Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Η χρήση του μύθου στο Συμπόσιο του Πλάτωνα

Εγκώμιο του Αγάθωνα και σχόλια του Σωκράτη

«Το να είσαι ερωτευμένος είναι μόνο το να είσαι σε μια συνεχή κατάσταση αναισθησίας – να παρεξηγείς έναν συνηθισμένο νεαρό για έναν Έλληνα θεό ή μια συνηθισμένη κοπέλα για μια θεά» Henry Louis Mencken, “Prejudices, First Series”, 1919

Ο Αγάθων (ποιητής και μάλλον εραστής του Παυσανία) γυρίζει την κουβέντα στη θεολογία. «Οι προλαλήσαντες δεν έπλεξαν το εγκώμιο του θεού, αλλά καλοτύχισαν τους ανθρώπους για τα καλά που αυτός χαρίζει. Όμως κανείς δε μίλησε για το ποιόν του θεού που δίνει αυτά τα δώρα»σελ.153. Ο Αγάθων πλέκει το εγκώμιο της ίδιας της θεότητας του έρωτα, μιλάει για τα δικά του μυθολογικά χαρακτηριστικά και για τις αρετές του, και ύστερα για όσα χαρίζει στους ανθρώπους. Το σωστό εγκώμιο, λέει, πρώτα εξηγεί τη φύση και έπειτα τις δωρεές του αντικειμένου του, τεχνική που θα ακολουθήσει και ο Σωκράτης αργότερα.

«Ο Έρωτας είναι ο ευτυχέστερος όλων, γιατί είναι ο ομορφότερος και ο καλύτερος. Είναι δε ο ομορφότερος, Φαίδρε, γιατί είναι ο νεότερος ανάμεσα στους θεούς…Από τη φύση του μισεί τα γεράματα και παραμένει όσο πιο μακριά τους γίνεται. Πάντα νέοι τον συντροφεύουν και πάντα νέος παραμένει, καταπώς λέει κι η παροιμία, ο όμοιος τον όμοιό τους συντροφεύει»σελ.155.

Ο Αγάθωνας εδώ έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον Φαίδρο, αλλά και με τον εραστή του, τον Παυσανία, οι οποίοι είχαν πει ότι απόδειξη της ανωτερότητας του θεού Έρωτα είναι η αρχαιότητά του. Και λέει ότι η αφήγηση του Ησίοδου και του Παρμενίδη για τη δημιουργία του κόσμου και των θεών, αιτία είναι η Ανάγκη. «Ανάγκη» ήταν η προσωποποίηση του αδυσώπητου νόμου της φύσης, της μοίρας, του πεπρωμένου, της αναγκαιότητας. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι ακόμα και οι θεοί ήταν έρμαια της Ανάγκης, την οποία δεν μπορούσαν να ελέγξουν ή να επηρεάσουν. «Με την Ανάγκη ούτε οι θεοί τα βάζουν» είπε ο Σιμωνίδης (Πλάτων, «Πρωταγόρας» 345d). Πράττει πέρα από τη λογική και την ηθική, το θαύμα και την τύχη. Αν εμπλεκόταν ο Έρωτας σε αυτά (στην κοσμογονία και τη θεογονία), δεν θα υπήρχαν οι βαναυσότητες που συναντάμε στον μύθο, αλλά αγάπη και ειρήνη, όπως τώρα που ο Έρωτας βασιλεύει στους θεούς. «Και δεν είναι μόνο νέος, είναι και ανάλαφρος…Χτίζει τη φωλιά του στα συναισθήματα και στις ψυχές των ανθρώπων και των θεών, αλλά όχι σε όλες αδιακρίτως. Όταν συναντηθεί με ψυχή συναισθηματικά σκληρή, αποχωρεί, όμως στην τρυφερή εγκαθίσταται για τα καλά…Γιατί πώς θα μπορούσε να μπαινοβγαίνει αθόρυβα στις ψυχές, που από παντού τις περιβάλλει, αν δεν ήταν ευλύγιστος;…Γιατί ανάμεσα στην ασχήμια και στον Έρωτα μαίνεται ατελεύτητος πόλεμος»σελ.155-157. Για να περιγράψει την ελαφρότητα του Έρωτα, ο Αγάθων χρησιμοποιεί τα λόγια του Ομήρου όταν περιέγραφε στην Ιλιάδα την ελαφρότητα της Άτης*:

«Τα πόδια της ανάερα, στο χώμα δεν πατάνε

απάνω στα κεφάλια των θνητών ακροβατεί»

Κλείνει την περιγραφή του θεού λέγοντας ότι μόνο στην ομορφιά ζει, σε τόπους ολάνθιστους και ευωδιαστούς όπως τα λουλούδια ή οι καλές ψυχές, γιατί σε σώμα, ψυχή ή οτιδήποτε άλλο που δεν ανθοφορεί, ο Έρωτας δεν μπορεί να κατοικήσει.

Αφού περιέγραψε τα κάλλη του θεού, συνεχίζει με τις αρετές του. Ο Έρωτας ούτε αδικεί ούτε αδικείται από θεό ή άνθρωπο, και δεν υφίσταται βία ούτε την ασκεί, γιατί ο καθένας με τη θέλησή του προσέρχεται σε αυτόν. Όσα συνομολογούν αμοιβαία οι εραστές τα επικυρώνουν οι νόμοι, αλλά εκτός από δίκαιος είναι και σώφρον. Εφόσον σωφροσύνη είναι ο εξουσιασμός των ηδονών και των επιθυμιών, και εφόσον καμιά ηδονή δεν είναι ανώτερη του έρωτα, ο Έρωτας τις εξουσιάζει και τις ελέγχει όλες, για να αναδειχτεί σε απόλυτο κάτοχο της σωφροσύνης. Και γενναίος αναδεικνύεται, αφού εξουσιάζει τον πιο ανδρείο από όλους, τον θεό Άρη, που είναι αιχμάλωτος του έρωτα της Αφροδίτης. Εκτός όμως από τις αρετές της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης και της ανδρείας, ο Αγάθων εκθειάζει και τη σοφία του Έρωτα, διατεινόμενος ότι αυτός είναι ο εμπνευστής κάθε δημιουργικής έκφρασης που ανήκει στη σφαίρα των Μουσών και μπορεί οποιονδήποτε να τον κάνει ποιητή, αρκεί να τον αγγίξει. «Ποιος αμφιβάλλει ότι η δημιουργία των ζωντανών οργανισμών είναι αποτέλεσμα της σοφίας του Έρωτα, στην οποία χρωστάει τη γέννηση και την ύπαρξη κάθε μορφή ζωής;»σελ.159 Και οι τεχνίτες, ακόμα και οι θεοί οι ίδιοι, με οδηγό αυτόν επινόησαν την τέχνη τους, ο Απόλλων την τοξευτική, την ιατρική και τη μαντική, οι Μούσες την καλλιτεχνική δημιουργία και ο Δίας τη διακυβέρνηση. «Γι’ αυτό ηρέμησαν τα πράγματα στο βασίλειο των θεών από τη στιγμή που εμφανίστηκε ανάμεσά τους ο Έρωτας, προφανώς ο έρωτας του ωραίου – με την ασχήμια ο θεός δεν έχει καμία σχέση».

Painting of a Symposium found at the Tomb of the Leopards in Etrusca, 480-450 BC

Ο Έρωτας ηρεμεί τη φύση (χαρίζει γαλήνη στα πελάγη και καταλαγιάζει τους ανέμους) αλλά και τους ανθρώπους, ξεριζώνοντας την έχθρα από την καρδιά και γεμίζοντάς τη με φιλία. Διώχνει την αγριάδα και χαρίζει πραότητα, δίνει κουράγιο στον μόχθο, στον πόνο, στον φόβο και στη μάχη, και πρωτοστατεί σε χορούς, γιορτές και θυσίες. Είναι βάλσαμο και χαρά της ζωής.

Για τον Αγάθωνα λοιπόν ο Έρωτας είναι ο πιο ευτυχισμένος, όμορφος, καλός, αγαπητός, φιλειρηνικός, ανάλαφρος, απαλός και ευλύγιστος. Οι αρετές του είναι η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, η αντρειοσύνη και η σοφία, και είναι ο εμπνευστής όλων των υπόλοιπων αρετών των θεών και των ανθρώπων. Θυμίζει έτσι τον Ερυξίμαχο, προσπαθώντας να αποδώσουν και οι δύο στον έρωτα πλήθος χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων, για να τον χωρέσουν σε κάθε πιθαμή ανθρώπινης δραστηριότητας μέχρι και στην φύση την ίδια. Και εκεί που ο Ερυξίμαχος ήταν ψυχρός και ρηχός, με γλώσσα επιστημονική και λόγο άνευ ουσίας, ο Αγάθωνας αποδεικνύεται βέβαια καλύτερος χειριστής του λόγου, χρησιμοποιώντας όμορφες φράσεις και περιγραφές**, για να γίνει όμως υπερφίαλος, αφού συνεχίζει να μιλάει πέραν του σημείου που έχει γίνει κατανοητός ή ενδιαφέρων. Σε αντίθεση με τον Ερυξίμαχο, κάνει χρήση του μύθου, η οποία όμως δεν αρκεί για να σώσει την αποτίμηση του εγκωμίου του, αφού είναι γεμάτη ασυνέπειες (το να λέει ο Ησίοδος ότι ο Έρως προϋπήρχε των υπόλοιπων θεών δεν σημαίνει ότι κυριαρχούσε, οπότε δεν φαίνεται να υπάρχει η ασυνέπεια που καθιστά το ρόλο της Ανάγκης απαραίτητο) και δεν αντέχει στη διαλεκτική κριτική του Σωκράτη (που θα δούμε παρακάτω). Ταυτόχρονα, όσον αφορά την εκμετάλλευση της μυθικής αφήγησης, έρχεται σε σύγκρουση με προηγούμενους ομιλητές, όχι μόνο περιγραφικά, αλλά και ουσιαστικά, με αρχή τον Φαίδρο.

Η διαφορά μεταξύ του Αγάθωνα και του Φαίδρου δεν είναι μόνο επιφανειακή. Ο Φαίδρος παίρνει ένα στοιχείο από την Θεογονία του Ησίοδου και το χρησιμοποιεί σαν τρανταχτή απόδειξη για μια ιδιότητα του Έρωτα. Παίρνει δηλαδή το «γεγονός» ότι ο Έρωτας δημιουργήθηκε πριν από τους υπόλοιπους θεούς και θεωρεί ότι βάσει αυτού μπορεί να αποδώσει στον Έρωτα ένα χαρακτηριστικό (την ανωτερότητά του). Η αρχαιότητα του Έρωτα θεωρείται από τον Φαίδρο σαν μια γνώση ή ένα αξίωμα που, με τη λογική διαδικασία, συνεπάγεται την υπεροχή του. Κάτι αντίστοιχο έκανε και ο Αριστοφάνης που μίλησε πριν τον Αγάθωνα, και χρησιμοποίησε τον μύθο των δίφυλων πλασμάτων για να επαινέσει την ομοφυλοφιλία και την λειτουργία του ερωτικού αισθήματος στους ανθρώπους, σαν αναγκαίο συμπέρασμα της μυθικής του αφήγησης. Ο Αριστοφάνης όμως, έπλασε τον δικό του μύθο για χάρη του εγκωμίου. Δεν μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι χρησιμοποιεί έναν μύθο σαν «γνώση» ή «γεγονός» ή οποιαδήποτε άλλη μορφή αυθεντίας που θα τον οδηγήσει σε ένα δεσμευτικό συμπέρασμα. Ο Αριστοφάνης απλά έχει κάποιες σκέψεις να μοιραστεί, και για να τις κάνει κατανοητές, αν όχι για να μας κάνει να τις βιώσουμε, πλάθει μια ιστορία. Η δικιά του αφήγηση είναι ποιητική (εξάλλου ήταν κωμικός ποιητής), οπότε μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κάποιου είδους συμβολισμός ή υπερβατισμός στην εξιστόρησή του. Γιατί ο Αριστοφάνης ξεκινάει αντίστροφα, περιγράφοντας ένα μύθο που είναι έτσι φτιαγμένος ώστε να μας οδηγήσει σε αυτά που από πριν ήθελε να αξιώσει για τον έρωτα. Είναι ο μόνος επίσης που δεν αναφέρεται στη θεογονία, ο μύθος του αφορά τη δημιουργία των ανθρώπων από τους θεούς˙ θα μπορούσαμε να πούμε ότι εισάγει την ανθρωπογονία στο κείμενο, κάτι που αρμόζει στο περιεχόμενο του εγκωμίου του και τη δικιά του χρήση του μύθου, αφού ο Αριστοφάνης επικεντρώνεται στον άνθρωπο και τα αισθήματά του, στον αισθησιασμό του και στο παράλογο του έρωτα, σαν αναγκαίες συνέπειες του μύθου, εκεί που οι υπόλοιποι περιγράφουν οφέλη και χαρακτηριστικά που προκύπτουν αυθαίρετα μέσα από το έργο του Ησίοδου.

Αυλήτρια σε συμπόσιο

Ο Αγάθωνας έχει ακόμα μια ιδιαιτερότητα στην χρήση της μυθικής αφήγησης. Διορθώνει τον Ησίοδο, όχι μόνο αποδίδοντας νεότητα στον Έρωτα, άλλα και εισάγοντας την Ανάγκη (τους νόμους της φύσης, θα λέγαμε σήμερα) σαν υπαίτια της Θεογονίας αντί του Έρωτα, γιατί θεωρεί πως αν ο Έρωτας υπήρχε από εκείνη την αρχαία εποχή της δημιουργίας των θεών, και εφόσον είναι ο πιο δυνατός από αυτούς (κάτι που δεν προκύπτει τελεσίδικα από την Θεογονία του Ησίοδου), θα αποτρέπονταν οι πόλεμοι του Ουρανού που περιγράφει ο Ησίοδος, αφού η προσφορά του Έρωτα είναι η αρμονία και η αγάπη. Αποδίδει λοιπόν στον Έρωτα τα πιο πάνω χαρακτηριστικά (κάλλη και αρετές), από τη μία παρά την αυθεντία της μυθικής αφήγησης του Ησίοδου, και από την άλλη χρησιμοποιώντας την υπάρχουσα μυθολογία, όταν αναφέρει ότι ακόμα και ο Άρης (ο πιο γενναίος από τους θεούς και τους ανθρώπους) είναι αιχμάλωτος του έρωτα της Αφροδίτης (και άρα μειονεκτεί εν τέλει σε αντρειοσύνη από τον Έρωτα) για να δείξει ότι ο Έρωτας είναι ο πιο ανδρείος από όλους. Χρησιμοποιεί τον μύθο και τον αναιρεί ταυτόχρονα***.

Άρα λοιπόν αντικείμενο του λόγου του Αγάθωνα είναι τα χαρακτηριστικά του ερωτευμένου (είτε του εραστή είτε του ερωμένου), τις αρετές και τα κάλλη του οποίου μόνο να συμβολίσει θέλει στην οντότητα που αυτός βλέπει ως «θεό Έρωτα». Αυτός ο συμβολισμός όμως είναι στεγνός και ανώφελος. Δεν υπάρχει μυθική αφήγηση στον Αγάθωνα, μόνο περιγραφή της θεότητας (αυτός μάλιστα ήταν ο δηλωμένος από την αρχή σκοπός του). Έτσι όμως ο λόγος του δεν οδηγεί σε κανένα συμπέρασμα και στερείται νοήματος, και ο ίδιος δεν μπορεί να δει ότι δεν αντέχει στην κριτική, ούτε αφηγηματικά ούτε νοηματικά.

Αυτή η κριτική έρχεται από τον Πλάτωνα με τα λόγια του Σωκράτη, ο οποίος όταν παίρνει τον λόγο αλλά πριν ξεκινήσει τον εγκωμιασμό του Έρωτα, κάνει ένα σύντομο σχόλιο στα όσα είπε ο Αγάθωνας, με τη μορφή διαλόγου. Κάνει δηλαδή τον σχολιασμό του όχι με τη χρήση μύθου, ούτε μόνο με λογική ανάλυση, αλλά διαλεκτικά, όπως πάντα τον παρουσιάζει ο Πλάτωνας στα κείμενά του.

Σε μια ένδειξη της γνωστής σωκρατικής ειρωνείας, δηλώνει την άγνοιά του και την αδυναμία του να πλέξει ένα εγκώμιο ισάξιο των προλαλησάντων, με μια χαρακτηριστική στον Σωκράτη «παθητική επιθετικότητα» που χρησιμοποιείται για να διαψεύσει τους αντιπάλους του: «Συνειδητοποίησα πόσο γελοίος ήμουν, όταν συμφωνούσα μαζί σας να πλέξω κι εγώ το εγκώμιο του Έρωτα, προσποιούμενος μάλιστα πως είμαι αυθεντία στα ερωτικά θέματα, ενώ ήμουν εντελώς άσχετος και αγνοούσα τον τρόπο σύνθεσης του εγκωμίου γενικά. Γιατί εγώ, από αφέλεια προφανώς, φανταζόμουν ότι πρέπει κανείς να λέει την αλήθεια για ό,τι εγκωμιάζει και ότι αυτό αποτελεί τη βασική προϋπόθεση»σελ.165. Η σωστή μέθοδος σύμφωνα με αυτά που άκουσε από τους υπόλοιπους, υποστηρίζει ο Σωκράτης, είναι να φορτώνουν το αντικείμενο του επαίνου με τα καλύτερα χαρίσματα, υπαρκτά και ανύπαρκτα˙ «και ψέματα να είναι ουδείς ενοχλείται».

Σκηνή συμποσίου σε τοιχογραφία από τάφο στο Paestum Ιταλίας, 475 π.Χ.

Προχωράει σε μια μικρή αλλά εξοντωτική «ανάκριση» του Αγάθωνα για να βγάλει κάποια συμπεράσματα που θα χρησιμοποιήσει στο δικό του εγκώμιο. Ξεκινάει λέγοντας ότι ο έρωτας μπορεί να νοηθεί μόνο ως κάτι που στρέφεται σε κάποιο αντικείμενο. Ο Έρωτας είναι έρωτας για κάποιο πράγμα. Αυτό το πράγμα, αυτό που ερωτεύεται ο Έρωτας, είναι κάτι που αυτός επιθυμεί. Αυτό που κάποιος επιθυμεί όμως, είναι κάτι που σίγουρα δεν έχει, είναι κάτι που του λείπει. Δεν θα αισθανόταν αυτήν την έλλειψη αν το κατείχε, και άρα δεν θα το επιθυμούσε. Και όταν κάποιος λέει ότι επιθυμεί να έχει υγεία και πλούτη ενώ ταυτόχρονα είναι πλούσιος και υγιής, αυτό που εννοεί και θα έπρεπε να πει είναι ότι θέλει και στο μέλλον να έχει αυτά τα αγαθά, που δεν είναι εξασφαλισμένα. Αυτός λοιπόν που λέει «θέλω κάτι» εννοεί ότι θέλει κάτι που δεν κατέχει στο παρόν, κάτι που δεν είναι εξασφαλισμένο ή σίγουρο, κάτι που δεν είναι ο ίδιος, και κάτι που του λείπει.

Έρωτας λοιπόν είναι πόθος για κάτι που είναι σε έλλειψη. Και όπως είπε ο Αγάθωνας προηγουμένως, ο Έρωτας δεν έχει καμία σχέση με τα άσχημα αλλά μόνο με τα ωραία και τα καλά. Άρα Έρωτας είναι ο πόθος για τα ωραία, που συνεπάγεται ότι ο Έρωτας ο ίδιος δεν είναι όμορφος ή ωραίος ή καλός. Πώς λοιπόν μπορεί ο Αγάθων να αποκαλεί τον Έρωτα ωραίο ενώ αυτός επιθυμεί την ομορφιά, που σημαίνει ότι την στερείται; Και αφού τα αγαθά είναι και ωραία, συνεπάγεται πως ο Έρως, με το να στερείται τα ωραία, στερείται και τα αγαθά (εννοώντας τις αρετές). Ήδη λοιπόν, από τον πρόλογο του εγκωμίου του, ο Σωκράτης έχει διαψεύσει όχι μόνο τον Αγάθωνα, αλλά και όλους τους προηγούμενους που είπαν για τον Έρωτα ότι είναι ωραίος, καλός, νέος, σοφός, δυνατός…

Ο Σωκράτης έτσι, παρότι ξεκίνησε το λόγο του διατεινόμενος την άγνοιά του και την αδυναμία του να μιλήσει όσο ωραία μίλησαν οι υπόλοιποι, λίγο πολύ αντέκρουσε τους πάντες. Ο Αγάθωνας παραδέχεται την ήττα του λέγοντας: «Εγώ Σωκράτη, αδυνατώ να αντιπαρατεθώ μαζί σου. Γι’ αυτό ας παραδεχτούμε ότι είναι έτσι, όπως τα λες». Ο φιλόσοφος συνεχίζει με την αξίωση ότι αυτός ο ίδιος δεν είναι σημαντικός (εξάλλου αυτός δεν γνωρίζει τίποτα), αλλά αυτό που τους οδήγησε στο συμπέρασμά τους είναι η λογική. «Με την αλήθεια δεν μπορείς να τα βάλεις˙ με τον Σωκράτη είναι σχεδόν παιχνιδάκι»σελ.173, του απαντάει, και αρχίζει αμέσως να περιγράφει τη συνάντησή του με την σοφή Διοτίμα, για να μεταφέρει στους υπόλοιπους όσα αυτή του είπε για τον έρωτα.

--------------------

* Άτη: Κόρη του Δία για τον Όμηρο, κόρη της Έριδος για τον Ησίοδο. Δευτερεύουσα δαιμονική θεότητα της βλάβης και της φθοράς, που προξενεί στους ανθρώπους τυφλό πάθος και σύγχυση φρενών χωρίς να το καταλάβουν, πατώντας απαλά πάνω στα κεφάλια τους.

** Ο Ιωάννης Συκουτρής χαρακτηρίζει το εγκώμιο του Αγάθωνα «μια ρητορική μονωδία, ένα ‘πεζοτράγουδο’ προς τον έρωτα», όπου «ο έρως εκτρέπεται εις αντικείμενον αφιλοσοφήτου και πομφολυγώδους λυρισμού»

*** Όπως θα δούμε αργότερα, στο τέλος του Συμποσίου ο Σωκράτης χρησιμοποιεί επίσης τον μύθο, που έρχεται να «δικαιολογήσει» τις θέσεις του που ήδη έχει εκθέσει: Ο Έρωτας δεν μπορεί να επιθυμεί την ομορφιά και ταυτόχρονα να είναι όμορφος αφού επιθυμούμε αυτό που δεν έχουμε. Ούτε άσχημος μπορεί να είναι όμως, είναι κάτι ενδιάμεσο. Αυτό εξηγείται μυθολογικά, από το ότι γεννήθηκε από την άσχημη Πενία με πατέρα τον όμορφο Πόρο. Μετά τη μυθολογική του αφήγηση, ο Σωκράτης συνεχίζει τη διαλεκτική του για να βγάλει και άλλα συμπεράσματα. Την χρησιμοποιεί δηλαδή και για να αποδείξει την ορθότητα αυτών που είπε, και για να οδηγηθεί στο γεγονός ότι ο Έρωτας είναι το υποκείμενο του έρωτα, όχι το αντικείμενο. Αφού είναι το υποκείμενο, έχει αντικείμενο, το οποίο εξηγεί πως είναι η αθανασία.

----------------

Χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση του Δημήτρη Κοσμά από το:
Πλάτωνος Συμπόσιον (εκδ. Γνώση, 2011)
Για ιστορικά και μυθολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν:
Πλάτωνος Συμπόσιον (εκδ. Κάκτος, μετάφραση/σχόλια Ιωάννης Συκουτρής, 2005)
Δημήτρης Σαραντάκος – Τι μας έμαθαν επιτέλους οι αρχαίοι Έλληνες; (εκδ. Γνώση, 2010)
Alfred-Edward Taylor – Πλάτων, ο Άνθρωπος και το Έργο του (εκδ. ΜΙΕΤ, 2009)
Ησίοδος – Θεογονία

Ο ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΣΤΟΝ ΟΜΗΡΟ - Ιλιάδα

Διὸς βουλή

Ήδη το προοίμιο της Ιλιάδας αναθέτει αποφασιστικό ρόλο στον Δία. Σφηνωμένη η έκφραση Διὸς δ᾽ ἐτελείετο βουλή στο δεύτερο ημιστίχιο του στίχου 5, φαίνεται να κανοναρχεί τα συμφραζόμενά του. Πράγμα που σημαίνει ότι ἔρις και μῆνις, τα δύο συνεχόμενα θέματα της Ιλιάδας, ανάγονται σε απόφαση του Δία. Με τους όρους αυτούς, ο Δίας εμφανίζεται να υποκαθιστά λίγο πολύ τον ποιητή στον προγραμματικό σχεδιασμό του έπους. Ή μήπως, για να δώσει ο ποιητής θεολογικό κύρος στη δική του απόφαση, την υποβάλλει ως βουλή του Δία; Δεν αποκλείεται να ισχύουν και τα δύο. Όπως και αν έχει το πράγμα, η λύση αυτού του διλήμματος (στο οποίο σκόνταψαν αρχαίοι σχολιαστές και νεότεροι φιλόλογοι) υπόκειται στην παρένθετη φράση Διὸς δ᾽ ἐτελείετο βουλή, η οποία για τον λόγο αυτό απαιτεί πιο υποψιασμένη ανάγνωση.

Δύο ερμηνείες έχουν προταθεί για το νόημα της κοινότοπης μάλλον αυτής γνώμης, που υπονοεί γενικότερα ότι όσα συμβαίνουν στους θνητούς είναι θέλημα θεού. Η πρώτη θεωρεί ότι η φράση Διὸς δ᾽ ἐτελείετο βουλή προοικονομεί αυτά που ο ακροατής της Ιλιάδας θα ακούσει (ή θα διαβάσει) στο τελευταίο μέρος της πρώτης ραψωδίας. Εκεί που η Θέτις ανεβαίνει στον Όλυμπο, για να ζητήσει από τον Δία ικανοποίηση της πληγωμένης φιλοτιμίας του γιου της, εξαιτίας της ατιμωτικής συμπεριφοράς του Αγαμέμνονα (Α 493-567). Το αίτημα της Θέτιδας είναι απόλυτο και σκληρό: ο πληγωμένος και οργισμένος Αχιλλέας να παραμείνει εκτός πολέμου, ωσότου οι Αχαιοί φτάσουν στο όριο της ήττας, ώστε μετανοημένοι να τον ικετεύσουν και τότε μόνο να επανέλθει στο πεδίο της μάχης. Σ᾽ αυτή την οριακή ήττα παρακαλείται να συμβάλει ο Δίας. Ο οποίος προς στιγμήν ταλαντεύεται, υπολογίζοντας και τη ζηλότυπη αντίδραση της Ήρας, τελικώς όμως επινεύει: με τα δασιά του φρύδια και την αμβρόσια χαίτη του σαλεύει τον Όλυμπο. Δίχως αμφιβολία ο ποιητής της Ιλιάδας θέλει να δώσει ιδιαίτερο βάρος στη συγκεκριμένη σκηνή. Η παράδοση εξάλλου ισχυρίζεται πως ο Φειδίας είχε ως πρότυπο αυτούς τους ιλιαδικούς στίχους, σμιλεύοντας το περίφημο άγαλμα του θεού, προορισμένο για τον ναό του Δία στην Ολυμπία (Α 528-530).

Αμφίβολο ωστόσο παραμένει αν η μεγαλειώδης αυτή συγκατάνευση του Δία στο συγκεκριμένο αίτημα της Θέτιδας παραπέμπει κατευθείαν στην πρόταση Διὸς δ᾽ ἐτελείετο βουλή του προοιμίου. Αφού δεν πρόκειται για προηγούμενη απόφαση του θεού, αλλά για παρεπόμενη υπόσχεση, η οποία προϋποθέτει τετελεσμένο το θέμα της έριδας και της μήνιδας του Αχιλλέα. Τι συμβαίνει λοιπόν; Προτού αποφασίσουμε, οφείλουμε να δούμε και την άλλη εξήγηση της επίμαχης φράσης του προοιμίου.

Απίθανη παραμένει η ερμηνεία του αρχαίου σχολιαστή που προτείνει την ταύτιση της Διὸς βουλῆς με την εἰμαρμένην. Σοβαρότερη εκείνη που επεξηγεί την απόφαση του ολύμπιου θεού με μια κοσμολογική αιτία, αποτυπωμένη και στο προοίμιο των Κυπρίων του Στασίνου, το οποίο ο σχολιαστής ευτυχώς διέσωσε. Παραφρασμένοι οι επτά στίχοι του λένε: Κάποτε αναρίθμητα, περιπλανώμενα φύλα θνητών επιβάρυναν την ευρύστερνη γη· βλέποντας το καταθλιπτικό της βάρος ο Δίας, την ελέησε· με τον εφευρετικό του νου στοχάστηκε να την ανακουφίσει από το αβάστακτο ανθρώπινο φορτίο· προκάλεσε, λοιπόν, πρώτα τον θηβαϊκό και μετά τον μεγάλο πόλεμο της Τροίας, ανακουφίζοντας με τον τρόπο αυτό το ασήκωτο βάρος της Γης· έτσι συντελέστηκε η βουλή του Δία - Διὸς δ᾽ ἐτελείετο βουλή, σημειώνει το σπαραγμένο απόσπασμα στο δεύτερο ημιστίχιο του έβδομου στίχου του.

Είναι πολύ πιθανό να σχετίζονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο σημείο αυτό τα δύο προοίμια μεταξύ τους. Γιατί, αν δεχτούμε ότι τα Κύπρια του Στασίνου συντάσσονται μετά την Ιλιάδα (αυτή είναι εξάλλου η επικρατέστερη άποψη), δεν αποκλείεται ο μύθος τους (τα αίτια και τα πρώτα χρόνια του τρωικού πολέμου) να είχε αποτελέσει θέμα ενός αρχαιότερου προφορικού έπους, που το διασκεύασε ο Στασίνος, ενόψει της διάσημης ήδη ομηρικής Ιλιάδας. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο ποιητής της Ιλιάδας θεωρεί γνωστά και δεδομένα τα κύρια πρόσωπα και τα βασικά επεισόδια του τρωικού μύθου και του τρωικού πολέμου. Είναι πιθανόν επομένως να γνώριζε και τη Διὸς βουλήν, όπως την προέβαλε και την εξηγούσε ένα αρχαιότερο προφορικό έπος· να τη δανείστηκε από εκεί και να την προσάρμοσε στο δικό του έπος.

Εξάλλου η αρχαϊκότερη αυτή Διὸς βουλή (η ανακούφιση δηλαδή της γης από το υπέρβαρο ανθρώπινο φορτίο της με τον τρωικό πόλεμο) φαίνεται λογικότερη και πιο πειστική από την ιλιαδική μεταποίησή της· είναι κοσμολογική και προκαθορίζει έναν δεκάχρονο πόλεμο, έναντι της ιλιαδικής παραλλαγής της, που συμπλέκεται με μια ολιγοήμερη σύγκρουση Αχαιών και Τρώων, περιστρεφόμενη γύρω από τον παθολογικό θυμό του Αχιλλέα.

Από την άποψη αυτή μπορούμε να μιλούμε για μεγάλη και μικρή Διὸς βουλήν. Η μεγάλη καλύπτει το σύνολο του τρωικού πολέμου, η μικρή το μερίδιο του ιλιαδικού πολέμου. Ο ποιητής της Ιλιάδας, προβάλλοντας στο προοίμιο του έπους του τη Διὸς βουλήν, παραπέμπει αναδρομικά στον παραδοσιακό τρωικό μύθο και προγραμματικά στον νεότερο, δικό του ιλιαδικό μύθο, στο επίκεντρο του οποίου εντάσσει τη μῆνιν του Αχιλλέα, με τα προηγούμενα και τα παρεπόμενά της. Με άλλα λόγια: η μεγάλη, περιφερειακή βουλή του Δία, που αναφέρεται στον τρωικό πόλεμο, αποτελεί το φόντο, πάνω στο οποίο προβάλλεται η μικρή αλλά κεντρική βουλή, η οποία ρυθμίζει τον μύθο και την πλοκή του ιλιαδικού έπους. Με τον ελιγμό αυτό ο ποιητής της Ιλιάδας αναθέτει στον Δία διπλό ρόλο· τον θέλει να κοιτάζει πίσω μπρος, μακριά και κοντά, γεφυρώντας κάθε τόσο την ενδιάμεση απόσταση. Επανερχόμαστε επομένως στο σχήμα συνεργασίας αοιδού και θεού, προκειμένου μια θεϊκή απόφαση να μεταφραστεί σε εξελισσόμενο έπος, όπου, έτσι κι αλλιώς, η πλοκή έχει μεγαλύτερη σημασία από τον μύθο. Στην πλοκή του έπους εμπλέκει κυρίως ο ποιητής της Ιλιάδας τον Δία. Θα δούμε αμέσως πώς λειτουργεί η ρυθμιστική αυτή παρέμβαση (ένα είδος διαιτησίας) του ολύμπιου θεού, το νήμα της οποίας κρατεί στο χέρι του ο ποιητής, χωρίς εντούτοις να φαίνεται.

Οὖλος Ὄνειρος

Ανάλογα με την έκτασή της η Ιλιάδα εξελίσσεται στον περιορισμένο χρόνο πενήντα δύο ημερών, από τις οποίες οι δραστήριες, μάχιμες ημέρες της είναι μόλις τέσσερις, τέσσερις και οι άγρυπνες νύχτες της. Αυτή η χρονική συμπύκνωση συνεπάγεται έντονη δραματοποίηση του έπους, όπου ο μύθος του υποτάσσεται σε διαδοχικές πλοκές, οι οποίες αναστέλλουν προσώρας την πρόοδό του, σάμπως να επιδιώκουν την ανατροπή του, την απομυθοποίησή του. Και ασφαλώς δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τις περιπλοκές αυτές τις εγκαινιάζει ο ίδιος ο Δίας στην αρχή της δεύτερης ραψωδίας.

Όλοι οι άλλοι ολύμπιοι θεοί, στο τέλος της πρώτης ραψωδίας, πηγαίνουν να κοιμηθούν, αφού έχουν στο μεταξύ στεφανώσει το θεϊκό συμπόσιό τους με άσβεστο γέλιο, νέκταρ και μουσική ευφροσύνη. Μόνος ο Δίας παραμένει ξάγρυπνος. Τον βασανίζει η σκέψη πώς, εκπληρώνοντας την υπόσχεσή του στη Θέτιδα, θα στριμώξει τους Αχαιούς στα καράβια τους με πολλές απώλειες, αποκαθιστώντας έτσι την πληγωμένη τιμή του Αχιλλέα. Τελικώς παίρνει την απόφαση να στείλει στον ενύπνιο Αγαμέμνονα τον οὖλον Ὄνειρον (πρόκειται για προσωποποίηση του παραπλανητικού ονείρου) ταχυδρόμο μιας πλαστής εντολής: πως έφτασε δήθεν η ώρα να αλωθεί η Τροία· πως οφείλει να συναγείρει ο Αγαμέμνων τον στρατό στην άμεση αυτή και νικηφόρα επίθεση, που θα οδηγήσει τους Τρώες στον αφανισμό.

Απροσδόκητος ελιγμός του Δία, όπου το μαύρο αντιστρέφεται σε άσπρο, αφού η αποφασισμένη ήττα των Αχαιών παραμορφώνεται σε επικείμενη νίκη. Η παραμόρφωση όμως αυτή δημιουργεί εμπλοκή στον ιλιαδικό μύθο και πόλεμο, εφόσον η άλωση της Τροίας δεν προβλέπεται καν να πραγματοποιηθεί στο αφηγηματικό πλαίσιο της Ιλιάδας. Οπότε προκύπτει το κρίσιμο ερώτημα: γιατί επιλέγει, λαθραία μάλιστα, ο ποιητής της Ιλιάδας την απάτη αυτή και την κατοχυρώνει με το κύρος του Δία; Ή για να το πούμε αλλιώς: τι εξυπηρετεί η θεϊκή παραπλάνηση, η οποία υπολογίζει ίσως και στην ευπιστία του Αγαμέμνονα;

Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι απαραίτητο ζητούμενο στη φάση αυτή είναι να αρχίσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ο ιλιαδικός πόλεμος (μεγάθεμα αναφαίρετο σε κάθε ηρωικό έπος), ο οποίος έχει μπλοκαριστεί με τα δυσάρεστα δρώμενα της πρώτης ραψωδίας, που έχουν προκαλέσει, προσωρινή έστω, αδράνεια και αθυμία στο στρατόπεδο των Αχαιών. Αυτό τον στόχο λοιπόν έχει στον νου του ο ποιητής· με την παραπλανητική διαβεβαίωση του Δία ότι επίκειται η άλωση της Τροίας, ο αποθαρρημένος στρατός θα αναθαρρήσει, ώστε να ξεκινήσει ο ιλιαδικός πόλεμος. Πίσω ωστόσο από την αισιόδοξη αυτή εκδοχή, κρύβεται η σκόπιμη απόφαση του Δία να εμπλέξει τους Αχαιούς σε ανισόρροπο αγώνα υπέρ των Τρώων. Οπότε περιμένουμε να δούμε τι θα προκύψει από την συμπαράταξη της πραγματικής και της πλαστής βουλής του Δία. Η συνέχεια ωστόσο της αφήγησης περιπλέκει περισσότερο το συγκεκριμένο πρόβλημα αντί να το λύνει.

Αναστατωμένος από το θεϊκό όνειρο ο Αγαμέμνων δοκιμάζει να ζυγίσει το νόημά του. Αποφασίζει λοιπόν να συγκαλέσει, μόλις ξημερώσει, συνέλευση όλου του στρατού. Προηγουμένως ενημερώνει τον Νέστορα και τους άλλους σεβάσμιους γέροντες των Αχαιών για την ενύπνια επίσκεψη του οὔλου Ὀνείρου, επαναλαμβάνοντας επί λέξει το ονειρικό μήνυμά του. Στη συνέλευση της πανστρατιάς αγορεύει πρώτος ο Αγαμέμνων. Κρατώντας το βασιλικό σκήπτρο στο χέρι, ο αρχηγός του στρατού, εντελώς απροσδόκητα, μπλοφάρει, σαν να ζήλεψε τον τακτικό ελιγμό του Δία. Αντιστρέφει δηλαδή το πλαστό μήνυμα του θεού για νικηφόρα έφοδο σε παραδοχή πλαστής εκστρατευτικής αποτυχίας: δεν πρόκειται, λέει, να αλωθεί η Τροία, παρά την επίπονη εννεάχρονη πολιορκία της, εξαιτίας της αμετάκλητης άρνησης του Δία· καιρός λοιπόν να μπούνε όλοι οι Αχαιοί στα καράβια, να γυρίσουν πίσω, καθένας στην πατρίδα του, προτού να είναι πολύ αργά.

Αυτά αγορεύει ο Αγαμέμνων, ελπίζοντας πως θα ερεθίσει έτσι τη φιλοτιμία του στρατού, πως θα εξάψει το αγωνιστικό μένος των πολεμιστών. Συμβαίνει όμως το αντίθετο. Αγνοώντας την πραγματική του πρόθεση, το μέγα πλήθος του στρατού το βάζει στα πόδια· σαν σίφουνας ορμούν όλοι προς τα καράβια, πρόθυμοι και έτοιμοι για τον επαίσχυντο νόστο. Και η φυγομαχία αυτή θα είχε πραγματοποιηθεί, αν την τελευταία στιγμή δεν παρενέβαινε η Ήρα, που ξεσηκώνει την Αθηνά, και εκείνη τον Οδυσσέα, για να την αποτρέψει. Έργο που κατορθώνει ο έμπειρος γιος του Λαέρτη, χρησιμοποιώντας, εκτός από επιχειρήματα, και ρόπαλο. Μετά το γεύμα εντεταλμένοι κήρυκες καλούν τους πολεμιστές να οπλιστούν και να συνταχθούν, έτοιμοι για την αποφασιστική μάχη. Η ένοπλη σύνταξη περιγράφεται με τρόπο εντυπωσιακό και εικονογραφείται με τέσσερις λαμπρές παρομοιώσεις.

Συμπέρασμα: η εύστοχη παραπλάνηση του Δία προκαλεί την άστοχη παραπλάνηση του Αγαμέμνονα, εμπλέκοντας το έπος σε πιθανό αδιέξοδο, εμποδίζοντας ακόμη και τη συνέχισή του. Πρόκειται ασφαλώς για επιλογή του ποιητή, όπου η πλοκή αντιστέκεται στον παραδοσιακό μύθο, δοκιμάζοντας την αντοχή του. Την επιλογή αυτή καλείται να καλύψει με το κύρος του ο Δίας. Επομένως θεός και ραψωδός εδώ όχι μόνο συνεργάζονται αλλά σχεδόν συνωμοτούν. Παραμένει ωστόσο μετέωρο το ερώτημα αν, πότε και πώς θα πραγματοποιηθεί η απόφαση του Δία για οριακή ήττα των Αχαιών. Πάντως όχι αμέσως, γιατί τότε ο ιλιαδικός πόλεμος θα είχε εντελώς άδοξη αρχή. Γι᾽ αυτό η πρόβλεψη της ήττας προς το παρόν αναβάλλεται, και αντ᾽ αυτής προβάλλεται ενδιαμέσως η μάχιμη υπεροχή των Αχαιών, που θα κρατήσει έως και την έκτη ραψωδία. Στο μεταξύ ο Δίας αναλαμβάνει ρόλο επόπτη και διαιτητή.

Μονομαχία Αλεξάνδρου-Μενελάου, Θεών Αγορά

Το υπόλοιπο της δεύτερης ιλιαδικής ραψωδίας (κάπου τετρακόσιοι στίχοι) αναλώνεται σε καταλόγους: πλοίων, αρχηγών και αγημάτων των Αχαιών και των αντιπάλων τους. Πανόραμα δηλαδή των δύο στρατοπέδων, ενόψει της επικείμενης σύγκρουσης. Η οποία ωστόσο καθυστερεί. Γιατί προτάσσεται η μονομαχία του Πάρη και του Μενελάου, από την έκβαση της οποίας αποφασίζεται ενόρκως να κριθεί η τύχη του πολέμου: στον νικητή της μονομαχίας, αναλόγως, να επιστραφεί ή να μείνει η Ελένη, μαζί και οι θησαυροί της αρπαγής. Δεύτερος λοιπόν ελιγμός του ποιητή. Που όχι μόνο φαίνεται ανεπίκαιρος αλλά, σε περίπτωση καθαρής νίκης του ενός ή του άλλου μονομάχου, απειλεί τη διακοπή πάλι του ιλιαδικού πολέμου, την ανακοπή του ιλιαδικού έπους. Ζήτημα πλοκής, που επιφέρει, όπως και στη δεύτερη ραψωδία, εμπλοκή. Στη λύση της οποίας θα παίξει ξανά αποφασιστικό ρόλο ο Δίας.

Έγινε προηγουμένως λόγος για ανεπίκαιρη μονομαχία, επειδή η ώρα και οι όροι της αρμόζουν μάλλον στην αρχή του τρωικού πολέμου, παρά στον δέκατο χρόνο της πολιορκίας. Παρά ταύτα η μεταφορά της εδώ δεν είναι άστοχη, στον βαθμό που συνάπτει τον ιλιαδικό με τον τρωικό πόλεμο, προτείνοντας τον δεύτερο ως φόντο του πρώτου. Εξάλλου, η μεταφορά δεν γίνεται εδώ μηχανικά, καθώς η ιλιαδική μονομαχία Αλεξάνδρου και Μενελάου εμπλουτίζεται με νέα στοιχεία, κυρίως με τη σκηνή της Τειχοσκοπίας, όπου εμφανίζεται η Ελένη στις επάλξεις του κάστρου, πλάι στον Πρίαμο, προκαλώντας με την ομορφιά της τον θαυμασμό των τρώων γερόντων. Και το σημαντικότερο: η ιλιαδική αυτή μονομαχία παραμορφώνεται στην τελική της έκβαση. Δηλαδή:

Σε τελετουργικό πλαίσιο (θυσία και αμοιβαίοι όρκοι), με θεατές τους Αχαιούς και τους Τρώες, οι μονομάχοι αντιμάχονται πρώτα με δόρατα. Προηγείται η βολή του Πάρη, που σφηνώνεται στην ασπίδα του Μενελάου, χωρίς όμως να τη διαπεράσει. Ανταποκρίνεται ευστοχότερος ο Μενέλαος με το δικό του ακόντιο, που προσβάλλει την ασπίδα του Αλεξάνδρου, τρυπάει τον θώρακα, σχίζει τον χιτώνα στο ευαίσθητο σημείο της λαγόνας, αλλά τελικώς πέφτει παράπλευρα. Ακολουθεί ξιφομαχία: το σπαθί του Μενελάου βρίσκει τώρα το κέρατο της περικεφαλαίας του Αλεξάνδρου, συντρίβεται ωστόσο και αχρηστεύεται. Έξαλλος με την ατυχία του ο Μενέλαος (την αποδίδει σε επέμβαση του Δία), ορμά πάνω στον Πάρη, πιάνει σφιχτά το λουρί της περικεφαλαίας του και τον σέρνει προς τη μεριά των Αχαιών γδέρνοντας τον λαιμό του. Και ενώ η νίκη φαίνεται πια να του ανήκει, μπαίνει απροσδόκητα στη μέση η Αφροδίτη: κόβει το λουρί του κράνους, ελευθερώνει το κεφάλι του Αλεξάνδρου, τυλίγει σε νεφέλη τον ευνοούμενό της, τον μεταφέρει σώο στον συζυγικό θάλαμο και, μεταμορφωμένη σε γριά, εξαναγκάζει την Ελένη να κάνει έρωτα μαζί του. Οπότε ο Αγαμέμνων ανακηρύσσει νικητή τον αδελφό του και απαιτεί από τους Τρώες να σεβαστούν τα όρκια, να δώσουν πίσω την Ελένη και τους θησαυρούς, ύστερα από τη δειλή φυγή του εραστή της.

Όπως είπαμε ήδη, νίκη αποδεκτή του Μενελάου σ᾽ αυτή την περίπτωση και σεβασμός των όρκων από τους Τρώες θα σήμαιναν απότομη λύση του ιλιαδικού πολέμου, κατάλυση του ιλιαδικού έπους. Αυτή την εμπλοκή αναλαμβάνει να ξεμπλέξει ο Δίας, συγκαλώντας θεών αγορά στην αρχή της τέταρτης ραψωδίας. Στην αρχή εμπαίζει την Ήρα και την Αθηνά, που άφησαν ακάλυπτο στη χλεύη της Αφροδίτης τον προστατευόμενο ήρωά τους, και προτείνει, βάσει της αμοιβαίας, ένορκης συμφωνίας, κατάπαυση του πολέμου, αντιστροφή της έχθρας σε φιλότητα, επιστροφή της Ελένης στους Αργείους και αποτροπή της άλωσης της Τροίας.

Αλλά οι δύο θεές, σύμμαχες των Αχαιών, εκφράζουν την αποστροφή τους σ᾽ αυτό το ενδεχόμενο. Ο Δίας δεν συμμερίζεται το ανυποχώρητο μίσος τους για τον Πρίαμο και τους γιους του, αλλά τελικώς υποχωρεί στην απαίτηση της Ήρας για συνέχιση του πολέμου. Οπότε εντολοδόχος της Ήρας η Αθηνά, κατέρχεται στο στρατόπεδο των Τρώων και, με τη μορφή του Λαοδόκου, πείθει τον αναγνωρισμένο τοξότη Πάνδαρο να εξοντώσει τοξεύοντας τον Μενέλαο, κερδίζοντας έτσι δόξα προσωπική. Το βέλος του, περνώντας θώρακα και ζωστήρα, σχίζει ματώνοντας το δέρμα. Ξώφαλτσα όμως, γιατί το σταματά στο κρίσιμο σημείο η Αθηνά που του παραστέκεται. Κι εδώ μεσολαβεί μια έξοχη, παράτολμη παρομοίωση: η προστατευτική επέμβαση της θεάς παραβάλλεται με την τρυφερή χειρονομία μάνας που απομακρύνει απαλά μια μύγα από το πρόσωπο του κοιμισμένου της παιδιού. Το κόκκινο αίμα στο μεταξύ, αλικοβάφοντας τον λευκό μηρό του λαβωμένου Μενελάου, τρομάζει τον Αγαμέμνονα, που πιστεύει ότι η ύπουλη τοξοβολή υπήρξε θανάσιμη. Ώσπου έρχεται ο γιατρός Μαχάων, που καθαρίζει και γιατρεύει με βότανα την πληγή, ρουφώντας το σκοτωμένο αίμα.

Μέσα σ᾽ αυτή την έξαψη και την οργή ο Αγαμέμνων δίνει το σύνθημα του αγώνα, περνώντας από τη μια παράταξη του στρατού στην άλλη, ερεθίζοντας το μένος των αρχηγών. Έτσι αρχίζει η πρώτη (και πρότυπη) ιλιαδική μάχη Αχαιών και Τρώων με ισόρροπο τέλος: νικητές και νικημένοι εδώ δεν υπάρχουν, οι νεκροί από τις δύο παρατάξεις εξισώνονται στο πεδίο της μάχης, καθώς τα σώματά τους συναδελφώνονται στον θάνατο. Έκβαση που παραπέμπει στην ισόπαλη έξοδο του έπους, με αμοιβαίους νεκρούς τον Πάτροκλο, αγαπημένο εταίρο του Αχιλλέα, και τον Έκτορα, αναντικατάστατο γιο του Πριάμου.

Στις δύο ωστόσο επόμενες ραψωδίες (πέμπτη και έκτη) οι Αχαιοί παίρνουν το πάνω χέρι και, με την αριστεία κυρίως του Διομήδη, απειλούν το κάστρο της Τροίας. Αυτή η προσωρινή υπεροχή των Ελλήνων στην πρώτη φάση του ιλιαδικού πολέμου φαίνεται να επιβεβαιώνει την πλαστή βεβαίωση του Δία στη δεύτερη ραψωδία, ότι τους μέλλεται νίκη άμεση και οριστική. Θα πρέπει να φτάσουμε στην όγδοη ραψωδία, για να γυρίσει το νόμισμα στην άλλη του όψη. Τότε εμφανίζεται πάλι στο προσκήνιο της πλοκής, ρυθμιστής και διαιτητής, ο Δίας επικυρώνοντας την αρχική του υπόσχεση στη Θέτιδα.

Μεσολαβεί η έβδομη ραψωδία, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μεταβατική και μάλλον ουδέτερη, στον βαθμό που αναλώνει δύο απόλεμες μέρες. Στην αρχή οι Τρώες αποκρούουν την έφοδο των Δαναών, οι οποίοι, υποχωρώντας, αισθάνονται ότι το ναυτικό τους στρατόπεδο γίνεται ευάλωτο. Αποφασίζουν λοιπόν την εκσκαφή τάφρου, πίσω από την οποία υψώνουν ξύλινο τείχος. Προηγουμένως ωστόσο, με πρόταση του Έλενου, πραγματοποιείται δεύτερη μονομαχία, ανάμεσα τώρα στον Έκτορα και στον Αίαντα. Τελικώς η μονομαχία αυτή αποδείχνεται ισόπαλη και, πέφτοντας το βράδυ, τερματίζεται, με ανταλλαγή μάλιστα αμοιβαίων δώρων. Το σκηνικό αλλάζει απότομα στην αρχή της όγδοης ραψωδίας με δραστική επέμβαση του Δία, ο οποίος συγκαλεί θεών αγορά στον Όλυμπο.

Ψυχοστασία

Η όγδοη ραψωδία αποτελεί από πολλές απόψεις κομβικό σταθμό στην πλοκή της Ιλιάδας. Εγκαινιάζει και εξαντλεί τη δεύτερη μάχιμη μέρα του έπους, που θα αποδειχτεί κρίσιμη, οδηγώντας τους Τρώες στο χείλος της τάφρου και απωθώντας τους Αχαιούς στα πλοία τους. Εκεί θα μείνουν αυτοί όλη τη νύχτα, ενώ οι Τρώες, στρατοπεδευμένοι στον ενδιάμεσο χώρο, συντηρούν άγρυπνοι αναμμένες φωτιές, περιμένοντας να ξημερώσει, για να ανανεώσουν την απειλητική τους έφοδο.

Η νέα αυτή κατάσταση πραγμάτων υπακούει σε προηγούμενη απόφαση του Δία, η οποία ανακοινώνεται στους ολύμπιους θεούς με αξιωματικό λόγο. Ο Δίας απαγορεύει εφεξής οποιαδήποτε ανάμειξη θεών στην επικείμενη σύγκρουση Αχαιών και Τρώων, έχοντας στον νου του προπάντων την Ήρα και την Αθηνά, οι οποίες αντιδρούν αμήχανα, αλλά εξαναγκάζονται προς το παρόν να συμμορφωθούν. Για να ελέγξει μάλιστα την τήρηση της απαράβατης εντολής του ο Δίας, μετακινείται από την κορυφή του Ολύμπου στην κορυφή της τρωικής Ίδης, ώστε να εποπτεύει καλύτερα το πεδίο της μάχης. Με τους όρους αυτούς, η βίαιη σύγκρουση των αντιπάλων παραμένει αμφίρροπη μέχρις ότου μεσουρανεί ο ήλιος.

Τότε επεμβαίνει δραστικά ο Δίας, ζυγίζοντας στους δίσκους του χρυσού ζυγού του τις θανάσιμες μοίρες Αχαιών και Τρώων. Βαρύς ο κλήρος των Αχαιών κατηφορίζει προς τη γη, σημαδεύοντας την ήττα τους· λαφρύς ο κλήρος των Τρώων ανηφορίζει προς τον ουρανό, προλέγοντας τη νίκη τους. Έτσι προκρίνεται η έκβαση της μάχης, πρόκριση που επικυρώνεται με διόσταλτο κεραυνό και φλεγόμενο σέλας. Πρόκειται για ενεργοποίηση της βουλής του Δία, που φαίνεται να εκπληρώνει την προηγούμενη υπόσχεση του θεού στη Θέτιδα, αλλά κατά κάποιον τρόπο τη μετασχηματίζει.

Ο Δίας (και πίσω από τον Δία ο ποιητής) κατοχυρώνει την προσωπική του βουλή με ένα αντικειμενικό τώρα μέτρο, τον ζυγό. Με άλλα λόγια: το έπος προς στιγμή ταλαντεύεται, προτού προχωρήσει στον αποφασισμένο δρόμο του. Μ᾽ αυτή την ταλάντευση ο ιλιαδικός πόλεμος ζυγίζεται εκ νέου και η τύχη του (προσωρινή και τελική) τίθεται επί ξηρού ακμής, κρατώντας τον ακροατή του έπους σε εγρήγορση.

Τα ίδια εξάλλου τα δρώμενα της δεύτερης μάχιμης μέρας, που εξελίσσονται στην πορεία της όγδοης ραψωδίας, επιβεβαιώνουν τον αμφίρροπο χαρακτήρα τους. Μολονότι η απόφαση του Διός, επικυρωμένη και με τη σκηνή της «Ψυχοστασίας», προβλέπει άμεση ήττα των Αχαιών, η εξέλιξη της μάχης αφήνει περιθώρια αντίστασής τους στην έφοδο των Τρώων, με τη συμπαράσταση συμμάχων θεών, της Ήρας, της Αθηνάς και του Ποσειδώνα. Θα χρειαστεί νέα επέμβαση του Δία, που ρίχνει κεραυνό μπροστά στα άλογα του Διομήδη, για να ανακόψει την ορμή του.

Αλλά και στην επόμενη φάση της μάχης οι Αχαιοί αναθαρρούν προσώρας και επιτίθενται. Στο σημείο όμως αυτό επεμβαίνει ξανά ο Δίας, ενισχύοντας δραστικά το μένος των Τρώων. Ο έσχατος αυτός κίνδυνος προς το παρόν αποτρέπεται, καθώς η Ήρα παρακινεί την Αθηνά, και οι δύο θεές, παραβαίνοντας την αποτρεπτική εντολή του Δία, εγκαταλείπουν τον Όλυμπο, έτοιμες να προσγειωθούν στο πεδίο της μάχης, για να σώσουν τους Αχαιούς. Τις καθηλώνει εντούτοις ο Δίας, στέλνοντας με την Ίρη μήνυμα απειλητικό, προτού επιστρέψει ο ίδιος στον Όλυμπο.

Ο Δίας αντιμετωπίζει τον διαμαρτυρικό λόγο της Ήρας με τον δικό του αντίλογο (Θ 429-483), στον οποίο σφηνώνεται ένα νέο, εντελώς απροσδόκητο στοιχείο. Επιμένει καταρχήν ο ύπατος θεός στην υποχώρηση των Αχαιών, ωσότου η επίθεση των Τρώων φτάσει στα καράβια τους, οπότε προβλέπεται η σωτήρια επιστροφή του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης. Στο γνωστό όμως αυτό όριο προστίθεται, τώρα για πρώτη φορά, ένα δεύτερο ενδιάμεσο όριο: ο φόνος του Πατρόκλου, που ορίζεται μάλιστα ως αμετάκλητο θέσφατον (Θ 475-476). Με τον ελιγμό αυτό (που ο ποιητής τον αναθέτει πάλι στον Δία) προαναγγέλλεται και προοικονομείται η απρόβλεπτη μέχρι στιγμής «Πατρόκλεια» (ραψωδίες Π-Ρ), η οποία αναρρυθμίζει την αναμενόμενη πλοκή του έπους, παραλλάσσοντας τη συμπεριφορά και του ίδιου του Αχιλλέα, αφού ως αποφασιστικό κίνητρο για την επιστροφή του ήρωα στο πεδίο της μάχης προβλέπεται τώρα ο σπαραγμός για τον θάνατο του εταίρου του. Σ᾽ αυτό το νέο όριο οφείλουν να προσαρμοστούν τα αμέσως επόμενα επεισόδια.

Τούτο σημαίνει ότι η νυχτερινή πρεσβεία του Αγαμέμνονα προς τον Αχιλλέα, με εκπροσώπους τον Φοίνικα, τον Αίαντα και τον Οδυσσέα, η εξιστόρηση της οποίας καλύπτει ολόκληρη την ένατη ραψωδία, δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, αν είναι να τηρηθεί ως όρος επιστροφής του ήρωα στη μάχη ο φόνος του εταίρου του. Στο μεταξύ, χρειάζεται να εντοπιστούν (στην πραγματικότητα: να επινοηθούν) από τον ποιητή όλες εκείνες οι συνθήκες που θα οδηγήσουν τον Πάτροκλο στη μάχη, καταλήγοντας στον αφανισμό του.

Σημειωτέον ότι, προτού ακουστεί το όνομα του Πατρόκλου από το στόμα του Δία, η παρουσία του μέσα στο έπος είναι εντελώς διακριτική (Α 337 και 335, I 190-191, 195-220, 620 και 658-662). Η επόμενη εμφάνιση του Πατρόκλου στο προσκήνιο της αφήγησης επιφυλάσσεται για το τελευταίο μέρος της ενδέκατης ραψωδίας. Έχει μεσολαβήσει, μετά την αποτυχία της νυχτερινής πρεσβείας, η αριστεία του Αγαμέμνονα, αποκαθιστώντας το αγωνιστικό του κύρος, με την οποία εγκαινιάζεται η τρίτη μάχιμη μέρα του ιλιαδικού πολέμου. Στη συνέχεια όμως οι Τρώες ανανεώνουν και επιδεινώνουν την έφοδό τους στο ναυτικό στρατόπεδο των Αχαιών, με αποτέλεσμα τον διαδοχικό τραυματισμό του Αγαμέμνονα, του Διομήδη, του Οδυσσέα, του Μαχάονα. Βλέποντας ο Αχιλλέας εναγώνιος από την πρύμνη του πλοίου του τον Νέστορα να μεταφέρει κάθιδρος με το άρμα του τον πληγωμένο Μαχάονα, φωνάζει τον Πάτροκλο, κι εκείνος προσέρχεται, πρόθυμος να εκτελέσει την εντολή του φίλου του.

Στο σημείο αυτό ακούγεται υπόκωφο ένα μοιραίο σχόλιο του ποιητή: κακοῦ δ᾽ ἄρα οἱ πέλεν ἀρχή (Λ 604). Που πάει να πει: κι αυτή υπήρξε η αρχή της συμφοράς του. Πρόβλεψη που υπονοεί το φονικό τέλος του Πατρόκλου και ενισχύει την προηγούμενη δήλωση του Δία ότι η έξοδος του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης θα συγχρονιστεί με τον αναπόφευκτο φόνο του αγαπημένου εταίρου του. Πρόκειται για χαρακτηριστικό παράδειγμα, που επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι Δίας και ποιητής σε κομβικά σημεία του έπους συνεργάζονται. Εδώ τροποποιούν (καθένας στην ώρα του και με τον τρόπο του) την πλοκή του έπους στην κρισιμότερη καμπή του.

Γιατί, αν έχουν δίκαιο όσοι πιστεύουν ότι η «Πατρόκλεια», που τώρα προοικονομείται, αποτελεί επινόηση του ποιητή της Ιλιάδας, τότε η διπλή της υποστήριξη (από τον Δία πρώτα, από τον ποιητή μετά) της δίνει το απαιτούμενο αυξημένο κύρος. Ο ποιητής εντούτοις (όπως εξάλλου και ο Δίας) δεν ανοίγει αμέσως όλα τα χαρτιά του.

Στο μεταξύ, ο Νέστορας έχει μεταφέρει τον Μαχάονα στη σκηνή του, όπου η Εκαμήδη αναλαμβάνει να συνεφέρει τον κύριό της από τον μάχιμο μόχθο προσφέροντας τροφή και κρασί. Στο άνοιγμα της σκηνής στημένος ο Πάτροκλος αναγνωρίζει την ταυτότητα του πληγωμένου, μεταφέροντας το προσωπικό ενδιαφέρον του Αχιλλέα στον Νέστορα. Εκείνος όμως δηλώνει ότι η έμμεση συμπάθεια δεν αναπληρώνει την άμεση συμπαράσταση σ᾽ αυτή την περίσταση. Η απειλή των Τρώων έφτασε ήδη σε κρίσιμο σημείο, και είναι καιρός ο Αχιλλέας, αφήνοντας στην άκρη τον θυμό του, να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης, για να αποτρέψει τον έσχατο κίνδυνο. Όπως το έκανε και ο ίδιος σε ανάλογη περίπτωση, όσο ήταν νέος ακόμη - κι εδώ ακούγεται η μακροσκελέστερη αυτοβιογραφική διήγηση του Νέστορα στην Ιλιάδα, η οποία σφραγίζεται με μια μοιραία, όπως θα αποδειχτεί, συμβουλή.

Επείγει, λέει ο Νέστωρ, η επιστροφή του Αχιλλέα στη μάχη και οφείλει ο Πάτροκλος, πειστικά και πιεστικά μιλώντας, να την εκμαιεύσει. Αν όμως δεν κατορθώσει να τον πείσει, τότε υπάρχει και δεύτερη λύση: να τον αντικαταστήσει ο ίδιος, φορώντας την πανοπλία εκείνου· οπότε οι Τρώες, νομίζοντας πως βλέπουν μπροστά τους τον Αχιλλέα, θα υποχωρήσουν, ώστε οι Αχαιοί να πάρουν ανάσα. Η πρόταση του Νέστορα συγκινεί τον Πάτροκλο, ο οποίος σπεύδει ήδη προς τη σκηνή του Αχιλλέα, για να την πραγματοποιήσει. Καθ᾽ οδόν όμως πέφτει πάνω στον αιμόφυρτο Ευρύπυλο, που σέρνοντας το διαπερασμένο από το βέλος πόδι του, προσπαθεί μάταια να φτάσει στη σκηνή του. Ο Πάτροκλος ταλαντεύεται: να σπεύσει, όπως οφείλει, στον Αχιλλέα, αφήνοντας τον πληγωμένο Ευρύπυλο στη μοίρα του; να τον οδηγήσει στη σκηνή του, όπου να τον γιατροπορέψει, καθυστερώντας; Επιλέγει το δεύτερο. Στη σκηνή λοιπόν του Ευρύπυλου θα μείνει ο Πάτροκλος, όσο κρατεί η αφήγηση των επόμενων τριών ραψωδιών.

Έτσι η επικείμενη μοίρα του Πατρόκλου, στο πλαίσιο μιας αναμενόμενης «Πατρόκλειας», που θα ξεκινήσει στην αρχή της δέκατης έκτης ραψωδίας, έχει σηματοδοτηθεί τρεις φορές: ο Δίας προηγήθηκε, ορίζοντας το θέσφατο τέλος της· ο ποιητής ακολούθησε σημαδεύοντας την αρχή της· ο Νέστορας διαμεσολαβώντας προκαθορίζει την εξέλιξή της. Ο Δίας και ο ποιητής αναφέρονται στο τι θα γίνει· ο Νέστορας στο πώς θα γίνει. Σ᾽ αυτήν επομένως τη φάση του έπους, μάλλον την κρισιμότερη, η απροσδόκητη πλοκή χρεώνεται στον ύπατο θεό, στον εξωτερικό αφηγητή (δηλαδή στον ποιητή) και σ᾽ έναν εσωτερικό ήρωα, φημισμένο για την πείρα και τη φρόνησή του. Ο οποίος, με ειρωνικό τρόπο, επιλέγεται να λειτουργήσει εδώ ως εκτελεστικός αγωγός μιας αποφασισμένης, αναγκαίας για την πλοκή του ποιήματος, συμφοράς.

Το ποιητικό αυτό σχέδιο, που εξειδικεύεται με την πρόταση του Νέστορα, προβλέπει μια απρόβλεπτη εφαρμογή του τυπικού θέματος της μεταμόρφωσης, που, μαζί με τις τροπές της παραμόρφωσης και του εξωραϊσμού, απαντά και στα δύο ομηρικά έπη, αφορώντας θεούς και ήρωες. Εκεί ωστόσο μεταμορφώνεται, παραμορφώνεται ή εξωραΐζεται η όψη κάποιου, επικαλύπτεται δηλαδή η πραγματική ταυτότητα, αλλά παραμένει ισχυρή η υπόστασή του. Ενώ εδώ η μεταμόρφωση στηρίζεται στο τέχνασμα του «αντ᾽ αυτού»: ο Πάτροκλος αντί του Αχιλλέα. Αυτή η αντικατάσταση προκύπτει με τη μεταφορά της πανοπλίας του ενός στον άλλον. Έτσι όμως εναλλάσσονται δύο ταυτότητες αλλά και δύο μοίρες: η ταυτότητα του Αχιλλέα με την ταυτότητα του Πατρόκλου· η μοίρα του Αχιλλέα με τη μοίρα του Πατρόκλου.

Ας θυμηθούμε ότι στον τρωικό πόλεμο και μύθο προορίζεται να σκοτωθεί ο ὠκύμορος Αχιλλέας. Στον ιλιαδικό όμως πόλεμο και μύθο αντ᾽ αυτού σκοτώνεται ο Πάτροκλος. Από την άποψη αυτή ο Πάτροκλος στην Ιλιάδα λειτουργεί ως είδωλο του Αχιλλέα. Αποτέλεσμα: οι δύο ταυτότητες συγχέονται, σχεδόν συμπίπτουν. Οι δύο εταίροι μαζί στη ζωή, μαζί και στον θάνατο. Έτσι εξηγείται και η απαίτηση του φάσματος του Πατρόκλου στη εικοστή τρίτη ραψωδία, όταν επιφαίνεται στον ύπνο του Αχιλλέα, να σμίξει κάποτε στην ίδια τεφροδόχο η δική του στάχτη με τη στάχτη του φίλου του (Ψ 82-92). Αυτή η αδιαχώριστη σύζευξη είναι επιλογή και κατόρθωμα του ποιητή της Ιλιάδας.

Τειχομαχία - Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί

Μεσολαβούν τέσσερις ολόκληρες ραψωδίες (Μ-Ο), οι οποίες, αναστέλλοντας τον αναμενόμενο φόνο του Πατρόκλου, προάγουν μάλλον την αρχική υπόσχεση του θεού στη Θέτιδα, σύμφωνα με την οποία, όταν οι Τρώες απειλήσουν τα πλοία των Αχαιών, ο Αχιλλέας, υπό την παρακλητική τους πίεση, θα επέμβει, για να τους σώσει από την ολοκληρωτική καταστροφή. Οπότε ο ακροατής του έπους ταλαντεύεται: θα συντελεσθεί η, αναμενόμενη από την αρχή του έπους, επιστροφή του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης; ή αντ᾽ αυτού θα παρέμβει πρώτα ο Πάτροκλος; Οι ενδιάμεσες ραψωδίες ευνοούν περισσότερο την πρώτη εκδοχή, απωθώντας προς το παρόν τη δεύτερη. Η απώθηση αφηγηματικά ενισχύεται με την αφύσικη καθυστέρηση του Πατρόκλου στη σκηνή του πληγωμένου Ευρύπυλου, όσο εξελίσσονται οι τέσσερις ενδιάμεσες ραψωδίες. Τελικώς η μία απόφαση θα υποχωρήσει στην άλλη, η προηγούμενη στην επόμενη, αφού όμως εξαντληθούν πρώτα τα όριά της. Σ᾽ αυτή την εξάντληση των ορίων συντελούν οι ραψωδίες Μ-Ο.

Στη δωδέκατη ραψωδία οι Τρώες υπερβαίνουν την τάφρο και παραβιάζουν το τείχισμα των Αχαιών, με ακάθεκτο πρόμαχο τον Έκτορα. Ο οποίος αντιμετωπίζει υπεροπτικά το αποτρεπτικό σήμα διόσταλτου αετού, εκφέροντας την πασίγνωστη (και παρεξηγημένη) ρήση: εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης (Μ 243). Η σύγκρουση εξελίσσεται, πλάι τώρα στα πλοία, σε φονική μάχη: στην απειλητική έφοδο των Τρώων αντιστέκονται γενναία οι δύο Αίαντες, ο Τεύκρος, ο Μηριόνης και ο Ιδομενέας, ο Αντίλοχος και ο Μενέλαος, με τη συμπαράσταση και του Ποσειδώνα (ραψωδία Ν). Με την επόμενη «Διός απάτη» (ερωτική αποπλάνηση του θεού από την Ήρα, που τον παρασύρει σε ληθαργικό ύπνο, ραψωδία Ξ), ελεύθερος ο Ποσειδώνας από τον αυστηρό έλεγχο του Δία, ενισχύει δραστικά τους Αχαιούς, οι οποίοι πετυχαίνουν προσωρινά την απόκρουση του εχθρού από τον ναύσταθμό τους, ενώ ο Αίας τραυματίζει με λιθοβολή βαριά τον Έκτορα. Στο μεταξύ όμως ο Δίας συνέρχεται από τον ερωτικό του λήθαργο, και οργισμένος επαναφέρει τους Τρώες στα πλοία των Αχαιών, αφού προηγουμένως ο Απόλλων συνεφέρνει τον Έκτορα. Γύρω από το πλοίο του Πρωτεσίλαου, που τώρα απειλείται με πυρπόληση, γίνεται μάχη σώμα με σώμα. Σ᾽ αυτό το αποφασισμένο από την πρώτη ραψωδία όριο, αναμένεται πλέον η παρέμβαση του Αχιλλέα αλλά δεν πραγματοποιείται.

Πατρόκλεια

Δυο συγκλονιστικές ραψωδίες (από τις εκτενέστερες του έπους) αφιερώνει ο ποιητής στον Πάτροκλο. Στη ραψωδία Π ο ήρωας (φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα και εφοδιασμένος με τα αθάνατα άλογά του) αριστεύει απωθώντας τους Τρώες ως τις Σκαιές Πύλες. Έτσι όμως προκαλεί τον θέσφατο φόνο του, στον οποίο συνεργούν ο Εύφορβος, ο Απόλλων και ο Έκτωρ. Στη ραψωδία Ρ διακυβεύεται το γυμνό σώμα του νεκρού Πατρόκλου, καθώς το διεκδικούν Τρώες και Αχαιοί. Μετά βίας κατορθώνουν να το αποσπάσουν, για να το μεταφέρουν στα πλοία των Αχαιών ο Μενέλαος και ο Μηριόνης, με την κάλυψη του Τελαμώνιου Αίαντα, ενώ απειλούνται συνεχώς από τον Έκτορα και τον Αινεία. Στο μεταξύ ο Μενέλαος αποστέλλει τον Αντίλοχο, τον γιο του Νέστορα, να φέρει στον Αχιλλέα το θλιβερό μήνυμα για τον θάνατο του εταίρου του, που εκείνος τον αγνοεί.

Ήδη στην αρχή της δέκατης έκτης ραψωδίας επικυρώνεται για δεύτερη φορά ο επικείμενος φόνος του Πατρόκλου: πρώτα από τον ποιητή, μετά από τον Δία. Φτάνοντας καθυστερημένος στη σκηνή του Αχιλλέα ο Πάτροκλος, θρηνώντας σαν μωρό παιδί, εκλιπαρεί τον Αχιλλέα να παραμερίσει τον άκαρδο θυμό του και να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης, ώστε να σώσει τους Αχαιούς από τον βέβαιο όλεθρο. Αν, παρά ταύτα, εμποδίζεται από κάποια θεία εντολή, ας αναθέσει τουλάχιστον στον ίδιο την αποστολή αυτή: φορώντας αυτός την πανοπλία εκείνου, με τους Μυρμιδόνες στο πλευρό του, ελπίζει να αποκρούσει τους Τρώες και να ανακουφίσει τους Αχαιούς.

Προτού ωστόσο ακουστεί η απάντηση του Αχιλλέα, ακούγεται η φωνή του ποιητή. Χαρακτηρίζει τον Πάτροκλο νήπιον (που πάει να πει «μωρός»), γιατί δεν υποπτεύεται πως η ικεσία του αυτή θα αποβεί θανατηφόρα, σημαίνοντας το τέλος του (Π 46-47). Στην ανταπόκρισή του ο Αχιλλέας αποκρούει τον έλεγχο του Πατρόκλου για αλύγιστη κι αλύπητη καρδιά, θυμίζοντας την κατάφωρη προσβολή του Αγαμέμνονα, που, αρπάζοντας το νόμιμο γέρας του, του φέρθηκε σαν να ήταν ανυπόληπτος μετανάστης - αυτή η ατίμωση, όσο συνεχίζεται, θα τον κρατεί μακριά από τη μάχη. Δέχεται ωστόσο την εναλλακτική πρόταση: ας πάρει τη θέση του στη μάχη ο Πάτροκλος, ώστε, με τη δική του πανοπλία και με τους ακαταπόνητους Μυρμιδόνες στο πλευρό του, να αποτρέψει του Τρώες από τα πλοία, ανακουφίζοντας τους καταπονημένους Αχαιούς. Όμως εκεί να σταματήσει, να μη γυρέψει κι άλλη δόξα, φιλοδοξώντας να πατήσει αυτός το κάστρο της Τροίας, μήπως και προκαλέσει την εκδίκηση του Απόλλωνα· θα πρέπει, εκτελώντας την περιορισμένη αποστολή του, να γυρίσει αμέσως πίσω (Π 48-100).

Στο μεταξύ, παρά την αντίσταση του Αίαντα, ο Έκτωρ πυρπολεί το πλοίο του Πρωτεσίλαου, που το τυλίγουν τώρα οι φλόγες, θέαμα που αναστατώνει τον Αχιλλέα. Οπότε εξωθεί τον Πάτροκλο να φορέσει αμέσως την πανοπλία του και να βγει στη μάχη. Ο Πάτροκλος οπλίζεται, δίνοντας εντολή στον Αυτομέδοντα να ζέψει και τα αθάνατα άλογα του φίλου του, τον Ξάνθο και τον Βαλίο. Τον οπλισμό των Μυρμιδόνων τον επιβλέπει ο ίδιος ο Αχιλλέας, ερεθίζοντας με τον λόγο του το πολεμικό τους μένος. Μετά προσφέρει τελετουργικά σπονδή στον Δωδωναίο Δία, τον Πελασγικό, αναπέμποντας διπλή ευχή: να πετύχει ο εταίρος του την απώθηση του εχθρού και να επιστρέψει σώος. Ο Δίας εισακούει την πρώτη ευχή, απορρίπτει όμως τη δεύτερη (Π 249-252).

Έτσι η απρόβλεπτη «Πατρόκλεια» επισκιάζεται εξαρχής με τον αναπότρεπτο φόνο του Πατρόκλου, σημαδεμένο, τώρα για δεύτερη φορά, από τον ποιητή και από τον Δία. Επιβεβαιώνεται επομένως και ενισχύεται ο συμπληρωματικός ρόλος του Δία και του ποιητή στη μοίρα του Πατρόκλου. Και η συμπλήρωση αυτή συνεχίζεται, καθώς η «Πατρόκλεια» οδεύει στο μοιραίο τέλος της.

Η συντριπτική αριστεία του Πατρόκλου εξελίσσεται σε ανυποχώρητη έφοδο, παρά τη σύσταση του Αχιλλέα· η εφάρματη επίθεσή του στρέφεται στην τειχισμένη Τροία. Οπότε ο ποιητής αναγνωρίζει πάλι αφροσύνη στην πολεμική έπαρση του ήρωα, ενώ συγχρόνως στοχάζεται: αν ο Πάτροκλος είχε συμμορφωθεί με τη συμβουλή του Αχιλλέα, θα μπορούσε ίσως να αποφύγει τη μαύρη μοίρα του θανάτου. Αλλά ο Δίας, λέει, πάντα υπερτερεί: εκείνος άλλοτε αρπάζει από τα χέρια του αντρείου πολεμιστή τη νίκη και πανικόβλητο τον τρέπει σε φυγή· άλλοτε, όπως τώρα, τον εξωθεί να χτυπηθεί μέχρι τελικής πτώσης, ενισχύοντας το πολεμικό του μένος (Π 684-691). Τούτο σημαίνει ότι ποιητής και Δίας συμβάλλονται, καθένας με τον τρόπο και το κύρος του, στη θανάσιμη μοίρα του Πατρόκλου· στη σύνταξη επομένως και στην πλοκή της «Πατρόκλειας».

Ο φόνος του Πατρόκλου από τον Έκτορα αποτελεί κομβικό σημείο στην εξέλιξη του ιλιαδικού πολέμου, στον βαθμό που προορίζει και τον επόμενο φόνο του Έκτορα από τον Αχιλλέα. Ο προορισμός αυτός δηλώνεται πάλι έμμεσα και άμεσα: έμμεσα από τον θνήσκοντα Πάτροκλο στη ραψωδία Π (843-854)· άμεσα από τον Δία στη ραψωδία Ρ (198-219). Στη μεγαλαυχία του Έκτορα αντιστέκεται ξεψυχώντας ο εταίρος του Αχιλλέα, με μια επίβλεψη και μια πρόβλεψη. Η επίβλεψη: ο δικός του φόνος, λέει, δεν είναι κατόρθωμα εκείνου, που τρίτος στη σειρά τον αποτέλειωσε· οφείλεται στη βουλή του Δία και στην απάτη του Απόλλωνα, που τον κατέστησε ευάλωτο, απογυμνώνοντάς τον από τα όπλα του. Η πρόβλεψη: θα πρέπει ο Έκτωρ να στοχαστεί πως δεν πρόκειται και αυτός να επιβιώσει για πολύ· ο θάνατος έγινε πια παραστάτης του, η μοίρα του θανάτου τον ακούμπησε, θα τον δαμάσει όπου να ᾽ναι ο Αχιλλέας με τα φονικά του χέρια.

Αυτή την επιθανάτια πρόβλεψη θα επιβεβαιώσει ο Δίας στην επόμενη ραψωδία με συμπάθεια. Ο Εύφορβος, που δοκίμασε να σκυλεύσει το σώμα του Πατρόκλου, πέφτει νεκρός από το φονικό δόρυ του Μενελάου. Λάβρος ο Έκτωρ διεκδικεί τώρα από τον Μενέλαο την πανοπλία του Αχιλλέα που τη φορούσε ο απογυμνωμένος νεκρός. Μπρος στην ορμή του ο Μενέλαος υποχωρεί, οπότε ο Έκτωρ γίνεται κύριος των όπλων και ετοιμάζεται να αποκεφαλίσει το σώμα του Πατρόκλου, αλλά επεμβαίνει ο Αίας και αποτρέπει το κακό με την ασπίδα του. Ο Έκτωρ προς στιγμήν οπισθοχωρεί και παραδίδει τα όπλα του Πατρόκλου στους Τρώες, να τα ασφαλίσουν στο κάστρο της Τροίας, προς δόξα και τιμή μελλοντική. Στο μεταξύ, ο Γλαύκος τον ελέγχει για δειλία, οπότε εκείνος αλλάζει στάση: προφταίνοντας τους Τρώες που μετέφεραν τα όπλα του Αχιλλέα στην Τροία, τα παίρνει και τα ντύνεται ο ίδιος. Σ᾽ αυτό το κρίσιμο σημείο μεσολαβεί ο Δίας. Κοιτάζοντας από ψηλά τον Έκτορα, ντυμένο τη μοιραία πανοπλία, τον ελεεί και τον ελεεινολογεί για την αστόχαστη αυτή πράξη. Λέει:

Δεν πάει διόλου ο νους σου στον δικό σου θάνατο, κι ας στέκει κιόλας πλάι σου, ενώ εσύ φορείς τα αθάνατα όπλα εκείνου, που κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στο ανδρείο μένος του· δεν σου έφτασε που σκότωσες τον πιο αξιαγάπητο και γενναίο εταίρο του, που αφαίρεσες άπρεπα απ᾽ το κεφάλι και τους ώμους του την αρματωσιά του. Και μολαταύτα σου χαρίζω προσώρας δύναμη και δόξα· αντάλλαγμα, αφού δεν σου μέλλεται, σώος γυρίζοντας από τη μάχη, μ᾽ αυτά τα δοξασμένα όπλα του Αχιλλέα να σε δεξιωθεί η Ανδρομάχη.

Συμπέρασμα: όπως προορίστηκε από τον Δία και τον ποιητή ο θάνατος του Πατρόκλου, ομοιότυπα προορίζεται και ο επικείμενος θάνατος του Έκτορα. Στοιχείο που ενισχύει την υπόθεση ότι «Πατρόκλεια» και «Εκτόρεια» αποτελούν δίδυμα επεισόδια, που το ένα προϋποθέτει το άλλο. Αν επομένως για το πρώτο ευθύνεται ο ποιητής της Ιλιάδας, το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο. Την επικύρωση της διπλής του έμπνευσης αναζητεί και βρίσκει ο ποιητής στη βουλή του Δία.

Στο πλαίσιο εξάλλου της δέκατης έκτης ραψωδίας επεμβαίνει δραστικά ο Δίας άλλη μία φορά, προοικονομώντας τώρα και τον νεκρώσιμο νόστο του Έκτορα, ο οποίος, με τη βουλή του Δία πάλι, συντελείται, όπως θα δούμε, στην εικοστή τέταρτη ραψωδία του έπους. Συγκεκριμένα:

Στην αριστεία του Πατρόκλου εξέχει, με τα προηγούμενα και τα παρεπόμενά του, ως κορυφαίο κατόρθωμα του ήρωα ο φόνος του Σαρπηδόνα (Π 419-684), που είναι γιος του Δία, αγαπημένος εταίρος του Γλαύκου. Το εταιρικό αυτό ζεύγος, που προέρχεται από τη Λυκία και εντάσσεται στους επικούρους του τρωικού στρατοπέδου, αντιζυγίζει, με την ομόλογη μοίρα του, το πρότυπο εταιρικό ζεύγος του Αχιλλέα και του Πατρόκλου, και από την άποψη αυτή αποτελεί συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην «Πατρόκλεια» και στην «Εκτόρεια».

Αντιδρώντας εδώ βίαια ο Σαρπηδών στις αλλεπάλληλες ανδροκτασίες του Πατρόκλου, ελέγχει τους συμπολεμιστές του από τη Λυκία και αποφασίζει να αντιμετωπίσει τον εταίρο του Αχιλλέα σώμα με σώμα. Ο Δίας, επιβλέποντας την άγρια σύγκρουση και προβλέποντας την έκβασή της, στρέφεται προς την Ήρα και ομολογεί το δίλημμά του: αναρπάζοντας τον γιο του από το πεδίο της μάχης να τον περάσει σώο στη Λυκία; ή να αποδεχτεί το φονικό του τέλος από τα χέρια του Πατρόκλου; Η Ήρα αποκλείει την πρώτη επιλογή, ως παράδειγμα προς αποφυγήν σε ανάλογες περιπτώσεις, και αντιπροτείνει στον Δία να υποχωρήσει στον θάνατο του γιου του, εξασφαλίζοντας όμως την έντιμη μεταφορά του από τον Ύπνο και τον Θάνατο στον δήμο της Λυκίας· όπου δικοί και σύντροφοι θα του αποδώσουν νόμιμες τιμές, υψώνοντας τύμβο και στήλη επιμνημόσυνη πάνω στο μνήμα του.

Ο Δίας συγκατανεύει, κι αρχίζει η σύγκρουση, που καταλήγει στον φονικό ακοντισμό του Σαρπηδόνα. Ο οποίος ξεψυχώντας παρακαλεί τον Γλαύκο να υπερασπιστεί με τους Λυκίους συντρόφους το σώμα του από τη σύληση. Με πληγωμένο χέρι ο Γλαύκος, επικαλείται και δέχεται τη θεραπευτική αρωγή του Απόλλωνα. Μετά απαιτεί τη συμπαράσταση του Έκτορα, οπότε Τρώες και Λύκιοι, Μυρμιδόνες και Αχαιοί συμβάλλονται διεκδικώντας τον νεκρό Σαρπηδόνα. Ο Πάτροκλος εκδικείται τον φόνο του Επειγέα ακοντίζοντας τον Σθενέλεο, ο Γλαύκος χτυπά κατάστηθα τον Βαθυκλέα, ο Μηριόνης τον Λαόγονο, ο Αινείας προκαλεί τον Μηριόνη. Αγνώριστο από τα βέλη, το αίμα και τη σκόνη, το σώμα του Σαρπηδόνα το διεκδικούν με πάθος Αχαιοί και Τρώες.

Ο Δίας εποπτεύει, και ταλαντεύεται: έφτασε η ώρα μήπως να συντελεστεί ο φόνος του Πατρόκλου, να τον σκοτώσει τώρα ο Έκτορας, απογυμνώνοντας το σώμα του από την πανοπλία του Αχιλλέα; Πρόκειται για τελεσίδικη και απερίφραστη πια αναφορά του θεού στον επικείμενο θάνατο του Πατρόκλου, όπου τώρα εξονομάζεται, μαζί με το θύμα, και ο θύτης. Αποφασίζει ωστόσο ο Δίας μικρή αναβολή της φονικής αυτής επιχείρησης. Στο μεταξύ, εξωθεί τον Πάτροκλο να απωθήσει τους Τρώες και τον Έκτορα προς την τειχισμένη Τροία. Καθώς ο Έκτωρ και οι Λύκιοι υποχωρούν, οι Μυρμιδόνες γυμνώνουν τον νεκρό Σαρπηδόνα από τα όπλα του και, με εντολή του Πατρόκλου, τα μεταφέρουν στο δικό τους στρατόπεδο. Τότε ο Δίας εφαρμόζει την άλλη απόφασή του. Καλεί τον Απόλλωνα και παραγγέλλει:

Έλα, Φοίβε, γλίτωσε τώρα από τα φονικά βέλη των Αχαιών, καθάρισε το αιμόφυρτο σώμα του Σαρπηδόνα. Όσο μπορείς μακρύτερα, προς τις ροές του ποταμού πήγαινε να το λούσεις, με λάδι αθάνατο να το αλείψεις, με ρούχο θεϊκό σαβάνωσέ το· μετά το παραδίνεις στον Ύπνο και στον Θάνατο· δίδυμα αδέλφια, γοργοί περαματάρηδες· αυτοί, γρήγορα θα οδηγήσουν τον νεκρό στα μέρη της εύφορης κι απλόχωρης Λυκίας, όπου δικοί και σύντροφοι στο μνήμα του θα υψώσουν τύμβο και στήλη - μόνη τιμή αυτή όποιου πεθαίνει.

Ο Απόλλων εκτελεί επακριβώς την εντολή του Δία, και ο ποιητής την επαναλαμβάνει κατά λέξη. Θυμίζεται πως ο Καβάφης μεταποίησε την αισθητική αυτή περιγραφή στο ποίημά του «Η κηδεία του Σαρπηδόνος», σχεδόν αντιγράφοντας το ομηρικό κείμενο. Έπεται όμως και άλλη επέμβαση του Δία στη σκηνοθεσία της «Πατρόκλειας», τώρα στο πλαίσιο της δέκατης έβδομης ραψωδίας (Ρ 423-455).

Νεκρός ο Πάτροκλος, και πάνω στο σώμα του λυσσομανούν Τρώες και Αχαιοί, ποιος θα το πάρει. Την ίδια ώρα τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα (που έφεραν τον Πάτροκλο στη μάχη), ο Ξάνθος κι ο Βαλίος, στέκουν παράμερα, θρηνώντας τον αμαξηλάτη τους, που τον κοιτούν στον στρόβιλο της σκόνης, θανατωμένο από το φονικό χέρι του Έκτορα. Μάταια ο Αυτομέδων προσπαθεί να τα αποσύρει, τη μια με το μαστίγιο, την άλλη με γλυκόλογα. Εκείνα δεν λεν να υπακούσουν, να γυρίσουν στον Ελλήσποντο, πίσω στα πλοία· αμετακίνητα μένουν εκεί, σαν επιτύμβια στήλη κάποιου που πέθανε (γυναίκα ή άντρα), ζεμένα στο περίκαλλο άρμα, με τα κεφάλια τους σκυμμένα χαμηλά στο χώμα, χύνοντας δάκρυα θερμά από τα βλέφαρά τους. Κλαίνε ποθώντας τον ηνίοχό τους, κι η πλούσια χαίτη τους, ξεφεύγοντας από τη ζεύγλα, κρέμεται πλάι στον ζυγό, και τη μιαίνει η σκόνη. Τα είδε ο γιος του Κρόνου να θρηνούν τα δύο άλογα και τα ελέησε. Κινώντας το κεφάλι του, μίλησε μέσα του:

Δύστυχα, γιατί να σας χαρίσουμε, αθάνατα εσάς κι αγέραστα, σ᾽ έναν θνητό, στον βασιλιά Πηλέα; για να παιδεύεστε με τα δικά τους βάσανα, ζώντας μαζί με δύσμοιρους ανθρώπους; Πλάσμα πιο δύστυχο από τον άνθρωπο δεν βρίσκεται σ᾽ όλη τη γη, όσα έρπουν επάνω της και εισπνέουν τον αέρα της. Όμως δεν πρόκειται κι εγώ ν᾽ αφήσω στο κοσμημένο αμάξι σας ν᾽ ανέβει ο Πριαμίδης Έκτωρ. Φτάνει και περισσεύει που πήρε κι έχει καμαρώντας τα όπλα εκείνα. Στα γόνατα λοιπόν και στην καρδιά σας θα βάλω δύναμη, να σώσετε τον Αυτομέδοντα και να τον φέρετε στα κοίλα πλοία. Γιατί σκοπεύω κι άλλη δόξα στους Τρώες να προσφέρω, σκοτώνοντας να φτάσουν ως τα καλόσελμα καράβια, ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος, να πέσει ιερό της νύχτας το σκοτάδι.

Πολυσήμαντη και αποκαλυπτική η ιλιαδική αυτή σκηνή (την μεταποίησε, με τον τρόπο του πάλι, ο Καβάφης στο ποίημα «Τα άλογα του Αχιλλέως»), προάγει εκτός των άλλων ένα βήμα ακόμη τον επικείμενο φόνο του Έκτορα. Επιμένει στην έπαρση του ήρωα, δηλωμένη με την αθέμιτη οικειοποίηση των όπλων του Αχιλλέα, που θεωρείται συμβολικός σφετερισμός της ταυτότητας του αντίπαλου ήρωα. Ενοχή που θα διπλασιαζόταν, αν ο Δίας επέτρεπε στον Έκτορα να σφετεριστεί και τα -αμετακίνητα αυτή τη στιγμή- άλογα του Αχιλλέα. Επειδή μια τέτοια πράξη θα αποτελούσε υπέρβαση του απαγορευτικού ορίου ανάμεσα στην αθανασία και στη θνητότητα, στον βαθμό που τα συγκεκριμένα άλογα είναι αθάνατα κι ο Έκτορας (όπως κι ο Αχιλλέας εξάλλου) θνητός.

Στο τέλος του αποφασιστικού αυτού μονολόγου του ο Δίας προγραμματίζει την τελική πια επίθεση των Τρώων στα πλοία των Αχαιών, τώρα που εξέλιπε η επιθετική αντίσταση του Πατρόκλου. Γεγονός που πρέπει, σύμφωνα με την υπόσχεση του θεού στη Θέτιδα στην πρώτη ραψωδία, να επαναφέρει τον Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης. Έτσι συντονίζονται οι δύο φάσεις της βουλής του Δία: η αρχική, που δεν προέβλεπε ακόμη τον θάνατο του Πατρόκλου· και η ενδιάμεση, που τον εκμαίευσε, προς όφελος της πλοκής του ιλιαδικού πολέμου, όπως τη φαντάστηκε ο ποιητής.

Οπλοποιία - Μήνιδος ἀπόρρησις

Η δέκατη όγδοη ραψωδία συνδέει το ξόδι του νεκρού Πατρόκλου με την είσοδο του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης, η οποία θα εξελιχθεί σε πρωτεύουσα αριστεία του ήρωα και του έπους, για να καταλήξει στον εκδικητικό φόνο και στον φριχτό διασυρμό του Έκτορα. Το μήνυμα του Αντίλοχου για τον θάνατο του αγαπημένου εταίρου προκαλεί παράφορο θρήνο στον Αχιλλέα, που τον συμμερίζεται, ανεβαίνοντας από τον βυθό της θάλασσας, η Θέτις με σαράντα εννέα Νηρηίδες. Για να αναπληρωθούν τα συλημένα από τον Έκτορα όπλα του γιου της, η Θέτις αναλαμβάνει, μεταβαίνοντας στον Όλυμπο, να ζητήσει από τον Ήφαιστο μια δεύτερη ηφαιστότευκτη πανοπλία, την οποία ο τεχνίτης θεός την κατασκευάζει και τη διακοσμεί μέσα στη νύχτα (η διεξοδική περιγραφή της ασπίδας καλύπτει το τελευταίο μέρος της δέκατης όγδοης ραψωδίας: Σ 468-617).

Στο μεταξύ, ο Αχιλλέας, εξοπλισμένος από την Αθηνά (κροσσωτή ασπίδα προστατεύει ώμους και στήθος, χρυσή νεφέλη το κεφάλι, στην κορφή λάμπει θεήλατη φλόγα), στέκει στην τάφρο, όπου (σμίγοντας τη βροντερή κραυγή του με τη φοβερή φωνή της θεάς) απωθεί τους Τρώες. Έτσι οι Αχαιοί σώζουν το σώμα του Πατρόκλου, το αποθέτουν σε νεκρώσιμο κλινάρι, και το μοιρολογούν, με εξάρχοντα τον Αχιλλέα. Μεσολαβεί, καθώς πέφτει η νύχτα, αγορά των Τρώων, όπου, παρά τη σύσταση του Πολυδάμαντα, ο Έκτορας επιβάλλει την απόφασή του να δειπνήσει και να διανυκτερεύσει ο στρατός έξω από την τειχισμένη πόλη, έτοιμος το άλλο πρωί για νέα έφοδο στα πλοία των Αχαιών. Την ίδια ώρα στο στρατόπεδο των Μυρμιδόνων, με εντολή του Αχιλλέα, τελείται: επικήδειος λουτρός, μύρωμα και παννύχιος γόος για τον νεκρό Πάτροκλο.

Ο Δίας εποπτεύει αλλά δεν εμπλέκεται στα δρώμενα αυτής της ραψωδίας. Η Θέτις ωστόσο ανταποκρίνεται στο φονικό μένος του γιου της για τον Έκτορα, προλέγοντας στο δίστιχο 95-96 τον δικό του αφανισμό. Στο αρχαίο κείμενο ορίζεται ο Αχιλλέας ὠκύμορος· λέξη σημαδιακή που ακούστηκε από το στόμα της Θέτιδας ήδη στην πρώτη ραψωδία (417), όταν της ανατίθεται από τον γιο της εκείνη η αποστολή στον Όλυμπο, με την οποία εκμαιεύεται η προγραμματική βουλή του Δία για αποχή του Αχιλλέα από το πεδίο της μάχης, ωσότου οι Αργείοι φτάσουν στο όριο της συντριβής τους. Εκεί η Θέτις, με δάκρυα στα μάτια, ομολογεί ότι ο γιος της είναι ὠκύμορος. Η μοίρα αυτή σκιάζει τον Αχιλλέα σ᾽ όλη την έκταση του έπους. Εδώ ωστόσο συνάπτεται επιπλέον το επικείμενο τέλος του ήρωα με το τέλος του Έκτορα, συνειρμός που εφεξής επανέρχεται και δραματοποιείται. Έτσι δένονται μεταξύ τους οι τρεις φονικοί κρίκοι: Πάτροκλος-Έκτωρ-Αχιλλέας. Μολονότι ο τρίτος φόνος (μείζονος σημασίας για τα συμφραζόμενα του τρωικού πολέμου) επισυμβαίνει πέραν της Ιλιάδας, εδώ ριζώνει.

Η επόμενη, δέκατη ένατη, ραψωδία, που εγκαινιάζει την τέταρτη και τελευταία μάχιμη μέρα του έπους, φέρει την αλεξανδρινή επιγραφή «Μήνιδος ἀπόρρησις» που πάει να πει: απόρριψη, κατάργηση της οργής του Αχιλλέα, τραγικό παρεπόμενο της οποίας υπήρξε και ο θάνατος του Πατρόκλου. Η όψιμη συμφιλίωση του ήρωα με τον Αγαμέμνονα τελείται τώρα μπροστά σε όλους τους Αχαιούς και εξελίσσεται σε αμοιβαίο διάλογο, που τον ανοίγει αποφασιστικά ο Αχιλλέας, ομολογώντας το μερίδιο του δικού του λάθους. Ενώ ο Αγαμέμνων, αναγνωρίζοντας την προσωπική του τύφλωση, την αποδίδει στην Άτη, θυγατέρα του Δία, που ο ύπατος θεός αναγκάστηκε κάποτε να την εξορίσει από τον Όλυμπο.

Στο μεταξύ, μεταφέρονται και αποδίδονται διακριτικά στον Αχιλλέα τα υπεσχημένα δώρα του Αγαμέμνονα, μεταξύ των οποίων ανέπαφη και η Βρισηίδα. Η οποία, για πρώτη και τελευταία φορά, μιλά μέσα στο έπος, θρηνώντας τον Πάτροκλο και ομολογώντας την ιδιαίτερη συμπάθεια που της έδειχνε εκείνος όσο ζούσε. Την επίμονη πρόταση του Οδυσσέα για δείπνο, πριν από την αναμενόμενη σφοδρή μάχη, ο Αχιλλέας την απορρίπτει για τον εαυτό του, επιμένοντας στο πένθος και στον θρήνο του για τον αφανισμένο εταίρο. Τότε ο Δίας παρεμβαίνει, ελεεί τον σπαραγμένο γιο της Θέτιδας, και παρωθεί την Αθηνά να του σταλάξει νέκταρ και αμβροσία στο στήθος, για να τα βγάλει πέρα στον μόχθο της επικείμενης μάχης.

Αμέσως μετά ο Αχιλλέας φορεί τη νέα ηφαιστότευκτη πανοπλία με τα εξαρτήματά της, ο Αμφιμέδων και ο Άλκιμος ζεύουν τον Ξάνθο και τον Βαλίο, εκείνος επιβαίνει στο άρμα λαμπρός σαν άλλος Υπερίων, και απευθύνεται στα αθάνατα άλογα, επικαλούμενος για τον εαυτό του τύχη καλύτερη από εκείνη που επεφύλαξαν αυτά στον Πάτροκλο. Οπότε ο Ξάνθος, με φωνή δοσμένη προσώρας από την Ήρα, ανταποκρίνεται αμφίσημα: διαβεβαιώνει τον κύριό του για την παρούσα σωτηρία του, αποδίδει τον θάνατο του αγαπημένου εταίρου στον Απόλλωνα, συνάμα όμως προλέγει στον Αχιλλέα τη μέλλουσα μοίρα του δικού του θανάτου από θεό κι από θνητό (υπονοούνται ο Απόλλων και ο Πάρις). Ο Αχιλλέας βρίσκει περιττή την προειδοποίηση του Ξάνθου· ξέρει και ο ίδιος πως δεν πρόκειται να ξαναδεί, γυρίζοντας στη Φθία, μάνα και πατέρα, όμως αυτό δεν αλλάζει τώρα σε τίποτε το εκδικητικό μένος του. Εφάρματος δίνει το σύνθημα να κινήσουν τα άλογα.

Αριστεία του Αχιλλέα - Θεομαχία

Στην εικοστή ραψωδία το θερμόμετρο του ιλιαδικού πολέμου ανεβαίνει, ώσπου να φτάσει, με την εικοστή δεύτερη ραψωδία, στο όριο της αντοχής του. Αχαιοί και Τρώες αρματώνονται, έτοιμοι για τη μεγάλη σύγκρουση. Στο μεταξύ, ο Δίας συγκαλεί πάνδημη θεών αγορά· καλούνται και οι Ποταμοί και οι Νύμφες, εκτός του Ωκεανού. Ο Ποσειδώνας, φτάνοντας στον Όλυμπο από τα βάθη της θαλάσσης, απορεί, και ο Δίας λύνει την εύλογη απορία του: τον συγκινεί, λέει, ο αναμενόμενος όλεθρος, που οι θεοί δεν πρέπει να τον αγνοήσουν. Ο ίδιος, μένοντας σε ξέγναντο του Ολύμπου, θα εποπτεύει τον αγώνα, απολαμβάνοντας το θέαμα· οι άλλοι θεοί μπορούν, και οφείλουν, να βρεθούν εκεί, ανάμεσα στους Τρώες και στους Αχαιούς, για να παρασταθούν στον ένα ή στον άλλο αντίπαλο, ανάλογα με τη συμπάθειά τους. Γιατί, ξέφρενος με τον χαμό του εταίρου του ο Αχιλλέας, σίγουρα θα αποδειχτεί φόβος και τρόμος για τους Τρώες· δεν αποκλείεται μάλιστα να παραβιάσει ακόμη και τα τείχη της πόλης, επιχειρώντας την άλωση της Τροίας.

Πρόκειται για την πληρέστερη μέχρι στιγμής θεών αγορά του έπους, όπου ο Δίας (με υποβολέα τον ποιητή) αναλαμβάνει διπλό ρόλο: σκηνοθέτη και συνάμα θεατή, μοιράζοντας ρόλους σε θεούς και ήρωες· προβλέποντας τόσο τη βέβαιη όσο και την πιθανή έκβαση της οριακής αυτής σύγκρουσης. Εν είδει θεατρικού προγράμματος, παρατίθεται τώρα και διεξοδικός κατάλογος των θεών, μοιρασμένος σε συμμάχους των Αχαιών και των Τρώων: Ήρα, Αθηνά, Ποσειδών, Ερμής και Ήφαιστος συντάσσονται στο πλευρό των Αχαιών· Άρης, Φοίβος, Άρτεμις, Λητώ, Ξάνθος (πρόκειται για τον ομώνυμο ποταμό) και Αφροδίτη στο πλευρό των Τρώων.

Σε πρώτη φάση οι θεοί απλώς παρίστανται, μετά συμμετέχουν δραστικά: στη μέση η Έρις, στο ένα στρατόπεδο η Αθηνά, στο άλλο ο Άρης. Ο Δίας βροντά, και ο Κοσμοσείστης σείει τη γη, βαθιά ως τα έγκατά της. Στο πεδίο της μάχης όρθιος ο Απόλλων απειλεί με τα βέλη του. Αντιμέτωποι: στην Ήρα η Άρτεμις, στη Λητώ ο Ερμής, στον Ήφαιστο ο Σκάμανδρος. Σ᾽ αυτό το σκηνικό, όπου συνωθούνται θεοί και θνητοί, προβάλλεται και εξελίσσεται αδιέξοδη η μονομαχία Αχιλλέα και Αινεία. Τον επιφανέστερο, μετά τον Έκτορα, ήρωα των Τρώων τον εξωθεί στη σύγκρουση ο Απόλλων, με τη μορφή του πριαμίδη Λυκάονα. Εκείνος στην αρχή επιφυλάσσεται, μετά υποχωρεί στην ενθάρρυνση του θεού, και προχωρεί. Ήρα και Ποσειδών προσηλώνονται από το ανάχωμα του τείχους στον κρίσιμο αυτόν αγώνα, συμπαρασύροντας και τους υπόλοιπους θεούς. Αντίπαλοι οι δύο ήρωες ανταλλάσσουν λόγο και αντίλογο, προτού ρίξουν ο ένας στον άλλο τα δόρατά τους. Προηγείται ο Αινείας, ακολουθεί ο Αχιλλέας, δίχως να βρουν και οι δύο τον φονικό τους στόχο. Τότε ο Αχιλλέας ορμώντας ξιφουλκεί, ενώ ο Αινείας, σε έσχατο πλέον κίνδυνο, αμύνεται με μια πέτρα θεόρατη. Τον σώζει όμως, σφενδονίζοντάς τον στα μετόπισθεν, ο Ποσειδώνας, θολώνοντας προσώρας με νέφος τα μάτια του Αχιλλέα. Η επιβίωση του Αινεία θεωρείται από τον κοσμοσείστη απαραβίαστη απόφαση του Δία, με βάση τη γενεαλογία του και τον μετατρωικό προορισμό του ήρωα - στοιχεία που τα εκμεταλλεύτηκε αργότερα ο Βιργίλιος για να συνθέσει τη δική του Αινειάδα.

Έτσι κι αλλιώς κύριος φονικός στόχος του Αχιλλέα είναι ο Έκτωρ, την αγωνιστική ετοιμότητα του οποίου αναστέλλει προς το παρόν ο Απόλλων. Αντ᾽ αυτού το μένος του Αχιλλέα στρέφεται διαδοχικά στον Ιφιτίωνα, στον Δημολέοντα, στον Ιπποδάμαντα, καταλήγοντας στον πριαμίδη Πολύδωρο. Ο φόνος του αδελφού αγανακτεί τον Έκτορα, που αποφασίζει τώρα να συγκρουστεί με τον Αχιλλέα. Κι εδώ η σύγκρουση προλογίζεται με λόγο και αντίλογο των αντιπάλων. Ακολουθούν βολές: του Έκτορα το δόρυ το ξεστρατίζει η Αθηνά, κι όταν ο Αχιλλέας λάβρος αντεπιτίθεται, παρεμβαίνει ο Απόλλων, ο οποίος αναρπάζει τον ευνοούμενο ήρωά του σε μια νεφέλη, ακυρώντας έτσι τέσσερις διαδοχικές εφόδους του Αχιλλέα.

Φρενιασμένος εκείνος με την απάτη του Απόλλωνα, ξεσπά σε αλλεπάλληλους παράπλευρους φόνους, σκοτώνοντας τον ένα μετά τον άλλο: τον Δρύοπα, τον Δημούχο, τον Λαογόνο και τον Δάρδανο, τον γιο του Αλάστορα (μολονότι γονυπετής τον ικετεύει να τον ελεήσει), τον Μούλιο, τον Έχεκλο, τον Δευκαλίωνα, τον Ρίγμο και τον ηνίοχό του Αρηίθοο, που τον πετά από το αμάξι βίαια στο χώμα. Χέρια μολεμένα από το αίμα, οι τροχοί της άμαξας και οι οπλές των αλόγων ποδοπατούν νεκρά σώματα και πεταμένες ασπίδες.

Πανικόβλητοι οι Τρώες (εικοστή πρώτη ραψωδία) το βάζουν στα πόδια. Κάποιοι καταφεύγουν προς την τειχισμένη πόλη, οι περισσότεροι παγιδεύονται στην όχθη και στο ρεύμα του Σκαμάνδρου, όπου και κατασφάζονται από τον μανικό Αχιλλέα, βάφοντας με το αίμα τους τα νερά του ποταμού. Ανάμεσά τους παγιδευμένος είναι και ο νόθος γιος του Πριάμου Λυκάων, μόλις φτασμένος στο πεδίο της μάχης, έχοντας κιόλας πίσω του την πικρή πείρα προηγούμενης εξαγοράς του από τον Αχιλλέα. Τον αντικρίζει τώρα έντρομος, πέφτει στα γόνατα παροπλισμένος, ικετεύει, υπόσχεται πλούσια λύτρα, διαχωρίζοντας την ευθύνη του από τον ετεροθαλή αδελφό του Έκτορα. Ανυποχώρητος όμως ο Αχιλλέας, τον σκοτώνει και τον πετά στον ποταμό, για να εκδικηθεί τον φόνο του Πατρόκλου, εν γνώσει του πως και τον ίδιο τον περιμένει η μοίρα θανάτου - κάποιαν αυγή ή δειλινό ή και καταμεσήμερο.

Ο Σκάμανδρος αγανακτεί κι αναλογίζεται πώς θα μπορούσε ν᾽ ανακόψει το φονικό αυτό μένος, πώς να παρασταθεί στους Τρώες. Στο μεταξύ, ο Αχιλλέας ρίχνεται στον Αστεροπαίο από την Παιονία, γόνο του ποταμού Αξιού και της Πηλεγόνας. Τον αποτελειώνει βάναυσα, και πάνω στο νεκρό του σώμα επαίρεται με δίχως μέτρο. Φόνος και έπαρση προκαλούν τη βίαιη αντίδραση του Σκαμάνδρου. Καθώς ο Αχιλλέας ένοπλος πηδά από την όχθη μέσα στο ποτάμι, ο ποταμός σηκώνει καταπάνω του πελώριο κύμα. Μετέωρος εκείνος διαμαρτύρεται στον Δία, τον αναστηλώνουν όμως ο Ποσειδών και η Αθηνά, βοηθώντας να πατήσει πάλι στην όχθη. Στο μεταξύ, ο Σκάμανδρος, ξεβράζοντας πτώματα και όπλα, τον κυνηγά με τα νερά του, απειλώντας πια να τον πνίξει. Τότε, με την παρέμβαση της Ήρας, επεμβαίνει ο Ήφαιστος: φωτιά και νερό αντιπαλεύουν, το νερό υποχωρεί και η κοίτη αρχίζει να αποξηραίνεται. Μετανοημένος ο Σκάμανδρος ομολογεί την ήττα του και παρακαλεί την Ήρα να αποσύρει ο Ήφαιστος, ο γιος της, την καταλυτική του φλόγα.

Η φλόγα υποχωρεί. Τώρα όμως μπαίνουν στον μάχιμο χορό οι αντίπαλοι θεοί· ξεσπά θεομαχία στο πεδίο της μάχης με φοβερό πάταγο, που φτάνει από τη γη ψηλά στον ουρανό. Ακούει τον πάταγο στον Όλυμπο ο Δίας, και ξεσπά σε γέλιο, διασκεδάζοντας με τον θεϊκό ανταγωνισμό, που έτσι κι αλλιώς δεν απειλεί με θάνατο κανέναν. Η θεομαχία μεταβάλλεται μάλλον σε θέαμα. Ακοντιστής ο Άρης επιτίθεται στην Αθηνά, εκείνη τον εξουθενώνει με μια πέτρα στον αυχένα του, κι αυτός πέφτει στο χώμα φαρδύς πλατύς. Προστρέχει η Αφροδίτη να τον ανασύρει, την παίρνει όμως είδηση η Ήρα, ειδοποιεί την Αθηνά, κι αυτή με μια γροθιά στο στήθος τής κόβει τα ήπατα. Ζηλεύει ο Ποσειδών και προκαλεί τον Απόλλωνα, λέγοντας πως δεν πρέπει να γυρίσουν μόνον αυτοί αμάχητοι στον Όλυμπο. Επιφυλάσσεται ο Απόλλων να τα βάλει με τον Ποσειδώνα, οπότε τον ελέγχει η αδελφή του Άρτεμις, που εισπράττει ωστόσο την κακοποίηση και το υβρεολόγιο της Ήρας: την αποκαλεί «σκύλα ξεδιάντροπη», έχοντας ήδη στολίσει προηγουμένως την Αφροδίτη με τη βρισιά «σκυλόμυγα». Ο Ερμής αρνείται να τα βάλει με την ερεθισμένη Λητώ για την προσβολή της κόρης της από την Ήρα. Στο μεταξύ, η Άρτεμις στραπατσαρισμένη φτάνει στον Όλυμπο, κουρνιάζει στα γόνατα του Δία, κι αυτός, γελώντας πάλι, τη ρωτά πώς κι από ποιον την έπαθε. Έτσι άδοξα τερματίζεται η μάλλον ευτράπελη αυτή θεομαχία, που δικαιολογεί τον διπλό γέλωτα του Δία.

Τα πράγματα όμως στη συνέχεια σοβαρεύουν. Ο Αχιλλέας ξαναβρίσκει το αγωνιστικό του μένος, ενώ ο Απόλλων γλιστρά μέσα στης Τροίας το κάστρο, για να το υπερασπιστεί από ενδεχόμενη επίθεση. Ο Πρίαμος στο μεταξύ, πάνω από τις επάλξεις, βλέπει μαινόμενο τον Αχιλλέα να καταδιώκει τους Τρώες, και παραγγέλλει: να μείνουν ανοιχτές οι πύλες, ωσότου μπουν οι Τρώες μέσα· μετά να κλείσουν και να αμπαρωθούν. Τον διαφαινόμενο κίνδυνο να αλωθεί η Τροία αποτρέπει ο Απόλλων: βγαίνει ξανά στο πεδίο της μάχης, για να εμπνεύσει θάρρος στον Αγήνορα, γιο του Αντήνορα, ώστε να αντισταθεί στον Αχιλλέα. Εκείνος ταλαντεύεται αλλά εντέλει αντιστέκεται· πληγωμένος από το ακόντιο του Αχιλλέα, σώζεται την τελευταία στιγμή από τον Απόλλωνα - άφαντο σε μια νεφέλη, τον αναρπάζει και τον μεταφέρει ο θεός σε μέρος ασφαλές. Έπειτα ο ίδιος ο Απόλλων, με τη μορφή του Αγήνορα, βγαίνει μπροστά στον Αχιλλέα, και, όταν αυτός ορμά, ανοίγεται τρέχοντας στον κάμπο, πλάι στο ποτάμι του Σκαμάνδρου.

Ἕκτορος ἀναίρεσις

Η εικοστή δεύτερη ραψωδία (επιγράφεται «Ἕκτορος ἀναίρεσις») φτάνει στο όριο πρώιμης τραγωδίας, προτού το λογοτεχνικό αυτό είδος θεσμοθετηθεί. Την αίσθηση αυτή την προκαλούν: τα αφηγηματικά δρώμενα, οι δρώντες, το σκηνικό και η σκηνοθεσία της αφηγηματικής δράσης, η οποία κλιμακώνεται σε τρία επίπεδα (έξω και γύρω από το κάστρο, στις επάλξεις του κάστρου και στο θεολογείο του Ολύμπου).

Η άρθρωση της ραψωδίας επιτρέπει την κλιμάκωσή της σε διαδοχικά επεισόδια, που περιβάλλονται από πρόλογο και θρηνητική έξοδο. Ο πρόλογος δραματοποιεί την αγωνιστική απομόνωση του Έκτορα έξω από το κάστρο, στην οποία αντιδρούν με περιπαθείς παραινέσεις ο Πρίαμος και η Εκάβη (Χ 1-89). Το πρώτο επεισόδιο ξεκινά με τον εσωτερικό μονόλογο του ήρωα και εξελίσσεται σε άγριο ανθρωποκυνηγητό Αχιλλέα-Έκτορα γύρω από το κάστρο, στο οποίο παρεμβαίνουν συμπαθητικά ο Δίας και εκδικητικά η Αθηνά (90-246). Στο επόμενο επεισόδιο (247-330), παγιδευμένος ο Έκτορας από τον δόλο της θεάς και προγραμμένος πια από τον Δία, αντιμετωπίζει την επίθεση του Αχιλλέα σε αμφίρροπη μονομαχία με δόρατα και ξίφη, τελικώς όμως ο φονικός ακοντισμός στον ακάλυπτο αυχένα τον εξουδετερώνει. Ξεψυχώντας ικετεύει τον Αχιλλέα να επιστραφεί το σώμα του στους δικούς του, για να τιμηθεί με ταφική πυρά· εκείνος όμως επαπειλεί τον θνήσκοντα ήρωα με διασυρμό και διαμελισμό (τρίτο επεισόδιο: 331-404). Η έξοδος (405-515) αναλώνεται στους οδυρμούς της Εκάβης και του Πριάμου (πάντα πάνω από τις επάλξεις), και επιστέφεται με τον υστερόχρονο κομμό της Ανδρομάχης.

Ο συμπαθητικός και ρυθμιστικός ρόλος του Δία εκδηλώνεται δύο φορές στις κρίσιμες καμπές της ραψωδίας. Την ελεητική συμπάθεια του θεού την προκαλεί το θέαμα της πρώτης κυκλικής καταδίωξης του Έκτορα από τον Αχιλλέα, που φαίνεται από ψηλά σαν αγώνας δρόμου με θεσμοθετημένα έπαθλα, ενώ στην πραγματικότητα είναι δρόμος περὶ ψυχῆς (ζωής ή θανάτου δηλαδή). Ο Δίας, ομολογώντας στους άλλους ολύμπιους θεούς που τον περιβάλλουν αμέριστη συμπάθεια για τον απειλούμενο ήρωα, τους καλεί να συναποφασίσουν αν θα σωθεί ή θα δαμαστεί από το εκδικητικό μένος του Αχιλλέα. Η Αθηνά διαφωνεί έντονα με την πρόταση εξαιρετικής σωτηρίας, οπότε, ήπιος τώρα, ο Δίας την καθησυχάζει και της παραχωρεί το ελεύθερο να αποφασίσει η ίδια (Χ 166-182).

Στην πραγματικότητα ωστόσο ο Δίας αναλαμβάνει ο ίδιος τη λύση του δραματικού διλήμματος με τη μέθοδο πάλι της «ψυχοστασίας» (Χ 208-213). Όταν το ανθρωποκυνηγητό Αχιλλέα-Έκτορα συμπληρώνει τον τρίτο γύρο του, ο θεός αναλαμβάνει τα χρυσά τάλαντα (που πάει να πει: τη ζυγαριά), βάζει στον ένα δίσκο τον θανάσιμο κλήρο του Αχιλλέα, στον άλλο του Έκτορα, και υψώνοντας τον ζυγό ισοζυγίζει: η μοίρα του Έκτορα κατηφορίζει, γέρνοντας προς τον Άδη. Τότε ο ήρωας, παροπλισμένος από τη συμπαράσταση του Απόλλωνα, προσφέρεται στο έλεος της εκδικητικής Αθηνάς.

Ο δόλος της (ομόλογος με εκείνον του Απόλλωνα στην περίπτωση του Πατρόκλου) εκδηλώνεται με μεταμόρφωση, λόγο και πράξη. Η θεά παίρνει την όψη του πριαμίδη Δηίφοβου, εμφανίζεται στο πλάι του Έκτορα ως παραστάτης, και τον πείθει να αντισταθεί στην έφοδο του Αχιλλέα. Ακοντίζει πρώτος ο Αχιλλέας, ο Έκτορας σκύβοντας αποφεύγει τη βολή, το χάλκινο δόρυ μπήγεται στο χώμα, αλλά προστρέχει η Αθηνά λαθραία, αρπάζει το ακόντιο και το επιστρέφει στον Αχιλλέα. Η αντίπαλη βολή του Έκτορα πέφτει στη μέση της ασπίδας του Αχιλλέα, αλλά αποστρακίζεται - υπονοείται πάλι παρέμβαση της Αθηνάς. Στο μεταξύ, η πλαστή μορφή του Δηίφοβου εξαφανίζεται, και τότε ο Έκτορας αντιλαμβάνεται την εξαπάτησή του από τη θεά και την εγκατάλειψή του από τον Δία και τον Απόλλωνα. Αμύνεται παρά ταύτα με το σπαθί του, ο Αχιλλέας όμως ευστοχεί στην τελευταία φονική βολή του.

Στο κρίσιμο αυτό σημείο ο ποιητής υπενθυμίζει ότι ο Έκτορας φέρει την αρχική ηφαιστότευκτη πανοπλία του Αχιλλέα, αυτήν που άρπαξε από το σώμα του νεκρού Πατρόκλου. Τούτο σημαίνει ότι οι δύο συμβαλλόμενοι ήρωες, φορώντας όμοια πανοπλία, μοιάζουν ο ένας αντίγραφο του άλλου. Με τους όρους αυτούς, θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί: ποιος σκοτώνει ποιον; ο Αχιλλέας τον Έκτορα; ο Αχιλλέας τον Αχιλλέα; ο Αχιλλέας το είδωλο του; Το σκηνικό πάντως σχόλιο του ποιητή, σ᾽ αυτό μάλιστα το σημείο (λίγο πριν σφηνωθεί το φονικό ακόντιο στον ανυπεράσπιστο από την πανοπλία αυχένα του Έκτορα) ευνοεί έναν τέτοιο συνειρμό, που φαίνεται να τον υποστηρίζει και μια προηγούμενη παρομοίωση, από τις πιο πρωτότυπες των ομηρικών επών (Χ 188-201):

Ο Αχιλλέας (όμοιος με σκύλο που ορμά σε ελαφάκι), καταδιώκει τον αλαφιασμένο Έκτορα γύρω από το κάστρο. Το δυσδιάκριτο από μακριά αυτό ανθρωποκυνηγητό παραβάλλεται από τον ποιητή με ονειρικό εφιάλτη: όπως όταν ο ένας κυνηγά τον άλλον, αλλά ούτε αυτός (ο κυνηγός) μπορεί να τον φτάσει, ούτε εκείνος (ο κυνηγημένος) γίνεται να ξεφύγει. Ξανά, λοιπόν, το ερώτημα: ποιος κυνηγάει ποιον σ᾽ αυτό τον κυκλικό δρόμο;

Έτσι κι αλλιώς η θανάσιμη μοίρα του Αχιλλέα συνδέεται άμεσα (κατά κάποιον τρόπο ταυτίζεται) με τη θανάσιμη μοίρα του Έκτορα, στον βαθμό που η μία προϋποθέτει και προκαλεί την άλλη. Η μοιραία αυτή διαδοχή ακούστηκε ήδη ως προειδοποίηση από τη Θέτιδα στον γιο της στη δέκατη όγδοη ραψωδία· τώρα δραματοποιείται. Μιλάει ο Έκτωρ, λίγο πριν τον καλύψει το σκοτάδι του θανάτου:

Όμως στοχάσου τώρα, μήπως εξ αφορμής μου πέσει επάνω σου η θεϊκή οργή, τη μέρα εκείνη που ο Πάρης κι ο Απόλλων θα σε χαλάσουν στις Σκαιές πύλες, κι ας είσαι τόσο φημισμένος. Ο Αχιλλέας αποκρίνεται: Πέθανε τώρα εσύ, κι όσο για τον δικό μου θάνατο θα τον καλωσορίσω εγώ, όταν και όπως τον ορίσει ο Δίας κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί.

Θυμίζεται ότι, ξεψυχώντας ο Πάτροκλος, προλέγει το τέλος του Έκτορα. Τώρα, ξεψυχώντας ο Έκτορας, προλέγει το τέλος του Αχιλλέα. Δύο νεκροί στη βάση και ένας επίδοξος νεκρός στην ανοιχτή κορυφή ενός νεκρώσιμου τριγώνου: αυτή είναι η σοδειά του ιλιαδικού πολέμου, όπως τη φαντάστηκε ο ποιητής και την επικύρωσε με τη βουλή του ο Δίας.

Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ - Ἕκτορος λύτρα

Στις δύο τελευταίες ραψωδίες του έπους τα πολεμικά δρώμενα υποχωρούν. Μένουν ωστόσο ακόμη σε εκκρεμότητα τα νεκρά σώματα του Πατρόκλου και του Έκτορα. Αυτή η διπλή εκκρεμότητα ρυθμίζεται τώρα, σκοπεύοντας σε ομόλογο στόχο, που είναι η έντιμη ταφή των δύο ηρώων. Στην περίπτωση του Πατρόκλου η έντιμη τελετή καταλαμβάνει όλο το μήκος της εικοστής τρίτης ραψωδίας. Στην περίπτωση του Έκτορα εκβάλλει στο τέλος της εικοστής τέταρτης ραψωδίας ως επίλογος ενός δραματοποιημένου διαλόγου ανάμεσα στον Αχιλλέα και στον Πρίαμο, ο οποίος αποφασίζεται και προγραμματίζεται από τον Δία.

Η εικοστή τρίτη ραψωδία (επιγράφεται «Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ») μοιράζεται σε τρία μέρη: στο πρώτο μέρος εντοπίζονται η θρηνητική πρόθεση του νεκρού Πατρόκλου (στον θρήνο συμμετέχει και η Θέτις) και η εμφάνιση του φάσματός του στον μοναχικό, παράλιο ύπνο του Αχιλλέα· απαιτεί ο Πάτροκλος την άμεση ταφή του, προλέγοντας τον επικείμενο θάνατο του αγαπημένου εταίρου, παρακαλώντας να σμίξει τότε στην ίδια τεφροδόχο η δική του τέφρα με την τέφρα του φίλου του. Στο δεύτερο μέρος συντάσσονται όλα τα στοιχεία της ταφής: ετοιμασία της πυράς, θυσία ζώων και αιχμαλώτων, αποχαιρετισμός του νεκρού, καύση, συλλογή των οστών και της τέφρας, επιτάφιος τύμβος. Στο τρίτο και εκτενέστερο μέρος προκηρύσσονται και τελούνται τα επιτάφια άθλα με τα αντίστοιχα έπαθλα.

Στο μεταξύ, παρεμβάλλονται (Ψ 182-191) στοιχεία για τον συνεχιζόμενο εκδικητικό αικισμό του νεκρού Έκτορα από τον Αχιλλέα, ο οποίος όμως ενδιαμέσως θεραπεύεται με την προστατευτική και εξωραϊστική επέμβαση της Αφροδίτης και του Απόλλωνα: εκείνη αποδιώχνει μέρα νύχτα τα αρπαχτικά σκυλιά και μυρώνει με αθάνατο ροδέλαιο το πληγωμένο σώμα· εκείνος επιφέρει από τον ουρανό στη γη ένα γαλάζιο σύννεφο, ισκιώνοντας τον τόπο, ώστε ο αμείλικτος ήλιος να μη μαραζώσει το δέρμα, τα νεύρα και τα μέλη του νεκρού.

Αυτό εξάλλου το θέμα γεφυρώνει την εικοστή τρίτη με την εικοστή τέταρτη ραψωδία. Μετά το δείπνο όλοι πηγαίνουν για ύπνο. Μόνος, νηστικός και άγρυπνος, παραμένει ο Αχιλλέας, θρηνώντας για τον χαμό του φίλου του, κυριευμένος από τον πόθο της αρρενωπής ομορφιάς του και από την ανάμνηση των κοινών τους κατορθωμάτων και παθών. Ανίκανος να ηρεμήσει, πηγαινοέρχεται ξέφρενος στην ακρογιαλιά, περιμένοντας πότε θα ξημερώσει. Τότε προσδένει στο άρμα και διασύρει το σώμα του Έκτορα γύρω από τον τύμβο του Πατρόκλου, προτού το αφήσει πίστομα πάνω στη σκόνη. Μεσολαβεί όμως πάλι ο Απόλλων αποτρέποντας όλες τις βλάβες και καλύπτοντας με τη χρυσή του ασπίδα το γυμνό κορμί, για να μη γδαρθεί από τον άγριο διασυρμό (Ω 1-21).

Το αποτρόπαιο θέαμα προκαλεί τη συμπάθεια και την οργή των άλλων θεών, οι οποίοι παροτρύνουν τον Ερμή να κλέψει το διασυρόμενο σώμα. Η Ήρα όμως και η Αθηνά αντιστέκονται, επιμένοντας στο μίσος τους για την Τροία και τον Πάρη, εξαιτίας της μεροληπτικής εκείνης κρίσης του, με την οποία τις απέρριψε, ενδίδοντας από λαγνεία στη γοητεία και στην υπόσχεση της Αφροδίτης. Έντεκα μέρες οι θεοί ταλαντεύονται. Τη δωδέκατη (σε θεών αγορά, που την εποπτεύει ο Δίας) παίρνει τον λόγο ο Απόλλων: αγανακτεί με την αναλγησία των θεών για τον Έκτορα, τη γυναίκα και τον γιο του, αλλά και με την ακατανόητη ανοχή τους απέναντι στον ανελέητο Αχιλλέα, που κακοποιεί με βαναυσότητα το άψυχο σώμα ενός νεκρού. Η Ήρα εντούτοις διαφωνεί, επιμένοντας στην καταγωγική διαφορά μεταξύ Έκτορα και Αχιλλέα: θνητός ο ένας, από θνητό πατέρα και θνητή μάνα· γόνος θεάς ο άλλος, που τον γάμο της με τον θεοφίλητο Πηλέα τον επικύρωσαν με την παρουσία τους όλοι οι ολύμπιοι θεοί.

Στο σημείο αυτό επεμβαίνει πάλι ο Δίας και επιβάλλει τη δική του βουλή. Στην αρχή του λόγου του ελέγχει τη μεροληψία της Ήρας υπέρ του Αχιλλέα, εξισώνοντας τους δύο ήρωες, με κριτήριο την έμπρακτη ευσέβειά τους. Αμέσως μετά απορρίπτει ρητώς την πρόταση της απάτης (να κλέψει κρυφά από τον Αχιλλέα ο Ερμής το σώμα του Έκτορα) ως αταίριαστη στο ήθος και των δύο ηρώων. Αντ᾽ αυτού ο Δίας προβάλλει τη δική του διπλή εντολή: η Ίρις να καλέσει τη Θέτιδα στον Όλυμπο· η Ίρις να επισκεφθεί τον Πρίαμο στο κάστρο της Τροίας. Τα δύο κεφάλαια της εντολής εξειδικεύονται και εκτελούνται διαδοχικά.

Η Ίρις προσκαλεί τη Θέτιδα στον Όλυμπο από τη θαλάσσια σπηλιά της, όπου θρηνεί για τη θανάσιμη μοίρα του γιου της, μετά τον φόνο του Έκτορα. Την υποδέχεται με συμπάθεια ο Δίας, αναγνωρίζοντας το βαρύ της πένθος. Μετά την ενημερώνει: για την εξέγερση των άλλων θεών μπροστά στη συνεχιζόμενη κακοποίηση του νεκρού Έκτορα από τον Αχιλλέα· για την απόρριψη της πρότασης να κλέψει ο Ερμής το διασυρόμενο σώμα του ήρωα. Τέλος, εκθέτει τη δική του πρόταση: να βρεθεί η Θέτις, με δίχως καθυστέρηση, στο πλάι του γιου της· να του μιλήσει για την αγανάκτηση των άλλων θεών (αλλά και τη δική του), επειδή κρατεί αλύτρωτο ακόμη το σώμα του Έκτορα· να τον πιέσει να το απολυτρώσει. Στο μεταξύ, η Ίρις θα μεταβεί στην Τροία, για να πείσει τον Πρίαμο, φτάνοντας στα πλοία των Αχαιών και ικετεύοντας τον Αχιλλέα, να πάρει πίσω, αντί λύτρων, το νεκρό σώμα του γιου του.

Η Θέτις πραγματοποιεί αμέσως τη βουλή του Δία. Βρίσκει τον Αχιλλέα στη σκηνή του να στενάζει, παραμένοντας άφαγος, άγρυπνος και ανέραστος. Του ανακοινώνει το ολύμπιο μήνυμα, και εκείνος το αποδέχεται αδιαμαρτύρητα. Στη συνέχεια η Ίρις εκτελεί τη δεύτερη εντολή του Δία, διεξοδικά πάλι διατυπωμένη από τον θεό: ο Πρίαμος να επιχειρήσει την απολύτρωση του Έκτορα, προσφέροντας ανάλογα λύτρα στον Αχιλλέα· να προχωρήσει στο στρατόπεδο των Μυρμιδόνων συνοδευμένος μόνο από έναν κήρυκα· την καθ᾽ οδόν προστασία του θα την εξασφαλίσει ο Ερμής· ήρεμη υποδοχή θα βρει στη σκηνή του Αχιλλέα.

Φτάνοντας η Ίρις στο κάστρο της Τροίας, πέφτει σε πένθος πάνδημο. Στην αυλή του παλατιού, γύρω από τον πατέρα τους θρηνούν οι άλλοι γιοι του· στη μέση ο Πρίαμος, σφαδάζει απαρηγόρητος, καλυμμένος με κάπα, ρίχνοντας στο κεφάλι και στον λαιμό κοπριά, μαζεμένη με τα ίδια του τα χέρια. Η Ίρις τού δίνει θάρρος, δηλώνει την καλή της πρόθεση και του μεταδίδει αυτούσιο και ακέραιο το μήνυμα του Δία. Ο Πρίαμος υπακούει και εντέλλεται να ζέψουν στην άμαξα τις μούλες, να δέσουν πάνω της μια κάσα. Ο ίδιος κατεβαίνει στον μοσχομυρισμένο θάλαμο, όπου φυλάγονται τα πολύτιμα πλούτη, φωνάζει την Εκάβη και της ανακοινώνει το μήνυμα του Δία. Όταν εκείνη, με λόγια και με κλάματα, προσπαθεί να τον αποτρέψει από το επικίνδυνο αυτό διάβημα, αυτός παραμένει ανένδοτος. Δίχως χρονοτριβή ετοιμάζεται και ετοιμάζει, διαλέγοντας τα λύτρα, απωθώντας τους Τρώες που προσπαθούν να τον εμποδίσουν.

Διαπιστώνεται εύκολα η ανταπόκριση της τελευταίας αυτής ρυθμιστικής βουλής με την αρχική βουλή της πρώτης ραψωδίας. Εκεί ανεβαίνει η Θέτις στον Όλυμπο, ικετεύοντας τον Δία να εκπληρώσει το αίτημα του Αχιλλέα, και ο θεός ανταποκρίνεται, ορίζοντας την αρχή και την ενδιάμεση περιπέτεια του ιλιαδικού πολέμου. Εδώ καλείται η Θέτις στον Όλυμπο, με σκοπό να μεταφέρει στον Αχιλλέα την απόφαση του θεού για το πέρας τώρα του ιλιαδικού πολέμου. Και στις δύο σκηνές ενέχονται τα ίδια πρόσωπα, με αντίστροφη μάλιστα σειρά και φορά: Αχιλλέας-Θέτις-Δίας στη μία περίσταση· Δίας-Θέτις-Αχιλλέας στη δεύτερη· από το στρατόπεδο προς τον Όλυμπο στην πρώτη ραψωδία, από τον Όλυμπο προς το στρατόπεδο στην τελευταία ραψωδία. Ως εδώ η ανταπόκριση αφορά τη σκηνοθεσία. Μεγαλύτερη ωστόσο σημασία έχει η ουσία της.

Το ζητούμενο στην τελική αυτή καμπή είναι πώς θα περατωθεί το έπος της Ιλιάδας: αν ο ιλιαδικός μύθος και πόλεμος θα διακριθεί όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά από τον τρωικό μύθο και πόλεμο· αν και πώς θα αντισταθεί στα παραδοσιακά συμφραζόμενα που προβλέπουν νίκη των Αχαιών, άλωση και πυρπόληση της Τροίας, εξόντωση των Τρώων. Τον ρόλο αυτόν υποβάλλει ο ποιητής στον Δία, και ο θεός τον αναλαμβάνει με την, τελευταία και τελεσίδικη, βουλή του. Αντιπροτείνοντας: στην εκδίκηση τη συμφιλίωση· στον πόλεμο την αναστολή του· στη βεβήλωση του νεκρού σώματος την ταφή του· στον θανάσιμο χωρισμό τον νεκρώσιμο νόστο.

Οι ποιητικοί αυτοί στόχοι προβάλλονται στη -δραματικότερη και διεξοδικότερη- εταιρική ομιλία του έπους, ανάμεσα στον Πρίαμο και στον Αχιλλέα, που πάει να πει: ανάμεσα στον θύτη και στο θύμα, στον πατέρα και στον φονιά του Έκτορα. Το χάσμα γεφυρώνεται από τον ομόλογο σπαραγμό των δύο ομιλητών, ο οποίος οφείλεται στο διαλυτικό μένος του πολέμου. Αυτό που δοκιμάζει, όταν δεν εξαρθρώνει, όλες τις ομιλητικές σχέσεις του έπους, με κορυφαίο παράδειγμα τη διάλυση του τριγώνου: Έκτωρ-Ανδρομάχη-Αστυάναξ. Ο Αχιλλέας έχει χάσει τον πιο αγαπημένο εταίρο του· ο Πρίαμος τον πιο αγαπημένο του γιο. Αυτή η αμοιβαία απώλεια τους φέρνει κοντά και τους συμφιλιώνει. Επιπλέον: η πατρική μορφή του Πριάμου ανακαλεί στον νου του Αχιλλέα τη μορφή του δικού του πατέρα, του Πηλέα, που έχει ξεμείνει στη Φθία και αγνοείται εδώ η τύχη του.

Έγινε λόγος για νεκρώσιμο νόστο του Έκτορα, που είδαμε ότι εφαρμόστηκε άλλη μία φορά στην περίπτωση του λύκιου Σαρπηδόνα. Τα δύο αυτά παραδείγματα είναι ομόλογα και ομότροπα μεταξύ τους. Αναφέρονται και τα δύο στη βουλή του Δία, από όπου και αντλούν το τελετουργικό και ποιητικό τους κύρος. Προκύπτουν ως οριστική λύση, ύστερα από προηγούμενη διαφωνία, διατυπωμένη και τις δύο φορές από την Ήρα. Και στα δύο παραδείγματα η εντολή του νεκρώσιμου νόστου μεταδίδεται από τον Δία σε έναν θεό (στον Απόλλωνα στην περίπτωση του Σαρπηδόνα· στη Ίριδα στην περίπτωση του Έκτορα), προϋποθέτει εξωραϊσμό του νεκρού, εγγυάται ασφαλή επιστροφή και τιμητική ταφή του νεκρού.

Ο θεματικός αυτός πυρήνας επιτρέπει να μιλούμε για νεκρώσιμο νόστο, ως δραματική και συγκρίσιμη παραλλαγή του θετικού νόστου. Άποψη που υποστηρίζεται και από όσα εξαγγέλλει η Κασσάνδρα στην έξοδο της εικοστής τέταρτης ραψωδίας (Ω 704-706). Αναγνωρίζοντας η κόρη του Πριάμου από τις επάλξεις του κάστρου της Τροίας τον ερχομό του πατέρα της, βλέποντας να επιστρέφει με το σώμα του Έκτορα πάνω στο άρμα του, καλεί όλους τους Τρώες που κρέμονται στα τείχη, αναφωνώντας:

Ελάτε, Τρώες και Τρωάδες, θα δουν τώρα τα μάτια σας τον Έκτορα, αν κι άλλοτε χαρούμενοι τον είδατε, από τη μάχη να γυρίζει ζωντανός (στο πρωτότυπο ακούγεται εδώ η μετοχή νοστήσαντι), καμάρι κι αγαλλίαση της πόλης και του δήμου.

Παρά τις αναλογικές ομοιότητές τους, τα δύο αυτά παραδείγματα σε κρίσιμα σημεία διαφέρουν. Ο εξωραϊσμός του Σαρπηδόνα ανατίθεται από τον Δία στον Απόλλωνα, ο οποίος καλείται επιπλέον να προνοήσει για τη μεταφορά του νεκρού στη Λυκία από τον Ύπνο και τον Θάνατο. Στην περίπτωση όμως του Έκτορα τον ρόλο του Απόλλωνα τον αναλαμβάνει ο Αχιλλέας: αυτός δίνει εντολή στις δούλες να λούσουν, να μυρώσουν και να ντύσουν το γυμνό σώμα· αυτός, με τα ίδια του τα χέρια, το απιθώνει σε μαλακό στρώμα και επιβλέπει την ώρα που το σηκώνουν οι εταίροι, για να το βάλουν πάνω στην άμαξα. Η πομπή εξάλλου του νεκρού δεν επαφίεται τη φορά αυτή στον Ύπνο και στον Θάνατο, αλλά τη διεκπεραιώνει ο ίδιος ο Πρίαμος, υπό την προστασία του Ερμή.

Η είσοδος του νεκρού Έκτορα στο κάστρο της Τροίας και η πρόθεσή του στην αίθουσα του βασιλικού παλατιού δραματοποιούνται στο έπακρο: με τους σπαρακτικούς θρήνους της Ανδρομάχης, της Εκάβης και της Ελένης· με τον κηδευτικό επίλογο του Πριάμου. Όσο για την ταφή του νεκρού (πυρά, συλλογή των οστών, εναπόθεσή τους σε χρυσή λάρνακα, τύμβος), την καταθέτει με οριακή οικονομία ο ποιητής στους τελευταίους δεκαεπτά στίχους του έπους (Ω 788-804).

Συγκρίνοντας τα δύο παραδείγματα νεκρώσιμου νόστου στην Ιλιάδα, τόσο ως προς τις ομοιότητες όσο και προπαντός ως προς τις διαφορές τους, μπορούμε να πούμε ότι το πρώτο (με τα θαυματουργικά και τα τελετουργικά του στοιχεία) παραπέμπει στην αρχαιότερη επική παράδοση, ενώ το δεύτερο εκπροσωπεί τον ιλιαδικό μετασχηματισμό της, όπου το θαύμα υποχωρεί τώρα μπροστά στο ανθρώπινο δράμα και στη φιλάνθρωπη λύση του. Σ᾽ αυτό τον μετασχηματισμό συμβάλλει πάλι ο Δίας, με την εξελισσόμενη (θεολογική και ποιητική) βουλή του, υποβολέας της οποίας παραμένει πάντα ο ανώνυμος μέσα στο έπος ποιητής. Θεός και ραψωδός επομένως συνεργάζονται, προκειμένου να οριστούν, όχι μόνο η αρχή και η ενδιάμεση πλοκή, αλλά και το συμφιλιωτικό τέλος του ιλιαδικού πολέμου.

Οι άλλοι θεοί

Σε διάκριση προς τον ιλιαδικό ρόλο του Δία, που είναι ρυθμιστικός, διαιτητικός και αποφασιστικός, ο ρόλος των άλλων θεών αποδεικνύεται κατά βάση παρεμβατικός, εκτελεστικός και διχαστικός (ως δίχα θυμὸν ἔχοντες ορίζονται στο πρωτότυπο, Υ 32), καθώς μοιράζονται σε συμμάχους των Αχαιών και των Τρώων. Ο πληρέστερος κατάλογός τους εμφανίζεται, όπως είδαμε, στην εικοστή ραψωδία, ενόψει της επικείμενης θεομαχίας (Υ 31-40).

Ωστόσο δεν είναι ισότιμος ο ρόλος όλων των θεών στα δρώμενα του έπους. Εξέχουν, ως αντίπαλοι μεταξύ τους, η Αθηνά και ο Απόλλων. Μικρότερο, αλλά δραστήριο επίσης, ρόλο αναλαμβάνουν στο πλευρό των Αχαιών η Ήρα και ο Ποσειδών, και στο πλευρό των Τρώων ο Άρης και η Αφροδίτη. Η παρέμβαση των λοιπών θεών είναι μάλλον ευκαιριακή. Στο παραδειγματικό πάντως ζεύγος Αθηνά-Απόλλων αναγνωρίζονται, με πληρότητα και σαφήνεια, όλες οι τυπικές μορφές της ιλιαδικής θεϊκής παρουσίας.

Οι αντίπαλοι θεοί κατεβαίνουν συχνά στο πεδίο της μάχης, αυτοπρόσωποι ή μεταμορφωμένοι, ενθαρρύνοντας ή ελέγχοντας το σύνολο του συμμαχικού τους στρατού. Συχνότερα όμως επεμβαίνουν ή για να παρασταθούν σε έναν φιλικό ή για να αντισταθούν σε έναν εχθρικό τους ήρωα. Η παράστασή τους επιμερίζεται αναλόγως προς την περίσταση: αποτρέπουν λόγου χάριν την κρίσιμη στιγμή ένα φονικό πλήγμα· καλύπτουν τον κινδυνεύοντα ήρωα με νεφέλη, που τον καθιστά αόρατο στον επιτιθέμενο· αναρπάζουν από το πεδίο της μάχης έναν δικό τους ήρωα, για να τον σώσουν από βέβαιο ή πιθανό θάνατο· παγιδεύουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τον αντίπαλο ήρωα και τον καθιστούν ανίκανο να υπερασπιστεί τον εαυτό του· θεραπεύουν κάποιον βαριά πληγωμένο ή συνεφέρνουν έναν λιπόθυμο· καθιστούν εύστοχη τη φιλική βολή και άστοχη τη βολή του εχθρού· εξωραΐζουν το φιλικό τους κακοποιημένο σώμα· διαμαρτύρονται στον Δία για τη θετική ή την αρνητική μεροληψία του για συγκεκριμένους ήρωες.

Αθηνά και Απόλλων εξάλλου ισορροπούν μεταξύ τους και ως προς τις συμμαχικές και εχθρικές επιλογές τους: η Αθηνά παρέχει την προστασία της κυρίως στον Διομήδη και στον Αχιλλέα και αντιμάχεται κατεξοχήν τον Έκτορα· ο Απόλλων προστατεύει προπάντων τον Αινεία και τον Έκτορα και αντιστέκεται στον Αχιλλέα και στον «αντ᾽ αυτού» Πάτροκλο. Η αντιθετική αυτή εξισορρόπηση φαίνεται καθαρότερα στις δύο κορυφαίες αναιρέσεις του έπους: του Πατρόκλου και του Έκτορα, στις οποίες εμπλέκονται, με σκανδαλιστικό μάλιστα τρόπο, στην πρώτη ο Απόλλων και στη δεύτερη η Αθηνά.

Ο Πάτροκλος, ντυμένος με την πανοπλία του Αχιλλέα, στην ακμή της αριστείας (ύστερα μάλιστα από τον φόνο του Σαρπηδόνα), έχει ξεπεράσει το εντεταλμένο από τον Αχιλλέα όριο της απώθησης των Τρώων από τα πυρπολούμενα πλοία των Αχαιών, και προχωρεί ακάθεκτος στην τειχισμένη Τροία, απειλώντας να την κυριέψει. Οπότε επεμβαίνει από ψηλά ο Απόλλων, στητός στον ψηλό πύργο του κάστρου. Τρεις φορές ο Πάτροκλος πατά το πόδι του στο αγκωνάρι του τείχους, και τρεις φορές ο θεός αποκρούει την ασπίδα του με τα αθάνατα χέρια του και τον εκσφενδονίζει προς τα πίσω. Την τέταρτη φορά τον αναγκάζει σε υποχώρηση με τη φοβερή φωνή του:

Πίσω, μην κάνεις άλλο βήμα, Πάτροκλε, κι ας είσαι φύτρα ένδοξης γενιάς. Όχι, γραφτό δεν είναι με το κοντάρι σου να πέσει περήφανη των Τρώων η πόλη· μήτε κι από του Αχιλλέα το δόρυ, που δεν συγκρίνεται η ρώμη του με τη δική σου (Π 707-709).

Έπειτα ο θεός προτρέπει και πείθει τον Έκτορα να μη διστάσει άλλο, να βγει αντιμέτωπος στον Πάτροκλο, υπόσχεται να του παρασταθεί. Όμως ο Πάτροκλος έχει κι αυτός τον νου του: αφήνοντας το άρμα του, πεζός ορμά, με δόρυ και μαρμάρινο λιθάρι, στον ηνίοχο του Έκτορα, τον Κεβριόνη, και τον εξοντώνει. Ο Έκτωρ, πληγωμένος στο φιλότιμό του, αντεπιτίθεται, κι ακολουθεί βίαιη σύγκρουση: ποιος θα τραβήξει προς το μέρος του τον νεκρό, ενώ Τρώες και Αχαιοί συμβάλλονται με δόρατα, με βέλη, λιθάρια και ασπίδες, γύρω στο σώμα του ηνιόχου, κι αυτός, φαρδύς πλατύς πεσμένος στο χώμα, έχει ξεχάσει για καλά την ιππική του τέχνη.

Η αμφίρροπη αναμέτρηση παρατείνεται, ωσότου να δύσει ο ήλιος. Τότε οι Αχαιοί παίρνουν προσώρας το πάνω χέρι, τραβώντας προς το μέρος τους το σώμα του Κεβριόνη, αφαιρώντας και τα όπλα του. Ο Πάτροκλος, στο μεταξύ, αγριεμένος σαν τον Άρη, σε τρεις εφόδους, σκοτώνει εννιά κάθε φορά πολεμιστές. Η τέταρτη όμως έφοδος θα αποδειχτεί μοιραία. Γιατί πέφτει επάνω του ο Απόλλων φοβερός, χωρίς ο ίδιος να τον πάρει είδηση, όπως τον σκέπαζε πυκνή νεφέλη. Στάθηκε πίσω του ο θεός, με την παλάμη τον χτύπησε στους ώμους και στην πλάτη, κι αυτός παραζαλίστηκε και θόλωσαν τα μάτια του. Έπειτα του πήρε απ᾽ το κεφάλι την περικεφαλαία, τη ρίχνει κάτω, κι όπως αυτή με θόρυβο κατρακυλούσε ανάμεσα στα πόδια των αλόγων, η χαίτη της μολεύτηκε στη σκόνη και στο αίμα. Συνάμα, μέσα στα χέρια του, έσπασε το μακρύ, το ασήκωτο, το χάλκινο κοντάρι, κι έφυγε απ᾽ τους ώμους, μαζί με το λουρί, η περίφημη ασπίδα του. Τον απογύμνωσε, τέλος, του Δία ο γιος, ο Απόλλων, κι από τον θώρακά του. Έμεινε τότε ο Πάτροκλος εμβρόντητος, παρέλυσαν τα μέλη του. Και πάνω εκεί ο Εύφορβος, ο γιος του Πάνθου, τον ακοντίζει, δεν μπόρεσε όμως και να τον σκοτώσει. Τότε επεμβαίνει ο Έκτορας και, φτάνοντας κοντά, βύθισε το δόρυ του στο κάτω μέρος της κοιλιάς, βρήκε τα σπλάχνα του, κι ο Πάτροκλος γκρεμίστηκε νεκρός (Π 777-822).

Αυτή είναι η πιο εντυπωσιακή παρουσία του Απόλλωνα μέσα στο έπος, συγκρίσιμη μόνο με την εμφάνισή του στην αρχή της πρώτης ραψωδίας. Όταν ανταποκρίνεται στην προσευχή και στην ευχή του Χρυσή, και κατεβαίνει οργισμένος από τον Όλυμπο, με τόξο και φαρέτρα στους ώμους, όμοιος με τη μαύρη νύχτα. Στήνεται αντίκρυ στο στρατόπεδο των Αχαιών, απ᾽ όπου ρίχνει φονικά τα βέλη του, πρώτα στις μούλες και στους σκύλους, μετά στα σώματα των πολεμιστών (Α 43-53).

Η δεύτερη μεγάλη αναίρεση, του Έκτορα τώρα από τον Αχιλλέα, δραματοποιείται στην εικοστή δεύτερη ραψωδία. Εκεί, με δόλο πάλι, συνεργεί η θεά Αθηνά, ισορροπώντας κατά κάποιον τρόπο τον δολερό ρόλο του Απόλλωνα στην προηγούμενη αναίρεση του Πατρόκλου. Παίρνοντας τη μορφή του Δηίφοβου, πείθει τον Έκτορα να σταματήσει την πανικόβλητη φυγή του γύρω από το κάστρο της Τροίας· μαζί τα δύο αδέλφια να αντισταθούν στον Αχιλλέα, για να τον αποκρούσουν. Τα φονικά παρεπόμενα της θεϊκής αυτής απάτης τα είδαμε. Έπονται τώρα τρεις παρατηρήσεις:

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο ρόλος του Απόλλωνα και της Αθηνάς στις δύο αυτές κορυφαίες αναιρέσεις του έπους είναι, συγκριτικά και απόλυτα, ενισχυμένος και έντονα δραματοποιημένος από τον ποιητή: η συμμετοχή τους στα δρώμενα αποδεικνύεται άμεση και καταλυτική, στον βαθμό που συντελεί εξ επαφής στον θάνατο δύο κορυφαίων ηρώων. Παρά ταύτα, πρόκειται για ρόλο επιτελεστικό, όχι ρυθμιστικό και αποφασιστικό. Γιατί, τόσο ο θάνατος του Πατρόκλου όσο και ο θάνατος του Έκτορα έχουν προαποφασιστεί και κυρωθεί με τη βουλή του Δία, στην οποία υπόκειται η βουλή του ποιητή. Επομένως ο Απόλλων και η Αθηνά συνεργούν μόνο στον τρόπο πραγματοποίησης της διπλής αυτής βουλής. Με άλλα λόγια: οι δύο θεοί στην προκειμένη περίσταση αναλαμβάνουν και διεκπεραιώνουν ρόλο εργαλειακό.

Η δεύτερη παρατήρηση διατυπώνεται ως ερώτηση: η δραστική και δόλια επέμβαση των δύο θεών στις δύο αυτές αναιρέσεις μειώνει το επικό κύρος και το κλέος των θνησκόντων ηρώων; Παρά τα φαινόμενα ενδέχεται να συμβαίνει μάλλον το αντίστροφο. Αν δεχτούμε ότι τόσο ο θάνατος του Πατρόκλου όσο και ο θάνατος του Έκτορα δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με όρους μόνον ηρωικού ανταγωνισμού και ηρωικής αναμέτρησης. Το μέγεθος της επικής τους αρετής είναι τόσο αυξημένο, ώστε απαιτείται άμεση θεϊκή επέμβαση, για να προκύψει το θανάσιμο τέλος τους. Επομένως, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, οι δύο θεοί, με τη δόλια ανάμειξή τους, συμβάλλουν στην ανάδειξη αυξημένης αρετής και αυξημένου μεταθανάτιου κλέους.