Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Βασικές αρχές συναισθηματικής διαπαιδαγώγησης

Η συναισθηματική διαπαιδαγώγηση αποσκοπεί στη συναισθηματική εμπλοκή και συνδιαλλαγή γονέων και παιδιών. Μέσα από αυτή δημιουργούνται δυνατές σχέσεις και έτσι επιτυγχάνεται η καλύτερη και αποτελεσματικότερη αλληλεπίδραση. Στη συμπεριφορά των παιδιών καθρεφτίζεται η συμπεριφορά των γονέων και το αντίστροφο. Μπορούμε να γίνουμε αυστηροί όταν είναι απαραίτητο, για να υπενθυμίσουμε τα όρια και να εξομαλυνθεί η κατάσταση. Όταν, λοιπόν, η κατάσταση ξεκαθαρίζεται, ξεκαθαρίζονται και οι σχέσεις, δημιουργώντας τις καλύτερες προοπτικές για την ενδυνάμωση και εδραίωση θετικών κυκλικών αλληλεπιδράσεων.

Η συναισθηματική αγωγή στηρίζεται στη δέσμευση από μέρους των γονέων και στην υπομονή και ψυχραιμία που επιδεικνύουν κάθε φορά που προκύπτουν προβλήματα συμπεριφοράς από τη μεριά των παιδιών τους. Έχω ξαναπεί ότι σίγουρα μέσα από την καθημερινότητα δεν μπορούμε να επιτύχουμε πολλές φορές τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η προσπάθεια και η θέληση όμως ανταμείβονται σε βάθος χρόνου. Και ίσως οι συνθήκες κάποιες φορές να είναι δυσμενείς. Άμα γνωρίζουμε πάντως εκ του αποτελέσματος ότι θα επιτευχθούν βελτιωμένες, ήρεμες και ουσιαστικές σχέσεις, τότε η προσπάθεια θα επιτείνεται.

Όλα τα πράγματα, για να έχουν καλύτερη απόδοση, χρειάζονται τρόπο και κόπο: μία σκληρή προπόνηση, που έπειτα από χρόνια φαίνεται να «έχει οδηγήσει το νερό στο αυλάκι», τουλάχιστον σε θέματα βασικής και πολιτισμένης συμπεριφοράς. Με την πάροδο του χρόνου, ανακύπτουν διαφορετικά πράγματα που ίσως ταράσσουν τα νερά, αλλά, αν η βάση έχει εδραιωθεί και δεν παραπαίει, τότε οι κλυδωνισμοί δε θα είναι καταστροφικοί. Απλώς θα χρειαστεί μία αναδιαμόρφωση ανάλογα με την ηλικία του παιδιού και με αυτό που μας δείχνει η συμπεριφορά του κάθε φορά.

Όπως στα αθλήματα θεωρείται αναγκαία η καθημερινή και σκληρή προπόνηση-εξάσκηση με στόχο την καλύτερη επίδοση, έτσι και μέσα σε μια οικογένεια απαιτείται εξάσκηση για την ομαλή πορεία των σχέσεων μεταξύ των μελών της. Για να αποδώσει καλύτερα στο μπάσκετ ο αθλητής, ο προπονητής θα του ζητήσει να καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια προκειμένου να φτάσει στο επίπεδο εκείνο που ο ίδιος θα νιώθει ικανοποίηση για τον εαυτό του. Συγχρόνως, σε περίπτωση αποτυχίας, μαθαίνει να διαχειρίζεται το άγχος του και τη στενοχώρια του με τη συμπαράσταση και την υποστήριξη τόσο του προπονητή του όσο και των γονιών του.

Ο πρωταθλητισμός πολλές φορές μάς φέρνει αντιμέτωπους και με αρνητικά συναισθήματα, τα οποία, αν δε διαχειριστούμε και απλώς προσπαθούμε να τα αποφύγουμε, δε μας επιτρέπουν να σκεφτούμε ξεκάθαρα για να δράσουμε αποτελεσματικά και για το δικό μας όφελος. Ο πρωταθλητισμός της ζωής σε φέρνει αντιμέτωπο με τον ίδιο σου τον εαυτό, γιατί ουσιαστικά βρίσκεσαι αντιμέτωπος τόσο με αυτά που σου αρέσουν όσο και με αυτά που δε σου αρέσουν, αφού τα συναντάς στο πέρασμά σου, υπάρχουν, κι αν προσποιηθείς ότι δεν τα έχεις δει, απλώς θα επανεμφανιστούν, και ίσως με μεγαλύτερη ένταση.

Η εφαρμογή της συναισθηματικής αγωγής δεν αποκλείει τις ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, τα σκληρά λόγια, τα πληγωμένα συναισθήματα, τη λύπη ή τη στενοχώρια. Όλα αυτά είναι ανθρώπινα συναισθήματα, τα οποία με κάποιον τρόπο θα αποτελέσουν μάθημα, παρέχοντας επιπλέον εμπειρία για την αντιμετώπιση των δύσκολων περιστάσεων. Αυτό που θα νιώσουμε μέσω της συναισθηματικής διαπαιδαγώγησης είναι εγγύτητα στις σχέσεις με τα παιδιά μας και, πάνω απ’ όλα, την εγκαθίδρυση οικειότητας και σεβασμού, που θα μας δίνει την αίσθηση ότι μπορούμε όλοι μαζί να ξεπεράσουμε τα προβλήματα ώστε να μη φαίνονται άλυτα.

Κι όταν εδραιωθεί αυτός ο ισχυρός συναισθηματικός δεσμός, θα μπορούμε να επιλύουμε διαφορές και συγκρούσεις με πολιτισμένο τρόπο, χωρίς φωνές κι εκρήξεις οργής. Θα μάθουμε να λειτουργούμε ομαδικά και να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη μας τις ευαισθησίες, επιθυμίες και ανάγκες του άλλου. Η εγωκεντρική συμπεριφορά με τα χρόνια θα ελαχιστοποιείται και θα τείνει να αντι-κατασταθεί από τον αλτρουισμό και την αλληλεγγύη.

Κι επειδή η κάθε οικογένεια είναι μοναδική και ξεχωριστή, είναι πολύ σημαντικό να επιστήσουμε στο παιδί μας την προσοχή ότι κάθε οικογένεια προσδιορίζεται από τα δικά της χαρακτηριστικά. Ούτε μπορούμε να έχουμε τα ίδια πράγματα με τους φίλους μας, ούτε να κάνουμε ό,τι κάνουν εκείνοι, γιατί στηριζόμαστε σε διαφορετική βάση, ανάλογα με τις αρχές και τις αξίες που μας διέ-nouv ως οικογένεια.

Η ενσυναίσθηση, όπως ανέφερα παραπάνω, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την εφαρμογή της συναισθηματικής αγωγής. Πόσο σημαντικό προκειμένου να αντιληφθούν οι γονείς τα συναισθήματα των παιδιών τους είναι να μπορούν να μπαίνουν στη θέση τους και να καταλαβαίνουν πώς και τι αισθάνονται!

Μερικές φορές οι γονείς δεν μπορούν να κατανοήσουν την κακή διάθεση των παιδιών τους και να τη δικαιολογήσουν, δίνοντας τους την ευκαιρία να την εκφράσουν και να τη συζητήσουν. Αυτό θα βοηθήσει τα μικρά παιδιά να αρχίσουν να γνωρίζουν τα συναι-σθήματά τους και να μη θεωρούν ότι για να είναι αποδεκτά πρέπει πάντα να δείχνουν «καλή» διάθεση.

Η Μαρία, ένα κοριτσάκι εφτά χρόνων, χαρακτηρίζεται από τη μαμά της «μουτρού», δηλαδή ότι κάνει μούτρα. Την πιέζει αρκετά, λέγοντάς της ότι πρέπει να είναι ένα ευχάριστο παιδί για να μπορεί να έχει φίλους και να την αγαπάνε. Αυτό δημιουργεί τρομερό άγχος στη Μαρία, που προσπαθεί να καταπιέζει τον εαυτό της για να αισθάνεται συνέχεια καλά ώστε να κερδίζει την αγάπη των άλλων.

Ζει σε ένα περιβάλλον όπου δεν επιτρέπεται η στενοχώρια, η κατήφεια, η λύπη και νιώθει ότι δεν την αγαπούν οι ίδιοι οι γονείς της γιατί δεν έχει αυτό που εκείνοι επιθυμούν. Την ακολουθεί η συγκεκριμένη ταμπέλα σε όλη της τη ζωή και την εμποδίζει να αναπτύξει θεμελιώδεις και ουσιαστικές σχέσεις. Η παραποίηση των συναισθημάτων της και η προσποίηση γίνονται η καθημερινότη-τά της και προβάλλει μόνο την εικόνα που θέλουν οι γονείς σε μια προσπάθεια να τους ικανοποιεί.

Κανείς δεν ενδιαφέρεται να μάθει για τα συναισθήματα εκείνα που την ταλαιπωρούν: λύπη, στενοχώρια, θυμό. Τα καταπνίγει και συσσωρεύονται αρνητικά, ενώ μέρα με τη μέρα μειώνεται αισθητά η συναισθηματική της ανταπόκριση. Γιατί όλα τα συναισθήματα έχουν να προσφέρουν κάτι στη συναισθηματική ανάπτυξη κι εξέλιξή μας.

Οι γονείς δεν ενδιαφέρονται για την εσωτερική αλλά πολύ αληθινή ζωή της Μαρίας, η οποία απομονώνεται σταδιακά και αρχίζει τη μοναχική της πορεία στη ζωή. Φανταστείτε πόσο λυτρωτικό σ ήταν γι’ αυτή να μοιραστεί και τα άσχημα συναισθήματά της . Να μιλήσει για ό,τι την ταλαιπωρεί και μέσα από τη διαδικασία του διαλόγου να ανακαλύψει τρόπους για να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις και να νιώθει ασφαλής και σίγουρη με τον εαυτό της και την οικογένειά της.

Η ενσυναίσθηση ως στάση των γονιών απέναντι στα συναισθήματα των παιδιών τούς δημιουργεί την αίσθηση ότι δεν είναι μόνα κι ότι έχουν συμμάχους. Αν ρωτήσετε ένα παιδί «Πώς ήταν η μέρα σου;» ή «Γιατί ήταν άσχημη η μέρα σου;», του δίνετε την ευκαιρία να εξωτερικεύσει την αρνητική και κακή διάθεση και να την απαλύνει. Ό,τι εξωτερικεύεται γίνεται συγχρόνως πιο μικρό και χάνει τη μεγεθυνόμενη αξία που του είχε δοθεί. Δεν προσπαθούμε να παίρνουμε το μέρος των παιδιών μας όταν έχουν άδικο. Προσπαθούμε να τα βοηθήσουμε να ξεχωρίσουν και να ξεκαθαρίσουν τα συναισθήματά τους για να μην κυριεύονται από τύψεις κι ενοχές.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου