Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΕΛΕΓΕΙΑ, ΜΙΜΝΕΡΜΟΣ

«Όπως τα φύλλα»

Στα πιο πολλά από τα σωζόμενα αποσπάσματα του Μίμνερμου εξυμνείται η νεανική ακμή, στην οποία αντιπαρατίθεται το δυσβάσταχτο βάρος των γηρατειών: η ζωή αξίζει όσο είναι κανείς νέος και μπορεί να χαρεί τις απολαύσεις της ζωής, αλλά δυστυχώς η περίοδος αυτή διαρκεί λίγο· τα γηρατειά δεν σημαίνουν παρά βάσανα και φθορά, είναι χειρότερα από τον θάνατο. Ποιήματα με αυτό το περιεχόμενο απαγγέλλονταν, όπως και οι ερωτικές ελεγείες που έγραφε ο Μίμνερμος, πιθανώς σε συμπόσια. Στο απόσπασμα που ακολουθεί (ενδεχομένως να αποτελεί πλήρες ποίημα) η επίδραση του Ομήρου είναι ευδιάκριτη. Ομηρική είναι, για παράδειγμα, η καταγωγή της εικόνας των φύλλων (πβ. Ιλ. Ζ 146-9, αν και εκεί δεν παρομοιάζεται η νεότητα με τα φύλλα, αλλά οι γενεές των ανθρώπων) όπως επίσης η αναφορά στις δύο Κῆρες (="μοίρες", πβ. Ιλ. Ι 410-16). Αξιοπρόσεκτη στην ποίηση του Μίμνερμου είναι επίσης η ηχητική αρμονία των φθόγγων, όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς ήδη από τους δύο πρώτους στίχους του ποιήματος. Αυτός ήταν ο λόγος που ο Καλλίμαχος χαρακτήρισε γλυκύν τον ποιητή.

Απόσπασμα 2

ἡμεῖς δ᾽, οἷά τε φύλλα φύει πολυάνθεμος ὥρη
ἔαρος, ὅτ᾽ αἶψ᾽ αὐγῇς αὔξεται ἠελίου,
τοῖς ἴκελοι πήχυιον ἐπὶ χρόνον ἄνθεσιν ἥβης
τερπόμεθα, πρὸς θεῶν εἰδότες οὔτε κακὸν
5 οὔτ᾽ ἀγαθόν· Κῆρες δὲ παρεστήκασι μέλαιναι,
ἡ μὲν ἔχουσα τέλος γήραος ἀργαλέου,
ἡ δ᾽ ἑτέρη θανάτοιο· μίνυνθα δὲ γίνεται ἥβης
καρπός, ὅσον τ᾽ ἐπὶ γῆν κίδναται ἠέλιος.
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ τοῦτο τέλος παραμείψεται ὥρης,
10 αὐτίκα δὴ τεθνάναι βέλτιον ἢ βίοτος·
πολλὰ γὰρ ἐν θυμῷ κακὰ γίνεται· ἄλλοτε οἶκος
τρυχοῦται, πενίης δ᾽ ἔργ᾽ ὀδυνηρὰ πέλει·
ἄλλος δ᾽ αὖ παίδων ἐπιδεύεται, ὧν τε μάλιστα
ἱμείρων κατὰ γῆς ἔρχεται εἰς Ἀΐδην·
15 ἄλλος νοῦσον ἔχει θυμοφθόρον· οὐδέ τίς ἐστιν
ἀνθρώπων ᾧ Ζεὺς μὴ κακὰ πολλὰ διδοῖ.

***
Όπως τα φύλλα που η άνοιξη φέρνει η πολύανθη -τότε
είν᾽ η εποχή που γοργά ο ήλιος τα θρέφει- κι εμείς
λίγον καιρό, πολύ λίγο, της νιότης χαιρόμαστε τ᾽ άνθη
δίχως θεϊκών συμφορών να ᾽χουμε πείρα, ούτε δα
τι είναι καλό. Σκοτεινές πλάι μας έπειτα στέκονται μοίρες·5
των θλιβερών γερατειών η κυβερνήτρα είν᾽ η μια
και του θανάτου είν᾽ η άλλη· ο καρπός λίγο μένει της νιότης,
όσο μονάχα στη γη του ήλιου σκορπιέται το φως.
Όταν της πλέριας ακμής την κορφή ξεπεράσει κανένας,
απ᾽ τη ζωή πιο καλός τότε είν᾽ ο θάνατος πια·10
πίκρες πολλές την καρδιά φαρμακώνουνε ο ένας το βιος του
βλέπει να ρέβει, κι αυτόν φτώχεια τον σφίγγει βαριά·
άλλος δεν έχει παιδιά, και μ᾽ αυτό τον καημό πάνω απ᾽ όλους
στον άλλον κόσμο περνά, κάτω απ᾽ τη μαύρη τη γη·
λιώνει η αρρώστια αλλουνού την καρδιά, και δεν είναι στον κόσμο15
ένας, που ο Δίας τα δεινά να μην του δίνει σωρό.
 

Όταν έκλαψε ο Νίτσε

Εγχειρίδιο απεγκλωβισμού από τις παρενέργειες του έρωτα.

Ο συγγραφέας ψυχαναλυτής Irvin Yalom επισημαίνει ότι πολλοί πελάτες του βοηθήθηκαν περισσότερο από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου παρά απ΄τις τετ α τετ συνεδρίες.
Όταν έκλαψε ο Νίτσε ~ Irvin D. Yalom

-Πρέπει να είσαι έτοιμος να καείς στην ίδια σου τη φλόγα: πώς να ξαναγεννηθείς αν δεν γίνεις πρώτα στάχτη; (Τάδε έφη Ζαρατούστρα)

-Αν μια γυναίκα χαίρεται τη συντροφιά ενός άντρα, γιατί να μην τον πάρει από το μπράτσο και να μην του ζητήσει να τον συνοδέψει;…Αυτή η γυναίκα ανήκει σε άλλο είδος. Αυτή η γυναίκα ήταν ελεύθερη!

-…»για μένα η λέξη «καθήκον» είναι βαριά και καταπιεστική. Έχω συνοψίσει τα καθήκοντά μου σε ένα μόνο – να διαιωνίσω την ελευθερία μου. Ο γάμος και η κατοχή και η ζήλια που τον περιβάλλουν, υποδουλώνουν το πνεύμα. Δεν θα με εξουσιάσουν ποτέ. Ελπίζω γιατρέ, να έρθει μια εποχή όπου άντρες και γυναίκες δεν θα τυραννιούνται ο καθένας απ΄τις αδυναμίες του άλλου.»

–Όλα ήταν θέμα προοπτικής, αλλαγής νοητικού πλαισίου.

-Ο άνθρωπος αναπτύσσει τα φυσικά του χαρίσματα μόνο μέσα από το συναγωνισμό.

–Κανείς δεν επιθυμεί, πιστεύει, να βοηθήσει τον άλλον: αντίθετα, οι άνθρωποι θελαν μόνο να κυριαρχούν και να αυξάνουν την εξουσία τους.

-» Ναι, το ξέρω πως ο κόσμος δεν χαμογελάει σε μια γυναίκα και δυο άντρες που ζουν αγνά μαζί«…»Αλλά είμαστε ιδεαλιστές με ελεύθερη σκέψη, που απορρίπτουν τους κοινωνικά επιβεβλημένους περιορισμούς. Πιστεύουμε στην ικανότητα να δημιουργούμε οι ίδιοι τις ηθικές δομές μας.

-Να ανακαλύψεις χαραυγές και χρυσές ευκαιρίες, ν΄αγαπήσεις μια πλούσια γενναία ψυχή: όλοι τα έχουμε ανάγκη αυτά σκέφτηκε, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή μας.

-» Λοιπόν, ανακαλύψαμε ότι όταν επιστρέφει στην ίδια την πηγή ενός συμπτώματος και μου περιέγραφε τα πάντα, τότε το σύμπτωμα εξαφανιζόταν από μόνο του – χωρίς να χρειάζεται καμία υπνωτική υποβολή-»

-Η χαρά να σε παρατηρούν ήταν τόσο βαθιά που ο Μπρόϊερ πίστευε ότι ο αληθινός πόνος των γηρατιών, του πένθους, του να ζεις αφού οι φίλοι σου έχουν πεθάνει, ήταν η απουσία εξονυχιστικής παρατήρησης – η φρίκη του να ζεις μια ζωή που δεν την παρατηρεί κανείς.

-…» Ίσως η εμπιστοσύνη στον Θεό να είναι η δική του επιλογή!» «Αυτό δεν αποτελεί επιλογή ενός άντρα. Δεν είναι η ανθρώπινη επιλογή, αλλά μια προσπάθεια ν΄αδράξουμε μια ψευδαίσθηση έξω απ΄τον εαυτό σου. Μια τέτοια επιλογή, η επιλογή του άλλου, του υπερφυσικού, πάντοτε σε αποδυναμώνει. Πάντα κάνει τον άνθρωπο μικρότερο απ΄αυτό που είμαστε!»

-Δεν είναι η αλήθεια ιερή, ιερή είναι η αναζήτηση της αλήθειας του καθενός μας! Μπορεί να υπάρχει πιο ιερή πράξη από την αυτοαναζήτηση;

-Πάντα ένιωθα ότι η τελική ανταμοιβή των νεκρών είναι ότι δεν θα ξαναπεθάνουν!- Νίτσε

-Ο θάνατός μας μας ανήκει. Κι ο καθένας μας θα ‘πρεπε να τον εκπληρώνει με τον δικό του τρόπο.- Νίτσε

-Τί χρειάζεται ένα βιβλίο που δεν μας πηγαίνει πέρα απ΄όλα τα βιβλία- Νίτσε

–Προσκολλάται πεισματικά σε κάτι που έχει συνηθίσει μέσω αυτού να βλέπει τον κόσμο. Κι αυτό το ονομάζει πίστη. -Νίτσε

–Αυτός που αναζητάει την αλήθεια πρέπει να υποστεί μια προσωπική ψυχολογική ανάλυση- την ονομάζει «ηθική ανατομία»… Και για να το κάνει αυτό, πρέπει πρώτα ν΄απομακρυνθεί από την εποχή του και τη χώρα του– και τότε να εξετάσει τον εαυτό του από μακριά!-Νίτσε

-Η αποκάλυψη του εαυτού σου σε κάποιον άλλο είναι προανάκρουσμα τηςπροδοσίας σε κάνει ν΄ αρρωσταίνεις, έτσι δεν είναι;

-Η γεύση του θανάτου στο στόμα μου μου έδινε προοπτική και θάρρος. Τοθάρρος να είμαι ο εαυτός μου, αυτό είναι σημαντικό.

-…η υπερεγρήγορση, όπως την ονομάζετε, δεν είναι ανεπιθύμητη: είναιαπαραίτητη για τη δουλειά μου . Θέλω να είμαι σε εγρήγορση. Δεν θέλω να αποκλειστώ από κανένα μέρος της εσωτερικής μου εμπειρίας! Κι αν η ένταση είναι το κόστος της επίγνωσης, έστω! Είμαι αρκετά πλούσιος για να το πληρώσω!

-Ίσως εγώ και το σώμα μου να έχουν οργανώσει μια συνωμοσία πίσω απ΄την πλάτη του ίδιου μου του νου.

-Οι μεγάλοι διανοητές πάντα επιλέγουν τη συντροφιά του εαυτού τους καισκέφτονται τις δικές τους σκέψεις, ανενόχλητοι από τον όχλο.

-Θ’ ανακαλύψετε ότι κανείς ποτέ δεν έχει ως αποδέκτη τον εαυτό μας κάθε προσφορά είναι αντιπροσφορά, κάθε αγάπη είναι αγάπη του εαυτού μας.

-…»η ανθρωπότητα δεν μπορεί πια να αποφύγει το ωμό θέαμα του ηθικού ανατομείου»…τα σφάλματα των μεγαλύτερων φιλοσόφων πηγάζουν συνήθως από την εσφαλμένη ερμηνεία των ανθρωπίνων πράξεων και αισθημάτων, που έχει ως τελικό αποτέλεσμα την οικοδόμηση μιας εσφαλμένης ηθικής, και τη δημιουργία θρησκευτικών και μυθολογικών τεράτων».

-Όλοι βαριούνται το ίδιο φαΐ συνέχεια. Νομίζω, Γιόζεφ, ότι για κάθε όμορφη γυναίκα που υπάρχει, υπάρχει και κάποιος ταλαίπωρος που έχει κουραστεί να την κουτουπώνει!

-Πως να ομολογήσει ότι στοιχημάτισε ολόκληρη τη ζωή του, μόνο για να ανακαλύψει ότι το τελικό κέρδος δεν ήταν εντέλει του γούστου του;

-«Ίσως» είπε ο Νίτσε, «ο άντρας μόνο όντας άντρας ελευθερώνει τη γυναίκα μέσα σε μια γυναίκα»

–Ευτελείς σκέψεις διηθούν το μυαλό του σαν μύκητες. Στο τέλος θα σαπίσουν το σώμα του. Καθώς έφευγε σήμερα, τον ρώτησα τί θα έβλεπε, αν δεν τον τύφλωναν τα ασήμαντα.

-…φόβοι δεν γεννιούνται στο σκοτάδι. Αντίθετα, είναι μάλλον σαν τ΄αστέρια – βρίσκονται πάντα εκεί, αλλά τους κρύβει η λάμψη της ημέρας.

-Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους που αντιπαθούν τον εαυτό τους και προσπαθούν να το διορθώσουν πείθοντας πρώτα άλλους να έχουν καλή γνώμη για αυτούς. Μόλις γίνει αυτό, τότε αρχίζουν να έχουν κι οι ίδιοι καλή γνώμη για τον εαυτό τους. Αλλά αυτή είναι ψεύτικη λύση, είναι υποταγή στην αυθεντία των άλλων. Το καθήκον σας είναι να αποδεχτείτε τον εαυτό σας–όχι να βρείτε τρόπους να κερδίσετε τη δική μου αποδοχή.

-Ο σεξουαλικός πόθος είναι, κατά βάθος, πόθος για ολοκληρωτικήκυριαρχία πάνω στο πνεύμα και το σώμα του άλλου.

-Δεν οφείλουμε να δημιουργήσουμε– δεν οφείλουμε να γίνουμε- πριν αναπαραχθούμε ; Η ευθύνη μας στη ζωή είναι να δημιουργήσουμε το ανώτερο. Τίποτα δεν πρέπει να εμποδίσει την ανάπτυξη του ήρωα μέσα μας. Κι αν παρεμβάλλεται ο πόθος, τότε κι αυτός πρέπει να υπερπηδηθεί.

-Ο πόθος , ο ερεθισμός, η λαγνεία – αυτά μας υποδουλώνουν. Οι μάζεςπερνούν τη ζωή τους σαν γουρούνια που τρώνε μέσα στην ταϊστρα τηςηδονής.

-Πρέπει να επιλέξετε ανάμεσα στην άνεση και στην αληθινή αναζήτηση!

-Συχνά νιώθω σαν η ζωή μου να άγγιζε πια το ψηλότερο σημείο της… έχω φτάσει στην κορυφή κι όταν κοιτάζω πέρα να δω τι υπάρχει μπροστά μου, βλέπω μόνο φθορά- μια κατάβαση…Όχι, όμως αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό. Δεν με ανησυχεί η κατάβαση- αλλά η μη ανάβαση.

–Κανένας μας δεν άρχισε να επιλέγει εσκεμμένα στόχους , οι στόχοι απλώς υπήρχαν, ήταν φυσικά επακόλουθα της εποχής μου του κόσμου, της οικογένειάς μου…Δεν ήταν αρκετά στέρεα για να στηρίξουν μια ολόκληρη ζωή… Εσύ κι εγώ , όμως, έχουμε πολύ καλή όραση. Εσύ κοίταξες πολύ πέρα μέσα στη ζωή. Είδες πως ήταν το ίδιο μάταιο να εκπληρώνεις λανθασμένα στόχους , όσο και το να θέτεις νέους λανθασμένους στόχους. Το πολλαπλάσιο του μηδενός είναι πάντα μηδέν!

–Αν δεν γίνεις ο κύριος της πορείας της ζωής σου, σημαίνει ότι επιτρέπεις στην ύπαρξή σου να αποτελεί ατύχημα.

-… ο χρόνος δεν διακόπτεται, ότι η βούληση δεν μπορεί να πάει προς τα πίσω. Μόνο οι προνομιούχοι κατορθώνουν να έχουν τέτοια ενόραση!

-Το γεγονός ότι η βούληση δεν μπορεί να γυρίσει πίσω, δεν σημαίνει ότι είναι αδύναμη! Επειδή, δόξα το Θεό, ο Θεός είναι νεκρός– αυτό δεν σημαίνει ότι η ύπαρξη δεν έχει σκοπό. Επειδή έρχεται ο θάνατος– αυτό δεν σημαίνει πως η ζωή δεν έχει αξία.

-…εντολή του Ιησού ν΄αποσχιστούμε από τους γονείς και την κουλτούρα μας προς αναζήτηση της τελειότητας…

-Έχω άραγε την ικανότητα να τον διδάξω να μετατρέψει το «έτσι συνέβη» σε «έτσι το θέλησα»;

-Ποτέ δεν κατάλαβε ότι το καθήκον του ήταν να τελειοποιήσει τη φύση,να ξεπεράσει τον εαυτό του, την κουλτούρα του, την οικογένεια, τον σαρκικο πόθο του, την ωμή κτηνώδη του φύση, να γίνει αυτός που είναι,να γίνει ό,τι είναι.

-Φυσικά υποφέρεις, αυτό είναι το κόστος της καθαρής όρασης. Φυσικά φοβάσαι να ζεις σημαίνει να βρίσκεσαι σε κίνδυνο. Πρέπει να σκληραγωγηθείς!

-Πρέπει ν΄αντιμετωπίσεις τα σημαντικά υπαρξιακά θέματα επέμενε ο Νίτσε, και τότε η εμμονή σου με τη Βέρθα θα ξεθωριάσει.

-Ήταν πάρα πολύ ευχάριστο να ξεφυτρώνει όσα είχε μέσα του, να μοιράζεται τα χειρότερα μυστικά του, να έχει την αμέριστη προσοχή κάποιου που, κατά κανόνα, τον καταλαβαίνει, τον αποδεχόταν κι έμοιαζε ακόμα και να τον συγχωρεί.

-Όλη μου τη ζωή με προειδοποιούν γι΄αυτά τα ρίσκα. Κι όμως ως τώρα δεν έχω απογοητευτεί ποτέ – ούτε μια φορά.

-«Όλοι οι σοβαρά σκεπτόμενοι άνθρωποι σκέφτονται την αυτοκτονία, παρατήρησε ο Νίτσε». «Είναι μια ανακουφιστική σκέψη που μας βοηθάει να περάσουμε τη νύχτα».

-«ένα ύψος απ΄όπου η τραγωδία παύει να φαίνεται τραγική»

-Αυτές οι καημένες φαντασιώσεις δεν είναι μέρος μιας υπέρτατης πραγματικότητας. Όλα όσα βλέπουμε είναι σχετικά, όπως και όλα όσα γνωρίζουμε. Εμείς επινοούμε αυτά που βιώνουμε. Κι ότι επινοήσαμε, μπορούμε και να το καταστρέψουμε.

-Παρόλο που εμείς επινοούμε την πραγματικότητα, το μυαλό μας είναι φτιαγμένο έτσι που να μας το κρύβει.

-Παρουσιάζει τον εαυτό του ως καλό – δεν βλάπτει κανένα- εκτός απ΄τον εαυτό του και την φύση! Φοβάται τόσο πολύ ότι κάποιος θα τον πληγώσει; Μήπως γι΄αυτό δεν τολμάει να το λέει αρετή. Το αληθινό του όνομα είναι δειλία! Είναι πολιτισμένος, ευγενής, άνθρωπος με τρόπους.Έχει εξημερώσει την άγρια φύση του, έκανε το λύκο του σκυλάκι. Κι αυτότο λέει μέτρο. Το αληθινό του όνομα είναι δειλία!

-…έχω ανάγκη την μαγεία, δεν μπορώ να ζω ασπρόμαυρα.

-…με δελεάζει η απόδραση όχι απ΄τον κίνδυνο αλλά απ΄την ασφάλεια. Ίσως έχω ζήσει με υπερβολική ασφάλεια!

-Άλλοι το ξέρω, ζηλεύουν αυτή τη ζωή – εμένα όμως με τρομάζει. Με τρομάζει η ομοιομορφία και η πρόβλεψιμότητά της. Με τρομάζει τόσο που μερικές φορές σκέφτομαι τη ζωή μου σαν καταδίκη σε θάνατο!

-Η μαγεία απαιτεί σκοτάδι και μυστήριο.

-Η ωραία γυναίκα έχει περισσότερη δύναμη αν την ποθούν κι άλλοι άντρες.

-Κι αφού οι εικόνες των ονείρων δεν πεθαίνουν, ήταν ένα μέρος όπου θα ήμουν αιώνιος!

-Η πολυπλοκότητα της διπλής ζωής, της μυστικής ζωής, δεν είναι του γούστου μου. Κι όμως τη λαχταράω. Η επιφανειακή αστική ζωή είναι θανάσιμα ανιαρή- παραείναι ορατή, βλέπεις πάρα πολύ καθαρά το τέλος και όλες τις πράξεις που οδηγούν στο τέλος. Ξέρω πως ακούγεται τρελό, αλλά η διπλή ζωή είναι μια επιπλέον ζωή. Υπόσχεται την προέκταση της ζωής μας. Ο Νίτσε συμφώνησε. «Νιώθεις ότι ο χρόνος καταβροχθίζει τις δυνατότητες της επιφανειακής ζωής, ενώ η κρυφή ζωή είναι αστείρευτη;»

-…αντιπαθώ τους άλλους που μου κλέβουν την μοναχικότητά μου χωρίς να μου προσφέρουν αληθινή συντροφιά.

-Είναι επικίνδυνο να ζεις με ασφάλεια.

–Ερωτευόμαστε περισσότερο τον ίδιο τον πόθο από το αντικείμενό του.
-Θα ΄ρθει μια εποχή που οι άνθρωποι θα πάψουν να φοβούνται την γνώση, που δεν θα μεταμφιέζουν την αδυναμία σε «ηθικό νόμο», που θα βρουν το θάρρος να σπάσουν τα δεσμά του «πρέπει».

-…η φλόγα της πίστης τροφοδοτείται αδιάκοπα από το φόβο του θανάτου, της λήθης και της έλλειψης νοήματος.

–Ο εραστής πρέπει να ακυρώσει τα μάτια του, να θυσιάσει την αλήθεια. Και, για μένα μια ζωή χωρίς αλήθεια είναι ένας ζωντανός θάνατος!

-Περισσότερο απ΄όλα, νομίζω ότι μου λείπει η προσοχή του…Όσο περισσότερο ξεθωριάζει η εικόνα του τόσο παλεύω με το αίσθημα ότι οι δραστηριότητές μου και οι επιτυχίες μου είναι όλες εφήμερες ότι δεν έχουν πραγματική σημασία.

-…πιο εύκολα αντιμετωπίζεις μια κακή φήμη παρά μια κακή συνείδηση.

-…όλα τα κίνητρα και τα δικά μου και του Νίτσε γεννιούνται από μια και μόνη πηγή- το ένστικτο της απόδρασης από τη λήθη του θανάτου.

-…υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να αναζητάς την έγκριση ενός γονιού και στο να πασχίζεις να ανυψώσεις εκείνους που θα έρθουν στο μέλλον.

-«Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!»…»Ζήσε όταν ζεις! Ο θάνατος χάνει τη φρίκη του αν κάποιος πεθαίνει έχοντας εξαντλήσει την ζωή του!…Έζησες τη ζωή σου; Ή σε έζησε εκείνη; Την επέλεξες; Ή σε επέλεξε εκείνη; Την αγάπησες; Ή μετάνιωσες γι΄αυτήν…Την κατανάλωσες; …Όχι, δεν επέλεξα! Όχι, δεν επέλεξα! Όχι, δεν έζησα την ζωή που ήθελα! Έζησα την ζωή που μου ανατέθηκε. Ο πραγματικός μου εαυτός εγκλωβίστηκε μέσα στη ζωή μου«.

-Ναι η αιώνια επανάληψη σημαίνει ότι κάθε φορά που επιλέγεις μια πράξη θα την επιλέγεις αιώνια. Και ισχύει ίδιο για κάθε πράξη που δεν κάνεις, κάθεεμποδισμένη σκέψη, κάθε επιλογή που αποφεύγεις. Και όλη η αβίωτη ζωή θα μένει να φουσκώνει μέσα σου, αβίωτη για όλη την αιωνιότητα. Κι η αδιόρατη φωνή της συνείδησής σου θα σου διαμαρτύρεται αιώνια.

-Αυτή η στιγμή υπάρχει για πάντα κι εσύ, μονάχος σου, είσαι το μόνο σου ακροατήριο.

-Αυτό – απελευθέρωση σημαίνει ένα ιερό όχι, ακόμη και στο καθήκον…Η καλοσύνη σου, το καθήκον σου, η αφοσίωσή σου- αυτά είναι τα κάγκελα της φυλακής σου. Θα αφανιστείς από τέτοιες μικρές αρετές…Το καθήκον σου σαν γονιός δεν είναι να αναπαράγεις άλλον έναν εαυτό, άλλον έναν Γιόζεφ, αλλά κάτι υψηλότερο. Είναι να παραγάγεις ένα δημιουργό… Ο γάμοςδεν θα ‘πρεπε να ΄ναι φυλακή αλλά περιβόλι όπου μπορεί να καλλιεργηθεί κάτι υψηλότερο. Ίσως ο μόνος τρόπος να σώσεις το γάμο σου είναι να τον εγκαταλείψεις…καλύτερα να σπάσεις το δεσμό του γάμου παρά να σε σπάσει εκείνος!

-Σήμερα κατάλαβα ότι ο καλύτερος δάσκαλος είναι αυτός που μαθαίνει από το μαθητή του.

-Ο αληθινός εχθρός ήταν πάντα, η μοίρα κι όχι η Ματίλντε. Ο αληθινός εχθρός ήταν το γέρασμα, ο θάνατος και ο φόβος μου για την ελευθερία.

-...η σχέση του γάμου είναι ιδανική μόνο όταν δεν είναι απαραίτητη για την επιβίωση του κάθε συντρόφου.

-…το κλειδί για να ζεις καλά, είναι πρώτα να βουληθείς αυτό που είναι απαραίτητο και μετά ν΄αγαπήσεις αυτό που βουλήθηκες «αγάπα την μοίρα σου»

-…να μετατρέπεις το «ήταν να γίνει έτσι» σε «έτσι το θέλησα»

-…ίσως η πιο σπουδαία ανακάλυψη ήταν ότι δεν είχα σχετιστεί με τη Βέρθα, αλλά αντίθετα, με όλες τις ιδιωτικές σημασίες που της είχα προσάψει– σημασίες που δεν είχαν καμία απολύτως σχέση μαζί της…Ίσως όλοι να είμαστε σύντροφοι στον πόνο, ανίκανοι να δούμε την αλήθεια του άλλου.

-…οι επιστήμονες πρέπει να καταλάβουν πως και η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι ψευδαίσθηση– αλλά μια ψευδαίσθηση που χωρίς αυτήν δεν μπορούμε να ζήσουμε.

-Είναι δύσκολο ν΄αφήνεις να μιλάνε οι σκέψεις σου- έρχεσαι σε δύσκολη θέση!

-Η απομόνωση υπάρχει μόνο στην απομόνωση. Μόλις τη μοιραστείς εξατμίζεται.

-Θα μείνω πάντα μόνος, αλλά τί διαφορά, τί υπέροχη διαφορά, να επιλέγω τι κάνω. Amon fati-διάλεξε τη μοίρα σου, αγάπα τη μοίρα σου.

Η ιστορική «διαφωνία» Αριστοτέλη και Ηροδότου για τα Μαθηματικά

Από όσες πηγές έχουν «ξεθαφτεί» από την αρχαιότητα, φαίνεται πως ανάμεσα στους αρχαίους Ελληνες υπήρχε μια διχογνωμία για την προέλευση των μαθηματικών. Ηταν προϊόν εσωτερικής αναζήτησης και φιλοσοφίας, ή προέκυψαν από τις πρακτικές ανάγκες των ανθρώπων;

Οσο και να φιλοσοφούσαν οι αρχαίοι γύρω από το συγκεκριμένο θέμα, η απάντηση δεν θα μπορούσε να δοθεί χωρίς να ανατρέξουν σε έναν παλαιότερο πολιτισμό από τον δικό τους, τον Αιγυπτιακό, από όπου προέρχεται και η «γέννηση» της μαθηματικής επιστήμης.

Προϊόν πνευματικής αναζήτησης ή ανθρώπινης ανάγκης;  
Οι αναφορές στους Αιγυπτίους συναντιούνται συχνά στα έργα των αρχαίων Ελλήνων. Ο Ηρόδοτος στο βιβλίο του «Ιστορίαι» αναφέρει πως η γεωμετρία ανακαλύφθηκε από τους Αιγύπτιους για χάρη της... φορολογίας. Οταν ο Νείλος ξεχείλιζε, έπρεπε να υπολογιστούν οι αγροτικές εκτάσεις που χάθηκαν. Ετσι δόθηκε η αφορμή για την επινόηση της γεωμετρίας, η οποία εκ των υστέρων μεταφέρθηκε στην αρχαία Ελλάδα.

Πώς όμως ξεκίνησε η ενασχόληση του ανθρώπου με την μαθηματική επιστήμη; Σε αυτήν την ερώτηση υπάρχει η ιστορική «διαφωνία» μεταξύ δύο πολύ σημαντικών ανθρώπων της αρχαιότητας.

Ο Αριστοτέλης στα «Μεταφυσικά» αναφέρει πως «οι μαθηματικές επιστήμες εμφανίστηκαν και εξελίχθηκαν πρώτα στην Αίγυπτο, καθώς εκεί αφέθηκε διαθέσιμος χρόνος στους ιερείς για πνευματική αναζήτηση». Υποστήριζε δηλαδή πως οι Αιγύπτιοι ιερείς ήταν οι πρώτοι φορείς της μαθηματικής προόδου.


Μάλιστα ο Αριστοτέλης παρουσίασε μια σχέση μεταξύ των ιερών της Αιγύπτου, με τους μεταγενέστερους φιλοσόφους και μαθηματικούς της αρχαίας Ελλάδας. Πίστευε πως, κατά κάποιο τρόπο, οι πρώτοι ανακάλυψαν την μαθηματική επιστήμη και οι δεύτεροι την εξέλιξαν.

Ο Ηρόδοτος από την μεριά του, πίστευε πως τα μαθηματικά προέκυψαν ως ανάγκη των ανθρώπων. Δημιουργήθηκαν έτσι ώστε να καλύψουν τις όποιες πρακτικές δυσκολίες υπήρχαν στην καθημερινότητα της Αιγύπτου. Το παράδειγμα του Νείλου, που αναφέρει, είναι χαρακτηριστικό. Στα ίδια μήκη κύματος κινούνταν και οι απόψεις πολλών ακόμα αρχαίων, όπως ο Δημόκριτος.

Ο πάπυρος του Rhind που δικαίωσε τον Ηρόδοτο
Ολα τα κείμενα μαθηματικού περιεχομένου από την Αίγυπτο, προέρχονται από την εποχή του «Μέσου Βασιλείου» (2.000-1.800 π.Χ.). Ανάμεσα τους και ο γνωστός Πάπυρος του Rhind, το χαρακτηριστικότερο μαθηματικό κείμενο του αιγυπτιακού πολιτισμού.

Ο πάπυρος πήρε το όνομα του από έναν Σκωτσέζο συλλέκτη, που τον αγόρασε το 1858 στο Λούξορ της Αιγύπτου. Εκτοτε, τον παραχώρησε στο Βρετανικό Μουσείο όπου βρίσκεται έως και σήμερα. Περιέχει ένα σύνολο από πολλά αριθμητικά και αλγεβρικά προβλήματα, τα οποία ως επί το πλείστον αφορούν πρακτικά ζητήματα της αιγυπτιακής καθημερινότητας.

Υπολογισμός όγκων και εμβαδών, μισθών αλλά και σιτηρών που χρειάζονταν ώστε να παραχθεί συγκεκριμένη ποσότητα ψωμιού. Ολα αυτά μέσω κλασμάτων, διπλασιασμών, διαιρέσεων και άλλων αριθμητικών «κόλπων» της εποχής. Τα ιστορικά στοιχεία συμφωνούν περισσότερο με την άποψη του Ηροδότου. Πέραν αυτών όμως, υπάρχουν αρκετοί ακόμα λόγοι για να υποστηρίξει κανείς την άποψη του αρχαίου ιστορικού.

Ο Ηρόδοτος, έχοντας ταξιδέψει στην Αίγυπτο, είχε σαφώς περισσότερες γνώσεις γύρω από τον Αιγυπτιακό πολιτισμό, ο οποίος μάλιστα αποτέλεσε και αντικείμενο των ερευνών του. Παράλληλα, η τάξη των ιερέων, στους οποίους αναφέρεται ο Αριστοτέλης, δεν ήταν πλήρως συγκροτημένη κατά την διάρκεια του «Μέσου Βασιλείου». Το έργο των ιερέων επιτελούταν, παράλληλα με άλλες ασχολίες, από τους «λαϊκούς».

Αυτοί που ασχολήθηκαν πράγματι με μαθηματικά προβλήματα, σαν αυτά του Rhind, ήταν οι βασιλικοί γραφείς. Οι γραφείς έλυναν κυρίως οικονομικά προβλήματα, αλλά και διάφορα άλλα που αφορούσαν εφαρμογές της καθημερινότητας.

Οι Αιγίπτιοι τα ανακάλυψαν, οι αρχαίοι Ελληνες τα... έκαναν επιστήμη
Μετά από περισσότερα από 2.000 χρόνια, η απάντηση στο «γιατί ο άνθρωπος ασχολήθηκε με τα μαθηματικά», είναι πλέον σαφής. Οι Αιγύπτιοι, δηλαδή οι πρώτοι μαθηματικοί, θέλησαν να βρουν έναν τρόπο να επιλύσουν πρακτικά προβλήματα. Τα μαθηματικά δηλαδή, είναι προϊόν της ανάγκης του ανθρώπου και όχι προϊόν της εσωτερικής του αναζήτησης, τουλάχιστον στο πρώτο τους στάδιο.
Η λογική με την οποία προσέγγισαν οι αρχαίοι Ελληνες τα μαθηματικά, περίπου μια χιλιετία μετά τους Αιγυπτίους, είναι εντελώς διαφορετική. Η φιλοσοφία των μαθηματικών, σε αντίθεση με όσα λέει ο Αριστοτέλης, εξελίχθηκε πολλά χρόνια μετά την «γέννηση» τους. Θα μπορούσε να πει κανείς, δηλαδή, πως οι Αιγύπτιοι «ανακάλυψαν» τα μαθηματικά ενώ οι στοχαστές και οι φιλόσοφοι της αρχαίας Ελλάδας τα μετέτρεψαν από... πράξεις σε επιστήμη.

Οι ομορφιές του Ολύμπου

Κατά καιρούς έχουν εκφραστεί διάφορες εκδοχές της ορεωνυμίας «Όλυμπος». Ωστόσο, η ομορφιά που πηγάζει από την απλότητά του είναι απαράμιλλη.
 
Κάθε χρόνο χιλιάδες φυσιολάτρες επισκέπτονται τον Όλυμπο, για να θαυμάσουν από κοντά τη γοητεία της φύσης του και να χαρούν την περιήγηση στις πλαγιές του και την κατάκτηση των κορυφών του.
 
Μια γρήγορη περιήγηση στο μυθικό βουνό μέσα από την κάμερα του Ιωάννη Μπεϊνά.

 

Η Τέχνη χθες και σήμερα

Η Τέχνη χθες και σήμεραΑπό την κοινωνιολογική-πολιτική οπτική
Η Τέχνη είναι στις μέρες μας ένα θέμα για το οποίο μιλούν πολύ και πολλοί. Μερικοί γνωρίζοντας πως ο όρος έχει μια τέτοια ελαστικότητα, που είναι δύσκολο να προσδιοριστούν η ακριβής έννοια και τα μορφολογικά πλαίσιά του. Μόνο κάποια γενικά συμπεράσματα για το τι είναι Τέχνη και τι όχι, πως λειτουργεί, ποιος είναι ο σκοπός της. Καλλιτέχνες και άλλοι εκφράζουν τις απόψεις και τις προτιμήσεις τους για την Τέχνη και κάνουν καλά. Πρώτος νόμος της Τέχνης είναι η διαλεκτική σχέση καλλιτέχνη – έργου Τέχνης – θεατή. Τούτο σημαίνει κατά αρχήν, το δικαίωμα του θεατή να αμφισβητεί την πρόταση του καλλιτέχνη, όποτε ο πρώτος νοιώθει ότι εξαπατάται. Το δικαίωμα δηλαδή του να κρίνει, για το τι του είναι προσωπικά ευχάριστο και ψυχικά απολαυστικό και τι όχι.

Η κρίση είναι, βεβαίως, μια συνέπεια της έκθεσης του καλλιτέχνη.Και η έκθεση τι άλλο είναι, από μια καλλιτεχνική πρόταση που τίθεται προς κρίση του κοινού στο οποίο απευθύνεται. Πρόκειται για ένα πολυσχιδές και ετερόκλητο κοινό σχετικών και άσχετων θεατών, που έχει όμως το δικαίωμα να αποφαίνεται για το τι του αρέσει και τι όχι. Τα κριτήρια φυσικά είναι πλέον υποκειμενικά, ενώ σε άλλες εποχές ήταν περισσότερο αντικειμενικά, μέσα από το πρίσμα μιας συλλογικής αντίληψης. Αυτό με την έννοια, ότι οι αρχαίες κοινωνίες και οι καλλιτέχνες τους, εναρμονίζονταν γύρω από την ίδια κυρίαρχη και θεσπισμένη πνευματική ιδέα για την αξία και τη λειτουργικότητα της Τέχνης της εποχής τους. Μια σε γενικές γραμμές κοινή άποψη για το ωραίο και αρμονικό σε σχέση με τον άνθρωπο προς τον άνθρωπο, αλλά και με τον άνθρωπο προς το θείο και τη φύση.

Οι κοινωνίες εκείνες δεν είχαν ανάγκη των τεχνοκριτικών, όπως άρχισε να συμβαίνει τους τελευταίους αιώνες. Ας μη ξεχνούμε, ότι η Τέχνη στις απαρχές της και σε όλες τις μορφές της ήταν άμεσα συνυφασμένη με τη λατρεία του Θείου και πως τα έργα Τέχνης ήταν χρήσιμα κι αναπόσπαστα μέρη της θρησκευτικής τελετουργίας. Όμως το κυριότερο ήταν, πως η Τέχνη και τα έργα της ανήκαν πνευματικά σε όλους, με την απρόσωπη βεβαίως έννοια της ιδιοκτησίας. Ήταν οι εποχές που το ιδανικό του «εμείς» και του συνόλου υποταγμένο σε μια ανώτερη ιδέα, υπερίσχυε πάνω στο διασπασμένο «εγώ» του ξεχωριστού ατόμου που κυριαρχεί σήμερα.

Οι καλλιτέχνες δεν υπέγραφαν τα έργα τους προκειμένου να προβάλλουν την ατομικότητα και τις ικανότητές τους, σε σχέση με τους συναδέλφους τους. Ούτε τα έργα μπορούσαν να αμφισβητηθούν από την στιγμή που δημιουργούνταν μέσα στις προδιαγραφές της κοινής ιδέας που η κοινωνίες είχαν διαμορφώσει σχετικά με την Τέχνη και τη λειτουργία της, και όταν μάλιστα αυτά επιτελούσαν το λειτουργικό σκοπό τους. Ο καλλιτέχνης που επιχειρούσε να διαφοροποιήσει αυτή την κοινή ιδέα και να πρωτοτυπήσει με τα έργα του αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να χαρακτηρισθεί αιρετικός.

Αυτό συνέβαινε και συμβαίνει κυρίως σε θεοκρατικούς πολιτισμούς, όπως ήταν π.χ. η Αίγυπτος και οι πολιτισμοί της Μεσοποταμίας ανάμεσα στα 3.500 – 1000 π.κ.ε. Αυτός ο αυστηρός δογματισμός, εκτός από τα αρνητικά, είχε ωστόσο και θετικά στοιχεία. Η μακραίωνη επανάληψη των τεχνικών και της δομικής φόρμας, είχαν σαν αποτέλεσμα την εξιδανίκευση της μορφής και της θεματολογίας των έργων στον ανώτατο βαθμό τελειότητας και κατασκευής.  Από τους προϊστορικούς χρόνους σκοπός και κριτήριο της Τέχνης δεν ήταν το κάλλος, αλλά η χρησιμότητα και η λειτουργικότητα της. Η αντιμετώπιση των έργων και ο χαρακτήρας της Τέχνης ήταν χρηστικός, ενώ ο καλλιτέχνης ήταν απλά ένας εξειδικευμένος τεχνίτης.
Στην λαμπρή εποχή του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, ήταν που ξεκίνησε η ανάπτυξη της αισθητικής ως πνευματικής αξίας, η αναζήτηση του κάλλους και η έκφραση του θείου μέσα από την Τέχνη. Αυτό σε συνδυασμό, βεβαίως, με πνευματικές και άλλες παραμέτρους που επέδρασαν καταλυτικά σε αυτή όπως π.χ. η φιλοσοφία, οι πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές.
Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί το, όχι τυχαίο, γεγονός της άνθησης των Τεχνών μέσα στο ελεύθερο πολιτικό περιβάλλον της δημοκρατικής αρχαίας Αθήνας. Έτσι συμπεραίνει κανείς την τεράστια σημασία που έχει για την ανάπτυξη της Τέχνης το εκάστοτε πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον της εποχής. Στην αυστηρή και στρατοκρατική Σπάρτη αντίθετα, που υπήρξε ο πολιτικός αντίποδας της Αθήνας, η απολυταρχική δομή δεν επέτρεψε ποτέ μιαν ανάλογη καλλιτεχνική ακμή.
Από τις αρχές του 5ου π.κ.ε. αι., επιτελέσθηκαν ραγδαίες αλλαγές και μια μετατόπιση του βάρους της Τέχνης από το διακοσμητικό στο εκφραστικό, από το άκαμπτο στο ελεύθερο, από το χρηστικό στο αισθητικό, από το υποκειμενικό στο αντικειμενικό και από την κατεστημένη κοινή ιδέα στην ελεύθερη έκφραση του καλλιτέχνη, του οποίου την ανωνυμία διαδέχθηκε πια η προσωπική φήμη.

Κέντρο όλων αυτών ήταν ο ίδιος ο άνθρωπος που στους κλασικούς χρόνους έγινε το μέτρο όλων των πραγμάτων, πνευματικών και υλικών. Στην αρχαία Ελλάδα του 6ου-5ου π.κ.ε. αιώνα, εμφανίζονται αγγεία που φέρουν το όνομα του αγγειογράφου. Άλλαξε έτσι για πρώτη φορά στην ιστορία το στάτους ανωνυμίας των καλλιτεχνών. Η αναγνώριση του καλλιτέχνη, που ως τότε εθεωρείτο ένας απλός τεχνίτης, ως πνευματική και διανοητική προσωπικότητα, κάτι που αποδιδόταν μόνο στους ποιητές, οριστικοποιήθηκε στην εποχή της ιταλικής αναγέννησης με τη δράση των δυτικών καλλιτεχνών και συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας.

Παρόλη την «καπιταλιστική», ας την πούμε, κατεύθυνση της Τέχνης που δρομολογήθηκε στην κλασική Ελλάδα, και τη σχεδόν με λατρεία αποδοχή μεγάλων καλλιτεχνών που ξεχώριζαν, βάζοντας με την προσωπική τους ικανότητα νέους τρόπους θέασης του κόσμου και της Τέχνης και καθιερώνοντας τεχνοτροπίες, όπως ο Φειδίας, ο Πραξιτέλης, ο Λύσιππος, ο Μύρων κ.α, η Τέχνη και τα έργα της εξακολουθούσαν να έχουν δημόσιο χαρακτήρα.

Ανήκαν αισθητικά σε όλους, βρίσκονταν παντού, όλοι μπορούσαν να μιλάνε για αυτά. Εξακολουθούσαν να είναι προέκταση ενός κοινού ιδανικού, μιας ιδέας, έστω και με τρόπο διαφορετικό. Η άποψη μιας Τέχνης για την Τέχνη που ισχύει στις μέρες μας, τότε θα ήταν αδιανόητη.

Η Τέχνη είχε σκοπό της τον άνθρωπο, να τον εξυψώσει πνευματικά και αισθητικά. Ακόμα και να τον διδάξει για τις αλήθειες της ζωής. Δεν ήταν η ίδια αυτοσκοπός, ούτε είχε τη θέληση να ανεξαρτητοποιηθεί τόσο ώστε, όπως συμβαίνει συχνά στην εποχή μας, να αποκοπεί από τον φυσικό της προορισμό που είναι ο άνθρωπος- θεατής και να γίνει μια διανοουμενίστικη-επιστημονοφανής Τέχνη που είναι πλέον υπόθεση λίγων ειδικών και τεχνοκριτικών.

Η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων αδυνατεί στην πραγματικότητα να ακολουθήσει ή να εκφραστεί μέσα από ορισμένες μορφές της σύγχρονης Τέχνης και το μόνο που μπορεί να κάνει, είναι να αποφαίνεται αμήχανα για το αν του αρέσει κάτι ή όχι. Το ζήτημα της ευληψίας του έργου Τέχνης μέσα από την οποία μπορεί να αποκατασταθεί η σχέση επικοινωνίας του θεατή με τον καλλιτέχνη και να μεταφερθεί το μήνυμα του έργου, δε τίθεται πλέον.

Μεταβλήθηκε έτσι η ουσία της Τέχνης και επαναθεωρήθηκε μια εσωτερική διαλεκτική σχέση χιλιετιών. Στην πραγματικότητα, ένα κομμάτι της σύγχρονης Τέχνης έχει εγκλωβιστεί σε μια κατάσταση εγκεφαλικού παροξυσμού και ενός ψυχολογικού αταβισμού που περιστρέφεται επίμονα και αυτάρεσκα γύρω από τον εαυτό του. Επιδιώκεται μανιωδώς η πρωτοτυπία και η διαφορετικότητα σαν ένας αυτοσκοπός που επιδιώκει να δημιουργήσει μια νέα μόδα. Δίνει με επιστημονική αφοσίωση ιδιαίτερη προσοχή σε σημειολογικά και εσωτερικά δομικά στοιχεία της καλλιτεχνικής πράξης, τη στιγμή που αδιαφορεί να αποκαταστήσει την επικοινωνία με τον μέσο θεατή.

Διευρύνεται έτσι το χάσμα που υπάρχει μεταξύ τους. Αποτέλεσμα είναι, κυρίως από τις αρχές του 20ου αιώνα, η δημιουργία διαφορετικών ειδών Τέχνης για διαφορετικά είδη κοινού. Μιας λαϊκής-απλής Τέχνης για τους πολλούς και μιας άλλης διανοητικής και δύσληπτης για τους «προχωρημένους» της αστικής και μεγαλοαστικής τάξης. Ξεχνούμε ότι η Τέχνη δεν είναι επιστήμη, αλλά κάτι πιο πέρα από αυτήν.

Οι δύο χώροι έχουν τελείως διαφορετική καταγωγή και εσωτερική διαδικασία και επιδιώκουν διαφορετικά αποτελέσματα. Η Τέχνη δεν χρειάζεται την απόδειξη που απαιτεί η επιστήμη, αλλά πλάθει τον μύθο. Ως μόνα κοινά τους σημεία έχουν την παρατήρηση των φαινομένων του κόσμου και τη συστηματικότητα που απαιτεί η τεχνική κατάρτιση και ανάπτυξη. Κάτι που μπορεί να παρέχει ως γνώση μια σχολή Τέχνης, υπό προϋποθέσεις που συνάδουν με την ιδιαίτερα ευαίσθητη φύση του αντικειμένου της καλλιτεχνικής μαθητείας.

Πολλές φορές η Τέχνη έχει προηγηθεί της επιστήμης στην ανίχνευση του μέλλοντος.
Και μέλλον για την Τέχνη μπορεί να σημαίνει παρελθόν. Σε αντίθεση με την επιστήμη που κινείται προσθετικά πάντα μπροστά, αθροίζοντας τη μια γνώση πάνω στην προηγούμενη, η Τέχνη μπορεί να κινείται με άλματα ελεύθερα και αμφίδρομα μπρος-πίσω στο χρόνο. Η λογική 1+1=2 δεν ισχύει πάντα στην περίπτωση της Τέχνης και από πολλές απόψεις η πρωτόγονη Τέχνη είναι εξαιρετικά σύγχρονη στις μέρες μας. Ούτε βέβαια ο καλλιτέχνης είναι επιστήμονας – μόνο ειδικός στον τομέα του – εφόσον άλλα είναι τα κίνητρα, ο τρόπος σκέψης και προσέγγισης του κόσμου, και άλλα του επιστήμονα, παρόλο που και οι δύο αποτελούν πνευματικές προσωπικότητες.

Το φαινόμενο της ιδιωτικοποίησης και αστικοποίησης της Τέχνης που άρχισε δειλά από τους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους και ρωμαϊκούς χρόνους για να κορυφωθεί από την αναγέννηση και μετά, μπορεί να εξηγηθεί από την κοινωνική και πολιτική σκοπιά. Στον μεσαίωνα και την αναγέννηση, παρόλο που η Τέχνη ήταν εύληπτη μορφολογικά, λίγο-πολύ, κατανοητή σχεδόν από όλους, η άρχουσα τάξη των φεουδαρχών, αριστοκρατών και ανώτερων κληρικών, με τη δύναμη του πλούτου συγκέντρωνε τα καλύτερα έργα Τέχνης σε μια προσπάθεια να εξυμνηθούν η μοναρχία και τα ιδανικά της αριστοκρατικής τάξης.

Έτσι έγινε προσπάθεια να διασφαλιστούν η εξουσία και το κύρος απέναντι στο φτωχό λαό, που εξαθλιωμένος από την καθημερινή βιοπάλη αδυνατούσε να αγοράσει ένα έργο Τέχνης. Η μόνη δυνατότητα που είχαν οι άνθρωποι των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, ήταν να δουν κάποια θαυμάσια έργα Τέχνης μόνο σε καθεδρικούς ναούς και σε δημόσιους χώρους, ή να αγοράσουν κάποιες λαϊκές ξυλογραφίες της εποχής με θρησκευτικά κυρίως θέματα.

Τον 16ο – 17ο και 18ο αι. με την επικράτηση του Μπαρόκ και έπειτα του Ροκοκό, η Τέχνη εξακολουθεί να ανθεί στις αυλές του ευρωπαϊκού ηγεμονισμού. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς, ότι Τέχνη και καλλιτέχνες υπηρετούν τα ιδανικά της μοναρχίας και της αριστοκρατικής τάξης, κολακεύοντας τρόπον τινά τη ματαιοδοξία τους για διαρκή επικράτηση, υστεροφημία και αιώνια δόξα.

Από την άλλη, μπορεί να πει κάποιος, ότι η Τέχνη και οι καλλιτέχνες, υποστηριζόμενοι [κι ελεγχόμενοι] από την άρχουσα τάξη των αριστοκρατών μπόρεσε να βρει προστασία και πρόσφορο πεδίο ανάπτυξης. Οι καλλιτέχνες με μεγάλη φήμη ήταν περιζήτητοι στις αυλές τους. Η Τέχνη του πορτραίτου που αναπτύσσεται πλέον στο έπακρο και η μεταφορά της Τέχνης από την μνημειακή τοιχογραφία, στην Τέχνη του καβαλέτου και των φορητών έργων για τα σαλόνια των αριστοκρατών, οδήγησε σε μια ακόμη μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση της Τέχνης.

Αυτό γίνεται φανερό και από τη νέα θεματολογία που πραγματεύεται η Τέχνη. Θέματα όπως, τα πλούσια εσωτερικά δωματίων, πορτραίτα ευγενών και ωραίων κυριών, νεκρές φύσεις που ξεχειλίζουν ευμάρεια και αποτελούν απόδειξη πλούτου και ισχύος κ.λ.π. Το ίδιο διάστημα φτηνά εργαστηριακά έργα παραγωγής και διάφορα χρηστικά αντικείμενα αποτελούν ένα είδος λαϊκής Τέχνης που απευθύνεται προς τις πτωχές λαϊκές τάξεις.

Από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά (1789), η δραματική αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στην Ευρώπη υπέρ της Δημοκρατίας, αλλά και η διάδοση του Διαφωτισμού, μοιραίο ήταν να επηρρεάσουν και την Τέχνη. Η άνοδος στην εξουσία των αστών (Bourgeois) σε ότι αφορά την Τέχνη, δεν άλλαξε και πολύ ριζικά τα πράγματα. Όπως και οι προκάτοχοι τους αριστοκράτες, προσπάθησαν κι αυτοί να διασφαλίσουν το δικό τους κύρος και την εξουσία, ζητώντας από την Τέχνη να εξυμνήσει και να υπηρετήσει τα ιδανικά της δικής τους πλέον άρχουσας τάξης που βρισκόταν στην κορυφή της δημοκρατικής πυραμίδας.

Για το λαό που δε σύχναζε σε αστικά σαλόνια τα πράγματα είχαν κάπως αλλάξει προς το καλύτερο. Όμως τα ταξικά αναχώματα προς την Τέχνη παρέμεναν ακόμη, έστω και με άλλη μορφή, κρατώντας τον σε απόσταση από την απόλαυση της Τέχνης και γενικότερα από την παιδεία που θα τον έκανε να την αναζητήσει. Οι ποικίλες λαϊκές τέχνες καλύπτουν τις αισθητικές του ανάγκες και γίνονται φορείς της παράδοσης και της ελπίδας του για ένα καλύτερο μέλλον. Ορισμένες μάλιστα από αυτές τις λαϊκές τέχνες με τη γνησιότητα που τις χαρακτήριζε, αναδεικνύονται και τελειοποιούνται σε τέτοιο βαθμό, που συνιστούν ξεχωριστά, ιδιαίτερα είδη Τέχνης.

Από την άλλη πλευρά στο β’ μισό του 18ου και αρχές του 19ου αι. η θεματογραφία της επίσημης Τέχνης του Ακαδημαϊσμού και κυρίως του Νεοκλασικισμού (Ντάβιντ, Κανόβα, Ένγκρ,) που συνδέθηκε με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, αναζητά την έμπνευσή της στην ιστορία και στις κλασικές αξίες. Αναβιώνουν κλασικά μοτίβα, θέματα και διακοσμητικά στοιχεία, όπως τα παρέδωσαν οι έλληνες καλλιτέχνες της κλασικής εποχής και οι μετέπειτα, από αυτούς επηρεασμένοι αναγεννησιακοί καλλιτέχνες.

Είναι προφανές ότι αναζητήθηκαν εκ νέου τα ιδεώδη της δημοκρατίας και αυτό δεν ήταν εφικτό, παρά με μια επιστροφή, έστω και επιφανειακή, στην κοιτίδα της ουμανιστικής Τέχνης και της Δημοκρατίας που υπήρξε η κλασική Ελλάδα. Ιδεώδη που τα παραπάνω καλλιτεχνικά ρεύματα εισήγαγαν για να εξυμνηθούν τα κατορθώματα και οι νίκες, η ανωτερότητα και τα αιώνια ιδανικά της ελευθερίας και της πατρίδας, που η νέα άρχουσα αστική τάξη είχε αναλάβει πια την υπεράσπισή τους. Όμως το χάσμα της μακρόχρονης στέρησης της Τέχνης από το λαό – εκτός της μνημειώδους θρησκευτικής Τέχνης που εξακολουθούσε να έχει το χαρακτήρα της πνευματικής κοινοκτημοσύνης, κάτι που βέβαια συμβαίνει μέχρι τις μέρες μας- δεν ήταν δυνατό να καλυφθεί από τον κλασικό μιμητισμό και την αυστηρή προσήλωση στους ακαδημαϊκούς κανόνες περί Τέχνης.

Στην πραγματικότητα, η αρχική περί Τέχνης κοινή ιδέα που λειτουργούσε συνεκτικά για τις αρχαίες κοινωνίες, δεν υπήρχε πλέον ούτε ανάμεσα στο λαό, αλλά ούτε και στην άρχουσα τάξη που αντιμετώπιζε τις λαϊκές τέχνες ως υποδεέστερες. Ανάμεσα στον πλούτο και τη φτώχεια η τέχνη είχε χρησιμοποιηθεί για μια ακόμη φορά σαν ένα ταξικό ανάχωμα, πολλές φορές εν γνώσει των καλλιτεχνών.

Από τις αρχές, αλλά κυρίως μετά το β΄μισό του 19ου αι. η εξάπλωση του Διαφωτισμού και η πολιτική ωρίμανση της δημοκρατίας μαζί με άλλες παραμέτρους, όπως η φιλοσοφία, η επιστημονική και βιομηχανική ανάπτυξη, το εμπόριο, οι επαφές με πολιτισμούς και με έργα τέχνης από την Αφρική, την Ασία κ.λ.π. δημιούργησαν καταλληλότερες προϋποθέσεις για τον εμπλουτισμό της τέχνης και τη διάδοσή της ευρύτερα.

Ο Ρομαντισμός με κύριους εκπροσώπους στη ποίηση το Βύρωνα και στη ζωγραφική τους Ντελακρουά, Γκόγια, Ζερικώ, Κόνσταμπλ, Τάρνερ, Πάλμερ, Μπλαίηκ κ.α και ο Ρεαλισμός με εκπροσώπους στη λογοτεχνία τους Μπαλζάκ, Σταντάλ, Ντίκενς, Φλωμπέρ, Τολστόϊ και στη ζωγραφική τον Κουρμπέ, ήταν καλλιτεχνικά κινήματα που, α και συγκρούστηκαν μεταξύ τους (η υποκειμενικότητα του Ρομαντισμού με την αντικειμενικότητα του Ρεαλισμού) ωστόσο, εισήγαγαν εκ νέου την Τέχνη σε ένα διακοινωνικό θεματικό περιβάλλον, που περιελάμβανε τη δομή της κοινωνίας στο σύνολό της.

Ιδιαίτερα ο Ρεαλισμός του οποίου προέκταση θεωρείται ο Νατουραλισμός και απόφυση του ο Ιμπρεσιονισμός, ενώ στον 20ο αι. θα επιχειρηθεί η αναβίωσή του στη μορφή του Κοινωνικού Ρεαλισμού (Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός). Ο Ρεαλισμός εισήγαγε την απεικόνιση της σκληρής καθημερινής ζωής και των καθημερινών ηθών, με έμφαση στα ταπεινότερα ανθρώπινα κίνητρα και στις πιο απεχθείς ανθρώπινες πράξεις. Μια Τέχνη που προσπάθησε να αποδώσει πιστά τη ζωή, δίχως εξωραϊσμούς, πέρα από το όμορφο και το άσχημο, το υψηλό και το ταπεινό, έννοιες που αποτελούσαν υποκειμενικές μόνο όψεις της πραγματικότητας, αλλά όχι και την ίδια την αλήθεια που βρισκόταν πέρα από αυτές.

Ήταν μια νέα θεματολογία που δε δίστασε να απεικονίσει καπηλειά και καταγώγια, επαίτες και γυναίκες ελαφρών ηθών, αγρότες, εργάτες και λαϊκούς ανθρώπους κάθε είδους. Έκανε την εμφάνιση της για να υπενθυμίσει την τραγική ύπαρξη ενός άλλου κόσμου. Ενός κόσμου που ζει και κινείται στις παρυφές της αστικής κοινωνίας. Ενός κόσμου που δεν είναι κατά βάση χυδαίος, αλλά που η ταξική καταπίεση αιώνων τον είχε ωθήσει σε κάθε είδους περιθώριο.

Κομμουνιστική και ναζιστική προπαγάνδα
Με τον Ρεαλισμό η Τέχνη επιχείρησε να γκρεμίσει, έστω θεματικά και εννοιολογικά, τα ταξικά τείχη που ορθώνονταν για αιώνες, περιχαρακώνοντας και μέσω της Τέχνης τις κοινωνικές τάξεις. Για πρώτη φορά ο λαϊκός άνθρωπος μπορούσε να έχει ρόλο πρωταγωνιστικό. Από το 1870 και μετά, καλλιτέχνες όπως ο Βαν Γκόγκ είχαν αρχίσει να οραματίζονται μια Τέχνη απλή, κατανοητή από τους απλούς ανθρώπους. Έργα όπως “οι πατατοφάγοι” αντανακλούν μιαν απεριόριστη συμπάθεια προς τους ανθρώπους του μόχθου και αποτελούν κραυγή διαμαρτυρίας ενάντια στην αθλιότητα και την κοινωνική αδικία.

Δυστυχώς περιπτώσεις όπως αυτή του τραγικού Βαν Γκόγκ και άλλων ιμπρεσιονιστών “εργατών” της Τέχνης, όπως ο Σίσλεϋ, ο Μαρκέ, ο συμβολιστής Γκωγκέν κ.α, δεν έγιναν αμέσως αποδεκτές από το κοινωνικό και καλλιτεχνικό κατεστημένο της εποχής τους που δεν έβλεπε με καλό μάτι τους νέους προσανατολισμούς της Τέχνης. Καλλιτέχνες που λίγα χρόνια αργότερα θα μεσουρανούσαν στο στερέωμα της Τέχνης, όπως ο Μανέ κ.α, δεν έγιναν αποδεκτοί από τον κύκλο της επίσημης Τέχνης.
Το “Salon de Refuses” στο Παρίσι, που ήταν σημειωτέον η μητρόπολη της Τέχνης μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι, ήταν ο εναλλακτικός χώρος έκθεσης των έργων »απορριφθέντων καλλιτεχνών» από τα επίσημα σαλόνια Τέχνης, όπως κυριολεκτικά μεταφράζεται ο όρος. Άλλωστε στο “Salon de Refuses” ήταν που τελικά συνέβη η ανανέωση της Τέχνης, όταν το 1863 ο Μανέ έκθεσε το έργο του με τον τίτλο “Πρόγευμα στη χλόη” εισάγοντας στην ουσία την απαρχή της σύγχρονης Τέχνης.

Μετά και την νέα θεώρηση της εσωτερικής γεωμετρικής δομής που θεμελίωσε ο Σεζάν στη ζωγραφική, ένα νέο κεφάλαιο ανοίχτηκε στην εξέλιξη της Τέχνης. Από τις αρχές του 20ου αιώνα καλλιτεχνικά κινήματα, όπως ο Κυβισμός με κύριο εκπρόσωπο τον Πικάσο, τον Μπράκ κ.α, βασίστηκαν τόσο στις κατακτήσεις του Σεζάν, όσο και στην επιρροή των αφρικανικών ξυλόγλυπτων έργων τέχνης, για να ακολουθήσουν ο Φουτουρισμός, ο Φοβισμός, ο Σουρεαλισμός, η ανεικονική ζωγραφική, ο εξπρεσσιονισμός, ο Σουπρεματισμός, η Ρωσική πρωτοπορία, το Νέο στυλ, το Νταντά και ο Κονστρουκτιβισμός που επιδίωξε την συγχώνευση της καλλιτεχνικής ενόρασης και της επιστημονικής μεθόδου και εισήγαγαν την Τέχνη σε ένα νέο πεδίο μορφικών και εννοιολογικών αναζητήσεων.

Κύριο γνώρισμά τους ήταν, ο εκ νέου καθορισμός της φόρμας και του ζωγραφικού χώρου, η επανεξέταση του χρώματος και του σχεδίου και η σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, κατάργηση της προοπτικής και του θέματος-αντικειμένου. Όλα αυτά συνοδεύουν την εξέλιξη της Τέχνης με κινήματα που κάνουν την εμφάνιση τους και μετά το β΄ μισό του 20ου αιώνα, φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας.

Η σύγχρονη ανεικονική Τέχνη έχοντας αμφισβητήσει τις κατακτήσεις αιώνων και απλουστεύοντας στο έπακρο, μέσω της αφαίρεσης τις φόρμες, οδηγήθηκε σε εννοιολογικό και μορφολογικό αδιέξοδο, ήδη από την εποχή που ο Μάλεβιτς παρουσίασε το 1913 το σουπρεματιστικό του έργο “Μαύρο τετράγωνο σε άσπρο φόντο”. Από εκεί και πέρα τα ανεικονικά κινήματα βρήκαν ζωτικό χώρο ανάπτυξης στην μικροσκοπική όραση των φακών της επιστήμης.

Καλλιτέχνες όπως ο Καντίνσκυ, που το 1910 ζωγράφισε, όλως τυχαία, το πρώτο ανεικονικό του έργο, μια υδατογραφία, και μάλιστα ανέλυσε με επιστημονική μέθοδο την σκέψη του σε τρία βιβλία, ο Μοντριάν, ο Πόλοκ (αφηρημένος εξπρεσιονισμός) κ.α. Χώροι μικροκοσμικοί, ρυθμικοί, αφηρημένοι, έξω από τις εμπειρίες του αντικειμενικού κόσμου και της Φύσης όπως τις αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις. Σαν μικροσκόπιο που ψάχνει επίμονα το από μέσα των πραγμάτων με τρόπο υποκειμενικό και υπερβολικά εγκεφαλικό.

Όμως ο 20ος αι. ειδικά στο α’ μισό του είχε να επιδείξει και δύο τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις της Τέχνης που είχαν άμεση σχέση με τις κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες σε δύο τουλάχιστον αξιοσημείωτες περιπτώσεις. Η πρώτη αφορούσε την άνοδο των μπολσεβίκων μετά την Σοβιετική επανάσταση στη Ρωσία. Η δεύτερη την επικράτηση του Εθνικο-σοσιαλισμού στη Γερμανία. Η αναβίωση του λεγόμενου Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού, ο οποίος υπήρξε μετεξέλιξη του κινήματος του Ρεαλισμού στη Σοβιετική Ένωση, ήταν ένας ξεκάθαρος πολιτικός προσανατολισμός της Τέχνης με απώτερο σκοπό την απάλειψη των ταξικών διαφορών και απόλυτα σύμφωνος προς το δόγμα και τους σκοπούς της προλεταριακής επανάστασης.

Η Τέχνη και οι καλλιτέχνες κυριολεκτικά ευνουχισμένοι υποχρεώθηκαν- και αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος, όταν έχει κάποιος να κάνει με την ελευθερία της Τέχνης- να δημιουργούν αποκλειστικά έργα που εξυμνούσαν τις κατακτήσεις της επανάστασης. Τις νίκες και τα καθημερινά βιώματα των κάθε είδους εργατών και αγροτών του σοβιετικού λαού. Ο Σοσ. Ρεαλισμός υιοθετώντας γενικά το μορφικό ιδίωμα του Ρεαλισμού, όχι όμως και την ευρύτερη γκάμα της θεματολογίας του, αναδείχτηκε σε ιδεολογικό εργαλείο της κομμουνιστικής προπαγάνδας. Μάλιστα με την ποινή της δίωξης προς κάθε »αιρετικό», μη συμμορφούμενο με την μαρξιστική θεωρία καλλιτέχνη. Ήταν η εποχή, το 1922, που εκατοντάδες ρωσικής καταγωγής καλλιτέχνες και διανοούμενοι, όπως ο Καντίνσκυ, ο Γκαμπό, ο Πέβσνερ κ.α εγκατέλειψαν την ανελεύθερη Σοβιετική ένωση, καταφεύγοντας σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική.

Κάτι ανάλογο, με διαφορετικό όμως ιδεολογικό υπόβαθρο και τελικό σκοπό, επιχειρήθηκε στην εθνικο-σοσιαλιστική, Ναζιστική Γερμανία και σε μικρότερο βαθμό στη φασιστική Ιταλία. Οι ηγέτες αυτών των ολοκληρωτικών καθεστώτων, έχοντας κατανοήσει το σημαντικότατο κοινωνικό ρόλο και την επιρροή της Τέχνης δε δίστασαν να τη χρησιμοποιήσουν, με περισσότερο είναι αλήθεια σκληρό τρόπο από ότι έκαναν άλλοι, σα μέσο αλλοίωσης συνειδήσεων και επιβολής των αυταρχικών τους ιδεών.

Η Εθνικό-σοσιαλιστική Τέχνη τάχθηκε στην υπηρεσία του παντοδύναμου κράτους με έργα σκληρά, γεμάτα ρώμη και ευρωστία, γιγαντιαία και ικανά να αντανακλούν τη στρατιωτική υπεροχή και την υποτιθέμενη φυλετική ανωτερότητα έναντι των άλλων εθνών. Επρόκειτο για μια προσπάθεια αναβίωσης της αρχαίας ρωμαϊκής αίγλης που οι Χίτλερ και Μουσολίνι είχαν ως πρότυπο για τις δικές τους αυτοκρατορίες. Με το χαρακτηρισμό της »εκφυλισμένης τέχνης» για ό,τι δε συμπορευόταν με τις αξίες του γερμανισμού, χιλιάδες καλλιτέχνες καταδιώχθηκαν. Άπειρα έργα Τέχνης και λογοτεχνίας καταστράφηκαν σε μεγάλες πυρκαϊές που θύμιζαν το κυνήγι μαγισσών του Μεσαίωνα. Ανάμεσά τους βιβλία των Χ.Έσσε και Τ. Μάν, πίνακες των Ντίξ, Μάρκ, Κλέε, Κίρχνερ, κ.α.

Έτσι και ιστορικά ακόμα αποδεικνύεται περίτρανα, ότι η ανελευθερία και η καταπίεση στις πολιτικές και κοινωνικές δομές μεταφέρεται αναπόφευκτα σε μια πρόθεση χειραγώγησης της Τέχνης και των καλλιτεχνών, με σκοπό την καθυπόταξη της κοινωνίας και την επιβολή της εξουσιαστικής ισχύος. Κάτι που βεβαίως δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί σε καμία περίπτωση δίχως την συνέναιση των μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων.

Μετά το β΄ μισό του 20ου αι. καλλιτεχνικά κινήματα όπως η Pop-Art, Cheap-Art εφαρμόζουν μια μαζικότητα στην κοινωνική προσέγγιση της Τέχνης μέσα από έργα που παράγονται για μεγάλη κατανάλωση και που τα θέματα τους αποτελούν εικόνες χρηστικών αντικειμένων, αλλά και της σύγχρονης καθημερινότητας. Ακολουθούν κινήματα όπως ο Μεταμοντερνισμός, το Video-Art κ.α. Οπωσδήποτε οι κατοχυρωμένες νέες πολιτικοκοινωνικές συνθήκες σε Ευρώπη και Αμερική και η ανάπτυξη της τεχνολογίας και τεχνογνωσίας στις γραφικές τέχνες, είχαν ως αποτέλεσμα την τεράστια αναπαραγωγή των έργων Τέχνης και τη δυνατότητα ευρύτερης διάθεσής τους σε σχέση με το παρελθόν. Τώρα πλέον δεν τίθεται ζήτημα πρόσβασης προς το έργο Τέχνης.

Ο ποιοτικός του όμως προσδιορισμός μέσα στα ανοικτά πλαίσια που θέτει η ελεύθερη δημιουργική σκέψη του καλλιτέχνη και η ελευθερία που προϋποθέτει η Τέχνη, είναι σαφώς ένα ζήτημα που απαιτεί νέες απαντήσεις στην εποχή μας. Τα ερωτήματα αυτά μπορούν να απαντηθούν μόνο όταν αναζητηθούν και εδραιωθούν με τη μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή, οι νέες κεντρικές ιδέες-αξίες γύρω από τις οποίες μπορούν να συσπειρωθούν αρμονικά οι κοινωνίες της εποχής μας.

Σε ότι αφορά τα σύγχρονα ανεικονικά ρεύματα τίθεται η προϋπόθεση μιας βερμπαλιστικής διάθεσης που απαιτεί οπωσδήποτε την υπέρβαση της αντικειμενικής εμπειρίας και που είναι αναπόφευκτο, όσο και αδύνατο να την ακολουθήσουν εκείνοι που στερούνται μιας τέτοιας διάθεσης. Δηλαδή η μεγάλη πλειονότητα των απλών ανθρώπων του λαού.

Έτσι τα ανεικονικά-σύγχρονα ρεύματα μετά τις αρχικές επιφυλάξεις έγιναν σύντομα αποδεκτά από τις αστικές, άρχουσες τάξεις της Ευρώπης και της Αμερικής του β΄μισού του 20ου και της αρχής του 21ου αι, σαν ένα νέο στην ουσία διανοητικό ανάχωμα. Ανάχωμα που στην προέκτασή του καταλήγει να γίνεται ταξικό, αφού διακρίνει πλέον καθαρά τους ανθρώπους σε intellectual που μπορούν, δήθεν, να κατανοούν την ανεικονική αφαιρετικότητα και στους άλλους που δεν την κατανοούν, αφού λόγω της κοινωνικής και οικονομικής τους κατάστασης, στερούνται και τη βασική εκπαίδευση ενίοτε, στον καθημερινό τους αγώνα για επιβίωση.

Δεν είναι τυχαία άλλωστε η αμηχανία και η αποστροφή που νοιώθει η πλειονότητα των λαϊκών στρωμάτων απέναντι στα δύσληπτα έργα της ανεικονικής Τέχνης. Ακριβώς επειδή, από ένστικτο ο απλός άνθρωπος νοιώθει, ότι η αιτία του χάσματος ανάμεσα σε εκείνον και στο ακατανόητο έργο, δεν είναι η αδυναμία του να αισθανθεί την ομορφιά της Τέχνης. Ομορφιά που όλοι οι άνθρωποι μπορούν να νοιώσουν, αφού ακόμα και οι ιθαγενείς του Αμαζονίου έλκονται από αυτήν, αλλά επειδή καταλαβαίνει, ότι πίσω από την δύσληπτη μορφή, κρύβεται η φανερή πρόθεση της ταξικής διάκρισης.

Το αν θα πρέπει η Τέχνη να κατέβει στο λαό ή ο λαός να ανέβει στην Τέχνη, είναι ένα ζήτημα που απασχόλησε πολύ και τη δική μας πραγματικότητα στις αρχές του αιώνα, με αφορμή τη διαμάχη ανάμεσα στους υπέρμαχους της δημοτικής γλώσσας και τους καθαρευουσιάνους. Όμως το δίλημμα αυτό είναι παντελώς ρητορικό και άνευ σημασίας. Αρκεί να γίνει σαφές, ποιος είναι ο προορισμός της Τέχνης. Και αυτός δεν είναι άλλος από τον άνθρωπο, για την πνευματική ανύψωση και την κοινωνική συναδέλφωση του οποίου, πέρα από οποιοδήποτε άλλο λόγο, ο καλλιτέχνης μετουσιώνει με τα υλικά της δημιουργίας σε έργο Τέχνης τις αληθινές του αξίες.
-----------------
Βιβλιογραφία:
«Ιστορία της Μοντέρνας ζωγραφικής», H. Read, Υποδομή, 1978
«Ιστορία της Τέχνης», Gombrich, Μ.Ι.Ε.Τ
«Η αναγκαιότητα της Τέχνης», Ernst Fischer, Θεμέλιο-1984
«Τέχνη και Ανθρωπισμός-Σπουδές στην Αισθητική», Ernst Fischer, Ηριδανός
«Λεξικό Εικαστικών Τεχνών», H. Read, Υποδομή
Παραπομπές:
Ο W. Kandinsky εξέδωσε τρία βιβλία:
«Για το πνευματικό στην Τέχνη» Εκδ. Νεφέλη, 1981
«Τέχνη και καλλιτέχνες» Εκδ. Νεφέλη, 1986
«Σημείο-Γραμμή-Επίπεδο» Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα, Β΄έκδοση 1985

Εργα τέχνης
Ο Ηρακλής παραδίδει τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, 530 π.κ.ε
Ο Αποξυόμενος του Λυσίππου, 4ος π.κ.ε. αι.
Τοιχογραφία από το Herculaneum, 2oς π.κ.ε. αι.
Αλ. Ντύρερ, ξυλογραφία του 1498
Τιτσιάνο: Ο Κάρολος, του 1533
Ζ.Λ. Ντάβιντ: Οι έρωτες του Πάρι και της Ελένης, 1788
Ντελακρουά: Η Ελευθερία οδηγεί τον λαό, 1830
Βαν Γκόγκ: Οι πατατοφάγοι, 1885
Β. Καντίνσκι: Σύνθεση νο 8, 1923
Μάλεβιτς: Μαύρο τετράγωνο σε άσπρο φόντο, 1913
Νιούμαν, 1967
Πόλλοκ: 1950
pop art
heracles_cerbere3
egypt-2
Herculaneum-Casa_di_Nettuno_ed_Anfitrite_-_Mosaic-4-2
IT-TIZIANO-P-1533-6
paris_et_helene-
delacroix_filtereda-8
Van Gogh The Potato Eaters 1885
kandinsky.comp-8
Malevich Black square on white 1913
Newman 1967 pollock
pop-art-coca-cola
blog22-1
bret.polok-boom.boom_
 

Παράγει ο Εγκέφαλος Συνείδηση;

Άραγε πόσο γνωρίζουν στις μέρες μας οι επιστήμονες, τη σχέση του εγκεφάλου με τη συνείδηση*;

Οι Θεολόγοι, οι Φιλόσοφοι; Οι Ερευνητές; Υπάρχουν στις μέρες μας φιλόσοφοι σαν τον Ηράκλειτο τον Δημόκριτο ή τον Εμπεδοκλή; Μήπως υπάρχουν και τους έχουμε παραπεταμένους στο περιθώριο όπως και τότε; Μιας και γνωρίζουμε πως οι σημαντικοί άνθρωποι δεν συναναστρέφονται με την μάζα, μήπως χρειάζεται να ψάξουμε πολύ για να τους βρούμε; Ερωτήσεις σημαντικές και χρειάζονται μερικές εξ ίσου σημαντικές απαντήσεις.
Λέει ο καθηγητής Α. Παπανικολάου: «Ο πληροφορημένος πολίτης του 21ου αιώνα για των μεν θεολόγων το αλάθητο πάντα αμφιβάλλει για των δε νευροεπιστημόνων σπανίως» Ο καθηγητής δεν γνωρίζει πως ο σωστά πληροφορημένος άνθρωπος δεν αμφιβάλει απλά και για τους θεολόγους και για τους επιστήμονες αλλά τους απορρίπτει εντελώς και τους μεν και τους δε. Ειδικά όταν ένα απλούστατο θέμα όπως η συνείδηση το προσεγγίζουν τόσο άτσαλα.
Αν είχαν κάνει τον κόπο (ευχάριστο κατ εμέ και καθόλου κόπο) να μελετήσουν και να κατανοήσουν Ηράκλειτο, Πυθαγόρη, Αναξίμανδρο, Δημόκριτο Νίκολα Τέσλα, Τζούλιους Έβολα κλπ, οι ερωτήσεις τους θα ήταν πράγματι σημαντικές και όχι τόσο παιδαριώδεις. Τότε η ανθρωπότητα σίγουρα θα είχε ανέβει ένα σκαλί πιο πάνω απ τις μαϊμουδίτσες. Αρνούνται πεισματικά (επιστήμονες και θεολόγοι) και με άκρατο εγωισμό, να δεχτούν τα προφανή, τα ολοφάνερα και ψάχνουν ψύλλους στ’ άχυρα εκεί που δεν υπάρχουν καν άχυρα πόσο μάλλον ψύλλοι.
Για τους θεολόγους το καταλαβαίνω, κάθε τι που δεν ταιριάζει και δεν επιβεβαιώνει τον ψυχισμό τους και τις συνεπακόλουθες μυθολογικά θεολογικές φαντασιώσεις τους απλά το ακυρώνουν, το εξορκίζουν, το κάνουν «έργο του σατανά», έχοντας μάλιστα ταυτίσει την επιστήμη με αυτόν τον μισητό φανταστικό εχθρό τους. Προ ημερών μου έλεγε φανατικός δογματιστής χριστιανός σε ηλεκτρονική συζήτηση σχετικά με το άρθρο «πόσοι θεοί υπάρχουν τελικά;», πως υπάρχει μόνο μια δημιουργία αυτή που έφτιαξε ο θεός του και πως δεν υπάρχει δημιουργία ύλης και αντιύλης, αυτή είναι εφεύρεση των σατανιστών επιστημόνων της Νέας Τάξης Πραγμάτων (νέο φρούτο ετούτη για εύπεπτη κατανάλωση) .. κι όλα αυτά, μεταξύ πολλών ακόμη ανάλογης παρασιτικής ευφυΐας, τα έλεγε με την ίδια σιγουριά που έκανε τον Ηράκλειτο να πάρει τα βουνά «κλαίγοντας» και τον Δημόκριτο να γελάει «σαν τρελός».

Οι επιστήμονες από την άλλη, που θα περιμέναμε «να έχουν πιο ανοιχτό μυαλό», είναι τόσο δογματικοί όσο και οι θεολόγοι. Ειδικά όταν έπεσε ο πέλεκυς του μεγάλου διαζυγίου, είναι δύο φανατικοί εχθροί. Αυτός που έκανε το διαζύγιο τους οριστικό κι έβαλε την τελευταία υπογραφή ήταν ο Ρενέ Ντεκάρτ ή αλλιώς Καρτέσιος, που μάλιστα έβγαλε απόφαση υπέρ της επιστήμης και από τότε αυτή τον θεοποίησε, καθόσον «πιο εύκολα σου βγαίνει το μάτι παρά το χούι». Ειδικά όταν πρόκειται για το «μάτι του Θεού»
Χρειάζεται ο άνθρωπος Θεούς κι αν δεν τους βρει στην θρησκεία, θα τους βρει όπου αλλού του προσφερθούν ή θα τους δημιουργήσει απ την αρχή, άλλωστε και με τον σύγχρονο Θεό το ίδιο έκανε … κι ένα μάτσο σίδερα να του δώσεις με δυνάμεις που δεν γνωρίζει ο ίδιος, θεό θα το αποκαλέσει και θα του προσφέρει θυσίες, μέχρι σήμερα το ίδιο γίνεται, τα ανθρώπινα ζώα είναι συγγενείς με τις μαϊμουδίτσες και σε κάθε περίπτωση τις αντιγράφουν, μιμιδίζοντας ΟΛΟΦΑΝΕΡΑ.
Για τους πιο ψαγμένους θα πω (Μυστικές Εταιρίες, Μυήσεις, σε Στοές και Λαγούμια, Λασέρτα, Κθούλου στα κάρβουνα, Γεζίντι, παγωνοκοκορόφτερα και λοιπά λέλουδα) κι όλες οι αρλούμπες που πλασάρουν δόλια, οι λογής λογής βλάκες, που το παίζουν υπέρμαχοι κάποιου, όποιου “μονοπατιού αλήθειας” υποτελείς του Οσσο, του Κρόουλυ, της Μπλαβατσκυ, του Γκουρτζιεφ, του εωσφόρου, του αυγερινού και της πούλιας με τις πούλιες και τα φτερά παγωνιού, χρυσού ή μαύρου, αδιάφορο. Μοναδικός σκοπός τους είναι να σε εγκλωβίσουν ΜΕΣΑ στο matrix. ΕΧΟΥΝ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥΣ για κάθε τι που κάνουν ή δεν κάνουν οι επικυρίαρχοι και οι υποτελείς τους, που δεν είναι πάντα ο προφανής. Αλλωστε η Φαινομενικότητα σπάνια ταυτίζεται με την Πραγματικότητα.
Τέλος πάντων, ένα πρόλογο θέλησα να γράψω σχετικά με αυτό που αλίευσα στο ιντερνέτ. Πιο κάτω διαβάζεις το πολύ σημαντικό ερώτημα που έθεσε ο Ανδρέας Παπανικολάου (Καθηγητής και Διευθυντής του τμήματος Κλινικών Νευροεπιστημών, Κέντρο Επιστημών Υγείας του Χιούστον, Παν/μιο του Τέξας) και απευθύνθηκε προς επιστήμονες διαφόρων πεδίων που συναντήθηκαν σε ένα ηλεκτρονικό συμπόσιο και απάντησαν στο ερώτημα. Τώρα αν έδωσαν απάντηση; Σημαντική Απάντηση! διάβασε παρακάτω:
«Ο πληροφορημένος πολίτης του 21ου αιώνα για των μεν θεολόγων το αλάθητο πάντα αμφιβάλλει για των δε νευροεπιστημόνων σπανίως. Όσο για τους νευροεπιστήμονες, στην πλειοψηφία τους, με την αφέλεια (ή και την οίηση) των απολύτως πεπεισμένων προτείνουν ως επιστημονικό πόρισμα ότι ο εγκέφαλος παράγει συνείδηση – μια πρόταση με προφανώς τεράστιες επιπτώσεις. Αναρωτήθηκα λοιπόν αν όντως έχουμε, εμείς οι νευροεπιστήμονες τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία θα έπειθαν τον όποιο καλοπροαίρετο άνθρωπο που δεν συμμερίζεται την πεποίθησή μας – τον Πλατωνικό Σωκράτη, ας πούμε – ότι ο εγκέφαλος παράγει συνείδηση όπως μια κιθάρα μουσική ή τα νεφρά ούρα, και έθεσα το ερώτημα αυτό στους Έλληνες συναδέλφους»
Κώστας Κριμπάς (Ομότιμος Καθηγητής Φιλοσοφίας και Ιστορίας της Βιολογίας Παν/μίου Αθηνών, Επίτιμος Καθηγητής Γενετικής Γεωπονικού Παν/μίου Αθηνών, Ακαδημαϊκός)
Τάχθηκε «Εις υπεράσπισιν του μονισμού». Παρατηρεί: «οι νοητικοί μηχανισμοί δεν είναι τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο από τους αντιστοιχούντες σε αυτούς βιολογικούς μηχανισμούς» και παραφράσοντας τον Carl Vogt, σημειώνει: «Όπως τα κύτταρα του νεφρού παράγουν ούρα και του ήπατος χολή έτσι και οι νευρώνες παράγουν σκέψη. Τα νευρικά κύτταρα έχουν ως ρόλο την μεταφορά πληροφορίας, μηνυμάτων και εντολών. Μεταφέρουν πληροφορές από ένα δίκτυο που παρακολουθεί την εσωτερική κατάσταση του οργανισμού, τι συμβαίνει σε κάθε τμήμα του, όπως και τι συμβαίνει στον εξωτερικό του χώρο. Στον άνθρωπο η κατηγοριοποίηση και η νοηματοδότηση, η αποβλεπτικότητα και η συναισθηματική επένδυση αποτελούν εξελικτικές επινοήσεις, εφόσον τα ένστικτα δεν αρκούσαν για την αντιμετώπιση των απρόβλεπτων καταστάσεων που είχε να αντιμετωπίσει. Το θέμα της συνείδησης, βεβαίως δεν έχει λυθεί», ωστόσο αποτελεί άποψή του: «ότι είναι δυνατή μια πρόταση λύσεως και ως εκ τούτου το πρόβλημα δεν είναι εξ υπαρχής άλυτο».

Στέλιος Κερασίδης (Φυσικός, Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Παν/μίου της Κρήτης)
Και μόνο το γεγονός πως τα ψυχονοητικά φαινόμενα γίνονται αντιληπτά από το υποκείμενο και είναι παντελώς ανύπαρκτα για κάθε εξωτερικό παρατηρητή, αρκεί για να δείξει το πόσο διαφορετικά είναι από όλα τα γνωστά φυσικά φαινόμενα (συμπεριλαμβανομένων και των νευρωνικών) για τα οποία όλοι οι παρατηρητές μπορούν να συμφωνήσουν με τη χρήση μόνο ορισμένων συνθηκών μετατροπής. Τα μοντέλα των νευρικών κυττάρων που διεγείρονται ή αναστέλλονται, μπορούν να περιγράψουν έναν εγκέφαλο-αυτόματο με αντανακλαστικές αποκρίσεις, αλλά όχι έναν εγκέφαλο που βιώνει, που έχει επίγνωση, αφηρημένη σκέψη και φαντασία.
Οι προτεινόμενες «λύσεις» του προβλήματος της συνείδησης είναι πολύ μακριά από του να αποτελούν λύση του, πιθανώς γιατί λείπουν ακόμα θεμελιώδεις γνώσεις-κλειδιά γι αυτό. Με τα σημερινά δεδομένα, είναι απολύτως ανεδαφική κάθε σκέψη αναγωγής της ψυχολογίας στη νευροεπιστήμη, με την έννοια του να συνάγονται τα ψυχονοητικά αντικείμενα από τις δραστηριότητες των νευρώνων, όταν ούτε στο απλοϊκότατο μοντέλο του ιδανικού αερίου η θερμοκρασία δεν εξάγεται μετρώντας τις ταχύτητες των μορίων (η μέση κινητική ενέργεια των μορίων είναι μια μακροσκοπική κι όχι μικροσκοπική μεταβλητή, όπως συνήθως λαθεμένα αναφέρεται).

Αντώνης Μοσχοβάκης (Καθηγητής Φυσιολογίας, Ιατρικό Τμήμα του Παν/μίου της Κρήτης)
Μολονότι λεπτομερής απάντηση στην ερώτηση «πώς η νόηση παράγεται από ηλεκτροχημικές διεργασίες του εγκεφάλου» δεν είναι προς ώρας δυνατή, το περίγραμμά της αρχίζει να διαφαίνεται. Οι Νευροεπιστήμες προελαύνουν σε ένα ευρύ μέτωπο που περιλαμβάνει τον αστακό και την κουκουβάγια, την ακρίδα και τον πίθηκο, τον βάτραχο και τον άνθρωπο, κλπ. Χάρις σε αυτές καταλαβαίνουμε εγκεφαλικές διεργασίες που εξυπηρετούν την όραση και την ακοή, την όσφρηση και την ισορροπία, την κίνηση των ματιών, της βάδισης κ.λ.π. Πληροφορίες από τη νευροανατομία και τη νευροφυσιολογία, από την ψυχολογία και τη νευρολογία ενσωματώνονται σε υπλογιστικά μοτέλα που αναπαράγουν ψυχοφυσικούς νόμους, τις κυματομοφές εκφόρτισης νευρώνων, καθώς και τα αποτελέσματα βλαβών και ηλεκτρικού ερεθισμού του εγκεφάλου.
Δεδομένων όλων αυτών, είναι εύλογη η προσδοκία διαθεωρητικής αναγωγής της Ψυχολογίας σε Νευροεπιστήμες που με τη σειρά της συνεπάγεται οντολογική αναγωγή του νου στον εγκέφαλο. Εκτός από την ανάπτυξη του επιχειρήματος αυτού, η τοποθέτησή μου περιλαμβάνει μια θεωρία της «αναγωγής» παραδείγματα Νευροεπιστημονικών εξηγήσεων φαινομένων qualia (π.χ. ζώνες του Mach από τον Hartline) και σχόλια σχετικά με το επιστημονικό status της Ψυχολογίας και τον ανώμαλο μονισμό.

Ειρήνη Σκαλιώρα (Διδάκτωρ Νευροβιολογίας, Ερευνήτρια στο Παν/μιο της Οξφόρδης)
Το ερώτημα του κατά πόσο ο εγκέφαλος είναι σε θέση να παράγει τη συνείδηση, για την ώρα τουλάχιστον, παραμένει έξω από τα όρια της νευροεπιστημονικής έρευνας. Η νευροεπιστήμη μπορεί να το προσεγγίσει, αλλά αδυνατεί να το αναλάβει εξ ολοκλήρου. Η συνείδηση δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν του εγκεφάλου γιατί: Κάθε άλλη απάντηση οδηγεί σε κάποια μορφή δυϊσμού καταλήγοντας σε ανέφικτη διχοτόμηση της πραγματικότητας σε οργανικά και νοητικά καθιστώντας αδύνατη οποιαδήποτε σχέση εξήγησης μεταξύ τους. Γνωρίζουμε ήδη ότι ο εγκέφαλος παράγει όραση, ακοή, μνήμη, κλπ, καθώς και συνθετικά προϊόντα αυτών-με άλλα λόγια αυτό που συχνά αποκαλούμε πρωτογενή συνείδηση.
Συγκεκριμένες και συχνά εντοπισμένες διαταραχές του εγκεφαλικού ιστού προκαλούν συγκεκριμένες διαταραχές συνείδησης. Τέτοιου είδους επιχειρηματολογία, καθώς και τα εντυπωσιακά ευρήματα των νευροεπιστημών, δύσκολα θα πείσουν έναν εκ πεποιθήσεως δυϊστή γιατί δεν καταλήγουν σε κάποιο παραγωγικό μοντέλο για την αιτιακή σχέση εγκεφάλου-συνείδησης. Τέτοιο μοντέλο ίσως να μην υπάρξει ποτέ και άλλωστε δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της υποκειμενικής εμπειρίας. Για τέτοιου είδους ζητήματα, αρμοδιότερες είναι επιστήμες όπως η ψυχολογία και η ψυχανάλυση, που έχουν σαν αντικείμενο τους τα όσα συμβαίνουν μεταξύ εγκεφάλων.

Γιώργος Ζαρκαδάκης (Μηχανικός Αυτομάτων Συστημάτων, Διδάκτωρ Τεχνητής Νοημοσύνης, διευθυντής του περιοδικού Focus)
Υπάρχει μόνο ένας τρόπος για την επιστημονική επιβεβαίωση της κυρίαρχης αντίληψης ότι ο εγκέφαλος παράγει ή εγείρει την συνείδηση: Η ανάπτυξη μιας πειραματικής διάταξης η οποία θα επιβεβαιώνει, ή θα διαψεύδει, μια επιστημονική θεωρία της συνείδησης. Τα υπάρχοντα μέσα, π.χ. τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων, δεν αρκούν διότι είναι σχεδιασμένα με βάση άλλου τύπου επιστημονική γνώση π.χ. μεταβολισμός γλυκόζης σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου. Μια βιολογική θεωρία του νου οφείλει να συνθέτει τα πορίσματα της έρευνας των νευροεπιστημόνων με εκείνα των επιστημόνων των συστημάτων, των βιολόγων, των ψυχολόγων και των κοινωνιολόγων. Το «συνειδησιόμετρο» του μέλλοντος θα είναι μια μάλλον απρόβλεπτη σήμερα μηχανή.

Ηλίας Κούβελας (Καθηγητής Φυσιολογίας, Τμήμα Ιατρικής του Παν/μίου Πατρών)
Η συνείδηση είναι χαρακτηριστικό του φυσικού κόσμου στον οποίο ζούμε και εκφράζεται με την λειτουργία του εγκεφάλου. Στην συνείδηση εντάσσεται η κατάσταση του να έχει κανείς επίγνωση των πραγμάτων μέσα στον κόσμο, να έχει νοητικές εικόνες του παρόντος. Πρόκειται για ό,τι, χάριν συντομίας, ονομάζουμε «πρωτογενή συνείδηση» και υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός δεδομένων που υποστηρίζουν ότι αυτό το είδος της συνείδησης εκπορεύεται από τις λειτουργίες του εγκεφάλου. Αυτό όμως που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο είναι η «συνείδηση ανώτερης τάξης», η οποία περιλαμβάνει την αναγνώριση από ένα σκεπτόμενο υποκείμενο των πράξεων και των συναισθημάτων του. Ενσαρκώνει ένα μοντέλο της προσωπικότητας στο παρελθόν το παρόν και το μέλλον.
Η παλαιοανθρωπολογία μας παρέχει δεδομένα που υποστηρίζουν ότι η ικανότητα του ανθρώπου να αναγνωρίζει τον εαυτόν του στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον αναδύεται στο φυσικό κόσμο από την στιγμή που ο εγκέφαλος αποκτά ένα ορισμένο μέγεθος και εμφανίζονται ορισμένες εγκεφαλικές δομές όπως η περιοχή Broca, η οποία στον Ηomo sapiens σχετίζεται με τις λειτουργίες της γλώσσας.

Θανάσης Καράβατος (Αναπληρωτής Καθηγητής Ψυχιατρικής, Διευθυντής της Α΄ Ψυχιατρικής Κλινικής του ΑΠΘ)
Η ενότητα της φύσης ερείδεται στην εξελικτική (μη ιεραρχική) στρωμάτωση ανόργανο-οργανικό-βιολογικό-ψυχολογικό-κοινωνικό. Ο «ψυχισμός» δεν είναι ά-υλος αλλά υλικότατος, διακριτός πάντως και μη αναγόμενος στα νευρωνικά κυκλώματα. Όντας ένα σκαλί παραπάνω, απαιτεί ξεχωριστή γλώσσα για να περιγραφεί, ανάλογα προς ό,τι -λίγο παραπάνω- συμβαίνει με το «κοινωνικό» ή –λίγο παρακάτω συμβαίνει με το «βιολογικό».
Συναισθηματικές επενδύσεις, αντιληπτικές διαδικασίες, αναπαραστάσεις και δράση [με τη γλώσσα γίνεται πράξη] συνδιαμορφώνουν σταδιακά το δίπολο υποκειμενικότητα – κοινωνικότητα, επιβάλλοντας και τη διάκριση σώμα-αντικείμενο / βιούμενο-σώμα. Η δυαδικότητα αυτή αντιστοιχεί στην ανάλογη δυαδικότητα του σημαίνοντος – σημαινόμενου, που θυμίζει την άλλη και γνωστότερη του σωματιδίου-κύματος. «Γλώσσα σημαίνει να σημαίνεις την εμπειρία, όχι να τη ζεις», τόνιζε ο αξέχαστος φίλος Μάριος Μαρκίδης. Αμφίβολο το «παραγωγικό πρότυπο», πλην όμως βρίσκω χρήσιμο τον διάλογο μεταξύ νευροεπιστήμης και ψυχανάλυσης που, χωρίς εκατέρωθεν αλαζονείες, ίσως και προσεγγίσει κάπως την αμφίπλευρη κατάσταση των πραγμάτων που διαπιστώνουμε όταν επισκοπούμε τον εγκέφαλο και τη συνείδηση.

Ελένη Σαββάκη (Καθηγήτρια Φυσιολογίας, Ιατρικό Τμήμα του Παν/μίου της Κρήτης)
Τα εύκολα προβλήματα που αφορούν τη συνείδηση, π.χ. η εστίαση της προσοχής, η ανακοίνωση κάποιων νοητικών καταστάσεων και ο έλεγχος της συμπεριφοράς μπορεί να εξηγηθούν επιστημονικά με αναφορά σε νευρωνικούς και υπολογιστικούς μηχανισμούς. Ωστόσο, το δύσκολο πρόβλημα, δηλαδή η υποκειμενική άποψη της εμπειρίας, παρουσιάζει ένα εξηγητικό χάσμα ανάμεσα στο φυσικό υπόστρωμα (τον εγκέφαλο) και τη φαινομενική εμπειρία (το νου). Με τα σημερινά δεδομένα, δεν δικαιολογείται η οντολογική αναγωγή του νου στον εγκέφαλο, ούτε και η επιστημολογική αναγωγή της ψυχολογίας στη βασική νευροεπιστήμη, διότι δεν γνωρίζουμε τα νευρωνικά σύστοιχα της συνείδησης, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αιτιότητα και κατά μείζονα λόγο για εξίσωση ή ταύτιση.
Είναι θεμιτό να αμφισβητείται η τρέχουσα μεθοδολογική προσέγγιση. Άλλωστε, είναι αμφίβολο εάν η συνείδηση (οντολογικά υποκειμενική) μπορεί να μελετηθεί με επιστημολογικά αντικειμενικό τρόπο. Προς το παρόν, όπως οι νοησιοκράτες (μενταλιστές) δεν μπορούν να παρουσιάσουν ένα ελέγξιμο μοντέλο που να δείχνει πώς ο «νους» αλληλεπιδρά με τον «εγκέφαλο», έτσι και οι υλιστές δεν μπορούν να εξηγήσουν πώς τα «νευρωνικά κυκλώματα» γεννούν το «νου».

Γιώργος Παπαδόπουλος (Διδάσκει Φαρμακολογία στην Ιατρική Σχολή και Ιστορία της Ιατρικής στο Τμήμα Μ.Ι.Θ.Ε. του Παν/μίου Αθηνών)
Οι νευροεπιστήμες δεν είναι σε θέση να αποδείξουν ότι ο εγκέφαλος παράγει τον ψυχισμό, ούτε να αποφανθούν, κατά οποιονδήποτε τρόπο, περί αυτού, το οποίο παραδοσιακά στη φιλοσοφία (αλλά και στην κοινή γλώσσα) ονομάζεται ψυχή ή πνεύμα κι αυτό κυρίως γιατί έχουν αρνηθεί (με παραδειγματικό τρόπο) να ασχολούνται με αυτούς τους χώρους – και στρέφονται αποκλειστικά σε όσα είναι συμβατά με την υλιστική και κυρίως, θετικιστική ιδεολογία τους.
Όταν συζητούν για ψυχικά φαινόμενα (μάλλον για να τα χαρακτηρίσουν ως «επιφαινόμενα» αναφέρονται σε μια «ψυχή» Καρτεσιανού δυϊσμού, ενώ αρνούνται πεισματικά (ή αδυνατούν, λόγω έλλειψης των κατάλληλων ενεργειακών κέντρων) να λάβουν υπ’ όψιν τους τις πραγματικές θέσεις που κυριαρχούσαν στη φιλοσοφία και την επιστήμη από την αρχαία Ελλάδα μέχρι το τέλος της Αναγέννησης και που χαρακτηρίζονταν από την ιδέα της ενότητας της φύσης με την πρωτοκαθεδρία του πνεύματος.

Θανάσης Τζαβάρας (Καθηγητής Ψυχιατρικής και Νευροεπιστημών στο ΜΙΘΕ)
Το ζήτημα για τις πιθανές σχέσεις εγκεφάλου και του συνειδέναι- σχέσεις λειτουργιών του Νευρικού Συστήματος με την ποικιλία των λειτουργικών εκφάνσεων- αντίληψη- μνήμη- μάθηση- εγρήγορση- προσοχή- νόηση- συναίσθημα κλπ εν ολίγοις το συμπεριφέρεσθαι, παραμένει ζήτημα και ερώτημα ανοικτό, γιατί οι πιθανές απαντήσεις συστηματικά «μολύνονται» από φιλοσοφικές ή και ψυχολογικές προκαταλήψεις των ερευνητών. Με τα μέχρι τούδε δεδομένα των νευρο- και ψυχο- επιστημών, το μόνο που μπορούμε να δεχτούμε είναι ότι το Σώμα (το ΚΝΣ) και η Ψυχή (το συνειδέναι και το συμπεριφέρεσθαι) διαθέτουν πιθανότατα διαφορετική ΥΦΗ αλλά έχουν κοινή υπόσταση. Θα πρέπει εν τέλει, να ληφθεί υπόψη ότι τα δεδομένα σε αυτά τα πεδία παραμένουν ανεπαρκή και αποσπασματικά, τα δε πρότυπα ανάλυσής τους δεν έχουν επαρκώς ενσωματώσει καινούργιες λογικές συμπερασμού έξω από παραδοσιακές αναζητήσεις γραμμικών αιτιακών σχέσεων.

Κώστας Πόταγας (Λέκτορας Νευρολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών)
Δεν μπορεί να είναι βέβαιο πως τίποτε δεν υπάρχει στη βιβλιογραφία των νευροεπιστημών που να δίνει κάποια απάντηση στο ερώτημα, αν και σίγουρα όχι συγκροτημένα. Η πολυπλοκότητα του εγκεφάλου, το γεγονός δηλαδή πως πολύπλοκων λειτουργιών υπόκεινται πολύπλοκες δομές, αφήνει και τις δυο εκδοχές ανοικτές ενώ επιτρέπει και τη δυνατότητα πρόβλεψης πως ποτέ, καμιά απάντηση δεν θα είναι εφικτή. Η μελέτη της ίδιας της υποκειμενικότητας θα μπορούσε να αποτελέσει το κλειδί μιας αρχής ανοίγματος στο ερώτημα. Για παράδειγμα στην όσφρηση η αναπαράσταση του ερεθίσματος είναι κάτι σαν δακτυλικό αποτύπωμα, χαρακτηριστικό του κάθε ατόμου.
Η μοναδική αυτή κυτταρική διάταξη, για ένα και μόνο άτομο και για μια και μόνη ουσία, είναι που καθορίζει την αίσθηση που τελικά παράγεται. Έχουμε εδώ μια ένδειξη πως ο εγκέφαλος, με την όποια διάταξη κυττάρων του, είναι εκείνος που παράγει την αίσθηση του ερεθίσματος, έστω κι αν γι’ αυτό του χρειάζεται το ερέθισμα. Ναι, ο συγκεκριμένος Σωκράτης, με το γέρικο σκαρί του, την πολιτική του εμπειρία, τη γνώση των συμπολιτών του, τα δόγματά του και τη συνεπαγόμενη κυτταρική του δομή, κάτω από αυτές τις συγκεκριμένες συνθήκες, θα νοιώσει αυτό το συγκεκριμένο συναίσθημα, όπως μια συγκεκριμένη λύρα, με το παλιό της καβούκι, με τη συγκεκριμένη πίεση στις παλιωμένες και τις καινούργιες της χορδές, κάτω από αυτή τη θερμοκρασία και την υγρασία, θα βγάλει μια ορισμένη μουσική. Θα ήταν ωστόσο εξαιρετικά κακοπροαίρετο να προσπαθεί κανείς να τον πείσει γι’ αυτό.

Παναγιώτης Πεφάνης (Φυσικός, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας της Επιστήμης ΕΜΠ)
Ο εγκέφαλος υποκαθορίζει το νου. Από την άλλη, δεν είναι δυνατό κάποιος να πειστεί από εμπειρικά τεκμήρια και αυτό όχι μόνο επειδή δεν υπάρχουν καθαρές από θεωρία εμπειρίες, αλλά και γιατί η φύση του θέματος συνδέεται με καθοριστικές για την υποκειμενικότητα του καθένα επιλογές. Όσον αφορά τη δυνατότητα συγκρότησης προτύπου για τη σχέση συνείδησης – εγκεφάλου αναδεικνύεται ως καίριο πρόβλημα η μοναδικότητα της ανθρώπινης αίσθησης πρακτικής δηλαδή της υποκειμενικής συνείδησης την οποία διαμορφώνουν οι πολυσχιδείς και διαπλεκόμενες νοητικές διαδρομές που συνθέτουν το προσωπικό ύφος του κάθε ανθρώπου όταν αντιμετωπίζει μια συγκεκριμένη συγκυρία.
Από αυτή τη μοναδικότητα πηγάζει μια συνεχής αβεβαιότητα που εμποδίζει την πραγμάτωση ενός παραγωγικού ιδανικού προτύπου το οποίο όμως δεν είναι αναγκαίο ως προοπτική. Προτείνω προσανατολισμό σε σειρές από στοχαστικά πρότυπα που διασυνδέονται και συγκροτούν ποικίλης εμβέλειας και στόχευσης εξηγητικές γενικεύσεις σε συνδυασμό με μια ευρύτερη εκδοχή υλικότητας σε ένα διεπιπεδικό, πολυμορφικό πλαίσιο που θα μπορεί να περιέχει εκτός από τις συμβατικές μορφές ύλης και όσα μορφώματα θεωρούνται προϊόντα της, με εγγενή ιδιότητα να επαναπροσδιορίζεται στο διηνεκές.

Ο Ανδρέας Παπανικολάου συνοψίζοντας το ηλεκτρονικό συμπόσιο ανέφερε:
Πρώτον, φαίνεται πως όλοι οι συμποσιαστές συμφωνούν στο ότι δεν υπάρχει πρότυπο περί ου ο λόγος, αν και κάποιοι διατείνονται ότι θα προκύψει αργά ή γρήγορα, πράγμα που σημαίνει ότι οι σχετικές εξαγγελίες των νευροεπιστημόνων δέον να προσεγγίζονται με την ίδια κριτική στάση που αντιμετωπίζονται αυτές των θεολόγων. Διαφορετικά μεροληπτούμε και δείχνουμε λογική ασυνέπεια η οποία στην επιστήμη είναι ανάλογη του αμαρτήματος στη θεολογία. Δεύτερον, κάποιοι υποστηρίζουν πως δεν χρειαζόμαστε παραγωγικό πρότυπο για να στηρίξουμε ή να δικαιώσουμε την πεποίθησή μας ότι ο εγκέφαλος παράγει ψυχισμό, στην οποία περίπτωση πάλι διερωτώμαι που τότε να την στηρίξουμε, δεδομένου ότι ως επιστήμονες δεν μπορούμε να επικαλεστούμε το «πίστευε και μη ερεύνα».
«Υπάρχουν πράγματα που είναι θεωρήματα και πράγματα που είναι σκουπίδια, κουρέλια. Θα ξεκινήσουν την πορεία τους, σαν τον Ευκλείδη χέρι με χέρι με το πνεύμα της αναρχίας. Εδώ και κει θα φτερουγίζουν μικρές πόρνες. Πολλά δεν είναι παρά κλόουνς. Αλλά πολλά αξίζουν το μεγαλύτερο σεβασμό. Πολλά είναι πληρωμένοι δολοφόνοι. Είναι αμυδρές δυσωδίες και κοκκαλιάρικες δεισιδαιμονίες και απλές σκιές και ζωντανές συμφορές, παραξενιές και αξιαγάπητες οπτασίες.
Πρέπει να αμφισβητούμε τα πάντα, εκτός από τα γεγονότα και όχι τα γεγονότα που έχουμε διαλέξει, αλλά όλα τα γεγονότα, έτσι όπως είναι, καλά ή κακά, όμορφα ή τρομακτικά, ψεύτικα ή γνήσια, μαζί με όλες τους τις παραξενιές. Τίποτε να μην πετάμε από το Πραγματικό: Θα υπάρξει μια μελλοντική επιστήμη που θα ανακαλύψει όλες τις άγνωστες πτυχές των γεγονότων που μας φάνηκαν χωρίς σημασία. Η επιστήμη έχει ανάγκη από την ύστατη βοήθεια ενός πληθωρικού πνεύματος, τόσο νέου όσο και άγριου, αδάμαστου. Ο κόσμος έχει ανάγκη από μια εγκυκλοπαίδεια αποκλειστικών, αγνών γεγονότων. Φοβάμαι πως πρέπει να απελευθερώσουμε καινούργιους κόσμους για το καλό του πολιτισμού μας, όπου τα Γιέτι και οι λευκοί βάτραχοι θα έχουν δικαίωμα ζωής» “Το Βιβλίο Των Καταραμένων” Charles Fort
Συνειδητό Ονείρεμα και Ανόργανα Όντα «O άνθρωπος πορεύεται προς την γνώση όπως πορεύεται προς τον πόλεμο, σε αδιάπτωτη εγρήγορση, με φόβο, με σεβασμό και απόλυτη αυτοπεποίθηση. Το να πορεύεσαι προς τη γνώση ή προς τον πόλεμο με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι λάθος κι όποιος το πράξει, ίσως δε ζήσει για να το μετανιώσει. Όταν ένας άνθρωπος πληροί αυτές τις τέσσερις αναγκαίες προϋποθέσεις, δεν υπάρχουν σφάλματα για τα οποία πρέπει να λογοδοτήσει. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι πράξεις του χάνουν τον αδέξιο χαρακτήρα και την επιπολαιότητα που διακρίνει τις πράξεις ενός ανόητου. Αν ένας τέτοιος άνθρωπος αποτύχει ή υποστεί ήττα, θα έχει χάσει μόνο μια μάχη και δε θα νιώθει πικρία και τύψεις γι’ αυτό» Δον Χουάν Μάτους.

Σχάση ή Σύντηξη; «Δυστυχώς, αν ανατρέξουμε την ιστορία της Ανθρωπότητας θα διαπιστώσουμε ότι η εξειδίκευση, ή αλλιώς η εξέταση και ανάλυση των επιμέρους κομματιών του πάζλ, που είναι ένα απ’ τα σημαντικότερα εμπόδια στη σύνθεση της ευρύτερης εικόνας, έχαιρε πάντα αναγνώρισης και επιβράβευσης. Η ενασχόληση και αφοσίωση του κάθε ατόμου ξεχωριστά με ένα μονάχα αντικείμενο – τομέα ήταν και εξακολουθεί να είναι ο τρόπος που το σύστημα έχει επιλέξει ώστε ο διαχωρισμός και η διάσπαση να κυριαρχούν και επομένως να μην σχηματίζεται μια ευρύτερη εικόνα της πραγματικότητας. Αποτέλεσμα αυτού είναι ο άνθρωπος να κοιτάει το δέντρο και ίσως να γνωρίζει τα πάντα γύρω απ’ αυτό, αλλά δε βλέπει το δάσος με όλα όσα αυτό περιλαμβάνει και πείτε μου, πώς στα κομμάτια, μπορεί να επιβιώσει ένας άνθρωπος μέσα σ’ ένα δάσος, όταν έχει αφιερώσει όλη του ζωή στο να μελετάει ένα και μόνο δέντρο ενώ δε γνωρίζει τίποτα για το δάσος;»
----------------
Λεξησαφίνηση
*Συνείδηση η [siníδisi]: I1α.(ψυχ.) η άμεση αντίληψη που έχει το υποκείμενο για τις ψυχικές ενέργειές του (αντιλήψεις, σκέψεις, επιθυμίες), που εκπορεύονται από αυτό και που με την απήχησή τους επιστρέφουν σε αυτό: H ~ τροφοδοτείται από τη μνήμη. Aνακαλώ στη συνείδησή μου ένα γεγονός. Tο κατώφλι της συνείδησης. || επίγνωση, συναίσθηση: Έχει ~ της αδυναμίας / των δυνατοτήτων / των ικανοτήτων / της δυνάμεώς του. Έχει γίνει κοινή ~ ότι πρέπει να σώσουμε τα δάση μας. β. κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο, όταν έχει πλήρη λειτουργία των αισθήσεων και πνευματική διαύγεια: H λιποθυμία επιφέρει απώλεια συνειδήσεως. Φάρμακα που θολώνουν τη.

2. (φιλοσ.) η σαφής γνώση που έχει το υποκείμενο για τον εαυτό του και για τον κόσμο που το περιβάλλει και από τον οποίο μπορεί να αντιδιαστέλλεται. II1α. η γνώση που επιτρέπει στο άτομο να διακρίνει το ηθικά καλό από το ηθικά κακό, να ελέγχει τις πράξεις του και να αναλαμβάνει την ευθύνη γι’ αυτές, ηθική συνείδηση: Έχει καθαρή / ήσυχη / αναπαυμένη / ήρεμη τη συνείδησή του. Έχει βαριά τη συνείδησή του. Έχω ένα βάρος στη ~. Kάτι βαραίνει τη συνείδησή μου. Mε ελέγχει / με τύπτει η ~. Έχω τύψεις (συνειδήσεως). Άνθρωπος με ένοχη / πωρωμένη ~. Πώρωση συνειδήσεως. Aκολουθώ / ακούω τη φωνή της συνείδησής μου. Kάτι μου το επιτρέπει / μου το επιβάλλει η συνείδησή μου. Kρίνω κτ. κατά ~. Kρίση συνειδήσεως, έντονος προβληματισμός για την ορθότητα κάποιας πράξης. Tο χρήμα διαφθείρει τις συνειδήσεις. Εκμαυλισμός συνειδήσεων. Aφύπνιση της συνειδήσεως. Άνθρωπος / πράξη που έχει καταδικαστεί / καταξιωθεί στη ~ του κόσμου. Άνθρωπος με ελαστική ~, που κάνει παραχωρήσεις στις ηθικές αρχές του. (έκφρ.) τον έχω / το έχω στη συνείδησή μου, θεωρώ τον εαυτό μου υπεύθυνο για κτ. κακό που έχει συμβεί σε κπ. || καλή συνείδηση, εντιμότητα: Άνθρωπος με ~ / που έχει ~. Άνθρωπος χωρίς ~ / που δεν έχει ~ ασυνείδητος. β. το συναίσθημα του καθήκοντος που εκφράζεται έμπρακτα σε κάποια επαγγελματική συνήθ. δραστηριότητα του ατόμου: Άτομα με αναπτυγμένη επαγγελματική ~ δείχνουν συνέπεια στη δουλειά τους. 2α. η συναίσθηση της προσωπικής ένταξης σε ένα χώρο ή σε ένα σύνολο και της ευθύνης που προκύπτει από αυτή: H ιστορική ~ ενός λαού. H ταξική ~ συσπειρώνει εκείνους που υπερασπίζονται κοινωνικά συμφέροντα. Kαλλιέργεια / διαμόρφωση της εθνικής / κοινωνικής συνείδησης της νεολαίας. β. το σύνολο των πεποιθήσεων ενός ατόμου: Aντιρρησίας συνείδησης.
[λόγ.: ΙΙ1α: αρχ. συνείδη(σις) -ση & σημδ. γαλλ. conscience· Ι2: ελνστ. σημ.· Ι1, ΙΙ1β, ΙΙ2: σημδ. γαλλ. conscience]

Αποθήκευση ενέργειας σε χαρτί

apothikeusi-energeias-sexartiΕρευνητές του Εργαστηρίου Οργανικής Ηλεκτρονικής του Πανεπιστημίου του Linkoping στη Σουηδία ανέπτυξαν ένα «power paper»: ένα νέο, πρωτοποριακό υλικό με την εντυπωσιακή ιδιότητα να αποθηκεύει ενέργεια.
 
<Αυτό το κομμάτι «power paper» έχει χωρητικότητα 1F

Το εν λόγω υλικό αποτελείται από νανοκυτταρίνη και ένα αγώγιμο πολυμερές, και τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν στο Advanced Science. Ένα φύλλο 15 εκατοστών και πάχους λίγων δεκάτων του χιλιοστού έχει χωρητικότητα 1 F, αντίστοιχη ενός υπερπυκνωτή (supercapacitor) που κυκλοφορεί στο εμπόριο. Επίσης, το υλικό αυτό μπορεί να επαναφορτιστεί εκατοντάδες φορές, και κάθε φόρτιση απαιτεί μόλις λίγα δευτερόλεπτα.

Το υλικό μοιάζει και δίνει την αίσθηση ελαφρώς πλαστικοποιημένου χαρτιού, και οι ερευνητές έχουν επιδείξει την αντοχή του φτιάχνοντας «οριγκάμι». Η βάση της δομής του είναι η νανοκυτταρίνη, που στην ουσία είναι ίνες κυτταρίνης οι οποίες, μέσω νερού υψηλής πίεσης, διασπώνται σε ίνες που μπορεί να είναι διαμέτρου μόλις 20 νανομέτρων. Με τις ίνες κυτταρίνης σε διάλυμα νερού, προστίθεται ένα ηλεκτρικά φορτισμένο πολυμερές (PEDOT: PSS), επίσης σε διάλυμα νερού. Το πολυμερές στη συνέχεια επικαλύπτει τις ίνες.
 
Το νέο αυτό υλικό έχει επιτύχει ρεκόρ όσον αφορά στην ταυτόχρονη αγωγιμότητα για ιόντα και ηλεκτρόνια, κάτι που εξηγεί τις μεγάλες δυνατότητές του όσον αφορά στην αποθήκευση ενέργειας. Παράλληλα, ανοίγει δρόμο για περαιτέρω δυνατότητες αποθήκευσης, ενώ το ότι παράγεται από απλά και ακίνδυνα υλικά και είναι αδιάβροχο αποτελούν σημαντικά πλεονεκτήματα.

Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Πρόσεξε τι σκέφτεσαι

Ο κάθε άνθρωπος είναι αυτό που είναι, εξαιτίας των σκέψεων που τον κυριαρχούν, στις οποίες επιτρέπει να καταλαμβάνουν την διάνοια του.

Αυτές τις σκέψεις που ενθαρρύνει με την συμπάθεια και τις αναμειγνύει με μια ή περισσότερες από τις αισθήσεις του. Οι σκέψεις αυτές αποτελούν την κινητήρια δύναμη, η οποία κατευθύνει κι ελέγχει την κάθε του κίνηση, δράση, πράξη και φυσικά αποτέλεσμα.
Οι σκέψεις που κάνει, ενισχυμένες από τα συναισθήματα που κυριαρχούν την στιγμή που αυτές γεννιούνται, δημιουργούν μια «μαγνητική» δύναμη, που προκαλεί κι ελκύει άλλες όμοιες ή σχετικές σκέψεις.

Οποιαδήποτε σκέψη, ιδέα, σχέδιο, κυριαρχεί στο μυαλό του ατόμου, προσελκύει μεγάλο αριθμό παρόμοιων σκέψεων. Αυτές εγκαθίστανται στην διάνοια, μέσα από την επανάληψη, και καθοδηγούν με τη σειρά τους τον νου από το υποσυνείδητο σε δράση, για την υλοποίηση τους.

Όλοι μπορούν να «εξαπατήσουν» το υποσυνείδητο τους, δίνοντας του οδηγίες με τις κυρίαρχες σκέψεις τους (θετικές για όσους επιθυμούν επιτυχία, βέβαια), κι αυτό να εκτελεί τις εντολές τους, οδηγώντας τους στον στόχο που έχουν ορίσει, βρίσκοντας ανέλπιστα τρόπους να ξεπερνά τα εμπόδια που παρουσιάζονται στην πορεία, με μια έμπνευση και δύναμη που το ανυποψίαστο άτομο ποτέ δεν φανταζόταν ότι διέθετε.

Και όμως ήταν εκεί, σε λανθάνουσα κατάσταση και περίμενε να ενεργοποιηθεί, με την δύναμη της αυθυποβολής και απο αρχική παρόρμηση και προσδοκία να μεταβληθεί σε πόθο, φλογερή επιθυμία και τελικά δράση για να πετύχει το υλικό ισοδύναμο της, τον στόχο του.

Ο φυσικός νόμος της αυθυποβολής, μέσα από τον οποίο μπορεί οποιοδήποτε άτομο να φτάσει σε υψηλά επιτεύγματα, που ξεπερνούν κάθε του φαντασία, περιγράφεται με λίγες λέξεις με το ακόλουθο ποίημα:
Αν σκεφτείς πως σε νίκησαν, σε έχουν ήδη νικήσει.
Αν σκεφτείς πως δεν τολμάς, ποτέ δεν θα τολμήσεις.
Αν θέλεις να νικήσεις αλλά σκέφτεσαι πως δεν μπορείς, σίγουρα δεν θα νικήσεις.
Αν σκεφτείς πως θα χάσεις, είσαι ήδη χαμένος
Γιατί η φύση μας διδάσκει πως:
Η Επιτυχία ριζώνει με την Θέληση.
Το μυστικό βρίσκεται στην διανοητική κατάσταση του κάθε ανθρώπου.
Αν σκέφτεσαι πως σ” έχουν ξεπεράσει σε ξεπερνούν.
Πρέπει να σκεφτείς ψηλά για να πετάξεις.
Πρέπει να 'σαι σίγουρος για τον Εαυτό σου αν θες η προσπάθεια σου να επιβραβευτεί.
Τους αγώνες της ζωής, δεν κερδίζει πάντα ο δυνατότερος, ή ο ταχύτερος.
Αυτός που αργά ή γρήγορα κερδίζει, είναι ο άνθρωπος ΠΟΥ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙ.
Τόσο οι επιτυχίες, όσο και οι αποτυχίες, είναι αποκυήματα της κυρίαρχης σκέψης.