ὑπ. «Φι­λιπ­πί­δης» 11-12, Δημ. 51-12, Πλου. «Φω­κί­ων» 26.3· πβλ. Harrison «Law» II 176.

[2] Άνδ. 1.17, Πλου. «Ἠ­θι­κά» 833 d, Ἀντ. ἀπ. 8-14.

[3] H.J. Woolf «Normenkontrolle, und Gesetzesbegriff in der Attischen Demokratie (Sitzungsberichte der Heidelberger Akademie dor Wisseuschaften, Philosophisch-historische Klasse, 1970), M.IL Hanson «The Sovereignty of the People’s Court in Athens in the Fourth Century· B.C. and the Public Action against Unconstitutional Proposals» (1974).

[4] ΑΠ 59.2, Δη μ. 20.144 (μέ «ὑ­πό­θε­ση» 2.3).

[5] Δημ. 24.138.

[6] Αἰσ. 3.194, Δημ. 18,251. «Ἑ­βδο­μήν­τα πέν­τε» πρέ­πει νά εί­ναι υ­περ­βο­λή· πβλ. S.I. Oost στο CP 72 (1977) 238-40.

[7] Αἰσ. 3.49.

---------------------
…Ένας άλλος θεσμός που επιτρέπει στο λαό να αυτοελέγχεται είναι η κατηγορία για ἀπάτην τοῦ δήμου, νομική αγωγή επίσης που είναι όμως λιγότερο γνωστή, εφαρμόζεται αν έχετε παροτρύνει το δήμο να ψηφίσει κάποιο μέτρο στη βάση απατηλών πληροφοριών: θα προσαχθείτε τότε ενώπιον του δικαστηρίου. Τα δικαστήρια έχουν επίσης αρμοδιότητα όταν επικαλείται κανείς ένα άλλο άρθρο που ονομάζεται νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι, που σημαίνει ασφαλώς δύο πράγματα. Αφενός ότι ο νόμος δεν είναι κατάλληλος για τη συγκεκριμένη περίσταση, και αφετέρου ότι ο νόμος δεν είναι καλός. Υπάρχει επομένως έλεγχος της ποιότητας του νόμου και τα δικαστήρια είναι επιφορτισμένα με αυτόν…
----------------------

Σκέψεις για την γραφή «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι»

Στην Αθηναϊκή Δημοκρατία οι γραφές «παρανόμων» [1] και «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι» - δίκες δημοσίου δικαίου, όπως θα λέγαμε σήμερα- είχαν μεγάλη σπουδαιότητα, κα­θώς αποτελούσαν προληπτικές και συγχρόνως κα­τασταλτικές εγγυήσεις τηρήσεως του πολιτεύματος και εκδικάζονταν από το δικα­στήριο της Ηλιαίας.

Αυτή που μας ενδιαφέρει σήμερα είναι η τελευταία αναφερόμενη.
Η γραφή «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι [2]ήταν δίκη δημοσίου δικαίου εναντίον της θεσπίσεως ασύμφορου νόμου, δηλαδή νόμου που θα μπο­ρούσε να βλάψει (ή είχε βλάψει) τα συμφέροντα της πόλεως. Η δια­φορά της γραφής αυτής από τη «γραφή παρανόμων» συνίστατο στο ότι αφορούσε μόνο νόμους, όχι ψηφίσματα.

Η προσωπική ευθύνη του εισηγητή και των αξιωματούχων που διηύθυναν τις εργασίες της εκκλησίας ούτε ατονούσαν ούτε μετριαζόταν επειδή ο λαός είχε επιψηφίσει την πρόταση. Δεν διαρκούσε όμως και στο διηνεκές. Ένα χρόνο μετά την υποβολή της πρότασης(ή την ψήφισή της)έπαυε να υπάρχει.

Οι ποινές επί καταδίκης εξικνούντο έως το θάνατο. Πάντως η γραφή «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι» έπρεπε, για να έχει ποινικές συνέπειες, να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την ψήφιση του νόμου. Η απειλή της μερικής ατιμίας πρέπει να λειτούργησε και να έκανε ορισμένους πιο προσεκτικούς στις εισηγήσεις τους.[3]

Η διαδικασία ξεκίνησε τον 4ο Αιώνα. Ο Δημοσθένης ανάγει τη διαδικασία στο Σόλωνα και θεωρεί ότι μη επιτήδειοι ήταν οι νόμοι που οι επιταγές τους ή δεν ήταν απλές και κατανοητές ή δεν ήσαν υλοποιήσιμες[4]. Ο Αισχίνης αφήνει να εννοήσουμε ότι έτσι χαρακτηρίζονται οι νόμοι που δεν ήταν λειτουργικοί[5]. «Φαίνεται πάντως ότι στις περιπτώσεις των γραφών για «νόμο μη επιτήδειο», το ηλιαστικό δικαστήριο των θεσμοθετών όφειλε να εξετάσει όχι τόσο τη νομιμότητα, όσο τη σκοπιμότητα των νομοθετικών πρωτοβουλιών»[6]

Εκτός από την ατομική κύρωση της επιβολής ποινής, η συγκεκριμένη γραφή είχε και ακυρωτικό απο­τέλεσμα ως προς το νόμο ή το ψήφισμα. Η αναστολή διαρκούσε, έως την έκδοση της δικαστικής απόφασης. Εάν η από­φαση ήταν καταδικαστική για τον προτείνοντα, τότε ο νόμος ή το ψήφισμα ακυρωνόταν ή σταματούσε η περαιτέρω νομοθετική διαδικασία επί της προτάσε­ως. Η ποινή για τον ένοχο ήταν πρόστιμο και, σε πε­ρίπτωση υποτροπής για τρίτη φορά, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων («ατιμία»).

Η «γραφή» αυτή θα μπορούσε να χαρακτηρι­σθεί ως διφυές ένδικο βοήθημα, τόσο ποινικού όσο και διοικητικού (ακυρωτικού) χαρακτήρα[7].

Εικάζεται ότι καταδικαστικές αποφάσεις της Ηλιαίας σε οποιαδήποτε από τις πιο πάνω «γραφές» σπανιότατα μόνον εκδίδονταν. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι αποφάσεις απήλλασσαν τον κατηγορούμενο και επικύρωναν το θεσπισθέντα νόμο ή το ψήφισμα. Τούτο συνέβαινε προδήλως διότι το πολυμελέστατο δικαστήριο της Ηλιαίας αποτελούσαν τα ίδια τα μέλη της Εκκλησίας του Δήμου που είχαν ήδη ψήφισε το νόμο ή το ψήφισμα. Δύσκολα θα μπορούσαν, επομένως, οι ίδιοι πολίτες να αναιρούν δικαστικά αυτό που είχαν αποφασίσει νομοθετικά.

Σημειώθηκε ότι οι γραφές «παρανόμων» και, δεν ήσαν μόνο κατασταλτικές αλλά και προληπτικές εγγυήσεις τηρήσεως των πολιτικών και δικαιικών θεσμών της α­θηναϊκής δημοκρατίας. Ο προληπτικός χαρακτήρας των γραφών αυτών συνίστατο στο ότι οι επαπειλούμενες βαριές ποινές λειτουργούσαν αποτρεπτικά για τη θέσπιση νέων νομοθετικών ρυθμίσεων που θα ήσαν «δυνάμει» επικίνδυνες για τη λειτουργία του πολιτεύματος.[8]

Όπως σημειώθηκε στα αμέσως παραπάνω αναφερόμενα η συγκεκριμένη γραφή ήταν …προληπτικές εγγυήσεις τηρήσεως των πολιτικών και δικαιικών θεσμών ….και αποσκοπούσε και στην σκοπιμότητα των νομοθετικών πρωτοβουλιών.

Θα μπορούσε να ισχύσει , κατ’ αναλογία και σύμφωνα με το σύγχρονο δικαιικό πλαίσιο κάτι το παρεμφερές in senso lato ,στη σημερινή νομοθετική λειτουργία της Βουλής των Ελλήνων; Γνωρίζουμε ότι πολλά νομοθετήματα έχουν αποδειχτεί βλαπτικά εις βάρος του κοινωνικού συνόλου αλλά και του γενικά αναφερομένου εθνικού συμφέροντος. Ένα τέτοιο νομοθέτημα είναι το άρθρο 86 του Συντάγματος του 2001 και ο βασιζόμενος σε αυτό εκτελεστικός νόμος (N. 3126/2003) περί ευθύνης υπουργών. H ποινική ευθύνη των υπουργών αποτέλεσε μέλημα των ελληνικών Συνταγμάτων ήδη από το 1844, το οποίο στο άρθρο 83 προέβλεπε την έκδοση σχετικού νόμου. Ο πρώτος νόμος περί ευθύνης υπουργών ήταν ο ΦΠΣτ του 1876, όπως τροποποιήθηκε από τον N. XE του 1873. Το νομοθετικό αυτό καθεστώς διατηρήθηκε σε ισχύ για έναν αιώνα μέχρι την έκδοση του ΝΔ 802/1971. Οι ρυθμίσεις του τελευταίου, οι οποίες πάντως επαναλαμβάνουν τις ως τότε ισχύουσες αρχές, διατηρήθηκαν σε ισχύ και από το Σύνταγμα του 1975 με ρητή μεταβατική διάταξη (άρθρο 115 παρ. 1) «ώσπου να εκδοθεί ο από το άρθρο 86 παρ. 1 προβλεπόμενος νόμος». Ο νόμος αυτός εκδόθηκε μόλις τον Ιούλιο του 1997 (N. 2509/1997) μετά τις πολιτικές και νομικές περιπέτειες του τόπου την επαύριον των σκανδάλων του 1989. Οι διατάξεις όμως εκείνες είχαν επικριθεί έντονα και έτσι κρίθηκε η ανάγκη τροποποιήσεώς τους. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο το σχετικό άρθρο 86 του Συντάγματος αναθεωρήθηκε το 2001.

«Όμως και η νέα αυτή διατύπωση δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας σύγχρονης δικαιοκρατικής κοινωνίας. Διότι θεσμοθετήθηκε μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία για την ποινική δίωξη των υπουργών, η οποία πολύ δύσκολα μπορεί να καταλήξει στην παραπομπή τους στο ακροατήριο. Συγκεκριμένα, χρειάζεται να αποφασίσει το Κοινοβούλιο δύο φορές, με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ώστε να ασκηθεί ποινική δίωξη. Την πρώτη φορά, για να συσταθεί η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και τη δεύτερη, όταν το πόρισμα της επιτροπής αυτής εισαχθεί στην Ολομέλεια, η οποία τελικά αποφασίζει για την άσκηση ή μη διώξεως. Αξίζει να σημειωθεί ότι με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού του βουλευτών, η Βουλή μπορεί να ανακαλέσει την απόφασή της ή να αναστείλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία, οποτεδήποτε, δηλαδή και αν ακόμη έχει περαιωθεί η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου και αναμένεται η έκδοση της αποφάσεώς του.

Το πλέον όμως σκανδαλώδες είναι το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 86Σ, σύμφωνα με το οποίο «η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της (να συστήσει δηλαδή επιτροπή και να ασκήσει δίωξη) μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος». Με τη διάταξη αυτή η ατιμωρησία καθίσταται σχεδόν βεβαία για τα αδικήματα που τελέστηκαν κατά την τελευταία σύνοδο της προηγούμενης βουλευτικής περιόδου εφόσον το ίδιο κόμμα κερδίσει τις εκλογές. H προθεσμία αυτή είναι προφανές ότι είναι ασφυκτική και οδηγεί στην εξάλειψη του αξιόποινου των πράξεων μέσα σε ελάχιστα χρόνια από την τέλεσή τους.»[9]

Δεν νομίζω ότι υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ελλήνων πολιτών ότι τι συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος εμποδίζει τη Δικαιοσύνη να κατανείμουν τις ευθύνες σε πρόσωπα , κόμματα και λοιπούς φορείς για σειρά σκανδάλων που έχουν προκαλέσει ζημιά στην περιουσία του Δημοσίου (νοουμένη με όλους τους δυνατούς τρόπους). Επίσης στερεί τη δυνατότητα στους έλληνες πολίτες να γνωρίζουν και επομένως να αποφασίζουν δια της ψήφου των. Υπάρχει όμως συγκεκριμένος εισηγητής της αναθεώρησης του Συντάγματος ο οποίος πρότεινε το συγκεκριμένο άρθρο. Σε συνεργασία με το κόμμα του .βεβαίως. Και το οποίο άρθρο υπερψηφίστηκε από την πλειοψηφία της Βουλής. Βεβαίως.

Όμως αυτό δεν θα πρέπει να αθωώνει τους εισηγητές των νομοθετημάτων και η λήθη να σκεπάζει τη συμβολή τους στη ψήφιση ενός σημαντικού νόμου που προκάλεσε βλάβη. Αν ίσχυε μια ανάλογη ρύθμιση με αυτή του «νόμον μη ἐπιτήδειον θεῖναι», τα ζητήματα αυτά δεν θα οδηγούνταν στις ελληνικές καλένδες. Θα μπορούσαν να ανασυρθούν και αφού εξεταστούν να δείχνεται εις τους πολίτες ότι η συγκεκριμένη συνταγματική- νομοθετική ρύθμιση που εισηγήθηκε ο τάδε βουλευτής ή υπουργός προκάλεσε αυτά τα δεινά στον τόπο. [10]

Η μοναδική ποινή όλων όσοι εισηγήθηκαν τέτοια βλαπτικά νομοθετήματα θα είναι η ανάρτηση του ονόματός τους σε στήλες έξω από τη Βουλή και βεβαίως στο Διαδίκτυο. Η επανεκλογή τους στο Κοινοβούλιο νομίζω ότι θα ήταν …αρκετά δύσκολη.
---------------------
[1] Η «γραφή παρανόμων» ήταν μία δημοσίου δικαί­ου δίκη εναντίον εκείνου ο οποίος είχε προτείνει νόμο ή ψήφισμα που ερχόταν σε αντίθεση με τους προϋφιστάμενους κανόνες ή που είχε θεσπισθεί κα­τά παράβαση της νομοθετικής διαδικασίας. Μόλις ο μηνυτής εξεδήλωνε την πρόθεση του, με δημόσιο όρκο («υπωμοσία»), να καταθέσει «γραφή παρανόμων», η συνέχιση της νομοθετικής διαδικασίας ανα­στελλόταν. Αναστελλόταν επίσης η ισχύς του νέου νόμου ή ψηφίσματος, εάν η νομοθετική διαδικασία επί της προτάσεως νόμου είχε ήδη ολοκληρωθεί.

[2] G. Glotz, Η Ελληνική «Πόλις, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1994.σ. 191,

Biscardi, A., Aρχαίο Eλληνικό Δίκαιο, Aθήνα 1991,σ. 121, οημ, 68.

[3] Αισχίνης , κατά Κτησιφώντος,195.

[4] Δημοσθένης, κατά Τιμοκράτους, 212.

[5] Αισχίνης, κατά Τιμάρχου, 34.

[6] Σ. Στεφανόπουλος, Ελλήνων Θέσμια, ΑΑ. Λιβάνη 2004, σ.719 -720.

[7]« Οι γραφές «παρανόμων» και «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι», καθώς και ο οστρακισμός προστάτευαν τη λειτουργία του πολιτεύματος» (Α.Μάνεσης - Φ.Σπυρόπουλος, Νομοθεσία και Προστασία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ΑΦΙΕΡΩΜΑ - Ιστορικά - Ελευθεροτυπία, 25, 06 - 04 – 2000).

[8] Α.Μάνεσης - Φ.Σπυρόπουλος, οπ.παρ.

[9] Ι. Βαρβιτσιώτης , Η Ποινική Ευθύνη των Υπουργών , Το Βήμα , Κυριακή 28 Μαΐου 2006

[10] Είμαι σίγουρος ότι θα υπάρξουν πλήθος αντιρρήσεων ως προς το ότι η φιλοσοφία λειτουργίας του πολιτεύματος είναι εντελώς διαφορετική. Όμως αυτό είναι γνωστό και δεν απαγορεύει σε κανένα αν το θελήσει να εργασθεί προς την κατεύθυνση που αναφέραμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου