Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Ο Τορκουάτος, οι αρετές και η ευτυχισμένη ζωή

Ποιά ευχαρίστηση βρίσκεις, εσύ Τορκουάτε, και ποια ευχαρίστηση βρίσκει ο Τριάριος στη συνεχή μελέτη της λο­γοτεχνίας, στην έρευνα της ιστορίας, στο ξεφύλλισμα χω­ρίς σταματημό των έργων των ποιητών και στην αποστήθι­ση τόσων στίχων;
Κικέρων (106 π.Χ. – 43 π.Χ.)
 
Με το τέλος του ελληνορωμαϊκού κόσμου και την απαρχή του Μεσαίωνα, τα περισσότερα διδακτικά φιλοσοφικά εγχειρίδια των Επικούρειων αφανίστηκαν λόγω του περιεχομένου τους. Οι Επικούρειοι συγκρούστηκαν εκ των πραγμάτων με όλα τα φιλοσοφικά, θρησκευτικά και πολιτικά ρεύματα του καιρού τους, για περισσότερους από πέντε αιώνες. Από το έργο του Επίκουρου σήμερα σώζονται, μέσω του βιογράφου Διογένη του Λαέρτιου (3αι. μ.Χ.), τρεις επιστολές (Προς ΗρόδοτοΠερί Φύσεως, Προς Πυθοκλή – Περί Ουρανίων Σωμάτων, Προς Μενοικέα – Περί Ηθικής) και Οι Κύριες Δόξες, τα οποία αποτελούν την επιτομή του φιλοσοφικού του συστήματος, καθώς και η διαθήκη του δασκάλου. Το 1414 ο Πόντζιο Μπρατζιολίνι ανακάλυψε σ’ ένα γερμανικό μοναστήρι το ποίημα De Rerum Natura (Για την Φύση των Πραγμάτων) του επικούρειου ρωμαίου Λουκρήτιου (94-55 π.Χ.). Το 1884 ανακαλύφθηκε από δύο Γάλλους αρχαιολόγους στην Ιωνία, η μεγάλη επιγραφή του επικούρειου Διογένη Οινοανδέα, ενώ απόψεις της επικούρειας φιλοσοφίας εντοπίζονται ακόμη διάσπαρτες σε έργα άλλων συγγραφέων, όπως ο Αθήναιος, ο Κικέρων, ο Σέξτος Εμπειρικός, και άλλοι. Νέα κείμενα έρχονται στο φως ακόμη και σήμερα, από τους απανθρακωμένους παπύρους που βρέθηκαν σε μια έπαυλη του Ηρακλείου (Ερκουλάνεουμ), πόλης της Ιταλίας που είχε καταστραφεί από την ηφαιστειακή έκρηξη του Βεζούβιου.
 
Στη συνέχεια θα δούμε πώς επιχειρηματολογούσαν οι αρχαίοι Επικούρειοι φιλόσοφοι στις ζωντανές συζητήσεις τους με εκπροσώπους από αντίπαλες σχολές.  Ως οικοδεσπότης, ο Κικέρων στο έργο του De Fini-bus, Bonorum et Malorurn (Περί των τελικών σκοπών, καλών και κακών) καταγράφει τα λόγια ενός Επικούρειου φιλοσόφου. Ο Toρκουάτος στην αρχή δέχεται από τον οικοδεσπότη ένα καταιγισμό επιχειρημάτων που επιχειρούν να ανατρέψουν μία προς μία βασικές θέσεις του Επίκουρου. Ανάμεσα σε άλλα, ο Ρωμαίος φιλόσοφος ασκεί κριτική στην επικούρεια αντίληψη ότι το να πράττεις το έντιμο και το δίκαιο προκαλεί ευχαρίστηση και ηδονή. Ποιά ηδονή νιώθει όμως ένας Ρωμαίος αξιωματούχος όταν -δίκαια- τιμωρεί το ίδιο του το παιδί;

« […] Επίσης,  όταν ο Τίτος Τορκουάτος, που ήταν Ύπατος με τον Γνάϊο Οκτάβιο, αντιμετώπισε αυστηρά το γιο του, που είχε χειραφετηθεί για να υιοθετηθεί από τον Δέκιο Σιλανό, όταν τον κάλεσε ενώπιον του να υπερασπισθεί τον εαυτό του ενάντια στις κατηγορίες που απήγγειλε αντιπροσωπία από την Μακεδονία, για δωροληψία την εποχή που ήταν πραίτορας στην επαρχεία αυτή, όταν, αφού άκουσε και τα δύο μέρη, έβγαλε απόφαση ότι βρήκε τον γιό του ένοχο για ανάρμοστη συμπεριφορά σε σχέση με το αξίωμά του προς τους προγόνους του, και του απαγόρευσε να εμφανι­σθεί μπροστά του δια παντός: Νομίζεις ότι τον ενδιέφερε καθόλου η ευχαρίστησή του; Αλλά, αφήνοντας στην άκρη αυτό που είναι υποχρεωμένος κάθε καλός πολίτης να πράττει για την πατρίδα του, και όχι μόνο τις χαρές που στερείται, αλλά ακόμη τους κινδύνους στους οποίους εκτί­θεται, την κούραση και ακόμα τα κακά που υποφέρει, προ­τιμώντας να τα υποφέρει όλα αυτά παρά να παραβεί το κα­θήκον του, έρχομαι σε κάτι που είναι λιγότερο σημαντικό, αλλά εξίσου δηλωτικό.»
 
Τα βιβλία
Μπορεί η μελέτη της λογοτεχνίας και της ιστορίας να έχει ως μόνο κίνητρο την ευχαρίστηση; Αν οι αρετή και η γνώση είναι τόσο εύκολη υπόθεση και έχουν τέτοια ευεργετικά αποτελέσματα, γιατί δεν ασχολούνται με αυτές όλοι; Μήπως ο Επίκουρος παραπλανά τους νέους και πολυάριθμους οπαδούς που ασπάζονται την φιλοσοφία του;
 
«Ποιά ευχαρίστηση βρίσκεις, εσύ Τορκουάτε, και ποια ευχαρίστηση βρίσκει ο Τριάριος στη συνεχή μελέτη της λο­γοτεχνίας, στην έρευνα της ιστορίας, στο ξεφύλλισμα χω­ρίς σταματημό των έργων των ποιητών και στην αποστήθι­ση τόσων στίχων; Και μη μου πείτε ότι βρίσκετε την ευ­χαρίστηση σας σε αυτά, και ότι το ίδιο συμβαίνει με τις κα­λές πράξεις των Τορκουάτων. Δεν είναι αυτό που απαντά ο Επίκουρος σε μια τέτοια αντίρρηση. Και ούτε είναι αυτό που πρέπει να απαντήσετε σε αυτά, ούτε εσείς, ούτε κάθε άνθρωπος με καλή αίσθηση που έχει διδαχθεί τις δοξασίες της σχολής σας. Και επιτέλους δεν είναι αυτό που προσελκύει τόσους πολλούς στην επικούρεια φιλοσοφία. Όχι, αυτό που προσελκύει αρχικά το πλήθος, είναι ότι φαντάζεται ότι ο Επίκουρος ισχυρίζεται ότι ένα πράγμα δίκαιο και έντιμο προκαλεί από μόνο του ευχαρίστηση και ηδονή. Αλλά δεν αντιλαμβάνονται ότι εάν ήταν έτσι, όλο το σύστημα του θα ανατρεπόταν. Επειδή, εάν συνέβαινε τα δίκαια και έντιμα πράγματα να ήσαν ευχάριστα από μόνα τους, χωρίς καμία σχέση με το σώμα, το αποτέλεσμα θα ήταν η αρετή και η γνώση να ήσαν επιθυμητές για αυτές τις ίδιες.»
 
 Στη συνέχεια ο Κικέρων αναφέρει ότι ο Επίκουρος δεν είναι «σοφός» και προέτρέπει τους μαθητές του Κήπου να μην διαβάζουν , αν και αναγνωρίζει ότι ο Επικούρειος συνομιλητής του είναι μελετηρός:
 «Και αυτό είναι κάτι για το οποίο ο Επίκουρος δεν είναι καθόλου σύμφωνος. Συνεπώς δεν μπορώ να αποδεχθώ τον Επίκουρο σε όλα αυτά για τα οποία μόλις σας μίλησα. Εξάλλου θα ήθελα, ή να είχε πιο βαθειά γνώση της επιστήμης, γιατί είσαι υποχρεωμένος να παραδεχτείς ότι δεν διαθέτει καθόλου την γνώση εκείνη που κάνει τους ανθρώπους να ονομάζονται σοφοί, ή ότι δεν προσπάθησε να αποτρέψει άλλους από τη μελέτη. Αν και νομίζω ότι με σας τους δύο δεν κατάφερε να σας αποτρέψει.»
 
Η τέχνη του ζην
Καθώς η συζήτηση στη βίλα Κούμα συνεχίζεται, ο Τορκουάτος παίρνει το λόγο και υποστηρίζει τη θέση ότι οι αρετές είναι επιθυμητές γιατί φέρνουν την ηδονή. Οδηγός του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι παρά η Φρόνηση, η οποία μάς απαλλάσει από τους φόβους και τις ορμές, ξεριζώνει όλα τα λάθη και τις προκαταλήψεις και μάς υπηρετεί αλάνθαστα στο δρόμο για την ευδαιμονία:
«Αυτό που οι Έλληνες ονομάζουν τέλος δεν αποτελεί μέσον για κάτι άλλο, αλλά είναι το ύψιστο αγαθό για το οποίο καθετί άλλο αποτελεί μέσον. Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι το ύψιστο αγαθό είναι η ευτυχισμένη ζωή.
 
Όσοι ταυτίζουν το ύψιστο αγαθό αποκλειστικά με την αρετή έχουν παραπλανηθεί από τη λαμπρότητα μιας λέξεις και δεν κατανοούν τις αληθινές απαιτήσεις της φύσης. Αν δεχτούν να ακούσουν τον Επίκουρο, θα απαλλαγούν από το πιο χονδροειδές λάθος. Η σχολή σας μιλάει πολύ για την υπέρτατη ομορφιά των αρετών αν όμως οι αρετές δεν έφερναν την ηδονή, ποιος θα τις θεωρούσε αξιέπαινες ή επιθυμητές; Την ιατρική την εκτιμούμε, όχι επειδή παρουσιάζει επιστημονικό ενδιαφέρον μα επειδή συμβάλλει στην υγεία. Την τέχνη της ναυσιπλοΐας την επαινούμε για την πρακτική της αξία κι όχι την θεωρητική, επειδή εφαρμόζει κανόνες που “ναι απαραίτητοι για το ασφαλές ταξίδι. Έτσι και η ΦΡΟΝΗΣΗ, που θα πρέπει να τη θεωρούμε την τέχνη του ζην, αν δεν έφερνε αποτελέσματα δεν θα ήταν επιθυμητή· όμως είναι επιθυμητή, επειδή εξασφαλίζει και παράγει την ηδονή. Όσο για το νόημα που δίνω στην ηδονή, ήδη θα πρέπει να σας είναι ξεκάθαρο και δεν πρέπει να είστε προκατειλημμένοι εναντίον μου εξαιτίας του ότι η λέξη συσχετίζεται με την προστυχιά. Ο κύριος πρόξενος της ταραχής στη ζωή ενός άνθρωπου είναι η άγνοια του καλού και του κακού· οι λαθεμένες αντιλήψεις μας πάνω σ” αυτά συχνά μας αποστερούν τις μεγαλύτερες ηδονές και μας βασανίζουν με τους πιο σκληρούς πόνους της ψυχής. Άρα χρειαζόμαστε τη Φρόνηση, για να μας απαλλάξει από τους φόβους και τις ορμές μας, να ξεριζώσει όλα τα λάθη και τις προκαταλήψεις και να μας υπηρετήσει σαν αλάνθαστος οδηγός για την επίτευξη της ηδονής. Και μόνο η Φρόνηση μπορεί να αποδιώξει τη θλίψη απ” τις καρδίες και να μας προστατέψει ατό την ανησυχία και το φόβο· αν την αφήσεις να σε δασκαλέψει, θα μπορέσεις να ζήσεις γαλήνια και να σβήσεις τις πυρακτωμένες φλόγες της επιθυμίας.»
 
Η επικαιρότητα της φιλοσοφικής σκέψης των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων νομίζω οφείλεται εν πολλοίς στην διαπίστωση ότι βασικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου παραμένουν αναλλοίωτα εδώ και χιλιάδες χρόνια. Γενιές ολόκληρες συνέχισαν για αιώνες να λατρεύουν το χρήμα και την εξουσία και να βρίσκουν ηδονή διαπράττοντας ασύλληπτες βαρβαρότητες. Ποιος έχει άραγε δίκιο; ο Κικέρων που ισχυρίζεται ότι το να πράττεις δίκαια δεν προσφέρει απαραιτήτως ηδονή ή ο Τορκουάτος που λέει ότι η δικαιοσύνη προκαλεί ευχαρίστηση; Ή μήπως έχουν δίκιο και οι δύο, και η εκτέλεση του καθήκοντος προς την πατρίδα είναι μεταφιεσμένη αξίωση ισχύος και ηδονής, όπως και η Φρόνηση των Επικούρειων; Και η θρυλούμενη φιλαργυρία; μήπως το χρήμα δεν είναι παρά ταμιευμένη ισχύς;
 
Η ιστορικά μαρτυρημένη απληστία εκατομμυρίων ανθρώπων που δεν φαίνεται να έχουν ανάγκη «από λεφτά», μήπως δεν είναι παρά μια από τις αναμενόμενες χαρακτηριστικές συμπεριφορές του ανθρώπου, ενός απίθανου όντος εξοπλισμένου με πνεύμα, επομένως ικανού να προνοεί;
Οι κενές και επομένως ανικανοποίητες επιθυμίες γεννούν συμφορές:
«Γιατί οι επιθυμίες είναι ανίκανες να βρουν ικανοποίηση· και δεν καταστρέφουν μόνο μεμονωμένα άτομα μα οικογένειες ολόκληρες, και μάλιστα συχνά ταρακουνούν τα θεμέλια του κράτους. Αυτές είναι η πηγή του μίσους, των καυγάδων, των ανταγωνισμών, των πολεμικών συγκρούσεων. Κι όχι μόνο δείχνουν το πρόσωπό τους προς τα έξω, όχι μόνο επιτίθενται τυφλά εναντίον άλλων, μα ακόμα κι όταν είναι φυλακισμένες μες στην καρδιά μαλώνουν και τρώγονται μεταξύ τους· κι αυτό δε μπορεί παρά να φαρμακώνει τη ζωή στο σύνολό της.»
 
Ο Τορκουάτος κατατάσσει τις επιθυμίες σε κατηγορίες:
«Επομένως, μόνο ο Σοφός, που κλαδεύει την οργιώδη βλάστηση της ματαιοδοξίας και των λαθών, έχει τη δυνατότητα να ζήσει ανενόχλητος από τη θλίψη και το φόβο. Ευχαριστημένος μέσα στα όρια που έχει θέσει η φύση των πραγμάτων. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πια χρήσιμο για το ευ ζην, από τη διδασκαλία του Επίκουρου σχετικά με τις επιθυμίες. Ως πρώτο είδος επιθυμιών καθόρισε τις φυσικές και αναγκαίες· δεύτερο, τις φυσικές και μη αναγκαίες- τρίτο, τις μη φυσικές και μη αναγκαίες. Και βασική αρχή της κατάταξης αυτής είναι το άτι οι αναγκαίες επιθυμίες ικανοποιούνται. με πολύ λίγο κόπο και ξόδεμα· οι φυσιολογικές επιθυμίες επίσης δεν απαιτούν πολλά, μιας και ο πλούτος της φύσης που αρκεί για την ικανοποίηση τους αποκτάται εύκολα και είναι περιορισμένος σε ποσότητα· τέλος, για τις κενές επιθυμίες είπε ότι δεν μπορεί να ανακαλυφθεί κανένα όριο.»
 
«Αν λοιπόν προσέξουμε ότι η άγνοια και το λάθος υποβιβάζουν το σύνολο της ζωής οε μια σύγχυση, ενώ η φρόνηση από μόνη της είναι ικανή να μας προστατέψει από τις επιθέσεις της βουλιμίας και τις συμφορές του φόβου, μιας και μας διδάσκει πώς να αντιμετωπίζουμε ακόμα και τα χτυπήματα της τύχης με μετριοπάθεια, και μας δείχνει όλα τα μονοπάτια που οδηγούν στην ηρεμία και τη γαλήνη, τότε γιατί να μην ομολογήσουμε δίχως δισταγμό ότι η φρόνηση είναι επιθυμητή για τις ηδονές που προσφέρει, κι ότι η Αφροσύνη πρέπει να αποφεύγεται λόγιο των τραυματικών συνεπειών της;»
 
Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ανυπόμονοι και παραδίδονται αιχμάλωτοι στα πάθη τους:
«Η ίδια αρχή θα μας οδηγήσει να αποφανθούμε ότι η εγκράτεια επίσης δεν είναι επιθυμητή από μόνη της, αλλά διότι προσφέρει ψυχική ηρεμία και κατευνάζει τις καρδιές με ένα αίσθημα αρμονίας. Γιατί δεν αρκεί απλώς να κρίνουμε τι είναι σωστό να κάνουμε και τι όχι· χρειάζεται και να εμμείνουμε στην κρίση μας. Όμως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν αντοχή· κι οι αποφάσεις τους χάνουν τη δύναμή τους κι υποχωρούν, ευθύς μόλις εμφανιστούν μπρος στα μάτια τους οι όμορφες όψεις των ηδονών, και παραδίνονται αιχμάλωτοι στα πάθη τους μη μπορώντας να προβλέψουν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα. Για χάρη μας μικρής και μη αναγκαίας ηδονής -που θα μπορούσαν είτε να την εξασφαλίσουν με άλλο τρόπο είτε να την απαρνηθούν ολωσδιόλου -χωρίς κανένα πόνο-, θα πάθουν μια σοβαρή αρρώστια ή θα χάσουν την περιουσία τους ή θα εξευτελιστούν, και δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου κινδυνεύουν να υποστούν τιμωρίες που επιβάλλουν οι νόμοι και τα δικαστήρια.»
 
Η εγκράτεια
«Από την άλλη μεριά, όσοι είναι αποφασισμένοι να χαίρονται τις ηδονές στον βαθμό που μπορούν ν” αποφεύγουν όλες τις επώδυνες συνέπειες τους, και διατηρούν την ικανότητα να κρίνουν και δεν παρασύρονται σε μια πορεία που κι οι ίδιοι τη θεωρούν λανθασμένη, αυτοί δρέπουν την υψηλότερη ηδονή απέχοντας από τις ηδονές. Και με τον ίδιο τρόπο, συχνά υπομένουν τον πόνο με τη θέλησή τους, ώστε να μην εκτεθούν σε χειρότερους πόνους αν δεν το κάνουν. Αυτό αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι η Παραλυσία δεν είναι από μόνη της ανεπιθύμητη, ακριβώς όπως η Εγκράτεια είναι επιθυμητή όχι επειδή αποκηρύσσει τις ηδονές αλλά γιατί εξασφαλίζει μεγαλύτερες ηδονές.»
 
Η ανδρεία
Ποιά ηδονή μπορεί να προκαλούν οι κακουχίες, οι στερήσεις και η σκληρότητα που συνεπάγεται η αφοσίωση στην πατρίδα;
 
«Τα ίδια ισχύουν και για την ανδρεία. Το να μπαίνεις σε κόπους και να υπομένεις τους πόνους δεν είναι από μόνα τους ελκυστικά. Το ίδιο και η αντοχή, η εργατικότητα, η επιφυλακή ακόμα κι η πολεμική εκείνη αρετή που ονομάζουμε καρτερικότητα· ακόμα κι Ανδρεία. Όμως αποβλέπουμε σ’ αυτές τις αρετές ώστε να ζούμε χωρίς ανησυχία και φόβο, και όσο γίνεται απελευθερωμένοι από τον ψυχικό και σωματικό πόνο. Ο φόβος του θανάτου καταστρέφει την ήρεμη και ομαλή πορεία της ζωής· και το να σκύβεις το κεφάλι στον πόνο και να τον υφίστασαι απελπισμένος και αδύναμος είναι ό,τι πιο αξιοθρήνητο. Αυτού του είδους η αδυναμία έχει κάνει ανθρώπους να προδώσουν τους γονείς τους, να προδώσουν φίλους, να προδώσουν την πατρίδα τους και πολλούς τους έχει οδηγήσει σε πλήρη αυτοκαταστροφή. Κι από την άλλη, ένα δυνατό και αγέρωχο πνεύμα είναι τελείως απελευθερωμένο από την ανησυχία και τη θλίψη. Μ” ένα τέτοιο πνεύμα αλαφραίνει ο πόνος, κι όταν οι πόνοι είναι ελαφρείς, οι ανάπαυλες είναι συχνές· οι μέτριοι πόνοι, πάλι, είναι του χεριού μας, μπορούμε να τους αντέξουμε αν είναι υποφερτοί- κι όταν πλέον δεν είναι υποφερτοί, μπορούμε τότε ατάραχοι να εγκαταλείψουμε το θέατρο της ζωής, αφ” ης στιγμής το έργο έχει πλέον πάψει να μας ευχαριστεί. Οι συλλογισμοί ετούτοι δείχνουν ότι δεν κατηγορούνται αυτές καθ” αυτές η ατολμία κι η δειλία και δεν υμνούνται αυτά καθ” αυτά το σθένος κι η Ανδρεία. Τα πρώτα απορρίπτονται γιατί γεννούν τον πόνο. Τα δεύτερα είναι επιθυμητά γιατί γεννούν την ηδονή.»
 
Η δικαιοσύνη
Είδαμε ότι ο Επίκουρος θεωρούσε τη δικαιοσύνη ως μια σύμβαση, μια συμφωνία ανάμεσα σε ανθρώπους, η οποία μπορούσε να αλλάξει και έχει σκοπό την αρμονική συμβίωση μεταξύ τους. Οι θεοί δεν εμπλέκονται πουθενά, μακάριοι, ευτυχείς και αδιάφοροι για τα πάθη των ανθρώπων. Η ιστορική βαρύτητα μια τέτοιας θέσης γίνεται προφανής, αν αναλογιστούμε πόσοι αιώνες πέρασαν για να ανακαλυφθεί ξανά η αυτονομία, η δυνατότητα δηλαδή και το δικαίωμα του ανθρώπου να ορίζει τους νόμους μιας κοινωνίας σε συνθήκες πολιτισμού.
 
«Μένει τώρα να πω για τη δικαιοσύνη, για να συμπληρωθεί ο πίνακας των αρετών· όμως κι η Δικαιοσύνη επιδέχεται την ίδια αντιμετώπιση με τις προηγούμενες. Έδειξα πως η Φρόνηση, η Εγκράτεια κι η Ανδρεία είναι τόσο στενά δεμένες με την ηδονή που είναι αδύνατο να τις αποκόψεις ή να τις ξεχωρίσεις απ” αυτήν. Θα πρέπει να δεχτούμε ότι το ίδιο ισχύει και για τη Δικαιοσύνη. Όχι μόνο δεν βλάπτει κανέναν η Δικαιοσύνη αλλά, αντίθετα, πάντα προσφέρει κάποιο όφελος, εν μέρει διότι χάρη σ’ αυτήν γαληνεύουν τα πνεύματα και εν μέρει διότι στηρίζει την ελπίδα της απρόσκοπτης παροχής όλων όσων πραγματικά έχει ανάγκη μια αδιάφθορη φύση.»
Όσοι αδικούν ποτέ δεν μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι:
«Και ακριβώς όπως η Αφροσύνη, η Ακολασία κι η Δειλία βασανίζουν την ψυχή και ξεσηκώνουν διχόνοιες και ταραχές, έτσι και η Ανομία, όταν είναι γερά ριζωμένη στην καρδιά, φέρνει ψυχική ταραχή και μόνο με την παρουσία της. Και άπαξ και βρει τρόπο να εκδηλωθεί μέσα από κάποια άδικη πράξη, οσοδήποτε κρυφή, ποτέ δεν μπορεί να νιώσει τη σιγουριά ότι η πράξη θα παραμείνει ανεξιχνίαστη. Οι συνηθισμένες συνέπειες ενός εγκλήματος είναι, πρώτα η υποψία, μετά η σπερμολογία κι η φημολογία, στη συνέχεια ο κατήγορος και μετά ο δικαστής. Πολλοί εγκληματίες φτάνουν στο σημείο να παράσχουν οι ίδιοι μαρτυρίες ενάντια στον εαυτό τους, πράγμα που συνέβη την εποχή που ήσουν Συγκλητικός.»
 
Κι αν ακόμα ξεφύγουν από τους ανθρώπους, δεν θα γλιτώσουν από το μάτι του ουρανού:
«Ακόμα κι αν κάποιος νομίζει πως είναι προστατευμένος και οχυρωμένος απέναντι στους συνανθρώπους του, δεν θα πάψει να φοβάται το μάτι του ουρανού και θα “χει τη φαντασίωση ότι τις τύψεις και την αγωνία που μέρα νύχια του δαγκώνουν την καρδιά, του τις στέλνει η θεία πρόνοια για να τον τιμωρήσει. Όμως, πώς μπορεί η ανομία να συμβάλλει στη μείωση των οχλήσεων ή να ισοφαρίσει το γεγονός ότι η ίδια τις επαυξάνει, έτσι όπως φορτώνει τον άνθρωπο με μια ένοχη συνείδηση, με τιμωρίες από το νόμο και με το μίσος των συνανθρώπων;»
«Κι ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι που ενδίδουν στη φιλαργυρία, στη φιλοδοξία και τη λατρεία της εξουσίας, στη λαγνεία και την αδηφαγία και σ’ εκείνες τις άλλες επιθυμίες που τα άνομα κέρδη όχι μόνο δεν τις μειώνουν μα τις επαυξάνουν σε σημείο που να τους θεωρείς πια άξιους καταστολής περισσότερο παρά αναμόρφωσης.  […]»
 
Αν ο φτωχός ανομεί, δύσκολα θα του βγει σε καλό, ενώ ο πλούσιος δεν έχει κανένα λόγο να είναι άδικος, αφού και τα μέσα συντήρησής του μπορεί να εξασφαλίσει χωρίς κόπο και θα έχει την εύνοια των συνανθρώπων του ως έντιμος και δίκαιος πολίτης:
«Για κάποιον που δεν έχει μόρφωση ή πόρους, η ατιμία δεν είναι σωστή στάση, εφ” όσον είναι δύσκολο να ευοδωθούν τα σχέδια ενός τέτοιου άνθρωπου ή να βγει καλό από την όποια επιτυχία τους. Κι από την άλλη, ένας πλούσιος και έξυπνος άνθρωπος, όντας γενναιόδωρος και φιλελεύθερος, κερδίζει τη συμπάθεια και την εύνοια των άλλων, τα πιο σίγουρα μέσα για μια ειρηνική ζωή· πόσο μάλλον που πραγματικά δεν έχει κανένα κίνητρο να παραβιάζει το νόμο, εφόσον τις φυσικές του επιθυμίες του είναι εύκολο να τις ικανοποιήσει χωρίς να αδικήσει κανένα συνάνθρωπο, ενώ στις κενές επιθυμίες θα πρέπει να αντιστέκεται διότι δεν στοχεύουν σε πράγματα που ναι στ’ αλήθεια επιθυμητά· ταυτόχρονα, η χασούρα, σύμφυτη με το Άδικο, είναι μεγαλύτερη από τα κέρδη και τα οφέλη.»
 
«Συνεπώς δεν θα ήταν σωστό να πούμε πως η Δικαιοσύνη είναι επιθυμητή αυτή καθ” αυτή. Είναι επιθυμητή επειδή σε μεγάλο βαθμό παράγει ικανοποίηση. Το να σ” έχουν σε υπόληψη και να σε συμπαθούν, είναι κάτι που φέρνει ικανοποίηση, γιατί έτσι η ζωή σου γίνεται πιο ασφαλής και πιο πλήρης σε ηδονές. Γι αυτό θεωρούμε πως η Ανομία πρέπει να αποφεύγεται όχι μόνο λόγω των μειονεκτημάτων της άδικης ζωής αλλά πολύ περισσότερο γιατί όταν κατοικεί μες στην καρδιά του άνθρωπου, δεν του επιτρέπει να γνωρίσει μια στιγμή ησυχίας και ν” ανασάνει ελεύθερα.»
Οι δυνατοί άνθρωποι επιλέγουν να είναι έντιμοι και δίκαιοι:
«Όσοι άνθρωποι λοιπόν έχουν ισχυρή φύση οδηγούνται από τη φωνή της λογικής στη δικαιοσύνη και την τιμιότητα. Ακόμα κι η δόξα των Αρετών, για την οποία οι άλλοι φιλόσοφοι αρέσκονται να μακρηγορούν με τόση ευφράδεια, δεν έχει σε τελική ανάλυση κανένα νόημα εκτός αν αυτό βασίζεται στην ηδονή, μιας και η ηδονή είναι το μόνο πράγμα που από μόνο του είναι θελκτικό και ελκυστικό, τότε δεν χωρά αμφιβολία ότι η ηδονή είναι το ανώτατο και τελικό Αγαθό και ότι ευτυχισμένη ζωή δεν είναι παρά η ηδονική ζωή.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου