Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός, ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ, Από τον Αλέξανδρο στον Πύρρο

Mια λαμπερή αστραπή

Το 334 ο Αλέξανδρος, επικεφαλής περίπου 30.000 πεζών, 5.000 ιππέων και 180 πλοίων, πέρασε στην Ασία. Με τις διακηρύξεις και τις ενέργειές του κατέστησε από την αρχή σαφές ότι πρόθεση του ήταν να ζήσει (και να πεθάνει) ανάμεσα στην ιστορία και τον θρύλο - πλησιέστερα ίσως στον θρύλο. Παρουσίασε τις πολεμικές επιχειρήσεις του ως εκδίκηση για όσα είχαν υποστεί οι Έλληνες από τους Πέρσες, αλλά και ως επανάληψη όσων λαμπρών κατορθωμάτων είχαν επιτύχει οι Αχαιοί εναντίον των Τρώων. Εκτός από τους Περσικούς Πολέμους και τον Τρωικό Πόλεμο, εμπνεύστηκε από το τόλμημα των Μυρίων εναντίον του μεγάλου βασιλιά και από το εγχείρημα του Αγησίλαου να απελευθερώσει τους Έλληνες της Ασίας. Ο Αλέξανδρος έδειχνε να πιστεύει ότι η σύγκρουση με την Περσική Αυτοκρατορία είχε μακρά ιστορία, που την καθόριζε και την καθοδηγούσε. Επιπλέον, ότι θα έδινε διέξοδο στα προβλήματα του ελληνικού κόσμου και ότι θα επιβεβαίωνε εμπράκτως την ηγετική του θέση. Στον στρατό του συμμετείχαν άλλωστε πολλές χιλιάδες οπλίτες από πολλές ελληνικές πόλεις καθώς και μισθοφόροι.

Διαβαίνοντας τον Ελλήσποντο, ο Αλέξανδρος ακολουθούσε την αντίστροφη πορεία από αυτή του Ξέρξη. Εφόσον ο Πέρσης βασιλιάς είχε αποτύχει να ενώσει την Ασία με την Ευρώπη, απέμενε σε αυτόν να επιτύχει την ένωση της Ευρώπης με την Ασία. Με μια συμβολική χειρονομία πρόσφερε θυσία στον τάφο του Πρωτεσίλαου, του Αχαιού που σκοτώθηκε πατώντας πρώτος το έδαφος της Τροίας, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την τελική νίκη. Στη συνέχεια στεφάνωσε τον τάφο του Αχιλλέα, ενώ ο επιστήθιος φίλος του Ηφαιστίων στεφάνωνε τον τάφο του Πατρόκλου. Στο προσκέφαλό του, σύμφωνα με την παράδοση, είχε πάντοτε, μαζί με το εγχειρίδιό του, την Ιλιάδα, διορθωμένη από το χέρι του δασκάλου του Αριστοτέλη. Είναι προφανές ότι επιθυμούσε όχι μόνο να θριαμβεύσει, αλλά και να δοξαστεί όπως ο Αχιλλέας. Στην αυλή του περιέλαβε για τον σκοπό αυτό τον έμπειρο ιστορικό Καλλισθένη, ανεψιό και συνεργάτη του Αριστοτέλη. Ανέθεσε επίσης σε ειδικούς τη σύνταξη καθημερινών αναφορών (ἐφημερίδων) για την πρόοδο της εκστρατείας του.

Την εξιστόρηση των στρατιωτικών επιτευγμάτων του Αλεξάνδρου ανέλαβαν να αφηγηθούν και άλλοι συγγραφείς, σύγχρονοί του και μεταγενέστεροι. Από νωρίς η ιστορία εμπλουτίστηκε με πλήθος μυθικά στοιχεία, όπως απαιτούσαν τα ιστοριογραφικά ήθη της εποχής και το ακόρεστο αναγνωστικό κοινό. Ήδη από την αρχαιότητα, οι αντιφάσεις και οι αντιγνωμίες ήταν τέτοιες που δύσκολα μπορούσε κανείς να διακρίνει τα πραγματικά γεγονότα από τη φαντασία. Τον 2ο μεταχριστιανικό αιώνα τη διάκριση αυτή επιχείρησε ο Αρριανός, ένας ανώτατος αξιωματούχος της ρωμαϊκής διοίκησης με καλή φιλοσοφική κατάρτιση. Από το υλικό που είχε στη διάθεσή του επέλεξε κυρίως τις μαρτυρίες δύο συμπολεμιστών του Αλεξάνδρου, του Αριστόβουλου και του Πτολεμαίου, γιου του Λάγου. (Ο τελευταίος είχε συνθέσει την αφήγησή του όταν ήταν πλέον και ο ίδιος βασιλιάς.) Τόσο επιτυχές θεωρήθηκε το έργο του Αρριανού, ώστε επισκίασε όλες τις προγενέστερες ιστορίες.

Καθώς ο Αλέξανδρος περνούσε με τον στρατό του στην Ασία, στρατηγός της Ευρώπης αναλάμβανε στη θέση του ο Αντίπατρος, αριστοκράτης και παλαιός συμπολεμιστής του Φιλίππου. Στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν η διοίκηση της Μακεδονίας, η διαφύλαξη των συνόρων της και η επιτήρηση των Ελλήνων. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι πολλές πόλεις, πρώτες και καλύτερες η Σπάρτη και η Αθήνα, ανέμεναν την κατάλληλη ευκαιρία για να διεκδικήσουν την ελευθερία τους.

Οι Πέρσες δεν αιφνιδιάστηκαν με την έλευση του Αλεξάνδρου. Ήδη από την εποχή του Φιλίππου αντιμετώπιζαν τους εισβολείς σε περσικό έδαφος. Άλλωστε, η διάβαση στην Ασία ενός τόσο μεγάλου πλήθους ανδρών δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη. Άφησαν ωστόσο τον εχθρό να περάσει τον Ελλήσποντο ανενόχλητος. Στην Περσία η συγκέντρωση ενός μεγάλου στρατού ήταν πάντα πιο χρονοβόρα από ό,τι στον ελληνικό κόσμο. Επιπλέον, η επιλογή της ορθής αμυντικής στρατηγικής αποδεικνυόταν υπόθεση δυσχερής.

Οι στρατηγοί των Περσών που είχαν αναλάβει να αντιμετωπίσουν την κατάσταση ήταν πολλοί. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και συγγενείς του μεγάλου βασιλιά. Το ιππικό που συγκέντρωσαν υπερείχε αριθμητικά από αυτό του Αλεξάνδρου - μολονότι το πεζικό ενδέχεται να ήταν μικρότερο. (Όπως συνήθως, στα αριθμητικά δεδομένα οι πηγές δεν έχουν μεγάλη αξιοπιστία ούτε συνέπεια μεταξύ τους.) Με την πλευρά των Περσών μάχονταν επίσης πολλοί Έλληνες μισθοφόροι, αρκετοί από αυτούς Αθηναίοι. Στο συμβούλιο των Περσών αρχηγών πήρε μέρος και ο Μέμνων ο Ρόδιος.

Ο Μέμνων ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να συμβουλεύσει τους Πέρσες. Κατείχε υψηλό αξίωμα στην αυτοκρατορία και ήταν αφοσιωμένος στον Δαρείο. Επιπλέον, ήταν παντρεμένος με τη Βαρσίνη, κόρη του σατράπη Αρτάβαζου. Γνώριζε καλά τους Μακεδόνες, έχοντας θητεύσει στην αυλή του Φιλίππου. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε τρομοκρατήσει τον μακεδονικό στρατό, που πολεμούσε κάτω από τις διαταγές του στρατηγού Παρμενίωνα. Αντιλαμβανόμενος τη νέα κατάσταση, ήταν της γνώμης να μην αναμετρηθούν οι Πέρσες κατά μέτωπο με τον Αλέξανδρο, αλλά να υποχωρούν, πυρπολώντας τα χωράφια από τα οποία θα μπορούσε να ανεφοδιαστεί ένας τόσο μεγάλος στρατός σε εχθρικό έδαφος. Η γνώμη του απορρίφθηκε, διότι οι στρατηγοί δεν ήταν διατεθειμένοι να καταστρέψουν περσική γη. Θεώρησαν άλλωστε ανάξιο από μέρους τους να αποφύγουν τη μάχη. Παρέταξαν λοιπόν τις δυνάμεις τους στις όχθες του ποταμού Γρανικού. Στην άλλη όχθη βρέθηκε σύντομα ο στρατός του Αλεξάνδρου.

Ο Αλέξανδρος ετοιμάστηκε για μάχη, αναθέτοντας την αριστερή πτέρυγα στον Παρμενίωνα και οδηγώντας ο ίδιος από τα δεξιά τους καλύτερους ιππείς. Αντί να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να διαβεί τον ποταμό, ξεκίνησε απροσδόκητα και παράτολμα την επίθεση, με τους εχθρούς τοποθετημένους σε υψηλότερη και πλεονεκτικότερη θέση. Οι Πέρσες από την πλευρά τους, αντί να εμποδίσουν τη διάβαση του ποταμού με το πεζικό τους, προτίμησαν να αμυνθούν με το ιππικό, που αποδείχθηκε κατώτερο από τις περιστάσεις και κατατροπώθηκε. Στο πεδίο της μάχης έπεσαν και πολλοί Πέρσες στρατηγοί. Ανενόχλητος πλέον, ο Αλέξανδρος στράφηκε με το ιππικό του εναντίον των πεζών Ελλήνων μισθοφόρων, που τον πολέμησαν με γενναιότητα. Σκότωσε τους περισσότερους και, όσους αιχμαλώτισε, τους έστειλε στη Μακεδονία για να εργαστούν ως δούλοι στις σκληρότερες συνθήκες.

Για να τιμήσει τους νεκρούς Μακεδόνες, ο Αλέξανδρος διέταξε να στηθούν χάλκινα αγάλματά τους, φτιαγμένα από τον γλύπτη Λύσιππο, τον μόνο που είχε το δικαίωμα να φιλοτεχνεί τις δικές του προτομές. Τριακόσιες περσικές πανοπλίες ή ασπίδες τις έστειλε στην Αθήνα να αφιερωθούν στη θεά. Τα λάφυρα συνοδεύονταν από επιγραφή: «Ο Αλέξανδρος γιος του Φιλίππου και οι Έλληνες, εκτός από τους Λακεδαιμόνιους, από τους βαρβάρους που κατοικούν στην Ασία [αφιέρωσαν].» Ήθελε με τον τρόπο αυτό να κολακέψει τους Έλληνες, και μάλιστα τους Αθηναίους, δείχνοντας την περιφρόνησή του προς τους Σπαρτιάτες. Αλλά οι Λακεδαιμόνιοι μάλλον εξέλαβαν την αποστροφή ως διάκριση. Μόνοι αυτοί από τους Έλληνες είχαν αρνηθεί να υποταχθούν.

Μετά τη μάχη στον Γρανικό ποταμό ο Αλέξανδρος γνώρισε πολλές ακόμη επιτυχίες. Οι Σάρδεις, η παλαιά πρωτεύουσα της Λυδίας, παραδόθηκε. Παρομοίως αρκετές ελληνικές πόλεις τον υποδέχθηκαν ως απελευθερωτή. Μπορεί να μην απαλλάσσονταν από τους φόρους, αλλά αποκαθιστούσαν τα δημοκρατικά τους πολιτεύματα - όποιο νόημα και αν είχε η πολιτειακή αυτή μεταβολή με την κηδεμονία ενός πανίσχυρου στρατού. Η Μίλητος, πάντως, στην οποία συγκεντρώθηκαν περσικές δυνάμεις, αντιστάθηκε και υποχρέωσε τον Αλέξανδρο να την κατακτήσει με κόπο και βία. Ο Αλέξανδρος κατέκτησε επίσης την Αλικαρνασσό, με δύσκολη και αιματηρή πολιορκία, και άλλες πόλεις, κατασκευάζοντας πολιορκητικές μηχανές. Θεωρώντας ότι τα πάντα πλέον θα κρίνονταν στην ξηρά, διέλυσε το ναυτικό του, το οποίο μετά βίας άλλωστε μπορούσε να συντηρήσει. Αναζήτησε ωστόσο ενισχύσεις ανδρών από τη Μακεδονία, την Πελοπόννησο και από όπου αλλού ήταν εφικτό.

Πίσω από τις πόλεις που αντιστέκονταν στον Αλέξανδρο βρισκόταν συχνά ο Μέμνων, τον οποίο ο Δαρείος Γ' είχε πλέον διορίσει γενικό στρατηγό του πολέμου. Ο Μέμνων ακολουθούσε πάντα την ίδια στρατηγική. Σημασία για αυτόν δεν είχε πόσες πόλεις μπορούσε να κατακτήσει ο Αλέξανδρος, αλλά με ποιες θυσίες γινόταν η προέλασή του. Περνώντας στην αντεπίθεση, ανακατέλαβε για λογαριασμό της Περσίας τη Χίο και τη Λέσβο. Ύστερα άρχισε να δέχεται πρέσβεις από τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων. Οι προϋποθέσεις ήταν πλέον κατάλληλες για την εφαρμογή μιας τακτικής δοκιμασμένης στο παρελθόν. Με άφθονα χρήματα στη διάθεσή του, ο Μέμνων ετοιμαζόταν να μεταφέρει τον πόλεμο στην Ελλάδα, ξεσηκώνοντας όσους μπορούσε. Αρρώστησε όμως και πέθανε. Η ευθύνη του πολέμου πέρασε έτσι και πάλι στους Πέρσες στρατηγούς, που αποφάσισαν να αναμετρηθούν με τους εισβολείς σε ανοιχτή μάχη. Οι καθυστερήσεις του Αλεξάνδρου τούς έδιναν την εντύπωση ότι απέφευγε τη σύγκρουση με τις κύριες δυνάμεις τους. Είχαν άλλωστε συγκεντρώσει έναν πραγματικά πολύ μεγάλο και ισχυρό στρατό. Οι πηγές κάνουν λόγο ακόμη και για 600.000 άνδρες, μια υπόθεση που ξεπερνά κάθε φαντασία. (Το πιθανότερο είναι ότι ακόμη και ο Αλέξανδρος δεν έμαθε ποτέ την πραγματική αριθμητική δύναμη των αντιπάλων του.)

Όταν πέθανε ο Μέμνων, η γυναίκα του Βαρσίνη έπεσε στα χέρια των Μακεδόνων. Από τις αιχμάλωτες ο Αλέξανδρος επέλεξε αυτή ως ερωμένη, για την καταγωγή της, την ελληνική της μόρφωση και την ομορφιά της. Με την πρώην σύζυγο του μεγάλου του αντιπάλου απέκτησε έτσι έναν γιο, τον μοναδικό που πρόλαβε να γνωρίσει στη διάρκεια της ζωής του.

Το 333 ο Δαρείος επέλεξε να κινηθεί αυτοπροσώπως εναντίον των εχθρών του. Επειγόμενος να δώσει τέλος στην εισβολή, εγκατέλειψε το ανοιχτό πεδίο, όπου θα μπορούσε να αναπτύξει τις πολυπληθείς του δυνάμεις, και αναζήτησε τον Αλέξανδρο στα σχετικώς στενά περάσματα της Ισσού. Όταν ήρθε η ώρα, έλαβε θέση με το άρμα του στο κέντρο, όπως προβλεπόταν για τους Πέρσες βασιλείς. Τα περσικά βέλη που εκτοξεύτηκαν ήταν τόσο πυκνά ώστε συμπλέκονταν μεταξύ τους, ενώ από τους αλαλαγμούς των στρατιωτών αντιλάλησαν τα βουνά. Η σύγκρουση ήταν σφοδρότατη και στην αρχή αμφίρροπη. Ο Αλέξανδρος ωστόσο, που όρμησε, όπως συνήθιζε, αιφνιδιαστικά από τα δεξιά, έβαλε στόχο τον ίδιο τον μεγάλο βασιλιά. Μολονότι οι Έλληνες μισθοφόροι που μάχονταν από την πλευρά των Περσών σημείωναν επιτυχίες, ο Δαρείος, μπροστά στην ορμή του μακεδονικού ιππικού, πανικοβλήθηκε και υποχώρησε. Εγκατέλειψε το άρμα του, πέταξε τα βασιλικά όπλα και τον μανδύα και έσπευσε να σωθεί έφιππος. Η αναχώρησή του προκάλεσε σύγχυση στο περσικό στράτευμα και η άτακτη υποχώρηση κατέληξε σε σφαγή. Άφθονο περσικό χρυσάφι και ασήμι πέρασαν στα χέρια των νικητών, ενώ η μητέρα του Δαρείου, η πανέμορφη αδελφή και σύζυγός του, οι θυγατέρες του καθώς και γυναίκες των στρατηγών του, που συνόδευαν, σύμφωνα με το έθιμο, τον στρατό, ατιμάστηκαν. Όταν ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε τη σύλληψη της οικογένειας του Δαρείου, φέρθηκε στις γυναίκες με μεγαλοψυχία και τους απέδωσε όσες βασιλικές τιμές επέτρεπαν οι περιστάσεις της αιχμαλωσίας - μολονότι τελικώς η σύζυγος του Δαρείου πέθανε εγκυμονούσα.

Έχοντας επιτύχει συντριπτική νίκη στην Ισσό, ο Αλέξανδρος απέρριψε τις συμβιβαστικές προτάσεις του Δαρείου, που του παραχωρούσε μεγάλο μέρος του βασιλείου του, και οδήγησε τον στρατό του προς την Αίγυπτο, μέσα από τη Συρία και την Παλαιστίνη. Στο πέρασμά του έβρισκε τις πύλες των περισσότερων πόλεων ανοιχτές και τους κατοίκους έτοιμους να παραδοθούν. Η κύρια αντίσταση προήλθε από την ισχυρή Τύρο, που αποφάσισε να παραμείνει πιστή στον Δαρείο. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν την ελπίδα ότι θα τους προστάτευαν τα ισχυρά της τείχη και, επιπλέον, ότι θα έδιναν τον απαιτούμενο χρόνο στον Δαρείο να συγκεντρώσει πάλι έναν νέο και ισχυρό στρατό. Η πολιορκία της Τύρου κράτησε σχεδόν επτά μήνες, κατά τους οποίους κάθε πλευρά επέδειξε όχι μόνο τον ζήλο της αλλά και την επινοητικότητά της.

Για να αντιμετωπίσει μια πόλη κτισμένη πάνω σε νησί, με ισχυρή οχύρωση και ναυτικό, ο Αλέξανδρος διέταξε την κατασκευή μεγάλου προχώματος, ώστε να επιτεθεί από τη θάλασσα. Χρησιμοποίησε πολιορκητικούς πύργους, οξυβελείς και πετροβόλα όπλα που εκτόξευαν πελώριους λίθους και καταπονούσαν τα τείχη. Οι Τύριοι, από την πλευρά τους, αξιοποίησαν καταπέλτες, πυρφόρους και τεχνάσματα κάθε λογής. Έριχναν στους πολιορκητές πυρακτωμένη άμμο που εισχωρούσε στην πανοπλία τους και τους επιτίθονταν με γάντζους και σιδερένιες αρπάγες. Όταν πλέον τα τείχη της Τύρου είχαν μισογκρεμιστεί, ο ίδιος ο Αλέξανδρος τέθηκε επικεφαλής στρατιωτών που πέρασαν μέσα στην πόλη με ξύλινη γέφυρα και την κατέλαβαν. Κατά την πολιορκία είχαν σκοτωθεί περίπου 8.000 Τύριοι και 400 Μακεδόνες. Τα αντίποινα για τις απώλειες και την καθυστέρηση ήταν αμείλικτα. Όσοι μαχητές παρέμειναν ζωντανοί θανατώθηκαν. Περισσότεροι από 2.000 νέοι κρεμάστηκαν κατά μήκος της ακτής, και οι χιλιάδες άμαχοι εξανδραποδίστηκαν. Η έρημη πλέον πόλη παραδόθηκε σε νέους κατοίκους. Στη συνέχεια πολιορκήθηκε και κατακτήθηκε η Γάζα μέσα σε δύο μήνες. Οι μαχητές σκοτώθηκαν όλοι, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά, όπως και στην Τύρο, υποδουλώθηκαν. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός για την Αίγυπτο.

Οδεύοντας από την Τύρο προς τη Γάζα, ο Αλέξανδρος διέσχισε με τον στρατό του την Παλαιστίνη, αλλά δεν μπήκε στον κόπο να επισκεφθεί την Ιερουσαλήμ. Κανένας Έλληνας ιστορικός άλλωστε δεν σχολίασε την κατάκτηση του μικρού ιουδαϊκού λαού. Οι Ιουδαίοι είχαν καλές σχέσεις με τους Πέρσες από την εποχή του Κύρου και του Δαρείου Α', αλλά δεν ήταν σε θέση να αντισταθούν στον Αλέξανδρο. Ήλπιζαν, προφανώς, ότι ο νέος κατακτητής θα ανεχόταν, όπως οι Πέρσες, τις θρησκευτικές τους ιδιαιτερότητες και ότι θα τους επέτρεπε να συνεχίσουν να ζουν σύμφωνα με τους νόμους τους. Τους έκανε ωστόσο τρομερή αίσθηση η ορμή του βασιλιά και η ταχύτητα με την οποία κατακτούσε την Περσική Αυτοκρατορία. Οι εντυπώσεις τους αποτυπώθηκαν χρόνια αργότερα στην λεγόμενη προφητεία του Δανιήλ. Ο συγγραφέας της φαντάστηκε τον Αλέξανδρο ως τράγο με ένα εντυπωσιακό κέρατο ανάμεσα στα μάτια, ο οποίος ερχόταν από τη Δύση και έτρεχε πάνω στη γη, χωρίς να αγγίζει το έδαφος. Τον Δαρείο τον φαντάστηκε ως κριάρι με δύο κέρατα. Εξαγριωμένος ο τράγος έτρεξε με όλη του την ορμή εναντίον του κριαριού και του συνέτριψε τα κέρατα. Το κριάρι δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί, και έτσι ο τράγος το έριξε στη γη και το καταπάτησε.

Πράγματι, η κυριαρχία του Αλεξάνδρου στην Ανατολή δεν έδειχνε να αλλάζει πολλά στις συνήθειες των Ιουδαίων, ούτε και των άλλων κατακτημένων λαών. Κανένας ωστόσο δεν μπορούσε εκείνη τη στιγμή να προβλέψει τις συνέπειες που θα είχε για τους Ιουδαίους η μετάβαση από την περσική οικουμένη, που μιλούσε αραμαϊκά, στη νέα οικουμένη, που επρόκειτο να μιλήσει ελληνικά.

Ο Πέρσης σατράπης παρέδωσε το 331 την Αίγυπτο χωρίς μάχη. Δεν διέθετε ικανό στρατό για να αμυνθεί και δεν μπορούσε να βασιστεί στη συνδρομή των Αιγυπτίων. Οι Αιγύπτιοι δεν είχαν αποδεχθεί ποτέ την περσική κυριαρχία και μέμφονταν τους Πέρσες για ασέβεια προς τα ιερά τους. Στις συχνές τους εξεγέρσεις είχαν ανακτήσει πολλές φορές την ανεξαρτησία τους. Η έλευση των νέων κατακτητών ενδέχεται να τους δημιούργησε προσδοκίες για καλύτερη μεταχείριση.

Για να εδραιώσει την κυριαρχία του στη γη του Νείλου, ο Αλέξανδρος επέδειξε σεβασμό προς τον Άπη, την Ίσιδα και τις άλλες αιγυπτιακές θεότητες. Φρόντισε επίσης να διαμοιραστεί η εξουσία σε πολλούς άνδρες, ώστε να μη βρίσκεται συγκεντρωμένη στα χέρια ενός στρατηγού. Σημαντικότερη αποδείχθηκε ωστόσο μια άλλη πρωτοβουλία του: Έβαλε τα θεμέλια μιας νέας παραθαλάσσιας πόλης, που θα ονομαζόταν Αλεξάνδρεια - και έμελλε να καταστεί η επιφανέστερη από όλες τις Αλεξάνδρειες που επρόκειτο να ιδρύσει. Ο σχεδιασμός της πόλης ανατέθηκε στον διαπρεπή αρχιτέκτονα Δεινοκράτη τον Ρόδιο. (Η πόλη αυτή προοριζόταν να πάρει τη θέση της Μέμφιδας, της παλαιάς πρωτεύουσας.)

Πριν αναχωρήσει από την Αίγυπτο, ο Αλέξανδρος επισκέφθηκε το μαντείο του Άμμωνα στη λιβυκή έρημο, σε ένα προσκύνημα που είχε συμβολικό αλλά και προσωπικό χαρακτήρα. Μετά τις μεγάλες του επιτυχίες, που άλλαζαν ήδη την όψη του κόσμου, είχε ανάγκη από θεϊκή επίνευση. Για τις συζητήσεις του με τους ιερείς του μαντείου γράφτηκαν πολλά. Το πιθανότερο είναι πάντως ότι άκουσε αυτά που λαχταρούσε. Έχοντας λάβει ενισχύσεις από τον Αντίπατρο και αφού δέχτηκε αντιπροσωπείες από τις ελληνικές πόλεις, επέστρεψε στη Συρία. Την ίδια πάντα χρονιά, το 331, διέσχισε με τον στρατό του τον Ευφράτη και πορεύτηκε για να συναντήσει τον Δαρείο.

Ο Δαρείος γνώριζε πλέον ότι το μέλλον ολόκληρης της Ασίας θα κρινόταν ουσιαστικώς από μια τελική αναμέτρηση. Στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει από τη μάχη στην Ισσό κατάφερε να συγκεντρώσει ακόμη μεγαλύτερο στρατό, αξιοποιώντας κυρίως τις ανατολικές επαρχίες του βασιλείου του. Ο αριθμός των ανδρών του δεν ήταν δυνατόν να υπολογιστεί ούτε από τους επιτελείς του. Οι ιστορικοί κατέφυγαν έτσι σε υποθέσεις που δεν έχουν καμία σχεδόν αξία. Αποδίδουν ωστόσο με ακρίβεια την αίσθηση που προκάλεσε η γενική αυτή κινητοποίηση. Αυτοί που αντίκρισαν τον περσικό στρατό έκαναν λόγο για 1.000.000 ή και περισσότερους άνδρες. Επιπλέον, για λίγους πολεμικούς ελέφαντες και αρκετά δρεπανηφόρα άρματα. Ο μεγάλος αυτός στρατός δεν είχε πάντως ιδιαίτερη συνοχή. Ήταν οργανωμένος, όπως πάντα, σε σατραπείες και μιλούσε πολλές διαφορετικές γλώσσες, που έκαναν την επικοινωνία δυσχερή. Αυτή τη φορά ο Δαρείος είχε επιλέξει ένα ανοιχτό πεδίο κοντά στα Γαυγάμηλα, πλάι σε έναν παραπόταμο του Τίγρη, όπου ο στρατός του μπορούσε να αναπτυχθεί και να κινηθεί με σχετική άνεση. Ο ίδιος έλαβε τη γνωστή του θέση στο κέντρο, περιστοιχισμένος όχι μόνο από τους επίλεκτους άνδρες του και την προσωπική του φρουρά, αλλά και από τους Έλληνες μισθοφόρους, τους πιο αξιόμαχους πολεμιστές που διέθετε.

Ο Αλέξανδρος απέρριψε τις τελευταίες δελεαστικές προτάσεις για συμφιλίωση. Αρνήθηκε να απελευθερώσει τη βασιλική οικογένεια έναντι πλούσιων λύτρων και προετοίμασε τον στρατό του για μάχη, ακολουθώντας την καθιερωμένη του τακτική. Ανέθεσε τη διοίκηση της αριστερής παράταξης στον Παρμενίωνα, ενώ ο ίδιος τοποθετήθηκε με το ιππικό στη δεξιά πλευρά. Επέλεξε ωστόσο να εισαγάγει πολλές καινοτομίες, αναγκαίες για την αντιμετώπιση ενός τόσο πολυάριθμου στρατού. Διέθετε μόλις 40.000 πεζούς και 7.000 ιππείς.

Στη μάχη που ακολούθησε οι Πέρσες υπερείχαν με το μεγάλο τους πλήθος. Ο Αλέξανδρος ωστόσο, με τους καλύτερους ιππείς του, έβαλε πάλι στόχο τον Δαρείο, επιτυγχάνοντας και αυτή τη φορά να τον τρέψει σε φυγή. Η αναχώρηση του βασιλιά δημιούργησε σύγχυση και πανικό, αλλά η πτέρυγα του Παρμενίωνα δοκιμαζόταν ακόμη σκληρά. Στις ιππομαχίες που ακολούθησαν σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν αρκετοί επίλεκτοι Μακεδόνες, αλλά τελικά οι άνδρες του Αλεξάνδρου υπερίσχυσαν. Όπως συνέβαινε σε τέτοιες περιπτώσεις, οι νικητές επιδόθηκαν στην εξόντωση των ηττημένων.

Η είδηση της συντριπτικής νίκης του Αλεξάνδρου έγινε δεκτή στην Ελλάδα με ανάμεικτα συναισθήματα. Πολλοί ήταν εκείνοι που θεώρησαν ότι τους δινόταν μια καλή ευκαιρία να απαλλαγούν από την κυριαρχία των Μακεδόνων. Καθώς έβλεπαν τον Αντίπατρο απασχολημένο με εξέγερση στη Θράκη και τον Αλέξανδρο υποχρεωμένο να καταδιώξει τον Δαρείο στο βάθος της Ασίας, οι Σπαρτιάτες ξεσήκωσαν τους Πελοποννήσιους και μερικούς άλλους Έλληνες. Με γενικό αρχηγό τον βασιλιά τους Άγη Γ' (338-331) και κινητοποιώντας όλες τις δυνάμεις τους (πανδημεί), πορεύτηκαν εναντίον των Μακεδόνων. Οι Αθηναίοι, μολονότι πρόθυμοι να συνεργαστούν, κρατήθηκαν τελικώς απέξω. Ακόμη και ο Δημοσθένης τούς συμβούλεψε να μην πάρουν μέρος στον νέο πόλεμο εναντίον του Αλεξάνδρου. Ο Αντίπατρος έσπευσε στην Πελοπόννησο με υπέρτερες δυνάμεις και κατάφερε, ύστερα από μακρύ αγώνα, να κυριαρχήσει και να σκοτώσει τον Άγη. Οι Σπαρτιάτες επέστρεψαν στην πόλη τους αποδεκατισμένοι και αναγκασμένοι να ζητήσουν διαπραγματεύσεις με ταπεινωτικούς όρους.

Ενώ ο Δαρείος έτρεχε για τη ζωή του, ο Αλέξανδρος εισερχόταν στη Βαβυλώνα, που του παραδόθηκε με όλα της τα πλούτη. Πρώτη του ενέργεια ήταν να ανοικοδομήσει τα ιερά που, καθώς λεγόταν, είχε γκρεμίσει ο Ξέρξης. Ιδιαιτέρως τίμησε τον μεγάλο θεό Μαρδούκ. Σύντομα εισήλθε και στα Σούσα. Εκεί δεν παρέλαβε μόνο τους θησαυρούς του βασιλιά αλλά και πολλά από τα λάφυρα που είχε φέρει μαζί του από την Ελλάδα ο Ξέρξης. Σύμφωνα με μια παράδοση, τις χάλκινες προτομές των τυραννοκτόνων, του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, τις επέστρεψε στους Αθηναίους, που τις τοποθέτησαν στον Κεραμεικό. Από τα χρήματα του περσικού θησαυροφυλακίου ένα μέρος το έστειλε στον Αντίπατρο, για να αντιμετωπίσει την εξέγερση της Σπάρτης, χωρίς να γνωρίζει την καταστολή της. Δίνοντας μια ακόμη μάχη με ισχυρές περσικές δυνάμεις, έφτασε στους Πασαργάδες, όπου εξασφάλισε και άλλο μεγάλο θησαυρό, και στην Περσέπολη, στην οποία ο Δαρείος Γ' είχε ήδη κτίσει το παλάτι του, πλάι σε αυτά του Δαρείου Α' και του Ξέρξη. Ο τάφος του παρέμενε ακόμη ημιτελής.

Ο Αλέξανδρος παρέδωσε τη μεγάλη περσική πρωτεύουσα με τον αμύθητο πλούτο στους στρατιώτες του να τη λεηλατήσουν. Ο ίδιος πυρπόλησε τα ανάκτορα, που καταστράφηκαν ολοσχερώς. (Η Περσέπολη δεν ξανακτίστηκε ποτέ, αναμένοντας την αρχαιολογική σκαπάνη να επιβεβαιώσει τον πλήρη αφανισμό της.) Απέμενε να καταληφθεί η τελευταία πρωτεύουσα του περσικού βασιλείου, τα Εκβάτανα, στα οποία είχε καταφύγει ο Δαρείος, οργανώνοντας την αντίστασή του. Ο Δαρείος ωστόσο δεν πρόλαβε να αντιμετωπίσει ξανά τον Αλέξανδρο. Δολοφονήθηκε το 330 από έναν σατράπη, ο οποίος σφετερίστηκε για λογαριασμό του όση εξουσία είχε απομείνει.

Όμορφος και φιλοκίνδυνος

Ο Αλέξανδρος φόρεσε το περσικό διάδημα. Εκτός από κατακτητής του βασιλείου, εμφανιζόταν πλέον ως νόμιμος διάδοχος του θρόνου. Είχε ήδη αποτίσει φόρο τιμής στον τάφο του ιδρυτή της δυναστείας, του Κύρου, και έσπευσε να αποδώσει τιμητική ταφή στον Δαρείο, τιμωρώντας ταυτοχρόνως τον δολοφόνο του με σκληρό τρόπο. Περιστοιχιζόταν άλλωστε από συγγενείς του τελευταίου Πέρση βασιλιά και πολλούς ανώτατους αξιωματούχους του, στους οποίους περιλαμβανόταν ο σατράπης Αρτάβαζος. Αναγκαία έκρινε επίσης τη στρατολόγηση ανδρών από τα κατακτημένα έθνη. Για πρώτη φορά, αντί να τιμωρήσει παραδειγματικά τους ηττημένους Έλληνες μισθοφόρους, τους κατέταξε στον στρατό του. Ήταν καιρός άλλωστε να αποστρατεύσει τα συμμαχικά στρατεύματα. Κράτησε έτσι κοντά του μόνο τους Μακεδόνες - μολονότι αρκετοί από αυτούς έδειχναν όλο και πιο απρόθυμοι να συνεχίσουν την εκστρατεία.

Ο Αλέξανδρος προχώρησε περισσότερο. Ως κληρονόμος των Αχαιμενιδών, άρχισε να απομακρύνεται από τα ήθη των Μακεδόνων, υιοθετώντας βασικά χαρακτηριστικά της περσικής τελετουργίας. Μάλιστα, η απαίτησή του να τον προσκυνούν τον αποξένωσε από πολλούς φίλους και εταίρους. Οι συζητήσεις για συνωμοσίες και συνωμότες, που δεν είχαν άλλωστε εκλείψει ποτέ, αναζωπυρώθηκαν.

Ο Αλέξανδρος αντέδρασε άμεσα. Έδωσε εντολή να δολοφονηθεί ο γηραιός στρατηγός Παρμενίων και να εκτελεστεί με συνοπτικές διαδικασίες ο γιος του Φιλώτας, που είχε διακριθεί σε όλες τις μεγάλες μάχες. Με παρόμοιο τρόπο εξόντωσε και άλλους επιφανείς Μακεδόνες. Το πιο ακραίο ήταν ότι σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον Κλείτο, έναν από τους προσωπικούς του φίλους, που του είχε σώσει τη ζωή στον Γρανικό. Λίγο αργότερα άφησε να λιθοβοληθούν πολλά τέκνα επιφανών Μακεδόνων, που αποκαλούνταν βασιλικοὶ παῖδες και του πρόσφεραν προσωπικές υπηρεσίες. Είχαν κατηγορηθεί για συνωμοσία, την οποία ομολόγησαν ύστερα από σκληρά βασανιστήρια. Αμέσως μετά θανάτωσε τον ιστορικό Καλλισθένη ως εμπνευστή της συνωμοσίας, αλλά και επειδή χλεύαζε την απαίτησή του να τον προσκυνούν.

Η εκστρατεία συνεχιζόταν χωρίς οι στόχοι της να είναι πλέον σαφείς στους πολεμιστές. Μετά την οριστική ήττα των περσικών στρατευμάτων, ο πόλεμος πήρε μάλιστα άλλη τροπή. Αντί για μεγάλες και καθοριστικές μάχες, οι άνδρες του Αλεξάνδρου άρχισαν να αντιμετωπίζουν την αντίσταση μαχητικών λαών, πολλοί από τους οποίους είχαν παραμείνει έως τότε ανεξάρτητοι. Οι νέες συγκρούσεις γίνονταν συχνά σε περιοχές δύσβατες, ορεινές και χιονισμένες. Ο Αλέξανδρος, αναπροσαρμόζοντας ταχύτατα την τακτική του, διασπούσε τον στρατό του σε μικρότερα τμήματα, αναθέτοντας στους στρατηγούς του ειδικές αποστολές. Στις κρίσιμες αναμετρήσεις ήταν ωστόσο πάντα παρών, κάποτε στην πρώτη γραμμή, μαχόμενος ακόμη και πεζός ή σκαρφαλώνοντας τα τείχη στις πολιορκίες. Σε αρκετές περιπτώσεις τραυματίστηκε και κινδύνεψε.

Η νικηφόρος πορεία του Αλεξάνδρου απαιτούσε διαρκώς μεγαλύτερες θυσίες και κατέληγε σε αβέβαια αποτελέσματα. Οι νικημένοι συχνά ανασυντάσσονταν και οι σύμμαχοι συχνά αποσκιρτούσαν. Στα πεδία των μαχών οι νεκροί αντίπαλοι πολλαπλασιάζονταν, περιλαμβάνοντας ορισμένες φορές γυναίκες που αγωνίζονταν για τις εστίες τους με αυτοθυσία. Μετά από μια δύσκολη πολιορκία και νίκη στη Βακτριανή, ο Αλέξανδρος επέλεξε από τις αιχμάλωτες ως σύζυγο τη Ρωξάνη, θυγατέρα ενός τοπικού αρχηγού, που ξεχώριζε για την ομορφιά της. Η επιλογή αυτή του επέτρεψε να συμφιλιωθεί με τον πατέρα της και να εξασφαλίσει την υποταγή του. Με τη Ρωξάνη έμελλε να αποκτήσει έναν ακόμη γιο, τον οποίο ωστόσο δεν πρόλαβε να γνωρίσει.

Το 326 ο Αλέξανδρος έφτασε στον Ινδό ποταμό και αναμετρήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον βασιλιά Πώρο, που διέθετε 50.000 πεζούς, 3.000 ιππείς, πάνω από 1.000 άρματα και 130 ελέφαντες. Επιπλέον, είχε να αντιμετωπίσει και άλλο βασιλιά με πολυπληθή στρατό, ο οποίος συνέπραττε με τον Πώρο. Ύστερα από μία ακόμη νίκη, άφησε στο πεδίο της μάχης περισσότερους από 12.000 νεκρούς Ινδούς και περίπου 1.000 Μακεδόνες. Επίσης, αιχμαλώτισε περισσότερους από 9.000 άνδρες. Ωστόσο, αναγνωρίζοντας την ανδρεία του Πώρου, του απέδωσε το βασίλειό του, καθιστώντας τον σύμμαχο και υποτελή.

Οι μάχες με τους τοπικούς πληθυσμούς συνεχίζονταν χωρίς ανάπαυλα. Υπήρχαν περιπτώσεις που ο στρατός του Αλεξάνδρου σκότωνε ή εξανδραπόδιζε, καθώς λεγόταν, πολλές δεκάδες χιλιάδες άνδρες. Οι μαζικές σφαγές και η λεηλασία μεγάλων εκτάσεων ήταν διαρκείς. Μολονότι οι αριθμοί αυτοί παραδίδονται συχνά από αυτόπτες μάρτυρες, όπως ο Αριστόβουλος και ο Πτολεμαίος, υπερβαίνουν κάθε φαντασία. Υποδεικνύουν ωστόσο την κλίμακα των επιχειρήσεων. Βαριές απώλειες είχε άλλωστε και ο στρατός του Αλεξάνδρου, όχι μόνο από τις συγκρούσεις με λαούς πολεμικούς που αντιστέκονταν σθεναρά και έκαναν αιφνιδιαστικές επιθέσεις, αλλά και από τα καιρικά φαινόμενα.

Μετά από οκτώ χρόνια αδιάκοπων μαχών σε μια πορεία που δεν έδειχνε να τελειώνει, οι άνδρες του Αλεξάνδρου αποφάσισαν ότι δεν ήταν πλέον διατεθειμένοι να τον ακολουθήσουν. Ο Αλέξανδρος επέμεινε. Ήθελε να φτάσει στον Γάγγη, θεωρώντας ότι η ανατολική θάλασσα δεν θα ήταν μακριά. (Προφανώς αγνοούσε την ύπαρξη της Κίνας.) Κατακτώντας ολόκληρη την Ινδία, πίστευε ότι η κυριαρχία του σε ολόκληρο τον κόσμο βρισκόταν πλέον κοντά. Ο έλεγχος της Λιβύης (δηλαδή της Αφρικής) του φαινόταν σχετικά εύκολος, και θα απέμενε μόνο μια επιχείρηση στον Εύξεινο Πόντο. (Για τη δυτική Ευρώπη δεν φαίνεται να έδειχνε ενδιαφέρον και μάλλον αγνοούσε την ύπαρξη των Ρωμαίων.) Ισχυρίστηκε έτσι ότι τα όρια της εξουσίας του θα ταυτίζονταν με τα όρια που οι θεοί είχαν δώσει στη γη. (Στα λόγια που του αποδίδονται, οι αναγνώστες του Ηροδότου δεν θα είχαν δυσκολία να αναγνωρίσουν τους πανομοιότυπους ισχυρισμούς του Ξέρξη όταν ξεκινούσε να καταλάβει την Ελλάδα.) Πίστευε επιπλέον ότι άξιζε τον κόπο να πεθάνει κανείς αφήνοντας πίσω του αθάνατη δόξα.

Αλλά οι άνδρες του αγνόησαν όλες τις προτροπές και επέμεναν να τερματιστεί η εκστρατεία. Αναλογίζονταν πόσοι ξεκίνησαν και πόσοι είχαν απομείνει. Πολλοί είχαν σκοτωθεί στις μάχες και περισσότεροι είχαν πεθάνει από αρρώστιες. Αλλά και από αυτούς που διασκορπίζονταν σε διάφορα μέρη ως απόστρατοι δεν παρέμεναν όλοι στην Ασία με τη θέλησή τους. Από τη μεγάλη στρατιά είχαν διασωθεί λίγοι, αδύναμοι στο σώμα και με πεσμένο ηθικό. Διατηρούσαν τον πόθο να ξαναδούν τους γονείς τους, εάν ζούσαν ακόμη, τις γυναίκες, τα παιδιά και τη γη τους. Οργισμένος και απογοητευμένος, ο Αλέξανδρος υποχρεώθηκε να συγκατατεθεί, προκαλώντας ένα παραλήρημα χαράς στους στρατιώτες. Παρόμοια χαρά έδειξαν ασφαλώς και οι Ινδοί. Παρακολουθώντας τη στρατιά που αποχωρούσε διαπλέοντας τον Ινδό ποταμό, θεώρησαν ότι η ώρα ήταν κατάλληλη για τραγούδια.

Η επιστροφή δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι ενισχύσεις που κατέφθασαν από την Ελλάδα ήταν ασφαλώς πολύτιμες για τις νέες κατακτήσεις και τους νέους πολύνεκρους αγώνες που σχεδίαζε ο Αλέξανδρος. Αλλά η πορεία μέσα από την έρημο της Γαδρωσίας αποδείχθηκε καταστροφική. Οι ταλαιπωρίες από τον καύσωνα, τη λειψυδρία και τις πλημμύρες ήταν μεγαλύτερες από όσες είχε αντιμετωπίσει η στρατιά διασχίζοντας ολόκληρη την Ασία. Όσα από τα άλογα και τα υποζύγια δεν πέθαιναν από τις κακουχίες γίνονταν τροφή των ανδρών. Οι άρρωστοι και οι καταπονημένοι εγκαταλείπονταν στη μοίρα τους, ενώ μεγάλο πλήθος των αιχμάλωτων γυναικών και παιδιών πνίγηκαν από την υπερχείλιση ενός χειμάρρου. Από τους 60.000 άνδρες με τους οποίους ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την πορεία της επιστροφής διασώθηκαν μόλις 15.000. Ο αριθμός των νεκρών αμάχων παρέμεινε άγνωστος.

Φτάνοντας στα Σούσα, ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε τη Στάτειρα, τη μεγαλύτερη θυγατέρα του Δαρείου, και την Παρύσατη, θυγατέρα του Αρταξέρξη Γ', ενώ αρκετοί από τους επιφανείς φίλους του παντρεύτηκαν ευγενείς Περσίδες. Στο μεταξύ πολλές χιλιάδες Μακεδόνες είχαν τεκνοποιήσει με αιχμάλωτες. Το σοβαρότερο εγχείρημα πάντως ήταν η αξιοποίηση Περσών για τις ανάγκες του στρατού. Επιλέχθηκαν 30.000 εύρωστοι νέοι από τις οικογένειες των κατακτημένων και ασκούνταν επίμονα στην τέχνη του πολέμου, σύμφωνα με τα μακεδονικά ήθη. Την ίδια στιγμή, οι Μακεδόνες πολεμιστές αποστρατεύονταν μαζικά, ενώ πολλοί από όσους απέμεναν αποξενώνονταν από τον βασιλιά τους. Για να διατηρήσει την τάξη, ο Αλέξανδρος χρειάστηκε να εκκαθαρίσει ορισμένους από τους άνδρες του που διαμαρτύρονταν εντόνως. Αποκατάσταση χρειαζόταν και η διοίκηση της αυτοκρατορίας, εφόσον αρκετοί από τους νεοδιορισμένους σατράπες, Έλληνες και Πέρσες, θεωρήθηκαν ακατάλληλοι - ορισμένοι εκτελέστηκαν.

Όταν το 324 πέθανε στα Εκβάτανα ο επιστήθιος φίλος του Ηφαιστίων, ο Αλέξανδρος βυθίστηκε σε βαρύ πένθος που θύμιζε στην υπερβολή του την αντίδραση του Αχιλλέα μετά τον θάνατο του Πατρόκλου. Συνέχισε ωστόσο εντατικές προετοιμασίες για την κατάκτηση της Αραβίας. Μερικούς μήνες αργότερα, το 323, αρρώστησε και πέθανε, σε ηλικία 32 ετών. Είχε βασιλέψει 12 χρόνια και 8 μήνες. Πριν ξεψυχήσει, οι Μακεδόνες που είχαν παραμείνει κοντά του τον αποχαιρέτησαν σιωπηλοί. Όπως σημειώνει ο Αρριανός, ξεχώριζε για την ομορφιά του, την εργατικότητά του, την ευφυΐα του, την αγάπη του για τις τιμές, την περιφρόνηση των κινδύνων και την ευσέβειά του. Τετρακόσια χρόνια αργότερα οι Μακεδόνες έπαιρναν ακόμη χρησμούς προς τιμήν του. Σύμφωνα με γενική εκτίμηση, ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ο επιφανέστερος στρατηγός της αρχαιότητας.

Για να διοικήσει τη μεγάλη αυτοκρατορία που κατακτούσε, ο Αλέξανδρος διατήρησε όλες σχεδόν τις μεθόδους των Περσών προκατόχων του. Αναγνώρισε τον πολυεθνικό της χαρακτήρα και διόρισε σατράπες, όχι μόνο δικούς του ανθρώπους αλλά και ανώτατους αξιωματούχους του Δαρείου. Οι φόροι που επέβαλε στους κατακτημένους δεν ήταν συνήθως μεγαλύτεροι από αυτούς στους οποίους ήταν συνηθισμένοι - με μόνη βεβαίως διαφορά τον βαρύ φόρο αίματος που ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν. Στον θρησκευτικό τομέα υπήρξε ανεκτικός όσο και οι Πέρσες, δείχνοντας μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, μεγαλύτερο σεβασμό από αυτούς στους τοπικούς θεούς. Σε ένα μόνο ζήτημα διαφοροποιήθηκε ριζικά. Ίδρυσε νέες πόλεις, δίνοντας σε πολλές το όνομά του - ο Πλούταρχος κάνει λόγο για περισσότερες από εβδομήντα. Είχε την εύλογη προσδοκία ότι μέσα από αυτές θα μπορούσε να διοικήσει καλύτερα και αποτελεσματικότερα.

Οι νέες πόλεις κατοικούνταν από τοπικούς πληθυσμούς, συγκεντρωμένους από τις γύρω περιοχές, αλλά παραδίδονταν από την αρχή σε αξιωματούχους του Αλεξάνδρου και είχαν, ως πυρήνα, απόστρατους άνδρες του. Στη μορφή και τις συνήθειες θύμιζαν πολύ τις ελληνικές, ενώ οι διοικητές τους μιλούσαν ελληνικά. Πρωταρχικός στόχος ήταν να συγκεντρώνονται σε αυτές στρατεύματα ικανά για την αντιμετώπιση εξεγέρσεων. Επιπλέον, μεταφύτευαν σε ένα τελείως ξένο περιβάλλον τον πολιτισμό των Ελλήνων, με θέατρα, γυμνάσια, στοές και λουτρά. Χάρη στις νέες αυτές πόλεις δημιουργήθηκαν δίγλωσσες ομάδες τοπικών πληθυσμών, εξοικειωμένες με τον κόσμο και τη σκέψη των Ελλήνων.

Οι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου άλλαζαν ριζικά και τον παλαιό ελληνικό κόσμο. Κατακτημένες και υποταγμένες, οι σημαντικότερες πόλεις του δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης πολιτικής. Όπου διασώζονταν τα πάτρια πολιτεύματα, λειτουργούσαν συνήθως μέσα στα όρια που τους επέτρεπαν οι Μακεδόνες. Ταυτοχρόνως επερχόταν μια άλλη βαθύτερη μεταβολή, που άλλαζε την όψη των πόλεων και τη δομή των κοινωνιών τους.

Ο πλούτος της Περσίας (τα ταμεία των βασιλέων, οι θησαυροί που συσσωρεύονταν για αιώνες, τα χρήματα πολλών αριστοκρατών αλλά και τα αγαθά ιδιωτών) βρέθηκε στα χέρια των κατακτητών, άλλοτε με κατάσχεση, άλλοτε με τη λεηλασία και άλλοτε με διαρπαγή, μέσα στις έκρυθμες συνθήκες που επικρατούσαν. Ένα πολύ μεγάλο μέρος δαπανήθηκε για τις ανάγκες του παρατεινόμενου πολέμου, για τη συγκρότηση νέων διοικήσεων και για την οικοδόμηση πόλεων. Αλλά ένα σημαντικό μέρος διοχετεύτηκε στην Ελλάδα, καθώς ο Αντίπατρος και άλλοι Μακεδόνες λάμβαναν τακτικά ενισχύσεις από τον βασιλιά τους. Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Αλέξανδρος είχε στείλει έναν ολόκληρο στόλο για να μεταφέρει περσικούς θησαυρούς στη Μακεδονία. Αλλά με χρήματα και αγαθά επέστρεφαν στις πατρίδες τους και οι άνδρες που αποστρατεύονταν, ιδίως οι πάμπλουτοι πλέον στρατηγοί.

Η διάθεση του τεράστιου πλούτου στον ελληνικό κόσμο γινόταν με τρόπο άνισο, που όξυνε τις κοινωνικές αντιθέσεις. Πολλοί ιδιώτες άρχισαν να επιδεικνύουν τη νέα τους θέση, οικοδομώντας λαμπρές κατοικίες σε βαθμό πρωτόγνωρο έως την εποχή εκείνη. Εμφανιζόμενοι ως ευεργέτες των πόλεων, νέοι μεγιστάνες χρηματοδοτούσαν δημόσια κτίρια, λουτρά, γυμνάσια και θέατρα. Επιπλέον, στον ελληνικό κόσμο κατέφθαναν διαρκώς πλήθη από υποδουλωμένους άνδρες και γυναίκες για να προσφέρουν τις φθηνές υπηρεσίες τους. Η δουλεία λάμβανε πλέον διαστάσεις άγνωστες στον ελληνικό κόσμο.

Όταν έγινε γνωστή η είδηση για τον θάνατο του Αλεξάνδρου, οι Ρόδιοι έδιωξαν τη μακεδονική φρουρά, ενώ πολλοί Αθηναίοι εκδήλωσαν τον τρομερό τους ενθουσιασμό - ιδιαιτέρως οι μεγάλες μάζες των φτωχότερων πολιτών. Μάταια συντηρητικοί ηγέτες, όπως ο Φωκίων, που εξέφραζαν περισσότερο τα αισθήματα των πλουσίων, προσπάθησαν να συγκρατήσουν τους Αθηναίους. Από την πρώτη στιγμή ήταν φανερό ότι η αντίδραση στη μακεδονική κυριαρχία θα ήταν δυναμική. Υπήρχαν άλλωστε πρόσφατες εξελίξεις που οδηγούσαν σε μια νέα σύγκρουση ανάμεσα στην Αθήνα και τη Μακεδονία.

Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Αλέξανδρος σχεδίαζε να αφαιρέσει από την Αθήνα τον έλεγχο της Σάμου, να διώξει τους Αθηναίους κληρούχους από το νησί και να αποκαταστήσει τους παλαιούς κατοίκους του. Είχε εκδώσει διαταγή άλλωστε όλες οι ελληνικές πόλεις να δεχτούν πίσω τους εξορίστους τους, που υπολογίζονταν σε περίπου 20.000. Επιπλέον, υποδείκνυε στους Έλληνες να του αποδίδουν θεϊκές τιμές. Μέσα στη γενική αναταραχή συνέβη και ένα τελείως απροσδόκητο γεγονός. Ο θησαυροφύλακάς του, ο Άρπαλος, είχε εγκαταλείψει τον βασιλιά του και με έναν μεγάλο θησαυρό ζητούσε καταφύγιο από τη Βαβυλώνα στην Αθήνα.

Οι Αθηναίοι, με τη σύμφωνη γνώμη του Δημοσθένη, υποχώρησαν στο ζήτημα των θεϊκών τιμών, με την ελπίδα ότι θα μεταπείσουν τον Αλέξανδρο στην υπόθεση της Σάμου και των εξορίστων, άφησαν ωστόσο τον Άρπαλο να διαφύγει. Σύντομα διαπίστωσαν ότι από τον θησαυρό, τον οποίο είχαν καταθέσει στην Ακρόπολη, έλειπαν περίπου τα μισά χρήματα. Υπεύθυνος θεωρήθηκε, μεταξύ άλλων, και ο Δημοσθένης, που καταδικάστηκε σε βαρύ πρόστιμο. Κατήγορός του ήταν ο πρώην συνεργάτης του Υπερείδης. Αδυνατώντας να καταβάλει το πρόστιμο (εάν είχε καταχραστεί χρήματα, αυτά είχαν αξιοποιηθεί προφανώς για τον αντιμακεδονικό αγώνα), ο φυλακισμένος Δημοσθένης δραπέτευσε από την πόλη.

Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου, ο Αθηναίος στρατηγός Λεωσθένης άρχισε να συγκροτεί έναν αντιμακεδονικό συνασπισμό, έχοντας τη συνδρομή των Αιτωλών και πολλών άλλων Ελλήνων, εκτός βέβαια από τους Λακεδαιμόνιους, που δεν ήταν πλέον σε θέση ούτε να σκεφτούν για νέο εγχείρημα. Υπήρχαν όμως διαθέσιμες αρκετές χιλιάδες έμπειρων μισθοφόρων, από αυτούς που είχαν πολεμήσει με τον στρατό του Αλεξάνδρου στην Ασία και βρίσκονταν σε αποστρατεία. Όλοι οι Αθηναίοι έως 40 ετών στρατεύτηκαν, και ένας στόλος 240 πλοίων (στα οποία έμελλε να προστεθούν περισσότερα) ετοιμάστηκε. Η γενική αμνηστία που δόθηκε επέτρεψε στον Δημοσθένη να επιστρέψει στην πόλη του και να δώσει, σε συνεργασία με τον Υπερείδη, την τελευταία του μάχη. Ο Δημάδης, που είχε εισηγηθεί τις θεϊκές τιμές για τον Αλέξανδρο, καταδικάστηκε επειδή είχε εισαγάγει καινὰ δαιμόνια, δηλαδή νέους θεούς.

Ο Ελληνικός Πόλεμος, όπως τον αποκάλεσαν οι εξεγερμένοι, ξεκίνησε το 323 με σημαντικές επιτυχίες και ο Αντίπατρος βρέθηκε πολιορκημένος στη Λαμία. (Οι μεταγενέστεροι ιστορικοί τον αποκάλεσαν, για τον λόγο αυτό, Λαμιακό.) Σκοτώθηκε ωστόσο ο ικανός στρατηγός Λεωσθένης, ενώ οι Μακεδόνες έλαβαν ισχυρές ενισχύσεις από την Ασία, στις οποίες περιλαμβάνονταν πολλοί Πέρσες στρατιώτες. Τον επιτάφιο για τον νεκρό Λεωσθένη και τους πρώτους πεσόντες εκφώνησε ο Υπερείδης - πρόκειται για τον τελευταίο ίσως σπουδαίο λόγο που σώζεται από τη δημοκρατική Αθήνα. Το 322, σε δύο ναυμαχίες και σε μία αποφασιστική μάχη, ηττήθηκαν όσοι είχαν απομείνει από τους συνασπισμένους Έλληνες, και οι Αθηναίοι έχασαν τον τελευταίο τους στόλο. Ο Δημάδης και ο Φωκίων διαπραγματεύτηκαν μαζί με τον πλατωνικό φιλόσοφο Ξενοκράτη τους ταπεινωτικούς όρους της συνθηκολόγησης.

Μια μακεδονική φρουρά εγκαταστάθηκε στη Μουνιχία, και οι Αθηναίοι ανέλαβαν να πληρώσουν όλα τα έξοδα του πολέμου. Επιπλέον, η δημοκρατία καταργήθηκε ή, πάντως, συρρικνώθηκε σε βαθμό που έγινε αγνώριστη. Δικαιώματα πολίτη είχαν πλέον μόνο οι εύποροι και, συνεπώς, πολλές χιλιάδες Αθηναίοι υποβιβάστηκαν. Αρκετοί αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν. Με πρόταση του Δημάδη, οι Αθηναίοι πολιτικοί που είχαν αναλάβει το βάρος του πολέμου εναντίον των Μακεδόνων καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Υπερείδης σκοτώθηκε και ο Δημοσθένης αυτοκτόνησε. Σύντομα οι Αθηναίοι που ήταν εγκαταστημένοι στη Σάμο υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στην πόλη τους.

Από την ίδια τη φύση τους οι άνθρωποι επιθυμούν γνώση

Η παρέμβαση της τύχης έφερε έτσι τα πράγματα ώστε η αυτοκτονία του Δημοσθένη να συμπέσει με τη χρονιά θανάτου του Αριστοτέλη (322). Η ίδια ακατανόητη τύχη είχε ορίσει να γεννηθούν το ίδιο ακριβώς έτος (384). Οι βίοι των δύο σημαντικότερων ελλόγιμων ανδρών του 4ου αιώνα συγχρονίστηκαν πλήρως. Αλλά οι πολιτικές αντιλήψεις, οι θεωρητικές τοποθετήσεις και η δημόσια δράση τους διέφεραν τόσο πολύ, ώστε μπορούν να λογιστούν ως αντίπαλοι. Στην Αθήνα, όπου συνέπεσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, είχαν διαφορετική θέση στην κοινωνία και ασκούσαν διακριτά έργα.

Χωρίς πολιτικά δικαιώματα και, συνεπώς, στερημένος από τη δυνατότητα δημόσιας και ανοιχτής παρέμβασης στα κοινά, ο Αριστοτέλης αφιέρωσε τη ζωή του στην ανάπτυξη της γνώσης σε όλους τους τομείς. Ήταν, με την πληρέστερη έννοια της λέξης, ο Φιλόσοφος - με αυτή μάλιστα την προσωνυμία τον γνώρισε η μεσαιωνική Ευρώπη. Παθιασμένος για την ανόρθωση της αθηναϊκής ηγεμονίας και τη διατήρηση της αυτονομίας της πόλης του, ο Δημοσθένης βρέθηκε να ακολουθεί τα μονοπάτια της ενεργού πολιτικής δράσης, με πύρινους λόγους και ένταση πρακτική. Ήταν η πλήρης ενσάρκωση του Ρήτορα.

Η φιλοσοφία και η ρητορική, η θεωρητική και η πρακτική γνώση που ήταν αξεδιάλυτα δεμένες σε στοχαστές του 5ου αιώνα, και ιδίως στους σοφιστές, άρχισαν να αποκλίνουν στις πορείες τους. Τον δρόμο είχε ήδη ανοίξει η αντιπαράθεση του Πλάτωνα με τον Ισοκράτη.

Ο Αριστοτέλης πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Μακεδονία, όπου έλαβε εγκύκλια μόρφωση (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 8 [σ. 136-156]). Ο πατέρας του ήταν γιατρός, και μάλιστα του μακεδονικού βασιλικού οίκου, ενώ η μητέρα του καταγόταν από μια πλούσια οικογένεια που κατείχε μεγάλες εκτάσεις γης στην Εύβοια. Μεγαλωμένος στο ευκατάστατο και καλλιεργημένο περιβάλλον της ανώτερης τάξης, ο Αριστοτέλης κληρονόμησε το επιστημονικό πνεύμα του πατέρα του και την ελευθερία από τα πρακτικά ζητήματα της καθημερινότητας (σχολήν), την οποία παρείχε ο οικογενειακός πλούτος. Με πάθος για γνώση και διαθέσιμο χρόνο, όταν ήταν δεκαεπτά ετών, πήγε -πού αλλού;- στην πόλη της σοφίας (την Ἑλλάδος παίδευσιν, όπως διετεινόταν ο Ισοκράτης), για να μαθητεύσει στη σχολή του Πλάτωνα. Αν εξαιρέσουμε δεκατρία χρόνια φυσιοδιφικών και άλλων επιτόπιων ερευνών στη Μικρά Ασία, τη Λέσβο και τη Μακεδονία, όπου δίδαξε και τον νεαρό Αλέξανδρο, ο Αριστοτέλης πέρασε το υπόλοιπο μέρος της ενήλικης ζωής του στην Αθήνα ως μέτοικος.

Το γεγονός ότι δεν είχε πολιτικά δικαιώματα δεν εμπόδισε τον Αριστοτέλη να μελετήσει συστηματικά τα πολιτικά συστήματα της εποχής του και να στοχαστεί βαθιά για τη φύση και τα προβλήματα της ανθρώπινης κοινωνικής ζωής. Σε ένα χαμένο έργο του μελέτησε, με τη συνδρομή μαθητών του, τους διακριτούς τύπους διακυβέρνησης 158 ελληνικών πόλεων (Πολιτεῖαι). Μικρό τμήμα αυτής της συστηματικής καταγραφής των πολιτικών συστημάτων της αρχαιότητας ανακαλύφθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα σε πάπυρο και διαφωτίζει για την ιστορία και τη λειτουργία του αθηναϊκού πολιτεύματος - πρόκειται για την Ἀθηναίων πολιτεία.

Με μια διάσημη ρήση από τα Πολιτικά ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ως εκείνο το ζωντανό πλάσμα που έχει τη φυσική τάση να ζει σε οργανωμένες κοινωνίες (φύσει πολιτικὸν ζῷον). Ύψιστη μορφή κοινωνικής οργάνωσης θεωρήθηκε η ελληνική πόλη της αρχαϊκής και κλασικής εποχής - που σήμαινε πρωτίστως το πολίτευμα, τους νόμους και το ήθος ζωής της. Εφόσον όμως τα γνωστά πολιτεύματα επιδέχονταν βελτίωση, το ιδανικό πολίτευμα θα συνέθετε τα προτερήματα των τριών τύπων πολιτείας που είχαν υπάρξει στην αρχαιότητα και θα απέφευγε τα καίρια ελαττώματα καθενός.

Βασικό κριτήριο της αριστοτελικής ταξινόμησης των πολιτευμάτων ήταν ο αριθμός των αρχόντων. Ανάλογα με το ενδιαφέρον ή την αδιαφορία των αρχόντων για το κοινό καλό, τα πολιτεύματα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αγαθά ή κακά, ορθά ή εσφαλμένα. Όταν ένας άνθρωπος κατείχε την εξουσία και την ασκούσε για το συμφέρον του συνόλου το πολίτευμα ονομαζόταν βασιλεία. Μπορούσε όμως να παρεκτραπεί σε τυραννίδα, αν ο μονάρχης λησμονούσε το κοινό καλό και στρεφόταν αποκλειστικά στο ατομικό του συμφέρον και τον πλουτισμό. Με παρόμοιο τρόπο, η ἀριστοκρατία των λίγων άξιων πολιτών μπορούσε να εκτραπεί σε πλουτοκρατική ὀλιγαρχίαν, και η ορθή πολιτεία των περισσοτέρων -την οποία ο Αριστοτέλης προτιμούσε να ονομάζει τιμοκρατίαν αφού οι πολίτες νέμονταν εξίσου τα δημόσια αξιώματα και τις τιμές- μπορούσε να αλλοιωθεί σε δημοκρατίαν. Με τον τελευταίο όρο ο Αριστοτέλης χαρακτήριζε την οχλοκρατική έκπτωση της ορθής πολιτείας, υπογραμμίζοντας πάντως ότι είναι η λιγότερο κακή από τις τρεις πολιτειακές παρεκτροπές. Η αντιπαράθεση μεταξύ πλούσιων και φτωχών και η σημασία της αξιοκρατίας ήταν τα δύο σταθερώς επανερχόμενα θέματα στις πολιτικές αναλύσεις του. Έγραφε χαρακτηριστικά ότι οι εμφύλιες διαμάχες και οι πολιτικές έριδες προκαλούνται «όταν ή ίσοι άνθρωποι νέμονται άνισα αγαθά ή άνισοι ίσα» (ὅταν ἢ μὴ ἴσα ἴσοι ἢ μὴ ἴσοι ἴσα ἔχωσι καὶ νέμωνται).

Η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη δεν φαίνεται να επηρεάστηκε από τις νέες μορφές διακυβέρνησης που διανοίγονταν με τις μακεδονικές κατακτήσεις. Πίστευε μάλλον ότι οι εκτεταμένες επικράτειες διαλύουν τη συνοχή του κοινωνικού σώματος και αποξενώνουν τους ανθρώπους από τον τόπο. Ωστόσο, οι πολιτικές ιδέες του μπορούσαν να στηρίξουν την ενοποίηση του ευρωπαϊκού και ασιατικού χώρου που αποτόλμησε ο Αλέξανδρος, διότι βασίζονταν εξαρχής σε ιεραρχημένα ζεύγη αντιθέτων, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και η (γνωστή από παλαιότερα) αξιολογική διάσταση Ελλήνων και βαρβάρων.

Πυρήνας της ανθρώπινης κοινωνικότητας ήταν, κατά τον Αριστοτέλη όπως και για πολλούς συγχρόνους του, η οικογένεια στη διευρυμένη της έννοια, ο οἶκος. Στο εσωτερικό της διακρίνονταν οι συμπληρωματικές αντιθέσεις: άνδρας/γυναίκα, ενήλικας/ανήλικος (ή ώριμος/ παιδί), ελεύθερος/δούλος. Τα πρώτα μέλη των ζευγών αυτών θεωρούνταν ανώτερα και κυριαρχικά έναντι των δεύτερων. Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι η ιεραρχική αυτή αντίθεση δεν είναι προϊόν απλής ανθρώπινης σύμβασης, όπως ισχυρίζονταν ορισμένοι σοφιστές, αλλά βασίζεται στη φύση. Εννοούσε ότι υπάρχει ένα φυσικό υπόβαθρο στην ανωτερότητα των ανδρών, των ενηλίκων και των ελευθέρων, παρά την εμπειρική διαπίστωση ότι η κυριαρχία βασίζεται συχνά στην καταπίεση και τη βία. Το φυσικό αυτό υπόβαθρο το παρείχε η ειδοποιός διαφορά που διακρίνει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα: ο λόγος. Με τον όρο αυτό ο Αριστοτέλης εννοούσε, μεταξύ άλλων, την έναρθρη γλώσσα, τη λογική ικανότητα και τη δύναμη κατανόησης.

Με το συστηματικό πνεύμα που τον χαρακτήριζε, ο Αριστοτέλης διέκρινε τέσσερις τύπους ανθρώπινης ζωής και τους αντίστοιχους σκοπούς καθεμιάς: τον ἀπολαυστικὸν βίον, που έχει ως στόχο την ικανοποίηση των αισθήσεων και τη σωματική ηδονή, τον χρηματιστικόν, που αποσκοπεί στο κέρδος και τον πλούτο, τον πολιτικόν, που ορέγεται τιμές και δόξες δημόσιες, και τον θεωρητικὸν βίον του φιλοσόφου, που επιδιώκει γνώση και αλήθεια. Από αυτά τα είδη μόνο τα δυο τελευταία θεωρήθηκαν αξιοζήλευτα για τις ιδιαίτερα προικισμένες φύσεις. Τα άλλα δύο ήταν κατάλληλα για εκείνους που δεν γνωρίζουν απολαύσεις πέρα από αυτές που προσπορίζουν οι αισθήσεις. Τα ανθρώπινα αγαθά, αντίστοιχα, μπορούσαν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες: στα εξωτερικά αγαθά (π.χ. καλή καταγωγή, ισχυροί φίλοι, πλούτος), στα αγαθά του σώματος (υγεία, ρώμη, ομορφιά) και στα αγαθά της ψυχής (ανδρεία, σωφροσύνη, δικαιοσύνη, σοφία).

Έσχατος σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης ήταν, κατά τον Αριστοτέλη, η εὐδαιμονία. Ενώ τα εξωτερικά και τα σωματικά αγαθά αποτελούσαν προαπαιτούμενα στοιχεία για την επίτευξη του στόχου -ποιος θα μπορούσε να είναι ευτυχής αν νοσούσε συνεχώς ή αν δεν διέθετε τα αναγκαία προς το ζην;- μόνο τα αγαθά της ψυχής μπορούσαν να κάνουν κάποιον πραγματικά ευδαίμονα. Η ευδαιμονία ως τελικός σκοπός της χαρακτηριστικά ανθρώπινης ζωής προερχόταν αποκλειστικά από τις ηθικές και διανοητικές αρετές που, αν και δεν θεωρούνταν δοσμένες εξαρχής από τη φύση, μπορούσαν ωστόσο να αναπτυχθούν με κατάλληλη αγωγή και παιδεία. Η ηθική διαμόρφωση του ατόμου και η διανοητική ανάπτυξή του δεν ήταν προσπάθεια αλλοίωσης ή τροποποίησης της ανθρώπινης φύσης, αλλά η πραγματική τελειοποίησή της. Με ένα επιχείρημα, η αξία του οποίου δεν έχει μειωθεί από τη φθορά που επιφέρει συνήθως ο χρόνος, ο Αριστοτέλης οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη ευτυχία δεν είναι μια στατική κατάσταση απραξίας, αλλά μια διαρκής ἐνέργεια της ανθρώπινης ψυχής στους τομείς της δράσης (πράξεως) και της σκέψης (διανοίας ή νοήσεως).

Οι συλλογισμοί αυτοί και τα συμπεράσματά τους ήταν βαθιά ριζωμένα στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας. Οι γόνοι των πλούσιων οικογενειών έπρεπε να επιλέξουν τι είδους ζωή θα ζήσουν. Στους πιο φιλόδοξους θα έμπαινε το δίλημμα: πολιτική σταδιοδρομία ή φιλοσοφική αναζήτηση; Ο Αριστοτέλης δεν αρνήθηκε την αξία των τιμών και της δόξας ούτε θεώρησε μεμπτή την προσπάθεια κάποιου νέου να κερδίσει τον έπαινο των συμπολιτών και του πλήθους. (Το νεοελληνικό φιλότιμο προέρχεται από την αρχαιοελληνική φιλοτιμίαν, που σημαίνει κυριολεκτικά την αγάπη για τις τιμές και την επιδίωξη δόξας.) Αν ο Αχιλλέας ήταν το μυθικό παράδειγμα αυτής της τάσης σε μια εποχή που χανόταν στον θρύλο, υπήρχε τώρα ο βασιλιάς Αλέξανδρος, ζωντανός και δραστήριος, ως ακρότατη περίπτωση φιλοτιμίας.

Όμως ο Αριστοτέλης διέκρινε εδώ ένα εγγενές ελάττωμα. Η πολιτική σταδιοδρομία, αν και αξιοζήλευτη, καθιστούσε τον πολιτικό δέσμιο των συνθηκών, της τύχης και κυρίως της ευμετάβολης γνώμης των πολλών. Με την έννοια αυτή, η ευδαιμονία του πολιτικού βρισκόταν σε ξένα χέρια. Όμως μια ζωή αφιερωμένη στη γνώση, μια ζωή εστιασμένη στην κατανόηση του κόσμου και των όντων, ήταν μια ζωή αυτοτελής και αυτάρκης. Τέτοια -φανταζόταν ο Αριστοτέλης- πρέπει να είναι η ζωή των θεών: μια ζωή θεωρίας, ενατένισης της αλήθειας των όντων. Ο θεωρητικός βίος κινητοποιούσε το πιο θεϊκό στοιχείο του ανθρώπου, τον λόγο.

Δεν μας είναι γνωστό πόσο καλός συγγραφέας υπήρξε ο Αριστοτέλης. Όλα τα σωζόμενα έργα του αποτελούν σημειώσεις προφορικών παραδόσεων και είναι από υφολογική άποψη ατημέλητα, γιατί δεν προορίζονταν για δημοσίευση. Αν και έγραψε κάποιους διάλογους -ιδίως στη νεότητά του-, ο Αριστοτέλης δεν διέθετε το λογοτεχνικό τάλαντο του δασκάλου του. Αργότερα στράφηκε στην πιο στέρεη μορφή της επιστημονικής πραγματείας, που παρείχε καλύτερες δυνατότητες για την εκδίπλωση των λογικών επιχειρημάτων και των αποδεικτικών συλλογισμών που τόσο αγαπούσε.

Ωστόσο, ο Αριστοτέλης δεν παραμέλησε ούτε τη ρητορική ούτε την ποίηση. Ήταν μάλιστα ο πρώτος που συστηματοποίησε θεωρητικά τη ρητορική. Στο έργο του Ρητορική τέχνη, ανάμεσα στις πολλές άλλες πρωτοτυπίες, χώρισε και τους λόγους σε τρία είδη: το δικανικόν είδος, που αφορά την εξιχνίαση υποθέσεων του παρελθόντος και εκφωνείται στα δικαστήρια, το συμβουλευτικόν, που αφορά τις δημόσιες υποθέσεις, εκφωνείται στην Εκκλησία του Δήμου ή παρόμοιες συγκεντρώσεις πολιτών και ενδιαφέρεται για το μέλλον της πόλης, και το ἐπιδεικτικόν, που αφορά πρωτίστως ζητήματα επαίνου και ψόγου στο παρόν, αλλά μνημονεύει επίσης το παρελθόν και κάνει εύλογες προβλέψεις για το μέλλον.

Στο αρχαιότερο σωζόμενο σύγγραμμα λογοτεχνικής κριτικής, το Περὶ ποιητικῆς, ο Αριστοτέλης διέκρινε ρητά τις καλές τέχνες από τις χρηστικές και αναγκαίες και θεώρησε ότι την καλλιτεχνία χαρακτηρίζει γενικά η μίμησις. Ανάμεσα στις μιμητικές τέχνες πρώτη και καλύτερη ήταν η ποίηση, διότι μεταχειριζόταν λόγο. Ιδίως όταν συνδύαζε τον λόγο με ῥυθμόν (μέτρο) και μέλος (μουσική), η ποίηση μπορούσε όχι μόνο να τέρψει και να διδάξει, αλλά και να συνδράμει στην ορθή διαμόρφωση των συναισθημάτων. Ως αναπαράσταση τυπικών μορφών ανθρώπινης δράσης, η ποίηση θεωρήθηκε σπουδαιότερη και φιλοσοφικότερη από την ιστορία, που εξέθετε τα συμβάντα του παρελθόντος δίχως να τα αναβαπτίζει στο φως καθολικών μορφών.

Με τον Αριστοτέλη ο όρος ἱστορία, που σήμαινε γενικά την «έρευνα» και τη «γνώση», καθιερώθηκε επίσης στην ειδική σημασία της αφήγησης σημαντικών γεγονότων του παρελθόντος. Η ιστορία, ωστόσο, δεν θεωρήθηκε επιστήμη, γιατί κάθε επιστήμη έπρεπε να μπορεί να συλλαμβάνει και να κατανοεί το καθολικό. Από την ιστορία μαθαίνουμε απλώς και μόνο τι έκανε ή τι έπαθε ο Αλκιβιάδης ή ο Νικίας -γράφει ο Αριστοτέλης-, ενώ από την ποίηση, και ειδικά την τραγωδία, μαθαίνουμε τι συμβαίνει γενικά σε τέτοιας λογής ανθρώπους με τέτοιου είδους συμπεριφορά (όπως παρουσιάζονταν επί σκηνής ο Οιδίπους ή ο Αγαμέμνων). Η άποψη του Αριστοτέλη ήταν διαμετρικά αντίθετη προς αυτή του Θουκυδίδη (ο οποίος -αξίζει να σημειωθεί- δεν μνημονεύεται πουθενά στα συγγράμματα του φιλοσόφου).

Ο Αριστοτέλης ήταν πανεπιστήμων. Μέσα στις πολλές καινοτομίες του συγκαταλέγεται το γεγονός ότι, πρώτος αυτός, οργάνωσε επιστημονικές ομάδες έρευνας. Ήδη στη Λέσβο, στην αντίπερα Άσσο και τον Αταρνέα της Μικράς Ασίας (όπου ο τύραννος Ερμείας είχε παραχωρήσει στη φιλοσοφική παρέα που ήρθε από την Αθήνα όλα τα αναγκαία για τον θεωρητικό βίο) ο Αριστοτέλης συνέλεγε, με τη συνδρομή φίλων, εμπειρικό υλικό από τον κόσμο των φυτών και των ζώων. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα και ίδρυσε τη δική του σχολή, το Λύκειο, θα πρέπει να βρέθηκε επικεφαλής αρκετών επιστημονικών ομάδων που προσπαθούσαν να ταξινομήσουν το διαθέσιμο υλικό.

Ολόκληρη η φιλοσοφία του Αριστοτέλη, από τις καθαρά εμπειρικές βιολογικές μελέτες μέχρι την πιο αφηρημένη πρώτην φιλοσοφίαν (μεταφυσική θεολογία), ήταν μια αναζήτηση του σκοπού, του τέρματος και του στόχου (τέλους) κάθε ενέργειας. Αυτή η πρωτοκαθεδρία του σκοπού διαφοροποιεί καίρια την αριστοτελική (πρωτίστως) επιστήμη της αρχαιότητας από την επιστήμη της νεωτερικής Ευρώπης.

Ανέκαθεν οι φιλόσοφοι ήθελαν να έχουν λόγο στα δημόσια πράγματα ως κάτοχοι γνώσης. Η σύμπλευση πολιτικής και φιλοσοφίας φάνηκε σε πολλές περιπτώσεις. Ο Πρωταγόρας κλήθηκε να συγγράψει νόμους για την πανελλήνια αποικία των Θουρίων. Ο Πλάτων επισκέφθηκε τρεις φορές τη Σικελία για να αναμορφώσει πολιτικά τις Συρακούσες. Μαθητές του λέγεται ότι οργάνωσαν την εξόντωση τυράννων σε διάφορα σημεία της ανατολικής Μεσογείου. Ο Σπεύσιππος, ανεψιός και διάδοχός του στην Ακαδημία, έστειλε μια πολύ εγκωμιαστική επιστολή στον Φίλιππο για το έργο και τη δράση του. Ίσως θεωρούσε, όπως ο Ισοκράτης, ότι η Ελλάδα χρειάζεται ένωση κάτω από μια ισχυρή πολιτική κυριαρχία. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης υπήρξε δάσκαλος του Αλεξάνδρου και διατηρούσε επίσης στενή επαφή με τον Αντίπατρο.

Όταν με τον θάνατο του Αλεξάνδρου το αντιμακεδονικό ρεύμα στην Αθήνα διογκώθηκε επικίνδυνα, ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε την πόλη και αποσύρθηκε στα κτήματα που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του στη Χαλκίδα. Φέρεται να είπε, υπονοώντας την καταδίκη του Σωκράτη, ότι δεν θα επέτρεπε στους Αθηναίους να αμαρτήσουν για δεύτερη φορά εις βάρος της φιλοσοφίας. Μακριά από την πόλη της σοφίας όμως δεν ήταν εύκολο να ζήσει. Μέσα σε λίγους μήνες πέθανε, ορίζοντας εκτελεστή της διαθήκης του τον Αντίπατρο. Στο Λύκειο τον διαδέχθηκε ο Θεόφραστος, αγαπημένος του μαθητής ήδη από τα χρόνια της Λέσβου. Είχε ανοίξει ο κύκλος της Περιπατητικής Σχολής ως ανταγωνιστικής προς την πλατωνική Ακαδημία, που διοικούσε πλέον ο Ξενοκράτης. (Περιπατητικοί ονομάστηκαν οι φιλόσοφοι του Λυκείου, γιατί συζητούσαν ερευνητικά ζητήματα βαδίζοντας.) Θα περνούσαν πολλοί αιώνες μέχρι να εναρμονιστούν οι θέσεις της πλατωνικής και της αριστοτελικής φιλοσοφίας και να αναδειχθεί εκ νέου το κοινό τους βάθρο: η πεποίθηση ότι υφίστανται άυλα πράγματα.

Ο Δημοσθένης υπήρξε σφοδρός αντίπαλος του μακεδονικού επεκτατισμού. Πίστευε στην πολιτική ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων και την πολεμική δύναμη της Αθήνας. Ήθελε να ανυψώσει το φρόνημα των συμπολιτών του και να ξαναφέρει τις μέρες της αθηναϊκής δόξας. Ασχολήθηκε επιτυχημένα με όλα τα είδη ρητορικής, αλλά από την ηλικία των τριάντα ετών, όταν συνειδητοποίησε πόσο επικίνδυνη ήταν η αύξηση της δύναμης του Φιλίππου Β', αντέδρασε με τόσο έντεχνους λόγους που, πέρα από τα πρακτικά αποτελέσματά τους, συνέβαλαν καίρια στην τελειοποίηση της συμβουλευτικής, δηλαδή της κατεξοχήν πολιτικής, ρητορικής. Παράλληλα με τους λόγους που εκφωνούσε, ο Δημοσθένης είχε και ενεργητική δράση στα ζητήματα της πόλης του, είτε μετέχοντας σε αποστολές εξωτερικής πολιτικής ως πρεσβευτής είτε συνεισφέροντας οικονομικά στο εσωτερικό ως λειτουργός. Λόγια και έργα έπρεπε να συμβαδίζουν (Κακριδής 3.6.Α [σ. 144-146]).

Δύο χρόνια μετά την ήττα των συνασπισμένων Ελλήνων στη Χαιρώνεια, κάποιος Αθηναίος πολίτης, ονόματι Κτησιφών, πρότεινε να στεφανωθεί δημόσια ο Δημοσθένης για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει στην πατρίδα. Η στεφάνωση θα γινόταν στο θέατρο του Διονύσου. Ο κύριος πολιτικός αντίπαλος του Δημοσθένη, ο Αισχίνης, ένας ρήτορας που είχε ξεκινήσει ως ηθοποιός και δημόσιος γραφέας, αντέδρασε έντονα, κατηγορώντας επίσημα τον Κτησιφώντα. Ο Αισχίνης συμμετείχε ενεργητικά στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας με μάλλον φιλομακεδονική στάση. Ο Δημοσθένης τον κατηγορούσε αβάσιμα ότι είχε δωροδοκηθεί από τη βασιλική οικογένεια των Μακεδόνων. Η σύγκρουσή τους ήταν σφοδρή και διήρκεσε πολλά χρόνια.

Ουσιαστικά ο Αισχίνης δεν ήθελε να επιτρέψει να τιμηθεί ο πολιτικός του αντίπαλος, αλλά έκρυψε τον φθόνο του πίσω από τρία νομικά ζητήματα. Το πρώτο αφορούσε νόμο που όριζε ότι δεν επιτρέπεται να στεφανωθεί κάποιος πριν κάνει δημόσιο απολογισμό του πολιτικού λειτουργήματός του. Ο Δημοσθένης είχε πρόσφατα αναλάβει την επιστασία της ανόρθωσης των αθηναϊκών τειχών και δεν είχε προλάβει να κάνει δημόσιο απολογισμό. Ήταν ακόμη ὑπεύθυνος. Το δεύτερο νομικό ζήτημα αφορούσε τον τόπο της στεφάνωσης. Ο νόμος όριζε ότι οι στεφανώσεις δημόσιων προσώπων έπρεπε να γίνονται στην Πνύκα, όχι στο θέατρο του Διονύσου. Ένας τρίτος νόμος απαγόρευε να καταθέτει κάποιος ψευδή έγγραφα στο Μητρώο. Ο Αισχίνης κατηγόρησε τον Κτησιφώντα για μεροληπτική εύνοια υπέρ του Δημοσθένη, και συνεπώς για ψευδή δήλωση, και πρότεινε την εξέταση ολόκληρου του πολιτικού βίου του αντιπάλου του για να αποδειχθεί το ψεύδος.

Η εκδίκαση της υπόθεσης καθυστέρησε αρκετά χρόνια λόγω της έκρυθμης κατάστασης που δημιουργήθηκε μετά τη δολοφονία του Φιλίππου. Όταν τελικά εκδικάστηκε το 330, ο Δημοσθένης χρησιμοποίησε το τελευταίο επιχείρημα του Αισχίνη ως αφορμή για να εκθέσει, με εξαιρετικές λεπτομέρειες, ολόκληρη την πολιτική σταδιοδρομία του και την προσφορά του στην αθηναϊκή πολιτεία σε βάθος αρκετών δεκαετιών. Ο λόγος Περὶ τοῦ στεφάνου ήταν μακροσκελής, αλλά άριστα δομημένος. Ο Δημοσθένης συνέθεσε ένα ρητορικό αριστούργημα υπέρ του Κτησιφώντα, το εκφώνησε με όλο το αναμενόμενο πάθος ως άμεσα εμπλεκόμενος και έπεισε σε τέτοιο βαθμό το ακροατήριο, ώστε ο Αισχίνης δεν κατόρθωσε να πάρει ούτε το ένα πέμπτο των ψήφων, όπως απαιτούσε ο νόμος, και αναγκάστηκε, μην μπορώντας να πληρώσει το πρόστιμο που του επιβλήθηκε, να αυτοεξοριστεί χρεοκοπημένος από την Αθήνα. Την υπόλοιπη ζωή του την πέρασε στη Μικρά Ασία και τη Ρόδο ως δάσκαλος ρητορικής. Η τέχνη που τον είχε απομακρύνει οριστικά από την πατρίδα του αποδείχθηκε ταυτόχρονα σωτήρια, αφού του παρείχε πλέον τα αναγκαία.

Την ίδια χρονιά που ο Δημοσθένης κέρδισε πανηγυρικά τον δικαστικό αγώνα σε βάρος του Αισχίνη είχε ανακαινιστεί με πρόταση του ρήτορα Λυκούργου το παλαιό θέατρο του Διονύσου Ελευθερέως. Η ανακαίνιση -που έδωσε στο θέατρο, αν εξαιρέσουμε κάποιες ρωμαϊκές προσθήκες στη σκηνή, τη σημερινή περίπου μορφή του- είχε ως κύριο άξονα τη δημιουργία υπονόμου στην ορχήστρα και τη λιθόστρωση του κοίλου. Μπορούμε να φανταστούμε τον Δημοσθένη να παίρνει το στεφάνι της πατριωτικής δόξας στο ανακαινισμένο αυτό θέατρο, παρουσία 17.000 και πλέον Αθηναίων πολιτών.

Από το μέσον του αιώνα, λίθινα θέατρα άρχισαν να κατασκευάζονται σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, και η χρήση τους επεκτεινόταν πέρα από την παρακολούθηση δραματικών παραστάσεων σε άλλες δραστηριότητες του δημόσιου βίου. Εκτός από τα λίθινα θέατρα που έβρισκε πλέον ο επισκέπτης παντού, νεωτερισμοί συνέβαιναν και στα υπόλοιπα αρχιτεκτονήματα (ναούς, στοές, δημόσια κτίρια κ.ά.). Αν και διατηρούνταν γενικά οι παλαιές φόρμες, τα οικοδομήματα εμπλουτίζονταν με μεγαλύτερη διακοσμητική ποικιλία. Νέα αρχιτεκτονικά μέλη έκαναν επίσης την εμφάνισή τους.

Τη γενική τάση αύξησης της έντασης, ενδυνάμωσης του πάθους και προώθησης της κίνησης στις εικαστικές τέχνες ακολούθησε η γλυπτική - αν μάλιστα δεν πρωτοστάτησε η ίδια στις αλλαγές. Τον 4ο αιώνα ξεχώρισαν ο Πραξιτέλης και ο Λύσιππος, όπως τον προηγούμενο αιώνα είχαν ξεχωρίσει ο Πολύκλειτος και ο Φειδίας. Η Αθήνα, αν και σημαντική δύναμη στον χώρο των τεχνών, δεν ήταν ωστόσο μονοκράτειρα.

Ο Λύσιππος καταγόταν από τη Σικυώνα και δούλεψε στην πόλη του μαζί με τον αδελφό του. (Τα περισσότερα εργαστήρια ανδριαντοποιίας, όπως και τα αντίστοιχα αγγειοπλαστικής και αγγειογραφίας, βασίζονταν σε μακρά οικογενειακή παράδοση.) Ο Λύσιππος ήταν πιθανότατα ο πρώτος Έλληνας γλύπτης που σκέφτηκε να πάρει εκμαγεία για τη ρεαλιστικότερη απόδοση των χαρακτηριστικών του προσώπου. Η βασική καινοτομία του, πάντως, ήταν η αναμόρφωση των αναλογιών του ανδρικού σώματος, με λεπτότερο κορμό και μικρότερη κεφαλή από τις αναλογίες του κανόνα που είχε θεμελιώσει ο Αργείος Πολύκλειτος τον προηγούμενο αιώνα. Ίσως οι νέες αναλογίες έδειχναν μια τάση προς εξαΰλωση των μορφών. Έτσι κι αλλιώς, το ανθρώπινο σώμα λειτουργούσε, ήδη από την αρχαϊκή εποχή, ως σύμβολο καταστάσεων και συναισθημάτων που ξεπερνούσαν κατά πολύ την πιστή αντιγραφή της φύσης. Επιπλέον, ο Λύσιππος απέδωσε μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια και αύξησε τη ρεαλιστική ψευδαίσθηση των αγαλμάτων. Ήταν άλλωστε αυτός που καθόρισε τον κυρίαρχο, για τις μεταγενέστερες γενιές, τύπο που θα έπαιρνε στις εικαστικές και πλαστικές τέχνες η θρυλική μορφή του Αλεξάνδρου.

Γιος του διάσημου Αθηναίου γλύπτη Κηφισόδοτου, ο Πραξιτέλης υπήρξε επίσης μεγάλος καινοτόμος. Εισήγαγε το γυναικείο γυμνό στην ελληνική πλαστική και καθόρισε τις αναλογίες του γυναικείου σώματος, που επρόκειτο να διατηρηθούν ως πρότυπο κάλλους για πολλούς αιώνες. Αντίθετα με τον Λύσιππο, που φιλοτέχνησε ορειχάλκινα αγάλματα, ο Πραξιτέλης τελειοποίησε την τεχνική του μαρμάρου. Στην περίφημη Αφροδίτη της Κνίδου παρουσίασε τη θεά με σχετικά μικρό στήθος και ηδυπαθές, στρογγυλό πρόσωπο, που αντιστίζεται από τη θηλυκή λεκάνη και τους βαρείς μηρούς. Η διάπλαση της κοιλιακής χώρας αποπνέει αισθησιακή θηλυκότητα. Μια κυματοειδής διάταξη του σώματος φαίνεται ότι ήταν χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο ο Πραξιτέλης απέδιδε τη χάρη των γυμνών σωμάτων. Ο διάσημος Ερμής του, που κρατά τον μικρό Διόνυσο, παρουσιάζει παρόμοια κίνηση με την Κνιδία Αφροδίτη. Το άγαλμα βρέθηκε στην Ολυμπία, στον ναό της Ήρας, εκεί όπου το είδε ο περιηγητής Παυσανίας. (Αν, όπως ισχυρίζονται οι ειδικοί, πρόκειται για ελληνιστικό αντίγραφο, έχουμε μια άριστη απομίμηση του πρωτότυπου έργου που φιλοτέχνησε ο Πραξιτέλης.)

Ένας πολύ ταλαντούχος νέος ποιητής πρωτοεμφανίστηκε στην Αθήνα λίγο πριν πεθάνει ο Αλέξανδρος. Ονομαζόταν Μένανδρος και ήταν Αθηναίος (Κακριδής 4.4.Α [σ. 189-190]). Στην παρηκμασμένη θεατρική παραγωγή της εποχής έδωσε νέα ώθηση, συνθέτοντας κωμωδίες που χειροκροτήθηκαν πολύ στους επόμενους αιώνες. Ο Μένανδρος επηρεάστηκε από τον Ευριπίδη στην πειστική και ψυχολογικά ευαίσθητη ηθογράφηση των ηρώων του και δημιούργησε ένα νέο είδος δράματος, τη λεγόμενη Νέα Κωμωδία. Η μεγάλη διαφορά του νέου αυτού θεατρικού είδους από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη ήταν η σχεδόν παντελής απουσία της πολιτικής επικαιρότητας από τις υποθέσεις της. Μια άλλη διαφορά ήταν η περιθωριοποίηση του χορού. Αντί να είναι, όπως ήθελε ο Αριστοτέλης, άλλος ένας χαρακτήρας, με φωνή και δράση στο έργο, ο χορός κατάντησε να μην έχει την παραμικρή σχέση με την υπόθεση του έργου και απλώς να ξεκουράζει τους θεατές με εμβόλιμα άσματα. Οι εξελίξεις αυτές στη δραματική τέχνη και τεχνική δεν φαίνονται άσχετες με την αντίστοιχη απομάκρυνση της προσοχής από τον δημόσιο και τον πολιτικό χώρο προς όφελος της ατομικότητας.

Ο Μένανδρος ενδιαφέρθηκε για την ιδιωτική ζωή των ανθρώπων και παρουσίασε στη σκηνή καθημερινές καταστάσεις φιλίας και έχθρας, σύγκρουσης και ομόνοιας, με τρόπο που θα ήταν αδιάφορος δίχως πολιτική πλαισίωση στα χρόνια του Αριστοφάνη. Τώρα όμως το ενδιαφέρον των ανθρώπων μετατοπιζόταν σταδιακά προς τις προσωπικές εμπειρίες της ιδιωτικής ζωής. Τον δρόμο είχε διανοίξει, ήδη από τον 5ο αιώνα, ο Ευριπίδης, που θαυμάστηκε πολύ σε μεταγενέστερες εποχές, αν και δεν αξιώθηκε παρά λίγες νίκες όσο ζούσε. Ο Μένανδρος, ένθερμος λάτρης του τελευταίου μεγάλου τραγικού ποιητή της Αθήνας, υπήρξε πρωτοπόρος στη δημιουργία ενός δράματος ανθρώπινων τύπων. Επειδή μάλιστα υπήρξε μαθητής του Θεόφραστου στο Λύκειο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τη φυσική του κλίση στη λεπτομερή παρατήρηση και την ακριβή περιγραφή της ανθρώπινης συμπεριφοράς ενίσχυσε αποφασιστικά ο δάσκαλος του. Ό,τι έκανε ο Θεόφραστος στο έργο του Χαρακτήρες, όπου ταξινομούνται οι ανθρώπινοι τύποι και περιγράφονται οι αντίστοιχες συμπεριφορές, το πέτυχε ο Μένανδρος στο θέατρο. Η τυποποίηση, μάλιστα, επρόκειτο να έχει μακρό μέλλον τόσο στη λογοτεχνία όσο και στα στερεότυπα της σκέψης των απλών ανθρώπων.

Όταν πέθανε ο Αλέξανδρος, στην Αθήνα επέστρεψε, μαζί με τους άλλους κληρούχους από τη Σάμο, η οικογένεια του Επίκουρου, που ήταν τότε 20 ετών. Λίγο μετά κατέφθασε στην πόλη ο Ζήνων από το Κίτιο της Κύπρου. Και οι δύο είχαν την ευκαιρία να σπουδάσουν στην Αθήνα. Σύντομα εγκαινίασαν τις δικές τους φιλοσοφικές σχολές, που έμελλε να έχουν μεγάλη επίδραση στους επόμενους αιώνες. Η φιλοσοφική σχολή του Επίκουρου ονομάστηκε Κήπος από τη βλάστηση που υπήρχε στον χώρο, ίσως και την ιδιαίτερα ευχάριστη ατμόσφαιρα που επικρατούσε μεταξύ των μελών του. Ο Ζήνων και οι ακόλουθοί του ονομάστηκαν στωικοί, γιατί ο κόσμος τούς έβλεπε να συζητούν στην Ποικίλη Στοά της αθηναϊκής αγοράς.

Πόδια από σίδερο και πηλό

Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου οι αγώνες για ατέρμονα στρατιωτική κυριαρχία σταμάτησαν. Οι στρατηγοί του είχαν να διαχειριστούν μια τεράστια επικράτεια και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν ασχολήθηκαν με νέες κατακτήσεις. Μέσα σε δέκα χρόνια είχαν φτάσει έως την Ινδία και την Αίγυπτο, αφήνοντας έξω από τον έλεγχό τους μόνο κάποιες περιοχές στη βόρεια Μικρά Ασία και τη Λιβύη. Ήταν πλέον πιεστική η ανάγκη να διοικήσουν αποτελεσματικά τη μεγάλη αυτοκρατορία που είχαν δημιουργήσει πολεμώντας στο πλευρό του βασιλιά τους. Όπως αποδείχθηκε, χρειάστηκε περίπου μισός αιώνας για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση και να επιβληθούν σχετικά σαφή όρια εξουσίας. Όλοι οι άμεσοι διάδοχοι του Αλεξάνδρου είχαν πια πεθάνει (οι περισσότεροι πολεμώντας), πρωταγωνιστούσαν ωστόσο οι απόγονοι κάποιων από τους επιφανέστερους. (Σύμφωνα με την ορολογία που καθιερώθηκε τον 19ο αιώνα από τον Γερμανό ιστορικό Γιόχαν Γκούσταβ Ντρόιζεν, ο κόσμος που δημιουργήθηκε με τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου αποκαλείται «ελληνιστικός», για να υπογραμμιστεί η διάδοση του ελληνικού πολιτισμού σε ένα μη ελληνικό περιβάλλον.)

Αν οι επιτυχίες του Αλεξάνδρου έδωσαν την εντύπωση μιας λαμπερής αστραπής, όπως το διατύπωσε ο Αππιανός, ένας μεταγενέστερος ιστορικός, οι πόλεμοι των Διαδόχων του έδωσαν την εντύπωση μιας βασιλείας που συντρίφτηκε και διαμοιράστηκε στους τέσσερις ανέμους, όπως το διατύπωσε ο Ιουδαίος «προφήτης Δανιήλ». Το βασίλειο του Αλεξάνδρου ήταν δυνατό σαν το σίδερο, αλλά τα δάχτυλα και τα πόδια του περιείχαν επίσης πηλό και ήταν έτσι ισχυρά και εύθραυστα ταυτοχρόνως, καθώς ο σίδηρος δεν ενώνεται με τον πηλό. Ο Ιουδαίος προφήτης δεν είχε πάντως καμία ψευδαίσθηση. Οι πόλεμοι που ήταν σε θέση να διεξάγουν μεταξύ τους οι Διάδοχοι του Αλεξάνδρου μπορούσαν κάποτε να προσλαμβάνουν κοσμογονικές διαστάσεις.

Αρκετές δεκάδες χιλιάδες άνδρες βρίσκονταν διαρκώς σε κατάσταση ετοιμότητας σε όλα τα στρατόπεδα, διεκδικώντας μισθούς, τροφή και στέγη. Στις μεγάλες προετοιμασίες οι αριθμοί τους πολλαπλασιάζονταν δραματικά. Μετά από κάθε αναμέτρηση, οι ηττημένοι στρατιώτες αιχμαλωτίζονταν ή προσλαμβάνονταν από τον νικητή, ενώ οι νεκροί αριθμούνταν με τις χιλιάδες ή τις δεκάδες χιλιάδες. Στην καλύτερη περίπτωση οι νεκροί αξιώνονταν μια εύλογη ταφή, αλλά όταν αυτό δεν ήταν εφικτό εγκαταλείπονταν στα πεδία των μαχών. Από τη σκοπιά των στρατηγών, εκείνο που κυρίως ενδιέφερε ήταν η αντικατάστασή τους. Όπως το διατύπωσε ένας από τους επιφανέστερους, οι νεκροί δεν είχαν ανάγκη από συσσίτιο. Σοβαρότερες ήταν πάντως οι επιπτώσεις στον άμαχο πληθυσμό. Οι υποδουλωμένοι σπανίως έβρισκαν τον δρόμο της επιστροφής στα σπίτια τους. Κανείς άλλωστε δεν χρειάστηκε να υπολογίσει και να καταγράψει τον αριθμό των σκοτωμένων γερόντων, των γυναικών και των παιδιών.

Όλα τα άρρενα μέλη του μακεδονικού βασιλικού οίκου που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την εξουσία είχαν εξοντωθεί - τα περισσότερα από την εποχή που ανέλαβε τη βασιλεία ο Αλέξανδρος. Επιζούσε μόνο ο ετεροθαλής αδελφός του, ο Αρριδαίος, τον οποίο ο Φίλιππος είχε αποκτήσει με μια χορεύτρια. Ως διανοητικά καθυστερημένος δεν είχε θεωρηθεί σοβαρή απειλή. Υπήρχε επίσης ο μικρός γιος του Αλεξάνδρου, ο Ηρακλής, αλλά η μητέρα του Βαρσίνη δεν ήταν νόμιμη βασιλική σύζυγος. Απέμενε έτσι το παιδί που ανέμενε η Ρωξάνη. Έτσι κι αλλιώς, την πραγματική εξουσία όφειλαν να αναλάβουν αμέσως οι Μακεδόνες στρατηγοί. Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο ενός εμφύλιου πολέμου, αποφάσισαν να αναγνωρίσουν ως βασιλείς τον Αρριδαίο (στον οποίο δόθηκε το δυναστικό όνομα Φίλιππος Γ') και το παιδί του Αλεξάνδρου, εφόσον γεννιόταν αγόρι (όταν γεννήθηκε, το ονόμασαν Αλέξανδρο Δ'.) Επιμελητή όρισαν τον Περδίκκα, που κατείχε την υψηλότερη θέση στον μακεδονικό στρατό μετά τον θάνατο του Ηφαιστίωνα. Οι υπόλοιποι μοιράστηκαν μεταξύ τους την αυτοκρατορία, αφήνοντας στον Αντίπατρο τη Μακεδονία και τις πόλεις της Ελλάδας και στον Αντίγονο, τον λεγόμενο Μονόφθαλμο, τη δυτική Μικρά Ασία. Αμφότεροι, γηραιοί πλέον, ανήκαν στη γενεά του Φιλίππου και διατήρησαν τις θέσεις στις οποίες τους είχε τοποθετήσει ο Αλέξανδρος. Από τους νεότερους, ο Πτολεμαίος πήρε την Αίγυπτο, όπου μετέφερε με πανουργία τη σορό του νεκρού βασιλιά, και επεκτάθηκε σύντομα στην Κυρήνη. Ο Λυσίμαχος ανέλαβε τη διοίκηση της Θράκης, ενώ ο Σέλευκος τη διοίκηση των ἑταίρων. Οι υπόλοιπες σατραπείες παραδόθηκαν σε άλλους στρατηγούς.

Ευνοημένος βρέθηκε και ο Ευμενής ο Καρδιανός, που είχε υπηρετήσει τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο ως αρχιγραμματέας. Μολονότι δεν ήταν Μακεδόνας, διακρίθηκε και ως στρατηγός, αναλαμβάνοντας μετά τον θάνατο του βασιλιά τη διοίκηση της Παφλαγονίας, της Καππαδοκίας και άλλων περιοχών που δεν είχαν ακόμη τεθεί σε πλήρη έλεγχο. Στην υπηρεσία του βρισκόταν ένας προικισμένος συμπολίτης του που τον έλεγαν Ιερώνυμο. Αυτός ευτύχησε να ζήσει περισσότερα από εκατό χρόνια και να υπηρετήσει διαδοχικά τον Αλέξανδρο, τον Ευμένη, τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο, τον γιο του Δημήτριο και τον εγγονό του Αντίγονο Γονατά. Σε προχωρημένη ηλικία αφηγήθηκε με σύνεση και ακρίβεια την ιστορία των Διαδόχων - τα πενήντα κρίσιμα χρόνια μετά από τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Οι βασικές πληροφορίες από το χαμένο του σύγγραμμα ενσωματώθηκαν στην ιστορία του Διόδωρου.

Τα προβλήματα των Διαδόχων ήταν σοβαρά. Οι κατακτημένοι λαοί δεν εξεγέρθηκαν, ούτε ανέδειξαν άλλωστε ισχυρούς διεκδικητές με ερείσματα νομιμότητας. Η αντίδραση πολλών Ελλήνων, ωστόσο, ήταν άμεση και βίαιη. Πρώτοι εξεγέρθηκαν οι πολλές χιλιάδες Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί, χωρίς τη θέλησή τους, στην Ασία, αλλά σύντομα συντρίφτηκαν και εξοντώθηκαν. Στην κεντρική Ελλάδα πάλι χρειάστηκε μεγαλύτερος αγώνας για να εξασφαλιστεί η κυριαρχία των Μακεδόνων. Δυσκολότερο ήταν πάντως να διευθετηθούν οι σχέσεις των ίδιων των Διαδόχων. Όπως το διατύπωσε ο Πλούταρχος, εφόσον κυριαρχούσε η υπέρμετρη πλεονεξία, ούτε το πέλαγος ούτε τα όρη, ούτε η ακατοίκητη έρημος αλλά ούτε και τα σύνορα της Ευρώπης και της Ασίας μπορούσαν να περιορίσουν τις φιλοδοξίες τους.

Οι στρατηγοί του Αλεξάνδρου διέθεταν πρωτόγνωρη στρατιωτική πείρα. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους το είχαν περάσει πολεμώντας. Συμμετέχοντας στην ασιατική εκστρατεία, αντιμετώπισαν τις πιο περίπλοκες καταστάσεις και υποχρεώνονταν να επινοούν συνεχώς νέα στρατηγήματα. Είχαν άλλωστε στις διαταγές τους πολλούς εμπειροπόλεμους Μακεδόνες, πάντα πρόθυμους να συμμετάσχουν σε προσοδοφόρους αγώνες. Ορισμένοι από τους παλαιούς ὑπασπιστάς, που ονομάστηκαν ἀργυράσπιδες, πολεμούσαν από την εποχή του Φιλίππου και ήταν πλέον τουλάχιστον 60 ή και 70 χρόνων - πάντα όμως αξιόμαχοι.

Οι στρατηγοί διέθεταν άφθονα χρήματα για να προσλαμβάνουν πολυάριθμο μισθοφορικό στρατό. Με τα ανυπολόγιστα αποθέματά τους χρηματοδοτούσαν επιχειρήσεις με έναν τρόπο που κανένας Πέρσης βασιλιάς δεν είχε έως τότε τη δυνατότητα ή τη βούληση να το πράξει. Στις μετακινήσεις τους οι στρατοί μετέφεραν τεράστιες σκευοφόρους με τα χρήματα και τα λάφυρα που αποκόμιζαν. Στις μάχες συνοδεύονταν συχνά από πλῆθος ὄχλου παντοδαπόν, που αναλάμβανε το πλιάτσικο, χωρίς να προσφέρει άλλη υπηρεσία. Επιπλέον, από μίμους, θαυματοποιούς, ορχηστρίδες και ψάλτριες, που αναλάμβαναν να ψυχαγωγήσουν τους άνδρες σε ώρες ανάπαυλας. Μετά από κάθε νίκη, οι στρατιώτες φόρτωναν στις αποσκευές τους νέα αποκτήματα, ενώ οι στρατηγοί τους περιέφεραν ολόκληρα θησαυροφυλάκια. Οι νικηφόροι στρατοί έσερναν επίσης πλήθη υποδουλωμένων ανδρών και γυναικών. Με τα φορτία τους γίνονταν συχνά δυσκίνητοι και ευάλωτοι. Οι εχθροί επιτίθονταν κάποτε πρώτα στις αποσκευές τους, για να τις λεηλατήσουν και για να καταρρακώσουν το ηθικό των αντιπάλων τους.

Οι Διάδοχοι εξέλιξαν τις πολιορκητικές μηχανές, που έφταναν πλέον έως τα σαράντα μέτρα ύψος και διέθεταν εννέα ορόφους. Για τις ναυμαχίες τους κατασκεύαζαν όλο και μεγαλύτερα πολεμικά πλοία. Πρώτη φορά μνημονεύονται ἑπτήρεις, αλλά και πλοία με 15 ή 16 σειρές κουπιά. Επιπλέον, άρχισαν να παραγγέλνουν σιδερένιους θώρακες και πανοπλίες μεγάλου βάρους. Η ουσιαστικότερη καινοτομία που αποδέχθηκαν ήταν πάντως η χρήση πολεμικών ελεφάντων, τους οποίους προμηθεύονταν κυρίως από την Ινδία. Για να σταθεροποιήσουν κάπως τις μεταξύ τους συμμαχίες, που άλλαζαν σύμφωνα με τις ανάγκες της στιγμής, παντρεύονταν ο ένας τις αδελφές ή τις θυγατέρες του άλλου, συχνά σε δεύτερο και τρίτο γάμο. Από τις πλέον περιζήτητες νύφες ήταν βεβαίως η αδελφή του Αλεξάνδρου, η Κλεοπάτρα. Για αυτούς τους γάμους σκοπιμότητας ορισμένοι παρέφραζαν έναν στίχο του Ευριπίδη: «Όπου υπάρχει κέρδος, οι γάμοι πρέπει να γίνονται παρά φύσιν.» Ορισμένοι άρχισαν να παντρεύονται τις αδελφές τους.

Ο Αντίπατρος προσπαθούσε ακόμη να καταστείλει την εξέγερση των Αιτωλών που είχαν πάρει μέρος στον Λαμιακό Πόλεμο, όταν ο Περδίκκας κατέστησε φανερό ότι προετοιμαζόταν να επιτεθεί στη Μακεδονία. Ήταν ήδη προστάτης των δύο κατ᾽ όνομα βασιλέων, είχε νυμφευτεί την Κλεοπάτρα και διοικούσε τον κύριο όγκο των βασιλικών στρατευμάτων. Επιπλέον, εξασφάλισε ως βασικό σύμμαχο τον Ευμένη. Ο Αντίπατρος, ο Αντίγονος, ο Λυσίμαχος και ο Πτολεμαίος συνασπίστηκαν εναντίον του, και έτσι ξέσπασε ο Πρώτος Πόλεμος των Διαδόχων. Το 320, μετά από σκληρές μάχες και ενώ ο Ευμένης νικούσε, η αναμέτρηση κρίθηκε στην Αίγυπτο, όπου, πολεμώντας εναντίον του Πτολεμαίου, ο Περδίκκας δολοφονήθηκε από τους άνδρες του. Έγινε έτσι αμέσως νέος διακανονισμός στον Τριπαράδεισο της βόρειας Συρίας. Ο Αντίπατρος, ο Αντίγονος και ο Πτολεμαίος παρέμειναν στις θέσεις τους, αλλά ο πρώτος ανέλαβε την επιμέλεια των βασιλέων και ο δεύτερος τα βασιλικά στρατεύματα της Ασίας. Ο Πτολεμαίος επεκτάθηκε στη Συρία. Στον Σέλευκο δόθηκε η πλούσια Βαβυλωνία, ενώ οι υπόλοιπες σατραπείες διαμοιράστηκαν και πάλι σε άλλους στρατηγούς.

Οι Αθηναίοι θεώρησαν τις συνθήκες κατάλληλες για να ζητήσουν με διπλωματική αποστολή την απομάκρυνση της μακεδονικής φρουράς από την πόλη τους. Έστειλαν για τον σκοπό αυτό ως πρέσβη τον Δημάδη, που είχε διαπραγματευτεί την ταπεινωτική τους παράδοση. Αλλά ο Αντίπατρος ήταν ανένδοτος και επιπλέον θανάτωσε τον πρεσβευτή. Σύντομα ωστόσο οι συνθήκες άλλαξαν αναπάντεχα με τον θάνατο του Αντίπατρου. Ο Πολυπέρχων, που τον διαδέχθηκε, ένας παλαιός αξιωματικός του Φιλίππου Β' και συμπολεμιστής του Αλεξάνδρου, προσπάθησε να συμφιλιωθεί με τους Έλληνες και τους επέτρεψε να αποκαταστήσουν τα παλαιά τους πολιτεύματα. Στους Αθηναίους έδωσε την άδεια να δεχτούν πίσω όσους είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν την πόλη όταν απώλεσαν τα πολιτικά τους δικαιώματα και να πάρουν πάλι τον έλεγχο της Σάμου.

Αναπτερωμένοι οι δημοκρατικοί Αθηναίοι καταδίκασαν σε θάνατο τους ηγέτες τους που είχαν συνεργαστεί με τον Αντίπατρο. Επιφανέστερος ανάμεσά τους ήταν ο Φωκίων, που είχε εκλεγεί 45 φορές στρατηγός και ήταν πλέον πάνω από 80 ετών. Η δίκη έγινε σε έκρυθμες συνθήκες και χωρίς να τηρηθούν οι συνήθεις δημοκρατικές διαδικασίες. Για πρώτη φορά στην Εκκλησία του Δήμου παρευρίσκονταν ανεμπόδιστα δούλοι και ξένοι. Αλλά τα πάθη ήταν ιδιαιτέρως οξυμμένα, καθώς πολλοί είχαν υποφέρει σκληρά.

Ο Πολυπέρχων κινδύνευε πλέον από τον Αντίγονο, που με τον μεγάλο του στρατό και τον έλεγχο των θησαυροφυλακίων της Ασίας διεκδικούσε τη γενική εξουσία. Για την αντιμετώπισή του συμφιλιώθηκε με τον Ευμένη και τον διόρισε στρατηγό της Ασίας. Επιπλέον, ενίσχυσε τη θέση του προσκαλώντας από την Ήπειρο, όπου είχε καταφύγει, την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Αλεξάνδρου, η οποία ανέλαβε την επιμέλεια του εγγονού της. Μια από της πρώτες της φροντίδες ήταν να θανατώσει τον Αρριδαίο-Φίλιππο Γ' και τη γυναίκα του. Βασιλιάς έπρεπε να απομείνει μόνο ο Αλέξανδρος Δ'. Με τον Αντίγονο πάλι συνέπραττε ο παραγκωνισμένος Κάσσανδρος, ο γιος του Αντίπατρου, που επιθυμούσε να αναλάβει ο ίδιος τη διοίκηση της Μακεδονίας.

Στον Δεύτερο Πόλεμο των Διαδόχων, που διήρκεσε από το 319 έως το 315, ανέδειξαν τις στρατηγικές τους ικανότητες τόσο ο Αντίγονος όσο και ο Ευμένης. Η κρίσιμη μάχη δόθηκε στην Περσία, όπου αμφότεροι είχαν συγκεντρώσει ισχυρές δυνάμεις. Και από τις δύο πλευρές πολεμούσαν Μακεδόνες, νεότεροι και πρεσβύτεροι, καθώς και πλήθος άλλοι πολεμιστές. Η αναμέτρηση άρχισε με συμπλοκή ελεφάντων, 65 από την πλευρά του Αντίγονου, 114 από την πλευρά του Ευμένη. Αμέσως μετά ακολούθησε ιππομαχία και πεζομαχία. Η κατάσταση παρέμενε αμφίρροπη, αλλά ο Αντίγονος κατόρθωσε να κυριεύσει τις αποσκευές των Μακεδόνων που πολεμούσαν με τον Ευμένη. Και αυτοί, που ουδέποτε είχαν συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι τους οδηγούσε στη μάχη ένας Έλληνας, προτίμησαν να ανταλλάξουν τον αρχηγό τους με τις περιουσίες τους. Στα χέρια του Αντίγονου ο Ευμένης βρήκε βασανιστικό θάνατο. Σειρά είχε ο Σέλευκος, ο οποίος ωστόσο πρόλαβε να καταφύγει στην Αίγυπτο, εγκαταλείποντας τη σατραπεία του.

Καθώς ο Αντίγονος κυριαρχούσε στην Ασία, το βασίλειο των Μακεδόνων διεκδικούσε πλέον ο Κάσσανδρος. Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήταν η θανάτωση της Ολυμπιάδας, η δεύτερη ο γάμος του με τη Θεσσαλονίκη, μια άλλη αδελφή του Αλεξάνδρου. Έκτισε μια πόλη στο Θερμαϊκό στην οποία έδωσε το όνομά της, η οποία έμελλε να καταστεί το κυριότερο λιμάνι της Μακεδονίας. Αναζητώντας συμμάχους, επανίδρυσε τη Θήβα, είκοσι χρόνια μετά την ισοπέδωσή της, δίνοντας την άδεια στους επιζώντες παλαιούς κατοίκους να επιστρέψουν στην πόλη τους. Στην Αθήνα ωστόσο επέβαλε πάλι φρουρά, κατήργησε τη δημοκρατία και όρισε επιμελητή της πόλης τον αριστοτελικό φιλόσοφο Δημήτριο Φαληρέα.

Αμέσως μετά ξέσπασε Τρίτος Πόλεμος των Διαδόχων, που συμπαρέσυρε πολλές ελληνικές πόλεις στην Πελοπόννησο, την Αιτωλία, την Ακαρνανία, τη Βοιωτία, την Εύβοια, τα νησιά του Ιονίου, αλλά επίσης την Ήπειρο και άλλες περιοχές. Ο Πτολεμαίος, ο Λυσίμαχος και ο Κάσσανδρος, έχοντας με το μέρος τους τον Σέλευκο, συγκρότησαν συμμαχία εναντίον του Αντίγονου. Ένας από τους λίγους παλαιούς στρατηγούς που συνεργάστηκε με τον Αντίγονο ήταν ο Πολυπέρχων, ο οποίος, διωγμένος από τη Μακεδονία, είχε ως βάση του την Πελοπόννησο. Ο Αντίγονος αξιοποιούσε επίσης τις στρατηγικές ικανότητες του νεαρού γιου του Δημητρίου. Μια μεγάλη ήττα ωστόσο του Δημητρίου στη Γάζα επέτρεψε στον Σέλευκο να ανακτήσει τον έλεγχο της Βαβυλωνίας.

Το 311 οι ισορροπίες δυνάμεων υποχρέωσαν τους πάντες να συνάψουν νέα συνθήκη. Ο Κάσσανδρος αναγνωρίστηκε επισήμως στρατηγός της Ευρώπης έως την ενηλικίωση του μικρού Αλεξάνδρου Δ', και ο Αντίγονος στρατηγός της Ασίας. Ο Λυσίμαχος διατήρησε τον έλεγχο της Θράκης, ο Πτολεμαίος της Αιγύπτου έως τη Λιβύη και την Αραβία, ενώ οι ελληνικές πόλεις αφέθηκαν τυπικώς αυτόνομες. Η συμφωνία δεν περιλάμβανε τον Πολυπέρχοντα και τον Σέλευκο, αλλά αμφότεροι διατήρησαν τις περιοχές που είχαν κατακτήσει, στην Πελοπόννησο ο πρώτος, στη Βαβυλωνία ο δεύτερος. Ο διακανονισμός έδειχνε εύλογος και ανταποκρινόταν στην πραγματική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, αλλά παρέμενε από τη φύση του προσωρινός, εφόσον υπήρχε ακόμη νόμιμος κληρονόμος όλου του βασιλείου. Την εκκρεμότητα αυτή ανέλαβε να διευθετήσει ο Κάσσανδρος, δολοφονώντας τον μικρό Αλέξανδρο και τη μητέρα του. Οι Διάδοχοι δεν είχαν πλέον καμία τυπική υποχρέωση να εμφανίζονται ως προστάτες της ξεκληρισμένης πλέον δυναστείας των Αργεαδών.

Η συνθήκη των Διαδόχων δεν οδήγησε σε γενική ειρήνη. Στο ευρύτερο Αιγαίο οι ανταγωνισμοί συνεχίζονταν διαρκείς. Ο Πολυπέρχων επιχείρησε να ανεβάσει στον θρόνο της Μακεδονίας τον ανήλικο Ηρακλή, ως τέκνο του Αλεξάνδρου, αλλά ο Κάσσανδρος τον έπεισε ότι ήταν για το συμφέρον όλων να τον δολοφονήσουν και αυτόν. Ο Δημήτριος, ο γιος του Αντίγονου, κατέλαβε την Αθήνα και την απάλλαξε από τη μακεδονική φρουρά. Ο Δημήτριος Φαληρέας, εντεταλμένος επιμελητής της, κατέφυγε στη Θήβα και τελικώς στην Αλεξάνδρεια - όπου διέπρεψε στα γράμματα. Για την αποκατάσταση της δημοκρατίας μετά από 15 χρόνια, ο απελευθερωτής Δημήτριος δέχτηκε από τους Αθηναίους τιμές πρωτόγνωρες και υπερβολικές ως Σωτήρας - δείγμα της παθιασμένης προσήλωσής τους στο πάτριο πολίτευμα. Στις δέκα φυλές προστέθηκαν η Αντιγονίς και η Δημητριάς, για να τιμηθούν οι νέοι ευεργέτες και, για να εκπροσωπηθούν, οι βουλευτές αυξήθηκαν από 500 σε 600. Αμέσως μετά ο Δημήτριος έδιωξε τη μακεδονική φρουρά από τα Μέγαρα. Επιθυμούσε να αναγνωριστεί ως ελευθερωτής των Ελλήνων - και πράγματι απελευθέρωσε αρκετές ελληνικές πόλεις. Συγκάλεσε το Συνέδριο της Κορίνθου και αναγορεύτηκε ηγεμόνας της Ελλάδας, όπως είχαν πράξει ο Φίλιππος Β' και ο Αλέξανδρος Γ'.

Όταν το 306 ο Δημήτριος κατέλαβε την Κύπρο με πείσμονες μάχες και πολύνεκρες ναυμαχίες, ο πατέρας του και αυτός αυτοανακηρύχθηκαν βασιλείς και φόρεσαν διαδήματα. Ο Πτολεμαίος, ο Λυσίμαχος, ο Σέλευκος και ο Κάσσανδρος έσπευσαν να τους μιμηθούν. Η αυτοκρατορία την οποία είχε οικοδομήσει ο Αλέξανδρος διέθετε πλέον μια πλειάδα βασιλέων. Τέσσερις από αυτούς ήταν στρατηγοί του και δύο, ο Κάσσανδρος και ο Δημήτριος, τέκνα στρατηγών.

Ο Δημήτριος, με τη δυναμική και εντυπωσιακή πολιορκία της Ρόδου, που κράτησε έναν χρόνο, κέρδισε τον τίτλο του Πολιορκητή - μολονότι τελικώς η Ρόδος δεν κατακτήθηκε και διατήρησε σχετική αυτονομία. Οι άνδρες της είχαν αμυνθεί γενναία από τα τείχη της πόλης σε ναυμαχίες στις οποίες πυρπολούσαν τα εχθρικά πλοία, προσδένοντας τους φλεγόμενες βάρκες και καταστρέφοντας τις περίτεχνες πολιορκητικές μηχανές, πολλές από τις οποίες ήταν πλωτές. Όπως παραδίδει ο Πλούταρχος, μετά από τη συμφωνία που επήλθε με τη μεσολάβηση των Αθηναίων και άλλων Ελλήνων, οι Ρόδιοι ζήτησαν από τον πολιορκητή τους να τους αφήσει ως ενθύμιο της ανδρείας τους δείγματα των πολιορκητικών του μηχανών. Από την πώλησή τους, σύμφωνα με την παράδοση που διασώζει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, οι Ρόδιοι συγκέντρωσαν αρκετά χρήματα για να κατασκευάσουν μέσα σε 12 χρόνια το μεγαλύτερο ορειχάλκινο άγαλμα της εποχής, αφιερωμένο στον θεό Ήλιο. Ο Κολοσσός της Ρόδου, όπως ονομάστηκε, ήταν έργο ενός μαθητή του Λύσιππου και είχε ύψος μεγαλύτερο από 30 μέτρα (όσο και το Άγαλμα της Ελευθερίας στη Νέα Υόρκη).

Ο Σέλευκος πάλι, που επειγόταν να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του προς τη Μεσόγειο, όπου διεξάγονταν πλέον οι σημαντικότεροι αγώνες, παρέδωσε τις ανατολικότερες περιοχές του βασιλείου του στους Ινδούς με αντάλλαγμα 500 πολεμικούς ελέφαντες.

Οι συνεχείς συγκρούσεις στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία από το 303 αριθμούνται ως Τέταρτος Πόλεμος των Διαδόχων. Έληξαν το 301 στην Ιψό της Φρυγίας, όπου δόθηκε μία από τις σημαντικότερες μάχες της εποχής. Από τη μια πλευρά ήταν ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος με τον γιο του Δημήτριο, επικεφαλής ενός στρατού που διέθετε 70.000 πεζούς, 10.000 ιππείς και 75 ελέφαντες. Από την άλλη, συνασπισμένοι ο Κάσσανδρος, ο Λυσίμαχος και ο Σέλευκος με τον γιο του Αντίοχο. (Με το μέρος τους ήταν επίσης ο Πτολεμαίος, που ωστόσο δεν πήρε μέρος στη μάχη.) Όλοι μαζί διέθεταν 64.000 πεζούς, 10.500 ιππείς, 400 ελέφαντες και 120 άρματα. Η υπεροχή των συνασπισμένων σε ελέφαντες υπήρξε, καθώς φαίνεται, καθοριστική. Ο Δημήτριος με τους ιππείς του καταδίωξε τον Αντίοχο, αλλά οι ελέφαντες του Σέλευκου τον απέκοψαν από τον στρατό του πατέρα του. Ηττημένος ο Αντίγονος, χτυπήθηκε από εχθρικά ακόντια και σκοτώθηκε. Ήταν πλέον 81 ετών. Οι αντίπαλοί του τον έθαψαν με βασιλικές τιμές και διαμοιράστηκαν την επικράτειά του.

Μεγάλοι κερδισμένοι βγήκαν ο Σέλευκος και ο Λυσίμαχος. Ο πρώτος κυριαρχούσε πλέον από τον Ευφράτη ποταμό έως τη Συρία, ο δεύτερος στη Θράκη και το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας. Ο Πτολεμαίος, πέρα από την Αίγυπτο, είχε καταλάβει μόνος του τη νότια Συρία, γνωστή ως Κοίλη Συρία. Ο Κάσσανδρος διατήρησε το βασίλειο της Μακεδονίας, αλλά δεν έζησε για πολύ ακόμη. Έτσι, η μάχη στην Ιψό έκρινε την τύχη της αυτοκρατορίας που είχε κατακτήσει ο Αλέξανδρος. Δεν υπήρχε πλέον ούτε κληρονόμος ούτε διεκδικητής για το σύνολό της. Τη θέση της πήραν τέσσερα μεγάλα βασίλεια.

Εκτός από τα μεγάλα βασίλεια των Διαδόχων, την ίδια περίπου εποχή διαμορφώθηκαν και άλλα μικρότερα, τα οποία είτε εκμεταλλεύονταν τα κενά που δημιουργούσαν οι ισορροπίες δυνάμεων είτε ενθαρρύνονταν από τους ίδιους τους νέους βασιλείς. Τέτοια βασίλεια ήταν της Βιθυνίας και του Πόντου στη Μικρά Ασία ή των Θρακών, που ζούσαν έξω από την επικράτεια του Λυσιμάχου και πολεμούσαν εναντίον του σχεδόν διαρκώς. Σημαντικό για τις εξελίξεις αποδείχθηκε επίσης το παλαιό βασίλειο της Ηπείρου. Βασιλικό τίτλο διεκδίκησε στη Σικελία και ο τύραννος Αγαθοκλής.

Ο Αγαθοκλής είχε πάρει την εξουσία στις Συρακούσες από το 317 σε συνθήκες που θύμιζαν κοινωνική εξέγερση. Το σύνθημά του ήταν η κατάργηση των χρεών και η αναδιανομή γης στους φτωχούς. Επιπλέον, ενίσχυσε το δημόσιο ταμείο και προετοίμασε στρατιωτικά την πόλη. Γρήγορα επέκτεινε την εξουσία του σε πολλές άλλες σικελικές πόλεις. Στον μακρό του πολιτικό βίο πολεμούσε σχεδόν αδιάκοπα, άλλοτε εναντίον εσωτερικών του αντιπάλων, άλλοτε εναντίον των σικελικών πόλεων που δεν ανέχονταν την υποταγή τους και άλλοτε εναντίον των Καρχηδονίων. Διακρίθηκε για τις μεγάλες του στρατηγικές ικανότητες αλλά και για τη σκληρότητά του. Φαίνεται ότι με τη μεγαλύτερη ευκολία αθετούσε τις συμφωνίες του και θανάτωνε όσους του αντιστέκονταν - κάποτε κατά χιλιάδες. Στις μεγάλες του επιχειρήσεις στη Λιβύη οι επιτυχίες εναλλάσσονταν με αποτυχίες.

Το 306, όταν ο Αγαθοκλής πληροφορήθηκε ότι οι στρατηγοί του Αλεξάνδρου φόρεσαν βασιλικά διαδήματα, αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς - προτιμώντας ωστόσο να διατηρήσει το στεφάνι του ιερατικού αξιώματος που ήδη κατείχε. Θεωρούσε πως δεν ήταν κατώτερος από τους άλλους βασιλείς ούτε σε εξουσία ούτε σε κατορθώματα. Όταν πέθανε δολοφονημένος το 289, στις Συρακούσες αποκαταστάθηκε το μετριοπαθές δημοκρατικό πολίτευμα που είχε εγκαθιδρύσει ο Τιμολέων. Στο μεταξύ ο Αγαθοκλής είχε συνάψει συμμαχία με τον Δημήτριο Πολιορκητή, η οποία δεν πρόλαβε να αποδώσει καρπούς.

Μετά τη μάχη στην Ιψό ο Δημήτριος επέστρεψε στην Αθήνα με έναν μικρό στρατό για να ξεκινήσει νέους αγώνες. Διέθετε ακόμη ισχυρό ναυτικό με βάσεις στα ιωνικά παράλια, την Κύπρο, τα νησιά του Αιγαίου, αλλά επίσης στα Μέγαρα και την Κόρινθο. Ενημερωμένοι για τη νέα κατάσταση, οι Αθηναίοι δεν άνοιξαν τις πύλες τους στον παλαιό τους ευεργέτη. Στη δραματική θέση που βρέθηκε, του παρουσιάστηκε ωστόσο αναπάντεχη ευκαιρία, καθώς ο Πτολεμαίος είχε συμμαχήσει με τον Λυσίμαχο. Απομονωμένος και απειλημένος, ο Σέλευκος πρότεινε στον Δημήτριο να ενεργήσουν μαζί για να τους αντιμετωπίσουν. Ο Δημήτριος άρχισε έτσι επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Μία από τις πρώτες του επιτυχίες ήταν η κατάληψη της Αθήνας ύστερα από πολιορκία που προκάλεσε φοβερό λιμό. Στην πόλη εισήλθε και πάλι ως ελευθερωτής, ανατρέποντας τον τύραννο που της είχε επιβληθεί. Αμέσως μετά ξεκίνησε να κατακτήσει τη Σπάρτη. Νίκησε τον βασιλιά της Αρχίδαμο Δ' (305-275) και εισέβαλε στη Λακωνία. Πριν εισέλθει στην πόλη ωστόσο, πληροφορήθηκε ότι κινδύνευε άμεσα από τον Λυσίμαχο και τον Πτολεμαίο και αναγκάστηκε να αλλάξει πορεία. Για μία ακόμη φορά, οι ηττημένοι Σπαρτιάτες δεν υποχρεώθηκαν να δουν ξένα στρατεύματα μέσα στην πόλη τους.

Όταν πέθανε ο Κάσσανδρος, τα νεαρά τέκνα του συγκρούστηκαν για τον θρόνο της Μακεδονίας. Προσκεκλημένος από τον έναν διεκδικητή, ο Δημήτριος κατέλαβε το βασίλειο της Μακεδονίας για λογαριασμό του και δολοφόνησε τα δύο αδέλφια. Στη συνέχεια κυριάρχησε στη Θεσσαλία, όπου ίδρυσε μια νέα πρωτεύουσα στον Παγασητικό, τη Δημητριάδα. Είχε πλέον ικανό συνεργάτη τον γιο του Αντίγονο Γονατά. Με στόχο να ξανακερδίσει το χαμένο βασίλειο του πατέρα του, άρχισε τις μεγαλύτερες προετοιμασίες που είχαν γίνει από την εποχή του Αλεξάνδρου για μια εκστρατεία στην Ασία. Ο Πλούταρχος κάνει λόγο για 98.000 πεζούς, σχεδόν 12.000 ιππείς και 500 πλοία. Απειλούσε πλέον ανοιχτά και τους τρεις άλλους βασιλείς, τον Σέλευκο, τον Πτολεμαίο και τον Λυσίμαχο, που για να τον αντιμετωπίσουν συνασπίστηκαν μεταξύ τους και συμμάχησαν με τον βασιλιά της Ηπείρου, τον Πύρρο.

Το 287 ο Δημήτριος αποφάσισε να κινηθεί πρώτα εναντίον του Πύρρου. Πίστευε ότι οι Μακεδόνες θα πολεμούσαν αποφασιστικότερα εναντίον ενός ξένου παρά εναντίον ενός στρατηγού του Αλεξάνδρου. Αλλά όταν έφτασε στη Βέροια, οι άνδρες του τον εγκατέλειψαν και προσχώρησαν στον εχθρό. Οι Μακεδόνες είχαν κουραστεί να αγωνίζονται για τη δική του τρυφηλή ζωή. Μπροστά στην εξέλιξη αυτή, ο Δημήτριος πήγε στη σκηνή του, έβγαλε τα βασιλικά ενδύματα και το έσκασε μεταμφιεσμένος - όπως κάνουν οι ηθοποιοί, σημειώνει ο Πλούταρχος. Είχε βασιλεύσει στη Μακεδονία για επτά χρόνια. Το βασίλειο της Μακεδονίας διαμοιράστηκαν ο Πύρρος και ο Λυσίμαχος.

Ο Δημήτριος δεν το έβαλε κάτω και ανοίχτηκε σε νέες περιπέτειες. Βρίσκοντας για μια ακόμη φορά τους Αθηναίους απρόθυμους να τον δεχτούν και έτοιμους να επαναφέρουν τη δημοκρατία τους, στράφηκε προς την Ασία. Το 285 ωστόσο αιχμαλωτίστηκε από τον Σέλευκο και πέθανε τρία χρόνια αργότερα σε ηλικία 54 ετών, μέθυσος και σε κατάσταση πλήρους παρακμής.

Ύστερα από περιπέτειες, το βασίλειο της Μακεδονίας πέρασε στην εξουσία του Λυσιμάχου. Σύντομα, ωστόσο, ο Λυσίμαχος συγκρούστηκε με τον Σέλευκο για τον έλεγχο της Φρυγίας - αλλά και τη γενικότερη κυριαρχία. Οι δύο βασιλείς ήταν πλέον σχεδόν 80 ετών. Το 281, σε μια κρίσιμη μάχη στο Κουροπέδιο κοντά στη Μαγνησία, ο Λυσίμαχος σκοτώθηκε, αλλά ο Σέλευκος, καθώς περνούσε στην Ευρώπη και διεκδικούσε πλέον το σύνολο της παλαιάς αυτοκρατορίας (εκτός από την Αίγυπτο), δολοφονήθηκε από τον προστατευόμενό του Πτολεμαίο Κεραυνό. Βασιλιάς της Μακεδονίας ανέλαβε έτσι ο νεαρός δολοφόνος, ενώ στο βασίλειο του Σέλευκου εδραιωνόταν ο γιος του Αντίοχος. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός, που βρέθηκε ανέλπιστα βασιλιάς της Μακεδονίας, ήταν γιος του Πτολεμαίου της Αιγύπτου, αλλά είχε παραγκωνιστεί στη διαδοχή για χάρη του μικρότερου αδελφού του. Μέσα σε έναν χρόνο πάντως σκοτώθηκε και αυτός, πολεμώντας με Κέλτες επιδρομείς, που άρχισαν να κατακλύζουν σε απίστευτα μεγάλους αριθμούς τη Μακεδονία.

Ορισμένοι από τους Κέλτες, τους οποίους οι Έλληνες αποκάλεσαν Γαλάτες, έφτασαν έως τους Δελφούς. Για την αντιμετώπισή τους δημιουργήθηκε μια συμμαχία, στην οποία συμμετείχαν οι Αιτωλοί, οι Βοιωτοί, οι Φωκείς, αλλά επίσης οι Αθηναίοι και διάφορες άλλες ελληνικές πόλεις. Οι σύμμαχοι είχαν τη συνδρομή τόσο του Αντίγονου Γονατά όσο και του Αντίοχου. Γράφοντας αιώνες αργότερα για αυτό τον αγώνα των Ελλήνων εναντίον των επικίνδυνων επιδρομέων, ο περιηγητής Παυσανίας τον παραλλήλισε με τους Περσικούς Πολέμους. Η εισβολή στην Ελλάδα αποκρούστηκε, αλλά πολλοί Γαλάτες κατέκλυσαν, εκτός από τη Μακεδονία, και τη Μικρά Ασία. Αποφασιστικό πλήγμα τούς έδωσε πάντως ο ίδιος ο Αντίγονος Γονατάς, ο οποίος με τη νίκη του αυτή κέρδισε το 276 το βασίλειο της Μακεδονίας. Πολύ σύντομα τους επιδρομείς νίκησε και ο Αντίοχος στην Ασία. Οι Γαλάτες αξιοποιήθηκαν στη συνέχεια περισσότερο ως μισθοφόροι. Από την εγκατάστασή τους στη Μικρά Ασία μια περιοχή ονομάστηκε Γαλατία.

Μισό αιώνα περίπου μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, τα τέσσερα βασίλεια στα οποία είχε διαμοιραστεί η αυτοκρατορία του περιορίστηκαν σε τρία. Στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τη Θράκη βασιλιάς ήταν ο Αντίγονος Γονατάς (276-239), γιος του Δημητρίου και εγγονός του Αντίγονου του Μονόφθαλμου αλλά και του Αντίπατρου από την πλευρά της μητέρας του. Στη Συρία, τη Μεσοποταμία και σε μεγάλο μέρος της Μικρά Ασίας βασίλευε ο γιος του Σέλευκου Α', ο Αντίοχος Α' (281-261). Λίγο νωρίτερα, τον Πτολεμαίο Α' είχε διαδεχθεί ο γιος του Πτολεμαίος Β' (285-246) - που έμεινε γνωστός ως Φιλάδελφος επειδή παντρεύτηκε την αδελφή του Αρσινόη. Κυριαρχούσε στην Αίγυπτο, την Κοίλη Συρία, την Κύπρο και πολλά νησιά του Αιγαίου. (Η Αρσινόη, που σε πρώτο γάμο είχε παντρευτεί τον Λυσίμαχο και σε δεύτερο τον ετεροθαλή της αδελφό Πτολεμαίο Κεραυνό, έμελλε, ως σύζυγος του Πτολεμαίου Β', να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στην Αίγυπτο.)

Εάν ο Αλέξανδρος είχε περάσει στην Ιταλία

Θύμα δυναστικών συγκρούσεων, ο Πύρρος είχε ζήσει περιπετειώδη παιδικά χρόνια. Έγινε για πρώτη φορά βασιλιάς της Ηπείρου δώδεκα ετών, αλλά στα δεκαεπτά του έχασε τον θρόνο και μπήκε στην υπηρεσία του Δημητρίου Πολιορκητή. Διακρίθηκε στη μάχη της Ιψού και παρέμεινε στην υπηρεσία του προστάτη του μετά την ήττα. Όταν ο Δημήτριος ήρθε σε συμφωνία με τον Πτολεμαίο, ο Πύρρος παραδόθηκε στην Αίγυπτο ως όμηρος. Με τη βοήθεια του Πτολεμαίου ξανακέρδισε το βασίλειό του, στην αρχή συμβασιλεύοντας και στη συνέχεια ως απόλυτος μονάρχης. Η επιγαμία του με τον οίκο του Αγαθοκλή τού απέφερε επίσης κυριαρχία στην Κέρκυρα. Ήταν πλέον αρκετά ισχυρός ώστε να διεκδικήσει ακόμη και το βασίλειο της Μακεδονίας. Στη Βέροια κατατρόπωσε τον Δημήτριο, χωρίς να δώσει μάχη, και μοιράστηκε τη Μακεδονία με τον Λυσίμαχο. Σύντομα ωστόσο υποχρεώθηκε να περιοριστεί πάλι στην Ήπειρο.

Μια νέα περίοδος άρχισε στη ζωή του Πύρρου όταν το 280 τον προσκάλεσαν οι κάτοικοι του Τάραντα και άλλων ελληνικών πόλεων στην Κάτω Ιταλία να ηγηθεί στον αγώνα τους εναντίον των Ρωμαίων. Ο Πύρρος αποδέχθηκε την πρόσκληση με την ελπίδα όχι μόνο να νικήσει τους Ρωμαίους που απειλούσαν τους Έλληνες, αλλά να κυριαρχήσει στη Σικελία και να αναλάβει τον παλαιό αγώνα εναντίον των Καρχηδονίων. Αφού συγκέντρωσε τον κατάλληλο μεταφορικό στόλο, επιβίβασε 3.000 ιππείς, 20.000 πεζούς, 2.000 τοξότες, 500 σφενδονιστές και 20 ελέφαντες. Έχασε ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος του στρατού σε θαλασσοταραχή και υποχρεώθηκε να βασιστεί κυρίως στα στρατεύματα που ήταν διατεθειμένοι να προσφέρουν αυτοί που τον προσκάλεσαν.

Πολεμώντας εναντίον των Ρωμαίων, ο Πύρρος διαπίστωσε την τρομερή πειθαρχία και το πείσμα των εχθρών του. Κατάφερε όμως να τους νικήσει σε αποφασιστικές μάχες, χάρη στην ανδρεία του και τους ελέφαντες που φαίνεται ότι έπαιρναν για πρώτη φορά μέρος στις στρατιωτικές συγκρούσεις της Ιταλίας. Οι αναμετρήσεις, ωστόσο, ήταν πολύνεκρες, και μόνο οι Ρωμαίοι διέθεταν επαρκείς εφεδρείες. Ο Πύρρος ισχυρίστηκε, καθώς λέγεται, ότι μία ακόμη τέτοια νίκη εναντίον των Ρωμαίων θα τον κατέστρεφε παντελώς.

Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι είχαν ήδη αναμετρηθεί στην Ιταλία πριν από την άφιξη του Πύρρου, αλλά δεν γνωρίζονταν καλά μεταξύ τους. Οι Ρωμαίοι ήταν πληροφορημένοι για τον Αλέξανδρο και τα απίστευτα κατορθώματά του. Ορισμένοι ήθελαν να πιστεύουν ότι, αν είχε περάσει στην Ιταλία, θα μπορούσαν να τον νικήσουν και να κατακτήσουν αιώνια δόξα. Έτσι, κάθε συμβιβασμός με τον Πύρρο τούς φαινόταν αδιανόητος. Στις διαπραγματεύσεις που διεξήγαγαν με τον απεσταλμένο του, έναν μαθητή του Δημοσθένη, έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ελληνική φιλοσοφία. Τη μεγαλύτερη εντύπωση τους προξένησε η διδασκαλία του Επίκουρου, η οποία σημείωνε επιτυχία ακόμη και στους στρατιωτικούς κύκλους των Μακεδόνων. Θεώρησαν παράδοξο να πιστεύει κανείς, όπως ο Επίκουρος, ότι οι θεοί δεν ενδιαφέρονται για τα ανθρώπινα και ταυτοχρόνως να μάχεται, όπως ο Πύρρος.

Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, προβληματίστηκαν για τις αιτίες της ρωμαϊκής πειθαρχίας και αποφασιστικότητας. Ο απεσταλμένος του Πύρρου τις αναζήτησε στο πολίτευμα (όπως άλλωστε και αρκετοί Έλληνες ύστερα από αυτόν). Η Σύγκλητος του έδωσε την εντύπωση ενός συνεδρίου με πολλούς βασιλείς. Οι δύο πλευρές πάντως, σύμφωνα με την παράδοση που διασώθηκε, αισθάνθηκαν η μία για την άλλη περισσότερο δέος και θαυμασμό παρά μίσος.

Για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο, οι Ρωμαίοι συμμάχησαν με τους Καρχηδόνιους, και αυτοί με τη σειρά τους επιτέθηκαν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα εναντίον των Ελλήνων της Σικελίας. Οι πολιορκημένοι Συρακούσιοι έσπευσαν να προσκαλέσουν τον Πύρρο, που είχε άλλωστε παντρευτεί θυγατέρα του Αγαθοκλή. Έτσι, δύο περίπου χρόνια μετά από την άφιξή του στην Ιταλία, ο Πύρρος πέρασε στη Σικελία και άρχισε να κατατροπώνει τους Καρχηδόνιους του νησιού, πολεμώντας συχνά ο ίδιος στην πρώτη γραμμή. Οι Συρακούσιοι, ωστόσο, και οι άλλοι Έλληνες της Σικελίας σύντομα αντιλήφθηκαν ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να υποβληθούν στους κόπους και την πειθαρχία που απαιτούσε αυτή η αναμέτρηση. Στη συμπεριφορά του Πύρρου είδαν περισσότερο έναν τύραννο παρά έναν ελευθερωτή. Ορισμένοι άρχισαν να συμμαχούν με τους Καρχηδόνιους. Ο Πύρρος αποφάσισε να επιστρέψει στην Ιταλία, αλλά αυτή τη φορά ηττήθηκε από τους Ρωμαίους. Ύστερα από αγώνες έξι χρόνων, χωρίς επαρκή υποστήριξη και χωρίς χρήματα, επιβιβάστηκε στα πλοία του και αναχώρησε για την Ήπειρο μόνο με 8.000 πεζούς και 500 ιππείς. Στη Μακεδονία βασίλευε πλέον ο Αντίγονος Γονατάς.

Αξιοποιώντας Γαλάτες πολεμιστές, ο Πύρρος άρχισε να κάνει επιδρομές στη Μακεδονία, φέρνοντας κάποτε τον Αντίγονο σε πολύ δύσκολη θέση. Το 272 ωστόσο του παρουσιάστηκε μια νέα ευκαιρία. Αποδέχθηκε την πρόσκληση ενός επιφανούς Σπαρτιάτη που είχε παραμεριστεί από τη διαδοχή και ανέλαβε να τον αποκαταστήσει. Το μέγεθος του στρατού του βεβαίωνε ότι πραγματικός του στόχος ήταν ολόκληρη η Πελοπόννησος.

Η Σπάρτη βρέθηκε απροετοίμαστη, καθώς ο βασιλιάς της Άρευς Α' (309-265), που φαίνεται ότι βασίλευε μόνος εκείνη την εποχή, απουσίαζε σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Κρήτη. Αλλά δεν είχε χάσει το παλαιό της πείσμα. Την πρόχειρη οχύρωση της πόλης ανέλαβαν γυναίκες και γέροντες, αφήνοντας την άμυνα σε νεαρούς πολεμιστές. Στις σκληρές μάχες που ακολούθησαν στις εισόδους της πόλης -η Σπάρτη εξακολουθούσε να μη διαθέτει τείχη- οι γυναίκες παρέμειναν παρούσες, υποβοηθώντας τους άνδρες ακόμη και στα πολεμικά έργα. Ο χρόνος που κέρδισαν με την αυτοθυσία τους οι Σπαρτιάτες αποδείχθηκε σωτήριος. Την ύστατη ώρα κατέφθασαν ενισχύσεις από τον Αντίγονο Γονατά, καθώς επέστρεφε και ο βασιλιάς τους με τους πολεμιστές. Τις επιχειρήσεις αυτές περιέγραψε με λεπτομέρειες, μεταξύ άλλων, ο Ιερώνυμος, ο οποίος άλλωστε είχε οριστεί από τον Δημήτριο Πολιορκητή για ένα διάστημα επιμελητής και αρμοστής της Βοιωτίας. Από τη χαμένη του αφήγηση αντέγραψε ο Πλούταρχος.

Ο Πύρρος αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί, αλλά δεν εγκατέλειψε την Πελοπόννησο. Προσπάθησε να εκμεταλλευτεί μια άλλη εσωτερική σύγκρουση για να κατακτήσει το Άργος και εισέβαλε στην πόλη με ένα μέρος του στρατού του. Οι ελέφαντες ωστόσο που τον συνόδευαν αποδείχθηκαν ακατάλληλοι για οδομαχίες. Προκάλεσαν τον πανικό και εμπόδισαν ακόμη και την υποχώρηση. Από τη στέγη του σπιτιού της μια ηλικιωμένη γυναίκα που προσπαθούσε να σώσει τον γιο της πέταξε ένα κεραμίδι και κατάφερε να σκοτώσει τον Πύρρο, που τελείωσε έτσι άδοξα μια περιπετειώδη ζωή. Οι σύγχρονοί του θεώρησαν ότι, μετά τον Αλέξανδρο, αυτός ήταν ο μεγαλύτερος στρατηγός που είχε αναδείξει η ταραγμένη εποχή. Την τιμητική του ταφή ανέλαβε ο ίδιος ο Αντίγονος Γονατάς.

Την ίδια χρονιά οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τον Τάραντα και σύντομα τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας. Στη Σικελία, ωστόσο, ο Ιέρων Β', που αναδείχθηκε ηγέτης, ανέλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες.

Ο Αντίγονος εδραιώθηκε στη Μακεδονία και από εκεί ασκούσε έλεγχο σε μεγάλο τμήμα του ελληνικού κόσμου. Κύριες βάσεις του ήταν η Χαλκίδα, η Κόρινθος και η Δημητριάδα στον Παγασητικό κόλπο, στις οποίες διατηρούσε φρουρές. Εξουσίαζε ωστόσο και τον Πειραιά, καθώς επίσης διάφορες πόλεις στην Πελοπόννησο, επιβάλλοντας τυράννους της επιλογής του. Για την ανάκτηση του λιμανιού της, η Αθήνα κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια. Μετά τον θάνατο του Πύρρου, το κυριότερό της στήριγμα έγινε ο Πτολεμαίος Β'.

Ο Πτολεμαίος είχε δαπανήσει πολύ χρόνο και κόπο πολεμώντας εναντίον του Αντίοχου. Το μόνιμο ζήτημα αντιπαράθεσης των βασιλείων τους ήταν η κατοχή της Κοίλης Συρίας, που αποτελούσε ζωτικό χώρο και για τα δύο. Σε μια σειρά συγκρούσεων από το 275 έως το 271, που ονομάστηκαν Πρώτος Συριακός Πόλεμος, η Αίγυπτος διατήρησε την εξουσία στα εδάφη που είχε κατακτήσει ο Πτολεμαίος Α'. Ο Πτολεμαίος Β' ήταν πλέον ελεύθερος να ασχοληθεί συστηματικότερα με τις ελληνικές υποθέσεις.

Με κοινό σύνθημα την απελευθέρωση των Ελλήνων, δηλαδή την εκδίωξη από τις ελληνικές πόλεις των φρουρών και των τυράννων που είχε επιβάλει ο Αντίγονος Γονατάς, ο Πτολεμαίος, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες συνέπτυξαν το 268 συμμαχία. Ο Πτολεμαίος ήθελε να περιορίσει τη δύναμη του Αντίγονου, η Αθήνα να ανακτήσει τον Πειραιά, η Σπάρτη να διευρύνει την επιρροή της στην Πελοπόννησο. Στη συμμαχία εντάχθηκαν και αρκετές πελοποννησιακές πόλεις, η Αχαϊκή Συμπολιτεία που είχε ιδρυθεί προσφάτως και ορισμένες κρητικές πόλεις. Αμέσως σχεδόν άρχισαν οι συγκρούσεις με τη Μακεδονία, σε έναν πόλεμο που έμεινε γνωστός ως Χρεμωνίδειος, από το όνομα του Αθηναίου εισηγητή της συμμαχίας. Αλλά η Αίγυπτος δεν μπόρεσε να προσφέρει επαρκή βοήθεια, ενώ άλλες ελληνικές πόλεις δεν έδειξαν μεγάλη προθυμία να συνεργαστούν στην κοινή υπόθεση της ελευθερίας. Οι Σπαρτιάτες πολέμησαν με πείσμα, και ο βασιλιάς τους Άρευς έπεσε μαχόμενος έξω από την Κόρινθο. Οι Αθηναίοι επίσης συνέχισαν να πολεμούν, ακόμη και χωρίς συμμάχους, υπέκυψαν ωστόσο το 263 και υποχρεώθηκαν πάλι να δεχτούν μακεδονική φρουρά και τον εγγονό του Αντίγονου Γονατά ως διοικητή.